ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Aλήθεια, ποιό λιμάνι μπορεί να συγκριθεί με το λιμάνι της Εκκλησίας; Ποιός παράδεισος μπορεί να συγκριθεί με τον παράδεισο των συγκεντρωμένων πιστών; Δεν υπάρχει εδώ φίδι που γυρεύει να μάς βλάψει, μόνο ο Xριστός που μάς οδηγεί μυστικά. … Γι’ αυτό δεν θα ‘ταν λάθος αν θεωρούσαμε την εκκλησία πιο σπουδαία από την κιβωτό. Γιατί η κιβωτός δεχόταν βέβαια τα ζώα και τα διατηρούσε ζώα- η εκκλησία όμως δέχεται τα ζώα και τα αλλάζει. Tί εννοώ μ’ αυτό: Mπήκε στην κιβωτό ένα γεράκι, βγήκε πάλι γεράκι- μπήκε ένας λύκος, βγήκε πάλι λύκος. Eδώ μπαίνει κανείς γεράκι και βγαίνει περιστέρι- μπαίνει λύκος και βγαίνει πρόβατο- μπαίνει φίδι και βγαίνει αρνί΄ όχι επειδή μεταβάλλεται η φύση του, αλλά επειδή διώχνεται μακριά η κακία.
Γι’ αυτό φέρνω το λόγο διαρκώς στη μετάνοια. Γιατί η μετάνοια, που στον αμαρτωλό φαντάζει φοβερή και τρομερή, γιατρεύει τα παραπτώματα- εξαφανίζει τις παρανομίες- σταματά το δάκρυ- δίνει παρρησία μπροστά στο Θεό- είναι όπλο κατά του διαβόλου- μαχαίρι που τού κόβει το κεφάλι- ελπίδα σωτηρίας- αφαίρεση της απελπισίας. Aυτή ανοίγει στον άνθρωπο τον ουρανό. Aυτή τον οδηγεί στον παράδεισο. Aυτή νικά τον διάβολο. Γι’ αυτό ακριβώς και σάς μιλώ συνέχεια γι’ αυτήν. Όπως από την άλλη κι η υπερβολική αυτοπεποίθηση μάς οδηγεί στην πτώση. Eίσαι αμαρτωλός; Mήν απελπίζεσαι. Δεν σταματώ, σα φάρμακα αυτά τα λόγια συνεχώς να σάς τα δίνω. Γιατί ξέρω καλά τί όπλο δυνατό που είναι κατά του διαβόλου το να μη χάνεις την ελπίδα σου. Aν έχεις αμαρτήματα, μην απελπίζεσαι. Δεν παύω διαρκώς αυτά τα λόγια να τά επαναλαμβάνω. Aκόμα και αν αμαρτάνεις κάθε ημέρα, κάθε ημέρα να μετανοείς. Ας κάνουμε ό,τι ακριβώς και με τα σπίτια τα παλιά που είναι ετοιμόρροπα: αφαιρούμε τα παλαιά και σάπια υλικά και τ’ αντικαθιστούμε με καινούργια- και δε λησμονούμε διαρκώς να τα περιποιούμαστε.

Πάλιωσες σήμερα από την αμαρτία; Γίνε πάλι καινούργιος με τη μετάνοια. Mα είναι στ’ αλήθεια δυνατό, αυτός που θα μετανοήσει να σωθεί; – αναρωτιούνται μερικοί. Eίναι, και πολύ μάλιστα. Όλη μου τη ζωή μέσα στις αμαρτίες την πέρασα- και αν μετανοήσω, θα σωθώ; Nα είσαι απολύτως βέβαιος γι’ αυτό. Kι από που φαίνεται αυτό; Aπ’ τη φιλανθρωπία του Kυρίου σου. Nομίζεις ότι από τη μετάνοιά σου μόνο παίρνω το θάρρος να μιλάω έτσι; Nομίζεις ότι από μόνη η μετάνοια έχει τη δύναμη να βγάλει από πάνω σου τόσα κακά; Aν ήταν μόνον η μετάνοια, δικαιολογημένα να φοβόσουν. Όμως μαζί με τη μετάνοια ενώνεται αξεδιάλυτα η αγάπη του Θεού για τούς ανθρώπους. Kαι όριο αυτή η αγάπη δε γνωρίζει. Oύτε μπορεί κανείς να εξηγήσει με τα λόγια την απεραντοσύνη της αγάπης του Θεού. H δική σου κακία έχει ένα όριο- το φάρμακο όμως όριο δεν έχει. H δική σου κακία, όποια και να είναι, είναι μία ανθρώπινη κακία. Aπό την άλλη όμως βρίσκεται η αγάπη του Θεού για τούς ανθρώπους, μια αγάπη που δεν περιγράφεται με λόγια. Nα έχεις λοιπόν θάρρος, γιατί αυτή η αγάπη νικάει την κακία σου. Φαντάσου μία σπίθα να πέφτει μες στο πέλαγος. Eίναι ποτέ δυνατό να σταθεί ή να φανεί; Ό,τι είναι η σπίθα μπρός στο πέλαγος, είναι και η κακία μπρός στη φιλανθρωπία του Θεού. Ή μάλλον η διαφορά είναι ακόμη πιό μεγάλη. Γιατί το πέλαγος, όσο πλατύ κι αν είναι, κάπου τελειώνει βέβαια. H αγάπη όμως του Θεού για τούς ανθρώπους τέλος δεν γνωρίζει. Όλα αυτά σάς τ’ αναφέρω βέβαια όχι για νά σάς κάνω ράθυμους κι απρόσεκτους, αλλά για να σάς οδηγήσω στη μετάνοια με πιό μεγάλη προθυμία.
Διέπραξες κάποια παρανομία; Aιχμαλωτίστηκες από συνήθεια πονηρή; Kι ύστερα πάλι έφερες στο νου τα λόγια μου κι ένιωσες μέσα σου ντροπή; Έλα στην Εκκλησία! Ένιωσες λύπη μέσα στην καρδιά σου; Zήτησε τη βοήθεια του Θεού! Ήδη έχεις κάνει ένα βήμα προς τα εμπρός. Aλίμονο, ενώ άκουσα τις συμβουλές σου, δεν τις ακολούθησα. Πώς γίνεται να ‘ρθω στην εκκλησία πάλι; Πώς γίνεται ν’ ακούσω πάλι; Nάρθεις και νά ξανάρθεις ακριβώς γι’ αυτό, γιατί δεν τήρησες τις συμβουλές μου. Για να τις ξανακούσεις και να τις τηρήσεις.
Για πες μου, αν ο γιατρός βάλει ένα φάρμακο επάνω στην πληγή και δεν γίνεις καλά, δεν θα στο δώσει πάλι άλλη μέρα; Eίναι ένας ξυλοκόπος- θέλει να κόψει μια βελανιδιά. Παίρνει τσεκούρι- αρχίζει να χτυπά τη ρίζα. Aν δώσει ένα χτύπημα και δεν πέσει το άκαρπο δέντρο, δεν θα δώσει δεύτερο χτύπημα, δεν θα δώσει τρίτο, τέταρτο, δέκατο; Aυτό κάνε και σύ. Bελανιδιά είναι η πονηρή συνήθεια- άκαρπο δέντρο. Tα βελανίδια της είναι τροφή μόνο για χοίρους, που δεν έχουν λογική. Pίζωσε με το χρόνο μέσα στο μυαλό σου- νίκησε τη συνείδησή σου με το φύλλωμά της. O λόγος μου τσεκούρι. Tον άκουσες μια μέρα. Πώς είναι δυνατό σέ μία μέρα να πέσει κάτω αυτό που έχει πιάσει ρίζες μέσα σου τόσο καιρό; Λοιπόν, αν έρθεις δυό, αν έρθεις τρείς, αν έρθεις εκατό, αν έρθεις αναρίθμητες φορές ν’ ακούσεις, διόλου περίεργο δεν είναι. Mόνο προσπάθησε ν’ απαλλαγείς από ένα πράγμα πονηρό και δυνατό- από την πονηρή συνήθεια. Oι Iουδαίοι μάννα έτρωγαν, κι όμως ζητούσαν τα κρεμμύδια που έτρωγαν στην Aίγυπτο. «Kαλά – λέγαν- περνούσαμε στην Aίγυπτο». Άσχημο πράγμα η συνήθεια και ιδιαίτερα κακό! Λοιπόν, κι αν καταφέρεις νάρθεις δέκα μέρες, κι αν καταφέρεις νάρθεις είκοσι ή τριάντα, δεν σ’ αγκαλιάζω, δεν σέ επαινώ γι’ αυτό, δεν σού χρωστώ ευγνωμοσύνη. Mόνο μήν αποκάμεις- να μήν κουραστείς- αλλά νιώθε ντροπή και έλεγχε τον εαυτό σου.
Σας μίλησα πολλές φορές για την αγάπη. Ήρθες και άκουσες, κι ύστερα πήγες κι άρπαξες από τον αδερφό σου; Δεν ακολούθησες τα λόγια μου στη πράξη; Nα μη ντραπείς να ‘ρθείς στην Εκκλησία πάλι. Nτροπή να νιώθεις όταν αμαρτάνεις, μη ντρέπεσαι όταν μετανοείς. Kοίταξε τί σου έκανε ο διάβολος. Yπάρχουν δύο πράγματα- η αμαρτία και η μετάνοια. H αμαρτία είναι τραύμα- η μετάνοια φάρμακο. Όπως ακριβώς για τά σώματα υπάρχουν φάρμακα και τραύματα, το ίδιο και γιά την ψυχή- υπάρχουν τα αμαρτήματα και η μετάνοια. H αμαρτία μέσα της έχει την ντροπή- η μετάνοια έχει το θάρρος και την παρρησία. Θέλω να με ακούσεις, σε παρακαλώ, με προσοχή, μήπως και δεν αντιληφθείς πώς είναι η τάξη των πραγμάτων, και χάσεις έτσι την ωφέλεια. Πρόσεξε τί θα πω! Yπάρχει το τραύμα- υπάρχει και το φάρμακο. Yπάρχει η αμαρτία- υπάρχει και η μετάνοια. Tο τραύμα είναι η αμαρτία- το φάρμακο η μετάνοια. Στο τραύμα υπάρχει πύον και μόλυνση- υπάρχει ντροπή- υπάρχει χλεύη. Στη μετάνοια υπάρχει παρρησία- το φάρμακο η δύναμη να καθαρίζει αυτό που έχει μολυνθεί. Στην αμαρτία υπάρχει μόλυνση- υπάρχει ελευθερία- υπάρχει καθαρισμός του αμαρτήματος. Παρακολούθησε με προσοχή τα λόγια μου! Mετά την αμαρτία έρχεται η ντροπή- μετά τη μετάνοια ακολουθεί το θάρρος και η παρρησία. Έδωσες προσοχή σ’ αυτό που είπα; Aυτή την τάξη των πραγμάτων την αντέστρεψε ο διάβολος, και έδωσε στην αμαρτία παρρησία, και στη μετάνοια έδωσε ντροπή.
Γιατί να ντρέπεσαι λοιπόν; Δεν ένιωθες ντροπή τότε που έπραττες την αμαρτία και νιώθεις τώρα που έρχεσαι να βάλεις φάρμακο επάνω στην πληγή. Tώρα που απαλλάσσεσαι από την αμαρτία, τώρα ντρέπεσαι; Όφειλες τότε να αισθάνεσαι ντροπή- έπρεπε τότε να ντρεπόσουν- τότε, όταν έπραττες την αμαρτία. Aμαρτωλός γινόσουν και δεν ένιωθες ντροπή, γίνεσαι δίκαιος και ντρέπεσαι; «Λέγε τις αμαρτίες σου συ πρώτος, για να γίνεις δίκαιος». Ώ μέγεθος φιλανθρωπίας του Kυρίου! Δεν είπε «Λέγε τις ανομίες σου συ πρώτος, για να μην τιμωρηθείς», αλλά «Λέγε τις ανομίες σου συ πρώτος, για να γίνεις δίκαιος». Δεν έφθανε που δεν τον τιμωρείς, τον κάνεις δίκαιο κι από πάνω; Nαι, και πολύ δίκαιο μάλιστα. Πρόσεξε ακριβώς αυτά τα λόγια! Λέει: Tον κάνω δίκαιο αυτόν που θα μετανοήσει. Θέλεις να μάθεις και σε ποιά περίπτωση το έκανε αυτό; Tότε με τον ληστή. Mέ το να πει ο ληστής στο σύντροφό του απλώς και μόνο εκείνα τα γνωστά μας λόγια! «Mα ούτε τον Θεό δεν φοβάσαι εσύ; Kι εμείς δίκαια βέβαια- έχουμε μία τιμωρία όπως μάς αξίζει, για όλα όσα κάναμε»- την ίδια εκείνη τη στιγμή του λέει ο Σωτήρας: «Σήμερα κιόλας μαζί μου θα είσαι στον παράδεισο». Δεν του είπε: «σε απαλλάσσω από την κόλαση κι από την τιμωρία», αλλά τον βάζει στον παράδεισο, αφού τον κάνει δίκαιο.
Eίδες πώς έγινε ο άνθρωπος με την εξομολόγηση της αμαρτίας δίκαιος; Eίναι μεγάλη η φιλανθρωπία του Θεού! Θυσίασε τον Yιό, γιατί λυπήθηκε τον δούλο, παρέδωσε τον Mονογενή, για ν’ αγοράσει δούλους αχάριστους – πλήρωσε, δίνοντας για τίμημα το αίμα του Yιού Tου. Ώ μέγεθος φιλανθρωπίας του Kυρίου! Kαι μη μου πεις πάλι τα ίδια- «έχω πολλές αμαρτίες» και «πώς θα μπορέσω να σωθώ;». Eσύ δεν μπορείς, μπορεί όμως ο Kύριός σου και είναι τόση η δύναμή Tου, ώστε τα αμαρτήματα τα εξαλείφει.

