ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Τα αρχοντόπουλα του Θεού
Μερικοί άνθρωποι, παρόλο που μετάνοιωσαν για κάποιο σφάλμα τους και ο Θεός τους συγχώρεσε,
οπότε έπαψαν να λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι, αυτοί δεν ξεχνούν το σφάλμα τους.
Ζητούν επίμονα από τον Θεό να τιμωρηθούν σ’ αυτήν την ζωή για το σφάλμα τους, για να εξοφλήσουν.
Αφού λοιπόν επιμένουν, ο Καλός Θεός εκπληρώνει αυτό το φιλότιμο αίτημά τους,
τους κρατάει όμως τοκισμένη την πληρωμή στο Ουράνιο Ταμιευτήριό Του, στον Παράδεισο.
Αυτοί είναι τα αρχοντόπουλα του Θεού, είναι τα πιο φιλότιμα παιδιά του Θεού.
Στο Λειμωνάριο λ.χ. αναφέρεται το εξής για τον αββά Ποιμένα τον βοσκό:
Μια φορά τον επισκέφθηκε κάποιος και ζήτησε να τον φιλοξενήση στο κελλί του.
Επειδή ο αββάς δεν είχε ιδιαίτερο χώρο για φιλοξενία, τακτοποίησε τον επισκέπτη στο κελλί του
και αυτός πήγε να διανυκτερεύση σε μια σπηλιά. Το πρωί που επέστρεψε, τον ρώτησε ο επισκέπτης:
«Πώς τα πέρασες, αββά; Μήπως κρύωσες;». «Όχι, πέρασα καλά. Μπήκα σε μια σπηλιά
και βρήκα μέσα ένα λιοντάρι να κοιμάται. Ξάπλωσα κι εγώ και ακούμπησα την πλάτη μου στην χαίτη του.
Από τα χνώτα του η σπηλιά ήταν σαν φούρνος και δεν κρύωσα».
«Καλά, δεν φοβήθηκες μήπως σε φάη το λιοντάρι;», τον ρώτησε ο επισκέπτης.
«Όχι, του λέει ο αββάς, αλλά, να ξέρης, εμένα θα με φάνε τα θηρία».
«Πώς το ξέρεις αυτό;». «Εγώ στον κόσμο ήμουν βοσκός, του λέει ο αββάς,
και κάποτε που βοσκούσα το κοπάδι μου οι σκύλοι μου καταξέσχισαν κάποιον περαστικό καί,
ενώ μπορούσα να τον σώσω, αδιαφόρησα. Από τότε ζητάω από τον Θεό συνέχεια να με φάνε τα θηρία.
Πιστεύω να μου κάνη ο Θεός αυτό το χατίρι». Και πράγματι αυτόν τον αββά τον έφαγαν τα θηρία.
Στην άλλη όμως ζωή αυτοί οι άνθρωποι θα είναι στον πιο εκλεκτό τόπο.
-Γέροντα, διάβασα σε σχόλια κάποιου πατερικού βιβλίου ότι ο άνθρωπος, όταν κάνη κάποια αμαρτία,
πρέπει να τιμωρηθή, για να πληρώση για το κακό που έκανε.
-Όχι, δεν είναι έτσι. Ο άνθρωπος, αν μετανοιώση, δεν τιμωρείται• τον ελεεί ο Χριστός.
Χρειάζεται πολλή προσοχή στα σχόλια, γιατί μπορεί ένας σχολιαστής να είναι αρκετά καλός,
αλλά καμμιά φορά να κάνη λανθασμένες ερμηνείες.
Αν κανείς δεν είναι σίγουρος ότι ο σχολιαστής είναι καλός,
καλύτερα ας διαβάση μόνον το κείμενο. Και σ’ εμένα είπε κάποιος ότι τον Προφήτη Ησαΐα τον πριόνισαν,
γιατί έπρεπε να πριονισθή για τις αμαρτίες του κόσμου.
Ενώ ο ίδιος παρακάλεσε τον Θεό να πριονισθή για τις αμαρτίες του κόσμου και ο Θεός υπέκυψε
στην πολλή αγάπη που είχε για τον λαό. Αλλά για κάθε πριονιά ο Θεός θα του δώση και ένα στεφάνι.
Είναι απαραίτητο να ξέρη κανείς μερικά πράγματα, για να καταλάβη κάποια άλλα.
Ο αββάς Ποιμήν, για τον οποίο ανέφερα προηγουμένως, μπορούσε να καταλάβη τον Προφήτη Ησαΐα
- αν και η περίπτωση του ενός διέφερε από του άλλου, γιατί στην περίπτωση
του Προφήτη Ησαΐα υπήρχε η θυσία για τον κόσμο.
-Έχουμε, Γέροντα, και στην εποχή μας τέτοια περιστατικά;
-Ναί, βέβαια. Θυμάμαι κάποιο γεγονός που συνέβη, όταν ήμουν στην Μονή Φιλοθέου.
Κάποιος μοναχός, όταν ήταν στον κόσμο, είχε κάψει έναν Τούρκο στον φούρνο,
επειδή είχε σφάξει τον πατέρα του. Μετά μετανόησε, ήρθε στο Αγιον Όρος, έγινε μοναχός
και είχε βάλει μια καλή σειρά. Μέρα-νύχτα όμως παρακαλούσε τον Θεό να επιτρέψη να καή και ο ίδιος.
Μια φορά έπιασε πυρκαγιά στο Μοναστήρι. Εγώ τότε ήμουν δοχειάρης.
Ετοίμασα δοχεία με νερό και τρέξαμε όλοι και σβήσαμε την φωτιά.
Τελικά αυτόν τον μοναχό τον βρήκαμε καμένο.
Θα μου μείνη αλησμόνητη η σκηνή... Τί είχε γίνει; Αυτός τότε ήταν ογδόντα πέντε χρονών
και τον διακονούσε ένας μοναχός που ήταν εβδομήντα πέντε.
Εκείνη την ημέρα, για να τον ανακουφίση λίγο από τους πόνους των ρευματισμών,
του έτριψε τα πόδια του με πετρέλαιο και τον κουκούλωσε κοντά στο τζάκι.
Πετάχθηκε όμως μια σκανδαλήθρα από τα ξύλα της καστανιάς, πήρε φωτιά, κάηκε εκείνος
και έπιασε φωτιά και όλο το μοναστήρι. Εγώ στενοχωρήθηκα πολύ για το γεγονός•
δεν μπορούσα να ησυχάσω!
Ύστερα μου είπε ο Πνευματικός: «Μη στενοχωριέσαι• αυτός ζητούσε από τον Θεό να καή,
για να εξιλεωθή• αυτό ήταν δώρο Θεού».
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 233-234)
"Με πολλή προσοχή και ευθύνη"
Μου αρέσει να πηγαίνω στο θέατρο και στον κινηματογράφο.
Αλλά διάφοροι φίλοι μου μου λένε ότι ο αληθινός χριστιανός δεν τα έχει ανάγκη
αυτά και ούτε πρέπει να πηγαίνει σε τέτοια μέρη. Τί λέτε εσείς, Γέροντα;
-Να πηγαίνεις, αφού σου αρέσει, δεν είναι κακό.
Σημασία έχει να μην πηγαίνεις με σκοπό να δεις ένα θέαμα,
που θα ικανοποιήσει κάποιες σαρκικές επιθυμίες σου.[Ί 297π.]
* Πριν αγοράσω τηλεόραση, χρόνια τώρα,πήγα να πάρω την ευχή του Παππούλη,
αν έπρεπε να την πάρω, γιατί τα παιδιά μου ήταν μικρά και φοβόμουν για τη
διάπλασή τους. Μου είχε πει τότε: "Να την αγοράσεις, αλλά να αγοράζεις και ένα πρόγραμμά της,
για να βλέπεις τί έργα θα πρέπει να παρακολουθούν, δηλαδή αν είναι κατάλληλα ή ακατάλληλα.
Έτσι, να την πάρεις".[Τζ 170]
"Γιατί, παιδί μου, βλέπεις αισχρές ταινίες;"
Σε έναν άλλο αδερφό του είχε πει μία μέρα: "Γιατί, παιδί μου, κάθεσαι και βλέπεις
από το βίντεο αυτές τις αισχρές ταινίες;
Δεν του αρέσει του Θεού και να μην το ξανακάνεις".[Τζ 119]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.205)
«(ελέγχει τον ίδιο τον Πατριάρχη ο Όσιος)· Αναγνωρίζω την ευμενή σου προς εμάς διάθεση, δέσποτα. Αλλ’ ο φθόνος του Σατανά, δεν γνωρίζω πώς να το ειπώ, σου κατέστρεψε δυστυχώς τις διαθέσεις και κατέστησε πικρό το γλυκό και έκαμε σκότος το φως, όχι μόνο για μας αλλά και για όλους όσοι άκουσαν τα γενόμενα σε βάρος μας, σε όσα μέρη της γης έφθασε η φήμη τους» (τ. 19Α, σ. 219).
