ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
285. Όποιος έκτισε μόνος του ένα σπίτι, έχει κάθε δικαίωμα να κατοικήση σ’ αυτό. Είμαστε τα σπίτια του Δημιουργού μας. Μας έκτισε για τον Εαυτό του. Πρέπει λοιπόν να κατοική μέσα μας ο Θεός και όχι ο σφετεριστής Διάβολος. «Ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν», λέμε στο Πνεύμα το Άγιο. «ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ' αὐτῷ ποιήσομεν» (Ιω. ιδ’ 23). «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;» (Α’ Κορ. γ’ 16).
286. Να έχης σαν ανεκτίμητο θησαυρό σου κάθε λέξι του Λόγου του Θεού, των συγγραφέων των Αγίων Πατέρων και της υμνωδίας της Εκκλησίας. Είναι πνοή και λόγια του Αγίου Πνεύματος. Του Πνεύματος που «ὑπερεντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» (Ρωμ. η’ 26).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 125-126)
Να, καιρός αναδημιουργίας, ας ξαναβρούμε τον πρώτον Αδάμ. Να μην μείνωμεν εκείνο το οποίον είμεθα, αλλά να γίνωμεν εκείνο το οποίον ήμεθα κάποτε. Το φως φωτίζει μέσα εις το σκοτάδι με την παρούσαν ζωήν και την σάρκα. Και το καταδιώκει μεν, αλλά δεν κατορθώνει να το εξουδετερώση το σκοτάδι, η εχθρική δηλαδή δύναμις, η οποία επιτίθεται μεν από θρασύτητα εις εκείνον ο οποίος ομοιάζει προς τον Αδάμ, αλλά πέφτει επάνω εις τον Θεόν και νικάται, δια να ρίπτωμεν από πάνω μας το σκοτάδι και να πλησιάζωμεν προς το φως και να γινώμεθα τέλειον φως, τέκνα τελείου φωτός. Βλέπετε την ωραιότητα της ημέρας; Βλέπετε την δύναμιν του μυστηρίου; Δεν έχετε υψωθή από την γην; Δεν έχετε τοποθετηθή καθαρά επάνω, αφού ανυψωθήκατε από την φωνήν και τους πνευματικούς μου λόγους;
[…] Ο ίδιος Λόγος είναι και φοβερός εξ αιτίας της φύσεώς του, δι’ εκείνους οι οποίοι δεν είναι άξιοι και ικανός, εξ αιτίας της αγάπης του προς τον άνθρωπον, να εισέλθει εις εκείνους οι οποίοι έχουν προετοιμασθή κατ’ αυτόν τον τρόπον και εις όσους, αφού έχουν εκδιώξει το ακάθαρτον και υλικόν πνεύμα των ψυχών, εκαθάρισαν τας ψυχάς των και τας εστόλισαν με την καθαράν γνώσιν, την οποίαν δεν άφησαν ούτε αργήν ούτε άπρακτον, ώστε να κυριευθή πάλιν από τα επτά πνεύματα της κακίας, τα οποία είναι τόσα όσα και τα πνεύματα της αρετής και τα οποία επιτίθενται με μεγαλυτέραν ορμήν (διότι είναι πιο αξιέπαινον εκείνο το οποίο κατορθώνεται δυσκολώτερα). Και εις εκείνους οι οποίοι, εκτός από το να αποφεύγουν την κακίαν εργάζονται και την αρετήν, αφού έβαλαν μέσα των όσον περισσότερον ημπόρουν ολόκληρον τον Χριστόν, εις τρόπον ώστε να μην εύρη η πονηρά δύναμις κανένα κενόν δια να εισέλθη και να τα συμπληρώση, και να γίνουν τα τελευταία χειρότερα από τα πρώτα, λόγω του ότι η επίθεσις είναι πιο ισχυρά και η φρουρά πιο ασφαλής και δυσκολοκυρίευτος. Όταν θα φυλάξωμεν πολύ προσεκτικά την ψυχήν μας και ετοιμάσωμεν την καρδία μας δια πνευματικάς αναβάσεις, και ετοιμάσωμεν εις τους εαυτούς μας πρωτοκαλλιέργητα χωράφια, και σπείρωμεν καρπόν δικαιοσύνης…
[…] Επειδή η ουσία της εορτής είναι το να ενθυμούμεθα τον Θεόν, ας σκεφτούμε τον Θεόν. Διότι νομίζω ότι και ο ήχος από εκείνους οι οποίοι εορτάζουν εις την άλλην ζωήν, όπου είναι η κατοικία όλων όσων ευφραίνονται, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο Θεός, ο οποίος υμνείται και δοξάζεται από εκείνους οι οποίοι έχουν αξιωθή να εισέλθουν εις τον τόπον αυτόν […]. Όταν αναφέρω τον Θεόν, ας σας φωτίζουν ένα και, ταυτοχρόνως τρία φώτα. Τρία μεν λόγω των ιδιοτήτων, δηλαδή υποστάσεων, εάν προτιμά κανείς να τους ονομάζει έτσι, ή των προσώπων (διότι δεν πρόκειται να φιλονικήσωμεν δια τα ονόματα, όταν αι λέξεις έχουν την ίδιαν σημασίαν). Ένα δε λόγω της ενότητος της ουσίας, δηλαδή της θεότητος.
Διότι διαιρούνται και παραμένουν αδιαίρετα, δια να το ειπώ έτσι, και ενώνονται, ενώ παραμένουν διαιρεμένα. Διότι η θεότης είναι εν, το οποίον διακρίνεται εις τρία, και τρία τα οποία είναι ένα. Εκείνα εις τα οποία υπάρχει η θεότης, ή, δια να ακριβολογήσω περισσότερον, εκείνα τα οποία αποτελούν την θεότητα. Θα αποφύγωμεν τας υπερβολάς και τας παραλείψεις, χωρίς να κάμωμεν ούτε την ένωσιν σύγχυσιν, ούτε την διαίρεσιν αποξένωσιν. Ας μείνει το ίδιο μακριά από μας και η συναίρεσις του Σαβελλίου και ο διαχωρισμός του Αρείου, τα δύο αυτά εκ διαμέτρου αντίθετα κακά, τα ισάξια ως προς την ασέβειαν.
