ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Ο Κατακλυσμός του Νώε ήταν παγκόσμιος σε όλη τη γη ή τοπικός; Η Επιστήμη και η σωστή ερμηνεία της Αγίας Γραφής.
(αρχιμανδρίτου π. Ιωήλ Γιαννακοπούλου)
Η έκτασις του Κατακλυσμού. Το ερώτημα επί της εκτάσεως του Κατακλυσμού δύναται ευκόλως να λυθή, εάν ορθώς τοποθετηθή. Τοποθετείται δε ορθώς το ζήτημα ουχί εάν τεθή η ερώτησις εάν ο Κατακλυσμός ήτο γεωγραφικώς και ανθρωπολογικώς γενικός ή περιορισμένος, διότι είναι κατάδηλον, ότι πρόκειται περί αγιογραφικών εκφράσεων, αίτινες δηλούν γενικόν Κατακλυσμόν, αλλά εάν ερωτήσωμεν ποίαν γενικότητα έχει υπ’ όψιν της η Αγία Γραφή. Απαντώντες εις το ερώτημα τούτο δυνάμεθα να είπωμεν βάσει των προ του Κατακλυσμού και μετά τούτον αναφερομένων Βιβλικών γενεαλογιών, ότι εκ των πολλών υιών και θυγατέρων του Αδάμ και της Εύας υπό της Αγίας Γραφής γενεαλογούνται οι απόγονοι δύο υιών του Αδάμ, του Κάιν και του Σηθ. Εκ τούτων κατάγονται αι δύο σειραί Κανανιτών και Σηθιτών και εκ τούτων ο Νώε και οι υιοί αυτού, επί της εποχής των οποίων έγινε ο Κατακλυσμός. Η Αγία Γραφή σιωπά δια τους απογόνους των άλλων υιών και θυγατέρων του Αδάμ των μνημονευομένων εν 5, 4. Κάμνει λόγον μόνον περί των προγόνων του περιουσίου λαού του Θεού, των Κανανιτών και Σηθιτών. Επομένως εναντίον τούτων και ουχί κατά παντός του ανθρωπίνου γένους στρέφεται ο Κατακλυσμός. Άρα η έννοια της γενικότητος του Κατακλυσμού δεν αφορά εις ολόκληρον το ανθρώπινον γένος, αλλά γενικώς όλους τους απογόνους των Κάιν – Σηθ. Αύτη είναι η ανθρωπότης εις τα όμματα του συγγραφέως η περιγραφομένη εν τοις κεφαλαίοις 4 – 9. Πλην των συγχρόνων του Νώε και εν ωρισμένη και τη αυτή γεωγραφική περιοχή κατοικούντων ανθρώπων, δυνάμεθα να παραδεχθώμεν, ότι υπήρχον κι άλλοι λαοί μακράν της Αρμενίας κατοικούντες Μεσογειακοί, βορειοαφρικανικοί κ.λ.π. Κατά συνέπειαν αι αγιογραφικαί εκφράσεις ‘πάσα σαρξ’, ‘πάσα γη’ πρέπει να εννοηθούν υπό το ανωτέρω πρίσμα. Ητοι πάσα η γη, ην κατώκουν οι διεφθαρμένοι απόγονοι των Σηθ – Κάιν και πρόγονοι του Αβραάμ, του Πατριάρχου του περιούσιου λαού του Θεού. Εις την αυτήν έννοιαν πρέπει να εννοηθούν και τα σχετικά αγιογραφικά χωρία: Σοφ. Σειράχ 44: 17 – 19, Εβρ. 11: 7, 11, Πέτρ. 2: 4 – 9, 3: 5.
Προς ενίσχυσιν της απόψεως ταύτης παρατηρούμεν τα εξής: Η Αγία Γραφή πολλάκις χρησιμοποιεί εκφράσεις γενικάς προς έκφρασιν σχετικής εννοίας. Λ.χ. ‘Εν τη ημέρα ταύτη ενάρχου δούναι τον τρόμον σου και τον φόβον σου επί προσώπου πάντων των εθνών των υποκάτου του ουρανού οίτινες ακούσαντες το όνομά σου ταραχθήσονται’. (Δευτ. 2, 25). ‘Και λοιμός ην επί προσώπου πάσης της γης…και πάσαι αι χώραι ήλθον…’ (Γενέσ. 41,56–57). ‘Ήσαν δε εν Ιερουσαλήμ κατοικούντες Ιουδαίοι…από παντός έθνους των υπό τον ουρανόν’. (Πράξ. 2, 5). ‘Και εγένετο εκεί πόλεμος διεσπαρμένος επί προσώπου πάσης της γης’. (ΙΙ Βασιλ. 18, 8). Ενώ είναι γνωστόν, ότι ο πόλεμος ήτο μεταξύ Δαυίδ και Αβεσσαλώμ εις το όρος Εφραίμ. ‘Πάντες βασιλείς της γης εζήτουν το πρόσωπον Σολομών του ακούσαι της φρονήσεως αυτού’ (ΙΙΙ Βασιλ. 10, 24). Εν Ησαία (13, 5) ‘έρχεσθαι εκ γης πόρρωθεν απ’ άκρου θεμελίου του ουρανού Κύριος και οι οπλόμαχοι αυτού καταφθείραι πάσαν την οικουμένην’. Παρόμοιαι εκφράσεις εις σχήμαν ρητορικόν και υπερβολής υπάρχουν εις όλους τους λαούς, ως ‘alle Welt Weisst’ (όλος ο κόσμος γνωρίζει) ή ‘die ganze Stadt sprieht davon’ (όλη η πόλις ομιλεί περί αυτού) παρά τοις Γερμανοίς, ‘tout le monde’ (όλος ο κόσμος) παρά τοις Γάλλοις κ.λ.π.
Πλην τούτου ο τρόπος της διηγήσεως του Κατακλυσμού υποδηλοί Κατακλυσμόν σχετικόν και ουχί γενικόν, διότι ο εκθέτων το γεγονός τούτο δεικνύεται τηρών ημερολόγιον ακριβές των συμβαινόντων και αυτόπτης μάρτυς των εν τω σημειωματαρίω του σημειουμένων. Ως αυτόπτης λοιπόν μάρτυς των συμβαινόντων του Κατακλυσμού δεικνύει ο συγγραφέας, ότι έχει υπ’ όψιν μερικόν και ουχί γενικόν Κατακλυσμόν. Μερικά παραδείγματα: Η περιστερά επιστρέφει, διότι υπήρχεν ακόμη ύδωρ επί της γης. Ο Νώε βλέπει τας κορυφάς των ορέων υψουμένας υπέρ τα ύδατα και την γην καλυπτομένην υπό του ύδατος. Ταύτα, εννοείται, είναι εκείνα, εις τα οποία φθάνει το βλέμμα του Νώε ως ανθρώπου. Έπειτα το κήρυγμα της μετανοίας του Νώε δεν είναι δυνατόν να απευθύνεται εις ολόκληρον την γην, αλλά εις ωρισμένον μέρος ταύτης. Τούτο είναι σπουδαίο επιχείρημα κατά των δεχομένων γενικόν ανθρωπολογικώς Κατακλυσμόν. Τα χωρία της Γενέσεως 7: 3, 19 – 20 όπου γίνεται λόγος περί ολόκληρης της γης, όπου θα εξηπλούντο τα εις την κιβωτόν εισελθόντα ζώα μετά τον Κατακλυσμόν και ότι το ύδωρ του Κατακλυσμού εκάλυψεν όλα τα όρη τα υπό τον ουρανόν πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοιαν, την οποίαν εδώσαμεν ανωτέρω, ότι γενικότης είναι η εις το όμμα του Νώε προσπίπτουσα και ουχί η απόλυτος γενικότης ζώων και ορέων.
Ο μερικός ούτος Κατακλυσμός φαίνεται, ότι αντίκειται εις την παράδοσιν της εκκλησίας, ήτις είναι ομόφωνος, παραδεχομένη γενικόν Κατακλυσμόν. Είναι όμως γνωστόν, ότι οι Πατέρες και θεολόγοι της Εκκλησίας έζησαν εις εποχήν, καθ’ ην δεν υπήρχον τόσαι γεωγραφικαί και επιστημονικαί γνώσεις, όσαι υπάρχουν σήμερον. Συνεπώς ήτο επόμενον αι περιορισμέναι εκείναι γνώσεις των να επιδράσουν εις την τοιαύτην ερμηνείαν του αγιογραφικού Κατακλυσμού ως επέδρασαν και επί της πεποιθήσεώς των περί της κινήσεως του ηλίου πέριξ της γης και ουχί της γης πέριξ του ηλίου. Η ερμηνεία όμως εκείνη των Πατέρων ως μη αναφερομένη εις δογματικά ή ηθικά ζητήματα, ουδόλως θίγει την αξιοπιστίαν της Παραδόσεως και επ’ ουδενί λόγω δεσμεύει ημάς να έχωμεν διάφορον γνώμην.
Επίσης πάλαι ποτέ επιστεύετο, ότι ο Κατακλυσμός ήτο γενικός και ουχί μερικός, διότι οι γνωστοί τότε μύθοι ωμίλουν περί γενικού Κατακλυσμού. Αυξηθεισών όμως των εθνολογικών επιστημονικών γνώσεων απεδείχθη, ότι τούτο είναι πεπλανημένον, διότι ευρέθη ολόκληρος σειρά γνωστών λαών, οίτινες ουδένα μύθον αναφερόμενον εις κατακλυσμόν έχουν ευθύς άμα τη αρχή της ιστορίας των. (π.χ. Αιγύπτιοι, Άραβες, Κινέζοι, Αφρικανοί και τινες Ασιατικοί λαοί). Εις τινας άλλους λαούς υπάρχουν μύθοι αναφέροντες κατακλυσμούς, αλλά οι κατακλυσμοί ούτοι είναι τοπικοί. Άλλως τε η πληροφορία περί γενικού Κατακλυσμού μόνον εκ θείας Αποκαλύψεως ηδύνατο να προέλθη. Μία τοιαύτη όμως εκδοχή δεν ευοδούται υπό του κειμένου, το οποίον ομιλεί περί γεγονότων Κατακλυσμού γενομένων ορατών.
Προβάλλεται η εξής αντίρρησις: ‘Εάν ο Κατακλυσμός ήτο μερικός δεν υπήρχε λόγος κατασκευής της κιβωτού δια την σωτηρίαν του Νώε και της οικογενείας αυτού, διότι ο Θεός ηδύνατο να σώσει τούτους και δια της μεταβάσεώς των εις άλλον τόπον’. Βεβαίως ηδύνατο να γίνει τούτο. Αλλά η κιβωτός είχε και παιδαγωγικήν σημασίαν, διότι η επί μακρόν χρονικό διάστημα κατασκευή της ενώπιον των οφθαλμών των ανθρώπων της εποχής του Νώε υπεβοήθη το κήρυγμα μετανοίας τούτου προς εκείνους.
Αι επιστήμαι Φυσική και Ζωολογία εγείρουν πλείστας και σοβαροτάτας αντιρρήσεις κατά της εκδοχής γενικού, παγκοσμίου Κατακλυσμού, ώστε οι αντιπρόσωποι της θεωρίας ταύτης είναι υποχρεωμένοι - εάν δεν θελήσουν να συσσωρεύσωσι θαύματα επί θαυμάτων – να παραδεχθούν ότι προ του Κατακλυσμού υπήρχον φυσικαί συνθήκαι ουσιωδώς διάφοροι των κατά τον Κατακλυσμόν τοιούτων. Όπερ αδύνατον.
Επομένως δεν είναι ορθόν να προσκολληθώμεν εις θεωρίαν αντικειμένην εις την επιστήμην και μη ευνοουμένην και υπό της Αγίας Γραφής ρητώς.
(αρχιμανδρίτου π. Ιωήλ Γιαννακοπούλου : «Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους Ο΄» έκδ. «Λυδία», Θεσ/νίκη 1986, ο οποίος εις τον 1ο τόμο, Παραρτήματα Προβλημάτων, Πρόβλημα 14ο, σελ. 433–442)
Πηγη: http://oodegr.co/oode/genesis/katak1.htm (από όπου και οι υπογραμμίσεις)
Η μακροβιότητα των ανθρώπων πριν από τον Κατακλυσμό είναι καταπληκτική. Σχεδόν όλοι πέθαναν, αφού έζησαν από 365 έτη (ο Ενώχ) μέχρι 969 έτη (ο Μαθουσάλα. Αδάμ 930, Σηθ 912, Ενώς 905, Καϊνάν 910, Μαλελεήλ 895, Ιάρεδ 962, Λάμεχ 753, Νώε 950).
Μερικοί είπαν, ότι τα «έτη» αυτά δεν είναι έτη όπως τα εννοούμε σήμερα, αλλά μήνες· άλλοι είπαν, ότι τα «έτη» είναι τρίμηνα ή εξάμηνα. Εάν δεχτούμε ότι τα έτη είναι μήνες, τότε η ηλικία του Αδάμ υποβιβάζεται σε 78 περίπου έτη και του Νώε σε 79 έτη· είμαστε δηλαδή στα σημερινά φυσιολογικά όρια. Αλλά τι γίνεται με την ηλικία των άλλων Πατριαρχών; Αυτοί, σύμφωνα με έναν τέτοιο υπολογισμό, θα πρέπει να απέκτησαν τέκνα στην ηλικία 16,15, και 14 ετών. Εάν δε δεχτούμε ως ηλικία των πατριαρχών, κατά την οποία άρχισαν να αποκτούν παιδιά, εκείνη που σημειώνει η Εβραϊκή ή η Σαμαρειτική Πεντάτευχος, τότε οι πατριάρχες αυτοί θα πρέπει να απέκτησαν τέκνα στην ηλικία των 8,7,6 και 5 ετών!... Ούτε όμως ως τρίμηνα ή εξάμηνα δυνάμεθα να ερμηνεύσουμε τα «έτη» του κεφαλαίου τούτου. Διότι μετά τον κατακλυσμό, που η ηλικία των ανθρώπων φθάνει πλέον τα σημερινά όρια της ζωής, η Αγία γραφή χρησιμοποιεί και πάλι την ίδια λέξη, δηλαδή «έτη». Εξ’ άλλου ο Κατακλυσμός έγινε το 601ο έτος της ζωής του Νώε· το έτος όμως εκείνο η Αγία γραφή διαιρεί σαφώς σε 12 μήνες (Γεν. κεφ. 7 και 8). Έχουμε όμως και άλλο επιχείρημα· ο Πατριάρχης Ιακώβ, ο οποίος έζησε 130 έτη, όταν σύγκρινε την ηλικία του με εκείνη των πατέρων του, την βρήκε μικρή (Γεν. μζ 9).
Όλα αυτά πείθουν, ότι τα έτη της ηλικίας των Πατριαρχών πρέπει να τα εννοήσουμε με τη σύγχρονη διάρκεια των 12 μηνών.
Άλλωστε περί μακροζωΐας των προ του Κατακλυσμού ανθρώπων μιλούν και οι παραδόσεις των αρχαίων Αιγυπτίων, Βαβυλωνίων, Ινδών, Κινέζων και Ιαπώνων. Είναι όμως και τούτο άξιο προσοχής· ενώ οι αριθμοί των ετών στους λαούς αυτούς είναι καταπληκτικά εξογκωμένοι (ο Άλωρος ζει 36.000 έτη, ο Άλάπαρος, ο νεώτερος όλων, 10.800, ο Μεγάλαρος 64.800 έτη κλπ.) οι αριθμοί της Αγίας Γραφής συγκρινόμενοι με εκείνους είναι «νηφάλιοι, περιορισμένοι».
Η μακροζωΐα, η οποία παρατηρείται επίσης στα ζώα και στα φυτά των χρόνων εκείνων, έχει και τη φυσική εξήγησή της. Τότε η ζωή των ανθρώπων δεν ήταν τόσο κοπιαστική, αγχώδης, γεμάτη λύπες και πόνους, όσο θα γινόταν αργότερα· διότι η αμαρτία δεν είχε προφθάσει να διαβρώσει το ανθρώπινο γένος τόσο, όσο το διέβρωσε με την πάροδο των αιώνων. Ούτε οι ασθένειες είχαν λάβει την έκταση και την δύναμη, που έλαβαν με το πέρασμα των χρόνων. Η γη δεν είχε ακόμη προφθάσει να αγριεύσει πολύ και ήταν πλουσιότερη σε βλάστηση, η ατμόσφαιρα επίσης ήταν καθαρότερη, ο αέρας περισσότερο υγιεινός.
Εξ άλλου η μακροβιότητα εκείνη ήταν «λαμπρόν υπόλειμμα της Παραδεισίου δόξας» του ανθρώπου.
Ο σημαντικότερος όμως λόγος της μακροζωΐας των Πατριαρχών εκείνων είναι άλλος. Τούτο ήταν έργο της Πάνσοφης Πρόνοιας του Θεού.
Αφ’ ενός μεν για την ταχεία αύξηση και τον πολλαπλασιασμό του ανθρωπίνου γένους.
Αφ’ ετέρου δε για να διατηρείται η προφορική παράδοση της δημιουργίας του ανθρώπου, της πτώσης του, της ιστορίας του, των δωρεών του Θεού κ.τ.ο. Εφόσον ούτε βιβλία υπήρχαν ακόμη, αφού η γραφή ήταν άγνωστη, έπρεπε η μία γενιά να παραδίδει στην επόμενη όλη αυτή τη σπουδαία γνώση προφορικά. Για να παραδίδεται όμως αυτή η γνώση καθαρή, ακριβής και ανόθευτος, έπρεπε να λέγεται και να επαναλαμβάνεται. Έτσι οι άνθρωποι θα μάθαιναν πολύ καλά την ιστορία και τη θρησκεία τους και θα οργάνωναν τα της λατρείας τους.
Για αυτό ο Θεός προνόησε, ώστε όλοι οι Πατριάρχες, εκτός του Νώε, να γεννηθούν πριν πεθάνει ο πρωτόπλαστος άνθρωπος, ο Αδάμ. Με αυτόν τον τρόπο ελάμβαναν από αυτόν ζωντανή, πλήρη και λεπτομερή εξιστόρηση του πώς έγινε η δημιουργία, πώς ήταν ο Παράδεισος, πώς αμάρτησαν ο Αδάμ και η Εύα, τι συνέβη μετά την πτώση, ποιες υποσχέσεις τους έδωσε ο Θεός και ποιες οδηγίες για το πώς πρέπει να τον λατρεύουν. Εάν δε κανείς από τους Πατριάρχες αμφέβαλλε για κάτι από εκείνα που διδασκόταν, είχε την ευκολία να απευθυνθεί προς τον Αδάμ και να συζητήσει προσωπικά μαζί του· μετά δε τον θάνατο του Αδάμ μπορούσε να απευθυνθεί προς τον Μαθουσάλα και εν συνεχεία προς τους υπόλοιπους. Για αυτό ο Αδάμ έζησε και είδε όλους τους απογόνους του μέχρι και τον Λάμεχ, τον γιο του Σηθ. Ο Λάμεχ πάλι έζησε μέχρι τον Σημ, τον γιο του Νώε.
