ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Έγινε πολύς λόγος για το νησί της Σπιναλόγκα, με αφορμή το ομώνυμο βιβλίο με τίτλο «Το νησί», της Αγγλίδας Victoria Hislop.
Ένα από τα ιστορικά στοιχεία που πληροφορούμαστε είναι ότι οι χανσενικοί που κατοικούσαν στη Σπιναλόγκα ήταν οργισμένοι με τον Θεό, για το λόγο ότι η ασθένειά τους ήταν μια μεγάλη και αφόρητη δοκιμασία. Ένας Γεραπετρίτης παπάς τόλμησε να τους επισκεφθεί κάποτε και να λειτουργήσει στον Άγιο Παντελεήμονα, που υπήρχε και ρήμαζε στο νησί, συντροφιά με τους νέους του κατοίκους. Λένε πως στην πρώτη Λειτουργία δεν πάτησε ψυχή.
Οι λεπροί άκουγαν πεισμωμένοι από τα κελιά τους την ψαλμωδία, κι άλλοτε την σκέπαζαν με τα βογκητά τους κι άλλοτε με τις κατάρες τους. Ο ιερέας όμως ξαναπήγε. Στην δεύτερη τούτη επίσκεψη ένας από τους ασθενείς πρόβαλε θαρρετά στο κατώφλι του ναού.
- Παπά, θα κάτσω στην Λειτουργία σου μ’ έναν όρο όμως. Στο τέλος θα με κοινωνήσεις. Κι αν ο Θεός σου είναι τόσο παντοδύναμος, εσύ μετά θα κάμεις την κατάλυση και δεν θα φοβηθείς τη λέπρα μου.
Ο ιερέας έγνευσε συγκαταβατικά. Στα κοντινά κελιά ακούστηκε η κουβέντα κι άρχισαν να μαζεύονται διάφοροι στο πλάι του ναού, εκεί που ήταν ένα μικρό χάλασμα, με λιγοστή θέα στο ιερό. Παραμόνευσαν οι χανσενικοί στο τέλος της Λειτουργίας κι είδαν τον παπά δακρυσμένο και γονατιστό στην Ιερή Πρόθεση να κάνει την κατάλυση.
Πέρασε μήνας. Οι χανσενικοί τον περίμεναν. Πίστευαν πως θά ‘ρθει τούτη τη φορά ως ασθενής κι όχι ως ιερέας. Όμως ο παπάς επέστρεψε υγιής και ροδαλός κι άρχισε με ηθικό αναπτερωμένο να χτυπά την καμπάνα του παλιού ναΐσκου. Έκτοτε και για δέκα τουλάχιστον χρόνια η Σπιναλόγκα είχε τον ιερέα της. Οι χανσενικοί αναστύλωσαν μόνοι τους της εκκλησία και συνάμα αναστύλωσαν και την πίστη τους. Κοινωνούσαν τακτικά και πάντα κρυφοκοίταζαν τον παπά τους την ώρα της κατάλυσης, για να βεβαιωθούν πως το “θαύμα της Σπιναλόγκα” συνέβαινε ξανά και ξανά.
To 1957, με την ανακάλυψη των αντιβιοτικών και την ίαση των λεπρών, το λεπροκομείο έκλεισε και το νησί ερημώθηκε. Μόνο ο ιερέας έμεινε στο νησί ως το 1962, για να μνημονεύει τους λεπρούς μέχρι 5 χρόνια μετά το θάνατό τους. Ιδού, λοιπόν, ένας σύγχρονος αθόρυβος ήρωας, που δεν τιμήθηκε για το έργο του από κανέναν, και που -αν προσέξατε- δεν παραθέσαμε το όνομά του γιατί απλά δεν το γνωρίζουμε! Το γνωρίζει όμως -σίγουρα- ο Θεός! Κι αυτό μας αρκεί!
ΑΦΗΓΗΣΗ
Ήμουνα λεπρός. Έζησα στη Σπιναλόγκα πολλά χρόνια. Η κατάστασή μας ήταν φρικτή. Η αρρώστια παραμόρφωνε τα πρόσωπά μας, έτρωγε τα άκρα μας. Πολλοί λεπροί ήταν χωρίς φρύδια, χωρίς μάτια, χωρίς μύτη, χωρίς χείλη, χωρίς δάκτυλα χεριών και ποδιών. Πολλών το σώμα σκεπαζόταν από μια φρικτή κρούστα. Οι πληγές ξερνούσαν πολλές φορές ακαθαρσίες και έτσι κολλούσε το σώμα με τα ρούχα. Και είχαν οι πληγές μια τρομερή βρώμα από πύο! Η ιατρική περίθαλψη ήταν ασήμαντη. Υπήρχε στο νησί ένας γιατρός και ήμαστε οι άρρωστοι περίπου εξακόσιοι! Και δεν έφταναν αυτά. Ζούσαμε οι περισσότεροι σε σπίτια μικρά, υγρά και ανήλια.
Ο φόβος της μόλυνσης έκανε όλους τους υγιείς ανθρώπους να μην τολμούν να μας πλησιάσουν. Ήταν τούτο κάτι ανώτερο από τις δυνάμεις τους. Δεν μπορούσε η ψυχή να νικήσει τη σάρκα.
Ο γιατρός, οι νοσοκόμες, οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι και οι γυναίκες, που έπλυναν τα ρούχα μας, άφηναν το νησί της φρίκης λίγο πριν τη δύση του ηλίου και πήγαιναν με βενζινάκατο στην Πλάκα, που ήταν δυτικά και απέναντι της Σπιναλόγκας. Φεύγοντας έκλειναν την πελώρια πύλη του βενετσιάνικου τείχους, που χώριζε την αποβάθρα από το χωριό μας. Και μέναμε οι λεπροί ολομόναχοι. Συντροφιά με τη μοίρα μας! Η απομάκρυνσή τους βέβαια από το νησί ήταν δικαιολογημένη. Έπρεπε να ζήσουν μερικές ώρες μακριά από το «νησί των ζωντανών νεκρών», όπως αποκαλούσαν τη Σπιναλόγκα τότε δημοσιογράφοι των αθηναϊκών εφημερίδων.
