ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

58. Σε τι συνίσταται το τριαδολογικό πρόβλημα;

Στη διαφύλαξη της ενότητας του χριστιανικού Θεού, δηλαδή στη σωστή σχέση των προσώπων προς τη θεία ουσία, ώστε να υπάρχει ένας μόνο Θεός και όχι τρεις, και στη σωστή σχέση των θείων προσώπων προς άλληλα.

Το ζήτημα αυτό είναι αρκετά δύσκολο. Στην αρχαία Εκκλησία έγιναν πολλές προσπάθειες ερμηνείας του δόγματος, μερικές από τις οποίες κατέληξαν σε αίρεση.

 

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 80)

57. Πώς μπορεί να προσεγγίσει κανείς το δόγμα του Τριαδικού Θεού;

Η περί τριαδικού Θεού διδασκαλία αποτελεί το κορυφαίο δόγμα της ορθόδοξης πίστεως. Είναι αλήθεια μυστηριακή, υπερβαίνουσα απόλυτα την ανθρώπινη κατάληψη. Ο ανθρώπινος λόγος με την όποια ιδιοσυστασία και την ποιότητά του, αδυνατεί να την προσεγγίσει. Ούτε υπάρχει κτιστή αναλογία που να την εκφράσει. Τόσο ο σοφός πιστός όσο και ο αμαθής βρίσκονται σε ίση απόσταση από το μέγεθος της θείας απειρίας. Μόνο με τη φωτισμένη πίστη μπορούμε κάπως να προσεγγίσουμε το απερινόητο μυστήριο. Αλλά και προσεγγίζοντάς το νιώθουμε να χανόμαστε στον ωκεανό της θείας ακαταληψίας. Το μόνο που αισθανόμαστε είναι ότι μιλάμε με το Θεό, ότι το Πνεύμα το Άγιο μιλάει στις φτωχικές μας καρδιές. Αυτός είναι ο πολύτιμος θησαυρός ο κρυμμένος στις καθαρές και άδολες ψυχές!

Ο άνθρωπος, ο φύσει ζητητικός και ερευνητικός, δεν μπορεί παρά να προσπαθεί να ερευνήσει το Θεό. Αυτό φυσικά δεν είναι κακό, αρκεί να γίνεται μέσα στα πλαίσια που οριοθετούν η θεία αποκάλυψη, η αίσθηση της απειρίας του Θεού και η συνείδηση της πενιχρότητας του ανθρώπινου λογικού. Στην έρευνα δυστυχώς αυτή ο ανθρώπινος λόγος δεν παραμένει πάντοτε στα φυσικά του όρια τα φωτιζόμενα από την πίστη, αλλά βγαίνει έξω, απομακρύνεται από την αληθινή διάστασή του και αντί να ερμηνεύσει το μυστήριο, το διαστρεβλώνει και το καταστρέφει δημιουργώντας τις διάφορες αιρέσεις. Αυτό συμβαίνει όταν ο λόγος δουλεύει αυτόνομα, χωρίς σχέση και αναφορά προς τη χάρη και το Πνεύμα του Θεού. Σ’ αυτό το έργο ο λόγος είναι πολύ λιγοστός, θρυμματίζεται εύκολα, φθείρεται και παραμορφώνεται.

 

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 79-80)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’

ΤΡΙΑΔΟΛΟΓΙΑ

56. Ποια είναι στον πυρήνα της η περί Θεού διδασκαλία της ορθόδοξης πίστης;

Ο Θεός της ορθόδοξης πίστεως είναι ένας στην ουσία και τριαδικός στις υποστάσεις. Δεν έχει την «πενία» θεότητας του Θεού του Ιουδαϊσμού, ο οποίος καμιά διάκριση δεν δέχεται στη θεότητα, ούτε πάλι την πολλότητα θεών της αρχαίας ειδωλολατρίας, στην οποία είναι άγνωστη η ενότητα της ουσίας του Θεού. Ο χριστιανικός Θεός βρίσκεται στο μέσο των δύο αυτών ακροτήτων. Είναι και ένας (ουσία) και τρεις (υποστάσεις). Είναι Θεός τριαδικός.

Η μία ουσία του Θεού, αόρατη και ακατάληπτη, πληρούται ισομερώς και στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, τον Πατέρα, τον Υιό και το Πνεύμα το Άγιο. Τα θεία πρόσωπα είναι ίδια το ένα με τα αλλά ως προς την ουσία, άρα δεν έχουμε τρεις διαφορετικούς θεούς, αλλά ένα και μόνο. Η κατηγορία επί τριθεϊσμώ είναι εντελώς ξένη και ανάρμοστη προς την έννοια του χριστιανικού Θεού.

