ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Ομιλία στον Μητροπολιτικό Ναό Αγίας Φωτεινής στον Συγχωρητικό Εσπερινό με θέμα: «Μεγάλη Τεσσαρακοστή: Εργαστήρι αυτογνωσίας»
Εργαστήρι αυτογνωσίας, Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες και αδελφοί, η Σαρακοστή. Σχολείο, ή καλύτερα, Πανεπιστήμιο Αυτογνωσίας. Η αρετή αυτή δεν είναι καθόλου εύκολη και αυτονόητη.
«Πραγματικά, λέει ο Μέγας Βασίλειος, το δυσκολότερο από όλα είναι να γνωρίσει κανείς καλά τον εαυτό του. Γιατί όχι μόνο το μάτι μας που βλέπει τα έξω από τον άνθρωπο δεν είναι κατάλληλο να βλέπει τον εαυτό μας, αλλά και αυτός ο νους μας, που βλέπει με πολλή ακρίβεια και γρήγορα το ξένο αμάρτημα, είναι βραδυκίνητος στο να αντιληφθεί τα δικά μας ελαττώματα» (1). Συμφωνεί και ο όσιος Νείλος: «Γνώρισε τον εαυτό σου πριν από όλα, διότι τίποτα δεν είναι δυσκολότερο από το να γνωρίσεις τον εαυτό σου,… τίποτα κοπιαστικότερο».(Νείλου του Ασκητού)(2).
Είμαι δίπλα μου, είμαι μέσα μου και όμως δεν με βλέπω! Μου διαφεύγω! «Πόσο δύσκολο μου φαίνεται να δω εκείνο που βρίσκεται μπρος στα μάτια μου» (Βιττγκενστάιν)(3) λέει ένας σύγχρονος φιλόσοφος.
1. Οι άνθρωποι όσον αφορά το θέμα της αυτογνωσίας χωρίζονται σε 5 κατηγορίες.
α) Αυτοί που αγνοούν τον εαυτό τους ή τον ξέρουν ελάχιστα.
Ή δεν βλέπουν τίποτα, ή βλέπουν μόνο τα «χοντρά» και τους διαφεύγουν τελείως τα «ψιλά». Παράδοξο όντως!
Εξερευνούμε το σύμπαν αλλά όχι εμάς. «Εύκολοι εσμέν γνωναι ουρανόν μάλλον, ή εαυτούς, σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης»(4). Γνωρίσαμε τον μικρό-κοσμο των ατόμων και των κουόρκς, γνωρίσαμε τον μακρό-κοσμο των γαλαξιών, αλλά δεν γνωρίσαμε τον εσώ-κοσμο της ψυχής, τον αυτό-κοσμο, τον εαυτό μας.
«Όλο ξεχνάμε να κατεβούμε στο βυθό. Δεν βάζουμε τα ερωτηματικά μας αρκετά βαθιά» (Βιττγκενστάιν) (5). Εκεί όμως γίνονται όλα, στο βάθος και όχι στην επιφάνεια. Εκεί πολλές φορές διχαζόμαστε εσωτερικά.
«Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος γράφει ότι η αμαρτία είναι στον άνθρωπο σαν «άλλη ψυχή μαζί με την ψυχή»» (6) ή όπως το λέει πιο γλαφυρά ο πιστός ποιητής Βερίτης «Δύο κόσμοι μέσα μας παλεύουν, που μέρα νύχτα μάς παιδεύουν». Να η μεγαλύτερη μάχη! Να ο μεγαλύτερος εχθρός μας. «Κανείς δεν είναι τόσο πολύ εχθρός του ανθρώπου, όσο ο ίδιος στον εαυτό του» συμφωνεί ο όσιος Μάρκος ο Ασκητής. Ποιος πράγματι είμαι; Ποιος είναι ο αληθινός μου χαρακτήρας;
«Ο καθένας μας έχει τρεις χαρακτήρες. Αυτόν που δείχνει, αυτόν που έχει και αυτόν που νομίζει ότι έχει». Εμάς όμως πρέπει να μας νοιάζει όχι τι βλέπουν οι άλλου, αλλά τι βλέπει ο Θεός. Ο αληθινός μας εαυτός είναι
«ὁ κρυπτὸς τῆς καρδίας ἄνθρωπος» (Α΄ Πέτρου 3,4). Οι άνθρωποι τυφλωνόμαστε και δεν βλέπουμε καθαρά. Η τύφλωση προέρχεται από τα πάθη, τις αμαρτίες, τις πολλές μέριμνες. Όλα αυτά γίνονται σαν τσίμπλα στα πνευματικά μάτια της ψυχής μας. Μαζεύτηκαν πολλά μέσα μας και μας κρύβουν την αλήθεια. «Χρώμα πάνω στο χρώμα, πώς να διακρίνεις τη σκουριά;» λέει ένας ποιητής(7).
Αυτοί στην Εξομολόγηση δεν ξέρουν τι να πουν, ή λένε ελάχιστα και εντελώς επουσιώδη. Αναγκάζεται ο πνευματικός να τους πει: Δεν έχετε κάποιο πάθος, ελάττωμα, αμαρτία; Όχι παππούλη μου, δεν σκότωσα, δεν έκλεψα. Απλώς την ευχούλα θέλω να κοινωνήσω… Παραδόξως όμως ενώ ο ίδιος δεν λέει σχεδόν καμία αμαρτία από την άλλη όμως λέει ταπεινολογώντας και όχι ταπεινοφρονώντας. Ε, βεβαίως, είμαι πολύ αμαρτωλός εγώ πάτερ μου…
β) Αυτοί που γνωρίζουν τον εαυτό τους αλλά δεν τον παραδέχονται. Αρνούνται τον κακό τους εαυτό.
Αιτία ποια άλλη; Η αλαζονεία φυσικά. Η φιλαυτία και η υπερηφάνεια. Αυτός ο άνθρωπος βλέπει μόνο τα καλά του. Και αν δει καμιά ρυτίδα στο πρόσωπο της ψυχής, τότε σαν την αρχαία Λαΐδα την Κορινθία θα προτιμήσει αντί να αναγνωρίσει τις ρυτίδες, να πετάξει κάτω και να σπάσει τον καθρέπτη φωνάζοντας «Εγώ ρυτίδες;». Αρνούνται να δουν την αλήθεια. Δεν ανέχονται καμιά ασχήμια.
«Ο εγωισμός είναι διπλός φακός. Μεγαλώνει τον εαυτό μας και μικραίνει τους άλλους»(8)
Δοκίμασες ποτέ να ακούσεις τη φωνή σου στο μαγνητόφωνο; Όλοι οι άλλοι την αναγνωρίζουν εκτός από σένα. Μόνο όταν πεισθείς ότι είναι η φωνή σου, τότε μόνο αναγνωρίζεις τις παραφωνίες σου και την αστάθειά της. Το ίδιο συμβαίνει και αν κατορθώσεις να γνωρίσεις αντικειμενικά τον εαυτό σου. Ο εγωιστής άνθρωπος βλέπει μόνο τα θετικά. «Ο καθένας είναι ο πρώτος και ο πιο μεγάλος κόλακας του εαυτού του»(9) έλεγε ο σοφός Πλούταρχος.
γ) Αυτοί που γνωρίζουν, παραδέχονται αλλά δικαιολογούνται ή τα φορτώνουν στους άλλους
Η δικαιολογία ξεκίνησε από τον Αδάμ πήγε στην Εύα και φτάνει και σε μας. Δεν φταίω εγώ, φταίει η Εύα, λέει ο Αδάμ. Δε φταίω εγώ, φταίει το φίδι, λέει η Εύα. Η δικαιολογία όμως, αναφέρει ο γέρων Παΐσιος απομονώνει τη Θεία Χάρη. «- Από τη στιγμή που ο άνθρωπος δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα, απομονώνεται από το Θεό. Μπαίνει μόνωση… καουτσούκ, ανάμεσα στον άνθρωπο και το Θεό. Μπορεί να περάσει το ρεύμα μέσα από το καουτσούκ; Όχι… Είναι σαν να χτίζεις έναν τοίχο και να χωρίζεις τον εαυτό σου από το Θεό, οπότε κόβεις κάθε σχέση μαζί Του»(10).
Αυτός στην Εξομολόγηση δικαιολογείται. Πάτερ, έπρεπε να κάνουμε την έκτρωση, διότι τότε προείχε η καριέρα μου!...
Μετά τη δικαιολογία έρχεται η κατάκριση. «Οι πιο πολλοί είναι υποκειμενικοί με τον εαυτό τους και αντικειμενικοί με τους άλλους, τρομακτικά αντικειμενικοί μερικές φορές. Όμως σκοπός είναι να είμαστε αντικειμενικοί με τον εαυτό μας και υποκειμενικοί με τους άλλους» (Κιρκεγκορ). Επειδή δεν είμαστε υποκειμενικοί με τους άλλους γι’ αυτό τους κατακρίνουμε. Στην Κλίμακα του αγίου Ιωάννη βρίσκουμε ακριβώς και την αιτία.
«Εκείνοι που είναι αυστηροί και λεπτομερείς κριτές των παραπτωμάτων του πλησίον τους, διακατέχονται από αυτό το πάθος, επειδή ποτέ δεν επέδειξαν κάποια απερίσπαστη φροντίδα για τα δικά τους παραπτώματα ούτε και σκέφτηκαν ποτέ με λεπτομέρεια αυτά. Γιατί, αν κάποιος, αφαιρώντας το περικάλυμμα της φιλαυτίας του, δει με ακρίβεια τα δικά του κακά, για κανένα άλλο πράγμα πλέον δεν θα φροντίσει στη ζωή του, σκεπτόμενος ότι ο χρόνος της ζωής του δεν του φτάνει ούτε για το πένθος των δικών του αμαρτιών, έστω και αν ζούσε εκατό χρόνια, και έβλεπε τον Ιορδάνη ποταμό ολόκληρο πλημμυρισμένο από τα δάκρυα των οφθαλμών του»(11). «Αββά, γιατί πέφτω συχνά στην κατάκριση; Ρώτησε κάποιος υποτακτικός τον γέροντά του. Και εκείνος απάντησε: - Διότι δεν έμαθες ακόμη τον εαυτό σου παιδί μου»(12).
Αυτός στην Εξομολόγηση ρίχνει το βάρος στους άλλους: Με έχει σκάσει, πάτερ μου, αυτός ο άνδρας μου. Είναι τόσο ιδιόρρυθμος. Πώς να μην του φωνάζω; Εγώ δεν θέλω βέβαια να θυμώνω, είμαι ήρεμος άνθρωπος, αλλά αυτός σκάει και άγιο!...
δ) Αυτοί που γνωρίζουν, παραδέχονται αλλά συμβιβάζονται. Δεν θέλουν καμία αλλαγή
Έτσι είμαι, αυτός είμαι, σε όποιον αρέσω, αν σας αρέσω. Δεν έχω κανέναν λόγο να αλλάξω. Άρα δεν έχουν λόγο και να αγωνιστούν. Συμβιβάζονται με τα πάθη. Γίνανε φίλοι. Όπως ο αλκοολικός με το κρασί.
ε) Αυτοί που γνωρίζουν, παραδέχονται & προσπαθούν να αλλάξουν
Και να γνωρίσω τον εαυτό μου και να τον αλλάξω… «Το να μη βρίσκεις λάθη στον εαυτό σου είναι ένα μεγάλο λάθος. Και το να μην διορθώνεις τα λάθη που βρίσκεις στον εαυτό σου είναι ένα μεγαλύτερο δεύτερο λάθος»(13). Όχι! Δεν είμαι έτσι. Έτσι έγινα, όχι έτσι είμαι. Έτσι κατάντησα. Έτσι κατάντησε το κατ’ εικόνα μου. Όχι! Δεν μου αρέσω. Δεν αρέσω ούτε σε μένα ούτε στους άλλους. Άρα θέλω να γνωρίσω εαυτόν, να αλλάξω εαυτόν. Γιατί να αλλάξω; Για ποιόν; Για το Χριστό! Είναι ο Νυμφίος μου και τον αγαπώ. Είμαι η νύφη Του και θέλω να Του αρέσω. Άρα η ορθόδοξη αυτογνωσία είναι χριστο-κεντρική και όχι ανθρωπο-κεντρική όπως είναι η αυτογνωσία ενός βουδιστή ή και αθέου που αλλάζει για τον εαυτό του. Εγώ αλλάζω για Αυτόν που αγαπώ. Θέλω να βρω τι Του αρέσει πάνω μου και τι δεν Του αρέσει, τι Τον λυπεί! Κίνητρο της αυτογνωσίας είναι όχι η εσωτερική αυτοβελτίωση των σεμιναρίων αυτογνωσίας του κινήματος της Νέας Εποχής αλλά η αγάπη στον Νυμφίο μου Ιησού. Ο θείος έρωτας θα φέρει και τη θεογνωσία και την αυτογνωσία όχι για εμένα αλλά για Εκείνον.
2. Η αυτογνωσία των Αγίων. Οι άγιοι επειδή έχουν καθαρή αίσθηση, γι’ αυτό έχουν και συναίσθηση και μάλιστα βαθειά. «Ο αββάς Διόσκορος, έκλαιγε μέσα στο κελλί του, ο δε μαθητής του… τού είπε: «Τι κλαις, πάτερ;». Και ο γέρων του αποκρίθηκε: «Τις αμαρτίες μου κλαίω». Τού λέει λοιπόν ο μαθητής του: «Δεν έχεις αμαρτίες, πάτερ». Και ο γέρων τού απαντά: «Μάθε, τέκνο μου, ότι, αν αφήσω τον εαυτό μου να δει τις αμαρτίες μου, δεν αρκούν άλλοι τρεις ή τέσσερις για να τις κλάψουν»(14)
«Έλεγε επίσης ο αββάς Ματώης: «Όταν ήμουν νεώτερος, έλεγα μέσα μου, ότι δήθεν κάτι καλό κάνω. Τώρα δε όπου γέρασα, βλέπω ότι δεν έχω κανένα καλό έργο στη ζωή μου»(15). Στο ίδιο ακριβώς μήκος κύματος και ένας εκλεκτός κληρικός του περασμένου αιώνα, ο πατήρ Ευσέβιος, στο τέλος της ζωής του έλεγε: «Για μένα τώρα η ζωή είναι μεγάλο βάρος. Αν ζήσω ακόμη, δεν πρόκειται να κάνω πλέον τίποτα άλλο, παρά μόνο να γνωρίσω καλύτερα τον εαυτό μου. προ ετών είχα την ιδέα ότι γνώριζα τον εαυτό μου, αλλά τα πράγματα με πείθουν ότι δεν τον έχω γνωρίσει καλά»(16).
Πρωτότοκο παιδί της αυτογνωσίας φυσικά είναι η αυτο-μεμψία. Οι άγιοι μέμφονταν και στηλίτευαν τον εαυτό τους τόσο εύκολα! Δείτε αυτομεμψία και μάλιστα δημόσια του αγίου Κοσμά του Αιτωλού.
«Μην λέγεις πως είσαι ταπεινός, μέσα είναι το γουρουνόπουλο της υπερηφάνειας. Με βλέπεις και εμέ με τούτα τα γένεια; Όλο υπερηφάνεια είναι γεμάτα, και ο Θεός να μας την ξεριζώσει από την καρδιά μας»(17).
Ακούστε τώρα και το χαρτί της Εξομολόγησης ενός αγίου Γέροντα του π. Φιλοθέου Ζερβάκου όπου βρέθηκε στις σημειώσεις του μετά την κοίμησή του:
«1. Δεν αγαπώ το Θεό με όλη μου την ψύχη, την καρδιά και την διάνοια. Δεν έχω υπακοή στις εντολές του Κυρίου….
2. Δεν προσεύχομαι και δεν μελετώ με προσοχή. Στις ιερές Ακολουθίες και αγρυπνίες, ακόμη και την ώρα της Θειας Λειτουργίας, παρίσταμαι στο Ναό χωρίς φόβο, προσοχή και ευλάβεια. Πολλές φορές έχω απρεπείς, αισχρούς, ακάθαρτους και βλάσφημους λογισμούς.
3. Δεν έχω μετάνοια αληθινή, ούτε πένθος ούτε δάκρια. Δεν εξομολογούμαι καθαρά και με συντριβή καρδιάς· ούτε έχω αίσθηση ότι η εξομολόγησή μου γίνεται ενώπιων του Παντογνώστη Θεού, που είναι πανταχού πάρων.
5. Δεν αγαπώ τον πλησίον όπως τον εαυτό μου..
7. Είμαι υπερήφανος, αντίλογος, κενόδοξος, αθρωπάρεσκος, φίλαυτος, φλύαρος· αργολογώ, πολυλογώ, αστεΐζομαι και γελώ για ανόητα πράγματα, καταλαλώ, κατακρίνω, κατηγορώ, ψεύδομαι, συκοφαντώ, θυμώνω, οργίζομαι και μνησικακώ.
8. Δεν έχω εγκράτεια, υπομονή, πραότητα, ταπείνωση. Είμαι κοιλιόδουλος, γαστρίμαργος, λαθροφάγος, ιδιόρρυθμος, ακατάστατος.
10. Αμαρτάνω με λόγια και έργα, με τη θέληση μου και χωρίς αυτή, με γνώση ή άγνοια· είμαι αμελής και οκνηρός και για αυτό έχω πολλές φορές κακές και αισχρές επιθυμίες, άτοπους, αισχρούς ακάθαρτους, υπερήφανους λογισμούς. Για αυτές τις αμαρτίες που εξομολογήθηκα, πάτερ, ενώπιων του Θεού και ενώπιόν σου, και για άλλες αναρίθμητες που από λήθη ή άγνοια παρέλειψα να εξομολογηθώ ζητώ από το Θεό συγχώρηση»(18). Αν εκείνος έλεγε αυτά τι θα έπρεπε να πούμε εμείς;…
3. Πώς αποκτιέται η Αυτογνωσία;
α) Με την ησυχία, τη μόνωση, την περισυλλογή. Η φασαρία, ο θόρυβος, η πολυλογία, τα τρεξίματα, το άγχος, είναι εχθροί της αυτογνωσίας. Επομένως ο σύγχρονος τρόπος ζωής δεν ευνοεί αυτήν την αρετή. «Φεύγω για την έρημο! Πάω να βρω τον εαυτό μου…!» είναι το ασκητικό ρητό.. Πόσο ο κόσμος φοβάται αυτήν την ησυχία! Προτιμά τη φασαρία. «Όλη η δυστυχία του ανθρώπου προέρχεται από το ότι δεν μπορεί να μείνει μια μέρα μόνος, συντροφιά με τον εαυτό του σε ένα δωμάτιο! Πόσα θα είχαν να πουν οι δυο τους!» (Πασκάλ Μπλέζ). Εμείς οι Χριστιανοί όμως την αγαπάμε αυτήν τη μόνωση. Διότι εκεί θα βρούμε και θα ακούσουμε καθαρότερα τη φωνή της συνείδησής μας, αλλά και θα συναντήσουμε τον φίλο της Ησυχίας, τον Μέγα Ησυχαστή Χριστό. Επομένως «Μοναξιά είναι το εντρύφημα των μεγάλων και ο τρόμος των μικρών ψυχών»!(19). Να φτιάξω το ησυχαστήριό μου ακόμη και μέσα στην πόλη! Στο δωμάτιό μου, σε μια γωνιά του σπιτιού μου, στο εικονοστάσι, σε ένα πάρκο, σε ένα δάσος, οπουδήποτε όπου θα απομονώνομαι για λίγα λεπτά και θα ησυχάζω και θα βρίσκω τον εαυτό μου και το Θεό.
β) Με την συναναστροφή μας με τους άλλους & την καθημερινή μας τριβή. Ζώντας με τους άλλους, ο αληθινός μας εαυτός, δεν μπορεί, σίγουρα θα βγει στην επιφάνεια. «Εδώ ταιριάζει να θυμηθούμε μια σελίδα από την αλληλογραφία του ρώσου στάρετς Μακαρίου της Όπτινα. Είναι από τα γράμματα που αντάλλαξε μ έναν έμπορο της Πετρούπολης: «Η οικονόμος μου έφυγε και οι φίλοι μου με συμβούλεψαν να πάρω στη θέση της ένα κορίτσι από το χωριό. Εσείς τι θα λέγατε να κάνω; Να την προσλάβω ή όχι;». «Ναι», ήταν η απάντηση του στάρετς.
Ύστερα από λίγο καιρό ο έμπορος ξανάγραψε: «Πάτερ, δώσε μου την ευχή σου να την διώξω. Είναι σωστός δαίμονας. Από τότε που ήρθε εδώ μέσα, τον περισσότερο καιρό είμαι έξω φρενών από θυμό και έχω χάσει εντελώς τον έλεγχο του εαυτού μου!». Ο στάρετς απάντησε: «Φρόντισε να μην την διώξεις. Είναι άγγελος που ο Θεός σου έστειλε για να σε βοηθήσει να δεις πόσος θυμός ήταν κρυμμένος μέσα σου, πράγμα που η προηγούμενη οικονόμος ποτέ δεν μπόρεσε να σε κάνει να ανακαλύψεις»(20)
γ) με τη βοήθεια του Πνευματικού Πατέρα & της Εξομολόγησης. Η Εξομολόγηση είναι το φροντιστήριο της αυτογνωσίας! «Ένας μεγάλος αναλυτής της ψυχής, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, λέει χαρακτηριστικά:
«Μην ταξιδεύετε μονάχοι με τον εαυτό σας… Θα χαθείτε»!(21). Το ίδιο και ο Μ. Βασίλειος:
«άνθρωπος χωρίς συμβουλή, είναι πλοίο ακυβέρνητο, το οποίο είναι παραδομένο στις τυχαίες κατευθύνσεις των ανέμων». Πολύ θα μας βοηθήσει λοιπόν ο πνευματικός με κάποιες εύστοχες και πάντα από αγάπη βέβαια παρατηρήσεις του.
δ) με τη μελέτη του Λόγου του Θεού και πνευματικών βιβλίων. Τα βιβλία είναι τα λυχνάρια, οι προβολείς που φωτίζουν το εσωτερικό μας. «Για την αναγκαιότητα της μελέτης του Ευαγγελίου, ο Γέροντας Ιερώνυμος έλεγε: «Ένα σπίτι ολόκλειστο, έχει σκοτάδι. Αν ανοίξεις το παράθυρο, βλέπεις τα μεγαλύτερα αντικείμενα. Αν το ανοίξεις περισσότερο και μπει φως, διακρίνεις και τα μικρότερα πράγματα. Όταν μπει μέσα ο ήλιος, βλέπεις και τη σκόνη που αιωρείται. Το ίδιο συμβαίνει και στην ψυχή, που δέχεται το φως του Ευαγγελίου. Βλέπει και τις μικρότερες αμαρτίες»(22). Διαβάζοντας με λαχτάρα πνευματικά βιβλία δανειζόμαστε την αυτογνωσία των αγίων.
ε) με την προσευχή & τις ιερές Ακολουθίες και μάλιστα αυτές της Σαρακοστής. Κύριε φώτισόν μου το σκότος έλεγε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Το ίδιο και εμείς λέμε και στην ατομική μας προσευχή και στην κοινή Λατρεία μας στο Ναό.
στ) με τις θλίψεις, τις δοκιμασίες, το πέρασμα του χρόνου. Αν δεν μάθω τον εαυτό μου μαθαίνοντας, μη φοβάστε, θα τον μάθω παθαίνοντας. Οι πόνοι & οι σταυροί είναι εγχειρίδια αυτογνωσίας! «Είχα δάσκαλο τη θλίψη και με έμαθε πολλά»! λέει ο λαός μας. Τα λάθη μου επίσης και οι αποτυχίες μου είναι πολύτιμο υλικό αυτογνωσίας. Πόσο ο απόστολος Πέτρος συνειδητοποίησε την αδυναμία του μετά την τριπλή του άρνηση…!
ζ) με τη χάρη του Χριστού! «βαθεῖα ἡ καρδία παρά πάντα, καὶ ἄνθρωπός ἐστι· καὶ τίς γνώσεται αὐτόν; ἐγὼ Κύριος ἐτάζων καρδίας καὶ δοκιμάζων νεφροὺς (=Η καρδία του ανθρώπου είναι βαθειά περισσότερον από όλα τα άλλα πράγματα. Αυτός είναι ο άνθρωπος· και ποιός ημπορεί να γνωρίση αυτόν; Εγώ μόνον είμαι ο Κύριος και Θεός, ο οποίος εξετάζω τας καρδίας και ερευνώ τους νεφρούς) (Ιερεμίου 17, 9-10). Μόνο Εκείνος μπορεί να με οδηγήσει στην αυτογνωσία. Δικό Του δώρο είναι. Η αποκάλυψη του εαυτού μας θα γίνει από το Χριστό σιγά σιγά, όσο αντέχουμε να δούμε! Και αυτό διότι ίσως να μην είμαστε έτοιμοι να δούμε πλήρως την πνευματική μας κατάντια. «Αν ήξερες τις αμαρτίες σου, θα σου ‘φευγε η καρδιά»(23) λέει ο ευσεβής φιλόσοφος Πασκάλ. «Αν ήξερα τον εαυτό μου, θα το ‘βαζα στα πόδια» (Γκαίτε) λέει και ένας άλλος συγγραφέας. Για να μην απογοητευτούμε λοιπόν και παρατήσουμε τον αγώνα ο Κύριος φωτίζει λίγο λίγο την ψυχή μας κάθε φορά.
Όταν ο Χριστός φωτίζει τότε μαθαίνουμε τα πάντα. Η αυτογνωσία χωρίς Χριστό και άγιο Πνεύμα φτάνει από το «γνωθι σαυτόν» μέχρι το σημείο που είπε ο Σωκράτης «εν οιδα, ότι ουδεν οιδα». Δεν ξέρω τίποτα! Η αυτογνωσία με Χριστό και άγιο Πνεύμα φτάνει μέχρι το σημείο που είπε ο Ευαγγελιστής Ιωάννης «ὑμεῖς χρῖσμα ἔχετε ἀπὸ τοῦ ἁγίου, καὶ οἴδατε πάντα» (Α Ιω. β 20 & 27). Ξέρω τα πάντα! Χωρίς φως Χριστού δεν υπάρχει ούτε γνώση ούτε αυτογνωσία. Με Φως Χριστού υπάρχει παντογνωσία και πανσοφία, όπως είχαν οι άγιοι. Από το «τίποτα» στο «τα πάντα»! Μέσω του Παρακλήτου αποκτώ και αυτο-γνωσία και ετερο-γνωσία και Θεο-γνωσία.
4. Από την Αυτογνωσία στην ετερογνωσία, στο να γνωρίσω καλά τους άλλους
Η αυτογνωσία είναι μεγάλο μυστικό για την επιτυχία των ανθρώπινων σχέσεων.
«Όπως σημειώνει ο Rattner «Από έναν άλλο άνθρωπο καταλαβαίνει κανείς μόνο τόσα, όσα γνωρίζει για τον εαυτό του…». Ισχύει ό,τι λέει ο Jung για το φαινόμενο της προβολής γενικά. Κατά τον ελβετό ψυχίατρο: «κατανοούμε τους άλλους στο μέτρο που ζητάμε να κατανοήσουμε εμάς τους ίδιους. Ό,τι δεν κατανοούμε σε μας, δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε στους άλλους. Έτσι η εικόνα του άλλου είναι ως επί το πλείστον υποκειμενική»(24).
Οι σχέσεις μας χαλάνε, διότι πρώτον, μια σχέση θέλει λεπτή εργασία, θέλει να μπω στην καρδιά του άλλου, να μάθω καλά όλες του τις πτυχές, του συζύγου, των παιδιών κλπ. Πώς όμως θα το κάνω αυτό όταν ποτέ δεν έκανα λεπτή εργασία στον εαυτό μου, όταν δεν μπήκα ποτέ βαθειά στην δική μου καρδιά, όταν δικές μου πτυχές είναι άγνωστες; Πώς να κατανοήσω τον άλλον αφού δεν κατανοώ ούτε εμένα; Όποιος έχει αυτογνωσία γίνεται ο καλύτερος σύμβουλος των άλλων, ο πιο σοφός!
Δεύτερον, θέλω, επιπλέον, να γνωρίσω καλά τον εαυτό μου για να τον αλλάξω, όχι μόνο για το Χριστό που αγαπώ, αλλά και για τους άλλους που αγαπώ. Θέλω να τους προσφέρω έναν καλύτερο εαυτό! Πολλές φορές χάλασαν οι σχέσεις μας. Έφταιξα και εγώ κάπου. Πού όμως; Θέλω να βρω που έφταιξα και φταίω, θέλω να βρω τα ελαττώματά μου που προκάλεσαν συγκρούσεις, να τα διορθώσω, για να μην πικραίνω αυτούς που αγαπώ και για να είμαστε αγαπημένοι. Βλέπετε; Πάλι κίνητρο η αγάπη για την αυτογνωσία, η αδελφική αγάπη, αυτή τη φορά! «πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω.» (Α΄ Κορ. 16,14)!
5. Αυτογνωσία και εργασία και αποδοτικότητα
Η αυτογνωσία με βοηθά και στις δουλειές μου να είμαι πιο αποτελεσματικός και επιτυχημένος αφού ξέρω καλά τα όρια και τις δυνατότητές μου. Ούτε υποτιμώ ούτε υπερεκτιμώ τον εαυτό μου.
«Στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ο διοικητής ενός συντάγματος χρειαζόταν 20 εθελοντές για μια πολύ δύσκολη αποστολή. Στο προσκλητήριο έθεσε το ερώτημα: «Ποιος από σας δεν έκανε ποτέ λάθος στη ζωή του;».
Οι περισσότεροι στρατιώτες βγήκαν μπροστά και με περηφάνια δήλωσαν πως υπήρξαν αλάνθαστοι. Κάποιοι άλλοι έμειναν πίσω και σιωπούσαν. Ο αξιωματικός τους εξέτασε και από αυτούς διάλεξε τους ανθρώπους που χρειαζόταν, γιατί αυτοί είχαν επίγνωση των ατελειών και της αδυναμίας τους»(25)
6. Αυτογνωσία: Το πιο ωραίο σκάψιμο!
«Ενδον σκάπτε. Ενδον η πηγή του αγαθού και αεί αναβλύειν δυναμένη, εάν αεί σκάπτεις»
(=Σκάβε μέσα σου! Μέσα σου είναι η πηγή του καλού και θα αναβρύζει ακατάπαυστα, αν ακατάπαυστα σκάβεις) (Μάρκος Αυρήλιος)(26). «Όργωνε βαθιά, να έχεις πολύ σιτάρι. Αρχαίο ανεξερεύνητο ορυχείο
με κοιτάσματα άγνωστα η ψυχή σου, σκάψε βαθιά να βρεις το χρυσάφι σου».
Έχω και χρυσάφι μέσα μου! Άρα αυτογνωσία δεν σημαίνει μόνο τα αρνητικά, αλλά και τα θετικά. Να βρω και τα καλά, τα χαρίσματα που μου έδωσε ο Θεός. Να τα βρω, να τα καλλιεργήσω και να τα διαθέσω στην υπηρεσία του Θεού και ανθρώπων. Οι άνθρωποι συνήθως παίρνουν το φτυάρι και αρχίζουν να σκάβουν όχι μέσα τους αλλά το «λάκκο» τον άλλων, να τους «θάβουν» κοινώς. Εμείς σκάβουμε για μας! Όχι για να «θάψουμε», αλλά για να «ξεθάψουμε» το πρωτόκτιστον κάλλος, την εικόνα του Θεού που κρύβουμε μέσα μας και καταχώθηκε από τα πάθη.
7. Αυτογνωσία: το μεγαλύτερο κατόρθωμα. Αυτή είναι η αρχή & το τέλος των αρετών! Δεν είναι πάρεργο, αλλά το κύριο έργο μας. «Ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος λέει «το να γνωρίσει κάποιος τον εαυτό του είναι το τέλος της εργασίας των αρετών»(27). Είναι πιο σπουδαία & από χαρίσματα & από θαύματα & από οπτασίες!
«Αγάπησε την αργία της ησυχίας, λέει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, περισσότερο από τον χορτασμό των πεινασμένων…· διότι είναι προτιμότερο για σένα να λύσεις το δεσμό της αμαρτίας, παρά να ελευθερώσεις δούλους από τη δουλεία· είναι καλύτερο για σένα να ειρηνεύσεις την ψυχή σου παρά να ειρηνεύεις με τη διδαχή σου τους ευρισκόμενους σε διάσταση….
Σε συμφέρει να φροντίζεις να αναστήσεις την πεσμένη από τα πάθη ψυχή σου…, παρά να αναστήσεις τους νεκρούς»… «Όποιος αισθάνθηκε τις αμαρτίες του είναι ανώτερος από εκείνον που εγείρει νεκρούς με τη προσευχή του. Όποιος στενάζει μία ώρα για τη ψυχή του, είναι ανώτερος από εκείνον που ωφελεί όλο τον κόσμο με την εμφάνισή του. Όποιος αξιώθηκε να δει τον εαυτό του, αυτός είναι ανώτερος από εκείνον που αξιώθηκε να δει τους αγγέλους»(28).
Χωρίς την εσω-στρέφεια, η εξω-στρέφεια καταντά ένας ακτιβισμός χωρίς βάθος όμως που ίσως γίνεται και για επίδειξη ή για να γεμίσει ένα εσωτερικό κενό! «Σε θεολόγο που υποστήριζε ότι ο χριστιανός πρέπει να είναι άνθρωπος της δράσης, ο γέροντας Ιωήλ της Καλαμάτας είπε: «Ωχ, καημένε! Δεν αφήνεις τη δράση και τη βράση για να κοιτάξεις λίγο και τον δικό σου καταρτισμό; Όλο δράση και βράση είμαστε και αφήσαμε τις ψυχές μας να γίνουν χέρσα χωράφια.
Καθάρισε με βαθιά αυτοκαλλιέργεια την ψυχή σου από τα πάθη και τότε ό,τι προσφέρεις στον πλησίον σου θα το προσφέρεις όχι από το άδειασμά σου, αλλά από το ξεχείλισμά σου»(29). Γι’ αυτό όταν ρωτήθηκε κάποτε ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος: - Γέροντα έχετε δει ποτέ κανένα όραμα;
- Όχι παιδί μου. Ούτε έχω δει, ούτε θέλω να δω. Το μόνο που θέλω να βλέπω είναι οι αμαρτίες μου (30).
Ας τελειώσει την ομιλία, Σεβασμιώτατε, ο μέγας ποιητής της Εκκλησίας μας, άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος με ένα ποίημά του: «Έχεις ψυχή μου δουλειά, και μάλιστα, αν θέλεις, μεγάλη. Εξέτασε τον εαυτό σου ποιά είσαι και πού είσαι στραμμένη, από πού ήλθες και πού πρέπει να παρουσιαστείς, αν η ζωή είναι αυτό που ζεις ή κάτι το καλύτερο… Έχεις ψυχή μου, δουλειά. Μην κουραστείς από τον κόπο»(31).
Ευχηθείτε και προσευχηθείτε, Σεβασμιώτατε, να κάνουμε εφέτος τη Σαρακοστή ένα καλό εσωτερικό «σκάψιμο» του εαυτού μας. (π. Νικόλαος Πουλάδας)
Παραπομπές
(1) Μεγάλου Βασιλείου Παιδαγωγική Ανθρωπολογία, Χαρώνη Βασιλείου αριθμ. κειμένου 399
(2) Κουφογιαννη Πανωραία, Εκπαιδεύοντας θεολόγους… σελ.175
(3) Βιττγκενστάιν, Στοχασμοί, σελ.105, εκδόσεις Στιγμή
(4) Αυτογνωσία, Μιχαήλ Μιχαηλίδη, σελ. 29
(5) Βιττγκενστάιν, Στοχασμοί, σελ.38, εκδόσεις Στιγμή
(6) άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, Ανθρωπος και Θεάνθρωπος σελ. 23 (Ομιλ. 11,15. PG 34,556 C)
(7) Τάσος Κόρφης στο Αγκαλιά με τον εαυτό μας,Ντέμη Σταυροπούλου σελ. 151
(8) Αυτογνωσία, Μιχαήλ Μιχαηλίδη, σελ. 30
(9) Πλούταρχος στο Σταλαγμοί αρχαίας σοφίας, Αγγελική Ζαχαριά σελ. 264
(10) Γέροντος Παϊσίου, Χαριτωμένες Διδαχές σελ. 49
(11) Κλίμαξ Ιωάννου Σιναϊτη, ΕΠΕ σελ. 241
(12) Αυτογνωσία, Μιχαήλ Μιχαηλίδη, σελ. 53
(13) Κωνσταντίνος Κούρκουλας, Στάχυα τομ.Β σελ. 16
(14) Γεροντικόν, Είπε Γέρων σελ. 71
(15) Γεροντικόν, Είπε γέρων σελ. 168
(16) Διδαχές Γερόντων, πρεσβ. Διονυσίου Τάτση σελ. 58
(17) Κοσμάς ο Αιτωλός Διδαχή Α 1, Παντελή Πάσχου
(18) Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου,Διδαχές πατρικές σελ.265-266
(19) Ντοστογιέφσκυ, στο Λόγια Σοφά, Συλλογή δεύτερη, εκδ. Φωτοδότες,σελ. 34
(20) Πορεία και συνάντηση σελ. 20,Αντωνίου Μπλουμ
(21) Αγκαλιά με τον εαυτό μας, Ντέμη Σταυροπούλου σελ. 149
(22) Διδαχές Γερόντων,π.Διονυσίου Τάτση, σελ.69
(23) Πασκάλ Μπλεζ, Σκέψεις, εκδ. Καστανιώτη σελ. 334
(24) Ιωάννου Κορναράκη, Η νεύρωση ως «Αδαμικό πλέγμα» σελ. 113
(25) Ημεροδείκτης εκδόσεων ο Λόγος
(26) Μάρκος Αυρήλιος, Στοχασμοί, σελ.70, εκδόσεις Στιγμή
(27) Ιωάννου Κορναράκη, Βιβλικά Ψυχογραφήματα, σελ.37
(28) άγιος Ισαάκ ο Σύρος. ΕΠΕ, τομ Α σελ,361,τομ. Β σελ 119-121
(29) Διδαχές Γερόντων, πρεσβ. Δημητρίου Τάτση, σελ. 57
(30) Υποθήκες Ζωής σελ. 31
(31) Γρηγορίου Θεολόγου, Έπη εις εαυτόν, Γρηγοριανόν Ταμείον σελ. 154
ΤΑ ΠΑΘΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Δ. Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΙΗ 28 – ΙΘ 42
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 639-687 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!)
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Θφ = Θεοφύλακτος
αμ = Αμμώνιος Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861 δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
Η δίκη ενώπιον του Πιλάτου
Ιω. 18,28 Ἄγουσιν οὖν τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τοῦ Καϊάφα(1) εἰς τὸ πραιτώριον(2)· ἦν δὲ πρωΐ(3)· καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσῆλθον(4) εἰς τὸ πραιτώριον, ἵνα μὴ μιανθῶσιν(5), ἀλλ᾿ ἵνα φάγωσι τὸ πάσχα(6).
Ιω. 18,28 Αφού, λοιπόν, οι αρχιερείς κατεδίκασαν τον Χριστόν εις θάνατον, τον έφεραν δεμένον στο πραιτώριον. Ήτο δε πρωϊ. Και αυτοί δεν εμπήκαν στο πραιτώριον δια να μη μολυνθούν, ώστε να φάγουν κατά το βράδυ αυτό της Παρασκευής το πασχάλιον δείπνον.
(1) Της προσαγωγής του Ιησού στον Πιλάτο, προηγήθηκε η δεύτερη η κύρια δίκη του ενώπιον του συνεδρίου, για την οποία δες Ματθ. κζ 1 και Μάρκ. ιε 1. Για αυτήν ο Ιωάννης δεν αναφέρει τίποτα (β), επιβεβαιώνοντας σιωπηρά την αφήγηση των συνοπτικών. Εκθέτει όμως πληρέστερα την ενώπιον του Πιλάτου δίκη, προσθέτοντας στην αφήγηση των συνοπτικών νέες λεπτομέρειες, οι οποίες φωτίζουν πολύ τα σχετικά με τη διαγωγή του Πιλάτου (F).
(2) Ονομαζόταν έτσι στα μεν Ρωμαϊκά στρατόπεδα η σκηνή του ανωτάτου στρατηγού, στις δε ρωμαϊκές επαρχίες το ανάκτορο στο οποίο ο προστάτης ή ο επίτροπος της επαρχίας διέμενε (G).
Στη Ρώμη ονομαζόταν έτσι ο τόπος, όπου έδρευε ο πραίτωρ όταν δίκαζε. Οι περισσότεροι από τους ερμηνευτές φρονούν, ότι εδώ πρόκειται για το ανάκτορο των Ηρωδών, το οποίο βρισκόταν στο δυτικό μέρος της άνω πόλης παραπέμποντας στο Ιωσήπου περί Ιουδ. Πολέμ. ΙΙ 14,8 όπου μαρτυρείται ότι εκεί κατοικούσε ο Φλώρος. Είναι παρόλ’ αυτά πιθανότερο ότι ο Πιλάτος διέμενε σε κάποιο ανάκτορο στο φρούριο Αντωνία, όπου σταύθμευε η ρωμαϊκή φρουρά, στη βορειοδυτική γωνία του ναού. Εκεί η παράδοση τοποθετεί την αφετηρία της Via dolorosae (=δρόμος του μαρτυρίου του Ιησού) (g).
Η προσαγωγή του Ιησού στον Πιλάτο έγινε, διότι οι Ρωμαίοι κάνοντας την Ιουδαία επαρχία Ρωμαϊκή επεφύλαξαν στους εαυτούς τους το δικαίωμα των θανατικών εκτελέσεων. «Και για ποιο λόγο δεν τον φόνευσαν, αλλά τον οδήγησαν στον Πιλάτο; Και βέβαια το μεγαλύτερο μέρος της αρχής και της εξουσίας τους, τούς είχε αφαιρεθεί πλέον, αφού τα πράγματά τους βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των Ρωμαίων» (Χ).
Αυτό μαρτυρείται ξεκάθαρα στο στίχο 31. Και έφεραν μεν για αναίρεση αυτού το παράδειγμα του λιθοβολισμού του Στεφάνου (Πράξ. ζ 57), αλλά η περίπτωση αυτή οφειλομένη σε παραφορά του λαού δεν αποτελεί ασφαλή μαρτυρία. Το ίδιο μπορεί να παρατηρηθεί και για την έκτακτη περίπτωση που μαρτυρείται στο Ιωσήπου Αρχαιολογ. VI, 2,4 σύμφωνα με την οποία ο Τίτος παρέσχε στους Ιουδαίους το δικαίωμα να θανατώνουν τους ξένους που προχωρούσαν πέρα από τον περίβολο προς το ίδιο το ιερό, ακόμη και αν ήταν Ρωμαίοι. Επιζητούν να θανατωθεί με όλους τους νόμιμους τύπους και να μην λιθοβοληθεί όπως ο Στέφανος. Έτσι μεταχειρίζονταν αυτόν ως κακοποιό «που έγινε αμαρτία» για χάρη μας.
Επιπλέον η παρέμβαση της ρωμαϊκής εξουσίας, την οποία ο λαός φοβόταν, εξασφάλιζε το εναντίον του Ιησού εγχείρημά τους από κάθε λαϊκή εξέγερση. Ακόμη επίσης ο Χριστός θα θανατωνόταν με τον ατιμωτικό θάνατο του σταυρού, τον οποίο οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να επιβάλλουν κατά των κακούργων. Επιζητούσαν δηλαδή να τον θάψουν στον ωκεανό της ατιμίας και να εξαλείψουν τη φήμη του για πάντα.
Τέλος, με τη συμμετοχή του ρωμαϊκού επιτρόπου και με την εκτέλεση της απόφασης από τους ρωμαίους στρατιώτες απάλλασσαν εν μέρει τους εαυτούς τους από τη βαριά μομφή για το θάνατο του Ιησού, ο οποίος «περιόδευε ευεργετώντας» Αλλοίμονο! Πολλοί φοβούνται περισσότερο το σκάνδαλο το οποίο μπορεί να προκληθεί στο λαό από την πονηρή τους πράξη παρά την ενοχή τους μπροστά στο Θεό για την αμαρτία που τολμούν και την παράβαση του θείου νόμου.
(3) Περιλαμβάνει το χρονικό διάστημα από τις 3-6 π.μ. (g). Νωρίς κατά το πρωί της Παρασκευής 14 του Νισάν. Ο Πιλάτος θα γνώριζε ότι οι Ρωμαίοι στρατιώτες είχαν σταλθεί για σύλληψη του Ιησού κατά την προηγούμενη νύχτα και είχε ίσως ειδοποιηθεί να είναι έτοιμος πάρα πολύ νωρίς (β).
Επέσπευδαν οι Ιουδαίοι τα προκαταρκτικά της θανατικής εκτέλεσης του Ιησού, έτσι ώστε ο λαός, του οποίου η αφοσίωση στον Ιησού ήταν γνωστή να μην πληροφορηθεί έγκαιρα τα τελούμενα (ο). Τώρα, που τον είχαν στα χέρια τους, δεν θα ήθελαν ούτε στιγμή χρόνου να χαθεί, έως ότου θα κάρφωναν αυτόν στο σταυρό, και για αυτό στερούνται και αυτήν τη φυσική ανάπαυση του ύπνου αγρυπνώντας και πολύ πρωί επισπεύδοντας τα όσα έπρεπε να προηγηθούν της σταύρωσης.
(4) «Και πρόσεξε τους Ιουδαίους που είναι άξιοι για γέλια. Αφού συνέλαβαν τον αθώο, φέροντας μαζί τους όπλα, δεν μπαίνουν στο πραιτώριο για να μη μιανθούν· και όμως ποιος μολυσμός είναι, πες μου, το να μπει κανείς στο δικαστήριο, όπου τιμωρούνται αυτοί που αδίκησαν; Εκείνοι που δίνουν το δέκατο από τον ηδύοσμο και τον άνηθο, δεν νόμιζαν ότι μολύνονται διαπράττοντας άδικο φόνο, ενώ νόμιζαν ότι μολύνονται εισερχόμενοι στο δικαστήριο» (Χ).
(5) Επειδή του Πιλάτου ο οίκος δεν είχε καθαριστεί από ζύμη σύμφωνα με το Δευτερ. ιστ 4 (b). Ο τελετουργικός μολυσμός σε πολλές περιπτώσεις διαρκούσε μέχρι τη δύση του ηλίου μόνο (Λευϊτ. ια 24,Αριθμ. ιθ 7,Δευτερ. κγ 11 κλπ), αλλά στην περίπτωση του Πάσχα όποιος ήταν ακάθαρτος, έπρεπε να αναβάλει τον εορτασμό του Πάσχα για μήνα ολόκληρο σύμφωνα με τα Αριθμ. θ 6-11 και Β΄ Παραλλ. λ 2-3 (β). Οι αλεξανδρινοί μεγαλογράμματοι κώδικες παραλείπουν το ἵνα.
(6) Κάποιοι ισχυριζόμενοι είτε ότι κατά το Ταλμούδ ο μολυσμός, με τον οποίο θα μολύνονταν οι Ιουδαίοι με την είσοδό τους στο πραιτώριο, θα διαρκούσε μέχρι το απόγευμα μόνο, οπότε θα μπορούσαν να φάνε το Πάσχα, είτε υποστηρίζοντας ότι οι Ιουδαίοι είχαν γιορτάσει ήδη το Πάσχα από το προηγούμενο απόγευμα, δέχονται τη λέξη Πάσχα με γενικότερη έννοια αναφέροντας αυτήν όχι στο πασχάλιο δείπνο αλλά γενικά στα εδέσματα της εορτής δηλαδή τα άζυμα και τα κρέατα των θυσιών, οι οποίες γίνονταν κατά τις επτά ημέρες της εορτής.
Και επικαλούνται υπέρ αυτής της εκδοχής τα χωρία Δευτερ. ιστ 2,3,Β΄ Παραλλ. λ 22,λε 7-9. Και αν υποθέσουμε όμως ότι στα αμφιβόλου έννοιας χωρία αυτά η λέξη Πάσχα βρίσκεται με ευρύτερη έννοια παρουσιάζεται απίθανο η φράση τρώω το Πάσχα η τόσο συνηθισμένη στην Κ.Δ. τον Ιώσηπο και το Ταλμούδ να δηλώνει κάτι άλλο από το Πασχάλιο δείπνο. Άλλωστε εάν επρόκειτο για οποιοδήποτε άλλο δείπνο των επτά ημερών, δεν θα πρόσεχαν τόσο πολύ οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι, διότι και εάν μολύνονταν, δεν θα δυσκολεύονταν να απέχουν από αυτό (g).
Οι παράλληλες φράσεις ετοιμάζειν το πάσχα, θύειν το πάσχα (Μάρκ. ιδ 12-16 και Α΄ Κορ. ε 7) δείχνουν ότι και η φράση τρώγειν το πάσχα πρέπει να σημαίνει τρώω τον πασχάλιο αμνό (χ).
Η ερμηνεία λοιπόν «δηλαδή, λοιπόν, με τη λέξη Πάσχα εννοεί όλη τη γιορτή» (Χ), και «τις επτά ημέρες» δηλαδή (Θφ), είναι λιγότερο πιθανή και πιθανότερη παρουσιάζεται «ή ότι τότε γιόρταζαν το Πάσχα» (Χ), «και αυτοί τότε επρόκειτο να το φάνε, το απόγευμα της Παρασκευής» (Θφ), «αυτός όμως (ο Ιησούς) μία ημέρα πριν παρέδωσε αυτό (το Μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας), φυλάγοντας τη σφαγή του για την Παρασκευή» (Χ), «όταν και το παλαιό Πάσχα γινόταν» (Θφ).
Ιω. 18,29 ἐξῆλθεν(1) οὖν(2) ὁ Πιλᾶτος πρὸς αὐτοὺς καὶ εἶπε· τίνα κατηγορίαν φέρετε(3) κατὰ τοῦ ἀνθρώπου(4) τούτου;
Ιω. 18,29 Συγκαταβαίνων, λοιπόν, εις τας προλήψεις των ο Πιλάτος, εβγήκε προς αυτούς και τους είπε• “ποίαν κατηγορίαν φέρνετε εναντίον αυτού του ανθρώπου;”
(1) Αυτό υπονοεί σαφώς, ότι ο Ιησούς είχε ήδη οδηγηθεί μέσα στο Πραιτώριο (ο). Ο Πιλάτος βγήκε από το πραιτώριο συμμορφούμενος με τις θρησκευτικές ιδέες των από αυτόν κυβερνωμένων σε συμφωνία με τις συστάσεις, τις οποίες η Ρώμη έδινε στους αξιωματούχους της στις επαρχίες (F).
(2) Ως συνέπεια του ότι οι Ιουδαίοι δεν ήθελαν να μπουν προς αυτόν, επήλθε το ότι εκείνος βγήκε προς αυτούς.
(3) Ο Πιλάτος είχε μεν κάποια ιδέα για την υπόθεση, αλλά το Ρωμαϊκό δίκαιο απαιτούσε σε παρόμοιες περιπτώσεις συγκεκριμένη και διατυπωμένη κατηγορία. Δες Πράξ. ιζ 6,κε 7 και εξής,κστ 31 (F). Είχε παραχωρήσει σε αυτούς στρατιώτες για σύλληψη του Ιησού και είναι προετοιμασμένος κατά την ώρα αυτή του πρωινού να ακούσει την υπόθεση. Ήδη λοιπόν ενεργεί ως δικαστής και θα έπρεπε να ακούσει και την κατηγορία και την υπεράσπιση (τ).
Η ερώτηση υποδηλώνει με πόσο θόρυβο και με παραμέληση όλων των δικαστικών τύπων σύρθηκε ο Ιησούς στο βήμα του Πιλάτου (ο). «Όταν τον είδε δηλαδή δεμένο (ο Πιλάτος) και από τόσους οδηγούμενο, δεν νόμισε ότι έχουν αναμφισβήτητη απόδειξη κατηγορίας, αλλά ρωτά, λέγοντας, ότι είναι παράλογο αυτοί μεν να κρίνουν αυτόν αυθαίρετα, την δε τιμωρία χωρίς κρίση να την αναθέσουν σε εκείνον» (Χ).
(4) Με αδιαφορία χρησιμοποιεί την μέση αυτή λέξη με την οποία τίποτα ούτε καλό ούτε κακό εκφράζει προδικάζοντας (δ). Η λέξη άνθρωπος στο στόμα του Πιλάτου δεν φαίνεται να ηχεί περιφρονητικά αλλά ορίζει μάλλον με αδιαφορία το πρόσωπο για το οποίο γίνεται λόγος (κ).
Ιω. 18,30 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· εἰ μὴ ἦν οὗτος κακοποιός(1), οὐκ ἄν σοι παρεδώκαμεν αὐτόν.
Ιω. 18,30 Απήντησαν εκείνοι αορίστως και είπαν• “εάν αυτός δεν ήτο κακοποιός, δεν θα σου τον είχαμε παραδώσει”.
(1) Επιβλαβής στην κοινωνία (C). H απάντηση φανερώνει εν μέρει αλαζονεία και εγωισμό, εν μέρει απορία (F). «Δεν έχουν να πουν εύλογη κατηγορία» (Κ). «Ω μέγεθος ανοησίας! Γιατί δε λέτε το κακό που έκανε, αλλά επισκιάζετε αυτό; Γιατί δεν φανερώνετε το κακό; Βλέπεις παντού που αποφεύγουν την απευθείας κατηγορία και δεν μπορούν τίποτα να πουν;» (Χ).
Η απάντηση υπαγορεύτηκε από δύο αιτίες. Από τη μία επιζητούν να διατηρήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο την παλαιά τους αυτονομία, μένοντας αυτοί κατ’ ουσίαν οι δικαστές και αφήνοντας στον Πιλάτο το ρόλο του δημίου. Από την άλλη φοβούνται, μήπως δεν θα επιτύχουν την επικύρωση της καταδικαστικής απόφασης (g). Εάν τον κατηγορούσαν για βλασφημία, γνώριζαν καλά, ότι ο Πιλάτος δεν θα αναγνώριζε την κατηγορία αυτή, όπως έγινε έπειτα και από τον Γαλλίωνα στο Πράξ. ιη 16 (ο).
Ο σιναϊτικός κώδικας γράφει κακόν ποιήσας, ο βατικανός και άλλος μεγαλογράμματος κακόν ποιών.
Δεν μπορούν να πουν, ότι είναι προδότης ή φονιάς ή εγκληματίας, ή ταραχοποιός. Αλλά λένε· Είναι κακοποιός. Ποιός; Αυτός ο οποίος «περιόδευε ευεργετώντας». Ας κληθούν εκείνοι, τους οποίους είχε θεραπεύσει και διδάξει και διαθρέψει· εκείνοι τους οποίους είχε απαλλάξει από τα δαιμόνια και είχε αναστήσει από τους νεκρούς. Και ας ερωτηθούν αυτοί, εάν πράγματι ήταν κακοποιός. Δεν είναι όμως κάτι νέο οι μεγαλύτεροι ευεργέτες να παραγνωρίζονται χαρακτηριζόμενοι ως χειρότεροι κακοποιοί.
Ιω. 18,31 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς(1) καὶ κατὰ τὸν νόμον ὑμῶν κρίνατε αὐτόν(2). εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· ἡμῖν οὐκ ἔξεστιν ἀποκτεῖναι οὐδένα(3)·
Ιω. 18,31 Είπε τότε εις αυτούς ο Πιλάτος• “πάρετέ τον σεις και σύμφωνα με τον νόμον σας δικάστε τον”. Του είπαν τότε οι Ιουδαίοι• “ημείς δεν έχομεν το δικαίωμα να θανατώσωμεν δια σταυρού κανένα”.
(1) Η απάντηση του Πιλάτου ή είναι ειρωνική: Εάν νομίζετε ότι έτσι έχει το πράγμα, δικάστε τον εσείς. Ο Πιλάτος γνώριζε, ότι ο Ιησούς είχε ήδη καταδικαστεί και ότι οι Ιουδαίοι δεν μπορούσαν να εκτελέσουν την απόφαση χωρίς τη συγκατάθεσή του (F). Είμαι λοιπόν εκτελεστής της απόφασής σας; Εάν εξετάζετε την κατηγορία μόνοι, μόνοι και καταδικάστε τον, εάν μπορείτε! (Stier).
Ή ο Πιλάτος καταλαβαίνοντας τα σχέδιά τους, ενθουσιασμένος διότι παρεχόταν σε αυτόν μέσο να απαλλαγεί από αυτήν την υπόθεση, απαντά σε αυτούς χωρίς δισταγμό: Πολύ καλά! Αφού θέλετε να είστε μόνοι δικαστές στην υπόθεση, δέχομαι αυτό! Δικάστε τον κατηγορούμενο και τιμωρήστε τον, εννοείται εντός των ορίων της δικαιοδοσίας σας (g).
«Αν μεν επιφυλάσσετε για τους εαυτούς σας την κρίση, οι ίδιοι κάντε και την εξέταση όπως θέλετε· αν όμως θέλετε να κρίνω εγώ τον άνδρα, είναι αναγκαίο να πείτε την κατηγορία» (Θμ). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
(2) Το Συνέδριο είχε κάποια δικαιώματα πειθαρχικά, όπως το να αφορίζει από τη συναγωγή, το να ραβδίζει κλπ. (g).
(3) Αναφέρονται στο jus gladii, το οποίο η Ρώμη στις κατακτώμενες χώρες επεφύλασσε στον επίτροπό της (Ιωσήπου περί Ιουδ. Πολέμ. ΙΙ, VIII, 1). Είναι απίθανο, ότι οι αλαζόνες Ιουδαίοι θα ομολογούσαν τόσο σαφώς το δικαίωμα αυτό του επιτρόπου της Ρώμης, εάν δεν εξαναγκάζονταν σε αυτό από την επιθυμία τους να πετύχουν από αυτόν την επικύρωση της θανατικής εκτέλεσης του Ιησού (ο).
Ιω. 18,32 ἵνα ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ πληρωθῇ(1) ὃν εἶπε(2) σημαίνων ποίῳ(3) θανάτῳ ἤμελλεν ἀποθνήσκειν.
Ιω. 18,32 Τα είπαν δε αυτά, δια να επαληθεύση πλήρως ο λόγος, τον οποίον ο Ιησούς είχεν είπει, φανερώνων εκ των προτέρων με ποίον είδος θανάτου έμελλε να αποθάνη.
(1) Δες το στίχο 9, όπου και πάλι με την ίδια φράση εισάγεται λόγος του Ιησού.
(2) «Όταν έλεγε ότι «Εάν υψωθώ από τη γη, όλους θα τους ελκύσω προς εμένα (Ιω. ιβ 32,33)», όπως και εκεί ο ευαγγελιστής σημείωσε για αυτό προσθέτοντας ότι: «Αυτό το έλεγε, φανερώνοντας με ποιο θάνατο επρόκειτο να πεθάνει»· δηλαδή υπαινισσόμενος το σταυρό» (Ζ). Η ποινή που επέβαλλε ο μωσαϊκός νόμος σε κάθε βλασφημία καθώς και στην αθέτηση της εντολής του Σαββάτου, ήταν αυτή του λιθοβολισμού. Δες Εξόδου λα 14,λε 2,Λευϊτ. κδ 10-23,Δευτερ. ιγ 5-10,Ιω. η 5-7,ι 31,Λουκ. κ 6, Πράξ. ζ 58,ιδ 5 (χ).
Εάν οι Ιουδαίοι εκτελούσαν τη θανατική ποινή του Ιησού, θα λιθοβολούσαν αυτόν, διότι λιθοβολισμός κατά το νόμο ήταν η ποινή κατά της βλασφημίας. Ο σταυρικός θάνατος ήταν συνηθισμένη ποινή στους Ρωμαίους.
Ο σιναϊτικός κώδικας αποσιωπά τις λέξεις: ὃν εἶπε. Και εκείνοι ακόμη, οι οποίοι ήθελαν να διαψεύσουν τα λόγια του Ιησού, παρά τη διάθεση και την πονηρή πρόθεσή τους, χρησιμοποιήθηκαν ως όργανα για επαλήθευση αυτών από το θείο χέρι που κυβερνά τα πάντα.
Οι λόγοι του Χριστού δεν θα περάσουν. Ο Κύριος ούτε να απατήσει ούτε να απατηθεί είναι ποτέ δυνατόν. Και οι ίδιοι οι αρχιερείς, που τον καταδιώκουν ως πλάνο, κατευθύνθηκαν αόρατα και ασυναίσθητα στο να αποδείξουν τον Κύριο αληθινό σε όλα, και όταν ακόμη θα σκεπτόταν κάποιος, ότι με τα μέτρα, τα οποία έπαιρναν, θα διέψευδαν τις προφητείες του.
(3) Δηλαδή με τέτοιο θάνατο, τον οποίο οι Ρωμαίοι επέβαλλαν. Οι Ιουδαίοι θα λιθοβολούσαν αυτόν (b). Όπως η ρωμαϊκή εξουσία οδήγησε τη μητέρα του στη Βηθλεέμ, προκειμένου εκεί κατά την προφητεία να γεννηθεί ο Κύριος, έτσι και τώρα για εκπλήρωση των Γραφών οδηγούν αυτόν στο Σταυρό.
Ιω. 18,33 Εἰσῆλθεν οὖν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν ὁ Πιλᾶτος καὶ ἐφώνησε(1) τὸν Ἰησοῦν καὶ εἶπεν αὐτῷ(2)· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(3);
Ιω. 18,33 Εισήλθεν πάλιν στο πραιτώριον ο Πιλάτος και εκάλεσεν ιδιαιτέρως τον Ιησούν και του είπε• “συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων;”
(1) Κάλεσε τον Ιησού κατ’ ιδίαν στο πραιτώριο, σε μέρος όπου μπορούσε να μιλήσει μόνος μαζί του (g). Ο μαθητής, ο οποίος φαίνεται να ήταν παρών κατά την ανάκριση του Ιησού στον Άννα, ίσως ήταν και τώρα μάρτυρας της σκηνής στο πραιτώριο, την οποία διηγείται εδώ τόσο ζωηρά. Οι ιερωμένοι κατήγοροι του Ιησού δεν μπορούσαν να μπουν στο πραιτώριο, για να μη μιανθούν, δεν είναι όμως πιθανόν, ότι στο πραιτώριο ήταν απαγορευμένο να μπουν όσοι επιθυμούσαν να ακούσουν τα γινόμενα (β).
(2) Η αφήγηση του Ιωάννου παρουσιάζει προφανώς εδώ κάποιο κενό. Τίποτα από τα προηγούμενα δεν δικαιολογεί την ερώτηση που προβάλλει ο Πιλάτος στον Ιησού. Αυτή υποδηλώνει κάποιο λόγο ο οποίος ειπώθηκε από τους κατήγορους. Πράγματι εάν συγκρίνουμε την αφήγηση του Ιωάννου με αυτήν των συνοπτικών και ιδιαίτερα με αυτήν του Λουκά (κγ 2) πληροφορούμαστε, ότι οι Ιουδαίοι είχαν διατυπώσει σχετική κατηγορία κατά του Ιησού (g).
(3) Η μορφή της ερώτησης είναι τέτοια όπως όταν προσδοκάται απάντηση αρνητική. Προφανώς ο Πιλάτος δεν πίστευε, ότι ο Ιησούς ήταν επαναστάτης αρχηγός, διότι δεν υπήρχε τίποτα στην εμφάνιση ή στη στάση του που να παρουσιάζει την κατηγορία αυτή ως εύλογη (β). Η πρόταξη της αντωνυμίας είναι εξόχως εμφαντική και δείχνει, ότι ο Πιλάτος είναι ήδη πεπεισμένος, ότι δεν έχει μπροστά του επαναστάτη, επίφοβο στη Ρώμη (τ). Στην ερώτηση αυτή του Πιλάτου ο οίκτος είναι ανάμικτος με περιφρόνηση (μ).
Ιω. 18,34 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀφ᾿ ἑαυτοῦ σὺ τοῦτο λέγεις(1) ἢ ἄλλοι σοι εἶπον περὶ ἐμοῦ(2);
Ιω. 18,34 Του απήντησεν ο Ιησούς• “Από τον εαυτόν σου, από ιδικήν σου διαπίστωσιν το λέγεις αυτό η άλλοι σου το είπαν, ως κατηγορίαν εναντίον μου;”
(1) Ο σιναϊτικός αντί για το λέγεις γράφει είπας. Τρεις άλλοι μεγαλογράμματοι, ανάμεσα στους οποίους και ο βατικανός κώδικας, γράφουν από σεαυτού αντί για αφ’ εαυτού.
