55. Τι λέγει περί των ακολουθιών του προπατορικού αμαρτήματος ο Προτεσταντισμός;
Και του συστήματος αυτού οι σχετικές αντιλήψεις προσδιορίζονται από τα περί αρχέγονης καταστάσεως και δικαιοσύνης διδάγματα αυτών. Την αρχέγονη δικαιοσύνη οι Προτεστάντες δεν φέρουν σε εσωτερική μόνο σχέση και οργανικό σύνδεσμο με το «κατ’ εικόνα», αλλά την ταυτίζουν πλήρως με την πνευματική φύση του ανθρώπου. Ορθώς βέβαια εκδέχονται το προπατορικό αμάρτημα κατά τις δύο βασικές του όψεις, αρνητική και θετική, άφ’ ενός μεν ως απώλεια των δώρων της αρχέγονης δικαιοσύνης, άφ’ έτέρου δε ως διαφθορά και μολυσμό του έσω ανθρώπου. Η ταύτιση όμως αρχέγονης δικαιοσύνης και εικόνος τους οδηγεί σε ακραίες τοποθετήσεις. Η καταστροφή των δώρων της θείας δικαιοσύνης συνεπιφέρει και την καταστροφή της πνευματικής ουσίας του ανθρώπου, καταστροφή του «κατ’ εικόνα». Μετά την πτώση του ο άνθρωπος είναι πνευματικά νεκρός. Χωρίς τη δύναμη του παναγίου Πνεύματος ο μεταπτωτικός άνθρωπος δεν μπορεί να νοήσει και να πράξει το αγαθό. Σε τόση διαφθορά και νέκρωση έχει περιπέσει, ώστε και αυτές οι ενάρετες πράξεις που κάνει να μην είναι άλλο παρά «εγκλήματα λάμποντα» (Splendida vitia). Η μόνη δυνατότητα που του απέμεινε είναι να εκλέγει και να πράττει έργα καλά ή κακά, που αναφέρονται στην παρούσα ζωή (να τρώγει, να πίνει, να δουλεύει, να έχει φίλους, να μαθαίνει τέχνες κ.τ.ο.). Ο Τύπος της Συμφωνίας λέγει: «Το κληρονομικόν αμάρτημα εν τη ανθρωπίνη φύσει δεν είναι μόνον η εντελής απσυσία, η έλλειψις πάντων των πνευματικών και εις τον Θεόν αφορώντων αγαθών, αλλά και ότι αντί της απολεσθείσης εικόνος του Θεού εν τω ανθρώπω υπάρχει εσωτάτη, χειρίστη, βαθυτάτη, δίκην αβύσσουν ανεξερεύνητος και ανέκφραστος διαφθορά πάσης της φύσεως και πασών των δυνάμεων και προ πάντων των ανωτάτων και κυριωτάτων ψυχικών δυνάμεων, του νου, του λόγου, της καρδίας και της θελήσεως. Διό ο άνθρωπος μετά την πτώσιν κληρονομεί παρά των γονέων αυτού σύμφυτον κακήν τινα δύναμιν, εσωτερικήν τινα ακαθαρσίαν της καρδίας, κακάς επιθυμίας και κακάς κλίσεις».
Οτι τα διδάγματα αυτά του Προτεσταντισμού διαπνέονται από έντονη θρησκευτικότητα, είναι αναντίρρητο.
Ο άνθρωπος, μη έχοντας πεποίθηση στις δικές του δυνάμεις τις κυριαρχούμενες από τη σύμφυτη φθορά της αμαρτίας, στρέφεται αποκλειστικά προς το Θεό, από τον οποίο προσδοκά τη σωτηρία του. Ο υπερτονισμός όμως της πνευματικής απονεκρώσεως του ανθρώπου, του μη δυνάμενου να στοχασθεί και να πράξει το αγαθό, είναι δίδαγμα ασύστατο και καταστρεπτικό, αντιφάσκον προς το θρησκευτικό συναίσθημα του ανθρώπου, την πνευματική ιστορία του και τα διδάγματα της αγίας Γραφής. Η Γραφή αναγνωρίζει στον πεσμένο άνθρωπο την «εικόνα του Θεού» ως τη δυνατότητα να τελεί εμφύτως το νόμο του Θεού. Ο Νώε αναδείχτηκε δίκαιος όχι μόνο με τη βοήθεια του Θεού, αλλά και με τις δικές του ηθικές και πνευματικές δυνάμεις. Αλλά και ο αλγεινός πόθος των ανθρώπων για τη θρησκευτική ζωή δεν θα είχε νόημα, σε περίπτωση πλήρους πνευματικής τους απονεκρώσεως. Θα ήταν δε ανεξήγητη και η παιδαγωγία της πρόνοιας του Θεού, ώστε να δεχτούν οι άνθρωποι την έλευση στον κόσμο του Υιού του Θεού, αν αυτοί ήταν ακίνητοι προς τα πνευματικά. Και γιατί να ανέβαλλε την έλευσή του στον κόσμο ο Θεός;
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 71-73)