[…] Και ποιο είναι το φοβερόν μυστήριον το οποίο γίνεται προς χάριν μας; Ανανεώνονται αι φύσεις και ο Θεός γίνεται άνθρωπος. Και εκείνος ο οποίος είχε ανέβει επάνω από τους ουρανούς των ουρανών, εις την ανατολήν της δόξης και της λαμπρότητός του, δοξάζεται εις την δύσιν από την ιδικήν μας ασημαντότητα και ταπεινότητα, και ο Υιός του Θεού δέχεται και να γίνει και να ονομασθεί υιός ανθρώπου. Όχι επειδή μετεβλήθη εκείνο το οποίο ήτο (διότι είναι αμετάβλητον), αλλ’ επειδή προσέλαβεν εκείνο το οποίο δεν ήτο (διότι αγαπούσε τον άνθρωπον), δια να γίνει χωρητός ο αχώρητος και να έλθη εις επικοινωνίαν μαζί μας με την σάρκα, σαν μέσα από κάποιο παραπέτασμα, επειδή δεν ημπορούσε η ανθρώπινη φύσις, η οποία υπέκειτο εις δημιουργίαν και φθοράν, να αντέξει την θεότητά του.
Δια τον λόγον αυτόν ενώνονται τα πιο αντίθετα πράγματα. Όχι μόνο ο Θεός με την δημιουργίαν, ούτε ο νους με την σάρκα, ούτε το έξω από τον χρόνον με τον χρόνον, ούτε το απεριόριστο με το μέτρον, αλλά και η γέννησις με την παρθενίαν, και το υψηλότερον από κάθε τιμήν με την ατιμίαν, και το μη υποκείμενον εις πάθος με το πάθος, και το αθάνατον με το φθαρτόν. Επειδή ο εφευρέτης της κακίας ενόμιζεν ότι είναι ανίκητος, εφ’ όσον μας είχε δελεάσει με την ελπίδα να γίνωμεν θεοί, δελεάζεται ο ίδιος από την εμφάνισιν της σαρκός, δια να επιτεθεί εις τον Αδάμ και να προσκρούση εις τον Θεόν, και έτσι να σώση ο νέος Αδάμ τον παλαιόν, και να λυθή η καταδίκη της σαρκός, αφού θα έχη θανατωθή από την σάρκα ο θάνατος.
[…] Τώρα πρόκειται δι’ άλλην πράξιν του Χριστού και δι’ άλλο μυστήριον. Δεν ημπορώ να συγκρατήσω την χαράν μου. Νιώθω να γεμίζω από Θεόν. Λίγο ακόμη και θα αρχίσω να κηρύσσω την ευχάριστον αγγελίαν, όπως ο Ιωάννης, έστω και αν δεν είμαι πρόδρομος, πάντως θα το κάμω από την ερημίαν. Ο Χριστός φωτίζεται, ας φωτισθώμεν μαζί του. Ο Χριστός βαπτίζεται, ας κατέβωμεν μαζί του εις τον ποταμόν δια να ανεβώμεν και μαζί του. Ο Ιησούς βαπτίζεται. Θα πρέπει να προσέξωμεν μόνο το βάπτισμα ή και όλα τα άλλα; Δηλαδή ποιος ήτο, από ποιον εβαπτίσθη και πότε εβαπτίσθη; Ότι ήτο καθαρός, ότι εβαπτίσθη από τον Ιωάννην και ότι μετά ήρχισε τα θαύματα; Δια να μάθωμεν τι και δια να διαπαιδαγωγηθώμεν εις τι; Ότι πρέπει να καθαριζώμεθα προηγουμένως, να είμεθα ταπεινόφρονες και να κηρύσσωμεν μόνον όταν είμεθα ολοκληρωμένοι κατά την πνευματικήν και σωματικήν ηλικίαν.
Το πρώτο (πρέπει να το είπωμεν) προς εκείνους οι οποίοι σκοπεύουν να βαπτισθούν, ενώ δεν έχουν προηγουμένως προετοιμασθή και ενώ δεν παρέχουν εγγυήσεις με την συνήθειάν των να πράττουν το καλόν, ότι η λύτρωσίς των θα παραμείνει σταθερά. Διότι εάν το χάρισμα (διότι πράγματι είναι χάρισμα) παρέχει άφεσιν των παρελθόντων, τότε είναι περισσότερον ταιριαστόν προς την ευσέβειαν το να μην ξαναγυρίσωμεν εις εκείνα τα οποία έχομεν εμέσει. Το δεύτερον αναφέρεται εις εκείνους οι οποίοι υπερηφανεύονται έναντι των ιερέων, αν είναι κάπως ανώτεροι από αυτούς. Το τρίτον δε προς εκείνους οι οποίοι βασίζονται εις τον νεανικόν των ενθουσιασμόν και νομίζουν ότι η κάθε περίστασις είναι κατάλληλος δια διδασκαλίαν ή κατάληψιν της πρωτοκαθεδρίας.
Ο Ιησούς υποβάλλεται εις κάθαρσιν και συ την περιφρονείς; (Καθαρίζεται) υπό του Ιωάννου, και συ επαναστατείς εναντίον του κήρυκός σου; Καθαρίζεται όταν είναι ήδη τριάκοντα ετών, και συ προτού καν βγάλεις γένια διδάσκεις τους γέροντας ή τουλάχιστον νομίζεις ότι τους διδάσκεις, ενώ ούτε η ηλικία ούτε και ενδεχομένως, η συμπεριφορά σου σε κάνουν άξιον σεβασμού; Εις την περίπτωσιν αυτή έρχονται εις την γλώσσαν τα παραδείγματα του Δανιήλ και των άλλων νέων κριτών, επειδή καθένας ο οποίος αδικεί, εύκολα βρίσκει δικαιολογίας. Δεν αποτελεί όμως νόμον της Εκκλησίας εκείνο το οποίον είναι κάτι σπάνιον, όπως την άνοιξιν δεν την φέρει ένα μόνον χελιδόνι, όπως δεν κάνει και μια μόνον γραμμή τον γεωμέτρην, ή ένα μόνον ταξίδι τον ναυτικόν.