(2) Ή «ρωτά ο Χριστός, θέλοντας να φανερώσει την πονηρή πρόθεση των Ιουδαίων… Δεν ρωτά βεβαίως ο Χριστός από άγνοια, αλλά, θέλοντας και από αυτόν να κατηγορηθούν οι Ιουδαίοι, λέει· «άλλοι σου τα είπαν;»» (Χ). Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή ο Ιησούς απευθύνεται στην προσωπική αντίληψη του Πιλάτου. Και αποβλέπει στο να διεγείρει την συνείδηση του Πιλάτου έτσι ώστε να μην πιστεύει χωρίς λόγο τους Ιουδαίους (b).
Ή, πιο σωστά. Η θέση του ερωτήματος δεν ήταν τόσο απλή, όπως φαινόταν στον Πιλάτο. Έπρεπε προηγουμένως να γίνει κάποια διάκριση. Με έννοια πολιτική, μόνη γνωστή στον Πιλάτο, ο Ιησούς μπορούσε να αποποιηθεί τον τίτλο του βασιλιά των Ιουδαίων· αλλά με έννοια θρησκευτική, στην οποία ήταν ταυτόσημος με τον τίτλο του Μεσσία, ο Ιησούς όφειλε να τον δεχτεί (g).
Εάν ο Πιλάτος ρωτούσε από τον εαυτό του, η έννοια της λέξης βασιλιάς θα εφαρμοζόταν εσφαλμένα στον Ιησού· εάν ο Πιλάτος ρωτούσε από πληροφορίες που προέρχονταν από τους Ιουδαίους, τότε ο τίτλος βασιλιάς είχε μέσα του και αληθινή έννοια, με την οποία πράγματι ο Ιησούς ήταν βασιλιάς των Ιουδαίων (Alford).
Εάν ο Πιλάτος ερευνούσε ακριβώς τα πράγματα, όπως είχε καθήκον, θα ανακάλυπτε, ότι η αληθινή αιτία, για την οποία οι αρχιερείς είχαν εξεγερθεί κατά του Ιησού ήταν ακριβώς, διότι δεν επιζήτησε ο Κύριος να ιδρύσει κοσμική βασιλεία αντιτιθέμενη προς την ρωμαϊκή δύναμη. Εάν επιζητούσε κάτι τέτοιο και ενεργούσε θαύματα για να ελευθερώσει τους Ιουδαίους από το ζυγό της Ρώμης, όπως άλλοτε ο Μωϋσής ενήργησε τέτοια για απελευθέρωση των Ισραηλιτών από τη δουλεία των Αιγυπτίων, τότε θα τάσσονταν όλοι κάτω από τις διαταγές του και ανακηρύσσοντας αυτόν βασιλιά θα αγωνίζονταν υπό την αρχηγία του εναντίον της Ρώμης. Αλλά τώρα επιρρίπτουν εναντίον του κατηγορία, της οποίας αυτοί ήταν οι κυρίως και οι μόνοι ένοχοι, διότι αυτοί ποθούσαν την ανατροπή της Ρώμης.
Ιω. 18,35 ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος· μήτι ἐγὼ Ἰουδαῖός εἰμι(1); τὸ ἔθνος τὸ σὸν(2) καὶ οἱ ἀρχιερεῖς παρέδωκάν σε ἐμοί· τί ἐποίησας(3);
Ιω. 18,35 Απήντησεν ο Πιλάτος• “μήπως εγώ είμαι Ιουδαίος, δια να ανακατεύωμαι εις τα ζητήματα των Εβραίων; Το έθνος σου και οι αρχιερείς σε παρέδωκαν εις εμέ ως ένοχον. Τι έκαμες;”
(1) «Δεν ταιριάζει σε μένα κυρίως το να γνωρίζω τα δικά σου, διότι δεν είμαι Ιουδαίος. Αυτό αρμόζει κατεξοχήν στους ομοεθνείς σου και με τους οποίους ανατράφηκες μαζί, οι οποίοι παρόλο που ομοίως ξέρουν αυτά, σε φέρνουν για να πεθάνεις» (Κ). Δηλαδή· βεβαίως δεν λέω αυτό από τον εαυτό μου· οι Ιουδαίοι είπαν αυτό σε μένα (b). Μήπως είμαι Ιουδαίος για να ταράσσομαι με τις ιδιορρυθμίες σας και με τις μυστικές ιδέες σας; Έπρεπε να είμαι Ιουδαίος και όχι Ρωμαίος, για να έχω μάθει από προσωπική παρατήρηση την αλήθεια των εναντίον σου ισχυρισμών των Ιουδαίων (ο).
Υπάρχει περιφρόνηση βαθειά στην αντίθεση «εγώ Ιουδαίος» (g). Πάλι η αντωνυμία «Εγώ» μπαίνει με έμφαση (τ). Ποτέ δεν θα συμφωνούσε ο αλαζόνας Ρωμαίος να είναι Ιουδαίος μισητός και περιφρονημένος (F). Οι Ιουδαίοι από πολλές απόψεις υπήρξαν ένδοξος λαός. Επειδή αθέτησε όμως την διαθήκη του Θεού, έκανε τον εαυτό του άξιο περιφρόνησης στους λαούς (Μαλαχία β 8,9). Έτσι καλά και τιμημένα ονόματα ατιμάζονται και εξευτελίζονται εξ’ αιτίας εκείνων, οι οποίοι ανάξια φέρουν αυτά. Είναι θλιβερό ένας αλλόθρησκος, εναντίον του οποίου διατυπώνεται η υπόνοια, ότι δεν είναι έντιμος, να απαντά επειδή έχει σκανδαλιστεί από την αξιοκατάκριτη συμπεριφορά μερικών Χριστιανών: Μήπως εγώ είμαι Χριστιανός;
(2) Που αντιπροσωπεύεται από τα μέλη του που διαθέτουν τη μεγαλύτερη επιρροή (F)· το έθνος «του οποίου ονομάστηκες ο βασιλιάς» (b). Όχι κάποιοι ιδιώτες, αλλά το έθνος αντιπροσωπευόμενο από τους αρχηγούς του (τ). Πρέπει να είχε φανεί παράδοξο στον Πιλάτο, ότι στην τότε δύσκολα πειθομένη και επαναστατική κατάσταση των Ιουδαίων, οι άρχοντες του έθνους παρουσιάζονταν να κατηγορούν ένα πρόσωπο σε αυτόν ότι επιδιώκει να απαλλάξει τη χώρα από τη Ρωμαϊκή εξουσία (ο).
(3) Αυτό ήταν το σημείο το οποίο ενδιέφερε τον Πιλάτο. Ποια πράξη του Ιησού είχε προκαλέσει την εναντίον του εχθρότητα των Ιουδαίων; (β).
Ιω. 18,36 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ(1) οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου(2)· εἰ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἦν ἡ βασιλεία ἡ ἐμή(3), οἱ ὑπηρέται(4) ἂν οἱ ἐμοὶ ἠγωνίζοντο(3), ἵνα μὴ παραδοθῶ τοῖς Ἰουδαίοις· νῦν(5) δὲ ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐντεῦθεν.
Ιω. 18,36 Απήντησεν ο Ιησούς• “η βασιλεία μου δεν προέρχεται από τον κόσμον αυτόν. Εάν ήτο από τον κόσμον τούτον η βασιλεία μου, οι στρατιώται μου θα ανελάμβαναν αγώνα, δια να μη παραδοδώ στους Ιουδαίους. Αλλά η ιδική μου βασιλική εξουσία δεν προέρχεται από τούτον εδώ τον κόσμον”.
(1) Επειδή ο Πιλάτος προηγουμένως «είπε· Τι έκανες; Για αυτό μεν δεν απάντησε τίποτα, για αυτό όμως για το οποίο κατεξοχήν ο Πιλάτος ποθούσε να ακούσει, για τη βασιλεία του, για αυτήν απαντά λέγοντας· Η βασιλεία η δική μου…» (Χ).
Απαντά στο ερώτημα που έθεσε ο Πιλάτος στο σ. 33. Έχω βασιλεία, την οποία ήλθα να εγκαθιδρύσω. Οι Ιουδαίοι έχουν δίκιο λέγοντας ότι αξιώνω ότι είμαι ο Χριστός βασιλιάς (ο).
(2) «Όχι ότι δεν εξουσιάζει και εδώ, αλλά εννοεί ότι η βασιλεία του έχει την αρχή της από τον ουρανό και δεν είναι ανθρώπινη» (Χ). «Διότι δεν είπε· Δεν είναι στον κόσμο, ούτε είναι εδώ. Διότι βασιλεύει μεν στον κόσμο και προνοεί για αυτόν» και όπως θέλει, περιφέρει τα πάντα. Δεν είναι όμως από εδώ, εννοώ δηλαδή δεν ιδρύθηκε εδώ κάτω· αλλά εδώ μεν εξουσιάζει και διοικεί· δεν είναι όμως από εδώ, ούτε έχει τη δημιουργία της από εδώ κάτω, ούτε είναι φθαρτή» (Θφ).
«Δεν λέει, Η βασιλεία μου δεν είναι στον κόσμο αυτόν… Διότι η βασιλεία του είναι εδώ μέχρι τέλους του κόσμου, έχοντας ζιζάνια αναμιγμένα μέχρι το θερισμό· διότι ο θερισμός θα γίνει στο τέλος του κόσμου» (Αυ).
Η έκφραση από (εκ) τον κόσμο δεν είναι ταυτόσημη με την έκφραση στον (εν) κόσμο. Διότι η βασιλεία του Ιησού πραγματοποιείται και αναπτύσσεται στον κόσμο· αλλά δεν προέρχεται και δεν έχει την καταγωγή της από τον κόσμο, από την ανθρώπινη θέληση και τη γήινη δύναμη (g). «Η πρόθεση «εκ» σημαίνει την καταγωγή όπως και το ακόλουθο «Εντεύθεν». Ο Ιησούς λέει απλώς από πού δεν είναι η βασιλεία του· δεν είναι από τον κόσμο αυτόν· αλλά δεν λέει και από πού είναι, δηλαδή από τους ουρανούς. Οπωσδήποτε υπονοεί αυτό, όταν λέει στο στίχο 37, ότι «ήλθα στον κόσμο αυτόν» (b).
Η βασιλεία του Χριστού δεν είναι από τον κόσμο αυτόν. Οι βασιλείες των ανθρώπων ανεβαίνουν από τη θάλασσα και από τη γη (Δανιήλ ζ 3, Αποκάλ. ιγ 1,11), ενώ η αγία πόλη κατεβαίνει «από τον ουρανό από το Θεό» (Αποκάλ. κα 2).
Η βασιλεία του Χριστού δεν είναι από διαδοχή ή εκλογή ή κατάκτηση βίαιη, αλλά από άμεση και ειδική ανάδειξη της θείας θέλησης και βουλής. Αλλά και η φύση της δεν είναι κοσμική. Είναι βασιλεία εντός των καρδιών και των συνειδήσεων των ανθρώπων και τα πλούτη της είναι πνευματικά, οι δυνάμεις της πνευματικές και όλη η δόξα τους ομοίως.
Αλλά και τα όπλα της είναι πνευματικά και ουδέποτε χρησιμοποιεί κοσμική δύναμη για υπεράσπιση και για στερέωσή της, ούτε διεξάγεται κατά τρόπο επιβλαβή στους ηγεμόνες και τις βασιλείες του κόσμου. Αλλά ούτε ενδιαφέρεται για τα προνόμια των ηγεμόνων ή για τις κτήσεις και περιουσίες των υπηκόων τους. Ούτε αντιτίθεται σε κάποιο βασίλειο του κόσμου παρά μόνο στο βασίλειο του Σατανά. Και οι σκοποί της επίσης και οι τάσεις της δεν είναι κοσμικές.
Ο Χριστός δεν αποσκοπούσε, αλλά ούτε στους μαθητές του θα επέτρεπε να θέσουν ως σκοπό την πομπή και δύναμη των μεγιστάνων της γης. Αλλά και οι υπήκοοι της βασιλείας αυτής αν και ζουν στον κόσμο αυτόν, δεν είναι από τον κόσμο. Κλήθηκαν και εκλέχτηκαν μέσα από τον κόσμο και ξεχωρίστηκαν από αυτόν. Και γεννήθηκαν από άλλον κόσμο προς τον οποίο είναι συνδεδεμένοι. Δεν είναι ούτε μαθητές του κόσμου, ούτε αγαπητοί σε αυτόν, ούτε κυβερνιούνται από τη σοφία του κόσμου, ούτε πλουτίζονται από τα πλούτη του. Πολεμούνται από τον κόσμο και μισούνται από τον κόσμο, «διότι δεν είναι από τον κόσμο».
Παρόλο όμως που ζουν στον κόσμο «σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους», νικούν τον κόσμο χωρίς να χρησιμοποιούν τις ραδιουργίες και τις απάτες και την υποκρισία του κόσμου, αλλά με τη δύναμη της αγάπης, με την πραότητα και μειλιχιότητα, με τη μακροθυμία και ανεξικακία.
Οι σκληρότητες και παραφορές του κόσμου είναι ξένες προς αυτούς, διότι έχουν διδαχτεί ότι «η οργή του άνδρα δεν φέρνει τη δικαιοσύνη του Θεού». Και αντιμετωπίζουν την αλαζονεία του κοσμικού βίου και την υπερηφάνεια της καρδιάς των κοσμικών ανθρώπων με την αφάνεια της ταπεινοφροσύνης, την οποία εμπνέονται από τον βασιλιά τους, ο οποίος σε όλη την επίγεια ζωή του υπήρξε «πράος και ταπεινός στην καρδιά».
(3) «Αυτό ακριβώς που φοβόταν προηγουμένως ο Πιλάτος, το διέλυσε, δηλαδή την υποψία για σύσταση τυραννικής εξουσίας» (Χ). Ο κόσμος υπερασπίζεται τις βασιλείες του με τη δύναμη των όπλων (b).
Εάν ήταν πρόσκαιρος βασιλιάς ή επεδίωκε να γίνει τέτοιος, θα σημειωνόταν αντίσταση και αιματοχυσία, πριν ακόμη νικηθεί και οδηγηθεί αναγκαστικά μπροστά στον Πιλάτο. Αλλά τώρα στεκόταν άοπλος και μόνος μπροστά του και κανένα όπλο δεν προβλήθηκε για υπεράσπισή του, ούτε κάποιες στασιαστικές ομάδες διέτρεχαν την πόλη ή την χώρα αξιώνοντας την απελευθέρωσή του και απειλώντας εκδίκηση (ο).
(4) Ή, γενικά και υποθετικά= οι υπηρέτες τους οποίους στην περίπτωση αυτή θα είχα (Luthardt=Λούθηρος).
Ή, οι υπηρέτες για τους οποίους δες στο Ματθ. κστ 53, δηλαδή οι άγγελοι (b,β).
Ή, πιο σωστά, οι οπαδοί μου, όπως είναι το πλήθος, το οποίο είχε κυκλώσει αυτόν κατά την ημέρα της εισόδου του στα Ιεροσόλυμα (g). Ο Ιησούς δεν αρνείται ότι έχει υπηρέτες, αλλά αρνείται ότι αυτοί αγωνίζονται για την απελευθέρωσή του (ο).
«Εδώ όμως φανερώνει και την αδυναμία της δικής μας (επίγειας) βασιλείας, αφού έχει τη δύναμή της στους υπηρέτες· η ουράνια όμως είναι αυτάρκης και δεν χρειάζεται τίποτα» (Θφ).
(5) Το μόριο είναι αντιθετικό και όχι χρονικό (b). Πρέπει να εννοηθεί με λογική έννοια (g). Για τη φράση νῦν δὲ, δες η 40,θ 41,ιε 22.
Ιω. 18,37 εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· οὐκοῦν(1) βασιλεὺς εἶ σύ(2); ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· σὺ λέγεις ὅτι βασιλεύς εἰμι ἐγώ(3). ἐγὼ εἰς τοῦτο(4) γεγέννημαι(5) καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον(6), ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ(7). πᾶς(8) ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας(9) ἀκούει μου τῆς φωνῆς(10).
Ιω. 18,37 Είπε τότε εις αυτόν ο Πιλάτος• “λοιπόν είσαι βασιλεύς;” Απήντησεν ο Ιησούς• “όπως και συ το λέγεις, είμαι βασιλεύς”. Εγώ δι' αυτό εγεννήθηκα και δι' αυτό έχω έλθει στον κόσμον να κηρύξω την αλήθειαν. Και κάθε ένας ο οποίος αισθάνεται μέσα του διάθεσιν και πόθον δια την αλήθειαν, ακούει, δέχεται και εφαρμόζει την διδασκαλίαν μου”.
(1) Ο Πιλάτος ανέμενε αρνητική απάντηση, γι’ αυτό η ερώτησή του εκφράζει έκπληξη (g). Το οὐκοῦν λέγεται μοναδική φορά.
(2) Η αντωνυμία μπαίνει στο τέλος με έμφαση= Εσύ ο οποίος στέκεσαι μπροστά στο βήμα μας και ο οποίος έχεις στο πρόσωπό σου τέτοια σημάδια του σφοδρότερου μίσους των Ιουδαίων και του οποίου ζητείται ο θάνατος, είσαι πράγματι βασιλιάς; (ο). Εσύ ο πτωχός δεσμώτης; (β).
(3) «Δεν αρνείται την δόξα της βασιλείας του, ούτε όμως παρέχει την διαβεβαίωση για αυτό μόνο από τα λόγια του Πιλάτου» (Κ).
«Ο Ιησούς απάντησε έτσι όχι γιατί φοβόταν να ομολογήσει τον εαυτό του βασιλιά, αλλά το Εσύ λέγεις, ισοσταθμίστηκε έτσι ώστε με αυτό ο Ιησούς ούτε αρνείται ότι είναι βασιλιάς (διότι είναι βασιλιάς, του οποίου η βασιλεία δεν είναι από τον κόσμο αυτόν), ούτε ομολογεί ότι είναι τέτοιος βασιλιάς, ώστε να δικαιολογείται η υπόθεση ότι η βασιλεία του είναι από τον κόσμο αυτόν… Λέγοντας το Συ λέγεις… είναι σαν να είπε· Σαρκικός καθώς είσαι, λες αυτό σαρκικά» (Αυ).
Η απάντηση αυτή δεν είναι ούτε σαφής βεβαίωση ούτε άρνηση, αλλά συγκατάθεση που δίνεται σαν ένα είδος παραχώρησης (β). Η φράση Συ λέγεις… ως τύπος βεβαίωσης είναι άγνωστος τόσο στους κλασσικούς όσο και στην Π.Δ., ήταν όμως σε πυκνή χρήση στους ραββίνους (g). Η καλή ομολογία, την οποία ο Κύριος ομολόγησε ενώπιον του Πιλάτου σύμφωνα με το Α΄ Τιμ. στ 13 είναι αυτή.
(4) Με αυτά ο Ιησούς έρχεται να εξηγήσει με ποια έννοια είναι βασιλιάς. Έρχεται να κατακτήσει τον κόσμο και ως μόνο όπλο για αυτό χρησιμοποιεί το να μαρτυρεί για την αλήθεια (g).
(5) «Εδώ αναφέρεται στην σε συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο γέννησή του, όταν αφού σαρκώθηκε ήλθε στον κόσμο και όχι στην άναρχη γέννησή του» (Αυ).
Ο Πιλάτος δεν μπορούσε να κατανοήσει την θεία του υιότητα. Παρόλ’ αυτά και αυτή διακηρύσσεται εδώ, όταν επισυνάπτεται το «για αυτό ήλθα στον κόσμο» (b).
(6) Η φράση αναφέρεται στη δημόσια εμφάνιση και δράση του Ιησού (F). Δηλώνεται με αυτήν η ειδική αποστολή, για την οποία εμφανίστηκε ο Ιησούς στον κόσμο (g). Ήλθα από ψηλά στον κόσμο. Με τις φράσεις λοιπόν «για αυτό γεννήθηκα» και «για αυτό ήλθα» και η ανθρώπινη και η θεία φύση του διακηρύσσονται στον Πιλάτο (ο).
(7) Ο σιναϊτικός γράφει περί της αληθείας αντί για τῇ ἀληθείᾳ. «Δηλαδή, με σκοπό, αφού αφαιρέσει το ψεύδος από τον κόσμο και αφού καταστρέψει τον δαίμονα που με απάτη τυράννησε τους ανθρώπους, να παρουσιάσει την αλήθεια να βασιλεύει πάνω σε όλα» (Κ). Η βασιλεία της αλήθειας αντιτίθεται προς τις βασιλείες αυτού του κόσμου (b). Το έργο του ως προφήτη είναι το θεμέλιο της βασιλείας του (g).
«Μαρτυρήσω» δηλαδή να αποκαλύψω, να κάνω γνωστή, να διακηρύξω την αλήθεια. Το άρθρο προδίδει την ύψιστη αντικειμενικότητα (ο). Η μαρτυρία του για την αλήθεια δεν περιορίστηκε σε αυτήν την καλή ομολογία ενώπιον του Πιλάτου (Α΄ Τιμ. στ 13) αλλά υπήρξε συνεχής σε όλη τη δημόσια δράση του. Δες Ιω. γ 11,32,ζ 7,η 14 (β).
Η φύση της βασιλείας του ανταποκρίνεται προς τη φύση της αποστολής του. Είναι ο βασιλιάς της Αλήθειας και φανερώνει την βασιλική του δύναμη όχι με βία, αλλά με τη μαρτυρία, την οποία δίνει για την αλήθεια. Για αυτό γεννήθηκε σε χρόνο και για αυτό ήλθε στον κόσμο. Και υπήκοοί του είναι εκείνοι, οι οποίοι δεν αγωνίζονται με όπλα υλικά, αλλά επειδή είναι από την αλήθεια υπακούουν στο βασιλιά τους (χ).
Ήλθε ο Κύριος να μαρτυρήσει για το Θεό, ότι δημιούργησε τον κόσμο, να μαρτυρήσει επίσης και κατά της αμαρτίας, η οποία οδηγεί στον όλεθρο τον κόσμο και με το λόγο αυτόν της αλήθειας ιδρύει και διατηρεί το βασίλειό του. Η βασιλεία του Χριστού δεν είναι από τον κόσμο αυτόν, όπου κυριαρχεί το ψεύδος, αλλά από τον κόσμο εκείνο, όπου η αλήθεια βασιλεύει αιώνια.
Το θεμέλιο και η δύναμη της πάνω στη γη βασιλείας του και το πνεύμα που κυριαρχεί σε αυτήν είναι η αλήθεια, η θεία αλήθεια. Και όταν είπε Εγώ είμαι η αλήθεια, κατ’ ουσίαν είπε Εγώ είμαι βασιλιάς. Κατακτά τις καρδιές πείθοντας με το φως της αλήθειας· κυβερνά και κυριαρχεί με τη δύναμη της αλήθειας, και βασιλεύει κατευοδούμενος «εξ’ αιτίας της αλήθειας» (Ψαλμ. μδ 5), και «θα κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη και τους λαούς με την αλήθειά του» (Ψαλμ. 95, 13).
Για να είμαστε λοιπόν και εμείς υπήκοοι στη βασιλεία πρέπει να γίνουμε τέκνα της αλήθειας, αναγεννημένα από αυτήν και πάντοτε λέγοντας αυτήν. Ειδικό καθήκον που απορρέει για μας από τη διακήρυξη αυτή του Χριστού είναι και το να λέμε ο καθένας την αλήθεια στον πλησίον του. Ο συνεκτικός δεσμός κάθε κοινωνίας είναι η αμοιβαία εμπιστοσύνη των μελών της. Απατεώνες και ψεύτες φαίνονται μερικές φορές να ευδοκιμούν και να ευτυχούν στον κόσμο. Εάν όμως πετυχαίνουν, αυτό οφείλεται στο ότι νομίζονται τίμιοι και φιλαλήθεις και πρόσωπα άξια εμπιστοσύνης από εκείνους τους οποίους εξαπατούν.
Εάν η μεταξύ των ανθρώπων εμπιστοσύνη και τιμιότητα φυγαδευόταν από την ανθρωπότητα, η γη θα γινόταν ακατοίκητη και οι δεσμοί της κοινωνίας θα διασπώνταν. Είναι λοιπόν σπουδαίο καθήκον του καθενός από εμάς να είναι φιλαλήθης και να γίνεται μεταξύ των ομοίων του πρόσωπο άξιο κάθε εμπιστοσύνης, διότι μόνο έτσι είναι δυνατόν να σταθούν και να προαχθούν οι κοινωνίες.
(8) Χωρίς κάποια εξαίρεση (ο). Απευθύνεται όχι μόνο στη συνείδηση αυτού ως δικαστή αλλά και στη συνείδησή του ως ανθρώπου (g). «Επομένως και συ, Πιλάτε, αν είσαι παιδί της αλήθειας, και ποθείς αυτήν, θα ακούσεις τη φωνή μου και θα πιστέψεις ότι είμαι βασιλιάς όχι τέτοιος» (Θφ).
(9) «Αυτός που αγαπά την αλήθεια» (Ζ). Η φράση υπενθυμίζει τα Ιω. γ 21,ζ 17,η 47, κλπ. Σημαίνει την ηθική διάθεση στο να δεχτεί κάποιος την αλήθεια και να μπει κάτω από την αγία δύναμή της όταν παρουσιάζεται αυτή ζωντανή στο πρόσωπο του Ιησού (g). Δηλώνει εκείνον, του οποίου χαρακτηριστικό είναι το να αφήνει τον εαυτό του, να κυβερνιέται από την αλήθεια (C).
Εκείνοι οι οποίοι με τη χάρη του Θεού λυτρώνονται από τη δύναμη του πατέρα του ψεύδους και είναι διατεθειμένοι να δεχτούν την αλήθεια και υποτάσσονται στη δύναμη και επίδρασή της, θα ακούσουν τη φωνή του Χριστού και θα γίνουν υπήκοοί του επιδεικνύοντας πίστη και αληθινή αφοσίωση σε αυτόν.
(10) «Πείθεται στο λόγο μου, πιστεύει τη διδασκαλία μου» (Ζ). «Ακούει με τα αυτιά του εσωτερικού ανθρώπου ή με άλλα λόγια υπακούει στη φωνή μου, το οποίο είναι ισοδύναμο με το: Πιστεύει σε εμένα» (Αυ).
Ακούει με ευχαρίστηση και κατανόηση. Και αυτοί είναι οι πολίτες της βασιλείας του Χριστού (b). «Διότι είναι εύκολα παραδεκτός ο λόγος της αλήθειας σε αυτούς που ήδη την έμαθαν και την αγαπούν, ενώ σε αυτούς που δεν είναι τέτοιοι, δεν είναι… διότι σε αυτούς που έχουν ανάπηρο το νου η αλήθεια φαίνεται να είναι χωρίς κάλλος και άσχημη, παρόλο που αυτή βάζει μέσα στις ψυχές αυτών που την βλέπουν μία νοερή και θεία λάμψη» (Κ).
Όλοι όσοι αγαπούν την αλήθεια θα ακούνε ευχάριστα και πρόθυμα τη φωνή του Χριστού, διότι μεγαλύτερες, καλύτερες, γλυκύτερες, βεβαιότερες αλήθειες δεν είναι δυνατόν να βρεθούν παρά μόνο στο Χριστό, από τον οποίο «έγινε η χάρη και η αλήθεια» (Ιω. α 17).
Ιω. 18,38 λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· τί ἐστιν ἀλήθεια(1); καὶ τοῦτο εἰπὼν πάλιν ἐξῆλθε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους καὶ λέγει αὐτοῖς(2)· ἐγὼ(3) οὐδεμίαν αἰτίαν(4) εὑρίσκω ἐν αὐτῷ(5)·
Ιω. 18,38 Λέγει εις αυτόν ο Πιλάτος. “Τι είναι αλήθεια;” Και αφού είπεν αυτό, εβγήκε πάλιν από το πραιτώριον προς τους Εβραίους και τους είπε• “εγώ δεν ευρίσκω καμίαν ενοχή εις αυτόν’’.
(1) Η ερώτηση αυτή του Πιλάτου δεν αποτελεί ούτε έκφραση ψυχής που ποθεί την αλήθεια ούτε εκδήλωση καρδιάς απελπισμένης η οποία για πολύ χρόνο μάταια αναζήτησε να βρει την αλήθεια. Εκφράζει κούφο σκεπτικισμό, ο οποίος συχνά συναντιέται στους ανθρώπους του κόσμου και ιδιαίτερα στους πολιτικούς άνδρες, οι οποίοι συνήθως είναι αδιάφοροι στα τέτοιου είδους ζητήματα (g). Είναι αναφώνηση γεμάτη σκεπτικισμό, που φανερώνει την έσχατη περιφρόνηση του Πιλάτου για κάθε τέτοια θεωρία. Το ερώτημα δεν είναι σαρκαστικό, αλλά εκφράζει μέχρις αηδίας αδιαφορία για οποιαδήποτε απόπειρα ορισμού της αλήθειας (ο).
Ο όρος αλήθεια στην ερώτηση αυτή σημαίνει ό,τι πράγματι υπάρχει και μένει· ό,τι έχει αξία αντικειμενική και όχι απλώς κάποιο εξωτερικό φαινόμενο και σχήμα ύπαρξης (C).
Τι είναι αλήθεια; Ασφαλώς πρόκειται για σπουδαίο ερώτημα και κανείς άλλος δεν ήταν σε θέση να δώσει απάντηση πλήρη και ορθή σε αυτό παρά εκείνος, προς τον οποίο προβλήθηκε. Η αλήθεια είναι το πολύτιμο μαργαριτάρι, το οποίο ποθεί διακαώς η ανθρώπινη διάνοια και το οποίο αναζητεί, διότι δεν μπορεί να βρει ανάπαυση, εάν δεν γνωρίσει αυτήν. Όταν ερευνούμε τις Γραφές, πρέπει πάντοτε να ρωτάμε Τι είναι αλήθεια; Και πάντοτε στις προσευχές μας πρέπει να λέμε: Οδήγησέ μας στην αλήθειά σου· σε όλη την αλήθεια.
Αλλά πολλοί θέτουν το ερώτημα αυτό χωρίς να έχουν υπομονή και αρκετή σταθερότητα, ώστε να επιμείνουν στην εύρεση της αλήθειας· ούτε έχουν αρκετή ταπείνωση και ειλικρίνεια να την δεχτούν, όταν τη βρουν. Έτσι πολλοί ρωτούν τις συνειδήσεις τους: Ποιος είμαι; Τι έπραξα; Πού κατευθύνομαι;
Αλλά δεν έχουν το ενδιαφέρον και τον καιρό για να βρουν την απάντηση. Έτσι και ο Πιλάτος, μιλά σαν ένας άνθρωπος που ευχαριστιέται στη γελοιοποίηση κάθε θρησκείας. Για αυτό και ο Χριστός δεν του απαντά, αποφεύγοντας να βάλει «τα μαργαριτάρια μπροστά στα γουρούνια».
(2) Ο Πιλάτος είναι ήδη πεπεισμένος, ότι ο Ιησούς ήταν μεν ένας ονειροπόλος ή σοφός, όχι όμως και επαναστάτης. «Θέλει λοιπόν να τον αποσπάσει από την ορμή των Ιουδαίων. Για αυτό και βγήκε» (Χ).
(3) «Εγώ» αντιτίθεται στο υπονοούμενο Εσείς= Δεν ξέρω, τι λέτε εσείς. Εγώ… Η συνομιλία αυτή του Πιλάτου με τους Ιουδαίους γίνεται με πολλή ικανότητα. Πράγματι· προκειμένου να ζητήσει από αυτούς την απόλυση του Ιησού για τη γιορτή σύμφωνα με το έθος που επικρατούσε,
«δες, πώς συνετά ενεργεί. Διότι δεν είπε ότι, Επειδή αμάρτησε και είναι άξιος θανάτου, χαρίστε του τη ζωή λόγω της γιορτής· αλλά πρώτα αφού απάλλαξε αυτόν από κάθε κατηγορία, τότε με δύναμη διατυπώνει την αξίωση, και αν ακόμη δεν ήθελαν να τον αφήσουν ως αθώο, τουλάχιστον να του χαρίσουν τη ζωή, αν και είναι ένοχος, λόγω της γιορτής» (Χ).
(4) Αιτία, για την οποία κάποιος είναι άξιος ποινής· το έγκλημα, για το οποίο κάποιος κατηγορείται (G). Δες Ματθ. κζ 37,Μάρκ. ιε 26 και Γεν. δ 13,Παροιμ. κη 17.
(5) Το καθήκον λοιπόν του Πιλάτου ήταν να απολύσει τον Ιησού. Φοβούμενος όμως μήπως δυσαρεστήσει τους Ιουδαίους, οι οποίοι είχαν λόγους βάσιμους να κατηγορήσουν αυτόν στους προϊσταμένους του, αποφεύγει να προβεί σε μέτρα, τα οποία θα έκαναν τους εχθρούς του αδιάλλακτους. Το πρώτο από τα μέτρα αυτά δεν αφηγείται ο Ιωάννης. Και είναι αυτό η παραπομπή της υπόθεσης στον Ηρώδη, που εξιστορείται από το Λουκά (κγ 6-12) (g). Ο Πιλάτος διακηρύττει δημόσια και επισήμως την αθωότητα του Χριστού.
Έτσι διαπιστώνεται από τον ίδιο το δικαστή του, ότι μολονότι το συνέδριο των Ιουδαίων τον μεταχειρίστηκε ως κακοποιό, δεν ήταν για κανένα λόγο άξιος τέτοιας μεταχείρισης. Φαίνεται καθαρά ακόμη και ο λόγος του θανάτου του. Δεν θα πέθαινε για τις δικές του αμαρτίες όπως και ο ίδιος ο εκπρόσωπος της Ρώμης αναγνώριζε. Θα πέθαινε λοιπόν ως θυσία για τις δικές μας αμαρτίες και όπως και ο ίδιος ο αρχιερέας διακήρυξε, πέθαινε για χάρη όλου του λαού (Ιω. ια 50).
Αυτός «αμαρτία δεν έκανε, ούτε βρέθηκε δόλος στο στόμα του». Αλλά αυτό επιβαρύνει πολύ την ευθύνη των Ιουδαίων, οι οποίοι με τόση βιαιότητα τον καταδίωξαν. Δεν διέπραξε ποτέ αμαρτία, ούτε βρέθηκε ποτέ υπεύθυνος και της ελάχιστης ενοχής. Και όμως αυτοί τον καταδίωξαν ως κακοποιό και με λύσσα δίψασαν το αίμα του.
Ιω. 18,39 ἔστι δὲ συνήθεια ὑμῖν(1) ἵνα ἕνα ὑμῖν ἀπολύσω ἐν τῷ πάσχα· βούλεσθε(2) οὖν ὑμῖν ἀπολύσω τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων(3);
Ιω. 18,39 Υπάρχει όμως ένα έθιμον εις σας, να απολύω κάθε πάσχα ένα κατάδικον προς χάριν σας. Θέλετε, λοιπόν, εφέτος να απολύσω προς χάριν σας τον βασιλέα των Ιουδαίων;”
(1) Για την αρχή της συνήθειας αυτής, στην οποία αναφέρεται η εξιστορούμενη εδώ σκηνή, τίποτα άλλο δεν γνωρίζουμε παρά μόνο όσα οι ευαγγελιστές σημειώνουν για αυτήν. Δες Ματθ. κζ 15, Μάρκ. ιε 6,Λουκ. κγ 17. Φαίνεται, ότι πρόκειται για παλαιό προνόμιο, το οποίο ασκούσε ο ίδιος ο λαός κατά την εποχή της εθνικής του ανεξαρτησίας (g,β).
(2) Η διάκριση μεταξύ του βούλομαι και του θέλω συνίσταται ότι εκείνο μεν δηλώνει θέληση από ελεύθερη απόφαση, ενώ αυτό θέληση από διάθεση. Δες Ματθ. α 19 (G).
(3) «Ονομάζοντας τον Ιησού βασιλιά των Ιουδαίων, τους πειράζει αστειευόμενος και μαζί χαλαρώνει κάπως με το αστείο την οργή των λυσσασμένων, ταυτόχρονα όμως δείχνει και με μεγάλη μάλιστα σαφήνεια, ότι για αυτό βεβαίως ακριβώς το πράγμα κατηγορείται μάταια» (Κ).
«Και εμπαίζει τους Ιουδαίους, σαν να λέει τα εξής. Αυτόν που εσείς… λέτε αντάρτη και στασιαστή, αυτόν εγώ έχω την αξίωση να ελευθερωθεί, αφού είναι φανερό ότι δεν είναι τέτοιος» (Θφ).
Στην ονομασία αυτή κρύβεται όπως και στο στίχο 14 ειρωνεία. Αλλά ο σαρκασμός δεν απευθύνεται εναντίον του Ιησού, για τον οποίο ο Πιλάτος δοκιμάζει αίσθημα ενδιαφέροντος και σεβασμού, αλλά εναντίον των Ιουδαίων. Ο βασιλιάς τους! Να ο μόνος αντίπαλος, τον οποίον θα έχουν ποτέ να αντιτάξουν κατά του Καίσαρα! (g).
Εάν ο Πιλάτος είχε την εντιμότητα και το θάρρος, τα οποία αρμόζουν σε δικαστή, δεν θα εξίσωνε ποτέ αθώο πρόσωπο σαν τον Ιησού, με σεσημασμένο κακούργο. Εφόσον δεν βρήκε αιτία στον Ιησού, όφειλε να τον απολύσει. Αλλά ήθελε να εξοικονομήσει τα πράγματα ζητώντας να αρέσει και στις δύο πλευρές. Και διευθυνόταν από την κοσμική και ιδιοτελή φρόνηση μάλλον παρά από τη δικαιοσύνη και την ιδέα του καθήκοντος.
Ιω. 18,40 ἐκραύγασαν(1) οὖν πάλιν(2) πάντες λέγοντες· μὴ τοῦτον, ἀλλὰ τὸν Βαραββᾶν(3). ἦν δὲ ὁ Βαραββᾶς λῃστής(4).
Ιω. 18,40 Εκραύγασαν τότε όλοι λέγοντες• “μην απολύσης αυτόν, αλλά τον Βαραββάν”. Ήταν δε ο Βαραββάς, ληστής.
(1) Έβγαλαν φωνές δυνατές και άγριες (F). Οι Ματθαίος (κζ 20) και Μάρκος (ιε 11) μαρτυρούν ότι με υποκίνηση των ιερέων ο όχλος με κραυγή ζήτησε την απόλυση του Βαραββά. Ο Βαραββάς ήταν καταφρονητής της Ρώμης και ήταν για αυτό εύκολο στους αρχιερείς να πείσουν τον όχλο, να ζητήσει την απόλυση ενός ληστή πατριώτη και όχι του Ιησού ο οποίος είχε διαψεύσει τις εθνικιστικές βλέψεις των Ιουδαίων (τ).
(2) Μέχρι τώρα ο Ιωάννης δεν είπε κάτι για ανάμιξη του όχλου. Το «πάλιν» λοιπόν προκαλεί κάποια έκπληξη. Στις αφηγήσεις όμως των συνοπτικών (Μάρκ. ιε 8,Λουκ. κγ 5,10) γίνεται αναφορά τέτοιων φωνών. Και εδώ λοιπόν η αφήγηση του Ιωάννου εναρμονίζεται τελείως με αυτήν των προηγούμενών του ευαγγελιστών (g).
(3) Η λέξη έχει δύο ετυμολογίες, ή Βαρ-αββά (=Υιός του πατέρα) ή Βαρ-ραββάν (=Υιός του ραββίνου). Κατά την πρώτη ετυμολογία σημαίνει ή Υιός του πατέρα δηλαδή του Θεού ή πιθανότερο Υιός του πατέρα δηλαδή του ραββίνου. Με άρθρο= τον γνωστό Βαραββά. Ο Ωριγένης διαβλέπει μυστήριο στο γεγονός, ότι το όνομα και των δύο δέσμιων είναι ο υιός του Πατέρα (μ).
(4) Η λέξη ληστής σημαίνει γενικότερα «τον σκληρό και άγριο και ο οποίος δεν ήταν άμοιρος των εγκλημάτων του φόνου. Αποσαφηνίζει λοιπόν αυτό ο θεσπέσιος Πέτρος, λέγοντας στα πλήθη των Ιουδαίων: Εσείς όμως τον άγιο και δίκαιο τον αρνηθήκατε και ζητήσατε να σας χαριστεί άνδρας φονιάς» (Κ).
Δες Πράξ. γ 14. Η περιγραφή του Ιωάννη για τον Βαραββά, δυνατή στη συντομία της, παρέχει λαμπρό παράδειγμα της ειρωνείας του (β).
«Πω, πω, μιαρή γνώμη! Αυτούς μεν με τους οποίους έχουν τους ίδιους τρόπους, τούς ζητούν και τους υπεύθυνους τους αφήνουν ελεύθερους· ενώ τον ανεύθυνο τον προτρέπουν να τον τιμωρήσει· διότι αυτό το νόμο είχαν από την αρχή» (Χ).
Ο Βαραββάς ήταν παραβάτης του νόμου του Θεού. Και όμως προτίμησε αυτόν ο όχλος παρά εκείνον, ο οποίος ήλεγχε την υπερηφάνεια, την φιλαργυρία και την τυραννία των αρχιερέων και των πρεσβυτέρων. Αλλά ο Βαραββάς, παρόλο που ήταν ληστής, δεν επιζητούσε να αρπάξει την καθέδρα του Μωϋσή και για αυτό δεν ήταν μισητός στους αρχιερείς και τους Φαρισαίους.
Ο Ιησούς μαστιγώνεται & εμπαίζεται από τους στρατιώτες
Ιω. 19,1 Τότε οὖν(1) ἔλαβεν ὁ Πιλᾶτος(2) τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐμαστίγωσε(3).
Ιω. 19,1 Τότε, λοιπόν, ο Πιλάτος επήρε τον Ιησούν, και διέταξε και τον εμαστίγωσαν.
(1) Ο Πιλάτος επανήλθε ήδη στο βήμα του, για να απαγγείλει την απόλυση του Βαραββά. Τότε όμως έλαβε και το μήνυμα από τη γυναίκα του για το οποίο δες το Ματθ. κζ 19. Σύμφωνα με τους συνοπτικούς (Ματθ. κζ 26 και Μάρκ. ιε 15) η φραγγέλωση και ο εμπαιγμός συνδέεται με την απόφαση του θανάτου. Και κατά τον Ρωμαϊκό ποινικό κώδικα η φραγγέλωση προηγούνταν αναγκαστικά από την τιμωρία της σταύρωσης. Αυτό επίσης μαρτυρείται και από πλήθος χωρίων του Ιωσήπου και των παλαιών ιστορικών.
Αλλά εδώ τώρα γίνεται κάτι το παράδοξο. Ο Πιλάτος διατάσσει την φραγγέλωση, χωρίς να απαγγείλει την καταδικαστική απόφαση. «Τον μαστίγωσε ο Πιλάτος, θέλοντας ίσως να χαλαρώσει και να καταπραΰνει τον ιουδαϊκό ζήλο· επειδή δηλαδή με όλα τα προηγούμενα δεν κατόρθωσε να τον ελευθερώσει από αυτούς, θέλοντας να σταματήσει το κακό μέχρι εδώ, και τον μαστίγωσε και επέτρεψε να συμβούν τα όσα συνέβησαν… ώστε να καταπραΰνει την οργή τους. Για αυτό και οδήγησε αυτόν προς αυτούς φορώντας το στεφάνι, ώστε, βλέποντας την προσβολή που συνέβη σε αυτόν, να συνέλθουν λίγο από το πάθος τους και να αποβάλουν το δηλητήριο» (Χ).
Ελπίζει ο Πιλάτος με την ικανοποίηση αυτή, την οποία παρέχει στους εχθρούς του Ιησού, να κινήσει τον οίκτο των μετριότερων από αυτούς καθώς και τη συμπάθεια του όχλου ώστε να προλάβει την εσχάτη των ποινών (g).
(2) Υπάρχει και η γραφή λαβών… εμαστίγωσε. «Και αυτά τα αναφέρει με συντομία ο Ιωάννης επειδή εξιστορήθηκαν από τους άλλους, σπεύδοντας να αναγγείλει και εδώ αυτά που έχουν παραληφθεί» (Ζ). Παρόλο που συντομεύει αυτά που αναφέρουν οι άλλοι ευαγγελιστές, όμως συνδέει όλα τα ουσιώδη συμβάντα (ο).
(3) Πρόκειται για τη φραγγέλωση, η οποία, όπως γινόταν στους Ρωμαίους, ήταν ποινή τόσο σκληρή, ώστε συχνά ο κατάδικος πέθαινε σε αυτήν. Το μαστίγιο γινόταν από λεπτές ράβδους ή από δερμάτινα λουριά, στα άκρα των οποίων ήταν δεμένα τεμάχια οστού ή μολύβδου. Ο κατάδικος δεχόταν τα πλήγματα δεμένος σε μικρό πάσσαλο έτσι, ώστε να έχει σκυμμένο τον κορμό και τεντωμένο το δέρμα. Με τα πρώτα χτυπήματα το αίμα άρχιζε να ρέει, και μερικές φορές ακολουθούσε αμέσως και ο θάνατος (g).
Έτσι οι προφητείες των Γραφών εκπληρώθηκαν, που έλεγαν: «Παιδευτική τιμωρία έπεσε πάνω του για τη δική μας ειρήνη» (Ησ. νγ 5)· και έδωσε «την πλάτη του σε μαστίγωση» (Ησ. ν 6) και «στην πλάτη μου σφοροκοπούσαν οι αμαρτωλοί» (Ψαλμ. ρκη 3) και όσα αυτός ο ίδιος προείπε για το ότι επρόκειτο να παραδοθεί «στα έθνη για να τον εμπαίξουν και τον μαστιγώσουν» (Ματθ. κ 19,Μάρκ. ι 34,Λουκ. ιη 33). Μαστιγώθηκε σκληρά και «με την πληγή του θεραπευτήκαμε» (Α΄ Πέτρ. β 24).
Έτσι οι για το καθήκον μαστιγώσεις καθαγιάστηκαν και έγιναν με χαρά ευπρόσδεκτες στους ακόλουθους και μαθητές του, έτσι ώστε αυτοί χαίρονταν για αυτές. Δες Πράξ. ε 41 και ιστ 22,25. Έτσι και ο Παύλος χαιρόταν «με τις πληγές υπερβολικά» και «όταν μαστιγώθηκε πέντε φορές από τους Ιουδαίους με σαράντα παρά μία μαστιγώσεις» και «όταν ραβδίστηκε τρεις φορές» (Β΄ Κορ. ια 32-34).
Ιω. 19,2 καὶ οἱ στρατιῶται(1) πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν(2) ἐπέθηκαν αὐτοῦ τῇ κεφαλῇ, καὶ ἱμάτιον πορφυροῦν(3) περιέβαλον αὐτὸν(4)
Ιω. 19,2 Και οι στρατιώτες, έπλεξαν από αγκάθια στεφάνι και το έβαλαν στο κεφάλι του, και του φόρεσαν ένα κόκκινο μανδύαν.
(1) «Επειδή είπε ο Πιλάτος· Τον βασιλιά των Ιουδαίων, τον ντύνουν στη συνέχεια με ενδυμασία χλευασμού» (Χ). «Και τον εμπαίζουν λοιπόν ως βασιλιά» (Θφ). Οι στρατιώτες γελοιοποιούν τις Ιουδαϊκές μεσσιανικές αξιώσεις στο πρόσωπο εκείνου, ο οποίος παρουσιάζεται, ότι θέλησε να πραγματοποιήσει αυτές (g). Παίζουν με την ιδέα ότι ο ταλαίπωρος εκείνος δέσμιος αξίωνε ότι είναι βασιλιάς και οι σκληρές τους αστειότητες διευθύνονται μάλλον εναντίον των Ιουδαίων παρά εναντίον του Ιησού προσωπικά (β).
(2) Το ακανθώδες φυτό είναι πιθανώς το Lycium spinosum, το οποίο αυξάνει άφθονα γύρω από τα Ιεροσόλυμα και του οποίου το ευλύγιστο στέλεχος μπορεί εύκολα να πλεχθεί (g).
(3) Το εξωτερικό ένδυμα, το οποίο ρίχνεται πάνω στο χιτώνα· δες Ματθ. θ 20,Μάρκ. ε 27 Λουκ. η 44 (G). Ήταν ένας κοινός στρατιωτικός μανδύας, τον οποίο πήραν για να εξεικονίσει τώρα την βασιλική πορφύρα. Το αγκάθινο στεφάνι, το πορφυρό ιμάτιο, ο χαιρετισμός, όλη γενικά η διαπόμπευση αποτελούσαν παρωδία της Ιουδαϊκής βασιλείας (g).
(4) Αρκετοί μεγαλογράμματοι ανάμεσα στους οποίους και οι σιναϊτικός και βατικανός και 20 μικρογράμματοι κώδικες προσθέτουν εδώ τη φράση «Και ήρχοντο προς αυτόν»= Τον πλησίαζαν.
Ιω. 19,3 καὶ ἔλεγον(1)· χαῖρε(2) ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων· καὶ ἐδίδουν αὐτῷ ῥαπίσματα.
Ιω. 19,3 Και έλεγαν ειρωνικώς• “χαίρε, ο βασιλεύς των Ιουδαίων”. Και του κατέφεραν ραπίσματα.
(1) Αυθεντική γραφή: και ήρχοντο προς αυτόν και έλεγον. Περιγράφεται με αυτήν το προς τον Ιησού πλησίασμα των στρατιωτών με χλευαστικό σχήμα σεβασμού.
(2) Οι στρατιώτες έλεγαν Χαίρε, όπως θα έλεγαν και στον Καίσαρα (β). Ο Κύριος όμως «αν και γίνονταν τόσα πολλά και τέτοια στεκόταν σιωπώντας. Εσύ όμως όχι μόνο να ακούς αυτά, αλλά να τα έχεις συνεχώς και στη διάνοια και βλέποντας τον βασιλιά της οικουμένης και των αγγέλων όλων να χλευάζεται από τους στρατιώτες με λόγια, με πράξεις, και όλα να τα υπομένει με σιγή, να μιμείσαι αυτόν με τα έργα σου» (Χ).
Ο Κύριος σιωπά παρέχοντας σε μας παράδειγμα αήττητης υπομονής και θάρρους ανάμεσα στις μεγαλύτερες ταλαιπωρίες, τις οποίες θα συναντήσουμε στη ζωή μας, αλλά και παράδειγμα αγάπης Σωτήρα, ο οποίος όχι μόνο αποφασιστικά υφίσταται όλα αυτά, αλλά και εκούσια αναδέχεται αυτά χάριν της σωτηρίας μας.
Εκείνοι οι οποίοι υφίστανται ονειδισμούς και μάστιγες για την εμμονή τους στην πίστη και για την αγάπη τους προς το Χριστό, ας μην ντρέπονται και ας μην στενοχωρούνται, αλλά μάλλον ας δοξάζουν το Θεό, διότι έκανε αυτούς συμμέτοχους και κοινωνούς των παθημάτων του Χριστού. Ο Κύριος περιφρονώντας την ντροπή δοξάστηκε από τον Πατέρα του παίρνοντας όνομα το ανώτερο από κάθε όνομα. Έτσι και εμείς, εάν υφιστάμεθα ντροπή και ονειδισμούς για αυτόν.
Ιω. 19,4 ἐξῆλθεν(1) οὖν πάλιν(2) ἔξω(1) ὁ Πιλᾶτος καὶ λέγει αὐτοῖς· ἴδε ἄγω ὑμῖν αὐτὸν ἔξω, ἵνα γνῶτε ὅτι ἐν αὐτῷ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω(3).
Ιω. 19,4 εβγήκεν πάλιν έξω ο Πιλάτος από το πραιτώριον και λέγει στους Εβραίους• “ιδού, σας τον φέρνω έξω, δια να πεισθήτε και σεις, ότι εγώ δεν ευρίσκω εις αυτόν κανένα έγκλημα”.
(1) «Βγήκε από το πραιτώριο» (Ζ). Η φραγγέλωση είχε γίνει στην αυλή του πραιτωρίου. Πριν από αυτήν λοιπόν ο Πιλάτος είχε μπει στο πραιτώριο, για να διατάξει αυτήν. Όταν η φραγγέλωση τελείωσε, ο Πιλάτος βγαίνει με τον Ιησού, για να κάνει έκκληση στον οίκτο των Ιουδαίων.
(2) Πολλές φορές κατά τη διάρκεια αυτής της δίκης βγήκε για να συζητήσει με τους Ιουδαίους υπέρ του Ιησού. Δες Ιω. ιη 29,38,Λουκά κγ 13 (ο).
(3) «Είπε ότι τον μαστίγωσε άσκοπα, και υπόσχεται ότι θα τον παρουσιάσει και σε αυτούς, εικάζοντας ότι θα χορτάσει τελείως κατά κάποιο τρόπο την ατίθαση οργή τους με αυτό το τόσο ελεεινό θέαμα» (Κ). Ο Πιλάτος με αυτά θέλει να πει: Ε λοιπόν, πρέπει να το καταλάβετε· αρκετά τον τιμωρήσαμε. Συμφώνησα σε αυτό από συγκατάβαση προς εσάς. Δεν θα προβώ παραπέρα (g). Ο σιναϊτικός έχει τη γραφή: ίνα γνώτε, ότι αιτίαν ουχ ευρίσκω.
Ιω. 19,5 ἐξῆλθεν οὖν ὁ Ἰησοῦς ἔξω φορῶν τὸν ἀκάνθινον στέφανον καὶ τὸ πορφυροῦν ἱμάτιον(1), καὶ λέγει αὐτοῖς· ἴδε ὁ ἄνθρωπος(2)
Ιω. 19,5 Εβγήκε, λοιπόν, ο Ιησούς έξω, φορών τον ακάνθινον στέφανον και τον κόκκινον μανδύαν. Και λέγει εις αυτούς ο Πιλάτος• ιδού, ο άνθρωπος.
(1) «Έβγαλε αυτόν ντυμένο με τη στολή του χλευασμού, έτσι ώστε, αφού τον δουν μέσα σε τόση ατιμία, να χορτάσουν και να ντραπούν» (Ζ). «Παρουσίασε σε αυτούς τον Κύριο των πάντων καταβασανισμένο με ασέβεια και αφόρητα εξυβρισμένο από τους εμπαιγμούς των στρατιωτών, πιστεύοντας ότι θα χορταστεί κάπως και θα σταματήσει πλέον ο ασυγκράτητος θυμός των Ιουδαίων και από μόνο το τόσο οικτρότατο και ατιμότατο θέαμα» (Κ).
Ο Ιησούς βγήκε έξω αναμφίβολα ασθενής και ωχρός μετά τη φραγγέλωση, φορώντας τα εμπαικτικά εμβλήματα του βασιλιά, τα οποία εξακολουθούσε πιθανώς να φέρει μέχρι τη στιγμή κατά την οποία ο Πιλάτος τον παρέδωσε να σταυρωθεί. Δες σ. 15 και Μάτθ. κζ 31 (β).
(2) «Ο άνθρωπος, είπε, από συμπάθεια, ώστε και αυτοί να δείξουν συμπάθεια» (Ζ). Στην έκφραση: Ίδε ο άνθρωπος κρύβεται ένα μίγμα σεβασμού και οίκτου για τον Ιησού και κάποιος πικρός σαρκασμός για τον παράλογο ρόλο, τον οποίο οι Ιουδαίοι τού απέδωσαν: Ιδού το άθλιο ον εναντίον του οποίου πέσατε με μανία (g).
Δες πώς το σώμα του καταπληγώθηκε από τη φραγγέλωση και τα πλήγματα των στρατιωτών. Δεν είναι αρκετή τιμωρία αυτή; Φοβάστε ακόμη την επιρροή του στο λαό μετά τον τέτοιο δημόσιο εξευτελισμό του; (ο).
Ίδε ο άνθρωπος. Στα χείλη του Πιλάτου οι λέξεις σημαίνουν: Δες το πτωχό πλάσμα. Και έτσι οι Ιουδαίοι αντιλήφθηκαν την έννοιά τους. Αλλά για μας ακούγοντας αυτές διαμέσου των αιώνων, παίρνουν άλλη σημασία. Δείτε στη ζωή του την τέλεια υπακοή και αγάπη που έχει μέσα του, δείτε το θάρρος με το οποίο υπομένει ό,τι χείριστο το μίσος μπορεί να διαπράξει εναντίον ασθενούς και ανυπεράσπιστου ανθρώπου. Δείτε με ποια αναμαρτησία δείχνεται ήρεμος. Σε αυτόν δείτε την αγάπη την αμείωτη από την εγκατάλειψη των φίλων και από την περιφρόνηση και τους κολαφισμούς των εχθρών. Δείτε τον άνθρωπο που εκπληρώνει τον αληθινό προορισμό του και που δείχνεται αήττητος ανάμεσα σε όλες τις δυσμενείς περιστάσεις, οι οποίες τον περικυκλώνουν.
Δείτε τον Ιησού που είναι λίγο κατώτερος από τους αγγέλους λόγω του παθήματος του θανάτου, να είναι στεφανωμένος με δόξα και τιμή. Όπως άλλοτε τα ζώα που οδηγούνταν προς τη θυσία στεφανώνονταν, έτσι και ο Ιησούς οδηγούμενος στο Σταυρό έχει στεφανωθεί με τα αγκάθια της δόξας και της τιμής (τ).
Ιω. 19,6 ὅτε οὖν εἶδον(1) αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ὑπηρέται(2), ἐκραύγασαν λέγοντες· σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος(3)· λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς(4) καὶ σταυρώσατε(5)· ἐγὼ γὰρ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν(6).
Ιω. 19,6 Όταν όμως τον είδαν οι αρχιερείς και οι υπηρέται του συνεδρίου, εφώναξαν δυνατά με μανίαν λέγοντες• “σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον”. Τους απήντησε ο Πιλάτος• “πάρτε τον σεις και σταυρώστε τον, διότι εγώ δεν ευρίσκω καμίαν ενοχή”.
(1) «Σαν ανήμερα σκυλιά και μόνο που τον είδαν με μανία γαύγισαν εναντίον του· σαν άγρια θηρία σαρκοφάγα, όταν αισθάνθηκαν το θήραμα, έτρεξαν αμέσως πάνω του» (Ζ).
Ο Πιλάτος επιθυμούσε να κινήσει τη συμπάθειά τους, αλλά αντί για αυτό αυξάνει τη σκληρότητά τους (b).
(2) Δεν αναφέρεται εδώ ο λαός, αλλά της κατακραυγής είναι αρχηγοί οι αρχιερείς και οι υπηρέτες.
«Όταν το πλήθος που έμοιαζε με αγέλη έστω λοιπόν και μέτρια κοκκίνισε από ντροπή για αυτά που έγιναν εναντίον του Χριστού… αυτοί (οι αρχιερείς) και πρώτοι αρχίζουν την κατηγορία με φωνές και διεγείρουν ξανά το θυμό του λαού που διοικούσαν σε ασυνήθιστες αγριότητες» (Κ).
Με βιαιότητα και μανία κράζουν αυτοί Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν. Δεν οφείλουμε άραγε αντίθετα και εμείς με ζήλο και αφοσίωση στο όνομά του ακολουθώντας σταθερά αυτόν να φωνάζουμε Στεφάνωσον, στεφάνωσον αυτόν; Αύξησαν εκείνοι αδιάλλακτο το μίσος τους εναντίον του. Δεν πρέπει και εμείς να θερμαίνουμε ολοένα την αγάπη μας προς αυτόν και προς την βασιλεία του;
(3) Μετά την ειδοποίηση της γυναίκας του στο Μάτθ. κζ 19, και μετά τις άλλες παρατηρήσεις, στις οποίες οδήγησε αυτόν η διεξαγωγή της δίκης, ο Πιλάτος επιθυμούσε να απαλλαγεί από κάθε ευθύνη ή συμμετοχή στην υπόθεση αυτή (ο).
(4) «Εσείς, λέει, οι άδικοι» (Ζ). Η έννοια των λόγων αυτών: Σταυρώστε τον, αφού το θέλετε. Σας αφήνω ελεύθερους. Εγώ όμως δεν μπορώ να συμμετέχω σε μία τέτοια θανατική εκτέλεση (g). Παραπάνω (ιη 31) λέγοντας σχεδόν τα ίδια αντέταξε ο Πιλάτος άρνηση αρκετά έντονη να επικυρώσει την απόφαση του Ιουδαϊκού συνεδρίου. Τώρα τα λόγια του έχουν μέσα τους μία ασθενή διαμαρτυρία. Πάντως δεν παραλείπει να μαρτυρήσει για την αθωότητα του Ιησού (F).
«Είναι μεν μαλθακός ο Πιλάτος, όχι όμως κακοήθης όπως οι Ιουδαίοι» (Θφ).
(5) «Παραχωρεί σε αυτούς την εξουσία, δυσανασχετώντας για τη βία και αναισχυντία τους» (Ζ). Παρόλο όμως που ο Πιλάτος τους άφησε ελεύθερους να τον σταυρώσουν, οι Ιουδαίοι δεν ήταν δυνατόν ούτε καν να σκεφτούν να χρησιμοποιήσουν αυτήν την ελευθερία. Διότι αν ο λαός απαλλασσόταν από το φόβο τον οποίο ενέπνεε σε αυτόν η Ρωμαϊκή εξουσία, ήταν επόμενο αιφνίδια να κινηθεί σε αντίδραση και οι οπαδοί του Ιησού να στραφούν βίαια εναντίον τους συμπαρασύροντας και τις μάζες του λαού (g).
(6) Η ίδια φράση και στο ιη 38 όπως και στο ιθ 4 με ελαφρές διαφορές. Ο Ιωάννης, όπως και ο Λουκάς (κγ 4,14,22) ιδιαιτέρως προσέχει, να αναφέρει, ότι ο Πιλάτος τρεις φορές διακήρυξε την πεποίθησή του για την αθωότητα του Ιησού (β).
«Δες όμως και τη θεία οικονομία, πώς εκείνοι μεν σε περισσότερα δικαστήρια παρέδιδαν τον Κύριο, ώστε να σπιλώσουν αυτόν και να καταστρέψουν τη δόξα του, η ύβρη όμως επιστρέφει στα κεφάλια τους. Διότι από εδώ αποδεικνύεται περισσότερο ακατηγόρητος, αφού εξεταζόταν το πράγμα ακριβέστερα. Πόσες φορές λοιπόν ο Πιλάτος ομολόγησε ότι δεν βρίσκει σε αυτόν τίποτα άξιο θανάτου!» (Θφ).
Ο Πιλάτος όμως όφειλε να προστατεύσει τον δέσμιο από τις ύβρεις και επιθέσεις τους. Για ποιον άλλο λόγο περιστοιχιζόταν από οπλισμένους στρατιώτες παρά για να προστατεύσει τον αδικούμενο; Οι φύλακες και φρουροί των κυβερνητών πρέπει να είναι φρουροί και φύλακες της δικαιοσύνης. Αλλά ο Πιλάτος δεν είχε το θάρρος να ενεργήσει σύμφωνα με τη συνείδησή του. Και η ανανδρία του τον έμπλεξε σε παγίδα.
Ιω. 19,7 ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι(1)· ἡμεῖς νόμον ἔχομεν(2), καὶ κατὰ τὸν νόμον ἡμῶν ὀφείλει ἀποθανεῖν(3), ὅτι ἑαυτὸν Θεοῦ(4) υἱὸν ἐποίησεν(5).
Ιω. 19,7 Του απήντησαν οι Ιουδαίοι• “ημείς έχομεν νόμον, και σύμφωνα με τον νόμο μας πρέπει αυτός να πεθάνη, διότι έκαμε τον εαυτόν του Υιόν Θεού”.
(1) Παίρνοντας θάρρος από την υποχωρητικότητα του Πιλάτου αντιτάσσουν στο δικό του «Εγώ» το «εμείς» (F).
