ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Οι κακότροπες ασκήτριες
Στα μέσα του 6ου αιώνα ασκήτευαν στα περίχωρα της Ρώμης δύο παρθένες. Προέρχονταν από αρχοντική οικογένεια και έμεναν κοντά στο μοναστήρι του οσίου Βενεδίκτου. Κάποιος ευσεβής χριστιανός φρόντιζε να τις προμηθεύει ό,τι είχαν ανάγκη. Αυτές όμως, με την έπαρση της αριστοκρατικής τους καταγωγής, καθημερινά ειρωνεύονταν, έβριζαν και πρόσβαλλαν τον καλό εκείνο άνθρωπο.
Κάποτε πια δεν άντεξε άλλο τη συμπεριφορά τους, που είχε γίνει πραγματικά αφόρητη, και πήγε να παραπονεθεί στον όσιο Βενέδικτο. Μετά απ’ αυτό ο όσιος κάλεσε τις δύο κόρες και τις μάλωσε αυστηρά:
-Να διορθωθείτε και να περιορίσετε τη γλώσσα σας, γιατί αλλιώς δεν θα σας μεταλάβω.
Μα εκείνες δεν άλλαξαν καθόλου. Και δυστυχώς, μετά από λίγο καιρό πέθαναν και οι δυό.
Τις έθαψαν μέσα στην εκκλησία, όπως συνηθιζόταν τότε. Από τη μέρα της ταφής τους όμως άρχισε να γίνεται κάτι φοβερό: Σε κάθε θεία λειτουργία, τη στιγμή που ο διάκονος καλούσε όσους δεν θα κοινωνούσαν να βγουν από το ναό, μια ευσεβής γυναίκα – είχε υπηρετήσει σαν παραμάνα τους και έφερνε πάντα προσφορές για τις ψυχές τους – έβλεπε τις δύο παρθένες να σηκώνονται από τους τάφους τους και να βγαίνουν έξω!
Όταν έγινε αυτό αρκετές φορές, τρέχει με κλάματα η γυναίκα στον όσιο Βενέδικτο, πέφτει στα πόδια του και του φανερώνει την τρομακτική οπτασία.
Αμέσως ο όσιος της δίνει μια προσφορά και της λέει:
-Πήγαινε την στον ιερέα και παρακάλεσε τον να λειτουργήσει για την ανάπαυση των ψυχών τους. Έτσι θα λυθούν από το επιτίμιο της ακοινωνησίας.
Και πραγματικά, αυτό έγινε! Ο ιερέας τέλεσε για χάρη τους τη θεία λειτουργία με την προσφορά του οσίου Βενεδίκτου, κι από τότε η γυναίκα δεν τις ξαναείδε να βγαίνουν από την εκκλησία.
( Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ. 124-125)
Θα αισθάνεσαι δίπλα σου όλη την Εκκλησία
Όταν προσεύχεσαι, μη προσεύχεσαι μόνο για τον εαυτό σου. Λέγοντας " Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με ", θα αισθάνεσαι δίπλα σου όλη την αδελφότητά σου, όλη την Εκκλησία εις την κάθε γωνία της γης, στρατευομένη, ζώσα, Ορθόδοξον Εκκλησία μας.
Αλλά και την θριαμβεύουσα και τελειωμένη Εκκλησία μας. Όλοι είμαστε ένα ενώπιον του Θεού. Και όσοι θα ζήσουν μετά από μας, στην συντέλεια των αιώνων.
[Ά 102]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.381)
Αμόλυντος
όπως ο ήλιος δεν μολύνεται
Όπως ακριβώς ο ήλιος, όταν ρίχνει τις ακτίνες
του πάνω σε πολλές βρωμιές, τις συγκεντρώνει μετά πάλι καθαρές.
Έτσι κι εμείς και πολύ περισσότερο.
Συναναστρεφόμαστε με τον κόσμο, αλλά παραμένουμε καθαροί,
αν θέλουμε, αφού διαθέτουμε μεγαλύτερη δύναμη.
Ε.Π.Ε. 18α,114
ο Χριστός, ως ήλιος
Αν ο ήλιος καθόλου δεν λερώνεται
απ’ τη συνάφειά του με τα υλικά πράγματα,
πολύ περισσότερο ο Ήλιος της δικαιοσύνης.
Μπήκε σε καθαρή σάρκα. Όχι μόνο δεν μολύνθηκε,
αλλά και τη σάρκα αυτή την κατέστησε
καθαρότερη και αγιότερη.
Ε.Π.Ε. 35,454
Αμύητος
στα μυστήρια
Γι’ αυτό παρακαλώ, και σεις οι αμύητοι στα μυστήρια,
να είστε προσεκτικοί. Κανένας να μην ασκεί την αρετή
ως μισθωτός και αχάριστος,
ή σαν να είναι κάτι δυσάρεστο και ενοχλητικό.
