«Οσάκις ενοχλούνταν (ο Συμεών) από ακηδία, απέρχονταν στους τόπους που υπήρχαν μνήματα και καθήμενος επάνω από αυτά ανιστορούσε νοερώς τους κάτω από την γη νεκρούς, και άλλοτε μεν πενθούσε, άλλοτε δε άφηνε θρηνώδεις φωνές με δάκρυα, επιχειρώντας με όλα αυτά και τα παρόμοια να περιμαζεύσει από την καρδιά του το κάλυμμα της αναισθησίας» (τ. 19Α, σ. 51).
«Μόλις (ο Συμεών) τους είδε να θρηνούν για την ορφάνια τους, είπε "τι με θρηνείτε για την αποχώρησή μου; την τετάρτη ινδικτιώνα θα με καλύψετε αποθνήσκοντα, την πέμπτη ινδικτιώνα θα με δείτε πάλι να βγαίνω από τον τάφο και να συζήσω μαζί με σας που με ποθείτε". Αφού είπε αυτά, όταν έφθασε η ορισμένη ημέρα κατά την δωδεκάτη Μαρτίου, ο αοίδιμος μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων του Χριστού, όπως συνήθιζε καθημερινώς, είπε το αμήν και προέτρεψε τους μαθητές του να ψάλλουν τα νεκρώσιμα. Αυτοί μεν έψαλλαν με αναμμένες λαμπάδες και δακρυσμένα μάτια, εκείνος δε σήκωσε τα ιερά χέρια του ψηλά και, αφού προσευχήθηκε λίγο κατά την δύναμι που του είχε απομείνει ακόμη, έπειτα τα σταύρωσε, συμμαζεύθηκε αξιοπρεπώς και είπε με ηρεμία και γαλήνη "στα χέρια σου, Χριστέ βασιλεύ, παραδίδω το πνεύμα μου"» (τ. 19Α, σ. 271).
«Σαν κάλυμμα που τοποθετείται στα μάτια, τέτοιοι είναι οι κοσμικοί λογισμοί και οι βιοτικές ενθυμήσεις στην διάνοια, δηλαδή στον οφθαλμό της ψυχής. Όσον καιρό λοιπόν μείνουν εκεί, δεν θα βλέπουμε· όταν όμως αφαιρεθούν με την μνήμη του θανάτου, τότε θα δούμε καθαρά το αληθινό φως που φωτίζει κάθε άνθρωπο ερχόμενο στον κόσμο» (τ. 19Α, σ. 415).
«Όποιος κυοφορεί τον φόβο του θανάτου βδελύσσεται κάθε βρώση και πόση και ωραίο ένδυμα, και δεν τρώγει άρτο, δεν πίνει ύδωρ ηδονικά· προσφέρει δε στο σώμα τα αναγκαία, όσα μόνο αρκούν για την συντήρηση. Απαρνείται κάθε δικό του θέλημα και θα γίνει υπηρέτης σε όλα όσα του παραγγέλλονται με διάκριση» (τ. 19Α, σ. 483).
«Προ του θανάτου πραγματοποιείται θάνατος και προ της αναστάσεως των σωμάτων ανάσταση των ψυχών, με έργο, δύναμι, πείρα και αλήθεια. Διότι, όταν το θνητό φρόνημα εξαφανίζεται από τον αθάνατο νου και η νεκρότης εκδιώκεται από την ζωή, η ψυχή βλέπει πραγματικά τον εαυτό της σαν να αναστήθηκε εκ νεκρών, όπως βλέπουν τους εαυτούς των οι ανιστάμενοι από τον ύπνο, και επιγινώσκει τον Θεό που την ανέστησε· κατανοώντας δε αυτόν και ευχαριστώντας αυτόν, εξίσταται των αισθήσεων και όλου του κόσμου, γεμίζοντας άφραστη ηδονή» (τ. 19Α, σ. 497).