«Όπως ακριβώς η φλόγα του πυρός πετάγεται πάντοτε ψηλά, όσες φορές ανακατεύεις τα ξύλα από τα οποία ανάπτεται, έτσι και του κενοδόξου η καρδιά δεν μπορεί να ταπεινωθεί, αλλά όσο του πεις τα σχετικά με την ωφέλειά του, τόσο περισσότερο ανυψώνεται· πραγματικά όταν ελέγχεται ή και νουθετείται, αντιλέγει εντόνως, όταν επαινείται ή και ενθαρρύνεται, ανυψώνεται κακώς. Άνθρωπος που μέλημά του είναι ν’ αντιλέγει είναι δίκοπο μαχαίρι για τον εαυτό του· φονεύει αναιπαισθήτως την ψυχή του και την καθιστά ξένη προς την αιώνια ζωή. Ο αντιρρησίας είναι όμοιος με τον αυτόμολο προς τους αντιπάλους του βασιλέως εχθρούς. Διότι η αντιλογία είναι άγκιστρο, που δέλεαρ έχει την αξίωση ότι έχουμε δίκαιο, με την οποία εξαπατιόμαστε και καταπίνουμε το άγκιστρο της αμαρτίας, από το οποίο κατά κανόνα αρπάζεται η άθλια ψυχή, σαν από την γλώσσα και τον λαιμό, από τα πνεύματα της πονηρίας, και άλλοτε μεν ανεβάζεται σε ύψος υπερηφανείας, άλλοτε δε καταποντίζεται σε χάος αβύσσου αμαρτίας και καταδικάζεται μαζί με τους πεπτωκότας από τον ουρανό. Όποιος ατιμάζεται ή υβρίζεται, αν πονά στην καρδιά δυνατά, πρέπει να γνωρίζει από αυτό ότι περιφέρει μέσα στους κόλπους του τον παλαιό όφι. Εάν λοιπόν υπομείνει με σιωπή ή αποκριθεί με πολλή ταπείνωση, εξασθενίζει και παραλύει τούτον. Εάν δε αντείπει με πικρία ή και μιλήσει με θρασύτητα, δίδει στον όφι δύναμι να χύση το δηλητήριο στην καρδιά του και να καταφάει άγρια τα εντόσθιά του, ώστε στο εξής ενδυναμούμενος αυτός καθημερινώς να κατατρώγει την προς τα καλά διόρθωση και δύναμι της άθλιας ψυχής του· έτσι αυτός θα ζει έκτοτε στην αμαρτία, θα είναι δε εντελώς νεκρός για την δικαιοσύνη» (τ.19Α, σελ. 417-9).
«Όποιος πιστεύει ότι η ζωή και ο θάνατός του είναι στο χέρι του ποιμένος του, δεν θα αντείπει ποτέ· η δε άγνοια τούτων γεννά την αντιλογία, που είναι πρόξενος του νοητού και αιωνίου θανάτου. Πριν λάβει την απόφαση ο κατάδικος, του δίδεται ευκαιρία αντιλογίας, να πει στον δικαστή για όσα έπραξε· μετά όμως την απόδειξη των πράξεων και την απόφαση του δικαστού δεν δικαιούται ν’ αντείπει στους βασανιστές τίποτε, ούτε μικρό ούτε μεγάλο. Πριν εισέλθει ο μοναχός σ’ αυτό το δικαστήριο και φανερώσει τα βάθη της καρδιάς του, ίσως του επιτρέπεται και ν’ αντιλέγει, είτε από άγνοια είτε από προσπάθεια να κρύψει τα μυστικά του. Μετά την αποκάλυψη όμως των λογισμών και την ειλικρινή εξομολόγηση δεν επιτρέπεται ν’ αντιλέγει ποτέ μέχρι θανάτου στον δεύτερο μετά τον Θεό δικαστή και εξουσιαστή του. Διότι ο μοναχός, από την στιγμή που εισήλθε σ’ αυτό το δικαστήριο και ξεσκέπασε τα κρυφά της καρδιάς του, έχει πεισθεί εκ των προτέρων, εάν έχει αποκτήσει κάποια γνώσι, ότι είναι άξιος μυρίων θανάτων και πιστεύει ότι δια της υπακοής και ταπεινώσεώς του θα απαλλαγεί από κάθε τιμωρία και κόλαση, αν τουλάχιστο έχει αντιληφθεί πραγματικά την φύσι του μυστηρίου τούτου. Όποιος φυλάσσει αυτές τις σκέψεις ανεξάλειπτες στην διάνοιά του, δεν θα επαναστατήσει ποτέ με την καρδιά του, όταν παιδεύεται ή νουθετείται ή ελέγχεται, επειδή όποιος περιπίπτει σε τέτοια κακά, δηλαδή στην αντιλογία και απιστία προς τον πνευματικό πατέρα του και διδάσκαλο, ζώντας ακόμη κατεβάζεται στην παγίδα και τον βυθό του Άδη ελεεινώς και γίνεται οίκος του Σατανά και όλης της ακάθαρτης δυνάμεως ως υιός της απειθείας και απωλείας» (19Α,423-425)
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (από άλλα θέματα που σχετίζονται όμως και με το θέμα «έλεγχος»)
«(Μιλά στο νεκρό αδελφό του Αντώνιο)· Διότι οπωσδήποτε τώρα γνώρισες τα της διαθέσεώς μου για σένα και ότι ποτέ δεν σε επέπληττα επειδή σε μισούσα ή σε βδελυσσόμουν και με κάθε τρόπο σε ασφάλιζα με τις νουθεσίες, αλλ’ επειδή πολύ σε αγαπούσα και φλεγόμουν επίμονα από τον πόθο προς εσένα. Διότι βλέπεις τώρα, το γνωρίζω καλά, αφού ξεπέρασες τον γνόφο και την ομίχλη αυτού του σώματος, και βλέπεις γυμνή την ψυχή μου και τη διάθεσή της, καθώς και εσύ είσαι τώρα γυμνός από το σώμα. Διότι, αφού έγινες θεοειδής, βλέπεις θεοειδέστερα και όλα τα σχετικά με εμάς» (τ. 19Δ, σ. 245).
«(ο όσιος λέει γιατί φοβάται να γίνει Επίσκοπος)· Φοβάμαι… μήπως με πτοήσουν απειλές ανθρώπων και με καταστήσουν παραβάτη των εντολών σου· φοβάμαι μήπως οι παρακλήσεις των συνεπισκόπων και των φίλων με καταστήσουν συγκοινωνό της αδικίας ή με κάνουν να σιωπώ όταν αυτοί αδικούν, και να συνεργάζομαι όταν κακοπραγούν, αποφεύγοντας να τους ελέγχω με παρρησία και να επιδεικνύω την ένσταση υπέρ των εντολών σου» (τ. 19Γ, σελ. 201-3).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
13.12 ἰδὼν δὲ αὐτὴν(1) ὁ ᾽Ιησοῦς προσεφώνησεν καὶ εἶπεν αὐτῇ, Γύναι,
ἀπολέλυσαι(2) τῆς ἀσθενείας σου(3),
12 Όταν την είδε ο Ιησούς, τη φώναξε και της είπε: «Γυναίκα, απαλλάσσεσαι από την αρρώστια σου».
(1) «Αφού την σπλαχνίστηκε, την κάλεσε» (Ζ). Η γυναίκα φαίνεται με την ακρόαση
του κηρύγματος να εκδήλωσε θερμό πόθο και βαθιά εμπιστοσύνη στον Κύριο (b).
Δεν ζητά από αυτήν πίστη διότι διέκρινε την εσωτερική διάθεσή της.
«Επρόκειτο η γυναίκα να πιστέψει και να έχει ευγνωμοσύνη» (Ζ). Ίσως επίσης «και για αυτόν ήλθε»
στη συναγωγή «και αφού θεραπεύτηκε, ευχαριστεί. Για αυτό και γρήγορα την θεράπευσε» (Ζ).
Δεν ζήτησε αυτή την θεραπεία της, πράγμα το οποίο αποδεικνύει το έλεος του Χριστού
που πάντοτε προτρέχει και μας προλαβαίνει. Παρ’ όλα αυτά εκείνη είχε έλθει να διδαχτεί
και να ωφελήσει την ψυχή της και ο Ιησούς τότε χορήγησε και τη θεραπεία της ασθένειας του σώματός της.
Εκείνοι οι οποίοι πρωτίστως και κυρίως φροντίζουν για την ψυχή, θα βρουν στο Χριστό,
αν όχι την πλήρη θεραπεία, τουλάχιστον όμως την ανακούφιση και παρηγοριά
και στις σωματικές τους ασθένειες. Είναι αυτός που καλεί τους κουρασμένους
και φορτωμένους για να τους αναπαύσει.
(2) Έχεις ήδη ελευθερωθεί και παραμένεις ελευθερωμένη (p).
Σύμφωνα με τον Hobart το ρήμα χρησιμοποιείται από τους συγγραφείς γιατρούς
για την θεραπεία ή την εξαφάνιση νόσου (L).
(3) «Ο λόγος αυτός αρμόζει πάρα πολύ σε Θεό, και είναι γεμάτος από εξουσία ουράνια!
Διότι με νεύμα βασιλικό διώχνει την ασθένεια» (Κ).
13.13 καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὰς χεῖρας(1)· καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη(2), καὶ ἐδόξαζεν τὸν θεόν.
13 Έβαλε πάνω της τα χέρια του κι αμέσως εκείνη ορθώθηκε και δόξαζε το Θεό.
(1) Ίσως για συμπλήρωση και ολοκλήρωση της θεραπείας (p).
«Την θεράπευσε με τον λόγο, από τη μία, ως Θεός· με το να βάλει πάνω της τα χέρια,
από την άλλη, ως άνθρωπος» (Ζ). Το άγγιγμα με τα χέρια απέβλεπε και στο να ενισχύσει την πίστη
της άρρωστης και να καταστήσει και την θεραπεία στα μάτια των παρόντων ότι προέρχεται αδιαμφισβήτητα
και απτά από τη δύναμη των χεριών του (ο). Αξιοσημείωτα και τα επόμενα:
«Μπορούμε λοιπόν και από εδώ να δούμε, ότι η άγια σάρκα του είχε την δύναμη και ενέργεια του Θεού·
διότι ήταν δική του η δύναμη και όχι κάποιου άλλου» (Κ).
(2) Ο Hobart δείχνει ότι το ρήμα χρησιμοποιείται από τους γιατρούς συγγραφείς για μέλη του σώματος
που εξαρθώθηκαν ή δεν είχαν φυσιολογική θέση, τα οπoία ανατάχθηκαν και επανήλθαν σε ευθεία θέση (p)
Πώς λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι
-Γέροντα, ποιοί νόμοι λέγονται πνευματικοί;
-Θα σου εξηγήσω: Όπως στην φύση υπάρχουν οι φυσικοί νόμοι, έτσι και στην πνευματική ζωή
υπάρχουν οι πνευματικοί νόμοι. Ας πούμε, όταν πετάη κανείς ένα βαρύ αντικείμενο ψηλά,
με όσο περισσότερη ορμή και όσο πιο ψηλά το πετάξη, με τόσο μεγαλύτερη δύναμη θα πέση κάτω
και θα συντριβή. Αυτός είναι φυσικός νόμος. Στην πνευματική ζωή, όσο περισσότερο υψώνεται κανείς
με την υπερηφάνειά του, τόσο μεγαλύτερη θα είναι και η πνευματική του πτώση και ανάλογα με το ύψος
της υπερηφανείας του θα συντριβή. Γιατί ο υπερήφανος ανεβαίνει, φθάνει σε ένα σημείο και μετά πέφτει
και σπάζει τα μούτρα του - «ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται». Αυτός είναι πνευματικός νόμος.