Ε.Π.Ε. 24,530
Άμφια
της ιερουργίας του Παύλου
Μπορώ να δείξω τα σύμβολα της ιερουργίας μου
και πολλές αποδείξεις της χειροτονίας μου.
Δεν φοράω ποδήρη χιτώνα με κουδούνια,
όπως οι παλαιοί αρχιερείς.
Δεν έχω στο κεφάλι κάποια μίτρα ή κάποιο στέμμα.
Αλλ’ έχω πιο εκπληκτικές ενδείξεις της όλης λειτουργίας μου.
Είναι τα σημεία και τα θαύματα.
Ε.Π.Ε. 17,648
απλά
Ο ελεήμονας κληρικός δεν φοράει εντυπωσιακά άμφια,
ούτε είναι φορτωμένος με στολίδια, ούτε στο κεφάλι έχει στεφάνι.
Φοράει τη στολή της φιλανθρωπίας,
που 'ναι η πιο αγνή Ιερατική στολή. Ε.Π.Ε. 19,526
Αμφιβολίες
γύρω απ’ την πίστη
Έχεις αμφιβολίες για τις αιώνιες εκείνες ελπίδες;
Αμφιβάλλεις, λοιπόν, τόσο πολύ για όλα αυτά;
Τότε πώς θα συγχωρηθείς;
Λες: Και ποιος ήρθε και μας είπε τα ουράνια;
Απ’ τους ανθρώπους βέβαια κανένας.
Όμως ο Θεός, ο πιο αξιόπιστος από όλους, Εκείνος μας τα φανέρωσε.
Αλλ’ επιμένεις: Δεν βλέπω τα εκεί. Όμως ούτε τον Θεό βλέπεις.
Άρα, λοιπόν, θα πεις πως δεν υπάρχει Θεός, επειδή δεν τον βλέπεις;
Το πιστεύω, λέει, και μάλιστα με το παρά πάνω.
Ε.Π.Ε. 19,262
Αναβαθμοί
κλίμακες
Όσοι ανεβαίνουν κυριεύονται από ζάλη.
Γι’ αυτό πρέπει όταν ανεβαίνουν κι όταν φθάσουν στην κορυφή,
να παίρνουν μέτρα ασφαλείας.
Μια δε η ασφάλεια, να μη βλέπουμε πόσο ανεβήκαμε και τα χάσουμε,
αλλά να παρατηρούμε πόσο υπολείπεται
ν’ ανεβούμε και προς τα εκεί ν’ αγωνιζόμαστε.
Ε.Π.Ε. 6,608
καθημερινά ανεβαίνουμε
Βλέπεις πόσο είναι το ύψος του ουρανού;
Ξέρεις πόσο λίγος είναι ο χρόνος της παρούσης ζωής;
Γνωρίζεις ότι είναι άγνωστη η στιγμή του θανάτου μας;
Λοιπόν, να μη χρονοτριβής, να μην αναβάλλεις,
αλλά με μεγάλη φροντίδα και γρήγορα ασχολήσου με την αποδημία σου,
ώστε σε λίγο χρόνο ν’ ανέβεις και δύο και τρία
και δέκα και είκοσι σκαλοπάτια (αρετής).
Ε.Π.Ε. 6,614
προς τα πάνω, όχι προς τα κάτω
Δεν γίνεται συγχρόνως και ν’ άνεβαίνεις τη σκάλα
των αρετών και στη γη να 'σαι προσκολλημένος.
Ε.Π.Ε. 6,614
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 167-169)
«Δεν μπορώ εγώ να αμφισβητήσω την βασιλεία των ουρανών, όταν μου τηλεφωνεί ο άγιος Πορφύριος!»
…Λίγο πριν το επίγειο τέλος της η Γερόντισσα Γαβριηλία είχε μια θαυμαστή εμπειρία.
Λίγες μέρες πριν αναχωρήσει για τον ουρανό, ο Άγιος Πορφύριος της τηλεφώνησε στην Λέρο, για να την αποχαιρετήσει, λίγο πριν τον Δεκέμβριο του 1991. Το περιστατικό διηγείται η Ν.Μ., αγαπημένο της παιδί και αυτόπτης μάρτυς:
- Σας τηλεφωνώ για να σας αποχαιρετήσω. Φεύγω για τα Καυσοκαλύβια.