[…] Ο Ιωάννης όμως βαπτίζει και έρχεται να βαπτισθή ο Ιησούς, δια να αγιάση μεν ενδεχομένως και τον βαπτιστήν, όπως είναι καταφανές, δια να θάψη μέσα εις το ύδωρ όλον τον παλαιόν Αδάμ και να αγιάση πριν απ’ αυτούς και χάριν αυτών τον Ιορδάνην. Όπως ο ίδιος ήταν πνεύμα και σαρξ, έτσι δίδει πνευματικήν ολοκλήρωσιν με Πνεύμα και ύδωρ. Ο βαπτιστής δεν δέχεται και ο Ιησούς αγωνίζεται να τον πείση. «Εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από σένα», λέγει ο λύχνος εις τον Ήλιον, η φωνή εις τον Λόγον, ο φίλος εις τον Νυμφίον, ο ανώτερος από κάθε άλλο γέννημα γυναικός εις τον Πρωτότοκον ολοκλήρου της δημιουργίας, εκείνος ο οποίος εσκίρτησεν ενώ ευρίσκετο μέσα εις την κοιλίαν εις εκείνον ο οποίος επροσκυνήθη μέσα εις την κοιλίαν, εκείνος ο οποίος προέτρεξε και ο οποίος θα προτρέξει εις εκείνον ο οποίος εφάνη και θα φανή […]
Τι δε είναι το φτυάρι; Η κάθαρσις. Τι είναι δε το πυρ; Το κάψιμον κάθε νοητού πράγματος και η αναζωπύρωσις του πνεύματος. Τι είναι δε αξίνη; Το κόψιμον της ψυχής, η οποία, αφού γεμίσει με ακαθαρσίας, έχει καταστή αθεράπευτος. Τι είναι η μάχαιρα; Η τομή την οποία κάνει ο Λόγος και η οποία ξεχωρίζει το κακόν από το καλόν και τον πιστόν από τον άπιστον και η οποία κάνει τον υιόν και την θυγατέρα και την νύμφην να επαναστατούν κατά του πατρός και της μητρός και της πενθεράς, και τα νέα και πρόσφατα (να επαναστατούν) κατά των παλαιών τα οποία είναι σκιώδη…
[…] Αλλά και ανεβαίνει από το ύδωρ ο Ιησούς. Ανεβάζει μαζί του και τον κόσμο και βλέπει να σχίζωνται οι ουρανοί, τους οποίους ο Αδάμ είχε κλείσει δια τον εαυτό του και δια τους απογόνους του, όπως είχε κλείσει και με την μάχαιραν του πυρός τον παράδεισον. Και το Πνεύμα μαρτυρεί την Θεότητα (διότι το όμοιον σπεύδει προς το όμοιον) και η φωνή από τους ουρανούς (διότι απ’ εκεί προέρχονταν εκείνος δια τον οποίον εδίδετο η μαρτυρία). Εμφανίζεται δε ωσάν περιστέρι (διότι τιμά το σώμα, αφού και αυτό γίνεται Θεός με την θέωσιν, όταν αυτή θεωρήται από την πλευράν του σώματος) και λόγω του ότι είναι από πολύ παλαιά συνηθισμένο να φέρη την ευχάριστον αγγελίαν της παύσεως του κατακλυσμού το περιστέρι. Εάν κρίνης την θεότητα με όγκους και με σταθμά, και δια τον λόγον αυτόν σου φαίνεται μικρόν το Πνεύμα, επειδή παρουσιάζεται με την μορφή περιστεριού, ω ανόητε και μικρόψυχε δια τα πιο μεγάλα, είναι καιρός να δυσφημίσης και την βασιλείαν των ουρανών, επειδή παρομοιάζεται με ένα σπειρί από σινάπι, και να υπερυψώνεις τον διάβολον πιο πολύ από την μεγαλειότητα του Ιησού, επειδή αυτός μεν ονομάζεται βουνό μέγα και Λεβιάθαν και βασιλεύς όσων ευρίσκονται εις τα ύδατα, ενώ ο Ιησούς ονομάζεται αρνίον και μαργαρίτης και σταγών και αλλά παρόμοια.