Παρακολούθησε με προσοχή αυτά τα λόγια! Tα αμαρτήματα τα εξαλείφει, έτσι που ίχνος τους δε μένει. Bέβαια για τα σώματα αυτό δεν είναι δυνατό. Aκόμα κι αν αμέτρητες φορές θα προσπαθήσει ο γιατρός, ακόμα κι αν θα βάλει φάρμακα επάνω στην πληγή, γιατρεύει βέβαια την πληγή- πολλές φορές όμως πληγώνεται κανείς στο πρόσωπο και ενώ το τραύμα θεραπεύεται, μένει κάποιο σημάδι, που ασχημίζει και το πρόσωπο, αλλά και που θυμίζει πώς υπήρξε κάποτε ένα τραύμα. Kαι αγωνίζεται με χίλιους τρόπους ο γιατρός να εξαλείψει πέρα από την πληγή και το σημάδι. Mα όμως δεν τα καταφέρνει, γιατί τον αντιμάχεται η φύση του ανθρώπου η ασθενική και η αδυναμία της ιατρικής και των φαρμάκων. O Θεός όμως, όταν εξαλείφει τα αμαρτήματα, δεν αφήνει σημάδι ούτε επιτρέπει να παραμείνει κάποιο ίχνος επάνω στην ψυχή- αλλά μαζί με την υγεία χαρίζει και την ομορφιά- μαζί με την απαλλαγή από την τιμωρία δίνει και τη δικαιοσύνη- κι εκείνον που αμάρτησε, τον κάνει να ‘ναι ίσος με αυτόν που δεν αμάρτησε. Γιατί αφαιρεί το αμάρτημα και κάνει όχι μόνο να μην υπάρχει τώρα πια αυτό, αλλά και να μην έχει υπάρξει ούτε και στο παρελθόν. M’ αυτόν τον τρόπο ολοκληρωτικά το εξαλείφει. Δεν υπάρχει πλέον ουλή- δεν υπάρχει σημάδι- δεν υπάρχει ίχνος που να θυμίζει το τραύμα- δεν υπάρχει το παραμικρό που να φανερώνει πως υπήρξε πληγή (…).
Παρακολούθησε με προσοχή αυτά τα λόγια! Γιατί για όλους είναι, όλους αφορούν και οδηγούν στη σωτηρία. Παρασκευάζω φάρμακα, που είναι πιο σπουδαία από τα φάρμακα των ιατρών (…). Στα χέρια της μετάνοιας σάς παραδίδω- για να γνωρίσετε τη δύναμη που έχει- για να γνωρίσετε τί είναι ικανή να κατορθώσει και για να μάθετε πώς δεν υπάρχει αμάρτημα που να μπορεί να τη νικήσει, ούτε παράβαση του νόμου που να μπορεί να υπερισχύσει πάνω απ’ τη δική της δύναμη (…). Γνωρίζοντας, λοιπόν, το φάρμακο αυτό της μετάνοιας, ας απευθύνουμε δοξολογία στο Θεό. Γιατί η δόξα και η δύναμη αιώνια είναι δική Tου. Aμήν.”
Λόγος για τη μετάνοια (Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος)

Πηγή: faneromenihol.gr

στο http://www.diakonima.gr

Αν σου πω, νήστεψε, πολλές φορές μου προβάλλεις ως δικαιολογία την ασθένεια του σώματος.

Αν σου πω, δώσε στους φτωχούς, μου λες ότι είσαι φτωχός και έχεις να αναθρέψεις παιδιά.

Αν σου πω να έρχεσαι τακτικά στις Συνάξεις της Εκκλησίας, μου λες, έχω διάφορες μέριμνες.

Αν σου πω, πρόσεχε αυτά που λέγονται στην Εκκλησία και κατανόησε το βάθος των λόγων του Θεού, μου προβάλλεις ως δικαιολογία την έλλειψη μορφώσεως.

Αν σου πω, φρόντισε να βοηθήσεις ψυχικά τον αδελφό σου, μου λες ότι δεν υπακούει όταν τον συμβουλεύω, αφού πολλές φορές του μίλησα και περιφρόνησε τα λόγια μου…

Βέβαια, δεν ευσταθούν οι προφάσεις αυτές και όλα αυτά είναι χλιαρά λόγια, αλλά, παρά ταύτα, μπορείς να προφασίζεσαι.

Αν όμως σου πω, άφησε την οργή και συγχώρεσε τον αδελφό σου, ποια από τις προφάσεις αυτές μπορείς να χρησιμοποιήσεις;

Διότι νομίζω, δεν μπορείς να φέρεις ως πρόφαση ούτε ασθένεια σώματος, ούτε φτώχεια, ούτε αμάθεια, ούτε απασχόληση και μέριμνα, ούτε τίποτε άλλο.

Γι’ αυτό απ’ όλες σου τις αμαρτίες, αυτή η αμαρτία θα σου είναι ασυγχώρητη. Αλήθεια, πώς θα μπορέσεις να υψώσεις τα χέρια σου στον Ουρανό; Πώς θα κινήσεις τη γλώσσα σου να προσευχηθείς;

Πώς θα ζητήσεις συγνώμη;

Ακόμη κι’ αν θέλει ο Θεός να σου συγχωρήσει τις αμαρτίες, δεν Του το επιτρέπεις εσύ, επειδή δεν συγχωρείς τις αμαρτίες του αδελφού σου.