Τις δύσκολες ώρες όλοι μας, όταν δεν μπορούμε να σταθούμε όρθιοι με τα μάτια καρφωμένα στο συνάνθρωπό μας, γονατιστοί στρέφομε τα μάτια μας προς τα άνω. Και εμείς, βρισκόμενοι στη Σπιναλόγκα, στο Γολγοθά του ανθρώπινου πόνου, πηγαίναμε στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα και στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και προσευχόμαστε σιωπηλά. Νιώθαμε όλοι την ανάγκη ενός ιερέα. Εκείνος μόνο θα μπορούσε να μας παρηγορήσει με το λόγο του Θεού, να μας συμπαρασταθεί πνευματικά. Όμως ιερέας ερχόταν στο νησί μας από την Ελούντα μόνο δύο φορές το μήνα. Ερχόταν Σαββατόβραδο, έκανε τον εσπερινό και έφευγε. Ερχόταν πάλι την επόμενη μέρα, τελούσε τη Θεία Λειτουργία και έφευγε. Ερχόταν και άλλες φορές. Τότε όμως ερχόταν από αναπότρεπτη ανάγκη, για να κηδέψει τους νεκρούς μας!
Κάποια μέρα καθόμαστε μερικοί άντρες στην αυλή του καφενείου μας, που ήταν κοντά στην πύλη. Τότε πιο πέρα φάνηκε ένας ιερέας. Καταλάβαμε όλοι μας ότι ήρθε στο νησί, για να λειτουργήσει. Μόλις μας είδε ήρθε κοντά μας. Μας καλημέρισε με εγκαρδιότητα. Όλοι μας όρθιοι και με ελαφρά υπόκλιση τον καλωσορίσαμε. Κανένας μας όμως δεν έτεινε το χέρι του, για να τον χαιρετήσει. Ο λεπρός δεν πρέπει να χαιρετά με χειραψία. Κι αυτό, για να μη μεταδώσει την καταραμένη του αρρώστια. Τότε εκείνος μας χαιρέτησε όλους με χειραψία! Μας είπε απλά ότι θα μείνει κοντά μας, για να μας βοηθάει στην εκπλήρωση των χριστιανικών μας καθηκόντων. Η συγκίνησή μας ήταν μεγάλη.
Την άλλη μέρα πήγαμε στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα. Παρακολουθήσαμε όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, με κατάνυξη τη Θεία Λειτουργία, που τελούσε με δωρική απλότητα και απροσμέτρητη ευσέβεια. Την Κυριακή αυτή δεν μεταλάβαμε. Δεν είχαμε ενημερωθεί έγκαιρα για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας και δεν είχαμε νηστέψει. Στο τέλος της Λειτουργίας πήραμε από το χέρι του αντίδωρο. Και παίρνοντας το αντίδωρο του φιλούσαμε όλοι το χέρι! Ήταν κάτι που το επιδίωξε ο ίδιος. Καθώς έδινε το αντίδωρο, πλησίαζε το χέρι του στο στόμα μας. Όλων μας τα μάτια βούρκωσαν από συγκίνηση. Πριν έρθει εκείνος, το αντίδωρο το παίρναμε από ένα καλαμόπλεχτο πανέρι που τοποθετούσε ο νεωκόρος στο παγκάρι.
Την επόμενη Κυριακή πήγαμε σχεδόν όλοι στην εκκλησία. Η εκκλησία ήταν κατάμεστη, το ίδιο και το προαύλιό της. Τη μέρα αυτή μεταλάβαμε όλοι. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας είδαμε τον ιερέα μας να καταλύει ο,τι είχε απομείνει στο Άγιο Ποτήριο από τη μετάληψή μας! Ανοίξαμε όλοι τα ματιά μας από έκπληξη. Νομίζαμε ότι ονειρευόμαστε. Χοντρά και καυτά δάκρυα ανάβρυσαν από τα μάτια μας. Ο προηγούμενος ιερέας ο,τι απέμενε από τη μετάληψή μας -ασφαλώς κατά θεία οικονομία- το έχυνε στο χωνευτήρι.
Ο ιερομόναχος Χρύσανθος έμενε κοντά μας νύκτα και μέρα. Και έμεινε κοντά μας δέκα χρόνια! Τα χρόνια αυτά εκδήλωσε σε όλους μας όχι μόνο την αγάπη της γλυκύτητας, αλλά και την αγάπη της ευποιίας. Μας επισκεπτόταν στα σπίτια μας. Μας καθοδηγούσε όλους. Ενίσχυε με τα λίγα χρήματα που είχε τους φτωχούς. Και έκανε τούτο τηρώντας το «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου» (Ματθ. ΣΤ´, 3). Ευγνωμονώ, όπως και όλοι οι άρρωστοι της Σπιναλόγκας, τον πατέρα Χρύσανθο για…
Δεν ολοκλήρωσε όμως τη φράση του. Ξέπασε σ᾽ ένα βουβό κλάμα.
Η Αστυνομική Ταυτότητα του ιερομονάχου Χρυσάνθου, όπου αναγράφεται ως κατοικία του η
Σπιναλόγκα.
Η Αστυνομική Ταυτότητα του ιερομονάχου Χρυσάνθου, όπου αναγράφεται ως κατοικία του η Σπιναλόγκα.
Ο πατήρ Χρύσανθος, κατά κόσμον Ματθαίος Κατσουλογιαννάκης, γεννήθηκε στα Έξω Μουλιανά της Επαρχίας Σητείας στις 15 Ιουλίου 1893. Παρακολούθησε μαθήματα της έκτης τάξης του δημοτικού σχολείου χωρίς να πάρει απολυτήριο. Ο επίσκοπος Ιεράς και Σητείας Αμβρόσιος τον έκρινε μοναχό το 1911 και τον τοποθέτησε στη Μονή Τοπλού. Στις 20 Ιανουαρίου τον χειροτόνησε ιεροδιάκονο και στις 26 Σεπτεμβρίου 1920 ιερομόναχο. Το 1941, έπειτα από αίτησή του, ο επίσκοπός του Φιλόθεος Μαζοκοπάκης τον μετέθεσε στην Μονή Φανερωμένης Ιεράπετρας. Εξεδήμησε εις Κύριον στις 3 Απριλίου 1972 και ενταφιάσθηκε στη Μονή Τοπλού.
Πηγές:roykoymoykoy.blogspot.gr-www.sitiapress.gr- ahdoni.blogspot.gr
Όλοι στο συγκρότημα διαμερισμάτων ήξεραν ποιος ήταν ο «Άσχημος» . Ο Άσχημος ήταν ένας μικρός γάτος που περιφέρονταν στη γειτονιά και αγαπούσε τρία πράγματα σε αυτόν το κόσμο: να παλεύει με τους άλλους γάτους, να τρώει σκουπίδια αλλά και τα χάδια, όταν τα έβρισκε.