Πηγαία θεότητα στην Αγία Τριάδα είναι μόνος ο Πατήρ (αρχή της θεότητος = μοναρχία). Απ’ αυτόν γεννάται ο Υιός και εκπορεύεται το Πνεύμα το Άγιο. Τα υποστατικά ιδιώματα, εκφράζοντα τον τρόπο προέλευσης των προσώπων, είναι το άναρχο και αγέννητο για τον Πατέρα, το γεννητό για τον Υιό και το επορευτό για το Άγιο Πνεύμα. Τα ιδιώματα αυτά είναι αυστηρώς προσωπικά, ακίνητα και ασύγχυτα. Αποτελούν δε σχέσεις στην Τριάδα αΐδιες· δεν υπάρχει δηλαδή σ’ αυτές η έννοια του χρόνου, το πρότερο και το ύστερο. Ο Υιός, επειδή γεννάται, δεν σημαίνει ότι είναι μεταγενέστερος και κατώτερος από τον Πατέρα, ούτε και το Άγιο Πνεύμα: «Άμα Πατήρ, άμα Υιός, άμα Πνεύμα Άγιον». Στη βάση ότι υπάρχει μία ουσία στα θεία πρόσωπα, αυτά είναι ισότιμα και δεν υποτάσσονται το ένα στα αλλά. Έχουν το αυτό αξίωμα και την αυτή περιωπή στη θεότητα.

Οι υποστάσεις δεν είναι κέντρα τοπικά στα οποία μερίζεται ο ένας Θεός, αλλά διακρίσεις θεοπρεπείς στη μία ουσία του Θεού, την οποία δεν συνθέτουν, καταλείποντας ανέπαφη την απόλυτη απλότητά της.

Τα θεία πρόσωπα είναι ξεχωριστά και ίδια. Εντούτοις δεν είναι ξένα μεταξύ τους. Εμπεριχωρούν το ένα τα αλλά. Ο δεσμός της αλληλοπεριχωρήσεως αυτής είναι η αγάπη. Στην Αγία Τριάδα υπάρχει, τέλος, ενότητα βουλής και ενέργειας κατά τον καθιερωμένο τυπο: «εκ Πατρός δι’ Υίου εν Αγίω Πνεύματος». Ο Πατήρ συλλαμβάνει «απ’ αιώνος» (= προ του χρόνου) το σχέδιο της δημιουργίας και των άλλων εξωτερικών ενεργειών της θεότητος, το οποίο φέρει εις το είναι ο Υιός και τελειοποιεί το Πνεύμα το Άγιο.

Εκτός της ουσίας και των προσώπων (υποστάσεων) υπάρχουν στη θεότητα και οι θείες ενέργειες. Ο Θεός δεν είναι κρυμμένος και αδρανής, ανενέργητος στην απόλυτη υπερβατικότητα της θείας οσίας του. Αν αυτό συνέβαινε, θα ήταν Θεός άχρηστος, ανέκφραστος, ένα φάσμα θεότητας. Ποιος και γιατί θα τον εγνώριζε; Αντίθετα, είναι δραστήριος και ενεργός. Αυτό γίνεται στις θείες του ενέργειες. Είναι δε οι θείες ενέργειες θεοπρεπείς διακρίσεις στη θεότητα, στον ίδιο βαθμό που είναι και οι θείες υποστάσεις. Όπως δε αυτές διακρίνουν τη θεότητα χωρίς να τη συνθέτουν, έτσι και οι θείες ενέργειες εκφράζουν το Θεό, χωρίς να επιφέρουν σύνθεση στην απλή φύση του. Όπως οι υποστάσεις, έτσι και οι θείες ενέργειες είναι διακρίσεις αΐδιες στον Τριαδικό Θεό. Δεν προσδιορίζονται
από το χρόνο, ο οποίος είναι το μέτρο διαδοχής και εξελίξεως των φυσικών όντων. Δεν υπάρχει σ’ αυτές το πρότερο και το ύστερο που θα αλλοίωνε τη φύση ταυ Θεού. Χωρίς αυτές δεν μπορεί να νοηθεί η θεότητα. Οι θείες ενέργειες είναι ο έμφυτος πλούτος της θεότητας. Σε αντίθεση με τη θεία ουσία, που είναι απόλυτα υπερβατική, ανέκφραστη και ακοινώνητη, οι θείες ενέργειες είναι κοινωνητές και μεταδότες. Με αυτές ο Θεός εξωτερικεύεται, δημιουργεί τα όντα, αποκαλύπτεται στον κόσμο για τον οποίο προνοεί και αγιάζει τον άνθρωπο σώζοντάς τον από την αμαρτία. Οι θείες ενέργειες είναι πολλές, ανάλογα με το εξωτερικό έργο (ad extra) της Τριαδικής θεότητος (ενέργεια δημιουργική, προνοητική, σοφοποιός, αγιαστική, θεοποιητική κ.τ.ο.). Οι θείες ενέργειες —συνωνυμικά: χάρις, φως Χριστού, δόξα της Τριάδος— είναι μέγεθος άκτιστο και αδημιούργητο.

