ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Ο αββάς Μιχαήλ

Στην περιοχή του Αρσελάου κοντά στη μονή του Σινά, κατοίκησε ο αββάς Μιχαήλ ο Ιβηρίτης. Είχε κι ένα μαθητή που τον έλεγαν Ευστάθιο. Όταν κάποτε αρρώστησε βαριά ο γέροντας, τον παράστεκε κλαίγοντας ο υποτακτικός του. Το κοιμητήρι των πατέρων που βρίσκεται εκεί, είχε δύσκολη και επικίνδυνη κατάβασι λαξευμένη σε πλαγιά με λείες πέτρες. Λέει λοιπόν ο αββάς Μιχαήλ στον υποτακτικό του:

- Παιδί μου, φέρε μου να πλυθώ και να κοινωνήσω.

Κι όταν έγιναν αυτά, πάλι του λέει:

- Παιδί μου, ξέρεις καλά ότι η κατηφοριά για το κοιμητήρι είναι επικίνδυνη και ολισθηρή, κι όταν πεθάνω πώς θα με σηκώσης μόνος σου; Φοβάμαι μήπως γλιστρήσης και σκοτωθής. Γι’ αυτό λοιπόν ας πάμε σιγά-σιγά.

Όταν κατέβηκαν, προσευχήθηκε ο γέροντας, ασπάσθηκε τον αδελφό και του ευχήθηκε:

- Η ειρήνη του Θεού να σε σκεπάζη! Να εύχεσαι για μένα…

Και αφού ξάπλωσε μέσα στον τάφο γεμάτος χαρά και αγαλλίασι, έφυγε για τον Κύριο.

(Γεροντικόν του Σινά)

("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 202)

[…] Πρέπει να στεκόμαστε ενώπιον του Θεού με πλήρη σιωπή, νηφαλιότητα, αγρυπνία και ηρεμία. Μπορεί να περιμένουμε ώρες ή μεγάλα χρονικά διαστήματα, αλλά θα έρθει μια στιγμή που η επαγρύπνησή μας θα λάβει την ανταμοιβή της, γιατί κάτι θα συμβεί. Επίσης όταν είμαστε ξάγρυπνοι και έτοιμοι πάνω στη σκοπιά, προετοιμαζόμαστε για καθετί που πιθανόν να παρουσιαστεί και όχι για ένα ιδιαίτερο πράγμα ή γεγονός. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε από το Θεό οποιαδήποτε εμπειρία και αν μας στείλει. Όταν έχουμε προσευχηθεί αρκετά μια μέρα και έχουμε αισθανθεί κάποια θερμότητα, πέφτουμε πολύ εύκολα στον πειρασμό να προσπαθήσουμε να προσευχηθούμε την επόμενη ημέρα με την προσδοκία να μας συμβεί το ίδιο. Αν έχουμε στο παρελθόν προσευχηθεί με θερμότητα ή με δάκρυα, με συντριβή ή χαρά, πλησιάζουμε Το Θεό αποβλέποντας σε μια εμπειρία που ήδη είχαμε. Και πολύ συχνά, επειδή αναζητάμε την παλιά εμπειρία, χάνουμε τη νέα επαφή με το Θεό.

Ο Θεός μπορεί να μας πλησιάσει με πολλές μορφές και κατά πολλούς τρόπους. Ίσως να έρθει μέσα από τη χαρά, το φόβο, τη συντριβή ή μέσα από κάτι διαφορετικό. Πρέπει πάντα να έχουμε στο νου μας πως η εμπειρία που μπορεί να μας χαριστεί σήμερα ασφαλώς θα είναι άγνωστη σε μας. Γιατί ο Θεός μπορεί αύριο να μας αποκαλυφθεί με τρόπο πολύ διαφορετικό από εκείνο που μας αποκαλύφθηκε χθες.

("Ζωντανή Προσευχή», Αρχιεπ. Antony Bloom, σ. 118)