Τόσο μεγάλη και σοφή πρόνοια έλαβε ο αγαθός Θεός, ώστε να διαφυλαχτεί η ιστορία του ανθρώπου και του κόσμου, η γνώση του θείου θελήματος και η καθαρότητα της θείας λατρείας μέχρι την εποχή του Νώε, οπότε έγινε ο Κατακλυσμός. Άλλωστε ο κατακλυσμός, ο οποίος κατέστρεψε τον κόσμο (Λουκ. ιζ 17), άρχισε το ίδιο έτος, που πέθανε ο Μαθουσάλα. Αλλά ο Σημ, ο ένας από τους τρεις γιους του Νώε, έζησε μέχρι τον Αβραάμ και έτσι το ευλογημένο παιδί του δικαίου Νώε παρέδιδε στον άλλο μέγα Πατριάρχη, τον απόγονό του Αβραάμ, όσα παρέλαβε από τους Πατριάρχες, που έζησαν πριν από τον Κατακλυσμό.
(στο:Η Παλαιά Διαθήκη,τόμος Α΄,Γένεσις, Ν.Π. Βασιλειάδη, εκδ. ο Σωτήρ, Σελ. 48-50)
«καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα μία» (Γένεσις 1,5)
«Ημέρα μία». Ο όρος yom στην εβραϊκή δηλώνει την ημέρα, νοούμενη ως ημερονύκτιο ή νυχθήμερο, το έτος, τον καιρό, μια χρονική περίοδο της ζωής και επιρρηματικά το σήμερα. Στη βιβλική του χρήση η έννοιά του ως «ημέρα», με την οποία προσδιορίζεται συνήθως στους Ο΄(μετάφραση των 70), προσδιορίζει μια χρονική περίοδο άλλοτε περιορισμένης και άλλοτε ακαθόριστης ή μακράς διάρκειας.
Στον παρόντα στίχο, ειδικά, η χρονική διάρκεια της yom-ημέρας υπολογίζεται, όπως ήδη ελέχθη, από πρωί σε πρωί και όχι από βράδυ σε βράδυ, όπως είχε καθιερωθεί στη θρησκευτική παράδοση των ιουδαϊκών εορτών και του Σαββάτου και θεσμοθετηθεί στο μωσαϊκό νόμο. Αυτός ο υπολογισμός δεν έχει βέβαια σχέση με ό,τι ακριβώς ισχύει σήμερα επιστημονικώς, δηλ. με το χρόνο των 24 ωρών, που απαιτείται για μια πλήρη περιστροφή της γης περί τον άξονά της. Σχετίζεται όμως με τη χρονική περίοδο μεταξύ φωτός-σκότους (πρωί) και σκότους-φωτός (εσπέρα), η οποία κατά τον ιερό συγγραφέα ορίζεται από την διαδοχική εναλλαγή των δύο αυτών φαινομένων. Ως εκ τούτου η ημέρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αορίστου, αλλά ορισμένης διάρκειας χρονική περίοδος.
Σ’ αυτήν την πραγματικότητα, της οποίας εμπειρία μάς επιτρέπει να αποκτήσουμε η φυσική παρατήρηση και οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις που έχουμε από αυτήν, προσκρούει κάθε αντίθετη άποψη, η οποία επεκτείνει το όριο της δημιουργικής ημέρας σε μακρά χρονική περίοδο, ετών ή αιώνων, ή την εκλαμβάνει ως ισοδύναμη με γεωλογικές περιόδους (146) (Δες και D.Gowan, «From Eden to Babel.A commentary on the book of Genesis 1-11», σ.22.Το θέμα της δημιουργικής ημέρας διαπραγματεύεται ο J.E. Young στη μελέτη του «the days of Genesis», WTS 25 (1962), 1-24).
Προσκρούει δε επειδή εισηγείται αμέσως την εξέλιξη των διαφόρων στρωμάτων της δημιουργίας μέχρι τον άνθρωπο και οδηγεί κατ’ επέκταση στη θεωρία της εξέλιξης των ειδών, εισάγοντας έτσι ξένα κοσμολογικά στοιχεία στη βιβλική διήγηση της Γενέσεως και νοθεύοντας το θρησκευτικό της νόημα. Βεβαίως δια μέσου των αιώνων υφίσταται κάποια φυσική εξέλιξη στην κτίση, αλλά αυτή –πρέπει να διευκρινήσουμε- έχει άμεση σχέση με την επισυμβάσα στο μεταξύ πτώση του ανθρώπου και την ως εκ τούτου διατάραξη της ισορροπίας και της τάξης σε αυτήν. Για αυτό δεν επιτρέπεται, για λόγους απολογητικούς, η μετατροπή των έξι ημερών σε έξι μακρές χρονικές περιόδους, κατά τη διάρκεια των οποίων συντελέστηκε η δημιουργία. Γιατί μια τέτοια αντίληψη καταστρέφει την αναλογία πάνω στην οποία βασίζεται η καθιέρωση του Σαββάτου ως της εβδόμης ημέρας με τη θεολογική της βαρύτητα, και η διαδοχή των έξι ημερών, που καταλήγουν στο Σάββατο, χάνουν τη σημασία τους. Συνάμα δε αντιστρατεύεται και στην απλή έννοια του στίχου, ο οποίος, όπως ελέχθη, χρησιμοποιεί εδώ την ημέρα, όπως χρησιμοποιείται και στη λαϊκή γλώσσα, ως περίοδο δηλ. φωτός και σκότους, που αργότερα θα προσδιοριστεί ως εικοσιτετράωρη.
Συνεπώς, ό,τι πρέπει να γνωρίζουμε εν αναφορά γενικά με τις ημέρες της δημιουργίας είναι ότι ο ιερός συγγραφέας περιγράφοντας το δημιουργικό έργο του Θεού κινείται σε σχηματικά πλαίσια. Εντάσσει δηλ. την έκφραση της δημιουργικής ενέργειας του Θεού σε δικά του χρονικά καλούπια. Το κατανέμει έτσι σε έξι εργάσιμες ημέρες, που καταλήγουν στην εβδόμη, την ημέρα της ανάπαυσης, για να συμμορφωθεί με τη διαίρεση του χρόνου, που ήδη ίσχυε για τους Εβραίους. Με άλλα λόγια η αποκάλυψη του θείου έργου γίνεται με αυτόν τον τρόπο των έξι ημερών κατά συγκατάβαση προς το «ατελές» της αντιληπτικής ικανότητας του ανθρώπου, προκειμένου να τον βοηθήσει να στοχαστεί το υπέροχο και θαυμαστό έργο της δημιουργίας (147)(«ινα μαθης ότι δια το ατελές της ημετερας διανοίας ταύτη εχρήσατο τη συγκαταβάσει της διηγήσεως»(Ιω. Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν, ομιλ Γ΄, σ. 34).
Στην πραγματικότητα βέβαια ο κόσμος δημιουργήθηκε αμέσως και στο σύνολό του χωρίς χρονικές διακοπές, όπως εύστοχα ερμηνεύει ο Μ. Βασίλειος· «εν κεφαλαίω (στο σύνολό τους) εποίησεν ο Θεός, τουτέστιν αθρόως (με τη μία) και εν ολίγω (χωρίς διακοπή)»(148)(Εις την Εξαήμερον, Α΄,6,σ. 17Α).
Ή, όπως εξηγεί ο Γρηγόριος Νύσσης, «συλλήβδην και εν ακαρεί»(149)(Περί της Εξαημέρου, σ. 72Β), δηλαδή στο σύνολό του και σε βραχύτατο χρόνο. Αυτό κατανοείται κατά τη διδασκαλία του Νύσσης ως εξής: Στην αρχή δημιουργήθηκαν τα πάντα με τη θεία βούληση αμέσως και στο σύνολό τους ως καταβολές. Στη συνέχεια επέρχεται στα πλαίσια της αναγκαίας τάξης και αλληλουχίας η δια της θείας δυνάμεως και σοφίας τελείωση των επί μέρους κτισμάτων. Ομοίως και ο Μ. Αθανάσιος αποφαίνεται ότι τα κτίσματα δεν δημιουργήθηκαν σε διαδοχικές περιόδους, αλλά «σε μία ημέρα και με το ίδιο πρόσταγμα κλήθηκαν στο είναι»(150)(Κατά Αρειανών, 2,48,PG 26,249B).
Επ’ αυτού είναι σαφής η Π. Διαθήκη, όταν στη Γένεση (2,5), μετά την απαρίθμηση των έξι δημιουργικών ημερών, μιλά για μια ημέρα κατά την οποία δημιουργήθηκε ολόκληρο το σύμπαν. Όταν επίσης δια στόματος του σοφού Σειράχ βεβαιώνει· «ο ζων εις τον αιώνα έκτισεν τα πάντα κοινή (αμέσως)» (Σοφ. Σειρ. 18,1). Περαιτέρω η Αγ. Γραφή προσδιορίζει στα πλαίσια των σχέσεων του Θεού με το χρόνο, τη διάρκεια και την έννοια της δημιουργικής ημέρας, η οποία δεν έχει ανθρώπινες αναλογίες, όπως υποστηρίζουν οι Ωριγένης (151)(Περί Αρρχών, 4,7,PG 11,353B) και Αυγουστίνος(152)(De Civitate Dei,11,6,PL 11,278), καθόσον «χίλια έτη εν οφθαλμοίς σου ως η ημέρα η εχθές, ήτις διήλθεν»(153)(Ψαλμ. 89,4, δες «μία ημέρα παρά Κυρίω ως χίλια έτη και χίλια έτη ως ημέρα μία»(Β΄Πέτρ. 3,8)). Διευκρινίζει ότι το άμεσο και ακαριαίο της δημιουργίας εννοείται μόνο σε σχέση με το δημιουργό Θεό, ο οποίος, ως κείμενος πέραν του χρόνου, αχρόνως δημιούργησε τον κόσμο. Σε σχέση όμως με τα δημιουργήματα απαιτείται χρόνος για τη μορφοποίησή τους. Άρα, ενώ ο Θεός υπέρκειται του χρόνου, ο χρόνος εξαρτάται από αυτόν.
Η πατερική θεολογία ερμηνεύει εσχατολογικά τη δημιουργική ημέρα. Σύμφωνα με αυτήν οι έξι ημέρες αντιστοιχούν σε ισάριθμες φάσεις εντός των οποίων πραγματώνεται η δημιουργία. Αυτές οι φάσεις-ημέρες της δημιουργίας είναι σύμβολα. Διότι δεν εξαντλούνται στον αριθμό έξι, αλλά στον αριθμό οκτώ. Η εβδόμη ημέρα, το Σάββατο, συμβολίζει το διάστημα από την πραγματοποίηση της δημιουργίας μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Η ογδόη ημέρα, η Κυριακή, «ημέρα Κυρίου ανέσπερος, αδιάδοχος και ατελεύτητος», συμβολίζει τη Δευτέρα παρουσία, τη μέλλουσα κρίση, τη βασιλεία του Θεού και την αιωνιότητα. Τα σύμβολα αυτά, επομένως, δεν σημαίνουν ούτε ελάχιστο χρόνο, ούτε εκατομμύρια χρόνια· είναι απλώς συμβολικές παραστάσεις των οκτώ φάσεων.(155)(N. Ματσούκα,Δογματική και Συμβολική Θεολογία,Γ,σ.177)
Λόγω της συμβολικότητάς της η δημιουργική ημέρα αποκτά επίσης την έννοια της περιόδου ή ορθότερα του αιώνα. Ο αιώνας στην Π. Διαθήκη δηλώνει χρονικό διάστημα ακαθόριστης διάρκειας, εκτεινόμενο από το παρελθόν στο μέλλον. Το διάστημα αυτό σε σχέση με το Θεό εκφράζει την αιωνιότητα, η οποία δεν έχει αρχή και τέλος και δε σχετίζεται με τη μεταβολή και διαδοχή των γεγονότων και φαινομένων. Σε σχέση με την κτίση νοείται ως προς τα όντα φαινόμενα, που διαδέχονται το ένα το άλλο και έχουν αρχή και τέλος, και συνδέεται πάντοτε με αυτά.
Εν προκειμένω λοιπόν η ημέρα ταυτίζεται κατά την πατερική θεολογική σκέψη με τον αιώνα· «ώστε καν ημέραν είπης, καν αιώνα, την αυτήν ερείς έννοιαν»(158)(Μ.Βασιλείου, ο.π. Β΄,8,σ. 52Α.). Ταυτίζεται δε υπό την έννοια ότι, αν και τα πάντα δημιουργούνται μέσα στο χρόνο, εντούτοις κατατείνουν στην αιωνιότητα του Θεού. Ενώ η δημιουργία όλη κινείται σε χρονικά όρια, κατά τις ανθρώπινες αναλογίες, η χρονική κίνησή της εκτείνεται στον άπειρο χρόνο του Θεού, κατά τους θείους όρους. Έτσι κατανοείται θεολογικά και η σύμπτωση του αιώνα με την ογδόη ημέρα.
(στο: Εν αρχή εποίησεν ο Θεός, Σταύρου Καλαντζάκη, Δρ. Θ. Καθηγητού Πανεπιστημίου, εκδ. Πουρναρα,2001, σελ. 123-128)
1) Αν ρίξουμε ένα βλέμμα στον τρόπο της έκθεσης της εξαημέρου θα δούμε, ότι δεν πρόκειται για μεγάλα χρονικά διαστήματα, για γεωλογικές περιόδους, όπως νόμισαν κάποιοι, διότι το κείμενο μιλά ρητά «και εγένετο εσπέρα και εγένετο πρωί». Άρα μιλά για ημερονύκτιο. Ούτε όμως και για πραγματικά εικοσιτετράωρα ημερονύκτια πρόκειται, διότι ο ήλιος ο οποίος καθορίζει τα ημερονύκτια έγινε την τέταρτη ημέρα. Επομένως ο τόνος δεν πρέπει να δοθεί στη σειρά των δημιουργημάτων, αλλά στον αριθμό έξι. Η Βιβλική δηλαδή διήγηση της εξαημέρου είναι έξι οράματα, με τα οποία ο Θεός αποκάλυψε στους πρωτοπλάστους την δημιουργία του κόσμου.
Για καμία άλλη εποχή η αποκάλυψη υπήρξε αναγκαιότερη όσο για την αρχή της ανθρωπότητας. Η αποκάλυψη θα γινόταν με έκσταση όπως έγινε στον Αδάμ η αποκάλυψη της δημιουργίας της γυναίκας όπως ρητά αναφέρει η Αγία Γραφή (2,21). Επομένως η εξαήμερη δημιουργία είναι έξι οράματα εγκλειόμενα σε εικοσιτετράωρα χρονικά διαστήματα, με τα οποία ο Αδάμ είδε την εν χρόνω ενέργεια του Θεού. Η πρωταρχική αυτή παράδοση υπήρξε εν πρώτοις υποκείμενο προφορικής παράδοσης, η οποία καταγράφηκε ίσως πολύ πριν τον Μωϋσή.
2) Εάν ρίξουμε προσεκτικότερο βλέμμα στο περιεχόμενο της εξαημέρου θα παρατηρήσουμε, ότι αυτή διαιρείται σε δύο αντίστοιχες τριάδες (στιχ. 3-13 και στιχ. 14-25) και έπειτα έρχεται η δημιουργία του ανθρώπου (στιχ. 26-29). Οι αντίστοιχες αυτές τριάδες έχουν σχέση μεταξύ τους και προς αλλήλας. Έχουν σχέση μεταξύ τους, διότι οι ημέρες της πρώτης τριάδος είναι χωρίσματα, ενώ οι μέρες της δεύτερης τριάδος είναι συμπληρώματα.
Και συγκεκριμένα: κατά την πρώτη ημέρα χωρίζεται το φως από το σκότος, την δεύτερη ημέρα χωρίζεται ο ουρανός από την θάλασσα, την τρίτη ημέρα χωρίζεται η θάλασσα από την ξηρά.
Στην δεύτερη τριάδα έχουμε τα συμπληρώματα ως εξής: Κατά την τέταρτη ημέρα έχουμε τον ήλιο για συμπλήρωση του φωτός της πρώτης ημέρας. Κατά την πέμπτη ημέρα έχουμε τα συμπληρώματα ουρανού και θάλασσας, δηλαδή τα πτηνά του ουρανού και τα ψάρια της θάλασσας. Κατά την έκτη ημέρα έχουμε τα χερσαία ζώα και τον άνθρωπο το συμπλήρωμα της ξηράς και των φυτών της τρίτης ημέρας, διότι πάνω στην ξηρά και δια των φυτών θα ζήσουν άνθρωποι και ζώα.
3) Ο σκοπός: Αυτός είναι θρησκευτικός και παιδαγωγικός. Επομένως τα κοσμικά γεγονότα θίγει εν παρόδω και μιλά για την δημιουργία όπως εμφανίζεται αυτή στα μάτια μας. Αφήνει την επιστημονική έρευνα αυτών στην ανθρώπινη οξυδέρκεια όπως βεβαιώνουν Βασίλειος, Χρυσόστομος, Αυγουστίνος. Σύμφωνα με τον σκοπό αυτόν η αποκάλυψη κατέρχεται στην αντιληπτική ικανότητα κάθε ηλικίας και όλων των αιώνων, έτσι ώστε το αόρατο και πνευματικό να είναι ευκρινές και σαφές στους αδύνατους. Για αυτό η δημιουργική ενέργεια του Θεού εκθέτει αυτά με εικόνες ανθρώπινης ενέργειας (ομιλία του Θεού, έργο εξαήμερο, ανάπαυση κλπ.) τονίζει δε στα θεία αυτά έργα εκείνο το οποίο υποπίπτει στην άμεση αντίληψη και είναι δυνατόν να κατανοηθεί από τους απλούς ανθρώπους.
4) Το κείμενο: Είναι απλό, φωτεινό και στα παιδιά αντιληπτό και η ερμηνεία δεν έχει κανένα δικαίωμα να απομακρυνθεί από την κυριολεξία, εφ’ όσον δεν παρίσταται επιτακτική ανάγκη για αυτό. Οι λέξεις «ημέρα, φως, πρωΐ, εσπέρα κλπ.» πρέπει να ληφθούν στη συνηθισμένη κυριολεξία τους. Η δε ομιλία του Θεού ως ανθρώπινη είναι ανθρωποπαθής Βιβλική έκφραση, η οποία δηλώνει, ότι στη δημιουργία πραγματοποιήθηκαν οι θείες σκέψεις και ότι τα δημιουργήματα είναι η φυσική αποκάλυψη της δύναμης, της σοφίας και της αγαθότητας του Θεού. Για αυτό η δημιουργία εκτίθεται ως έργο που έγινε σε έξι ημέρες μαζί με την ημέρα της ανάπαυσης της εβδόμης που ακολούθησε αυτές για συμβολισμό των έξι εργάσιμων ημερών, κατά τις οποίες ο άνθρωπος οφείλει να εργάζεται, και της έβδομης, του Σαββάτου, κατά την οποία υποχρεούται να αναπαύεται.
Συμπέρασμα: Από αυτά συνάγεται ότι η Βιβλική κοσμογονία δεν είναι επιστημονική, αστρονομική έκθεση της δημιουργίας, αλλά σχηματική ταξινόμηση των δημιουργημάτων για σκοπό θρησκευτικό ότι αυτά έγιναν από το Θεό, και έχουν σκοπό παιδαγωγικό, για να μας διδάξει, ότι πρέπει τις 6 ημέρες να εργαζόμαστε και την έβδομη να αναπαυόμαστε.
Κατά συνέπεια σε καμία αντίφαση δεν μπορεί να έλθει η βιβλική κοσμογονία με τις επιστημονικές παρούσες ή μεταγενέστερες αντιλήψεις, περί δημιουργίας του κόσμου.
