Του Αββά Τι θ ό η
α'. Έλεγαν για τον Αββά Τιθόη, ότι, αν γρήγορα δεν κατέβαζε τα χέρια του όταν στεκόταν σε προσευχή, αρπαζόταν ο νους του στα άνω. Όταν λοιπόν συνέβαινε να συμπροσεύχεται με αδελφούς, φρόντιζε γρήγορα να κατεβάζη τα χέρια, για να μή αρπαγή ο νους του και χρονίση.
β'. Έλεγε ο Αββάς Τιθόης : « Ξενιτεία είναι το να είσαι κύριος του τι λές ».
γ'. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Τιθόη: «Πώς να φυλάξω την καρδιά μου ; ». Του λέγει ο γέρων: « Πώς να φυλάξουμε την καρδιά μας, όταν είναι ανοιγμένες η γλώσσα και η κοιλιά μας ; ».
δ'. Έλεγε ο Αββάς Ματόης για τον Αββά Τιθόη, ότι δεν βρίσκει τινάς τίποτε να τον κατηγορήση. Αλλά καθώς το καθαρό χρυσάφι στέκεται στον ζυγό, έτσι και ο Αββάς Τιθόης.
ε'. Μένοντας κάποτε ο Αββάς Τιθόης στο Κλύσμα, λέγει στον μαθητή του, ξέροντας πολύ καλά το γιατί: « Τέκνο μου, άφησε το νερό στις φοινικιές ». Και εκείνος του λέγει: « Στο Κλύσμα είμαστε, Αββά ». Λέγει τότε ο γέρων: « Στο Κλύσμα τί έχω να κάμω ; Πήγαινε με πάλι στο βουνό».
στ'. Ενώ καθόταν κάποτε ο Αββάς Τιθόης, ήταν ένας αδελφός κοντά του. Και μή ξέροντας το, στέναζε. Και δεν κατάλαβε ότι ήταν ένας αδελφός κοντά του. Γιατί βρισκόταν σε έκσταση. Και βάζοντας μετάνοια, έλεγε : « Συγχώρησε με, αδελφέ. Δεν έγινα ακόμη μοναχός, αφού στέναξα μπροστά σου ».
ζ'. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Τιθόη, λέγοντας: « Ποιά είναι η οδός όπου φέρνει στην ταπείνωση ; ». Λέγει ο γέρων : « Η οδός της ταπεινώσεως αυτή είναι, η εγκράτεια και η προσευχή και το να θέτη τινάς τον εαυτό του κάτω από όλα τα δημιουργήματα.
Του Αββά Τιμοθέου
Συμβουλεύτηκε ο Αββάς Τιμόθεος ο πρεσβύτερος τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Είναι μια κοινή γυναίκα στην Αίγυπτο και τα κέρδη της τα δίνει ελεημοσύνη ». Και είπε ο Αββάς Ποιμήν: « Δεν θα μείνη στον ακόλαστο βίο. Γιατί δείχνει καρπό πίστεως ». Συνέβη δε να έλθη η μητέρα του πρεσβυτέρου Τιμοθέου σ’ αυτόν και τη ρώτησε, λέγοντας: « Εκείνη η γυναίκα έμεινε στον ακόλαστο βίο της ; ». Και του λέγει: « Ναι. Και αύξησε τους πελάτες της. Αλλά μένει και στην ελεημοσύνη ». Και το ανεκοίνωσε ο Αββάς Τιμόθεος στον Αββά Ποιμένα. Εκείνος τότε λέγει: « Δεν θα μείνη στον ακόλαστο βίο της ». Ήλθε δε πάλι η μητέρα του Αββά Τιμοθέου. Και του λέγει: « Ξέρεις κάτι ; Εκείνη η κοινή γυναίκα ζήτησε να έλθη μαζί μου, για να προσευχηθής υπέρ αυτής ». Και «αυτός, ακούοντας το, το ανεκοίνωσε στον Αββά Ποιμένα. Και του λέγει ο γέρων: « Καλύτερα είναι, συ να πας και να τη συναντήσης ». Και πήγε ο Αββάς Τιμόθεος και τη συνάντησε. Και εκείνη, βλέποντάς τον και ακούοντας απ’ αυτόν τα λόγια του Θεού, κατανύχθηκε και έκλαψε. Και του είπε: « Εγώ από σήμερα θα προσκολληθώ στον Θεό και θα παύσω να είμαι ακόλαστη ». Και ευθύς μπήκε σε Μονή και ευαρέστησε στον Θεό.