Υπάρχει όμως μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στους φυσικούς και στους πνευματικούς νόμους:
Ενώ οι φυσικοί νόμοι δεν έχουν σπλάχνα και ο άνθρωπος δεν μπορεί να τους αλλάξη,
οι πνευματικοί νόμοι έχουν σπλάχνα και ο άνθρωπος μπορεί να τους αλλάξη, γιατί έχει να κάνη
με τον Δημιουργό και Πλάστη του, τον Πολυεύσπλαχνο Θεό.
Αν δηλαδή καταλάβη αμέσως το ανέβασμα της υπερηφανείας του και πή:
«Θεέ μου, εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου και υπερηφανεύομαι• συγχώρεσέ με!», αμέσως τα σπλαχνικά χέρια του Θεού
τον αρπάζουν και τον κατεβάζουν απαλά κάτω, χωρίς να γίνη αντιληπτή η πτώση του.
Έτσι δεν συντρίβεται, αφού προηγήθηκε η καρδιακή συντριβή με την μετάνοια που έδειξε.
Το ίδιο ισχύει και για το «μάχαιραν έδωκας, μάχαιραν θα λάβης», που λέει το Ευαγγέλιο.
Αν δηλαδή «έδωσα μάχαιρα», κανονικά πρέπει να ξοφλήσω με μάχαιρα. Όταν όμως συναισθάνωμαι το σφάλμα μου,
με μαχαιρώνη η συνείδησή μου και ζητάω συγχώρηση από τον Θεό, τότε πλέον παύουν να λειτουργούν
οι πνευματικοί νόμοι και δέχομαι από τον Θεό την αγάπη Του σαν βάλσαμο.
Μέσα δηλαδή στα κρίματα του Θεού, που είναι άβυσσος, βλέπουμε να αλλάζη ο Θεός, όταν αλλάζουν οι άνθρωποι.
Όταν το άτακτο παιδί συνέρχεται, μετανοή και δέρνεται από την συνείδησή του,
τότε ο Πατέρας του το χαϊδεύει με αγάπη και το παρηγορεί. Δεν είναι μικρό πράγμα να μπορή ο άνθρωπος
να αλλάξη την απόφαση του Θεού! Κάνεις κακό; Ο Θεός σού δίνει σκαμπιλάκι. Λές «ήμαρτον»; Σου δίνει ευλογίες.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 234-235)
"Πώς να βοηθούμε τους κεκοιμημένους"
Μου εξήγησε και πώς μπορούμε να βοηθούμε τους κεκοιμημένους μας.
Να κάνουμε, είπε, πολλή προσευχή, αγαθοεργίες, ελεημοσύνες, να συμμετέχουμε στις Θείες Λειτουργίες- κάμνοντας πρόσφορο και δίνοντας το όνομα του κεκοιμημένου- και κοινωνώντας εμείς και τα παιδιά μας όσο το δυνατό πιο συχνά, σε κάθε Θεία Λειτουργία, αν είναι δυνατόν [Ί 172].
"... διότι έχω αποθάνει!"· Ένας πολύ μορφωμένος άνθρωπος εδώ στην Αθήνα, πνευματικό τέκνο του Γέροντος Πορφυρίου, που για χρόνια, όποιο πρόβλημα κι αν είχε, πήγαινε στο Γέροντα ή του τηλεφωνούσε για να τον συμβουλευτεί, τις ημέρες που εκοιμήθη ο Γέρων Πορφύριος, έλειπε στο εξωτερικό κι έτσι δεν πληροφορήθηκε την κοίμησή του.
Όταν, λοιπόν, επέστρεψε στην Αθήνα, αντιμετώπισε ένα οικογενειακό πρόβλημα και θέλησε να συμβουλευτεί, όπως πάντα, το Γέροντα. Σήκωσε το τηλέφωνο, σχημάτισε τον αριθμό του τηλεφώνου, που ήταν στο δωμάτιο του Γέροντος, και ακούει να του απαντά ο ίδιος ο Γέρων Πορφύριος.
Αφού τον χαιρέτησε και ζήτησε την ευχή του, του μίλησε για το πρόβλημά του και του ζήτησε τη συμβουλή του.
Ο Γέρων Πορφύριος του είπε τι έπρεπε να κάνει και τι ν' αποφύγει.
Το πνευματικό αυτό τέκνο του, τον ευχαρίστησε και του είπε: "Θα έρθω, Γέροντα, να σας δω μόλις μπορέσω".
Του λέει τότε ο Γέρων Πορφύριος: "Να μη με ξαναπάρεις στο τηλέφωνο, διότι έχω αποθάνει" [Ί 137π.].
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.204)
Η ΙΕΡΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΤΟΥ ΤΟΥ ΟΡΘΡΟΥ ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Μετὰ τὸν Ἑξάψαλμον, Συναπτὴ μεγάλη, μεθ᾿ ἣν ἐκφώνησις· Ὅτι πρέπει σοι πᾶσα δόξα... Έπειτα ψάλλουμε:
Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Στίχ. α´. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ.
Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν...
Στίχ. β´. Πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσάν με, καὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.
Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν...
Στίχ. γ´. Παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καί ἐστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.
Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν...
Απολυτίκιο Αναστάσιμο (λόγω Κυριακής) ήχος Βαρύς
Κατέλυσας τῷ Σταυρῷ σου τὸν θάνατον, ἠνέῳξας τῷ Λῃστῇ τὸν Παράδεισον, τῶν Μυροφόρων τὸν θρῆνον μετέβαλες, καὶ τοῖς σοῖς Ἀποστόλοις κηρύττειν ἐπέταξας· ὅτι ἀνέστης Χριστὲ ὁ Θεός, παρέχων τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.
Δόξα… Και νυν… Ἀπολυτίκιον Εορτής Ἦχος α'
Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Συναπτὴ μικρά, μεθ᾿ ἣν ἐκφώνησις· Ὅτι σὸν τὸ κράτος... Μετά το
Καθίσματα Αναστάσιμα Ἦχος βαρὺς
Ἡ Ζωὴ ἐν τῷ τάφῳ ἀνέκειτο, καὶ σφραγὶς ἐν τῷ λίθῳ ἐπέκειτο, ὡς Βασιλέα ὑπνοῦντα, στρατιῶται ἐφύλαττον Χριστόν, καὶ Ἄγγελοι ἐδόξαζον, ὡς Θεὸν ἀθάνατον. Γυναῖκες δὲ ἐκραύγαζον· Ἀνέστη ὁ Κύριος, παρέχων τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.
Δόξα...
Τῇ τριημέρῳ ταφῇ σου σκυλεύσας τὸν θάνατον, καὶ φθαρέντα τὸν ἄνθρωπον, τῇ ζωηφόρῳ Ἐγέρσει σου, ἀναστήσας Χριστὲ ὁ Θεός, ὡς φιλάνθρωπος δόξα σοι.
Και νυν… Κάθισμα Ἦχος δ' Κατεπλάγη Ἰωσὴφ
Ἀναβόησον Δαυΐδ, τὶς ἡ παροῦσα Ἑορτὴ; Ἣν ἀνύμνησα φησίν, ἐν τῷ βιβλίῳ τῶν Ψαλμῶν, ὡς θυγατέρα θεόπαιδα καὶ Παρθένον, μετέστησεν αὐτήν, πρὸς τὰς ἐκεῖθεν μονάς, Χριστὸς ὁ ἐξ αὐτῆς, ἄνευ σπορᾶς γεννηθείς· καὶ διὰ τοῦτο χαίρουσι, μητέρες καὶ θυγατέρες καὶ νύμφαι Χριστοῦ, βοῶσαι· Χαῖρε, ἡ μεταστᾶσα πρὸς τὰ ἄνω βασίλεια.
Καθίσματα Αναστάσιμα Ἦχος βαρὺς
Ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος, ἡ Ζωὴ ἐκ τάφου ἀνέτειλας Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, τοῖς Μαθηταῖς ἐπέστης, ἡ πάντων ἀνάστασις· Πνεῦμα εὐθὲς δι' αὐτῶν ἐγκαινίζων ἡμῖν, κατὰ τὸ μέγα σου ἔλεος.
Δόξα...
Ἐπὶ τὸ μνῆμα ἔδραμον Γυναῖκες, μετὰ δακρύων μύρα φέρουσαι, καὶ στρατιωτῶν φυλασσόντων σε, τὸν τῶν ὅλων Βασιλέα, ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον; ἀνέστη ὁ μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος, πατήσας τὸν θάνατον· Παντοδύναμε Κύριε, δόξα σοι.
Και νυν της Εορτής…
Ὁ πάντιμος χορός, τῶν σοφῶν Ἀποστόλων, ἠθροίσθη θαυμαστῶς, τοῦ κηδεῦσαι ἐνδόξως, τὸ σῶμά σου τὸ ἄχραντον, Θεοτόκε Πανύμνητε, οἷς συνύμνησαν, καὶ τῶν Ἀγγέλων τὰ πλήθη, τὴν Μετάστασιν, τὴν σὴν σεπτῶς εὐφημοῦντες, ἣν πίστει ἑορτάζομεν.
Κάθισμα Εορτής Ἦχος γ' Τὴν ὡραιότητα
Ἐν τῇ Γεννήσει σου, σύλληψις ἄσπορος, ἐν τῇ Κοιμήσει σου, νέκρωσις ἄφθορος, θαῦμα ἐν θαύματι διπλοῦν, συνέδραμε Θεοτόκε· πῶς γὰρ ἡ ἀπείρανδρος, βρεφοτρόφος ἁγνεύουσα; πῶς δὲ ἡ μητρόθεος, νεκροφόρος μυρίζουσα; Διὸ σὺν τῷ Ἀγγέλῳ βοῶμέν σοι· Χαῖρε ἡ Κεχαριτωμένη.