(Η Παλαιά Διαθήκη, αρχιμ. Ιωήλ Γιαννακόπουλου, τόμος Α, έκδοσις «Λυδία» 1986, σελ. 408-410)
Κύριε...
Κύριε, δεν ξέρω τι να ζητιανέψω από Εσένα.
Μόνον Εσύ γνωρίζεις τι μου χρειάζεται.
Συ με αγαπάς περισσότερο από όσο εγώ ξέρω να αγαπώ τον εαυτό μου.
Κύριέ μου, δώσε στο δούλο Σου εκείνο που ούτε να ζητήσω δεν μπορώ.
Δεν τολμώ να σου ζητιανέψω ούτε απαλλαγή από πάθη, ούτε αρετές, ούτε απόλαυση χάριτος.
Στέκομαι μόνο μπροστά Σου με την καρδιά μου ανοιχτή απέναντί Σου.
Συ βλέπεις τις ανάγκες που εγώ δεν βλέπω, κοίταξέ με και πράξε κατά το έλεός Σου.
Χτύπησε και θεράπευσε, ρίξε με και ανύψωσέ με.
Πάλλομαι και σιωπώ μπροστά στην άγια θέλησή Σου και μπροστά στις κρίσεις Σου για μένα.
Προσφέρω τον εαυτό μου ως θυσία προς Εσένα.
Δεν υπάρχει μέσα μου άλλη επιθυμία παρά μόνο να εκπληρώσω το θέλημά Σου.
Μάθε με να προσεύχομαι. Έλα Εσύ ο Ίδιος μέσα μου να προσεύχεσαι. Αμήν.
Αγίου Φιλαρέτου Μόσχας
«Αυτό το οποίο θα σας πω τώρα έγινε την πρώτη Κυριακή του Δεκέμβρη: Ήταν και η τελευταία μου μέρα στο μέτωπο, γιατί κατά το μεσημέρι τραυματίστηκα. Ξημερώνοντας, λοιπόν, η Κυριακή μάς βρήκε να κατεβαίνουμε μια πλαγιά, στην οποία είχαμε φτάσει απ’ την προηγούμενη μέρα.
Όλο το Σάββατο ο παππούλης [π. Αχίλλειος, στον πόλεμο του ‘40] εξομολογούσε και μας είπε, όσοι ήθελαν, μπορούσαν να κοινωνήσουν την άλλη μέρα. Το Σύνταγμά μας θα έμπαινε σε καινούργιες μάχες. Σαν ξημέρωσε, το χιόνι είχε πάψει να πέφτει. Μερικοί στρατιώτες είχαν στολίσει με ελάτια και αγριορύκια, τα οποία είχαν κόψει από ένα χωριό, το μέρος στο οποίο θα έμπαινε η Αγία Τράπεζα. Το μάτι κουραζόταν να βλέπει αυτήν την απέραντη λευκότητα. Ο διοικητής, οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες, όλοι συγκεντρωθήκαμε όσο μπορούσαμε ο ένας κοντά στον άλλον. Τα ψαλσίματα αντιλαλούσαν στα γύρω υψώματα.
Είχε προχωρήσει η Λειτουργία αρκετά, όταν ακούσαμε ξαφνικά τον βόμβο πολλών αεροπλάνων και φάνηκαν σε λίγο στο βάθος καμιά πενηνταριά. Δεκαεπτά από τα δεξιά μας, είκοσι από πίσω μας, δώδεκα κατ΄ ευθείαν πάνω μας. Ξαπλωθήκαμε όλοι αμέσως, σαν να ήμασταν ένας άνθρωπος, μέσα στο χιόνι. Οι αναπνοές μας σταμάτησαν. Έλεγες πως σταμάτησαν και οι καρδιές μας.
Η Λειτουργία φυσικά διεκόπη. Έσβησαν απότομα τα ψαλσίματα. Έσβυσε και το θυμιατό. Οι βόμβες όργωναν γύρω μας το παχύ στρώμα του χιονιού. Σφύριζαν και βογγούσαν από πάνω μας σαν μανιασμένα τεράστια φίδια του ουρανού κι έσκαζαν με τον συνηθισμένο φοβερό τους κρότο που ξεκούφαινε. Φαίνεται πως μας είχαν καταλάβει, γιατί πρώτη φορά επέμεναν τόσο πολύ να ξεφορτώσουν συγκεντρωμένες τις βόμβες.
Ξαφνικά ένα τρομερό βουητό, σα να σηκώθηκε απότομα δυνατός αέρας, σίφουνας σωστός, μας έκανε όλους να ανατριχιάσουμε, καθώς ήμασταν χωμένοι μέσα στο χιόνι. Μια τεράστια βόμβα στρίγγλισε πάνω από τα κεφάλια μας και σφηνώθηκε μέσα στο χιόνι μπροστά, μα ακριβώς μπροστά στην Αγία Τράπεζα, χωρίς να σκάσει. Αν έσκαζε θα μας έκανε κομμάτια. Θα σκότωνε ποιος ξέρει πόσους από εμάς, καθώς ήμασταν μαζεμένοι ο ένας κοντά στον άλλον. Αυτή ήταν και η τελευταία βόμβα την οποία έριξαν. Θα νόμισαν πως μας έκαναν σμπαράλια και σηκώθηκαν και έφυγαν…
Πήραμε μια βαθειά ανάσα όλοι μαζί που ακούστηκε σαν στεναγμός. Σηκώσαμε σιγά τα κεφάλια μας περιμένοντας να αντικρύσουμε νεκρούς και τραυματίες. Να δούμε το χιόνι κοκκινισμένο από αίμα συντρόφων μας, κορμιά λιωμένα και σκορπισμένα απ’ τις βόμβες που έσκασαν. Ο καθένας μας δεν πίστευε πώς και ο ίδιος ήταν γερός. Κουνούσαμε τα χέρια μας και τα ποδάρια μας για να νοιώσουμε αν ήταν κολλημένα στο κορμί μας. Δεν είχαμε το θάρρος να σηκωθούμε ακόμη εντελώς όρθιοι. Έβλεπες ένα γύρω να φυτρώνουν σαν μανιτάρια μονάχα κεφάλια κι άκουγες ερωτήματα γεμάτα απορία: Ζεις, ωρέ Θανάση; Ζεις, Σταμάτη, και συ ζεις; Είσαι καλά; Ολόκληρος; Και συ Δημητρό; Ο ένας δεν μπορούσε να πιστέψει για τον άλλον πως ζούσε.
Πρώτος σηκώθηκε ο ιερέας. Τον είδαμε πώς σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό κι έκανε το σταυρό του. Κύτταξε γύρω του ερευνητικά και φώναξε δυνατά:
- Σηκωθείτε όλοι να ευχαριστήσουμε το Θεό. Ζούμε όλοι. Δόξα τω Θεώ.
Όπως ορμούσαμε στη μάχη, σαν μας έδιναν το σύνθημα, έτσι πεταχτήκαμε όλοι άνω με αλαλαγμούς χαράς. Ούτε μια μύτη δεν είχε ανοίξει κανενός. Το χιόνι ήταν λευκό, κατάλευκο, χωρίς μια σταγόνα αίμα. Ολόγυρά μας μόνο ήταν γεμάτο λάκκους, πιτσιλισμένο με χώματα και πέτρες. Όλοι γονατιστοί συνεχίσαμε τη Λειτουργία. Θαύμα, μεγάλο θαύμα, έλεγαν όλοι».
(Ελένη Κούκκου, στο: Δημακοπούλου Θεοδώρου, ο Πατήρ Αχίλλειος Παπαθανασόπουλος (1891-1975), στο «Η μητέρα μας Εκκλησία» αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ σελ. 347-350)
Δίδασκε ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος:
«Η Εκκλησία μας η Ορθόδοξη είναι η μόνη ασφαλής οδός σωτηρίας.
Ούτε η μόνη οδός σωτηρίας, ούτε απλώς η ασφαλής οδός σωτηρίας, αλλά η μόνη ασφαλής οδός σωτηρίας.
Εάν πούμε ότι είναι η μόνη οδός σωτηρίας, αυτό σημαίνει ότι αποκλείουμε στο έλεος του Θεού οποιαδήποτε δράση. Τον περιορίζουμε σε ένα σχήμα. Αν θέλει ο Θεός αυτή τη στιγμή να πάει στους Μάου Μάου και να αποκαλυφθεί σε κάποιον και να του πει: «Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και του Ισαάκ και του Ιακώβ, ο σαρκωθείς και ταφείς και αναστάς· και πίστεψέ με να σε σώσω» και τον πάρει και με άρμα όπως πήρε τον προφήτη Ηλία, δικαίωμά Του να το κάνει. Εμάς δεν θα μας δώσει λογαριασμό. Αν θέλει να το κάνει, το κάνει. Αν θέλει να σώσει ο Θεός κάποιον εκτός της Εκκλησίας, δικαίωμά Του. Δεν θα γράψουμε εμείς σχήματα και θα αξιώσουμε να κινείται ο Θεός μέσα στους κύκλους που θα Του γράψουμε.
Εάν πούμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ασφαλής οδός σωτηρίας, απλώς ασφαλής οδός σωτηρίας, σημαίνει ότι εκτός από την Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχουν και άλλες ασφαλείς οδοί σωτηρίας, με τις οποίες μπορεί κανείς να σωθεί· είναι ασφαλισμένος. Οπότε ποια η αξία της αληθείας, αν εκτός της Ορθόδοξης Εκκλησίας υπάρχουν και άλλες οδοί που σώζουν με ασφάλεια; Εάν σωζόμαστε εξίσου ασφαλώς και όντες στην αλήθεια και όντες στην πλάνη, τότε ποια είναι η αξία της Αλήθειας; Η αλήθεια πρέπει να έχει κάποια αξία, πώς θα το κάνουμε; Εάν, επαναλαμβάνω, πούμε ότι είναι ασφαλής οδός, αφήνουμε και άλλες ασφαλείς οδούς, οπότε, η αλήθεια σχεδόν εκμηδενίζεται· δεν έχει καμία αξία. Εάν πάλι πούμε η μόνη οδός, το έλεος του Θεού το περικλείουμε, το σφίγγουμε.
Εάν, όμως, πούμε ότι η Εκκλησία είναι η μόνη ασφαλής οδός σωτηρίας τότε, και την αλήθεια τη βάζουμε στο βάθρο, το οποίο της αξίζει –λέμε: «Έχεις ασφάλεια να είσαι στην αλήθεια»-, και στο έλεος του Θεού αφήνουμε δυνατότητες να δράσει όπως εκείνος θέλει.
Εμείς ξέρουμε ότι όντες στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όχι στις ταυτότητες, πραγματικά όντες εντός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, έχουμε εξασφαλισμένη τη σωτηρία. Διότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μόνη ασφαλής οδός σωτηρίας.
Εάν υπάρχουν και μονοπάτια, δια των οποίων σώζει ο Θεός τον κόσμο, είναι έργο δικό Του και θέμα δικό Του και οπωσδήποτε μπορούμε να πούμε βασζόμενοι στην άπειρη ευσπλαγχνία και αγάπη και καλοσύνη του Θεού, ότι ο Θεός θα έχει και μονοπάτια θα έχει και τρόπους να σώσει ανθρώπους οι οποίοι δεν είχαν τις προϋποθέσεις, δεν είχαν τις δυνατότητες να μάθουν την αλήθεια της ορθόδοξης πίστης. Αλλά αυτό είναι δικό Του θέμα. Εμείς στεκόμαστε ως εδώ».
(στο «Η μητέρα μας Εκκλησία» αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ σελ. 323-325)
Όταν όμως ήρθε αντιμέτωπος μαζί του…
Πρωταγωνιστής της παρακάτω ιστορίας είναι ένας άνδρας ο Lorne, ο οποίος εξαιτίας ενός μεθυσμένου οδηγού έχασε τη γυναίκα του αλλά και το παιδί του. Αρκετά χρόνια μετά μοιράζεται το σενάριο της δικής του ιστορίας στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook.
Γράφει ο Lorne
«Έχασα τη γυναίκα και τον γιο μου πριν 33 χρόνια, σε ένα τραγικό δυστύχημα. Τους χτύπησε μετωπικά ένας μεθυσμένος οδηγός.
Επί τρία χρόνια ήμουν ράκος. Δε μπορούσα να στεριώσω σε καμιά δουλειά, δεν ήμουν η κατάλληλη παρέα για κανένα ανθρώπινο πλάσμα και θρηνούσα ολημερίς. Ακόμη το κάνω.
Μια μέρα όμως, μου έδωσαν μια συμβουλή που άλλαξε τη ζωή μου.
Ένας ιερέας μου πρότεινε να επισκεφτώ αυτόν τον άντρα στη φυλακή. Τον ίδιο άνθρωπο που σκότωσε τη γυναίκα και το παιδί μου. Το θεώρησα τρελό αλλά ήμουν απελπισμένος για ένα φινάλε. Κάτι που θα μου έδινε γαλήνη.
Μου πήρε έναν χρόνο να βρω το κουράγιο να πάω στη φυλακή. Αλλά το έκανα. Και αυτά που είδα και ένιωσα σε αυτή τη συνάντηση, με άλλαξαν για πάντα.
Ο άντρας με ικέτεψε για συγχώρεση και αφότου άκουσα την ιστορία του, όντως τον συγχώρεσα. Αυτό που τον οδήγησε αρχής εξαρχής στο αλκοόλ ήταν ο θάνατος του 7χρονου παιδιού του από καρκίνο. Μου ορκίστηκε πως αν έβρισκα τη δύναμη να τον συγχωρέσω γι΄αυτό που έκανε, δε θα έβαζε ούτε μια σταγόνα αλκοόλ στο στόμα του, ποτέ ξανά.
Από τότε κράτησα επαφή μαζί του και μέχρι σήμερα δεν έχει αγγίξει το αλκοόλ. Συμμάζεψε πάλι τη ζωή του και με ενέπνευσε να κάνω το ίδιο.
Τη στιγμή που τον συγχώρεσα, ένιωσα ένα αβάσταχτο βάρος να σηκώνεται από τους ώμους μου.
Η γυναίκα μου και το παιδί μου θα μου λείπουν μέχρι τη μέρα που θα πεθάνω. Αλλά παντρεύτηκα μια γυναίκα που είναι στο πλευρό μου κάθε φορά που επισκέφτομαι αυτούς τους τάφους. Μια γυναίκα που μου χάρισε δύο κόρες, που δεν αντικατέστησαν τον γιο μου, αλλά που μου χάρισαν ατελείωτη ευτυχία και μαλάκωσαν τον πόνο μου».
Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ
(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Α. Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ιζ 1 – 9
(Υπόμνημα στο κατά Ματθαίον, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 313-317 εκδόσεις «ο Σωτήρ», μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Ζ = Ζιγαβηνός Ευθύμιος
Απ = Απολλινάριος Θφ = Θεοφύλακτος Βουλγαρίας
Αυ = Αυγουστίνος Ιε = Ιερώνυμος
Β = Βασίλειος ο Μέγας Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Γν = Γρηγόριος Νύσσης Ω = Ωριγένης
Δ = Δαμασκηνός Ιωάννης DB=Dict. Of the Bible,Hastings
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας
(Σύγχρονοι Θεολόγοι ερμηνευτές)
The New-Century Bible, St Matthew Edited by G.H. Box on the basis of the earlier edition by Prof W.F. Slater, Edirburgh 1922 (σημειώνεται με το S).
M.J. Lagrange. Evangile selon s. Matthieu, Deuxieme edition Paris 1923 (σημειώνεται με το L).
Alf. Plummer. An exegetical commentary on the Gospel according to S. Matthew, London 1911 (σημειώνεται με το p).
W. Allen A critical and exegetical Commentary on the Gospel according to S. Matthew Third edition 1922 (σημειώνεται με το a).
A. Commentary critical, expository and practical κ.λ.π by I. Owen, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
L. Cl. Fillion La sainte Bible commentee VII (σημειώνεται με το F).
J.A. Bengel Gnomon of the N.T. Testament translated by I. Bryce. Τόμ. Α (σημειώνεται με το b).
C.L. W. Grimm Lexicon Graeco-Latinum in libros N. Lipsiae 1903. (σημειώνεται με το g).
Ν. Δαμαλά Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ).
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
Ματθ. 17,1 Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ἓξ(1) παραλαμβάνει(2) ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην(3) τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀναφέρει(4) αὐτοὺς εἰς ὄρος(5) ὑψηλὸν(6) κατ᾿ ἰδίαν·
Ματθ. 17,1 Επειτα δε από εξ ημέρας επήρε μαζή του ο Ιησούς τον Πετρον και τον Ιάκωβον και τον αδελφόν αυτού Ιωάννην και ανέβηκε με αυτούς μόνον εις υψηλόν όρος.(Μετάφραση στίχων υπό Ιωάννου Κολιτσάρα εδώ και στο εξής)
Ο ιστορικός χαρακτήρας του μυστηριώδους αυτού συμβάντος είναι εγγυημένος, 1) από το ότι παρουσιάζεται τελείως απίθανη η επινόηση. Τίποτα δεν υπήρξε στην προηγούμενη ζωή του Χριστού, το οποίο να καθιστά πιθανή την εμφάνιση του Μωϋσή και του Ηλία και κανένα παρόμοιο γεγονός δεν συναντιέται στην Π.Δ., αφού η δόξα του Μωϋσή στο Σινά ήταν τελείως διαφορετική, 2) από τη μαρτυρία και των τριών συνοπτικών (Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς), 3) από την αξιοσημείωτη επιβολή σιωπής από τον Ιησού προς τους μαθητές και 4) από τη μαρτυρία της Β΄ Πέτρ. α 16-18, η οποία μαρτυρεί, αν όχι κάτι άλλο, τουλάχιστον ότι, κατά την εποχή που συγγράφηκε η επιστολή αυτή, το γεγονός πιστευόταν ότι έλαβε χώρα (p).
(1) Ο Λουκάς «μετά από οκτώ μέρες, λέει, χωρίς να εναντιώνεται σε αυτόν (Ματθαίο), αλλά και πάρα πολύ συμφωνώντας. Διότι ο μεν Λουκάς συμπεριέλαβε και αυτήν την ημέρα που τους είπε τα παραπάνω λόγια και την ημέρα που τους ανέβασε στο όρος, ενώ ο Ματθαίος ανέφερε μόνο τις ενδιάμεσες ημέρες» (Χ).
Ο καθορισμός αυτός του χρόνου υπονοεί κάποια σχέση με τα αμέσως προηγούμενα. Η διδασκαλία για τον Υιό του Θεού, και για το Πάθος του επιβεβαιώθηκε με την μεταμόρφωση (b).
(2) Παίρνει με τον εαυτό του, μαζί του (δ).
(3) Οι τρεις αυτοί μαθητές συνόδευαν τον Ιησού και σε διάφορες άλλες βαρυσήμαντες περιστάσεις. Δες Μάρκ. ε 37, α 29 και ιγ 3, όπως και στη Γεθσημανή Ματθ. κστ 37 (S).
«Γιατί παίρνει αυτούς μόνους; Επειδή αυτοί υπερείχαν από τους άλλους» (Χ).
«Ο μεν Πέτρος από το ότι αγαπούσε πολύ αυτόν, λόγω της θερμότητας της πίστης του. Ο Ιωάννης από την άλλη από το ότι αγαπιόταν πάρα πολύ από αυτόν, λόγω της υπερβολής της αρετής του. Ο Ιάκωβος επίσης από το ότι ήταν πάρα πολύ ενοχλητικός στους Ιουδαίους, τόσο ώστε όταν ο Ηρώδης αργότερα τον φόνευσε, έκανε μέγιστη χάρη στους Ιουδαίους» (Ζ), αλλά και «από την απάντηση την οποία απάντησε μαζί με τον αδελφό του λέγοντας· Μπορούμε να πιούμε το ποτήρι» (Σχ).
