Επιστολη 38.
Θεόδωρος, προς τις αδελφότητες τις διασκορπισμένες παντού. Χαίρετε, πολυπόθητοι μου αδελφοί και πατέρες, γιατί έχουμε ευχάριστα νέα. Αξιωθήκαμε και πάλι οι ανάξιοι να ομολογήσουμε την καλή ομολογία. Πάλι βασανιστήκαμε για το όνομα του Κυρίου και οι δύο, γιατί και ο αδελφός Νικόλαος αγωνίστηκε πάρα πολύ καλά και πιστά. Είδαμε οι ταπεινοί να χύνονται από τις σάρκες μας αίματα, είδαμε μελάνιασμα από χτυπήματα, είδαμε πύον, και όσα είναι επακόλουθα αυτών. Δεν είναι αυτά αφορμές χαράς, δεν είναι αφορμή ψυχικής αγαλλίασης;
Αλλά ποιος είμαι εγώ ο ταλαίπωρος, να συνταχθώ μαζί με σας τους άξιους ομολογητές του Χριστού, όντας ο πιο άχρηστος όλων των ανθρώπων; Και το αίτιο του γεγονότος αυτού ήταν η παλιά κατήχηση, την οποία παίρνοντάς την στα χέρια του ο βασιλιάς, την έστειλε στον διοικητή του στρατού, διατάζοντάς τον να έρθει ο κόμης της κόρτης σε μας, ο οποίος, αφού ήρθε μαζί με άρχοντες και στρατιώτες σε ώρα περασμένη, περικυκλώνοντας τον οικίσκο στον οποίο βρισκόμασταν ξαφνικά με κραυγές, σαν να επιτίθονταν σε εύρημα κυνηγιού, γκρέμισαν βιαστικά το ψηλό τείχος με σκαπάνες, και στη συνέχεια μας έβγαλε έξω, μας ανέκρινε, και μας έδειξε την κατήχηση. Ομολογήσαμε ότι εμείς την κάναμε, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Και αυτός βέβαια ζητούσε ένα πράγμα μονάχα, να συμμορφωθούμε με τη θέληση του βασιλιά. Είπαμε ό,τι απαιτούσε η αλήθεια.
Μη γένοιτο! Δεν αρνούμαστε τον Θεό μας, και όσα άλλα ήταν να απαντήσουμε ακούοντάς τον. Για όλα αυτά μας έδειρε βαρειά˙ και ο αδελφός βέβαια μετά την αμέσως φυλάκιση και μετά την καταγραφή στο βιβλίο, δεν έπαθε κανένα τέτοιο κακό με πόνους, εγώ όμως ο ταπεινός και αδύναμος καταλήφτηκα από δυνατό πυρετό και ανυπόφορους πόνους, και λίγο έλειψε να χάσω και τη ζωή μου. Ο αγαθός Θεός όμως σιγά-σιγά με λυπήθηκε, και με τη βοήθεια του αδελφού σ’ αυτά που έπρεπε, μολονότι οι πληγές παραμένουν ακόμα, και δεν έχουν θεραπευθεί τελείως.
Αυτά είναι τα όσα συνέβησαν, και σας έγραψα το πάθημά μας, γνωρίζοντας ότι επιθυμείτε να μάθετε και να συμπονέσετε μαζί μας. Τι λοιπόν που έγιναν αυτά; Και η απειλή είναι πιο φοβερή, και η ασφάλεια πιο σκληρή. Δαρμοί ακόμα και από τους φύλακες και τον προσωπικό φρουρό, για να μη βγάλουμε λέξη και να μη γράψουμε σε κανέναν.