Ο συνδυασμός αυτών των πραγμάτων σε συνδυασμό με την ζωή που πέρασε στους δρόμους, είχαν την επίδρασή τους στον Άσχημο. Για παράδειγμα ο μικρός γάτος είχε μόνο ένα μάτι και εκεί όπου θα έπρεπε να υπάρχει το άλλο, βρίσκονταν στη θέση του μια τρύπα. Δεν είχε όμως μόνο αυτό το πρόβλημα. Του έλειπε και το αυτί από την ίδια πλευρά που δεν είχε μάτι, ενώ το αριστερό του πόδι πρέπει να είχε σπάσει άσχημα στο παρελθόν και να επουλώθηκε με αφύσικο τρόπο γιατί στο περπάτημα του, δεν θύμιζε με τίποτα μια γάτα.
Όλοι είχαν προειδοποιηθεί να μην αγγίξουν αυτή τη γάτα. Ένας άντρας όμως το έκανε και του άλλαξε τη ζωή.
Ο Άσχημος θα ήταν ένας όμορφος άσπρος γάτος, αν δεν υπήρχαν οι πληγές που κάλυπταν το τρίχωμα του, στο κεφάλι του, στο λαιμό του, ακόμη και στους ώμους του. Κάθε φορά που κάποιος έβλεπε τον Άσχημο είχε πάντα την ίδια αντίδραση: «Πω πω, πόσο άσχημη είναι αυτή η γάτα!!!»
Όλα τα παιδιά είχαν προειδοποιηθεί να μην τον αγγίζουν και οι ενήλικες του πέταγαν πέτρες, τον κλωτσούσαν και τον έδιωχναν όταν προσπαθούσε να πλησιάσει στις πόρτες τους.
Ο Άσχημος είχε πάντα την ίδια αντίδραση στις επιθέσεις των ανθρώπων. Αν του πέταγες νερό με το λάστιχο, στέκονταν πάντα ακίνητος μέχρι να βαρεθείς και να σταματήσεις. Αν του πέταγες πέτρες, αντί να τρέξει, σε πλησίαζε περισσότερο και έτριβε το ψηλόλιγνο σώμα του στα πόδια σου, σαν να σε συγχωρούσε για τη πράξη σου.
Κάθε φορά που ο Άσχημος έβλεπε μικρά παιδιά, έτρεχε γρήγορα προς το μέρος τους για να ακουμπήσει με το κεφάλι του τα χέρια τους, ικετεύοντας για την αγάπη τους. Αν αυτά δεν τον έδιωχναν αμέσως, έπαιρνε θάρρος και άρχιζε να γλύφει με μανία τα παπούτσια, τα παντελόνια ότι μπορούσε να βρει, σαν τους έλεγε «Ευχαριστώ που με αποδέχεστε όπως είμαι».
Μια μέρα ο «Άσχημος» θέλησε να μοιραστεί την αγάπη του με το όμορφο χάσκι ενός γείτονα. Το χάσκι όμως δεν ήταν τόσο ευγενικό και φιλικό με τον Άσχημο.
Όλοι η γειτονιά άκουσε τις κραυγές του δύστυχου γάτου την ώρα που το χάσκι τον δάγκωνε άσχημα σε όλο του το σώμα. Κάποιοι φιλεύσπλαχνοι γείτονες μόλις κατάλαβαν τι συμβαίνει, έτρεξαν για να τον βοηθήσουν. Ήταν όμως πολύ αργά για τον Άσχημο. Όταν πλησίασαν ήταν πια φανερό ότι η θλιβερή ζωή του, είχε φτάσει στο τέλος της.
Ο Άσχημος ήταν ξαπλωμένος στη μέση μιας μεγάλης κόκκινης κηλίδας. Τα πίσω πόδια και το κάτω μέρος της πλάτης του, είχαν πάρει ένα αφύσικο σχήμα, ενώ είχε τρομερές πληγές σε όλο του το σώμα.
Κάποιος άντρας, τον λυπήθηκε, τον σήκωσε και προσπάθησε να τον μεταφέρει στο σπίτι του για να τον περιποιηθεί. «Καθώς τον μετέφερα, μπορούσα να ακούσω τον συριγμό και το λαχάνιασμα του. Μπορούσα να αισθανθώ τον αγώνα που έδινε για να κρατηθεί στη ζωή» είπε αργότερα.
Την ώρα που ο άντρας έτρεχε προς το σπίτι του κρατώντας στην αγκαλιά του το τραυματισμένο γατί, κάτι ένιωσε. Γύρισε το βλέμμα του και είδε τον ετοιμοθάνατο Άσχημο να προσπαθεί, με όση δύναμη του είχε απομείνει, να τρίψει το κεφάλι του πάνω του. Ο άντρας τον χάιδεψε και αυτός γύρισε, τον κοίταξε με το ένα του μάτι και άρχισε να κάνει αυτόν τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνουν όλα τα γατιά όταν νιώθουν χαρά και ευχαρίστηση. Ακόμα και στις τελευταίες της στιγμές, μέσα σε τρομερούς πόνους, αυτή η σημαδεμένη γάτα το μόνο που ζητούσε ήταν λίγη αγάπη, ίσως και λίγη συμπόνια.
«Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι ο Άσχημος είναι το πιο όμορφο, το πιο τρυφερό πλάσμα που είχα δει ποτέ μου» είπε ο άντρας αργότερα. «Δεν προσπάθησε ούτε μια φορά να με δαγκώσει, να με γρατσουνίσει ή να παλέψει για να με αποφύγει. Ο Άσχημος απλά με κοίταξε σαν να μου εμπιστευόταν απόλυτα τη ζωή του, σαν να γνώριζε ότι θα μπορούσα να του ανακουφίσω τον πόνο του».
Ο Άσχημος τελικά πέθανε πριν προλάβει ο άντρας να φτάσει στο σπίτι του.