Μίλησαν αρκετά. Κάποια στιγμή της είπε:
- Αδελφή γιατί δεν κάθεστε;
Εκείνη λάμποντας από χαρά κάθισε και έδωσαν ραντεβού πρώτα στην προσευχή και μετά στον ουρανό. Είπαν πάρα πολλά και την έβλεπα χαρούμενη και ευτυχισμένη, ενώ εκείνη την περίοδο δεν ήταν πολύ καλά στην υγεία της. Μετά από 3 μήνες αναχώρησε για τους ουρανούς. Την ρώτησα γιατί στεκόταν όρθια, όσο μιλούσε με τον γέροντα Πορφύριο και μου είπε:
- Αισθάνομαι σαν τον χωροφύλακα που του μιλάει ο διοικητής του. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Κατ’ αρχήν που βρήκε το τηλέφωνό μου;
Και μετά μου είπε:
- Το απρόβλεπτο καθορίζει το πεπρωμένο. Και ποιο είναι το πεπρωμένο δηλαδή; Ότι θα συναντήσω τον Γέροντα Πορφύριο και είμαι πολύ ευτυχισμένη γι’ αυτό. Το πεπρωμένο μου είναι να τον συναντήσω. Γιατί; Γιατί ερχόμαστε από μια αιωνιότητα, συναντιόμαστε, αγαπιόμαστε και πάμε σε μιαν άλλη, που είναι η βασιλεία των ουρανών. Δεν μπορώ εγώ να αμφισβητήσω την βασιλεία των ουρανών, όταν μου τηλεφωνεί ο άγιος Πορφύριος!
***
Εκείνη την περίοδο είχε μιλήσει και με έναν άλλο αγαπημένο της, τον Μητροπολίτη Κισσάμου και Σελίνου κ. Ειρηναίο Γαλανάκη. Πάλι η Ν.Μ. μας μεταφέρει τα λόγια του:
- Γερόντισσα κρούει ο κώδων.
- Γιατί σας το είπε αυτό; ρώτησε η Ν έκπληκτη.
- Γιατί αναχωρούμε. Εγώ θα φύγω πρώτη, γιατί είμαι μεγαλύτερη και έχω ζητήσει από τον Κύριο, να μη μου χαλάσει το χατήρι, να φύγω πριν από αυτούς που αγαπώ.
Τον άκουσα που της είπε:
- Χαίρε, αρχιαγγέλισσα. Θα συναντηθούμε στους ουρανούς!
(«Η Γερόντισσα της χαράς – ΜΟΝΑΧΗ ΓΑΒΡΙΗΛΙΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ», Συγγραφέας: Μοναχή Φιλοθέη - Ηγουμένη Ι. Ησυχαστηρίου "Παναγία των Βρυούλων")
“Μετανοείτε, διότι πλησίασε η βασιλεία των Ουρανών”
(Ματθ. δ΄17)
“Ιδού, λοιπόν, δείξαμε πέντε οδούς μετανοίας,
πρώτη την καταδίκη των αμαρτημάτων μας,
δεύτερη την συγχώρηση των αμαρτιών του πλησίον,
τρίτη εκείνη που προέρχεται από την προσευχή,
τέταρτη εκείνη που προέρχεται από την ελεημοσύνη και
πέμπτη την προερχόμενη από την ταπεινοφροσύνη.
Μη βραδύνεις, λοιπόν, αλλά να βαδίζεις κάθε ημέρα όλες αυτές τις οδούς”.
(Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Προς τους εγκαλούντας , PG, 49, 264)
Γιατί όποιος παρακολουθεί τον εαυτό του, αν συμβεί να διαπιστώσει πώς έχει ακόμη ανάγκη καθαρμού κι αναγνωρίσει πονηρή τη συνείδησή του, γεμάτη από κηλίδες και πληγές πονηρίας, και κατατάσσει τον εαυτό του μεταξύ των οικείων του Θεού, πριν ακόμη καθαρισθεί από τα τόσα και τέτοια κακά, και λέγει: Πατέρα, ο άδικος στον δίκαιο, ο ακάθαρτος στον καθαρό, τα λόγια αυτά θα είναι απροκάλυπτη ύβρις και προσβολή, αν βέβαια έχει αποκαλέσει το Θεό πατέρα της δικής του πονηριάς. Και τούτο γιατί η ονομασία του πατέρα υποδηλώνει την καταγωγή του γεννημένου από εκείνον.
Συνεπώς ο πονηρός κατά τη συνείδηση, αν λέγει πατέρα του το Θεό, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να κατηγορεί το Θεό ως αίτιο κι αρχηγό των δικών του κακών. Αλλά δεν υπάρχει καμιά σχέση ανάμεσα στο φώς και στο σκοτάδι, λέγει ο Απόστολος (Β' Κορ. 6, 14). Αντίθετα μάλιστα. Το φώς βρίσκεται κοντά προς το φώς, το δίκαιο προς το δίκαιο, το καλό προς το καλό και το άφθαρτο προς το άφθαρτο. Αλλά και τα αντίθετα προς αυτά συγγενεύουν οπωσδήποτε προς τα όμοιά τους. Επειδή δεν είναι δυνατό, το καλό δένδρο να παράγει καρπούς πονηρούς. Λοιπόν, αν τύχει κάποιος που είναι αναίσθητος και επιζητεί το ψέμα, καθώς λέγει η Γραφή (Ψαλ. 4,3), να αποτολμήσει να ψελίσει τα λόγια της Προσευχής, αυτός ας έχει υπόψη του πώς δεν απευθύνεται προς τον ουράνιο Πατέρα, το Θεό, αλλά προς τον καταχθόνιο, το διάβολο. Γιατί κι αυτός είναι ψεύστης και γίνεται πατέρας του ψεύδους που πλάθεται μέσα στον καθένα. Εκείνος είναι η αμαρτία και πατέρας της αμαρτίας.