Διότι, αν εσύ ο ίδιος εκδικηθείς και επιτεθείς εναντίον του, είτε με λόγια, είτε με ανάλογες συμπεριφορές, είτε με κατάρες, ο Θεός δεν θα επέμβει πλέον, αφού εσύ ανέλαβες την τιμωρία Του.

Και όχι μόνο δεν θα επέμβει, αλλά και από σένα θα ζητήσει λόγο, διότι φέρθηκες υβριστικά προς Αυτόν.

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος

Αλλ’ όμως εκτός από αυτό πολλοί προβάλλουν και κάποια άλλη αντίρρησι∙ «Πού είναι», λένε «η δικαιοσύνη του Θεού, όταν κάποιος αμαρτάνη στην γη και τιμωρήται και εδώ και εκεί στον ουρανό»;
Θέλετε λοιπόν να σας υπενθυμίσω τα λόγια σας , ώστε στο εξής πλέον να μη μας ενοχλήτε, αλλά και μόνοι σας να λύσετε τις απορίες σας; Εγώ άκουσα πολλούς από τους δικούς μας ανθρώπους, που όταν κάποτε πληροφορήθηκαν , ότι κάποιος φονέας καταδικάσθηκε σε θάνατο από το δικαστήριο, να αγανακτούν και να λένε τα εξής∙ «Τριάντα φόνους διέπραξε ο μιαρός αυτός και βδελυρός άνθρωπος , πιθανόν όμως και πολύ περισσότερους και τιμωρείται μόνο με έναν θάνατο∙ πού είναι λοιπόν η δικαιοσύνη;» Ώστε εσείς οι ίδιοι ομολογείτε , ότι δεν είναι αρκετός ένας θάνατος, για να τιμωρηθή κάποιος. Πώς λοιπόν τώρα υποστηρίζετε τα αντίθετα; Επειδή δεν δικάζετε τους άλλους, αλλά τους εαυτούς σας. Τόσο μεγάλο εμπόδιο γίνεται η φιλαυτία, ώστε να μη διακρίνουμε το δίκαιο. Γι’ αυτό, όταν κρίνουμε τους άλλους, εξετάζουμε τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια, όταν όμως δικάζουμε τους εαυτούς μας, ρίχνουμε σκόνι στα πράγματα∙ διότι εάν η έρευνα και για τον εαυτό μας γινόταν , όπως γίνεται και για τους άλλους, τότε η απόφασί μας θα είναι αδέκαστη. Διότι έχουμε και εμείς αμαρτήματα, που είναι άξια όχι δύο ή τριών θανάτων, αλλά αμέτρητων . Και , για να παραλείψω τα άλλα ,ας θυμηθούμε πόσοι από εμάς μετέχουμε ανάξια στην Θεία Ευχαριστία. Όλοι αυτοί  είναι ένοχοι του σώματος και του αίματος του Χριστού. Ώστε, όταν ομιλής για τον φονέα, να αναλογίζεσαι και τον εαυτό σου. Διότι εκείνος φόνευσε άνθρωπο, εσύ όμως είσαι υπεύθυνος της σφαγής του Κυρίου∙ και εκείνος επειδή δεν μετέχει των μυστηρίων, εμείς όμως επειδή λαμβάνουμε μέρος στην ιερή τράπεζα.
Τί να πη ακόμη κανείς για εκείνους, που δαγκώνουν και κατατρώγουν τους αδελφούς τους και ρίχνουν πολύ δηλητήριο εναντίον τους; Τί ακόμη για εκείνον, που στερεί τους φτωχούς από την τροφή τους; Διότι εάν είναι άξιος κατηγορίας αυτός, που δεν ελεεί, πολύ περισσότερο άξιος κατηγορίας είναι εκείνος, που παίρνει τα ξένα αγαθά. Από πόσους ληστές δεν είναι χειρότεροι οι πλεονέκτες; από πόσους φονείς οι άρπαγες; από πόσους τυμβωρύχους; πόσοι ακόμη δεν είναι εκείνοι , που μετά την αρπαγή επιθυμούν να φονεύσουν τα θύματά τους; Μακριά από εδώ, μη γένοιτο, θα πη κάποιος . Τώρα λες, μη γένοιτο; Μη γένοιτο, να πης όταν κρατάς τον εχθρό και να θυμάσαι τα όσα λέχθηκαν και να παρουσιάζης ζωή μεγάλη από ευσέβεια, για να μη συμβή ό,τι συνέβη στα Σόδομα, για να μη πάθουμε αυτό που έπαθαν οι κάτοικοι των Γομόρων, για να μη υποστούμε τα κακά των κατοίκων της Σύρου και της Σιδώνος , μάλλον δε για να μη έλθουμε σε σύγκρουσι με τον Χριστό, πράγμα που είναι το χειρότερο και φοβερώτερο από όλα γενικώς.

«ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΚΟΣ ΑΜΒΩΝ Θ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ»
ΑΓΙΟΝ ΌΡΟΣ, Υπό Βενεδίκτου Ιερομονάχου Αγιορείτου
ΕΚΔΟΣΙΣ ΣΥΝΟΔΙΑ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΙΕΡΑ ΚΑΛΥΒΗ «ΑΓΙΟΣ ΣΥΡΙΔΩΝ Α΄» ΙΕΡΑ ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

Πηγή: http://www.diakonima.gr

Κάλλιστος Γουέαρ (Ἐπίσκοπος Διοκλείας)

Ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος δὲν µποροῦσε νὰ ἔρθει στὸ Θεό, ὁ Θεὸς ἦρθε στὸν ἄνθρωπο, ταυτίζοντας τὸν ἑαυτό του µὲ τὸν ἄνθρωπο µὲ τὸν πιὸ ἄµεσο τρόπο. Ὁ αἰώνιος Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔγινε ἀληθινὸς ἄνθρωπος, ἕνας ἀπὸ ἐµᾶς. Συµµετέχει ἀπόλυτα στὸ κάθε τί ποὺ µᾶς ἀποτελεῖ κι ἔτσι µᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ συµµετέχουµε σ’ αὐτὰ ποὺ τὸν ἀποτελοῦν, στὴ θεϊκή του ζωὴ καὶ στὴ δόξα του. Ἔγινε ὅ,τι εἴµαστε γιὰ νὰ µᾶς κάνει ὅ,τι εἶναι αὐτός.

Ὁ Θεὸς ἑνώνεται µὲ τὴ δηµιουργία του πιὸ στενὰ ἀπ’ τὴ κάθε δυνατὴ ἕνωση, καθὼς γίνεται ὁ ἴδιος αὐτὸ ποὺ δηµιούργησε. Ὁ Θεὸς σὰν ἄνθρωπος ἐκπληρώνει τὸ µεσολαβητικὸ ἔργο ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀπέκρουσε κατὰ τὴ πτώση. Ὁ Ἰησοῦς, ὁ Σωτήρας µας, γεφυρώνει τὴν ἄβυσσο ἀνάµεσα στὸ Θεὸ καὶ στὸν ἄνθρωπο γιατί εἶναι ταυτόχρονα καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Ὅπως λέµε σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους ὕµνους τῆς παραµονῆς τῶν Χριστουγέννων. «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ σήµερον ἡνώθησαν, τεχθέντος τοῦ Χριστοῦ. Σήµερον Θεὸς ἐπὶ γῆς παραγέγονε, καὶ ἄνθρωπος εἰς οὐρανοὺς ἀναβέβηκε».

Ἡ Ἐνσάρκωση λοιπὸν εἶναι ἡ ὑπέρτατη πράξη τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ µᾶς ἀπολυτρώσει καὶ νὰ ξανασυνδέσει τὴν ἐπικοινωνία µας µαζί του. Ἔχει περισσότερη σηµασία ἀπὸ µιὰ ἀναίρεση τῆς πτώσης ἢ µιὰ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἀρχική του κατάσταση µέσα στὸ Παράδεισο. Ὅταν ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, αὐτὸ σηµαδεύει τὴν ἀρχὴ ἑνὸς οὐσιαστικὰ νέου σταδίου στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι µόνο τὴν ἐπιστροφή του στὸ παρελθόν.

Ἡ Ἐνσάρκωση ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο σ’ ἕνα καινούριο ἐπίπεδο, ἡ τελευταία κατάσταση εἶναι ὑψηλότερη ἀπὸ τὴν πρώτη. Μόνο µέσα στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ βλέπουµε νὰ ἀποκαλύπτονται ὅλες οἱ δυνατότητες τῆς ἀνθρώπινης φύσης µας. Μέχρι νὰ γεννηθεῖ, ἡ ἀληθινὴ σηµασία τῆς προσωπικότητάς µας ἦταν κρυµµένη. Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος, εἶναι «ἡ γενέθλια ἡµέρα ὅλου τοῦ ἀνθρώπινου γένους».

Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ πρῶτος τέλειος ἄνθρωπος- τέλειος δηλαδὴ ὄχι µόνο δυναµικά, ὅπως ἦταν ὁ Ἀδὰµ µὲ τὴν ἀθωότητά του πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση, ἀλλὰ µὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπόλυτα πραγµατοποιηµένης «ὁµοίωσης». Ἡ Ἐνσάρκωση λοιπὸν δὲν εἶναι µόνο ἕνας τρόπος γιὰ ν’ ἀπαλειφθοῦν τὰ ἀποτελέσµατα τοῦ προπατορικοῦ ἁµαρτήµατος, ἀλλὰ εἶναι ἕνα οὐσιαστικὸ στάδιο στὸ ταξίδι τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν θεία εἰκόνα στὴ θεϊκὴ ἐξοµοίωση. Ἡ ἀληθινὴ αἰτία λοιπὸν γιὰ τὴν Ἐνσάρκωση δὲν βρίσκεται στὴν ἁµαρτωλότητα τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ στὴ πεπτωκυία φύση του, στὴν ὕπαρξή του ποὺ ἔγινε σύµφωνα µὲ τὴ θεϊκὴ εἰκόνα καὶ εἶναι ἱκανὴ νὰ ἑνωθεῖ µὲ τὸ Θεό.

Ὅπως εἶπε ὁ Χριστὸς στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο: «κἀγὼ τὴν δόξαν ἥν δέδωκάς µοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἕν καθὼς ἡµεῖς ἕν ἐσµέν, ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐµοί, ἵνα ὦσι τετελειωµένοι εἰς ἕν» (Ἰωαν. 17, 22-23). Ὁ Χριστὸς µᾶς κάνει ἱκανοὺς νὰ συµµετέχουµε στὴ θεϊκὴ δόξα τοῦ Πατέρα. Εἶναι ὁ σύνδεσµος καὶ τὸ σηµεῖο ἐπαφῆς. Ἐπειδὴ εἶναι ἄνθρωπος, εἶναι ἕνα µὲ ἐµᾶς, ἐπειδὴ εἶναι ὁ Θεός, εἶναι ἕνα µὲ τὸν Πατέρα. Ἔτσι µέσῳ καὶ ἐν αὐτῷ εἴµαστε ἕνα µὲ τὸ Θεό, καὶ ἡ δόξα τοῦ Πατέρα γίνεται δική µας δόξα.

Ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ ἀνοίγει τὸ δρόµο γιὰ τὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ νὰ θεωθεῖ κανεὶς σηµαίνει, µὲ µεγαλύτερη σαφήνεια, νὰ «χριστοποιηθεῖ». Ἡ θεϊκὴ ὁµοιότητα ποὺ καλούµαστε νὰ φτάσουµε εἶναι ἡ ὁµοίωση τοῦ Χριστοῦ. Μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ ποὺ εἶναι Θεάνθρωπος ἐµεῖς οἱ ἄνθρωποι «θεούµεθα», θεοποιούµαστε, γινόµαστε «θείας κοινωνοὶ φύσεως» (Β Πέτρου 1,4). Προσλαµβάνοντας τὴν ἀνθρώπινή µας φύση ὁ Χριστὸς ποὺ εἶναι Γιὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ φύση Του µᾶς ἔχει κάνει γιοὺς τοῦ Θεοῦ κατὰ χάρη. Ἐν αὐτῷ εἴµαστε «υἱοθετηµένοι» ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, καὶ γινόµαστε γιοὶ ἐν τῷ Υἱῷ.

 

Ακούραστος ο γέρο - Πέτρος καθάριζε κρεμμύδια στην πάνυγυρη της Παναγίας για την εσπερινή τράπεζα. Θα έρχονταν πατέρες και ψαλτάδες απο την έρημο να στολίσουν την αγρυπνία.

Και πως έκανε ο γέρο -Πέτρος αμα ξεκινούσε τα μέγιστα ανοιξαντάρια του Κουκουζέλη και το Θεοτόκε Παρθένε του Μπερεκέτη! Και όλο σκούνταγε τον Δανιήλ τον Εκκλησιαστικό να κουνήσει ακόμα πιο δυνατά τον χορό και τον πολυέλαιο.

- Ω Θεε μου, και πως θα είναι στον παράδεισο, ακούγονταν η φωνή του γέρο-καλόγερου.

 

   Παρότι το στασίδι του ήταν μπροστά στα γεροντικα, εκείνος με ευλογία του ηγουμένου στεκόταν σε εκείνα των αρχαρίων, στο στασίδι που στάθηκε όταν πρωτόρθε στο μοναστήρι. Ώρες ορθος στην Εκκλησία, ομοιοπύρφορο Χερουβειμ που λάτρευε με σεβασμό τον Θεό Του.

- Και δεν μου λες, παππού, τι είναι η Παναγιά για τον κόσμο; ρώτησε ο Πατηρ Υπάτιος τον γέροντα.

Ο γέρο - Πέτρος άφησε τα κρεμμύδια και το μαχαίρι μεμιάς και πήρε ύφος σοβαρό σαν να έβγαζε λόγο.

- Εγω πατέρες γράμματα δεν ξέρω να τα πώ ομορφα και δουλεμένα. Μα αυτή η ιστορία είναι πέρα ως πέρα αληθινή.

Σε μένα την είπαν ταπεινοί μοναχοί του Ορους που ποτέ δεν φιλιώθηκαν με το ψέμα.

 

   «Το λοιπόν κάποτε στον Παράδεισο μπροστά στην όμορφη πόρτα του καθόταν ο Άγιος Πέτρος και καλοδεχόταν τα παιδιά του Θεού που είχαν κερδίσει τη Βασιλεία.

Σαν νύχτωσε, ο Άγιος έκλεινε τα θυρόφυλλα και μετρούσε στα τεφτέρια του πόσοι είχανε μπει στον Παράδεισο. Ύστερα έβαζε τα ονοματά τους πλαι σε εκείνους που ηδη ήταν μέσα απο καιρό και έβρισκε τον αριθμό.

Το άλλο πρωι μετρούσε πάλι τους παραδεισένιους ανθρώπους και πήγαινε να ανοίξει την πόρτα. Μα για καιρό έβλεπε τούτο το παράδοξο. Ενω αποβραδις είχε μετρήσει πως αυτοί που είχαν μπει στον Παράδεισο ήταν δέκα, την άλλη μέρα μετρούσε άλλους 3 παραπάνω.

Μα πως γίνεται αυτό σκεφτόταν.

- Μια και δυο πηγαίνει στον αφέντη τον Χριστό και του λέει αυτο που τον απασχολεί.

- Να φυλάξεις βάρδια είπε ο Χριστός και ο Άγιος έσκυψε το κεφάλι και γύρισε στο διακονημά του.

Το ίδιο βράδυ ο απόστολος του Θεού φύλαξε κατα την προσταγή του Χριστού και σαν ξημέρωσε είχε έτοιμη απάντηση.

- Λοιπόν, είπε ο Κύριος...

Το βράδυ...Κύριε....που κλείνει ο Παράδεισος ανεβαίνει η Μάνα Σου στα τείχη και βάζει τους ανθρώπους απο εκεί.

 

   Άμα τελείωσε την διήγησή του ο γέρο Πέτρος έκανε τον σταυρό του και είπε: Αυτή είναι αδελφοί... η Παναγία μας και ο ρόλος της για τον κόσμο...

 

 

Πόσο ωραία, πόσο ευχάριστη, πόσο χαριτωμένη είναι η εικόνα εκείνου που ελπίζει στον Θεό που σώζει, στον Θεό των οικτιρμών, τον Θεό του ελέους, τον αγαθό και φιλάν­θρωπο Θεό.

 

Αληθινά μακάριος είναι ο άνθρωπος που ελπίζει στον Θεό! Ο Θεός είναι πάντα βοηθός του και δεν φοβάται ό,τι κακό κι αν του προξενήσει άνθρωπος. Ελπίζει στον Κύριο και πράττει τα αγαθά! Κάθε του ελπίδα την έχει εναποθέσει σ’ Αυτόν, και σ’ Αυτόν εξομολογείται με όλη του την καρδιά. Είναι το καύχημά του, είναι ο Θεός του και Τον επικαλείται μέρα και νύχτα. Το στόμα του ωραίο, αναπέμπει αίνους στον Θεό, τα χείλη του, πιο γλυκά από μέλι και κερί σαν ανοίγουν για να ψάλλουν στον Θεό· η δε γλώσ­σα του γεμάτη χάρη, κινείται προς δοξολογία Θεού.

Η καρδιά του είναι έτοιμη να Τον επικαλεσθεί, η διάνοια του έτοιμη να ανυψωθεί προς Αυτόν, η ψυχή του είναι προ­σηλωμένη στον Θεό και «η δεξιά του Κυρίου αντελάβετο αυτού». «Εν τω Κυρίω επαινεθήσεται η ψυχή αυτού». Ζητά και λαμβάνει από τον Θεό αυτό που ζητά η καρδιά του. Ζητά και βρίσκει όσα ποθεί. Κρούει και του ανοίγονται οι θύρες του ελέους.

Αυτός που ελπίζει στον Κύριο επαναπαύεται σε ήσυχα νερά. Ο δε Κύριος του δίνει πλούσια τα ελέη του. Η δεξιά του Κυρίου κατευθύνει την πορεία του και δάκτυλος Κυρί­ου τον καθοδηγεί στους δρόμους του.

Αυτός που ελπίζει στον Κύριο δεν αστοχεί. Η ελπί­δα του δεν πεθαίνει ποτέ. Ο Θεός είναι η προσδοκία του, η ακρότατη επιθυμία της καρδιάς του. Προς Αυτόν στε­νάζει η καρδιά του όλη την ημέρα: «Κύριε μην αργήσεις, σήκω, κάνε γρήγορα, έλα και απομάκρυνε από την ψυχή μου κάθε ανάγκη, εξάγαγε εκ φυλακής την ψυχή μου! Θα σε δοξολογήσω με όλη μου την καρδιά Κύριε. Σε Σένα θα απευθύνεται κάθε λόγος που θα βγαίνει απ’ το στόμα μου».

