1. Κάποτε ένας φαρισαίος εκάλεσε τον Χριστό σε γεύμα. Και ο εύσπλαγχνος Κύριος επήγε «εις τον οίκον του φαρισαίου» και έκατσε στο τραπέζι του. Μα ο φαρισαίος, παρ’ ότι είχε ζήλο πνευματικό και κάποια πίστη στον Χριστό, εψιλολόγησε με όλη του την δυνατή σχολαστικότητα, πώς έπρεπε να Τον δεχθή και σε τι έκταση να Τον τιμήση σαν επισκέπτη του!
Αν δεν κρατούσε αυτόν τον λογαριασμό, που του επέβαλλε η συναίσθηση της δικαιοσύνης του και της αξίας του και τον εμπόδιζε, ο φαρισαίος θα έπρεπε να βγη να προϋπαντήσει τον θείο επισκέπτη του στον δρόμο. Να πέση με τρόμο στα άγια πόδια Του. Και να Του στρώση στο πέρασμά Του την ψυχή του και την καρδιά του. Μα αυτά δεν έγιναν. Ο φαρισαίος την έχασε την ευκαιρία να τιμήση τον Σωτήρα σαν Σωτήρα.
Αλλά εκείνο που πέταξε σαν άχρηστο ο φαρισαίος, το άρπαξε σαν πολύτιμο μια γυναίκα. Μια διαβόητη γυναίκα. Μια γυναίκα της αμαρτίας. Και τρέχει με ένα φιαλίδιο ευώδες μύρο στο σπίτι του φαρισαίου. Μπαίνει στην αίθουσα, που ήταν στρωμένο το τραπέζι. Πλένει με τα δάκρυά της τα πόδια του Σωτήρος. Τα σκουπίζει με τα μαλλιά της. Φιλάει τα πόδια του Σωτήρος μας. Και τα αλείφει με το μύρο.
2. Ο τυφλός φαρισαίος δεν τις βλέπει τις αρετές αυτές. Γιατί, παρ’ ότι εκδηλώνονται μπροστά στα μάτια του, είναι πολύ μακριά από την παγεράδα και την νέκρα της ψυχής του. Μόνο η καταφρόνηση και η κατάκριση ζουν μέσα στην ψυχή του. Και συλλογίζεται: «Αν αυτός ήταν προφήτης, θα καταλάβαινε, ποια και τι είδους γυναίκα είναι αυτή που τον εγγίζει· θα το καταλάβαινε, πως είναι γυναίκα της αμαρτίας» (Λουκά 7, 39).
Γιατί, φαρισαίε, μικραίνεις τον Θεό; Γιατί τον ονομάζεις προφήτη; Και γιατί αποκαλείς γυναίκα της αμαρτίας εκείνη, που τιμάει τον Θεό καλλίτερα από σένα; Φοβήσου τον Θεό. Σιώπα. Μπροστά σου είναι ο Δημιουργός! Αυτός έχει δικαίωμα να κρίνη τα πλάσματά Του. Το ίδιο Του κάνει, να μας χαρίσει είτε πεντακόσια είτε πενήντα δηνάρια χρέος αμαρτίας. Γιατί είναι παντοδύναμος. Και εν ελέει πλούσιος.
(“Ο Φαρισαίος” – επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, εκδόσεις Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, σελ. 17-18)