«Επειδή αποδείχτηκε μη ισχύουσα η συκοφαντία που έφτιαξαν αυτοί στην αρχή και… αφού δεν αποδείχτηκε ουδεμία ανταρσία εναντίον της εξουσίας του Καίσαρα… και επειδή ο Πιλάτος ως προς αυτά δίκαζε με τρόπο κατάλληλο και αδέκαστο και έλεγε ξεκάθαρα ότι δεν βρίσκει καμία αιτία κατηγορίας σε αυτόν, μετακινούνται τελείως σε κάτι άλλο αυτοί που τα τολμούν όλα» (Κ), και «πήδηξαν σε άλλη κατηγορία από αδιέξοδο» (Ζ).
(2) Οι κατήγοροι του Ιησού υπενθυμίζουν στον Πιλάτο την πράξη της Ρώμης του να σέβεται τους νόμους και τις συνήθειες των λαών που κατακτά.
(3) «Και ποιός είναι ο νόμος; Αυτός που απείλησε τιμωρία σε αυτούς που βλασφημούν… όπου λέει ο Θεός καθαρά [στο Λευϊτ. κδ 15,16]. Άνθρωπος… που ονομάζει το όνομα του Κυρίου θα θανατώνεται» (Κ).
Η πρώτη κατηγορία είχε προσλάβει μορφή πολιτική, η δεύτερη αυτή έχει παρθεί από το θρησκευτικό πεδίο (F).
«Πιο πάνω τον κατηγορούσαν ότι έκανε τον εαυτό του βασιλιά· τώρα επειδή εκείνο ελέγχθηκε ως ψευδές, τον κατηγορούν ότι κάνει τον εαυτό του Υιό του Θεού» (Θφ).
Πάντως όμως σύμφωνα με το νόμο οι μάρτυρες όφειλαν να ρίξουν την πρώτη πέτρα (Δευτερ. ιζ 7), αυτοί όμως που μαρτύρησαν για τη βλασφημία του Ιησού δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους (Μάρκ. ιδ 56). Γι αυτό το Συνέδριο στην εδώ ειδική περίπτωση επιζητούσε να έχει συνυπεύθυνο και τον Πιλάτο (β).
Επιμένουν ότι πρέπει να θανατωθεί με θάνατο σταυρικό και όχι με λιθοβολισμό, ο οποίος ήταν η από το νόμο επιβαλλόμενη ποινή κατά της βλασφημίας. Εφόσον όμως δεν επιτρεπόταν από το νόμο τους να επαγάγουν ως ποινή τη σταύρωση και εφόσον ο Πιλάτος δεν επέτρεπε να επιβάλουν την από το νόμο οριζόμενη ποινή, επιμένουν στην αίτησή τους, ο Πιλάτος να διατάξει και να εκτελέσει τον θάνατο του κατηγορουμένου (χ).
(4) «Υιό Θεού γνήσιο» (Ζ). Ο τίτλος αυτός πρέπει να θεωρηθεί με την κύρια έννοιά του. Δες Ιω. ε 18,ι 33,36 (F).
(5) Έδωσε αυτός στον εαυτό του τον τίτλο αυτόν· αξίωσε ότι είναι Υιός του Θεού (ο). Ήταν ψευδές ότι έκανε τον εαυτό του Υιό του Θεού, διότι πραγματικά και αληθινά ήταν Υιός του Θεού. Όφειλαν λοιπόν αυτοί να εξετάσουν τις αποδείξεις που έφερνε ο Ιησούς και να καταλήξουν σε αμερόληπτο συμπέρασμα. Εάν έλεγε, ότι είναι Υιός του Θεού και αποσκοπούσε να μην απομακρύνει το λαό από τον αληθινό Θεό, αλλά να οδηγήσει αυτόν σε αυτόν· και εάν βεβαίωνε την αποστολή του και τη διδασκαλία του με θαύματα αναντίλεκτα και αδιαμφισβήτητα, ήταν υποχρεωμένοι από το νόμο τους να υπακούσουν σε αυτόν κατά την ξεκάθαρη παραγγελία του Μωϋσή (Δευτερ. ιη 18,19).
Ό,τι θα ήταν για αυτούς τιμή και καύχημα και μπορούσε να συντελέσει στην ευτυχία τους, εάν αυτοί δεν ενέμεναν στο σκοτισμό τους, το θεωρούν ως έγκλημα, για το οποίο πρέπει να επιβληθεί θάνατος. Παρόλ’ αυτά εάν όφειλε να πεθάνει κατά το νόμο, δεν έπρεπε να σταυρωθεί, διότι ο σταυρικός θάνατος δεν επιβαλλόταν από το νόμο τους.
Ιω. 19,8 Ὅτε οὖν ἤκουσεν ὁ Πιλᾶτος τοῦτον τὸν λόγον(1), μᾶλλον(2) ἐφοβήθη(3),
Ιω. 19,8 Ο Πιλάτος, όταν ήκουσε τα λόγια αυτά των Εβραίων, εφοβήθη ακόμη περισσότερον.
(1) Δηλαδή ότι έκανε τον εαυτό του Υιό του Θεού.
«Επειδή δεν του φάνηκε απίστευτο… ότι ενώ είναι άνθρωπος, μπορεί να είναι γιος Θεού, δέχεται… την σχετικά με αυτό αντίληψη και πίστη όχι από τα ιερά γράμματα, αλλά από πλάνη Ελληνική. Διότι οι μύθοι των Ελλήνων αποκαλούν ημίθεους και παιδιά θεών πολλούς. Αλλά και οι Ρωμαίοι πάλι δείχνοντας πάντα μεγαλύτερη δεισιδαιμονία ως προς αυτά, χάριζαν την ονομασία του θεού στους πιο ένδοξους από τους βασιλιάδες τους» (Κ).
Ο Πιλάτος λίγο ή καθόλου σεβόταν τον Ιουδαϊκό νόμο, τον οποίο αναμφίβολα θεωρούσε, ως βάρβαρο κώδικα αξιοκαταφρόνητου έθνους. Αλλά όπως οι περισσότεροι από τους ειδωλολάτρες είχε δεισιδαίμονα φόβο του υπερφυσικού. Ο δέσμιος αυτός με την αδιατάρακτη γαλήνη του και τους λόγους του για βασιλεία της αλήθειας δεν μπορεί να είναι κάποιος φανατικός. Είναι όμως δυνατόν κάτι το υπερφυσικό και μυστηριώδες να τον περιβάλλει. Είναι δυνατόν να είναι υιός κάποιου θεού. Και ο Πιλάτος δεν είχε ανάγκη να κινήσει εναντίον του την εχθρότητα κάποιου τοπικού θεού (τ).
Οι εθνικοί είχαν κάποιες μυθικές παραδόσεις για ενσαρκώσεις θεοτήτων που εμφανίζονταν κάποιες φορές σε κοινά και συνηθισμένα περιστατικά, και έφερναν συμφορές σε μερικούς, οι οποίοι δεν απέδιδαν σε αυτές τον οφειλόμενο σεβασμό. Ο Πιλάτος λοιπόν φοβάται, μήπως βρίσκεται ήδη μπροστά σε κάποια τέτοια περίπτωση.
(2) Περισσότερο από όσο είχε φοβηθεί πριν (β). Ο Πιλάτος είχε ακούσει να γίνεται λόγος για τα θαύματα του Ιησού, για τον ανώτερο και μυστηριώδη χαρακτήρα του, για τη διδασκαλία του και τη διαγωγή του. Πριν λίγο είχε πάρει και το παράδοξο μήνυμα της συζύγου του. Αλλά και ο Ιησούς ο ίδιος προκαλούσε σε αυτόν εντύπωση, την οποία ουδέποτε άλλοτε από κάποιον άλλον είχε αποκομίσει ο Πιλάτος. Ακούγοντας λοιπόν τώρα ότι έκανε τον εαυτό του Υιό του Θεού, διερωτάται μήπως όλα αυτά εξηγούνται από τον τίτλο αυτόν (g).
«Φοβάται ακούγοντας ότι έκανε τον εαυτό του Υιό του Θεού και φοβάται μήπως είναι αλήθεια το λεγόμενο» (Χ), «μήπως αληθινά είναι Θεός και τον εξολοθρεύσει αφού υβρίζεται έτσι από αυτόν» (Ζ). «Ο Πιλάτος ακούγοντας έναν απλό λόγο μόνο, ότι είναι Υιός του Θεού, φοβάται. Αυτοί όμως αν και είδαν θεία έργα» (Θφ), «δεν έφριξαν, αλλά τον φονεύουν, για αυτά για τα οποία έπρεπε να τον προσκυνούν» (Χ).
Ιω. 19,9 καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν καὶ λέγει τῷ Ἰησοῦ· πόθεν εἶ σύ(1); ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπόκρισιν οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ(2).
Ιω. 19,9 Και εισήλθεν πάλιν στο πραιτώριον και λέγει στον Ιησούν• “από που είσαι συ;” Ο Ιησούς όμως δεν του έδωσε απάντησιν.
(1) «Ρωτά αυτόν, όχι έτσι, όπως πριν· Τι έκανες, αλλά Ποιος είσαι εσύ; Διότι τότε μεν, επειδή κατηγορούνταν ότι κυνηγά τη βασιλεία, εύλογα ρωτά· Τι έκανες; Τώρα όμως επειδή τον συκοφαντούν ότι κάνει τον εαυτό του Υιό του Θεού, ρωτά από πού είσαι εσύ;» (Θφ). «Ταρασσόμενος από το φόβο, κάνει την εξέταση» (Χ).
Η ερώτηση δεν μπορεί να αναφέρεται στην επίγεια καταγωγή του Ιησού. Ο Πιλάτος γνωρίζει καλά ότι ο Ιησούς είναι Γαλιλαίος (Λουκ. κγ 6,7). Η έννοια είναι βεβαίως: Είσαι από τη γη ή από τον ουρανό; (g).
(2) «Διότι, αυτό που ζητούσε να μάθει, το έμαθε, όταν άκουσε ότι η βασιλεία η δική μου δεν είναι από αυτόν τον κόσμο. Και όπως ακριβώς τότε αφού έδειξε την εξουσία του με μαλακό τρόπο, τίποτα δεν ωφέλησε, έτσι ούτε τώρα επρόκειτο να ωφελήσει, αφού ήταν άνανδρος και φοβητσιάρης» (Ζ).
«Διότι αυτός που άκουσε ότι για αυτό γεννήθηκα και για αυτό ήλθα και ότι η βασιλεία μου δεν είναι από εδώ, και ενώ όφειλε να αντισταθεί και να τον ελευθερώσει, αυτό μεν δεν το έκανε, αλλά ακολούθησε την Ιουδαϊκή ορμή» (Χ).
«Φαίνεται τελείως ο Πιλάτος ότι δεν είναι κάποιος σταθερός, αλλά και πάρα πολύ ταράσσεται από τα τυχόντα φόβητρα. Διότι πράγματι και τους Ιουδαίους φοβόταν, και τον Ιησού ως Υιό του Θεού έφριττε» (Θφ).
Ο Πιλάτος γνώριζε ήδη αρκετά για τον Ιησού ώστε να απολύσει αυτόν. Τον είχε κηρύξει επανειλημμένως αθώο. Αυτό θα έπρεπε να είναι αρκετό για τον Πιλάτο. Ό,τι περισσότερο ήθελε να μάθει δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του. Εάν δεν τον απελευθέρωνε ως άνθρωπο αθώο, άξιζε να τον σταυρώσει ως Υιό του Θεού. Άλλωστε η σιωπή του Ιησού ήταν απάντηση. Εάν η αξίωση, για την οποία οι Ιουδαίοι κατηγορούσαν τον Ιησού δεν ήταν βάσιμη, δεν θα παρέλειπε να διαψεύσει αυτήν (g).
«Συγκρίνοντας τις αφηγήσεις όλων των ευαγγελιστών βρίσκουμε, ότι η σιωπή αυτή εκ μέρους του Κυρίου μας Ιησού Χριστού σημειώθηκε περισσότερες από μία φορές τόσο ενώπιον των αρχιερέων, όσο και ενώπιον του Ηρώδη, στον οποίο κατά τον Λουκά ο Πιλάτος έστειλε αυτόν, όσο και ενώπιον του ίδιου του Πιλάτου [Ματθ. κστ 63,κζ 14,Μάρκ. ιδ 61,ιε 5, Λουκ. κγ 7-9,Ιω. ιθ 9]. Έτσι όχι μάταια προηγήθηκε από αυτόν η προφητεία: Σαν αμνός άφωνος εναντίον αυτού που τον κουρεύει, έτσι δεν ανοίγει το στόμα του [Ησ. νγ 7]… Δεν άνοιγε το στόμα του σαν αμνός… δηλαδή όχι σαν κάποιος που έχει συνείδηση που τον κατηγορεί, πεπεισμένος για τις αμαρτίες του, αλλά σαν κάποιος, ο οποίος μέσα στην πραότητά του θυσιάστηκε για τις αμαρτίες των άλλων» (Αυ).
Η σιωπή του Κυρίου δεν ήταν σιωπή περιφρόνησης προς το δικαστήριό του ούτε ήταν σιωπή από ανάγκη, επειδή ο Κύριος δεν είχε τι να πει. Ήταν σιωπή υπομονής, ώστε η Γραφή να εκπληρωθεί, που έλεγε «σαν αμνός ακηλίδωτος απέναντι σε αυτόν που τον κουρεύει άφωνος, έτσι δεν ανοίγει το στόμα του» (Ησ. νγ 7). Η σιωπή μιλούσε μεγαλόφωνα για την υποταγή του Κυρίου στον Πατέρα του, του οποίου η θέληση ήταν να υποστεί τον θάνατο που ερχόταν σε αυτόν.
Σιωπά διότι δεν ήθελε να αποτρέψει το πάθημά του. Εάν τώρα ομολογούσε ότι είναι Θεός, όπως ομολόγησε τον εαυτό του βασιλιά, ήταν πιθανόν ο Πιλάτος να αποτρέψει την καταδίκη του. Διότι οι Ρωμαίοι, παρόλο που έσυραν στους θριάμβους τους τούς βασιλιάδες των εθνών που κατακτούσαν, στέκονταν έντρομοι μπροστά στους θεούς τους. Όπως λέει και ο θείος Παύλος: «Διότι αν ήξεραν, δεν θα σταύρωναν τον Κύριο της δόξας» (Α΄ Κορ. β 8). Και τότε πώς θα σωζόταν η ανθρωπότητα;
Αλλά ήταν και σιωπή φρόνησης και σύνεσης. Όταν ο αρχιερέας τον ρώτησε: Είσαι γιος του Ευλογητού; Απάντησε: Εσύ το είπες, διότι αυτός και το συνέδριο κατείχαν τις Γραφές, οι οποίες μιλούσαν για τον Μεσσία. Αλλά όταν ο Πιλάτος απηύθυνε προς αυτόν το ίδιο ερώτημα, επειδή αυτός δεν είχε καμία ιδέα περί Μεσσίου και για το ποια θα ήταν η αληθινή έννοια της απάντησης στο ερώτημα, αποφεύγει να απαντήσει, αφού το κεφάλι του Πιλάτου ήταν γεμάτο από την ειδωλολατρική θεογονία και από τους μύθους για θεούς που παντρεύονται με γυναίκες. Πώς θα μπορούσε αυτός να καταλάβει τη σχέση του Ιησού με τον ουράνιο Πατέρα του;
Ιω. 19,10 λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· ἐμοὶ οὐ λαλεῖς(1); οὐκ οἶδας ὅτι ἐξουσίαν ἔχω(2) σταυρῶσαί σε καὶ ἐξουσίαν ἔχω(2) ἀπολῦσαί σε(3);
Ιω. 19,10 Λέγει τότε εις αυτόν ο Πιλάτος• “εις εμέ δεν ομιλείς; Δεν ξέρεις ότι έχω εξουσία να σε σταυρώσω και εξουσία έχω να σε αφήσω ελεύθερον;”
(1) Η αντωνυμία μπαίνει μπροστά με έμφαση. Αυτό ειπώθηκε με αυστηρότητα (b). «Νόμισε ο Πιλάτος ότι η σιωπή ήταν έργο αναίδειας… Τον κατηγορεί λοιπόν ως προσβεβλημένος με σιωπή ακατάλληλη» (Κ).
(2) Με έμφαση και η επανάληψη της φράσης. «Επειδή θύμωσε διότι ούτε σε αυτόν… απάντησε, απείλησε λοιπόν με την εξουσία του» (Ζ) και «σαν ακριβώς ένα ραβδί, σηκώνει απειλητικά εναντίον του την εξουσία από το αξίωμα» (Κ).
Το ότι ο Πιλάτος μιλά για εξουσία και όχι για δικαιοσύνη, υπονοεί, ότι θεωρούσε τον Ιησού αθώο (μ). Ο Πιλάτος ξεχωρίζει τον εαυτό του και καυχιέται για την εξουσία του. Αυτοί που διαχειρίζονται εξουσία υπόκεινται σε υπερηφάνεια και αλαζονεία, τόσο μεγαλύτερη, όσο περισσότερο ανεξέλεγκτη και αυθαίρετη μπορεί να είναι η χρήση της.
Ο Πιλάτος εδώ παρασυρόμενος από την υπερηφάνεια του αυτή καταντά σε παράλογη αδικία φρονώντας, ότι είχε εξουσία να σταυρώσει εκείνον, τον οποίο είχε κηρύξει δημόσια αθώο. Κανείς ηγεμόνας ή άρχοντας δεν έχει εξουσία να διαπράττει αδικίες χρησιμοποιώντας την δύναμη, την οποία το αξίωμά του παρέχει σε αυτόν. Εκείνο μόνο δικαιούμαστε να πράττουμε, το οποίο με δικαιοσύνη μπορούμε να πράττουμε.
(3) «Βλέπεις πώς προκαταδίκασε τον εαυτό του; Διότι, εάν από σένα [Πιλάτε] εξαρτάται το παν, για ποιο λόγο δεν τον ελευθερώνεις αφού δεν βρήκες καμία κατηγορία;» (Χ).
Αρκετοί κώδικες γράφουν πρώτα το ἀπολῦσαί σε και έπειτα το σταυρῶσαί σε.
Ιω. 19,11 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς(1)· οὐκ εἶχες ἐξουσίαν(2) οὐδεμίαν κατ᾿ ἐμοῦ, εἰ μὴ ἦν σοι δεδομένον ἄνωθεν(3)· διὰ τοῦτο(4) ὁ παραδιδούς μέ σοι(5) μείζονα ἁμαρτίαν ἔχει(6).
Ιω. 19,11 Απήντησεν ο Ιησούς• “Δεν θα είχες καμίαν εξουσίαν εναντίον μου, εάν το δικαστικόν αξίωμα που κατέχεις σήμερα, δεν σου ήτο δοσμένο από τον Θεόν. Δι' αυτό ο Καϊάφας και το συνέδριον των Εβραίων, που από φθόνον με παρέδωκαν εις τα χέρια σου, έχουν μεγαλυτέραν ενοχήν από σε”.
(1) «Εδώ, βλέπετε, απάντησε. Αλλά και οπουδήποτε δεν απάντησε, έπραξε αυτό όχι ως ένοχος, αλλά ως αμνός δηλαδή με απλότητα και αθωότητα δεν άνοιγε το στόμα του. Όπου λοιπόν δεν έδινε απόκριση, ήταν σιωπηλός σαν πρόβατο· όπου όμως απαντούσε, δίδασκε ως Ποιμένας» (Αυ).
(2) Υπάρχει και η γραφή Ουκ έχεις. «Χαμηλώνοντας το φρόνημά του και την αλαζονεία, λέει· Δεν θα είχες εξουσία…» (Χ). Ορθώνει ήδη το ανάστημά του και ο Ιησούς και βάζει τον εαυτό του κριτή του κριτή του ή μάλλον όλων των κριτών του και σαν να καθόταν ήδη και αυτός πάνω στο δικαστικό του βήμα ζυγίζει στην αλάνθαστη ζυγαριά του και τον Πιλάτο και το συνέδριο (g).
(3) Ή λέγεται γενικά και εκφράζεται και εδώ ή ίδια αλήθεια, η οποία με άλλες λέξεις ειπώθηκε και από τον Παύλο στο Ρωμ. ιγ 1-2 (β)· η μετοχή (δεδομένον) εκφέρεται σε ουδέτερο γένος για να δηλώσει γενικώς κάθε είδος δύναμης και εξουσίας (ο). Ήταν δοσμένο στον Πιλάτο να έχει εξουσία (b).
Ή, λέγεται ειδικά για την περίπτωση της καταδίκης και σταύρωσης του Κυρίου και δηλώνει ότι «πάσχει σύμφωνα με κάποιο πιο θεϊκό σχέδιο» (Ζ), «διότι το «δεδομένον» εδώ σημαίνει ότι έχει επιτραπεί» (Χ).
«Λέει ότι η εξουσία δόθηκε στον Πιλάτο από τον ουρανό, εννοώντας όχι ότι ο Θεός και Πατέρας προξένησε το σταυρικό πάθος στον υιό του χωρίς αυτός να το θέλει, αλλά εννοεί ότι ο ίδιος ο Μονογενής από τη μία παρέδωσε τον εαυτό του στο να πάθει για χάρη μας, ο Πατέρας από την άλλη άφησε να εκπληρωθεί το μυστήριο σχετικά με αυτόν. Επομένως λοιπόν δόσιμο σε αυτά τα λόγια σαφώς εννοείται και λέγεται η συμφωνία από τον Πατέρα και ότι αυτός το επέτρεψε, αλλά και η ίδια η θέληση του Υιού» (Κ). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
Όταν ο Πιλάτος χρησιμοποιούσε την εξουσία του, ο Κύριος σιωπηλά υποτασσόταν σε αυτήν. Αλλά όταν ορθώθηκε υπερήφανος πάνω σε αυτήν, ο Κύριος τον ανακαλεί στην τάξη υπενθυμίζοντας σε αυτόν, ότι η εξουσία του έχει δοθεί σε αυτόν από ψηλά. Είναι λοιπόν και αυτού και κάθε άρχοντα η εξουσία περιορισμένη, διότι δεν μπορεί αυτός να χρησιμοποιεί αυτήν παρά μόνο σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
Δεν μπορεί αυτός που έχει την εξουσία να προχωρεί πέρα από εκείνο, το οποίο ορίζεται από το νόμο του Θεού. Οι τύραννοι και οι εξουσιαστές ας μη λησμονούν, ότι υπάρχει άλλος υψηλότερος και δυνατότερος από αυτούς, προς τον οποίο πρόκειται να λογοδοτήσουν. Και οι καταπιεζόμενοι ας κατασιγάζουν τους γογγυσμούς τους μη λησμονώντας ότι υπάρχει Θεός· και ας παρηγορούνται σκεπτόμενοι, ότι οι διώκτες τους δεν μπορούν να πράξουν εναντίον τους παρά μόνο ό,τι η θεία Πρόνοια τούς επιτρέψει.
(4) Δηλαδή, επειδή η εξουσία σου πάνω μου είναι δοσμένη σε σένα από ψηλά, για αυτό…
(5) Δηλαδή τα μέλη του συνεδρίου (ιη 30,35, δες Ματθ. κζ 2, Πράξ. γ 13) μαζί με τον Καϊάφα ως αρχηγό τους (β). Υπάρχει και η γραφή παραδούς αντί για παραδιδούς.
(6) «Για να μη νομίσει, ακούγοντας, «Εάν δεν ήταν δοσμένο σε σένα», ότι απαλλάχτηκε από κάθε κατηγορία, για αυτό είπε· Μεγαλύτερη αμαρτία έχει αυτός που με παρέδωσε σε σένα» (Χ). «Δεν είσαι ελεύθερος από αμαρτία, αν και είναι μικρότερη η δική σου από αυτήν εκείνων που με παρέδωσαν σε σένα» (Ζ). Γιατί;
Ή «για αυτό» δηλαδή αυτός που με παρέδωσε σε σένα είναι περισσότερο ένοχος από τους δύο, διότι μεταχειρίζεται εγκληματικά και εκβιάζει την νόμιμή σου εξουσία (Καλβίνος).
Επειδή λοιπόν ο Πιλάτος έχει την εξουσία και δεν μπορεί να αποφύγει το να τον δικάσει, αυτό ακριβώς το οποίο τελείως επιθυμούσε να απομακρύνει από τον εαυτό του, ο όχλος των αρχιερέων και λοιπών Ιουδαίων που παρέδωσε τον Σωτήρα σε αυτόν για να τον θανατώσει… έχει μεγαλύτερη αμαρτία από αυτήν του Πιλάτου… Διότι η αμαρτία των κακούργων που διαστρέφουν και εκβιάζουν τους άρχοντες αυξάνει ανάλογα με την αδύναμή τους γνώμη και θέληση, ή μάλλον στη διανομή της κοινής αμαρτίας το μεγαλύτερο μερίδιο έχει ο ισχυρότερος στο νου και τη θέληση (δ).
Σχετική και η:
Η εξουσία δόθηκε σε σένα από το Θεό· «για αυτό» ο Καϊάφας είναι περισσότερο ένοχος από ό,τι θα ήταν εάν ήταν ανεύθυνος εκτελεστής, επειδή ήδη καταχράται την από το Θεό δοσμένη σε σένα εξουσία για τα πονηρά σχέδιά του (Wetstein). Οι ερμηνείες αυτές επειδή λαμβάνουν υπ’ όψη το «διὰ τοῦτο» που προηγήθηκε είναι πάρα πολύ σοβαρές.
Ή είναι μεγαλύτερη η αμαρτία αυτού που παραδίδει τον Κύριο, «διότι αυτός μεν (ο Καϊάφας) έγινε κατά κάποιο τρόπο αρχή και θύρα της ασέβειας προς αυτόν, ενώ ο δικαστής αναδεικνυόταν από άκαιρη δειλία υπηρέτης ξένων τολμημάτων και μοιράστηκε την ανοσιότητα των Ιουδαίων» (Κ).
«Αυτός πράγματι με παρέδωσε στην εξουσία σου από φθόνο, ενώ εσύ ασκείς την εξουσία σου πάνω μου υπό το κράτος του φόβου. Και παρόλο που δεν πρέπει κάποιος να φονεύει τον άλλον, και μάλιστα τον αθώο, υπό το κράτος του φόβου, όχι λιγότερο το να πράττει κάποιος αυτό με ολοφάνερο φθόνο είναι πολύ βαρύτερο παρά εάν το πράττει υπό το κράτος του φόβου» (Αυ).
Ο Πιλάτος όταν άκουσε να γίνεται οπωσδήποτε αναφορά περί Υιού του Θεού φοβήθηκε· ο Καϊάφας όταν άκουσε από τον ίδιο τον Κύριο, ότι ήταν Υιός του Θεού, αποκάλεσε αυτόν βλάσφημο και δικαστικά κήρυξε αυτόν ένοχο θανάτου (b).
Αξιοσημείωτη και η επόμενη: Ο Πιλάτος είχε εξουσία από το Θεό πάνω στους Ιουδαίους και πάνω στον Ιησού ως Ιουδαίο. Διαχειρίζεται αυτήν, για να αποδίδει δικαιοσύνη. Εάν χρησιμοποιεί αυτήν για αδικία, γίνεται ένοχος αμαρτίας. Η αμαρτία όμως του Καϊάφα είναι μεγαλύτερη διότι η εξουσία του Πιλάτου είναι από το Θεό. Και ήταν καθήκον του Καϊάφα να γνωρίζει και να διδάσκει αλλά και να πράττει το θέλημα του Θεού.
Αλλά ο Καϊάφας, ο επίσημος αντιπρόσωπος του λαού του Θεού, προσέφυγε σε έναν εθνικό, που έχει την εξουσία από Θεού, έτσι ώστε η εξουσία αυτή η οποία δόθηκε στον Πιλάτο για υποστήριξη και απόδοση της δικαιοσύνης, χρησιμοποιηθεί για διάπραξη της αδικίας. Είναι σαν να έλεγε ο Καϊάφας: Παρόλο που βρίσκεις αθώο τον κατηγορούμενο, πρέπει να τον καταδικάσεις σε θάνατο. Η πράξη αυτή του Καϊάφα είναι πολύ χειρότερη από αυτήν του ειδωλολάτρη Πιλάτου, ο οποίος για να αποφύγει στάση του λαού αποφάσιζε να παραδώσει σε θάνατο έναν φανατικό πλανεμένο (τ).
Είχε λοιπόν και ο Πιλάτος ενοχή και διέπραττε αμαρτία, και μεγάλη αμαρτία, παραδίνοντας τον Ιησού, και η πίεση που ασκούνταν σε αυτόν από τους Ιουδαίους δεν τον δικαιολογούσε. Ο Χριστός με τα όσα είπε προς αυτόν ζήτησε να αφυπνίσει τη συνείδησή του. Αλλά ο Πιλάτος μάλλον από φόβο ήταν κυριευμένος και όχι από τον πόθο της δικαιοσύνης. Κατά την ημέρα της κρίσης η ενοχή των άλλων δεν θα αμνηστεύσει εμάς, ούτε εάν οι άλλοι είναι χειρότεροί μας θα χρησιμεύσει αυτό σε δικαιολογία μας. «Διότι ο καθένας θα βαστάσει το δικό του φορτίο».
Ιω. 19,12 ἐκ τούτου(1) ἐζήτει(2) ὁ Πιλᾶτος ἀπολῦσαι(3) αὐτόν· οἱ δὲ Ἰουδαῖοι ἔκραζον λέγοντες(4)· ἐὰν τοῦτον ἀπολύσῃς, οὐκ εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος(5). πᾶς ὁ βασιλέα ἑαυτὸν ποιῶν(6) ἀντιλέγει(7) τῷ Καίσαρι.
Ιω. 19,12 Εκ της απαντήσεως αυτής εταράχθη ο Πιλάτος και εζητούσε να τον απολύση. Οι Ιουδαίοι όμως εφώναζαν δυνατά λέγοντες• “εάν απολύσης αυτόν, δεν είσαι φίλος του Καίσαρος. Κάθε ένας που κάνει τον εαυτόν του βασιλέα αντιτίθεται κατά του Καίσαρος”.
(1) Ή, από τη στιγμή αυτή (έτσι λέει η Βουλγάτα (=λατινική μετάφραση)).
Ή, εξαιτίας αυτού «επειδή ένιωσε κατάπληξη από τα λόγια του» (Ζ). «Εάν διαβάσουμε τα προηγούμενα θα βρούμε, ότι είχε ζητήσει και προηγουμένως να απολύσει αυτόν. Με τη φράση λοιπόν που είναι στο πρωτότυπο κείμενο πρέπει να εννοήσουμε «λόγω αυτού» δηλαδή για τον λόγο αυτόν, για να μην διαπράξει μία τέτοια αμαρτία» (Αυ).
«Τον κατέπληξε με τα λόγια, και έδωσε σαφή την απολογία· γι αυτό και ζητούσε να τον ελευθερώσει εκείνος» (Χ).
Πιθανώς διότι αναφερόμενος ο Ιησούς σε πνευματικά («αν δεν σου ήταν δοσμένο από ψηλά») ενίσχυσε την πεποίθηση του Πιλάτου, ότι ήταν όχι κάποιος επαναστάτης, αλλά ακίνδυνος οπτασιαστής (μ). Άνθρωπος, ο οποίος αναγνώριζε ότι η ρωμαϊκή κυβέρνηση είχε την εξουσία από ψηλά, δεν ήταν δυνατόν να αναμιχθεί σε επανάσταση εναντίον της.
(2) Ο παρατατικός σημαίνει σειρά προσπαθειών και νέων αποπειρών στους Ιουδαίους (g). Το ζητούσε εκφράζει επιμονότερη προσπάθεια του ηγεμόνα από αυτήν που έως τώρα επέδειξε αυτός. Πώς εκδηλώθηκε η προσπάθεια αυτή αποσιωπά ο ιερός ευαγγελιστής και δεν μπορεί με κάποια πιθανότητα να προσδιοριστεί. Το βέβαιο πάντως είναι ότι αντιλήφθηκαν αυτήν σαφώς οι αρχιερείς μπροστά στο πραιτώριο και επειδή φοβήθηκαν… άρχισαν να κραυγάζουν (κ).
Προσπαθούσε να απολύσει τον Ιησού, χωρίς όμως και να προσκρούσει στους αρχιερείς. Αλλά όταν οι αποφάσεις μας να πράξουμε το καθήκον μας συνδυάζονται με σχέδια που τείνουν να επιτελέσουμε αυτό ακίνδυνα και με επιδοκιμασίες από όλους, είναι αδύνατο να ενεργήσουμε καλά και να μην αθετήσουμε αυτό.
(3) Απολύω= απαλλάσσω κάποιον από το έγκλημα, για το οποίο κατηγορείται και τον αφήνω ελεύθερο (G).
(4) «Επειδή δηλαδή δεν ωφελήθηκαν καθόλου με τις κατηγορίες που επινόησαν από το νόμο, με κακούργο τρόπο προσφεύγουν στους εκτός αυτών νόμους λέγοντας· όποιος κάνει τον εαυτό του βασιλιά…» (Χ).
(5) Φίλος του Καίσαρα= αυτός που ανήκει στη μερίδα του Καίσαρα και φροντίζει για τη σωτηρία του (G). Συγκεκαλυμμένη απειλή. Εάν ο Πιλάτος καταγγελλόταν στη Ρώμη, ότι είχε απολύσει άνθρωπο που διεκδίκησε τον τίτλο του βασιλιά των Ιουδαίων, ήταν επόμενο να εμπλακεί σε μεγάλο κίνδυνο (β).
Ο αυτοκράτορας του θρόνου Τιβέριος ήταν ο πιο καχύποπτος από τους δεσπότες. Η κατηγορία για εσχάτη προδοσία γινόταν πάντοτε με ευκολία δεκτή από τον τύραννο, ο οποίος σύμφωνα με τον Σουετώνιο atrocissime exercebat leges majestatis(=με σκληρότητα απεργαζόταν νόμους για εγκλήματα προδοσίας (καθοσιώσεως)) (g).
«Μόλις είδαν τον Πιλάτο να προσέχει μην αμαρτήσει καταδικάζοντας τον Ιησού ενώ ήταν Υιός Θεού, τον απειλούν με το φόβο του Καίσαρα και συκοφαντώντας τον Κύριο για τυραννία φοβίζουν τον Πιλάτο ότι πρόκειται να προσκρούσει στον Καίσαρα» (Θφ).
(6) «Πάλι μεταπηδούν στην κατηγορία της τυραννίας μιας και δεν θα την παρέβλεπε ο Πιλάτος αυτήν λόγω του φόβου από τον Καίσαρα» (Ζ).
Ο ύποπτης έννοιας τίτλος βασιλιάς των Ιουδαίων μαζί με τον πολιτικό χρωματισμό, τον οποίο θα έπαιρνε μπροστά στα μάτια του Τιβερίου, θα παρουσίαζε τον Πιλάτο ως μη πιστό επίτροπο, που επιχείρησε να γλυτώσει από την τιμωρία κατηγορούμενο που σφετερίστηκε την αυτοκρατορική εξουσία. Είναι αλήθεια, ότι καταφεύγοντας στο επιχείρημα αυτό οι Ιουδαίοι, αρνούνταν την ίδια ώρα τα εθνικά ιδανικά τους και αυτήν ακόμη την ιδέα και ελπίδα για το Μεσσία και ενσωματώνονταν στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Μία τέτοια νίκη ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Ακριβώς για αυτό κατέφυγαν στο επιχείρημα αυτό, φυλάγοντάς το τελευταίο ως χτύπημα απόγνωσης (g).
Πάντοτε υπήρχε τέχνασμα των εχθρών της θρησκείας να παρουσιάζουν αυτήν ως επιβλαβή στις επίγειες βασιλείες και αρχές, ενώ στην πραγματικότητα αυτή είναι τα μέγιστα ευεργετική και εξυπηρετική σε αυτές.
(7) «Δηλαδή αντιστέκεται» (Ζ). Αντιτίθεται (β). Επαναστατεί κατά του Καίσαρα και εκστομίζει λόγια προδοτικά εναντίον του (ο).
«Και πού φάνηκε αυτός ως τύραννος; Από πού μπορείτε να το αποδείξετε αυτό; Από την αλουργίδα (=πορφυρό ένδυμα βασιλικό); Από το στέμμα; Από την περιβολή; Από τους στρατιώτες; Δεν βάδισε μόνος πάντα μαζί με τους δώδεκα μαθητές του, χρησιμοποιώντας όλα με λιτότητα, και τροφή και στολή και κατοικία;» (Χ).
Ιω. 19,13 ὁ οὖν Πιλᾶτος ἀκούσας τοῦτον τὸν λόγον(1) ἤγαγεν(2) ἔξω(3) τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ βήματος(4) εἰς τόπον(5) λεγόμενον Λιθόστρωτον(6), ἑβραϊστὶ δὲ Γαββαθᾶ(7)·
Ιω. 19,13 Ο Πιλάτος τότε, όταν ήκουσε τα λόγια αυτά των Ιουδαίων, έφερε πάλιν έξω τον Ιησούν και αυτός εκάθισεν εις την δικαστικήν έδραν, που είχε τοποθετηθή την ώραν εκείνην εις τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον και εις την εβραϊκήν γλώσσαν Γαββαθά, δηλαδή ύψωμα.
(1) Δηλαδή το «δεν είσαι φίλος του Καίσαρα».
«Ω, πόση ανανδρία και άκαιρη δειλία! Διότι ο Πιλάτος, νομίζοντας ότι κινδυνεύει πλέον, εάν παραβλέψει αυτά τα λόγια, βγαίνει για να εξετάσει το πράγμα» (Χ).
Υπάρχει και η γραφή «τούτων των λόγων» που μαρτυρείται σοβαρά= ο μεν πληθυντικός δηλώνει ότι ο στίχος 12 μόνο σε περίληψη αναφέρει αυτά που ειπώθηκαν από τους Ιουδαίους (g), ενώ η γενική πτώση σημαίνει, ότι ο Πιλάτος όχι μόνο άκουσε, αλλά και κατανόησε τη σημασία και δύναμη των λεχθέντων (β).
(2) Χωρίς πλέον να πει κάτι άλλο, «χωρίς να κάνει επίσης καμία εξέταση» (Χ) υποχωρεί στην απειλή. Πάντως όσοι εξαρτούν την ευτυχία τους από τις εύνοιες των ανθρώπων, κάνουν τους εαυτούς τους εύκολη λεία στους πειρασμούς του σατανά.
(3) Έξω δηλαδή από το Πραιτώριο, όπου ήταν κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Δες στον στίχο 9 (β). Μέχρι τη στιγμή αυτή τα πάντα ήταν προκαταρκτικά. Τώρα ο Πιλάτος ανεβαίνει στο δικαστικό βήμα (τ).
(4) «Ανεβαίνει στο συνηθισμένο βήμα, έτσι ώστε να βγάλει φονική πλέον την απόφαση εναντίον του Χριστού» (Κ). Πήρε τη θέση του ως δικαστής που πρόκειται να εκφέρει τελική απόφαση (ο). Αυτό συμφωνεί και με το Ματθ. κζ 19 («καθημένου δε αυτού επί του βήματος»). Υποκείμενο λοιπόν του εκάθισεν είναι ο Πιλάτος, αν και το ρήμα καθίζω έχει μάλλον μεταβατική έννοια (δες Α΄ Κορ. στ 4,Εφεσ. α 20). Είναι αξιοσημείωτο ότι κατά τον β΄ αιώνα, υπήρξε παράδοση, κατά την οποία οι Ιουδαίοι κάθισαν τον Ιησού σε βήμα (Ευαγγέλιο του Πέτρου 3, Ιουστίνου Απολογία Α 35). Ίσως προήλθε αυτή από παρανόηση αυτού εδώ του χωρίου (β).
(5) Πρόχειρα πιθανότατα τοποθετήθηκε εκεί το βήμα, αφού οι Ιουδαίοι δεν ήθελαν να μπουν στο Πραιτώριο και η δίκη έπρεπε να γίνει δημόσια.
(6) Η λέξη λιθόστρωτο λέγεται μοναδική φορά= έδαφος στρωμένο με λίθινες πλάκες· έτσι λεγόταν κάποιος τόπος δίπλα στο πραιτώριο στα Ιεροσόλυμα (G). Μπροστά από το πραιτώριο υπήρχε ένας χώρος από εκείνους, οι οποίοι ήταν στρωμένοι με μωσαϊκά και πάνω στα οποία οι Ρωμαίοι άρχοντες συνήθιζαν να τοποθετούν τις δικαστικές τους έδρες (g).
(7) Λέξη Αραμαϊκή. Δεν είναι μετάφραση της λέξης λιθόστρωτο. Σημαίνει: ύψωμα, λόφος (g). Αναμφίβολα η μεν Αραμαϊκή ονομασία δόθηκε στον τόπο από το σχήμα του, ενώ η ελληνική από τη φύση του δαπέδου (G).
Ιω. 19,14 ἦν δὲ(1) παρασκευὴ τοῦ πάσχα(2), ὥρα δὲ ὡσεὶ ἕκτη(3)· καὶ λέγει τοῖς Ἰουδαίοις· ἴδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν(4).
Ιω. 19,14 Η ημέρα δε εκείνη ήτο παραμονή δια την προπαρασκευήν και προετοιμασίαν του πάσχα. Η ώρα ήτο εξ περίπου από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή μεσημέρι. Και λέγει ο Πιλάτος στους Ιουδαίους• “ιδού, πως κατήντησεν ο βασιλεύς σας”.
(1) Ο Ιωάννης παρεμβάλλει ένδειξη για την ημέρα και ώρα, κατά την οποία η απόφαση εκφωνήθηκε. Ή, λόγω της σπουδαιότητας την οποία η κρίσιμη αυτή στιγμή είχε για την τύχη της ανθρωπότητας ή διότι θέλει να εξηγήσει τη βιασύνη των Ιουδαίων που ανυπομονούσαν για το τέλος της δίκης και την εκτέλεση της ποινής πριν το τέλος της ημέρας (g).
(2) Ή, ημέρα Παρασκευή της εβδομάδας του Πάσχα (β, F), όπως ερμηνεύουν αυτοί που ισχυρίζονται, ότι το Πάσχα ήδη είχε εορταστεί και ο Κύριος κατά το απόγευμα της Πέμπτης έφαγε αυτό με τους μαθητές του,
ή, πιο σωστά, όπως στο σ. 31, όπου ολοφάνερα βρίσκεται με την έννοια της προετοιμασίας. Εάν επρόκειτο με τη λέξη αυτή να δηλωθεί όχι η παραμονή του Πάσχα, αλλά απλώς και μόνο η ημέρα Παρασκευή, γιατί να προστεθεί η λέξη του Πάσχα (με την έννοια της εβδομάδας του Πάσχα), αφού σύμφωνα με το Ιω. ιγ 1 ιη 28 κλπ. κανείς δεν αγνοούσε ότι κατά τη στιγμή αυτή δεν ήταν στη βδομάδα του Πάσχα; (g).
Το ότι η ημέρα ήταν αυτή της προετοιμασίας του Πάσχα επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την ενοχή των Ιουδαίων. Σε αυτήν όφειλαν να εξαγνιστούν, να απομακρύνουν την παλαιά ζύμη και να ετοιμαστούν για το Πάσχα. Αλλά αντί για αυτό κατά την ημέρα αυτή διέπραξαν αυτοί την χειρότερη πράξη.
(3) Υπάρχουν και οι γραφές: Ώρα δε ην ωσεί έκτη· ώρα ην ωσεί έκτη· ώρα δε ως έκτη. Επιπλέον για συμβιβασμό με το Μάρκου ιε 25, όπου ως ώρα της σταύρωσης καθορίζεται η τρίτη «ο Ευσέβιος Καισαρείας… λέει ότι αυτό είναι αντιγραφικό σφάλμα… αφού το μεν γράμμα γάμμα (το κεφαλαίο Γ) σημαίνει την τρίτη ώρα» (Σβ). «Ο καλλιγράφος αντί για το γράμμα Γάμμα… έγραψε το επίσημο, αυτό που ονομάζουν οι Αλεξανδρινοί Γαβέξ, το οποίο δηλώνει την έκτη ώρα» (αμ), και έτσι το «γράμμα που δηλώνει την τρίτη ώρα, επειδή κυρτώθηκε η απλωμένη σε μήκος ευθεία, μεταβλήθηκε στη σημασία του επισήμου, το οποίο δηλώνει την έκτη ώρα» (Σβ).
Με άλλα λόγια ο αντιγραφέας εξέλαβε το Γ΄(=τρίτη ώρα) που υπήρχε αρχικά αντί για ς΄ (= έκτη ώρα). Αλλά η γραφή έκτη μαρτυρείται αυθεντικότατα.
Κάποιοι από τους νεώτερους (ανάμεσα στους οποίους και οι Tholuck, Wieseler, Keil, Westcott) υπέθεσαν ότι ο ευαγγελιστής αριθμεί εδώ από τα μεσάνυχτα και συνεπώς πρόκειται για τη δική μας έκτη πρωινή. Είναι απίθανο όμως η διαδικασία ενώπιον του Πιλάτου, η παραπομπή του Ιησού στον Ηρώδη η φραγγέλωση και η έκδοση της απόφασης να σημειώθηκαν σε όρθρο βαθύ και σε τόσο σύντομο χρόνο ώστε πριν την ανατολή του ηλίου να έχουν συντελεστεί τα πάντα.
Πιο σωστό είναι ότι διαιρούσαν χονδρικά την ημέρα και τη νύχτα, σε 4 τμήματα, από τρεις ώρες το καθένα, το οποίο εξηγεί, γιατί σχεδόν πάντοτε στην Κ.Δ. γίνεται αναφορά των ωρών τρίτης, έκτης και ενάτης, (Δες Ματθ. κ 1-5) και γιατί οι λέξεις «ωσεί (=περίπου)», «περί» συναντιούνται συχνά στον καθορισμό των ωρών (Ματθ. κζ 46,Λουκ. κγ 44,Ιω. δ 6,Πράξ. ι 3,9). Και εδώ ο Ιωάννης προσθέτει το «ωσεί».
Ενδείκνυται λοιπόν να πάρουμε κάποιο μέσο όρο τόσο για την αφήγηση του Μάρκου, όσο και για αυτήν του Ιωάννου, και τόσο περισσότερο όσο οι απόστολοι δεν είχαν το ρολόι στα χέρια. Και όπως η τρίτη ώρα του Μάρκου, η δική μας ενάτη πρωινή, μπορεί να συμπεριλάβει όλο το χρόνο από την ογδόη μέχρι τη δεκάτη πρωινή, έτσι και η έκτη του Ιωάννη μπορεί να συμπεριλάβει τον χρόνο από την ενδεκάτη μέχρι τη δωδεκάτη μεσημβρινή. Επιπλέον πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη και μια σπουδαία λεπτομέρεια, δηλαδή ότι ο Μάρκος, και κατά δεύτερο λόγο και ο Ματθαίος, προσέδωσαν στη φραγγέλωση την έννοια, την οποία σε παρόμοια περίπτωση είχε, θεωρώντας αυτήν ως την έναρξη της τιμωρίας (g).
Σχετική και η:
«Ο μεν Μάρκος εκθέτει σαφώς και αναμφίβολα την ώρα της απόφασης τού να σταυρωθεί ο Κύριος… Ενώ ο Ιωάννης μιας και είπε ο Μάρκος τον καιρό της απόφασης, αυτός λέει την ώρα, στην οποία σταύρωσε τον Κύριο· διότι πρόσεξε, πόσα έγιναν στο μεταξύ μέχρι αυτήν την ώρα, κατά την οποία ανέβηκε ο Κύριος στο σταυρό. Αφού ελευθέρωσε τον Βαραββά φραγγέλωσε τον Ιησού και τον παρέδωσε οπωσδήποτε στο να σταυρωθεί… όλα αυτά ήταν ικανά να καταναλώσουν το χρόνο από την τρίτη ώρα μέχρι την έκτη… Μαζί όμως με όλα αυτά, πρόσεξε και τον Ιωάννη πώς είπε Ήταν ώρα περίπου έκτη… σαν να διστάζει και να αμφιταλαντεύεται» (Θφ).
(4) Ή, δεν λέει πλέον Ίδε ο άνθρωπος, όπως όταν ήθελε να διεγείρει τη συμπάθειά τους και να επιτύχει την απόλυσή του. Κάθε τρυφερή συγκίνηση, κάθε αρχή έντιμη και δίκαιη υποχώρησε μπροστά στον πόθο τού να δηλωθεί η νομιμοφροσύνη στον Καίσαρα. Ιδού ο βασιλιάς σας. Να η άθλια τύχη κάθε σφετεριστή της βασιλικής εξουσίας από τη διοίκηση της Ρώμης. Έτσι αποδεικνύω την πίστη μου προς τον Καίσαρα (ο).
Ο σαρκασμός του Πιλάτου απευθύνεται προς τους Ιουδαίους, όχι προς τον Ιησού (β). Ο Πιλάτος έχει ήδη λάβει απόφαση να επικυρώσει τη θανατική απόφαση και θέλει να εκδικηθεί του Ιουδαίους σαρκάζοντας αυτούς.
Ή, λιγότερο σωστά. «Πάλι άλλαξε με σκοπό να τους κάνει να ντραπούν» (Ζ). Επιχειρεί για τελευταία φορά να κινήσει αυτούς σε οίκτο.
Ιω. 19,15 οἱ δὲ ἐκραύγασαν· ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν(1). λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τὸν βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω(2); ἀπεκρίθησαν οἱ ἀρχιερεῖς(3)· οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα(4).
Ιω. 19,15 Αυτοί δε, εκραύγασαν• “πάρε τον από εδώ! Πάρε τον από τα μάτια μας, να μην τον βλέπουμε, σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον”. Λέγει εις αυτούς ο Πιλάτος• “τον βασιλέα σας να σταυρώσω;” Απήντησαν οι αρχιερείς• δεν έχουμε άλλον βασιλέα, παρά μόνον τον Καίσαρα”.
(1) «Ω, τι αξεπέραστη μανία» (Ζ). Οι τρεις προστακτικές σε αόριστο εκφράζουν την ανυπομονησία τους (g). «Λαός άτακτος, διεφθαρμένος από τους άρχοντες» (Χ). Πάρε τον, δεν είναι δικός μας. Αποκηρύττουμε αυτόν ως πολίτη μας, πολύ περισσότερο ως βασιλιά μας. Δεν τρέφουμε κανένα σεβασμό αλλά ούτε και συμπάθεια προς αυτόν. Υπάρχουν και οι γραφές: Οι δε εκραύγαζον· οι δε έλεγον· εκραύγασαν ουν εκείνοι.
(2) Ο Πιλάτος έχει ήδη την απόφαση να ενδώσει. Αλλά πρώτα θέλει να δώσει στον εαυτό του την ευχαρίστηση τού να μπήξει και πάλι το μαχαίρι στην πληγή: Τον βασιλιά σας να σταυρώσω; Εκδικείται έτσι για την πράξη της μικρότητας και δειλίας, στην οποία τον εξαναγκάζουν (g).
«Συγκεκαλυμμένα τους ειρωνεύεται και λέει· Δείτε ποιον άνθρωπο λέτε, ότι επιχειρούσε να βασιλεύσει σε σας, ασήμαντο δηλαδή και που δεν θα επιχειρούσε τέτοια πράγματα. Διότι ποιό γνώρισμα τυράννου έχει αυτός; Στρατιώτες; Πλούτο; Ευγένεια; Να ο βασιλιάς σας. Τι κέρδος θα έχετε εάν σκοτώσετε αυτόν, άνθρωπο που δεν μπορεί ούτε τα ελάχιστα να βλάψει;» (Θφ).
(3) «Δεν λέει ότι ο λαός άρχισε αυτόν τον τόσο δυσσεβέστατο λόγο, αλλά πάλι αυτοί που τους έλαχε να είναι αρχηγοί. Διότι κραύγασαν, λέει, οι αρχιερείς… Ευθύνονται λοιπόν οι αρχιερείς, επειδή καταστρέφουν όχι μόνο τις δικές τους ψυχές, αλλά έγιναν αυτοί αρχηγοί και στρατηγοί αυτού του καταστροφικού φόνου και στους λαούς που είχαν κάτω από την εξουσία τους» (Κ).
Οι αρχιερείς υπήρξαν οι πρώτοι υποκινητές της σύλληψης και καταδίκης του Ιησού δες σ. 6,21 και ιβ 10 (β).
(4) Και όμως θα παραμέριζαν τον Καίσαρα, εάν μπορούσαν. Αρνούνται τον Ιησού σε τέτοιο βαθμό ώστε να αρνηθούν εξ’ ολοκλήρου και το Χριστό (b). «Αποσκίρτησε ο Ισραήλ, αφιερώνοντας τον εαυτό του στην εξουσία του Καίσαρα και απέβαλλε την βασιλεία του Θεού» (Κ).
«Διότι αρνούμενοι τη βασιλεία του Χριστού, καλούσαν πάνω τους τη βασιλεία του Καίσαρα» (Χ). «Αφού λοιπόν απογυμνώθηκαν από τη θεία επίβλεψη, παραδόθηκαν στους Ρωμαίους για πανωλεθρία» (Ζ). Οι Ιουδαίοι με την ερώτηση του Πιλάτου εξωθούνται στην αξιομνημόνευτη διακήρυξη, με την οποία αυτοί οι ίδιοι διακήρυξαν την κατάργηση της θεοκρατίας και την απορρόφηση του Ισραήλ στον κόσμο των εθνών. Ενώ αυτοί τρέφονται με τη σκέψη του να ανατρέψουν το θρόνο του Καίσαρα με τον Μεσσία, αφήνουν τους εαυτούς τους να παρασυρθούν από το προς τον Ιησού μίσος μέχρι τού να κραυγάσουν μπροστά στον αντιπρόσωπο του αυτοκράτορα: Δεν έχουμε βασιλιά παρά μόνο τον Καίσαρα (g).
Αρνούνται έτσι την πρώτη αρχή της Ιουδαϊκής θεοκρατίας ότι ο Ιεχωβά ήταν βασιλιάς τους (Α΄ Βασ. ιβ 12) και εμμέσως αρνούνται το ιδανικό του Μεσσία βασιλιά και εγκαταλείπουν ό,τι υπήρξε κατεξοχήν το χαρακτηριστικό της Ιουδαϊκής θρησκείας (β).
Από το να αναγνωρίσουν τον Ιησού ως Μεσσία τους προτιμούν να αρνηθούν την ιστορία τους και όλες τις ιδιαίτερες σχέσεις του Ιεχωβά με το έθνος τους (F).
Αυτός, τον οποίο αναγνωρίζουν ήδη ως Καίσαρά τους, πρόκειται μετά από κάποια έτη να τους εξολοθρεύσει. Με δικαιοσύνη ο Θεός χρησιμοποιεί τιμωρό και εξολοθρευτή για αυτούς, αλλά και για εμάς εκείνον, τον οποίο προτιμούμε από το Χριστό. Και στο εξής οι Ιουδαίοι δεν θα έχουν πλέον δικό τους βασιλιά, αλλά οι βασιλιάδες των εθνών θα κυριαρχούν σε αυτούς. Αφού δεν θέλουν να έχουν βασιλιά παρά μόνο τον Καίσαρα, αυτό και θα επιβληθεί σε αυτούς από τη θεία Πρόνοια. Μόνοι τους αποφάσισαν αυτό.
Ιω. 19,16 τότε οὖν(1) παρέδωκεν(2) αὐτὸν αὐτοῖς(3) ἵνα σταυρωθῇ(4).
Ιω. 19,16 Τότε ο Πιλάτος παρέδωκεν εις αυτούς τον Ιησούν, δια να σταυρωθή.
(1) Όταν δόθηκε η απάντηση αυτή από τους αρχιερείς ο Πιλάτος αισθάνθηκε ότι αφ’ ενός η ταπείνωση των Ιουδαίων, με την οποία ήθελε να τους εκδικηθεί, ήταν ήδη πλήρης, και αφ’ ετέρου ότι καμία δικαιολογία δεν έμεινε σε αυτόν, για να απολύσει τον Ιησού εκτός εάν εμφανιζόταν λιγότερο ζηλωτής υπέρ του αυτοκράτορα από όσο οι Ιουδαίοι (ο), για αυτό λοιπόν τότε παρέδωσε αυτόν σε αυτούς. Όταν λέχθηκαν αυτά, λέχθηκε το παν. Αρνούμενος την προσδοκία του Μεσσία ο Ισραήλ αρνήθηκε τον εαυτό του. Με το τίμημα αυτό πέτυχε, ώστε ο Ιησούς να παραδοθεί σε αυτόν (g).
Επιπλέον «θα παρείχε ο Πιλάτος όλα τα φαινόμενα ότι ενεργούσε εναντίον του Καίσαρα, εάν στη διακήρυξή τους, ότι δεν είχαν άλλο βασιλιά παρά μόνο τον Καίσαρα, επιθυμούσε αυτός να επιβάλλει σε αυτούς άλλο βασιλιά απολύοντας χωρίς ποινή έναν, τον οποίον για κάποιες τέτοιες απόπειρες παρέδωσαν σε αυτόν για να θανατωθεί» (Αυ).
(2) «Αυτός όμως αφού παρέδωσε όλο τον εαυτό του στα παρόντα πράγματα, δεν θέλησε να φιλοσοφήσει τίποτα το ανώτερο· αν και βέβαια το όνειρο της γυναίκας του ήταν ικανό να τον εκπλήξει. Αλλά με τίποτα από αυτά δεν έγινε καλύτερος, ούτε είδε προς τον ουρανό, αλλά τον παρέδωσε» (Χ), «χρησιμοποιώντας την κρίση άτολμα και άνανδρα» (Θφ).
Στην ασημαντότητα των Ιουδαίων ανταποκρίνεται η ασημαντότητα του Πιλάτου. Υποχώρησε από δειλία όπως και εκείνοι άφησαν τους εαυτούς τους να σέρνονται από το άγριο μίσος τους (F).
(3) «Νομίζω ότι εύλογα και σωστά θα μπορούσε κάποιος να αποδώσει λοιπόν στους Ιουδαίους το σύνολο του τολμήματος και να τους αφιερώσει την κατηγορία της αρχικής ενέργειας. Διότι αυτοί έγιναν η αρχή της ασέβειας εναντίον του Χριστού» (Κ).
Οι στρατιώτες θα εκτελούσαν τη σταύρωση, αλλά αυτοί δεν ήταν παρά τυφλά όργανα εκτέλεσης θανάτου, για τον οποίο κύριοι υπεύθυνοι ήταν οι Ιουδαίοι. Τον παρέδωσε σε αυτούς, όχι στους αξιωματικούς του, όπως γινόταν συνήθως. Έτσι δικαιολογούσε κακώς στη συνείδησή του την συντελούμενη αδικία, μην παίρνοντας αυτός την πρωτοβουλία της σταύρωσης, αλλά παραχωρώντας τον Ιησού σε αυτούς, οι οποίοι επέμεναν να τον σταυρώσουν.
Αλλά εκείνοι, οι οποίοι ωθούν και μας αναγκάζουν στο να αμαρτήσουμε και αποκλείουν από εμάς να πράξουμε ό,τι η συνείδησή μας μαρτυρεί ως δίκαιο, είναι οι χειρότεροι εχθροί των ψυχών μας. Και στα δίκτυα τέτοιων εχθρών έμπλεξε ο Πιλάτος.
(4) Σύμφωνα με τους συνοπτικούς ευαγγελιστές της σταύρωσης προηγήθηκε αμέσως η φραγγέλωση. Από αυτό υπέθεσαν κάποιοι από τους νεώτερους (Alford), ότι και για δεύτερη φορά ο Κύριος φραγγελώθηκε.
Αλλά όπως φαίνεται και από κάποια φράση του Λουκά («παιδεύσας ουν αυτόν απολύσω» Λουκ. κγ 22) ο Πιλάτος αναβάλλοντας για κάποιες στιγμές την έκδοση της απόφασης διέταξε να φραγγελωθεί, ελπίζοντας ότι έτσι θα ικανοποιούσε τους Ιουδαίους και θα πετύχαινε την απόλυση του Ιησού. Έτσι ο Κύριος φραγγελώθηκε μία φορά και ο Ιωάννης καθορίζει το χρόνο της φραγγέλωσης ακριβέστερα (ο,β).
Η σταύρωση και ο τίτλος του σταυρού
Ιω. 19,17 Παρέλαβον δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἤγαγον(1)· καὶ βαστάζων τὸν σταυρὸν αὐτοῦ(2) ἐξῆλθεν(3) εἰς τὸν λεγόμενον κρανίου τόπον(4), ὃς λέγεται ἑβραϊστὶ(5) Γολγοθᾶ,
Ιω. 19,17 Επήραν οι στρατιώται τον Ιησούν και τον ωδήγησαν στον τόπον της σταυρώσεως• και αυτός βαστάζων στον ώμον του τον σταυρόν του εβγήκεν έξω από την πόλιν και ήλθε στην τοποθεσία, που λέγεται Κρανίου τόπος, Εβραϊκά δε Γολγοθά.
(1) Υπάρχει και η γραφή· απήγαγον.
«Οι λέξεις αυτές μπορούν να αναφέρονται στους στρατιώτες, τους παραστάτες του Ρωμαίου επιτρόπου. Διότι παρακάτω σαφέστερα αναφέρεται «οι στρατιώτες λοιπόν όταν σταύρωσαν τον Ιησού», αν και ο ευαγγελιστής σωστά αποδίδει το παν στους Ιουδαίους, διότι αυτοί είχαν ήδη ό,τι ζήτησαν επίμονα και αυτοί έπραξαν το παν εξαναγκάζοντας να γίνει αυτό» (Αυ).
Υποκείμενο του παρέλαβον είναι οι Ιουδαίοι, διότι αυτοί εκτελούσαν την απόφαση με τα χέρια των στρατιωτών. Εάν όμως το ήγαγον θεωρηθεί ως αυθεντικό, τότε το υποκείμενο είναι οι στρατιώτες (g).
(2) Σύμφωνα με την επικρατούσα στους Ρωμαίους συνήθεια, κατά την οποία «Ο καθένας από τους κακούργους μεταφέρει τον δικό του σταυρό» (Πλούταρχος Περί των βραδέως υπό του θείου τιμωρουμένων 9) και «αυτός που πρόκειται να καρφωθεί σε σταυρό, προηγουμένως τον βαστάζει» (Αρτεμίδωρος, Όνειρο. ΙΙ 56).
Δεν αντιλέγουν σε αυτό οι συνοπτικοί, οι οποίοι αφηγούνται, ότι αγγαρεύτηκε ο Σίμωνας ο Κυρηναίος για να επιτελέσει το έργο αυτό. Διότι η μετοχή βαστάζων συνδέεται στενά με το ρήμα εξήλθε (=βγήκε). Κατά τη στιγμή της αναχώρησης ο Ιησούς υποβλήθηκε στην επικρατούσα συνήθεια. Αργότερα φοβήθηκαν βλέποντάς τον να υποκύπτει και επωφελήθηκαν από τη συνάντηση με το Σίμωνα, για να απαλλάξουν αυτόν από το φορτίο (g).
Ο Κύριος κουβαλά μόνος τον σταυρό και αυτό αποτελεί μέρος του παθήματός του. Ο σταυρός ήταν αρκετά βαρύς και το σώμα του Κυρίου ήταν λεπτό και τρυφερό, ασυνήθιστο σε τέτοια φορτία και βάρη. Επιπλέον πριν από λίγο είχε μαστιγωθεί. Οι ώμοι του πονούσαν ακόμη λόγω των πληγών της φραγγέλωσης και κάθε κίνηση του σταυρού διεύρυνε τις πληγές και έκανε οξύτερο τον πόνο. Και ο Κύριος κατέβαλλε μέχρι εξάντλησης όλες του τις δυνάμεις μεταφέροντας με υπομονή πολλή το όργανο του μαρτυρίου του στον τόπο της εκτέλεσης.
Άφησε έτσι παράδειγμα διδακτικό στους μαθητές και οπαδούς του να σηκώνουν και αυτοί το σταυρό τους και να ακολουθούν αυτόν. Οποιονδήποτε σταυρό και να μας καλεί κάθε φορά να σηκώσουμε, δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε, ότι πρώτος αυτός σήκωσε στον ώμο βαρύτατο σταυρό όχι για τον εαυτό του αλλά για μας. Και η ανάμνηση αυτή θα καθιστά σε εμάς ελαφρό τον σταυρό μας.
Ο Χριστός βαστάζει τον σταυρό του!