«Σε κάθε στενοχώρια και θλίψη και νομιζόμενη κακοπάθεια έβλεπα τη χαρά και ευφροσύνη να υπερεκβλύζει μέσα μου δια της αποκαλύψεως και παρουσίας του προσώπου του, ώστε να εκπληρώνεται καθαρά μέσα μου το ρητό του Παύλου που λέγει, "η πρόσκαιρη ελαφριά θλίψη γίνεται πρόξενη σε μας βάρους δόξας", και του Δαβίδ που λέγει "με τη θλίψη με επλάτυνες", ώστε από τώρα να μη θεωρώ τίποτε τις επερχόμενες θλίψεις και τους πειρασμούς σε σύγκριση με την όχι μέλλουσα αλλά αμέσως αποκαλυπτόμενη δια του αγίου Πνεύματος δόξα του Ιησού Χριστού. Με τη μετοχή και θέα αυτής της δόξας δεν θεωρούσα τίποτε και τις θανάσιμες ακόμα ασθένειες και κάθε άλλη περισσότερο ανυπόφορη οδύνη που προκαλείται στους ανθρώπους δια των πόνων, λησμονώντας κάθε οδύνη και λύπη του σώματος, τόσο ελαφρό θεωρούσα απ’ αυτό το φορτίο των εντολών του Κυρίου και τόσο χρηστόν τον ζυγό του Κυρίου· και όταν από κάποια αιτία δεν εύρισκα ν’ αποθάνω υπέρ αυτού συντόμως, γέμιζα, πιστεύσατέ με, αφόρητη λύπη» (τ. 19Γ, σ. 133).
«Και εμείς που ομοιωθήκαμε με αυτόν πρωτύτερα ψυχικώς και τότε με αυτόν σωματικώς μαζί και ψυχικώς, δηλαδή θα είμαστε όμοιοι με αυτόν, άνθρωποι στη φύση, θεοί κατά χάρη, καθώς ακριβώς κι’ εκείνος υπήρξε θεός στη φύση, άνθρωπος κατά την αγαθότητα. Εκείνοι που γνωρίζουν ακριβώς το μυστήριο αυτό, πώς να μη ποθήσουν και να μην επιθυμήσουν τον θάνατο, όπως λέγει ο Απόστολος, "όσοι είμαστε σ’ αυτό το σκήνωμα στενάζομε, περιμένοντας την αποκάλυψη της δόξας των υιών του Θεού" (τ. 19Γ, σ. 161).
«Ο άνθρωπος λοιπόν αυτός, αφού έγινε ανώτερος από όλη την κτίση, δεν θέλει να επιστρέψει και να ασχολείται με τα πράγματα της κτίσεως» (τ. 19Δ, σ. 129).
«Πίστευε ότι παρίσταται (ο Πνευματικός σου) με παρρησία στο Θεό έστω και αν κατέθεσες το σώμα του στον τάφο, και να επικαλείσαι χωρίς δισταγμό την πρεσβεία του, και αυτός θα σε βοηθήσει εδώ και θα σε φυλάξει από όλους τους εχθρούς και θα σε υποδεχτεί όταν θα εκδημήσεις από το σώμα σου και θα σου ετοιμάσει αιώνια μονή» (τ. 19Δ, σ. 231).
«Έτσι ο θάνατός τους γίνεται γι’ αυτούς αρχή της δόξας και, για να σου το πω πιο ευκολονόητα, στο τέλος θα βρούνε την αρχή και στην αρχή το τέλος» (τ. 19Ε, σ. 63, στιχ. 188-190).
«Τη μνήμη να ’χεις πάντα του θανάτου· είναι αυτή που θα σου φέρει την ταπείνωση» (τ. 19ΔΕ, σ. 89, στιχ. 18-19).
«Κι εγώ πάλι ο θνητός και μικρός μέσα στον κόσμο μπορώ και κοιτάζω μέσα μου όλο τον πλάστη του κόσμου και ξέρω ότι δε θα πεθάνω αφού είμαι μέσα στη ζωή κι έχω μέσα μου όλη τη ζωή που αναβλύζει. Είναι μέσα στην καρδιά μου, ενώ βρίσκεται στον ουρανό» (τ. 19Ε, σ. 135, στιχ. 76-80).
