«Ξαναέρριψα πάλι τον εαυτό μου ο άθλιος σε λάκκο και σε λάσπη βόθρου αισχρών εννοιών και πράξεων· και αφού κατέβηκα εκεί, περιέπεσα στους κρυμμένους στο σκότος, από τους οποίους όχι εγώ μόνος μου, αλλ’ ούτε ολόκληρος ο κόσμος συναθροισμένος σ’ ένα δεν θα μπορούσε να με απαλλάξει ανεβάζοντάς με από εκεί και αποσπώντας με από τα χέρια τους. Όμως, ενώ κρατιόμουν εκεί ελεεινώς και αθλίως περισυρόμενος και συμπνιγόμενος και περιπαιζόμενος από αυτούς, εσύ ο εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος Δεσπότης, δεν με παρείδες, δεν εμνησικάκησες, δεν αποστράφηκες την αγνώμονα γνώμη μου, δεν με άφησες επί πολύ να τυραννούμαι εθελουσίως από τους ληστάς»(19Α,571)
«Αυτός λοιπόν που είναι τόσο μεγάλος, ας σκεφθούμε τίνος άραγε θυγατέρα πήρε νύμφη και έκανε γάμους με τον υιό του. θέλετε να μάθετε τίνος; Αλλά εκπλήσσει τον λογισμό μου το μέγεθος της συγκαταβάσεως και θέλω βέβαια να το ειπώ, αλλά φρίττω· παίρνοντας όμως θάρρος από την αγαθότητά του θα πούμε αυτά εδώ. Την θυγατέρα κάποιου που συγκρούσθηκε μαζί του και διέπραξε μοιχεία και φόνο, δηλαδή ενός μοιχού και φονέως, αυτήν οδήγησε ως νύμφη για τον εαυτό του. Είδες τι ασύγκριτη και ανέκφραστη αγαθότητα και συγκατάβαση; Είδες τι υπερβολική φιλανθρωπία; Είδες τι μέγεθος αγάπης και χρηστότητας;» (τ. 19Β, σ. 171).
«Ο Θεός θέλει να μας κάνει θεούς από ανθρώπους, αλλά με τη θέλησή μας και όχι χωρίς να το θέλουμε» (τ. 19Γ, σ. 59).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (από άλλα θέματα που σχετίζονται με το παρόν)
«Συμβαίνει λοιπόν ό,τι με ένα βασιλέα, εύσπλαχνο και φιλάνθρωπο. Όταν δει ένα δούλο του, που αιχμαλωτίσθηκε εκουσίως από κάποιον τύραννο και τοποθετήθηκε να δουλεύει στον πηλό, στην πλινθοποιΐα και στον βόρβορο, να κακοπαθαίνει ανελέητα και να υπηρετεί τις ακάθαρτες επιθυμίες εκείνου του πονηρού τυράννου, πηγαίνοντας ο ίδιος τον αρπάζει και τον καθιστά ελεύθερο από εκείνη την αισχρή και μοχθηρή υπηρεσία, και αφού τον οδηγήσει στο ανάκτορο τον αποκαθιστά, χωρίς να τον κατηγορήσει καθόλου για τίποτε. Έτσι, ο δούλος εκείνος, απαλλαγμένος από τόσα και τέτοια ανιαρά πράγματα, με την εύνοια προς τον δεσπότη του, φιλοτιμείται να φανεί σπουδαιότερος στις εντολές του δεσπότη του από τους συνδούλους του που δεν αιχμαλωτίσθηκαν, για να επιδείξει μεγαλύτερη και θερμότερη την αγάπη του προς αυτόν, ενθυμούμενος διαρκώς από πόσα κακά απαλλάχθηκε υπ’ αυτού· έτσι λοιπόν μου φαίνεται ότι συμβαίνει και μ’ εκείνον που απόλαυσε την βοήθεια του Θεού, όπως και λέχθηκε. Και όπως ακριβώς ο βασιλεύς εκείνος βλέποντας τον δούλο εκείνο να εκπληρώνει τα θελήματά του προθύμως και με κάθε ταπείνωση, παρόλο που δεν έχει ανάγκη της υπηρεσίας του, εφ’ όσον έχει αναρίθμητα πλήθη υπηρετών, όμως από ευγνωμοσύνη θα επιδείξει αμέτρητη την αγάπη προς αυτόν, έτσι σκέψου και για τα προαναφερόμενα στο Θεό. Πράγματι, ούτε εκείνος που απήλαυσε την ελευθερία του Πνεύματος από τον Θεό θα σταματήσει ποτέ να πραγματοποιεί το θέλημα του Θεού πάλι και πάλι και όλο περισσότερο, και με θερμότερη προθυμία, ούτε ο αιώνιος βασιλεύς και Θεός θα του στερήσει τα αγαθά της αιώνιας ζωής, αντί να του τα χορηγήσει με απλοχεριά, και τόσο περισσότερο, όσο τον βλέπει να επιτείνει καθημερινά την υπηρεσία του προς αυτόν» (τ. 19Β, σελ. 373-375).