Τρία πρόσωπα ήταν αρκετά να διαπιστώσουν την αλήθεια της θαυμαστής αυτής σκηνής. Εάν ήταν παρόντες περισσότεροι από τρεις θα ήταν δύσκολο κάπως να τηρηθεί το γεγονός μυστικό (ο).
(4) =Άνω φέρω, οδηγώ επάνω (g).
(5) Ως τέτοιο αρχαιότατη παράδοση κατά τα χρόνια του Ωριγένη την οποία και ο Ιεροσολύμων Κύριλλος και ο Ιερώνυμος αναφέρουν, εξιστορεί το όρος Θαβώρ δίπλα στη Ναζαρέτ. Κάποιοι από τους νεωτέρους ερμηνευτές υποθέτουν, ότι είναι το όρος Πάνιον που είναι πιο κοντά στην Καισάρεια του Φιλίππου, και άλλοι το Ερμών, χωρίς σοβαρά επιχειρήματα (δ). Παρόλ’ αυτά φαίνεται, ότι τώρα ο Ιησούς βρισκόταν κοντά στο όρος Ερμών. Δες Ματθ. ιστ 13 (F). Οι άλλοι μαθητές πιθανώς έμειναν στην Καισάρεια (S).
(6) Το υψηλό εννοείται όχι απολύτως, αλλά σε σχέση με τα τριγύρω μικρότερα βουνά. Η μεμονωμένη θέση του Θαβώρ που υψώνεται 400 μέτρα πάνω από την πεδιάδα Ιεζραήλ δίνει σε αυτό άριστη και μοναδική θέα, την οποία πολύ ψηλότερα βουνά δεν έχουν (δ).
Ματθ. 17,2 καὶ μετεμορφώθη(1) ἔμπροσθεν αὐτῶν(2), καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος(3), τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς(4).
Ματθ. 17,2 Και μετεμορφώθη εμπρός εις αυτούς, και έλαμψε το πρόσωπον αυτού όπως ο ήλιος, τα δε ενδύματά του έγιναν λευκά όπως το φως.
(1) Η όψη του άλλαξε, αφού καταυγάστηκε από θεία λαμπρότητα (g).
«Μεταμορφώθηκε και έμεινε μεν το σώμα του στη δική του μορφή, αλλά η θεϊκή λαμπρότητα απογυμνώθηκε λίγο και καταλάμπρυνε το πρόσωπό του και μετέβαλλε τη μορφή του ώστε να είναι πιο θεϊκή» (Ζ).
«Ενώ δηλαδή το σώμα διατήρησε το σχήμα του, τα χαρακτηριστικά του χρωματίστηκαν με λαμπρότερα φωτεινά χρώματα ώστε να είναι πιο ένδοξο» (Κ).
Το ρήμα αυτό υπονοεί, ότι ο Κύριος κατείχε πάντοτε την δόξα μέσα του (b).
(2) «Έτσι ώστε βλέποντας πώς μεταμορφώθηκε να μην νομίσουν ότι αυτός είναι άλλος» (Ζ).
(3) «Έτσι νόμισαν αυτοί· διότι η λαμπρότητα εκείνη ήταν πάνω από τον ήλιο και κάπως θεία και απόρρητη» (Ζ). Άλλωστε «είπε ο ευαγγελιστής όπως ο ήλιος, επειδή μόνο το άστρο αυτό ξέρουμε ότι έχει υπερβολικό φως. Διότι το ότι έλαμψε πάνω από τον ήλιο, φαίνεται» από το ότι «έπεσαν χάμω οι μαθητές· διότι κάθε μέρα έβλεπαν ήλιο και δεν έπεφταν» (Σχ.π).
«Αν δηλαδή δεν αντεχόταν το φως αλλά ήταν αντίστοιχο με αυτό του ήλιου, δεν θα έπεφταν» (Δ).
(4) Το φως είναι συνήθως σύμβολο της θείας παρουσίας (L). Πάντως η φράση λευκά σαν το φως δηλώνει λάμψη κατώτερη από εκείνη, η οποία εκφράζεται με το «έλαμψε όπως ο ήλιος»· διότι τα ρούχα του επισκίαζαν την λαμπρότητα που έβγαινε από μέσα από το σώμα του (b).
Ματθ. 17,3 καὶ ἰδοὺ(1) ὤφθησαν(2) αὐτοῖς Μωσῆς καὶ Ἠλίας(3) μετ᾿ αὐτοῦ(4) συλλαλοῦντες(5).
Ματθ. 17,3 Και ιδού, εφάνησαν εις αυτούς ο Μωϋσής και ο Ηλίας, οι οποίοι συνωμιλούσαν μαζή του.
(1) Το ιδού δηλώνει, ότι αμέσως μετά την θεία όψη του Σωτήρα την θαμπωτική, τράβηξε την προσοχή τους η παρουσία των δύο μεγάλων προφητών (δ).
(2) Ο ίδιος ο Χριστός αποκαλεί το όλο επεισόδιο της Μεταμόρφωσης όραμα (στο στίχο 9), το οποίο δεν σημαίνει, ότι αυτό δεν ήταν και αντικειμενική πραγματικότητα. Δες Πράξ. ζ 31,θ 10,ιστ 9,10,ιη 9. Δεν επρόκειτο για οπτική απάτη, αλλά για εμφάνιση, η οποία έγινε αντιληπτή και στους τρεις συγχρόνως μαθητές. Πείστηκαν και οι τρεις μαθητές, ότι είχαν δει τους ένδοξους αντιπροσώπους του Νόμου και των Προφητών να συνομιλούν μαζί με τον δοξασμένο Χριστό (p).
(3) «Παρουσίασε μαζί του ως δούλους τους επισημότερους από αυτούς που έλαμψαν στην Παλαιά Διαθήκη, για να φανεί η απόσταση του εαυτού του από εκείνους και πόσο αυτός διαφέρει από αυτούς» (Ζ).
«Υπάρχει όμως και άλλη αιτία που μπορούμε να πούμε μαζί με αυτά που λέχθηκαν. Ποιά είναι αυτή; Για να μάθουν ότι έχει εξουσία και θανάτου και ζωής και εξουσιάζει τα πάνω και τα κάτω. Για αυτό φέρνει στη μέση και αυτόν που είχε πεθάνει (Μωϋσή) και αυτόν που δεν έπαθε κάτι τέτοιο (Ηλία)» (Χ).
Ως αντιπρόσωποι της Παλαιάς Διαθήκης ο Μωϋσής και ο Ηλίας έρχονται κατά θεία εντολή για να χαιρετίσουν τον αντιπρόσωπο της Καινής, από τον οποίο συντελέστηκε η σωτηρία του κόσμου και για να τον ευχαριστήσουν για την επικείμενη εκπλήρωση του μεγάλου μυστηρίου του Θεού Πατέρα (δ). Γίνεται ολοφάνερο από το χωρίο αυτό, όπως και από άλλα τμήματα του λόγου του Θεού, ότι οι άγιοι στον ουρανό είναι γνωστοί και διακρίνονται μεταξύ τους από τη μορφή και την εμφάνιση των δοξασμένων σωμάτων τους (ο).
Οι μαθητές αναγνώρισαν τους δύο προφήτες είτε αμέσως τότε με βάση την εξωτερική εικόνα τους (τον Μωϋσή για παράδειγμα, λόγω των εκθαμβωτικών ακτίνων του προσώπου του, τον Ηλία πάλι σαν μεταφερόμενο πάνω σε πύρινο άρμα), είτε μετά από λίγο, όταν ο Κύριος μετά την Μεταμόρφωση συνομίλησε μαζί τους (F).
(4) Συζητούσαν μαζί του μόνο, όχι όμως και μαζί με τους τρεις Αποστόλους (b).
(5) Δεν πρόκειται για πλεονασμό (μετ᾿ αὐτοῦ συλλαλοῦντες). Ο καθένας από αυτούς συνομιλούσε με τον Ιησού. Συνομιλία ύψιστης σημασίας (b).
«Συνομιλούσαν με αυτόν δείχνοντας, ότι και ο νόμος που δόθηκε μέσω του Μωϋσή και ο λόγος των προφητών προφήτευσαν με συμφωνία για τον θάνατό του· ο μεν νόμος με τους τύπους των θυσιών, ο δε προφητικός λόγος με διάφορα πράγματα… Το τι συζητούσαν το δίδαξε ο Λουκάς· διότι είπε, ότι έλεγαν την έξοδό του την οποία επρόκειτο να εκπληρώσει στην Ιερουσαλήμ, έξοδο ονομάζοντας την αναχώρηση και μετάβαση από αυτήν την ζωή» (Ζ).
Είναι αξιοσημείωτο ότι ούτε ο Πέτρος απηύθυνε κάποια λέξη στον Μωϋσή και τον Ηλία, ούτε αυτοί έδωσαν κάποια προσοχή στους τρεις μαθητές. Οι σκέψεις τους και η συνομιλία περιορίστηκε εξ’ ολοκλήρου σε εκείνον, τον οποίον γνώριζαν ως θείο τους λυτρωτή και ήταν ήδη η μεγάλη και κεντρική φυσιογνωμία στην όλη εικόνα. Όταν ο Χριστός είναι παρών κάθε λογικό δημιούργημα βυθίζεται σε αφάνεια (ο).
Ματθ. 17,4 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπε τῷ Ἰησοῦ· Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι(1)· εἰ θέλεις(2), ποιήσωμεν ὧδε τρεῖς(3) σκηνάς, σοὶ μίαν καὶ Μωσεῖ μίαν καὶ μίαν Ἠλίᾳ.
Ματθ. 17,4 (Συνεπαρμένος ο Πετρος από το μεγαλειώδες εκείνο θέαμα έλαβε τον λόγον και είπεν στον Ιησούν)• “Κυριε καλά είναι να μείνωμεν ημείς εδώ• εάν θέλης, ας κάμωμεν εδώ τρεις σκηνάς, μίαν για σένα, μίαν για τον Μωϋσέα και μίαν για τον Ηλίαν”.
(1) Δηλαδή να παραμένουμε εδώ (b).
«Επειδή αγαπούσε πάρα πολύ ο Πέτρος τον διδάσκαλο και δεν ήθελε να πάει ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα για να μην πάθει πηγαίνοντας εκεί… φανερά μεν δεν τολμά να τον εμποδίσει, για να μην τον μαλώσει πάλι ο Ιησούς, αλλά βλέποντας το όρος να έχει πολλή ασφάλεια μιας και αγνοούνταν από τους εχθρούς… συμβουλεύει να μείνουν εκεί» (Ζ), «όπου είναι παρόντες και ο Μωϋσής και ο Ηλίας· ο Ηλίας που κατέβασε από τον ουρανό φωτιά στο όρος και ο Μωϋσής που μπήκε στο θείο σύννεφο και συνομίλησε με το Θεό» (Χ).
«Έχουμε τον Μωϋσή και τον Ηλία που θα μας βοηθήσουν. Διότι ο μεν Μωϋσής νίκησε τους Αιγυπτίους, ο δε Ηλίας κατέβασε φωτιά από τον ουρανό· επομένως τα ίδια θα κάνουν και εναντίον των εχθρών που θα έρθουν εδώ» (Θφ).
Ανεξάρτητα όμως από αυτό «είπε ότι είναι καλό να μένουν στο όρος εκείνο, έτσι ώστε αυτός και αυτοί που ήταν μαζί του, να ευφραίνονται βλέποντας την μεταμόρφωση του Ιησού και το λαμπερό σαν τον ήλιο πρόσωπό του και τα λευκά σαν το φως ρούχα του και μαζί με αυτά, αυτούς που μία φορά εμφανίστηκαν με δόξα, τον Μωϋσή και τον Ηλία, να τους βλέπουν πάντα μέσα στη δόξα, και να ευφραίνονται με αυτά που θα τους ακούνε να συζητούν και να μοιράζονται μεταξύ τους, ο μεν Μωϋσής και ο Ηλίας προς τον Ιησού, ο δε Ιησούς προς αυτούς» (Ω).
(2) «Αφού είπε ότι είναι καλό να μένουμε εδώ και επειδή κατάλαβε ότι δεν μίλησε καλά, μιας και μίλησε από τη δική του γνώμη, πρόσθεσε, αν θέλεις» (Ζ).
(3) Τρεις, όχι έξι. Οι Απόστολοι επιθυμούσαν να είναι μαζί με τον Ιησού (b). Ή, εμείς οι άλλοι θα μοιραστούμε στις τρεις σκηνές (δ) και θα ‘μαστε στην υπηρεσία σας. Η πρόταση του Πέτρου για τις τρεις σκηνές μπορεί να εξηγηθεί ίσως και από την επικρατούσα τότε συνήθεια να στήνουν σκηνή χάριν διακεκριμένου επισκέπτη, για να δείξουν σεβασμό προς αυτόν (S).
Ματθ. 17,5 ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος(1) ἰδοὺ(2) νεφέλη(3) φωτεινὴ(4) ἐπεσκίασεν(5) αὐτούς(6), καὶ ἰδοὺ(2) φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης(7) λέγουσα(8)· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου(9) ὁ ἀγαπητός(10), ἐν ᾧ εὐδόκησα(11)· αὐτοῦ ἀκούετε(12)·
Ματθ. 17,5 Ενώ δε ακόμη αυτός ωμιλούσε, ιδού ολόφωτος νεφέλη εσκίασεν αυτούς και ιδού ακούσθηκε φωνή από την νεφέλη, η οποία έλεγεν• “αυτός είναι ο μονογενής υιός μου ο αγαπητός, στον οποίον έχω ευαρεστηθή. Εις αυτόν να υπακούετε”.
(1) Στην πρόταση αυτή του Πέτρου ο Κύριος μεν «δεν λέει τίποτα, ούτε ο Μωϋσής ούτε ο Ηλίας, ο ανώτερος όμως και αξιοπιστότερος από όλους, ο Πατέρας, αφήνει φωνή» (Χ).
(2) Αλλεπάλληλα ιδού. Πράγματα μεγάλων στιγμών. Μία από τις μεγαλύτερες αποκαλύψεις (b).
(3) «Έτσι πάντα φαίνεται ο Θεός. Διότι νεφέλη και γνόφος (=ομίχλη) υπάρχει γύρω από αυτόν» (Χ). Και «πάνω σε σύννεφο σαν σε όχημα κινείται ο Θεός. Διότι λέει ο Ψαλμός αυτός είναι που έκανε τα σύννεφα άρμα, πάνω στο οποίο επιβαίνει (Ψαλμ. 103,3). Και πολλά τέτοια χωρία υπάρχουν σε πολλά σημεία της Γραφής» (Ζ). Η ανθρώπινη φύση δεν μπορεί να βαστάξει ακάλυπτη τη δόξα του Θεού (b).
(4) «Όταν μεν απειλεί, δείχνει σκοτεινό σύννεφο, όπως ακριβώς στο Σινά (δες Εξόδου ιθ 16)… Εδώ όμως, επειδή δεν ήθελε να φοβίσει, αλλά να διδάξει, δείχνει νεφέλη φωτεινή» (Χ).
(5) Εφόσον η νεφέλη ήταν φωτεινή δεν άφησε σκιά. Το ρήμα λοιπόν εδώ έχει την έννοια: η φωτεινή νεφέλη με λαμπρότητα περιέβαλλε και κάλυψε αυτούς (g). Νεφέλη, το κέντρο της οποίας ήταν γεμάτο και φωτισμένο με δόξα, ενώ οι εκθαμβωτικές και αφόρητες ακτίνες της μετριάζονταν από το μέρος εκείνο της νεφέλης, το οποίο παρεμβαλλόταν ανάμεσα στο κέντρο και τους μαθητές (ο).
(6) Τον Κύριο και τους δύο που συνομιλούσαν μαζί του μάλλον, όπως μπορεί κάποιος να εικάσει από το επακόλουθο «φωνή από την νεφέλη», το οποίο ίσως υποδηλώνει, ότι οι Απόστολοι ήταν έξω από την νεφέλη (δ).
(7) «Νεφέλη και φωνή, για να βεβαιωθούν, ότι είναι φωνή του Θεού» (Ζ).
(8) «Αυτά και όταν βαπτιζόταν ο Σωτήρας τα είπε από τον ουρανό ο Πατέρας» (Ζ), προστίθεται όμως μόνο εδώ η προτροπή «αυτόν να ακούτε».
(9) Με άρθρο. «Όχι απλώς υιός, όπως αυτοί που γίνονται υιοί μου λόγω της αρετής» (Ζ).
(10) Αυτός που αγαπιέται από εμένα κατά εξαιρετικό τρόπο «ως μονογενής» (Ζ) μεν κατά την θεία φύση, και ως απολύτως ευαρεστώντας εμένα κατά την ανθρώπινη φύση.
(11) «Σαν να έλεγε, στον οποίο αναπαύομαι, στον οποίο αρέσκομαι» (Χ).
Επαναπαύομαι και αρέσκομαι σε αυτόν κατά μεν τη θεία φύση «διότι είναι εξισωμένος σε όλα με τον Πατέρα με ακρίβεια και είναι μία η θέληση αυτού και του Πατέρα του, και, χωρίς να παύει να είναι Υιός, είναι στα πάντα ένα με αυτόν που τον γέννησε» (Χ), ενώ κατά την ανθρώπινη φύση, διότι απολύτως υποτάχτηκε στον Θεό και Πατέρα.
«Επομένως είναι διπλή η αγάπη, μάλλον δε και τριπλή· Επειδή είναι Υιός, επειδή αγαπητός, επειδή σε αυτόν ευδόκησε» (Χ).
«Τον αγαπώ δηλαδή επειδή είναι υιός μου, επειδή είναι αγαπητός και επειδή με αναπαύει και μου αρέσει» (Ζ).
(12) Με αυτό ανακηρυσσόταν ο Ιησούς νομοθέτης επίσημος της Κ.Δ., όπως άλλοτε (Δευτερονόμιο ιη 15) ο Μωϋσής της Π.Δ. (F).
«Σε αυτόν να πείθεστε, αυτόν να πιστεύετε, σε ό,τι και λέει και κάνει… Αυτόν να ακούτε, αφήνοντας τον μωσαϊκό νόμο και τις προφητικές μυσταγωγίες. Διότι ολοκλήρωση και τελειοποίηση του νόμου και των προφητών είναι ο Χριστός. Και επομένως εκείνα όλα συντελέστηκαν, αφού έφταναν μέχρι αυτόν μόνο» (Ζ).
«Αυτόν να ακούτε και αν ακόμη θέλει να σταυρωθεί, μην εναντιώνεστε σε αυτόν» (Θφ).
Ματθ. 17,6 καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον(1) αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα(2).
Ματθ. 17,6 Όταν οι μαθηταί ήκουσαν αυτήν την φωνήν έπεσαν στο χώμα πρηνείς και εφοβήθησαν πάρα πολύ.
(1) Έπεσαν μπρούμυτα με το πρόσωπο στραμμένο προς το έδαφος και ακουμπώντας το. «Έπεσαν γεμάτοι από φόβο και συγχρόνως και τον προσκύνησαν» (Χ). Είναι αυτή στάση λατρείας (Α΄Μακ. δ 40,55), προ παντός μπροστά σε οπτασία (Δανιήλ η 17,18,ι 9,15,Ιουδίθ ιστ 20 κλπ.)(L).