Δόξα... Καὶ νῦν... Τὸ ίδιο
Συναπτὴ μικρά, μεθ᾿ ἣν ἐκφώνησις….
Ἡ Ὑπακοὴ Ἦχος βαρὺς
Ὁ ἡμετέραν μορφὴν ἀναλαβών, καὶ ὑπομείνας Σταυρὸν σωματικῶς, σῶσόν με τῇ Ἀναστάσει σου, Χριστὲ ὁ Θεός, ὡς φιλάνθρωπος.
Οἱ Ἀναβαθμοὶ Ἀντίφωνον Α'
Τὴν αἰχμαλωσίαν Σιών, ἐκ πλάνης ἐπιστρέψας, κᾀμὲ Σωτὴρ ζώωσον, ἐξαίρων δουλοπαθείας.
Ἐν τῷ νότῳ ὁ σπείρων θλίψεις, νηστείας μετὰ δακρύων, οὗτος χαρᾶς δρέψεται, δράγματα ἀειζωοτροφίας.
Δόξα... καὶ νῦν ...
Ἁγίῳ Πνεύματι, πηγὴ τῶν θείων θησαυρισμάτων, ἐξ οὗ σοφία, σύνεσις, φόβος, αὐτῷ αἴνεσις, δόξα, τιμὴ καὶ κράτος.
Ἀντίφωνον β'
Ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον τὸν τῆς ψυχῆς, μάτην κοπιῶμεν· πλὴν γὰρ αὐτοῦ, οὐ πρᾶξις, οὐ λόγος τελεῖται.
Τοῦ καρποῦ τῆς γαστρός, οἱ Ἅγιοι πνευματοκινήτως, ἀναβλαστοῦσι πατρῷα δόγματα υἱοθεσίας.
Δόξα... καὶ νῦν ...
Ἁγίῳ Πνεύματι, τὰ σύμπαντα τὸ εἶναι ἔχει· πρὸ πάντων γὰρ Θεός, τῶν ὅλων κυριότης, φῶς ἀπρόσιτον, ζωὴ τῶν πάντων.
Ἀντίφωνον Γ'
Οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον, ὁδοὺς ζωῆς εὑρόντες, νῦν καὶ ἀεὶ μακαριοῦνται, δόξῃ ἀκηράτῳ.
Κύκλῳ τῆς τραπέζης σου, ὡς στελέχη βλέπων τὰ ἔκγονά σου, χαῖρε εὐφραίνου, προσάγων ταῦτα, τῷ Χριστῷ Ποιμενάρχα.
Δόξα... καὶ νῦν ...
Ἁγίῳ Πνεύματι, βυθὸς χαρισμάτων, πλοῦτος δόξης, κριμάτων βάθος μέγα, ὁμόδοξον Πατρὶ καὶ Υἱῶ· λατρευτὸν γάρ.
Προκείμενον Ἦχος δ'
Μνησθήσομαι τοῦ ὀνόματός σου ἐν πάσῃ γενεᾷ καὶ γενεᾷ.
Στίχ. Ἄκουσον, θύγατερ, καὶ ἴδε, καὶ κλῖνον τὸ οὖς σου, καὶ ἐπιλάθου τοῦ λαοῦ σου, καὶ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου, καὶ ἐπιθυμήσει ὁ Βασιλεὺς τοῦ κάλλους σου.
Εὐαγγέλιον Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν.
Ἐν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀναστᾶσα Μαριὰμ, ἐπορεύθη εἰς τὴν ὀρεινὴν μετὰ σπουδῆς, εἰς πόλιν ᾿Ιούδα· καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον Ζαχαρίου, καὶ ἠσπάσατο τὴν ᾿Ελισάβετ. Καὶ ἐγένετο, ὡς ἤκουσεν ἡ ᾿Ελισάβετ τὸν ἀσπασμὸν τῆς Μαρίας, ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτῆς· καὶ ἐπλήσθη Πνεύματος ῾Αγίου ἡ ᾿Ελισάβετ, καὶ ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ, καὶ εἶπεν· Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ, καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου. Καὶ πόθεν μοι τοῦτο, ἵνα ἔλθῃ ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με; Ἰδοὺ γὰρ, ὡς ἐγένετο ἡ φωνὴ τοῦ ἀσπασμοῦ σου εἰς τὰ ὦτά μου, ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τῇ κοιλίᾳ μου. Καὶ μακαρία ἡ πιστεύσασα, ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ Κυρίου. Καὶ εἶπε Μαριάμ· Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον, καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμά μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ Σωτῆρί μου· Ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ· ἰδοὺ γὰρ, ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί· Ὅτι ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ δυνατὸς· καὶ ἅγιον τὸ ὄνομα αὐτοῦ. ῎Εμεινε δὲ Μαριὰμ σὺν αὐτῇ ὡσεὶ μῆνας τρεῖς· καὶ ὑπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς.
Ὁ Προεστὼς ἢ ὁ Ἀναγνώστης·
Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι… και
Ν’ Ψαλμός χύμα.
Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου· ἐπὶπλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω,καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός. Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἂνδικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου, καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε. Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαιςἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι.Ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ, καὶ καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καὶεὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καὶ πάσαςτὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοιςμου. Μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου καὶ τὸ πνεῦμά σου τὸ ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τὴνἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. Διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου, καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲἐπιστρέψουσι. Ῥῦσαί με ἐξ αἱμάτων, ὁ Θεὸς ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου· ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τὴν δικαιοσύνηνσου. Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου. Ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν·ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένηνὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου τὴν Σιών, καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ· τότεεὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα· τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους.
Δόξα... Ἦχος β'
Ταῖς τῆς Θεοτόκου, πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη, τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Καὶ νῦν... Ἦχος ὁ αὐτὸς
Ταῖς τῆς Θεοτόκου, πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη, τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.
Ἐλέησόν με ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου
Στιχηρὸν Ἰδιόμελον Ἦχος πλ. β' Βύζαντος
Ὅτε ἡ Μετάστασις τοῦ ἀχράντου σου σκήνους ηὐτρεπίζετο, τότε οἱ Ἀπόστολοι, περικυκλοῦντες τὴν κλίνην τρόμῳ ἑώρων σε, καὶ οἱ μὲν ἀτενίζοντες τῷ σκήνει, θάμβει συνείχοντο, ὁ δὲ Πέτρος σὺν δάκρυσιν ἐβόα σοι· Ὦ Παρθένε, ὁρῶ σε τρανῶς ἡπλωμένην ὑπτίαν, τὴν ζωὴν τῶν ἁπάντων, καὶ καταπλήττομαι, ἐν ᾗ ἐσκήνωσε τῆς μελλούσης ζωῆς ἡ ἀπόλαυσις. Ἀλλ' ὦ ἄχραντε, ἱκέτευε ἐκτενῶς τὸν Υἱόν σου καὶ Θεόν, τοῦ σῴζεσθαι τὴν πόλιν σου ἄτρωτον.
Ο Διάκονος: Σῶσον, ὁ Θεός, τὸν λαόν Σου... Κύριε, ἐλέησον (ιβ´). Ο Ιερέας: Ἐλέει καὶ οἰκτιρμοῖς... Ἀμήν.
Κανὼν Ἀναστάσιμος Ὠδὴ α' Ἦχος βαρὺς
Νεύσει σου πρὸς γεώδη, ἀντιτυπίαν μετήχθη, ἡ πρὶν εὐδιάχυτος, ὑδάτων φύσις Κύριε· ὅθεν ἀβρόχως πεζεύσας, ᾄδει Ἰσραὴλ σοι, ᾠδὴν ἐπινίκιον».
Κέκριται τοῦ θανάτου, ἡ τυραννὶς διὰ ξύλου, ἀδίκῳ θανάτῳ σου, κατακριθέντος Κύριε· ὅθεν ὁ ἄρχων τοῦ σκότους, σοῦ μὴ κατισχύσας, δικαίως ἐκβέβληται.
Ἅδης σοι προσπελάσας, καὶ τοῖς ὁδοῦσι μὴ σθένων, συντρῖψαι τὸ σῶμά σου, τὰς σιαγόνας τέθλασται· ὅθεν Σωτὴρ τὰς ὀδύνας, λύσας τοῦ θανάτου, ἀνέστης τριήμερος.
Θεοτοκίον
Λέλυνται αἱ ὀδύναι, αἱ τῆς προμήτορος Εὔας· ὠδῖνας λαθοῦσα γάρ, ἀπειρογάμως τέτοκας· ὅθεν σαφῶς Θεοτόκον, Πάναγνε εἰδότες, σὲ πάντες δοξάζομεν.
Ψάλλονται οἱ δύο Κανόνες, Ποίημα τοῦ Κυρίου Κοσμᾶ. Ὠδὴ α' Ἦχος α' Ὁ Εἱρμὸς
Πεποικιλμένη τῇ θείᾳ δόξῃ, ἡ ἱερὰ καὶ εὐκλεὴς Παρθένε μνήμη σου, πάντας συνηγάγετο, πρὸς εὐφροσύνην τοὺς πιστούς, ἐξαρχούσης Μαριάμ, μετὰ χορῶν καὶ τυμπάνων τῷ σῷ, ᾄδοντας Μονογενεῖ, ἐνδόξως ὅτι δεδόξασται.
Ἀμφεπονεῖτο ἀΰλων τάξις, οὐρανοβάμων ἐν Σιὼν τὸ θεῖον σῶμά σου, ἄφνω δὲ συρρεύσασα, τῶν Ἀποστόλων ἡ πληθύς, ἐκ περάτων Θεοτόκε, σοὶ παρέστησαν ἄρδην, μεθ' ὧν ἄχραντε, σοῦ τὴν σεπτήν, Παρθένε μνήμην δοξάζομεν.
Νικητικὰ μὲν βραβεῖα ἤρω, κατὰ τῆς φύσεως Ἁγνή, Θεὸν κυήσασα, ὅμως μιμουμένη δέ, τὸν ποιητήν σου καὶ Υἱόν, ὑπὲρ φύσιν ὑποκύπτεις, τοῖς τῆς φύσεως νόμοις· διὸ θνῄσκουσα, σὺν τῷ Υἱῷ ἐγείρῃ διαιωνίζουσα.
