Η εξομολόγηση του ληστή
Ένας ληστής αποφάσισε να μετανοήση για τα φοβερά του εγκλήματα και πήγε σ’ένα κοινόβιο της Αιγύπτου. Ο άγιος και σοφός ηγούμενός του τον διέταξε στην αρχή να μην κάνη τίποτε, παρά μόνο επί επτά ημέρες να παρατηρή τη ζωή και την τάξη της μονής.
Την όγδοη μέρα τον κάλεσε ιδιαιτέρως και τον ρώτησε αν του άρεσε να συγκατοικήση μαζί τους. Όταν τον είδε να το επιθυμή πολύ, τον ξαναρώτησε τί αμαρτήματα διέπραξε στον κόσμο. Ο ληστής αμέσως τα εξομολογήθηκε όλα! Τότε ο ηγούμενος, για να τον δοκιμάση, του είπε!
-Θέλω όλα αυτά να τα φανερώσης και στην αδελφότητα.
Κι εκείνος, έχοντας μισήσει τελείως τις αμαρτίες του και περιφρονώντας κάθε ντροπή, του απάντησε χωρίς δισταγμό.
-Αν θέλης, τα εξομολογούμαι ακόμη και στο κέντρο της Αλεξάνδρειας!
Ύστερα απ’ αυτό, ο ηγούμενος συναθροίζει στον κεντρικό ναό όλα τα λογικά του πρόβατα, διακόσια τριάντα τον αριθμό, και κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας, μετά την ανάγνωση του Ευαγγελίου, διατάζει να φέρουν στον ναό τον αθώο πλέον κατάδικο.
Τον έσυραν μερικοί αδελφοί χτυπώντας τον ελαφρά, με τα χέρια δεμένα πίσω, φορώντας τρίχινο σάκκο και έχοντας ρηγμένη στάχτη στο κεφάλι. Και μόνη η θέα του δημιούργησε κατάπληξη σε όλους, γιατί κανείς δεν γνώριζε τί συνέβαινε. Μερικοί μάλιστα αναλύθηκαν σε δάκρυα. Μόλις ο ηγούμενος έφθασε στην πύλη του ναού, ο άγιος ηγούμενος φώναξε με δυνατή φωνή από το ιερό:
-Στάσου! Είσαι ανάξιος να μπης εδώ μέσα…
Εκείνος συγκλονίστηκε! Νόμισε πως άκουσε βροντή και όχι φωνή. Έπεσε αμέσως κάτω στο έδαφος με το πρόσωπο στη γη, τρέμοντας από τον φόβο. Ο θαυμαστός γιατρός των ψυχών, που όλα τα μεταχειριζόταν για τη σωτηρία του, και που συγχρόνως ήθελε να δώση και σε όλους τους αδελφούς παράδειγμα ταπεινώσεως και μετανοίας, τον πρόσταξε τότε να εξομολογηθή μπροστά στην αδελφότητα μία-μία ξεχωριστά όλες τις αμαρτίες του.
Πράγματι ο ληστής άρχισε με τρόμο την εξομολόγηση. Έλεγε πράγματα που οι μοναχοί δεν είχαν ξανακούσει. Ακόμη και άλλα που παραξένευαν κάθε ανθρώπινη ακοή. Όχι μόνο σαρκικά αμαρτήματα παρά φύση ή κατά φύση, με ανθρώπους ή με ζώα, αλλά και μαγείες και φόνους και άλλα, τα οποία δεν πρέπει ούτε να τ’ακούση κανείς ούτε να τα γράψη.
Έπειτα από την εξομολόγηση αυτή, ο σοφός γέροντας έδωσε μια ακόμη πρωτοφανή εντολή: Να γίνη αμέσως η μοναχική του κουρά. Η μετάνοια και η εξομολόγησή του θεωρήθηκε επαρκής δοκιμασία!
Ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, που σαν επισκέπτης παρακολούθησε τη σκηνή, ρώτησε τον άγιο ηγούμενο, γιατί χρησιμοποίησε αυτόν τον παράδοξο τρόπο.
-Για δύο λόγους, απάντησε εκείνος. Πρώτον, για χάρη του ιδίου του αδελφού, ώστε με τη ντροπή της δημοσίας εξομολογήσεως να τον απαλλάξω από τη μέλλουσα ντροπή, πράγμα που ασφαλώς έγινε. Διότι, αδελφέ μου Ιωάννη, δεν σηκώθηκε από το έδαφος, πριν συγχωρηθούν όλες οι αμαρτίες του! Και μην αμφιβάλλης, γιατί κάποιος από τους αδελφούς μού είπε ότι έβλεπε την ώρα εκείνη ένα φοβερό και επιβλητικό άνδρα, που κρατούσε στα χέρια χαρτί γραμμένο και κοντύλι από καλάμι. Και κάθε φορά που ο αδελφός έλεγε μια αμαρτία, εκείνος με το κοντύλι τη διέγραφε! Δεύτερον, το έκανα αυτό, επειδή έχω μερικούς αδελφούς με ανοξομολόγητες αμαρτίες. Και με το παράδειγμα αυτό τους παρακινώ και εκείνους στην εξομολόγηση, χωρίς την οποία κανείς δεν θα επιτύχη την άφεση των αμαρτιών του.
(Κλίμαξ)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄,σελ.169-171)