Είδα τις προάλλες μια φωτογραφία μιας γυναίκας που βυθιζόταν στα ήρεμα νερά ενός ωκεανού με τα χέρια απλωμένα και από κάτω έγραφε η λεζάντα: ‘ελεύθερη’. Κι έπειτα αναρωτήθηκα: ‘Άραγε εγώ είμαι ελεύθερος; Και τί σημαίνει ελευθερία;’ Το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό ήταν τα πάθη μου. Πώς να είμαι ελεύθερος όταν καταδυναστεύομαι από αυτά; Είμαι σκλάβος αλυσοδεμένος από τον εγωισμό μου, το θυμό μου, την φιληδονία, την κενοδοξία και τόσα άλλα… Ελεύθερος είναι ο άγιος, αυτός που έχει νικήσει τη σάρκα του και τις κακές ροπές της ψυχής του και είναι κύριος του εαυτού του. Πόσο λίγοι είναι όμως αυτοί! Και πόσοι ακόμα και απ’ αυτούς που με τη Χάρη του Θεού και με σκληρό και επίπονο αγώνα κατάφεραν να νικήσουν κάποια πάθη τους, δεν τα είδαν να επιστρέφουν με ορμή μόλις έχασαν για λίγο την προσοχή τους και τη θεία Βοήθεια; Ελεύθερος είναι αυτός που όταν μπορεί να θυμώσει δε θέλει και όταν θέλει δεν μπορεί. Ελεύθερος είναι αυτός που συγχωρεί, που δεν έχει μέσα του ίχνος μνησικακίας για τους άλλους ό,τι κι αν του έχουν κάνει στο παρελθόν ή στο παρόν.
Ελεύθερος είναι αυτός που δε φοβάται το θάνατο. Αυτός που γνωρίζει ότι ‘θάνατος δεν υπάρχει’ όπως έλεγε και ο Άγιος Πορφύριος. Υπάρχουν και άνθρωποι που ανυπομονούν να φύγουν από αυτή τη ζωή για να συναντηθούν πρόσωπο με πρόσωπο με το Νυμφίο τους. Ναι, αυτοί είναι ελεύθεροι! Ο Χριστός μάς είπε: ‘Θα μάθετε την Αλήθεια και η Αλήθεια θα σας ελευθερώσει’. ( Ιω. η΄,32) Νομίζω όμως όχι εν μια νυκτί. Η απελευθέρωση θα γίνεται σταδιακά , όσο σταδιακά θα γνωρίζουμε την Αλήθεια, τη μόνη Αλήθεια, τον Τριαδικό Θεό! Και άλλα πολλά σκεφτόμουν για την ελευθερία… κοίταζα γύρω μου τους ανθρώπους, κοίταζα και τον εαυτό μου και σκεφτόμουν πόσο πολύ απέχουμε από την ελευθερία. Ακόμα κι αυτές οι ατομικές ελευθερίες για τις οποίες έχυσαν το αίμα τους και αγωνίστηκαν χιλιάδες άνθρωποι στο παρελθόν, καταστρατηγούνται με περίσσεια ευκολία. Οι άνθρωποι αν και αγαπούσαν την ελευθερία, σπάνια της έδιναν την αξία που της έπρεπε.
Οι Ιουδαίοι σταύρωσαν τον Ιησού Χριστό γιατί δεν τους ελευθέρωσε από τους Ρωμαίους την ώρα που ο Κύριος ήθελε να τους ελευθερώσει από το θάνατο και τη φθορά της αμαρτίας. Σχεδόν πάντα άλλη ελευθερία ήθελε το μυαλό του ανθρώπου και άλλη η ψυχή του. Και υποψιάζομαι ότι στο πολύ κοντινό μέλλον η σκλαβιά, η απόλυτη υποδούλωση και η χειραγώγηση θα βαπτιστούν ‘ελευθερία’… από αυτούς που κατηγορούν αιώνες την Εκκλησία ότι στερεί τις ελευθερίες των ανθρώπων και τους γεμίζει ενοχές. Αυτές και άλλες σκέψεις έκανα μέχρι που έκλεισα τα μάτια μου και μπήκα στη θέση αυτής της γυναίκας στη φωτογραφία. Ναι, είχε δίκιο! Τελικά ελευθερία είναι να παραδίνεσαι, να αφήνεσαι ολοκληρωτικά στον ωκεανό της Αγάπης του Χριστού. Για μένα τουλάχιστον αυτό είναι ελευθερία!(Κ.Δ.Κ)

Ο γάτος που σεβόταν τις γιορτές

Ένας ψαράς πήγε κάποτε στον ευλαβέστατο Παπα-Μηνά της Σκήτης της Αγίας Άννης, στο Άγιον Όρος, φρέσκα ψάρια για την πανηγύρι. Επειδή ήταν Κυριακή, ο Γέροντας παραξενεύτηκε και ρώτησε τον ψαρά, πότε τα έπιασε.

- Σήμερα το πρωί, απάντησε εκείνος. Είναι φρέσκα- φρέσκα!

- Παιδί μου, δεν μπορώ να τ’ αγοράσω, του είπε ο Παπα-Μηνάς. Είναι αφωρισμένα αυτά τα ψάρια, γιατί τα έπιασες Κυριακή.

Ο ψαράς έδειξε ν’ απορή. Δεν μπορούσε να καταλάβη αυτά, που του έλεγε ο Γέροντας.

- Θέλεις να βεβαιωθής γι’ αυτό; τον ρώτησε ο Παπα-Μηνάς, βλέποντας την απορία του. Δώσε ένα ψάρι στον γάτο και θα δης, ότι δεν θα το φάη.

Πραγματικά ο γάτος πλησίασε το ψάρι, που του έρριξε ο ψαράς, το μύρισε και γύρισε το κεφάλι του άλλου με αποστροφή.

Μετά απ’ αυτό το γεγονός, που τον συγκλόνισε, ο ψαράς σεβόταν στο εξής τις Κυριακές και τις μεγάλες εορτές.

ΑΓΙΟΡΕΙΤΑΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ

("Η Ζωοφιλία των Αγίων και η Αγιοφιλία των Ζώων", Σίμωνος Μοναχού, σ. 225-226)