«Μέγα θέαμα! Αλλά εάν η ασέβεια βλέπει αυτό, μέγας περίγελως· εάν η ευσέβεια, μέγα μυστήριο. Εάν η ασέβεια είναι θεατής αυτού, μεγάλη επίδειξη ατιμίας· εάν η ευσέβεια ογκώδες έργο πίστεως. Η ασέβεια περιγελά τον βασιλιά που κουβαλά αντί για το βασιλικό του σκήπτρο το ξύλο της τιμωρίας του· η ευσέβεια βλέπει τον βασιλιά να κουβαλά το ξύλο για την σταύρωσή του, το οποίο όμως πρόκειται να τοποθετηθεί στα μέτωπα των βασιλιάδων· βλέπει αυτόν εκτεθειμένο στα βλέμματα των ασεβών μαζί με το ξύλο για το οποίο οι καρδιές των αγίων πρόκειται έπειτα να τον δοξάσουν» (Αυ).
«Πρόσεξε όμως που αυτό τελείται και σύμφωνα με την παλαιά προτύπωση. Διότι και εκεί ο Ισαάκ βαστάζοντας τα ξύλα πήγαινε να σφαχτεί· έτσι και εδώ ο Κύριος έχοντας το σταυρό πορεύεται, και σαν ακριβώς κάποιος στρατιώτης, κουβαλά το όπλο, με το οποίο νικά τον αντίπαλο» (Θφ).
«Αλλά τότε μεν (στον Ισαάκ) το πράγμα έφτασε μέχρι την απόφαση του πατέρα του. Διότι ήταν προτύπωση. Τώρα όμως προχώρησε το πράγμα και στην πράξη· διότι ήταν αλήθεια» (Χ).
Υπάρχει και η γραφή τον σταυρόν ἑαυτοῦ.
(3) Βγήκε δηλαδή έξω από τα τείχη της πόλης. Ο Μωϋσής είχε απαγορεύσει τις θανατικές εκτελέσεις μέσα στο στρατόπεδο (Λευϊτικ. κδ 14,Αριθμ. ιε 35), για αυτό και οι κατάδικοι εκτελούνταν έξω από τις πόλεις (Γ΄ Βασ. κ (κα) 13,Πράξ. ζ 58), και πάνω σε αυτό στηρίζεται και η προτροπή του χωρίου Εβρ. ιγ 12. Ο άγιος Τάφος βρίσκεται σήμερα σε αρκετή απόσταση στο εσωτερικό της Ιερουσαλήμ. Αλλά τα τείχη του περιβόλου είναι δυνατόν αργότερα να μετατέθηκαν. Ο γυμνός βράχος στο μέρος αυτό φαίνεται να αποδεικνύει ακόμη και σήμερα, ότι το μέρος αυτό της πόλης δεν κατοικούνταν άλλοτε (g).
(4) Η ονομασία αυτή δεν προέρχεται από τις εκτελέσεις, οι οποίες γίνονταν στο μέρος αυτό. Θα έπρεπε σε αυτήν την περίπτωση να είναι πληθυντικός: κρανίων τόπος. Άλλωστε στους Ιουδαίους τέτοια λείψανα δεν έμεναν ακάλυπτα. Η ονομασία προέρχεται από το στρογγυλό σχήμα και την αποψιλωμένη μορφή του λόφου (g). Εναντίον αυτού αντιλέγει το ότι δεν υπάρχει κάποια οποιαδήποτε παράδοση που να ευνοεί αυτήν την εκδοχή, ούτε υπάρχει στα ευαγγέλια κάποια ένδειξη για το ότι ο Γολγοθάς ήταν λόφος ή ύψωμα.
Για αυτό ο β βρίσκει πιθανή και την εκδοχή, σύμφωνα με την οποία, η παράδοση που για πρώτη φορά συναντιέται στον Ωριγένη (Υπόμνημα Ματθ. κζ 33), κατά την οποία «κάποιοι λένε ότι εκεί πέθανε και είναι θαμμένος ο Αδάμ, και ο Ιησούς, στον τόπο, όπου ο θάνατος βασίλεψε, εκεί έστησε και το τρόπαιο. Διότι πράγματι έβγαινε βαστάζοντας ως τρόπαιο τον σταυρό κατά της τυραννίας του θανάτου» (Χ), ενδέχεται να είναι προχριστιανική και από αυτήν να προήλθε η ονομασία.
(5) Η λέξη αυτή, η οποία συναντιέται 4 φορές στο κατά Ιωάννην, βρίσκεται και δύο φορές στην Αποκάλυψη, πουθενά όμως αλλού στην Κ.Δ. (g).
Ιω. 19,18 ὅπου αὐτὸν ἐσταύρωσαν(1), καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄλλους δύο(2) ἐντεῦθεν καὶ ἐντεῦθεν(3), μέσον δὲ τὸν Ἰησοῦν(4).
Ιω. 19,18 Εκεί σταύρωσαν αυτόν και μαζί του σταύρωσαν δύο άλλους, ένα από το ένα μέρος και τον άλλον από το άλλο, στο μέσον δε των δύο κακούργων έβαλαν τον Ιησού.
(1) Ο σταυρός είχε το σχήμα Τ. Ήταν λίγο υψωμένος (δες στιχ. 29). Μερικές φορές τον έριχναν κατά γης και αφού κάρφωναν πάνω του τον κατάδικο τον ανύψωναν πάλι. Συχνότερα όμως ήταν στηριγμένος στη γη και ο κατάδικος ανεβαζόταν σε αυτόν με σχοινιά, και μετά από αυτό τα χέρια του καρφώνονταν στο οριζόντιο ξύλο. Για να μην κατασχίζονται όμως αυτά από το βάρος του σώματος, στήριζαν αυτό σε χοντρό ξύλινο στέλεχος στηριγμένο στο κάθετο ξύλο του σταυρού και πάνω στο οποίο ο κατάδικος βρισκόταν σαν πάνω σε άλογο. Οι σταυρούμενοι ζούσαν συνήθως πάνω στο σταυρό γύρω στις δώδεκα ώρες, μερικές φορές όμως παρατεινόταν η ζωή τους και μέχρι την τρίτη ημέρα. Το είδος του θανάτου συνένωνε στον ύψιστο βαθμό τις οδύνες και την ατιμία όλων των άλλων τιμωριών.
Η αυξανόμενη φλόγωση των πληγών, η αφύσικη τοποθέτηση του σώματος, η από αυτό αναγκαστική ακινησία και ακαμψία των μελών, οι τοπικές συμφορήσεις, προ παντός μάλιστα στο κεφάλι, η ανείπωτη αγωνία, που προερχόταν από την διαταραχή της κυκλοφορίας, φλογερός πυρετός και δίψα βασάνιζαν τον κατάδικο χωρίς να τον φονεύουν (g).
(2) Ο Ματθαίος και ο Μάρκος ονομάζουν αυτούς ληστές, ο Λουκάς κακούργους. Οι Ιουδαίοι ζήτησαν την εκτέλεση των άλλων δύο καταδίκων, για να καταστήσουν πληρέστερο τον εξευτελισμό του Ιησού ή ο Πιλάτος για να επιρρίψει ύβρη κατά του ιουδαϊκού λαού με τους δύο αυτούς συντρόφους του βασιλιά τους; Είναι δύσκολο να πούμε (g).
Τρεις σταυροί στήθηκαν εκείνη την ημέρα, και μεταξύ δύο από αυτούς πρέπει και εμείς να διαλέξουμε τον δικό μας. Ο ένας είναι ο σταυρός του αναμάρτητου Λυτρωτή, και συνεπώς δεν μπορεί να είναι δικός μας. Οι άλλοι δύο σταυροί είναι της αμετανοησίας και της μετάνοιας. Μεταξύ αυτών των δύο μπορούμε και πρέπει αναγκαστικά να κάνουμε την εκλογή μας (τ).
Ο Κύριος δεν πεθαίνει πάνω στο θυσιαστήριο μεταξύ των θυμάτων, ούτε αναμιγνύεται το αίμα του με το αίμα ταύρων και τράγων· αλλά πέθανε μεταξύ των εγκληματιών και ανέμιξε το αίμα του μαζί με το αίμα εκείνων, οι οποίοι σφαγιάζονταν για ικανοποίηση της ανθρώπινης δικαιοσύνης.
(3) «Ένα από τα δεξιά και έναν από τα αριστερά του» σύμφωνα με τους συνοπτικούς.
«Και σταυρώνουν αυτόν μαζί με ληστές, εκπληρώνοντας και με τον τρόπο αυτόν χωρίς να το θέλουν την προφητεία. Διότι εκείνα που αυτοί έπρατταν υβρίζοντας, αυτά απέβαιναν υπέρ της αλήθειας, για να μάθεις πόση είναι η δύναμη αυτής· διότι και αυτό το προείπε αφού φωτίστηκε από τον ουρανό και ο προφήτης, ότι «ελογίσθη μετά των ανόμων» (Ησαΐου νγ 12). Ήθελε βέβαια ο δαίμονας να επισκιάσει αυτό που γινόταν, αλλά δεν μπόρεσε. Διότι σταυρώθηκαν μεν οι τρεις, έλαμψε όμως μόνος ο Ιησούς» (Χ).
«Δες όμως τη σοφία του Θεού, πώς και αυτό, το οποίο αυτοί έκαναν για να υβρίσουν τον Κύριο, απέβη σε δόξα του. Διότι και σε αυτόν τον ίδιο το σταυρό έσωσε τον ληστή, το οποίο είναι θαύμα από κανένα άλλο θαύμα μικρότερο» (Θφ).
(4) Για κοροϊδία μπήκε ο Ιησούς στη θέση της τιμής λόγω των βασιλικών του αξιώσεων (F). Υπήρξε καταφρόνηση και θλίψη άλλη όμοια με αυτήν του Ιησού; Αυτός, του οποίου ένδυμα υπήρξε η δόξα, αποστερήθηκε αυτήν ολοτελώς και ντύθηκε την αισχύνη. Αυτός ο οποίος υπήρξε ο αίνος των αγγέλων, κατέστη όνειδος και χλεύη των ανθρώπων. Αυτός ο οποίος υπήρξε η αιώνια χαρά και μακαριότητα στον κόλπο του Πατέρα του, ήδη βρίσκεται στον έσχατο βαθμό του πόνου και της αγωνίας. Δείτε αυτόν ματωμένο· δείτε τον να αγωνίζεται, δείτε τον να πεθαίνει και αγαπήστε τον και ζήστε για αυτόν και φροντίστε, τι θα ανταποδώσετε σε αυτόν.
Ιω. 19,19 ἔγραψε δὲ καὶ τίτλον(1) ὁ Πιλᾶτος καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ(2)· ἦν δὲ γεγραμμένον· Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(3).
Ιω. 19,19 Έγραψε δε ο Πιλάτος και επιγραφή και την έβαλε στο επάνω μέρος του σταυρού. Ήταν δε γραμμένο εις αυτήν• “Ιησούς ο Ναζωραίος, ο βασιλεύς των Ιουδαίων”.
(1) = Επιγραφή με την οποία δηλωνόταν το έγκλημα και η αιτία της ποινής (G). «Δηλαδή αιτία και επιγραφή και δήλωση» (Θφ). Όρος τεχνικός titulus, τίτλος, επιγραφή, σανίδα, αιτία. Κατά τη Ρωμαϊκή συνήθεια ο οδηγούμενος να σταυρωθεί κουβαλούσε αυτός ο ίδιος ή άλλοι κουβαλούσαν μπροστά από αυτόν επιγραφή, στην οποία παρέχονταν ενδείξεις για το έγκλημά του, και η οποία αναρτιόταν πάνω στο σταυρό. Ο Πιλάτος επωφελήθηκε από αυτήν τη συνήθεια για να στιγματίσει τους Ιουδαίους εξαγγέλλοντας ακόμη μία φορά ότι ο εγκληματίας αυτός ήταν βασιλιάς τους (g).
(2) Υπάρχει και η γραφή· επέθηκεν επί του σταυρού. Στο Ματθ. κζ 37 αναγράφεται: Τοποθέτησαν πάνω από το κεφάλι του, το οποίο υπαινίσσεται, ότι ο σταυρός είχε σχήμα που ονομαζόταν Crux immissa με ένα δεύτερο οριζόντιο ξύλο πάνω στο οποίο στήριζαν τους βραχίονες και το οποίο ήταν παράλληλο προς το άλλο στο οποίο καρφώνονταν τα χέρια (β).
(3) Περιλαμβάνει μέσα του ο τίτλος το όνομα (Ιησούς ο Ναζωραίος) και ένδειξη του εγκλήματος με λέξεις σαρκασμού (ο βασιλιάς των Ιουδαίων) (β).
Η προσθήκη της λέξης ο Ναζωραίος στη φράση ο βασιλιάς των Ιουδαίων κάνουν τον σαρκασμό οξύτερο και υβριστικότερο, εφ’ όσον στην ατίμωση του σταυρού προσθέτονταν και η ταπεινή καταγωγή του βασιλιά αυτού των Ιουδαίων (ο).
«Επειδή δηλαδή τον παρέδωσαν ως φαύλο και την απόφαση αυτή επιχειρούσαν να την επιβεβαιώσουν με την σταύρωσή του μαζί με τους ληστές, για να μην μπορεί λοιπόν κανείς να διατυπώσει πονηρές κατηγορίες και να τον κατηγορεί σαν κάποιο φαύλο και πονηρό, φράσσοντας ο Πιλάτος τα στόματα αυτών… και για να δείξει ότι επαναστάτησαν κατά του δικού τους βασιλιά, σαν ακριβώς σε κάποιο τρόπαιο, έτσι έθεσε την επιγραφή, που άφηνε περίλαμπρη φωνή και δήλωνε την νίκη και διακήρυττε την βασιλεία, αν και όχι ολόκληρη» (Χ).
Διότι η επιγραφή αυτή επιβεβαίωνε την αθωότητα του Κυρίου, διότι ανέγραφε κατηγορία, η οποία όπως ήταν διατυπωμένη, δεν εξέφραζε κάποιο έγκλημα. Εάν η όλη κατηγορία, την οποία του απέδιδαν ήταν αυτή, ασφαλώς δεν είχε πράξει τίποτα άξιο θανάτου ή φυλάκισης. Ήταν ο Ιησούς ο Ναζωραίος, ο ευλογημένος Ναζωραίος, ο αφιερωμένος εξ’ ολοκλήρου στο Θεό.
Ήταν ο βασιλιάς των Ιουδαίων, ο Μεσσίας, το άστρο και το σκήπτρο, το οποίο επρόκειτο να ανατείλει από το Ισραήλ, όπως ο Βαλαάμ είχε προείπε. Και πέθαινε για το καλό του λαού, όπως ο Καϊάφας είχε προφητεύσει. Έτσι και οι τρεις αυτοί πονηροί άνδρες ο Βαλαάμ, ο Καϊάφας, ο Πιλάτος, μαρτυρούσαν υπέρ του Χριστού, παρόλο που η πρόθεσή τους δεν ήταν τέτοια.
Ιω. 19,20 τοῦτον οὖν τὸν τίτλον(1) πολλοὶ ἀνέγνωσαν τῶν Ἰουδαίων, ὅτι(2) ἐγγὺς ἦν τῆς πόλεως ὁ τόπος(3) ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἦν γεγραμμένον ἑβραϊστί, ἑλληνιστί, ῥωμαϊστί(4).
Ιω. 19,20 Αυτήν, λοιπόν, την επιγραφή πολλοί από τους Εβραίους την διάβασαν, διότι ήτο κοντά εις την πόλη ο τόπος όπου εσταυρώθη ο Ιησούς. Και ήτο γραμμένη εβραϊκά, ελληνικά και ρωμαϊκά.
(1) «Ήταν δηλαδή τοποθετημένη μπροστά σε όλους, ομολογώντας ολοφάνερα τη βασιλεία του Σωτήρα μας με τρεις γλώσσες που ήταν οι πιο διάσημες από όλες έως τότε και προσφέροντας στον σταυρωμένο την έναρξη κατά κάποιο τρόπο της προφητείας που ειπώθηκε για αυτόν. Διότι είπε σε κάποιο σημείο ο Δανιήλ ο σοφότατος, ότι σε Αυτόν δόθηκε η τιμή και η βασιλεία και σε αυτόν θα δουλεύσουν όλες οι φυλές και οι γλώσσες» (Κ).
Έτσι ο Κύριος υψώθηκε (Ιω. ιβ 32) και άρχισε να ελκύει τα έθνη προς τον εαυτό του. Η βασιλεία του εγκαθιδρύθηκε. Ανεβάστηκε στο θρόνο του, θρόνο αισχύνης αλλά και δύναμης· το στέμμα της δόξας και των αγκαθιών είναι στο μέτωπό του. Και πάνω από το κεφάλι του είναι ο τίτλος του: ο βασιλιάς του Ισραήλ, ο βασιλιάς στη βασιλεία του Θεού. Διότι έτσι ήταν αναγκαίο να ιδρυθεί και πάνω στη γη η βασιλεία του Θεού, αφού αυτή πρέπει να κυριαρχεί στις καρδιές και τις θελήσεις των ανθρώπων. Ο υιός του ανθρώπου έπρεπε να πάθει. Και βασιλεύει από το Ξύλο (τ).
Διάβασαν τον τίτλο αυτόν πολλοί από τους Ιουδαίους, όχι μόνο από τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, αλλά και από την υπόλοιπη χώρα της Παλαιστίνης, ξένοι και προσήλυτοι οι οποίοι είχαν έλθει στα Ιεροσόλυμα για τη γιορτή του Πάσχα. Πλήθη πολλά τη διάβασαν και έδωσε η επιγραφή αφορμή σε ποικίλες σκέψεις και θεωρίες, αναλόγως των διαθέσεων αυτών που την διάβαζαν.
(2) Ο λόγος για τον οποίο πολλοί από τους Ιουδαίους διάβασαν τον τίτλο.
(3) Το «τῆς» να το συντάξεις με το ἐγγὺς (b). Όχι ο τόπος της πόλης ήταν κοντά, αλλά ο τόπος, όπου σταυρώθηκε ο Ιησούς ήταν κοντά στην πόλη. Η πρώτη σύνταξη προϋποθέτει ότι ο Ιησούς σταυρώθηκε σε τόπο που βρισκόταν μέσα στην πόλη. Αλλά ο Ιησούς έπαθε έξω από την πύλη σύμφωνα με το Εβρ. ιγ 12, δες Ματθ. κζ 32, Πράξ. ζ 58 (β).
(4) «Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι πολύ έξυπνα βεβαίως και με ένα θεϊκό και ανέκφραστο σχέδιο τοποθετήθηκε ο τίτλος να έχει τριπλή την γραφή, στα Εβραϊκά, τα Ρωμαϊκά, τα Ελληνικά» (Κ). Με τις τρεις γλώσσες της επιγραφής δόθηκε στο περιεχόμενό της η μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα. Ο Ιησούς στην κατώτατη βαθμίδα της ταπείνωσής του διακηρύχτηκε Βασιλιάς-Μεσσίας στις τρεις κυριότερες γλώσσες του τότε κόσμου (g).
«Διότι οι τρεις αυτές γλώσσες ήταν διαδεδομένες περισσότερο από τις άλλες στον τόπο εκείνο· η Εβραϊκή εξαιτίας των Ιουδαίων, οι οποίοι καυχιόντουσαν για το νόμο του Θεού· η Ελληνική εξαιτίας των σοφών μεταξύ των εθνών και η Λατινική εξαιτίας των Ρωμαίων, οι οποίοι τότε ασκούσαν κυριαρχική εξουσία σε πολλές και σχεδόν σε όλες τις χώρες» (Αυ).
Η Εβραϊκή ήταν η εθνική γλώσσα, η Ελληνική κατανοούνταν καθολικά σαν ένα είδος διεθνούς γλώσσας και η Ρωμαϊκή ήταν η επίσημη γλώσσα. Σε κάθε μία από τις γλώσσες αυτές ο Χριστός διακηρύχτηκε βασιλιάς, στον οποίο όλοι οι θησαυροί της αποκάλυψης, της σοφίας και της δύναμης είναι απόκρυφοι. Και με την αναγραφή της επιγραφής στις τρεις γλώσσες υποδηλωνόταν ότι ο Ιησούς Χριστός θα ήταν ο Σωτήρας όλων των εθνών και όχι μόνο των Ιουδαίων και ότι όλα τα έθνη θα άκουγαν στη δική τους διάλεκτο τα μεγαλεία του Λυτρωτή.
Ιω. 19,21 ἔλεγον οὖν τῷ Πιλάτῳ οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων(1)· μὴ γράφε(2), ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ᾿ ὅτι ἐκεῖνος(3) εἶπε, βασιλεύς εἰμι τῶν Ἰουδαίων(4).
Ιω. 19,21 Οι αρχιερείς είπαν στον Πιλάτο• “μη γράφεις ο βασιλεύς των Ιουδαίων, αλλ' ότι εκείνος είπεν, βασιλεύς είμαι των Ιουδαίων”.
(1) Η φράση αυτή που δεν συναντιέται κάπου αλλού είναι αξιοσημείωτη. Σημαίνει, ότι αυτοί ενεργούσαν εδώ ως υπερασπιστές των συμφερόντων του θεοκρατικού λαού (g).
(2) «Δεν αντέχουν τα γραφόμενα στην επιγραφή οι διδάσκαλοι των Ιουδαίων και εισέβαλλε μέσα τους δριμύς φθόνος και αρνούνται πάλι την βασιλεία του Χριστού και λένε ότι αυτός μεν δεν εξουσίασε αληθινά, ούτε βεβαίως τον παραδέχτηκαν ποτέ ως τώρα ως βασιλιά, αλλά λένε ότι αυτός χρησιμοποίησε έναν τέτοιο λόγο» (Κ).
Όπως ήταν η επιγραφή, δήλωνε, ότι «είναι απόφαση και κοινή γνώμη» των Ιουδαίων που τον ανακήρυξε βασιλιά, «αν όμως προστεθεί ότι «εκείνος είπε», αποδεικνύεται ότι η κατηγορία ήταν αποτέλεσμα της δικής του αυθάδειας και αλαζονείας» (Χ).
Ο σιναϊτικός κώδικας αποσιωπά τους στίχους 20 και 21 μέχρι το «ἀλλ᾿ ὅτι ἐκεῖνος» που δεν συμπεριλαμβάνεται.
(3) Χρησιμοποιούν ήδη ονομασία για αυτόν τέτοια, σαν για έναν, τον οποίον απομάκρυναν από αυτούς (b). Εκείνος είπε. Ελέγχονται και πάλι να είναι γεμάτοι από πείσμα και κακία εναντίον του Χριστού. Δεν ήταν αρκετό ότι είχαν σταυρώσει αυτόν, αλλά ήθελαν να συσταυρώσουν και το όνομά του. Ζητούν να αποδώσουν σε αυτόν κακό χαρακτηρισμό και να τον παρουσιάσουν ως σφετεριστή τιμών και εξουσιών, οι οποίες δεν του ανήκαν.
Αλλά ο Χριστός ούτε διεκδίκησε ποτέ βασιλικό στέμμα επίγειο, ούτε είχε πει ότι είμαι βασιλιάς των Ιουδαίων, με την έννοια που το εννοούσαν αυτό οι αρχιερείς. Λένε, ότι εκείνος είπε Είμαι Βασιλιάς των Ιουδαίων, χωρίς να αποδεικνύουν εάν και πού και πότε είπε αυτό.
(4) Αγνοούν «και αυτό, ότι δηλαδή δεν θα μπορούσε ποτέ να πει ψέματα η φύση της αλήθειας· και αλήθεια είναι ο Χριστός. Επομένως λοιπόν είναι βασιλιάς των Ιουδαίων, αφού αποδεικνύεται ότι έτσι αποκάλεσε τον εαυτό του, όπως και αυτοί οι ίδιοι το ενισχύουν αυτό με τα δικά τους λόγια» (Κ).
«Ο Χριστός λοιπόν είναι ο βασιλιάς των Ιουδαίων, αλλά εκείνων οι οποίοι είναι Ιουδαίοι με περιτομή καρδιάς, στο πνεύμα και όχι στο γράμμα· των οποίων ο έπαινος είναι όχι από τους ανθρώπους, αλλά από το Θεό· οι οποίοι ανήκουν στην ελεύθερη Ιερουσαλήμ, την στους ουρανούς αιώνια μητέρα μας, την πνευματική Σάρρα, η οποία έβγαλε την δούλη και τα τέκνα της από το σπίτι της ελευθερίας» (Αυ).
Ιω. 19,22 ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος(1)· ὃ γέγραφα, γέγραφα(2).
Ιω. 19,22 Ο Πιλάτος απεκρίθη• “ό,τι έγραψα, έγραψα”.
(1) Η απάντηση του Πιλάτου είναι απάντηση εξοργισμένου άντρα, που έχει την απόφαση να μην υποχωρήσει πλέον σε κάτι στους πανούργους και μοχθηρούς εχθρούς του Ιησού (ο).
(2) Ο παρακείμενος δηλώνει το συντελεσμένο ήδη γεγονός. Βρίσκουμε εδώ τον Πιλάτο, τέτοιον όπως ο Φίλων τον χαρακτηρίζει, δηλαδή με πεισματικό και άκαμπτο χαρακτήρα (g).
«Τους ξεφορτώνεται ο Πιλάτος που θέλουν να ζητήσουν να αλλάξει η επιγραφή και δεν επιτρέπει να αδικήσουν μέχρι τέλους την δόξα του Σωτήρα μας, και αυτό το έκανε εννοείται με ένα θείο και ανέκφραστο νεύμα (παρακίνηση). Διότι είναι μπηγμένη και ασυκοφάντητη η βασιλεία του Χριστού, έστω και αν δεν το θέλουν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι επιχειρούν να παραχαράξουν την ομολογία της δόξας σε αυτόν» (Κ).
Είναι αξιοσημείωτο, ότι όταν οι Ιουδαίοι απορρίπτουν το Χριστό, και δεν θέλουν να έχουν αυτόν βασιλιά, ο Πιλάτος μολονότι εθνικός, επιμένει να μην διαγραφεί, ότι είναι βασιλιάς. Αυτό αποτελεί ένα προοίμιο εκείνου, το οποίο επρόκειτο να συμβεί μετά από λίγο, όταν τα έθνη θα υποτάσσονταν στη βασιλεία του Μεσσία, εναντίον της οποίας οι Ιουδαίοι που απίστησαν είχαν αποστατήσει.
Η διανομή των ιματίων
Ιω. 19,23 Οἱ οὖν στρατιῶται ὅτε ἐσταύρωσαν τὸν Ἰησοῦν(1), ἔλαβον τὰ ἱμάτια αὐτοῦ(2) καὶ ἐποίησαν τέσσαρα μέρη(3), ἑκάστῳ στρατιώτῃ μέρος, καὶ τὸν χιτῶνα(4)· ἦν δὲ ὁ χιτὼν ἄῤῥαφος(5), ἐκ τῶν ἄνωθεν(6) ὑφαντὸς δι᾿ ὅλου(7).
Ιω. 19,23 Οι στρατιώται, λοιπόν, αφού εσταύρωσαν τον Ιησούν επήραν τα ενδύματα του και τα έκαμαν τέσσαρα μερίδια, ένα μερίδιον δια κάθε στρατιώτην, και το εσωτερικόν του ένδυμα, το έκαμαν ιδιαίτερον μερίδιον. Ήτο δε ο χιτών αυτός χωρίς καμίαν ραφή, υφαντός ολόκληρος από επάνω έως κάτω.
(1) Δηλαδή κάρφωσαν αυτόν πάνω στο ξύλο και έστησαν το σταυρό στη θέση του (ο). Ο σιναϊτικός κώδικας γράφει: Οἱ οὖν στρατιῶται οι σταυρώσαντες τὸν Ἰησοῦν.
(2) Ο Ρωμαϊκός νόμος De bonis damnatorum (=περί των αγαθών ή της περιουσίας των καταδίκων) απέδιδε στους εκτελεστές τα ενδύματα των εκτελουμένων (g).
«Παρόλο που και οι τέσσερεις ευαγγελιστές αναφέρον αυτό, οι άλλοι όμως κάνουν αυτό συντομότερα από τον Ιωάννη και η σημείωσή τους για αυτό είναι ασαφής, ενώ του Ιωάννη γίνεται με τον σαφέστερο δυνατό τρόπο» (Αυ).
Ο Ιησούς λοιπόν πάνω στο σταυρό γυμνός. Τι ντροπή! Η ντροπή της γυμνότητας ήλθε μαζί με την αμαρτία. Εκείνος λοιπόν ο οποίος έγινε αμαρτία για μας, υπέστη και την αισχύνη αυτή, για να απαλλάξει εμάς από αυτήν. Γυμνώθηκε, για να ντυθούμε εμείς με ενδύματα λευκά (Αποκ. γ 18) και έτσι ώστε αφού γδυθούμε να μην βρεθούμε γυμνοί.
(3) «Ο Ιωάννης αφηγείται και πόσα μέρη έκαναν από τα ιμάτιά του, δηλαδή τέσσερα, για να μπορεί κάθε στρατιώτης να πάρει από ένα. Από αυτό φαίνεται, ότι ήταν τέσσερεις στρατιώτες, οι οποίοι εκτέλεσαν τις σχετικά με την σταύρωση διαταγές του επιτρόπου της Ρώμης» (Αυ).
Σύμφωνα με το Πράξ. ιβ 4 τα στρατιωτικά αποσπάσματα αποτελούνταν από τετράδες στρατιωτών.
(4) Το εσωτερικό ένδυμα, που κάλυπτε συνήθως το γυμνό σώμα (G) και αντιστοιχεί με το δικό μας πουκάμισο.
(5) Χωρίς κάποια ραφή, όπως ήταν το εφώδ ή ο ποδήρης (μέχρι τα πόδια) υποδύτης (ένδυμα κάτω από το θώρακα) του αρχιερέα των Ιουδαίων (Εξοδ. κη 27 και εξής, Ιωσήπου Ιουδ. Αρχαιολ. ΙΙΙ,VII 4), τον οποίο ο Ιώσηπος ονομάζει χιτώνα, μολονότι δεν μπορεί να ταυτιστεί με τον καθ’ αυτό χιτώνα, ο οποίος ήταν εσωτερικό ένδυμα (β). Ο χιτώνας αποτελούνταν συνήθως από δύο τεμάχια, τα οποία συρράπτονταν μεταξύ τους στους ώμους και στις πλευρές (ο).
(6) Με έννοια τοπική όπως στο Ματθ. κζ 51, Μάρκ. ιε 38 (C).
(7) Ήταν υφασμένος σε όλη την έκτασή του (g). Το ένδυμα άρχιζε από το ανώτερο μέρος και ήταν υφασμένο έως κάτω. Η λεπτομέρεια αυτή για την κατασκευή του δείχνει, ότι είχε υφανθεί με πολλή δεξιότητα. Ήταν πιθανώς αυτός δώρο κάποιου ή κάποιων από τις γυναίκες που τον ακολουθούσαν από τη Γαλιλαία και τον διακονούσαν σύμφωνα με το Λουκά η 3 (ο).
Λιγότερο πιθανώς: «Κάποιοι λένε ότι με αυτό δηλώνεται μία αλληγορία, ότι δεν ήταν απλώς άνθρωπος ο σταυρωμένος, αλλά και από πάνω (από τον ουρανό) είχε τη θεότητα» (Χ).
Ή «Αν κάποιος βεβαίως θα προτιμούσε, τον χιτώνα τον υφαντό από πάνω έως κάτω να του αλλάξει το νόημα, ώστε να δηλώνει το άγιο σώμα του Χριστού, επειδή έγινε αυτό χωρίς σαρκική μείξη και κάποια κατά κάποιο τρόπο ένωση άνδρα και γυναίκας, αλλά υφάνθηκε στη μορφή που του έπρεπε με την ενέργεια του Πνεύματος και την δύναμη από ψηλά, και αυτή η άποψη είναι αποδεχτή» (Κ).
Ο Κυπριανός χρησιμοποιεί τον χιτώνα ως σύμβολο της αδιαίρετης εκκλησίας. Άλλη αλληγορία· το εφώδ του αρχιερέα των Ιουδαίων ήταν υφαντό. Ο Χριστός λοιπόν πάνω στο Σταυρό είναι ο αρχιερέας του κόσμου (Εβρ. γ 1 και εξής) (μ).
Αξιόλογη και η επόμενη παρατήρηση: Όπως ο χιτώνας, τον οποίο ο Χριστός φορούσε κατευθείαν στο σώμα του ήταν άρραφος υφασμένος ολόκληρος από το επάνω μέρος, έτσι και ό,τι ο Ιησούς άφησε είναι μοναδικό, ενιαίο και αρμονικό.
Είτε κρίνουμε αυτόν κατά το θρησκευτικό σύστημα, το οποίο μας κληροδότησε· είτε τον κρίνουμε κατά τον κώδικα της ηθικής, τον οποίο μας παρέδωσε· είτε τον κρίνουμε κατά τον άσπιλο και απολύτως αναμάρτητο χαρακτήρα, τον οποίο μας άφησε ως ύψιστο πρότυπο και ιδεώδες, θα τον βρούμε μοναδικό, εκπληκτικό, ένα στην ιστορία του κόσμου όμοιο του οποίου σε όλα δεν παρουσίασαν αλλά ούτε θα παρουσιάσουν οι αιώνες.
Ιω. 19,24 εἶπον οὖν πρὸς ἀλλήλους· μὴ σχίσωμεν αὐτόν(1), ἀλλὰ λάχωμεν περὶ αὐτοῦ(2) τίνος ἔσται· ἵνα ἡ γραφὴ(3) πληρωθῇ ἡ λέγουσα· διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς, καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον(4).
Ιω. 19,24 Είπαν, λοιπόν, μεταξύ τους• “ας μη τον σχίσωμεν, αλλά ας βάλωμεν δι' αυτόν κλήρον εις ποιόν θα πέση”. Και έγιναν έτσι τα γεγονότα αυτά, δια να εκπληρωθή η προφητεία της Γραφής που λέγει• Εμοιράσθησαν μεταξύ των τα ενδύματά μου και δια το εσωτερικόν μου ένδυμα, τον χιτώνα, έβαλαν κλήρον.
(1) «Μιλά έτσι, για να αντιληφθούμε, ότι δεν μπήκε λαχνός για τα άλλα ρούχα του· αλλά ο χιτώνας του, τον οποίον πήραν μαζί με τα άλλα ρούχα, δεν διαμοιράστηκε όπως εκείνα… Δεν μπορούσαν οι στρατιώτες να πάρουν μέρος από αυτόν χωρίς να τον σχίσουν, οπότε θα αποκτούσε ο καθένας από αυτούς άχρηστα τεμάχια αυτού. Για να προλάβουν λοιπόν αυτό προτίμησαν να πάει αυτός σε έναν με κλήρο» (Αυ).
(2) Ο Field επιμένει, ότι το ρήμα λαγχάνω με την έννοια του ρίχνω κλήρους είναι χωρίς προηγούμενο, αφού η συνηθισμένη του έννοια είναι επιτυγχάνω με κλήρο ή λαχνό. Ο Σύμμαχος όμως μεταφράζει το Ψαλμ. κα 19 με το ελάγχανον (β).
Υπάρχει και αλληγορική ερμηνεία: «Αφού μοίρασαν σε τέσσερα μέρη τα ρούχα του Σωτήρα, φυλάνε τον ένα αχώριστο… Διότι τα τέσσερα μέρη της οικουμένης μοιράστηκαν κατά κάποιο τρόπο αλλά έχουν και αχώριστο το άγιο όντως ένδυμα του Λόγου, δηλαδή το σώμα του. Διότι αν και κατακόβεται σε κομμάτια στον καθένα και αγιάζει την ψυχή του καθενός μαζί με το σώμα του, με τη δική του σάρκα ο Μονογενής, είναι ολόκληρος και αχώριστος σε όλους και είναι ένας παντού» (Κ).
Ή «τα ιμάτια του Κυρίου Ιησού Χριστού διανεμήθηκαν σε τέσσερα μέρη, που συμβολίζουν την τετραμερή του Εκκλησία, που διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο, ο οποίος αποτελείται από τέσσερα μέρη… Αλλά ο χιτώνας, για τον οποίο ρίχτηκαν λαχνοί, σημαίνει την ενότητα των μερών αυτών που επιτυγχάνεται με τους δεσμούς της αγάπης» (Αυ).
(3) Στον Ψαλμό κα 19. Η παράθεση σύμφωνα με τους Ο΄.
(4) «Με αυτά με τα οποία ο διάβολος ενεργεί με πονηρία, με αυτά οι προφητείες εκπληρώνονται. Και δες την αλήθεια: Τρεις ήταν οι σταυρωμένοι. Και όμως, σε αυτόν μόνο εκπληρώνονται τα λόγια των προφητών. Και πρόσεξε την ακρίβεια της προφητείας» (Θφ).
«Ο προφήτης δεν λέει έβαλαν κλήρο αλλά διαμοίρασαν τα ιμάτιά μου. Ούτε λέει αφού έβαλαν κλήρο διαμοίρασαν, αλλά ενώ καμία αναφορά δεν κάνει για κλήρο ως προς τα υπόλοιπα ιμάτια, έπειτα λέει: και για τον ιματισμό μου έβαλαν κλήρο, αναφερόμενος μόνο στο χιτώνα» (Αυ).
«Διότι όχι μόνο ό,τι μοιράστηκαν, αλλά και ό,τι δεν μοιράστηκαν είπε ο προφήτης· διότι τα μεν τα μοίρασαν, τον χιτώνα όμως δεν τον μοίρασαν, αλλά το πράγμα το τακτοποίησαν με κλήρο» (Χ).
Η αχαλίνωτη κριτική ισχυρίζεται, ότι τα δύο μέλη του στίχου που παρατίθεται από τον ευαγγελιστή είναι εξ’ ολοκλήρου ταυτόσημα και ότι ο Ιωάννης παρασύρεται από τη φαντασία του, όταν θέλει να διακρίνει ανάμεσα στην έννοια του «διεμερίσαντο» και του «έβαλαν κλήρο» ή και μεταξύ των λέξεων «ιμάτια» και «ιματισμός».
Αλλά βαθύτερη μελέτη του παραλληλισμού στην εβραϊκή ποίηση δείχνει, ότι το δεύτερο μέλος προσθέτει πάντοτε υπαινιγμό ή ιδέα νέα στην ιδέα του πρώτου. Αλλιώς το δεύτερο μέλος θα ήταν ταυτολογία ανόητη. Δεν είναι επανάληψη, αλλά πρόοδος. Η πρώτη λέξη «ιμάτια» σημαίνει τα διάφορα τεμάχια της ενδυμασίας της εσωτερικής, η δεύτερη «ιματισμός», το καθ’ αυτό ένδυμα, το οποίο αφαιρούμενο αφήνει γυμνό το σώμα (g).
Ο Ιησούς αναθέτει τη μητέρα του στον αγαπημένο μαθητή
Ιω. 19,25 Οἱ μὲν οὖν στρατιῶται(1) ταῦτα ἐποίησαν(2). εἱστήκεισαν(3) δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ(4) τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ(5), Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ(6) καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή.
Ιω. 19,25 Οι μεν στρατιώται αυτά έκαμαν. Εστάθηκαν δε πλησίον στον σταυρόν του Ιησού η μητέρα του και η αδελφή της μητέρας του, η Μαρία η γυναίκα του Κλωπά και η Μαρία η Μαγδαληνή.
(1) Το «μεν» αντιτίθεται στο ακόλουθο «δε». Η άσπλαχνη και ιδιοτελής συμπεριφορά των στρατιωτών αντιτίθεται με την παρουσία των γυναικών από βαθειά συμπάθεια κοντά στο σταυρό (ο). Πολλοί από τους νεώτερους ερμηνευτές συνενώνουν την πρόταση αυτή με τον προηγούμενο στίχο (Webster και Wilkinson, Owen, Fillion, Godet, Bernard, Nestle).
(2) Οι Ρωμαίοι στρατιώτες χωρίς να το καταλαβαίνουν συντέλεσαν στην εκπλήρωση της προφητείας και κάνοντας αυτά σήμαναν την αληθινή έννοια των λόγων του Δαβίδ (g).
(3) «Και το ασθενέστερο φύλο, φάνηκε ανδρειότερο τότε· τόσο πολύ πλέον άλλαζαν τα πάντα» (Χ). «Τι ήταν λοιπόν αυτό που έπεισε τον μακάριο ευαγγελιστή να λεπτολογήσει εδώ ώστε να αναφέρει και την παραμονή των γυναικών στο σταυρό;» (Κ).
Ή, πιο σωστά, διότι ο ευαγγελιστής θέλει να εξιστορήσει επεισόδιο, στο οποίο ο Ιησούς «σταυρωμένος αναθέτει την μητέρα του στον μαθητή, διδάσκοντάς μας μέχρι την τελευταία μας αναπνοή να δείχνουμε κάθε φροντίδα για τους γονείς» (Χ) και στο οποίο η μητέρα του Ιησού θλιμμένη αλλά καρτερική και ανδρεία συμμετέχει στις οδύνες του Υιού της (F).
Ή, ελάχιστα πιθανώς «σκοπός του ευαγγελιστή ήταν να διδάξει και εκείνο, ότι δηλαδή και αυτήν… την μητέρα του Κυρίου την σκανδάλισε αυτό που έγινε τόσο απροσδόκητα… Αφού λοιπόν η μητέρα του έπεσε σε σκάνδαλο και αναμίχτηκε σε αταξία λογισμών, πώς δεν έπρεπε να προνοήσει ο Κύριος;… Γνωρίζοντας λοιπόν τους διαλογισμούς που είχε μέσα της, την παρέδωσε στο μαθητή σαν σε άριστο μυσταγωγό (=αυτός που μυεί και οδηγεί στα μυστήρια), ο οποίος μπορούσε καλά και με ικανότητα να διηγηθεί λεπτομερώς το βάθος του μυστηρίου» (Κ).
Δίκαια θαυμάζει κανείς την δύναμη της θείας χάρης, που ενισχύει τις γυναίκες αυτές και ιδιαίτερα την Παρθένο Μαρία κατά την δεινή αυτή δοκιμασία. Δεν βλέπουμε την μητέρα του Μονογενούς να χτυπά το στήθος της ή να ξεριζώνει τις τρίχες του κεφαλιού της ή να ξεσχίζει τα ρούχα της ή να βγάζει κραυγές γοερές. Αλλά την βλέπουμε με καρτερία να στέκεται κοντά στο σταυρό και τις φίλες της μαζί της. Ασφαλώς και αυτή και εκείνες ενδυναμώνονταν από θεία δύναμη για να δείχνουν τέτοια υπομονή.
(4) Η πρόθεση «παρά» δεν σημαίνει στα πόδια του σταυρού αλλά κοντά σε αυτόν (g).
(5) Διχάστηκαν εδώ οι γνώμες των ερμηνευτών.
Οι μεν υποστήριξαν, ότι πρόκειται εδώ για τρεις μόνο γυναίκες όπου ο Ιωάννης από μετριοφροσύνη δεν αναφέρει την μητέρα του Σαλώμη, η οποία επίσης στεκόταν κοντά στο σταυρό (b).
Συνεπώς εδώ αδελφή της μητέρας του Κυρίου είναι η Μαρία η του Κλωπά. «Και όμως η Θεοτόκος ήταν μονογενής· αλλά επειδή ο Ιωσήφ και ο Κλωπάς ήταν αδελφοί, και είναι συνήθεια στους Εβραίους να ονομάζονται αδελφές και οι γυναίκες των αδελφών… έτσι λοιπόν τη συννυφάδα της, τήν ονόμασε αδελφή. Αλλά ο Ιωσήφ μεν και ο Κλωπάς, οι άνδρες τους, ήταν φυσικοί αδελφοί· αυτές όμως, οι γυναίκες τους, εξ’ αγχιστείας αδελφές» (Ζ).
Άλλοι όμως από τους νεώτερους (Wieseler, Meyer, Luthardt, Weiss, Westcott, Owen, Bernard κλπ.), ενισχυόμενοι και από την διαφορετική γραφή της Πεσσιτώ και της Περσικής και Αιθιοπικής μετάφρασης, ( της μητρός αυτού «και» Μαρία η του Κλωπά) υποστήριξαν, ότι πρόκειται για τέσσερεις γυναίκες και ότι η αδελφή της Θεοτόκου ήταν η Σαλώμη, η μητέρα του ευαγγελιστή.
Έτσι απέφυγαν μεν τη δυσκολία, κατά την οποία δύο αδελφές είχαν το ίδιο όνομα Μαρία, (η οποία όμως και πάλι αποφεύγεται όταν δεχτούμε ότι η σύζυγος του Κλωπά ήταν συννυφάδα της Θεοτόκου), και βρήκαν περισσότερο καλή εξήγηση, το ότι ο Ιησούς εμπιστεύτηκε τη μητέρα του στον Ιωάννη, τον πρώτο ξάδερφό του, και όχι στους λεγόμενους αδελφούς του.
Αλλά εάν τόσο στενή συγγένεια συνέδεε τους γιους του Ζεβεδαίου με τον Ιησού, ρωτά ο g, πώς δεν βρίσκουμε κάποιο ίχνος αυτής στην ευαγγελική ιστορία;
(6) Ο Ηγήσιππος αναφέρει πρώτος, ότι ο αδελφός του μνήστορος Ιωσήφ τον οποίο και αποκαλεί θείο του Ιησού (ή του Ιακώβου) ονομαζόταν Κλωπάς (g).
Σύζυγος αυτού ήταν η Μαρία, η οποία είναι το ίδιο πρόσωπο με την Μαρία την μητέρα του Ιακώβου του μικρού και Ιωσή (Ματθ. κζ 56,Μάρκ. ιε 40,47,ιστ 1,Λουκ. κδ 10). Το όνομα Κλωπάς επίσης είναι Εβραϊκό και δεν πρέπει να συγχέεται με το όνομα Κλεόπας το οποίο προήλθε από συγκοπή από το ελληνικό Κλεόπατρος. Αυτοί που ταυτίζουν τον απόστολο Ιάκωβο του Αλφαίου με τον Ιάκωβο τον αδελφόθεο διακρίνουν τον Κλωπά από τον Αλφαίο (Δες και Plummer στο δικό μας Υπόμνημα στον Ματθαίο σελ. 515).
Ότι όμως ο Ιάκωβος του Αλφαίου πρέπει να διακρίνεται από τον Ιάκωβο τον αδελφόθεο δες στο δικό μας Υπόμνημα στον Μάρκο σελ. 62 και Υπόμνημα στην προς Εβραίους και τις επτά Καθολικές σελ. 171-172.
Ιω. 19,26 Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν(1) τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα(2), λέγει(1) τῇ μητρὶ αὐτοῦ· γύναι(3), ἴδε ὁ υἱός σου(4).
Ιω. 19,26 Ο Ιησούς τότε, όταν είδε την μητέρα του και τον μαθητή, τον οποίον ιδιαιτέρως αγαπούσε, να στέκη εκεί κοντά, είπεν εις την μητέρα του• “γύναι, αυτός θα είναι ο υιός σου”.
(1) «Προνόησε για τη μητέρα του αδιαφορώντας κατά κάποιο τρόπο για την κορύφωση του δικού του παθήματος. Διότι ήταν χωρίς πάθος ακόμη και την ώρα που έπασχε» (Κ).
«Πρόσεχε σε παρακαλώ πώς, και ενώ ήταν σταυρωμένος, όλα τα έκανε ατάραχος, συνομιλώντας με τον μαθητή για την μητέρα του, εκπληρώνοντας προφητείες, και δίνοντας καλές ελπίδες στο ληστή· αν και βέβαια πριν σταυρωθεί φαίνεται να ιδρώνει, να αγωνιά, να φοβάται… Ας μην τρέμουμε λοιπόν τον θάνατο· βέβαια η ψυχή αγαπά μεν εκ φύσεως την ζωή, αλλά από εμάς εξαρτάται πλέον ή να απαλλαγούμε από τους δεσμούς της και να κάνουμε ανίσχυρη την επιθυμία, ή να δεθούμε στενότερα με αυτούς τους δεσμούς και να κάνουμε πιο τυραννική την επιθυμία.
Διότι όπως ακριβώς έχουμε την επιθυμία της σαρκικής μίξης, όταν όμως φιλοσοφούμε, κάνουμε ανίσχυρη αυτήν την τυραννία, έτσι συμβαίνει και με τη ζωή· όπως δηλαδή έβαλε μέσα μας την σαρκική επιθυμία χάριν της τεκνοποιίας, εξασφαλίζοντας έτσι ο Θεός την διαδοχή μας με τα τέκνα, χωρίς να εμποδίζει να βαδίζουμε την ανώτερη οδό της εγκράτειας, έτσι και έσπειρε μέσα μας τον πόθο της ζωής, εμποδίζοντάς μας να αφαιρούμε τη ζωή μας, μη εμποδίζοντας όμως να περιφρονούμε την παρούσα ζωή.
Και πρέπει γνωρίζοντας αυτά, να διατηρούμε το μέτρο, και ούτε ποτέ με τη θέλησή μας να καταφεύγουμε στο θάνατο, και αν ακόμη υποφέρουμε από αμέτρητα δεινά, ούτε συρόμενοι (στο μαρτύριο) χάριν εκείνων που αρέσουν στο Θεό να φοβόμαστε και να διστάζουμε, αλλά να αναλαμβάνουμε με θάρρος τον αγώνα, προτιμώντας την μέλλουσα ζωή από την παρούσα» (Χ).
Η θλίψη και ο πόνος του Κυρίου ήταν τόσο βαθύς και δριμύς, αλλά και τόσο καθαγιασμένος, ώστε οι ασθενείς μας καρδιές δεν μπορούν να τον κατανοήσουν. Οι εχθροί του τον περιγελούσαν και τον εξευτέλιζαν. Μερικοί μόνο από τους φίλους του στέκονταν κάτω από το Σταυρό του ανίκανοι να προσφέρουν σε αυτόν κάτι περισσότερο από τον φόρο της σιωπηλής τους συμπάθειας. Και ο Πατέρας φαινόταν να τον εγκαταλείπει.
Ήταν πάνω στο σταυρό μόνος, χωρίς κανείς να αντιλαμβάνεται τι αισθανόταν, χωρίς κανείς να μπορεί να τον βοηθήσει. Στη μόνωση του παθήματός του εκείνου λησμονεί και αυτός τον εαυτό του και στρέφει τις σκέψεις του υπέρ των άλλων, όχι υπέρ του εαυτού του. Όταν τον σταύρωσαν, μεσίτευε υπέρ των σταυρωτών· όταν τον περιγελούσαν, έδινε υπόσχεση στον ευγνώμονα ληστή· και ήδη όταν πρόκειται να παραδώσει το πνεύμα, λαμβάνει πρόνοια για τη μητέρα του. Λησμόνησε τη δική του οδύνη η οποία υπήρξε μεγαλύτερη από όσες ποτέ έθιξαν ανθρώπινες καρδιές, για να μπορέσει να ανακουφίσει την οδύνη των άλλων.
(2) «Πάλι κρύβει τον εαυτό του ο Ιωάννης από μετριοφροσύνη· διότι αν ήθελε να καυχηθεί, θα ανέφερε και την αιτία για την οποία αγαπιόταν· διότι φυσικό ήταν να είναι αυτή κάποια μεγάλη και θαυμαστή αιτία» (Χ).
(3) Δεν αποκαλεί αυτήν μητέρα και όταν ακόμη δείχνει τρυφερή μέριμνα για το μέλλον της. Το μητέρα ως τίτλος προσφώνησης από τον Ιησού είχε εγκαταλειφθεί προ πολλού και αντί για αυτόν υποκαταστάθηκε ως συνήθης τίτλος σεβασμού το Γυναίκα (β).
Ίσως απέφυγε το Μητέρα ο Ιησούς και για να μην τυχόν κατά τις σκληρές αυτές στιγμές με την τρυφερή προσφώνηση πληγώσει βαθύτερα την καρδιά της μητέρας, όπως άλλοτε ο Ισαάκ πλήγωσε την καρδιά του Αβραάμ με το Πατέρα μου. Μιλά σαν ένας, ο οποίος δεν θα υπήρχε πλέον σωματικά στον κόσμο αυτόν, όπως μέχρι τώρα, αλλά θα ήταν μετά από λίγο νεκρός για τους αγαπημένους του. Ασήμι και χρυσάφι, ούτε άλλα υπάρχοντα είχε για να αφήσει στη μητέρα του.
Και αυτά τα ρούχα του, τα οποία φορούσε μέχρι πριν λίγο, τα μοιράστηκαν οι σταυρωτές του. Δεν είχε λοιπόν κάποιον άλλον, για να προνοήσει για τη μητέρα του, παρά μόνο τον αγαπημένο του μαθητή, στον οποίο την εμπιστεύεται. Και μας παρέχει έτσι παράδειγμα στοργής γιου προς μάνα. Δίδαξε κατά τις τελευταίες του στιγμές τα παιδιά να προνοούν για τη συντήρηση και υποστήριξη των ηλικιωμένων γονέων τους.
(4) «Δηλαδή αυτός θα είναι για σένα αντί για εμένα» (Ζ).
«Πω, πω, μέγεθος τιμής! Με πόση τιμή τίμησε τον μαθητή! Επειδή δηλαδή αυτός έφευγε πλέον από αυτόν τον κόσμο, παρέδωσε τη φροντίδα της στο μαθητή του διότι, επειδή ήταν φυσικό, σαν μητέρα του που ήταν, να λυπάται και να ζητά την προστασία, πολύ εύλογα εμπιστεύεται αυτήν σε εκείνον που αγαπούσε» (Χ)· «την μητέρα στον μαθητή, την αγαπημένη στον αγαπημένο, την παρθένα στον παρθένο» (Ζ).
Ιω. 19,27 εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου(1). καὶ ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας(2) ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια(3).
Ιω. 19,27 Έπειτα λέγει στον μαθητή• “ιδού η μητέρα σου”. Και από εκείνην την ώρα πήρε αυτήν ο μαθητής στο σπίτι του.
(1) «Δηλαδή εσύ θα είσαι για αυτήν αντί για εμένα· οφείλεις να την φροντίζεις ως μητέρα σου» (Ζ).
«Αυτά τα έλεγε με σκοπό να τους ενώσει με την αγάπη» (Χ).
Ο Χριστός στο σταυρό του με την παραγγελία αυτή προς την μητέρα του και τον μαθητή του εγκαθιδρύει νέους δεσμούς, νέες συγγενικές σχέσεις. Δεσμοί οι οποίοι πριν δεν υπήρχαν, σφυρηλατούνται τώρα στο θάνατό του και όπου πριν υπήρχαν δεσμοί απλής συμπάθειας γίνονται στο σταυρό θερμότεροι και ισχυρότεροι.
Αυτοί που ελκύονται από το Χριστό που υψώθηκε στο σταυρό, άγνωστοι έως τώρα οι περισσότεροι από αυτούς, απλώς γνώριμοι μεταξύ τους μερικοί από αυτούς, συνδέονται στο σταυρό και μέσω του σταυρού με δεσμούς οικειότητας και αδελφοσύνης τόσο στενούς και αδιάσπαστους, όσο δεν είναι ούτε αυτοί οι δεσμοί του αίματος και οι δεσμοί από τη συμβίωση και γνωριμία από τη νηπιακή ηλικία.
(2) Μεγάλη ήταν η πίστη της Μαρίας για να στέκεται κοντά στο σταυρό του γιου της (b).
Κάποιοι σκέφτηκαν, ότι αμέσως από τη στιγμή εκείνη ο Ιωάννης απέσυρε την μητέρα του Ιησού από τη σκηνή του πάθους, για να μην παραστεί μάρτυρας και της έσχατής του αγωνίας. Αλλά το κείμενο δεν υπονοεί αυτό αναγκαστικά (ο).
Παρόλ’ αυτά ο g (ομοίως και ο τ) παρατηρεί ότι η Μαρία μη μπορώντας να υποφέρει πλέον το θέαμα αυτό, άφησε αναμφίβολα κατά τη στιγμή εκείνη τον τόπο αυτόν της θλίψης, και το ότι οι συνοπτικοί ευαγγελιστές δεν αναφέρουν ανάμεσα στις γυναίκες που ήταν κοντά στο Σταυρό και την μητέρα του Κυρίου οφείλεται πιθανότατα στο ότι αυτή έφυγε ήδη, και οι συνοπτικοί αναφέρουν τους παρόντες κοντά στο Σταυρό στο τέλος της όλης αφήγησης. Αντιθέτως ο χ., το «από εκείνη την ώρα» το ερμηνεύει από την ώρα, κατά την οποία η θυσία του Χριστού συντελέστηκε. Από αρκετό αριθμό χειρογράφων υποστηρίζεται και η γραφή: απ’ εκείνης της ημέρας.
(3) Αυτό δεν προϋποθέτει ότι ο Ιωάννης είχε και στα Ιεροσόλυμα κάποιο σπίτι, αλλά μόνο κάποιο κατάλυμα. Από τη στιγμή αυτή η Μαρία έμεινε μαζί με τη Σαλώμη.
Κατά τον Νικηφόρο Κάλλιστο (+1350) έζησε η Μαρία κοντά στον Ιωάννη στα Ιεροσόλυμα μέχρι το θάνατό της που συνέβη στο 59ο έτος της ηλικίας της. Δείχνεται ο τάφος της σε κάποιο σπήλαιο, που απέχει κάποια βήματα από τον κήπο της Γεθσημανή (g).
Ο Ιωάννης πρόθυμα παρέλαβε υπό τη φροντίδα του την μητέρα του Ιησού. Όσοι αληθινά αγαπούν το Χριστό και αγαπιούνται από αυτόν, θα σκιρτούν σε κάθε ευκαιρία, η οποία θα τους παρέχεται για να υπηρετήσουν αυτόν ή τους δικούς του.
Ο θάνατος του Ιησού
Ιω. 19,28 Μετὰ τοῦτο(1) εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς(2) ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται(3), ἵνα(4) τελειωθῇ(5) ἡ γραφή, λέγει(6)· διψῶ(7).
Ιω. 19,28 Έπειτα από το συμβάν αυτό ο Ιησούς, αφού εγνώρισε καθαρότατα ότι όλα εκπληρώθηκαν τελείως, δια να επαληθεύση η Γραφή εξ ολοκλήρου, είπε• “διψώ”.
(1) Η φράση αυτή δεν δηλώνει ότι το γεγονός στο στίχο 28-30 ακολούθησε αμέσως μετά από αυτό που εξιστορείται στους στίχους 25-27. Διότι στο μεταξύ παρεμβλήθηκε το σκοτάδι και το τρίωρο χρονικό διάστημα για το οποίο μιλούν οι Συνοπτικοί (Ματθ. κζ 45,Μάρκ. ιε 33,Λουκ. κγ 44). Αλλά σημαίνει, ότι το δεύτερο γεγονός συνέβη μετά το πρώτο.
(2) Υπάρχει και η γραφή: ιδών ο Ιησούς. Ο Ιωάννης δεν αφήνει ποτέ τους αναγνώστες του να λησμονήσουν ότι τα γεγονότα τα οποία αφηγείται, υπήρξαν αιωνίως προκαθορισμένα και ότι ο Ιησούς είχε συνείδηση αυτού (β).
(3) «Δηλαδή ότι τίποτα δεν λείπει από το σχέδιο της θείας οικονομίας… Γνωρίζοντας λοιπόν ότι όλα είχαν εκπληρωθεί» (Χ). Ήλθε σε πέρας ό,τι από απόφαση του πατέρα δηλωνόταν σαφώς στα ιερά βιβλία, ότι έπρεπε να γίνει και να υποφέρει αυτό ο Κύριος (G). Το τετέλεσται λοιπόν, όντας εντονότερη λέξη από τη λέξη εκπληρωθεί, που συνήθως χρησιμοποιείται με αυτήν την έννοια (ο) αναφέρεται στο έργο του Λυτρωτή, το οποίο μπορούσε αυτός να εκπληρώσει αυτό κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του, ταυτόχρονα όμως και στην προφητική εικόνα, στην οποία το έργο αυτό είχε από πριν γραφτεί (g).
Οπότε σημαίνει και την τέλεια εκπλήρωση από τον Ιησού όλων των προφητειών, οι οποίες αναφέρονταν στη ζωή και στο πάθημά του (F). Σημαίνει την ολοκλήρωση του έργου εκείνου με το οποίο η Γραφή εκπληρώθηκε (C).
«Πάντα ήδη τετέλεσται». Όπως η αναμάρτητη ζωή του Κυρίου υπήρξε εξ’ ολοκλήρου ανόμοια με αυτήν των άλλων αμαρτωλών ανθρώπων, έτσι και ο θάνατός του. Δεν έζησε ο Κύριος για τον εαυτό του, όπως οποιοσδήποτε από τους πολλούς ανθρώπους. Αλλά ούτε και πέθανε, όπως πεθαίνουμε εμείς. Πέθανε, όπως και έζησε, εξ’ ολοκλήρου για την ανθρωπότητα, σύμφωνα με προκαθορισμένη βουλή του Πατέρα του. Εμείς πεθαίνουμε από φυσική ανάγκη. Αλλά ο Κύριος παρέδωσε τη ζωή του εκούσια για χάρη μας και δέχτηκε τον θάνατο, ο οποίος δεν είχε κανένα δικαίωμα πάνω του, για να ζήσουμε εμείς. Όταν λοιπόν λέει Τετέλεσται, αναφέρεται στο υπέρ της ανθρωπότητας έργο, το οποίο από αυτόν και μέσω αυτού έπρεπε να φθάσει σε αίσιο πέρας.
Ο μέγας αγώνας, τον οποίο ήλθε να διεξαγάγει υπέρ της ανθρωπότητας, συντελέστηκε· η αμαρτία του κόσμου συγχωρέθηκε ή τουλάχιστον η πύλη της άφεσης ανοίχτηκε ελεύθερη σε όλους που με πίστη μετανοούν. Και όπως η ανάπαυση του Θεού από τα έργα της δημιουργίας, ήταν κατάπαυση στην οποία ο Θεός δεν έπαυσε να εργάζεται αλλά εξακολουθεί να προνοεί και να κυβερνά τον κόσμο, έτσι τώρα και ο Χριστός θέτοντας τη ζωή του και τον εαυτό του θεμέλιο της καινής κτίσης και γενόμενος ακρογωνιαίος λίθος της εκκλησίας του από τον ουρανό πλέον θα εξακολουθεί να κυβερνά και να κατευθύνει στον ουρανό την επί γης στρατευομένη εκκλησία του.
(4) Το ἵνα εξαρτάται όχι από το τετέλεσται, όπως φρονεί ο b, και κάποιοι άλλοι από τους νεώτερους, αλλά από το λέγει. «Πάλι εδώ εκπληρώνοντας προφητεία, λέει Διψώ» (Χ).
Τι σεβασμό έδειχνε ο Χριστός στην Γραφή! Όταν τον μαστίγωναν και του έβαζαν αγκάθινο στεφάνι στο κεφάλι δεν φώναξε: Ω! το κεφάλι μου! Ω! η πλάτη μου! Αλλά τώρα λησμονώντας τους πόνους του και ενθυμούμενος, ότι και κατά το σημείο αυτό έπρεπε να εκπληρωθεί η Γραφή, φωνάζει: Διψώ.
Έτσι αποδεικνύεται μία ακόμη φορά ως ο αληθινός Μεσσίας, στον οποίο αφ’ ενός εκπληρωνόταν επακριβώς η Γραφή και επαληθεύονταν στο πρόσωπό του οι προφητείες· αφ’ ετέρου απέβλεπε αυτός με πολλή ακρίβεια στην εκπλήρωση της Γραφής. Πράγματι. Δεν ήρθε για να καταργήσει το νόμο ή τους προφήτες, αλλά για να συμπληρώσει.
(5) Σημαίνει ολόκληρη και τέλεια εκπλήρωση (ο). Δεν πρόκειται για την εκπλήρωση της ειδικής αυτής προφητείας μόνο, αλλά για εκπλήρωση λεπτομέρειας, με την οποία θα παρουσιάζονταν όλες οι προφητείες της Γραφής να εκπληρώνονται σε όλες τις λεπτομέρειές τους. Υπάρχει και η γραφή του σιναϊτικού και πολλών χειρογράφων πληρωθῇ αντί για τελειωθῇ.