Για το λόγο αυτό, όσοι έχουν ψυχές κυριευμένες από πάθη, αποκαλούνται από τον Απόστολο παιδιά της οργής (Εφεσ. 2,3). Κι όποιος έχει απομακρυνθεί από τη ζωή, λέγεται παιδί της απώλειας. Κι ο αποχαυνωμένος και θηλυπρεπής αποκαλείται παιδί κοριτσιών που μόνα τους παραδίδονται. Και αντίθετα, όσοι είναι καθαροί κατά τη συνείδηση αποκαλούνται παιδιά του φωτός και της ημέρας. Και όσοι δυναμώνονται από τη θεία δύναμη ονομάζονται παιδιά της δύναμης.
Όταν, λοιπόν, ο Κύριος μας διδάσκει να αποκαλούμε κατά την προσευχή το Θεό, Πατέρα, νομίζω πως δεν κάμνει τίποτε άλλο από το να καθορίζει με νόμο, τον ανώτερο και ενάρετο βίο. Γιατί η αλήθεια δε μας διδάσκει να λέμε το ψέμα, ώστε να υποστηρίζουμε κάτι που δεν είμαστε και να ονομαζόμαστε αυτό που δεν έχουμε δημιουργηθεί. Αλλά με το να αποκαλούμε Πατέρα μας τον άφθαρτο και δίκαιο και αγαθό, μας διδάσκει να επαληθεύουμε τη συγγένεια με τον τρόπο ζωής.
(Αγ. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγοι εις το Πάτερ ημων,εκδ. Αποστολ. Διακονία, σελ. 81-83)
Του Αββά Τι θ ό η
α'. Έλεγαν για τον Αββά Τιθόη, ότι, αν γρήγορα δεν κατέβαζε τα χέρια του όταν στεκόταν σε προσευχή, αρπαζόταν ο νους του στα άνω. Όταν λοιπόν συνέβαινε να συμπροσεύχεται με αδελφούς, φρόντιζε γρήγορα να κατεβάζη τα χέρια, για να μή αρπαγή ο νους του και χρονίση.
β'. Έλεγε ο Αββάς Τιθόης : « Ξενιτεία είναι το να είσαι κύριος του τι λές ».
γ'. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Τιθόη: «Πώς να φυλάξω την καρδιά μου ; ». Του λέγει ο γέρων: « Πώς να φυλάξουμε την καρδιά μας, όταν είναι ανοιγμένες η γλώσσα και η κοιλιά μας ; ».
δ'. Έλεγε ο Αββάς Ματόης για τον Αββά Τιθόη, ότι δεν βρίσκει τινάς τίποτε να τον κατηγορήση. Αλλά καθώς το καθαρό χρυσάφι στέκεται στον ζυγό, έτσι και ο Αββάς Τιθόης.
ε'. Μένοντας κάποτε ο Αββάς Τιθόης στο Κλύσμα, λέγει στον μαθητή του, ξέροντας πολύ καλά το γιατί: « Τέκνο μου, άφησε το νερό στις φοινικιές ». Και εκείνος του λέγει: « Στο Κλύσμα είμαστε, Αββά ». Λέγει τότε ο γέρων: « Στο Κλύσμα τί έχω να κάμω ; Πήγαινε με πάλι στο βουνό».
στ'. Ενώ καθόταν κάποτε ο Αββάς Τιθόης, ήταν ένας αδελφός κοντά του. Και μή ξέροντας το, στέναζε. Και δεν κατάλαβε ότι ήταν ένας αδελφός κοντά του. Γιατί βρισκόταν σε έκσταση. Και βάζοντας μετάνοια, έλεγε : « Συγχώρησε με, αδελφέ. Δεν έγινα ακόμη μοναχός, αφού στέναξα μπροστά σου ».
ζ'. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Τιθόη, λέγοντας: « Ποιά είναι η οδός όπου φέρνει στην ταπείνωση ; ». Λέγει ο γέρων : « Η οδός της ταπεινώσεως αυτή είναι, η εγκράτεια και η προσευχή και το να θέτη τινάς τον εαυτό του κάτω από όλα τα δημιουργήματα.
