«(ελέγχει τον ίδιο τον Πατριάρχη ο Όσιος)· Αναγνωρίζω την ευμενή σου προς εμάς διάθεση, δέσποτα. Αλλ’ ο φθόνος του Σατανά, δεν γνωρίζω πώς να το ειπώ, σου κατέστρεψε δυστυχώς τις διαθέσεις και κατέστησε πικρό το γλυκό και έκαμε σκότος το φως, όχι μόνο για μας αλλά και για όλους όσοι άκουσαν τα γενόμενα σε βάρος μας, σε όσα μέρη της γης έφθασε η φήμη τους» (τ. 19Α, σ. 219).
«Όπως ακριβώς η φλόγα του πυρός πετάγεται πάντοτε ψηλά, όσες φορές ανακατεύεις τα ξύλα από τα οποία ανάπτεται, έτσι και του κενοδόξου η καρδιά δεν μπορεί να ταπεινωθεί, αλλά όσο του πεις τα σχετικά με την ωφέλειά του, τόσο περισσότερο ανυψώνεται· πραγματικά όταν ελέγχεται ή και νουθετείται, αντιλέγει εντόνως, όταν επαινείται ή και ενθαρρύνεται, ανυψώνεται κακώς. Άνθρωπος που μέλημά του είναι ν’ αντιλέγει είναι δίκοπο μαχαίρι για τον εαυτό του· φονεύει αναιπαισθήτως την ψυχή του και την καθιστά ξένη προς την αιώνια ζωή. Ο αντιρρησίας είναι όμοιος με τον αυτόμολο προς τους αντιπάλους του βασιλέως εχθρούς. Διότι η αντιλογία είναι άγκιστρο, που δέλεαρ έχει την αξίωση ότι έχουμε δίκαιο, με την οποία εξαπατιόμαστε και καταπίνουμε το άγκιστρο της αμαρτίας, από το οποίο κατά κανόνα αρπάζεται η άθλια ψυχή, σαν από την γλώσσα και τον λαιμό, από τα πνεύματα της πονηρίας, και άλλοτε μεν ανεβάζεται σε ύψος υπερηφανείας, άλλοτε δε καταποντίζεται σε χάος αβύσσου αμαρτίας και καταδικάζεται μαζί με τους πεπτωκότας από τον ουρανό. Όποιος ατιμάζεται ή υβρίζεται, αν πονά στην καρδιά δυνατά, πρέπει να γνωρίζει από αυτό ότι περιφέρει μέσα στους κόλπους του τον παλαιό όφι. Εάν λοιπόν υπομείνει με σιωπή ή αποκριθεί με πολλή ταπείνωση, εξασθενίζει και παραλύει τούτον. Εάν δε αντείπει με πικρία ή και μιλήσει με θρασύτητα, δίδει στον όφι δύναμι να χύση το δηλητήριο στην καρδιά του και να καταφάει άγρια τα εντόσθιά του, ώστε στο εξής ενδυναμούμενος αυτός καθημερινώς να κατατρώγει την προς τα καλά διόρθωση και δύναμι της άθλιας ψυχής του· έτσι αυτός θα ζει έκτοτε στην αμαρτία, θα είναι δε εντελώς νεκρός για την δικαιοσύνη» (τ.19Α, σελ. 417-9).
«Όποιος πιστεύει ότι η ζωή και ο θάνατός του είναι στο χέρι του ποιμένος του, δεν θα αντείπει ποτέ· η δε άγνοια τούτων γεννά την αντιλογία, που είναι πρόξενος του νοητού και αιωνίου θανάτου. Πριν λάβει την απόφαση ο κατάδικος, του δίδεται ευκαιρία αντιλογίας, να πει στον δικαστή για όσα έπραξε· μετά όμως την απόδειξη των πράξεων και την απόφαση του δικαστού δεν δικαιούται ν’ αντείπει στους βασανιστές τίποτε, ούτε μικρό ούτε μεγάλο. Πριν εισέλθει ο μοναχός σ’ αυτό το δικαστήριο και φανερώσει τα βάθη της καρδιάς του, ίσως του επιτρέπεται και ν’ αντιλέγει, είτε από άγνοια είτε από προσπάθεια να κρύψει τα μυστικά του. Μετά την αποκάλυψη όμως των λογισμών και την ειλικρινή εξομολόγηση δεν επιτρέπεται ν’ αντιλέγει ποτέ μέχρι θανάτου στον δεύτερο μετά τον Θεό δικαστή και εξουσιαστή του. Διότι ο μοναχός, από την στιγμή που εισήλθε σ’ αυτό το δικαστήριο και ξεσκέπασε τα κρυφά της καρδιάς του, έχει πεισθεί εκ των προτέρων, εάν έχει αποκτήσει κάποια γνώσι, ότι είναι άξιος μυρίων θανάτων και πιστεύει ότι δια της υπακοής και ταπεινώσεώς του θα απαλλαγεί από κάθε τιμωρία και κόλαση, αν τουλάχιστο έχει αντιληφθεί πραγματικά την φύσι του μυστηρίου τούτου. Όποιος φυλάσσει αυτές τις σκέψεις ανεξάλειπτες στην διάνοιά του, δεν θα επαναστατήσει ποτέ με την καρδιά του, όταν παιδεύεται ή νουθετείται ή ελέγχεται, επειδή όποιος περιπίπτει σε τέτοια κακά, δηλαδή στην αντιλογία και απιστία προς τον πνευματικό πατέρα του και διδάσκαλο, ζώντας ακόμη κατεβάζεται στην παγίδα και τον βυθό του Άδη ελεεινώς και γίνεται οίκος του Σατανά και όλης της ακάθαρτης δυνάμεως ως υιός της απειθείας και απωλείας» (19Α,423-425)
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (από άλλα θέματα που σχετίζονται όμως και με το θέμα «έλεγχος»)
«(Μιλά στο νεκρό αδελφό του Αντώνιο)· Διότι οπωσδήποτε τώρα γνώρισες τα της διαθέσεώς μου για σένα και ότι ποτέ δεν σε επέπληττα επειδή σε μισούσα ή σε βδελυσσόμουν και με κάθε τρόπο σε ασφάλιζα με τις νουθεσίες, αλλ’ επειδή πολύ σε αγαπούσα και φλεγόμουν επίμονα από τον πόθο προς εσένα. Διότι βλέπεις τώρα, το γνωρίζω καλά, αφού ξεπέρασες τον γνόφο και την ομίχλη αυτού του σώματος, και βλέπεις γυμνή την ψυχή μου και τη διάθεσή της, καθώς και εσύ είσαι τώρα γυμνός από το σώμα. Διότι, αφού έγινες θεοειδής, βλέπεις θεοειδέστερα και όλα τα σχετικά με εμάς» (τ. 19Δ, σ. 245).
«(ο όσιος λέει γιατί φοβάται να γίνει Επίσκοπος)· Φοβάμαι… μήπως με πτοήσουν απειλές ανθρώπων και με καταστήσουν παραβάτη των εντολών σου· φοβάμαι μήπως οι παρακλήσεις των συνεπισκόπων και των φίλων με καταστήσουν συγκοινωνό της αδικίας ή με κάνουν να σιωπώ όταν αυτοί αδικούν, και να συνεργάζομαι όταν κακοπραγούν, αποφεύγοντας να τους ελέγχω με παρρησία και να επιδεικνύω την ένσταση υπέρ των εντολών σου» (τ. 19Γ, σελ. 201-3).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)