Του Αββά Υπερεχίου
α'. Είπε ο Αββάς Υπερέχιος: « Όπως το λιοντάρι είναι φοβερό στους ονάγρους, έτσι και ο άξιος μοναχός στους λογισμούς της επιθυμίας ».
β'. Είπε πάλι: « Η νηστεία χαλινάρι είναι στον μοναχό εναντίον της αμαρτίας. Όποιος πετάξη αυτό το χαλινάρι, γίνεται σαν τον θηλυμανή ίππο ».
γ'. Είπε πάλι: « Όποιος δεν κυριαρχεί στη γλώσσα του σε ώρα οργής, ούτε και στα πάθη δεν θα κυριάρχηση ».
δ'. Είπε πάλι: « Προτιμότερο είναι να τρώγη τινάς κρέας και να πίνη κρασί, παρά να τρώγη, με την καταλαλιά, τις σάρκες των αδελφών.
ε' . Είπε πάλι: « Ψιθύρισε το φίδι και την Εύα την έβγαλε από τον Παράδεισο. Μ’ εκείνο μοιάζει και όποιος κατακρίνει τον πλησίον του. Γιατί τη ζωή αυτού οπού ακούει τη σπρώχνει στην απώλεια και τη δική του τη φυλάει ».
στ'. Είπε πάλι: « Ο θησαυρός του μοναχού είναι να μη θέλη τίποτε το υλικό δικό του. Θησαύρισε, αδελφέ, στον ουρανό. Γιατί οι αιώνες της αναπαύσεως δεν έχουν τέλος ».
ζ'. Είπε πάλι: « Να έχης πάντα στον νου τη βασιλεία των ουρανών. Και εύκολα θα την κληρονομήσης ».
η'. Είπε πάλι: « Πολύτιμο πράγμα είναι η υπακοή του μοναχού. Όποιος την κατέχει θα εισακουσθή από τον Θεό και με θάρρος θα σταθή ενώπιον του Εσταυρωμένου. Γιατί ο Εσταυρωμένος Κύριος υπήκοος γέγονε μέχρι θανάτου ».
Του Αββά Φωκά
α'. Έλεγε ο Αββάς Φωκάς, οπού ανήκε στο Κοινόβιο του Αββά Θεογνίου του Ιεροσολυμίτη: « Όταν έμενα σε Σκήτη, υπήρχε εκεί κάποιος Αββάς Ιάκωβος, νέος την ηλικία, στα Κελλιά, όπου είχε τον ίδιο πνευματικό και κατά σάρκα πατέρα. Είχαν δέ τα Κελλιά δυο εκκλησίες, μια των ορθοδόξων, οπού και κοινωνούσε, και μια των αιρετικών. Επειδή λοιπόν ο Αββάς Ιάκωβος είχε τη χάρη της ταπεινοφροσύνης, όλοι τον αγαπούσαν, και τα μέλη της Εκκλησίας και οι χωρισμένοι απ’ αυτή. Του έλεγαν λοιπόν οι ορθόδοξοι: « Τον νου σου, Αββά Ιάκωβε, μη σε ξεγελάσουν οι αιρετικοί και σε ελκύσουν στην κοινότητα τους ». Επίσης και οι αιρετικοί του έλεγαν: « Γνώριζε, Αββά Ιάκωβε, ότι, κοινωνώντας με τους διφυσίτες, χάνεις την ψυχή σου. Γιατί είναι Νεστοριανοί και συκοφαντούν τη αλήθεια ». Ο δε Αββάς Ιάκωβος, οπού ήταν ακέραιος και στενοχωρήθηκε με όσα άκουε από τις δυο πλευρές και δεν ήξερε πλέον τί να κάμη, πήγε να παρακαλέση τον Θεό. Απέκρυψε λοιπόν τον εαυτό του σε απόμερο κελί, έξω από τη λαύρα, όπου ντύθηκε τα εντάφια του, σαν να επρόκειτο να πεθάνη. Γιατί συνηθίζουν οι Αιγύπτιοι πατέρες, το πλεχτό ένδυμα, όπου λαμβάνουν το μοναχικό σχήμα, καθώς και το κουκούλι, να τα φυλάνε έως θανάτου και μ’ αυτά να ενταφιάζωνται. Τα φορούν δε μονάχα κάθε Κυριακή, όταν μεταλαμβάνουν, και