ΚΑΠΟΙΟΣ ΝΕΟΣ, μας διηγείται ο Αββάς Ιωάννης του Λυκού, παρασυρμένος από τις ηδονές του κόσμου, είχε βυθιστεί στην λάσπη της ασωτίας. Κάποτε όμως συνήλθε, σαν τον Άσωτο, και ζήτησε τον δρόμο του γυρισμού στο σπίτι του Πατέρα. Άφησε τον κόσμο, για να βρει στην έρημο τον λυτρωμό, μακριά από τις αφορμές της αμαρτίας. Καταφύγιό του εκανε ένα παμπάλαιο μνήμα. Κλεισμένος θεληματικά σ΄αυτή την πρωτότυπη φυλακή, έκλαιγε πικρά την τραυματισμένη ψυχή του.Οι άγγελοι χαίρονταν, αλλά τα πνεύματα της πονηρίας, που είδαν να φεύγει τόσο απροσδόκητα η λεία από τα χέρια τους, δεν άργησαν να κανουν έφοδο. Τριγύριζαν την νύχτα το μνήμα…