(6) Λέγοντας ο Ιησούς Διψώ ήθελε πράγματι να προκαλέσει την εκπλήρωση της προφητείας στο Ψαλμ. ξη 22 «και εις την δίψαν μου επότισάν με όξος». Ο Ιησούς από πολλή ώρα βασανιζόταν από τη δίψα και θα μπορούσε μέχρι τέλους να αντισταθεί στο αίσθημα αυτό το βασανιστικό, όπως είχε πράξει μέχρι τη στιγμή αυτή. Δεν πράττει όμως αυτό, διότι γνώριζε, ότι απέμενε ακόμη για εκπλήρωση και η προφητεία αυτή, για την οποία ήθελε να εκπληρωθεί χωρίς κάποια αργοπορία (g).
Το πρώτο λοιπόν ελατήριο, που τον παρακίνησε στο να κράξει το Διψώ, ήταν η δίψα, από την οποία υπέφερε· το δεύτερο ήταν η υπακοή στις Γραφές και η επιθυμία του να εκπληρωθούν αυτές σε όλες τις λεπτομέρειές τους (ο).
(7) «Στις τελευταίες στιγμές παθαίνει πάλι η σάρκα κάτι δικό της και φυσικό. Δέχεται δηλαδή μέσα της το αίσθημα της δίψας επειδή είχε ξηραθεί από τις πολλών ειδών κακώσεις. Διότι ήταν φοβεροί οι πόνοι, ώστε να τον αναγκάσουν να διψάσει, πόνοι οι οποίοι με μία εσωτερική και ανέκφραστη θερμότητα δαπανούσαν την φυσική υγρασία που υπάρχει στο βάθος του σώματος και οι οποίοι με κάποιες καυτερές προσβολές έκαιγαν τελείως τα σπλάχνα αυτού που έπασχε. Δεν ήταν βεβαίως δύσκολο στον Θεό Λόγο που μπορεί τα πάντα, να απομακρύνει και αυτό (=τη δίψα) από τη σάρκα του. Αλλά όπως ακριβώς εκούσια (=με τη θέλησή του) άφησε να πάθει και τα άλλα, πάσχει και αυτό με εκούσια βούληση. Για αυτό λοιπόν ζητούσε να πιει» (Κ).
Αισθάνεται στο σταυρό την μέγιστη και φλογερότερη δίψα μετά τον ιδρώτα του, τις μεταβάσεις και επανόδους του μεταξύ Καϊάφα, Ηρώδου, Πιλάτου, τα λόγια του, την φραγγέλωσή του και τα καρφιά (b).
Η δίψα ήταν ένα από τα σκληρότερα μαρτύρια των σταυρωμένων, οι οποίοι κατακαίγονταν από σφοδρό πυρετό, που προξενούνταν από τα τραύματα σε χέρια και πόδια και από το αναγκαστικό τέντωμα του σώματος για ώρες ολόκληρες (F).
Οι τιμωρίες του Άδη παριστάνονται ως ανυπόφορη δίψα στο παράπονο του πλουσίου, ο οποίο ζητούσε σταγόνα ύδατος, για να δροσίσει τη γλώσσα του. Για απαλλαγή μας από την αιώνια αυτή δίψα, στην οποία είχαμε καταδικαστεί, υποφέρει τώρα ο Χριστός από δίψα, από την οποία φλογίζονται τα χείλη του.
Ιω. 19,29 σκεῦος οὖν ἔκειτο ὄξους μεστόν(1)· οἱ δὲ πλήσαντες σπόγγον ὄξους καὶ ὑσσώπῳ περιθέντες(2) προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι.
Ιω. 19,29 Ευρίσκετο κάτω εκεί ένα δοχείον γεμάτο ξύδι. Αυτοί δε που ήκουσαν τον λόγον του Ιησού, εβούτηξαν ένα σφουγγάρι στο δοχείον αυτό, το εγέμισαν ξύδι και αφού το έβαλαν ανάμεσα εις ένα κλωνάρι υσσώπου, το έφεραν κοντά στο στόμα του.
(1) Το ποτό που προσφέρθηκε ήδη στον Ιησού δεν είναι το ναρκωτικό, το οποίο αρνήθηκε αυτός να πιει κατά τη στιγμή της σταύρωσης και το οποίο ήταν κρασί εσμυρνισμένο (Μάρκ. ιε 23) ή κρασί αναμιγμένο με χολή (Ματθ. κζ 34). Ο Ιησούς το απέκρουσε, διότι ήθελε να διατηρήσει την τέλεια διαύγεια του πνεύματός του μέχρι τέλους (g).
Το ξύδι αυτό ή ήταν το ποτό posca, μίγμα νερού και ξυδιού, το οποίο συνήθιζαν να πίνουν οι Ρωμαίοι στρατιώτες (F,G), ή ήταν ξύδι ετοιμασμένο ειδικά για τους καταδίκους, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από το ότι εκτός από το σκεύος, το οποίο περιείχε αυτό, υπήρχε εκεί και σπόγγος και στέλεχος υσσώπου (g).
(2) Ο ύσσωπος είναι θαμνοειδές φυτό, που χρησιμοποιούνταν στους Εβραίους σε λειτουργικούς ραντισμούς (όπως σε μας ο βασιλικός) και ταυτίζεται σήμερα από κάποιους μεν με το origanum Maru, από άλλους πάλι λιγότερο πιθανώς με την copparis pinosa ή με την thymbra spicata (κ).
Ο θάμνος αυτός είναι ύψους ενός μέχρι ενάμιση πόδι. Οπότε πρέπει να δεχτούμε ή ότι ο σταυρός δεν ήταν τόσο ψηλός όσο συνήθως παρουσιάζουν αυτόν αλλά ήταν δυνατόν με τη βοήθεια στελέχους υσσώπου να πλησιάσουν αυτοί που στέκονταν στο έδαφος στα χείλη αυτού που ήταν καρφωμένος σε αυτόν (g) ή ότι, αφού άλλωστε η δέσμη από ύσσωπο χρησιμοποιούνταν για ραντισμό (Εξόδου ιβ 22,Εβρ. θ 19), ο σπόγγος προσαρμόστηκε σε δέσμη από ύσσωπο, και χρειάστηκε και κάποιο ραβδί ή καλάμι για να ανεβαστεί αυτός μέχρι το ύψος του σταυρού. Οι συνοπτικοί δεν μιλούν για ύσσωπο αλλά και στους δύο (Ματθ. κζ 48 και Μάρκ. ιε 36) διαβάζουμε «σπόγγον όξους περιθείς καλάμω» (β).
Την περίπτωση όμως αυτήν ο g διακρίνει ως διαφορετική από αυτήν που αναφέρει ο Ιωάννης. Στα δύο πρώτα ευαγγέλια η κραυγή του Ιησού Ηλεί Ηλεί λιμά σαβαχθανεί προκάλεσε εκ μέρους κάποιου στρατιώτη πράξη ανάλογη, αλλά από αυτήν πέρασαν τρεις ολόκληρες ώρες (g).
Υπάρχει και η γραφή υσσώ περιθέντες= το στήριξαν σε ακόντιο, αλλά αυτή μαρτυρείται μόνο από έναν μικρογράμματο κώδικα του ια αιώνα. Ο σιναϊτικός, βατικανός και κάποια άλλα χειρόγραφα γράφουν: Σπόγγον ουν μεστόν όξους υσσώπω περιθέντες. Ο ύσσωπος χρησιμοποιούνταν για ραντισμό κατά τις εβραϊκές τελετουργικές καθάρσεις (Λευϊτ. ιδ 4,6, Αριθμ. ιθ 18, Ψαλμ. ν 7). Σπουδαιότερη ήταν η χρήση του υσσώπου για τον ραντισμό των θυρών των σπιτιών των Ιουδαίων κατά την περίοδο του Πάσχα σε ανάμνηση του Εξόδου ιβ 22.
Εφ’ όσον όμως ο Ιησούς κατά το τέταρτο ευαγγέλιο είναι ο αμνός του Θεού και η θύρα (Ιω. ι 7) η ενέργεια των στρατιωτών είναι ιδιαίτερα σημαντική υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη ότι το ιουδαϊκό Πάσχα εκπληρώθηκε με τη θυσία του αληθινού πασχάλιου αμνού (χ).
Ιω. 19,30 ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς εἶπε, τετέλεσται(1), καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν(2) παρέδωκε τὸ πνεῦμα(3).
Ιω. 19,30 Όταν, λοιπόν, ο Ιησούς επήρε το ξύδι, είπε• “όλα έχουν πλέον τελειώσει•”. Και αφού έκλινε την κεφαλήν, παρέδωσε το πνεύμα.
(1) Ο λόγος αυτός ήταν στην καρδιά του Ιησού σύμφωνα με τον στίχο 28 και τώρα βγήκε με λόγο από το στόμα του (b). «Τελείωσαν, ολοκληρώθηκαν, δεν λείπει τίποτα» (Ζ). Αυτό αποτελεί κραυγή νίκης. Η αποστολή του Λυτρωτή έχει ήδη συντελεστεί. Σύμφωνα με τους συνοπτικούς ο Ιησούς λίγο πριν το τέλος του έκραξε με φωνή μεγάλη. Η λέξη αυτή εκφωνήθηκε με κραυγή μεγάλη (β). Το διψώ υπήρξε ο πέμπτος λόγος του Κυρίου πάνω στο σταυρό και το Τετέλεσται ο έκτος.
Οι τρεις πρώτοι μεταξύ των επτά αναφέρονται στις προσωπικές σχέσεις· ήταν η προσευχή υπέρ των δημίων του («ἄφες αὐτοῖς…» Λουκάς), η υπόσχεση που δόθηκε στο ληστή («σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» Λουκάς), οι λόγοι προς την μητέρα και τον μαθητή (Ιωάννης).
Οι τρεις επόμενοι αναφέρονται στο σωτηριώδες έργο του· η κραυγή «Θεέ μου, Θεέ μου…» (Ματθ. Μάρκος) στις ηθικές θλίψεις της εξιλαστήριας θυσίας· ο στεναγμός Διψώ (Ιωάννης) στα φυσικά του παθήματα· ο θριαμβευτικός λόγος Τετέλεσται στην ολοκλήρωση αυτών και εκείνων.
Και ο έβδομος και τελευταίος λόγος, που ξεκάθαρα μεν αναφέρεται από τον Λουκά· Πατέρα, στα χέρια σου θα παραδώσω το πνεύμα μου, υποδηλώνεται όμως από τον Ιωάννη με τη φράση «παρέδωσε το πνεύμα» αναφέρεται στον εαυτό του, στο τέλος της επίγειας ζωής του (g).
Τετέλεσται· καθετί που οι προφήτες προείπαν· καθετί που ο Πατέρας ανέθεσε σε αυτόν να φέρει σε πέρας· η δύναμη της αμαρτίας συντρίφτηκε, ο κόσμος νικήθηκε τελείως (τ).
Τετέλεσται. Η κακία και η εχθρότητα των διωκτών του ολοκλήρωσε ό,τι χειρότερο είχε να πράξει εναντίον του. Το ξύδι ήταν το τελευταίο. Η βουλή και η εντολή του Πατέρα του σχετικά με το πάθος του συντελέστηκε. Είχε πει στην αρχή του παθήματός του· Πατέρα, ας γίνει το θέλημά σου. Και τώρα λέει με ικανοποίηση· Έγινε. Τροφή δική του ήταν να τελειώσει το έργο του Πατέρα (Ιω. δ 34).
Και όταν έδωσαν σε αυτόν το ξύδι, η τροφή αυτή χόρτασε αυτόν. Όλοι οι τύποι και οι προφητείες της Π.Δ., οι οποίες αναφέρονταν στο πάθημα του Μεσσία επαληθεύτηκαν και πραγματοποιήθηκαν. Τετέλεσται. Ο τελετουργικός νόμος καταργήθηκε και οι σκιές έφυγαν. Η αλήθεια των πραγμάτων ήλθε ήδη. Την μωσαϊκή οικονομία διαδέχτηκε η χάρη και καλύτερη ελπίδα. Τελείωσε και το πάθημά του, τόσο το της ψυχής του, όσο και το του σώματός του. Όλες οι αγωνίες του και όλοι οι πόνοι του πέρασαν.
Και η ζωή του τελείωσε, διότι ήδη ήλθε η στιγμή να παραδώσει το πνεύμα. Τελείωσε και το έργο της λύτρωσης του ανθρώπου και της σωτηρίας του. Πλήρης ικανοποίηση δόθηκε στη θεία δικαιοσύνη και θανάσιμο χτύπημα στο κράτος του σατανά, και άνοιξε πηγή χάρης, η οποία διαρκώς και ανεξάντλητα θα ρέει, πηγή ειρήνης και μακαριότητας.
(2) Αυτό υποδηλώνει ότι μέχρι τη στιγμή εκείνη είχε το κεφάλι όρθιο (g). «Αλλά τώρα, επειδή τίποτα πλέον δεν απέμενε να επιτελέσει προτού πεθάνει» (Αυ), «όταν όλα συντελέστηκαν, τότε παρέδωσε το πνεύμα» (Ζ).
(3) «Αν και βέβαια η τελευταία εκπνοή δεν συμβαίνει μετά την κλίση του κεφαλιού, εδώ όμως συνέβη το αντίθετο· διότι δεν έγυρε το κεφάλι επειδή εξέπνευσε, πράγμα που συμβαίνει με εμάς. Αλλά εξέπνευσε όταν έγυρε το κεφάλι» (Χ), «για να μάθουμε, ότι, όταν θέλησε, τότε πέθανε» (Ζ).
Το παραδίνω σημαίνει πράξη που έγινε εκούσια και το ρήμα διαλέχτηκε επίτηδες για να τονίσει τον μοναδικό τρόπο του θανάτου του Κυρίου που έγινε σύμφωνα με το Ιω. ι 18 «εξουσία έχω να θυσιάσω αυτήν και εξουσία έχω πάλι να πάρω αυτήν» (β).
Δεν ήταν μόνο το θύμα, αλλά και ο θύτης. Και οι διανοητικές του δυνάμεις ως θύτη ήταν όλες σε αυτόν σε όλη τη θυσία. Η ζωή του δεν πάρθηκε από αυτόν βίαια, αλλά δόθηκε αυτοπροαίρετα. Όσοι σταυρώνονταν σήκωναν μέχρι την τελευταία τους πνοή το κεφάλι για να πάρουν αναπνοή. Αλλά ο Χριστός δείχνοντας, ότι όταν θέλησε, τότε και πέθανε, έγυρε το κεφάλι πρώτα, ετοιμάζοντας τον εαυτό του σαν σε ύπνο. Έγυρε το κεφάλι με υπακοή προς το θέλημα του Πατέρα του.
Η σύντριψη των σκελών και η νύξη της πλευράς
Ιω. 19,31 Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι(1), ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ σαββάτῳ(2), ἐπεὶ παρασκευὴ(3) ἦν· ἦν γὰρ μεγάλη(4) ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ σαββάτου· ἠρώτησαν(5) τὸν Πιλᾶτον ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη(6), καὶ ἀρθῶσιν(7).
Ιω. 19,31 Οι Ιουδαίοι, εφρόντισαν εν τω μεταξύ να μη μείνουν επάνω στον σταυρόν τα σώματα των κρεμασθέντων κατά την διάρκειαν του Σαββάτου. Διότι η ημέρα αυτή ήτο ημέρα προπαρασκευής δια το αυριανόν Πασχα. Ήταν δε μεγάλη και επίσημος η ημέρα εκείνη του Σαββάτου. Παρεκάλεσαν, λοιπόν, τον Πιλάτο να σπάσουν οι στρατιώται τα σκέλη των σταυρωθέντων, και να τους πάρουν απ' εκεί.
(1) «Οι Ιουδαίοι πάλι, που καταπίνουν την κάμηλο και διυλίζουν τον κώνωπα, ενώ διέπραξαν τόσο μεγάλο τόλμημα, εξετάζουν με λεπτομέρεια την ημέρα» (Χ).
«Διότι να, να! ενώ φόνευσαν το Χριστό φροντίζουν πολύ για το σεβασμό του σαββάτου, και ενώ εξύβρισαν το νομοθέτη με τα τολμήματα που ξεπερνούν κάθε λόγο, προσποιούνται την ευλάβεια προς τον νόμο» (Κ).
(2) Το Δευτερονόμιο (κα 23) θέσπιζε για τον σταυρωμένο ότι δεν θα μείνει νεκρό το σώμα του πάνω στο ξύλο, αλλά με ταφή θα θάψετε αυτόν εκείνη την ημέρα» (Ζ).
Δες και Ιησού Ναυή η 29,ι 26,Ιωσήπου Περί Ιουδ. Πολ. ΙV,5,2. Οι Ρωμαίοι συνήθως άφηναν τα σώματα των καταδίκων πάνω στο σταυρό και γίνονταν λεία των σαρκοφάγων πετεινών ή θηρίων ή και αποσυντίθενταν εκεί (g).
Δεν υπήρχε όμως και νόμος που να απαγορεύει την ταφή. Δες Quintiliani, Declam VI και Φίλωνος προς Φλάκκ. 10, όπου μαρτυρείται η παράδοση στους συγγενείς πτωμάτων που κατεβάστηκαν από το σταυρό και θάφτηκαν.
Για αυτό παρόλο που ο Πιλάτος μπορούσε σε συνηθισμένες περιστάσεις να αρνηθεί στα μέλη του συνεδρίου ό,τι ζητούσαν από αυτόν, δεν εμποδιζόταν όμως και από κάποιο νόμο να ενδώσει στην επιθυμία τους. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την οποία η Ιερουσαλήμ πλημμυριζόταν από πλήθος προσκυνητών που ήλθαν για το Πάσχα, ήταν επιθυμητό να αποφευχθεί κάθε σύγκρουση μεταξύ Ιουδαίων και της Ρωμαϊκής εξουσίας (β).
(3) Αυτοί που υποστηρίζουν ότι και κατά τον Ιωάννη ο ιουδαϊκός λαός είχε ήδη γιορτάσει το Πάσχα κατά το προηγούμενο απόγευμα, δίνουν στη λέξη παρασκευή την σημασία που και σε μας επικρατεί, κατά την οποία δηλώνει την έκτη ημέρα της εβδομάδας Παρασκευή, και εξηγούν την ιδιαίτερη ιερότητα του Σαββάτου που ακολουθούσε με το γεγονός ότι το Σάββατο αυτό ανήκε στην πασχάλια εβδομάδα. Υπενθυμίζουν επίσης ότι στις 16 Νισάν γιορταζόταν η προσφορά του ιερού δράγματος, πράξη λατρείας γνωστότατη, με την οποία κάθε έτος άρχιζε ο θερισμός.
Αλλά η 16 του Νισάν ήταν τόσο λίγο ημέρα αργίας, ώστε το απόγευμα της 15 προς την 16 μετά την δύση του ηλίου γινόταν η κοπή των στάχυων. Επιπλέον η 16 του Νισάν στο Λευϊτικό κγ 11-14 ονομάζεται επαύριον της πρώτης και επαύριον των σαββάτων. Πώς ήταν λοιπόν δυνατόν αυτή να είναι επισημότερη από την 15 Νισάν; Όσον αφορά τώρα στη σημερινή έννοια της λέξης παρασκευή (=έκτη της εβδομάδας) αποκλείεται αυτή και από την έλλειψη του άρθρου.
Τέλος το «γαρ» που ακολουθεί («ἦν γὰρ μεγάλη…») θέτει σαφώς την ιδέα της προπαρασκευής σε λογική σχέση με αυτήν της έκτακτης αγιότητας του Σαββάτου, το οποίο επρόκειτο να αρχίσει από την 6η εσπερινή ώρα. Από αυτό έπεται ότι η στιγμή του θανάτου του Ιησού ήταν η εσπέρα της 14 και όχι αυτή της 15 Νισάν, διότι η ημέρα της αργίας επρόκειτο να αρχίσει και όχι να λήξει. Οι λέξεις «ἐπεὶ παρασκευὴ ἦν» σημαίνουν συγχρόνως προπαρασκευή του Σαββάτου (ως Παρασκευή) και προπαρασκευή της μεγάλης ημέρας του Πάσχα (ως παραμονή της 15 Νισάν).
Υπήρχε λοιπόν διπλή προπαρασκευή κατά την ημέρα εκείνη, διότι η επομένη ήταν συγχρόνως σάββατο εβδομάδας και μέγα Σάββατο δηλαδή η πρώτη ημέρα της γιορτής. Με τις λέξεις «ἐπεὶ παρασκευὴ ἦν» ο ευαγγελιστής υπενθυμίζει, ότι η ουσιώδης πράξη της προπαρασκευής δηλαδή ο σφαγιασμός του αμνού είχε γίνει στο ναό κατά τη στιγμή εκείνη και μετά από κάποιες ώρες άρχισε το πασχάλιο δείπνο (g).
(4) «Λέει μεγάλη την ημέρα εκείνου του σαββάτου, διότι δεν είχε την ιερότητα μόνο ως σάββατο, αλλά επειδή σε αυτό έλαχε και η γιορτή των αζύμων· ήταν δηλαδή διπλή γιορτή. Αυτού του είδους τα σάββατα λοιπόν τα ονόμαζαν σάββατα σαββάτων, σαν να λέμε τίμια τιμίων, γιορτές γιορτών, για το διπλό της γιορτής» (Ζ).
(5) «Παρακάλεσαν, ζήτησαν» (Ζ).
(6) «Να συντριβούν τα σκέλη τους για να πεθάνουν γρηγορότερα» (Ζ). Υπήρχε στους Ρωμαίους η συνήθεια της σκελοκοπίας (crucifragium), με την οποία «προκαλούσαν, μέσω της αφόρητης πλέον κάκωσης, θερμότερη την έφοδο του θανάτου σε αυτούς που ήταν ήδη κουρασμένοι» (Κ).
Το μοιραίο ερχόταν πιθανώς με την αιφνίδια ένταση και υπερβολή του πόνου, τη στιγμή που ο πάσχων ήταν ήδη σε κατάσταση έσχατης εξάντλησης (ο). Οσοδήποτε όμως σκληρά και αν ήταν τα πλήγματα όταν δίνονταν σε υγιή και ισχυρό άνδρα, ήταν παρόλ’ αυτά ευεργετικά εάν συντελούσαν στο να επέλθει γρήγορα το τέλος του μαρτυρίου, το οποίο υφίστατο αυτός που αργά πέθαινε στο σταυρό (β).
(7) Ίσως δεν σημαίνει μόνο την απόσπαση από το σταυρό, αλλά και τον εξαφανισμό. Για τον τελευταίο αυτόν ενδιαφέρονταν κυρίως οι Ιουδαίοι (g).
Ιω. 19,32 ἦλθον(1) οὖν(2) οἱ στρατιῶται(1), καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη καὶ τοῦ ἄλλου(3) τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ(4)·
Ιω. 19,32 Ήλθαν πράγματι οι στρατιώται στον Γολγοθάν κατά διαταγήν του Πιλάτου και του μεν πρώτου ληστού έσπασαν τα σκέλη, όπως επίσης και του άλλου, που είχε σταυρωθή μαζί με τον Ιησού.
(1) «Οι στρατιώτες που διατάχτηκαν αυτό από τον Πιλάτο» (Ζ). Η λέξη «ήλθαν» ερμηνεύεται φυσικότερα, εάν δεχτούμε ότι ανατέθηκε σε άλλους στρατιώτες το έργο της συντριβής των σκελών και όχι στους ίδιους, οι οποίοι είχαν διενεργήσει τη σταύρωση (g).
(2) Ως συνέπεια των διαταγών του Πιλάτου που εκδόθηκαν από την προς αυτόν παράκληση των Ιουδαίων (ο)· «εκπληρώνοντας το αίτημα των Ιουδαίων» (Κ).
(3) Άρα και του μετανοημένου ληστή. Πόνους συχνά δοκιμάζουν και αυτοί που επέστρεψαν και ίσο ποσό εξωτερικών σωματικών δεινών με τους κακούς (b).
Ο ένας από αυτούς τους ληστές είχε μετανοήσει και είχε λάβει από τον Χριστό βεβαίωση ότι μετά από λίγο θα ήταν μαζί του στον Παράδεισο. Και όμως πέθανε με τους ίδιους πόνους και με τον ίδιο οικτρό τρόπο, με τον οποίο και ο μη μετανοημένος ληστής. Πολλοί πηγαίνουν στον ουρανό, μολονότι έχουν αλυσίδες στα χέρια και πεθαίνουν με πίκρα και θλίψη. Οι σκληρές αγωνίες του θανάτου δεν εμποδίζουν τις ανείπωτες ανέσεις, οι οποίες αναμένουν τις άγιες ψυχές μετά θάνατον.
(4) «Με τον Χριστό δηλαδή» (Ζ)
Ιω. 19,33 ἐπὶ δὲ τὸν Ἰησοῦν ἐλθόντες(1) ὡς εἶδον αὐτὸν(2) ἤδη τεθνηκότα(3), οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη(4),
Ιω. 19,33 Όταν όμως ήλθαν στον Ιησού, επειδή είδαν, ότι αυτός είχε ήδη πεθάνει, δεν του έσπασαν τα σκέλη,
(1) «Ήλθαν σε αυτόν τελευταίο, θέλοντας να τον εξευτελίσουν περισσότερο, για χαρά των Ιουδαίων» (Ζ)· για να προξενήσουν σε αυτόν περισσότερο παρατεταμένους πόνους (b). Ήλθαν με τέτοιες προθέσεις, αλλά η απόφαση του Θεού ήταν άλλη. Οποιεσδήποτε και αν είναι οι αποφάσεις των ανθρώπινων καρδιών, η απόφαση του Κυρίου θα κυριαρχήσει.
(2) Άλλη απόδειξη του πραγματικού θανάτου του Ιησού είναι ότι τα πεπειραμένα μάτια των στρατιωτών αυτών δεν ανακάλυψαν κάποιο σημάδι ζωής (ο). Ο σιναϊτικός κώδικας γράφει: εύρον αυτόν ήδη τεθνηκότα αντί για το ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα.
(3) Σύμφωνα με το Μάρκου ιε 44 ο Πιλάτος δοκίμασε έκπληξη διότι ο Ιησούς είχε πεθάνει τόσο γρήγορα· διότι στους σταυρωμένους υπήρχαν και περιπτώσεις κατά τις οποίες ο θάνατος αργούσε να έλθει για δύο ή και τρεις μέρες. Η εξαιρετικά λεπτή φύση μπορεί να αντέξει στη φυσική αγωνία λιγότερο από όσο η πιο βάναυση· ο Ιησούς όμως ήταν ο τέλειος άνθρωπος (β). Αλλά επιπλέον δειχνόταν ότι ο Ιησούς έδωσε τη ζωή του εκούσια και πέθανε όταν αυτός θέλησε.
(4) «Επειδή βρήκαν τον Ιησού να έχει γύρει το κεφάλι, και επειδή τον έπιασαν να έχει ήδη εκπνεύσει, νομίζουν μάταιο πλέον το να του συντρίψουν τα πόδια» (Κ).
Ιω. 19,34 ἀλλ᾿ εἷς τῶν στρατιωτῶν(1) λόγχῃ(2) αὐτοῦ τὴν πλευρὰν(3) ἔνυξε(4), καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ(5).
Ιω. 19,34 αλλά ένας στρατιώτης, δια κάθε ενδεχόμενον, του ετρύπησε την πλευράν με την λόγχην• και αμέσως έτρεξε από εκεί αίμα και νερό καθαρόν.
(1) «Επειδή λοιπόν για λίγο έδειξαν δυσπιστία για το αν είχε ήδη πεθάνει, τον χτυπούν με λόγχη στην πλευρά» (Κ). Η γλώσσα του κειμένου υπονοεί ότι ο στρατιώτης επιζητούσε να διαπιστώσει με βεβαιότητα ότι ο Ιησούς ήταν νεκρός (β). Αν και τα πεπειραμένα τους μάτια είδαν, ότι ήταν ήδη νεκρός, δεν προσπέρασαν, αλλά κατέστησαν το γεγονός του θανάτου του απολύτως βέβαιο με τον αναφερόμενο τρόπο (ο).
Ο Ωριγένης στο Ματθ. κζ 54 φαίνεται να λέει, ότι το τρύπημα με τη λόγχη δινόταν μερικές φορές αντί για τη δική μας χαριστική βολή, για να επισπεύσει το θάνατο των εσταυρωμένων.
(2) Λέγεται μία φορά. Δόρυ με σίδερο οπλισμένο (G). Μακρύ ελαφρύ ακόντιο όχι τόσο βαρύ όσο ο ύσσος (pilum), ο οποίος ήταν το συνηθισμένο όπλο των Ρωμαίων στρατιωτών (β). Τρύπησε με την αιχμή του όπλου δηλαδή με το τριγωνικό σιδερένιο κεφάλι της λόγχης (ο), η οποία δεν θα έθιγε τα οστά του Ιησού (b).
(3) Πιθανώς είχε σκοπό να πλήξει την καρδιά, διότι δεν μπορούμε να υποθέσουμε, ότι η θέση του τραύματος προήλθε από τυχαίο πλήγμα ή ότι τρύπησε την αριστερή πλευρά του Ιησού, διότι πλησίασε το σώμα από εκείνο το μέρος (ο). Η Αιθιοπική όμως μετάφραση (ΣΤ΄ αιώνας) λέει ότι τρυπήθηκε η δεξιά πλευρά, και αυτό ήταν ευρύτατα δεκτό κατά τους αρχαίους χρόνους (δες και Acta Pilati B XI).
Και στη λειτουργία του Χρυσοστόμου (στην Προσκομιδή) συναντιέται η διάταξη: νύττει αυτόν στο «δεξιό» μέρος με λόγχη (β). Μολονότι το δεξί του λειτουργού που νύττει αντιστοιχεί προς το αριστερό του νυττομένου αμνού. Τίποτα παρόλ’ αυτά δεν είναι βέβαιο ως προς το ποια πλευρά τρυπήθηκε.
(4) Λέγεται μία φορά. Συχνά λέγεται στον Όμηρο για βαρύτερα καθώς και για θανάσιμα τραύματα, τα οποία επιφέρονται εναντίον κάποιου (G). Γενικώς όμως χρησιμοποιείται για ελαφρά αγγίγματα. Δες Σοφία Σειράχ κβ 19 και Γ΄ Μακαβ. ε 14. Από το Ιω. κ 25 φαίνεται ότι το τραύμα υπήρξε ευρύ (β). Λιγότερο μαρτυρημένη γραφή, που συναντιέται και στη Βουλγάτα aperuit (=άνοιξε)=
«με την έννοια ότι η οδός της ζωής άνοιξε, από την οποία απέρρευσαν τα μυστήρια της εκκλησίας, χωρίς τα οποία δεν υπάρχει κάποια είσοδος στη ζωή, η οποία είναι η αληθινή ζωή» (Αυ).
Η γραφή προήλθε από παραφθορά (ήνυξε, ένοιξε) της αυθεντικής.
(5) «Είναι υπερφυσικό το πράγμα, και ξεκάθαρα διδάσκει, ότι αυτός που τρυπήθηκε είναι κάτι ανώτερο από άνθρωπος. Διότι από νεκρό άνθρωπο, και αν ακόμη μύριες φορές τρυπήσει κάποιος δεν θα βγει αίμα» (Ζ).
«Μυστήριο απόρρητο τελούνταν· διότι βγήκε νερό και αίμα» (Χ). «Των μεν άλλων λοιπόν νεκρών το αίμα πήζει και δεν τρέχει νερό καθαρό. Το παράδοξο όμως με το νεκρό σώμα του Ιησού ήταν ότι χύθηκε από τις πλευρές αίμα και νερό» (Ω).
Το αίμα εκείνο που έρευσε ήταν παράδοξο· αλλά και το νερό που βγήκε ακόμη περισσότερο παράδοξο. Ότι όμως και τα δύο βγήκαν κατά τον ίδιο χρόνο και όμως χωρισμένα μεταξύ τους υπήρξε το πιο καταπληκτικό από όλα. Από ποιό μέρος του σώματος το αίμα και το νερό βγήκε, από το στήθος ή από την καρδιά ή από κάποιο άλλο; Ποιός μπορεί να καθορίσει; Το νερό υπήρξε διαυγές και πραγματικό· όπως και το αίμα υπήρξε καθαρό και πραγματικό… Η διαβεβαίωση του ευαγγελιστή, ο οποίος υπήρξε συγχρόνως θεατής και μάρτυρας, δείχνει τόσο την αλήθεια, όσο και το μεγαλείο του θαύματος και του μυστηρίου (b).
Ότι το να εκρεύσει αίμα από νεκρό σώμα είναι αφύσικο αναγνωρίστηκε γενικά. Για αυτό το φαινόμενο προτάθηκαν διάφορες φυσικές εξηγήσεις από κάποιους από τους νεώτερους ερμηνευτές. Έτσι η λόγχη ίσως έπληξε διάφορα αιμοφόρα αγγεία, και ενδέχεται να ήλθε σε επαφή με σημεία, στα οποία από εσωτερική αιμορραγία είχε συσσωρευτεί αίμα, και όπου ο ορρός και ο πλακούντας ήταν σε κατάσταση χωρισμού· και κατ’ αρχάς μεν έρρευσε ο ορός μόνος, όταν όμως η λόγχη μπήκε βαθύτερα ίσως έθιξε και σημεία, όπου το αίμα ήταν ρευστό (Ebrard).
Αλλά όταν πληγεί ένα μεγάλο αιμοφόρο αγγείο κάποιου νεκρού, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να εκρεύσει από το τραύμα αίμα μελανωπό καλυμμένο από στρώμα ορρού. Είναι όμως ελάχιστα πιθανό ότι κάτι τέτοιο θα χαρακτηριζόταν από τον Ιωάννη ως αίμα και νερό (g).
Ο W. Stroud εισηγήθηκε ότι ο θάνατος του Ιησού προήλθε από διάρρηξη της καρδιάς, το οποίο εξηγεί γιατί επήλθε ο θάνατος τόσο σύντομα, και ότι το αίμα και νερό ήταν τα χωρισμένα μεταξύ τους θρόμβος και ορρός της ποσότητας του αίματος που διέφυγε στον περικάρδιο σάκκο, τον οποίο η λόγχη τρύπησε. Αλλά αυτό προϋποθέτει, ότι το τραύμα δόθηκε στην αριστερή πλευρά, για το οποίο όμως δεν έχουμε καμία βέβαιη ένδειξη, αλλά τελείως αντίθετα η παράδοση μιλά για τη δεξιά πλευρά.
Επιπλέον ο C. Creighton παρατήρησε, ότι το αίμα που διέφυγε σε κάποια κοιλότητα εσωτερική από ρήγμα ενός μεγάλου οργάνου δεν εκδηλώνει τάση χωρισμού σε θρόμβο και ορρό αλλά μένει παχύ σκοτεινό κόκκινο αίμα (β). Οι εξηγήσεις αυτές παραμένουν αρκετά απίθανες.
Η φράση αίμα και νερό δηλώνει με τρόπο φυσικό δύο ουσίες που έρρευσαν συγχρόνως, αλλά χωριστές, για τα μάτια του θεατή. Δεν απομένει μπροστά μας παρά μία εξήγηση· να δεχτούμε, ότι το γεγονός αυτό το μυστηριώδες συνέβη παρά τους νόμους της κοινής φυσιολογίας και ότι σχετίζεται με την εξαιρετική φύση σώματος, το οποίο η αμαρτία δεν αλλοίωσε ποτέ, και το οποίο βάδιζε προς την ανάσταση, χωρίς να πρόκειται να διέλθει πρώτα από την αποσύνθεση.
Από τη στιγμή του θανάτου αρχίζει γενικώς η πρόοδος της αποσύνθεσης. Το σώμα του Ιησού έπρεπε από τη στιγμή αυτή να πάρει διαφορετικό δρόμο. Μπήκε στην οδό της δόξας. Εκείνος ο οποίος υπήρξε ο άγιος του Θεού, με την απόλυτη έννοια της λέξης, εξαιρέθηκε επίσης από την διαφθορά (Ψαλμ. ιε 10). Αυτή είναι η έννοια την οποία ο ευαγγελιστής θέλησε να προσδώσει στο μοναδικό αυτό και χωρίς κάποιο προηγούμενο φαινόμενο (g).
Έτσι νέα διαθήκη επικυρώθηκε. Η προς Εβραίους επιστολή υπενθυμίζει στους αναγνώστες της, ότι η πρώτη διαθήκη βεβαιώθηκε με αίμα και νερό και ύσσωπο (Εβρ. θ 19) (χ).
Ο θάνατος του Κυρίου υπήρξε τελείως διαφορετικός από το θάνατο όλων των υπόλοιπων ανθρώπων και φανέρωσε την καλυπτόμενη από την ανθρώπινη φύση θεία προσωπικότητά του με το γεγονός, ότι η διαφθορά και η σήψη, η οποία για μας αρχίζει αμέσως από την πρώτη στιγμή του θανάτου μας, υπήρξε ξένη με το άχραντο σώμα του. Υπήρχε θεία ζωή στο ανθρώπινο σώμα του Ιησού Χριστού, πάνω στην οποία ο θάνατος δεν είχε κάποια εξουσία ή δύναμη. Η νίκη του θανάτου πάνω του υπήρξε προσωρινή και σύντομη, όμοια με τις καλοκαιρινές νύχτες των βορείων περιοχών της γης, στις οποίες το λυκόφως δεν παύει να φωτίζει μέχρι τη στιγμή κατά την οποία το λυκαυγές διαδέχεται αυτό.
Εκτός από την εξήγηση αυτή υπάρχουν στους Πατέρες και συμβολικές εξηγήσεις του μυστηριώδους φαινομένου. Η επικρατούσα, την οποία κάποιοι από τους νεώτερους (χ,τ) θεωρούν ότι επιβεβαιώνεται και από τον ίδιο τον ευαγγελιστή (Α΄ Ιωάννου ε 16) είναι: «Αυτές οι πηγές δεν βγήκαν από το σώμα του απλώς και ως έτυχε, αλλά επειδή από αυτά τα δύο συστάθηκε η Εκκλησία. Και το γνωρίζουν αυτοί που μυούνται στα μυστήρια, που αναγεννιούνται μεν με νερό, τρέφονται δε με αίμα και σάρκα. Από εδώ λαμβάνουν αρχή τα μυστήρια, ώστε, όταν προσέρχεσαι στο φρικτό ποτήριο, να προσέρχεσαι έτσι, σαν να πίνεις από αυτήν την πλευρά» (Χ).
«Διότι το άγιο βάπτισμα είναι όντως του Χριστού και από το Χριστό και η δύναμη της μυστικής ευλογίας (=της Θείας Ευχαριστίας) γεννήθηκε ξανά σε εμάς από την αγία του σάρκα» (Κ).
«Εκείνο το αίμα χύθηκε για την άφεση των αμαρτιών· το νερό εκείνο… χορηγεί μία και μόνη φορά το λουτρό του βαπτίσματος» (Αυ).
Άλλη αλληγορία λιγότερο διαδεδομένη: «Αναβλύζει αίμα και νερό εγκαινιάζοντας δύο βαπτίσματα, αυτό του αίματος, του μαρτυρίου, και αυτό του νερού, της αναγέννησης» (Ζ).
Ερμηνεύεται αλληγορικά επίσης και το τρύπημα της πλευράς: «Τρυπιέται με τη λόγχη στην πλευρά ο Σωτήρας λόγω της τρυπημένης από την αμαρτία πλευρά του Αδάμ, δηλαδή την Εύα, θεραπεύοντας με την πληγή της πλευράς την πληγή της πλευράς» (Ζ).
«Ο δεύτερος αυτός Αδάμ έγυρε το κεφάλι και κοιμήθηκε πάνω στο σταυρό, έτσι ώστε μία σύζυγος [η εκκλησία] να φτιαχτεί για Αυτόν από εκείνο, το οποίο έρρευσε από την πλευρά αυτού που κοιμόταν. Ω θάνατε, μέσω του οποίου οι νεκροί αναστήθηκαν ξανά στη ζωή! Τι μπορεί να είναι καθαρότερο από το αίμα αυτό; Τι ιαματικότερο από το τραύμα αυτό;» (Αυ).
Ιω. 19,35 καὶ ὁ ἑωρακὼς(1) μεμαρτύρηκε(2), καὶ ἀληθινὴ(3) αὐτοῦ ἐστιν ἡ μαρτυρία, κἀκεῖνος οἶδεν(4) ὅτι ἀληθῆ λέγει, ἵνα καὶ ὑμεῖς(5) πιστεύσητε(6).
Ιω. 19,35 Αυτό το γεγονός, εκείνος που το είδε με τα ίδια του τα μάτια το εβεβαίωσε κατά τον πλέον επίσημον τρόπον και η μαρτυρίαν του αυτή είναι απολύτως αληθινή. Και εκείνος γνωρίζει πολύ καλά ότι λέγει την αλήθειαν δια το θαυμαστόν αυτό γεγονός, ώστε και σεις να πιστεύσετε.
(1) «Και αυτός που το είδε»… Αυτοί που αμφισβήτησαν τη γνησιότητα του δ΄ ευαγγελίου παρατήρησαν εδώ ότι ο συγγραφέας του ευαγγελίου διακρίνεται ξεκάθαρα από τον απόστολο και παρουσιάζεται ως αυτός που διερμηνεύει την προφορική μαρτυρία του αποστόλου. Προβλήθηκε λοιπόν ως επιχείρημα υπέρ αυτής της εκδοχής, ότι το «και εκείνος» δηλώνει εδώ τον πραγματικό συγγραφέα, που είναι διαφορετικός από τον Ιωάννη.
Αλλά το εκείνος χρησιμοποιείται στο Ιω. θ 37 από αυτόν που μιλά για τον εαυτό του. Παράλληλο επίσης ομοιότατο βρίσκεται και στον Ιώσηπο (Ιουδ. Πολ. ΙΙΙ, 7,16) όπου χρησιμοποιείται από τον ίδιο τον Ιώσηπο που γράφει για τον εαυτό του η αντωνυμία εκείνος. Γραμματικά εδώ το εκείνος χρησιμοποιείται για έμφαση σε επανάληψη του «αὐτοῦ» που αμέσως προηγήθηκε (αληθινή «αὐτοῦ» εστίν η μαρτυρία) όπως και στο Ιω. ζ 29 (Εγώ γνωρίζω αυτόν διότι από αυτόν είμαι, και εκείνος με…». Δες και ι 1,6 (β).
Άλλωστε εάν ο συγγραφέας του δ΄ ευαγγελίου ήταν άλλος από τον Ιωάννη, με ποιο δικαίωμα θα μαρτυρούσε για τη συνείδηση, την οποία έχει ο Ιωάννης («εκείνος ξέρει ότι λέει την αλήθεια») για το ότι η μαρτυρία του είναι αληθινή; (g).
Ο ε ω ρ α κ ώ ς «αυτός που είδε αυτά… δεν τα άκουσε από άλλον» (Ζ). «Δεν άκουσα από άλλους, αλλά ο ίδιος ήμουν παρών και είδα» (Χ).
(2) Ό,τι είδε με την ιδιότητά του ως αποστόλου, το μαρτύρησε με την ιδιότητά του ως ευαγγελιστή (b). Ο παρακείμενος δηλώνει αυτό που σώζεται στο αποτέλεσμα. Αυτή η μαρτυρία του Ιωάννη βρίσκεται μπροστά μας πάντοτε παρούσα (κ).
(3) Ο σιναϊτικός κώδικας μόνο γράφει αληθής. Το αληθινή όμως δεν σημαίνει, όπως αλλού, αληθής, αλλά μαρτυρία πραγματική, που εκφράζει γεγονός, το οποίο πράγματι συνέβη μπροστά στα μάτια του μάρτυρα (g). Αξιόλογη και η επόμενη: Η λέξη σημαίνει όχι μόνο, ότι το συμβάν είναι ιστορικά αληθινό, αλλά και ότι η παρεχόμενη έκθεση αυτού εκπροσωπεί την πνευματική σημασία και πραγματικότητα των εξωτερικών γεγονότων (μ).
Ο αγαπημένος μαθητής μαρτυρεί ιδιαίτερα και για τη σημασία του συμβάντος. Θεώρησε δηλαδή ότι η κάθαρση (νερό) και η νέα ζωή (αίμα) έρρευσαν από τη συντελεσμένη ήδη θυσία του αμνού του Θεού (χ).
(4) «Με ακρίβεια ξέρει αυτό» (Ζ). Ο ευαγγελιστής εδώ επικαλείται τη συνείδησή του για την αλήθεια της μαρτυρίας του (ο).
«Λέει ότι ο μαθητής που έδωσε μαρτυρία για αυτά, αυτός ο ίδιος έγινε μάρτυρας και θεατής του πράγματος, και γνωρίζει αληθινά, ότι έδωσε μαρτυρία για αληθινά πράγματα, φανερώνοντας με αυτό που είπε τον εαυτό του και όχι βεβαίως κάποιον άλλον. Διότι αρνήθηκε να μιλήσει πιο ξεκάθαρα για τον εαυτό του, αποκρούοντας την εντύπωση της φιλοδοξίας ως ένα πράγμα ασεβές και ως τη χειρότερη ασθένεια» (Κ).
(5) Έτσι ώστε από το αναφερθέν γεγονός και από αυτά που θα αναφερθούν στη συνέχεια να στηριχτείτε στην πίστη, διότι τα γεγονότα αυτά άλλοτε είχαν στηρίξει την πίστη και του ίδιου του συγγραφέα (g).
(6) Με έννοια απόλυτη= όχι απλώς, ότι αυτά είναι αληθινά, αλλά ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός (b).
«Διαβεβαιώνει λοιπόν ο σοφότατος ευαγγελιστής από τα συμβάντα τους ακροατές, ότι ακριβώς αυτός είναι ο Χριστός, που από παλιά προφητευόταν από την Αγία Γραφή. Διότι η έκβαση των πραγμάτων έγινε σύμφωνα ακριβώς με αυτά που είχαν γραφτεί για αυτόν» (Κ). Ο σιναϊτικός και βατικανός κώδικας γράφουν· πιστεύητε αντί για το πιστεύσητε.
Ιω. 19,36 ἐγένετο γὰρ ταῦτα, ἵνα ἡ γραφὴ(1) πληρωθῇ, ὀστοῦν οὐ συντριβήσεται αὐτοῦ(2).
Ιω. 19,36 Διότι έγιναν όλα αυτά, δια να εκπληρωθή η προφητεία της Γραφής• Δεν θα συντριβή κανένα από τα οστά του.
(1) Εδώ σημαίνει μέρος ή κάποια περικοπή της γραφής. Δες και Μάρκ. ιβ 10,Λουκά δ 21,Πράξ. α 16 (G).
(2) Γύρω στα 60 χειρόγραφα γράφουν απ’ αὐτοῦ αντί για «αὐτοῦ». Η προφητεία αυτή έχει παρθεί από το Εξόδου ιβ 46 και Αριθμοί θ 12, και όχι από το Ψαλμ. λγ 21, διότι το τελευταίο αυτό χωρίο αναφέρεται σε διατήρηση της ζωής του δικαίου, όχι όμως στη διατήρηση της ακεραιότητας του σώματός του (g).
«Διότι αν και αυτό ειπώθηκε για τον αμνό [τον πασχάλιο] των Ιουδαίων, αλλά χάριν της αλήθειας ο τύπος προηγήθηκε και βρήκε εφαρμογή περισσότερο σε αυτό το γεγονός» (Χ).
«Διότι εκείνος ο αμνός ήταν τύπος αυτού» (Θφ).
Ο πασχάλιος αμνός της Π.Δ. δεν σφαζόταν μόνο για ανάμνηση της εξόδου από την Αίγυπτο, αλλά ήταν και προσφορά (Αριθμ. θ 12) και δεν ήταν σωστό να ακρωτηριάζεται. Η προσφορά πρέπει να είναι τέλεια. Αυτό κατά τον Ιωάννη υπήρξε προφητική διάταξη και αναφερόταν στον τρόπο του θανάτου Εκείνου, ο οποίος ήταν ο αληθινός πασχάλιος αμνός, και σε αυτό συμφωνεί και ο Παύλος με όσα λέει στο Α΄Κορ. ε 7 (β).
Ο πασχάλιος αμνός ανήκε στο Θεό και εικόνιζε τον αμνό του Θεού. Να γιατί ο νόμος απαγόρευε ρητά κάθε βίαιη και σκληρή μεταχείρισή του. Για αυτό και τα υπολείμματα των σαρκών έπρεπε να κατακαούν αμέσως μετά το δείπνο (g).
Πολύ αξιόλογες και οι επόμενες παρατηρήσεις: Η εβραϊκή λέξη που αντιστοιχεί στη λέξη οστά σημαίνει και την δύναμη. Δεν έπρεπε λοιπόν κανένα οστό του Χριστού να συντριβεί, για να δειχτεί, ότι αν και ο Κύριος πέθανε με ασθένεια, η δύναμή του στο να σώζει παρέμεινε άθραυστη και ακέραιη. Η αμαρτία συντρίβει τα οστά μας, όπως συνέτριψε και του Δαβίδ τα οστά (Ψαλμ. ν 10 «θα αγαλλιάσουν οστά ταπεινωμένα»). Δεν συνέτριψε όμως και τα οστά του Χριστού, ο οποίος στάθηκε άθραυστος κάτω από το βάρος των αμαρτιών μας ώστε να μας σώζει για πάντα.
Ιω. 19,37 καὶ πάλιν ἑτέρα γραφὴ λέγει(1)· ὄψονται(2) εἰς ὃν ἐξεκέντησαν(3).
Ιω. 19,37 Και πάλιν άλλη προφητεία της Γραφής λέγει• Θα ιδούν εκείνον, τον οποίον λόγχισαν.
(1) Πρόκειται για το Ζαχαρίου ιβ 10. Εάν ο προφητικός τύπος του πασχαλινού αμνού εκπληρώθηκε «αρνητικά», διότι τα σκέλη του Ιησού «δεν» συντρίφτηκαν όπως συνηθιζόταν σε όσους εκτελούνταν με σταυρό, η προφητεία του Ζαχαρία εκπληρώθηκε «θετικά» με το λογχισμό της πλευράς (β).
(2) Η αντίστοιχη λέξη του εβραϊκού πρωτοτύπου έχει την έννοια της έντονης προσοχής και συνδέεται με μεσσιανική προφητεία, σύμφωνα με την οποία οι Ιουδαίοι υπό την επίδραση της χάρης θα στρέψουν τα βλέμματά τους προς τον Ιησού αναγνωρίζοντας αυτόν Μεσσία τους (ο). Οι Ο΄ μεταφράζουν: Επιβλέψονται πρός με. Πρόκειται για βλέμμα μετάνοιας, ικεσίας, πίστης, το οποίο θα ρίξουν οι Ιουδαίοι που επέστρεψαν σε εκείνον, τον οποίον τρύπησαν. Σκηνή συναρπαστική που περιγράφεται μεγαλοπρεπώς από τον Ζαχαρία στο ιβ 8-14 (g).
Ο Ζαχαρίας μιλά για μετάνοια της Ιερουσαλήμ. Έτσι το παρόν επεισόδιο αναφέρεται στο χρόνο, κατά τον οποίο ο Κύριος θα ελκύσει προς τον εαυτό του όλους, και αυτούς τους σταυρωτές του (τ).
Η προφητεία αυτή εκπληρώθηκε εν μέρει κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, όταν πολλοί από αυτούς που άκουσαν το κήρυγμα του Πέτρου «κατανύχτηκαν στην καρδιά». Θα εκπληρωθεί εξ’ ολοκλήρου όταν «όλος ο Ισραήλ θα σωθεί», αλλά και με οργή, όταν αυτοί που εμμένουν στην απιστία «θα δουν αυτόν αυτοί που τον τρύπησαν και θα θρηνήσουν για αυτόν» (Αποκ. α 7).
«Όταν δηλαδή θα έλθει να κρίνει, τότε θα δουν αυτόν με σώμα καλύτερο και πιο θεϊκό και θα γνωρίσουν αυτοί που τρύπησαν και θα κλάψουν» (Θφ).
(3) Οι Ο΄ βρίσκοντας ίσως ως πολύ έντονο και ανάρμοστο για τον Ιεχωβά το ρήμα που υπάρχει στο πρωτότυπο εβραϊκό, μεταφράζουν «ανθ’ ων κατωρχήσαντο»= ύβρισαν το Θεό με την ειδωλολατρεία (g). Η φυσική όμως μετάφραση της αντίστοιχης Εβραϊκής λέξης είναι εξεκέντησαν, η οποία ακολουθείται και από τους Θεοδοτίωνα και Ακύλα, ενώ ο Σύμμαχος μεταφράζει επεξεκέντησαν (β).
Για να καταλάβουμε καλά, τι ο Ιωάννης αισθάνθηκε κατά τη στιγμή, την οποία περιγράφει εδώ, ας φανταστούμε έναν πιστό Ιουδαίο, που γνωρίζει καλά την Π.Δ. και βλέπει να πλησιάζουν οι στρατιώτες, για να συντρίψουν τα σκέλη των τριών καταδίκων. Τι πρόκειται να συμβεί ως προς το σώμα του Μεσσία, το οποίο είναι ιερότερο από το σώμα του πασχάλιου αμνού; Και να που με συρροή περιστατικών ανέλπιστη το σώμα αυτό διαφεύγει κάθε σκληρή ενέργεια!
Το ίδιο πλήγμα της λόγχης, το οποίο προλαβαίνει την σύντριψη των οστών, εκπληρώνει κατά γράμμα αυτό που προφητεύτηκε από τον προφήτη! Τέτοια θαύματα δεν ήταν ικανά για να ενισχύσουν την πίστη του και την πίστη της Εκκλησίας; (g).
Η ταφή του Ιησού
Ιω. 19,38 Μετὰ δὲ ταῦτα(1) ἠρώτησε τὸν Πιλᾶτον Ἰωσὴφ(2) ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας(3), ὢν μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ, κεκρυμμένος δὲ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων(4), ἵνα ἄρῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ· καὶ ἐπέτρεψεν ὁ Πιλᾶτος(5). ἦλθεν οὖν καὶ ἦρε(6) τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
Ιω. 19,38 Μετά ταύτα ο Ιωσήφ, που κατήγετο από την Αριμαθαίαν και ήτο μαθητής του Ιησού, αλλά έμενε κρυμμένος και δεν εφανερώνετο ως μαθητής δια τον φόβον των Ιουδαίων, παρεκάλεσε τον Πιλάτον να του επιτρέψη να πάρη το σώμα του Ιησού. Και ο Πιλάτος έδωσε την άδειαν. Ήλθε, λοιπόν, και επήρε το σώμα του Ιησού.
(1) Είναι η φράση, με την οποία ο Ιωάννης εισάγει νέα τμήματα της αφήγησής του (β). Πρέπει λοιπόν να το πάρουμε αυτό γενικά και ότι αναφέρεται κυρίως στο γεγονός της άρσης και ταφής του σώματος του Ιησού. Και αυτό διότι κατά την αφήγηση του Μάρκου ο Πιλάτος με την αίτηση του Ιωσήφ εξέφρασε έκπληξη για τον πρόωρο θάνατο του Ιησού. Η αίτηση λοιπόν του Ιωσήφ έγινε πιθανότατα λίγο πριν εκδοθεί η διαταγή για συντριβή των σκελών (ο). Παρόλο που η συντριβή των σκελών δεν έφερνε αμέσως το θάνατο (g).
(2) Ήταν μέλος του συνεδρίου (ευσχήμων βουλευτής Μάρκ. ιε 43) και πλούσιος (Ματθ. κζ 57), και κατά την δίκη του Ιησού δεν είχε συμφωνήσει στην καταδίκη του (Λουκά κγ 51).
(3) Δηλώνει πιθανώς όχι την πόλη Ραμά, που βρίσκεται δύο λεύγες μακριά και βόρεια της Ιερουσαλήμ, ούτε την άλλη Ραμά που σήμερα ονομάζεται Ραμλέχ, που βρίσκεται κοντά στη Λύδδα και δέκα λεύγες βορειοδυτικά της Ιερουσαλήμ, αλλά την Ραμαθαΐμ στη γη του Εφραίμ, την πατρίδα του Σαμουήλ (Α΄Βασ. α 1).
Πάντως ο Ιωσήφ ήταν ήδη εγκαταστημένος στα Ιεροσόλυμα μαζί με την οικογένειά του, διότι κατείχε εκεί οικογενειακό τάφο. Όπως επίσης μπορούμε να συμπεράνουμε από το ότι ο τάφος δεν είχε ακόμη χρησιμοποιηθεί, η μετοίκηση του Ιωσήφ από Αριμαθαία στα Ιεροσόλυμα δεν είχε γίνει προ πολλού χρόνου (g).
(4) Αντιτίθεται η τωρινή τόλμη αυτού και του Νικοδήμου με την λόγω φόβου προηγούμενη επιφυλακτικότητά τους. Ό,τι φαινόταν ότι θα ολοκλήρωνε πλήρως τον φόβο τους, ο επονείδιστος θάνατος του Ιησού, γίνεται αιτία να λάμψει η πίστη των μελών αυτών της Ιουδαϊκής αριστοκρατίας και απελευθερώνει αυτούς από κάθε ανθρώπινο φόβο (g).
«Αυτοί που φοβούνταν να πλησιάσουν φανερά τον Ιησού, τώρα, ενώ βλέπουν οι Ιουδαίοι, ζητούν το σώμα» (αμ). Υπήρξε δειλός μαθητής, αλλά δεν μπορούσε να υποφέρει, το να ατιμαστεί το σώμα του Κυρίου. Όπως συμβαίνει σε πολλές δειλές φύσεις, ισχυρό και βαθύ συναίσθημα υπερίσχυσε, όπου η κλήση της αλήθειας ήταν ανίσχυρη (τ).
Ο Χριστός πάνω στο Σταυρό έχει δύναμη μεγαλύτερη από ότι ο Ιησούς ο Ραββί (Διδάσκαλος), να ελκύει τους ανθρώπους στον εαυτό του (Ιω. ιβ 32) (μ).
Μερικοί, οι οποίοι σε ασθενέστερες δοκιμασίες φαίνονται ανίσχυροι, σε μεγαλύτερες αποδεικνύονται θαρραλέοι. Πράγματι συμβαίνει ενίοτε κάποιο σπέρμα θαμμένο στα βάθη της γης να απαλλάσσεται από το χώμα που το καλύπτει, που εμποδίζει την καρποφορία του, από κάποια βίαιη θύελλα και κοντύτερα προς την επιφάνεια βρισκόμενο να αναφύεται και να καρποφορεί. Και ο χριστιανός ενίοτε είναι δυνατόν να μοιάζει με τέτοιο σπέρμα και να έχει ανάγκη από το τίναγμα, το οποίο η καταιγίδα της δοκιμασίας προκαλεί, για να αφυπνίσει την αγαθή πρόθεσή του και να παρακινήσει αυτόν σε πράξεις ηρωϊκές. Ο ηρωϊσμός του Ιωσήφ και του Νικοδήμου άρχισε, την ώρα που το σκοτάδι κάλυπτε τον Ήλιο της δικαιοσύνης που ήταν καρφωμένος πάνω στο σταυρό.
(5) «Πώς όμως κανείς από τους δώδεκα δεν προσήλθε;… Διότι αν θα ήθελε κάποιος να αναφέρει τον φόβο εκ μέρους των Ιουδαίων, και αυτοί [ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος] κατέχονταν από τον ίδιο φόβο…Για ποιά αιτία λοιπόν; Εγώ νομίζω επειδή ήταν από τους πάρα πολύ επισήμους (και αυτό γίνεται φανερό και από τα εντάφια), και επειδή ήταν και γνωστός του Πιλάτου· για αυτό λοιπόν πήρε και την χάρη» (Χ).
Εάν κανείς δεν παρουσιαζόταν, να ζητήσει το σώμα του Ιησού, οι Ιουδαίοι θα έθαβαν αυτό μαζί με τα σώματα των ληστών. Αλλά ο Θεός διεγείρει τον ευγενή Ιωσήφ. Όταν ο Θεός εργάζεται την βουλή του, μπορεί να βρει τα κατάλληλα πρόσωπα ως όργανά του. Παρατήρησε όμως ως παράδειγμα ταπείνωσης του Ιησού, ότι το τίμιο σώμα του βρίσκεται στην εξουσία ειδωλολάτρη ηγεμόνα και προτού ταφεί πρέπει να ζητηθεί αυτό από αυτόν τον ηγεμόνα. Αλλά και ο Ιωσήφ δεν θα έπαιρνε το σώμα του Χριστού, εάν δεν το ζητούσε από τον Πιλάτο.
Σε αυτά που αφορούν την εξουσία των αρχόντων της γης, οφείλουμε πάντοτε να αποδίδουμε σεβασμό στην εξουσία αυτή και ειρηνικά να υποτασσόμαστε σε αυτήν.
(6) Πριν, σύμφωνα με το στίχο 31, σηκωθούν τα σώματα των σταυρωμένων από τους στρατιώτες ή τους Ιουδαίους. Ο σιναϊτικός γράφει: ήλθαν και ήραν. Ο βατικανός και κάποιοι μεγαλογράμματοι γράφουν το σώμα αυτού, αντί το σώμα του Ιησού.
Ιω. 19,39 ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος(1) ὁ ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἰησοῦν νυκτὸς(2) τὸ πρῶτον(3), φέρων μῖγμα σμύρνης(4) καὶ ἀλόης(5) ὡς λίτρας ἑκατόν(6).
Ιω. 19,39 Μαζί δε με αυτόν ήλθε και ο Νικόδημος, ο οποίος την πρώτην φοράν είχεν έλθει στον Ιησούν νύκτα. Ο Νικόδημος έφερε πολυτιμότατον άρωμα, μίγμα από σμύρνα και αλόην, εκατό περίπου λίτρας, τριάντα δηλαδή και πλέον κιλά.
(1) Παρουσιάζεται πιθανότατο, ότι είχε προσυμφωνηθεί μεταξύ του Ιωσήφ και του Νικοδήμου, ώστε ο ένας να ενεργήσει, για να πετύχει από τον επίτροπο την άδεια να λάβει το σώμα, την ώρα που ο άλλος θα ετοίμαζε τα μύρα και γενικά τα σχετικά με την ταφή (ο).
(2) Αντίθεση μεταξύ της τωρινής θαρραλέας πράξης του Νικοδήμου με την λόγω δειλίας μυστικότητα, με την οποία για πρώτη φορά ήλθε στον Ιησού σύμφωνα με το Ιω. γ 1 (ο). Αναμφίβολα βλέποντας ήδη τον Κύριο κρεμασμένο πάνω στο Σταυρό, θα θυμήθηκε τον τύπο του χάλκινου φιδιού, στον οποίο ο Κύριος από πριν είχε επιστήσει την προσοχή του Νικοδήμου (g).
(3) Ή σημαίνει εδώ όπως και στο ι 40 την αρχή της δημόσιας δράσης του Κυρίου (g).
Ή, πιο σωστά, σημαίνει τον χρόνο, στον οποίο για πρώτη φορά πράττει κάποιος κάτι (G).
«Με την διήγηση λοιπόν αυτή δίνεται σε μας να καταλάβουμε, ότι ο Νικόδημος ήλθε στον Ιησού όχι τότε μόνο, αλλά τότε για πρώτη φορά· και ότι ήταν τακτικός επισκέπτης στη συνέχεια, ώστε μέσω της ακρόασης να αποβεί μαθητής» (Αυ).
(4) Πικρός χυμός, πολυτιμότατο άρωμα, το οποίο αποστάζει από κάποιο δέντρο ή θάμνο στην Αραβία και Αιθιοπία ή και λαμβάνεται με τομές στο φλοιό που γίνονται τεχνικά (G). Ο σιναϊτικός και βατικανός κώδικας γράφουν: έλιγμα σμύρνης, αντί μίγμα σμύρνης.
(5) Όνομα δέντρου αρωματικού, το οποίο φυτρώνει στις ανατολικές Ινδίες και Κοκιγκίνα, του οποίου το απαλό και πικρό ξύλο οι κάτοικοι της ανατολής το χρησιμοποιούσαν για θυμιάματα και για συντήρηση των πτωμάτων (G). Αφού έτριβαν τα αρώματα αυτά κατασκεύαζαν από αυτά ένα μίγμα, με το οποίο άλειφαν ολόκληρο τον επίδεσμο, μέσα στον οποίο θα περιτύλιγαν το σώμα (g). Η σμύρνα και αλόη αναφέρονται μαζί ως ευωδιαστό μίγμα σε πολλά σημεία στην Π.Δ. (Ψαλμ. μδ 8,Άσμα δ 14)(β).