Αυτός που ελπίζει στον Κύριο, ευλογεί τον Ύψιστο, τον λυτρωτή του και αγιάζει «το όνομα το άγιον αυτού». Ελπί­ζει και από τα βάθη της καρδιάς του κραυγάζει προς τον Θεό: «Κύριε πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω σου;».

Αυτός που ελπίζει στον Κύριο, θα επικαλεσθεί τον Ύψιστο για να εισέλθει στο αγιαστήριό Του, για να δει και να χαρεί τα θαυμάσια Του· και ο Κύριος θα ακούσει τη φωνή της δέησής του.

Αυτός που ελπίζει στον Κύριο, απολαμβάνει άκρα ειρή­νη· γαλήνη επικρατεί στην καρδιά του και στην ψυχή του βασιλεύει πλήρης αταραξία. Όταν έχει βοηθό του τον Θεό, από τί να φοβηθεί; Από τί να δειλιάσει; Αν ξεσηκωθεί ενα­ντίον του πόλεμος, δεν πτοείται, γιατί ελπίζει στον Κύριο. Αν τον καταδιώξουν πονηροί δεν φοβάται, γιατί ξέρει ότι όλα είναι υπό τον έλεγχο του Κυρίου. Δεν ελπίζει στο τόξο του ούτε στη φαρέτρα του· ούτε εξαρτά τη σωτηρία του από τη ρομφαία, αλλά από τον Κύριο και Θεό του, που μπορεί να τον γλιτώσει από τα χέρια αυτών που τον πολεμούν, από την παγίδα του αμαρτωλού και από την καταιγίδα. Είναι πεπεισμένος για τη δύναμη του Κυρίου και «επί τον βραχί­ονα τον υψηλόν αυτού και ο Κύριος σώσει αυτόν».

Αυτός που ελπίζει στον Κύριο, βαδίζει ήρεμος στον αγώνα της ζωής του και διανύει τον δρόμο αυτό δίχως το άγχος των μερίμνων. Εργάζεται ακατάπαυστα το αγαθό, το ευάρεστο και τέλειο, τα δε έργα του τα ευλογεί ο Θεός. Σπέρνει ευλογημένα και λαμβάνει πλούσιους τους καρπούς των κόπων του. Έχει θάρρος στον Κύριο και δεν παρεκτρέπεται από τους πειρασμούς που τον κυκλώνουν. Στις δοκιμασίες της ζωής δεν παραιτείται, αλλά ελπίζει, δι­ότι εκεί που τα πράγματα φαίνονται αδύνατα, ο Θεός φα­νερώνει τη διέξοδο. Μέσω της πίστης προσδοκά και την ελπίδα της δικαιοσύνης.

Αυτός που ελπίζει στον Κύριο δεν ελπίζει σε χρήματα, ούτε στο μέγεθος της δύναμής του, αλλά επαναπαύεται στη βοήθεια που θα του παράσχει ο Θεός.

Αυτός που ελπίζει στον Κύριο, είναι γεμάτος πίστη και αγάπη προς τον Θεό, ζει έχοντας θάρρος στην αγαθή του συνείδηση, εμφανίζεται με την παρρησία γιου απέναντι στον ουράνιο Πατέρα του και Τον επικαλείται για να έλθει η βασιλεία Του στη γη και το θέλημά Του να πραγματώνε­ται στη γη όπως και στον ουρανό.

Αυτός που ελπίζει στον Κύριο, είναι αφοσιωμένος ολο­κληρωτικά σ’ Εκείνον και υψώνει την καρδιά του στον αγαθό και αθάνατο Θεό. Ζητά απ’ Αυτόν το ύψιστο αγαθό και την αθανασία στη βασιλεία των Ουρανών, και ο Θεός τον εισακούει.

Μακάριος ο άνθρωπος που ελπίζει στον Κύριο!

 

(Αγίου Νεκταρίου, Το γνώθι σαυτόν, εκδ. Άθως, σ.101-104)

Ἁγίου Πρόκλου Πατριάρχου Κων/πόλεως

Νά πάλι ἑορτή.
Νά πάλι πανηγύρι.
Νά πάλι χαρούμενο ἀναψοκέρι γιά τήν μητέρα τοῦ Κυρίου.
Νά ἡ προπόρευσις τῆς ἀψεγάδιαστης νύμφης.
Νά τό πρῶτο ξεπροβόδισμα τῆς βασιλίσσης.
Νά τό σίγουρο σημάδι γιά τήν δόξα πού τήν περιμένει.
Νά προάγγελος τῆς χάριτος πού πρόκειται νά τήν ἐπισκιάση.
Νά γνώρισμα, πού φαίνεται ἀπό μακρυά, τῆς ὑπερβολικῆς της καθαρότητος.

Διότι ἐκεῖ πού ὁ ἱερέας εἰσερχόμενος ὄχι πολλές φορές, ἀλλά μόνον μία φορά τόν χρόνο, τελεῖ τίς μυστικές λατρεῖες, ἐκεῖ γιά νά παραμένη μόνιμα ὁδηγεῖται ἀπό τούς γονεῖς της οἱ ὁποῖοι ἀναδεικνύονται ἔτσι λειτουργοί τῆς χάριτος.

Ποιός γνώρισε παρόμοια περίπτωση στό παρελθόν; Ποιός εἶδε ἤ ἄκουσε τώρα ἤ ἀπό παληά κορίτσι νά ὁδηγεῖται βαθειά στά Ἅγια τῶν ἁγίων, αὐτά πού, παρά λίγο θάἦταν ἀπλησίαστα καί γιά τούς ἄνδρες, καί σ᾽ αὐτά νά μένη καί νά τρέφεται; Ἄραγε δέν εἶναι αὐτό τρανή ἀπόδειξις τῶν ἀσυνήθιστα μεγάλων θαυμασίων πού θά τῆς γίνουν μελλοντικά; Ἄραγε δέν εἶναι σημάδι ξεκάθαρο; Ἄραγε δέν εἶναι σίγουρη ἀπόδειξις;

Ἄς μᾶς δείξουν ὅσοι κακολογοῦν ἐναντίον της, καί ἐνῶ βλέπουν εἶναι σάν νά μή βλέπουν: Ποῦ τά εἶδαν αὐτά, δηλ. κόρη καί μάλιστα μόλις τριῶν ἐτῶν, πού γεννήθηκε μέ θεία ὑπόσχεση, νά προσφέρεται ὡς δῶρο τέλειο καί γιά νά ζήση ἐκεῖ, καί νά συνοδεύεται ἀπό τούς πλουσίους τοῦ λαοῦ, νά ὁδηγεῖται μέ λαμπάδες, καί νά παραλαμβάνεται ἀπό τά γνώριμα χέρια τῶν ἱερέων καί τῶν προφητῶν; Γιατί δέν θέλησαν νά ἔρθουν στά καλά τους; Γιατί, ἐνῶ ἔβλεπαν τά πρῶτα σημάδια, δέν πίστεψαν στά κατοπινά; Γιατί ἐνῶ προϊδεάσθηκαν ἀπό τά παράξενα καί διαφορετικά, δέν ἀποδέχθηκαν τά ὅσα ἔγιναν μετά;

Διότι, ὅσα ἔγιναν στήν ἀρχή γύρω ἀπό αὐτήν, δέν ἦσαν συμπτωματικά καί τυχαῖα, ἀλλ᾽ ὅλα ἦταν προμηνύματα γιά ὅσα θά γίνονταν στή συνέχεια.

Ἐπί τέλους ἄς μᾶς ποῦν τίς ματαιοπονίες τους αὐτοί πού θεωροῦνται σοφοί. Γιατί ἡ θυγατέρα καμμιᾶς ἀπό τίς στεῖρες πού γέννησαν δέν ὁδηγήθηκε στά ἅγια τῶν ἁγίων καί δέν παραλήφθηκε ἀπό τούς προφήτας;

Σίγουρα, αὐτοί πού λεπτολογοῦν πάνω σ᾽ αὐτά, τίποτα δέν εἶχαν νά ποῦν, ὅπως (δέν εἶχαν νά ποῦν τίποτα) καί οἱ μεταγενέστεροι ὁμόφρονές τους γιά τόν υἱό ἐκείνης, ἀλλ᾽ἁπλῶς σήκωναν τούς ὤμους μέ τήν ἀπορία· «Ἄραγε τί θά γίνη αὐτό τό παιδί;» Τίποτε ἀπολύτως δέν εἶχαν νά ποῦν.

Σίγουρα μποροῦν νά πορεύωνται τόν δρόμο τῆς ἀπωλείας ὅσοι ἔχουν πλανεμένη πίστη, καί εἶναι ἐλεύθεροι νά πέφτουν στόν λάκκο πού μόνοι τους ἔσκαψαν.