Στη θεότητα, τέλος, έχουμε τις διακρίσεις και τις ενώσεις. Τις πρώτες συνιστούν οι υποστάσεις και οι θείες ενέργειες, ενώ τις δεύτερες η θεία ουσία, η ενότητα της θείας βουλής και η αλληλοπεριχώρηση των τριαδικών προσώπων. Στα δύο αυτά πνευματικά μεγέθη εξισορροπείται η αληθινή ιδέα του χριστιανικού Τριαδικού Θεού.


(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 77-79)

55. Τι λέγει περί των ακολουθιών του προπατορικού αμαρτήματος ο Προτεσταντισμός;

Και του συστήματος αυτού οι σχετικές αντιλήψεις προσδιορίζονται από τα περί αρχέγονης καταστάσεως και δικαιοσύνης διδάγματα αυτών. Την αρχέγονη δικαιοσύνη οι Προτεστάντες δεν φέρουν σε εσωτερική μόνο σχέση και οργανικό σύνδεσμο με το «κατ’ εικόνα», αλλά την ταυτίζουν πλήρως με την πνευματική φύση του ανθρώπου. Ορθώς βέβαια εκδέχονται το προπατορικό αμάρτημα κατά τις δύο βασικές του όψεις, αρνητική και θετική, άφ’ ενός μεν ως απώλεια των δώρων της αρχέγονης δικαιοσύνης, άφ’ έτέρου δε ως διαφθορά και μολυσμό του έσω ανθρώπου. Η ταύτιση όμως αρχέγονης δικαιοσύνης και εικόνος τους οδηγεί σε ακραίες τοποθετήσεις. Η καταστροφή των δώρων της θείας δικαιοσύνης συνεπιφέρει και την καταστροφή της πνευματικής ουσίας του ανθρώπου, καταστροφή του «κατ’ εικόνα». Μετά την πτώση του ο άνθρωπος είναι πνευματικά νεκρός. Χωρίς τη δύναμη του παναγίου Πνεύματος ο μεταπτωτικός άνθρωπος δεν μπορεί να νοήσει και να πράξει το αγαθό. Σε τόση διαφθορά και νέκρωση έχει περιπέσει, ώστε και αυτές οι ενάρετες πράξεις που κάνει να μην είναι άλλο παρά «εγκλήματα λάμποντα» (Splendida vitia). Η μόνη δυνατότητα που του απέμεινε είναι να εκλέγει και να πράττει έργα καλά ή κακά, που αναφέρονται στην παρούσα ζωή (να τρώγει, να πίνει, να δουλεύει, να έχει φίλους, να μαθαίνει τέχνες κ.τ.ο.). Ο Τύπος της Συμφωνίας λέγει: «Το κληρονομικόν αμάρτημα εν τη ανθρωπίνη φύσει δεν είναι μόνον η εντελής απσυσία, η έλλειψις πάντων των πνευματικών και εις τον Θεόν αφορώντων αγαθών, αλλά και ότι αντί της απολεσθείσης εικόνος του Θεού εν τω ανθρώπω υπάρχει εσωτάτη, χειρίστη, βαθυτάτη, δίκην αβύσσουν ανεξερεύνητος και ανέκφραστος διαφθορά πάσης της φύσεως και πασών των δυνάμεων και προ πάντων των ανωτάτων και κυριωτάτων ψυχικών δυνάμεων, του νου, του λόγου, της καρδίας και της θελήσεως. Διό ο άνθρωπος μετά την πτώσιν κληρονομεί παρά των γονέων αυτού σύμφυτον κακήν τινα δύναμιν, εσωτερικήν τινα ακαθαρσίαν της καρδίας, κακάς επιθυμίας και κακάς κλίσεις».

