«Πραγματικά, καθώς κάποια νύκτα στεκόταν σε προσευχή και με καθαρό νου ενωνόταν με τον πρώτο καθαρότατο νου, είδε ξαφνικά να λάμπει σ’ αυτόν φως επάνω από τους ουρανούς, λαμπερό και άφθονο, που καταφώτισε το παν και το κατέστησε καθαρό σαν ημέρα. Από αυτό δε φωτιζόμενος και ο ίδιος νόμιζε ότι όλος ο οίκος μαζί με το δωμάτιο όπου στεκόταν είχε αφανισθεί και είχε περάσει αμέσως στο μη ον κι ο ίδιος αισθανόταν ότι είχε αρπαγή στον αέρα και είχε ξεχάσει τελείως το σώμα. Σ’ αυτήν την κατάσταση, όπως έλεγε και έγραφε στους έμπιστούς του, γέμισε από μεγάλη χαρά και θερμά δάκρυα· και κατάπληκτος από την παραξενιά του θαύματος, αφού ήταν αμύητος ακόμη των αποκαλύψεων αυτού του είδους, εφώναξε δυνατά ακαταπαύστως το «Κύριε, ελέησον», καθώς αντιλήφθηκε ύστερα, όταν ήλθε στον εαυτό του· διότι εκείνη την ώρα δεν γνώριζε καθόλου ότι ομιλεί με φωνή ή ότι ακούεται προς τα έξω η λαλιά του. Ενεργούμενος λοιπόν σ’ αυτό το φως είδε ένα είδος φωτεινότατης νεφέλης, άμορφης και ασχημάτιστης και γεμάτης άρρητη δόξα Θεού στο ύψος του ουρανού, από τα δεξιά δε αυτής της νεφέλης έβλεπε να στέκεται ο πνευματικός πατήρ του Συμεών ο Ευλαβής -τι φρικτό όραμα!- με την στολή που συνήθιζε να φορά στην ζωή του, να παρατηρή σταθερά το θείο εκείνο φως και να το παρακαλεί απερίσπαστα. Ευρισκόμενος λοιπόν πολλή ώρα σ’ αυτήν την έκσταση και βλέποντας τον πατέρα του να παρίσταται δεξιά της δόξας του Θεού, δεν αισθανόταν αν ευρισκόταν τότε μέσα στο σώμα ή έξω από το σώμα, όπως διαβεβαίωνε κι έλεγε ύστερα. Όταν δε επί τέλους κάποτε το φως εκείνο συστάλθηκε για λίγο προς εαυτό, τότε αυτός αντιλήφθηκε πάλι ότι ευρίσκεται στο σώμα και μέσα στο δωμάτιο, και έτσι την μεν καρδιά ευρήκε γεμάτη άφατη χαρά, το δε στόμα να φωνάζει δυνατά το «Κύριε, ελέησον», και τον εαυτό του ολόκληρο καταβρεγμένο με δάκρυα γλυκύτερα από μέλι και κερί. Από την ώρα εκείνη αισθάνθηκε ότι το σώμα του έγινε λεπτό και ελαφρό, σαν πνευματικό, και παρέμεινε πολύν χρόνο σ’ αυτήν την κατάσταση. Τέτοιο και τόσο σπουδαίο είναι το έργο που ενεργεί στους ζηλωτάς η καθαρότης και ο θείος έρως» (τ. 19Α, σελ. 43-45).
«Αυτός που έχει αποκτήσει τον ουράνιο πλούτο, δηλαδή την παρουσία και ενοίκηση εκείνου που είπε, "εγώ και ο Πατήρ θα έλθωμε και θα κάμωμε σ’ αυτόν την διαμονή μας", γνωρίζει ενσυνειδήτως πόση χάρι απήλαυσε, γνωρίζει πόσου και ποιού είδους θησαυρό έχει στα ανάκτορα της καρδιάς του. Διότι διαλεγόμενος με τον Θεό ως φίλος προς φίλον, παρουσιάζεται με θάρρος ενώπιον του κατοικούντος στο απρόσιτο φως. Μακάριος είναι όποιος πιστεύει σ’ αυτά» (τ. 19Α, σ. 461).