[…] Εμείς ας τιμήσωμεν σήμερα το βάπτισμα του Χριστού και ας το εορτάσωμεν σωστά με το να ευφραινόμεθα πνευματικά και όχι να περιποιούμεθα την κοιλίαν μας. Θα ευφρανθούμεν δε με ποίον τρόπον; Λουσθήτε δια να καθαρισθήτε. Αν μεν είστε κόκκινοι από την αμαρτίαν και ολιγώτερον κόκκινοι από το αίμα, τότε να γίνετε λευκοί όπως το χιόνι. Αν είσθε κόκκινοι και άνθρωποι γεμάτοι από αίματα, τότε ας φθάσετε έστω και την λευκότητα του μαλλιού. Πάντως καθαρισθήτε και φροντίζετε να καθαρίζεστε, επειδή με τίποτε άλλο δεν χαίρεται τόσον πολύ ο Θεός, όσο με την διόρθωσιν και την σωτηρίαν του ανθρώπου, χάριν του οποίου έχουν λεχθή τα πάντα και έχουν δοθή όλα τα μυστήρια, δια να γίνετε φωτεινά αστέρια δια τον κόσμον και δύναμις ζωτική δια τους άλλους ανθρώπους. Δια να παρουσιασθήτε ωσάν τέλεια φώτα εις το μεγάλο φως, και να μυηθείτε εις την φωταγωγίαν η οποία πηγάζει από εκεί, παίρνοντες φως καθαρώτερον και δυνατότερον από την Τριάδα, της οποίας σήμερα έχετε υποδεχθή την μια αυγήν από την μία Θεότητα, εις το πρόσωπο του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, εις τον οποίον ανήκει η δόξα και η εξουσία εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
«Εις τα Άγια Φώτα»,
επιλεγμένα αποσπάσματα από τον λόγο
του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου
(Έργα αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ΕΠΕ 5)
Θα με ανεχτείτε να σας πω τον πόνο μου σαν ιερέας και Πνευματικός τόσα χρόνια;... Ποιος είναι ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ για έναν πραγματικό Ορθόδοξο Χριστιανό; Τα ήθη, τα έθιμα, οι συνήθειες της όποιας γιορτής, όσο ωραία και αν είναι; Τα λαϊκά φολκλόρ της γιορτής; π.χ. βουτάμε να πιάσουμε το Σταυρό στα ποτάμια και σφυρίζουν τα πλοία ή πετάμε βεγγαλικά και ρουκετοπόλεμο (!!) και στάμνες από τα μπαλκόνια και καίμε τον Ιούδα κλπ. κλπ.; Είναι κακά αυτά; Κάποια όχι. Άλλα είναι άσχετα τελείως ή και προβληματικά. Αλλά αν αυτά είναι τα ΜΟΝΑ ΠΟΥ ΚΑΝΟΥΜΕ, άντε και ένα κεράκι, τότε ναι, τότε ΚΑΤΑΛΗΓΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΙΣΤΑ, διότι αποπροσανατολίζουν εντελώς από το νόημα μιας γιορτής! Διότι οι παλαιότεροι, που εισήγαγαν κάποια από τα ωραία έθιμα ΕΚΑΝΑΝ ΟΜΩΣ ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ, ΚΥΡΙΩΣ, ΚΑΙ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ενώ εμείς τώρα κάνουμε ΜΟΝΟ τα ΕΘΙΜΑ! Λες και η Ορθοδοξία είναι χαρμόσυνη Λαογραφική Παράδοση ή θρησκευτική πολιτιστική κληρονομιά (!!) ή κάτι σαν το Βυζαντινό Μουσείο στις γειτονιές. Οπότε να τηρούμε τις Παραδόσεις, λένε... Αν κάποιοι έτσι βλέπουν την Ορθόδοξη Εκκλησία, κρίμα για αυτούς! Εμείς τώρα, εδώ, θα απευθυνθούμε σε πιστούς που θέλουν αυθεντικότητα...
Διότι ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΑΛΗΘΙΝΟΣ σημαίνει:
1) Την ΠΑΡΑΜΟΝΗ, την προηγούμενη ημέρα της Γιορτής, πάω το απόγευμα στον ΕΣΠΕΡΙΝΟ εφόσον μπορώ. Η γιορτή αρχίζει από τον ΕΣΠΕΡΙΝΟ της ΠΑΡΑΜΟΝΗΣ!
2) ΜΕΛΕΤΩ το Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της Γιορτής που περιγράφουν τα γεγονότα, αλλά και άλλα ωραία κείμενα που αναλύουν τη Γιορτή και στοχάζομαι σε αυτά και σκέφτομαι τι σημαίνει αυτή η γιορτή για τη δική μου ζωή!
3) Θέλω να γιορτάσω με καθαρή καρδιά, άρα, αν το κρίνω ως ανάγκη της ψυχής μου, πάω και ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥΜΑΙ στον Πνευματικό μου εγκαίρως πριν τη Γιορτή και όχι τελευταία μέρα.
4) Αν το λαχταράω, και έχω την ευχή του Πνευματικού μου, είτε με, είτε και χωρίς Εξομολόγηση αν εξομολογούμαι γενικώς, πηγαίνω να ΚΟΙΝΩΝΗΣΩ την ημέρα της γιορτής και όχι τρέχοντας την παραμονή για 2 λεπτά αλειτούργητος.... Η Θεία Κοινωνία είναι ο ύψιστος και τέλειος τρόπος κάθε εορτασμού αφού στο Άγιο Ποτήριο εκπληρώνεται το νόημα κάθε γιορτής! Η ένωση με τον Χριστό δηλαδή.
5) Ακόμη όμως και αν δεν κοινωνήσω για κάποιους λόγους, θα πάω, εννοείται!, οπωσδήποτε, εφόσον μπορώ, στη ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ανήμερα της Γιορτής διότι πώς γίνεται εορτασμός χωρίς τη Θ. Λειτουργία; Όχι για κεράκι μόνο, ούτε ΕΞΩ από το ΝΑΟ σαν περαστικός, ούτε να προσκυνήσω μόνο την Εικόνα! Θα βιώσω τη Θ. Λειτουργία της γιορτής! Θα μείνω έως τέλους!
6) Θα θελήσω να πάω μάλιστα όχι τελευταία στιγμή, στο τέλος της Λειτουργίας, αλλά και λίγο πιο νωρίς, από τον ΟΡΘΡΟ ώστε να ακούσω τους υπέροχους Ύμνους της Ακολουθίας του Όρθρου της Γιορτής! Θα ζήσω αληθινά τη Γιορτή μέσα στο Ναό, στο ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ, τη ΦΩΛΙΑ της ψυχής μου, στη Λειτουργία που είναι η αληθινή βίωση της γιορτής στο ΣΗΜΕΡΑ, στο ΤΩΡΑ μου!
7) Τη μέρα της Γιορτής μετά τη Θ. Λειτουργία θα προσπαθήσω να κάνω κάποια ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ ή οποιαδήποτε ΠΡΑΞΗ ΑΓΑΠΗΣ για τους αδελφούς μου!