Θα ζαρώσουμε άραγε και θα σωπάσουμε, πειθαρχώντας από φόβο στους ανθρώπους και όχι στον Θεό; Καθόλου. Αλλά για όσο καιρό θα μας ανοίγει πόρτα ο Κύριος, δεν θα παύσουμε να κάνουμε το καθήκον μας, όσο είναι δυνατό σε μας, φοβούμενοι και τρέμοντας την επικρεμαμένη αμαρτία της σιωπής. «Εάν υποχωρήσει», λέγει, «δεν ευαρεστείται η ψυχή μου σ’ αυτόν». Και πάλι ο Απόστολος λέγει˙ «Εμείς όμως δεν είμαστε από εκείνους που υποχωρούν και χάνονται, αλλά άνθρωποι με πίστη και φροντίδα για τη σωτηρία της ψυχής μας». Γι’ αυτό και η παρούσα υποστολή μου απευθύνεται σε όλους βέβαια τους διασκορπισμένους αδελφούς που αντιμετωπίζουν τον διωγμό με στενοχώρια, ιδιαιτέρως όμως σε σας τους ομολογητές του Χριστού.
Ας υπομείνουμε, αγαπητοί μου αδελφοί, με δύναμη ακόμα περισσότερη, και όχι ζαρωμένοι από φόβο για τα παθήματα. Σάρκες είναι, ας μη τις λυπηθούμε. Επειδή βασανιζόμαστε για τον Χριστό, ας δοκιμάζουμε αγαλλίαση. Αυτός που υφίσταται περισσότερους πόνους, ας χαίρεται περισσότερο, γιατί θα έχει μεγαλύτερο μερίδιο στις ανταμοιβές. Αυτός που φοβάται να υποστεί τους πόνους των μαστίγων, γι’ αυτό ας αποτινάξει τον φόβο, σκεπτόμενος τα αιώνια βασανιστήρια. Γιατί τα πλήγματα αυτών, σε σύγκριση με εκείνα, μοιάζουν με όνειρο, με βέλη νηπίων. Ναι, σας παρακαλώ, σας ικετεύω.
Ας αισθανόμαστε ευχαρίστηση με τους πόνους υπέρ του Χριστού, ακόμα κι αν είναι πολύ οδυνηροί για το σώμα. Ας φέρνουμε στη μνήμη μας τα μελλοντικά και τα μόνιμα, και όχι τα παρόντα και αυτά που περνούν και χάνονται. Ας ποθήσουμε να ενώσουμε το αίμα μας με το αίμα των μαρτύρων, το μέρος μας με τη μερίδα των ομολογητών, για να χορέψουμε μαζί μ’ αυτούς αιώνια.
Ποιος συνετός, ποιος σοφός, ποιος καλός έμπορος δεν θα δώσει αίμα για να λάβα πνεύμα, δεν θα περιφρονήσει τη σάρκα και να επιτύχει τη βασιλεία του Θεού; «Αυτός που αγαπά τη ζωή του, θα την χάσει», είπε ο Κύριος˙ «και αυτός που μισεί τη ζωή του στον κόσμο αυτόν, θα φυλάξει την ψυχή του για την αιώνια ζωή». Ας ακούσουμε τα λόγια του. Ας τον ακολουθήσουμε. «Όπου είμαι εγώ», λέγει, «εκεί θα είναι και ο υπηρέτης μου». Που είναι Εκείνος; Επάνω στον σταυρό. Και εμείς οι ταπεινοί, ως μαθητές του, εκεί. Σας παρακαλώ να ανέχεστε τα λόγια της παρηγοριάς. Άλλωστε η επιστολή είναι σύντομη.
Γνωρίζετε ότι εμείς οι αμαρτωλοί χαιρόμαστε και δεν κατεχόμαστε από αθυμία, όσο εσείς μένετε σταθερά προσκολλημένοι στον Κύριο. Σας ασπάζεται ο Νικόλαος, που είναι φυλακισμένος μαζί μου και υποφέρει μαζί μου και είναι συστρατιώτης μου, και δικός σας αδελφός πραγματικός. Ασπασθείτε ο ένας τον άλλο με φίλημα άγιο, οι αθλητές φιλείστε τους συναθλητές σας, οι διωγμένα τους διωγμένους, όλοι όσους σας αγαπούν ως προς την πίστη. Όποιος δεν ομολογεί ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός ζωγραφίζεται σωματικά, ας είναι αναθεματισμένος από την αγία Τριάδα. «Η χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας. Αμήν.
(Θεοδωρου Στουδιτου,ΕΠΕ Φιλοκαλια τομος 18Β σελ. 439-443)