«Ο δε Θεός, που δίνει φωλιά στους νεοσσούς των αετών και άρτο στους ανθρώπους για να φάγουν, ρίχνει σαν βροχή τα χρήματα και στον μακάριο τούτον και του ανοίγει τους θησαυρούς των αρχόντων, και όλοι μαζί, συγγενείς, φίλοι, παιδιά, του χορηγούν ικανή ποσότητα χρυσού. Παίρνοντάς την ο μακάριος, άρχισε το έργο της ανοικοδομήσεως του μοναστηριού με την πεποίθηση στον Θεό, στον οποίο προσευχήθηκε και γι’ αυτό» (τ. 19Α, σελ. 225-227).
«Όταν ο άγιος μετέβαινε κάποτε στην πατρίδα του, στο πατρικό του σπίτι, και έφθασε στον μεγάλο ποταμό της Βιθυνίας, τον Γάλλο, βλέπει στην όχθη να στέκεται ένας αλιεύς που ψάρευε ψάρια με το καλάμι και το δίκτυ. Μόλις τον είδε λοιπόν ο άγιος, τον ερώτησε αν έχη ψάρια να του πωλήση. Αυτός απήντησε "ενώ κοπίασα πολύ από βαθιά χαράγματα, τίμιε πάτερ, έως τώρα που, όπως βλέπεις, είναι ενάτη ώρα της ημέρας, δεν έπιασα κανένα απολύτως είτε να φάγω εγώ ο ίδιος είτε να πωλήσω σε άλλον". Και ο άγιος "ρίξε το αγκίστρι στο όνομά μου και ό,τι πιάσης με την βοήθεια του Θεού θα το πάρω εγώ και συ θα λάβης από εμέ αργυρό νόμισμα για την τιμή του ψαριού". Ο αλιεύς λοιπόν πετά το αγκίστρι όσο γρηγορότερα μπορούσε προς το μέσο του ποταμού, και — Ω Χριστέ, τι θαύματα και τι δύναμι έχουν οι άγιοί σου! — χωρίς να περιμένη καθόλου, το σήκωσε με το χέρι και ανέσυρε από εκεί μεγάλο ψάρι. Μόλις δε ο αλιεύς ανελπίστως είδε το μεγάλο ψάρι που ψάρευσε, το λαμβάνει και το φυλάγει κάτω από το ένδυμά του. Λέγει ο άγιος "πάρε τα χρήματα που συμφωνήσαμε και δώσε μου το ψάρι που αλίευσες στ’ όνομά μου". Αυτός όμως απαντά "το χρεωστώ στον τάδε πατρίκιο και δεν το πωλώ". Ο δε άγιος αντιλαμβανόμενος από αυτό την κακία και την αδικία της ψυχής του, τον εγκατέλειψε και πηγαίνοντας λίγο μακρύτερα καταράσθηκε την αδικία και αμέσως το ψάρι ξέφυγε από το ένδυμα και πηδώντας ψηλά εξακοντίσθηκε στη μέση του ποταμού και αφήνει τον αγνώμονα όπως πρώτα αδειανό» (τ. 19Α, σελ. 253-255).
«Ο Θεός για εκείνους μεν που βλέπουν σωματικώς δεν είναι πουθενά, διότι είναι αόρατος, αλλά για όσους έχουν πνευματική νόηση είναι παντού, διότι είναι παντού παρών. Διότι ευρίσκεται και εις το σύμπαν και εκτός του σύμπαντος· κατά τούτο και αυτός μεν είναι κοντά στους σεβομένους αυτόν, η δε σωτηριώδης ενέργειά του είναι μακριά από τους αμαρτωλούς» (τ. 19Α, σ. 393).
«Πίστις είναι το να αποθάνωμε χάριν του Χριστού, κατά την εντολή του και να πιστεύωμε ότι ο θάνατος αυτός είναι πρόξενος ζωής, να θεωρούμε πλούτο την πτωχεία, δόξα αληθινή και υπερηφάνεια την ευτέλεια και εξουδένωσι, και να πιστεύωμε ότι με το να μην έχωμε τίποτε κατέχομε τα πάντα, μάλλον δε να αποκτήσωμε "τον ανεξιχνίαστο πλούτο της επιγνώσεως του Χριστού", και όλα τα βλεπόμενα να τα αντικρύζωμε ως πηλό ή καπνό. Η πίστις στον Χριστό είναι όχι μόνο η καταφρόνησή των τερπνών, αλλά και η εγκαρτέρησις και υπομονή κάθε πειρασμού που επέρχεται σε λύπες και θλίψεις και συμφορές, έως ότου θελήση να μας επισκεφθή ο Θεός. Διότι, λέγει, "στην υπομονή μου περίμενα τον Κύριο, και με εισήκουσε"» (τ. 19Α, σελ. 397-9).
