(Το 403 μ.Χ. η παράνομη επί Δρυν σύνοδος καθαιρεί άδικα τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο μετά από συκοφαντικό κατηγορητήριο. Ο άγιος συμβουλεύει τους υποστηρικτές του επισκόπους να μην προκαλέσουν εξαιτίας του σχίσμα στην Εκκλησία. Η συγκινητική σκηνή περιγράφεται παρακάτω).
"... Καθόμαστε και εμείς σαράντα επίσκοποι μαζί με τον Ιωάννη στην τραπεζαρία της επισκοπής και παραξενευόμαστε πώς ο υπόδικος Θεόφιλος, ενώ διατάχθηκε να παρουσιασθεί μόνος του στην πρωτεύουσα για τα ανόσια εγκλήματά του, ήρθε με τόσους επισκόπους και πώς μετέβαλε αμέσως τη γνώμη των αρχόντων, στρέφοντας προς το χειρότερο τους περισσότερους κληρικούς.
Καθώς βρισκόμαστε σε απορία, φωτισμένος από το άγιο Πνεύμα, ο Ιωάννης λέγει σ' όλους˙
«Προσευχηθείτε, αδελφοί μου, εάν αγαπάτε το Χριστό, μήπως κάποιος εξ αιτίας μου παραιτηθεί από την εκκλησία του.
Γιατί εγώ τώρα θυσιάζομαι και ο καιρός της αναχωρώσής μου από τον κόσμο αυτόν είναι πολύ κοντά, όπως είπε ο Παύλος, και αφού υποφέρω πολλές θλίψεις, θα εγκαταλείψω τη ζωή, όπως βλέπω.
Γιατί γνωρίζω τη σκευωρία του Σατανά, επειδή δεν ανέχεται πια την ενόχληση των λόγων μου που στρέφονται εναντίον του.
Και έτσι να έχετε το έλεος του Θεού˙ να με θυμάστε στις προσευχές σας».
Συγκινηθήκαμε πάρα πολύ, και άλλοι δακρύζαμε, ενώ άλλοι έβγαιναν έξω από την αίθουσα της συνόδου και φιλούσαν τον Ιωάννη δακρυσμένοι και περίλυποι στα μάτια και στο σεβαστό κεφάλι του, καθώς και στο εύγλωττο και μακάριο στόμα του. Αφού μας παρακάλεσε να επιστρέψουμε στη σύνοδο, γιατί περιφερόμαστε εδώ και εκεί, όπως οι μέλισσες που βουίζουν γύρω από την κυψέλη, λέγει˙
«Καθίστε, αδελφοί μου, και μην κλαίτε, γιατί με στενοχωρείτε περισσότερο.
Γιατί σε μένα ζωή είναι ο Χριστός, αλλά και το να πεθάνω είναι κέρδος. (Επειδή φημολογούνταν ότι είχε αποκεφαλισθεί εξ αιτίας του υπερβολικού θάρρους του).
Και αν θυμάστε, διατηρήστε στη μνήμη σας, ότι πάντοτε σας έλεγα˙
‘Η παρούσα ζωή είναι δρόμος, και τα καλά της και τα κακά της περνούν˙ και εμπορική πανήγυρη είναι τα παρόντα˙ αγοράσαμε, πουλήσαμε, τελειώνουμε’.
Μήπως είμαστε καλύτεροι από τους πατριάρχες, τους προφήτες, τους αποστόλους, για να παραμείνει σε μας αθάνατη αυτή ή ζωή;».
Τότε θρηνολογώντας κάποιος από τους παρόντες είπε˙
«Θρηνούμε όμως την ορφάνια μας, τη χηρεία της Εκκλησίας, τη σύγχυση των θεσμών, τη φιλαρχία εκείνων που δε φοβούνται τον Κύριο και αρπάζουν τα αξιώματα, τη στέρηση προστάτη των φτωχών, την έλλειψη της διδασκαλίας».
Αφού χτύπησε με το δείχτη την παλάμη του αριστερού χεριού του (γιατί συνήθιζε να το κάνει αυτό ο φιλόχριστος όταν ήταν στενοχωρημένος), είπε σ' αυτόν που του μιλούσε˙
«Αρκετά, αδελφέ˙ μη λέγεις πολλά, αλλ' όπως είπα, μην εγκαταλείψετε τις εκκλησίες σας.
Γιατί ούτε από μένα άρχισε το κήρυγμα, ούτε σε μένα τελείωσε.
Μήπως δεν πέθανε ο Μωυσής, και δε βρέθηκε ο Ιησούς του Ναυή; Δεν πέθανε ο Σαμουήλ και χρίσθηκε ο Δαυίδ; Άφησε τη ζωή ο Ιερεμίας˙ δεν ήταν ο Βαρούχ; Αναλήφθηκε ο Ηλίας˙ δεν προφήτευσε ο Ελισσαίος; Αποκεφαλίσθηκε ο Παύλος˙ δεν άφησε τον Τιμόθεο, τον Τίτο, τον Απολλώ και πολλούς άλλους;».
Έπειτα από τους λόγους αυτούς, λέγει ο Ευλύσιος, ο επίσκοπος της Απαμείας της Βιθυνίας˙
«Είναι αναγκαίο όταν διατηρούμε τις επισκοπές μας να υποχρεωθούμε και να επικοινωνήσουμε και να υπογράψουμε».
Είπε ο άγιος Ιωάννης˙
«Κοινωνήσατε μεν ίνα μη σχίσητε την εκκλησίαν, μη υπογράψητε δε. Ουδέν γαρ εμαυτώ σύνοιδα άξιον καθαιρέσεως
(=Να επικοινωνήσετε [να έχετε εκκλησιαστική κοινωνία], για να μη διαιρέσετε την Εκκλησία, αλλά να μην υπογράψετε, γιατί δεν αναγνωρίζω τίποτε στον εαυτό μου άξιο καθαιρέσεώς μου)».
Ενώ έτσι είχε η κατάσταση, φανερώθηκαν οι αποσταλμένοι του Θεοφίλου.
(αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, τόμος 1, εκδ. ΕΠΕ, σελ. 125-127)