Δόκιμος
αυτός αξίζει
Προτιμότερος ένας λίθος πολύτιμος παρά αμέτρητοι οβολοί. Προτιμότερο να έχουμε υγιές το μάτι, παρά χαλασμένο μάτι με πολυσαρκία. Προτιμότερο ένα πρόβατο υγιές, παρά αμέτρητα ψωριασμένα πρόβατα. Προτιμότερο λίγα καλά παιδιά, παρά πολλά και κακά. Άλλωστε στη βασιλεία του Θεού πηγαίνουν οι λίγοι, ενώ στην κόλαση οι πολλοί.
Ε.Π.Ε. 15,242
τεκμήριο αρετής
Έχουμε αποδειχτή άξιοι για το Θεό και τέτοιοι παραμένουμε. Απόδειξις της αρετής μας είναι το ότι μας εμπιστεύτηκε το ευαγγέλιο. Δεν θα μας δοκίμαζε ο Θεός, αν υπήρχε μέσα μας κάτι το φαύλο. Το «εδοκίμασε» δεν έχει την έννοια της εξονυχιστικής εξετάσεως. Εκείνο, που εμείς πράττουμε υστέρα από δοκιμή, ο Θεός το κάνει χωρίς δοκιμή.
Ε.Π.Ε. 22,282
αξιόπιστος στο Θεό
Έχω εμπιστοσύνη στον αθλητή μου. Γι’ αυτό και δεν εμποδίζω να οδηγηθή σε όσα θα ήθελες παλαίσματα... Είναι χρυσάφι δοκιμασμένο. Όπως νομίζεις, δοκίμασέ τον. Όπως θέλεις, βασάνισέ τον. Δεν θα βρης πάνω του αδυναμία. Δεν θα βρης τρόπο να τον καταβάλης.
Ε.Π.Ε. 31,602
Δόξα
η όντως δόξα
Πώς θα απαλλαγούμε από τη φοβερή δουλεία, που λέγεται κενοδοξία; Αν αγαπήσουμε άλλη δόξα, την αληθινή. Για όσους αγαπούν τα σώματα, όταν φανή άλλο πρόσωπο λαμπρότερο, απομακρύνονται από το προηγούμενο. Και για όσους επιθυμούν την ανθρώπινη δόξα, όταν λάμψη μπροστά τους η δόξα των ουρανών, τότε μπορούν να απομακρυνθούν από την πρώτη. Ας δούμε, λοιπόν εκείνη τη δόξα, ας διδαχτούμε καλά γι’ αυτήν, ώστε να απολαύσουμε κάποια μέρα το άρρητο κάλλος της.
Ε.Π.Ε. 17,350
του Θεού, κάλλιστον όρος
Ένα θαυμάσιο κανόνα μας έδωσε, το να δοξάζεται ο Θεός με όλα τα έργα μας.
Ε.Π.Ε. 18α,118
μέθη
Περιφρονούν την ουράνια δόξα και βασιλεία. Όλοι μεθούν όχι μόνο από τη δόξα της κοσμικής επιθυμίας, αλλά και το αντίθετο, από την αγωνία και το φόβο μήπως την στερηθούν. Αν τους επαινέσης, φουσκώνουν από υπερηφάνεια. Αν τους κατηγορήσης, καταβάλλονται.
Ε.Π.Ε. 18α,478
κοσμική
Θεωρείται ευχάριστο να ζη κανείς δοξασμένος. Και όμως τίποτε δεν υπάρχει χειρότερο απ’ αυτή τη δουλεία. Καθ’ όσον ο κενόδοξος, που θέλει να αρέση στον οποιοδήποτε, είναι πολύ πιο δουλικός από οποιονδήποτε δούλο. Όποιος όμως θα καταφρονήση αυτή την ψεύτικη δόξα, είναι ανώτερος από όλους.
Ε.Π.Ε. 19,264
αδοξία
Όσο πιο ξακουστός είναι κανείς, τόσο πιο πολύ υποδουλωμένος είναι. Αν πάθη κάτι δυσάρεστο, όλο και πιο πολλοί το μαθαίνουν και φαίνεται πως δεν του άξιζε να το πάθη. Το ίδιο και με τη συμφορά όταν τον βρίσκη, αφού πολλοί χαίρονται με αυτές. Κι αν του συμβή κανένα καλό, νατοι οι φθονεροί. Τον ζηλεύουν και αγωνίζονται να τον ξεπαστρέψουν. Πες μου, λοιπόν, είναι αγαθό αυτό; Είναι δόξα; Όχι. Είναι αδοξία, είναι δουλεία, είναι σκλαβιά και ό,τι άλλο δυσάρεστο μπορεί κανείς να πη.
Ε.Π.Ε. 19,632

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 77-79)