Κανὼν δεύτερος Ποίημα Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ. Ὠδὴ α' Ἦχος δ' Ὁ Εἱρμὸς
Ἀνοίξω τὸ στόμα μου, καὶ πληρωθήσεται Πνεύματος, καὶ λόγον ἐρεύξομαι τῇ Βασιλίδι Μητρί, καὶ ὀφθήσομαι, φαιδρῶς πανηγυρίζων, καὶ ᾄσω γηθόμενος, ταύτης τήν Κοίμησιν.
Παρθένοι νεάνιδες, σὺν Μαριὰμ τῇ Προφήτιδι, ᾠδὴν τὴν ἐξόδιον νῦν ἀλαλάξατε· ἡ Παρθένος γάρ, καὶ μόνη Θεοτόκος, πρὸς λῆξιν οὐράνιον διαβιβάζεται.
Ἀξίως ὡς ἔμψυχον, σὲ οὐρανὸν ὑπεδέξαντο, οὐράνια Πάναγνε, θεῖα σκηνώματα, καὶ παρέστηκας, φαιδρῶς ὡραϊσμένη, ὡς νύμφη πανάμωμος, τῷ Βασιλεῖ καὶ Θεῷ.
Συναπτὴ μικρά, μεθ᾿ ἣν ἐκφώνησις· Σὺ γὰρ εἶ ὁ βασιλεὺς τῆς εἰρήνης...
Κοντάκιον Ἦχος βαρὺς
Οὐκέτι τὸ κράτος τοῦ θανάτου, ἰσχύσει κατέχειν τοὺς βροτούς· Χριστὸς γὰρ κατῆλθε συντρίβων, καὶ λύων τὰς δυνάμεις αὐτοῦ, δεσμεῖται ὁ Ἅδης, Προφῆται συμφώνως ἀγάλλονται. Ἐπέστη λέγοντες Σωτήρ, τοῖς ἐν πίστει, ἐξέρχεσθε οἱ πιστοὶ εἰς τὴν ἀνάστασιν.
Ὁ Οἶκος
Ἔτρεμε κάτωθεν τὰ καταχθόνια σήμερον ὁ Ἅδης καὶ ὁ θάνατος τὸν ἕνα τῆς Τριάδος, ἡ γῆ ἐκλονεῖτο, πυλωροὶ δὲ Ἅδου ἰδόντες σε ἔπτηξαν, ἡ κτίσις δὲ πᾶσα σύν τοῖς Προφήταις χαίρουσα ψάλλει σοι, ἐπινίκιον ᾠδὴν τῷ λυτρωτῇ ἡμῶν Θεῷ τῷ καταλύσαντι νῦν θανάτου τὴν δύναμιν. Ἀλαλάξωμεν καὶ βοήσωμεν τῷ Ἀδάμ, καὶ τοῖς ἐξ Ἀδάμ. Ξύλον τοῦτον εἰσήγαγεν· ἐξέρχεσθε οἱ πιστοὶ εἰς τὴν ἀνάστασιν.
Ἡ Ὑπακοὴ Ἦχος πλ. α'
Μακαρίζομέν σε πᾶσαι αἱ γενεαί, Θεοτόκε Παρθένε· ἐν σοὶ γὰρ ὁ ἀχώρητος Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, χωρηθῆναι εὐδόκησε. Μακάριοι ἐσμὲν καὶ ἡμεῖς προστασίαν σε ἔχοντες· ἡμέρας γὰρ καὶ νυκτὸς πρεσβεύεις ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ τὰ σκῆπτρα τῆς βασιλείας, ταῖς σαῖς ἱκεσίαις κρατύνονται. Διὸ ἀνυμνοῦντες βοῶμέν σοι· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. β' Αὐτόμελον
Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον, καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα, τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον.
Ὁ Οἶκος
Τείχισόν μου τὰς φρένας Σωτήρ μου· τὸ γὰρ τεῖχος τοῦ κόσμου ἀνυμνῆσαι τολμῶ, τὴν ἄχραντον Μητέρα σου, ἐν πύργῳ ῥημάτων ἐνίσχυσόν με, καὶ ἐν βάρεσιν ἐννοιῶν ὀχύρωσόν με· σὺ γὰρ βοᾷς τῶν αἰτούντων πιστῶς τὰς αἰτήσεις πληροῦν. Σὺ οὖν μοι δώρησαι γλῶτταν, προφοράν, καὶ λογισμὸν ἀκαταίσχυντον· πᾶσα γὰρ δόσις ἐλλάμψεως παρὰ σοῦ καταπέμπεται φωταγωγέ, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον.
Συναξάριον
Τῇ ΙΕ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τῆς πανσέπτου Μεταστάσεως τῆς ὑπερενδόξου Δεσποίνης ἡμῶν καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας.
Στίχοι
Οὐ θαῦμα θνῄσκειν κοσμοσώτειραν Κόρην,
Τοῦ κοσμοπλάστου σαρκικῶς τεθνηκότος.
Ζῇ ἀεὶ Θεομήτωρ, κἂν δεκάτῃ θάνε πέμπτῃ.
Ἧς ταῖς ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος.
ΨΑΛΛΟΝΤΑΙ ΟΙ ΚΑΤΑΒΑΣΙΕΣ Ὠδὴ α' Ἦχος α' Ὁ Εἱρμὸς
Πεποικιλμένη τῇ θείᾳ δόξῃ, ἡ ἱερὰ καὶ εὐκλεὴς Παρθένε μνήμη σου, πάντας συνηγάγετο, πρὸς εὐφροσύνην τοὺς πιστούς, ἐξαρχούσης Μαριάμ, μετὰ χορῶν καὶ τυμπάνων τῷ σῷ, ᾄδοντας Μονογενεῖ, ἐνδόξως ὅτι δεδόξασται.
Ὠδὴ γ' Ὁ Εἱρμὸς
Ἡ δημιουργική, καὶ συνεκτικὴ τῶν ἁπάντων, Θεοῦ σοφία καὶ δύναμις, ἀκλινῆ ἀκράδαντον, τὴν Ἐκκλησίαν στήριξον Χριστέ· μόνος γὰρ εἶ ἅγιος, ὁ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενος.
Ὠδὴ δ' Ὁ Εἱρμὸς
Ῥήσεις Προφητῶν καὶ αἰνίγματα, τὴν σάρκωσιν ὑπέφηναν, τὴν ἐκ Παρθένου σου Χριστέ, φέγγος ἀστραπῆς σου, εἰς φῶς ἐθνῶν ἐξελεύσεσθαι, καὶ φωνεῖ σοι ἄβυσσος, ἐν ἀγαλλιάσει, τῇ δυνάμει σου δόξα Φιλάνθρωπε.
Ὠδὴ ε' Ὁ Εἱρμὸς
Τὸ θεῖον καὶ ἄρρητον κάλλος, τῶν ἀρετῶν σου Χριστὲ διηγήσομαι· ἐξ ἀϊδίου γὰρ δόξης συναΐδιον, καὶ ἐνυπόστατον λάμψας ἀπαύγασμα, παρθενικῆς ἀπὸ γαστρός, τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ, σωματωθεὶς ἀνέτειλας ἥλιος».
Ὠδὴ ς' Ὁ Εἱρμὸς
Ἅλιον ποντογενές, κητῷον ἐντόσθιον πῦρ, τῆς τριημέρου ταφῆς σου ἦν προεικόνισμα, οὗ Ἰωνᾶς ὑποφήτης ἀναδέδεικται· σεσωσμένος γὰρ ὡς καὶ προὐπέπωτο, ἀσινής ἐβόα· Θύσω σοι μετὰ φωνῆς αἰνέσεως Κύριε.
Ὠδὴ ζ' Ὁ Εἱρμὸς
Ἰταμῷ θυμῷ τε καὶ πυρί, θεῖος ἔρως ἀντιταττόμενος, τὸ μὲν πῦρ ἐδρόσιζε, τῷ θυμῷ δὲ ἐγέλα, θεοπνεύστῳ λογικῇ, τῇ τῶν ὁσίων τριφθόγγῳ λύρᾳ ἀντιφθεγγόμενος, μουσικοῖς ὀργάνοις ἐν μέσῳ φλογός, ὁ δεδοξασμένος, τῶν Πατέρων καὶ ἡμῶν Θεὸς εὐλογητὸς εἶ».
Ὠδὴ η' Ὁ Εἱρμὸς
Φλόγα δροσίζουσαν Ὁσίους, δυσσεβεῖς δὲ καταφλέγουσαν, Ἄγγελος Θεοῦ ὁ πανσθενής, ἔδειξε Παισί· ζωαρχικὴν δὲ πηγὴν εἰργάσατο τὴν Θεοτόκον, φθορὰν θανάτου, καὶ ζωὴν βλυστάνουσαν τοῖς μέλπουσι, τὸν Δημιουργὸν μόνον ὑμνοῦμεν, οἱ λελυτρωμένοι, καὶ ὑπερυψοῦμεν εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».
Ὁ διάκονος· Τὴν Θεοτόκον… μεγαλύνομεν.
Ὠδὴ θ' ἐν ἑκάστῳ τροπαρίῳ τῆς παρούσης Ὠδῆς.
Αἱ γενεαὶ πᾶσαι, μακαρίζομέν σε, τὴν μόνην Θεοτόκον.
Ὁ Εἱρμὸς
Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι, ἐν σοὶ Παρθένε ἄχραντε· παρθενεύει γὰρ τόκος, καὶ ζωὴν προμνηστεύεται θάνατος. Ἡ μετὰ τὸκον Παρθένος, καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα, σῴζοις ἀεί, Θεοτόκε, τὴν κληρονομίαν σου».
Αἱ γενεαὶ πᾶσαι, μακαρίζομέν σε, τὴν μόνην Θεοτόκον.
Ἐξίσταντο Ἀγγέλων αἱ δυνάμεις, ἐν τῇ Σιὼν σκοπούμεναι, τὸν οἰκεῖον Δεσπότην, γυναικείαν ψυχὴν χειριζόμενον· τῇ γὰρ ἀχράντως τεκούσῃ, υἱοπρεπῶς προσεφώνει· Δεῦρο Σεμνή, τῷ Υἱῷ καὶ Θεῷ συνδοξάσθητι.