Του Αββά Τιμοθέου
Συμβουλεύτηκε ο Αββάς Τιμόθεος ο πρεσβύτερος τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Είναι μια κοινή γυναίκα στην Αίγυπτο και τα κέρδη της τα δίνει ελεημοσύνη ». Και είπε ο Αββάς Ποιμήν: « Δεν θα μείνη στον ακόλαστο βίο. Γιατί δείχνει καρπό πίστεως ». Συνέβη δε να έλθη η μητέρα του πρεσβυτέρου Τιμοθέου σ’ αυτόν και τη ρώτησε, λέγοντας: « Εκείνη η γυναίκα έμεινε στον ακόλαστο βίο της ; ». Και του λέγει: « Ναι. Και αύξησε τους πελάτες της. Αλλά μένει και στην ελεημοσύνη ». Και το ανεκοίνωσε ο Αββάς Τιμόθεος στον Αββά Ποιμένα. Εκείνος τότε λέγει: « Δεν θα μείνη στον ακόλαστο βίο της ». Ήλθε δε πάλι η μητέρα του Αββά Τιμοθέου. Και του λέγει: « Ξέρεις κάτι ; Εκείνη η κοινή γυναίκα ζήτησε να έλθη μαζί μου, για να προσευχηθής υπέρ αυτής ». Και «αυτός, ακούοντας το, το ανεκοίνωσε στον Αββά Ποιμένα. Και του λέγει ο γέρων: « Καλύτερα είναι, συ να πας και να τη συναντήσης ». Και πήγε ο Αββάς Τιμόθεος και τη συνάντησε. Και εκείνη, βλέποντάς τον και ακούοντας απ’ αυτόν τα λόγια του Θεού, κατανύχθηκε και έκλαψε. Και του είπε: « Εγώ από σήμερα θα προσκολληθώ στον Θεό και θα παύσω να είμαι ακόλαστη ». Και ευθύς μπήκε σε Μονή και ευαρέστησε στον Θεό.
Του Αββά Υπερεχίου
α'. Είπε ο Αββάς Υπερέχιος: « Όπως το λιοντάρι είναι φοβερό στους ονάγρους, έτσι και ο άξιος μοναχός στους λογισμούς της επιθυμίας ».
β'. Είπε πάλι: « Η νηστεία χαλινάρι είναι στον μοναχό εναντίον της αμαρτίας. Όποιος πετάξη αυτό το χαλινάρι, γίνεται σαν τον θηλυμανή ίππο ».
γ'. Είπε πάλι: « Όποιος δεν κυριαρχεί στη γλώσσα του σε ώρα οργής, ούτε και στα πάθη δεν θα κυριάρχηση ».
δ'. Είπε πάλι: « Προτιμότερο είναι να τρώγη τινάς κρέας και να πίνη κρασί, παρά να τρώγη, με την καταλαλιά, τις σάρκες των αδελφών.
ε' . Είπε πάλι: « Ψιθύρισε το φίδι και την Εύα την έβγαλε από τον Παράδεισο. Μ’ εκείνο μοιάζει και όποιος κατακρίνει τον πλησίον του. Γιατί τη ζωή αυτού οπού ακούει τη σπρώχνει στην απώλεια και τη δική του τη φυλάει ».
στ'. Είπε πάλι: « Ο θησαυρός του μοναχού είναι να μη θέλη τίποτε το υλικό δικό του. Θησαύρισε, αδελφέ, στον ουρανό. Γιατί οι αιώνες της αναπαύσεως δεν έχουν τέλος ».
ζ'. Είπε πάλι: « Να έχης πάντα στον νου τη βασιλεία των ουρανών. Και εύκολα θα την κληρονομήσης ».
η'. Είπε πάλι: « Πολύτιμο πράγμα είναι η υπακοή του μοναχού. Όποιος την κατέχει θα εισακουσθή από τον Θεό και με θάρρος θα σταθή ενώπιον του Εσταυρωμένου. Γιατί ο Εσταυρωμένος Κύριος υπήκοος γέγονε μέχρι θανάτου ».