Οτι τα διδάγματα αυτά του Προτεσταντισμού διαπνέονται από έντονη θρησκευτικότητα, είναι αναντίρρητο.
Ο άνθρωπος, μη έχοντας πεποίθηση στις δικές του δυνάμεις τις κυριαρχούμενες από τη σύμφυτη φθορά της αμαρτίας, στρέφεται αποκλειστικά προς το Θεό, από τον οποίο προσδοκά τη σωτηρία του. Ο υπερτονισμός όμως της πνευματικής απονεκρώσεως του ανθρώπου, του μη δυνάμενου να στοχασθεί και να πράξει το αγαθό, είναι δίδαγμα ασύστατο και καταστρεπτικό, αντιφάσκον προς το θρησκευτικό συναίσθημα του ανθρώπου, την πνευματική ιστορία του και τα διδάγματα της αγίας Γραφής. Η Γραφή αναγνωρίζει στον πεσμένο άνθρωπο την «εικόνα του Θεού» ως τη δυνατότητα να τελεί εμφύτως το νόμο του Θεού. Ο Νώε αναδείχτηκε δίκαιος όχι μόνο με τη βοήθεια του Θεού, αλλά και με τις δικές του ηθικές και πνευματικές δυνάμεις. Αλλά και ο αλγεινός πόθος των ανθρώπων για τη θρησκευτική ζωή δεν θα είχε νόημα, σε περίπτωση πλήρους πνευματικής τους απονεκρώσεως. Θα ήταν δε ανεξήγητη και η παιδαγωγία της πρόνοιας του Θεού, ώστε να δεχτούν οι άνθρωποι την έλευση στον κόσμο του Υιού του Θεού, αν αυτοί ήταν ακίνητοι προς τα πνευματικά. Και γιατί να ανέβαλλε την έλευσή του στον κόσμο ο Θεός;

 

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 71-73)

54. Ποιες είναι οι ακολουθίες του προπατορικού αμαρτήματος κατά τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία;

Ο σαφής καθορισμός της σχετικής διδασκαλίας της Ρωμαϊκής Εκκλησίας δεν είναι πάντα ευχερής, δεδομένης της ποικιλίας αναχρώσεων στη θεολογική σκέψη πολλών από τους διδασκάλους της.

Πάντως τις ακολουθίες του προπατορικού αμαρτήματος πρέπει να συσχετίσουμε προς τα περί πρώτης καταστάσεως και αρχέγονης δικαιοσύνης διδάγματα της λατινικής Εκκλησίας. Όπως στα προηγούμενα σημειώσαμε, στην καθαρά φύση του προπάτορα στον παράδεισο (Status naturae purae) υπήρχαν αντίρροπες και αντιμαχόμενες ορέξεις και ορμές (σαρκικές και ψυχικές), τις οποίες εξισορροπούσε η παρουσία των υπερφυσικών δώρων της χάριτος, που σαν σκοπό είχαν να ηρεμούν τον άνθρωπο και να τον βοηθούν στην επιτυχία του σκοπού της δημιουργίας του. Τα δώρα αυτά δεν βρίσκονταν σε εσωτερική σχέση και οργανικό σύνδεσμο με την πνευματική ουσία του ανθρώπου, αλλ΄ ήταν πρόσθετο δώρο της χάριτος (Donum superadditum), που βρισκόταν σε εξωτερική σχέση με το «κατ’ εικόνα».

Δια της παραβάσεως της εντολής τα υπερφυσικά αυτά δώρα αφανίστηκαν. Η χάρη εγκατέλειψε τον άνθρωπο, η φύση του οποίου παρέμεινε στην προπτωτική της κατάσταση. Το «κατ’ εικόνα» εξασθένισε μεν, δεν έπαθε όμως ουσιαστική ζημιά. Εγυμνώθηκε απλώς, μένοντας όπως ήταν πριν από την πτώση. Η αμαρτητική ορμή, η άτακτη κίνηση του νου και της βουλήσεως, δεν είναι ο ειδικός καρπός και η ουσία του προπατορικού αμαρτήματος, αφού όλα αυτά ήταν και στην πρώτη φύση, τα δε δώρα της χάριτος εμπόδιζαν τη δραστηριοποίησή τους.