ευθύς υστέρα τα μαζεύουν. Πηγαίνοντας λοιπόν σ’ εκείνο το κελλί, παρακαλούσε τον Θεό και εξαντλήθηκε από τη νηστεία και έπεσε κατάχαμα και έμεινε εκεί πεσμένος. Και έλεγε ότι πολλά είχε πάθει εκείνες τις μέρες από τους δαίμονες, προ παντός κατά διάνοια. Αφού δε πέρασαν σαράντα μέρες, βλέπει να μπαίνη στο κελλί ένα παιδί χαρωπό και να του λέγη: « Αββά Ιάκωβε; τι κάνεις εδώ ; ». Ευθύς δέ, φωτισμένος και παίρνοντας δύναμη από τη θέα του παιδιού, του είπε: « Κύριε, συ γνωρίζεις τί έχω. Εκείνοι μου λέγουν: Μη αφήσης, την Εκκλησία. Και οι άλλοι μου λέγουν: Σε πλανούν οι διφυσίτες. Και εγώ έχοντας τα χαμένα και μη ξέροντας τί να κάμω, ήλθα εδώ ». Του λέγει ο Κύριος: « Όπου είσαι, καλά είσαι». Και ευθύς, μ’ αυτά τα λόγια, βρέθηκε στο κατώφλι της αγίας εκκλησίας των ορθοδόξων, οπού ακολουθούσαν τη Σύνοδο ».
β'. Είπε πάλι ο Αββάς Φωκάς: « Εγκατεστημένος σε Σκήτη ο Αββάς Ιάκωβος, πολεμήθηκε δυνατά από τον δαίμονα της σαρκικής αμαρτίας. Και φτάνοντας σε κίνδυνο, ήλθε σ’ εμένα και μου ανέφερε τα σχετικά. Και μου λέγει: Σ’ αυτό εκεί το σπήλαιο θα πάω από Δευτέρα. Και σε παρακαλώ, για όνομα του Κυρίου, σε κανέναν να μη το πής ούτε στον πατέρα μου. Αλλά υπολόγισε σαράντα μέρες και όταν συμπληρωθούν, κάμε μου τη χάρη και έλα φέροντας μου τη θεία Κοινωνία. Και αν μεν με βρής νεκρό, θάψε με. Αν όμως ζω ακόμη, μετάλαβέ με. Αυτά λοιπόν ακούοντας εγώ απ’ αυτόν, αφού συμπληρώθηκε η τεσσαρακοστή μέρα, πήρα τη θεία Κοινωνία και άρτο κοινό καθαρό με λίγο κρασί και πήγα να τον βρω. Αλλά μόλις πλησίασα στο σπήλαιο, μου ήλθε πολλή δυσωδία, όπου έβγαινε από το στόμιο του. Και είπα μέσα μου, ότι αναπαύτηκε ο μακάριος. Μπαίνοντας όμως, τον βρήκα μισοπεθαμένο. Και σαν με είδε, κίνησε το δεξί του χέρι λίγο, όσο μπορούσε, κάνοντας μου έτσι νόημα για τη θεία Κοινωνία. Και εγώ του είπα: Σου την έφερα, θέλησα λοιπόν να του ανοίξω το στόμα, αλλά ήταν σαν κλειδωμένο. Και μη ξέροντας τι να κάμω, βγήκα στην έρημο και βρήκα ένα μικρό ξύλο από θάμνο. Και πολύ κοπιάζοντας, μόλις μπόρεσα να ανοίξω το στόμα του κάπως. Και έρριξα μέσα του από το τίμιο σώμα και αίμα, σε όσο μικρή ποσότητα μπορούσα. Και πήρε δύναμη από τη μετάληψη της θείας Κοινωνίας. Μετά δε από λίγο, έβρεξα λίγα ψιχία από τον κοινό άρτο και του τα πρόσφερα. Και πάλι μετά από λίγο, άλλα, όσο μπορούσε να πάρη. Και έτσι, με τη χάρη του Θεού, ήλθε μαζί μου την άλλη μέρα, πηγαίνοντας στο κελλί του. Και με τη βοήθεια του Θεού απαλλάχθηκε από το ολέθριο πάθος της σαρκικής αμαρτίας ».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)