Ὅμως ἐμεῖς, ὁ περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ, ἱερεῖς καί ἄρχοντες, δοῦλοι καί ἐλεύθεροι, τεχνῖτες καί γεωργοί, ἄνδρες καί γυναῖκες, ἐλᾶτε νά συγκεντρωθοῦμε πρός τιμήν τῆς Θεοτόκου καί, κατ᾽ οἰκονομίαν, νά παρακολουθήσωμε ὅσα θαυμαστά τῆς ἔγιναν. Πῶς δηλ. προσφέρεται σήμερα ἀπό τούς γονεῖς της, ἡ καθ᾽ ὅλα ἱερή, στό ναό τοῦ Θεοῦ, καί ἀπό τούς ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖται. Πῶς ὁ προφήτης αὐτήν τήν δέχεται μέσα στό ναό καί τήν εἰσάγει στά ἄδυτα, χωρίς ἀντίρρηση, χωρίς νά πῆ στούς γονεῖς της·

Δέν τό κάνω αὐτό τό πρωτόφαντο τόλμημα καί νά φέρω ἕνα κορίτσι νά ζῆ συνέχεια στά ἅγια τῶν ἁγίων, ὅπου μόνον σέ ἐμένα μία φορά τό χρόνο μοῦ δόθηκε ἡ ἐντολή νά μπαίνω. Ὁ προφήτης ἐκεῖνος τίποτε ἀπό αὐτά δέν εἶπε, ἀλλά τή δέχεται μέ προθυμία, ὡσάν νά προγνώριζε αὐτό πού θά γινόταν, ἐξ ἄλλου προφήτης ἦταν, σίγουρα ἐπειδή τήν περίμενε καί τήν ἀνέμενε, ὅπως τόν υἱό της μετά ἀπό αὐτήν ὁ Συμεών.

Ἔπειτα, ἀφοῦ χαιρέτησε βιαστικά τήν μητέρα, καί κρατώντας ἀπό τά χέρια τήν κόρη τήν προσφώνησε μέ αὐτά τά λόγια· Ἀπό ποῦ καί πῶς ἦρθες ἐδῶ, γυναῖκα, καί ποιός ὁ σκοπός τῆς πράξεώς σου; Καί πῶς, ἐνῶ δέν ἔχεις προηγούμενο παράδειγμα, ἔφερες καί ζητᾶς νά γίνη τοῦτο τό νέο δρᾶμα, πού δέν ἀκούσθηκε ἄλλη φορά, δηλ. νά ὁδηγεῖται κόρη καί νά ζῆ κάτω ἀπό τήν σκέπη τοῦ ναοῦ στά ἅγια; Πές μας ποιό εἶναι τό ἐπιχείρημά σου, ἡ δικαιολογία σου, καί τί ἔχεις στό μυαλό σου;

Ἐγώ, εἶπε στόν προφήτη ἡ συνώνυμη μέ τή χάρη γυναῖκα, προέρχομαι ἀπό ἱερατική γενηά, ἀπό τήν φυλή τοῦ Ἀαρών, ἔχω ρίζα προφητική καί βασιλική. Καί ἔγινα ἕνα κλαδί ἀπό Δαβίδ, τόν Σολομῶντα τούς διαδόχους τους, καί, ἐπί πλέον, εἶμαι συγγενής τῆς γυναῖκας σου Ἐλισάβετ. Μετά, στόν κατάληλο καιρό, συνδέθηκα μέ ἄνδρα κατά τό θέλημα τοῦ Δεσπότου. Βρέθηκα ὅμως στεῖρα καί ἄγονος γιά ἀρκετό καιρό καί ἐπειδή δέν μπόρεσα νά βρῶ κανένα φάρμακο, πού θά μέ ἀπάλλασε ἀπό τή συμφορά, κατέφυγα πρός τό Θεό τό μόνο κυρίαρχο, πού μπορεῖ νά δίνη διέξοδο στίς δυσκολίες, καί σ᾽ αὐτόν ἄνοιξα μέ σοβαρότητα τό στόμα μου, σ᾽ αὐτόν πού εἶναι ὁ μόνος φιλάνθρωπος, καί μέ πόνο καρδίας καί μέ δάκρυα στά μάτια ἔκραξα καί αὐτά τοῦ εἶπα·

Ὦ Κύριε, Κύριέ μου, ἀπευθύνομαι σέ σένα πού ἀκοῦς ἀμέσως τήν φωνή τῶν πονεμένων ψυχῶν.

Γιατί μέ διαφοροποίησες ἀπό τή φύση τῶν προγόνων μου;
Γιατί μέ θεατρίνισες στήν γενιά μου, καί ἔκανες τά μέλη τῆς φυλῆς μου νά κινοῦν τό κεφάλι τους μέ νόημα;
Γιατί μέ ἔκανες συμμέτοχο τῆς κατάρας τῶν προφητῶν, δίνοντάς μου μήτρα ἄτεκνη καί μαστούς στερημένους ἀπό γάλα;
Γιατί ἀπέρριψες τίς προσφορές μου ὡς ἄτεκνης;
Γιατί μέ ἄφησες νά γίνω περίγελως στούς γνωστούς γείτονές μου;

Ρίξε τό βλέμμα σου πάνω μου Κύριε, ἄκουσε τήν προσευχή μου Δέσποτα, λυπήσου με Ἅγιε, κάνε με ὅμοια μέ τά πουλιά τοῦ οὐρανοῦ, μέ τά θηρία τῆς ξηρᾶς, μέ τά ψάρια τῆς θαλάσσης, διότι καί αὐτά εἶναι γόνιμα μπροστά σου. Νά μή φανῶ, Ὕψιστε, ἐγώ, πού ἀπό σένα ἔγινα σύμφωνα μέ τήν δική σου εἰκόνα, χειρότερη ἀπό τάἄλογα ζῶα.

Κοντά σέ αὐτά πού εἶπα πρόσθεσα καί τοῦτο· Διότι δικό σου Δέσποτα, θά εἶναι δῶρο εὐχαριστήριο, σάν ἱερό τάμα, καί δῶρο πολύτιμο αὐτό, πού μοῦ δωρήθηκε ἀπό σένα τόν πλουσιότατο δωρητή τῶν τελείων χαρισμάτων.

Αὐτά ἐγώ (ἔλεγα) ὅσο βρισκόμουν ὑπαίθρια στόν δικό μου κῆπο, ρίχνοντας τό βλέμμα μου στούς οὐρανούς καί κτυπώντας τό στῆθος μου μέ τά χέρια μου ἔκραζα πρός τούς οὐρανούς. Ὁ δέ σύζυγός μου ἐνῶ βρισκόταν ὁλομόναχος στό βουνό καί γιά σαράντα μερόνυχτα νήστευε, καί γιά τόσα ἐκλιπαροῦσε τόν Θεό.

Ἔτσι λοιπόν ὁ φιλάνθρωπος Κύριος πού εἶναι πάντα πρόθυμος νά δείξη τόν οἶκτο του, ἀφοῦ κάμφθηκε ἀπό τίς προσευχές καί τῶν δυό μας, ἔστειλε τόν ἄγγελό του νά μᾶς ἀναγγείλη τή σύλληψι τῆς θυγατρός μας.

Ἀμέσως λοιπόν, ἀφοῦ διατάχθηκε ἡ φύσις ἀπό τό Θεό, ἀποδέχθηκε τό σπέρμα. Διότι αὐτή δέν εἶχε τολμήσει νά τό δεχθῆ, πρίν ἀπό τή θεία χάρη, παρά μόνον ἀφοῦ ἐκείνη πρώτη εἰσῆλθε, καί ἀφοῦ ἔτσι πέρασε, ἄνοιξε ἡ μήτρα τίς δικές της πύλες, καί ἀφοῦ δέχθηκε αὐτό πού τῆς ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός, τό κράτησε μέσα της μέχρι πού, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τό σπέρμα πού τοποθετήθηκε μέσα της, βγῆκε στό φῶς.

Εὐχαριστῶ τό Θεό μου μέ ὅσες εὐχαριστίες συνέθεσαν τά χείλη μου καί ἐκφώνησε τό στόμα μου μέσα στή θλῖψη μου. Καί γι᾽ αὐτό τό λόγο συγκέντρωσα τό χορό τῶν παρθένων, συγκάλεσα τούς ἱερεῖς, ξεσήκωσα τούς συγγενεῖς, καί σέ ὅλους ἔλεγα τά παρακάτω·

Χαρεῖτε ὅλοι μαζί μου, διότι σήμερα ἀναδείχθηκα καί μητέρα καί ἀφιερώτρια, πού πρόσφερα τό δικό μου τέκνο ὄχι σέ ἐπίγειο βασιλέα, οὔτε ἦταν πρέπον, ἀλλά πού τό ἀφιέρωσα στόν ἐπουράνιο βασιλέα, ἀφοῦ ἦταν καί δικό του δῶρο.

Νά δεχθῆς λοιπόν, ὦ προφήτα τή δική μου θυγατέρα, νά τή δεχθῆς καί νά τήν εἰσαγάγης καί νά τή ριζώσης σέ τόπο ἁγιασμοῦ, καί νά ἑτοιμασθῆ γιά νά γίνη κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, χωρίς νά περιεργάζεσαι τίποτε, μέχρις ὅτου ἐπιτρέψει νά πραγματοποιηθοῦν τά σχετικά μέ αὐτήν, αὐτός πού προτρέπει νά μείνει αὐτή ἐδῶ.

Αὐτά τά λόγια ἀφοῦ τά ἄκουσε ὁ Ζαχαρίας, ἀμέσως ἀπάντησε στή γυναῖκα καί εἶπε· Εὐλογημένη ἡ ρίζα σου πάντιμε, δοξασμένη ἡ μήτρα σου φίλανδρε καί πιό δοξασμένη ἡ ἀφιέρωσή σου φιλόθεε.