Αἱ γενεαὶ πᾶσαι, μακαρίζομέν σε, τὴν μόνην Θεοτόκον.
Συνέστειλε χορὸς τῶν Ἀποστόλων, τὸ θεοδόχον Σῶμά σου, μετὰ δέους ὁρῶντες, καὶ φωνῇ λιγυρᾷ προσφθεγγόμενοι· Εἰς οὐρανίους θαλάμους, πρὸς τὸν Υἱὸν ἐκφοιτῶσα, σῴζοις ἀεί, Θεοτόκε τὴν κληρονομίαν σου.
Έπειτα ακολουθεί Κανὼν δεύτερος
Ἄγγελοι τὴν Κοίμησιν τῆς Παρθένου, ὁρῶντες ἐξεπλήττοντο, πῶς ἡ Παρθένος ἀπαίρει, ἀπὸ τῆς γῆς εἰς τὰ ἄνω.
Ὁ Εἱρμὸς
Ἅπας γηγενής, σκιρτάτω τῷ πνεύματι, λαμπαδοχούμενος, πανηγυριζέτω δέ, ἀΰλων νόων φύσις γεραίρουσα, τὴν ἱερὰν Μετάστασιν τῆς Θεομήτορος, καὶ βοάτω· Χαίροις παμμακάριστε, Θεοτόκε ἁγνὴ ἀειπάρθενε».
Ἄγγελοι τὴν Κοίμησιν τῆς Παρθένου, ὁρῶντες ἐξεπλήττοντο, πῶς ἡ Παρθένος ἀπαίρει, ἀπὸ τῆς γῆς εἰς τὰ ἄνω.
Δεῦτε ἐν Σιών, τῷ θείῳ καὶ πίονι, ὄρει τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ἀγαλλιασώμεθα, τὴν Θεοτόκον ἐνοπτριζόμενοι· πρὸς γὰρ τὴν λίαν κρείττονα, καὶ θειοτέραν σκηνήν, ὡς Μητέρα, ταύτην εἰς τὰ Ἅγια, τῶν Ἁγίων Χριστὸς μετατίθησι.
Ἄγγελοι τὴν Κοίμησιν τῆς Παρθένου, ὁρῶντες ἐξεπλήττοντο, πῶς ἡ Παρθένος ἀπαίρει, ἀπὸ τῆς γῆς εἰς τὰ ἄνω.
Δεῦτε οἱ πιστοί, τῷ τάφῳ προσέλθωμεν, τῆς Θεομήτορος, καὶ περιπτυξώμεθα, καρδίας χείλη ὄμματα μέτωπα, εἰλικρινῶς προσάπτοντες, καὶ ἀρυσώμεθα, ἰαμάτων, ἄφθονα χαρίσματα, ἐκ πηγῆς ἀενάου βλυστάνοντα.
Ἄγγελοι τὴν Κοίμησιν τῆς Παρθένου, ὁρῶντες ἐξεπλήττοντο, πῶς ἡ Παρθένος ἀπαίρει, ἀπὸ τῆς γῆς εἰς τὰ ἄνω.
Δέχου παρ' ἡμῶν, ᾠδὴν τὴν ἐξόδιον, Μῆτερ τοῦ ζῶντος Θεοῦ, καὶ τῇ φωτοφόρῳ σου, καὶ θείᾳ ἐπισκίασον χάριτι, τῷ Βασιλεῖ τὰ τρόπαια, τῷ φιλοχρίστῳ λαῷ, τήν εἰρήνην, ἄφεσιν τοῖς μέλπουσι, καὶ ψυχῶν σωτηρίαν βραβεύουσα.
Αἱ γενεαὶ πᾶσαι, μακαρίζομέν σε, τὴν μόνην Θεοτόκον.
Ὁ Εἱρμὸς
Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι, ἐν σοὶ Παρθένε ἄχραντε· παρθενεύει γὰρ τόκος, καὶ ζωὴν προμνηστεύεται θάνατος. Ἡ μετὰ τὸκον Παρθένος, καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα, σῴζοις ἀεί, Θεοτόκε, τὴν κληρονομίαν σου».
Συναπτὴ μικρά, μεθ᾿ ἣν ἐκφώνησις· Ὅτι σὲ αἰνοῦσι…
ΤΑ ΕΞΑΠΟΣΤΕΙΛΑΡΙΑ Ἦ χος β´.
Ἅγιος Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν. Ἅγιος Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν. Ἅγιος Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν.
Ὑψοῦτε Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν καὶ προσκυνεῖτε τῷ ὑποποδίῳ τῶν ποδῶν αὐτοῦ, ὅτι ἅγιός ἐστιν.
ΕΞΑΠΟΣΤΕΙΛΑΡΙΟΝ Η', Ἦχος β΄
Δύο Ἀγγέλους βλέψασα, ἔνδοθεν τοῦ μνημείου, Μαρία ἐξεπλήττετο, καὶ Χριστὸν ἀγνοοῦσα, ὡς Κηπουρὸν ἐπηρώτα, Κύριε ποῦ τὸ σῶμα, τοῦ Ἰησοῦ μου τέθεικας; κλήσει δὲ τοῦτον γνοῦσα εἶναι αὐτόν , τὸν Σωτῆρα ἤκουσε· Μή μου ἅπτου, πρὸς τὸν Πατέρα ἄπειμι, εἰπὲ τοῖς ἀδελφοῖς μου.
Ἐξαποστειλάριον Εορτής Ἦχος γ' (2 φορές)
Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε, Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ, κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα, καὶ σὺ Υἱὲ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα.
ΑΙΝΟΙ Ἦχος δ´.
Πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον. Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν τοῖς ὑψίστοις. Σοὶ πρέπει ὕμνος τῷ Θεῷ.
Αἰνεῖτε αὐτόν, πάντες οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ· αἰνεῖτε αὐτόν, πᾶσαι αἱ δυνάμεις αὐτοῦ. Σοὶ πρέπει ὕμνος τῷ Θεῷ.
Στίχος: Αἰνεῖτε αὐτὸν ἐπὶ ταῖς δυναστείαις αὐτοῦ, αἰνεῖτε αὐτὸν κατὰ τὸ πλῆθος τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ.
Ἀνέστη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν, λύσας θανάτου τὰ δεσμά, εὐαγγελίζου γῆ χαρὰν μεγάλην, αἰνεῖτε οὐρανοὶ Θεοῦ τὴν δόξαν.
Στίχος: Αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν ἤχῳ σάλπιγγος, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν ψαλτηρίῳ καὶ κιθάρα.
Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν ἅγιον Κύριον, Ἰησοῦν τὸν μόνον ἀναμάρτητον.
Στίχος: Αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν τυμπάνῳ καὶ χορῶ, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν χορδαῖς καὶ ὀργάνῳ,
Χριστοῦ τὴν Ἀνάστασιν, προσκυνοῦντες οὐ παυόμεθα· αὐτὸς γὰρ ἡμᾶς ἔσωσεν, ἐκ τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν, ἅγιος Κύριος Ἰησοῦς, ὁ δείξας τὴν Ἀνάστασιν.
Στίχος: Αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις εὐήχοις, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις ἀλαλαγμοῦ. Πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον.
Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ, περὶ πάντων ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν, δι' ἡμᾶς Θεὸς ἐν ἀνθρώποις, διὰ τὴν καταφθαρεῖσαν φύσιν, ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο, καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, πρὸς τοὺς ἀχαρίστους ὁ Εὐεργέτης, πρὸς τοὺς αἰχμαλώτους ὁ Ἐλευθερωτής, πρὸς τοὺς ἐν σκότει καθημένους, ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης ἐπὶ τὸν Σταυρόν ὁ ἀπαθής, ἐπὶ τὸν Ἅδην τὸ φῶς, ἐπὶ τὸν θάνατον ἡ ζωή , ἡ Ἀνάστασις διὰ τοὺς πεσόντας, πρὸς ὃν βοήσωμεν, ὁ Θεὸς ἡμῶν δόξα σοι.
Αίνοι της Εορτής Ήχος δ΄Ὡς γενναῖον ἐν Μάρτυσι
Τῇ ἐνδόξῳ Κοιμήσει σου, οὐρανοὶ ἐπαγάλλονται, καὶ Ἀγγέλων γέγηθε τὰ στρατεύματα, πᾶσα ἡ γῆ δὲ εὐφραίνεται, ᾠδὴν σοι ἐξόδιον προσφωνοῦσα τῇ Μητρί, τοῦ τῶν ὅλων δεσπόζοντος, ἀπειρόγαμε, Παναγία Παρθένε, ἡ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ῥυσαμένη, προγονικῆς ἀποφάσεως.(2 φορές)
Ἐκ περάτων συνέδραμον, Ἀποστόλων οἱ πρόκριτοι, θεαρχίῳ, νεύματι τοῦ κηδεῦσαί σε, καὶ ἀπὸ γῆς αἰρομένην σε, πρὸς ὕψος θεώμενοι, τὴν φωνὴν τοῦ Γαβριήλ, ἐν χαρᾷ ἀνεβόων σοι· Χαῖρε ὄχημα, τῆς Θεότητος ὅλης, χαῖρε μόνη, τὰ ἐπίγεια τοῖς ἄνω, τῷ τοκετῷ σου συνάψασα.
Τὴν ζωὴν ἡ κυήσασα, πρὸς ζωὴν μεταβέβηκας, τῇ σεπτῇ Κοιμήσει σου τὴν ἀθάνατον, δορυφορούντων Ἀγγέλων σοι, Ἀρχῶν καὶ Δυνάμεων, Ἀποστόλων Προφητῶν, καὶ ἁπάσης τῆς κτίσεως, δεχομένου τε, ἀκηράτοις παλάμαις τοῦ Υἱοῦ σου, τὴν ἀμώμητον ψυχήν σου, Παρθενομῆτορ Θεόνυμφε.