Του Αββά Φωκά
α'. Έλεγε ο Αββάς Φωκάς, οπού ανήκε στο Κοινόβιο του Αββά Θεογνίου του Ιεροσολυμίτη: « Όταν έμενα σε Σκήτη, υπήρχε εκεί κάποιος Αββάς Ιάκωβος, νέος την ηλικία, στα Κελλιά, όπου είχε τον ίδιο πνευματικό και κατά σάρκα πατέρα. Είχαν δέ τα Κελλιά δυο εκκλησίες, μια των ορθοδόξων, οπού και κοινωνούσε, και μια των αιρετικών. Επειδή λοιπόν ο Αββάς Ιάκωβος είχε τη χάρη της ταπεινοφροσύνης, όλοι τον αγαπούσαν, και τα μέλη της Εκκλησίας και οι χωρισμένοι απ’ αυτή. Του έλεγαν λοιπόν οι ορθόδοξοι: « Τον νου σου, Αββά Ιάκωβε, μη σε ξεγελάσουν οι αιρετικοί και σε ελκύσουν στην κοινότητα τους ». Επίσης και οι αιρετικοί του έλεγαν: « Γνώριζε, Αββά Ιάκωβε, ότι, κοινωνώντας με τους διφυσίτες, χάνεις την ψυχή σου. Γιατί είναι Νεστοριανοί και συκοφαντούν τη αλήθεια ». Ο δε Αββάς Ιάκωβος, οπού ήταν ακέραιος και στενοχωρήθηκε με όσα άκουε από τις δυο πλευρές και δεν ήξερε πλέον τί να κάμη, πήγε να παρακαλέση τον Θεό. Απέκρυψε λοιπόν τον εαυτό του σε απόμερο κελί, έξω από τη λαύρα, όπου ντύθηκε τα εντάφια του, σαν να επρόκειτο να πεθάνη. Γιατί συνηθίζουν οι Αιγύπτιοι πατέρες, το πλεχτό ένδυμα, όπου λαμβάνουν το μοναχικό σχήμα, καθώς και το κουκούλι, να τα φυλάνε έως θανάτου και μ’ αυτά να ενταφιάζωνται. Τα φορούν δε μονάχα κάθε Κυριακή, όταν μεταλαμβάνουν, και ευθύς υστέρα τα μαζεύουν. Πηγαίνοντας λοιπόν σ’ εκείνο το κελλί, παρακαλούσε τον Θεό και εξαντλήθηκε από τη νηστεία και έπεσε κατάχαμα και έμεινε εκεί πεσμένος. Και έλεγε ότι πολλά είχε πάθει εκείνες τις μέρες από τους δαίμονες, προ παντός κατά διάνοια. Αφού δε πέρασαν σαράντα μέρες, βλέπει να μπαίνη στο κελλί ένα παιδί χαρωπό και να του λέγη: « Αββά Ιάκωβε; τι κάνεις εδώ ; ». Ευθύς δέ, φωτισμένος και παίρνοντας δύναμη από τη θέα του παιδιού, του είπε: « Κύριε, συ γνωρίζεις τί έχω. Εκείνοι μου λέγουν: Μη αφήσης, την Εκκλησία. Και οι άλλοι μου λέγουν: Σε πλανούν οι διφυσίτες. Και εγώ έχοντας τα χαμένα και μη ξέροντας τί να κάμω, ήλθα εδώ ». Του λέγει ο Κύριος: « Όπου είσαι, καλά είσαι». Και ευθύς, μ’ αυτά τα λόγια, βρέθηκε στο κατώφλι της αγίας εκκλησίας των ορθοδόξων, οπού ακολουθούσαν τη Σύνοδο ».
β'. Είπε πάλι ο Αββάς Φωκάς: « Εγκατεστημένος σε Σκήτη ο Αββάς Ιάκωβος, πολεμήθηκε δυνατά από τον δαίμονα της σαρκικής αμαρτίας. Και φτάνοντας σε κίνδυνο, ήλθε σ’ εμένα και μου ανέφερε τα σχετικά. Και μου λέγει: Σ’ αυτό εκεί το σπήλαιο θα πάω από Δευτέρα. Και σε παρακαλώ, για όνομα του Κυρίου, σε κανέναν να μη το πής ούτε στον πατέρα μου. Αλλά υπολόγισε σαράντα μέρες και όταν συμπληρωθούν, κάμε μου τη χάρη και έλα φέροντας μου τη θεία Κοινωνία. Και αν μεν με βρής νεκρό, θάψε με. Αν όμως ζω ακόμη, μετάλαβέ με. Αυτά λοιπόν ακούοντας εγώ απ’ αυτόν, αφού συμπληρώθηκε η τεσσαρακοστή μέρα, πήρα τη θεία Κοινωνία και άρτο κοινό καθαρό με λίγο κρασί και πήγα να τον βρω. Αλλά μόλις πλησίασα στο σπήλαιο, μου ήλθε πολλή δυσωδία, όπου έβγαινε από το στόμιο του. Και είπα μέσα μου, ότι αναπαύτηκε ο μακάριος. Μπαίνοντας όμως, τον