«Κάθισα σε κάποια σκαλοπάτια με το νεκρό γατί στην αγκαλιά μου για αρκετή ώρα και προσπαθούσα να σκεφτώ πώς ένα σημαδεμένο, παραμορφωμένο μικρό αδέσποτο μπόρεσε και άλλαξε έτσι τη ζωή μου. Πως μου δίδαξε μέσα σε τόσο λίγα δευτερόλεπτα τι σημαίνει να έχεις πραγματική καθαρότητα του πνεύματος, να αγαπάς τόσο απόλυτα και τόσο αληθινά. Να δίνεις, χωρίς να ζητάς ανταλλάγματα. Ο Άσχημος μου έμαθε πολλά περισσότερα για την προσφορά και τη συμπόνια από χίλια βιβλία, διαλέξεις ή τηλεοπτικές εκπομπές. Γι "αυτό θα τον ευχαριστώ για πάντα. Ο Άσχημος ήταν σημαδεμένος εξωτερικά, αλλά εγώ ήμουν σημαδεμένος εσωτερικά. Ήταν ώρα για μένα να προχωρήσω και να μάθω να αγαπώ αληθινά και βαθιά. Για να δώσω τον εαυτό μου σε εκείνους που νοιάζονται για μένα.»
Κάποιοι άνθρωποι θέλουν να είναι πιο πλούσιοι, κάποιοι πιο επιτυχημένοι και κάποιοι άλλοι πιο όμορφοι. Ο άντρας όμως από εκείνη την μέρα, όπως είπε, θα προσπαθήσει απλά να γίνει πιο άσχημος.
Άραγε τι να σημαίνει "θλίψη" και από τι προκαλείται;
Η θλίψη είναι η συντριβή των συναισθημάτων τα οποία ενεργούν και εξουσιάζουν την καρδιά και το σώμα και ως επέκταση και την ψυχή του ανθρώπου.
Ο φόβος της μοναξιάς ή της εγκατάλειψης, μάς προτρέπει να παίρνουμε λάθος επιλογές.
Συχνά συμβιβαζόμαστε με τις ανθρώπινες σχέσεις μόνο και μόνο για να μην νιώθουμε μοναξιά.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη μοναξιά από το να ζεις, να ξυπνάς ή να βρίσκεσαι μέσα σε μια αγκαλιά που δεν αγαπάς!
Η μεγαλύτερη θλίψη γεννιέται μέσα στους ανθρώπους και όχι έξω από αυτούς. Ακριβώς το αντίθετο από την σχέση μας με το Θεό.
Όταν ζεις χωρίς την κατανόηση των γύρω σου, χωρίς να έχεις ένα στήριγμα, χωρίς βοήθεια, χωρίς αγάπη, χωρίς ελπίδα, τότε βιώνεις μια μεγάλη εσωτερική μοναξιά, βιώνεις την θλίψη της ψυχής.
Κι όμως όλα αυτά μπορείς να τα αποκτήσεις έχοντας μέσα σου τον Θεό. Η παρουσία του Θεού στην καθημερινότητά σου, σού δίνει όλα αυτά κι ακόμα περισσότερα. Διαύγεια, δύναμη σωματική και ψυχική, υγεία, ευφορία κ.α.
Η εγκατάλειψη των ανθρώπων τι μας στερεί;
Μήπως την επικοινωνία; Μήπως την συντροφικότητα; Μήπως την συμπαράσταση; Μήπως την κατανόηση; Την προστασία; Την ανθρώπινη επαφή; Μια συμβουλή; Την αγάπη;
Αλήθεια, πείτε μου τι από τα παραπάνω δεν μπορεί ο Θεός μας, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών να μας χαρίσει;
Όμως πείτε μου, τις πνευματικές μας ανάγκες ποιός άνθρωπος είναι ικανός να μας τις εκπληρώσει;
Την πνευματική μας τροφή ποιος άνθρωπος μπορεί να μας την χαρίσει; Κανείς!
Κι όμως δεν διψάμε για την παρουσία-συντροφικότητα του Θεού στη ζωή μας. Για να κρατήσουμε τον/την σύντροφό μας ή για να είμαστε αρεστοί προς τους άλλους κάνουμε θυσίες και αλλάζουμε συνήθειες, τιθασεύουμε τον χαρακτήρα μας, αλλάζουμε τελείως την ζωή μας. Για τον Θεό ποια θυσία κάνουμε;
Τελικά, τι είναι αυτό που μας αποκόπτει από το Θεό; Τι εννοούμε εγκατάλειψη και σε ποια εγκατάλειψη αναφερόμαστε; Του Θεού ή την δική μας απέναντι του;
Κανένας γέροντας, κανένας ασκητής, κανένας Άγιος δεν είπε ότι, όταν ζήτησαν την βοήθεια Του, ο Θεός δεν τους άπλωσε τo χέρι. Άρα, ποιος εγκαταλείπει ποιον και γιατί;
Ζούμε σε έναν κόσμο που δεν έμαθε να αγαπά, να προσφέρει, να θυσιάζεται. Δεν νιώσαμε πολλές φορές την αγάπη, ίσως ούτε από τους γονείς μας αλλά ούτε από τους συντρόφους μας γιατί και αυτοί δεν την γνωρίζουν πως είναι στ' αλήθεια. Ξέρουμε πως μπορεί να είναι αλλά δεν την έχουμε γευτεί. Για αυτό και ο Θεός μας συγχωρεί και μας περιμένει.
Περιμένει μια μικρούλα προσευχή, έναν μικρό αναστεναγμό, ένα μικρό δάκρυ στην εξομολόγηση.
Εμείς εγκαταλείπουμε τον Θεό και επιλέγουμε την απομόνωση και την μοναξιά εκτός ή εντός του κόσμου.
Όμως ποτέ δεν είναι αργά. Όταν "πέφτεις" πονάς, υποφέρεις, δακρύζεις. Όμως για να σηκωθείς κοιτάς ψηλά για να πιαστείς από κάπου και να σταθείς όρθιος για να συνεχίσεις.
Εάν "πέσουμε", ας μην μείνουμε εκεί δακρυσμένοι και απελπισμένοι. Ας κοιτάξουμε ψηλά κι ας πιαστούμε από το χέρι του Θεού κι ας μην το αφήσουμε ποτέ για να συνεχίσουμε τη ζωή μας χαρούμενοι και ευτυχισμένοι.
