3. Μα ο Φαρισαίος αυτό συνήθως το ξεχνάει. Και όταν βλέπη στον πλησίον του χρέος πεντακόσια δηνάρια, δεν μπορεί πια, ούτε να τα θυμηθή τα δικά του τα πενήντα, ούτε να τα θεωρήση χρέος! Και το χειρότερο δεν μπορεί να θυμηθή, ότι – όπως μας πληροφορεί η απόφαση του δικαστηρίου του Θεού – αυτό το χρέος δεν μπορεί να το ξεπληρώσει κανένας και με τίποτε στο κόσμο. Και όλοι έχομε εξ ίσου ανάγκη να μας το χαρίση ο Θεός. «Μη εχόντων δε αυτών αποδούναι, αμφοτέροις εχαρίσατο» (Λουκά 7, 42).
Είχαν πολύ λίγη, ανεπαρκή, ταπείνωση. Σ’ αυτό οφείλεται η φτώχεια του φαρισαϊσμού. Και όταν η ταπείνωση είναι ανεπαρκής, πνευματική προκοπή δεν γίνεται.
Εκείνοι που έπεσαν σε αμαρτίες βαριές, μετανοούν με ζήλο φλογερό και με καρδιά συντετριμμένη. Λησμονούν τα πάντα. Έχουν πάντοτε ενώπιον των οφθαλμών τους την αμαρτία τους. Και κλαίουν. Πενθούν για τις αμαρτίες τους. Ενώπιον του Θεού. Μα δεν συμβαίνει το ίδιο με τον φαρισαίο.
4. Στον φαρισαίο, η δική του αμαρτία του φαίνεται ασήμαντη και ανάξια προσοχής. Και δεν στρέφει σ’ αυτήν την προσοχή του. Θυμάται και ξέρει μόνο τα κάποια αγαθά του έργα. Και αποθέτει την ελπίδα του σ’ αυτά.
Μα τις ελλείψεις των άλλων τις βλέπει καλά. Και συγκρίνοντάς τες με τις δικές του, βγάζει για τον εαυτό του ένα ευχάριστο συμπέρασμα: βρίσκει τις δικές του αμαρτίες μικρές και ασήμαντες. Και έτσι, όσο πιο πολύ μεγαλώνει στα μάτια του η προσωπική του αξία και αρετή, τόσο μικραίνει γι’ αυτόν η σημασία της θείας χάρης, που ο Θεός την δίνει δωρεάν σ’ όποιον πενθεί για τις αμαρτίες του. Και έτσι αδυνατίζει και σβήνει μέσα του το αίσθημα της μετανοίας.
Μα όταν σε κάποιον σβήνη το αίσθημα της μετανοίας, του είναι πια δύσκολο να πάρη το δρόμο της πνευματικής προκοπής. Και, το πιο χειρότερο, τότε ο άνθρωπος φεύγει από την σωτήρια οδό των προσταγμάτων του Θεού και παίρνει τον δρόμο της «ελευθερίας»! Κάνει ό,τι του καπνίζει! Ό,τι του αρέσει! Και τότε χάνει κάθε σχέση με την αγάπη. Ούτε Θεό αγαπάει πιά, ούτε πλησίον. Μα ο Κύριος είπε για την αμαρτωλή γυναίκα: «Αφέωνται οι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, διότι ηγάπησε πολύ. Ώ δε ολίγον αφίεται, ολίγον αγαπά» (Λουκά 7, 47).
(“Ο Φαρισαίος” – επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, εκδόσεις Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, σελ. 18-20)