ιστ’ . Πήγαν κάποιοι στον Αββά Σισώη, για να ακούσουν απ’ αυτόν ωφέλιμο λόγο και τίποτε δεν τους είπε. Πάντα δε έλεγε: «Συγχωρήστε με». Βλέποντας δε τα ζεμπίλια του, είπαν στον μαθητή του Αβραάμ»: «Τί τα κάνετε αυτά τα ζεμπίλια;». Και εκείνος είπε: «Εδώ και εκεί τα ξοδεύουμε». Ακούοντας δε ο γέρων, είπε: «Και ο Σισώης από εδώ και από εκεί τρώγει». Και εκείνοι, ακούοντας, πολύ ωφελήθηκαν. Και έφυγαν με χαρά, οικοδομημένοι από την ταπείνωσή του. ιζ'. Συμβουλεύθηκε ο Αββάς Αμμών της Ραϊθώ τον Αββά Σισώη: «'Όταν διαβάζω κάτι στη Γραφή, ο λογισμός μου με σπρώχνει να φιλοτεχνήσω σχετικό λόγο, για να τον έχω αν με ρωτήση τινάς». Του λέγει ο γέρων: «Δεν χρειάζεται. Καλύτερα είναι από την καθαρότητα του νου να αποχτήσης και την αμεριμνησία και τον λόγο». ιη'. Πήγε κάποτε ένας λαϊκός με τον γυιό του στον Αββά Σισώη, στο όρος του Αββά Αντωνίου. Και στον δρόμο, συνέβη να πεθάνη ο γυιός του. Και δεν ταράχθηκε, αλλά τον πήρε και τον έφερε στον γέροντα με πίστη. Και πρόσπεσε με τον γυιό του, σαν να έκαναν μετάνοια, για να ευλογηθούν από τον γέροντα. Σηκώνεται κατόπιν ο πατέρας, αφήνει το παιδί στα πόδια του γέροντος και βγαίνει έξω. Ο δε γέρων, νομίζοντας ότι του έκανε ακόμη μετάνοια, του λέγει: «Σήκω, πήγαινε έξω». Γιατί δεν ήξερε ότι πέθανε. Και ευθύς σηκώθηκε και βγήκε. Και βλέποντάς το ο πατέρας του, σάστισε. Εισέρχεται λοιπόν, προσκυνά τον γέροντα και του ανακοινώνει το γεγονός. Ακούοντας δε ο γέρων, λυπήθηκε. Γιατί δεν ήθελε να γίνη αυτό. Του παρήγγειλε δε ο μαθητής του, να μη το πη σε κανέναν, ώσπου να εκδημήση ο γέρων. ιθ'. Τρεις γέροντες πήγαν στον Αββά Σισώη, έχοντας ακούσει τα σχετικά μ’ αυτόν. Και του λέγει ο πρώτος: «Πάτερ, πώς μπορώ να σωθώ από τον πύρινο ποταμό;».  Αλλά εκείνος δεν του αποκρίθηκε. Του λέγει ο δεύτερος: «Πάτερ, πώς μπορώ να σωθώ από το τρίξιμο των δοντιών και τον ακοίμητο σκώληκα;». Του λέγει και ο τρίτος: «Πάτερ, τί να κάμω, οπού η μνήμη του εξωτέρου σκότους με θανατώνει;». Αποκρίνεται δε ο γέρων και τους λέγει: «Εγώ τίποτε απ’ αυτά δεν φέρνω στον νου μου. Γιατί ελπίζω ότι ο Θεός, σπλαχνικός καθώς είναι, θα με ελεήση». Ακούοντας λοιπόν αυτή την απάντηση οι γέροντες, έφυγαν λυπημένοι. Μη θέλοντας δε ο γέρων να τους αφήση να φύγουν λυπημένοι, ξαναγύρισε κοντά τους και τους είπε: «Μακάριοι είστε, αδελφοί. Σας ζηλεύω. Ο πρώτος σας μίλησε για τον πύρινο ποταμό. Ο δεύτερος, για τον τάρταρο. Και ο τρίτος, για το σκοτάδι. Αν λοιπόν τέτοια μνήμη επικρατή στον νου σας, είναι αδύνατο να αμαρτήσετε. Αλλά εγώ ο σκληρόκαρδος τί να κάμω, μη μπορώντας να καταλάβω ότι υπάρχει καν κόλαση για τους ανθρώπους; Και έτσι, κάθε ώρα αμαρτάνω». Και βάζοντάς του μετάνοια, του είπαν: «'Όπως ακούσαμε, έτσι και είδαμε».  κ'. Ρώτησαν μερικοί τον Αββά Σισωη, λέγοντας: «Αν πέση ένας αδελφός, δεν χρειάζεται ενός έτους μετάνοια;». Και εκείνος είπε: «Σκληρός ο λόγος». Και του λέγουν: «Μήπως έξη μηνών;». Και πάλι είπε: «Πολύ είναι». Και αυτοί έλεγαν: «Ίσαμε σαράντα μέρες;». Πάλι είπε: «Πολύ είναι». Του λέγουν: «Τί λοιπόν; Αν πέση ένας αδελφός και ευθύς τύχη να γίνεται αγάπη, να εισέλθη και αυτός σ’ εκείνη τη σύναξη;». Τους λέγει ο γέρων: «Όχι.  Αλλά έχει ανάγκη να μετανοήση για λίγες μέρες. Και έχω τη βεβαιότητα, ότι ο Θεός τον δέχεται ακόμη και μέσα σε τρεις μέρες, αν ολόψυχα μετανοήση ο άνθρωπος αυτός». κα'. Πήγε κάποτε ο Αββάς Σισώης στο Κλύσμα και ήλθαν κάποιοι λαϊκοί σ’ αυτόν, για να τον δουν. Και αφού πολλά είπαν εκείνοι, δεν τους αποκρίθηκε καθόλου. Ύστερα δε, ένας απ’ αυτούς είπε: «Τί στενοχωρείτε τον γέροντα; Δεν τρώγει. Γι’ αυτό και ούτε να μιλήση μπορεί». Αποκρίθηκε ο γέρων: Εγώ, όταν χρειασθή, τρώγω». κβ’ . Ρώτησε ο Αββάς Ιωσήφ τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Για πόσο καιρό οφείλει ο άνθρωπος να κόβη τα πάθη;». Του λέγει ο γέρων: «Τα χρονικά διαστήματα θέλεις να μάθης;». Λέγει ο Αββάς Ιωσήφ: «Ναι». Του απαντά λοιπόν ο γέρων: «Την ώρα οπού έρχεται το πάθος, ευθύς κόψε το». κγ'. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη της Πέτρας για τον μοναστικό βίο. Και του λέγει ο γέρων: «Είπε ο Δανιήλ: Άρτον επιθυμιών ουκ έφαγον». κδ'. Έλεγαν για τον Αββά Σισώη, ότι, καθισμένος στο κελλί, πάντα είχε κλειστή την πόρτα. Κε’ . Ήλθαν κάποτε αρειανοί στον Αββά Σισώη, στο όρος του Αββά Αντωνίου, και άρχισαν να κατηγορούν τους ορθοδόξους. Ο δε γέρων δεν τους αποκρίθηκε καθόλου. Και φωνάζοντας τον μαθητή του, είπε: «Αβραάμ., φέρε μου το βιβλίο του αγίου Αθανασίου και διάβαζέ το». Και ενώ εκείνοι σιωπούσαν, φανερώθηκε η αίρεσή τους. Και τους έστειλε στο καλό. κστ'. Ήλθε κάποτε ο Αββάς Αμμούν από τη Ραϊθώ στο Κλύσμα, να επισκεφθή τον Αββά Σισώη. Και βλέποντάς τον να θλίβεται οπού είχε αφήσει την έρημο, του λέγει: «Τί θλίβεσαι, Αββά;  Αλλά τί θα μπορούσες να κάμης πλέον στην έρημο, έτσι οπού γήρασες;». Ο δε γέρων τον κοίταξε αυστηρά και είπε: «Τί μου λες, Αμμούν; Δεν μου αρκούσε μόνη η ελευθερία του λογισμού μου στην έρημο;». κζ’  . Καθόταν κάποτε ο Αββάς Σισώης στο κελλί του. Και σαν χτύπησε τη θύρα ο μαθητής του, φώναξε ο γέρων, λέγοντας: «Φύγε, Αβραάμ., μη μπης, ακόμη δεν είναι σχόλη εδώ». κη’ . Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Πώς άφησες τη Σκήτη, οπού ήσουν με τον Αββά Ωρ, και ήλθες και εγκαταστάθηκες εδώ;». Του λέγει ο γέρων: «Επειδή άρχισε να μεγαλώνη ο αριθμός των μοναχών στη Σκήτη. Και ακούοντας εγώ ότι κοιμήθηκε ο Αββάς Αντώνιος, σηκώθηκα και ήλθα εδώ στο όρος. Και βρίσκοντας τα εδώ να ησυχάζουν, κάθισα λίγο καιρό». Του λέγει ο αδελφός: «Πόσο καιρό έχεις εδώ;». Του λέγει ο γέρων: «Είναι εβδομήντα δυο χρόνια». κθ’ . Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Αν πεζοπορούμε και πλανηθή ο οδηγός μας, είναι ανάγκη να του το πούμε;». Του λέγει ο γέρων: «Όχι». Λέγει λοιπόν ο αδελφός: «Αλλά θα τον αφήσουμε να μας ξεστρατίση;». Του λέγει ο γέρων: «Τί λοιπόν; Έχεις σκοπό να πάρης ραβδί και να τον δείρης; Εγώ έχω υπ’ όψη μου αδελφούς οπού πεζοπορούσαν και ο οδηγός τους έχασε τον δρόμο τη νύχτα. Ήταν δε δώδεκα και όλοι ήξεραν ότι χάθηκε ο δρόμος. Και αγωνίσθηκε ο καθένας τους να μη το πη. Σαν ξημέρωσε δε, κατάλαβε ο οδηγός τους ότι έχασαν τον δρόμο και τους λέγει: Συγχωρήστε με, έχασα τον δρόμο. Και είπαν όλοι: Και εμείς το γνωρίζαμε, αλλά σιωπήσαμε. Εκείνος δε, ακούοντας θαύμασε, λέγοντας ότι έως θανάτου εγκρατεύονται οι αδελφοί για να μη μιλούν. Και δόξασε τον Θεό. Το δε μάκρος του δρόμου, οπού ξεστράτισαν, ήταν δώδεκα μίλια». λ'. Ήλθαν κάποτε Σαρακηνοί και έγδυναν τον γέροντα και τον αδελφό του. Και βγαίνοντας στην έρημο για να βρουν κάτι φαγώσιμο, βρήκε ο γέρων κοπριές από καμήλες και μέσα τους σπειριά κριθαριού. Έτρωγε δε ένα σπειρί και το άλλο το φύλαγε στο χέρι του. Έρχεται κατόπιν ο αδελφός του, τον βρίσκει να τρώγη και του λέγει: «Αυτή είναι η αγάπη, οπού βρήκες κάτι φαγώσιμο και μόνος σου το τρως και δεν με φώναξες;». Του λέγει ο Αββάς Σισώης: «Δεν σε αδίκησα, αδελφέ. Να, το μερίδιό σου στο χέρι μου το φύλαξα».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