(2) Φοβήθηκαν «διότι ήταν και ερημιά και ύψος… και μεταμόρφωση γεμάτη από φρίκη και φως ασυγκράτητο και νεφέλη μεγάλη και διαρκής και όλα αυτά ήταν που τους έκαναν να νιώσουν πολλή αγωνία» (Χ).
«Αφού λοιπόν το σύννεφο από τον ουρανό απλώθηκε ολόγυρά τους και η φωνή έπεσε ορμητικά πάνω τους, πολύ λογικά έπεσαν κάτω και φοβήθηκαν» (Ζ).
«Επειδή όμως τώρα οι μαθητές κυριεύτηκαν από ασυγκράτητο φόβο, έπεσαν κάτω, για να μάθουμε πάλι και από αυτό, ότι αποδείχτηκε πάρα πολύ αναγκαία για τους γήινους ανθρώπους η μεσιτεία του Σωτήρα μας, νοούμενη βέβαια σύμφωνα με τον τρόπο της ενανθρώπησης. Γιατί, αν δεν είχε γίνει σαν εμάς, ποιος από εμάς θα μπορούσε να αντέξει το Θεό, εκπέμποντας από τον ουρανό την ανέκφραστη δόξα του και παρουσιάζοντας αυτήν να μην είναι υποφερτή από κανέναν από τους ανθρώπους; Γιατί και ο μακάριος Παύλος είπε, ότι «αυτός κατοικεί μέσα σε φως απλησίαστο (Α΄Τιμ. 6,16)»» (Κ).
Ματθ. 17,7 καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς(1) ἥψατο(2) αὐτῶν καὶ εἶπεν· ἐγέρθητε καὶ μὴ φοβεῖσθε.
Ματθ. 17,7 Προσήλθεν όμως ο Ιησούς, τους ήγγισε και είπε• “σηκωθήτε, μη φοβείσθε”.
(1) «Λυπήθηκε την αδυναμία τους και γρήγορα σταματά τον φόβο» (Ζ).
(2) Ήταν πεσμένοι εξαιτίας εκείνων, τα οποία είδαν και άκουσαν. Σηκώθηκαν από το έδαφος πάλι με το δραστικό άγγιγμα που εκδήλωνε πολλή οικειότητα (b).
Ματθ. 17,8 ἐπάραντες δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν οὐδένα εἶδον εἰ μὴ τὸν Ἰησοῦν μόνον(1).
Ματθ. 17,8 Υψωσαν εκείνοι τα μάτια των και δε είδαν κανένα παρά μόνον τον Ιησούν.
(1) «Για να πληροφορηθούν, ότι για αυτόν έγινε η φωνή, μόνος λοιπόν φαίνεται σε αυτούς» (Ζ). Από το ότι απέμεινε μόνος αυτός, έγινε ολοφάνερο, ότι αυτός είναι ο Υιός, τον οποίο έπρεπε να ακούνε και όχι ο Μωϋσής ούτε ο Ηλίας (b).
Η μεταμόρφωση έκρυβε μεγάλη σημασία για τους μαθητές, οι οποίοι νοιώθοντας έκπληξη από τη διδασκαλία, ότι ο Μεσσίας έπρεπε να πάθει και να πεθάνει, θα δοκίμαζαν μεγάλη παρηγοριά από αυτήν. Δίδαξε αυτή στους τρεις μαθητές, ότι το πάθος του Μεσσία δεν σήμαινε ότι θα χανόταν η δόξα της βασιλείας, αλλά ότι η δόξα αυτή δεν θα ήταν από τη γη, αλλά από τον ουρανό. Παρόλο που ο Μεσσίας θα απορριπτόταν από το λαό του, δεν θα απορριπτόταν όμως και από τον Θεό. Ήταν ο Υιός του Θεού, στον οποίο ο Πατέρας διακήρυξε τον εαυτό του πλήρως ευαρεστημένο. Ο Μωϋσής και ο Ηλίας εξαφανίζονται, και ο Ιησούς μένει μόνος και σε αυτόν οφείλουν όλοι να υπακούουν.
Αλλά και για τον ίδιο τον Ιησού η Μεταμόρφωση ερχόταν σε στιγμές εκτάκτως κρίσιμες της δημόσιας δράσης του. Οι βαρείς πειρασμοί του σατανά στην έρημο ανανεώθηκαν ήδη με το στόμα ενός από τους Αποστόλους του. Κατά τους τελευταίους αυτούς μήνες του επίγειου σταδίου του η σκιά του Σταυρού έπεφτε πάνω του όλο και περισσότερο. Και η Μεταμόρφωση υπήρξε η πρόγευση της δόξας, η οποία παρεχόταν σε αυτόν την ώρα που προγευόταν το πάθος του και ξέφευγαν από τα χείλη του τα βαρυσήμαντα λόγια: «Τώρα η ψυχή μου έχει ταραχτεί και τι να πω; Πατέρα, σώσε με από την ώρα αυτή» (p).
Έτσι ολοκληρώνεται η περιγραφή μίας από τις υπεροχότατες και ύψιστες σκηνές, από όσες ποτέ ανθρώπινο μάτι επιτράπηκε να δει. Δεν μπορεί κάποιος παρά να θαυμάσει την απλή και ανεπιτήδευτη γλώσσα της αφήγησης, την τόσο διαφορετική από το ύψος, το οποίο θα χρησιμοποιούσαν συγγραφείς ξένοι από την έμπνευση του Πνεύματος (ο).
Ματθ. 17,9 καὶ καταβαινόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους ἐνετείλατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· μηδενὶ(1) εἴπητε(2) τὸ ὅραμα(3) ἕως οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ(4).
Ματθ. 17,9 Και όταν κατέβαιναν από το όρος, έδωσεν εις αυτούς εντολήν ο Ιησούς και τους είπε• “να μη πήτε εις κανένα αυτό το όραμα, έως ότου ο υιός του ανθρώπου αναστηθή εκ νεκρών”.
(1) Ούτε στους ίδιους τους συμμαθητές τους (b).
(2) Η εντολή αυτή ήταν σύμφωνη με τη συνηθισμένη τακτική του Χριστού σχετικά με το μεσσιακό του αξίωμα. Δες η 4 (S). Ακούγοντας οι όχλοι τα σχετικά με την μεταμόρφωση και την εμφάνιση του Μωϋσή και του Ηλία υπήρχε κίνδυνος να ενισχυθούν στις σαρκικές τους προσδοκίες για τον Μεσσία και να παρεκτραπούν σε ενέργειες άτοπες που θα εμπόδιζαν την εκπλήρωση του πνευματικού έργου του Σωτήρα (δ).
Οι Ιουδαίοι επίσης που απιστούσαν σε αυτόν «περισσότερο θα εξαγριώνονταν» (Ζ).
«Διότι όσο μεγαλύτερα λεγόντουσαν για αυτόν, τόσο πιο δυσπαράδεκτα ήταν σε αυτούς. Αλλά και το σκάνδαλο που προερχόταν από τον σταυρό περισσότερο μεγάλωνε από εδώ» (Χ).
(3) Όραμα εδώ δεν είναι η οπτασία στον ύπνο ή σε έκσταση αλλά αυτό που έγινε ορατό με τα μάτια· το θέαμα (g).
(4) «Δεν διέταξε για πάντα να μην το πουν σε κανέναν, αλλά έως ότου αναστηθεί από τους νεκρούς» (Χ). Μετά την ανάσταση το μεσσιακό αξίωμα του Ιησού έγινε το ζωτικότερο σημείο στο νέο κήρυγμα (S). Η δόξα της ανάστασης λοιπόν καθιστούσε την προηγούμενη εμφάνιση περισσότερο πιστευτή (b).
«Διότι μετά από αυτά καταξιώθηκαν να πάρουν και το άγιο Πνεύμα και είχαν και την φωνή που άφηναν τα θαύματα που συνηγορούσε για όλα αυτά, και όλα όσα έλεγαν στη συνέχεια γίνονταν εύκολα αποδεκτά, διακηρύσσοντας ισχυρότερα και από σάλπιγγα την δύναμή του αυτά τα ίδια τα πράγματα και κανένα παρόμοιο σκάνδαλο δεν μεσολάβησε σε εκείνα που συνέβαιναν» (Χ). Και πράγματι μετά την ανάσταση ανέφεραν την Μεταμόρφωση ο μεν Πέτρος στο Β΄ Πέτρου α 18, ο δε Ματθαίος εξιστόρησε τα σχετικά με αυτήν, αν και δεν ήταν παρών (b).
Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα
Β. Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ θ 2 - 10
(Υπόμνημα στο κατά Μάρκον, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 154-159 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Θφ =ΘεοφυλακτοςΒουλγαρίας
Β = Βασίλειος ο Μέγας β = Βίκτωρ Αντιοχείας
Γν = Γρηγόριος Νύσσης Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας Σγ = Σεβηριανός Γαβάλων
Ζ = Ζιγαβηνός εις τον Μάρκον Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζμ = Ζιγαβηνός εις τον Ματθαιον Ω = Ωριγένης
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
The New-Century Bible St. Mark by S.D.F. Salmond, Edinburgh 1922 (σημειώνεται με το σ).
The International Critical Commentary, Ezra P. Gould, A critical and exegetical Commentary on the Gospel according to S. Mark, Edinburgh 1921 (σημειώνεται με το γ).
J.A. Bengel Gnomon of the N.T. Testament translated by I. Bryce. Τόμ. Α (σημειώνεται με το b).
C.L. W. Grimm Lexicon Graeco-Latinum in libros N. Lipsiae 1903. (σημειώνεται με το g).
Ν. Δαμαλά Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ).
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
Μαρκ. 9,2 Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ἓξ(1) παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην καὶ ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ᾿ ἰδίαν μόνους(2)· καὶ μετεμορφώθη(3) ἔμπροσθεν αὐτῶν(4),
Μαρκ. 9,2 Και ύστερα από εξ ημέρας επήρε μαζή του ο Ιησούς τον Πετρον και τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην και τους ανέβασεν εις ένα υψηλόν όρος αυτούς μόνον ιδιαιτέρως. Και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών.
(1) Δεν αναφέρεται κάτι που να υποδηλώνει, ότι ο Κύριος κατά τις έξι αυτές ημέρες υπαινίχτηκε κάτι για την επικείμενη Μεταμόρφωση. Έτσι πριν από κάποιες μεγάλες εμφανίσεις «έγινε σιγή στον ουρανό περίπου ένα ημίωρο» (Αποκάλυψη η 1). Όταν ο Χριστός φαίνεται να μην κάνει κάτι για την εκκλησία του, ανάμενε εντός ολίγου την εκδήλωση κάτι έκτακτου υπέρ αυτής.
(2) Κατ’ ιδίαν σε αντίθεση με το λαό, μόνους σε αντίθεση με τους υπόλοιπους εννέα (b). «Λέει κατ’ ιδίαν επισημαίνοντας την μυστικότητα του πράγματος και ότι δεν θέλησε να το δημοσιοποιήσει αυτό ο Κύριος» (β).
(3) Η σύσταση και ουσία του σώματός του παρέμεινε η ίδια. Δεν μετατράπηκε σε πνεύμα, αλλά το σώμα του φάνηκε με δύναμη και δόξα. Δες ποιας μεγάλης μεταβολής είναι επιδεκτικά τα ανθρώπινα σώματα, όταν ο Θεός ευδοκήσει να δοξάσει αυτά, όπως θα συμβεί στα σώματα των αγίων κατά την ανάσταση.
Οι εθνικοί ποιητές διακωμώδησαν και έκαναν κατάχτηση της λέξης μεταμορφώνομαι με τις γελοίες, φανταστικές και απεχθείς μεταμορφώσεις των θεών τους. Για αυτό και ο Πέτρος μιλώντας για την θεία Μεταμόρφωση πρόσθεσε, ότι «δεν σας γνωστοποιήσαμε την δύναμη του Κυρίου, ακολουθώντας μύθους πλεγμένους με φαινομενική σοφία» (Β΄Πέτρ. α 16).
Ο Χριστός υπήρξε θεάνθρωπος. Και στις ημέρες της σάρκας του πήρε τη μορφή δούλου και συγκάλυψε τη δόξα της θεότητάς του. Τώρα στη Μεταμόρφωση παραμερίζει κάπως το κάλυμμα αυτό και εμφανίζεται με μορφή Θεού αποκαλύπτοντας στους μαθητές του κάποιες ακτίνες της θείας δόξας του.
(4) Το εξαιρετικό αυτό γεγονός αναφέρεται και από τους τρεις συνοπτικούς. Οι τρεις λοιπόν αφηγήσεις ταυτίζονται κατ’ ουσίαν, παρόλο που κάθε μία έχει τα ιδιαίτερά της χαρακτηριστικά. Και οι μεν πρώτοι δύο ευαγγελιστές έχουν στενή σχέση και ομοιότητα, η αφήγηση όμως του τρίτου ευαγγελίου έχει περισσότερα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που έχουν μεγάλη σπουδαιότητα για μας. Έτσι μόνος ο Λουκάς αναφέρει τα γεγονότα: ότι ο Ιησούς ανέβηκε στο όρος για να προσευχηθεί και προσευχόμενος μεταμορφώθηκε (σ), το οποίο παρέχει την βάση να υποθέσουμε ότι ο κύριος σκοπός του Σωτήρα ανεβαίνοντας στο βουνό ήταν να προσευχηθεί και ότι η Μεταμόρφωση έλαβε χώρα ως κάποιο επεισόδιο. Η ειδική αυτή προσευχή του Κυρίου δεν ήταν ξένη με το περιεχόμενο της συνομιλίας του Ιησού με τους μαθητές για το τραγικό τέλος του (γ).
Για αυτό και η δεύτερη λεπτομέρεια που αναφέρεται από τον Λουκά ότι ο Μωϋσής και ο Ηλίας «έλεγαν για την έξοδό του την οποία επρόκειτο να πραγματοποιήσει στην Ιερουσαλήμ» (σ), βρίσκεται σύμφωνη με το όλο πλαίσιο του γεγονότος. Έτσι η Μεταμόρφωση υπήρξε κάποια ακτίνα αληθινής δόξας ανάμεσα στο μελαγχολικό νέφος που συσκίαζε την στιγμή εκείνη την ζωή του Κυρίου, αποδεικνύοντας, ότι παρά την επικείμενη ταπείνωση και τον προσεγγίζοντα θάνατο ήταν Θεός (γ).
Η τρίτη λεπτομέρεια της αφήγησης του Λουκά είναι ότι οι μαθητές «είχαν κυριευτεί από βαριά νύστα» και «αφού σε λίγο ξύπνησαν είδαν την δόξα του», το οποίο υποδηλώνει, ότι η Μεταμόρφωση έγινε νύχτα (σ). Κατά την περίοδο της γήινης ταπείνωσης του Κυρίου έλαμψαν σε διάφορα σημεία της και κάποιες ακτίνες της θείας δόξας του. Η γέννησή του, το βάπτισμά του, ο πειρασμός του και ο θάνατός του υπήρξαν οι πιο αξιοσημείωτοι σταθμοί της ταπείνωσής του. Και αυτοί συνοδεύτηκαν με κάποια εξωτερικά σημάδια δόξας. Αλλά η συνέχεια της δημόσιας δράσης του υπήρξε διαρκής ταπείνωση. Και κατά το τέλος της, όταν επρόκειτο μετά από λίγους μήνες να επακολουθήσει το δραματικό τέλος του, παρεμβάλλεται η ένδοξη Μεταμόρφωσή του.
Μαρκ. 9,3 καὶ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ(1) ἐγένετο στίλβοντα(2), λευκὰ λίαν ὡς χιών(3), οἷα γναφεὺς ἐπὶ τῆς γῆς οὐ δύναται οὕτω λευκᾶναι(4).
Μαρκ. 9,3 Και τα ενδύματα αυτού έγιναν απαστράπτοντα και ακτινοβόλα, λευκά παρά πολύ ώσαν το χιόνι, τέτοια που κανένας βαφεύς εις την γην δεν ημπορεί ποτέ να λευκάνη έτσι.
(1) Ολόκληρο το σώμα του έγινε φωτεινό τόσο, ώστε η λάμψη του φωτός διαπέρασε τα ρούχα του, τα οποία έγιναν αστραφτερά. Του Μωϋσή μόνο το πρόσωπο έλαμπε, όταν κατέβηκε από το όρος. Αλλά το κάλυμμα που μπήκε πάνω του ήταν αρκετό να κρύβει την λάμψη αυτή. Τόσο ασθενής ήταν αυτή! Του Ιησού όμως η δόξα έλαμπε και δια μέσου των ρούχων του.
(2) Δηλαδή λαμπρά, λαμπερά (δ). Η λέξη συναντιέται στους Ο΄ για κάποια σκεύη «ἀπὸ χρηστοῦ χαλκοῦ στίλβοντα χρυσοειδῆ σκεύη (=χάλκινα σκεύη από καθαρό χαλκό, τα οποία έλαμπαν όπως ο χρυσός)(Α΄Έσδρα η 56) και «σκεύη χαλκοῦ στίλβοντος ἀγαθοῦ» (Β Έσδρα η 27) και για «στιλβούσης ρομφαίας (=λαμπερό σπαθί)(Ναούμ γ 3) και για τον ήλιο «ὡς ἔστιλβεν ἐπὶ τὰς χρυσᾶς καὶ χαλκᾶς ἀσπίδας (=ο οποίος λαμποκοπούσε πάνω στις χρυσές και χάλκινες ασπίδες» (Α΄Μακ. στ 39).
(3) Το λευκότερο από όσα η φύση παράγει (b)
(4) Λευκότερα και των όσων η τέχνη παράγει (b). Τέτοια που τεχνίτης βαφών πάνω στη γη δεν μπορεί να κάνει· με τη φράση «πάνω στη γη» χαρακτηρίζει την λευκότητα αυτή ως ουράνια και υπερφυσική (δ).
Μαρκ. 9,4 καὶ ὤφθη αὐτοῖς Ἠλίας σὺν Μωϋσεῖ(1), καὶ ἦσαν συλλαλοῦντες τῷ Ἰησοῦ(2).
Μαρκ. 9,4 Και παρουσιάσθη εις αυτούς ο Ηλίας μαζή με τον Μωϋσέα και συνωμιλούσαν με τον Ιησούν. Επήρε τότε ο Πετρος τον λόγον και είπεν στον Ιησούν.
(1) Οι αντιπρόσωποι των δύο μεγάλων σταδίων της αποκαλύψεως της Π.Δ., της προφητείας δηλαδή και του νόμου. Παρουσιάζεται με την συνομιλία αυτή η πνευματική ενότητα του Νόμου και των Προφητών, που δείχνουν τον Μεσσία ως αυτόν που εκπληρώνει το ουσιώδες μήνυμά τους. Δες Δευτερ. ιη 15 που παρατίθεται στο Πράξεις ζ 37. Ο Ηλίας ονομάζεται πρώτος διότι είναι ο πρόδρομος του Μεσσία (Μαλαχία δ 4)(σ).
Ο Μωϋσής υπήρξε προφήτης και ο νόμος, τον οποίο έδωσε, ήταν μέρος των προφητικών λόγων του. Ο Ηλίας δεν προφήτευσε κάτι για τον Μεσσία, αλλά έργο του υπήρξε να αποκαλύπτει στους ανθρώπους τον θείο νόμο και να κάνει αισθητό σε αυτούς τον θείο Νομοθέτη (γ).