«Σαν γίνω ταπεινός λοιπόν εκείνην (τη θεία λάμψη) αποχτώντας τότε κι εκείνη αχώριστη μένει μαζί μ’ εμένα, με καταλάμπει, μου μιλά, με βλέπει και τη βλέπω. Μες στην καρδιά μου βρίσκεται, απ’ τον ουρανό δε λείπει, μου ερμηνεύει τις γραφές και μου προσθέτει γνώση, μου εξηγεί τ’ απόκρυφα μα πώς να σας τα εκφράσω, μου δείχνει πώς με τράβηξε μέσ’ απ’ τον κόσμο εκείνη και με προστάζει να ελεώ στον κόσμον όσους ζούνε. Τοίχοι με κλείουν ολόγυρα, το σώμα μ’ εμποδίζει, κι ωστόσο είμαι έξω απ’ αυτά στ’ αλήθεια, μη απιστήσεις! Δε νιώθω εγώ χτυπήματα, κι ούτε φωνές ακούω, δε με φοβίζει ο θάνατος, τον έχω ξεπεράσει. Τι είναι η θλίψη τ’ αγνοώ κι ας με λυπούν οι πάντες, πίκρα μου γίνονται οι ηδονές, όλα τα πάθη φεύγουν, και βλέπω φως παντοτινά τη νύχτα και τη μέρα. Μέρα η νυχτιά μου φαίνεται και νύχτα η μέρα μου είναι, τον ύπνο δεν επιθυμώ, ζημία μου τούτο το έχω. Αλλά όταν όλα τα δεινά πια με περικυκλώσουν και με γοητέψει η όψη τους και με καταπονέσουν τότε έξω απ’ όλα βρίσκομαι ξάφνου μαζί μ’ εκείνην, έξω από λύπες και χαρές ή και ηδονές του κόσμου· βαθιά μου νιώθω τη χαρά την άρρητη και θεία» (τ. 19Ε, σ. 229, στιχ. 95-116).
«Χαρά μου του προσώπου σου είναι η θεωρία (όραση)» (τ. 19ΣΤ, σ. 381, στιχ. 14).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (τα παρακάτω είναι και σε άλλα θέματα)
«Η κατανοητώς και αντιληπτώς γινομένη ενοίκησις της τρισυπόστατης θεότητος στους τελείους δεν είναι πλήρωσις πόθου, αλλά μάλλον αρχή και αιτία σφοδροτέρου και μεγαλυτέρου πόθου. Διότι έκτοτε δεν αφήνει τον υποδεξάμενο αυτήν να ηρεμεί, αλλά τον ωθεί, σαν να καίγεται πάντοτε από φωτιά και να πυρώνεται, προς την φλόγα θειοτέρου πόθου. Διότι ο νους, μη μπορώντας να εύρη όρια και τέλος του ποθουμένου, δεν μπορεί να δώση ούτε μέτρα στον πόθο και την αγάπη αλλά βιαζόμενος να φθάση στο ατελείωτο τέλος και να το πιάση, περιφέρει μέσα του διαπαντός τον πόθο ατελείωτο και την αγάπη απλήρωτη. Όποιος έφθασε σ’ αυτό το σημείο δεν νομίζει ότι έχει εύρει μέσα του αρχή πόθου ή αγάπης του Θεού, αλλά φέρεται σαν να μη αγαπά τον Θεό, αφού δεν κατόρθωσε να καταλάβη το πλήρωμα της αγάπης. Για τούτο, θεωρώντας τον εαυτό του ως τον τελευταίο από τους φοβουμένους τον Θεό, θεωρεί εαυτόν από όλην του την ψυχή ανάξιο της σωτηρίας μαζί με τους πιστούς» (τ. 19Α, σελ. 395-7).
«Σκέφτομαι εγώ κι εκείνος είναι εντός μου, στη δόλια μου καρδιά αστραποβολώντας, με φως του τυλίγοντάς με μ’ αίγλη αθάνατη· με τις ακτίνες του όλα μου φωτίζονται τα μέλη όλος, περιπλεγμένος πάνω μου με πνίγει στα φιλιά του και στον ανάξιο εμένα ακέριος παραδίνεται στην ομορφιά και στην αγάπη του βυθίζομαι και πλημμυρίζω από ηδονή και θεία γλυκύτητα. Το φως του κοινωνώ, τη δόξα του μετέχω, ίδια το πρόσωπό μου λάμπει με του ποθητού μου και φως όλα τα μέλη μου ακτινοβολούνε. Και να ’με εγώ και γίνομαι πιο ωραίος απ’ τους ωραίους πιο πλούσιος απ’ τους πλούσιους κι από τους δυνατούς είμαι απ’ όλους δυνατότερος κι από τους βασιλιάδες τρανότερος, κι απ’ όσα βλέπονται πιο απ’ όλα τιμημένος, όχι απ’ τη γη μονάχα και τα γήινα παρά και τ’ ουρανού κι όλα τα ουράνια, όπως κρατώ τον πλάστη όλων» (τ. 19Ε, σ. 167).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)