(6) Η Ρωμαϊκή λίτρα αποτελούνταν από δώδεκα ουγκιές. Το βάρος λοιπόν του μίγματος ήταν περίπου 75 λίτρα σημερινά (ο), δηλαδή λίγο παραπάνω από 32 κιλά (F). Ο ευαγγελιστής αναφέρει το βάρος των αρωμάτων, σαν απόδειξη του πόσο μεγάλη ήταν η αγάπη τους προς τον Ιησού (Luthardt=Λούθηρος). Οι εκατό λίτρες υπενθυμίζουν την αφθονία με την οποία η Μαρία έχυσε το μύρο στα πόδια του Ιησού. Σεβασμός πράγματι, βασιλικός (g).
«Διότι δεν τον ενταφιάζουν ως κατάδικο, αλλά με πολυτέλεια» (Θφ). «Σαν κάποιον μεγάλο και θαυμαστό» (Χ). Επέδειξαν όχι μόνο τον από αγάπη σεβασμό, που δείχνουμε σε αγαπημένα ή αξιοσυμπάθητα θύματα, αλλά και τον από εκτίμηση σεβασμό ο οποίος οφείλεται σε μεγάλους άνδρες.
Ιω. 19,40 ἔλαβον οὖν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔδησαν(1) αὐτὸ ἐν ὀθονίοις(2) μετὰ τῶν ἀρωμάτων(3), καθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις(4) ἐνταφιάζειν(5).
Ιω. 19,40 Επήραν, λοιπόν, το σώμα του Ιησού και αφού το έπλυναν και το αλείψαν με τα πολύτιμα αρώματα το περιτύλιξαν με λωρίδες από σινδόνια, όπως ήτο η συνήθεια στους Εβραίους να ενταφιάζουν τους νεκρούς.
(1) Πιθανώς έκοβαν το νεκρικό σεντόνι σε λωρίδες, ώστε με αυτές να τυλίξουν τα μέλη του νεκρού το καθένα χωριστά (g). Υπάρχει παρόλ’ αυτά και γνώμη, ότι εκτός από το περιτύλιγμα με τους επιδέσμους τύλιγαν τον νεκρό και με σεντόνι.
(2) Έδησαν εν οθονίοις=Περιτύλιξαν με οθόνια (G), Οθόνια είναι υποκοριστικό του οθόνη= μικρή οθόνη. Ο πληθυντικός σχετικά με τους εντάφιους επιδέσμους Λουκ. κδ 12,Ιω. ιθ 40, κ 5-7 (G).
(3) Οι συνοπτικοί μάς πληροφορούν, ότι οι άγιες γυναίκες είχαν πρόθεση να συμπληρώσουν τον προσωρινό αυτόν αρωματισμό, αλλά μετά το Σάββατο (g).
(4) Αντιτίθεται ο τρόπος αυτός του αρωματισμού με αυτόν των Αιγυπτίων, οι οποίοι αφαιρούσαν τα σπλάχνα και πετύχαιναν με μεθόδους μακρότερες και δυσκολότερες την διατήρηση του σώματος (g).
(5) Ενταφιάζω= επιμελούμαι και προετοιμάζω τα εντάφια, δηλαδή το πτώμα για ταφή με κάθε ετοιμασία και κοσμιότητα, δηλαδή ετοιμάζω για κηδεία με πλύσεις, ρούχα, άνθη, στεφάνια, χρίσεις και σπονδές (G).
Αξιόλογη και η παρατήρηση: Ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος «κάνουν μεν πολυτελή την ταφή, τίποτα όμως θεϊκό δεν φαντάζονται για αυτόν, αλλά συμπεριφέρονται σαν να πρόκειται για απλό άνθρωπο, αφού φέρνουν και τέτοιου είδους αρώματα, τα οποία κατεξοχήν είναι φτιαγμένα από τη φύση τους να διατηρούν για πολύ το σώμα και δεν του επιτρέπουν γρήγορα να παραδοθεί στη φθορά. Το οποίο ακριβώς φανέρωνε για αυτούς, ότι τίποτα το μεγάλο δεν φαντάζονταν» (Θφ).
Ιω. 19,41 ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη(1) κῆπος(2), καὶ ἐν τῷ κήπῳ μνημεῖον(3) καινόν, ἐν ᾧ οὐδέπω οὐδεὶς ἐτέθη(4)·
Ιω. 19,41 Εις τον τόπον δε όπου είχε σταυρωθή ο Ιησούς υπήρχε κήπος και στον κήπον καινούργιο και αχρησιμοποίητο μνημείον, στο οποίον κανείς ακόμη δεν είχε ταφή.
(1) Ο Κύριος ετάφη έξω από την πόλη, διότι τέτοια συνήθεια επικρατούσε στους Ιουδαίους, αφού άλλωστε υπήρχε και ειδικός λόγος για αυτό, διότι όταν άγγιζε κάποιος τάφο γινόταν τελετουργικά ακάθαρτος. Αλλά η ανάσταση του Χριστού μετέβαλε την ιδιότητα αυτή του τάφου και απομάκρυνε από τους πιστούς τον μολυσμό του έτσι ώστε αυτοί δεν αναγκάζονται τώρα να τηρούν τους εαυτούς τους σε απόσταση από αυτόν. Είναι τώρα ωφέλιμο να προσερχόμαστε στους τάφους των αγαπημένων μας και να κάνουμε λιγότερο τρομερό σε μας και τον δικό μας τάφο.
(2) Λεπτομέρεια που είναι χαρακτηριστική στον Ιωάννη. Κανείς από τους συνοπτικούς δεν αναφέρει, ότι κοντά στον τόπο της σταύρωσης ήταν κήπος. Στον κήπο της Εδέμ ο θάνατος και ο τάφος πήραν για πρώτη φορά τη δύναμή τους. Και τώρα σε κήπο κατανικιούνται και αφοπλίζονται. Σε κήπο άρχισε το πάθημα του Χριστού και από κήπο θα ανασταινόταν και θα άρχιζε η ανύψωσή του. Ο Χριστός έπεσε σαν κόκκος σταριού πάνω στο έδαφος (Ιω. ιβ 24) και από αυτόν παρήγαγε καρπό σωτηρίας σε όλο το ανθρώπινο γένος.
(3) Λαξευμένο μέσα σε βράχο σύμφωνα με τον Λουκά (κγ 53).
(4) Ο σιναϊτικός και βατικανός αντί για το ετέθη γράφουν ην τεθειμένος. Δες και Λουκ. κγ 53. Για τη λεπτομέρεια αυτή συμφωνούν ο Λουκάς και ο Ιωάννης.
«Όπως στην κοιλιά της Παρθένου Μαρίας κανείς πριν από Αυτόν δεν είχε συλληφθεί και κανείς μετά από αυτόν, έτσι και σε αυτόν τον τάφο, κανείς δεν είχε ταφεί πριν από αυτόν και κανείς μετά από αυτόν» (Αυ).
Τόσο στο μνημείο όσο και στο πουλάρι «πάνω στο οποίο κανείς από τους ανθρώπους έως τότε δεν κάθισε» (Λουκ. ιθ 30) και το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τη θριαμβευτική είσοδο του Ιησού στα Ιεροσόλυμα έχουμε γεγονότα της θείας πρόνοιας, που ανήκουν στη βασιλική δόξα του Ιησού. Όταν υποδέχονται κάποιον βασιλιά, θέτουν σε υπηρεσία του αντικείμενα, τα οποία για πρώτη φορά χρησιμοποιούνται (g).
Ακόμη «ρυθμίζεται από τη θεία οικονομία να τοποθετηθεί σε καινούργιο μνημείο, στο οποίο δεν είχε τοποθετηθεί κανείς, ώστε να μην νομιστεί ότι αναστήθηκε κάποιος άλλος νεκρός, που ήταν θαμμένος μαζί με τον Ιησού» (Χ).
Ούτε να θεωρηθεί, ότι όχι από δική του δύναμη αλλά από δύναμη κάποιου άλλου αναστήθηκε, όπως άλλοτε με την επαφή με τα οστά του Ελισαίου.
Ιω. 19,42 ἐκεῖ οὖν διὰ τὴν παρασκευὴν τῶν Ἰουδαίων(1), ὅτι ἐγγὺς ἦν τὸ μνημεῖον(2), ἔθηκαν τὸν Ἰησοῦν.
Ιω. 19,42 Επειδή, λοιπόν, το μνημείο αυτό ήτο κοντά στον τόπον της σταυρώσεως και εβιάζοντο να τελειώσουν την ταφή, πριν περάση η ημέρα αυτή της προπαρασκευής των Ιουδαίων δια το πάσχα, εκεί έθεσαν τον Ιησούν.
(1) «Εξαιτίας της προπαρασκευής, την οποία οι Ιουδαίοι που βρίσκονται στον τόπο μας συνηθέστερα ονομάζουν στα Λατινικά coena pura(=δείπνο καθαρό)» (Αυ). Η φράση αυτή σύμφωνα με αυτούς που δέχονται ότι ο θάνατος του Ιησού έγινε όχι στις 14, αλλά στις 15 του Νισάν σημαίνει για την ημέρα της εβδομάδας Παρασκευή και δηλώνεται με αυτήν ότι και η επομένη ημέρα ήταν ημέρα αργίας και για αυτό η πριν από αυτήν ημέρα, μολονότι ήταν ημέρα αργίας και αυτή, γινόταν για την επομένη, ημέρα προπαρασκευής. Αλλά εάν η πρώτη των δύο αυτών ημερών ήταν ημέρα αργίας, όπως και η επομένη, η μεταφορά νεκρού, την οποία ήθελαν να προλάβουν για να μην γίνει την επομένη, δεν επιτρεπόταν να γίνει ούτε σε αυτήν την πρώτη ημέρα.
Η έννοια λοιπόν της φράσης απλούστατα είναι, ότι ήταν η ώρα, κατά την οποία οι Ιουδαίοι ετοίμαζαν το μεγάλο τους εθνικό και θρησκευτικό δείπνο θυσιάζοντας τον αμνό (g). Εφ’ όσον στο χωρίο αυτό προστίθενται οι λέξεις «των Ιουδαίων», προσθήκη την οποία ο Ιωάννης κάνει πάντοτε, όταν μιλά για τις γιορτές του Πάσχα (δες β 13,στ 4,ια 55) ίσως πρέπει να εννοήσουμε, ότι λέει εδώ η προπαρασκευή του Πάσχα (β).
(2) «Επειδή πιέζονταν από το χρόνο (διότι, αφού πέθανε γύρω στην ενάτη ώρα (=3 μ.μ.) και στη συνέχεια προσήλθαν στον Πιλάτο και κατέβασαν το σώμα από το σταυρό, φυσικό ήταν να τους βρει το απόγευμα, κατά το οποίο δεν επιτρεπόταν να εργάζεται κανείς), τοποθετούν αυτόν στο κοντινό μνημείο» (Χ).
«Ήθελαν μεν να τον βάλουν σε άλλο πιο αξιόλογο μνημείο, πιο μακριά από την πόλη· λόγω όμως της παρασκευής των Ιουδαίων… και πιο πολύ επειδή έπεσε και το πάσχα τότε, τον έβαλαν στο πιο κοντινό» (Ζ).
Σύμφωνα με τον Ματθαίο χρησιμοποιήθηκε το μνημείο αυτό, μάλλον διότι ανήκε στον Ιωσήφ. Σύμφωνα με τον Ιωάννη προτιμήθηκε λόγω της εγγύτητάς του με τον Γολγοθά, επειδή το Πάσχα επρόκειτο να αρχίσει. Οι δύο αυτοί λόγοι μακριά από το να αντιφάσκουν, συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον. Σε τι θα χρησίμευε η εγγύτητα του τάφου εάν αυτός δεν ανήκε σε έναν από τους φίλους του Κυρίου; (g).
Μπαίνει στο μνημείο αυτό πρόχειρα, σαν σε κάποιο πανδοχείο όπου διαβαίνοντας κάποιος και για λίγο διάστημα πρόκειται να παραμείνει. Έτσι και ο Χριστός δεν θα έμενε για πολύ στον τάφο εκείνο. Μάθε από το γεγονός αυτό να μην πολυπραγμονείς για τον τόπο της ταφής σου. Ο Χριστός θάφτηκε στον τάφο, ο οποίος ήταν κοντά και πρόχειρος για ταφή. Εάν οι πατριάρχες επιθυμούσαν να μεταφερθούν τα οστά τους στη γη της επαγγελίας, μη λησμονείς ότι καλύτερες υποσχέσεις δόθηκαν σε μας και συνεπώς τέτοιες επιθυμίες για τους Χριστιανούς δεν έχουν τον τόπο τους. «Δεν έχουμε εδώ μόνιμη πόλη, αλλά την μελλοντική επιζητούμε» (Εβρ. ιγ 14).
ΤΑ ΠΑΘΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Γ. Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ κγ 1 - 56
Υπόμνημα στο κατά Λουκάν, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 626-653 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Θφ = Θεοφύλακτος
Β = Βασίλειος ο Μέγας Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας Σγ = Σεβηριανός
Ζ = Ζιγαβηνός Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Η = Ησύχιος Ω = Ωριγένης
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
F. Godet, Commentaire sur l’ Evangile de S. Luc 1888 (σημειώνεται με το g)
M.J. Lagrange. Evangile selon s. Luc, Deuxieme edition Paris 1921 (σημειώνεται με το L.)
Alf. Plummer. A critical and exegetical commentary on the Gospel according to S. Luc, Fifth edition (1928) (σημειώνεται με το p.)
J.A. Bengel Gnomon of the N.T. Testament translated by A. Fausset. Τόμ. II (σημειώνεται με το b)
.J. Owen, A Commentary on the Gospel of Luc, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
Ν. Δαμαλά Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
Η πολιτική δίκη μπροστά στον Πιλάτο
Λουκ. 23,1 Καὶ ἀναστὰν(1) ἅπαν τὸ πλῆθος αὐτῶν(2) ἤγαγον αὐτὸν ἐπὶ τὸν Πιλᾶτον(3).
Λουκ. 23,1 Και αφού εσηκώθηκε όλο το πλήθος των συνέδρων, έφεραν τον Ιησούν στον Πιλάτον.
(1) Ο Λουκάς προϋποθέτει ότι είναι γνωστή ήδη η σε θάνατο καταδίκη του Ιησού (p).
(2) Δηλαδή ολόκληρο το σώμα του συνεδρίου, μη περιλαμβανομένου του όχλου, ο οποίος σε καμία από τις τέσσερεις ευαγγελικές αφηγήσεις δεν έχει αναφερθεί έως τώρα (p).
(3) Αφότου η Ιουδαία προσαρτήθηκε ως ρωμαϊκή επαρχία, μετά την καθαίρεση του Αρχέλαου, δηλαδή το 7 μ.Χ., οι Ιουδαίοι άρχοντες έχασαν το jus gladii, δηλαδή το δικαίωμα της θανατικής εκτέλεσης, το οποίο επιφυλασσόταν στους Ρωμαίους σε όλες τις ρωμαϊκές επαρχίες. Και σύμφωνα με παράδοση που αναφέρεται από το Ταλμούδ «σαράντα χρόνια πριν την καταστροφή του ναού (δηλαδή μόλις το 30 μ.Χ.) το δικαίωμα της καταδίκης σε θάνατο αφαιρέθηκε από τους Ιουδαίους» (Cant. 24,2). Έτσι εξηγείται το διάβημα αυτό του συνεδρίου.
Ως προς το ζήτημα της διαμονής του Πιλάτου, δεν είναι δυνατόν να βεβαιωθεί, εάν αυτός έμενε τότε στο μεγαλοπρεπές ανάκτορο του Ηρώδη του μεγάλου, στο πάνω μέρος της πόλης, ή στο φρούριο Αντωνία, βορειοδυτικά του ναού. Η παράδοση καθορίζει την αφετηρία της Via dolorosa (δρόμος του μαρτυρίου του Χριστού) στην Αντωνία (g).
«Παραδόθηκαν και αυτοί στις στρατιές των Ρωμαίων, και έτσι εκπληρώθηκαν εκείνα που είχαν προαναγγελθεί για αυτούς από τους προφήτες· «Αλλοίμονο στον παράνομο! Γιατί θα του συμβούν κακά ανάλογα με τα έργα των χεριών του (Ησ. 3,11)». Και άλλος· «Καθώς έπραξες, έτσι θα συμβεί και σε σένα. Η ανταπόδοσή σου θα ανταποδοθεί στο κεφάλι σου (Οβδιού 15» (Κ).
Λουκ. 23,2 ἤρξαντο(2) δὲ κατηγορεῖν(2) αὐτοῦ λέγοντες· τοῦτον εὕρομεν διαστρέφοντα τὸ ἔθνος(3) καὶ κωλύοντα Καίσαρι(4) φόρους(5) διδόναι, λέγοντα ἑαυτὸν Χριστὸν βασιλέα(6) εἶναι.
Λουκ. 23,2 Άρχισαν δε να τον κατηγορούν και να λέγουν• “αυτόν τον ευρήκαμεν να παρακινή το έθνος εις επανάστασιν και να εμποδίζη την πληρωμήν των φόρων στον Καίσαρα και να λέγη δια τον εαυτόν του, ότι είναι ο Χριστός, ο βασιλεύς”.
(1) Άρχισαν να αναπτύσσουν τις κατηγορίες, ο Πιλάτος όμως στο μεταξύ παρενέβαινε για διευκρίνιση και διαπίστωσή τους. Για αυτό και λέει το ρήμα άρχισαν (p).
(2) Διατυπώνουν τρεις κατηγορίες πολιτικού χαρακτήρα, οι οποίες θα είχαν βαρύτητα για τον Πιλάτο· δηλαδή, ότι διαστρέφει το έθνος, ξεσηκώνοντας αυτό σε στάση, ότι παρεμποδίζει την πληρωμή των φόρων στον Καίσαρα, και ότι οικειοποιείται τον τίτλο του βασιλιά (p).
(3) Υπάρχει και η γραφή το έθνος ημων. Η λέξη λαός χρησιμοποιείται με πολιτική συγχρόνως και ιερή έννοια, ενώ η λέξη έθνος με γενεαλογική ή φυσική έννοια (b).
(4) Μέσω κανενός άλλου πράγματος δεν ήταν τόσο συνδεδεμένοι με τον Καίσαρα, όσο μέσω του μίσους τους προς τον Ιησού (b).
(5) «Ολοφάνερα εναντιώνονται στην αλήθεια. Διότι πού εμπόδισε ο Ιησούς να δίδουν φόρους τη στιγμή που μάλλον διέταξε να τους αποδίδουν ως χρέος, λέγοντας τα εξής: Αποδώστε στον Καίσαρα τα του Καίσαρα;» (Θφ).
«Αλλά ένας ήταν ο σκοπός τους, το να κατεβάσουν στο θάνατο Εκείνον που ανεβάζει στη ζωή» (Κ).
(6) Προσθέτουν το βασιλιά, ώστε ο Πιλάτος να αντιληφθεί την πολιτική σημασία του όρου Χριστός (p). Εάν λοιπόν διεκδίκησε τον τίτλο Χριστός, στον οποίο αυτοί τώρα προσδίδουν πολιτική έννοια, είναι προφανές, ότι για να είναι συνεπής, θα έπρεπε και την πληρωμή των φόρων να αρνηθεί (g), και το λαό να διαστρέψει σε στάση.
Ολοφάνερα συκοφαντούν. «Διότι πώς ξεσηκώνει σε στάση τον όχλο; Μήπως καταπιανόμενος με τη βασιλεία; Αλλά αυτό είναι τελείως απίθανο· διότι και όταν ακόμη ήθελε το πλήθος να τον κάνει βασιλιά, αφού το κατάλαβε, αναχώρησε» (Θφ).
Η μετάφραση και απόδοση του τίτλου Χριστός με τον τίτλο βασιλιάς, ενώπιον του Πιλάτου, είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη, εάν συγκριθεί με την απόδοση του ίδιου τίτλου με τον τίτλο ο Υιός του Θεού, ενώπιον του συνεδρίου. Με την πρώτη μετάφραση προσδίδουν στην κατηγορία το χαρακτήρα της επανάστασης κατά του καθεστώτος, ενώ με τη δεύτερη προσδίδουν το χαρακτήρα της βλασφημίας, για την οποία ο Πιλάτος δεν θα ενδιαφερόταν καθόλου. Πόση ευλυγισία και πανουργία εκδηλώνεται στο μίσος αυτό! (g). Τον κατηγορούν ενώπιον του Πιλάτου ότι εμποδίζει την πληρωμή των φόρων και αντιτίθεται προς τον Καίσαρα. Δηλαδή διατυπώνουν εναντίον του κατηγορία, η οποία και για αυτούς τους ίδιους δεν ήταν πραγματικό έγκλημα, διότι και αυτοί οι ίδιοι κατά βάθος αντιτίθονταν προς τον Καίσαρα και θεωρούσαν θεάρεστο έργο την αποτίναξη του ζυγού του.
Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι για αυτό το ίδιο έγκλημα που τώρα ψευδώς και συκοφαντικά επινοήθηκε εις βάρος του Ιησού, τιμωρήθηκαν αυτοί σκληρά από τους Ρωμαίους ως πραγματικοί αποστάτες εναντίον αυτών και του Καίσαρα. Τον κατηγορούν ως αντίζηλο του Καίσαρα και ότι αξιώνει βασιλικό αξίωμα και βασιλικά δικαιώματα για τον εαυτό του.
Ο πραγματικός παρόλ’ αυτά λόγος, για τον οποίο αυτοί τον απέρριψαν και δεν τον δέχτηκαν ως Μεσσία, ήταν, ότι δεν εμφανίστηκε με εξωτερική πομπή και δύναμη και δεν κάθισε σε θρόνο βασιλικό ανατρέποντας με το σπαθί του κάθε άλλη βασιλεία στη γη. Ναι· ήταν ο Χριστός και ως τέτοιος ήταν και βασιλιάς, αλλά όχι και τέτοιος, ώστε να υπάρχει φόβος ότι θα επαναστατούσε κάποτε εναντίον του Καίσαρα.
Λουκ. 23,3 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· σὺ(1) εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(2); ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ ἔφη· σὺ λέγεις(3).
Λουκ. 23,3 Ο δε Πιλάτος τον ηρώτησε, λέγων• “συ, είσαι βασιλεύς των Ιουδαίων;” Ο δε Ιησούς απεκρίθη και του είπε• “όπως και συ το λέγεις είμαι βασιλεύς, όχι όμως όπως οι κοσμικοί βασιλείς”.
(1) Η αντωνυμία μπαίνει μπροστά με έμφαση (p).
«Σχεδόν λέει το εξής· Εσύ ο φτωχός, ο ασήμαντος, ο γυμνός, ο αβοήθητος κατηγορείσαι ότι επιθυμείς τη βασιλεία; Και με αυτό περιγελά αυτούς που κατηγορούν αυτά τον Ιησού, αφού, τον τόσο ασήμαντο και γυμνό, τον παρουσιάζουν ψευδώς να επιχειρεί τέτοιο πράγμα, ενώ θα χρειαζόταν και πολλά χρήματα και πολλούς βοηθούς» (Θφ).
(2) Και οι 4 ευαγγελικές αφηγήσεις συναντιούνται στην ερώτηση αυτή του Πιλάτου προς τον Ιησού. Μαθαίνουμε από τον Ιωάννη, ότι ο Ιησούς ήταν μέσα στο πραιτώριο, ενώ οι Ιουδαίοι στέκονταν έξω. Ο Πιλάτος πήγαινε από αυτούς στον Ιησού και από τον Ιησού προς αυτούς (g).
(3) Όμοια με την απάντηση στο κεφ. κβ 70. Σε αυτό περιλαμβάνεται συμπτυγμένα συνομιλία μεταξύ Πιλάτου και Ιησού, που πλατύτερα εκτίθεται από τον Ιωάννη, χωρίς την οποία η αφήγηση των συνοπτικών παρουσιάζεται μόλις και μετά βίας κατανοητή. Θα ήταν ακατανόητο ο Πιλάτος να ακούσει από το στόμα του Ιησού, ότι δεχόταν την εναντίον του κατηγορία, ότι είναι βασιλιάς των Ιουδαίων και αμέσως χωρίς περαιτέρω εξέταση να διακηρύξει, ότι «καμία κατηγορία δεν βρίσκω σε αυτόν τον άνθρωπο». Αλλά μία συνομιλία με τον Ιησού έπεισε τον Πιλάτο, ότι επρόκειτο για ακίνδυνο ενθουσιαστή (p).
Η απόκριση του Κυρίου προς τον Πιλάτο θα μπορούσε να αποδοθεί και ως εξής: Ναι· είμαι όπως λες, εξουσιοδοτημένος να κυβερνήσω τον Ισραήλ· αλλά καταπολεμώντας και ανταγωνιζόμενος τους αρχιερείς και γραμματείς, οι οποίοι κατατυραννούν αυτόν στα θρησκευτικά ζητήματα. Για κανένα όμως λόγο δεν ανταγωνίζομαι τον Καίσαρα, του οποίου η κυβέρνηση αναφέρεται μόνο στα αστικά και πολιτικά συμφέροντα του Ισραήλ. Η βασιλεία του Μεσσία είναι εξ’ ολοκλήρου πνευματική και δεν αναμιγνύεται στη δικαιοδοσία του Καίσαρα.
Λουκ. 23,4 ὁ δὲ Πιλᾶτος εἶπε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ὄχλους ὅτι οὐδὲν εὑρίσκω αἴτιον(1) ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ.
Λουκ. 23,4 Ο δε Πιλάτος είπε προς τους αρχιερείς και τους όχλους, ότι “δεν ευρίσκω καμίαν ενοχή στον άνθρωπον αυτόν”.
(1) Αίτιο=αιτία. Είναι χαρακτηριστική λέξη του Λουκά και συνδυάζεται πάντοτε με άρνηση. Δες σ. 14,22· Πράξ. ιθ 40 (p). Αίτιο=ένοχο, αξιοκατάκριτο· έτσι λέγεται το αίτιος και στον Όμηρο και στον Πλάτωνα αντί για το ένοχος (δ). Το επίθετο αίτιος (αυτής ή εκείνης της πράξης), ένοχος και υπεύθυνος (αυτού ή εκείνου) έγινε ουσιαστικό (L).
Λουκ. 23,5 οἱ δὲ ἐπίσχυον(1) λέγοντες ὅτι ἀνασείει(2) τὸν λαὸν διδάσκων καθ᾿ ὅλης τῆς Ἰουδαίας, ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας(3) ἕως ὧδε(4).
Λουκ. 23,5 Αλλά αυτοί με περισσότερον πείσμα και φανατισμόν επέμεναν, λέγοντες ότι αναταράσσει τον λαόν με το να διδάσκη τα επαναστατικά του κηρύγματα, που έκαμε αρχήν από την Γαλιλαίαν και τα έφερε έως εδώ.
(1) Επίσχυον· είναι αμετάβατο και συνεπώς καμία λέξη δεν πρέπει να υπονοηθεί από έξω. Δες Α΄ Μακ. στ 6 (p)=κατηγορούσαν εντονότερα από πριν (δ). Ή, έγιναν πιο κατηγορηματικοί στις αιτιάσεις τους (p).
(2) =αναστατώνει, βάζει σε στάση εναντίον των νομίμων αρχών (δ). «Ο μεν Πιλάτος απάλλασσε τον Ιησού από κάθε κατηγορία και αυτό όχι μία φορά, αλλά τρεις· αυτοί όμως με μεγαλύτερη επιμονή έλεγαν, αναστατώνει το λαό, μαζεύοντας και άλλες αφορμές συκοφαντιών» (Κ).
(3) Από τη Γαλιλαία, την τροφό των στασιαστών (Γρότιος). «Αναστατώνει το λαό και όχι σε ένα μέρος, αλλά από μεν τη Γαλιλαία άρχισε, έφτασε όμως μέχρις εδώ περιοδεύοντας διαμέσου της Ιουδαίας. Νομίζω όμως ότι δεν ανέφεραν τη Γαλιλαία τυχαία, αλλά εξωθώντας σε φόβο τον Πιλάτο. Διότι πράγματι οι Γαλιλαίοι ήταν πάντα τέτοιοι στασιαστές που επιχειρούσαν κινήματα» (Θφ).
(4) Μπορεί να αναφέρεται ειδικά στη θριαμβευτική είσοδο στα Ιεροσόλυμα. Αλλά μπορεί να αναφέρεται και σε προηγούμενες επισκέψεις του Ιησού στην πόλη αυτή (p).
Λουκ. 23,6 Πιλᾶτος δὲ ἀκούσας Γαλιλαίαν(1) ἐπηρώτησεν εἰ ὁ ἄνθρωπος Γαλιλαῖός ἐστι,
Λουκ. 23,6 Ο δε Πιλάτος, όταν ήκουσε την λέξιν Γαλιλαία, ηρώτησε, εάν ο άνθρωπος αυτός είναι από την Γαλιλαίαν.
(1) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν το Γαλιλαίαν. Ο Πιλάτος ακούγοντας Γαλιλαία, η οποία βρισκόταν στη δικαιοδοσία του τετράρχη Ηρώδη Αντίπα, νόμισε, ότι βρήκε μέσο υπεκφυγής και ρωτά, εάν ο Σωτήρας όντως είναι Γαλιλαίος, θέλοντας να απαλλαχτεί αυτός παραπέμποντας την υπόθεση στον Ηρώδη (δ). Ταλαντευόμενος ανάμεσα στα ελατήρια της πολιτικής από τη μία και της φυσικής δικαιοσύνης από την άλλη, μεταξύ του να μη δυσαρεστήσει τους άρχοντες των Ιουδαίων από τη μία και του να ταπεινώσει την υπερηφάνεια τους από την άλλη αποσπώντας από τα χέρια τους τον αθώο Ιησού, νόμισε ότι μπορούσε να απαλλαχτεί από την ενοχλητική αυτή υπόθεση, παραπέμποντας αυτήν στον Ηρώδη (ο).
Λουκ. 23,7 καὶ ἐπιγνοὺς(1) ὅτι ἐκ τῆς ἐξουσίας Ἡρῴδου(2) ἐστίν, ἀνέπεμψεν(3) αὐτὸν πρὸς Ἡρῴδην, ὄντα καὶ αὐτὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ἐν ταύταις ταῖς ἡμέραις(4).
Λουκ. 23,7 Και όταν εξηκρίβωσε ότι ο Ιησούς είναι από την περιοχήν της δικαιοδοσίας του Ηρώδου, τον παρέπεμψεν στον Ηρώδην, ο οποίος κατά τας ημέρας αυτάς του Πάσχα ευρίσκετο και αυτός εις τα Ιεροσόλυμα
(1) Η μετοχή επιγνούς συναντιέται συχνά στο Λουκά με την έννοια του: αφού βεβαιώθηκε εξ’ ολοκλήρου. Δες Λουκ. ζ 37, Πράξ. ιθ 34,κβ 29,κδ 11,κη 1 κλπ. (p).
(2) Το ρωμαϊκό δίκαιο υπολόγιζε πολύ την καταγωγή του κατηγορουμένου, και ο Κύριος ήταν από επαρχία που υπαγόταν στη δικαιοδοσία του Ηρώδη (L).
(3) Το ρήμα χρησιμοποιείται και με την έννοια του στέλνω ψηλά, παραπέμπω σε ανώτερη εξουσία ή σε αρμόδια αρχή. Αλλά στους σ. 11,15 η σημασία του είναι στέλνω πίσω, και αυτή η έννοια μπορεί να διατηρηθεί και εδώ. Εάν ο Ιησούς από καταγωγής ανήκε στη δικαιοδοσία του Ηρώδη, το να στέλνει αυτόν στον Ηρώδη σήμαινε το να στέλνει αυτόν πάλι ή πίσω σε αυτόν· ακριβώς όπως και για τον εκ γενετής τυφλό χρησιμοποιείται το ρήμα αναβλέπω (Ιω. θ 15,18), διότι το να βλέπει κάποιος είναι φυσικό στον άνθρωπο (p).
Ο Θεός οικονόμησε έτσι το πράγμα, για να γίνει ακόμη περισσότερο ολοφάνερη η εκπλήρωση της Γραφής, όπως φαίνεται και στο Πράξ. δ 26,27, όπου η προφητεία του Δαβίδ (Ψαλμ. β 2) «οι βασιλιάδες της γης και οι άρχοντες μαζεύτηκαν στο ίδιο μέρος εναντίον του Κυρίου και εναντίον του Χριστού αυτού» ξεκάθαρα λέγεται ότι εκπληρώθηκε από τον Ηρώδη και τον Πόντιο Πιλάτο.
(4) Ο Ηρώδης βρισκόταν για τις εορτές του Πάσχα στα Ιεροσόλυμα και διέμενε πιθανώς στο ανάκτορο των Ασμοναίων, που βρισκόταν στην κορυφή του υψηλού λόφου, που δέσποζε του ναού (L).
Ο Κύριος μπροστά στον Ηρώδη
Μόνος ο Λουκάς αναφέρει το επεισόδιο αυτό και φαίνεται να είχε κάποιον γνωστό στο σπίτι του Ηρώδη, ο οποίος γνωστοποίησε σε αυτόν αυτό το γεγονός (Schleiermacher). Η Ιωάννα η σύζυγος του Χουζά (Λουκ. η 3) θα υπήρξε πιθανώς η πηγή της πληροφορίας αυτής.
Λουκ. 23,8 ὁ δὲ Ἡρῴδης ἰδὼν τὸν Ἰησοῦν ἐχάρη λίαν· ἦν γὰρ ἐξ ἱκανοῦ(1) θέλων ἰδεῖν αὐτὸν διὰ τὸ ἀκούειν αὐτὸν πολλὰ περὶ αὐτοῦ, καὶ ἤλπιζέ τι σημεῖον ἰδεῖν ὑπ᾿ αὐτοῦ γινόμενον(2).
Λουκ. 23,8 Ο δε Ηρώδης, όταν είδε τον Ιησού εχάρηκε πολύ, διότι από πολύν καιρόν ήθελε να τον ίδη, επειδή πολλά συνεχώς ήκουε δι' αυτόν και ήλπιζε, να ίδη κάποιο θαύμα να γίνεται από τον Ιησούν.
(1) Υπάρχει και η γραφή εξ ικανών χρόνων. ἦν θέλων=εξακολουθούσε να θέλει. Δηλώνεται το έντονο της επιθυμίας (p.δ).
(2) «Ο Ηρώδης… επειδή είχε την αρρώστια να θέλει να βλέπει καινούργια πράγματα… επιθυμούσε να δει κάποιο θαύμα από τον Ιησού, όχι για να πιστέψει, αλλά για να δώσει τροφή στα μάτια του· όπως ακριβώς στα θέατρα βλέπουμε τους θαυματοποιούς να φαντάζουν ότι καταπίνουν φίδια και ξίφη και τα παρόμοια, και θαυμάζουμε. Σχεδόν δηλαδή νόμιζε ότι ο Ιησούς είναι ένας τέτοιος» (Θφ).
Πόσο ταπεινά και άξια περιφρόνησης ήταν τα ελατήρια, από τα οποία κινούνταν εδώ ο Ηρώδης! Ζητούσε την εκδήλωση της θαυματουργικής ενέργειας του Ιησού όχι για κάποιο ανώτερο σκοπό, αλλά για ικανοποίηση της μάταιης περιέργειάς του (ο).
Λουκ. 23,9 ἐπηρώτα δὲ αὐτὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς(1)· αὐτὸς δὲ οὐδὲν ἀπεκρίνατο αὐτῷ(2).
Λουκ. 23,9 Τον ερωτούσε δε ο Ηρώδης δια πολλά και με πολλάς ερωτήσεις. Ο Ιησούς όμως δεν του έδωκε καμίαν απάντησιν.
(1) Ή «με λόγια σοφιστικά και που τον έβαζαν σε δοκιμασία» (Ζ). Ή, πιο πιθανό, οι λόγοι και οι ερωτήσεις αυτές αναφέρονταν στην αποστολή, την οποία ο Ιησούς διεκδικούσε (L). Ελπίζοντας συγχρόνως ότι για υποστήριξη των μεσσιακών του αξιώσεων θα αναγκαζόταν ο Ιησούς να τελέσει και κάποιο θαύμα (ο).
(2) «Επειδή τον ήξερε ότι ήθελε να δει θαύμα όχι για ωφέλεια, αλλά για τέρψη, και θαύμα που δεν πίστευε ότι προέρχεται από θεία δύναμη αλλά από απλή ψεύτικη θαυματοποιΐα» (Ζ) δεν απάντησε τίποτα. «Διότι γιατί πρέπει να απαντήσει σε αυτόν που δε ρωτά για να μάθει. Και γιατί πρέπει να βάλει τα μαργαριτάρια μπροστά στους χοίρους; Μάλλον λοιπόν δείγμα φιλανθρωπίας είναι το να τηρεί σιγή κανείς σε τέτοιους ανθρώπους. Διότι ο λόγος που ειπώθηκε για να μην έχει καμία ωφέλεια, είναι επιπλέον και πρόξενος μεγαλύτερης καταδίκης για αυτούς που δεν τον πρόσεξαν» (Θφ).
«Άλλωστε ούτε ήταν καιρός διδασκαλίας, ούτε ήταν πρέπον να δειχτεί η δύναμη των θαυμάτων σε αυτόν που ήθελε να δει θεαματικά πράγματα περισσότερο, παρά να δει θεϊκά θαύματα δύναμης» (Σχ.). Ο Ηρώδης θεωρούσε τον Ιησού ως ένα θέαμα αξιοπερίεργο, τέτοια όμως περιέργεια ασφαλώς δεν θα ικανοποιούνταν από τον Κύριο, όπως και η αίτηση εκείνων οι οποίοι ζητούσαν σημάδια από τον ουρανό (Λουκ. ια 29) (p).
Ο πτωχότατος ζητιάνος, ο οποίος ζήτησε θαύμα για ικανοποίηση της ανάγκης του, δεν συνάντησε άρνηση από τον Ιησού. Αλλά ο αλαζόνας αυτός βασιλιάς, ο οποίος για ικανοποίηση της περιέργειάς του ζητούσε το θαύμα, δεν εισακούστηκε. Μπορούσε προ πολλού χρόνου να δει το Χριστό και τα θαυμαστά έργα του στη Γαλιλαία, αλλά δεν θέλησε.
Για αυτό και δίκαια θα λεγόταν και για αυτόν τώρα: θα θελήσετε να δείτε αυτά και δεν θα τα δείτε. Κρύφτηκαν από τα μάτια του, διότι δεν γνώρισε την ημέρα της επίσκεψής του. Ο Ηρώδης θα νόμισε, ότι, εφόσον είχε μπροστά του δέσμιο τον Ιησού, θα μπορούσε να τον διατάξει, να ενεργήσει κάποιο θαύμα μπροστά του. Αλλά τα θαύματα δεν είναι δυνατόν να γίνονται κατά παραγγελία της ιδιοτροπίας των ανθρώπων, ούτε η παντοδυναμία του Θεού είναι δυνατόν να υποταχθεί στα κελεύσματα των ισχυρών της γης, οι οποίοι είναι σαν παιχνίδια μπροστά της.
Λουκ. 23,10 εἱστήκεισαν δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς εὐτόνως(1) κατηγοροῦντες αὐτοῦ.
Λουκ. 23,10 Εκεί δε κοντά εστέκοντο οι γραμματείς και οι αρχιερείς και τον κατηγορούσαν με ζωηρόν τόνον και επιμονήν.
(1) Η λέξη εύτονος από το ευ και τείνω σημαίνει πρώτον αυτό που έχει καλά τεντωθεί· το αντίθετο δηλαδή του άτονος, χαλαρωμένος· ως εύτονα σώματα ονομάζει ο Ιπποκράτης τα ισχυρά. Από αυτό λοιπόν το εύτονος κατέληξε να είναι ίσο με το ισχυρός. Ευτόνως=ισχυρά, έντονα (δ).
Λουκ. 23,11 ἐξουθενήσας(1) δὲ αὐτὸν ὁ Ἡρῴδης σὺν τοῖς στρατεύμασιν αὐτοῦ(2) καὶ ἐμπαίξας(3), περιβαλὼν αὐτὸν ἐσθῆτα λαμπρὰν(4) ἀνέπεμψεν αὐτὸν τῷ Πιλάτῳ.
Λουκ. 23,11 Ο Ηρώδης όμως, αφού τον εξηυτέλισε μαζί με τα στρατεύματά του και τον ενέπαιξε, του εφόρεσε, δια να τον ειρωνευθή και τον γελοιοποιήση, μίαν λαμπράν στολήν, και τον παρέπεμψε πάλιν στον Πιλάτον.
(1) Οι μετοχές εξασθενήσας και εμπαίξας μπαίνουν στην αρχή των προτάσεών τους με έμφαση (p). Ο Ηρώδης αφού πληγώθηκε και ταπεινώθηκε από τη σιγή του Ιησού, εκδικήθηκε με αυτήν την περιφρόνηση (g). Η περιφρόνηση αυτή παρουσιάζεται εδώ επισημότερη, επειδή προέρχεται άμεσα από τον ηγεμόνα (L) και δεν οφείλεται στην πρωτοβουλία των δούλων ή των στρατιωτών.
(2) Πιθανώς πρόκειται για τιμητική φρουρά (p), για τη σωματοφυλακή του Ηρώδη, στην οποία επιτρεπόταν να συνοδεύει αυτόν στην πρωτεύουσα (g).
(3) Άρμοζε σε αυτόν που αποκεφάλισε τον Βαπτιστή να εξευτελίσει και να εμπαίξει και τον Ιησού (p). «Μαρτυρεί όμως με αυτά που χλευάζει, ότι τίποτα άδικο δεν έπραξε ο Χριστός· διότι δεν θα έπρεπε στολή λαμπρή σε αυτόν που έπραξε ή είπε κάτι κακό» (Σχ.).
(4) Δεν είναι ταυτόσημο με το λευκή. Το επίθετο δε δηλώνει το χρώμα της στολής, αλλά την πολυτέλειά της (p). Ένδυμα παρόμοιο με εκείνο το οποίο έφεραν οι Ιουδαίοι βασιλιάδες και οι ανώτεροι Ρωμαίοι στις επίσημες περιστάσεις. Αποτελούσε αυτό παρωδία και διακωμώδηση των βασιλικών αξιώσεων του Ιησού, συγχρόνως όμως έμμεση διακήρυξη της αθωότητάς του, τουλάχιστον από άποψη πολιτική (g).
Ο Ηρώδης φαίνεται να είχε σκοπό, να δηλώσει περιφρονητικά, ότι κανείς φόβος δεν υπήρχε από έναν τέτοιο βασιλιά. Στην πραγματικότητα όμως τίμησε χωρίς να το καταλαβαίνει και να το θέλει τον Ιησού με τη στολή αυτή όπως και ο Πιλάτος ύστερα με την επιγραφή πάνω στο σταυρό (b).
Λουκ. 23,12 ἐγένοντο δὲ φίλοι(1) ὅ τε Ἡρῴδης καὶ ὁ Πιλᾶτος ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ μετ᾿ ἀλλήλων(2)· προϋπῆρχον γὰρ ἐν ἔχθρᾳ(3) ὄντες πρὸς ἑαυτούς.
Λουκ. 23,12 Έγιναν δε εξ αφορμής του γεγονότος αυτού φίλοι μεταξύ των ο Ηρώδης και ο Πιλάτος κατά την ημέραν αυτήν. Διότι προηγούμενος ευρίσκοντο εις έχθραν μεταξύ των.
(1) Παρόλο που ο Πιλάτος απέτυχε στην απόπειρα τού να μεταβιβάσει την ευθύνη της υπόθεσης του Ιησού στον Ηρώδη, όμως πέτυχε κάτι (p).
«Διότι το ότι έστειλε ο Πιλάτος προς τον Ηρώδη, αυτόν που ανήκε στη δικαιοδοσία εκείνου, φάνηκε ως αρχή φιλίας, μιας και δεν σφετερίζεται ο Πιλάτος τα προνόμια του Ηρώδη. Αλλά πρόσεξε που ο διάβολος παντού συγκεντρώνει και τους χωρισμένους, με μόνο σκοπό να ετοιμάσει το θάνατο για το Χριστό και δημιουργεί μία σύμπνοια και συμφιλιώνει και τους εχθρούς» (Θφ). Ο ιουδαϊσμός και ο εθνισμός συνασπίστηκαν κατά το χρόνο της γέννησης του Χριστιανισμού (b).
(2) «Αντί να πει μεταξύ τους» (Ζ).
(3) Αιτία της έχθρας μπορούσε να υπήρξε κάποια αμφισβήτηση για ζήτημα δικαιοδοσίας (p).
Λουκ. 23,13 Πιλᾶτος δὲ συγκαλεσάμενος τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντας(1) καὶ τὸν λαὸν(2)
Λουκ. 23,13 Ο Πιλάτος δε, αφού εκάλεσε μαζί τους αρχιερείς και τους άρχοντας και τον λαόν,
(1) Εκτός από τους αρχιερείς στο συνέδριο παρακάθονταν και οι άρχοντες (g), οι προύχοντες και πρεσβύτεροι του λαού. Ο λαός βρισκόταν συγκεντρωμένος στην πλατεία γύρω από τους αρχηγούς του (g).
(2) Ήλπιζε ο Πιλάτος ότι θα έβρισκε το λαό ευνοϊκότερα διατεθειμένο και ότι μέσω αυτού θα επιδρούσε και στους άρχοντές του (p). Εφόσον ο Πιλάτος είχε πειστεί για την αθωότητα του Ιησού, όφειλε αμέσως να απολύσει αυτόν και όχι μόνο τούτο, αλλά και να προστατεύσει αυτόν κατά της μανίας των αρχιερέων και του όχλου. Κανένα λόγο δεν είχε να συγκαλέσει κοντά του τους αρχιερείς και το λαό, αλλά ήταν υποχρεωμένος να διαλύσει αυτούς ως ταραχοποιό σύναξη, μη επιτρέποντας ούτε να πλησιάσουν καν αυτόν.
Αλλά ο Πιλάτος ήταν ιδιοτελής ηγεμόνας. Και εφόσον καμία ιδιαίτερη εύνοια δεν συνέδεε αυτόν με τον Ιησού, ζήτησε να εξασφαλίσει το δικό του συμφέρον, το οποίο του υπαγόρευε να μην πράξει κάτι για το οποίο είτε θα μπορούσε να κατηγορηθεί στον Καίσαρα, ότι απολύει κάποιον κακοποιό και στασιαστή, είτε θα δυσαρεστούσε τα πλήθη. Αρχίζει λοιπόν τις διαπραγματεύσεις με τους κατηγόρους καταρρίπτοντας έτσι το κύρος του.
Λουκ. 23,14 εἶπε πρὸς αὐτούς· προσηνέγκατέ μοι τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὡς ἀποστρέφοντα(1) τὸν λαόν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἐνώπιον ὑμῶν(2) ἀνακρίνας(3) οὐδὲν εὗρον(4) ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ αἴτιον(5) ὧν κατηγορεῖτε(6) κατ᾿ αὐτοῦ.
Λουκ. 23,14 είπε προς αυτούς• “μου εφέρατε τον άνθρωπος αυτόν να τον δικάσω, διότι τάχα εξεγείρει τον λαό. Και ιδού εγώ τον ανέκρινα ενώπιον σας και δεν ευρήκα στον άνθρωπον αυτός καμιάν παράβασιν και ενοχήν, εις όσα τον κατηγορείτε.
(1) Αποπλανά το λαό από την υποταγή και νομιμοφροσύνη. Συγκεντρώνει τις τρεις κατηγορίες που διατυπώθηκαν στο στίχο 2 σε μία (p).
(2) Και το εγώ και το ἐνώπιον ὑμῶν μπαίνουν μπροστά με έμφαση. Μπροστά σας, ώστε αντιληφθήκατε, ότι η υπόθεση εξετάστηκε με επιμελή προσοχή (b). Το εγώ λέγεται σε αναφορά με το «αλλά ούτε ο Ηρώδης» του στίχου 15 (δ).
(3) Το ρήμα με έννοια δικαστική για δικαστική έρευνα και εξέταση χρησιμοποιείται από μόνο τον Λουκά στην Κ.Δ. Δες Πράξ. δ 9,ιβ 19,κδ 8,κη 18 (p).
(4) Σε ολοφάνερη αντίθεση με το «εύρομεν» που είπαν οι Ιουδαίοι στο στίχο 2 (p).
(5) Ή το αίτιο=αιτία· καμία δε βρήκα κατηγορία ή ενοχή, από όσες τον κατηγορείτε (p). Ή τίποτα το ένοχο, το αξιοκατάκριτο δε βρήκα στον άνθρωπο αυτόν από όσα κατηγορείτε εναντίον του (δ).
(6) Δηλαδή ότι είναι επαναστάτης και παρακινεί σε στάση το λαό (ο).
Λουκ. 23,15 ἀλλ᾿ οὐδὲ Ἡρῴδης(1)· ἀνέπεμψα γὰρ ὑμᾶς πρὸς αὐτόν(2)· καὶ ἰδοὺ οὐδὲν ἄξιον θανάτου ἐστὶ πεπραγμένον αὐτῷ(3).
Λουκ. 23,15 Αλλά ούτε και ο Ηρώδης δεν τον ευρήκε ένοχον• διότι εγώ έστειλα και σας μαζί με τον άνθρωπον αυτόν προς τον Ηρώδην και ιδού, ότι τίποτε το άξιον θανάτου δεν έχει διαπραχθή από αυτόν.
(1) Βρήκε κάτι αίτιο, ένοχο θανάτου (δ).
(2) Υπάρχει και η γραφή των αλεξανδρινών χειρογράφων «ανέπεμψε γαρ αυτόν προς ημας»=μάς τον επέστρεψε χωρίς να τον καταδικάσει. Η γραφή του κειμένου=σας απέστειλα μαζί με αυτόν προς τον Ηρώδη, ώστε μόνοι σας να διατυπώσετε τις εναντίον του κατηγορίες και να γίνετε αυτήκοοι της κρίσης του Ηρώδη (δ).
(3) Λιγότερο πιθανώς· Και να, δεν του έχει κάνει τίποτα ο Ηρώδης, το οποίο να δείχνει, ότι τον κατέκρινε ως άξιο θανάτου.
Πιο σωστά: Και να, που και κατά την κρίση εμού και κατά την κρίση του Ηρώδη τίποτα δεν έχει πραχτεί από αυτόν, τον Ιησού, άξιο θανάτου (g).
«Ούτε εγώ, λέει ο Πιλάτος, ούτε ο βασιλιάς Ηρώδης βρήκαμε κάτι ένοχο σε αυτόν. Τι θα πουν σχετικά με αυτά οι Ιουδαίοι; Οι ίδιοι οι κριτές μαρτυρούν, ότι είναι αναίτιος ο άνθρωπος· εσείς οι κατήγοροι κανέναν μάρτυρα δεν φέρατε· ποιους πρέπει να πιστεύουμε; Πω πω! Πως νικά η αλήθεια! Σιωπά ο Ιησούς και μαρτυρούν υπέρ αυτού οι εχθροί· φωνάζουν οι Ιουδαίοι και κανείς δεν επιβεβαιώνει τις φωνές» (Θφ).
Λουκ. 23,16 παιδεύσας(1) οὖν αὐτὸν ἀπολύσω(2).
Λουκ. 23,16 Λοιπόν, αφού τον βασανίσω θα τον απολύσω”.
(1) «Παίδευση λέει εδώ τη… μαστίγωση για καταπράυνση και καταστολή του θυμού τους, ώστε, αφού θεωρήσουν ότι τον νίκησαν να παύσουν την περαιτέρω μανία» (Ζ). Το παιδεύσας λέγεται σύμφωνα με το γραμματικό σχήμα που ονομάζεται Μείωση (b). Μεταχειρίζεται ελαφρά λέξη, για να εκφράσει τη δεινή φραγγέλωση που θα επιβληθεί όχι ως τιμωρία, αλλά ως ποινή που θα προειδοποιεί αυτόν, για να είναι προσεκτικότερος στο μέλλον (p).
(2) «Ήταν ένας άνθρωπος μαλακός (άτολμος) ο Πιλάτος και ελάχιστα εναντιωνόταν υπέρ της αλήθειας. Διότι φοβήθηκε τη συκοφαντία, μήπως κατηγορηθεί ότι τάχα απέλυσε τον αντάρτη» (Θφ).
Χωρίς λόγο αποφασίζει να επιβάλλει ποινή σε αυτόν. Και μάλιστα ποινή όπως αυτή της φραγγέλωσης, η οποία ενίοτε επέφερε και το θάνατο. Η πρώτη του αυτή υποχώρηση προδίδει την ασθένειά του και τον παραδίδει εκ των προτέρων στη θέληση των αντιπάλων του, οι οποίοι είναι περισσότερο αποφασιστικοί από αυτόν (g).
Ως δικαστής όφειλε να μείνει σταθερός και να εφαρμόσει το νόμο, ο οποίος απαιτούσε εξίσου και ο αθώος να προστατεύεται και ο ένοχος να μην διαφεύγει ατιμώρητος (ο). Ήταν εξίσου άδικο να μαστιγώσει τον Ιησού με φραγγέλιο, όσο και το να σταυρώσει αυτόν. Ούτε μπορούσε να δικαιολογηθεί ο Πιλάτος από το ότι προέβαινε στη φραγγέλωση, για να ικανοποιήσει τον όχλο. Ο δικαστής οφείλει να κρίνει κατά το δίκαιο και να αποδίδει δικαιοσύνη, αδιαφορώντας για αυτά που θα συμβούν.
Λουκ. 23,17 ἀνάγκην(1) δὲ εἶχεν(2) ἀπολύειν αὐτοῖς κατὰ ἑορτὴν ἕνα(3).
Λουκ. 23,17 Είχε δε υποχρέωσιν ο Πιλάτος, από κάποιο έθιμον, να απελευθερώνη χάριν του λαού κατά την εορτήν του Πάσχα ένα κρατούμενον.
(1) Αρκετοί από τους μεγαλογράμματους κώδικες και κάποιες μεταφράσεις αποσιωπούν τελείως το στίχο. Η φράση «ἀνάγκην εἶχεν» ανήκει στο ιδίωμα του Λουκά. Επιπλέον και το ότι και ο στίχος 17 και ο στίχος 18 αρχίζουν με το ΑΝ μπορούσε να δημιουργήσει λάθος στο μάτι του αντιγραφέα.
(2) Ανάγκην είχε= υποχρεωνόταν σύμφωνα με τη συνήθεια (δ). Το έθιμο να απολύεται κατά το Πάσχα ένας από τους εγκληματίες με την μακρά και αμετάβλητη τήρησή του είχε αποβεί σταθερή και αναγκαία συνήθεια, που δεν μπορούσε να αθετηθεί (ο).
(3) (Δες Ματθ. κζ 15). Και το ότι θα απέλυε τον Ιησού κατά το έθος αυτό, αποτελούσε σοβαρή παραβίαση του δικαίου. Ο Χριστός θα απολυόταν ως κακοποιός, στον οποίο απονεμόταν χάρη, το οποίο για τον αναμάρτητο θα αποτελούσε στιγματισμό βαρύτατο.
Λουκ. 23,18 ἀνέκραξαν(1) δὲ παμπληθεὶ(2) λέγοντες· αἶρε τοῦτον(3), ἀπόλυσον δὲ ἡμῖν Βαραββᾶν(4)·
Λουκ. 23,18 Εφώναξαν δε δυνατά όλον το πλήθος μαζί, άρχοντες και λαός, λέγοντες• “φόνευσε αυτόν, να μας αφήσης ελεύθερον τον Βαραββάν”.
(1) Υπάρχει και η γραφή ανέκραγον. Η σύνδεση με τα παραπάνω. Εάν μεν ο σ. 17 είναι αυθεντικός συνδέεται αυτός με το απολύσω του σ. 16 = θα τον απολύσω, αφού άλλωστε είμαι υποχρεωμένος από το έθιμο να σάς απολύσω έναν κατά την εορτή. Φώναξαν όμως όλο το πλήθος… Εάν ο σ. 17 δεν είναι αυθεντικός το αίτημα του λαού «απόλυσε σε μας τον Βαραββά» συνδέεται άμεσα με το απολύσω του σ. 16 (g).
(2) Λέγεται μία φορά=από όλο το πλήθος με μία φωνή (δ).
(3) Σήκωσέ αυτόν (από τη μέση), παράδωσέ τον σε θάνατο (δ).
(4) «Οι Ιουδαίοι που φρονούσαν και έπρατταν τα των ληστών και που έκαναν σπήλαιο ληστών τον οίκο του Θεού και για αυτό διώχτηκαν από αυτόν από τον Ιησού, για μεν το ληστή Βαραββά φώναζαν· απόλυσε σε μας τον Βαραββά· ενώ για τον σωτήρα της οικουμένης· σταύρωσε, σταύρωσε αυτόν. Για αυτό ακριβώς μέχρι σήμερα οι Ιουδαίοι, τον Ιησού μεν δεν τον έχουν… έχουν όμως μαζί τους τον ληστή Βαραββά από τα πνεύματα της πονηρίας, τον οποίο τώρα κρατημένο και στη φυλακή βαλμένο αξίωσαν να απολυθεί εναντίον τους. Για αυτό εξουσιάζει στους άπιστους Ιουδαίους ο Βαραββάς ο ληστής» (Ω).
Λουκ. 23,19 ὅστις(1) ἦν διὰ στάσιν τινὰ γενομένην ἐν τῇ πόλει καὶ φόνον(2) βεβλημένος(3) εἰς τὴν φυλακήν.
Λουκ. 23,19 ο οποίος Βαραββάς είχε ριφθή εις την φυλακήν δια κάποιαν στάσιν, που έγινε εις την πόλιν και δια φόνον.
(1) Για τον Βαραββά μπορούσαν να πουν σε κάποιο βαθμό αλήθειας, ότι «αυτόν βρήκαμε ότι διαστρέφει το έθνος» (σ. 2). Όχι διότι αυτός προκάλεσε τη στάση, αλλά διότι σε αυτήν «όταν έγινε» είχε λάβει μέρος (p).
(2) Η κάπως απότομη προσθήκη της λέξης αυτής συνηγορεί μάλλον υπέρ του ότι το έγκλημα του φόνου δεν έγινε στη στάση, αλλά είχε διαπραχθεί από τον Βαραββά σε άλλη εποχή (p). Ο Βαραββάς λοιπόν κατηγορούνταν και για φόνο, δηλαδή για πράξη η οποία μεταξύ των ανθρώπων θεωρείται ως η λιγότερο από κάθε άλλη παρεκτροπή άξια συγγνώμης.
(3) Υπάρχει και η γραφή βληθείς· ἦν βληθείς είναι φράση σπάνια αλλά όχι ασυνήθιστη στην κοινή γλώσσα (L).
Λουκ. 23,20 πάλιν οὖν ὁ Πιλᾶτος προσεφώνησε(1), θέλων ἀπολῦσαι τὸν Ἰησοῦν.
Λουκ. 23,20 Πάλιν λοιπόν ο Πιλάτος ωμίλησε προς τον λαόν, διότι ήθελε να απολύση τον Ιησούν.
(1) Το περιεχόμενο της προσφώνησης αυτής του Πιλάτου δεν αναφέρεται, συμπεραίνεται όμως από την ακόλουθη φράση του στίχου. Ο Πιλάτος εμποδίστηκε να ολοκληρώσει τη σκέψη του αφού διακόπηκε από τις κραυγές του πλήθους (g). Υπάρχει και η γραφή προσεφώνησε αὐτοῖς.
Λουκ. 23,21 οἱ δὲ ἐπεφώνουν(1) λέγοντες· σταύρωσον σταύρωσον(2) αὐτόν(3).
Λουκ. 23,21 Αυτοί όμως εις απάντησιν εφώναζαν δυνατά λέγοντες• “σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν”.
(1) Έχει τη σημασία του κραυγάζω συνήθως σε απάντηση λόγου που προηγήθηκε, ο οποίος συνέβη είτε για επευφημία (Πράξ. ιβ 22) είτε για αποδοκιμασία (Πράξ. κβ 24) (L).
(2) Υπάρχει και η γραφή σταύρου σταύρου από το ενεργητικό σταυρόω (δ). Και κατά τα 4 ευαγγέλια οι φωνές του λαού που αναφέρονται στη σταύρωση του Κυρίου έγιναν, όταν ο Πιλάτος επρόκειτο να απολύσει τον Ιησού λόγω της γιορτής (p).
Δεν θέλουν απλώς να θανατωθεί, αλλά και ο θάνατός του να είναι άτιμος και σκληρός. Αυτό δηλώνει το «σταύρωσε, σταύρωσε αυτόν». Ο σταυρικός θάνατος ήταν η ποινή των αποβλήτων εθνικών, από την οποία απαλλάσσονταν οι ρωμαίοι πολίτες. Το σταύρωσε αυτόν λοιπόν σημαίνει θανάτωσέ τον με το σκληρότερο και χειρότερο των θανάτων· με το θάνατο, ο οποίος είναι συνδεδεμένος με την κατάρα· με τον θάνατο, ο οποίος θα αποκηρύξει αυτόν όχι απλώς και μόνο ως απόβλητο του Ισραήλ, αλλά ως απόβλητο και αυτών ακόμη των ειδωλολατρών.
(3) Ο άνθρωπος μπαίνει προ του διλήμματος ή να αρνηθεί τον εαυτό του ή να αρνηθεί το Χριστό· ή να απορρίψει τις δικές του αξιώσεις για το ότι ο ίδιος στον εαυτό του μπορεί να αποβεί σωτήρας ή να απορρίψει τις αξιώσεις του Χριστού· ή να σταυρώσει τη σάρκα του ή να σταυρώσει το Χριστό. Αυτός που προτιμά τον εαυτό του και τη σάρκα του, στο τέλος θα φωνάξει μαζί με τους Ιουδαίους «σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν».
Λουκ. 23,22 ὁ δὲ τρίτον εἶπε πρὸς αὐτούς· τί γὰρ(1) κακὸν ἐποίησεν οὗτος; οὐδὲν ἄξιον θανάτου(2) εὗρον ἐν αὐτῷ· παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω(3).
Λουκ. 23,22 Ο δε Πιλάτος δια τρίτην φοράν είπεν εις αυτούς• “διατί να τον σταυρώσω; Ποίον κακόν έπραξε αυτός; Τίποτε το άξιον θανάτου δεν εύρηκα εις αυτόν. Θα τον μαστιγώσω λοιπόν και θα τον απολύσω”.
(1) Η φράση «Τι γαρ…» βρίσκεται η ίδια και στους τρεις συνοπτικούς. Το γαρ σημαίνει: Αδύνατον να τον σταυρώσω, διότι τι κακό έκανε; (p). Ή: Να τον σταυρώσω; Διότι έκανε… ποιο κακό; (g). Η πρώτη εκδοχή πιο φυσική.
(2) Προηγουμένως είπε γενικά: κανένα αίτιο, χωρίς κάποιον περιορισμό (σ. 4,14). Στην αδυναμία του όμως ο Πιλάτος αφού κάμφθηκε αρχίζει να παραδέχεται: Καλά, ίσως μπορεί να είναι ένοχος σε κάτι· δεν είναι όμως και ένοχος θανάτου (p).
(3) Και πάλι προτείνει να υποβάλλει αυτόν στη φραγγέλωση. Ίσως λοιπόν εδώ πρέπει να τοποθετηθεί η σκηνή της φραγγέλωσης, όπως αφηγείται αυτήν ο Ιωάννης. Πριν ακόμη εκδοθεί η απόφαση του να σταυρωθεί παραδίδει τον Ιησού ο Πιλάτος στην τιμωρία αυτή ελπίζοντας, ότι όταν οι Ιουδαίοι θα έβλεπαν τον Ιησού ωχρό και αιμόφυρτο, θα κάμπτονταν αν όχι όλοι, τουλάχιστον οι μετριότεροι από αυτούς, και έτσι θα αποφευγόταν το δράμα της σταύρωσης (g).
Λουκ. 23,23 οἱ δὲ ἐπέκειντο φωναῖς μεγάλαις(1) αἰτούμενοι αὐτὸν σταυρωθῆναι, καὶ κατίσχυον αἱ φωναὶ αὐτῶν καὶ τῶν ἀρχιερέων(2).
