Ο γέροντας Ιωσήφ ο Σπηλαιώτης
Έπειτα από μια ζωή εκπληκτικών ασκητικών αγώνων και αναλόγων πνευματικών καρπών, ο γέροντας Ιωσήφ ο Σπηλαιώτης πλησίασε στο τέλος του βίου του.
Επιθυμούσε την κατάπαυσι των κόπων και των πόνων του, και είχε εξοικειωθή με το «φοβερώτατον του θανάτου μυστήριον», καθώς μας πληροφορεί ο υποτακτικός του αρχιμ. Εφραίμ, ηγούμενος τώρα της Ι. Μονής Φιλοθέου.
Περίμενε τον θάνατο σαν μια γιορτή! Τόσο έντονη πληροφορία είχε για το θείο έλεος. Όμως τις τελευταίες ημέρες έκλαψε πολύ. Για να τον παρηγορήση, του είπε ο υποτακτικός του π. Αρσένιος.
- Γέροντα, τόσους κόπους, τόση προσευχή κάνατε σε όλη σας τη ζωή, τόσα κλάματα… και πάλι κλαίτε;
Τον κοίταξε τότε ο γέροντας και απάντησε αναστενάζοντας:
- Ε, γερό-Αρσένιε! Αλήθεια είναι αυτά που είπες, αλλά άνθρωπος είμαι. Μήπως γνωρίζω αν αυτά που έκανα ήταν αρεστά στον Θεό; Αυτός Θεός είναι. Δεν κρίνει όπως εμείς οι άνθρωποι. Κι αν σε κάτι τον δυσαρεστήσαμε, μήπως θα ξαναγυρίσουμε πάλι εδώ για να κλάψουμε; Ό,τι προλάβη τώρα ο καθένας μας. Όσο πενθήση και κλάψη, τόσο θα παρακληθή!
Η αγάπη του γέροντος Ιωσήφ προς την Υπεραγία Θεοτόκο ήταν ανώτερη από κάθε περιγραφή. Μόνο που ανέφερε το όνομά της, τα μάτια του έτρεχαν. Την παρακαλούσε από καιρό να τον πάρη, να ξεκουρασθή. Και τον άκουσε η Παντάνασσα! Τον πληροφόρησε ένα μήνα πριν από την αναχώρησί του. Η κοίμησίς του θα συνέπιπτε με την εορτή της Κοιμήσεώς της. Στις 15 Αυγούστου του 1959.
Έπειτα από αυτή τη θεία πληροφορία ο γέροντας υπέδειξε στη συνοδεία του τι έπρεπε να ετοιμασθή.
Την παραμονή της αναχωρήσεώς του τον επισκέφθηκε ο εκλεκτός εκδότης από τον Βόλο, μακαριστός ήδη, Σωτήριος Σχοινάς.
- Τι κάνετε;, γέροντα, πώς είναι η υγεία σας;
- Αύριο, Σωτήρη, αναχωρώ για την αιώνια πατρίδα.
Όταν ακούσης τις καμπάνες, να θυμηθής τα λόγια μου αυτά.
Το βράδυ στην αγρυπνία της Κοιμήσεως της Παναγίας, έψαλε όσο μπορούσε μαζί με τους πατέρες. Στη θεία λειτουργία, την ώρα που κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια είπε: «εφόδιον ζωής αιωνίου».
Ξημέρωσε η 15η Αυγούστου. Ο γέροντας κάθησε στη μικρή του πολυθρόνα, στην αυλή του ησυχαστηρίου. Περίμενε την ώρα και τη στιγμή… Ήταν σίγουρος για την πληροφορία, που του έδωσε εδώ κι ένα μήνα η Θεοτόκος. Βλέποντας όμως την ώρα να περνά και τον ήλιο ν’ ανεβαίνη, άρχισε ν’ αδημονή, να στενοχωριέται. Είναι η τελευταία επίσκεψις του πονηρού, για να του δημιουργήση σύγχυσι και ταραχή. Φωνάζει τότε τον π. Εφραίμ και του λέει:
- Παιδί μου, γιατί αργεί ο Θεός να με πάρη; Ο ήλιος ανεβαίνει κι εγώ είμαι ακόμη εδώ!
Βλέποντας εκείνος τον γέροντά του να θλίβεται και ν’ αγωνιά, του απαντά:
- Γέροντα, μη στενοχωριέστε, τώρα θα κάνουμε «ευχή» και θα φύγετε.
Παρηγορήθηκε μ’ αυτό! Σταμάτησαν τα δάκρυα του. Σε λίγο είπε στον π. Εφραίμ:
- Κάλεσε τους πατέρες να βάλουν μετάνοια, γιατί εγώ φεύγω.
Οι αδελφοί έβαλαν την τελευταία μετάνοια.
Έπειτα προσήλωσε επί δύο λεπτά τα μάτια στον ουρανό. Κατόπιν γύρισε, σαν από έκστασι, και με νηφαλιότητα είπε:
- Όλα τελείωσαν, φεύγω, αναχωρώ… Ευλογείτε!
Με τις λέξεις αυτές έγειρε το κεφάλι δεξιά, ανοιγόκλεισε δυο-τρεις φορές το στόμα και τα μάτια, και παρέδωσε το πνεύμα στα χέρια Εκείνου, τον οποίον πόθησε και υπηρέτησε πιστά από τα νεανικά του χρόνια.
(Προθύμως ανάβαινε)
("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 239-241)