βρήκα μισοπεθαμένο. Και σαν με είδε, κίνησε το δεξί του χέρι λίγο, όσο μπορούσε, κάνοντας μου έτσι νόημα για τη θεία Κοινωνία. Και εγώ του είπα: Σου την έφερα, θέλησα λοιπόν να του ανοίξω το στόμα, αλλά ήταν σαν κλειδωμένο. Και μη ξέροντας τι να κάμω, βγήκα στην έρημο και βρήκα ένα μικρό ξύλο από θάμνο. Και πολύ κοπιάζοντας, μόλις μπόρεσα να ανοίξω το στόμα του κάπως. Και έρριξα μέσα του από το τίμιο σώμα και αίμα, σε όσο μικρή ποσότητα μπορούσα. Και πήρε δύναμη από τη μετάληψη της θείας Κοινωνίας. Μετά δε από λίγο, έβρεξα λίγα ψιχία από τον κοινό άρτο και του τα πρόσφερα. Και πάλι μετά από λίγο, άλλα, όσο μπορούσε να πάρη. Και έτσι, με τη χάρη του Θεού, ήλθε μαζί μου την άλλη μέρα, πηγαίνοντας στο κελλί του. Και με τη βοήθεια του Θεού απαλλάχθηκε από το ολέθριο πάθος της σαρκικής αμαρτίας ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
«Ένα πράγμα ξέρω, πως, ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω! (Ιωάν. 9:25)
Ο Μα Γουέι, ένας νεαρός Κινέζος 28 ετών, τυφλώθηκε όταν ήταν μικρό παιδί. Στεναχωριόταν με την κατάστασή του κι ήταν απογοητευμένος, μέχρι που κάποτε κάποιος του διάβασε την ιστορία του εκ γενετής τυφλού από το 9ο κεφάλαιο του κατά Ιωάννη ευαγγελίου. Εκεί χάρηκε που ο Χριστός είπε πως ο τυφλός εκείνος δεν είχε αμαρτήσει, αλλά η αναπηρία του θα έκανε να φανεί η δόξα του Θεού. Και τότε ο Μα Γουέι σκέφτηκε μήπως μέσα από τη ζωή του ο Θεός είχε έτοιμο ένα θαυμαστό έργο να κάνει.
Όταν μεγάλωσε έπιασε δουλειά σ’ ένα χριστιανικό τυπογραφείο που τύπωνε και την Αγία Γραφή στη γραφή των τυφλών. Ο ίδιος πιστεύει πως ο Θεός τον οδήγησε εκεί για να έρθει σε επαφή με το Λόγο Του και να αλλάξει τη ζωή του, καθώς δέχτηκε στην καρδιά του το Χριστό.
«Μπορεί τα φυσικά μάτια μου να μη βλέπουν αλλά μπορεί να δει η καρδιά μου», λέει ο ίδιος στην προσωπική του μαρτυρία.
(Χ.Ι.ΝΤ.)
«Αρνήθηκα να πορευτώ στο δρόμο της ανηθικότητας, για να τηρώ το λόγο σου» (Ψαλμός 119:101 –Ν.Μ.Β.)
Ο Εκού στο Τόγκο της Αφρικής ήταν στη φυλακή για κάποιο αδίκημα για πάνω από 8 μήνες. Πολλές φορές είχε ζητήσει να δει το δικαστή και να συζητήσει την κατάστασή του, αλλά ήταν αδύνατο. Μία μέρα έλαβαν στη φυλακή ένα μαγνητόφωνο με κασέτες όπου ακούγεται η ανάγνωση βιβλίων της Γραφής. Η μέθοδος αυτή συνηθίζεται από τις Βιβλικές Εταιρίες σε χώρες με μεγάλο αναλφαβητισμό. Τη μέρα εκείνη οι κρατούμενοι άκουσαν την περικοπή του 12ου κεφαλαίου της προς Ρωμαίους. Το Πνεύμα του Θεού άγγιξε αμέσως την καρδιά του Εκού και προσευχήθηκε στο Χριστό να συγχωρήσει τις αμαρτίες του. Κάποτε κατάφερε να εξασφαλίσει εκείνη την ακρόαση από το δικαστή. Μπήκε στο γραφείο του με την Καινή Διαθήκη στην τσέπη του. Όταν την είδε ο δικαστής μαλάκωσε και τον άκουσε ευνοϊκά. Τελικά έδωσε εντολή ν’ αποφυλακιστεί το συντομότερο δυνατόν.
«Αυτό που θέλω όταν αποφυλακιστώ», καταλήγει, «είναι να συνδεθώ με μια χριστιανική κοινότητα που να μπορώ ν’ ακούω το Λόγο του Θεού, όπως τον άκουγα εδώ στη φυλακή»
(Χ.Ι.ΝΤ.)