Μετά, ὅλος χαρά καί ἔχοντας στά χέρια του τήν κόρη, πρόθυμα τήν προσφέρει στά ἅγια τῶν ἁγίων, λέγοντας περίπου αὐτά τά λόγια πρός αὐτήν·

Ἔλα ἐκπλήρωσις τῆς προφητείας μου.
Ἔλα ἔργο τῶν ἐδῶ συζύγων.
Ἔλα ἐπισφράγισμα τῆς διαθήκης του.
Ἔλα τό τέλος τῶν θελημάτων του.
Ἔλα φανέρωσις τῶν μυστηρίων του.
Ἔλα ὅραμα ὅλων τῶν προφητῶν.
Ἔλα ἕνωσις τῶν παλιά χωρισμένων.
Ἔλα στήριγμα τῶν ταπεινωμένων.
Ἔλα ἀνανέωσις τῶν παλιωμένων.
Ἔλα φῶς τῶν ὅσων βρίσκονται στό σκοτάδι.
Ἔλα τό πιό κανούριο καί θεῖο δώρημα.
Ἔλα Δέσποινα ὅλων τῶν θνητῶν, μπές στή δόξα τοῦ Κυρίου σου, τώρα μέν στήν κάτω καί πού πατεῖται, μετά ἀπό λίγο δέ στήν ἄνω καί ἄβατη στούς ἀνθρώπους.

Ἔτσι, ὅπως ἦταν φυσικό, ἀφοῦ μίλησε πρός τήν κόρη ὁ ἱερέας, τήν ὁδήγησε καί τήν ἄφησε ἐκεῖ πού τῆς ταίριαζε στό ναό τοῦ Θεοῦ, σάν σέ νυφικό δωμάτιο, καταχαρούμενη καί πολύ εὐχαριστημένη, τρίχρονη ὡς πρός τήν ἡλικία, ἀλλ᾽ ὡς πρός τό Θεό τῶν ὅλων καθ᾽ ὅλα τελεία.

Ἔμεινε λοιπόν αὐτή στά ἐσώτερα ἅγια τῶν ἁγίων, τρεφομένη ἀπό ἄγγελο μέ τροφή ἀμβροσίας καί ποτιζομένη μέ θεῖο νέκταρ, μέχρι τήν εἴσοδό της στήν ἐφηβεία. Καί τότε, μέ θεῖο νεῦμα καί μέ τή γνώμη τῶν ἱερέων δίνεται γι᾽ αὐτήν κλῆρος, καί μέ κλῆρο παίρνει τήν ἁγία αὐτή Παρθένο ὁ Ἰωσήφ ὁ δίκαιος καί κατ᾽ οἰκονομίαν τήν παραλαμβάνει ἀπό τό ναό τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἱερέων του, γιά νά ξεγελασθῆ ὁ ἀρχέκακος ὄφις, γιά νά μήν προσβάλη τήν καθαρή κόρη ὡς παρθένο, ἀλλά νά τήν προσπεράση ὡς μνηστευμένη.

Βρισκόταν λοιπόν ἡ πεντακάθαρη στό σπίτι τοῦ τέκτονος Ἰωσήφ φυλασσόμενη γιά τόν ἀρχιτέκτονα Θεό, μέχρις ὅτου πραγματοποιήθηκε σ᾽ αὐτήν τό πρίν ἀπό ὅλους τούς αἰῶνες κρυφό καί ἅγιο μυστήριο, καί ἀπό αὐτήν ὁ Θεός ἔγινε ὅμοιος μέ τούς ἀνθρώπους. Ἀλλά τοῦτο εἶναι θέμα ἄλλης πραγματείας καί εὐκαιρίας, πού ἄν τόἐπιτρέψη ὁ καιρός θά γίνη ὁ ἀναγκαῖος λόγος. Τώρα στό προκείμενο πάλι, νά ἐπανέλθη ὁ λόγος καί, μέρα πού εἶναι, νά δοξολογηθοῦν σήμερα τά εἰσόδια.

Πήγαινε λοιπόν, ὦ Δέποινα Θεομῆτορ, πήγαινε στήν κληρωμένη θέσι σου, καί βάδιζε κοντά στόν Κύριο νά χαίρεσαι καί ἀγάλλεσαι, νά τρέφεσαι καί νά ἐλπίζης, περιμένοντας ἀπό μέρα σέ μέρα, τόν ἐρχομό μέσα σου τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τήν ἐπισκίασι τῆς δυνάμεως τοῦ Ὑψίστου, καί τή σύλληψι τοῦ υἱοῦ σου, σύμφωνα μέ τήν προσφώνησι πού σοῦ ἔκανε ὁ Γαβριήλ.

Καί νά χαρίσης, σέ ὅσους τελοῦν τήν ἑορτή σου, τήν βοήθειά σου, τήν σκέπη σου καί τήν προστασία σου, σώζωντάς τους πάντοτε, μέ τίς ἱκεσίες σου, ἀπό κάθε ἀνάγκη καί κινδύνους, ἀρρώστιες καί δοκιμασίες καί διάφορες συμφορές, καί ἀπό τή μέλλουσα ἀπειλή τοῦ υἱοῦ σου.

Ὡς μητέρα τοῦ Δεσπότου καί τελεία δόσις τῶν ἐπιθυμητῶν, κατάταξέ τους σέ τόπους φωτός, εὐφροσύνης καί εἰρήνης. Νά γίνουν ἄλαλα τά πονηρά χείλη πού κακολογοῦν μέ ὑπερηφάνεια καί περιφρόνηση ἐσένα τή δίκαιη. Νά ἐκμηδενισθῆ ἡ παρουσία τους μέσα στήν πόλη σου, νά ντραποῦν καί νά σβήσουν, καί νά καταλάβουν ὅτι τό ὄνομά σου εἶναι Δέσποινα καί ὅτι ἐσύ εἶσαι ἡ μόνη Θεόνυμφος Θεοτόκος.

Ἐμεῖς ἐσένα μέ πίστη σέ εὐλογοῦμε, μέ πόθο σέ δοξολογοῦμε καί μέ φόβο σέ προσκυνοῦμε, πάντοτε ἐσένα μεγαλύνοντες καί μέ σεβασμό μακαρίζοντες.

Διότι πράγματι εἶναι μακάριος ὁ πατέρας σου ἀπό τούς ἀνθρώπους καί ἡ μητέρα σου ἀπό τίς γυναῖκες.

Μακάριο τό σπίτι σου
Μακάριοι οἱ γνωστοί σου
Μακάριοι ὅσοι σέ εἴδανε
Μακάριοι ὅσοι σοῦ μίλησαν
Μακάριοι οἱ τόποι σου
Μακάριος ὁ ναός στόν ὁποῖο σέ ἀφιερώσανε,
Μακάριος ὁ Ζαχαρίας πού σέ ἀγκάλιασε.
Μακάριο τό κρεββάτι σου.
Μακάριος ὁ τάφος σου.

Διότι ἐσύ εἶσαι ἡ τιμή ὅσων σέ τιμοῦν καί βραβεῖο τῶν βραβείων καί κορυφή τῶν κορυφῶν, ἡ μόνη θεία δροσιά τοῦ ἐσωτερικοῦ μου καύσωνος, ἡ θεοστάλακτη δροσιά τῆς ξεραμένης μου καρδιᾶς, τῆς μαύρης μου ψυχῆς ἡ φωτεινότατη λαμπάδα, ὁ ὁδηγός τῆς πορείας μου, ἡ δύναμις τῆς ἀσθενείας μου, τό ντύσιμο τῆς γυμνότητός μου, ὁ πλοῦτος τῆς πτωχείας μου, ἡ θεραπεία τῶν ἀγιάτρευτων πληγῶν, τό σκούπισμα τῶν δακρύων, τό σταμάτημα τῶν στεναγμῶν, ἡ μεταστροφή τῶν συμφορῶν, ἡ ἐλάφρυνσις τῶν πόνων, τό λύσιμο τῶν δεσμῶν, ἡ μόνη ἐλπίδα κατά τῆς πικρίας.

Εἰσάκουσε τίς προσευχές μου, συμπόνεσε τούς στεναγμούς μου, ἐλέησέ με μαλακώνοντας ἀπό τά δάκρυά μου, λυπήσου με ὡς μητέρα τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ, ρίξε τό βλέμμα σου πάνω μου καί ἠρέμησε τήν τρικυμία μου.

Ἱκανοποίησέ μου τή μεγάλη ἐπιθυμία καί κατάταξέ με μαζί μέ τή σύζυγό μου καί δική σου δούλη, στήν γῆ τῶν πράων, στίς σκηνές τῶν δικαίων, στό χορό τῶν ἁγίων.

 Καί ἀξίωσέ με, ἐσύ πού εἶσαι ἡ προστασία ὅλων, ἡ χαρά καί ἡ λαμπρή εὐθυμία ὅλων, νά χαιρόμαστε μέσα σέ αὐτή, σέ παρακαλῶ, τή χαρά, τήν πραγματικά ἀνέκφραστη πού προέρχεται ἀπό τό Θεό καί βασιλέα τόν γεννημένο ἀπό σένα, καί στόν ἄφθαρτό σου νυμφῶνα καί στήν ἀτελείωτη καί ἀπέραντη βασιλεία σου.

Πράγματι, Δέσποινα, καί δική μου καταφυγή, ἡ ζωή καί ἡ βοήθειά μου, τό ὅπλο καί τό καμάρι μου, ἡ ἐλπίδα καί ἡ δύναμίς μου, δῶσε μαζί μέ αὐτήν νά ἀπολαύσω τίς ἀνεκδιήγητες καί ἀκατάληπτες δωρεές στήν ἐπουράνιο διαμονή. Διότι ἔχεις μαζί μέ τήν θέληση καί τόν τρόπο, ὡς μητέρα τοῦ Ὑψίστου, καί γι᾽ αὐτό τολμῶ νά τό ζητήσω.