8) Μέσα στη Λειτουργία και ειδικά στη Θ. Κοινωνία, αν κοινωνήσω, θα ΠΑΡΩ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ! Θα βιώσω το νόημα της Γιορτής μέσα μου! Απόφαση να αλλάξω ΖΩΗ. Να έλθω πιο κοντά στο Χριστό! Να μετανοήσω. Αυτό είναι το ΝΟΗΜΑ κάθε γιορτής! Να με φέρει πιο κοντά σε Εκείνον.
9) Μέσα στην υπόλοιπη ημέρα θα στοχάζομαι και θα μελετώ και θα χαίρομαι-αγάλλομαι εσωτερικά για το νόημα της γιορτής και θα το μεταδίδω και στους άλλους. Θα ψέλνω το Απολυτίκιο (κεντρικός Ύμνος μιας εορτής) και άλλους ύμνους της γιορτής ή τραγούδια και θα ευφρανθώ με τους δικούς μου χωρίς αμαρτίες και ένοχες υλιστικές καταχρήσεις...
10) Τέλος, δεν τελειώνει η γιορτή την ίδια ημέρα. Και τις άλλες μέρες μετά, αγωνίζομαι να την κρατήσω μέσα μου, να την γιορτάζω εσωτερικά, τα νοήματά της, τις αποφάσεις μου κλπ. Να μην την χάσω από την καρδιά και τη μνήμη μου.
Αν δεν μπορώ να τα κάνω αυτά, με ΤΙΠΟΤΑ, όχι επειδή αμέλησα αλλά από ασθένεια ή άλλο σοβαρότατο λόγο, τότε ο Χριστός θα μου τα αναπληρώσει ΟΛΑ μέσα μου Αυτός διότι είδε τον ΠΟΘΟ μου να γιορτάσω μαζί Του!
ΕΤΣΙ γιορτάζει ένας Χριστιανός μία μεγάλη γιορτή! Έτσι λέει η Πίστη, οι Άγιοι μας. Είδατε εσείς κάποιον Άγιο ποτέ να έδινε ιδιαίτερη σημασία σε ήθη, έθιμα κλπ.; Όλα αυτά, ήθη, έθιμα κλπ. είναι όχι απλώς δευτερεύοντα και καθόλου αναγκαστικά ή απαραίτητα, αλλά εντελώς περιφερειακά, ίσως όμως και ΕΝΤΕΛΩΣ ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΑ. Έτσι συμβαίνει δυστυχώς στους σύγχρονους Έλληνες, όταν απουσιάζουν ΟΛΑ τα παραπάνω, τα ΒΑΣΙΚΑ δηλ. Τότε γιορτάζω ΚΟΣΜΙΚΑ...Κρίμα που πολλοί έτσι τελικά γιορτάζουν. Τυπικά, κοσμικά...Πόσα χάνουν!...Μακάρι αδελφοί μου να μπούμε επιτέλους στην ουσία! Δεν βαρεθήκαμε τα επιφανειακά;...
π. Νικόλαος
106. Η ύπαρξη του «βασιλείου ιερατεύματος» δεν αναιρεί την ύπαρξη του ιερατείου;
Όχι, δεν την αναιρεί, γιατί άλλο πράγμα είναι το ένα και άλλο το άλλο. Το βασίλειο ιεράτευμα είναι η καθολική ιερωσύνη που αποδίδεται γενικά σε όλους τους πιστούς, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από τη Γραφή «γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, εθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν...». Η γενική ιερωσύνη η εκφραζόμενη δια του βασιλείου ιερατεύματος είναι δίδαγμα σωστό. Το σώμα των πιστών βάσει των μυστηρίων του βαπτίσματος και του χρίσματος δια των οποίων ενσωματώνονται στο μυστικό σώμα του Χριστού, μετέχουν, όπως και οι κληρικοί, κατά ειδικό βέβαια τρόπο, στο λυτρωτικό αξίωμα του Χριστού, όντας διδάσκαλοι, ιερείς και βασιλείς στην προσωπική τους ζωή και στον ειδικό χώρο της λειτουργικότητας τους. Αυτή όμως η γενικότερη και ευρύτερη ιεροσύνη δεν καθιστά περιττή ούτε αντικαθιστά την ειδική ιερωσύνη, η οποία ανήκει αυστηρά σε ορισμένη τάξη χριστιανών, τους κληρικούς. Οι δύο ιερωσύνες, η ειδική και η γενική συνυπάρχουν παράλληλα στην Εκκλησία, χωρίς η μία να καταργεί την άλλη.
Είναι ενδεικτικό ότι και στην Π. Διαθήκη, όπου ο περιούσιος λαός του Θεού χαρακτηριζόταν ως «βασίλειον ιεράτευμα», παράλληλα με την γενική αυτή ιερωσύνη υπήρχε και το ειδικό ιερατείο του Ααρών. Τόσο δε αυστηρό και προσωπικό ήταν το ιερατείο αυτό, ώστε όταν ο βασιλιάς Όζίας τολμησε να προσφέρει θυμίαμα στο ναό κτυπήθηκε από το Θεό με λέπρα, τους δε εκ της φυλής του Ρουβήμ και του Λευΐ, οι οποίοι αμφισβήτησαν την ιεροσύνη του οίκου του Ααρών, άνοιξε και τους κατάπιε η γη. Επομένως δεν έχουν δίκιο οι Διαμαρτυρόμενοι, οι οποίοι με βάση τη γενική ιεροσύνη του λαού αρνούνται το ειδικό ιερατείο της Εκκλησίας.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 150-151)
105. Τί είναι η εκκλησιαστική ιεραρχία;
Είναι το διοικητικό σύστημα της Εκκλησίας (ο κλήρος γενικά), το οποίο ασκεί το τρισσό λυτρωτικό αξίωμα του Χριστού, κηρύσσοντας το λόγο του Θεού (προφητικό), τελώντας τα ιερά μυστήρια (αρχιερατικό) και διοικώντας πνευματικά τους πιστούς (βασιλικό). Η ιεραρχία ανάγει την αρχή της στον Κύριο, ο οποίος εξέλεξε τους δώδεκα Αποστόλους (και τους Εβδομήκοντα) στους οποίους έδωσε το δικό του κύρος και την αυθεντία, εφοδιάσας αυτούς με τη δύναμη του Παναγίου Πνεύματος. Αυτοί με τη σειρά τους διώριζαν εν Αγίω Πνεύματι τους διαδόχους των επισκόπους στις κατά τόπους Εκκλησίες, χειροτονώντας συγχρόνως πρεσβυτέρους και διακόνους για την πνευματική διαποίμανση των πιστών. Έτσι το σώμα της Εκκλησίας διαιρέθηκε σε δύο τάξεις, τον ιερό κλήρο (την ιεραρχία με την ευρύτερη έννοια) και τον λαό.