με πολλή αγάπη Γεωργία
Γέροντα, ο Αββάς Ποιμήν λέει: «Μάθε τι θέλει ο αδελφός και ανάπαυσέ τον». Τί θέλει να πη ακριβώς;
- Εννοεί να μάθης τι ανάγκη έχει ο αδελφός σου, ο πλησίον σου, και ανάλογα να τον αναπαύσης, με την καλή έννοια. Γιατί και η αγάπη χρειάζεται διάκριση. Αν κάποιος λ.χ. είναι γαστρίμαργος, δεν πρέπει να του δίνης συνέχεια νόστιμα φαγητά, γιατί αυτό θα τον βλάψη. Θα κάνεις νόστιμο φαγητό για έναν που έχει ανορεξία, για να μπορέση να το φάη. Ή, αν κάποιος έχη ζάχαρο και του δίνης γλυκά, αγάπη είναι αυτή;
- Γέροντα, πως γίνεται να αγαπάη κανείς το ίδιο όλους τους ανθρώπους και να τους αγαπάη με διάκριση;
- Αγαπάει όλους το ίδιο, αλλά δεν εκδηλώνει την αγάπη του σε όλους το ίδιο. Άλλον τον αγαπάει από μακριά, γιατί χρειάζεται να τον κρατήση σε απόσταση, άλλον από κοντά, ανάλογα με το τι ωφελεί τον καθένα. Σε έναν δεν πρέπει καθόλου να μιλήση, σε άλλον πρέπει να πη δυο λόγια, σε άλλον λίγα παραπάνω.
- Μπορεί , Γέροντα, η εκδήλωση της αγάπης μου να βλάψη τον άλλον;
- Αν ο άλλος έχη φιλότιμο και εσύ του δείξης πολλή αγάπη, τότε αλλοιώνεται με την καλή έννοια και προσπαθεί με κάθε τρόπο να σε ευχαριστήσει, να μη σε λυπήση. Ο αναιδής όμως, αν του δείξης πολλή αγάπη, γίνεται ακόμα πιο αναιδής, γιατί η πολλή αγάπη τους μεν φιλότιμους τους κάνει πιο φιλότιμους, τους δε αναιδείς, τους κάνει πιο αναιδείς. Οπότε, όταν δης πως δεν βοηθάς με την αγάπη σου, την λιγοστεύεις με διάκριση∙ αλλά και αυτό από αγάπη το κάνεις.
- Γέροντα, υπάρχει περίπτωση να κάνω μία θυσία με καθαρά ελατήρια και να φθάσω στην αγανάκτηση;
- Ναι, γι’ αυτό η θυσία πρέπει να γίνεται με διάκριση. Να προσέχεις να μην ξεπερνάς την αντοχή σου, γιατί και οι σωματικές δυνάμεις έχουν όριο. Όταν ξεπεράσης την σωματική αντοχή σου, τότε, αν κάποιος σου πη: «τίποτε δεν έκανες απ’ το πρωί», μπορεί να πης μέσα σου :«Βρε τον αχάριστο! Εγώ απ’ το πρωί σκοτώθηκα στην δουλειά, κι αυτός λέει ότι δεν έκανα τίποτε!». Έτσι πάνε όλα χαμένα.
- Αν, Γέροντα, προς στιγμήν μέσα μου αγανακτήσω, αλλά αμέσως σκεφθώ ότι συνέβη αυτό , γιατί τα ελατήριά μου δεν ήταν καθαρά, τότε πάλι τα χάνω όλα;
- Σ’ αυτήν την περίπτωση σου δίνει μια σπρωξιά το ταγκαλάκι κι εσύ του δίνεις μια σφαλιάρα. Οπότε τρώει το ταγκαλάκι την σφαλιάρα και φεύγει.
από το βιβλίο: “Πάθη και Αρετές”
Πηγή: imverias.blogspot.gr
Πηγή: askitikon.eu
-Γέροντα πότε πιάνουν τα μάγια;
-Για να πιάσουν τα μάγια, πρέπει να δώσει κανείς δικαιώματα στον διάβολο. Να δώσει δηλαδή σοβαρή αφορμή και να μην τακτοποιηθεί με την μετάνοια και την εξομολόγηση.
Σε έναν που εξομολογείται, και με το φτυάρι να του ρίχνουν τα μάγια, δεν πιάνουν. Γιατί, όταν εξομολογείται και έχει καθαρή καρδιά, δεν μπορούν οι μάγοι να συνεργασθούν με τον διάβολο, για να τον βλάψουν.
Μια φορά ήρθε ένας μεσήλικας στον Καλύβι με έναν αέρα…Από μακριά, μόλις τον είδα, κατάλαβα ότι έχει δαιμονική επήρεια. « Ήρθα να με βοηθήσεις, μου είπε. Προσευχήσου για μένα, γιατί έναν χρόνο τώρα έχω φοβερούς πονοκέφαλους και οι γιατροί δεν βρίσκουν τίποτε». «Έχεις δαιμόνιο, του λέω, γιατί έδωσες δικαιώματα στον διάβολο». «Δεν έκανα τίποτε», μου λέει. «Δεν έκανες τίποτε; Του λέω. Δεν απάτησες μια κοπέλα; Ε, αυτή πήγε και σου έκανε μάγια. Πήγαινε να ζητήσεις συγγνώμη από την κοπέλα, μετά να εξομολογηθείς, να σου διαβάσουν και εξορκισμούς, για να βρεις την υγεία σου. Αν εσύ δεν καταλάβεις το σφάλμα σου και δεν μετανοήσεις, όλοι οι πνευματικοί του κόσμου να μαζευτούν και να ευχηθούν, το δαιμόνιο δεν φεύγει».
Όταν έρχονται τέτοιοι άνθρωποι, με τέτοιον αέρα, τους μιλάω ανοιχτά. Θέλουν τράνταγμα, για να συνέλθουν.
Ένας άλλος μου είπε ότι η γυναίκα του έχει δαιμόνιο. Κάνει συνεχώς φασαρίες στο σπίτι. Σηκώνεται το βράδυ, τους ξυπνάει, τα κάνει όλα άνω-κάτω. «Εσύ εξομολογείσαι;» του λέω. «Όχι», μου λέει. «Πρέπει να έχετε δώσει δικαιώματα στον διάβολο, του λέω. Δεν έγινε αυτό στα καλά καθούμενα». Τελικά βρήκαμε ότι είχε πάει σ’ έναν Χότζα και του έδωσε κάτι να ραντίσει στο σπίτι για γούρι, για να πάει καλά η δουλειά του, και ούτε καν έδινε σ’ αυτό σημασία. Αλώνιζε μετά ο διάβολος στο σπίτι του.