 

Του Αββά Σισώη του μεγάλου
α’ . Ένας αδελφός αδικήθηκε από άλλον αδελφό και πήγε στον Αββά Σισώη, λέγοντάς του: «Αδικήθηκα από έναν αδελφό και θέλω να πάρω εκδίκηση». Ο δε γέρων τον στήριζε, λέγοντας: «Όχι, τέκνο μου. Άφησε καλύτερα στον Θεό την εκδίκηση».  Αλλά εκείνος έλεγε: «Δεν θα ησυχάσω ώσπου να εκδικηθώ». Του λέγει τότε ο γέρων: «Ας προσευχηθούμε, αδελφέ». Και σηκώθηκε και είπε ο γέρων: «Κύριε, δεν σε έχουμε πλέον ανάγκη να φροντίζης για μας. Γιατί μόνοι μας παίρνουμε το δίκιο μας». Αυτό λοιπόν ακούοντας ο αδελφός, έπεσε στα πόδια του γέροντος και είπε: «Δεν θέλω πλέον να εκδηκηθώ τον αδελφό μου. Συγχώρησέ με, Αββά».
β’ . Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Τί να κάμω; Γιατί πηγαίνω στην εκκλησία και πολλές φορές γίνεται τραπέζι αγάπης και με κρατούν». Του λέγει ο γέρων: «Κόπο έχει το ζήτημα». Λέγει λοιπόν ο Αβραάμ ο μαθητής του: «Αν γίνη συνάντηση το Σάββατο ή την Κυριακή και πιή ένας αδελφός τρία ποτήρια, είναι μήπως πολλά;». Λέγει ο γέρων: «Αν δεν υπάρχη στη μέση ο σατανάς, πολλά δεν είναι».
γ’ . Έλεγε στον Αββά Σισώη ο μαθητής του: «Πάτερ, γήρασες, ας πάμε πλέον κοντά σε κατοικημένα μέρη». Του λέγει ο γέρων: «Όπου δεν υπάρχει γυναίκα, εκεί ας πάμε». Του λέγει ο μαθητής του: «Και ποιός άλλος τόπος, εκτός από την έρημο, δεν έχει γυναίκα;». Λέγει τότε ο γέρων: «Στην έρημο πήγαινέ με».
δ’ . Πολλές φορές έλεγε ο μαθητής του Αββά Σισώη: «Αββά, σήκω να φάμε». Και εκείνος τον ρωτούσε: «Δεν φάγαμε, τέκνο μου;». Και αυτός: «Όχι, πάτερ», Και έλεγε ο γέρων: «Αν δεν φάγαμε, φέρε και τρώμε».
ε’ .  Είπε κάποτε ο Αββάς Σισώης αυθόρμητα: «Θάρρος. Να, τριάντα χρόνια έχω οπού δεν παρακαλώ πλέον τον Θεό για αμαρτία.  Αλλά η προσευχή μου αυτή είναι: Κύριε Ιησού, φύλαξέ με από τη γλώσσα μου. Και έως τώρα, κάθε μέρα, εξ αιτίας της πέφτω και αμαρτάνω».
στ’ .Ένας αδελφός είπε στον Αββά Σισώη: «Πώς δεν φεύγουν τα πάθη από μένα;». Του λέγει ο γέρων: «Τα σκεύη τους είναι μέσα σου. Δος τους την άδεια να τα πάρουν και φεύγουν».
ζ ‘. Έμενε κάποτε ο Αββάς Σισώης στο όρος του Αββά Αντωνίου. Και επειδή καθυστέρησε ο διακονητής του να έλθη σ’ αυτόν, ίσαμε δέκα μήνες δεν είδε άνθρωπο. Περπατώντας δε στο όρος, βρίσκει ένα Φαρανίτη οπού κυνηγούσε αγρίμια. Και του λέγει ο γέρων: «Από που έρχεσαι; Και πόσο καιρό έχεις εδώ;». Και εκείνος είπε: «Μάθε, Αββά, ότι ένδεκα μήνες βρίσκομαι σ’ αυτό το όρος και δεν είδα άνθρωπο, εκτός από σένα». Ακούοντάς τα δε αυτά ο γέρων, μπήκε στο κελλί και στηθοδερνόταν, λέγοντας: «Σισώη, νόμισες ότι κάτι κατώρθωσες. Και ούτε σαν αυτόν τον λαϊκό δεν τα κατάφερες».
η'. Έγινε προσφορά στο όρος του Αββά Αντωνίου και βρέθηκε εκεί ένα πήλινο δοχείο με κρασί. Και παίρνοντας ένας από τους γέροντες μικρό κανάτι και ποτήρι, τα έφερε στον Αββά Σισώη, του έδωσε και ήπιε. Επίσης και δεύτερη φορά και δέχθηκε. Του πρόσφερε και για τρίτη φορά, αλλά δεν πήρε, λέγοντας: «Παύσε, αδελφέ, ή δεν ξέρεις ότι είναι σατανάς;».
θ’ .Πήγε ένας από τους αδελφούς στον Αββά Σισώη, στο όρος του Αββά Αντωνίου. Και εκεί οπού μιλούσαν, έλεγε στον Αββά Σισώη: «Δεν έφθασες ακόμη στα μέτρα του Αββά Αντωνίου, πάτερ;». Και του αποκρίνεται ο γέρων: «Αν είχα έναν από τους λογισμούς του Αββά Αντωνίου, θα γινόμουν ολόκληρος σαν φωτιά. Αλλά γνωρίζω άνθρωπο οπού με κόπο μπορεί να βαστάξη τον λογισμό του».