«Επειδή οι όχλοι έλεγαν άλλοι μεν ότι ο Ιησούς είναι ο Ηλίας, άλλοι δε ο Ιερεμίας και άλλοι ένας από τους προφήτες, φέρνει τους κορυφαίους, ώστε να δουν και από εδώ την διαφορά των δούλων και του δεσπότη». Έπειτα, επίσης «επειδή συνεχώς τον κατηγορούσαν οι Ιουδαίοι ότι παραβαίνει τον νόμο και… ότι σφετερίζεται δόξα που δεν του αρμόζει, αυτήν του Πατέρα… για να δειχτεί ότι δεν πρέπει να κατηγορείται για αυτά… φέρνει στη μέση αυτούς που έλαμψαν στο καθένα από αυτά. Διότι πράγματι ο Μωϋσής έδωσε τον νόμο και μπορούσαν να σκεφτούν, ότι δεν θα υπηρετούσε ο Μωϋσής αυτόν που παραβαίνει τον νόμο και είναι εχθρός με αυτόν που τον θέσπισε. Ο Ηλίας από την άλλη έδειξε ζήλο για τη δόξα του Θεού. Και δεν θα παρουσιαζόταν και αυτός και θα υπάκουε αν ο Ιησούς ήταν αντίθεος, και έλεγε τον εαυτό του Θεό ίσο με τον Πατέρα, χωρίς να είναι αυτό που έλεγε, και χωρίς να κάνει αυτό όπως αρμόζει. Και πάλι τους φέρνει αυτούς για να δουν ότι έχει εξουσία και θανάτου και ζωής και εξουσιάζει τα πάνω και τα κάτω. Για αυτό φέρνει στη μέση και αυτόν που πέθανε και αυτόν που δεν έπαθε κάτι τέτοιο» (β).
Ήταν και οι δύο διαπρεπείς στις μέρες τους. Είχαν νηστέψει και οι δύο σαράντα ημέρες, όπως και ο Χριστός και επιτέλεσαν θαύματα καταπληκτικά, αφήνοντας και οι δύο εξαιρετική εντύπωση και κατά την έξοδό τους από τον κόσμο αυτόν, αφού ο μεν Ηλίας δεν είδε θάνατο, ο δε Μωϋσής πέθανε και «κανείς δεν είδε την ταφή του».
Στα πρόσωπά τους ο νόμος και οι προφήτες τιμούσαν τον Χριστό και μαρτυρούσαν για αυτόν. Είχαν έλθει όχι να διδάξουν αυτόν αλλά να διδαχτούν από αυτόν και να βεβαιώσουν ότι αυτός ήταν το τέλος του νόμου και των προφητών.
(2) Όσοι πεθαίνουν εν Κυρίω λοιπόν εξακολουθούν να ζουν ως διακρινόμενα μεταξύ τους πρόσωπα, γνωρίζουν ο ένας τον άλλον και συνομιλούν μεταξύ τους. Ο Μωϋσής και ο Ηλίας έζησαν σε εποχές που χωρίζονταν μεταξύ τους με αιώνες ολόκληρους. Αλλά στον ουρανό οι αποστάσεις του χρόνου εκμηδενίζονται και όλοι συνενώνονται σε ένα.
Μαρκ. 9,5 καὶ ἀποκριθεὶς(1) ὁ Πέτρος λέγει τῷ Ἰησοῦ·ῥαββί, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι(2)· καὶ ποιήσωμεν σκηνὰς(3) τρεῖς, σοὶ μίαν καὶ Μωϋσεῖ μίαν καὶ Ἠλίᾳ μίαν.
Μαρκ. 9,5 Επήρε τότε ο Πετρος τον λόγον και είπεν στον Ιησούν.“Διδάσκαλε, καλόν είναι να μένωμεν εδώ. Και να κατασκευάσωμεν τρεις σκηνάς, μίαν δια σε, μίαν δια τον Μωϋσέα και μίαν δια τον Ηλίαν”.
(1) Το αποκριθείς δεν αναφέρεται σε ερώτηση που απευθύνθηκε σε αυτόν, αλλά σε πρόκληση από την περίσταση. Ο Χριστός μέσα στη δόξα του δεν εμφανίζεται ακατάδεκτος προς τον λαό του. Πολλοί στο μεγαλείο τους υποχρεώνουν τους φίλους τους να φυλάγονται σε απόσταση. Αλλά προς τον δοξασμένο Ιησού οι αληθινοί πιστοί πλησιάζουν με θάρρος και έχουν ελευθερία να μιλούν προς αυτόν.
(2) «Και να μην κατέβεις εκεί ανάμεσα στους Ιουδαίους. Διότι αν έλθουν και εδώ ακόμη αυτοί που λυσσάνε εναντίον σου, έχουμε τον Μωϋσή που νίκησε τους Αιγυπτίους, έχουμε τον Ηλία που κατέβασε φωτιά από τον ουρανό» (Θφ).
«Επειδή δηλαδή είδε βουνό και πολλή την ερημιά θεώρησε ότι έχει πολλή ασφάλεια. Αν θα γίνει αυτό, λέει, δεν θα ανέβουμε στα Ιεροσόλυμα και δεν θα πεθάνει» (β).
Επιπλέον οι μαθητές θέλχτηκαν και χόρτασαν με τη δόξα του Κυρίου που τους φανερώθηκε. Αν και σε ψηλό βουνό, ίσως άγονο και τραχύ, γυμνό και ψυχρό και έρημο, βρήκαν καλό να μείνουν εκεί για πάντα. Είναι καλό να μένουμε εδώ και να βλέπουμε την ωραιότητα του Κυρίου (Ψαλμ. κστ 4). Και αν είναι καλό το να βρίσκεται κάποιος μαζί με τον μεταμορφωμένο Χριστό στο όρος παρόντων μόνο του Μωϋσή και του Ηλία, πόσο καλό είναι να παραβρίσκεται κάποιος στον ουρανό μαζί με τον δοξασμένο Χριστό στην πανήγυρη όλων των αγίων;
(3) Πλέκοντας κλαδιά δέντρων. Μίλησε έτσι αόριστα, χωρίς κάποια σαφή ιδέα στο νου του παρά μόνο το να τιμήσει τους ουράνιους επισκέπτες και τον Διδάσκαλο, τον οποίο οι δύο αυτοί αναγνώριζαν και τιμούσαν. Βεβαίως ήταν καλό για αυτόν και τους συμμαθητές του να μένουν εκεί με την σεβαστή αυτή τριάδα (σ). Αψηφεί μέσα στη θελκτική εκείνη κατάσταση το να μείνει αυτός στο ύπαιθρο πάνω στο ψυχρό έδαφος. Αρκεί ο διδάσκαλος να έχει που να γύρει το κεφάλι και αδιάφορο αν αυτός στερούνταν το καταφύγιο της σκηνής.
Μαρκ. 9,6 οὐ γὰρ ᾔδει τί λαλήσῃ(1)· ἦσαν γὰρ ἔκφοβοι(2).
Μαρκ. 9,6 Και έλεγεν αυτά, διότι δεν ήξευρε τι να είπη, επειδή αυτός και οι δύο άλλοι μαθηταί είχαν καταληφθή από φόβον.
(1) «Δηλαδή δεν ήξερε τι άλλο καλύτερο να πει» (Ζμ). Η σκηνή που εκτυλισσόταν την στιγμή εκείνη ξεπερνούσε εξ’ ολοκλήρου την μέχρι τώρα πείρα του Πέτρου και τον εξέπληξε (σ). Δεν ήξερε λοιπόν τι να πει. Εάν γνώριζε, δεν θα έκανε τέτοια ανόητη πρόταση. Διότι η κατάσταση εκείνη δεν επρόκειτο να παραταθεί. Οι ουράνιοι επισκέπτες δεν έρχονται στη γη για να παραμείνουν μόνιμα σε αυτήν (γ).
Δεν κατάλαβε «ότι ο Μωϋσής ήταν ψυχή όχι με σώμα (όπως το δικό μας)… και ότι δεν ήταν δυνατόν αυτός (ο Πέτρος) να αφήσει τους πολλούς και να μένει στο βουνό» (β).
Τι χρειαζόταν για τον Μωϋσή και τον Ηλία η σκηνή; Ανήκαν στον μακάριο εκείνο κόσμο, όπου δεν θα πεινάσουν ξανά και δεν έχουν ανάγκη φωτός ηλίου.
(2) «Πρόσθεσε και την αιτία λέγοντας ότι ήταν φοβισμένοι. Διότι φοβήθηκαν βλέποντας μορφή πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα… Επομένως ο Πέτρος, έχοντας ακόμη συγχυσμένο το νου από αυτό, λέει ασύνετα λόγια» (Ζμ).
«Ταράχτηκε από την αγωνία που προκάλεσε η εμφάνιση εκείνη. Οι άλλοι λοιπόν ευαγγελιστές… δείχνοντας ότι η μπερδεμένη του σκέψη με την οποία αυτά λέγονταν προκλήθηκε από την αγωνία εκείνη, έλεγαν· ο μεν Μάρκος ότι δεν ήξερε τι να πει, διότι είχαν φοβηθεί. Ο δε Λουκάς… πρόσθεσε· Χωρίς να ξέρει αυτό που λέει» (Χ).
Όχι από ανοησία, αλλά από φόβο δεν ήξερε τι να πει. Ο φόβος παρέλυσε προς στιγμήν τις διανοητικές του δυνάμεις (δ). Την «ταραχή που τον κυρίευσε, ο Πέτρος την θυμήθηκε όπως λέει ο μαθητής του ο Μάρκος» (β).
Μαρκ. 9,7 καὶ ἐγένετο νεφέλη(1) ἐπισκιάζουσα αὐτοῖς, καὶ ἦλθε φωνὴ(2) ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός(3)· αὐτοῦ ἀκούετε(4).
Μαρκ. 9,7 Και αίφνης ήλθε νέφος που εσκέπασε αυτούς. Και από το νέφος αυτό ηκούσθη φωνή, που έλεγεν• “αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός. Εις αυτόν να υπακούετε”.
(1) «Ο Πατέρας αφήνει φωνή από τη νεφέλη. Έτσι πάντα φαίνεται ο Θεός. Διότι νεφέλη και ομίχλη τον κυκλώνουν. Και κάθεται σε σύννεφο ανάλαφρο. Και πάλι λέει ο Ψαλμός έκανε τα νέφη άρμα στο οποίο επιβαίνει» (β).
Αλλά το σύννεφο αυτό κατά τον Ματθαίο ήταν φωτεινό και όχι σκοτεινό όπως στο Σινά. Δεν πλησιάσαμε εμείς σε βουνό καλυμμένο με μαυρίλα και σκοτάδι (Εβραίους ιβ 18), αλλά σε όρος καλυμμένο από σύννεφο φωτεινό. Και η Π.Δ. και η Κ.Δ. έχουν τα τεκμήρια της θείας παρουσίας, αλλά η Π.Δ. υπήρξε διαθήκη σκιάς, τρόμου και δουλείας, η Καινή φωτός, αγάπης και ελευθερίας.
(2) Ήλθε φωνή από την νεφέλη και ήταν η φωνή του Θεού, ο οποίος και τώρα όπως και άλλοτε, «από τον πύρινο στύλο της νεφέλης μίλησε» (Ψαλμ. 98, 7). Αλλά εδώ δεν ακούστηκαν αστραπές και βροντές ή ήχος σάλπιγγος, όπως όταν δινόταν από τον Μωϋσή ο νόμος, αλλά μόνο φωνή, ήσυχη και ειρηνική φωνή, που δεν συνοδευόταν από βίαιο άνεμο ή σεισμό ή φωτιά όπως όταν μίλησε ο Κύριος προς τον Ηλία (Γ΄Βασ. ιθ 11,12). Ο Μωϋσής και ο Ηλίας τώρα είναι μάρτυρες, ότι ο Θεός «στο τέλος αυτών των ημερών μας μίλησε μέσω του υιού» με άλλο τρόπο παρά όπως μιλούσε παλαιότερα προς αυτούς. Η φωνή αυτή ήλθε από τη μεγαλοπρεπή δόξα (Β΄Πέτρ. α 17), σε σύγκριση με την οποία η προηγούμενη δόξα επισκιάζεται και αμαυρώνεται.
(3) Η ίδια θεία φωνή ακούστηκε και στο βάπτισμα, αλλά εκεί απευθυνόταν προς τον ίδιο τον Χριστό, ενώ εδώ απευθύνεται προς τους μαθητές του (σ). Ο αγαπητός. «Δεν τον αγαπά μόνον επειδή τον γέννησε, αλλά επειδή είναι και ίσος με αυτόν σε όλα και έχουν την ίδια γνώμη» (β).
Ο Μωϋσής και ο Ηλίας υπήρξαν μεγάλοι άνδρες και φίλοι του Θεού. Ήταν όμως δούλοι και δούλοι του Θεού, στους οποίους δεν ευαρεστήθηκε πάντα. Διότι ο Μωϋσής μίλησε κάποτε ασύνετα και ο Ηλίας ήταν άνθρωπος ομοιοπαθής με μας. Αλλά ο Χριστός υπήρξε ο Υιός που πάντοτε ευαρέστησε το Θεό. Ο Μωϋσής και ο Ηλίας υπήρξαν κάποτε όργανα συμφιλίωσης μεταξύ του Θεού και του Ισραήλ. Ο Μωϋσής έγινε μέγας μεσίτης και ο Ηλίας μέγας αναμορφωτής. Αλλά στο πρόσωπο του Χριστού «ήταν ο Θεός που συμφιλίωνε τον κόσμο με τον εαυτό του» (Β΄Κορινθ. ε 19).
Η μεσιτεία του είναι ασύγκριτα ισχυρότερη και υπεροχότερη από αυτήν του Μωϋσή και η αναμόρφωση και ανακαίνιση που επιτεύχθηκε από αυτόν περισσότερο δραστική και ριζική από αυτήν του Ηλία.
(4) Το «αυτόν να ακούτε» που ανταποκρίνεται στο Δευτερονομίου ιη 15 («προφήτη… σαν εμένα θα αναστήσει για χάρη σου ο Κύριος… αυτόν θα ακούσετε») παραγγέλλει νέο καθήκον και νέα σχέση. Οι άνθρωποι του παλαιού Ισραήλ άκουγαν τον Μωϋσή και τους προφήτες. Οι του νέου Ισραήλ πρέπει να υπακούουν στο Χριστό (σ).
Να ακούτε αυτόν και να πιστεύετε αυτόν ως Μέγα Προφήτη και Διδάσκαλο. Να ακούτε αυτόν και να διευθύνεστε από αυτόν και να άρχεστε από αυτόν ως μεγάλο Βασιλιά και Νομοθέτη. Και η φωνή αυτή της Νεφέλης έκανε αυθεντικούς και έγκυρους όλους τους λόγους του Χριστού σαν να ακούστηκαν αυτοί από την Νεφέλη, από το ίδιο το στόμα του Πατέρα. Ήταν παρόντες ο Μωϋσής και ο Ηλίας, ο νόμος και οι προφήτες, για τους οποίους είχε λεχθεί: «έχουν τον Μωϋσή και τους προφήτες, ας ακούσουν αυτούς» (Λουκ. ιστ 29).
Οι μαθητές ήταν ήδη έτοιμοι να ακούσουν και αυτούς, όπως και τον Χριστό, αφού ζήτησαν να κατασκευάσουν και για αυτούς σκηνές, όπως και για τον Ιησού. Όχι· είπε ο Θεός. «Αυτόν να ακούτε» και αυτό είναι αρκετό. Αυτόν και όχι τον Μωϋσή και τον Ηλία, οι οποίοι με τη σιγή τους εκδήλωναν πλήρη συγκατάθεση προς την φωνή της νεφέλης.
Μαρκ. 9,8 καὶ ἐξάπινα(1) περιβλεψάμενοι οὐκέτι οὐδένα εἶδον, ἀλλὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον μεθ᾿ ἑαυτῶν.
Μαρκ. 9,8 Και έξαφνα εκύτταξαν γύρω τους οι μαθηταί και δεν είδαν κανένα, παρά μόνον τον Ιησούν μαζή των.
(1) «Αντί να πει ξαφνικά» (Ζ). Αλεξανδρινός μετασχηματισμός της λέξης εξαπίνης (=ξαφνικά) συνηθισμένος στους Ο΄ και στους μεταγενέστερους (δ). Πρέπει να συνδεθεί με την μετοχή= Ξαφνικά κοίταξαν τριγύρω και δεν είδαν πλέον κανέναν (γ).
Μαρκ. 9,9 καταβαινόντων δὲ αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους διεστείλατο αὐτοῖς ἵνα μηδενὶ διηγήσωνται ἃ εἶδον(1), εἰ μὴ ὅταν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ(2).
Μαρκ. 9,9 Καθώς δε κατέβαιναν από το όρος, έδωσεν αυτούς, κατά τρόπον έντονον, εντολήν, να μη διηγηθούν εις κανένα αυτά που είδαν, παρά μόνον όταν ο υιός του ανθρώπου αναστηθή εκ νεκρών.
(1) Η παραγγελία για μυστικότητα, την οποία απηύθυνε και πριν για άλλες θαυμαστές εκδηλώσεις της δύναμής του, επαναλαμβάνεται τώρα προς τους τρεις και σε σχέση με το υπερφυσικό γεγονός της Μεταμόρφωσης για τους ίδιους όπως και πριν λόγους (σ).
«Διότι όσο σπουδαιότερα λέγονταν για αυτόν, τόσο πιο πολύ δύσκολα παραδεκτά ήταν στους πολλούς τότε, και το σκάνδαλο που θα προκαλούσε ο σταυρός θα αύξανε περισσότερο. Οπότε για αυτό διατάζει να σιωπούν… και σχεδόν λέει και την αιτία για την οποία διέταξε να σιγούν. Διότι δεν διέταξε βεβαίως για πάντα να μην το πουν σε κανέναν, αλλά έως ότου αναστηθεί από τους νεκρούς» (β).
Η εσφαλμένη για τον Μεσσία αντίληψη του λαού θα οδηγούσε αυτόν σε κακή εξήγηση κάθε πράγματος που θα αποδείκνυε την μεσσιανική του ιδιότητα. Ο λαός θα εξαπτόταν με ψευδείς ελπίδες, τις οποίες η αφήγηση του θαυμαστού αυτού γεγονότος θα έκανε εντονότερες και θερμότερες (γ).
(2) Αλλά η μυστικότητα εδώ επιβαλλόταν για ορισμένο χρονικό διάστημα, μέχρις ότου ο υιός του ανθρώπου αναστηθεί (σ). Μετά την ανάσταση, όταν ο θάνατός του θα επέβαλλε τέρμα στις ψευδείς προσδοκίες και ελπίδες και η ανάσταση θα είχε δείξει ολοφάνερα την αληθινή του δόξα, αφηγήσεις για την επίγεια δόξα και δύναμή του θα συντελούσαν στην σχετικά με αυτόν αληθινή πίστη (γ).
Μαρκ. 9,10 καὶ τὸν λόγον ἐκράτησαν(1), πρὸς ἑαυτοὺς(2) συζητοῦντες τί ἐστι τὸ ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι(3).
Μαρκ. 9,10 Και οι μαθηταί εκράτησαν το γεγονός της μεταμορφώσεως μυστικόν• μεταξύ των όμως συζητούσαν, τι σημαίνει ότι θα αναστηθή εκ νεκρών.
