102. Τί σημαίνει η αγιότητα της Εκκλησίας;
Η Εκκλησία είναι καθίδρυμα άγιο, ως αποτελούμενη από αγίους, όπως ονομάζονταν οι πρώτοι Χριστιανοί, οι οποίοι, αποχωριζόμενοι δια του βαπτίσματος από τον βέβηλο κόσμο, αφιερώνονταν στο Θεό. Ειδικότερα η αγιότητα της Εκκλησίας εκτιμάται στις δύο όψεις της, θεία και ανθρώπινη. Κατά την πρώτη είναι αγιότητα θεωρητική (μεταφυσική) και απόλυτη. Είναι η απόλυτη αγιότητα του Θεού, που είναι ο ιδρυτής και η αόρατη κεφαλή της, ο Λόγος του Θεού που φόρεσε την ανθρώπινη σάρκα και μπήκε στην ιστορία των ανθρώπων. Την Εκκλησία του αγάπησε ο Χριστός «ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς, ἵνα αὐτὴν ἁγιάσῃ καθαρίσας τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἐν ρήματι, ἵνα παραστήσῃ αὐτὴν ἑαυτῷ ἔνδοξον τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπίλον ἢ ρυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ' ἵνα ᾖ ἁγία καὶ ἄμωμος». Ακόμη άγιο είναι και το Πνεύμα του Θεού που ενοικεί στην Εκκλησία, την αγιάζει και την οδηγεί εις «πάσαν την αλήθειαν». Επιπλέον αγία είναι η χάρη του Θεού η οποία τρέφει πνευματικά και αυξάνει την Εκκλησία, άγια τα μέσα της σωτηρίας (τα ιερά μυστήρια) και αγιαστικός ο σκοπός της, όπως μαρτυρούν το πλήθος των αγίων και των ηρώων της πίστεως και οι πολλές αρετές που βλαστάνουν στο πνευματικό της έδαφος.
Το πράγμα όμως διαφέρει αν αποβλέψουμε στην πρακτική εμπειρική της αγιότητα, η οποία αντιστοιχεί στην ανθρώπινη πλευρά της Εκκλησίας. Εδώ η αγιότητα δεν είναι απόλυτη αλλά σχετική. Τα ιστορικά μέλη της Εκκλησίας δεν είναι όλα άγια. Ως άνθρωποι αδύνατοι έχουν αμαρτίες και πάθη, τα οποία προσπαθεί να διορθώσει η Εκκλησία. Η αμαρτωλή αυτή κατάσταση των μελών της Εκκλησίας δεν αναιρεί την απόλυτη αγιότητά της, ως ιδρύματος που έχει κεφαλή του το Χριστό και ψυχή το Πνεύμα το Άγιο. Η παντελής έλλειψη αμαρτωλών μελών θα αναιρούσε τον αγιαστικό σκοπό της Εκκλησίας. Αν ήταν όλοι άγιοι, ποιόν θα αγίαζε η Εκκλησία; Στο ιστορικό εμπειρικό έδαφος της Εκκλησίας, παράλληλα με τους άγιους (σε σχετικό βέβαια βαθμό, γιατί απόλυτα άγιος είναι μόνο ο Θεός) που είναι μυστικά ενωμένοι με το Σωτήρα (το μυστικό σώμα του Χριστού) θα υπάρχουν και θα συμφύρονται με αυτούς πολλοί αμαρτωλοί χριστιανοί, οι οποίοι μοχθούν και αγωνίζονται για τη σωτηρία τους. Ο χωρισμός δεν πρόκειται να γίνει ενόσω η Εκκλησία θα ζεί την ιστορική της αποστολή στη γη. Ο τελικός διαχωρισμός των δικαίων από τους αδίκους θα γίνει κατά τη Δευτέρα Παρουσία και μετά την καθολική κρίση και ανταπόδοση.
Την κατάσταση αυτή περιέγραψε ο Σωτήρας σε πολλές παραβολές του. Στο χωράφι στο οποίο βλάστησε καλό σπέρμα (σιτάρι) φύτρωσαν μαζί του και ζιζάνια (άχρηστα χόρτα). Οι υπηρέτες ζήτησαν από τον κύριο του αγρού να τους επιτρέψει να ξεριζώσουν τα ζιζάνια. Εκείνος όμως τους απέτρεψε από φόβο μήπως μαζί με τα ζιζάνια ξεριζωθεί και το καλό σπέρμα. Άστε τα —τους είπε— να αυξάνονται μαζί και κατά την ώρα του θερισμού θα γίνει ο χωρισμός από τους θεριστές, οι οποίοι τον μεν σίτο θα φυλάξουν στις αποθήκες, τα δε ζιζάνια θα τα ρίξουν στη φωτιά να καούν. Επίσης στη σαγήνη (το δίχτυ) μαζεύτηκαν ψάρια κάθε είδους. Όταν λοιπόν γέμισε, το ανέσυραν στη στεριά και διάλεξαν τα καλά και χρήσιμα ψάρια από τα κακά και άχρηστα. Όμοια και το αλώνι του θα καθαρίσει ο Χριστός και το μεν στάρι (τους καλούς) θα το βάλει στις αποθήκες, τα δε άχυρα (τους κακούς) θα κάψει με φωτιά. Τη βασιλεία του (την Εκκλησία) ο Χριστός παρέβαλε και με γεύμα, στο οποιο οι προσκαλεσμένοι δεν είχαν όλοι ένδυμα γάμου.
Η Εκκλησία από παλαιά καταδίκαζε τις ασκητικές υπερβολές όλων εκείνων (Νοβατιανών κ.α.), οι οποίοι νόμιζαν ότι η Εκκλησία πρέπει να περιλαμβάνει στους κόλπους της μόνο τέλειους και άγιους. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι πρέπει ν’ αδιαφορεί για την πνευματική κατάσταση των αμαρτωλών μελών της τα οποία πρέπει να παιδαγωγεί εν Χριστώ, ούτε και να μένει απαθής προς τα τυχόν σκάνδαλα, τα οποία εκταράσσουν τη συνείδηση του ποιμνίου.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 145-147)