Στον κύκλο των σκέψεων αυτών το προπατορικό αμάρτημα χάνει την ουσιαστική σημασία του, περιοριζόμενο αρνητικά στη στέρηση των δώρων της αρχέγονης δικαιοσύνης. Ότι οι αντιλήψεις αυτές φέρουν ανάχρωση πελαγιανική, είναι αυτονόητο. Ομοίως είναι δύσκολη η εξήγηση του καταλογισμού της ένοχης δια το αμάρτημα του προπάτορα. Οι δυτικοί θεολόγοι προσπαθούν να την εξηγήσουν με την ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι, περιλαμβανόμενοι στη φύση του Αδάμ, συναμάρτησαν μαζί του στον παράδεισο.

 

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 70-71)

Ακοινωνησία
επιτίμιο από τον Χρυσόστομο
Δεχόταν κατηγόρους εναντίον μου κληρικούς που είχαν από μένα επιτίμια,
τους απάλλασσε απ’ τα επιτίμια της ακοινωνησίας,
χωρίς να χουν απορριφθεί οι εναντίον τους κατηγορίες,
δεχόταν απ’ αυτούς λιβέλλους εναντίον μου και άλλα έγγραφα,
και ενεργούσε αντίθετα απ’ τούς νόμους και τους κανόνες.
Ε.Π.Ε. 38,22

Ακολασία
χειρότεροι απ’ το Σατανά
Εγώ τουλάχιστον θα προτιμούσα να συζώ με μύριους δαιμονισμένους,
παρά μ’ έναν, πού πάσχει απ’ αυτή την αρρώστια (τη φιλαργυρία).
Και το ότι δεν πέφτω έξω, φαίνεται από όσα συμβαίνουν.
Οι φιλάργυροι θεωρούν εχθρό τους κι αυτόν πού δεν τους έβλαψε,
και θέλουν να τον κυριεύσουν, μολονότι είναι ελεύθερος,
και σκέπτονται μύρια κακά για να τον εκμεταλλευτούν.
Ενώ οι δαιμονισμένοι δεν κάνουν κάτι τέτοιο.
Αντίθετα, στρέφουν το πάθος τους εναντίον του εαυτού τους.  
Ε.Π.Ε. 10,268

πως γεννιέται;
Από πουθενά αλλού δεν γεννιέται η σαρκολατρία,
όσο από την κακή συνήθεια και τα απρόσεκτα λόγια και από την οκνηρία και τεμπελιά
κι απ’ του να κάθεται κανείς και να μη κάνει τίποτε.
Ε.Π.Ε. 19,228

στη ζωή
Οι υλιστές ζουν μόνο για την κοιλιά και χάσκουν για τα παρόντα.
Δεν διαφέρουν καθόλου από γουρούνια και τράγους,
ως προς την ασέλγεια και την υπερβολική φαγοποσία.
Ένα μόνο ξέρουν, να καλοτρώνε και να μεθάνε.
Ε.Π.Ε. 34,114

ίπποι θηλυμανείς
Λόγω της ασέλγειας ξεπέρασαν οι άνθρωποι και τα αισχρότερα των ζώων.
Τί λέει ο προφήτης για την ακολασία τους;
Έγιναν ίπποι θηλυμανείς. Καθένας οργίαζε στη γυναίκα του άλλου.
Ε.Π.Ε. 34,128


(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 129-130)

53. Ποιες ήταν οι ακολουθίες της αδαμικής παραβάσεως;

Στο σημείο αυτό υπάρχουν σημαντικές διαφορές στη διδασκαλία των Εκκλησιών, τις οποίες προσδιορίζουν κατά κανόνα τα περί πρώτης καταστάσεως και αρχέγονης δικαιοσύνης διδάγματα αυτών.

Κατά την ’Ορθόδοξη Εκκλησία, δεδομένης της διδασκαλίας της ότι η αρχέγονη δικαιοσύνη (τα δώρα της χάριτος με τα οποία κόσμησε την πρωτόκτιστη φύση ο Θεός) δεν ήταν απλή εξωτερική προσθήκη αλλά σύνδεσμος εσωτερικός και οργανικός με το «κατ’ εικόνα» στον άνθρωπο, η αμαρτία του Αδάμ από τη μια μεριά γύμνωσε τη φύση από τα πνευματικά δώρα της χάριτος (αφάνισε δηλ. την αρχέγονη δικαιοσύνη), κι από την άλλη αμαύρωσε και αχρείωσε το «κατ’ εικόνα».

Με την απώλεια των δώρων της αρχέγονης δικαιοσύνης ο άνθρωπος διέρρηξε την κοινωνία που είχε με τον Δημιουργό, έγινε ξένος και έρημος της χάριτος του Θεού, διετάραξε τη σχέση του με την φυσική κτίση, την οποία τελικά λάτρευσε, και απορροφήθηκε από τα υλικά πράγματα της γης.