Δόξα... Καὶ νῦν... Ἦχος πλ. β'
Τῇ ἀθανάτῳ σου Κοιμήσει, Θεοτόκε Μήτηρ τῆς ζωῆς, νεφέλαι τοὺς Ἀποστόλους, αἰθερίους διήρπαζον, καὶ κοσμικῶς διεσπαρμένους, ὁμοχώρους παρέστησαν τῷ ἀχράντῳ σου σώματι· οἳ καὶ κηδεύσαντες σεπτῶς, τὴν φωνὴν τοῦ Γαβριήλ, μελῳδοῦντες ἀνεβόων· Χαῖρε κεχαριτωμένη, Παρθένε Μήτηρ ἀνύμφευτε, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ. Μεθ' ὧν ὡς Υἱόν σου καὶ Θεὸν ἡμῶν, ἱκέτευε σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.
Ὑπερευλογημένη ὑπάρχεις, Θεοτόκε Παρθένε· διὰ γὰρ τοῦ ἐκ σοῦ σαρκωθέντος, ὁ ᾅδης ᾐχμαλώτισται, ὁ Ἀδὰμ ἀνακέκληται, ἡ κατάρα νενέκρωται, ἡ Εὔα ἠλευθέρωται, ὁ θάνατος τεθανάτωται, καὶ ἡμεῖς ἐζωοποιήθημεν· διὸ ἀνυμνοῦντες βοῶμεν· Εὐλογητὸς Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ οὕτως εὐδοκήσας, δόξα σοι.
Καὶ εὐθὺς ψάλλεται εἰς τὸν ἦχον Η ΜΕΓΑΛΗ ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ.....
Καὶ τὸ ἀναστάσιμον τροπάριον
Σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ γέγονεν· ᾄσωμεν τῷ ἀναστάντι ἐκ τάφου καὶ ἀρχηγῷ τῆς ζωῆς ἡμῶν· καθελὼν γὰρ τῷ θανάτῳ τὸν θάνατον τὸ νῖκος ἔδωκεν ἡμῖν καὶ τὸ μέγα ἔλεος.
Στη Θεία Λειτουργία
Ἀντίφωνον Α': Στίχος α'. Ἀλαλάξατε τῷ Θεῷ πᾶσα ἡ γῆ.
Ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου...
Στίχος β'. Ἐξομολογεῖσθε αὐτῷ, αἰνεῖτε τὸ ὄνομα αὐτοῦ. Στίχος γ'. Ἐν πόλει Κυρίου τῶν δυνάμεων, ἐν πόλει Θεοῦ ἡμῶν. Στίχος δ'. Ἐγενήθη ἐν εἰρήνῃ ὁ τόπος αὐτοῦ, καὶ τὸ κατοικητήριον αὐτοῦ ἐν Σιών.
Ἀντίφωνον Β': Στίχος α'. Ἀγαπᾷ Κύριος τὰς πύλας Σιών, ὑπὲρ πάντα τὰ σκηνώματα Ἰακώβ.
Σῶσον ἡμᾶς Υἱὲ Θεοῦ, ὁ ἐν Ἁγίοις θαυμαστός, ψάλλοντάς σοι. Ἀλληλούϊα.
Στίχος β'. Δεδοξασμένα ἐλαλήθη περὶ σοῦ, ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ. Στίχος γ'. Ὁ Θεὸς ἐθεμελίωσεν αὐτὴν εἰς τὸν αἰῶνα. Στίχος δ'. Ἡγίασε τὸ σκήνωμα αὐτοῦ ὁ Ὕψιστος. Δόξα... Καὶ νῦν... Ὁ μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος...
Ἀντίφωνον Γ': Στίχος α'. Ἑτοίμη ἡ καρδία μου, ὁ Θεός, ἑτοίμη ἡ καρδία μου.
Ἦχος α'
Ἐν τῇ Γεννήσει τὴν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη, ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Εἰσοδικὸν
Δεῦτε προσκυνήσωμεν, καὶ προσπέσωμεν Χριστῷ. Σῶσον ἡμᾶς Υἱὲ Θεοῦ, ὁ ἐν ἁγίοις θαυμαστός, ψάλλοντάς σοι· Ἀλληλούϊα.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. β' Αὐτόμελον
Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον, καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα, τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον.
Ἀπόστολος
Προκείμενον. Ἦχος γ' Ὠδή τῆς Θεοτόκου [Λουκ. α]
Στίχ. Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμά μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρί μου.
Στίχ. Ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ.
Πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀναγνωσμα.Κεφ. 2:5-11
Ἀδελφοί, τοῦτο φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὃ καὶ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ᾿ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ. Διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι ᾿Ιησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων, καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός.
Ἀλληλούϊα [γ΄]. Ἦχος πλ. δ΄ [Ψαλμός 131].
Στίχ. Ἀνάστηθι, Κύριε, εἰς τὴν ἀνάπαυσίν σου.
Στίχ. Ὤμοσε Κύριος τῷ Δαυΐδ ἀλήθειαν καὶ οὐ μὴ ἀθετήσει αὐτήν.
Εὐαγγέλιον.
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν. Κεφ. 10:38-42; 11:27-28
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς κώμην τινά. γυνὴ δέ τις, ὀνόματι Μάρθα, ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς. Καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ. Ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπε· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται. Ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, ἑνὸς δέ ἐστι χρεία. Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς. ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα, ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου, εἶπεν αὐτῷ· Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε, καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας. Αὐτὸς δὲ εἶπε· Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, καὶ φυλάσσοντες αὐτόν.
Εἰς τό, Ἐξαιρέτως Ἦχος α'
Αἱ γενεαὶ πᾶσαι, μακαρίζομέν σε, τὴν μόνην Θεοτόκον.
Ὁ Εἱρμὸς
Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι, ἐν σοὶ Παρθένε ἄχραντε· παρθενεύει γὰρ τόκος, καὶ ζωὴν προμνηστεύεται θάνατος. Ἡ μετὰ τὸκον Παρθένος, καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα, σῴζοις ἀεί, Θεοτόκε, τὴν κληρονομίαν σου.
Κοινωνικὸν
Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι, καὶ τὸ ὄνομα Κυρίου ἐπικαλέσομαι. Ἀλληλούϊα.
3. Μα ο Φαρισαίος αυτό συνήθως το ξεχνάει. Και όταν βλέπη στον πλησίον του χρέος πεντακόσια δηνάρια, δεν μπορεί πια, ούτε να τα θυμηθή τα δικά του τα πενήντα, ούτε να τα θεωρήση χρέος! Και το χειρότερο δεν μπορεί να θυμηθή, ότι – όπως μας πληροφορεί η απόφαση του δικαστηρίου του Θεού – αυτό το χρέος δεν μπορεί να το ξεπληρώσει κανένας και με τίποτε στο κόσμο. Και όλοι έχομε εξ ίσου ανάγκη να μας το χαρίση ο Θεός. «Μη εχόντων δε αυτών αποδούναι, αμφοτέροις εχαρίσατο» (Λουκά 7, 42).
Είχαν πολύ λίγη, ανεπαρκή, ταπείνωση. Σ’ αυτό οφείλεται η φτώχεια του φαρισαϊσμού. Και όταν η ταπείνωση είναι ανεπαρκής, πνευματική προκοπή δεν γίνεται.
Εκείνοι που έπεσαν σε αμαρτίες βαριές, μετανοούν με ζήλο φλογερό και με καρδιά συντετριμμένη. Λησμονούν τα πάντα. Έχουν πάντοτε ενώπιον των οφθαλμών τους την αμαρτία τους. Και κλαίουν. Πενθούν για τις αμαρτίες τους. Ενώπιον του Θεού. Μα δεν συμβαίνει το ίδιο με τον φαρισαίο.
4. Στον φαρισαίο, η δική του αμαρτία του φαίνεται ασήμαντη και ανάξια προσοχής. Και δεν στρέφει σ’ αυτήν την προσοχή του. Θυμάται και ξέρει μόνο τα κάποια αγαθά του έργα. Και αποθέτει την ελπίδα του σ’ αυτά.
Μα τις ελλείψεις των άλλων τις βλέπει καλά. Και συγκρίνοντάς τες με τις δικές του, βγάζει για τον εαυτό του ένα ευχάριστο συμπέρασμα: βρίσκει τις δικές του αμαρτίες μικρές και ασήμαντες. Και έτσι, όσο πιο πολύ μεγαλώνει στα μάτια του η προσωπική του αξία και αρετή, τόσο μικραίνει γι’ αυτόν η σημασία της θείας χάρης, που ο Θεός την δίνει δωρεάν σ’ όποιον πενθεί για τις αμαρτίες του. Και έτσι αδυνατίζει και σβήνει μέσα του το αίσθημα της μετανοίας.
Μα όταν σε κάποιον σβήνη το αίσθημα της μετανοίας, του είναι πια δύσκολο να πάρη το δρόμο της πνευματικής προκοπής. Και, το πιο χειρότερο, τότε ο άνθρωπος φεύγει από την σωτήρια οδό των προσταγμάτων του Θεού και παίρνει τον δρόμο της «ελευθερίας»! Κάνει ό,τι του καπνίζει! Ό,τι του αρέσει! Και τότε χάνει κάθε σχέση με την αγάπη. Ούτε Θεό αγαπάει πιά, ούτε πλησίον. Μα ο Κύριος είπε για την αμαρτωλή γυναίκα: «Αφέωνται οι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, διότι ηγάπησε πολύ. Ώ δε ολίγον αφίεται, ολίγον αγαπά» (Λουκά 7, 47).