(1) Μάλλον «τον λόγο κράτησαν, τον σχετικό με την μεταμόρφωση» (Ζ). Τήρησαν την απαγόρευση του διδασκάλου (σ). Το κράτησαν με την έννοια της υπακοής (γ).
Ή, λιγότερη πιθανή ερμηνεία «τον λόγο, για το ότι θα αναστηθεί αυτός από τους νεκρούς» (Ζ).
(2) Όχι «κράτησαν στους εαυτούς τους χωρίς να το πουν αυτό σε κανέναν άλλον» (Ζ), αλλά «τα συζητούσαν μεταξύ τους»= τα συζητούσαν ιδιαιτέρως μεταξύ τους (γ,δ).
(3) «Διότι δεν ήξεραν ακόμη, λέει, ότι πρέπει αυτός να αναστηθεί από τους νεκρούς» (Θφ).
Δεν γνώριζαν τι έννοια είχε το ότι θα αναστηθεί από τους νεκρούς σε σχέση με τον Ιησού, αφού η εκ νεκρών ανάσταση προϋπέθετε και θάνατο του Ιησού (γ). Αυτοί όμως πίστευαν ότι ο Μεσσίας δεν ήταν καθόλου κατώτερος του Ενώχ και του Ηλία (οι οποίοι δεν πέθαναν) και συνεπώς δεν ήταν δυνατόν να υπόκειται σε θάνατο (δ).
Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Γ. Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ θ΄ 28 - 36
Υπόμνημα στο κατά Λουκάν, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 283-289 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Θφ = Θεοφύλακτος
Β = Βασίλειος ο Μέγας Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας Σγ = Σεβηριανός
Ζ = Ζιγαβηνός Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Η = Ησύχιος Ω = Ωριγένης
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
F. Godet, Commentaire sur l’ Evangile de S. Luc 1888 (σημειώνεται με το g).
M.J. Lagrange. Evangile selon s. Luc, Deuxieme edition Paris 1921 (σημειώνεται με το L).
Alf. Plummer. A critical and exegetical commentary on the Gospel according to S. Luc, Fifth edition (1928) (σημειώνεται με το p).
J.A. Bengel Gnomon of the N.T. Testament translated by A. Fausset. Τόμ. II (σημειώνεται με το b).
J. Owen, A Commentary on the Gospel of Luc, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
Ν. Δαμαλά Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ).
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
Λουκ. 9,28 Ἐγένετο(1) δὲ μετὰ τοὺς λόγους τούτους ὡσεὶ ἡμέραι ὀκτὼ(2) καὶ παραλαβὼν τὸν Πέτρον καὶ Ἰωάννην(3) καὶ Ἰάκωβον ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος(4) προσεύξασθαι(5).
Λουκ. 9,28 Ύστερα από τους λόγους αυτούς, έπειτα από οκτώ περίπου ημέρας, παρέλαβε ο Ιησούς τον Πετρον και τον Ιωάννην και τον Ιάκωβον και ανέβηκε εις ένα όρος δια να προσευχηθή.
(1) Δες Ματθ. ιζ 1-8 και Μάρκ. θ 2-8 και τις εκεί ερμηνευτικές σημειώσεις. Το εγένετο είναι απρόσωπο. Διότι μαζί με το «ημέρες» πρέπει να υπονοήσουμε το «ήταν» (b).
(2) «Θα ερευνήσουμε πώς ο μεν Λουκάς λέει· έγιναν μετά τα λόγια αυτά περίπου οχτώ ημέρες, ενώ ο Μάρκος λέει περίπου μετά από έξι ημέρες. Όσον αφορά το ρητό που λέει· έγιναν περίπου οχτώ ημέρες, ο Λουκάς μετρά και αυτήν την ημέρα και την ημέρα που γίνεται η μεταμόρφωση, ενώ ο Μάρκος μετρά μόνο τις ενδιάμεσες και δεν υπάρχει διαφωνία στο ρητό» (Ω).
(3) Εδώ ο Λουκάς βάζει μπροστά τον Ιωάννη από τον Ιάκωβο ο οποίος θανατώθηκε από τον Ηρώδη πριν ακόμη ο Λουκάς γράψει το ευαγγέλιό του, ενώ ο Ιωάννης ζούσε ακόμη και συνεπώς μπορούσε να μαρτυρήσει ακόμη ως κατεξοχήν αξιόπιστος αυτόπτης του υπερφυσικού γεγονότος (b).
(4) Οι άλλοι δύο συνοπτικοί γράφουν εις όρος υψηλόν. Σύμφωνα με τον p. και οι δύο εκφράσεις κατάλληλα θα αναφέρονταν στο όρος Ερμών, γύρω στα 9200 πόδια ψηλό, στο οποίο εύκολα εντός μίας βδομάδας θα ανέβαιναν από την Καισάρεια του Φιλίππου. Είναι ψηλότερο από τον Λίβανο (8500 πόδια) ή τον Αντιλίβανο (8700) και η μεμονωμένη του λευκή κορυφή είναι ορατή από πολλά υψώματα της Παλαιστίνης.
Παράδοση όμως που για πρώτη φορά αναφέρεται από τον Κύριλλο Ιεροσολύμων (Κατήχ. ΧΙΙ 16) τοποθετεί το γεγονός της Μεταμόρφωσης στο Θαβώρ.
(5) «Δείχνοντας ότι ο χαμηλός νους δεν θα μπορούσε να γίνει κατάλληλος για (θεία) θεωρία, αλλά αυτός που υψώθηκε πάνω από τα γήινα και ανέβηκε πάνω από όλα τα σωματικά και εγκαταστάθηκε έξω από τις φροντίδες της ζωής σε κατ’ ιδίαν ησυχία και αποδείχτηκε ανώτερος από την καταδυνάστευση των παθών» (Κ), «ανεβαίνει στο βουνό για να προσευχηθεί» (Θφ). Την ώρα που προσευχόταν, μεταμορφώθηκε. Όταν ο Χριστός ταπείνωσε τον εαυτό του καταφεύγοντας στην προσευχή, τότε και δοξάστηκε με το να μεταμορφωθεί. «Ζήτησε από εμένα και θα σου δώσω» (Ψαλμ. β 8).
Και ο ίδιος ο Χριστός έπρεπε να ζητήσει τις προορισμένες από τον Πατέρα για αυτόν χάριτες, για να του δοθούν αυτές. Προσευχόμενος λοιπόν και εδώ και συχνά άλλοτε τίμησε το καθήκον της προσευχής και συνέστησε αυτό με το παράδειγμά του. Είναι καθήκον που μας μεταμορφώνει. Εάν οι καρδιές μας υψωθούν και διευρυνθούν με την προσευχή, ώστε να καθρεπτίζουμε μέσω αυτής «την δόξα Κυρίου», θα «μεταμορφωνόμαστε από δόξα σε δόξα» (Β΄Κορ. γ 18). Με την προσευχή παίρνουμε σοφία, χάρη και χαρά, τα οποία κάνουν την μορφή της ψυχής μας να αστράπτει.
Λουκ. 9,29 καὶ ἐγένετο(1) ἐν τῷ προσεύχεσθαι αὐτὸν τὸ εἶδος τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἕτερον(2) καὶ ὁ ἱματισμὸς αὐτοῦ λευκὸς ἐξαστράπτων(3).
Λουκ. 9,29 Και ενώ προσηύχετο, έγινε η εξωτερική του μορφή του προσώπου του διαφορετική και η ενδυμασία του ολόλευκη και απαστράπτουσα.
(1) Ο από τους εθνικούς (μη Ιουδαίους) προερχόμενος Λουκάς επειδή γράφει προς τους εθνικούς αποφεύγει την λέξη μεταμορφώθηκε των άλλων δύο συνοπτικών, η οποία μπορούσε να εννοηθεί σύμφωνα με τις τερατολογίες για την μεταμόρφωση των εθνικών θεοτήτων (p).
(2) «Έγινε η μορφή του άλλη, όχι με το να μεταβληθεί σε άλλη φύση. Διότι έμεινε τέτοιος που ήταν. Αλλά η εξωτερική όψη του προσώπου του φάνηκε λαμπρότερη από πριν. Όπως ακριβώς λοιπόν έγινε και στα ρούχα του. Διότι σε αυτά μόνο η εξωτερική μορφή άστραψε και δεν μεταβλήθηκε η ουσία των ρούχων, αλλά η εμφάνιση» (Θφ).
«Μεταβάλλεται σε κάποια εξαιρετική και θεοπρεπή λαμπρότητα, ώστε ακόμη και τα ρούχα του να λάμπουν με την ακτινοβολία του φωτός, και τόσο πολύ, ώστε να φαίνεται ότι αστράφτει» (Κ). «Η μεταμόρφωση στο βουνό που παρουσιάστηκε στους μαθητές, φανέρωνε το υπόδειγμα της μελλοντικής δόξας του Σωτήρα. Και δειχνόταν κατά τρόπο σωματικό, ώστε να γίνει ορατό και από τα θνητά τους μάτια, παρόλο που δεν άντεξαν την υπερβολή της λαμπρότητας την οποία δεν μπορούν να αντέξουν τα δικά μας μάτια. Και το ότι βεβαίως η δόξα που αρμόζει στη θεία ουσία είναι αθέατη και απρόσιτη σε κάθε γενητή φύση, το έδειξαν οι μαθητές που δεν μπόρεσαν να αντέξουν ούτε αυτήν την ίδια την σωματική όψη που τους παρουσιάστηκε στο βουνό, αλλά έπεσαν κάτω στη γη.
Τότε λοιπόν κάποιος βλέπει τον Λόγο να μεταμορφώνεται ένδοξα, όταν ανεβαίνει μαζί του και υψώνεται μαζί του και βλέπει αυτόν σαν αυτόν τον ίδιο τον Λόγο του Θεού και σαν αρχιερέα που συνομιλεί και προσεύχεται στον Πατέρα. Επειδή όμως δεν είχε ακόμη οδηγήσει το σώμα του τελείως σε αμετάβλητη αφθαρσία, φανερώθηκε μαζί με τα φθαρτά ρούχα, λάμποντας μαζί με αυτά. Διότι όταν αναστηθούν οι δίκαιοι με δόξα στη δευτέρα παρουσία δεν πρόκειται να έχουν ρούχα αισθητά, αλλά θα ντυθούν με κάποιες λαμπρές στολές. Όπως όμως η μορφή τους δεν έγινε άλλη από αυτήν της μεταμόρφωσης, έτσι στην ανάσταση η μορφή των αγίων θα είναι πολύ ενδοξότερη, από αυτήν που είχαν στη ζωή αυτή, όχι όμως άλλη» (Ω).
«Λέμε βέβαια ότι η μεταμόρφωσή του έγινε, όχι αποβάλλοντας το σχήμα του ανθρώπινου σώματος, αλλά περιβάλλοντας αυτό κάποια φωτεινή λάμψη, η οποία κατά κάποιο τρόπο άλλαξε το ατιμότατο χρώμα της σάρκας του, δίνοντάς του όψη λαμπρότερη, σύμφωνα με το λεγόμενο από τον θείο Παύλο «Σπείρεται χωρίς δόξα, ανασταίνεται με δόξα».
Γιατί τώρα αυτό το ίδιο είναι σάρκα γυμνή, χωρίς να είναι χρωματισμένη με κάποια δόξα, ούτε λαμπρυσμένο με λάμψη φυσική, αλλά έχει μόνο την από τη φύση της αδοξία και μαζί και αδυναμία. Κατά τον καιρό όμως της ανάστασης θα γίνει κάποια αλλαγή θεοπρεπής και μεταβολή της δόξας και όχι του σχήματος. Γιατί θα περιαστράψει τότε με επικαλύμματα θείας δόξας· διότι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Σωτήρα, «οι δίκαιοι θα λάμψουν σαν τον ήλιο στη βασιλεία του πατέρα τους»» (Κ).
«Τότε λοιπόν θα λάμψει και η θεότητα του Κυρίου όχι όπως ο ήλιος, αλλά πάνω από κάθε γεννητό φως που μπορεί να σκεφτεί κανείς και στα αισθητά και στα νοητά· επειδή ακριβώς είναι ο ίδιος το φως που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο· έτσι θα συμβεί όταν θα δείξει το πρόσωπό του. Διότι δεν θα κάνει τότε έτσι όπως παλαιότερα έλεγε κάποτε στον Μωϋσή, ότι «θα δεις τα οπίσω μου, αλλά το πρόσωπό μου δεν θα το δεις (Εξόδου λγ 25).
Αλλά με τέτοιο τρόπο θα παρέχει τον εαυτό του στους αγίους, ώστε να μπορούν όλοι να λένε· όλοι εμείς με ξέσκεπο το πρόσωπο του εσωτερικού μας ανθρώπου, σαν άλλοι καθρέπτες δεχόμαστε και αντανακλούμε την δόξα του Κυρίου. Και έτσι μεταμορφωνόμαστε και παίρνουμε την ίδια ένδοξη εικόνα του Κυρίου και προοδεύουμε από δόξα σε δόξα»(Β΄Κορ. γ 18) (Ε).
(3) Το εξαστράπτων ως δεύτερο επίθετο μετά το λευκός εξηγεί το είδος του λευκού= λευκός που λάμπει, αστραποβόλος (δ). Η μεταμόρφωση χύνει φως στην έννοια του παθήματος του Κυρίου. Αποδεικνύει, ότι η δόξα ήταν η φυσική κατάσταση του Κυρίου σύμφωνα και με τον λόγο της αρχιερατικής του προσευχής: «Και τώρα δόξασέ με εσύ Πατέρα, κοντά σου, με την δόξα την οποία είχα κοντά σου προτού δημιουργηθεί ο κόσμος». Προφανώς ένας από τους σκοπούς, προς τους οποίους απέβλεπε το υπερφυσικό αυτό συμβάν, ήταν και να στηρίξει την πίστη των μαθητών στην θεία φύση του πάσχοντος Λυτρωτή.
Λουκ. 9,30 καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο συνελάλουν αὐτῷ, οἵτινες ἦσαν(1) Μωϋσῆς καὶ Ἠλίας(2),
Λουκ. 9,30 Και ιδού δύο άνδρες συνωμιλούσαν μαζί του. Και αυτοί ήσαν ο Μωϋσής και ο Ηλίας,
(1) Η ικανότητα τού να αναγνωριστούν ποιοι ήταν δόθηκε στους μαθητές μαζί με την ικανότητα τού να τους δουν. Αλλιώς, εάν δεν αναγνωρίζονταν, το ότι εμφανίστηκαν θα έμενε χωρίς κάποια σημασία και έννοια (p).
(2) «Ο Μωϋσής μεν εκπροσωπούσε το νόμο, και ο Ηλίας τους προφήτες· διότι αυτός (ο Χριστός) ήταν ο κύριος του νόμου και των προφητών» (Ω).
«Επομένως η παρουσία του Μωϋσή και του Ηλία και το ότι μιλούσαν μεταξύ τους, ήταν κάποια οικονομία (θείο σχέδιο) του Θεού, η οποία έδειχνε πολύ καλά, ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός περιβαλλόταν από το νόμο και τους προφήτες ως Κύριος και του νόμου και των προφητών, και είχε δειχτεί προηγουμένως από αυτούς (ως Μεσσίας) με εκείνα που προέλεγαν και ήταν σύμφωνα μεταξύ τους. Γιατί δεν ήταν ασύμφωνα μεταξύ τους εκείνα που είχαν κηρυχτεί με το νόμο και με τους προφήτες. Και αυτό, νομίζω, σημαίνει το γεγονός ότι συνομιλούν μεταξύ τους ο ιερώτατος Μωϋσής και ο πανάριστος των προφητών Ηλίας» (Κ).
Λουκ. 9,31 οἳ ὀφθέντες ἐν δόξῃ(1) ἔλεγον τὴν ἔξοδον αὐτοῦ(2) ἣν ἔμελλε(3) πληροῦν(4) ἐν Ἱερουσαλήμ(5).
Λουκ. 9,31 οι οποίοι παρουσιάσθησαν με δόξαν και έλεγαν δια την έξοδόν του, δια την αναχώρησίν του από τον κόσμον αυτόν, την οποίαν σύμφωνα με τας προφητείας έμελλε να εκπληρώση εις την Ιερουσαλήμ.
(1) Ήταν όμοιοι με τον Κύριό τους στη σκηνή αυτή (b). Οι άγιοι που πεθαίνουν εν Κυρίω μπαίνουν σε κατάσταση δόξας. Για αυτό και οι Μωϋσής και Ηλίας εμφανίζονται με δόξα, όπως θα εμφανιστούν μετά από λίγο κατά την δευτέρα παρουσία όλοι οι άγιοι με δόξα.
(2) «Στεκόμενοι γύρω από τον Ιησού, μιλούσαν μεταξύ τους για την έξοδο που επρόκειτο να πραγματοποιήσει, λέει, στην Ιερουσαλήμ, δηλαδή το μυστήριο της με την σάρκα του οικονομίας και το σωτήριο πάθος του πάνω στο σταυρό» (Κ).
Την έξοδο και αναχώρησή του από τον κόσμο. Η ίδια λέξη και στο Β΄Πέτρ. α 15. Το θέμα της συνομιλίας ήταν μέγα, αναφερόμενο στο πάθος, τον σταυρό, τον θάνατο, την ανάσταση και ανάληψη του Χριστού. Δες την αντίθετη λέξη είσοδος στον κόσμο στο Πράξ. ιγ 24 (b). Ο Λουκάς εξεπίτηδες διαλέγει λέξη που σημαίνει ταυτόχρονα και τον θάνατο και την ανάληψη (g).
Και ο θάνατος των αγίων είναι έξοδός τους και αναχώρηση από την Αίγυπτο του παρόντος κόσμου στην επουράνια πόλη Ιερουσαλήμ, από τον οίκο αυτόν της δουλείας στον ουράνιο οίκο του Πατέρα τους. Και όπως η από την Αίγυπτο έξοδος του Ισραήλ υπήρξε θριαμβευτική, έτσι και η από τον κόσμο αυτόν έξοδος και η στους ουρανούς ανάληψη του Χριστού έγινε με θρίαμβο και αλαλαγμό, και τέτοια είναι και η από τον κόσμο αυτόν έξοδος των αγίων του.
(3) Το έμελλεν ανταποκρίνεται στο δει (=πρέπει) του στίχου 22. Το παν είναι προδιατεταγμένο από τον Θεό και οπωσδήποτε θα συντελεστεί. Και όταν συντελείται, μπορεί να θεωρείται ως εκπλήρωση (p).
(4) Ο Μωϋσής και ο Ηλίας μιλούσαν προς τον Ιησού για την έξοδό του. Υπονοεί όμως αυτό, ότι το πάθημα του Χριστού και η ακόλουθη ένδοξη έξοδός του από τον κόσμο αυτόν ήταν ό,τι ο Μωϋσής και οι προφήτες είχαν προαναγγείλει. Δες Λουκ. κδ 26,27 και Α΄ Πέτρ. α 11.
«Γιατί είναι αλήθεια, ότι ο νόμος που δόθηκε μέσω του Μωϋσή και ο λόγος των προφητών, προανήγγειλαν το μυστήριο του Χριστού, ο ένας καταγράφοντάς το κατά κάποιο τρόπο σαν σε πίνακα με τύπους και σκιές, ενώ οι προφήτες προέλεγαν με πολλούς τρόπους» (Κ).
