53. Ποιες ήταν οι ακολουθίες της αδαμικής παραβάσεως;
Στο σημείο αυτό υπάρχουν σημαντικές διαφορές στη διδασκαλία των Εκκλησιών, τις οποίες προσδιορίζουν κατά κανόνα τα περί πρώτης καταστάσεως και αρχέγονης δικαιοσύνης διδάγματα αυτών.
Κατά την ’Ορθόδοξη Εκκλησία, δεδομένης της διδασκαλίας της ότι η αρχέγονη δικαιοσύνη (τα δώρα της χάριτος με τα οποία κόσμησε την πρωτόκτιστη φύση ο Θεός) δεν ήταν απλή εξωτερική προσθήκη αλλά σύνδεσμος εσωτερικός και οργανικός με το «κατ’ εικόνα» στον άνθρωπο, η αμαρτία του Αδάμ από τη μια μεριά γύμνωσε τη φύση από τα πνευματικά δώρα της χάριτος (αφάνισε δηλ. την αρχέγονη δικαιοσύνη), κι από την άλλη αμαύρωσε και αχρείωσε το «κατ’ εικόνα».
Με την απώλεια των δώρων της αρχέγονης δικαιοσύνης ο άνθρωπος διέρρηξε την κοινωνία που είχε με τον Δημιουργό, έγινε ξένος και έρημος της χάριτος του Θεού, διετάραξε τη σχέση του με την φυσική κτίση, την οποία τελικά λάτρευσε, και απορροφήθηκε από τα υλικά πράγματα της γης.
Η δε άχρείωση του κατ’ εικόνα σημαίνει φθορά και καταστροφή του έσω ανθρώπου κυριαρχομένου από το σαρκικό φρόνημα, την αμαρτητική ορμή (concupiscentia). Ο νους, το κέντρο της πνευματικής ουσίας του ανθρώπου, από την κατεύθυνση που είχε προς το Θεό και τα θεία πράγματα, στράφηκε προς την ύλη και τα πράγματα του κόσμου, ενώ η βούλησή του, που κι αυτή φερόταν προς το Θεό και ήθελε τα πράγματα του Θεού, μετά την πτώση φέρεται σταθερά προς το κακό, επιθυμώντας την αμαρτία. Σε τέτοια κατάσταση ευρεθείς ο μεταπτωτικός άνθρωπος παραβάλλεται προσφυώς προς τη φύση του εμπεσόντος στους ληστές (κατά την παραβολή του Κυρίου), την οποία εκείνοι γύμνωσαν και κακοποίησαν.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι την αχρείωση του «κατ’ εικόνα» η ορθόδοξη ανθρωπολογία δεν την εκδεχεται ως πλήρη απόσβεση και καταστροφή, ώστε ο μεταπτωτικός άνθρωπος να είναι πνευματικά αναίσθητος και νεκρός. Και με τη φθαρείσα εικόνα του ο άνθρωπος δεν έπαυσε να διασώζει στη φύση του ίχνη του θείου φωτός, βάσει των οποίων μπορεί να κάνει το καλό» όπως λέγει ο Απ. Παύλος, μαρτυρούν δε στην Π. Διαθήκη οι μαίες που αθέτησαν τη διαταγή του Φαραώ και Ραάβ η πόρνη που έσωσε τους αγγέλους (απεσταλμένους) του Ιησού του Ναυή. Το φυσικό αυτό καλό δεν μπορεί βέβαια να σώσει τον άνθρωπο, αλλ΄ ούτε και να τον κατακρίνει. Το καλό δεν μπορεί να γίνει κακό. Μόνο το πνευματικό καλό (δηλ. του αναγεννημένου) μπορεί να συμβάλλει στη σωτηρία του
ανθρώπου.
Τέλος ως προς το φρόνημα της σαρκός, την αμαρτητική ορμή που βρίσκεται σε κάθε άνθρωπο, πρέπει να γίνει διαστολή της παρουσίας του στο φυσικό άνθρωπο (τον μη βαπτισμένο) και της παρουσίας του στον αναγεννημένο. Στον πρώτο η παρουσία του αμαρτητικού, προερχομένου από έδαφος ψυχής μολυσμένο από το προπατορικό αμάρτημα, είναι αμαρτία και κατακρίνεται· ενώ στο δεύτερο, του οποίου η ψυχή είναι αναγεννημένη δια του βαπτίσματος, δεν είναι αμαρτία αλλά κατάσταση αδιάφορη, εκτοπισμένη στην κατώτερη σφαίρα της φύσεως, που στα χέρια της πρόνοιας του Θεού μπορεί να διαδραματίσει άριστο μέσο παιδαγωγίας του ανθρώπου. Στο μέτρο δηλαδή που ο άνθρωπος (ο αναγεννημένος φυσικά) καταγωνίζεται το αμαρτητικό αυτό μπορεί, με τη βοήθεια της χάριτος του Θεού, να το περιστείλει, προαγόμενος πνευματικά και τελειούμενος. Αντίθετα, αν ολιγωρήσει, μπορεί να κυριευθεί από την αμαρτητική ορμή, να εκπέσει από το αγαθό και να απολεσθεί.
Βεβαίως αυτά τα πράγματα εμείς οι αδύνατοι δύσκολα τα καταλαβαίνουμε. Δεν μπορούμε δηλαδή να κατανοήσουμε, πώς το ιερό βάπτισμα αφανίζει την αμαρτία από την ψυχή και αναγεννά τον άνθρωπο πνευματικά και την ίδια στιγμή παραμένει στη φύση η αμαρτητική ορμή, που είναι λείψανο της αμαρτίας.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 68-70)