«Μόνο ότι υπάρχεις ξέρουμε και βλέπουμε το φως σου, αλλά στ’ αλήθεια τι και ποιος είσαι όλοι τ’ αγνοούμε. Μα την ελπίδα σου έχουμε, την πίστη σου κρατούμε και ξέρουμε η αγάπη σου, δώρο σ’ εμάς, πως είναι άπειρη κι ανεκλάλητη και ξεχειλά τα πάντα, φως είναι, φως απρόσιτο, φως που ενεργεί τα πάντα» (τ. 19Ε, σ. 223, στιχ. 8-13).
«Ποιο χαρτί τις ευεργεσίες σου θα χωρέσει και τα πολλά καλά σε εμένα που έκανες; Αν μύριες είχα γλώσσες, μύρια χέρια, να πω δεν θα μπορέσω για όλα ή να γράψω» (τ. 19Ε, σ. 261, στιχ. 65-68).
« "Που ’ναι ο Χριστός σου; ας μην πει (ο Διάβολος στο Συμεών), που ’ναι ο βοηθός σου; Ο ίδιος δεν σε παρέδωσε στα χέρια τα δικά μου;". Κι αν μ’ απατήσει, ακόμα κι αν αιχμάλωτο με λάβει, στην προαίρεσή μου βέβαια κι ούτε στη ραθυμία δε θα το αποδώσει αυτό, αλλά θα το αναθέσει στο ότι μ’ εγκατάλειψες και τέτοια θα μου ψάλει· "Κοίταξε αυτόν όπου έλπισες, κοίτα σε ποιον επήγες, κοίτα ποιος σ’ αγαπά έλεγες και ποιος πώς σ’ αγκαλιάζει, και φίλο εσένα κι αδελφό και γιό και κληρονόμο καυχιόσουν πως σε πρόβαλλε, πως σ’ έχει αφήσει τώρα και πως στα χέρια εμέ του εχθρού σου σ’ έχει παραδώσει κι άξαφνα σ’ αποστράφηκε κι αίφνης σ’ έχει μισήσει". Ν’ ακούσω τέτοια λόγια μη, Σωτήρα μου, επιτρέψεις, και μην αφήσεις να γινώ, Θεέ μου, τ’ όνειδός σου» (τ. 19ΣΤ, σ. 209).
«Ότι σ’ αγαπώ το ξέρεις και σ’ αναζητώ απ’ τα βάθη της ψυχής μου. Δείξου, ως είπες, και σ’ εμένα φανερώσου. Σαν αληθινό σε ξέρω και το ψέμα δε γνωρίζεις, όσους σ’ αγαπούν, σαν φίλους αγαπάς κι έχεις μαζί σου» (τ.19ΣΤ, σ. 351,στιχ. 24-31).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)