Λουκ. 23,23 Αυτοί δε μαινόμενοι επέμεναν με μεγάλας φωνάς και εζητούσαν να σταυρωθή. Και αι φωναί αυτών και των αρχιερέων υπερίσχυαν και εσκέπαζαν τα λόγια του Πιλάτου.
(1) Επέμεναν με μεγάλες φωνές. Όσο περισσότερο η μανία του πλήθους συναντά υποχωρητικότητα και όχι πυγμή σιδηρά, τόσο βιαιότερη και περισσότερο ασυγκράτητη γίνεται.
(2) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν το «και των αρχιερέων». Λησμονώντας αυτοί και την κοινή ευπρέπεια, αναμίγνυαν και τις φωνές τους με τις κραυγές του όχλου (b).
Λουκ. 23,24 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐπέκρινε(1) γενέσθαι τὸ αἴτημα(2) αὐτῶν,
Λουκ. 23,24 Ο δε Πιλάτος απεφάσισε οριστικώς να γίνη το αίτημα των.
Λουκ. 23,25 ἀπέλυσε(3) δὲ αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν τὸν διὰ στάσιν καὶ φόνον βεβλημένον εἰς τὴν φυλακήν(4), ὃν ᾐτοῦντο, τὸν δὲ Ἰησοῦν παρέδωκε(5) τῷ θελήματι(6) αὐτῶν.
Λουκ. 23,25 Αφήκε δε προς χάριν αυτών ελεύθερον τον Βαραββάν, ο οποίος ήτο φυλακισμένος δια στάσιν και φόνον και του οποίου την απόλυσιν εζητούσαν εκείνοι, τον δε Ιησούν παρέδωκε, σύμφωνα με το θέλημά των, να σταυρωθή.
(1) Το επικρίνω λέγεται μία φορά=εκφέρω απόφαση, με την κρίση μου επιδοκιμάζω (Grimm)· τελεσίδικα έκρινε ο Πιλάτος (δ)· επικύρωσε την απόφασή τους· οι αρχιερείς είχαν εκδώσει προηγούμενη απόφαση (b).
(2) Όπως φαίνεται από τον ακόλουθο στίχο το αίτημα αυτό δεν ήταν μόνο η σταύρωση του Κυρίου, αλλά και η απόλυση του Βαραββά (L).
(3) Απέλυσε… παρέδωκεν. Η τραγική αυτή αντίθεση βρίσκεται και στους τρεις συνοπτικούς (p).
(4) Η αναφορά και πάλι του εγκλήματος του Βαραββά γίνεται, για να τονιστεί όχι μόνο το αμάρτημα του Πιλάτου, αλλά πολύ περισσότερο αυτό του λαού, ο οποίος ζητούσε την απόλυση του Βαραββά («τον οποίον ζητούσαν») (L).
(5) Παρέδωσε στο θέλημά τους. Με αυτό τονίζεται δυνατά η χαλαρότητα του κριτή, ο οποίος με την πράξη του αυτή παραβαίνει το καθήκον, το οποίο έχει να προστατεύει την αθωότητα (g).
(6) «Θέλημά τους ήταν το να σταυρωθεί» (Ζ).= Τους τον παρέδωσε να τον κάνουν ό,τι ήθελαν ή θα ήταν δυνατόν να θελήσουν (b).
Η οδός προς τον Γολγοθά
Λουκ. 23,26 Καὶ ὡς ἀπήγαγον(1) αὐτόν, ἐπιλαβόμενοι Σίμωνός τινος Κυρηναίου(2), ἐρχομένου ἀπ᾿ ἀγροῦ, ἐπέθηκαν αὐτῷ(3) τὸν σταυρὸν φέρειν ὀπίσω τοῦ Ἰησοῦ.
Λουκ. 23,26 Και όταν τον επήγαιναν προς τον Γολγοθάν, έπιασαν κάποιον Σίμωνα Κυρηναίον, που ήρχετο από το χωράφι, του εφόρτωσαν τον σταυρόν να τον φέρη πίσω από τον Ιησούν.
(1) Οι στρατιώτες κυρίως, διότι για αυτούς μιλά ο Λουκάς στο σ. 36 και 48 και αυτοί μπορούσαν και να αγγαρεύσουν το Σίμωνα (L). Είναι αξιοσημείωτο με πόση βιασύνη ενήργησαν οι εχθροί του Κυρίου, για να προλάβουν κάθε εκδήλωση εκ μέρους των φίλων του. Πολύ πρωί οδηγήθηκε ο Ιησούς μπροστά στο συνέδριο και έπειτα μπροστά στον Πιλάτο, μπροστά στον Ηρώδη και πάλι μπροστά στον Πιλάτο.
Επιπλέον φαίνεται να διεξήχθη μακροχρόνια πάλη ανάμεσα στον Πιλάτο, που επιχειρούσε να ελευθερώσει τον Ιησού, και στο λαό που αξίωνε το θάνατό του. Έπειτα φραγγελώθηκε ο Ιησούς και εμπαίχτηκε από τους στρατιώτες και έβαλαν στο κεφάλι του και το αγκάθινο στεφάνι. Και όλα αυτά συντελέστηκαν μέσα σε τέσσερεις ή το πολύ πέντε ώρες, διότι σταυρώθηκε μεταξύ της ενάτης πρωινής και της δωδεκάτης. Οι εχθροί του Ιησού πρόσεξαν πολύ, πώς να μη χάσουν ούτε λεπτό χρόνου.
(2) Κυρήνη ήταν η πρωτεύουσα της περιφέρειας (η σημερινή Τρίπολη), και φαίνεται αυτό πρώτον μεν από το όνομα Κυρηναϊκή, που αναφερόταν στην όλη χώρα, και έπειτα και από το Πράξ. β 10. Ο Σίμων αυτός πιθανώς να ήταν μέλος της συναγωγής των Κυρηναίων στην Ιερουσαλήμ (Πράξ. στ 9). Κάποιοι ταύτισαν αυτόν με τον Συμεών τον επικαλούμενο Νίγερ, ο οποίος αναφέρεται μαζί με τον Λούκιο τον Κυρηναίο (Πράξ. ιγ 1). Αλλά το όνομα Σίμων ή Συμεών ήταν πολύ συνηθισμένο και ο Λουκάς πιθανότατα θα έδινε τον ίδιο προσδιορισμό και το ίδιο όνομα (Σίμων αντί Συμεών, Κυρηναίος αντί Νίγερ) και στα δύο βιβλία, εάν επρόκειτο για το ίδιο πρόσωπο (p).
(3) «Στον Σίμωνα τον Κυρηναίο, λέει, φόρτωσαν το σταυρό του. Άλλος όμως από τους αγίους ευαγγελιστές είπε, ότι και ο ίδιος ο Ιησούς βάσταξε τον σταυρό. Και είναι οπωσδήποτε αλήθεια και αυτό και εκείνο. Γιατί φορτώθηκε βέβαια ο Σωτήρας το σταυρό, ίσως όμως στη μέση του δρόμου συνάντησαν τον Κυρηναίο, τον οποίο κράτησαν και φόρτωσαν τον σταυρό σε αυτόν» (Κ).
Λουκ. 23,27 ἠκολούθει δὲ αὐτῷ πολὺ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ γυναικῶν(1) αἳ καὶ ἐκόπτοντο καὶ ἐθρήνουν(2) αὐτόν.
Λουκ. 23,27 Τον ακολουθούσε δε πολύ πλήθος λαού και γυναικών, αι οποίαι εκτυπούσαν το στήθος και την κεφαλήν των και εθρηνούσαν δι’ αυτόν.
(1) Οι γυναίκες αυτές πιθανότατα δεν είναι εκείνες, οι οποίες διακόνησαν αυτόν από τα υπάρχοντά τους (Λουκ. η 1-3), αλλά γυναίκες της Ιερουσαλήμ που έδειχναν συμπάθεια για το σκληρό πάθημά του. Είναι αξιοσημείωτο ότι στα ευαγγέλια δεν αναφέρεται κάποια περίπτωση γυναίκας που να είχε εχθρική διάθεση ή να εκδηλώθηκε με δυσμένεια εναντίον του Ιησού (p).
«Ακολουθούσαν κλαίγοντας οι γυναίκες… Γιατί το γυναικείο γένος ρέπει πάντοτε προς τα δάκρυα και έχει το νου τους ευαίσθητο προς ευσπλαχνία» (Κ).
«Θρηνούν φανερώνοντας τη συμπάθειά τους και κλαίγοντας για την αδικία» (Θφ). Ο θάνατος του Χριστού μπορεί να κινεί τη συμπάθεια και σε ανθρώπους, οι οποίοι δεν τον πιστεύουν ως Θεό, ούτε τού είναι εκ βάθους ψυχής αφοσιωμένοι. Πολλοί τον έκλαψαν και τον κλαίνε, μολονότι δεν τον αγαπούν πάνω από όλα τα άλλα πάνω στη γη.
(2) Το κόπτομαι αναφέρεται κυρίως στις κινήσεις των χεριών, ενώ το θρηνώ αναφέρεται στα κλάματα των ματιών και στο θλιβερό τόνο της φωνής (b).
Λουκ. 23,28 στραφεὶς(1) δὲ πρὸς αὐτὰς ὁ Ἰησοῦς εἶπε(2)· θυγατέρες Ἱερουσαλήμ(3), μὴ κλαίετε ἐπ᾿ ἐμέ, πλὴν ἐφ᾿ ἑαυτὰς κλαίετε(4) καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν(5).
Λουκ. 23,28 Ο δε Ιησούς αφού εγύρισε προς αυτάς είπε• “θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε δι' εμέ, αλλά κλαίετε δια τον εαυτόν σας και τα τέκνα σας.
(1) Αφού ακολουθούσαν, στράφηκε. Θα ήταν όμως πολύ δύσκολο να στραφεί, εάν εξακολουθούσε να βαστάζει το σταυρό (p).
(2) Τα ακόλουθα λόγια του Κυρίου μαρτυρούν, ότι και κατά την τρομερή αυτή στιγμή έχει λησμονήσει ολότελα τον εαυτό του, φροντίζοντας και ενδιαφερόμενος για τους άλλους (g).
(3) Θυγατέρες Ιερουσαλήμ=κάτοικοι της Ιερουσαλήμ. Δες Ησ. λζ 22, Σοφονίας γ 14, Ιερεμίας κστ (μστ) 19, Ιεζεκ. ιστ 46 (p).
(4) Πρέπει να σημειωθεί το σχήμα χιαστί («μην κλαίτε για μένα-κλαίτε για σας) στο οποίο γίνεται πολύ εμφατική αντίθεση ανάμεσα στο εμένα και στο εσάς. Το πάθημα το δικό του θα είναι σύντομο και θα γίνει οδός προς τη δόξα. Το δικό τους όμως θα είναι παρατεταμένο και θα καταλήξει σε ντροπή και όλεθρο. Ο Κύριος δεν κατηγορεί τη συμπάθεια και την εκδηλούμενη συγκίνηση των γυναικών αυτών, σαν να έκαναν αυτές τώρα κάτι κακό. Απλώς και μόνο εφιστά σε αυτές την προσοχή σε κάτι άλλο που απειλούσε και αυτές και τα παιδιά τους, για το οποίο υπήρχε πολύ μεγαλύτερος λόγος για να κλαίνε (p).
«Τις συμβουλεύει να βλέπουν τα μελλοντικά κακά και για εκείνα να θρηνούν» (Θφ). Το κλαίετε και το ακόλουθο ιδού (σ. 29) δηλώνουν, ότι η τιμωρία πλησίαζε και ήταν επί θύραις. Λέει σε αυτές το κλαίετε ο Ιησούς, ο οποίος πριν λίγες ημέρες έκλαυσε και αυτός για την πόλη και όχι για τον εαυτό του (b). Όταν πριν λίγες ώρες στο υπερώο, όπου έγινε ο μυστικός Δείπνος, θλίβονταν οι μαθητές για τον επικείμενο χωρισμό του Διδασκάλου, αυτός τους παρηγορούσε και τους βεβαίωνε, ότι πάλι θα έβλεπαν αυτόν και θα χαιρόταν η καρδιά τους (Ιω. ιστ 22).
Αλλά τώρα όταν οι κάτοικοι αυτές της Ιερουσαλήμ τον θρηνούν παρακινούμενες από συμπάθεια και από οίκτο μάλλον κοσμικό, ζητά να στρέψει προς άλλη κατεύθυνση τους θρήνους τους. Οι θυγατέρες και κάτοικοι Σιών, οι οποίες ομολογούν και εγκολπώνονται το Χριστό ως βασιλιά τους, χαίρονται και αγάλλονται για αυτόν, διότι έρχεται να σώσει αυτές. Αλλά οι θυγατέρες Ιερουσαλήμ οι οποίες κλαίνε για αυτόν, αλλά δεν τον εγκολπώθηκαν ως βασιλιά τους, ας θρηνούν και ας τρέμουν σκεπτόμενες, ότι μετά από λίγο έρχεται για να κρίνει αυτές. Μέσω των θρήνων αυτών υπάρχει κάποια ελπίδα να τον γνωρίσουν και ως βασιλιά τους, πριν ακόμη ξεσπάσει και πάνω στα κεφάλια τους η οργή του.
(5) Όταν με μάτι πίστεως ατενίζουμε στον εσταυρωμένο Χριστό, πρέπει να κλαίμε όχι για αυτόν, αλλά για τους εαυτούς μας και τα παιδιά μας. Δεν πρέπει να είναι η στάση μας απέναντι στο θάνατο του Χριστού, όπως και απέναντι στο θάνατο κάποιου κοινού προσώπου, στου οποίου τη δυστυχία και συμφορά δοκιμάζουμε συμπάθεια και οίκτο, ή όπως και απέναντι στο θάνατο κάποιου κοινού φίλου, για τον οποίο θα επιθυμούσαμε πολύ να ζει και να μην πεθάνει.
Ο θάνατος του Χριστού έχει κάτι το μοναδικά ιδιαίτερο, διότι υπήρξε η νίκη του και ο θρίαμβός του κατά των εχθρών του και η απολύτρωσή μας και η εξασφάλιση της αιώνιας ζωής για εμάς. Για αυτό λοιπόν δεν πρέπει να κλαίμε για αυτόν, αλλά για τις αμαρτίες μας και τις αμαρτίες των παιδιών μας, οι οποίες έγιναν οι αιτίες του θανάτου του. Να κλαίμε ακόμη από φόβο, μήπως υποστούμε τρομερά δεινά και τιμωρίες, εάν περιφρονήσουμε την αγάπη του και απορρίψουμε τη χάρη του, όπως οι Ιουδαίοι, οι οποίοι για αυτό οδηγήθηκαν στον όλεθρο.
Όπως όμως δεν πρέπει να κλαίμε το Χριστό, ο οποίος με το θάνατό του μπήκε στην αιώνια δόξα, έτσι δεν πρέπει να κλαίμε και τους συγγενείς και φίλους μας που πεθαίνουν εν Κυρίω και τελειώθηκαν με αγιότητα, διότι και αυτοί μπαίνουν στην αιώνια δόξα και χαρά. Ας κλαίμε μάλλον τους εαυτούς μας και τα παιδιά μας, διότι αφηνόμαστε πίσω τους σε ένα κόσμο γεμάτο από αμαρτίες και θλίψεις και παγίδες.
Λουκ. 23,29 ὅτι ἰδοὺ ἔρχονται ἡμέραι(1) ἐν αἷς ἐροῦσι· μακάριαι αἱ στεῖραι καὶ κοιλίαι αἳ οὐκ ἐγέννησαν(2), καὶ μαστοὶ οἳ οὐκ ἐθήλασαν.
Λουκ. 23,29 Διότι ιδού έρχονται ημέραι, κατά τας οποίας θα είπουν• καλότυχες είναι οι στείρες γυναίκες και αι κοιλίαι που δεν εγέννησαν και οι μαστοί που δεν εθήλασαν βρέφη.
(1) «Ημέρες λέει αυτές της πολιορκίας και άλωσης των Ιεροσολύμων» (Ζ).
(2) Κατά κανόνα στους Ιουδαίους οι στείρες και άτεκνες θεωρούνταν αξιοθρήνητες ή περιφρονημένες. Δες και Λουκ. α 25,36. Αλλά και κατά τους φοβερούς αυτούς χρόνους οι στείρες θα μακαρίζονται (p). «Θα μακαριστούν, λέει, από αυτές που γέννησαν, όσες δεν γέννησαν, επειδή δεν θα ακούνε ούτε θα βλέπουν τις ποικίλες σφαγές των παιδιών τους, όπως αυτές» (Ζ).
Ενώ συνήθως αυτές που δεν είχαν παιδιά ζήλευαν αυτές που είχαν, όπως η Ραχήλ φθονούσε την Λεία, τώρα αυτές που έχουν παιδιά, θα βρουν αυτά τέτοιο φορτίο κατά την ώρα της διαφυγής και τέτοια αιτία θλίψης, όταν θα βλέπουν αυτά να λιποθυμούν και να πεθαίνουν από πείνα ή να σφάζονται με μαχαίρι, ώστε θα μακαρίζουν αυτές που δεν έχουν παιδιά.
Λουκ. 23,30 τότε ἄρξονται(1) λέγειν(2) τοῖς ὄρεσι, πέσετε ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ τοῖς βουνοῖς, καλύψατε ἡμᾶς(3)·
Λουκ. 23,30 Τότε θ' αρχίσουν να λέγουν εις τα όρη• πέσατε επάνω μας• και εις τα βουνά• σκεπάσατέ μας με το βάρος σας, δια να αποθάνωμεν μίαν ώραν ενωρίτερα.
(1) Ο πληθυσμός γενικά και όχι μόνο οι γυναίκες (p).
(2) Τα ακόλουθα λόγια θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως παράθεση από το Ωσηέ ι 8 («και θα πουν στα όρη· καλύψτε μας, και στα βουνά· πέστε πάνω μας»). Αλλά γιατί ο Κύριος δεν θα χρησιμοποιούσε ασχέτως με τα λόγια του Ωσηέ την εικόνα αυτή, η οποία ίσως κυκλοφορούσε και ως παροιμία στο λαό και η οποία άλλωστε ξαναβρίσκεται και στο Αποκάλυψη στ 16; (L). «Θα αρχίσουν να τα λένε αυτά οι Ιουδαίοι, επειδή δεν θα αντέχουν τα αξεπέραστα δεινά και από την πολιορκία των Ρωμαίων και από την αρρώστια και από την εμφύλια σύρραξη» (Ζ).
(3) Η εκφραζόμενη ευχή είναι να πέσουν τα όρη και τα βουνά πάνω τους όχι για να τους κρύψουν και να τους προστατέψουν, αλλά για να τους φονεύσουν. Ο θάνατος θα είναι προτιμότερος από αυτόν τον τρόμο και την αθλιότητα εκείνη (p).
Συχνά άνθρωποι θάφτηκαν ζωντανοί από όρη και καταπτώσεις όγκων χώματος. Θάνατος φοβερός και που προκαλεί τον αποτροπιασμό. Πόσο φοβερές λοιπόν θα είναι οι ημέρες εκείνες, όταν για αποφυγή αυτών επιθυμείται ως κάτι ευκταίο και επιθυμητό ο αποτρόπαιος αυτός θάνατος! (b). Όσοι δεν προσφεύγουν στο Χριστό και δεν έχουν αυτόν ως καταφύγιο, μάταια θα επικαλούνται τα όρη να πέσουν πάνω τους και να τους καταπλακώσουν για διαφυγή από την οργή του.
Λουκ. 23,31 ὅτι(1) εἰ ἐν τῷ ὑγρῷ ξύλῳ ταῦτα ποιοῦσιν, ἐν τῷ ξηρῷ τί γένηται(2);
Λουκ. 23,31 Διότι εάν στο χλωρόν δένδρον κάνουν αυτά οι Ρωμαίοι, στο ξηρόν τι θα συμβή;
(1) Αιτιολογικό. Αυτά τα τρομερά γεγονότα θα επέλθουν διότι… (p).
(2) Επιχείρημα από την ισχυρότερη έννοια. Παρόμοια η σημασία και στο Παροιμ. ια 31 και Α΄ Πέτρ. δ 17,18. Η εφαρμογή του λόγου αυτού έγινε με διάφορους τρόπους και με πολλές σημασίες. Έτσι μπορεί να θεωρηθεί με την εξής έννοια: Εάν οι Ρωμαίοι μεταχειρίζονται έτσι εμένα, τον οποίο βρήκαν αθώο, πώς θα μεταχειριστούν εκείνους, οι οποίοι θα είναι αποστάτες και ένοχοι; (p).
Ή, όταν η δικαιοσύνη του Θεού φαίνεται κατά κρίση μυστηριώδη και ακατανόητη στους πολλούς να πλήττει έναν αθώο, πώς θα μεταχειριστεί τους ένοχους; Κυρίως η εικόνα παρουσιάζει πρόσωπο, το οποίο έχει τη διάθεση όχι απλώς να κάψει αδιάκριτα (όπως στο Ιεζεκιήλ κ 47), αλλά να φέρει σε πέρας την απόφασή του, να ανάψει φωτιά αρχίζοντας και από αυτά τα χλωρά ξύλα (L).
Αξιολογότατη και κάθε προσοχής άξια και η επόμενη ερμηνεία: «Δέντρο χλωρό λέει τον εαυτό του λόγω της θείας ζωής που υπάρχει μέσα στο σώμα του που είναι αμάραντη και ακατάλυτη και επειδή αυτό το δέντρο είναι πολύκαρπο και ευθαλές… Αυτό που λέει λοιπόν, τέτοια σημασία έχει» (Σχ).
Εάν εκείνος, ο οποίος δεν γνώρισε αμαρτία, υποφέρει έτσι, πόσο μάλλον θα υποφέρει ο πονηρός και αμαρτωλός; Τα παθήματα του Κυρίου λένε σε μας: Μάθε τι είναι η αμαρτία βλέποντας τον αναμάρτητο να πάσχει για αυτήν. Εάν το χλωρό δέντρο κατακάηκε με τέτοιο τρόπο στο Γολγοθά, πόσο μάλλον θα κατακαεί το ξηρό δέντρο; «Εάν σε εμένα, που έχω θεία ζωή, κάνουν αυτά οι Ρωμαίοι παρακινημένοι από τους Ιουδαίους, σε εσάς, που έχετε κτήμα σας τη νέκρωση από την αμαρτία, τι θα γίνει από αυτούς; (Ζ).
«Διότι, εάν μεν είχατε κάποια ζωτική ενέργεια του αγαθού, ίσως λοιπόν να μπορούσατε να αξιωθείτε κάποιας λύπης μέτριας βεβαίως· τώρα όμως θα παραδοθείτε σε καύση και σε καταστροφή σαν ξερό δέντρο» (Θφ).
«Διότι θα κατακάψουν τον Ισραήλ, δηλαδή θα εισπράξουν τις καταδίκες για τη δυσσέβειά τους προς το Χριστό» (Κ). Όταν λαμβάνουμε υπ’ όψη τα σκληρά παθήματα του Κυρίου μας Ιησού, πρέπει να στεκόμαστε έμφοβοι μπροστά στη δικαιοσύνη του Θεού και να τρέμουμε μπροστά της. Οι μεγαλύτεροι των αγίων συγκρινόμενοι με το Χριστό είναι δέντρα ξηρά. Εάν αυτός υπέφερε, πώς είναι δυνατόν να μην υποφέρουν και αυτοί; Αλλά και ποια σε αυτήν την περίπτωση θα είναι η καταδίκη των αμαρτωλών;
Λουκ. 23,32 Ἤγοντο δὲ καὶ ἕτεροι δύο κακοῦργοι(1) σὺν αὐτῷ ἀναιρεθῆναι.
Λουκ. 23,32 Ωδηγούντο δε στον τόπον της σταυρώσεως και άλλοι δύο, οι οποίοι ήσαν κακούργοι, δια να θανατωθούν μαζί με αυτόν.
(1) Υπάρχει και η γραφή έτεροι κακούργοι δύο. Ήταν αυτοί ληστές. Δες Ματθ. κζ 38,44· Μάρκ. ιε 27. Η ιεραρχία των Ιουδαίων ίσως συντέλεσε να συσταυρωθούν μαζί με τον Ιησού για να εμφανίζεται έτσι, ότι παρόμοιο υπήρξε και το έγκλημα αυτού (p). Οι δύο αυτοί κακοποιοί ήταν πιθανώς σύντροφοι του Βαραββά (g). «Επειδή ήθελε ο διάβολος να κατασκευάσει κακή ιδέα για τον Κύριο, έκανε να συσταυρωθούν με αυτόν ληστές. Αλλά… αυτό έγινε μάλλον για μεγαλύτερη δόξα του Κυρίου. Διότι των μεν ληστών οι σταυροί ούτε που αναζητήθηκαν, ενώ από το σταυρό αυτού όλος ο κόσμος έχει κρεμαστεί. Και φαίνεται ολοφάνερα από εδώ, ότι ο Κύριος δεν είναι παράνομος, όπως οι ληστές, αλλά αρχηγός κάθε δικαιοσύνης» (Θφ).
Η σταύρωση (κγ 33-38)
Η αφήγηση του Λουκά είναι κατ’ ουσίαν η ίδια με αυτές στα Ματθ. κζ 33-44 και Μάρκ. ιε 22-32 (δες τις εκεί σημειώσεις). Έχει παρόλ’ αυτά και ιδιαίτερα ανεξάρτητα τελείως χαρακτηριστικά (p). Έτσι από τους επτά λόγους, τους οποίους ο Κύριος είπε στο σταυρό, οι τρεις αναφέρονται από μόνο τον Λουκά και αποκλειστικά από αυτόν (g).
Λουκ. 23,33 Καὶ ὅτε ἀπῆλθον ἐπὶ τὸν τόπον τὸν καλούμενον Κρανίον(1), ἐκεῖ ἐσταύρωσαν(2) αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν δὲ ἐξ ἀριστερῶν.
Λουκ. 23,33 Και όταν έφθασαν εις τόπον, που ελέγετο Κρανίον, εκεί εσταύρωσαν αυτόν και τους δύο κακούργους, ένα εις τα δεξιά και ένα εις τα αριστερά.
(1) Ο Λουκάς αποσιωπά το εβραϊκό όνομα Γολγοθά, διότι αυτό θα ήταν χωρίς κάποια σημασία στους Έλληνες αναγνώστες, όπως ήδη παρέλειψε και τα ονόματα Γεθσημανή και Γαββαθά (p).
(2) Οι σταυρωμένοι ζούσαν συνήθως δώδεκα ώρες, και μερικές φορές και μέχρι τη δεύτερη ή και την τρίτη ημέρα. Ο πυρετός, ο οποίος εκδηλωνόταν μετά από λίγο, έφερνε φλογερή δίψα. Η ολοένα αυξανόμενη φλόγωση των πληγών της ράχης, των χεριών και των ποδιών, η συμφόρηση του αίματος στο κεφάλι, στους πνεύμονες και στην καρδιά, η διόγκωση όλων των φλεβών, μία πίεση ισχυρή και απερίγραπτη, πόνοι του κεφαλιού ανυπόφοροι, η ακαμψία των μελών που προξενούνταν από την αναγκαστική και βεβιασμένη τοποθέτηση του σώματος, όλα αυτά ενωμένα μαζί έκαναν την ποινή της σταύρωσης σκληρότατη και φοβερότατη τιμωρία, κατά την έκφραση του Κικέρωνα (g).
Λουκ. 23,34 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔλεγε(1)· πάτερ(2), ἄφες(3) αὐτοῖς(4)· οὐ γὰρ οἴδασι(5) τί ποιοῦσι(6). Διαμεριζόμενοι(7) δὲ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἔβαλον κλῆρον(8).
Λουκ. 23,34 Ο δε Ιησούς έλεγε• “Πατερ, συγχώρησέ τους• διότι δεν γνωρίζουν τι κάνουν”. Και οι στρατιώται εμοιράζοντο μεταξύ τους τα ιμάτια του και έβαλλαν κλήρον, τι θα πάρη ο καθένας.
(1) Επτά λόγοι αναφέρονται ότι λέχθηκαν από τον Κύριο πάνω στο σταυρό. Από αυτούς οι τρεις πρώτοι αναφέρονται στα πρόσωπα που περιστοίχιζαν τον Ιησού· στους εχθρούς του δηλαδή, στο συσταυρωμένο ληστή, στη μητέρα και το μαθητή του. Είναι κατά κάποιο τρόπο η διαθήκη του. Οι τρεις ακόλουθοι: «Θεέ μου, Θεέ μου… Διψώ· Τετέλεσται» αναφέρονται στα πάθη του και στο έργο της σωτηρίας που συντελούνταν κατά τις στιγμές εκείνες. Τέλος ο έβδομος «Πατέρα μου στα χέρια σου θα παραδώσω το πνεύμα μου» είναι η κραυγή της τέλειας εμπιστοσύνης μέσα στην ύψιστη σωματική εξάντληση (g).
Οι επτά αυτοί λόγοι συγκεντρώνονται και από τα τέσσερα ευαγγέλια και κανένα από αυτά δεν αναφέρει όλους μαζί τους λόγους αυτούς. Έτσι οι τέσσερεις μαρτυρίες των ευαγγελιστών παρουσιάζονται σαν τέσσερεις φωνές, οι οποίες συνδεόμενες μεταξύ τους συναποτελούν αρμονική συμφωνία. Ο Σωτήρας πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του μαρτυρίου του πάνω στο σταυρό με σιγή. Αλλά οι επτά αυτοί λόγοι του αποτελούν μία ανακεφαλαίωση της διδασκαλίας, η οποία μας είναι αναγκαία και ωφέλιμη και για τις δικές μας τελευταίες στιγμές (b).
Ο πρώτος αυτός λόγος του Κυρίου παραλείπεται από κάποιους μεγαλογράμματους κώδικες και από κάποιες μεταφράσεις, μαρτυρείται όμως και από τους Ειρηναίο και Ωριγένη (δ). Οι Tischendorf και Soden υποστήριξαν χωρίς δισταγμό την αυθεντικότητά του. Οι Wescott και Hort όμως δεν τον θεωρούν ότι περιλαμβανόταν εξ’ αρχής στο ευαγγέλιο του Λουκά (L). Εκφράζονται όμως για αυτόν ως εξής: Λίγοι στίχοι των ευαγγελίων έχουν μέσα τους βεβαιότερη μαρτυρία για την αλήθεια του περιεχομένου τους από τον πρώτο αυτόν λόγο της σταύρωσης. Δεν είναι ανάγκη όμως να περιεχόταν εξ’ αρχής ο στίχος αυτός στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο (p).
Η Πεσιτώ, τα περισσότερα αντίγραφα της Ιτάλας και η πλειονότητα των μεγαλογράμματων αντιγράφων εγγυώνται για την αυθεντικότητα του λόγου αυτού. Και το ότι μετά από λίγο ο ληστής προσέφυγε στη χάρη του Ιησού, δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά με την εντύπωση, την οποία του παρήγαγε και ο λόγος αυτός, στον οποίο ο Ιησούς ως γιος επικαλείται το Θεό, απευθυνόμενος προς αυτόν ως προς Πατέρα. Πάρα πολύ δύσκολα θα επινοούνταν ένας τέτοιος λόγος (g).
(2) Τόσο στην αρχή του παθήματος με τον πρώτο αυτόν λόγο, όσο και κατά το τέλος του με τον τελευταίο λόγο επικαλείται το Θεό αποκαλώντας αυτόν Πατέρα (b). Οι πρώτες σταγόνες του αίματός του αρχίζουν ήδη να χύνονται από τις ανοιγμένες στο σώμα του πληγές. Και αμέσως αρχίζει και αυτός να επιτελεί το αρχιερατικό του έργο μεσιτεύοντας προς τον Πατέρα του υπέρ των σταυρωτών του. Το διδακτικό έργο του τελείωσε ήδη και άρχισε το έργο της αιώνιας αρχιερωσύνης του (ο).
(3) Θα νόμιζε κάποιος, ότι ο Κύριος θα έλεγε τώρα: Πατέρα, κατάκαψέ τους. Ο Κύριος να δει την αδικία σας και να την τιμωρήσει. Αλλά όχι. Ο Κύριος λησμονεί τελείως τον εαυτό του και το πάθημά του. Λησμονεί τους πόνους του και την αγωνία του. Και ενώ δεν ζητά κάποια ανακούφιση για τον εαυτό του, απασχολείται με την οργή του Πατέρα του που επικρέμεται εναντίον των σταυρωτών του και ζητά να την αποτρέψει. Πόσο μεγάλη είναι η αγάπη του, η για χάρη των άλλων λησμοσύνη του εαυτού του!
«Με το να προσευχηθεί ως άνθρωπος για χάρη των σταυρωτών του, υπέδειξε στους ανθρώπους πρότυπο για τη συμπάθεια προς αυτούς που μας αδίκησαν. Απόρησαν όμως κάποιοι, ότι, εάν συγχωρέθηκε σε αυτούς η αμαρτία, πώς εξ’ αιτίας της ύστερα παραδόθηκαν στους Ρωμαίους σε πανωλεθρία; Σε αυτούς λέμε, ότι η προσευχή δεν έγινε για όλους, αλλά για χάρη μόνο αυτών που δεν θα έκαναν κανένα περαιτέρω κακούργημα» (Ζ).
Σε όλους θα συγχωρούνταν η αμαρτία «και θα αφηνόταν σε αυτούς το αμάρτημα, αν ύστερα από αυτά δεν επέμεναν στην απιστία» (Θφ). «Θα τους συγχωρούσε αν ήθελαν να μετανοήσουν. Διότι αν δεν τους συγχωρούσε την αμαρτία, δεν θα γινόταν ο Παύλος απόστολος· αν δεν τους συγχωρούσε την αμαρτία, δεν θα πίστευαν αμέσως τρεις χιλιάδες και πέντε χιλιάδες και πολλές μυριάδες» (Χ).
Εάν δεν είχε απευθύνει την προσευχή αυτή, η τιμωρία για το έγκλημά τους μπορούσε να αρχίσει αμέσως, όπως συχνά συνέβαινε σε παρόμοιες περιπτώσεις κατά την εποχή του Μωϋσή. Οι δεήσεις του μακρόθυμου Κυρίου εμποδίζουν το άμεσο ξέσπασμα της θείας οργής και επιτυγχάνουν πλήρη συγχώρηση και μετάνοια για εκείνους, οι οποίοι έχουν τη διάθεση να δεχτούν αυτά (b).
Και οι χειρότεροι των αμαρτωλών, οι ίδιοι οι σταυρωτές του Χριστού, εφ’ όσον μετανοούν ειλικρινά, συγχωρούνται.
(4) «Κάποιοι λένε ότι έκανε την προσευχή, όχι για χάρη των Ιουδαίων, αλλά για χάρη των Ρωμαίων στρατιωτών που υπηρέτησαν τη σταύρωσή του. Διότι αυτοί αγνοούσαν τελείως, όσα προφήτευσαν για αυτόν ο νόμος και οι προφήτες» (Ζ). Παρόλ’ αυτά το «ἄφες αὐτοῖς» ελάχιστα αναφέρεται στους Ρωμαίους στρατιώτες, οι οποίοι εκτελούσαν τυφλά τις διαταγές, τις οποίες είχαν λάβει (g). Οι υπεύθυνοι, χάριν των οποίων ο Κύριος προσεύχεται, ήταν οι Ιουδαίοι και ειδικά η ιουδαϊκή ιεραρχία (p).
(5) «Επειδή είναι μεθυσμένοι από φθόνο» (Ζ) δεν ξέρουν τι κάνουν. Ότι μεν εκτελούσαν την πράξη της σταύρωσης το γνώριζαν. Ποιος όμως ήταν αυτός που σταυρωνόταν, το αγνοούσαν. «Διότι αν ήξεραν, δεν θα σταύρωναν τον Κύριο της δόξας» (Α΄ Κορ. β 8). Αυτό είναι αλήθεια και για τους Ιουδαίους άρχοντες (Πράξ. γ 17), ακόμη περισσότερο για το λαό, και πολύ περισσότερο ακόμη για τον Πιλάτο (p).
Υπήρχε κάλυμμα στη δόξα του σταυρωμένου, αλλά και στη διάνοια των σταυρωτών. Πώς λοιπόν ήταν δυνατόν να δουν διαμέσου των δύο αυτών καλυμμάτων; Είχαν ευχηθεί το αίμα του να πέσει σε αυτούς και στα παιδιά τους. Εάν ήξεραν τι έκαναν, ουδέποτε θα εύχονταν κάτι τέτοιο.
(6) Φόνευσαν τον Μεσσία τους. Έτσι όμως κατάφεραν εναντίον τους πλήγμα θανάσιμο (g). «Δεν είπε, ότι εμένα δεν με ξέρουν, αλλά, δεν ξέρουν τι κάνουν, δηλαδή αγνοούν το θείο σχέδιο της σωτηρίας που τελείται και το μυστήριο. Διότι δεν ήξεραν, ότι τόσο πολύ θα λάμψει ο σταυρός, ότι θα γίνει σωτηρία της οικουμένης και συμφιλίωση του Θεού με τους ανθρώπους και ότι η πόλη τους θα κυριευτεί και θα πάθουν τα έσχατα δεινά» (Χ).
Ο πρωτομάρτυρας Στέφανος προσευχήθηκε με το ίδιο πνεύμα της αγάπης, αλλά όχι με τις ίδιες ακριβώς λέξεις (Πράξ. ζ 60). Ξαναβρίσκουμε όμως αυτές στα χείλη του Ιακώβου του αδελφοθέου πριν το μαρτύριό του (Ευσεβίου Εκκλ. Ιστορ. ΙΙ,23,16) (L).
(7) Τα ενδύματα των σταυρωμένων κατά τον ρωμαϊκό νόμο ανήκαν στους εκτελεστές στρατιώτες (g). Η διανομή αυτή των ενδυμάτων είναι μία επιπλέον λεπτομέρεια της μεταχείρισης του Χριστού ως εγκληματία, του οποίου το στάδιο κλεινόταν (p).
(8) Και η γραφή «κλήρους». Κάθε σταυρός φρουρούνταν από «τετράδα» (Πράξ. ιβ 4) στρατιωτών. Δύο φορές έβαλαν κλήρο. Κατ’ αρχάς για τη διανομή των τεσσάρων ίσων σχεδόν μεριδίων, που σχηματίστηκαν από τα ενδύματα του Ιησού (μανδύας, κάλυμμα της κεφαλής, ζώνη, σανδάλια), και έπειτα τη δεύτερη φορά για τον άρραφο χιτώνα (g).
Λουκ. 23,35 καὶ εἱστήκει ὁ λαὸς θεωρῶν(1). ἐξεμυκτήριζον δὲ καὶ(2) οἱ ἄρχοντες σὺν αὐτοῖς λέγοντες(3)· ἄλλους ἔσωσε, σωσάτω ἑαυτόν, εἰ οὗτός ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ τοῦ Θεοῦ(4) ἐκλεκτός(5).
Λουκ. 23,35 Και εστέκετο ο λαός παρατηρών και απολαμβάνων το θέαμα της σταυρώσεως. Περιγελούσαν δε αυτόν και οι άρχοντες μαζή με άλλους και έλεγαν• “άλλους έσωσε. Ας σώση τώρα και τον εαυτόν του, εάν είναι πράγματι αυτός ο Χριστός ο εκλεκτός του Θεού”.
(1) Το θεωρῶν δηλώνει περιέργεια χυδαία που χάσκει σαν μπροστά σε κάποιο θέαμα αξιοπαρατήρητο (p).
(2) Το «και» αυτό μπορεί να υπονοεί, ότι και ο λαός περιέπαιζε, και μαζί με αυτόν περιέπαιζαν και οι άρχοντες. Αλλά ο ευαγγελιστής μάλλον θέλει να δηλώσει, ότι εκτός από αυτούς που παρατηρούσαν, υπήρχαν και αυτοί που περιέπαιζαν (L). Ο λαός στεκόταν βλέποντας, οι άρχοντες περιέπαιζαν, οι στρατιώτες ενέπαιξαν και ο ληστής βλασφημούσε. Σχηματίζεται έτσι ένα είδος κλιμακωτού (p).
Από τους άρχοντες θα περίμενε κάποιος περισσότερη ευπρέπεια και λιγότερη αναισθησία. Για να είναι άρχοντες και για να έχουν αξίωμα πρέπει να ήταν άνθρωποι ανώτερης ανάπτυξης, που είχαν συναίσθηση της αξιοπρέπειας και των υποχρεώσεων του οίκτου προς τους πάσχοντες. Αλλά και αυτοί αναμίχτηκαν τώρα με το χυδαίο όχλο και τον ξεπέρασαν στην απρέπεια.
(3) Τα ακόλουθα σαρκαστικά λόγια αναφέρονται και από τους τρεις συνοπτικούς, αλλά ο Λουκάς μάς προσθέτει το περιφρονητικό «οὗτός» («εἰ οὗτός ἐστιν ὁ Χριστὸς») και το εκλεκτός (p).
(4) Υπάρχει και η γραφή: ο Χριστός του Θεού, ο εκλεκτός.
(5) Ο Ιησούς είχε εκλεχτεί πριν από όλους τους αιώνες για την εκπλήρωση όλων αυτών (p). Ήταν ο από το Θεό εκλεγμένος Μεσσίας (δ), ο οποίος θα πραγματοποιούσε το θείο σχέδιο και ως προς τον Ισραήλ και ως προς τον κόσμο ολόκληρο. Δες Λουκ. θ 35 (g).
Οι Ιουδαίοι ανέμεναν τον Μεσσία ως κοσμικό άρχοντα, ο οποίος θα ελευθέρωνε αυτούς από τους Ρωμαίους. Ήδη ο Χριστός βρισκόταν στα χέρια των Ρωμαίων. Εάν πράγματι ήταν ο Μεσσίας, όπως τον φαντάζονταν οι Ιουδαίοι ας ελευθέρωνε λοιπόν τον εαυτό του από τους Ρωμαίους και ας καταργούσε στη συνέχεια το κράτος τους. Τον ενέπαιζαν λοιπόν και τον περιφρονούσαν οι Ιουδαίοι ως ψευδομεσσία.
Λουκ. 23,36 ἐνέπαιζον(1) δὲ αὐτῷ καὶ οἱ στρατιῶται προσερχόμενοι καὶ ὄξος(2) προσφέροντες(3) αὐτῷ
Λουκ. 23,36 Τον ενέπαιζαν δε οι στρατιώται, οι οποίοι προσήρχοντο και του προσέφεραν ξύδι.
(1) Υπάρχει και η γραφή ενέπαιξαν, η οποία παρουσιάζει τους στρατιώτες να επιμένουν λιγότερο στον εμπαιγμό τους από όσο οι άρχοντες των Ιουδαίων (p).
(2) Και αυτό είναι χαρακτηριστικό του Λουκά, ο χαρακτηρισμός δηλαδή του ποτισμού ως εμπαιγμού των στρατιωτών (δ). Ο από τους υπόλοιπους ευαγγελιστές (Ματθ. κζ 48,Μάρκ. ιε 36,Ιω. ιθ 29) αναφερόμενος ποτισμός, έγινε λίγο πριν το θάνατο του Κυρίου. Το ότι επίσης βρέθηκε αμέσως εκεί και σφουγγάρι και καλάμι ή ύσσωπο (κλωνάρι φυτού) σημαίνει, ότι είχε ληφθεί από πριν φροντίδα για αυτά για ανακούφιση αυτών που ταλαιπωρούνταν σκληρά πάνω στο σταυρό (g).
Κάποιοι από τους ερμηνευτές μεταφράζουν τον παρόντα στίχο ως εξής: Και οι στρατιώτες, όταν τον πλησίαζαν για να του προσφέρουν για ανακούφισή του ξύδι, τον περιγελούσαν. Η γενική όμως γνώμη των ερμηνευτών είναι ότι και η προσφορά του ξυδιού γινόταν για χλευασμό (ο).
(3) Πιθανώς δεν μπορούσαν να πλησιάσουν στα χείλη του το κύπελλο, το οποίο κρατούσαν στα χέρια τους (p).
Λουκ. 23,37 καὶ λέγοντες· εἰ σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(1), σῶσον σεαυτόν(2).
Λουκ. 23,37 και έλεγαν• “εάν συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων, σώσε τον εαυτόν σου”.
(1) Οι στρατιώτες περιγελώντας τον Ιησού παίρνουν αφορμή από την εναντίον του κατηγορία ότι διεκδικεί βασιλεία και ως περιεχόμενο των κοροϊδιών τους παίρνουν τον τίτλο του βασιλιά (b). Και τον μεταχειρίζονται ειρωνικά ως βασιλιά, κατά κάποιο τρόπο προσφέροντας σε αυτόν το ποτήρι του συμποσίου (g). Τι λαμπρός βασιλιάς, θα έλεγαν. Σε τέτοιο λαό τέτοιος βασιλιάς αρμόζει. Αλλά και σε τέτοιο βασιλιά, τέτοιος λαός τού πρέπει.
(2) Στο στόμα των ρωμαίων στρατιωτών δεν υποδηλώνει δύναμη υπερφυσική (L).
Λουκ. 23,38 Ἦν δὲ καὶ ἐπιγραφὴ(1) γεγραμμένη ἐπ᾿ αὐτῷ γράμμασιν ἑλληνικοῖς καὶ ῥωμαϊκοῖς καὶ ἑβραϊκοῖς(2)· οὗτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς(3) τῶν Ἰουδαίων.
Λουκ. 23,38 Ήταν δε και επιγραφή εις ειδικήν σανίδα, στερεωμένη στο επάνω μέρος του σταυρού, γραμμένη με γράμματα Ελληνικά και Ρωμαϊκά και Εβραϊκά• Αυτός είναι ο βασιλεύς των Ιουδαίων.
(1) Δεν περίμεναν τη στιγμή αυτή για να βάλουν την επιγραφή. Αλλά γίνεται για αυτήν λόγος εδώ μετά τα λόγια των στρατιωτών, κατά κάποιο τρόπο σαν ένας συμπληρωματικός σαρκασμός και χλευασμός. Και όμως ο Ιησούς ήταν αληθινά βασιλιάς. Ενώ οι στρατιώτες χλεύαζαν το βασιλικό του αξίωμα, ο ληστής πίστεψε σε αυτό. Η σύνδεση αυτή των γεγονότων είναι γεμάτη τέχνη, σύμφωνη με το «καθεξής (=με τη σειρά τους)» που σημειώνεται στο προοίμιο του ευαγγελίου (Λουκ. α 3), οσοδήποτε και αν θα έλεγε κάποιος, ότι δεν είναι και χρονολογική (L).
Το όνομα και το έγκλημα του καταδίκου γραφόταν σε πινακίδα που κρεμιόταν συνήθως από τον τράχηλό του, και όταν έφθαναν στον τόπο της θανατικής εκτέλεσης, στερεωνόταν πάνω στο σταυρό. Το «και» υπονοεί, ότι η επιγραφή αυτή ήταν πρόσθετη χλεύη και εμπαιγμός (p).
(2) Κάποια από τα μεγαλογράμματα χειρόγραφα παραλείπουν τη φράση «γεγραμμένη ἐπ᾿ αὐτῷ γράμμασιν ἑλληνικοῖς καὶ ῥωμαϊκοῖς καὶ ἑβραϊκοῖς».
«Δες όμως και άλλη πανουργία του διαβόλου που γυρνά εναντίον του. Διότι ο μεν διάβολος με τους τρεις χαρακτήρες γραμμάτων (γλώσσες) διαπόμπευσε δήθεν την ανταρσία του Ιησού, ώστε να μην διαφύγει της προσοχής κανενός από τους περαστικούς, ότι για αυτό κρεμάστηκε, διότι έκανε τον εαυτό του βασιλιά· αυτό όμως… ήταν σύμβολο του ότι μπήκαν κάτω από τη βασιλεία του Ιησού και ανακήρυξαν αυτόν τα καλύτερα από τα έθνη, όπως ήταν οι Ρωμαίοι, και σοφότατοι, όπως οι Έλληνες, και θεοσεβέστατοι όπως ήταν το γένος των Εβραίων» (Θφ).
Μπήκε περιφρονητικά. Αλλά ο Θεός είχε πρόθεση, να καταστεί αυτή διακήρυξη για το ποιος πράγματι ήταν αυτός που κρεμιόταν στο σταυρό. Ήταν πράγματι ο βασιλιάς των Ιουδαίων· ο βασιλιάς της εκκλησίας και ο σταυρός του είναι η οδός προς το στέμμα και το θρόνο του. Αυτό γράφτηκε στις τρεις τότε περισσότερο ομιλούμενες και γνωστές μεταξύ των μορφωμένων γλώσσες, έτσι ώστε και όσοι ήταν με οποιονδήποτε τρόπο μορφωμένοι, να μπορούν να γνωρίσουν το Χριστό.
Γράφτηκε στις τρεις αυτές γλώσσες, για να καταστεί δυνατόν να διαβαστεί η επιγραφή αυτή από όλους τους ανθρώπους. Η εθνική φιλοσοφία είχε κάνει την ελληνική γλώσσα περίφημη· οι ρωμαϊκοί νόμοι και η από τη Ρώμη κυβέρνηση του κόσμου είχε κάνει επίσης γνωστή και τη λατινική γλώσσα· η εβραϊκή επίσης ξεπερνούσε αυτές, διότι σε αυτήν είχε γραφτεί η Παλαιά Διαθήκη. Στις τρεις αυτές γλώσσες διακηρύχτηκε ο Χριστός βασιλιάς.
(3) Με την επιγραφή αυτή, την ταπεινωτική για τους Ιουδαίους, ο Πιλάτος εκδικούνταν για τον καταναγκασμό, στον οποίο είχαν υποβάλλει αυτόν οι Ιουδαίοι, για να φέρουν σε πέρας την θανατική εκτέλεση ανθρώπου, τον οποίο αυτός είχε βρει αθώο (g)
Ο θάνατος του Ιησού
Λουκ. 23,39 Εἷς δὲ τῶν κρεμασθέντων κακούργων(1) ἐβλασφήμει(2) αὐτὸν λέγων· εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός(3), σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς.
Λουκ. 23,39 Ένας δε από τους σταυρωθέντας κακούργους τον εβλασφημούσε λέγων• “εάν συ είσαι πράγματι ο Χριστός, σώσε τον εαυτόν σου και ημάς”.
(1) «Πώς λοιπόν οι άλλοι ευαγγελιστές λένε ότι και οι δύο ληστές τον κατηγορούσαν; Στην αρχή μεν ήταν λογικό και οι δύο να τον κατηγορούν, έπειτα ο ένας από τους δύο, επειδή είχε ετοιμότητα πνεύματος και αντίληψης, κατάλαβε την αγαθότητα και τη θεότητα του Ιησού… και αναγνωρίζει τον Ιησού αληθινό βασιλιά, και αποστομώνει και τον άλλο ληστή» (Θφ). Αυτή είναι και η γνώμη του Ωριγένη, Χρυσοστόμου, Ιερωνύμου και Ζιγαβηνού.
Αλλά οι Κύριλλος Ιεροσολύμων, Αμβρόσιος και Αυγουστίνος περιορίζουν τη βλασφημία στον ένα ληστή, για τον οποίο στους άλλους συνοπτικούς γίνεται λόγος σε πληθυντικό κατά συνεκδοχή (= σχήμα λόγου κατά το οποίο το μέρος εκλαμβάνεται αντί του όλου και το αντίθετο, το ένα αντί για τα πολλά και το αντίθετο) (p).
Κατά τη γνώμη του Αυγουστίνου (de cons. ev. III, 16,53), η οποία φαίνεται και η ορθότερη, οι ληστές αποτελούσαν ξεχωριστή κατηγορία. Όπως λοιπόν ο Λουκάς στο στίχο 36 αποδίδει στους στρατιώτες την προσφορά του ξυδιού παρόλο που ένας από αυτούς έπραξε αυτό, έτσι γίνεται λόγος γενικά για τους ληστές ότι βλασφημούσαν αυτόν, παρόλο που ένας μόνος έπραξε αυτό (L).
Ο Χριστός σταυρώθηκε μεταξύ δύο ληστών και μέσω αυτών αντιπροσωπεύονταν οι διαφορετικές διαθέσεις των ανθρώπων και τα διαφορετικά αποτελέσματα, τα οποία ο σταυρός θα επέφερε στους υιούς των ανθρώπων, προς τους οποίους θα καταγγελλόταν το ευαγγέλιο. Είναι όλοι κακοποιοί, όλοι ένοχοι ενώπιον του Θεού. Από την αρχή και μέχρι σήμερα ο σταυρός είναι σε μερικούς μεν οσμή ζωής για ζωή, ενώ σε άλλους οσμή θανάτου για θάνατο. Για αυτούς που χάνονται είναι ανοησία, για αυτούς που σώζονται όμως είναι Θεού σοφία και δύναμη.
(2) Οι άλλοι δύο συνοπτικοί αντί για το πολύ εντονότερο «εβλασφήμει» γράφουν ωνείδιζον. Από εδώ προήλθε η ελάχιστα πιθανή εκδοχή, ότι και οι δύο μεν ληστές ωνείδισαν τον Ιησού, ίσως διότι δεν τους βοήθησε κατά την επανάστασή τους εναντίον της επικρατούσας κοινωνικής κατάστασης, αλλά μόνο ο ένας βλασφήμησε αυτόν.
(3) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα γράφουν τη φράση ερωτηματικά: «Ουχί σὺ εἶ ὁ Χριστός;». Ο ερωτηματικός αυτός τύπος έχει μέσα του κάτι το πικρότερο από το απλό «εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός» (p).
Παρόλο που ο ληστής αυτός αντιμετώπιζε ήδη την αγωνία του θανάτου, παρόλ’ αυτά δεν ταπεινωνόταν το υπερήφανο πνεύμα του, ούτε διδασκόταν αυτός από τη γλώσσα του άλλου συσταυρωμένου συναδέλφου του. Οποιεσδήποτε απειλές και τιμωρίες δεν είναι ικανές από μόνες τους να μεταβάλλουν την πονηρή καρδιά, αλλά μερικές φορές παροργίζουν και ερεθίζουν ακόμη περισσότερο τη διαφθορά της.
Λουκ. 23,40 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἕτερος ἐπετίμα(1) αὐτῷ λέγων· οὐδὲ φοβῇ(2) σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι(3) εἶ;
Λουκ. 23,40 Απεκρίθη δε ο άλλος, τον επέπληττε και του έλεγε• ούτε τον Θεόν συ ο εγκληματίας και ένοχος δεν φοβείσαι, διότι υφίστασαι την ιδίαν καταδίκην με αυτόν τον αθώον;
(1) Ο ληστής «βλέποντας αυτόν να είναι σταυρωμένος, να τον μαστιγώνουν, να τον βρίζουν, να τον ποτίζουν χολή, να τον φτύνουν, να τον χλευάζει τόσος πολύς λαός, να τον καταδικάζει το δικαστήριο, να τον έχουν οδηγήσει σε θάνατο, με τίποτα από αυτά δεν σκανδαλίστηκε· αλλά βλέποντας το σταυρό και τα καρφιά να έχουν καρφωθεί… αυτός βάδισε το σωστό δρόμο λέγοντας· Θυμήσου με στη βασιλεία σου. Και αυτόν που τον κατηγορούσε τον αποστόμωνε και τα αμαρτήματά του εξομολογούνταν και φιλοσοφούσε για την ανάσταση.
Και αυτά, χωρίς να δει νεκρούς να ανασταίνονται, ούτε λεπρούς να καθαρίζονται, ούτε θάλασσα να τιθασεύεται, ούτε δαίμονες να διώχνονται, ούτε ψωμιά να πληθαίνουν, ούτε τα άλλα τα οποία είδε ο λαός των Ιουδαίων, που, αν και τα είδε, τον σταύρωσε» (Χ).
Τι προσείλκυσε σε μετάνοια αυτόν τον ληστή;
«Κατάλαβε την αγαθότητα και τη θεότητα του Ιησού από τη φωνή (το λόγο), την οποία έβγαλε υπέρ των σταυρωτών του, λέγοντας, Πατέρα συγχώρεσέ τους. Διότι η φωνή αυτή, δεν είναι μόνο γεμάτη από κάθε φιλανθρωπία, αλλά φανερώνει και πολλή αυθεντία. Διότι δεν είπε, Κύριε, παρακαλώ… αλλά απλώς έτσι με εξουσία, Πατέρα, συγχώρεσέ τους» (Θφ).
Αναμφίβολα έκανε σε αυτόν αρχικά βαθειά εντύπωση η αντίθεση μεταξύ της αγιότητας του Ιησού και της βάναυσης προς αυτόν συμπεριφοράς αυτών που τον κακοποιούσαν. Έπειτα η πραότητα και ανεξικακία, με την οποία άφηνε τον εαυτό του να οδηγείται προς το θάνατο και προ παντός η υπέρ των δημίων του προσευχή του, συγκλόνισαν τη συνείδηση και την καρδιά του. Τέλος η επίκληση Π α τ έ ρ α, με την οποία προσφωνούσε το Θεό, τού αποκάλυψε, ότι ο Ιησούς ήταν πρόσωπο, το οποίο ζούσε σε στενή σχέση με το Θεό και τον έκανε να διαισθανθεί τη θεότητά του (g).
Ο ληστής αυτός, όταν ακριβώς ήταν έτοιμος να πέσει στα χέρια του σατανά, αποσπάστηκε από αυτόν σαν δαυλός από την πυρά και έγινε μνημείο του θείου ελέους, ενώ ο σατανάς έμεινε να ωρύεται σαν λιοντάρι, από το στόμα του οποίου διέφυγε η λεία. Αυτό όμως δεν μας δίνει το θάρρος να αναβάλλουμε τη μετάνοιά μας στις τελευταίες στιγμές της ζωής μας. Διότι αν και είναι βέβαιο, ότι πάντοτε η ειλικρινής μετάνοια γίνεται δεκτή, είναι όμως αβέβαιο τελείως, εάν η στο τέλος της ζωής μας μετάνοια είναι ειλικρινής και αληθινή.
Κανείς άλλωστε δεν μπορεί να είναι ασφαλής για το ότι θα λάβει καιρό μετανοίας κατά τις τελευταίες του στιγμές. Ούτε πρέπει να λησμονεί κάποιος, ότι στο ληστή ουδέποτε στο παρελθόν τού είχε προσφερθεί η χάρη, εγκολπώθηκε όμως αυτήν αμέσως μόλις τη γνώρισε. Ενώ για μας συμβαίνει το τελείως αντίθετο. Μας προσφέρεται η χάρη και την απωθούμε. Πώς λοιπόν μπορούμε να ελπίζουμε, ότι θα μας επισκεφτεί αυτή και κατά τις τελευταίες μας στιγμές;
(2) Ή, όχι μόνο δεν αγαπάς, αλλά ούτε φοβάσαι το Θεό, που τιμωρεί τους άδικους και πονηρούς; (δ).
Ή, πιο σωστά, και Εσύ ο ίδιος πρόκειται μετά από λίγο να εμφανιστείτε ενώπιον του Θεού. Ούτε ο φόβος λοιπόν του Θεού δεν σε συγκρατεί από το να προσθέτεις νέες αμαρτίες; (p).
Το δεν φοβάσαι το Θεό υποδηλώνει, ότι τον ευγνώμονα αυτόν ληστή συγκρατούσε ο φόβος του Θεού στο να μην παρασυρθεί ούτε από τη συμπεριφορά του συναδέλφου του ούτε από το ρεύμα του παρεκτρεπομένου λαού κάτω από το σταυρό του. Όλοι όσοι έχουν ανοικτά τα μάτια τους, όπως ο μετανοημένος ληστής, βλέπουν, ότι στο βάθος της κακίας των πονηρών υπάρχει η έλλειψη φόβου του Θεού. Δεν φοβούνται το Θεό και για αυτό προκόβουν στους πονηρούς δρόμους τους.
(3) «Κρίμα λοιπόν ονομάζει τώρα την καταδίκη τη σταυρική» (Ζ). «Στην ίδια, λέει, τιμωρία. Διότι και εμείς είμαστε σε σταυρό. Χλευάζοντας λοιπόν εκείνον, τον εαυτό σου λοιδορείς πριν από εκείνον» (Χ). Στην ίδια καταδίκη και δεν έχεις δικαίωμα να κατηγορείς αυτόν, ο οποίος υφίσταται την ίδια τιμωρία (δ).
Λουκ. 23,41 καὶ ἡμεῖς μὲν δικαίως(1)· ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν(2)· οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον(3) ἔπραξε.
Λουκ. 23,41 Και ημείς μεν δικαίως τιμωρούμεθα, διότι απολαμβάνομεν άξια εκείνων που επράξαμεν. Αυτός όμως κανένα ποτέ άτοπον δεν έπραξε”.
(1) Δίκαια είμαστε σε αυτήν την καταδίκη (δ). Ο μετανοημένος ληστής επιδοκιμάζει την ποινή που επιβλήθηκε στο έγκλημά του (b). Αυτοί που ειλικρινά μετανοούν αναγνωρίζουν το δίκαιο των τιμωριών, τις οποίες επιβάλλει σε αυτούς ο Θεός για τις αμαρτίες τους. Ο Θεός δίκαια μάς τιμωρεί, λέει ο ευγνώμων ληστής. Εμείς πράξαμε τα άτοπα και τα άδικα. Και ότι τώρα υποφέρουμε, είναι η δίκαιη ανταπόδοση των πράξεών μας.
(2) Φόνους πράξαμε, φόνο απολαμβάνουμε (δ).
«Είδες εξομολόγηση ολοκληρωμένη; Είδες πώς στο σταυρό απέβαλλε τα αμαρτήματα;… Κανείς δεν τον ανάγκασε, κανείς δεν τον πίεσε, αλλά αυτός ο ίδιος διαπόμπευσε τον εαυτό του… Δεν τόλμησε πιο πριν να πει, Θυμήσου με στη βασιλεία σου, παρά μόνο όταν με την εξομολόγηση απέθεσε το φορτίο. Βλέπεις πόσο σπουδαίο πράγμα είναι η εξομολόγηση; Εξομολογήθηκε και άνοιξε τον παράδεισο· εξομολογήθηκε και πήρε τέτοιο θάρρος, ώστε από ληστεία να ζητήσει τη βασιλεία» (Χ).
(3) Με τη λέξη αυτή μειώνει την έννοια (p). Άτοπο=τίποτα που να μην είναι στον τόπο του και για αυτό ασυνήθιστο, παράδοξο, ηθικά απρεπές (δ).
Πολύ περισσότερο τίποτα το εγκληματικό (p). Οι αρχιερείς είχαν σταυρώσει αυτόν μεταξύ δύο ληστών, σαν χειρότερο από αυτούς. Αλλά ο ληστής αυτός είχε περισσότερη από αυτούς αίσθηση, και ό,τι δεν είδαν οι αρχιερείς, το είδε ο ληστής. Και ομολογεί, ότι τίποτα άτοπο δεν έπραξε. Εάν είχε ακούσει προηγουμένως για το Χριστό και για τα θαυμαστά έργα του, δεν φαίνεται από την αφήγηση των ευαγγελιστών. Αλλά η χάρη του Πνεύματος φώτισε αυτόν να γνωρίσει τον Ιησού, την ώρα που οι αρχιερείς παρέμεναν στο σκοτάδι.
Λουκ. 23,42 καὶ ἔλεγε(1) τῷ Ἰησοῦ· μνήσθητί μου(2), Κύριε, ὅταν ἔλθῃς(3) ἐν τῇ βασιλείᾳ(4) σου.
Λουκ. 23,42 Και έλεγεν στον Ιησούν• “ενθυμήσου με, Κύριε, όταν θα έλθης με δόξαν και δύναμιν εις την βασιλείαν σου”.
(1) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα μαρτυρούν υπέρ της γραφής: και έλεγεν· Ιησού, μνήσθητί μου, όταν έλθης εις την βασιλείαν σου. Η επίκληση αυτή είναι η προσευχή αμαρτωλού που πεθαίνει σε Σωτήρα που πεθαίνει.
Ήταν τιμή για τον Ιησού να τον επικαλείται έτσι ο ληστής, μολονότι ήταν πάνω στο σταυρό κατάδικος και χλευαζόταν και εξευτελιζόταν από τους εχθρούς του. Ήταν ευτυχία ανυπολόγιστη του ληστή το ότι αξιώθηκε να απευθύνει αυτήν τη δέηση. Ίσως δεν θα είχε άλλοτε προσευχηθεί. Και όμως τώρα η δέησή του εισακούστηκε και σώθηκε αυτός κατά την έσχατη στιγμή. Εφόσον υπάρχει ζωή, υπάρχει και ελπίδα. Και εφόσον υπάρχει ελπίδα, υπάρχει τόπος για προσευχή.