ι'. Ήλθε κάποτε ένας από τους Θηβαίους στον Αββά Σισώη, θέλοντας να γίνη μοναχός. Και τον ρώτησε ο γέρων, αν έχη κανέναν στον κόσμο. Και εκείνος αποκρίθηκε: «Έχω ένα γυιό». Και του λέγει ο γέρων: «Πήγαινε, ρίξε τον στο ποτάμι και τότε γίνεσαι μονάχος».  Σαν πήγε λοιπόν να τον ρίξη, έστειλε ο γέρων έναν αδελφό για να τον εμποδίση. Και καθώς τον σήκωνε, για να τον ρίξη, λέγει ο αδελφός: «Σταμάτα, τί κάνεις;». Και εκείνος είπε: «Ο Αββάς μου είπε να τον ρίξω». Του λέγει λοιπόν ο αδελφός: « Αλλά πάλι είπε, να μη τον ρίξης». Και αφήνοντάς τον, ήλθε στον γέροντα. Και έγινε άξιος μοναχός χάρη στην υπακοή του.
ια'. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Άρα έτσι πολεμούσε ο σατανάς τους παλαιούς;». Του λέγει ο γέρων: «Τώρα πιο πολύ, γιατί ο καιρός του πλησιάζει και πέφτει σε ταραχή».
ιβ'. Πειράσθηκε κάποτε ο Αβραάμ, ο μαθητής του Αββά Σισώη, από δαίμονα. Και είδε ο γέρων ότι έπεσε. Σηκώθηκε τότε, άπλωσε τα χέρια στον ουρανό και είπε: «Θεέ μου, θέλεις - δεν θέλεις, δεν σ’ αφήνω, αν δεν τον θεραπεύσης». Και ευθύς θεραπεύθηκε.
ιγ'. Ένας αδελφός συμβουλεύθηκε τον Αββά Σισώη, λέγοντας: «Βλέπω στον εαυτό μου, ότι η μνήμη του Θεού παραμένει μέσα μου». Του λέγει ο γέρων: «Δεν είναι μεγάλο πράγμα το να βρίσκεται ο λογισμός σου με τον Θεό. Μεγάλο πράγμα είναι το να βλέπης τον εαυτό σου κάτω από όλη τη δημιουργία. Γιατί αυτό και ο σωματικός κόπος οδηγούν στην άσκηση της ταπεινοφροσύνης».
ιδ’ . Έλεγαν για τον Αββά Σισώη, ότι, όταν έμελλε να τελευτήση και κάθονταν οι πατέρες γύρω του, έλαμψε το πρόσωπό του σαν τον ήλιο. Και τους λέγει: «Να, ο Αββάς Αντώνιος ήλθε». Και μετά από λίγο, λέγει: « Να, η χορεία των προφητών ήλθε». Και πάλι το πρόσωπό του περίσσια έλαμψε και είπε: «Να, η χορεία των αποστόλων ήλθε». Και έλαμψε πάλι το πρόσωπο του πιο πολύ. Και ιδού, ήταν σαν να μιλούσε με κάποιους. Και τον ρώτησαν οι γέροντες, λέγοντας: «Με ποιόν μιλάς, πάτερ;». Και εκείνος είπε: «Να, οι Άγγελοι ήλθαν να με πάρουν και παρακαλώ να με αφήσουν για να μετανοήσω λίγο ακόμη». Και του λέγουν οι γέροντες: «Δεν έχεις ανάγκη να μετανοήσης, πάτερ». Και τους είπε ο γέρων: «Σας βεβαιώνω, ότι δεν βλέπω να έχω κάμει αρχή». Και πληροφορήθηκαν όλοι ότι είναι τέλειος. Και πάλι, ξαφνικά, έγινε το πρόσωπό του σαν τον ήλιο. Και φοβήθηκαν όλοι. Και τους λέγει: «Βλέπετε, ο Κύριος ήλθε και λέγει: Φέρτε μου το σκεύος της ερήμου». Και ευθύς παρέδωσε το πνεύμα. Και έγινε σαν αστραπή. Και γέμισε όλο το κελλί από ευωδία.
ιε’ . Πήγε ο Αββάς Αδέλφιος, επίσκοπος Νειλουπόλεως, στον Αββά Σισώη, στο όρος του Αββά Αντωνίου. Και όταν επρόκειτο να βγουν, πριν ξεκινήσουν, τους έβαλε να φάνε από πρωΐ. Ήταν δε νηστεία. Και μόλις έστρωσαν τραπέζι, να, κάποιοι αδελφοί χτυπούν την πόρτα. Είπε δε στον μαθητή του: «Δός τους λίγη κουρκούτη, γιατί από κόπο είναι». Του λέγει ο Αββάς Αδέλφιος: Άφησε καλύτερα, για να μη πουν ότι ο Αββάς Σισώης τρώγει από πρωΐ». Και τον κοίταξε ο γέρων και λέγει στον αδελφό: «Πήγαινε, δός τους». Μόλις λοιπόν είδαν την κουρκούτη, είπαν: «Μη έχετε ξένους; Μη τάχα και ο γέρων σας τρώγει;». Και τους είπε ο αδελφός: «Ναι». Άρχισαν λοιπόν να στενοχωρούνται και να λέγουν: «Ας σας συγχώρηση ο Θεός οπού αφήσατε τον γέροντα να φάη τώρα. Ή δεν ξέρετε ότι για πολλές μέρες έχει να κοπιάση;». Και τους άκουσε ο επίσκοπος. Και έβαλε μετάνοια στον γέροντα, λέγοντας: «Συγχώρησέ με, Αββά, οπού έκαμα ανθρώπινο λογισμό. Ενώ συ έκαμες ό,τι ήθελε ο Θεός». Και του λέγει ο Αββάς Σισώης: Αν ο Θεός δεν δοξάση άνθρωπο, η δόξα των ανθρώπων τίποτε δεν είναι».