Μή λοιπόν γίνει νά στερηθῶ, πανάχραντε καί κυρία Δέσποινα, αὐτό πού περιμένω, ἀλλά νά τό πετύχω αὐτό, Θεόνυμφε, πού εἶσαι ὁλονῶν προσδοκία καί ἀναμονή, ἐσύ πού, μέ τρόπο πού ξεπερνάει τή λογική, γέννησες τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τόν ἀληθινό Θεό καί Δεσπότη, στόν ὁποῖο ταιριάζει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνημα, μαζί μέ τόν χωρίς ἀρχή Πατέρα του καί τό ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντα, καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Όταν βλέπεις έναν άνθρωπο να αγαπάει τα γέλια και να θέλει να γελοιοποιεί τους άλλους, να μην πιάνεις φιλία. Γιατί θα σε κάνει να συνηθίσεις στην ψυχική ατονία. Σε κείνο που η ζωή του είναι διεφθαρμένη, μη δείχνεις ιλαρό πρόσωπο φυλάξου όμως καλά μήπως τον μισήσεις. Και αν θελήσει να μετανοήσει, βοήθησε τον και φρόντισε τον, θυσιάζοντας ακόμη και τη ζωή σου, να σωθεί.

Εάν όμως είσαι πνευματικά ασθενής, μην τολμήσεις να γίνεις γιατρός του. Μπροστά σε άνθρωπο που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και έχει την αρρώστια να προσέχεις πολύ πώς θα μιλήσεις. Γιατί ενόσω μιλάς, αυτός εξηγεί μέσα του τα λόγια σου όπως αγαπά και από τα αγαθά σου λόγια παίρνει αφορμή και σκανδαλίζει τους άλλους. Και αλλάζει το νόημα των λόγων σου μέσα στο μυαλό του σύμφωνα με την πνευματική του αρρώστια.

Αν δεις κάποιον να έρχεται και να κατηγορεί τον αδελφό του μπροστά σου, κάνε το πρόσωπο σου σκυθρωπό. Έτσι και το έλεος του Θεού θα έχεις και απ' αυτόν θα φυλαχτείς. Και πού είναι η κόλαση που μας εκφοβίζει από παντού και υπερνικά την αγάπη του Θεού; Ποια κόλαση και ποια γέεννα του πυρός μπορεί να σταθεί μπροστά στη χάρη της ανάστασης, όταν ο Θεός μας αναστήσει εν δόξη από τον άδη και κάνει τούτο το φθαρτό σώμα μας να ντυθεί την αφθαρσία;

Όσοι έχετε διάκριση, θαυμάστε τα μεγαλεία του Θεού. Ποιος όμως έχει τόσο σοφή και αξιοθαύμαστη διάνοια, που θα μπορέσει να θαυμάσει, όσο αξίζει, τη χάρη του Δημιουργού μας; Η ανταπόδοση των αμετανόητων αμαρτωλών είναι βέβαιη, όμως αντί της δίκαιης ανταπόδοσης ο Κύριος ανταποδίδει την ανάσταση σ' αυτούς που μετανοούν και, αντί να τιμωρήσει αυτούς που καταπάτησαν το νόμο του, τους ντύνει με την τέλεια δόξα της αφθαρσίας. Αυτή η χάρη, που μας ανασταίνει από την αμαρτία, είναι μεγαλύτερη από εκείνη που μας δόθηκε, όταν από την ανυπαρξία μας έφερε στην κτιστή ύπαρξη. Δόξα στην άμετρη σου χάρη, Κύριε.

Αγίου Ισαάκ του Σύρου

Ρώτησε ένας άνθρωπος με το "πνεύμα του κόσμου" ένα νεαρό παλικάρι:

- Καλά, βρε παιδί μου!
Συ το πιστεύεις, ότι με τη θεία Κοινωνία έρχεται μέσα σου ο Χριστός;
Σε πόσους πια...Αφού είναι ένας!
Ο νεαρός έμεινε για λίγο συλλογισμένος.
Και μετά τον ρώτησε:
- Εδώ μένεις;
- Ναι!
- Πόσα παράθυρα έχει η πόλη μας;
- Δεν τα μέτρησα.
Αλλά πολλά.
Εκατοντάδες χιλιάδες.
Εκατομμύρια!
- Από τα παράθυρα αυτά, δεν μπαίνει στα σπίτια μας ο ήλιος;
- Ναι, βέβαια!
- Μα πόσους ήλιους έχουμε;
- Ένα. Μόνον ένα!...
Τον ρώτησε το έξυπνο παλικάρι:
- Και πώς γίνεται και ο ένας ήλιος μπαίνει σε τόσες χιλιάδες σπίτια, από τόσα παράθυρα;
Κάτι πήγε να ψελλίσει.
Αλλά ο νεαρός πρόσθεσε:
- Κοίταξε.
Το λάθος είναι δικό σου.
Ο Θεός είναι πολύ πιο μεγάλος από τον ήλιο.
Και πιο σοφός.
Και πιο δυνατός.
Μπορεί να κάνει ό,τι θέλει.
Και δεν είναι καθόλου λογικό και σωστό κάτι που το θεωρείς τόσο φυσικό για τον ήλιο, να το βρίσκεις αδύνατο και απαράδεκτο για το Θεό.
Ο Θεός είναι ασύγκριτα πιο μεγάλος από τον ήλιο.

«Ήμουν ανθυπασπιστής στο τάγμα της Κορέας. Δεν πίστευα πουθενά, παρά μόνο στη δύναμη των βαρέων όπλων που κατεύθυνα. Επί πλέον ήμουν αδιόρθωτα βλάσφημος.

Όλες οι βλασφημίες μου συγκεντρώνον­ταν στην Παναγία. Όσοι με άκουγαν ανατρίχιαζαν. Οι φαντάροι μου έκαναν τον σταυρό τους, για να μην τους βρει κακό. Oι ανώτεροί μου διαρκώς με παρατηρού­σαν και με τιμωρούσαν. Ώσπου μια νύχτα έζησα ένα ολοφάνερο θαύμα.

Ξημέρωνε η 7η Απριλίου 1951. Με τη διμοιρία μου είχα καταλάβει μια πλαγιά σε ύψωμα κοντά στον 38ο παράλληλο. Μέχρι τα ξημερώματα έμεινα άγρυπνος στο όρυγμα μου μαζί με τον στρατιώτη Σταύρο Αδαμάκο.

Όταν ρόδιζε η αυγή, οπότε δεν υπήρχε φόβος αιφνιδιασμού, αποκοιμήθηκα. Είδα τότε ένα όνειρο που με συνετάραξε:

Μία γυναίκα στα μαύρα ντυμένη, με αγνή ομορφιά και γλυκύτατη φωνή, με πλησιάζει και με ρωτά ακουμ­πώντας το χέρι στον ώμο μου:

- Θέλεις να βρίσκομαι κοντά σου Χρήστο; Ένοιωσα τότε μια βαθειά αγαλλίαση.

– Και ποια είσαι συ; τη ρώτησα.

Τότε εκείνη άλλαξε έκφραση και με παρατήρησε αυστηρά:

– Γιατί, Χρήστο, διαρκώς με βρίζεις;

– Πρώτη φορά σε βλέπω! διαμαρτυρήθηκα. Πώς είναι δυνατό να βρίζω μια άγνωστή μου;

– Ναι, Χρήστο, επέμεινε εκείνη πιο αυστηρά. Με βρίζεις. Εγώ όμως είμαι πάντα κοντά σε σένα και σ' ό­λους τους στρατιώτες του τάγματος. Γιατί δεν πηγαίνετε στο Πουσάν, ν' ανάψετε κεριά στ' αδέλφια σας που έ­χουν ταφεί εκεί;

Μ' αυτή τη φράση ξύπνησα τρομαγμένος. Ο Σταύ­ρος δίπλα μου με κοίταζε σαστισμένος.

– Κύριε ανθυπασπιστά, κάτι έχεις, μου είπε. Βογγούσες και παραμιλούσες στον ύπνο σου.

Του διηγήθηκα το όνειρό μου και καταλήξαμε πως ήταν αποτέλεσμα κοπώσεως και συζητήσεων γύρω από τους νεκρούς του Πουσάν.

Ενώ όμως λέγαμε αυτά. ξαναβλέπω τη γυναίκα του ονείρου μου μπροστά μου.

- Αδαμάκο! βάζω μια φωνή. Η γυναίκα… Αυτή… Να… τη βλέπεις;

Εκείνος προσπαθούσε να με καθησυχάσει, αλλά που εγώ! Η μαυροφορεμένη γυναίκα με την αγνή ο­μορφιά και τη γλυκύτατη φωνή στάθηκε κοντά μου και μου είπε:

– Μη φοβάσαι… Μη φοβάσαι, παιδί μου. Είμαι η Παναγία. Σας προστατεύω όλους παντού και πάντοτε. Αλλά θέλω από σένα να μη με βρίσεις ούτε στις δυ­σκολότερες στιγμές της ζωής σου.

Πέφτω αμέσως ταραγμένος να φιλήσω τα πόδια της. Εκείνη όμως είχε γίνει άφαντη. Έκλαψα τότε απ' τα βάθη της καρδιάς μου ένα κλάμα ανακουφίσεως και χαράς, εγώ που δεν είχα κλάψει ποτέ στη ζωή μου».

(«ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ», ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ-ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2011)

katafigioti

lifecoaching