ΠΩΣ ΛΥΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΜΑΓΙΑ
- Αν πιάσουν, Γέροντα, τα μάγια, πως λύνονται;
- Με την μετάνοια και την εξομολόγηση. Γι’ αυτό πρέπει πρώτα να βρεθεί η αιτία, για την οποία έπιασαν τα μάγια, να καταλάβει ο άνθρωπος το σφάλμα του, να μετανοήσει και να εξομολογηθεί. Πόσοι έρχονται εκεί στο Καλύβι που ταλαιπωρούνται, επειδή τους έχουν κάνει μάγια, και μου λένε: «Κάνε προσευχή, για να απαλλαγώ από αυτό το βάσανο»! Μου ζητάνε βοήθεια, χωρίς να ψάξουν να βρουν από πού ξεκίνησε το κακό, για να το διορθώσουν. Να βρουν δηλαδή σε τι έφταιξαν και έπιασαν τα μάγια, να μετανοήσουν, να εξομολογηθούν, για να σταματήσει η ταλαιπωρία τους.
- Γέροντα, όταν ο άνθρωπος που του έχουν κάνει μάγια φθάσει σε τέτοια κατάσταση που δεν μπορεί να βοηθήσει ο ίδιος τον εαυτό του, να εξομολογηθεί κ.λπ., μπορούν οι άλλοι να τον βοηθήσουν;
- Μπορούν να καλέσουν τον ιερέα στο σπίτι να κάνει ευχέλαιο ή έναν αγιασμό. Να του δώσουν να πιει αγιασμό, για να υποχωρήσει λίγο το κακό και να μπει λίγο Χριστός μέσα του. Έτσι έκανε μια μητέρα για το παιδί της και βοηθήθηκε. Μου είχε πει ότι ο γιος της υπόφερε πολύ, γιατί του είχαν κάνει μάγια. “Να πάει να εξομολογηθεί” της είπα. «Πώς να πάει, πάτερ, να εξομολογηθεί, στην κατάσταση που είναι;», μου είπε. «Τότε πες στον πνευματικό σου”, της λέω “να έρθει στο σπίτι, να κάνει αγιασμό και να δώσεις στον γιό σου να πιει από τον αγιασμό. Θα τον πιει όμως;”. «Θα τον πιει» μου λέει. «Ε, ξεκίνησε με τον αγιασμό, της λέω, και μετά προσπάθησε να μιλήσει το παιδί με τον παπά. Αν εξομολογηθεί, θα τον πετάξει τον διάβολο πέρα». Και πράγματι, με άκουσε και βοηθήθηκε το παιδί. Μετά από λίγο μπόρεσε να εξομολογηθεί και έγινε καλά.
Μια άλλη γυναίκα, η φουκαριάρα, τι έκανε; Ο άνδρας της είχε μπλέξει με μάγους και δεν ήθελε ούτε σταυρό να φορέσει. Για να τον βοηθήσει λίγο, έραψε στον γιακά από το σακάκι του ένα σταυρουδάκι.
Μια φορά που χρειάστηκε να περάσει από ένα γεφύρι στην άλλη όχθη ενός ποταμού, μόλις πάτησε στον γεφύρι, άκουσε μια φωνή να του λέει: «Τάσο, Τάσο, βγάλε το σακάκι, να περάσουμε μαζί το γεφύρι». Ευτυχώς έκανε κρύο και είπε: «Πώς να το βγάλω κρυώνω!» «Βγάλ’ το, βγάλ’ το, να περάσουμε», άκουσε την ίδια φωνή να του λέει. Βρε τον διάβολο! Ήθελε να τον ρίξει κάτω στο ποτάμι, αλλά δεν μπορούσε, γιατί είχε πάνω του το σταυρουδάκι. Τελικά τον έριξε εκεί σε μια άκρη.
Εν τω μεταξύ, τον έψαχναν οι δικοί του όλη την νύχτα και τον βρήκαν τον καημένο πεσμένο επάνω στο γεφύρι. Αν δεν έκανε κρύο, θα έβγαζε το σακάκι και θα τον πετούσε ο διάβολος μέσα στο ποτάμι. Τον φύλαξε ο σταυρός που είχε στο πέτο του. Πίστευε η φουκαριάρα η γυναίκα του. Αν δεν είχε πίστη, θα το έκανε αυτό;
Πηγή: askitikon.eu
- Γέροντα, πώς θα ξεπεράσω τον θυμό;
- Σκοπός είναι να προλαβαίνης να μη φθάνης στον θυμό.
Και το γάλα, αν δεν προλάβης να το κατεβάσης από την φωτιά, μόλις φουσκώση, χύνεται.
- Πώς θα προλαβαίνω να μη θυμώνω;
- Χρειάζεται επαγρύπνηση. Να παρακολουθής τον εαυτό σου και να συγκρατής τον θυμό σου, για να μη ριζώση μέσα σου το πάθος, γιατί μετά, και να θελήσης να το κόψης με το τσεκούρι, θα πετάη συνέχεια «λαίμαργα».
Να θυμάσαι αυτό που είπε ο Δαβίδ: «Ητοιμάσθην και ουκ εταράχθην».
Είδες εκείνος ο μοναχός τι έκανε; Μόλις έβγαινε από το κελί του, έκανε τον σταυρό του και έλεγε: «Θεέ μου, φύλαξέ με από τους πειρασμούς» και ήταν έτοιμος να αντιμετωπίση πειρασμό. Ήταν σαν να κρατούσε σκοπιά. Κοιτούσε από πού θα του έρθη ο πειρασμός, για να αμυνθή. Αν λοιπόν κάποιος αδελφός του φερόταν άσχημα, αυτός ήταν έτοιμος και τον αντιμετώπιζε με πραότητα και με ταπείνωση. Έτσι να κάνης κι εσύ.
- Γέροντα, γιατί μερικές φορές σε έναν πειρασμό λέω από μέσα μου: «δεν θα μιλήσω», αλλά στο τέλος ξεσπάω.
- Τί θα πη ξεσπάς; Τα σπασμένα τί γίνονται μετά; Καίγονται; Δεν έχεις, φαίνεται, πολλή υπομονή, γι’ αυτό φθάνεις μέχρις ενός σημείου και ύστερα ξεσπάς. Χρειάζεσαι λίγη ακόμη …;
Πριν μιλήσης, να λες δυο-τρεις φορές την ευχή, για να πάρης λίγο φως. Μια γυναίκα, όταν θύμωνε, έλεγε το «Πιστεύω» και ύστερα μιλούσε.