Οι δύο ένδοξοι προφήτες μιλούν στον Ιησού για την έξοδό του, δηλαδή για το πάθημα, την ανάσταση και την ανάληψή του. Καθόλου θαυμαστό! Η έξοδος του Λυτρωτή είναι η θεμελιώδης αλήθεια, πάνω στην οποία στηρίζεται το όλο σύστημα του Χριστιανισμού· είναι η αλήθεια των αληθειών, χωρίς την οποία τίποτα άλλο στον κόσμο δεν έχει σημασία και βαθύτερη έννοια.
(5) Το «στην Ιερουσαλήμ» είναι βαθειά τραγικό= στην πόλη που φόνευσε τους προφήτες. Η προσθήκη αυτή του Λουκά για την έξοδο του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ διαφωτίζει ολόκληρη την σκηνή. Είναι το κλειδί της όλης αφήγησης. Εξηγεί τη σχέση μεταξύ της εμφάνισης αυτής και της συνομιλίας του Χριστού με τους μαθητές που προηγήθηκε στην Καισάρεια του Φιλίππου. Η συνομιλία αυτή για το θέμα αυτό δίνει στους μαθητές να καταλάβουν, ότι ο π ά σ χ ω ν Μεσσίας είναι πράγματι ο θ ε ί ο ς Μεσσίας, τον οποίο αναγνωρίζει ως τέτοιο ο ουρανός (g).
Ο Κύριος και κατά την ένδοξη Μεταμόρφωσή του θέλησε να ακούσει για την έξοδό του η οποία ήταν συνδεδεμένη με τον θάνατο και τα παθήματά του. Και διδάσκει έτσι εμάς, ότι το να θυμόμαστε τον θάνατό μας, ο οποίος αποτελεί την έξοδο και αναχώρησή μας από τον κόσμο αυτόν σε άλλον, δεν είναι ποτέ άκαιρο, αλλά και σε αυτές τις μεγαλύτερές μας επιτυχίες και δόξες του κόσμου αυτού είναι επικαιρότατο να θυμόμαστε, ότι «δεν έχουμε εδώ μόνιμη πόλη»
Λουκ. 9,32 ὁ δὲ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ἦσαν βεβαρημένοι ὕπνῳ(1)· διαγρηγορήσαντες(2) δὲ εἶδον τὴν δόξαν(3) αὐτοῦ καὶ τοὺς δύο ἄνδρας τοὺς συνεστῶτας αὐτῷ.
Λουκ. 9,32 Ο δε Πέτρος και οι δύο άλλοι μαθηταί είχαν καταληφθή από βαρύν ύπνον. Οταν όμως εξύπνησαν, είδαν την δόξαν του και τους δύο άνδρας, που εστέκοντο μαζί του.
(1) «Οι μεν μακάριοι μαθητές νύσταξαν για λίγο, καθώς ο Χριστός χρονοτριβούσε με την προσευχή» (Κ).
Βεβαρημένοι ὕπνῳ = την ασυγκράτητη τάση για ύπνο, την οποία δεν μπορούσαν να νικήσουν στην αρχή (δ). Την ώρα λοιπόν που προσευχόταν ο Χριστός οι μαθητές πιθανότατα κοιμόντουσαν (g).
(2) Λέξη που λέγεται μοναδική φορά= Ή, μετά από ένα διάστημα χρόνου, αποτίναξαν από πάνω τους τον ύπνο (δ)· ή, επιμένοντας να παραμείνουν άγρυπνοι νίκησαν τη νύστα (Meyer)· ή, γινόμενοι εξ’ ολοκλήρου άγρυπνοι (p) και «αφού συνήλθαν από τον βαθύ ύπνο» (Κ).
(3) «Δόξα να εννοήσεις την λαμπρότητα» (Ζ).
Λουκ. 9,33 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαχωρίζεσθαι αὐτοὺς(1) ἀπ᾿ αὐτοῦ εἶπεν ὁ Πέτρος πρὸς τὸν Ἰησοῦν· ἐπιστάτα, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι(2)· καὶ ποιήσωμεν σκηνὰς τρεῖς, μίαν σοὶ καὶ μίαν Μωϋσεῖ καὶ μίαν Ἠλίᾳ, μὴ εἰδὼς ὃ λέγει(3).
Λουκ. 9,33 Και συνέβη, όταν οι δύο άνδρες ετοιμαζάζοντο να χωρισθούν από τον Ιησούν, είπεν ο Πετρος προς αυτόν• “διδάσκαλε, είναι καλά να μένωμεν εδώ• ας κάμωμεν τρεις σκηνάς, μίαν δια σε, μίαν δια τον Μωϋσέα και μίαν δια τον Ηλίαν”. Και τα έλεγεν αυτά, χωρίς να καταλαβαίνη καλά-καλά, τι είναι αυτό που έλεγε.
(1) Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας του Ιησού με τους δύο προφήτες, οι μαθητές τηρούσαν σιγή. Αλλά όταν η συνομιλία σταμάτησε και οι δύο ουράνιοι απεσταλμένοι ετοιμάζονταν να χωριστούν από τον Κύριο, τότε ο Πέτρος λαμβάνει τον λόγο (g).
(2) «Ακούγοντας ότι πρόκειται να πάθει ο Χριστός… ζητούσε από τον Κύριο να μείνει πάνω στο βουνό για πάντα, έτσι ώστε να μην τον βρουν οι Ιουδαίοι αφού κατέβει και τον φονεύσουν, αγνοώντας τα αγαθά που θα συμβούν σε όλους από το πάθος και την ανάσταση» (Ω).
(3) Δεν γνωρίζουν τι λένε εκείνοι, οι οποίοι μιλούν για κατασκευή σκηνών πάνω στη γη για τους δοξασμένους αγίους στον ουρανό, οι οποίοι έχουν καλύτερες μονές (δωμάτια) στην οικία του Πατέρα και επιθυμούν να επανέλθουν σε αυτές.
«Δεν ήξερε, λέει, αυτό που έλεγε· γιατί δεν ήταν ο καιρός της συντέλειας του κόσμου και του να λάβουν οι άγιοι τη μέθεξή (συμμετοχή) τους στα αγαθά που ήλπισαν σύμφωνα με την υπόσχεση του Θεού» αφού παρέμεναν στη γη αυτή, που δεν έγινε ακόμη καινούργια. «Αφού λοιπόν το σχέδιο της οικονομίας βρισκόταν ακόμη στην αρχή, πώς ήταν δυνατόν να σταματήσει ο Χριστός την αγάπη του για τον κόσμο, αποφεύγοντας να πάθει για χάρη του;» (Κ).
Λουκ. 9,34 ταῦτα δὲ αὐτοῦ λέγοντος ἐγένετο νεφέλη(1) καὶ ἐπεσκίασεν(2) αὐτούς(3)· ἐφοβήθησαν δὲ ἐν τῷ εἰσελθεῖν ἐκείνους(4) εἰς τὴν νεφέλην·
Λουκ. 9,34 Ενώ δε ο Πετρος έλεγε αυτά, ήλθε ένα σύννεφο και τους εκέπασε. Εφοβήθησαν δε ο Πετρος και οι δύο άλλοι μαθηταί, όταν ο Ιησούς και οι δύο προφήται εισήλθον εις την νεφέλην.
(1) «Ενώ ο Πέτρος λέει να κάνουμε τρεις σκηνές, ο Κύριος ξαφνικά φτιάχνει σκηνή αχειροποίητη και μπαίνει μέσα σε αυτήν μαζί με τους προφήτες, για να δειχτεί ότι σε τίποτα δεν είναι κατώτερος από τον Πατέρα. Διότι όπως ακριβώς στην Παλαιά Διαθήκη η νεφέλη λεγόταν ότι έχει τον Κύριο και ο Μωϋσής έμπαινε σε αυτήν, και έτσι δεχόταν τον νόμο, έτσι και τώρα η νεφέλη δέχτηκε τον Χριστό και νεφέλη όχι σκοτεινή· διότι έφυγε η σκιά του νόμου και το σκοτεινό της ασάφειας· αλλά νεφέλη φωτεινή. Διότι ήλθε η αλήθεια και έλαμψε η χάρη του Κυρίου και δεν υπάρχει τίποτα σκοτεινό τώρα» (Θφ).
Ακριβέστερη ερμηνεία η επόμενη: Η νεφέλη δεν ήταν κάποιο απλό σύννεφο. Είναι το κάλυμμα, με το οποίο περιβάλλεται ο Θεός, όταν εμφανίζεται στους ανθρώπους. Εμφανίστηκε στην έρημο και στα εγκαίνια του ναού του Σολομώντα και την ξαναβρίσκουμε και στην ανάληψη (g).
Η νεφέλη αυτή ήταν δείγμα της ακόμη πιο ιδιαίτερης παρουσίας του Θεού. Με νεφέλη ο Θεός ήλθε στη σκηνή και στο ναό και όταν «η νεφέλη κάλυψε την σκηνή του μαρτυρίου δεν μπόρεσε ο Μωϋσής να μπει στην σκηνή, διότι επισκίαζε αυτήν η νεφέλη και η σκηνή γέμισε από τη δόξα του Κυρίου» (Εξόδου μ 34). Και όταν στην περίπτωση του Σολομώντα «ο οίκος γέμισε από τη νεφέλη της δόξας του Κυρίου, δεν μπορούσαν οι ιερείς να σταθούν να λειτουργήσουν από το φως της νεφέλης» (Β΄Παραλ. ε 14).
Μία τέτοια νεφέλη είναι και η παρούσα. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράδοξο, ότι οι μαθητές φοβήθηκαν. Αλλά εφόσον ο Ιησούς βρίσκεται στη νεφέλη, κανείς από όσους πιστεύουν ειλικρινά σε αυτόν ας μην φοβάται να μπει σε αυτήν, διότι μπορεί να είναι βέβαιος, ότι ο Ιησούς θα διαπεράσει αυτόν σώο μέσα από αυτήν.
(2) Κατά ακρίβεια η φωτεινή νεφέλη δεν ρίχνει σκιά, μπορεί όμως να καλύψει. Το φως μπορεί να αποτυφλώνει όπως και το σκοτάδι (p).
(3) Αξιόλογη και η παρατήρηση: «Με αυτό δηλώνει μέσω του τύπου από πριν… ότι στην ανάσταση πρόκειται να αρπαχτούν σε νεφέλες οι άγιοι για να συναντήσουν τον Κύριο και να είναι μαζί του για πάντα» (Ω).
(4) Υπάρχει και η γραφή αυτούς. Το μεν εκείνους= τον Κύριο και τους δύο προφήτες, ενώ το αυτούς σύμφωνα με κάποιους νεώτερους ερμηνευτές περιλαμβάνει και τους αποστόλους, είναι όμως αμφίβολο αυτό.
Λουκ. 9,35 καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῆς νεφέλης(1) λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός(2)· αὐτοῦ ἀκούετε.
Λουκ. 9,35 Και ηκούσθη φωνή από την νεφέλην, η οποία έλεγεν• “αυτός είναι ο μονογενής Υιός μου, ο κατ'εξοχήν αγαπητός, που τον έστειλα Σωτήρα του κόσμου. Αυτόν να ακούετε”.
(1) «Φωνή πατρική μέσω της νεφέλης (διότι έτσι φαίνεται ο Θεός) μαρτυρούσε για τον Χριστό την υιότητα (ότι είναι ο Υιός)» (Ε).
(2) Υπάρχει και η γραφή: εκλελεγμένος (διαλεγμένος, διαλεκτός) αντί ο αγαπητός. Είναι αυτό εξήγηση του αγαπητός, το οποίο, όπως και η αντίστοιχη εβραϊκή λέξη, σημαίνει και τον αγαπητό και τον εκλεκτό. Φαίνεται ότι η λέξη μπήκε στο κείμενο από το περιθώριο (που υπάρχει στα χειρόγραφα)(δ). Πάντως το εκλελεγμένος λέγεται με απόλυτη έννοια, σε αντίθεση με τους δούλους, όπως ήταν ο Μωϋσής και ο Ηλίας, οι οποίοι είχαν εκλεγεί για ειδικές και περιορισμένες αποστολές (g). Το εκλελεγμένος αναφέρεται στην αποστολή του Υιού του ανθρώπου ως Μεσσία (L).
Λουκ. 9,36 καὶ ἐν τῷ γενέσθαι τὴν φωνὴν εὑρέθη ὁ Ἰησοῦς μόνος(1). καὶ αὐτοὶ ἐσίγησαν(2) καὶ οὐδενὶ(3) ἀπήγγειλαν ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις(4) οὐδὲν ὧν ἑωράκασιν.
Λουκ. 9,36 Και αφού έγινε αυτή η φωνή, ευρέθηκε ο Ιησούς μόνος• και οι τρεις μαθηταί εκράτησαν σιγήν δια το γεγονός και εις κανέναν κατά τας ημέρας εκείνας δεν ανεκοίνωσαν τίποτε από όσα είδαν.
(1) «Για να μην συκοφαντείται από κάποιους η αλήθεια, οι οποίοι λένε ότι τους διέτασσε να ακούνε περισσότερο τον Μωϋσή, επεσήμανε ο ευαγγελιστής λέγοντας, ότι όταν έγινε η φωνή, βρέθηκε ο Ιησούς μόνος. Άρα λοιπόν αυτόν πρόσταξε να ακούνε. Καθόσον αυτός είναι το τέλος του νόμου και των προφητών» (Κ).
(2) Με εντολή του Κυρίου σύμφωνα με τους άλλους δύο συνοπτικούς.
«Δεν θέλει ο Ιησούς να ειπωθούν τα σχετικά με την δόξα του. Διότι θα βλάπτονταν αυτοί που θα τα άκουγαν και μάλιστα οι όχλοι, όταν θα έβλεπαν τον τόσο πολύ δοξασμένο να σταυρώνεται. Δεν τα έκρυψαν λοιπόν από φθόνο, αλλά επειδή φοβήθηκαν μήπως δεν γίνουν πιστευτοί» (Ω) και για να μην προκληθεί είτε σφοδρότερη αντίδραση εκ μέρους των αντιτιθεμένων, είτε άκαιρος ενθουσιασμός και ταραχώδεις εκδηλώσεις εκ μέρους των Ιουδαίων που έτρεφαν παχυλές ελπίδες για τον Μεσσία.
(3) Η απαγόρευση του να ανακοινωθεί ό,τι είχαν δει, αποτελεί ισχυρή επιβεβαίωση της ιστορικότητας του υπερφυσικού γεγονότος της Μεταμόρφωσης. Εάν η οπτασία αυτή ήταν επινόηση, πώς θα εξηγήσουμε την επινόηση της απαγόρευσης; (p).
(4) «Πότε λοιπόν τα ανέφεραν; Μετά την ανάληψη, μετά την παρουσία του Πνεύματος· διότι τότε γέμισαν από θάρρος και καταξιώθηκαν του Πνεύματος και είχαν την φωνή από τα θαύματα να συνηγορεί σε αυτούς» (Ω).
Μετά τις σκηνές της Γεθσημανή, της καταδίκης του συνεδρίου και του Πιλάτου και του Γολγοθά, στις οποίες παρουσιάστηκε ο προφητευμένος χαρακτήρας του ως ανθρώπου θλίψεων που γνωρίζει να υπομένει ασθένεια, θα ήταν πλέον καιρός να διαδοθεί το υπερφυσικό συμβάν της Μεταμόρφωσης, ως προμήνυμα της αρχιερατικής του βασιλείας δίπλα στο θρόνο του Πατέρα του και της θριαμβευτικής του νίκης εναντίον όλων των εχθρών του (ο).
O Leo Buscaglia γράφει για το θετικό παράδειγμα του δικού του πατερά: «Ο πατέρας είχε πάντα αρκετά κολοκυθάκια για να θρέψει ένα ολόκληρο μικρό έθνος. Τα καθάριζε, τα χώριζε κατά μέγεθος και ετοιμαζόταν για τη βόλτα του στη γειτονιά.
Τα τρυφερότερα της σοδειάς ήταν προορισμένα να δοθούν. Αυτά που είχαν καταφέρει να κρυφθούν κάτω από τους θάμνους και είχαν μεγαλώσει σε μέγεθος Γαργαντούα προορίζονταν για το τραπέζι μας…
Ο πατέρας είχε κανονικό δρομολόγιο διανομής κολοκυθιών. Χώριζε σε μερίδες τα πολύτιμα λαχανικά, αναλόγως με τις ανάγκες των γειτόνων μας, το μέγεθος της οικογενείας τους και τις γευστικές τους προτιμήσεις. Έξι γι’ αυτή την οικογένεια, πέντε γι΄ αυτήν, εννιά για την άλλη, ώσπου να προμηθευτεί όλη η γειτονιά.
Ο πατέρας αγαπούσε να μοιράζεται με τους άλλους τους καρπούς των κόπων του, αν και αυτό δεν το εκτιμούσαν όλοι….
Η γενναιοδωρία του πατέρα μου δεν περιοριζόταν στα κολοκυθάκια. Έτσι ήταν και με όλους τους ζητιάνους της πόλεως .
«Θα μπορούσα να ήμουν εγώ στη θέση του», έλεγε, ρίχνοντας μέσα στο καπέλο λίγα πολύτιμα για μας κέρματα.
Είχε πάντα έτοιμο ένα δροσιστικό ποτό για τον ταχυδρόμο ή για τον ελεγκτή του ηλεκτρικού.
«Είναι όλη μέρα έξω στον ήλιο και στη ζέστη», έλεγε, «δεν είναι και εύκολη δουλειά».
Είχε πάντα ένα μπουκέτο λουλούδια για την Κα. Ζ. , που έπρεπε να μένει στο κρεβάτι επειδή ήταν άρρωστη.
«Είναι μονή της, έλεγε, χρειάζεται όμορφα πράγματα γύρω της· θα την κάνουν να αισθανθεί καλυτέρα και ίσως μ’ επισκεφτεί και κείνη μια μέρα όταν εγώ θα είμαι άρρωστος».
Ετοίμαζε μια μπουκάλα κρασί για τη δασκάλα που μας επισκεπτόταν. Αυτό εμάς μας ενοχλούσε και μας έκανε να ντρεπόμαστε, εκείνος όμως δεν άκουγε τίποτε.
«Θα την βοηθήσει με τόσα γραπτά που έχει να διορθώσει», μας έλεγε. Υπήρχαν ραβιόλια για την βιβλιοθηκάριο.
«Μας δίδει όλα τα βιβλία τζάμπα, μπορούμε και εμείς να της δώσουμε λίγα ραβιόλια. Θα της κάνουν καλό, έτσι κι αλλιώς είναι πολύ αδύνατη….»
Ωριμάζοντας άρχισα να παρατηρώ ένα πολύ ενδιαφέρον φαινόμενο.
Μόνο του πατέρα μου τα γράμματα δίνονταν χέρι με χέρι. Μόνο τον πατερά μου χαιρετούσαν όλοι τόσο ζεστά, από τον οδοκαθαριστή μέχρι τον κρεοπώλη της γειτονιάς. Πάντα ο πατέρας μου είχε την πρώτη επιλογή από τα καινούρια ιταλικά βιβλία που έφταναν στη βιβλιοθήκη.
Δεν μπορώ να σκεφτώ κανένα, που να μίλησε ποτέ άσχημα για τον πατέρα μου. Απόψεις για το πόσo μαλακός και υπερβολικά καλός ήταν ακούγονταν που και που, όμως περισσότερο σαν έπαινος παρά σαν επίκριση» (ΒL,50)
(στο: Η ανατροφή των παιδιών, αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, σελ. 141-143)