(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)

«Τότε ο Θωμάς είπε: “Κύριέ μου! Και Θεέ μου!» (Ιωάννης 20:28)

Ο LewWallace ήταν ένας φημισμένος στρατηγός και λογοτεχνική μεγαλοφυία. Υποσχέθηκε να γράψει ένα βιβλίο που θα κατέστρεφε για πάντα το «μύθο» του Χριστιανισμού. Λέει ο άνθρωπος αυτός όταν επί δύο χρόνια μελετούσε στις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες της Ευρώπης και της Αμερικής αναζητώντας πληροφορίες που θα τον έκαναν ικανό να γράψει το βιβλίο που θα ανέτρεπε τον Χριστιανισμό. Ενώ έγραφε το δεύτερο κεφάλαιο του τόμου του, βρέθηκε να είναι γονατισμένος και κλαίγοντας να λέει στον Ιησού: «Κύριέ μου! Και Θεέ μου!». Οι αποδείξεις της θεότητας του Χριστού ήταν συντριπτικά πειστικές. Δεν μπορούσε πια ν’ αρνηθεί ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν ο Γιος του Θεού, ο μόνος Σωτήρας του ανθρώπου. Αργότερα, ο LewWallace έγραψε το βιβλίο «Μπεν Χουρ», ίσως το μεγαλύτερο μυθιστόρημα που γράφτηκε ποτέ σχετικά με τους χρόνους του Ιησού. Πραγματικά, η μεταστροφή του ήταν εντυπωσιακή!

Θεέ μας, Εσύ είσαι ο Μοναδικός και Άγιος Θεός που ενδιαφέρεσαι για μας. Σε παρακαλούμε, αποκάλυψέ το αυτό σε κάθε καρδιά.

(Π.Α.)

 

«Δόξα στον Ύψιστο Θεό και στη γη ειρήνη, εκδήλωση εύνοιας στους ανθρώπους» (Λουκάς 2:14).

Λίγο πριν το Μουντιάλ 2006 ο Ιρλανδός τραγουδιστής των U2 Μπόνο είχε δηλώσει: «Μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια, η μπάλα κλείνει τα σχολεία, κλείνει τα μαγαζιά, κλείνει πόλεις ολόκληρες, σταματά τον πόλεμο, δίνει ελπίδα, πετυχαίνει περισσότερα απ’ όσα κατάφεραν ποτέ οι πολιτικοί, δίνει σεβασμό σε χώρες όπου ο σεβασμός είναι ένα είδος εν ανεπαρκεία». Μαζί του πολλοί άλλοι επώνυμοι. Κι όμως, η ειρήνη δε σκόραρε, ούτε εκείνο το χρόνο. Στη διάρκεια των αγώνων άνθρωποι σκοτώνονταν στην Παλαιστίνη, στο Ισραήλ, στο Λίβανο, στο Ιράκ, στο Νταρφούρ κλπ. Για τους ανθρώπους η ειρήνη παραμένει ευχή, όραμα ανεκπλήρωτο. Κι αυτό, γιατί η ειρήνη είναι δώρο από το Θεό. Ο ερχομός του Θεανθρώπου είχε ως σκοπό την ειρήνη του ανθρώπου με το Θεό, με το συνάνθρωπό του, με τον εαυτό του. Μόνο η ζωντανή παρουσία Του στην προσωπική μας ζωή και ο καθαρισμός μας από την αμαρτία είναι ικανή να μας χαρίσει «την ειρήνη Του», που ξεπερνάει κάθε ανθρώπινη λογική. Διότι αυτός είναι «η ειρήνη ημών»! Είναι Αυτός η ειρήνη σου;

Κύριε, έλα στη ζωή μου. Γίνε η ειρήνη μου!

(Μ.Β.Μ.)

(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)

287. Χάρις στον Σταυρό, όπως και χάρις στο σημείο του Σταυρού, ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι πάντοτε μαζί μας, κάνοντας με τη δύναμί του το κάθε τι για τη σωτηρία μας. Αρκεί να τον πιστεύουμε σαν Θεό και Σωτήρα μας. Δόξα στον Κύριο για την αιωνία παρουσία του κοντά μας! «ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». Αμήν. (Ματθ. κη’ 20).

288. Κάνοντας το σημείο του Σταυρού, να πιστεύης και πάντοτε να θυμάσαι ότι οι αμαρτίες σου καθηλώθηκαν στον Σταυρό. Όταν πέφτης σε κάποιο αμάρτημα, ευθύς να κατακρίνης ειλικρινά τον εαυτό σου και κάνε το σημείο του Σταυρού πάνω σου, λέγοντας: Κύριε, συ που καθήλωσες τις αμαρτίες μας στον Σταυρό, καθήλωσε και το αμάρτημά μου τούτο στον Σταυρό σου και «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα σου ἔλεός» (Ψαλμ. ν’ 3). Και ο Κύριος θα σε καθαρίση από την αμαρτία σου. Αμήν.