Η δε άχρείωση του κατ’ εικόνα σημαίνει φθορά και καταστροφή του έσω ανθρώπου κυριαρχομένου από το σαρκικό φρόνημα, την αμαρτητική ορμή (concupiscentia). Ο νους, το κέντρο της πνευματικής ουσίας του ανθρώπου, από την κατεύθυνση που είχε προς το Θεό και τα θεία πράγματα, στράφηκε προς την ύλη και τα πράγματα του κόσμου, ενώ η βούλησή του, που κι αυτή φερόταν προς το Θεό και ήθελε τα πράγματα του Θεού, μετά την πτώση φέρεται σταθερά προς το κακό, επιθυμώντας την αμαρτία. Σε τέτοια κατάσταση ευρεθείς ο μεταπτωτικός άνθρωπος παραβάλλεται προσφυώς προς τη φύση του εμπεσόντος στους ληστές (κατά την παραβολή του Κυρίου), την οποία εκείνοι γύμνωσαν και κακοποίησαν.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι την αχρείωση του «κατ’ εικόνα» η ορθόδοξη ανθρωπολογία δεν την εκδεχεται ως πλήρη απόσβεση και καταστροφή, ώστε ο μεταπτωτικός άνθρωπος να είναι πνευματικά αναίσθητος και νεκρός. Και με τη φθαρείσα εικόνα του ο άνθρωπος δεν έπαυσε να διασώζει στη φύση του ίχνη του θείου φωτός, βάσει των οποίων μπορεί να κάνει το καλό» όπως λέγει ο Απ. Παύλος, μαρτυρούν δε στην Π. Διαθήκη οι μαίες που αθέτησαν τη διαταγή του Φαραώ και Ραάβ η πόρνη που έσωσε τους αγγέλους (απεσταλμένους) του Ιησού του Ναυή. Το φυσικό αυτό καλό δεν μπορεί βέβαια να σώσει τον άνθρωπο, αλλ΄ ούτε και να τον κατακρίνει. Το καλό δεν μπορεί να γίνει κακό. Μόνο το πνευματικό καλό (δηλ. του αναγεννημένου) μπορεί να συμβάλλει στη σωτηρία του
ανθρώπου.

Τέλος ως προς το φρόνημα της σαρκός, την αμαρτητική ορμή που βρίσκεται σε κάθε άνθρωπο, πρέπει να γίνει διαστολή της παρουσίας του στο φυσικό άνθρωπο (τον μη βαπτισμένο) και της παρουσίας του στον αναγεννημένο. Στον πρώτο η παρουσία του αμαρτητικού, προερχομένου από έδαφος ψυχής μολυσμένο από το προπατορικό αμάρτημα, είναι αμαρτία και κατακρίνεται· ενώ στο δεύτερο, του οποίου η ψυχή είναι αναγεννημένη δια του βαπτίσματος, δεν είναι αμαρτία αλλά κατάσταση αδιάφορη, εκτοπισμένη στην κατώτερη σφαίρα της φύσεως, που στα χέρια της πρόνοιας του Θεού μπορεί να διαδραματίσει άριστο μέσο παιδαγωγίας του ανθρώπου. Στο μέτρο δηλαδή που ο άνθρωπος (ο αναγεννημένος φυσικά) καταγωνίζεται το αμαρτητικό αυτό μπορεί, με τη βοήθεια της χάριτος του Θεού, να το περιστείλει, προαγόμενος πνευματικά και τελειούμενος. Αντίθετα, αν ολιγωρήσει, μπορεί να κυριευθεί από την αμαρτητική ορμή, να εκπέσει από το αγαθό και να απολεσθεί.

Βεβαίως αυτά τα πράγματα εμείς οι αδύνατοι δύσκολα τα καταλαβαίνουμε. Δεν μπορούμε δηλαδή να κατανοήσουμε, πώς το ιερό βάπτισμα αφανίζει την αμαρτία από την ψυχή και αναγεννά τον άνθρωπο πνευματικά και την ίδια στιγμή παραμένει στη φύση η αμαρτητική ορμή, που είναι λείψανο της αμαρτίας.