(“Ο Φαρισαίος” – επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, εκδόσεις Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, σελ. 18-20)
«Ξαναέρριψα πάλι τον εαυτό μου ο άθλιος σε λάκκο και σε λάσπη βόθρου αισχρών εννοιών και πράξεων· και αφού κατέβηκα εκεί, περιέπεσα στους κρυμμένους στο σκότος, από τους οποίους όχι εγώ μόνος μου, αλλ’ ούτε ολόκληρος ο κόσμος συναθροισμένος σ’ ένα δεν θα μπορούσε να με απαλλάξει ανεβάζοντάς με από εκεί και αποσπώντας με από τα χέρια τους. Όμως, ενώ κρατιόμουν εκεί ελεεινώς και αθλίως περισυρόμενος και συμπνιγόμενος και περιπαιζόμενος από αυτούς, εσύ ο εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος Δεσπότης, δεν με παρείδες, δεν εμνησικάκησες, δεν αποστράφηκες την αγνώμονα γνώμη μου, δεν με άφησες επί πολύ να τυραννούμαι εθελουσίως από τους ληστάς»(19Α,571)
«Αυτός λοιπόν που είναι τόσο μεγάλος, ας σκεφθούμε τίνος άραγε θυγατέρα πήρε νύμφη και έκανε γάμους με τον υιό του. θέλετε να μάθετε τίνος; Αλλά εκπλήσσει τον λογισμό μου το μέγεθος της συγκαταβάσεως και θέλω βέβαια να το ειπώ, αλλά φρίττω· παίρνοντας όμως θάρρος από την αγαθότητά του θα πούμε αυτά εδώ. Την θυγατέρα κάποιου που συγκρούσθηκε μαζί του και διέπραξε μοιχεία και φόνο, δηλαδή ενός μοιχού και φονέως, αυτήν οδήγησε ως νύμφη για τον εαυτό του. Είδες τι ασύγκριτη και ανέκφραστη αγαθότητα και συγκατάβαση; Είδες τι υπερβολική φιλανθρωπία; Είδες τι μέγεθος αγάπης και χρηστότητας;» (τ. 19Β, σ. 171).
«Ο Θεός θέλει να μας κάνει θεούς από ανθρώπους, αλλά με τη θέλησή μας και όχι χωρίς να το θέλουμε» (τ. 19Γ, σ. 59).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (από άλλα θέματα που σχετίζονται με το παρόν)
«Συμβαίνει λοιπόν ό,τι με ένα βασιλέα, εύσπλαχνο και φιλάνθρωπο. Όταν δει ένα δούλο του, που αιχμαλωτίσθηκε εκουσίως από κάποιον τύραννο και τοποθετήθηκε να δουλεύει στον πηλό, στην πλινθοποιΐα και στον βόρβορο, να κακοπαθαίνει ανελέητα και να υπηρετεί τις ακάθαρτες επιθυμίες εκείνου του πονηρού τυράννου, πηγαίνοντας ο ίδιος τον αρπάζει και τον καθιστά ελεύθερο από εκείνη την αισχρή και μοχθηρή υπηρεσία, και αφού τον οδηγήσει στο ανάκτορο τον αποκαθιστά, χωρίς να τον κατηγορήσει καθόλου για τίποτε. Έτσι, ο δούλος εκείνος, απαλλαγμένος από τόσα και τέτοια ανιαρά πράγματα, με την εύνοια προς τον δεσπότη του, φιλοτιμείται να φανεί σπουδαιότερος στις εντολές του δεσπότη του από τους συνδούλους του που δεν αιχμαλωτίσθηκαν, για να επιδείξει μεγαλύτερη και θερμότερη την αγάπη του προς αυτόν, ενθυμούμενος διαρκώς από πόσα κακά απαλλάχθηκε υπ’ αυτού· έτσι λοιπόν μου φαίνεται ότι συμβαίνει και μ’ εκείνον που απόλαυσε την βοήθεια του Θεού, όπως και λέχθηκε. Και όπως ακριβώς ο βασιλεύς εκείνος βλέποντας τον δούλο εκείνο να εκπληρώνει τα θελήματά του προθύμως και με κάθε ταπείνωση, παρόλο που δεν έχει ανάγκη της υπηρεσίας του, εφ’ όσον έχει αναρίθμητα πλήθη υπηρετών, όμως από ευγνωμοσύνη θα επιδείξει αμέτρητη την αγάπη προς αυτόν, έτσι σκέψου και για τα προαναφερόμενα στο Θεό. Πράγματι, ούτε εκείνος που απήλαυσε την ελευθερία του Πνεύματος από τον Θεό θα σταματήσει ποτέ να πραγματοποιεί το θέλημα του Θεού πάλι και πάλι και όλο περισσότερο, και με θερμότερη προθυμία, ούτε ο αιώνιος βασιλεύς και Θεός θα του στερήσει τα αγαθά της αιώνιας ζωής, αντί να του τα χορηγήσει με απλοχεριά, και τόσο περισσότερο, όσο τον βλέπει να επιτείνει καθημερινά την υπηρεσία του προς αυτόν» (τ. 19Β, σελ. 373-375).
«Μόνο ότι υπάρχεις ξέρουμε και βλέπουμε το φως σου, αλλά στ’ αλήθεια τι και ποιος είσαι όλοι τ’ αγνοούμε. Μα την ελπίδα σου έχουμε, την πίστη σου κρατούμε και ξέρουμε η αγάπη σου, δώρο σ’ εμάς, πως είναι άπειρη κι ανεκλάλητη και ξεχειλά τα πάντα, φως είναι, φως απρόσιτο, φως που ενεργεί τα πάντα» (τ. 19Ε, σ. 223, στιχ. 8-13).
«Ποιο χαρτί τις ευεργεσίες σου θα χωρέσει και τα πολλά καλά σε εμένα που έκανες; Αν μύριες είχα γλώσσες, μύρια χέρια, να πω δεν θα μπορέσω για όλα ή να γράψω» (τ. 19Ε, σ. 261, στιχ. 65-68).
« "Που ’ναι ο Χριστός σου; ας μην πει (ο Διάβολος στο Συμεών), που ’ναι ο βοηθός σου; Ο ίδιος δεν σε παρέδωσε στα χέρια τα δικά μου;". Κι αν μ’ απατήσει, ακόμα κι αν αιχμάλωτο με λάβει, στην προαίρεσή μου βέβαια κι ούτε στη ραθυμία δε θα το αποδώσει αυτό, αλλά θα το αναθέσει στο ότι μ’ εγκατάλειψες και τέτοια θα μου ψάλει· "Κοίταξε αυτόν όπου έλπισες, κοίτα σε ποιον επήγες, κοίτα ποιος σ’ αγαπά έλεγες και ποιος πώς σ’ αγκαλιάζει, και φίλο εσένα κι αδελφό και γιό και κληρονόμο καυχιόσουν πως σε πρόβαλλε, πως σ’ έχει αφήσει τώρα και πως στα χέρια εμέ του εχθρού σου σ’ έχει παραδώσει κι άξαφνα σ’ αποστράφηκε κι αίφνης σ’ έχει μισήσει". Ν’ ακούσω τέτοια λόγια μη, Σωτήρα μου, επιτρέψεις, και μην αφήσεις να γινώ, Θεέ μου, τ’ όνειδός σου» (τ. 19ΣΤ, σ. 209).
«Ότι σ’ αγαπώ το ξέρεις και σ’ αναζητώ απ’ τα βάθη της ψυχής μου. Δείξου, ως είπες, και σ’ εμένα φανερώσου. Σαν αληθινό σε ξέρω και το ψέμα δε γνωρίζεις, όσους σ’ αγαπούν, σαν φίλους αγαπάς κι έχεις μαζί σου» (τ.19ΣΤ, σ. 351,στιχ. 24-31).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
1. Κάποτε ένας φαρισαίος εκάλεσε τον Χριστό σε γεύμα. Και ο εύσπλαγχνος Κύριος επήγε «εις τον οίκον του φαρισαίου» και έκατσε στο τραπέζι του. Μα ο φαρισαίος, παρ’ ότι είχε ζήλο πνευματικό και κάποια πίστη στον Χριστό, εψιλολόγησε με όλη του την δυνατή σχολαστικότητα, πώς έπρεπε να Τον δεχθή και σε τι έκταση να Τον τιμήση σαν επισκέπτη του!
Αν δεν κρατούσε αυτόν τον λογαριασμό, που του επέβαλλε η συναίσθηση της δικαιοσύνης του και της αξίας του και τον εμπόδιζε, ο φαρισαίος θα έπρεπε να βγη να προϋπαντήσει τον θείο επισκέπτη του στον δρόμο. Να πέση με τρόμο στα άγια πόδια Του. Και να Του στρώση στο πέρασμά Του την ψυχή του και την καρδιά του. Μα αυτά δεν έγιναν. Ο φαρισαίος την έχασε την ευκαιρία να τιμήση τον Σωτήρα σαν Σωτήρα.
Αλλά εκείνο που πέταξε σαν άχρηστο ο φαρισαίος, το άρπαξε σαν πολύτιμο μια γυναίκα. Μια διαβόητη γυναίκα. Μια γυναίκα της αμαρτίας. Και τρέχει με ένα φιαλίδιο ευώδες μύρο στο σπίτι του φαρισαίου. Μπαίνει στην αίθουσα, που ήταν στρωμένο το τραπέζι. Πλένει με τα δάκρυά της τα πόδια του Σωτήρος. Τα σκουπίζει με τα μαλλιά της. Φιλάει τα πόδια του Σωτήρος μας. Και τα αλείφει με το μύρο.
2. Ο τυφλός φαρισαίος δεν τις βλέπει τις αρετές αυτές. Γιατί, παρ’ ότι εκδηλώνονται μπροστά στα μάτια του, είναι πολύ μακριά από την παγεράδα και την νέκρα της ψυχής του. Μόνο η καταφρόνηση και η κατάκριση ζουν μέσα στην ψυχή του. Και συλλογίζεται: «Αν αυτός ήταν προφήτης, θα καταλάβαινε, ποια και τι είδους γυναίκα είναι αυτή που τον εγγίζει· θα το καταλάβαινε, πως είναι γυναίκα της αμαρτίας» (Λουκά 7, 39).
Γιατί, φαρισαίε, μικραίνεις τον Θεό; Γιατί τον ονομάζεις προφήτη; Και γιατί αποκαλείς γυναίκα της αμαρτίας εκείνη, που τιμάει τον Θεό καλλίτερα από σένα; Φοβήσου τον Θεό. Σιώπα. Μπροστά σου είναι ο Δημιουργός! Αυτός έχει δικαίωμα να κρίνη τα πλάσματά Του. Το ίδιο Του κάνει, να μας χαρίσει είτε πεντακόσια είτε πενήντα δηνάρια χρέος αμαρτίας. Γιατί είναι παντοδύναμος. Και εν ελέει πλούσιος.
(“Ο Φαρισαίος” – επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, εκδόσεις Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, σελ. 17-18)