«Η πίστη στο Χριστό είναι ο νέος παράδεισος» (τ. 19Β, σ. 301).
«Πίστη εδώ δεν εννοεί μόνο αυτήν, ότι δηλαδή ο Χριστός είναι Θεός, αλλά την περιεκτικωτάτη πίστη για όλες τις άγιες εντολές που λέχθηκαν απ’ αυτόν, και που περιέχει και συγκρατεί μέσα της όλες τις θείες του εντολές, και που δέχεται ότι τίποτε σ’ αυτές, ούτε μια κεραία, δεν είναι άχρηστη, αλλά όλα μέχρι και ένα γιώτα είναι ζωή και πρόξενα της αιώνιας ζωής. Ώστε, αυτός που πιστεύει, ότι έτσι είναι αυτές και που υποσχέθηκε με το άγιο βάπτισμα ότι θα τις φυλάγει όλες αυτές και θα τις εφαρμόζει χωρίς διακοπές, θα σωθεί. Αυτός πάλι που απιστεί σε κάποιον από τους λόγους του, έστω και σε μια, όπως λέχθηκε, κεραία ή σ’ ένα γιώτα, θα καταδικασθεί, σαν να τον αρνήθηκε όλον εκείνον» (τ. 19Γ, σ. 527).
«Άνθρωπε, πιστεύεις ότι είναι Θεός ο Χριστός; Εάν λοιπόν πιστεύεις, να φοβάσαι και να φυλάττεις τις εντολές του» (τ. 19Δ, σ. 219).
«Διότι είναι πολλά όσα μας εμποδίζουν ν’ αποκτήσομε την ταπείνωση, όμως τίποτε δεν μας εμποδίζει να βρούμε την πίστη. Πράγματι εάν θελήσομε από το βάθος της ψυχής, και η πίστη ενεργεί αμέσως, διότι είναι δώρο του Δεσπότη και φυσικό πλεονέκτημα, αν και υπόκειται και αυτή στο αυτεξούσιο της προαιρέσεώς μας» (τ. 19Δ, σ. 249).
«Ενώ ήταν (ο Συμεών ως νέος) προσκολλημένος μόνο στα του κόσμου και έβλεπε μόνο τα πρόσκαιρα και ο νους του ποτέ δεν φαντάσθηκε κάτι υψηλότερο από τα γήινα (πόσο θαυμαστά είναι τα κρίματά σου, Κύριε!), μόνο άκουσε γι’ αυτά και αμέσως πίστεψε, και τόσο πολύ, ώστε να επιδείξει και έργα που αρμόζουν στην πίστη, με τα οποία, αφού έλαβε φτερά η διάνοιά του, έφθασε στους ουρανούς και τη Μητέρα του Χριστού προσείλκυσε σε συμπάθεια και εξιλέωσε το θείο με την πρεσβεία εκείνης και κατέβασε μέχρι τον εαυτό του τη χάρη του Πνεύματος, και αυτή τον ενίσχυσε να φθάσει μέχρι τον ουρανό και τον αξίωσε να δει φως, το οποίο όλοι επιθυμούν και πολύ λίγοι το κατορθώνουν» (τ. 19Δ, σ. 259).
«Αν και κρύβονται οι άγιοι, τους φανερώνει ο Θεός, ώστε άλλοι να γίνουν ζηλωτές τους, και άλλοι να μη έχουν δικαιολογία. Και όσοι θέλουν να ζουν μέσα στους θορύβους, σε κοινόβια, στα όρη και σε σπήλαια, αν πολιτεύονται αξίως σώζονται και αξιώνονται μεγάλων αγαθών από τον Θεό από την πίστη μόνο σ’ αυτόν, ώστε, όσοι αποτυγχάνουν εξ αιτίας της αδιαφορίας τους, να μην έχουν τίποτε να πουν κατά την ημέρα της κρίσεως. Διότι είναι αψευδής, αδελφοί μου, εκείνος που υποσχέθηκε τη σωτηρία με βάση την πίστη μόνο σ’ αυτόν» (τ. 19Δ, σ.261).