 

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 68-70)

52. Η Θεοτόκος Μαρία ήταν ελεύθερη του προπατορικού αμαρτήματος;

Όχι. Ως πραγματική απόγονος του Αδάμ, συλληφθείσα και γεννηθείσα από φυσικούς γονείς (Ιωακείμ και Άννα), όπως και οι λοιποί άνθρωποι, συνέχεται στη φυσική ρίζα του γενάρχη, του οποίου κληρονομεί τη φθαρμένη φύση. Η Παρθένος Μαρία δεν αποτελεί εξαίρεση στον καθολικό νόμο κληρονομιάς της αδαμικής παραβάσεως. Το αντίθετο θα κατάστρεφε την αλήθεια της ανθρώπινης φύσεώς της και θα μείωνε τη συμβολή της στο λυτρωτικό έργο του Υιού της.
Και αληθεύει μεν ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία η Μητέρα του Χριστού προσαγορεύεται «Παναγία», «Πανάχραντος», «Πανάμωμος» κ.τ.ο.· αυτό όμως δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι συνελήφθη από τους γονείς της χωρίς να φέρει το ρύπο του προγονικού αμαρτήματος, από τον οποίο καθαρίσθηκε από το Πνεύμα το Άγιο κατά τη στιγμή του Ευαγγελισμού από τον άγγελο. Οι προσηγορίες αυτές τονίζουν τη σχετική της Παρθένου αναμαρτησία, την καθαρότητα και αγιότητα της φύσεώς της, οι οποίες, σε συνδυασμό με την περίοπτη θέση της στο λυτρωτικό έργο του Υιού της, την ανέδειξαν «τιμιωτέραν των Χερουβίμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ».

Διαφορετικά πράγματα διδάσκει η Ρωμαϊκή Εκκλησία. Ο Παπας ο IX στην πολύκροτη Βούλα του «Ineffabilis» της 8ης Δεκεμβρίου 1854 θέσπισε ως κορυφαίο δόγμα της πίστεως (De fide), τη διδασκαλία περί Ασπίλου Συλλήψεως (Immaculata Conceptio) της Θεοτόκου, ότι δηλαδή «η μακαρία Παρθένος Μαρία κατά την πρώτη στιγμή της συλλήψεώς της, δυνάμει μιας μοναδικής δωρεάς και προνομίας του παντοδυνάμου Θεού και επί τη προόψει της αξιομισθίας του Ιησού Χριστού, του λυτρωτού του ανθρωπίνου γένους, συνελήφθη ελευθέρα από κάθε ρύπο του προπατορικού αμαρτήματος».

Τη διδασκαλία της αυτή, που πέρασε πολλά στάδια συζητήσεων μεταξύ των λατίνων θεολόγων της δύσεως, η Ρωμαίική Εκκλησία, χωρίς να έχει ερείσματα στους Πατέρες της Εκκλησίας, τη στηρίζει στα χωρία της Γραφής: Λουκ. 1,28: «Χαίρε, κεχαριτωμένη· ο Κύριος μετά σου· ευλογημένη συ εν γυναιξίν» Λουκ. 1,42: «Ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου» και κυρίως στο χωρίο της Γεν. 3,15: «Και έχθραν θήσω ανά μέσον σου και ανά μέσον της γυναικός και ανά μέσον του σπέρματος αυτής· αυτός σου τηρήσει την κεφαλήν, και συ τηρήσεις αυτού πτέρναν».

Ότι τα χωρία αυτά δεν στηρίζουν το παπικό δόγμα δεν είναι δύσκολο να καταδειχθεί. Τα δύο πρώτα, εξαίροντα την καθαρότητα της Παρθένου και την ευλογία του Θεού που την ανέδειξε μητέρα του Υιού του, τίποτα δεν λέγουν περί άσπιλου συλλήψεως. Το δε τρίτο, εξαίροντας την αντιθετική σχέση μεταξύ του όφεως και της Εύας (Μαρίας), κατ’ ουσίαν μεταξύ του διαβόλου και του Χριστού, τονίζει την τιτάνια διαπάλη μεταξύ τούτων· ο μεν διάβολος θα κεντούσε την πτέρνα του σπέρματος της Εύας, δηλαδή θα σταύρωνε τον Υιό της Μαρίας, αυτός δε (ο Χριστός) θα συνέτριβε την κεφαλή του όφεως (του διαβόλου), καταργώντας το κράτος του και λυτρώνοντας από τα δεσμά του το γένος των ανθρώπων, μεταξύ των οποίων φυσικά ήταν και η Μητέρα του, η οποία έφερε μέσα της το μολυσμό του προπάτορα.