(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 126)

«Και βαπτίζεται ο Χριστός… για να γίνει σ’ εμάς παράδειγμα και υπογραμμός για το βάπτισμα».
(Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός)

«Βαπτίσθηκε ο Χριστός, όχι για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες Του (διότι ήταν αναμάρτητος) αλλά, βαπτίσθηκε ενώ ήταν αναμάρτητος, για να δώσει θεία χάρη και αξία στους βαπτιζομένους».
(Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων)

«Αυτή είναι η ημέρα κατά την οποία ο Χριστός βαπτίσθηκε και αγίασε τα νερά. Γι’ αυτό βέβαια και τα μεσάνυχτα αυτής της γιορτής όλοι φέρνουν νερό και το τοποθετούν μέσα στο σπίτι, φυλάγοντας το όλο τον χρόνο, επειδή σήμερα αγιάσθηκαν τα νερά. Και το θαύμα τον αγιασμού των νερών γίνεται φανερό από το ότι δεν αλλοιώνεται το νερό με το πέρασμα του χρόνου, αλλά ολόκληρο τον χρόνο και πολλές φορές δύο και τρία χρόνια παραμένει καθαρό και φρέσκο το νερό που αντλήθηκε σήμερα, και βρίσκεται μετά από τόσο χρόνο σε ίση αξία και κατάσταση με το νερό που μόλις πριν από λίγο πήραν από την πηγή».
(Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος)

«Η περιστερά είναι «ήμερο ζώο και καθαρό. Επειδή λοιπόν και το Πνεύμα είναι Πνεύμα πραότητας, γι’ αυτό φανερώνεται και σ’ αυτό». Και ο Μεσσίας είναι πράος και ταπεινός στην καρδιά (Ματθ. ια’ 29, κα’ 5) και συνιστά την πραότητα στους διακόνους του (Ματθ. ι 16) και για τους πράους επιφυλάσσει ως κληρονομιά τη γη (Ματθ. ε’ 5). Δεν κατεβαίνει το Πνεύμα με τη μορφή αετού, που, αν και είναι ο βασιλιάς των πτηνών, είναι όμως σαρκοφάγο πτηνό, αλλά κατεβαίνει με τη μορφή περιστεράς, της οποίας κανένα άλλο πτηνό δεν είναι περισσότερο άκακο και αβλαβές. Η περιστερά ήταν το μόνο από τα πτηνά που προσφερόταν ως θυσία (Λευιτ. α 14) και ο Χριστός δια του αιωνίου Πνεύματος, πρόσφερε τον εαυτό Του άμεμπτη θυσία στον Θεό. Η περιστερά ακόμη ήταν το έμβλημα της καθαρότητας. Και η εμφάνιση της εδώ συμφωνεί προς τη γλυκύτητα και τον ειρηνικό χαρακτήρα της βασιλείας του Χριστού».
(Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος)

«Ο Ιωάννης βαπτίζει και έρχεται ο Χριστός να βαπτιστεί, για να αγιάσει ενδεχομένως και τον βαπτιστή, και όπως είναι ολοφάνερο για να θάψει μέσα στο νερό όλον τον παλαιό Αδάμ και να αγιάσει πριν από αυτούς και για χάρη τους τον Ιορδάνη».
(Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος)

«Είδες, αγαπητέ, πόσα και τι μεγάλα αγαθά θα ζημιωνόμασταν, εάν ο Κύριος συμφωνούσε με την παράκληση του Ιωάννη και δεν βαπτιζόταν; Διότι ήταν κλεισμένοι οι ουρανοί, πριν απ’ αυτό το γεγονός, και αδιάβατη ήταν η ουράνια χώρα. Στα κάτω κατεβαίναμε, στα επάνω όμως δεν ανεβαίναμε. Και μόνο ο Δεσπότης βαπτίσθηκε και «έκανε καινούργιο τον παλαιό άνθρωπο» (Πρβλ. Κολ. γ’ 9) και την εξουσία της υιοθεσίας του εμπιστεύθηκε και πάλι. «Κι αμέσως άνοιξαν σ’ αυτόν οι ουρανοί». Έγινε συμφιλίωση των ορατών με τα αόρατα, γέμισαν με χαρά τα ουράνια τάγματα, θεραπεύθηκαν τα επίγεια νοσήματα, έγιναν γνωστά τα απόρρητα πράγματα, συμφιλιώθηκαν τα εχθρικά. Διότι άκουγες τον Ευαγγελιστή να λέει «άνοιξαν σ’ αυτόν οι ουρανοί» . Και αυτό έγινε για χάρη τριών παράξενων πραγμάτων. Επειδή, όταν βαπτιζόταν ο νυμφίος Χριστός, έπρεπε ο ουράνιος θάλαμος να ανοίξει τις λαμπερές του πύλες. Και επίσης όταν το Άγιο Πνεύμα με μορφή περιστεράς κατέρχονταν και η φωνή του Πατέρα ακούγονταν παντού, έπρεπε οι επουράνιες πύλες να είναι ανοιχτές (Πρβλ. Ψαλμ. κγ’ 7). «Και αμέσως άνοιξαν οι ουρανοί και φωνή από τους ουρανούς έλεγε, Αυτός είναι ο αγαπητός μου Υιός, στον οποίον ευαρεστούμαι».
(Άγιος Ιππόλυτος Ρώμης)

«Βαπτίζομαι από εσένα τον δούλο, ώστε κανένας βασιλιάς ή άνθρωπος με αξίωμα να μη περιφρονήσει το να βαπτιστεί από απλό ιερέα».
(Άγιος Ιππόλυτος Ρώμης)

«Ο Χριστός, αν και δεν είχε ανάγκη να καθαριστεί με το Βάπτισμα, γιατί ποια ανάγκη έχει η αυτοκάθαρση να καθαριστεί; Παρ’ όλα αυτά, αυτός καθαρίζεται και βαπτίζεται σήμερα για χάρη του Αδάμ, ο οποίος έπεσε στη λάσπη της αμαρτίας, και γι’ αυτό χρειαζόταν να καθαριστεί από αυτήν».
(Ἄγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης)

katafigioti

lifecoaching