52. Η Θεοτόκος Μαρία ήταν ελεύθερη του προπατορικού αμαρτήματος;
Όχι. Ως πραγματική απόγονος του Αδάμ, συλληφθείσα και γεννηθείσα από φυσικούς γονείς (Ιωακείμ και Άννα), όπως και οι λοιποί άνθρωποι, συνέχεται στη φυσική ρίζα του γενάρχη, του οποίου κληρονομεί τη φθαρμένη φύση. Η Παρθένος Μαρία δεν αποτελεί εξαίρεση στον καθολικό νόμο κληρονομιάς της αδαμικής παραβάσεως. Το αντίθετο θα κατάστρεφε την αλήθεια της ανθρώπινης φύσεώς της και θα μείωνε τη συμβολή της στο λυτρωτικό έργο του Υιού της.
Και αληθεύει μεν ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία η Μητέρα του Χριστού προσαγορεύεται «Παναγία», «Πανάχραντος», «Πανάμωμος» κ.τ.ο.· αυτό όμως δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι συνελήφθη από τους γονείς της χωρίς να φέρει το ρύπο του προγονικού αμαρτήματος, από τον οποίο καθαρίσθηκε από το Πνεύμα το Άγιο κατά τη στιγμή του Ευαγγελισμού από τον άγγελο. Οι προσηγορίες αυτές τονίζουν τη σχετική της Παρθένου αναμαρτησία, την καθαρότητα και αγιότητα της φύσεώς της, οι οποίες, σε συνδυασμό με την περίοπτη θέση της στο λυτρωτικό έργο του Υιού της, την ανέδειξαν «τιμιωτέραν των Χερουβίμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ».
Διαφορετικά πράγματα διδάσκει η Ρωμαϊκή Εκκλησία. Ο Παπας ο IX στην πολύκροτη Βούλα του «Ineffabilis» της 8ης Δεκεμβρίου 1854 θέσπισε ως κορυφαίο δόγμα της πίστεως (De fide), τη διδασκαλία περί Ασπίλου Συλλήψεως (Immaculata Conceptio) της Θεοτόκου, ότι δηλαδή «η μακαρία Παρθένος Μαρία κατά την πρώτη στιγμή της συλλήψεώς της, δυνάμει μιας μοναδικής δωρεάς και προνομίας του παντοδυνάμου Θεού και επί τη προόψει της αξιομισθίας του Ιησού Χριστού, του λυτρωτού του ανθρωπίνου γένους, συνελήφθη ελευθέρα από κάθε ρύπο του προπατορικού αμαρτήματος».
Τη διδασκαλία της αυτή, που πέρασε πολλά στάδια συζητήσεων μεταξύ των λατίνων θεολόγων της δύσεως, η Ρωμαίική Εκκλησία, χωρίς να έχει ερείσματα στους Πατέρες της Εκκλησίας, τη στηρίζει στα χωρία της Γραφής: Λουκ. 1,28: «Χαίρε, κεχαριτωμένη· ο Κύριος μετά σου· ευλογημένη συ εν γυναιξίν» Λουκ. 1,42: «Ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου» και κυρίως στο χωρίο της Γεν. 3,15: «Και έχθραν θήσω ανά μέσον σου και ανά μέσον της γυναικός και ανά μέσον του σπέρματος αυτής· αυτός σου τηρήσει την κεφαλήν, και συ τηρήσεις αυτού πτέρναν».
Ότι τα χωρία αυτά δεν στηρίζουν το παπικό δόγμα δεν είναι δύσκολο να καταδειχθεί. Τα δύο πρώτα, εξαίροντα την καθαρότητα της Παρθένου και την ευλογία του Θεού που την ανέδειξε μητέρα του Υιού του, τίποτα δεν λέγουν περί άσπιλου συλλήψεως. Το δε τρίτο, εξαίροντας την αντιθετική σχέση μεταξύ του όφεως και της Εύας (Μαρίας), κατ’ ουσίαν μεταξύ του διαβόλου και του Χριστού, τονίζει την τιτάνια διαπάλη μεταξύ τούτων· ο μεν διάβολος θα κεντούσε την πτέρνα του σπέρματος της Εύας, δηλαδή θα σταύρωνε τον Υιό της Μαρίας, αυτός δε (ο Χριστός) θα συνέτριβε την κεφαλή του όφεως (του διαβόλου), καταργώντας το κράτος του και λυτρώνοντας από τα δεσμά του το γένος των ανθρώπων, μεταξύ των οποίων φυσικά ήταν και η Μητέρα του, η οποία έφερε μέσα της το μολυσμό του προπάτορα.
Το δόγμα αυτό που αποτελεί σαφή κακοδοξία, το καταδικάζουν τόσο οι ’Ορθόδοξοι, όσο και οι Προτεστάντες.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 66-68)