«Ο δε Θεός, που δίνει φωλιά στους νεοσσούς των αετών και άρτο στους ανθρώπους για να φάγουν, ρίχνει σαν βροχή τα χρήματα και στον μακάριο τούτον και του ανοίγει τους θησαυρούς των αρχόντων, και όλοι μαζί, συγγενείς, φίλοι, παιδιά, του χορηγούν ικανή ποσότητα χρυσού. Παίρνοντάς την ο μακάριος, άρχισε το έργο της ανοικοδομήσεως του μοναστηριού με την πεποίθηση στον Θεό, στον οποίο προσευχήθηκε και γι’ αυτό» (τ. 19Α, σελ. 225-227).
«(Συμβουλή σε μοναχό)· Εφ΄ όσον δεν αποκτάς τελεία αδιαφορία για τα πράγματα και χρήματα του βίου, μη θελήσης να αναλάβης διαχείριση πραγμάτων, για να μην αιχμαλωτισθείς από αυτά, και αντί να λάβης αμοιβή για την διακονία, υποστείς καταδίκη ως κλέπτης και ιερόσυλος. Εάν δε αναγκασθείς σ’ αυτά από τον προεστώτα (ηγούμενο), να φέρεσαι σαν να χειρίζεσαι φλογισμένο πυρ και, εμποδίζοντας την επίθεση του λογισμού δι’ εξομολογήσεως και μετανοίας, θα διατηρηθείς αβλαβής από την ευχή του προεστώτος» (τ. 19Α, σελ. 445-7).
«Αυτός που έχει αποκτήσει τον ουράνιο πλούτο, δηλαδή την παρουσία και ενοίκηση εκείνου που είπε, “εγώ και ο Πατήρ θα έλθουμε και θα κάνουμε σ’ αυτόν την διαμονή μας”, γνωρίζει ενσυνειδήτως πόση χάρι απήλαυσε, γνωρίζει πόσου και ποιου είδους θησαυρό έχει στα ανάκτορα της καρδιάς του. Διότι διαλεγόμενος με τον Θεό ως φίλος προς φίλο, παρουσιάζεται με θάρρος ενώπιον του κατοικούντος στο απρόσιτο φως» (τ. 19Α, σ. 461).
«Αυτός λοιπόν που δίνει σε όλους από τα υπάρχοντα χρήματά του, δεν δικαιούται να λάβει αμοιβή γι’ αυτά, αλλά μάλλον είναι και υπόδικος για την μέχρι τότε άδικη αποστέρηση. Επί πλέον είναι και υπεύθυνος γι’ αυτούς που κατά καιρούς έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας της πείνας και της δίψας· αυτούς τους ανθρώπους αυτός τότε, ενώ μπορούσε να τους θρέψει, δεν τους έθρεψε, καταχωνιάζοντας όσα ανήκουν στους φτωχούς και αφήνοντάς τους να πεθάνουν βιαίως από το κρύο και την πείνα, και έτσι αποδείχθηκε φονιάς τόσων ανθρώπων που μπορούσε να τους θρέψει» (τ. 19Δ, σ. 49).
«Αυτοί (όσοι είδαν το φως) και στο κορύφωμα της δόξας νιώθουν ταπεινοί και μες στη φτώχεια τους είναι όλοι δόξα. Αυτοί έχουν βασιλεία τη φτωχοζωή τους κι ως φτώχεια τη βασιλεία θεωρούν… Τον ασύλληπτο έχουν πλούτο αποκτήσει και κοπριά όλα του κόσμου λογαριάζουν» (τ. 19Ε, σ. 273, στιχ. 87-90 & 100-101).
«Ψυχή μου, ποιος απόχτησε αυτά τα πλούτη, πες μου, και ποιος στον κόσμο μπόρεσε κάτι τι ν’ αποχτήσει, που ζώντας και πεθαίνοντας μαζί του να το πάρει; Δε θα μπορέσεις πουθενά μήτε έναν να μου δείξεις, παρά μονάχα όσοι ελεούν που τίποτα δεν έχουν, αλλά τα πάντα στων φτωχών τα χέρια τα έχουν δώσει. Αυτοί κατέχουν σίγουρα τα όσα έχουν δοσμένα, από όταν τα παρέδωσαν στα χέρια του Κυρίου, ενώ όλοι οι άλλοι σαν φτωχοί κι από φτωχούς πιο κάτω είναι όσοι έχουν στα σπίτια τους πλούτη πολλά σωριάσει· γυμνοί στον τάφο ρίχνονται όπως τα πτώματα όλα, για τα παρόντα θλιβεροί κι από όσα μέλλουν ξένοι» (τ. 19ΣΤ, σ. 283, στιχ. 36-47).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)