Κοσμικοί άνθρωποι και βλέπεις τί αγώνα κάνουν!
- Γέροντα, όταν αντιδρώ με την συμπεριφορά μιας αδελφής, τί να κάνω;
- Να βλέπης την αδελφή με καλωσύνη. Να προσπαθής να την δικαιολογής με αγάπη. Αυτό θα σε βοηθήση να αποκτήσης φυσιολογικά μια σταθερή, καλή πνευματική κατάσταση και όταν θα έρχεται το πάθος του θυμού, θα βρίσκη κατειλημμένη την θέση της καρδιάς σου από την αγάπη και δεν θα μπορή πλέον να σταθή θα φεύγη.
Γέρων Παϊσιος
- Γέροντα, μένει ψυχρή η καρδιά μου στην προσευχή.
Είναι γιατί ο νους δεν δίνει τηλεγράφημα στην καρδιά. Ύστερα στην προσευχή χρειάζεται να εργασθεί κανείς· δεν μπορεί από την μια στιγμή στην άλλη να φθάσει σε κατάσταση, ώστε να μη φεύγει καθόλου ο νους του. Θέλει υπομονή. Βλέπεις, άλλος χτυπάει την πόρτα, ξαναχτυπάει, περιμένει, και μετά ανοίγει η πόρτα. Εσύ θες να χτυπήσεις μια και να μπεις μέσα. Δεν γίνεται έτσι.
Στην προσευχή χρειάζεται επιμονή. «Και παρεβιάσαντο αυτον» (Λουκ. 24, 25), λέει το Ευαγγέλιο για τους δύο Μαθητές που συνάντησαν τον Χριστό στον δρόμο προς Εμμαούς. Έμεινε ο Χριστός μαζί τους, γιατί είχαν μια συγγένεια με τον Χριστό και το δικαιούνταν. Είχαν ταπείνωση, απλότητα, καλοσύνη, θάρρος με την καλή έννοια, όλες τις προϋποθέσεις, γι’ αυτό και ο Χριστός έμεινε μαζί τους.
Πρέπει να προσευχόμαστε με πίστη για κάθε ζήτημα και να κάνουμε υπομονή, και ο Θεός θα μιλήσει. Γιατί, όταν ο άνθρωπος προσεύχεται με πίστη, υποχρεώνει τον Θεό κατά κάποιο τρόπο για την πίστη του αυτή να του εκπληρώσει το αίτημά του. Γι’ αυτό, όταν ζητούμε κάτι από τον Θεό, να μη «διακρινώμεθα» και θα εισακουσθούμε. «Να έχετε πίστη χωρίς να διακριθείτε» (Ματθ. 21, 21), είπε ο Κύριος. Ο Θεός ξέρει να μας δώσει αυτό που ζητούμε, ώστε να μη βλαφτούμε πνευματικά.
Μερικές φορές ζητούμε κάτι από τον Θεό, αλλά δεν κάνουμε υπομονή και ανησυχούμε. Αν δεν είχαμε δυνατό Θεό, τότε να ανησυχούσαμε. Αλλά αφού έχουμε Θεό Παντοδύναμο και έχει πάρα πολλή αγάπη, τόση που μας τρέφει και με το Αίμα Του, δεν δικαιολογούμαστε να ανησυχούμε.
Μερικές φορές δεν αφήνουμε ένα δύσκολο θέμα μας στα χέρια του Θεού, αλλά ενεργούμε ανθρώπινα. Όταν ζητούμε κάτι από τον Θεό και κλονίζεται η πίστη μας και θέλουμε να ενεργήσουμε ανθρωπίνως στα δυσκολοκατόρθωτα, χωρίς να περιμένουμε την απάντηση στο αίτημά μας από τον Θεό, είναι σαν να κάνουμε αίτηση στον βασιλέα Θεό και την παίρνουμε πίσω, την ώρα που Εκείνος απλώνει το χέρι Του, για να ενεργήσει.
Τον παρακαλούμε πάλι, αλλά και πάλι κλονίζεται η πίστη μας και ανησυχούμε και επαναλαμβάνουμε το ίδιο. Έτσι διαιωνίζεται η ταλαιπωρία μας. Κάνουμε δηλαδή σαν εκείνον που κάνει μια αίτηση στο Υπουργείο και ύστερα από λίγο μετανιώνει και την αποσύρει. Ξαναμετανιώνει, την υποβάλλει· μετά από λίγο πάλι την αποσύρει. Η αίτηση όμως πρέπει να μείνει, για να παίρνει την σειρά της.
Η τάση μας να αναρριχηθούμε εις βάρος των άλλων, να τους απορρίψουμε, να τους φθονήσουμε και να τους κατακρίνουμε.
Η επιδίωξη της εξουσίας, των επαίνων και του πλούτου.
Η λησμοσύνη του Θεού, η προσκόλληση στα γήινα πράγματα, οι κακές και ανήθικες σκέψεις, η ταραχή του νου και η έλλειψη εσωτερικής ειρήνης, η επιθυμία να κάνουμε το ίδιον θέλημα, παρά να αναζητάμε το θέλημα του Θεού, η ανικανότητα να συγχωρούμε και να αγαπάμε τους εχθρούς μας.
Να είμαστε προσεκτικοί απέναντι στον εαυτό μας.
Η υπερηφάνεια ενεδρεύει στην καρδιά μας, ακόμα κι όταν είμαστε εν μέσω πνευματικών προσπαθειών. Τελικά, το χαρακτηριστικό του εγώ είναι ικανότητα του να διαστρέφει τα πάντα σε αντικείμενα ατομικής χρήσης και οφέλους. Είναι πιθανό να προσεύχεσαι, να σκέπτεσαι, να νηστεύεις, να συμμετέχεις στη θεία λειτουργία, να μελετάς την Αγία Γραφή και τους πατέρες της Εκκλησίας, αλλά αυτή σου η συμπεριφορά να προέρχεται είτε από μία προσπάθεια καλλωπισμού της «βιτρίνας» του εγώ με ένδοξα ψιμύθια, είτε από την προσπάθεια να θέσεις υπό την κατοχή σου τον Θεό. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, ζούμε μία ολοκληρωτική πνευματική ψευδαίσθηση.
π. Μάξιμος Έγκέρ, «Κράτα τον νου σου στον Άδη..»