«Όλα αυτά τα πιστεύομε πραγματικά μόνο με τον λόγο, ενώ με τα έργα τα αρνούμαστε. Δεν διακηρύσσεται παντού το όνομα του Χριστού, στις πόλεις, στις κωμοπόλεις, στα κοινόβια και στα όρη; Αναζήτησε, εάν θέλεις, και ερεύνησε με προσοχή, εάν τηρούν τις εντολές του. Και μόλις θα μπορέσεις, πράγματι, να βρεις μέσα στις χιλιάδες και μυριάδες έναν να είναι Χριστιανός με έργα και λόγια. Δεν είπε ο Κύριός μας και Θεός με το άγιο Ευαγγέλιο, "όποιος πίστεψε σε εμένα, τα έργα που κάμνω εγώ θα τα κάνει και εκείνος, αλλά και περισσότερα από αυτά θα κάνει"; Ποιος λοιπόν από εμάς τολμά να πει, "Εγώ κάμνω έργα του Χριστού και πιστεύω ορθώς στον Χριστό"; Δεν βλέπετε, αδελφοί, ότι πρόκειται να βρεθούμε άπιστοι κατά την ημέρα της κρίσεως και θα υποστούμε χειρότερη τιμωρία από εκείνη που θα υποστούν εκείνοι που δεν γνώρισαν καθόλου τον Κύριο;» (τ. 19δ, σελ. 263-265).
«Ώστε αυτός που τώρα τον ακούει να βοά καθημερινά μέσω των αγίων ευαγγελίων και να κηρύττει το θέλημα του ευλογημένου Πατέρα του, και δεν υπακούει σ’ αυτό με φόβο και τρόμο ούτε φυλάττει τα προστάγματά του, ούτε αν ζούσε τότε και έβλεπε εκείνον τον ίδιο και τον άκουγε να διδάσκει, θα μπορούσε να πιστέψει τελείως σ’ αυτόν, και θα υπήρχε φόβος, απιστώντας τελείως και συλλογιζόμενος ότι αυτός είναι αντίθετος και όχι αληθινός Θεός, να βλασφημούσε» (τ. 19Δ, σ. 395).
«Τι σημαίνει όμως με δισταγμό και διψυχία; Πρόσεχε, αγαπητέ! Δισταγμός καρδιάς σημαίνει το να σκέπτεσαι ή να αναλογίζεσαι μέσα σου γενικά, ‘Θα με ελεήσει ο Θεός ή όχι;’ Αυτό το ‘όχι’ είναι δείγμα απιστίας. Εάν λοιπόν δεν πιστεύεις ότι εκείνος θέλει μάλλον να σε ελεήσει περισσότερο από όσο εσύ προσδοκάς, γιατί προσέρχεσαι και τον παρακαλείς; Διψυχία πάλι είναι το να μη παραδίνει κάποιος τελείως τον εαυτό του στο θάνατο υπέρ της βασιλείας των ουρανών, αλλά να μεριμνά διαρκώς για την επιβίωση της σάρκας του» (τ. 19Δ, σ. 429).
«Σε όλους ομολογώ πως σ’ έχω Θεό μου, αλλά με τα έργα μου σ’ αρνούμαι όλη τη μέρα» (τ. 19Ε, σ. 83, στιχ. 73-74).
«Μόνο ότι υπάρχεις ξέρουμε και βλέπουμε το φως σου, αλλά στ’ αλήθεια τι και ποιος είσαι όλοι τ’ αγνοούμε. Μα την ελπίδα σου έχομε, την πίστη σου κρατούμε και ξέρουμε η αγάπη σου, δώρο σ’ εμάς, πώς είναι άπειρη κι ανεκλάλητη και ξεχειλά τα πάντα, φως είναι, φως απρόσιτο, φως που ενεργεί τα πάντα» (τ. 19Ε, σ. 223, στιχ. 8-13).
«Δέξου τα όλα με την πίστη. Η πίστη δεν αμφιβάλλει, δε διστάζει αυτή καθόλου, κι είναι όλα όπως σου λέω» (τ. 19Ε, σ. 325, στιχ. 180-183).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)