(Περί ιεραρχίας θα μιλήσουμε και στη συνέχεια, εξετάζοντας το μυστήριο της Ιεροσύνης).
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 149-150)
104. Τί είναι η αποστολικότητα της Εκκλησίας;
Η αποστολικότητα εκφράζει την προέλευση της Εκκλησίας ως ιδρύματος που κτίσθηκε από το Χριστό πάνω στο θεμέλιο των Αποστόλων, με ακρογωνιαίο λίθο τον ίδιο τον Κύριο. Δύο είναι τα στοιχεία που εκφράζουν την αποστολικότητα της Εκκλησίας. Πρώτα το γεγονός ότι σ’ αυτή φυλάσσεται ανόθευτη η διδασκαλία των Αποστόλων όπως και το σύστημα της εκκλησιαστικής διοικήσεως και δεύτερον, η ενότητα των επισκόπων με τους Αποστόλους δια της λεγάμενης αποστολικής διαδοχής, δηλαδή της συνέχειας του επισκοπικού αξιώματος το οποίο μεταδίδεται δια κανονικής χειροτονίας των επισκόπων, μαρτυρουμένης ιστορικώς. Οι Απόστολοι, δηλαδή, χειροτόνησαν τους διαδόχους των επισκόπους, αυτοί τους δικούς τους, οι άλλοι τους άλλους κ.ο.κ. μέχρι σήμερα. Η αποστολική διαδοχή σε σύνδεσμο με την ενότητα πίστεως και διοικήσεως (στοιχεία που όπως είδαμε —αναφέρονται στην καθολικότητα και την ενότητα της Εκκλησίας), είναι η λυδία λίθος που διακρίνει την αληθινή Εκκλησία από κάθε άλλο αιρετικό και σχισματικό κατασκεύασμα. Η Εκκλησία που διατηρεί την αποστολική διαδοχή είναι γνήσια και αυθεντική, ενώ εκείνη που την έχει χάσει είναι ψεύτικη και αναληθής. Βεβαίως υπάρχουν Εκκλησίες οι οποίες διατηρούν τη διαδοχή στον επισκοπικό τους βαθμό, που όμως δεν είναι γνήσιες και αυθεντικές, διότι στο δρόμο χάλασαν, αφού αλλοίωσαν ορισμένα δόγματα της πίστεως (Ρωμαϊκή Εκκλησία). Δηλαδή μία Εκκλησία τότε μόνο είναι αποστολική, όταν μαζί με την φύλαξη της αποστολικής διαδοχής, δεν εχει αλλοιωθεί από την αίρεση και την πλάνη.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 149)
103. Τί σημαίνει η καθολικότητα της Εκκλησίας;
Ο όρος «καθολική» ο αποδιδόμενος στην Εκκλησία από το ιερό Σύμβολο της Πίστεως, μπορεί να εκληφθεί με έννοια είτε τοπική είτε τροπική. Με την τοπική του έννοια ο όρος (καθολικός = ο του όλου, ο αναφερόμενος στο όλον) σημαίνει την Εκκλησία της οποίας ο επεκτατικός δυναμισμός τείνει να περιλάβει στους κόλπους της ολόκληρο τον κόσμο και η οποία αριθμεί μέλη σε όλους τους λαούς της γης. Οι Απόστολοι, λαβόντες την εντολή του Διδασκάλου «πορευθέντες μαθητευσατε πάντα τα εθνη...», διέδωσαν το Ευαγγέλιο σ’ ολόκληρη την κτίση, «του Κυρίου συνεργούντος και τον λόγον βεβαιούντος». Είναι φανερόν ότι ο καθολικός αυτός δυναμισμός της Εκκλησίας να περιλάβει στους κόλπους της όλους τους λαούς της γης, την αντιθέτει προς το στενό πνεύμα της Ιουδαϊκής συναγωγής της περιοριζόμενης σε ένα μόνον έθνος.