«Δε νιώθω εγώ χτυπήματα, κι ούτε φωνές ακούω, δε με φοβίζει ο θάνατος, τον έχω ξεπεράσει. Τι είναι η θλίψη τ’ αγνοώ, κι ας με λυπούν οι πάντες, πίκρα μου γίνονται οι ηδονές, όλα τα πάθη φεύγουν, και βλέπω φως παντότινά τη νύχτα και τη μέρα» (τ. 19Ε, σ. 229, στιχ. 105-109).
«Βλέποντας τον αθάνατο δεσπότη μου και κτίστη με πιάνει ο πόθος της θανής, βέβαιος πως δεν πεθαίνω» (τ. 19ΣΤ, σ. 21, στιχ. 46-47).
«Ψυχή μου, ποιος απόχτησε αυτά τα πλούτη, πες μου, και ποιος στον κόσμο μπόρεσε κάτι τι ν’ αποχτήσει, που ζώντας και πεθαίνοντας μαζί του να το πάρει; Δε θα μπορέσεις πουθενά μήτε έναν να μου δείξεις, παρά μονάχα όσοι ελεούν που τίποτα δεν έχουν, αλλά τα πάντα στων φτωχών τα χέρια τα έχουν δώσει. Αυτοί κατέχουν σίγουρα τα όσα έχουν δοσμένα, από όταν τα παρέδωσαν στα χέρια του Κυρίου, ενώ όλοι οι άλλοι σαν φτωχοί κι από φτωχούς πιο κάτω είναι όσοι έχουν στα σπίτια τους πλούτη πολλά σωριάσει· γυμνοί στον τάφο ρίχνονται όπως τα πτώματα όλα, για τα παρόντα θλιβεροί κι από όσα μέλλουν ξένοι» (τ. 19ΣΤ, σ. 283, στιχ. 36-47).
«Δύο θάνατοι υπάρχουν, του σώματος και της ψυχής. Στην ψυχή του όποιος ενεκρώθη και φθαρτό σώμα, για πες μου, ενωμένο περιφέρει, που γεράζει λίγο λίγο, κι ατονεί και καταρρέει, αν ν’ απαλλαγεί δεν ήταν και να χωριστεί από τούτο η ψυχή, αλλά ενωμένη στον αιώνα μ’ αυτό να ’ναι, πώς χειρότερη από κάθε άλλη τιμωρία του άδη η ζωή αυτή δε θα ήταν;… Ιδού πώς ευεργεσία έγινε η τιμωρία (του θανάτου)· όχι βέβαια τιμωρία αλλά θεία οικονομία, θάνατος ανθρώπων είναι, θάνατος κάθε σκοτούρας, θάνατος κάθε φροντίδας, θάνατος που από κάθε σώζει αρρώστια, κάθε πάθος. Θάνατος οπού αμαρτίες σταματά και αδικίες, θάνατος οπού απαλλάσσει από τα δεινά του βίου όλα και σωστά σε όποιους έζησαν χαρά ατέλειωτη χαρίζει την τρυφή την επουράνια και το φως τ’ ανέσπερο» (τ. 19ΣΤ, σελ. 365-7, στιχ. 256-269 & 286-302).
«Μάθε τον εαυτό σου, πως θνητός και φθαρτός είσαι, λίγο είσαι ζωής στο βίο απομεινάρι και τίποτε απ’ τον κόσμο δε θα ’ρθει μαζί σου λαμπρό ή τερπνό ή ευχάριστο εδώθε προς τα σκηνώματα τα εκεί όταν φεύγεις, παρά μονάχα τα έργα που στη ζωή σου, φαύλα ή καλά που ο ίδιος έχεις πράξει! Και νιώθοντας φθαρτά όλα και θνητά πως είναι άσε τα κάτω, σε καλώ, κι έλα προς τα άνω, σ’ εμένα το Θεό του παντός και το σωτήρα» (τ.19ΣΤ, σ. 425, στιχ. 388-397).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)