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
314. Στην εκκλησία, είμαι πραγματικά σαν στον ουρανό επί γής. Εδώ βλέπω τις εικόνες του Κυρίου, της Πανάγνου Μητρός του, των Αγίων Αγγέλων. Εδώ είναι ο θρόνος του Θεού. Εδώ είναι ο ζωοποιός Σταυρός. Εδώ είναι το αθάνατο Ευαγγέλιο, ο λόγος του Θεού που «πάντα δι᾽ αὐτοῦ ἐγένετο» (Ιω. α’ 3). Εδώ είναι οι εικόνες των Αγίων. Νοιώθω τον εαυτό μου μέσα στην ορατή παρουσία του θεού, της Μητρός του, των Ασωμάτων Δυνάμεων και όλων των Αγίων. Πράγματι, εδώ είναι ο ουρανός επι της γης. Εδώ γνωρίζω τι είμαι και νοιώθω πράγματι τον εαυτό μου μέλος του Χριστού, ιδίως κατά την τέλεσι της Θείας Λειτουργίας και κατά τη Θεία Κοινωνία. ΄Ω, πώς θα έπρεπε να ζω, να σκέπτωμαι, να αισθάνωμαι, να μιλώ, ώστε πραγματικά ν’ ανήκω σ’ αυτό το ουράνιο περιβάλλον! Θα έπρεπε να ζω αξίως της κλήσεως, με την οποία με κάλεσε η χάρις του Κυρίου. Τι ταπείνωση, τι αγνότητα θα έπρεπε να έχω, ώστε αξίως να φέρω στα χείλη μου το όνομα της Υπεραγίας Θεοτόκου και του Σωτήρος μου, του Κυρίου της δόξης! Κύριε, κάνε με άξιο γι’ αυτή τη χαρά. Ποθώ να ζήσω αξίως της χριστιανικής κλήσεως. Αλλά δεν βρίσκω μέσα μου τη δύναμι για να το πετύχω. Η αμαρτία αδιάκοπα πειράζει και μάχεται την ψυχή μου.
315. Αν μερικοί χριστιανοί δεν μπορούν να εννοήσουν την ορθόδοξο πίστι μας, τα Μυστήρια της, τούτο οφείλεται στο ότι ο νους και η καρδιά αυτών των ανθρώπων είναι ακόμη καταχνιασμένα από την αμαρτία, ώστε να δουν το φως της Ορθοδοξίας. Συμβαίνει δηλαδή ό,τι και στα άρρωστα μάτια που δεν μπορούν να δουν το φως του ηλίου. Αυτός ο ουράνιος θησαυρός είναι δυνατόν να γίνη νοητός από καρδιές όπου δεν είναι προσκολλημένες στα του κόσμου.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 134-135)
311. Ας προτιμάμε να μας μαλώνουν οι άλλοι, δικαίως ή αδίκως, ως αμαρτωλούς εδώ κάτω, παρά να καταδικασθούμε κατά την Ημέρα της Κρίσεως ενώπιον όλου του κόσμου, ενώπιον των Αγγέλων και των ανθρώπων. ‘Ω, Κύριε, τι τρομερό κατάντημα θα ήταν εκείνο!
312. Γιατί, μετά από κάθε εξ ημέρες, έρχεται μία ημέρα αναπαύσεως; Για να μην ξεχνάμε, ότι μετά τους κόπους της παρούσης ζωής θα έλθη η ανέσπερος ημέρα της αναπαύσεως. Κατά το γραφικό: «Ἄρα ἀπολείπεται σαββατισμὸς τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ» (Εβρ. δ’ 9). Η Κυριακή λοιπόν συμβολίζει την ημέρα της κοινής αναστάσεως, οπότε περιμένει ατελεύτητος ανάπαυσις όσους εργάσθηκαν εδώ κάτω το θέλημα του Ιησού Χριστού.
313. Η προσφορά ελεημοσύνης στον φτωχό πρέπει να εμπνέεται από την αγάπη προς τον πλησίον. Αλλοιώς δεν είναι η ελεημοσύνη που εντέλλεται ο Χριστός. Άπλωνε το χέρι σου με αγάπη, χωρίς δύσθυμο καρδιά. Η ίδια η λέξις ελεημοσύνη φανερώνει ότι πρόκεται για προσφορά που πηγάζει από την καρδιά, ότι πρέπει να νοιώθουμε έλεος, ευσπλαχνία, όταν δίνουμε κάτι στον φτωχό. Αλλά και κάτι άλλο προϋποθέτει το ευαγγελικό νόημα της ελεημοσύνης: τη συντριβή για τα αμαρτήματα μας, την επιθυμία να συγχωρηθούμε γι’ αυτά. Γιατί λέγει η Γραφή: «Ελεημοσύνη εκ θανάτου ρύεται και αυτή αποκαθαριεί πάσαν αμαρτίαν» (Τωβ. ιβ’ 9). Όποιος κάνει ελεημοσύνη με κρύα διάθεσι, αυτός δεν αναγνωρίζει τις αμαρτίες του, δεν έχει την αληθινή αυτογνωσία. Η ελεημοσύνη κάνει καλό, πριν απ’ όλα, στον ίδιο τον ελεήμονα.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 133-134)