Με την τροπική της δε έννοια (και αυτό είναι το σημαντικότερο) η λέξη σημαίνει την Εκκλησία, η οποία, διαδεδομένη σ’ ολόκληρο τον κόσμο, αποτελεί ένα ενιαίο όλο, σε αντίθεση με τις αιρετικές ή σχισματικές Εκκλησίες, οι οποίες καταστρέφουν την ενότητα αυτή. Ποιος όμως είναι ο συνεκτικός δεσμός ο συναπτών τις κατά τόπους Εκκλησίες μεταξύ τους; Ο δεσμός αυτός είναι η ενότητα στην πίστη, τη λατρεία και τη διοίκηση της Εκκλησίας, στοιχεία τα οποία αποτελούν —όπως είδαμε— και την ενότητα της Εκκλησίας. Από την άποψη αυτή η καθολικότητα αποτελεί την ιστορική πιστοποίηση του ενιαίου της Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι καθολική, καθόσον είναι μία. Είναι φανερόν ότι με την έννοια της καθολικής ενότητας καθολική μπορεί να ονομασθεί και μία τοπική Εκκλησία (Ελλάδος, Κύπρου, Ρωσίας κ.λπ.). Είναι δε καθολική, γιατί σ’ αυτήν ομολογείται η ίδια πίστη και τηρείται η ίδια λατρεία και το ίδιο διοικητικό σύστημα. Με αλλά λόγια είναι καθολική επειδή είναι ορθόδοξη, τμήμα της μίας αγίας Εκκλησίας του Κυρίου. Και κάτι άλλο. Καθολική κακώς προσαγορεύεται η Λατινική Εκκλησία, διότι δεν έμεινε πιστή στο αρχαιοπαράδοτο δόγμα της πίστεως και στο πολίτευμα της αρχαίας Εκκλησίας (Παπικό πρωτείο). Καθολική κατά κυριολεξία είναι μόνο η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, η οποία διακρατεί και διδάσκει ανόθευτη τη διδασκαλία της πίστεως.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 147-149)
102. Τί σημαίνει η αγιότητα της Εκκλησίας;
Η Εκκλησία είναι καθίδρυμα άγιο, ως αποτελούμενη από αγίους, όπως ονομάζονταν οι πρώτοι Χριστιανοί, οι οποίοι, αποχωριζόμενοι δια του βαπτίσματος από τον βέβηλο κόσμο, αφιερώνονταν στο Θεό. Ειδικότερα η αγιότητα της Εκκλησίας εκτιμάται στις δύο όψεις της, θεία και ανθρώπινη. Κατά την πρώτη είναι αγιότητα θεωρητική (μεταφυσική) και απόλυτη. Είναι η απόλυτη αγιότητα του Θεού, που είναι ο ιδρυτής και η αόρατη κεφαλή της, ο Λόγος του Θεού που φόρεσε την ανθρώπινη σάρκα και μπήκε στην ιστορία των ανθρώπων. Την Εκκλησία του αγάπησε ο Χριστός «ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς, ἵνα αὐτὴν ἁγιάσῃ καθαρίσας τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἐν ρήματι, ἵνα παραστήσῃ αὐτὴν ἑαυτῷ ἔνδοξον τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ' ἵνα ᾖ ἁγία καὶ ἄμωμος». Ακόμη άγιο είναι και το Πνεύμα του Θεού που ενοικεί στην Εκκλησία, την αγιάζει και την οδηγεί εις «πάσαν την αλήθειαν». Επιπλέον αγία είναι η χάρη του Θεού η οποία τρέφει πνευματικά και αυξάνει την Εκκλησία, άγια τα μέσα της σωτηρίας (τα ιερά μυστήρια) και αγιαστικός ο σκοπός της, όπως μαρτυρούν το πλήθος των αγίων και των ηρώων της πίστεως και οι πολλές αρετές που βλαστάνουν στο πνευματικό της έδαφος.
Το πράγμα όμως διαφέρει αν αποβλέψουμε στην πρακτική εμπειρική της αγιότητα, η οποία αντιστοιχεί στην ανθρώπινη πλευρά της Εκκλησίας. Εδώ η αγιότητα δεν είναι απόλυτη αλλά σχετική. Τα ιστορικά μέλη της Εκκλησίας δεν είναι όλα άγια. Ως άνθρωποι αδύνατοι έχουν αμαρτίες και πάθη, τα οποία προσπαθεί να διορθώσει η Εκκλησία. Η αμαρτωλή αυτή κατάσταση των μελών της Εκκλησίας δεν αναιρεί την απόλυτη αγιότητά της, ως ιδρύματος που έχει κεφαλή του το Χριστό και ψυχή το Πνεύμα το Άγιο. Η παντελής έλλειψη αμαρτωλών μελών θα αναιρούσε τον αγιαστικό σκοπό της Εκκλησίας. Αν ήταν όλοι άγιοι, ποιόν θα αγίαζε η Εκκλησία; Στο ιστορικό εμπειρικό έδαφος της Εκκλησίας, παράλληλα με τους άγιους (σε σχετικό βέβαια βαθμό, γιατί απόλυτα άγιος είναι μόνο ο Θεός) που είναι μυστικά ενωμένοι με το Σωτήρα (το μυστικό σώμα του Χριστού) θα υπάρχουν και θα συμφύρονται με αυτούς πολλοί αμαρτωλοί χριστιανοί, οι οποίοι μοχθούν και αγωνίζονται για τη σωτηρία τους. Ο χωρισμός δεν πρόκειται να γίνει ενόσω η Εκκλησία θα ζεί την ιστορική της αποστολή στη γη. Ο τελικός διαχωρισμός των δικαίων από τους αδίκους θα γίνει κατά τη Δευτέρα Παρουσία και μετά την καθολική κρίση και ανταπόδοση.
Την κατάσταση αυτή περιέγραψε ο Σωτήρας σε πολλές παραβολές του. Στο χωράφι στο οποίο βλάστησε καλό σπέρμα (σιτάρι) φύτρωσαν μαζί του και ζιζάνια (άχρηστα χόρτα). Οι υπηρέτες ζήτησαν από τον κύριο του αγρού να τους επιτρέψει να ξεριζώσουν τα ζιζάνια. Εκείνος όμως τους απέτρεψε από φόβο μήπως μαζί με τα ζιζάνια ξεριζωθεί και το καλό σπέρμα. Άστε τα —τους είπε— να αυξάνονται μαζί και κατά την ώρα του θερισμού θα γίνει ο χωρισμός από τους θεριστές, οι οποίοι τον μεν σίτο θα φυλάξουν στις αποθήκες, τα δε ζιζάνια θα τα ρίξουν στη φωτιά να καούν. Επίσης στη σαγήνη (το δίχτυ) μαζεύτηκαν ψάρια κάθε είδους. Όταν λοιπόν γέμισε, το ανέσυραν στη στεριά και διάλεξαν τα καλά και χρήσιμα ψάρια από τα κακά και άχρηστα. Όμοια και το αλώνι του θα καθαρίσει ο Χριστός και το μεν στάρι (τους καλούς) θα το βάλει στις αποθήκες, τα δε άχυρα (τους κακούς) θα κάψει με φωτιά. Τη βασιλεία του (την Εκκλησία) ο Χριστός παρέβαλε και με γεύμα, στο οποιο οι προσκαλεσμένοι δεν είχαν όλοι ένδυμα γάμου.