Αναδημοσίευση από: http://agiabarbarapatras.blogspot.gr
Κάποτε ένας Τούρκος δικαστής κάλεσε τον π. Βασίλειο (μετέπειτα γέροντας Ιερώνυμος) στο αρχοντικό του.
Όταν έφθασε στο αρχοντικό του δικαστή του είπε:
- Αφέντη παπά, εγώ είμαι Τούρκος, μωαμεθανός. Όμως απ'το μισθό που παίρνω, κρατάω τα απαραίτητα για την οικογένεια μου και τα υπόλοιπα τα ξοδεύω σε ελεημοσύνες.
Βοηθάω χήρες, ορφανά, φτωχούς, προικίζω άπορα κορίτσια που παντρεύονται, βοηθάω αρρώστους. Κρατάω με ακρίβεια τις νηστείες, προσεύχομαι και γενικά προσπαθώ να είμαι συνεπής στην πίστη μου.
Επίσης όταν δικάζω, προσπαθώ να είμαι δίκαιος, δε χαρίζομαι σε κανέναν, όσο μεγάλη θέση κι αν έχει.
Τι λες, όλα αυτά που κάνω δεν είναι αρκετά για να κερδίσω τον παράδεισο, που λέτε σεις οι χριστιανοί;
Ο π. Βασίλειος εντυπωσιάστηκε από όσα του είπε ο Τούρκος δικαστής κι ο νους του πήγε αμέσως στον εκατόνταρχο Κορνήλιο (Πράξ. ι΄). Διέκρινε μεταξύ τους, δύο βίους παράλληλους.
Κατάλαβε πως πρόκειται για δίκαιο και καλοπροαίρετο άνθρωπο και ίσως η δική του αποστολή να ήταν ίδια με εκείνην του Απόστολου Πέτρου προς τον εκατόνταρχο.
Αποφάσισε λοιπόν να δώσει τη μαρτυρία της πίστης του.
-Δεν μου λες, αφέντη, έχεις παιδιά;
-Ναι, έχω.
-Δούλους, έχεις;
-Έχω και δούλους.
-Ποιος εκτελεί καλύτερα τις εντολές σου, τα παιδιά ή οι δούλοι σου;
-Σίγουρα οι δούλοι μου, γιατί τα παιδιά, με το θάρρος που έχουν, πολλές φορές παρακούν και κάνουν ό,τι θέλουν, ενώ οι δούλοι μου κάνουν πάντα ό,τι τους λέω εγώ.
-Δε μου λες αφέντη, όταν εσύ πεθάνεις ποιος θα σε κληρονομήσει: οι δούλοι σου, που εκτελούν τις εντολές σου πιστά, ή τα παιδιά σου που σε παρακούν;
-Μα τα παιδιά μου βέβαια. Μόνο αυτά έχουν κληρονομικά δικαιώματα, όχι οι δούλοι.
-Ε, λοιπόν, όσα κάνεις αφέντη είναι καλά, αλλά το μόνο που μπορούν να σου κάνουν, είναι να σε κατατάξουν στην κατηγορία των καλών δούλων. Αν όμως θέλεις να κληρονομήσεις τον παράδεισο, τη βασιλεία των ουρανών, πρέπει να γίνεις υιός. Κι αυτό γίνεται μόνο με το βάπτισμα.
Γέροντα, ο Απόστολος Παύλος λέει: «Ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός». Εγώ πιέζω τον εαυτό μου, για να δώσω, ή να κάνω κάποιο καλό.Είμαστε παιδιά του Θεού και είναι καθήκον μας να κάνουμε το καλό, γιατί ο Θεός είναι όλος αγάπη.
Είδες η χήρα που φιλοξένησε τον προφήτη Ηλία; Ειδωλολάτρης ήταν, αλλά τί αγάπη είχε μέσα της!
Όταν ο Προφήτης πήγε και της ζήτησε ψωμί, του είπε: «Έχουμε λίγο λάδι και αλεύρι∙ αυτό θα φάω με τα παιδιά μου και μετά θα πεθάνουμε». Δεν του είπε: «Δεν έχουμε να σου δώσουμε». Και όταν ο Προφήτης ,για να δοκιμάσει την προαίρεσή της ,της είπε να φτιάξη ψωμί πρώτα για εκείνον και μετά για τα παιδιά της, η καημένη αμέσως του έφτιαξε. Αν δεν είχε μέσα της αγάπη, θα έβαζε λογισμούς. «Δεν φτάνει που του λέω ότι έχουμε λίγο, θα έλεγε, ζητάει να φτιάξω πρώτα για εκείνον!».
Φάνηκε η προαίρεσή της, για να έχουμε εμείς παραδείγματα. Αλλά εμείς διαβάζουμε Αγία Γραφή, διαβάζουμε τόσα και τόσα, και τι κάνουμε;
Θυμάμαι, και στο Σινά τα Βεδουϊνάκια που δεν ήξεραν τίποτε από το Ευαγγέλιο , αν τους έδινες κάτι, ακόμα και πολύ λίγο να ήταν, θα το μοιράζονταν μεταξύ τους και θα έπαιρναν όλα από λίγο. Και αν για το τελευταίο δεν έμενε τίποτε, θα του έδιναν τα άλλα από το δικό τους.
Όλα αυτά να τα παίρνετε σαν παράδειγμα και να εξετάζετε τον εαυτό σας, για να βλέπετε πού βρίσκεσθε. Αν εργάζεται έτσι κανείς, ωφελείται όχι μόνον από τους Αγίους και από τους αγωνιστές ,αλλά από όλους τους ανθρώπους. Σκέφτεται: «Αυτό το φιλότιμο το έχω εγώ; Πώς θα κριθώ;» Γιατί ο καθένας μας μόνος του θα κριθή από τον καλύτερό του.
Αξία έχει να δίνουμε από το υστέρημά μας ,είτε πρόκειται για κάτι πνευματικό είτε για κάτι υλικό. Έχω, ας υποθέσουμε ,τρία μαξιλάρια. Αν δώσω το ένα που μου περισσεύει, δεν έχει αξία. Ενώ, αν δώσω αυτό που χρησιμοποιώ για προσκέφαλο, αυτό έχει αξία, γιατί έχει θυσία. Γι’ αυτό και ο Χριστός είπε για την χήρα: «Η χήρα η πτωχή αύτη πλείον πάντων έβαλεν…»