Το δόγμα αυτό που αποτελεί σαφή κακοδοξία, το καταδικάζουν τόσο οι ’Ορθόδοξοι, όσο και οι Προτεστάντες.

 

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 66-68)

51. Εξαιρείται κανείς από το κληρονομικό αμάρτημα του Αδάμ;

Κανείς. Όλοι κληρονομούν την αμαρτωλή φύση του Αδάμ και αυτοί ακόμη που γεννήθηκαν από γονείς, οι οποίοι δια του βαπτίσματος απέβαλαν την προγονική αμαρτία, Τα τέκνα δεν κληρονομούν τη φύση των γονέων τους, αλλά μέσω αυτής κληρονομούν τη φύση του Αδάμ που είναι η ρίζα του ανθρώπινου γένους. Περί της καθολικής αμαρτωλότητος της φύσεως έχουν προσωπική πείρα όλοι ανεξαίρετα οι άνθρωποι, περί αυτής δε μαρτυρεί η πνευματική πείρα και η ιστορία των ανθρώπων.

Εξαίρεση υπάρχει μόνο μία: Ο Χριστός. Ο ενανθρωπήσας Υιός του Θεού δεν ήταν απλός άνθρωπος, αλλά Θεάνθρωπος. Αφού όμως ήταν ιστορικός άνθρωπος, είχε δηλαδή αληθινή ανθρώπινη φύση, πώς γίνεται να είναι αμέτοχος της αμαρτίας του προπάτορα; Απλώς γιατί δεν είχε προπάτορα τον Αδάμ. Είχε μεν την αληθινή φύση του γενάρχη (σώμα και ψυχή), δεν ήταν όμως «εξ Αδάμ». Η φύση του δεν συνείχετο στη φύση του προπάτορα, όπως συνεχεται με αυτήν η φύση όλων των άλλων ανθρώπων. Δεν προήλθε από γάμο φυσικό. Είχε μεν αληθινή μητέρα (τη Θεοτόκο Μαρία) η οποία του εξασφάλιζε την πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσεώς του, όχι όμως και πατέρα, την απουσία του οποίου αναπλήρωσε η δημιουργική ενέργεια του παναγίου Πνεύματος. Η σύλληψή Του ήταν παρθενική και υπερφυσική. Σ’ αυτή σταματά η συνέχεια της φύσεως του Αδάμ και αρχίζει μία νέα πνευματική ρίζα της ανθρωπότητος. Άρα ο Χριστός, μη έχοντας στη φύση του την αρρωστημένη φύση του Αδάμ, ήταν ελεύθερος του προπατορικού αμαρτήματος. Είναι ο νέος Αδάμ της χάριτος.

 

(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 66)

«Να προσέχετε και να φυλάγεστε από κάθε είδους πλεονεξία, γιατί η ζωή του ανθρώπου δεν εξαρτάται από τα υπάρχοντά του, όσα παραπανίσια πλούτη κι αν αποκτήσει» (Λουκάς 12:15)

«Απέκτησα πλούτη και έζησα μια ζωή που θα τη ζήλευαν πολλοί. Τώρα έφτασα στο τέλος της ζωής μου και σε λίγο θα φύγω από τον κόσμο αυτό. Τώρα καταλαβαίνω πως όλα ήταν μια ματαιότητα, μια απάτη. Τίποτε απ’ όσα είχα τη δυνατότητα να απολαύσω δεν ικανοποίησε την ψυχή μου. Οι τύψεις μου είναι φοβερές».

Αυτή ήταν η ομολογία ενός ανθρώπου που είχε απολαύσει όσα επιθυμούσε στη ζωή του, χωρίς όμως να γνωρίσει το Θεό που δίνει την ικανοποίηση και γεμίζει πραγματικά τη ζωή. Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο για να ζει σε αρμονική κοινωνία μαζί Του. Ήρθε όμως η αμαρτία και απέκοψε αυτήν την κοινωνία, την οποία αποκαθιστά μονάχα ο Χριστός μέσω του λυτρωτικού Του έργου. Το έκανε στη ζωή μυριάδων αμαρτωλών που μετανόησαν και Τον δέχτηκαν ως Σωτήρα τους και συνεχίζει να το κάνει, χαρίζοντάς τους την πραγματική ικανοποίηση της ψυχής τους. Αν συγκαταλέγεσαι ανάμεσα σ’ αυτούς, είσαι μακάριος. Αν όχι, κάνε το τώρα. Είναι έτοιμος να σώσε κι εσένα.

(Σ.Α.Ι.)

(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)

katafigioti

lifecoaching