Η Εκκλησία από παλαιά καταδίκαζε τις ασκητικές υπερβολές όλων εκείνων (Νοβατιανών κ.α.), οι οποίοι νόμιζαν ότι η Εκκλησία πρέπει να περιλαμβάνει στους κόλπους της μόνο τέλειους και άγιους. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι πρέπει ν’ αδιαφορεί για την πνευματική κατάσταση των αμαρτωλών μελών της τα οποία πρέπει να παιδαγωγεί εν Χριστώ, ούτε και να μένει απαθής προς τα τυχόν σκάνδαλα, τα οποία εκταράσσουν τη συνείδηση του ποιμνίου.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 145-147)
" Σε βοηθώ πιο πολύ με τις προσευχές μου "
Στην αρχή της γνωριμίας μου, είχα άγχος και ανυπομονησία, πώς να βλέπω το Γέροντα, να τον ρωτώ και να παίρνω απαντήσεις του.
Αισθανόμουν ψυχικό κενό, όταν απουσίαζε από τα Καλλίσια ή ήταν εκεί, αλλά δε δεχόταν λόγω ασθενείας ή έδινε σιωπηλά μόνο ευλογία. Ο Γέροντας με απήλλαξε από αυτό το άγχος σταδιακά. Μιά μέρα μου είπε :
" Ξέρεις, αισθάνομαι ότι σε βοηθώ πολύ με τις προσευχές μου ". " Χαίρομαι που το ακούω από το στόμα σας, διότι κι εγώ το αισθάνομαι, του είπα. Σας ευχαριστώ πολύ και σας παρακαλώ μη παύσετε να προσεύχεσθε και για μένα. Σας ομολογώ ότι πάντοτε και ιδιαίτερα όταν περνώ στιγμές δοκιμασίας, ζητάω τη βοήθεια του Χριστού δι' ευχών σας και πάντοτε ενισχύομαι, το
νιώθω ". Ο Γέροντας έλαμψε από χαρά και μου είπε : " Τί λες, μωρέ, το κάνεις αυτό ; Κι εγώ το νιώθω ".
Μιά άλλη μέρα μου απεκάλυψε : " Ξέρεις τί βλέπω ; Ότι σε βοηθώ πιο πολύ με τις προσευχές μου παρά με τα λόγια μου. Σε θυμάμαι πάντοτε στις προσευχές μου. Να προσεύχεσαι κι εσύ για μένα τον αμαρτωλό ". Αυτά τα λόγια του ήταν η χαριστική βολή για την αδημονία μου να τον βλέπω και να συζητώ μαζί του. " Σας ευχαριστώ πολύ, Γέροντα ", του είπα. " Τώρα με απαλλάσσετε από έναν βραχνά, που με κούραζε πιο πολύ, επειδή σας κούραζα. Τώρα δε θα στεναχωρούμαι πλέον, όταν δε θα μπορώ να σας βλέπω και να σας ακούω. Μου φθάνει ότι θα προσεύχεσθε για μένα και έτσι θα παίρνω από το Χριστό τη μεγαλύτερη δυνατή βοήθεια.
[Γ 56π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.370-371)
Ο δύσπιστος γιατρός
Ο μακαριστός Δημήτριος Παναγόπουλος (1916-1982), ο θεοφώτιστος λαϊκός ιεροκήρυκας, κήρυσσε ακόμα και στο νοσοκομείο «Σωτηρία», όπου άλλοι δεν πλησίαζαν από το φόβο της φυματιώσεως. Εκεί τον ακολουθούσε ο ιερέας π. Δημήτριος Παπαντώνης, που εξομολογούσε τους φυματικούς και τελούσε τη θεία λειτουργία.
Μια μέρα ένας γιατρός, που παρακολουθούσε τις ομιλίες προβληματισμένος, πλησιάζει τον ιεροκήρυκα και του λέει:
-Κύριε Παναγόπουλε, ο ιερέας είναι αδύνατον να καταλύει το περιεχόμενο του αγίου ποτηρίου. Κοινωνούν τόσοι ασθενείς απ’ αυτό, κι όπως είναι γνωστό, το μικρόβιο της φυματιώσεως μεταδίδεται με το σάλιο. Τί κάνει λοιπόν ο ιερέας το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου που περισσεύει; Το χύνει στο χωνευτήρι; Αυτό όμως δεν είναι μεγάλη αμαρτία;
-Τέτοιο πράγμα δεν γίνεται ποτέ, αντέτεινε ο ιεροκήρυκας. Ο Χριστός δεν μολύνεται από μικρόβια. Κι από τα άχραντα Μυστήρια δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος μολύνσεως.
Ο γιατρός όμως δεν μπορούσε να το πιστέψει. Τότε εκείνος τον προέτρεψε να παρακολουθήσει την επόμενη θεία λειτουργία, και στο τέλος να σταθεί κάπου, ώστε να βλέπει τις κινήσεις του ιερέα την ώρα της καταλύσεως.
Έτσι κι έγινε. Ο γιατρός είδε με τα μάτια του το λειτουργό να καταλύει το περιεχόμενο του αγίου ποτηρίου. Τον είδε μάλιστα να ρίχνει νάμα δύο-τρεις φορές, φροντίζοντας να μη μείνει ούτε ίχνος από το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου.
Από τότε ο γιατρός όχι μόνο πίστευε, αλλά και εκκλησιαζόταν και κοινωνούσε μαζί με τους ασθενείς.
(Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ.153-154)