(2) Η επίκληση αυτή εξηγείται από την συμμετοχή και συντροφιά στην ίδια ποινή και στα δεινά του ίδιου παθήματος, η οποία φαινόταν στο ληστή, ότι δημιουργούσε με τον Ιησού στο εξής δεσμό αδιάλυτο. Πώς αυτός ο Ιησούς, ο οποίος πριν λίγο προσευχήθηκε για τους δημίους του, θα μπορούσε να λησμονήσει τελείως τον πτωχό του σύντροφο στη θλίψη των παθημάτων; (g). Ο ληστής γνώριζε, ότι είχε ακόμη λίγες ώρες ζωής. Συνεπώς η επίκλησή του αυτή συνυπονοεί πίστη στη μελλοντική κατάσταση, στην οποία ο Ιησούς επρόκειτο να δεχτεί αυτόν στη βασιλεία του. Ίσως πίστευε ότι ο Χριστός θα ανασταινόταν από τους νεκρούς.
Σε κάθε περίπτωση η πίστη ανθρώπου συσταυρωμένου με τον Ιησού είναι πολύ αξιοπαρατήρητη. Μερικοί (οι στρατιώτες και αυτοί στους οποίους αναφέρθηκαν αυτοί και βεβαίωσαν ό,τι είδαν) είδαν τον Ιησού αναστημένο από τους νεκρούς και δεν πίστεψαν σε αυτόν.
Ο ληστής βλέπει αυτόν να θανατώνεται και όμως πιστεύει (p). Καταφρόνησαν οι Ιουδαίοι τους νεκρούς που αναστήθηκαν («μετά την ανάσταση αυτού… εμφανίστηκαν σε πολλούς» Ματθ. κζ 53)· ο ληστής δεν καταφρόνησε τον κρεμασμένο μαζί με αυτόν πάνω στο σταυρό (Αυγουστίνου serm. 23,13).
(3) Πιστεύει σε ένδοξη επάνοδο του Ιησού πάνω στη γη (g). Η έννοια της φράσης είναι: Όταν έλθεις με τη δόξα και τη δύναμη της βασιλείας σου (p).
(4) Πιστεύει ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας και γνωρίζει ότι ο Μεσσίας πρόκειται να έχει βασιλεία (p). Και θα έλεγε κάποιος, ότι ο ευγνώμων ληστής ασφαλώς ήταν Ιουδαίος και πίστευε στην έλευση του Μεσσία κατά την ανάσταση (L). Ο Μεσσίας επρόκειτο σύμφωνα με τις επικρατούσες ιδέες (σύμφωνα με τα Ησ. κστ 19 και Δανιήλ ιβ 2) να αναστήσει τους άξιους από τους Ισραηλίτες, για να λάβουν μέρος μαζί με τους πατριάρχες στη μεσσιακή πανήγυρη (g). Ούτε οι απόστολοι κατά το χρόνο εκείνον δεν έτρεφαν τόσο διαυγείς ελπίδες για τη βασιλεία του Χριστού (b).
Ομολογεί αυτόν Κύριο και βασιλιά που έχει βασιλεία και έρχεται στη βασιλεία αυτή. Πιστεύει ακόμη, ότι θα έχει εξουσία στη βασιλεία αυτή και ότι σε όσους θα επιδείξει την εύνοιά του, θα είναι αυτοί ευτυχείς. Ο Χριστός βρίσκεται τώρα στο βάθος της ταπείνωσής του, εγκαταλελειμμένος από τους μαθητές του, εξευτελιζόμενος από το έθνος του, πεθαίνοντας πάνω στο σταυρό σαν εγκληματίας. Και ο ληστής κάνει τις ομολογίες του αυτές προτού να σημειωθούν τα από τον ουρανό θαύματα, τα οποία τίμησαν το πάθος του και προτού να αναγκαστεί και ο ίδιος ο κεντυρίων να ομολογήσει τον Χριστό υιό του Θεού.
Αληθινά, ούτε στον Ισραήλ δεν θα έβρισκε κάποιος τόσο μεγάλη πίστη. Πίστευε σε μέλλουσα ζωή και επιθυμούσε να είναι ευτυχής σε εκείνην τη ζωή, όχι όπως ο άλλος ληστής να σωθεί από το σταυρό, αλλά να βρει ανάσταση, όταν ο σταυρός θα του επέφερε το θάνατο. Έχουμε εδώ παράδειγμα της δύναμης του σταυρού, να ελκύει τους ανθρώπους στον εαυτό του. Δείχνει και προλέγει ο σταυρός την ουράνια βασιλεία και αποκαλύπτει τον αληθινό παράδεισο, του οποίου και διανοίγει τις πύλες.
Όχι τελείως απίθανη και η εκδοχή: «Είναι λογικό ότι θα έμαθε ο ληστής και τον λόγο, τον οποίο είπε ο Κύριος στον Πιλάτο. Η βασιλεία η δική μου δεν είναι από αυτόν τον κόσμο» (Ζ).
Λουκ. 23,43 καὶ εἶπεν(1) αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω σοι(2), σήμερον(3) μετ᾿ ἐμοῦ(4) ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ(5).
Λουκ. 23,43 Και είπεν εις αυτόν ο Ιησούς• “σε διαβεβαιώνω, ότι σήμερον θα είσαι μαζί μου στον παράδεισον”.
(1) Ο Κύριος τήρησε την πιο βαθειά σιγή μέσα στους χλευασμούς και τους εμπαιγμούς των αρχόντων και του όχλου. Αλλά τώρα πόσο είναι πρόθυμος και έτοιμος, να απαντήσει στο αίτημα του μετανοημένου κακούργου! (ο).
(2) Η φράση, όπως συνήθως, προαναγγέλλει κάτι που έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα ή υπερβαίνει κάθε προσδοκία. Δες και Λουκ. δ 24,ιβ 37,ιη 17,29,κα 32 (p). Ο ληστής «με αυτό το αίτημά του, ικέτευσε να τύχει μόνο κάποιου αγαθού· ο Χριστός όμως επειδή ήξερε την πρόθεσή του, υποσχέθηκε σε αυτόν αυτό που φαινόταν σε εκείνον το πιο αγαπητό από όλα» (Ζ).
Ο Χριστός πάνω στο σταυρό μοιάζει με το Χριστό πάνω στο θρόνο. Επειδή λοιπόν «τώρα είναι κρίση του κόσμου», ο ένας από τους ληστές απέρχεται με κατάρα και ο άλλος με ευλογία. Αν και ο Χριστός ήταν ήδη σε αγωνία, δεν παρέλειψε παρόλ’ αυτά να απευθύνει λόγο ενίσχυσης στο ληστή, που εμπιστεύτηκε τον εαυτό του σε αυτόν. Ακόμη και μεγάλοι αμαρτωλοί μέσω του Χριστού θα πετύχουν όχι μόνο την άφεση των αμαρτιών τους, αλλά και θέση στον Παράδεισο.
(3) Κάποιοι «παραβιάζουν το νόημα του ρητού βάζοντας κόμμα στο Σήμερον, ώστε να είναι το λεγόμενο ως εξής «ἀμὴν λέγω σοι σήμερον», και έπειτα προσθέτουν το «μετ᾿ ἐμου ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» (Θφ).
Αλλά όταν συνδέσει κάποιος το σήμερα με το λέω, σχεδόν εκμηδενίζει όλη την ισχύ του. Όταν όμως συνδέσει αυτό με τα επόμενα, είναι πλήρες νοήματος. Ο Ιησούς γνωρίζει, ότι και αυτός και ο ληστής θα πέθαιναν κατά την ημέρα εκείνη. Και παραχωρεί σε αυτόν περισσότερα από όσα είχε ζητήσει ή ελπίσει (p). Ο Ιησούς δηλαδή αντιθέτει ισχυρά το άμεσο και κοντινό της ευτυχίας, την οποία τού υπόσχεται, με τον απώτερο χρόνο τον οποίο ο ληστής είχε στο νου του και κατά τον οποίο περίμενε ότι ο Χριστός θα τον θυμόταν = Σε αυτήν τη σημερινή ημέρα, πριν ακόμη ο ήλιος δύσει, θα είσαι στον παράδεισο (g).
Ο ληστής ζήτησε από τον Κύριο να τον θυμηθεί. Το «μνήσθητί μου», το οποίο είπε, δεν υπονοεί μεγάλες αξιώσεις. Μικρό έλεος ζητά ο ληστής. Και ο Χριστός τού παραχωρεί θέση μαζί του στον Παράδεισο. Και του την παραχωρεί όχι σε απώτερο μέλλον, αλλά αμέσως και κατά την ίδια την ημέρα του παθήματος.
(4) Όχι απλώς συν εμοί, συντροφεύοντας εμένα, αλλά μετ᾿ ἐμοῦ ως κοινωνός και συμμέτοχος. Η υπόσχεση αυτή συνυπονοεί συνέχεια της συνείδησης και μετά θάνατον. Εάν αυτός που πεθαίνει χάνει τη συνείδησή του, η βεβαίωση που παρέχεται στο ληστή, ότι θα είναι μαζί με το Χριστό μετά θάνατον, θα ήταν χωρίς σημασία και περιεχόμενο (p).
Με τον δεύτερο Αδάμ αποκατασταθήκαμε σε όλα, όσα χάσαμε με τον πρώτο Αδάμ και επιπλέον σε παράδεισο ουράνιο αντί για αυτόν τον επίγειο. Και θα είμαστε εκεί με τον Χριστό. Αυτή είναι η μακαριότητα των ουρανών, να βλέπει κάποιος το Χριστό και να κάθεται μαζί του βλέποντας τη δόξα του και συμμετέχοντας σε αυτήν (Ιω. ιζ 24).
(5) Περσικό όνομα που εξελληνίστηκε (παϊρί δανιζά= τεχνητός περιφραγμένος κήπος) (δ). Πάντως η λέξη είναι ανατολική και ήταν σε χρήση στους αρχαίους Πέρσες, όπως φαίνεται σαφώς από τα συγγράμματα του Ξενοφώντα, ο οποίο αποκαλεί τους κήπους και τα κυνηγετικά πεδία των μοναρχών και ευγενών στην Περσία, παραδείσους. Η λέξη χρησιμοποιείται και από τους Ο΄ για τον κήπο της Εδέμ. Εάν είναι αραβικής ή σανσκριτικής προέλευσης είναι αβέβαιο. Η λέξη κατέληξε να σημαίνει οποιονδήποτε ωραίο και τερπνό τόπο.
Εφόσον όμως ο παράδεισος της Εδέμ, ο πρωταρχικός τόπος της ωραιότητας και της ευτυχίας, κλείστηκε στο ανθρώπινο γένος μετά το προπατορικό αμάρτημα, ο Κύριος διάλεξε τον όρο παράδεισος για να δηλώσει το γεγονός, ότι ήδη ανώτερος και μακαριότερος παράδεισος άνοιξε στην ανθρωπότητα και ότι ο χαμένος παράδεισος ξαναποκτήθηκε και έγινε προσιτός σε όλους, όσοι θα ενωθούν με την πίστη προς τον νέο Αδάμ της χάρης (ο).
Η λέξη χρησιμοποιείται με διάφορες σημασίες στη Γραφή: α) Δενδροφυτευμένος περίβολος (Νεεμ. β 8· Άσμα δ 13, Εκκλ. β 5). β) Ο κήπος της Εδέμ (Γεν. β 8-10,15,16,γ 1-3,8-10 κλπ). γ) Ο κόλπος του Αβραάμ δηλαδή ο τόπος της ανάπαυσης των δικαίων μέχρι την ανάσταση. δ) Κάποιο μέρος στον ουρανό, που ταυτίζεται ίσως με τον τρίτο ουρανό (Β΄ Κορ. ιβ 4) (p).
Τι σημαίνει εδώ; Ο p. θεωρεί τη λέξη ως ταυτόσημη με τον κόλπο του Αβραάμ. Και σαφέστερα, παράδεισος είναι το τμήμα εκείνο του Άδη, όπου συγκεντρώνονται οι πιστοί (g) αναπαυόμενοι μέχρι τη Δευτέρα παρουσία.
Άλλη εκδοχή: «Εμείς όμως λέμε με απλούστερο τρόπο, ότι αμέσως πριν πάει στην λεγόμενη καρδιά της γης [=τον άδη], αποκατέστησε στον παράδεισο του Θεού τον πιστό ληστή» (Ω). Δηλαδή ο παράδεισος δεν είναι στον Άδη αλλά στον ουρανό. Αξιόλογη και η παρατήρηση: Ο παράδεισος εδώ σημαίνει κυρίως όχι τόπο, αλλά κατάσταση ευτυχίας. Αυτό δεν συνυπονοεί, ότι αποκλείεται και η ιδέα του τόπου, αλλά το κύριο στοιχείο της υπόσχεσης του Κυρίου στον ληστή είναι ότι: θα είσαι μ α ζ ί μ ο υ σε κατάσταση ανείπωτης μακαριότητας.
Υπάρχει βεβαίως και ένας τόπος στον κόσμο των πνευμάτων, όπου οι χωριζόμενες από τα σώματά τους ψυχές μεταβαίνουν μετά θάνατον. Αλλά ό,τι γνωρίζουμε για τον τόπο αυτόν είναι αυτό και μόνο, ότι οι άγιοι που μεταβαίνουν σε αυτόν βρίσκονται και ζουν μαζί με το Χριστό. Ο Παύλος ποθούσε να πεθάνει, για να είναι μαζί με το Χριστό (Φιλιπ. α 23).
Αυτό αποδεικνύει, ότι η ψυχή του πιστού αμέσως μετά το θάνατο μεταφέρεται σε τόπο, όπου είναι και ο Χριστός. Λίγο ενδιαφέρει πού είναι ο τόπος αυτός, όπου ο Κύριος με το δοξασμένο σώμα του βρίσκεται σε κοινωνία με τους δικούς του που έφυγαν από αυτόν τον κόσμο. Το ουσιώδες είναι, ότι στην κοινωνία αυτή και στην παρουσία του Χριστού οι ψυχές θα απολαμβάνουν ειρήνη, χαρά και ανάπαυση, έως ότου ανατείλει το πρωινό της ανάστασης, όταν και τα σώματά τους θα αναστηθούν άφθαρτα και θα συνενωθούν με αυτές, για να συναπολαύσουν τα αγαθά, τα οποία μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και στα οποία καρδιά ανθρώπου δεν ανέβηκε (ο).
«Είναι το ίδιο λοιπόν η βασιλεία των ουρανών και ο παράδεισος, και τίποτα δεν εμποδίζει… να λέει την αλήθεια και ο Παύλος, όταν αναφέρει ότι, κανείς από τους αγίους δεν απόλαυσε την υπόσχεση της ουράνιας κληρονομίας (προς Εβραίους ια 39). Διότι ο ληστής είναι μεν στον παράδεισο, δηλαδή στη βασιλεία… δεν απόλαυσε όμως την τέλεια κληρονομιά των αγαθών. Διότι όπως ακριβώς οι καταδικασμένοι δεν βρίσκονται μέσα στα βασίλεια, αλλά με φρουρές φυλάσσονται αποκλεισμένοι περιμένοντας τις καθορισμένες ποινές· οι έντιμοι όμως και μπαίνουν στα βασίλεια και σε αυτό το χρονικό διάστημα ζουν σε αυτά· έπειτα, όταν φτάσει ο καιρός της διανομής των βασιλικών δωρεών, αξιώνονται αυτών· έτσι και οι άγιοι· αν και δεν απολαμβάνουν ακόμη το τέλειο, αλλά εν τω μεταξύ βεβαίως ζουν σε αυτά τα φωτεινά και ευωδιαστά και βασιλικά, για να το πούμε απλά, σκηνώματα, παρόλο που δεν αξιώνονται κατά τέλειο ακόμη τρόπο της διανομής των βασιλικών δώρων» (Θφ).
Έτσι πλουσιότερη είναι η χάρη παρά η δέηση και επίκληση του ληστή. Διότι εκείνος παρακαλούσε, να τον θυμηθεί ο Κύριος, όταν έλθει στη βασιλεία του. Ο Κύριος όμως τού είπε: Σήμερα θα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο. Όπου είναι ο Χριστός, εκεί είναι η ζωή, εκεί και η βασιλεία (Αμβρόσιος).
«Εσύ όμως θαύμασε, σε παρακαλώ, το πώς, όπως ακριβώς κάποιος βασιλιάς τροπαιοφόρος επιστρέφοντας από τη νίκη του, φέρνει μαζί του τα καλύτερα από τα λάφυρα, έτσι και ο Κύριος, αφού αφαίρεσε το καλύτερο από τα λάφυρα του διαβόλου [δηλαδή το ληστή] απογυμνώνοντάς τον, τον φέρνει μαζί του, επιστρέφοντας στην αρχαία πατρίδα του ανθρώπου, εννοώ τον παράδεισο» (Θφ).
Σωστά λοιπόν παρατηρήθηκε, ότι ούτε ο ακόλουθος μετά από λίγο σκοτισμός του ηλίου, ούτε ο σεισμός, ούτε το άνοιγμα των τάφων, ούτε το σχίσιμο των πετρών υπήρξαν μεγαλύτερα θαύματα από την ισχυρή πίστη και την επιστροφή του ληστή (ο).
Λουκ. 23,44 Ἦν δὲ ὡσεὶ ὥρα ἕκτη(1) καὶ σκότος(2) ἐγένετο ἐφ᾿ ὅλην τὴν γῆν(3) ἕως ὥρας ἐνάτης, τοῦ ἡλίου ἐκλείποντος(4),
Λουκ. 23,44 Ήταν δε ώρα εξ περίπου από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή μεσημέρι, και απλώθηκε σκότος εις όλην την γην έως τας τρεις το απόγευμα, διότι είχε χαθή ο ήλιος από τον ουρανόν.
Λουκ. 23,45 καὶ ἐσχίσθη τὸ καταπέτασμα(5) τοῦ ναοῦ μέσον·
Λουκ. 23,45 Και εσχίσθη στο μέσον το πολύτιμον παραπέτασμα του ναού.
(1) Δες Ματθ. κζ 45-56 και Μάρκ. ιε 33-41 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Στα φαινόμενα αυτά προφανώς υπάρχει κάτι το έκτακτο, είτε αποδώσει κάποιος τον εξαιρετικό τους χαρακτήρα σε υπερφυσική αιτία, είτε θεωρήσει αυτά ως σύμπτωση που σχεδιάστηκε από τη θεία Πρόνοια (g).
(3) Ή, εννοείται εδώ «η γη γύρω από την Ιουδαία… διότι σε πολλά σημεία η γραφή ονομάζει πάσαν γην την Ιουδαία» (Ω).
Ή, το μεσημβρινό σκοτάδι προερχόμενο από τον ήλιο σκοτείνιασε ολόκληρο το άνω ημισφαίριο· ενώ από την άλλη η σελήνη… μη παίρνοντας κανένα φως από τον ήλιο, βύθισε σε σκοτάδι το κάτω ημισφαίριο (b).
(4) «Είτε σκοτεινό σύννεφο ή σύννεφα ήταν απλωμένα κάτω από τις ηλιακές ακτίνες που έφθαναν στην Ιουδαία γη ή ο αέρας που ήταν εκεί έγινε παχύς δείχνοντας συμπάθεια και αυτός για το γεγονός, όπως ακριβώς η γη γύρω από την Ιουδαία και οι πέτρες και τα μνήματα… Και αυτό έγινε, για να μάθουν ότι, αυτός που είναι κρεμασμένος στο ξύλο είναι εκείνος που πήρε σύμμαχο την κτίση, όταν πολέμησε τους Αιγυπτίους για αυτούς και χάθηκε το ηλιακό φως και χύθηκε το σκοτάδι σε όλη τη χώρα τους» (Ω).
Σκοτάδι και τώρα, όπως άλλοτε στην Αίγυπτο, έπεσε, με μόνη τη διαφορά, ότι εκεί μεν διήρκεσε για τρεις μέρες, ενώ εδώ μόνο για τρεις ώρες. Δες Εξόδου ι 22.
(5) Δες Ματθ. κζ 51 και Μάρκ. ιε 38. Συνήθως θεωρούν το συμβολικό αυτό γεγονός ότι σημαίνει, ότι η οδός του θρόνου της χάριτος θα είναι στο μέλλον ανοιχτή σε όλους. Αλλά άραγε δεν θέλησε μάλλον ο Θεός να δείξει με αυτό, ότι από τη στιγμή αυτή ο ναός δεν θα ήταν πλέον κατοικία του; Όπως ο μέγας αρχιερέας έσχιζε το χιτώνα του μπροστά σε κάποια βλασφημία ή σκάνδαλο, έτσι ο Θεός σχίζει το καταπέτασμα των αγίων των αγίων, όπου έως τώρα έκανε αισθητή την παρουσία του. Δεν υπάρχουν πλέον άγια των αγίων, άρα λοιπόν ούτε άγια, ούτε θυσιαστήριο, ούτε θυσίες. Ο ναός καταλύθηκε από τον ίδιο το Θεό. Αυτό είχε προαναγγείλει ο Ιησούς στους Ιουδαίους, όταν τους έλεγε: Φονέψτε με, και αμέσως θα καταστρέψετε το ναό (g).
«Το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε στα δύο, σαν να το έσχισαν σχεδόν και οι ίδιοι οι άγγελοι που κατοικούσαν από παλιά στο ιερό, και έσχισαν το σεμνό ύφασμα, έτσι ώστε, αφού μείνει γυμνός και έρημος από την δική τους φρουρά ο τόπος που ήταν άβατος και που δεν επιτρεπόταν να μπει κάποιος, να καταστεί έτοιμος στους εχθρούς και πολέμιους» (Ε).
Λουκ. 23,46 καὶ φωνήσας φωνῇ μεγάλῃ(1) ὁ Ἰησοῦς εἶπε· πάτερ(2), εἰς χεῖράς σου(3) παρατίθεμαι(4) τὸ πνεῦμά μου(5)· καὶ ταῦτα εἰπὼν ἐξέπνευσεν(6).
Λουκ. 23,46 Και εφώναξε με φωνήν μεγάλην ο Ιησούς και είπε• “πάτερ, εις τας χείρας σου παραδίδω το πνεύμα μου”. Και αφού είπε τους λόγους αυτούς, εξέπνευσε.
(1) Και οι τρεις συνοπτικοί μνημονεύουν τη μεγάλη αυτή φωνή, η οποία αποδεικνύει, ότι ο Ιησούς δεν πέθαινε από εξάντληση (p).
(2) Η λέξη Πατέρα δείχνει ότι η ψυχή του Κυρίου απολαμβάνει ήδη και πάλι τη στοργική κοινωνία και γαλήνη με τον επουράνιο Θεό. Πριν από λίγο, επικαλούμενος τον Πατέρα, έλεγε Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες, διότι ως εγγυητής μας πλήρωνε το χρέος μας. Το Πατέρα, το οποίο λέει τώρα, είναι το πρώτο αποτέλεσμα της συντελούμενης απολύτρωσης, το ένδοξο προανάκρουσμα της ανάστασης (g).
(3) Ο Πατέρας δέχτηκε το πνεύμα του Ιησού· ο Ιησούς δέχεται τα πνεύματα των πιστών. Δες τα λόγια του Στεφάνου στο Πράξ. ζ 59 (b).
«Αυτή η φωνή, την οποία έκραξε πάνω στο σταυρό «στα χέρια σου παραδίδω», διδάσκει ότι οι ψυχές των αγίων δεν κλείνονται πλέον στον άδη, όπως και πριν, αλλά είναι κοντά στο Θεό και αυτό έγινε σαν σε απαρχή (ξεκίνημα) στο Χριστό. Διότι οι ψυχές προχωρούσαν προς τα κάτω και εκεί κρατούνταν, αλλά αυτήν την κάτω πορεία ο Κύριος την μετέβαλλε προς τα πάνω, μέσω του εαυτού του. Επειδή δηλαδή στο δικό του πρόσωπο βρέθηκε η ανθρώπινη φύση να έχει γίνει πλούσια με την αναμαρτησία του, έφερε ως καινοτομία σε μας το να στέλνονται στα χέρια του ζωντανού Θεού οι ψυχές που απαλλάσσονται από τα σώματα. Και αυτό γνωρίζοντας ο άγιος Στέφανος, είπε· Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου» (Ω).
(4) Η φράση «στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου» προέρχεται από το ψαλμ. λ (στίχος 6). Ο μέλλοντας «θα παραδώσω», ο οποίος είναι και συνηθισμένη γραφή του κειμένου, ήταν φυσικός στο στόμα του Δαβίδ, του οποίου ο θάνατος δεν επέκειτο, αλλά ήταν ακόμη μακριά. Εξέφραζε με αυτόν, τον τρόπο, με τον οποίο έλπιζε, ότι μπορούσε να πεθάνει κάποια ημέρα. Ο ενεστώτας «παρατίθεμαι» αυτός και μόνος αρμόζει στην παρούσα κατάσταση του Ιησού (g).
Η γραφή παρατίθεμαι φαίνεται πιο αυθεντική. «Το ρήμα παραδίδω, διδάσκει ότι το πάθος του ήταν εκούσιο (=με τη θέλησή του)» (Ω). Αξιόλογη και η παρατήρηση: «Και παράδοση ονόμασε το θάνατο, διότι πάλι θα πάρει την ψυχή» (Θφ). «Δήλωνε δηλαδή το θα παραδώσω, ότι πάλι θα την πάρει πίσω» (Ω).
(5) Η λέξη πνεύμα δεν πρέπει να εννοηθεί με την έννοια της ζωτικής αρχής και δύναμης, αλλά με την έννοια της λογικής και αθάνατης ψυχής, η οποία και μετά το χωρισμό από το σώμα εξακολουθεί να ζει (ο). Το πνεύμα μου, όχι απλώς και μόνο τη ζωή μου, αλλά ούτε και απλώς την ψυχή μου· αλλά τις ανώτερες δυνάμεις της ψυχής μου, την υψηλότερη ζωή μου, το λογικό πνεύμα μου.
(6) Κανείς από τους τέσσερεις ευαγγελιστές δεν λέει, πέθανε ή εκοιμήθη ή ετελεύτησε (p). «Διότι δεν πέθαινε ως κοινός άνθρωπος, αλλά ως δεσπότης» (Θφ). Πεθαίνει με τα λόγια της Γραφής στο στόμα, διδάσκοντάς μας να χρησιμοποιούμε και εμείς τη γλώσσα της Γραφής όσες φορές απευθυνόμαστε προς το Θεό.
Λουκ. 23,47 ἰδὼν δὲ(1) ὁ ἑκατόνταρχος τὸ γενόμενον(2) ἐδόξασε(3) τὸν Θεὸν λέγων· ὄντως(4) ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος(5) ἦν.
Λουκ. 23,47 Όταν δε ο εκατόνταρχος είδεν αυτό που έγινε, εδόξασε τον Θεόν, λέγων• “πράγματι ο άνθρωπος ούτος ήτο δίκαιος”.
(1) Δες Ματθ. κζ 54-61 και Μάρκ. ιε 39-47 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Όταν είδε όχι απλώς και μόνο τον τρόπο, με τον οποίο πέθανε ο Ιησούς, που δεν πρόδιδε εξάντληση, αλλά και τα έκτακτα περιστατικά, όπως και ο Ματθαίος λέει «τον σεισμό και αυτά που έγιναν» (p).
(3) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα έχουν τη γραφή εδόξαζε· από αυτήν όμως ο g βρίσκει προτιμότερη τη γραφή εδόξασε. Δόξασε το Θεό χωρίς να το συνειδητοποιεί με τη δημόσια αυτή ομολογία λέγοντας ότι ο Ιησούς δεν ήταν εγκληματίας, αλλά πέθανε κατά το θέλημα του Θεού. Κάποιοι υπέθεσαν, ότι ο εκατόνταρχος ήταν προσήλυτος και ότι πρώτος αυτός με επίγνωση δόξασε το Θεό. Είναι αξιοσημείωτο, ότι οι στην Κ.Δ. αναφερόμενοι εκατόνταρχοι παρουσιάζονται να έχουν καλό χαρακτήρα, το οποίο επιβεβαιώνει αυτό που αναφέρει ο Πολύβιος (VI, 24,9), ότι κατά κανόνα οι άριστοι στο στράτευμα προβιβάζονταν στην τάξη αυτή (p).
(4) Προηγουμένως αποτελούσε υπόθεση αμφίβολη στους θεατές, τώρα όμως βεβαιώνει αυτό αδίστακτα και χωρίς κάποια αμφιβολία (b).
(5) Δεν ήταν κακοποιός, όπως ισχυρίστηκαν (g). Ο Ματθαίος και ο Μάρκος γράφουν «ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν». Αυτοί που θέλουν να συμβιβάσουν τη φαινομενική διαφωνία υποστήριξαν, ότι ο εκατόνταρχος είπε το δίκαιος πριν το σεισμό και το Θεού υιός μετά από αυτόν. Πιθανότερο είναι, ότι και οι δύο αυτές φράσεις εκφράζουν μία και την αυτή σκέψη = Ήταν πράγματι αγαθός και δίκαιος άνθρωπος και πολύ δίκαια ονόμασε το Θεό Πατέρα του. Ο εκατόνταρχος λέγοντας Υιός του Θεού δεν καταλάβαινε βεβαίως πολλά από εκείνα τα οποία εκφράζει η ονομασία αυτή (p). Η αναφώνηση του εκατόνταρχου είναι το προοίμιο της επιστροφής του εθνικού κόσμου (g).
Λουκ. 23,48 καὶ πάντες οἱ συμπαραγενόμενοι(1) ὄχλοι ἐπὶ τὴν θεωρίαν(2) ταύτην, θεωροῦντες τὰ γενόμενα, τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη(3) ὑπέστρεφον(4).
Λουκ. 23,48 Και όλα τα πλήθη που είχαν έλθει μαζί δια να παρακολουθήσουν το θέαμα της σταυρώσεως, όταν είδαν αυτά που έγιναν, εγύρισαν πίσω εις την πόλιν, κτυπώντες τα στήθη των.
(1) Συμπαραγίνομαι. Λέγεται μία φορά και στο Β΄ Τιμοθ. δ 16 μόνο στο κείμενο το receptus (=το παραδεδομένο κείμενο της Καινής Διαθήκης της κριτικής έκδοσης).
(2) Και αυτό λέγεται μία φορά. Η λέξη υπαινίσσεται την περιέργεια, η οποία είχε προσελκύσει τα πλήθη εκείνα (g). Θεώρησαν την όλη τραγωδία ως αξιοπερίεργο θέαμα (p). Αυτοί όμως οι οποίοι είχαν έλθει ως απλοί θεατές κυκλοφορούν ήδη στις διάνοιές τους σκέψεις που τείνουν προς σωτηρία και προετοιμάζονται για την Πεντηκοστή που περιγράφεται στο Πράξ. β (b).
(3) «Χτυπούσαν και τα στήθη… και κατηγορώντας τους σταυρωτές, ολοφάνερα δικαίωναν τον Ιησού» (Θφ).
«Πολλοί θρηνούσαν για αυτά που γίνονταν και χτυπούσαν το στήθος· αυτό που κατ’ εξοχήν δείχνει την ωμότητα των Ιουδαίων αρχόντων, είναι ότι για αυτά για τα οποία άλλοι θρηνούσαν, για αυτά αυτοί καυχιόντουσαν και ούτε από ευσπλαχνία λύγισαν, ούτε από φόβο συγκρατήθηκαν» (Χ).
Πολλοί από αυτούς δεν είχαν συμμετάσχει στις κραυγές Άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν. Και εκείνοι όμως οι οποίοι είχαν λάβει μέρος σε αυτές, είχαν παρασυρθεί από τους αρχιερείς και ήδη αισθάνονταν τύψεις για την πράξη τους (p). Όσοι είχαν συνεργήσει, περιήλθαν κατά το πλείστον σε κατάσταση ταραχής (b) «φωνάζοντας εναντίον της τόλμης αυτών που τον σταύρωσαν, αν και όχι φανερά λόγω της ασέβειας των αρχόντων» (Σχ).
Η κατάπληξη και ο τρόμος, από τα οποία κυριεύτηκαν οι Ιουδαίοι, οι μάρτυρες της σκηνής, είναι το προοίμιο της μετάνοιας και της τελικής επιστροφής του Ισραήλ (g). Παρόλ’ αυτά και πολλών από αυτούς τα συναισθήματα ήταν τελείως παροδικά και εφήμερα. Αυτοί δεν προχώρησαν και παραπέρα. Δεν ζήτησαν να εξετάσουν και να μάθουν περισσότερα για τον Ιησού, ώστε ακούγοντας την σχετικά με αυτόν αλήθεια να τον εγκολπωθούν ως Σωτήρα. Γύρισαν τρομαγμένοι και συγκινημένοι στα σπίτια τους, αλλά μετά από κάποιο χρόνο η εντύπωσή τους αυτή εξασθένησε, έως ότου λησμόνησαν τα πάντα.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με πολλούς από τους Χριστιανούς, των οποίων η συγκίνηση κατά τις εορτές των Παθών και κατά την συμμετοχή τους στα μυστήρια σιγά σιγά ελαττώνεται και πέφτει, επειδή δεν εξακολούθησαν να καλλιεργούν τις πρώτες ακτίνες της αλήθειας, η οποία έλαμψε σε αυτούς.
(4) Στην πόλη (δ).
Λουκ. 23,49 εἱστήκεισαν(1) δὲ πάντες οἱ γνωστοὶ αὐτοῦ(2) ἀπὸ μακρόθεν(3), καὶ γυναῖκες(4) αἱ συνακολουθήσασαι(5) αὐτῷ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας, ὁρῶσαι(6) ταῦτα.
Λουκ. 23,49 Όλοι δε οι γνωστοί του Κυρίου εστέκοντο από μακρυά, όπως επίσης και αι γυναίκες, που τον είχαν ακολουθήσει από την Γαλιλαίαν, και έβλεπαν όλα τα περιστατικά της σταυρώσεως.
(1) Όχι με έννοια υπερσυντέλικου, αλλά παρατατικού, όπως και το έστηκα είναι ενεστώτας. Εδώ λέγεται σε αντίθεση με το επέστρεφαν, για να παραστήσει την σταθερότητα των προσώπων αυτών, τα οποία παρέμεναν εκεί μέχρι τέλους (L).
(2) Μεταξύ των γνωστών αυτών θα ήταν και κάποιοι από τους αποστόλους. Αυτό συμπεραίνεται και από το «πάντες (=όλοι)» που μπαίνει μπροστά (g).
(3) Προδίδει το συναίσθημα του φόβου, το οποίο κυριαρχούσε σε αυτούς. Ο Ιωάννης και η Μαρία είχαν στην αρχή πλησιάσει κοντά στο σταυρό (Ιω. ιθ 26,27) (g).
(4) Ο Ματθαίος και ο Μάρκος αναφέρουν τα ονόματα κάποιων από αυτές.
(5) Υπάρχει και η γραφή αι συνακολουθούσαι.
(6) Το ὁρῶσαι μπήκε σε γένος θηλυκό από έλξη γραμματική με το γυναίκες, αναφέρεται όμως και στους γνωστούς που στέκονταν από μακριά. Αξιοσημείωτη η αλλαγή του ρήματος. Αυτοί δεν είναι από αυτούς που «θεωρούν» από περιέργεια, αλλά «ὁρῶσι» με αγωνιώδες ενδιαφέρον (p). Το ὁρῶσαι αναφέρεται συγχρόνως στα περιστατικά του θανάτου του Ιησού και στην αναχώρηση του πλήθους που χτυπούσε τα στήθη (g).
Η ταφή του Ιησού
Λουκ. 23,50 Καὶ(1) ἰδοὺ(2) ἀνὴρ ὀνόματι Ἰωσήφ, βουλευτὴς ὑπάρχων καὶ ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ δίκαιος(3) –
Λουκ. 23,50 Και ιδού, εμφανίζεται ένας άνθρωπος που ελέγετο Ιωσήφ, ο οποίος ήτο βουλευτής, μέλος δηλαδή του συνεδρίου, άνθρωπος αγαθός και δίκαιος.
Λουκ. 23,51 οὗτος οὐκ ἦν συγκατατεθειμένος(4) τῇ βουλῇ καὶ τῇ πράξει(5) αὐτῶν- ἀπὸ Ἀριμαθαίας πόλεως τῶν Ἰουδαίων(6), ὃς προσεδέχετο καὶ αὐτὸς(7) τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ,
Λουκ. 23,51 Αυτός δεν είχε συγκατατεθή εις την απόφασιν του συνεδρίου και εις την άλλην ενέργειαν των συνέδρων δια την σταύρωσιν του Χριστού. Αυτός κατήγετο από την Αριμαθαίαν, πόλιν των Ιουδαίων, είχε δε δεχθή και πιστεύσει στο κήρυγμα περί της βασιλείας του Θεού την οποίαν και επερίμενε.
(1) Στο τμήμα αυτό που αναφέρεται στην ταφή του Κυρίου οι στίχοι 54-56 και κάποιες άλλες φράσεις των υπόλοιπων στίχων είναι αποκλειστικές του Λουκά.
(2) Η σύνταξη είναι όμοια με αυτήν στο Λουκ. ιθ 2, και εννοείται από έξω το ἦν (=ήταν), δηλαδή «Καὶ ἰδοὺ ἦν ἀνὴρ» (δ). Οι κρυμμένοι φίλοι του Κυρίου εμφανίζονται κατά τη στιγμή της έσχατης καταφρόνησής του. Ήδη εκπληρώνεται ο λόγος του Παύλου (Β΄ Κορ. ε 14) «η αγάπη του Χριστού μάς συνέχει (=μας σφίγγει όλους μαζί και μας συγκρατεί προσκολλημένους σε αυτόν)» (g).
(3) Αγαθός και δίκαιος σύμφωνα με το Λουκά, το οποίο είναι ταυτόσημο με το ελληνικό ιδανικό που εκφράζεται με τη φράση καλός καγαθός· ο Μάρκος γράφει «ευσχήμων βουλευτής»=(σεβαστός) που είναι το ρωμαϊκό ιδανικό· και ο Ματθαίος γράφει «άνθρωπος πλούσιος». Δεν είναι άραγε αυτό το ιουδαϊκό ιδανικό; (g). Καθένας που είναι αγαθός, είναι και δίκαιος· όχι όμως και αντίστροφα. Ο Λουκάς αναφέρει το όλο ή το γένος (αγαθός) πριν το μέρος ή το είδος (δίκαιος) (b). Όχι μόνο δίκαιος προς όλους, αλλά και καλός και ευεργετικός προς όλους όσους είχαν την ανάγκη του.
(4) Δεν γνωρίζουμε εάν απουσίασε τελείως από τη συνεδρία ή εάν παρών σε αυτήν απείχε από την ψηφοφορία ή ψήφισε αρνητικά. Από το Μάρκ. ιδ 64 («όλοι καταδίκασαν…») μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι κατά την απαγγελία της απόφασης ήταν απών, διότι αυτή ήταν ομόφωνη (p), μολονότι η φυσική ερμηνεία της φράσης, την οποία χρησιμοποιεί εδώ ο Λουκάς, δηλώνει μάλλον ότι ο Ιωσήφ ήταν παρών στη συνεδρία και ψήφισε κατά της απόφασης του συνεδρίου (ο).
(5) Ούτε στην απόφαση (=την βουλή) ούτε στις απεχθείς μεθόδους (=πράξη) με τις οποίες εξασφαλίστηκε η από τον Πιλάτο επικύρωση της απόφασης (g).
(6) Βρισκόταν στο όρος του Εφραίμ και συνεπώς έξω από τα φυσικά όρια της Ιουδαίας. Αλλά από την εποχή, για την οποία γίνεται λόγος στο Α΄ Μακκαβ. ι 38,ια 34, περιλήφθηκε στην επαρχία αυτή (g). Το πλήρες όνομά της ήταν Ραμαθαίμ-ζοφίμ (=διπλή κορυφή των φρουρών). Για την τοποθεσία της παρόλ’ αυτά υπάρχουν πολλές αμφισβητήσεις, που καθιστούν αυτήν πολυπλοκότατο πρόβλημα στην ιερή τοπογραφία (p).
(7) Η συνηθισμένη γραφή: «ος και προσεδέχετο και αυτός», η οποία περικόπηκε λόγω του πλεονασμού, τον οποίο φαινόταν να παρουσιάζει. Οι αντιγραφείς δεν αντιλήφθηκαν τον σκοπό, για τον οποίο μπήκε το πρώτο κ α ι και έπειτα προστέθηκε το «και αυτός». Με το πρώτο «και» («και προσεδέχετο») ο Λουκάς προσθέτει την ιδιότητα του πιστού στις ιδιότητες του αγαθού και δίκαιου, που αποδόθηκαν στον Ιωσήφ· ενώ με τη φράση «και αυτός» τον διακρίνει από τους άλλους δεδηλωμένους φίλους του Ιησού= Και αυτός ήταν ένας από τους δικούς του, παρόλο που φαινομενικά συγκαταλεγόταν στις τάξεις των αντιπάλων του (g).
Και αυτός, όπως δηλαδή και ο Νικόδημος και άλλοι (δ). Υπάρχουν πολλοί, οι οποίοι εγκαρδίως ευλαβούνται το Χριστό, παρόλο που εξωτερικά δεν εκδηλώνουν αυτό το ίδιο ζωηρά. Είναι παρόλ’ αυτά πρόθυμοι και έτοιμοι να του προσφέρουν πραγματικές υπηρεσίες και σε δεδομένη στιγμή να φανερώσουν την αφοσίωσή τους με μεγαλύτερη αυταπάρνηση από όσο άλλοι, οι οποίοι κάνουν μεγαλύτερο θόρυβο και επίδειξη.
Λουκ. 23,52 οὗτος(1) προσελθὼν τῷ Πιλάτῳ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ,
Λουκ. 23,52 Αυτός προσήλθε στον Πιλάτον και εζήτησε το σώμα του Ιησού.
Λουκ. 23,53 καὶ καθελὼν αὐτὸ ἐνετύλιξε(2) σινδόνι(3) καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν μνήματι λαξευτῷ(4), οὗ οὐκ ἦν οὐδεὶς οὐδέπω(5) κείμενος·
Λουκ. 23,53 Και αφού το κατέβασε από τον σταυρόν, το ετύλιξεν εις σινδόνι και το έθεσε εις μνημείον σκαλισμένον εις βράχον, μέσα στο οποίον κανείς ποτέ δεν είχε ταφή.
(1) Με το «οὗτος» ανακεφαλαιώνει όλα όσα ειπώθηκαν για τον Ιωσήφ (δ).
(2) Το ρήμα αυτό συναντιέται μόνο εδώ και στο Ματθ. κζ 59 και Ιω. κ 7, όπου πρόκειται είτε για την ταφή είτε για το μνημείο του Κυρίου.
(3) Και οι τρεις συνοπτικοί αναφέρουν το σεντόνι, το οποίο για την ταφή κοβόταν σε οθόνια (=επιδέσμους) ή κειρίες (λωρίδες για σάβανο). Ο Μάρκος (ιε 46) μάς λέει, ότι αγοράστηκε από τον Ιωσήφ για αυτόν το σκοπό, και συνεπώς αγοράστηκε εκείνη την ημέρα. Άλλη ένδειξη για το ότι η γιορτή του Πάσχα (των Εβραίων) δεν είχε αρχίσει ακόμη (p).
(4) Από το ρήμα λαξεύω (λας και ξέω)= σκαλισμένο στο βράχο (δ). Το επίθετο αυτό δεν είναι κλασικό. Συναντιέται μία φορά στους Ο΄ (Δευτερ. δ 49) και 4 φορές στη μετάφραση του Ακύλα (Αριθμοί κα 20,κγ 14,Δευτερ. λδ 1και Ιησού Ναυή ιγ 20) (p).
(5) Συσσώρευση αρνήσεων. Το γεγονός αναφέρεται ως δείγμα ιδιαίτερης τιμής σε αντίθεση με τον επονείδιστο θάνατο (p), αλλά και για να τονιστεί, ότι «κανείς άλλος δεν ήταν θαμμένος, για να μην πουν οι συκοφάντες, ότι άλλο σώμα αναστήθηκε» (Θφ). Φαίνεται ότι το ίδιο λαξευτό μνημείο χρησιμοποιούνταν και για περισσοτέρους συγχρόνως νεκρούς, πριν ακόμη τα οστά αυτών που θάφτηκαν σε προηγούμενο χρόνο περισυλλεχτούν για να τοποθετηθούν στο οστεοφυλάκιο (L).
Λουκ. 23,54 καὶ ἡμέρα ἦν Παρασκευή (1), σάββατον ἐπέφωσκε(2).
Λουκ. 23,54 Και ήτο ακόμη ημέρα Πρασκευή. Επλησίαζεν όμως το Σαββατον, που θα ήρχιζε με την δύσιν του ηλίου.
(1) Υπάρχει και η γραφή παρασκευής. Η γραφή παρασκευή= τεχνικός όρος που σημαίνει την έκτη ημέρα της εβδομάδας, αυτήν που και εμείς ονομάζουμε Παρασκευή. Και ονομάστηκε έτσι η έκτη ημέρα της εβδομάδας από το ότι ήταν και ημέρα προπαρασκευής του Σαββάτου και παραμονή αυτού. Για αυτό η συριακή μετάφραση του Cureton μεταφράζει τη λέξη με την έννοια της έκτης ημέρας της εβδομάδας. Η αλεξανδρινή γραφή «παρασκευής», θα μπορούσε να έχει την ίδια έννοια (=έκτη της εβδομάδας)· θα μπορούσε όμως να σημαίνει και την προπαρασκευή και παραμονή οποιασδήποτε γιορτής, για την οποία θα χρειαζόταν προετοιμασία από την προηγούμενη ημέρα (g).
(2) «Πλησίαζε να φωτίσει, να γίνει αυγή, να ανατείλει» (Ζ). Ποιητική έκφραση που δηλώνει ότι πλησίαζε να ανατείλει η μεγάλη εκείνη ημέρα του Σαββάτου (δ). Ανακριβής όμως έκφραση. Διότι το Σάββατο άρχιζε από τη δύση και όχι από την ανατολή του ηλίου. Αλλά το επιφώσκω εύκολα μπορεί να μεταπέσει και στη σημασία του αρχίζω (p).
Φώτιζε διότι και η νύχτα έχει το φως της, ειδικά όταν είναι πανσέληνος, όπως ήταν τότε κατά το Πάσχα (b). Η παρατήρηση αυτή για το χρόνο γίνεται, για να δικαιολογηθεί η βιασύνη, με την οποία έγινε η ταφή. Φώτιζε μετά από κάποιες στιγμές το Σάββατο. Το κλάμα δεν πρέπει να παρεμποδίζει τη σπορά. Αν και έκλαιγαν για το θάνατο του Χριστού, όμως δεν λησμονούν τον αγιασμό του σαββάτου. Οι βιοτικές μας υποθέσεις πρέπει εγκαίρως να κανονίζονται, ώστε να μην μας γίνονται εμπόδιο από το πνευματικό μας έργο κατά την Κυριακή.
Λουκ. 23,55 Κατακολουθήσασαι(1) δὲ αἱ γυναῖκες, αἵτινες ἦσαν συνεληλυθυῖαι αὐτῷ ἐκ τῆς Γαλιλαίας, ἐθεάσαντο(2) τὸ μνημεῖον καὶ ὡς ἐτέθη(3) τὸ σῶμα αὐτοῦ(4),
Λουκ. 23,55 Παρακολουθούσαν δε με προσοχήν αι γυναίκες, που είχαν έλθει μαζή με τον Ιησούν από την Γαλιλαίαν και είδαν το μνημείον, όπως επίσης είδαν πως ετέθη το σώμα του εις αυτό σαβανωμένον.
(1) Η πρόθεση «κατά» στο ρήμα δεν σημαίνει κατάβαση στο μνημείο, αλλά ότι ακολουθούσαν πίσω από τον Ιωσήφ και τους βοηθούς του (p)· σημαίνει την φροντίδα, την οποία έλαβαν να προσκολληθούν στον Ιωσήφ ως συνοδεία του από κοντά (L).
(2) Με προσοχή παρατήρησαν για να ξαναβρούν έπειτα το μνημείο (δ). Το γεγονός, κατά το οποίο οι γυναίκες παρατηρούσαν τον τάφο, στον οποίο τοποθετήθηκε το σώμα, αναφέρεται και από τους τρεις συνοπτικούς. Αποτελεί αυτό μέρος της απόδειξης της Ανάστασης (p).
(3) Δεν παρατήρησαν μόνο τον τάφο, αλλά και πώς το σώμα είχε τοποθετηθεί, πράγμα το οποίο ήταν αναγκαίο για τα σχέδιά τους για τη νέα πληρέστερη επάλειψη με μύρα (L). Το πώς αναφέρεται στην τοποθέτηση του σώματος στον τάφο (ο) ή και πώς ενταφιάστηκε, δηλαδή πώς σαβανώθηκε και δέθηκε (δ).
(4) Ακολουθούσαν την ταφή όχι κάποιοι από τους μαθητές, αλλά μόνο οι γυναίκες από τη Γαλιλαία. Παρακολουθούν με δάκρυα από μακριά την ταφή. Έχουμε κηδεία σιωπηλή και όχι επίσημη και πομπώδη, αλλά η απόθεση στον τάφο, και παραμονή του είναι παρόλ’ αυτά ένδοξη, όπως θα αποδειχτεί μετά από κάποιες ώρες, όταν το Σάββατο θα έχει περάσει και θα ξημερώνει η Κυριακή.
Λουκ. 23,56 ὑποστρέψασαι δὲ ἡτοίμασαν(1) ἀρώματα καὶ μύρα(2). καὶ τὸ μὲν σάββατον ἡσύχασαν κατὰ τὴν ἐντολήν(3).
Λουκ. 23,56 Αφού δε επέστρεψαν εις την πόλιν, ητοίμασαν πριν δύση ο ήλιος, αρώματα και ευώδη έλαια. Και κατά μεν τον Σαββατον ησύχασαν και δεν έκαναν τίποτε, σύμφωνα με την εντολήν περί της σαββατικής αργίας.
(1) Ο Μάρκος (ιστ 1) λέει, ότι η αγορά των αρωμάτων έγινε, όταν πέρασε το Σάββατο, δηλαδή το απόγευμα της επομένης ημέρας, κατά την οποία έγινε η ταφή. Πιθανώς κατά το απόγευμα του θανάτου του Ιησού είχαν αρχίσει να κάνουν τις προετοιμασίες τους και συμπλήρωσαν αυτές όταν πέρασε το Σάββατο (g).
(2) Αρώματα = φυτά ευώδη· φυτικές ύλες αρωματώδεις· μύρα=έλαια αρωματικά (g.p.). Οι προετοιμασίες τους αυτές δείχνουν περισσότερο την αγάπη τους παρά την πίστη τους. «Οι γυναίκες, αν και είχαν πίστη προς τον Κύριο, αλλά δεν ήταν τέτοια όπως έπρεπε… Διότι νομίζοντάς τον ως απλό άνθρωπο, ετοιμάζουν μύρα και αρώματα, σύμφωνα με τη συνήθεια που επικρατούσε στους Ιουδαίους οπωσδήποτε για τους νεκρούς» (Θφ). Όπως μπορεί κάποιος να συμπεράνει και από το παράδειγμα του ληστή, ήλπιζαν οι γυναίκες σε ένδοξη επανεμφάνιση του Ιησού μετά το θάνατό του, όχι όμως και σε αναζωοποίηση του νεκρού σώματός του, που τοποθετήθηκε ήδη στον τάφο (g).
(3) Και τις μεν 24 ώρες του σαββάτου δηλαδή από τη δύση του ηλίου της παρασκευής μέχρι τη δύση του σαββάτου, ησύχασαν σύμφωνα με την εντολή του Θεού να αγιάζουν το σάββατο (δ). Μπορεί κάποιος να πει ότι το Σάββατο αυτό ήταν το τελευταίο της Παλαιάς Διαθήκης, η οποία έπαιρνε τέλος μαζί με το θάνατο του Χριστού. Με ακρίβεια και σεβασμό τηρήθηκε από όλους εκείνους, οι οποίοι χωρίς να το γνωρίζουν επρόκειτο να εγκαινιάσουν τη νέα Διαθήκη (g).
Εάν η ημέρα του θανάτου του Κυρίου ήταν η 15 Νισάν, η ημέρα του Πάσχα, δεν εξηγείται, πώς οι γυναίκες εργάστηκαν σε αυτήν, αγοράζοντας αρώματα, για να ησυχάσουν και να τηρήσουν αργία κατά την επομένη ημέρα του Σαββάτου. Εάν όμως δεχτούμε ότι η 15 Νισάν συνέπιπτε με το Σάββατο, το παν εξηγείται. Μέχρι τη δύση της Παρασκευής επιτρεπόταν η εργασία, και μετά τη δύση του σαββάτου επιτρεπόταν να εξακολουθήσουν αυτήν (p).
ΤΑ ΠΑΘΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα
Β. Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΙΕ 1 - 47
(Υπόμνημα στο κατά Μάρκον, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 291-312 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Θφ =ΘεοφυλακτοςΒουλγαρίας
Β = Βασίλειος ο Μέγας β = Βίκτωρ Αντιοχείας
Γν = Γρηγόριος Νύσσης Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας Σγ = Σεβηριανός Γαβάλων
Ζ = Ζιγαβηνός εις τον Μάρκον Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζμ = Ζιγαβηνός εις τον Ματθαιον Ω = Ωριγένης
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
The New-Century Bible St. Mark by S.D.F. Salmond, Edinburgh 1922 (σημειώνεται με το σ).
The International Critical Commentary, Ezra P. Gould, A critical and exegetical Commentary on the Gospel according to S. Mark, Edinburgh 1921 (σημειώνεται με το γ).
J.A. Bengel Gnomon of the N.T. Testament translated by I. Bryce. Τόμ. Α (σημειώνεται με το b).
C.L. W. Grimm Lexicon Graeco-Latinum in libros N. Lipsiae 1903. (σημειώνεται με το g).
Ν. Δαμαλά Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
Ο Ιησούς μπροστά στον Πιλάτο
Μαρκ. 15,1 Καὶ εὐθέως ἐπὶ τὸ πρωΐ(1) συμβούλιον(2) ποιήσαντες(3) οἱ ἀρχιερεῖς μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ γραμματέων καὶ ὅλον τὸ συνέδριον(4), δήσαντες(5) τὸν Ἰησοῦν ἀπήνεγκαν(6) καὶ παρέδωκαν τῷ Πιλάτῳ(7).
Μαρκ. 15,1 Και αμέσως το πρωΐ έκαμαν την επίσημον νομικήν συνεδρίασιν οι αρχιερείς με τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς και όλους τους συνέδρους και αφού κατεδίκασαν τον Ιησούν, τον έδεσαν, τον έφεραν και τον παρέδωσαν στον Πιλάτο.
(1) = Πάνω στο πρωί, ακριβώς κατά το πρωί (δ). Αρκετοί μεγαλογράμματοι κώδικες παραλείπουν το «επί το».
(2) Νέα συνεδρίαση του συνεδρίου, που αποσκοπούσε να προσδώσει μεν κανονικότητα και να επικυρώσει αυτά που έγιναν κατά την ανεπίσημη συνεδρία της νύχτας (σ), κατεξοχήν όμως να διασκεφθεί για το πώς έπρεπε να ενεργήσουν στον Πιλάτο. Για το δεύτερο λοιπόν αυτό θέμα επρόκειτο κυρίως να συσκεφθεί το συνέδριο (γ).
(3) Υπάρχει και η γραφή: ετοιμάσαντες. Το ετοιμάζειν= το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε η συνδιάσκεψη. Ετοίμασαν σχέδιο ενεργείας για τον Πιλάτο (γ).
(4) Όλα τα μέλη του συνεδρίου ήταν παρόντα στο συνέδριο (δ). Πρωί συγκεντρώθηκαν όλοι. Η ακούραστη δραστηριότητα των κακών στην ενέργεια του πονηρού αποτελεί ντροπή για τη ραθυμία και δυσκινησία μας στο αγαθό. Αυτοί που πολεμούν το Χριστό ξυπνάνε πρωί. Έως πότε εμείς θα κοιμόμαστε και θα νυστάζουμε;
(5) Το αποτέλεσμα της σύσκεψης (δ). Έδεσαν αυτόν, όταν τον συνέλαβαν στη Γεθσημανή. Και ή έλυσαν αυτόν όταν προσήχθη ενώπιον του συνεδρίου ή έδεσαν αυτόν τώρα σφιχτότερα με τα χέρια πίσω όπως συνηθιζόταν να δένονται οι κατηγορούμενοι, των οποίων διαπιστώθηκε η ενοχή. Ήταν ήδη δεμένος με τα δεσμά της αγάπης του προς τον άνθρωπο, διαφορετικά θα μπορούσε να διασπάσει τα δεσμά, όπως άλλοτε ο Σαμψών. Είμαστε εμείς οι δέσμιοι με τις σιδερένιες αλυσίδες της ενοχής και του πλήθους των αμαρτιών μας. Και ο Θεός επέβαλλε στον τράχηλο του Κυρίου μας το ζυγό των παραβάσεών μας, ώστε εμείς να λυθούμε, όπως θεραπευτήκαμε με την πληγή του.
(6) Η εορτή είχε αρχίσει. Ο κίνδυνος του να ματαιωθούν τα πάντα όταν οι οπαδοί του Ιησού μαζεύονταν στο μεταξύ σε οπωσδήποτε υπολογίσιμο αριθμό, ήταν μεγάλος. Δεν υπήρχε λοιπόν καιρός για χάσιμο και έπρεπε να επισπευτούν τα πάντα, για να αποφευχθεί κάθε δυσάρεστο για τους Ιουδαίους άρχοντες. Έφεραν λοιπόν χωρίς αναβολή δεμένο τον Ιησού μπροστά στον Πιλάτο. Εφ’ όσον όμως τα ρωμαϊκά δικαστήρια δεν άνοιγαν πριν την ανατολή του ηλίου και δεν δίκαζαν πριν τις 6 π.μ., ο Ιησούς οδηγήθηκε μπροστά στον Πιλάτο πιθανώς μεταξύ της 5-6 π.μ. (σ).
(7) «Έφεραν σον Πιλάτο τον Ιησού… ως αντάρτη και επειδή έλεγε για τον εαυτό του ότι είναι βασιλιάς των Ιουδαίων» (β). «Παρέδωσαν οι Ιουδαίοι στους Ρωμαίους τον Κύριο· παραδόθηκαν και αυτοί από τον Κύριο στα χέρια των Ρωμαίων· και εκπληρώνονται οι Γραφές που λένε· Αλίμονο στον παράνομο, διότι θα συμβούν πονηρά σε αυτόν, σύμφωνα με τα έργα των χεριών του· και πάλι· με όποιον τρόπο ενήργησες, έτσι θα είναι σε σένα η ανταπόδοσή σου» (Θφ).
Παραδίνοντας τον βασιλιά της βασιλείας των ουρανών αυτοβούλως στα έθνη, ήταν σαν να απαρνούνταν τη βασιλεία αυτή, η οποία έτσι με τη συγκατάθεσή τους αφαιρούνταν από αυτούς και δινόταν σε έθνος που θα έκανε τους καρπούς της. Παρέδιδαν με τη δική τους βούληση το Χριστό, ο οποίος ήταν το στέμμα του Ισραήλ, στους Ρωμαίους οι οποίοι ήταν ο ζυγός του Ισραήλ.
Μαρκ. 15,2 καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ Πιλᾶτος· σὺ(1) εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· σὺ λέγεις(2).
Μαρκ. 15,2 Και τον ρώτησε ο Πιλάτος• “συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων;” Αποκριθείς δε ο Ιησούς του είπεν• “συ λέγεις, ότι είμαι βασιλεύς των Ιουδαίων”.
(1) Με έμφαση μπαίνει μπροστά η αντωνυμία και πιθανώς με περιφρόνηση. Ο Πιλάτος γελοιοποιεί την κατηγορία (γ). Υπήρξε συχνά σκληρός κλήρος της αγίας θρησκείας του Χριστού να κινεί την υποψία των πολιτικών εξουσιών, σαν να ήταν επιβλαβής στους βασιλιάδες και τα κράτη τους, ενώ συντελεί ισχυρά στην ευτυχία και ασφάλεια και των δύο.
(2) «Όταν ρώτησε ο Πιλάτος, Εσύ είσαι βασιλιάς των Ιουδαίων; ο Κύριος δίνει αμφίβολη απάντηση. Διότι το, Εσύ το λες, μπορεί να εννοηθεί ότι: Αληθινά το είπες· εσύ είπες αυτό ακριβώς που είμαι. Μπορεί όμως να εννοηθεί και έτσι, ότι: Εγώ δεν το λέω αυτό, εσύ όμως το λες» (Θφ).
Οπωσδήποτε ο Ιησούς δεν αρνείται την κατηγορία. Συμβιβαζόταν με την πνευματική αντίληψή του για το Μεσσιανικό και βασιλικό αξίωμα ούτε να αρνηθεί ούτε να επιβεβαιώσει ότι ήταν ο βασιλιάς των Ιουδαίων. Δεν ήταν βασιλιάς των Ιουδαίων με την έννοια, με την οποία ο Πιλάτος αντιλαμβανόταν το αξίωμα του βασιλιά. Ήταν όμως βασιλιάς με άλλη τελείως διαφορετική έννοια (σ).
Είναι αξιοσημείωτο, ότι όπως μπροστά στο συνέδριο, έτσι και εδώ είναι η μόνη ερώτηση, στην οποία απαντά ο Ιησούς. Είναι η μόνη ερώτηση, για την οποία η προσωπική του μαρτυρία είναι απολύτως αναγκαία και παρουσιάζεται εξόχως σοβαρή (γ), «έτσι ώστε ούτε με τη σιωπή να επιβεβαιώσει τη συκοφαντία τους, ούτε με την άρνηση να προκαλέσει την εντύπωση της δειλίας» (β).
Είμαι βασιλιάς, αλλά όχι τέτοιος, όπως εσύ υποπτεύεσαι ότι είμαι, είπε ο Κύριος στον Πιλάτο. Είναι ο βασιλιάς που κυβερνά και προστατεύει τον κατά πνεύμα Ισραήλ, τους εν τω κρυπτώ Ιουδαίους, που έχουν περιτομή αχειροποίητη· ο βασιλιάς, ο οποίος θα τιμωρήσει τον κατά σάρκα Ισραήλ, που εμμένει στην απιστία. Έτσι ο Κύριος ομολόγησε την καλή ομολογία ενώπιον του Πιλάτου και δεν ντράπηκε ούτε φοβήθηκε να διακηρύξει, ότι είναι βασιλιάς, τη στιγμή που ο μεν Πιλάτος γελοιοποιούσε αυτήν του την αξίωση, οι δε Ιουδαίοι ζητούσαν για αυτήν το θάνατό του.
Μαρκ. 15,3 καὶ κατηγόρουν αὐτοῦ οἱ ἀρχιερεῖς πολλά(1), αὐτὸς δὲ οὐδὲν ἀπεκρίνατο(2).
Μαρκ. 15,3 Και οι αρχιερείς επέμειναν να κατηγορούν αυτόν δια πολλά εγκλήματα, άξια θανάτου. Αυτός όμως δεν έδιδε καμίαν απόκρισιν.
(1) Τις πολλές κατηγορίες φέρνουν τώρα οι αρχιερείς, διότι στο μεταξύ ο Πιλάτος είχε πειστεί για το ασύστατο της πρώτης κατηγορίας (γ). Όπως ο Λουκάς (κγ 4) και ο Ιωάννης (ιη 38) λένε, ο Πιλάτος αφού βγήκε είπε, ότι καμία κατηγορία δεν βρίσκω κατά του ανθρώπου (σ). Οι νέες αυτές πρόσθετες κατηγορίες υπήρξαν, ότι ξεσηκώνει το λαό και ότι αποτρέπει αυτόν από την πληρωμή των φόρων. Το ότι όμως ο Πιλάτος παρά τη σιωπή του Ιησού λίγη προσοχή δίνει σε αυτές, αποδεικνύει, ότι είχε αντιληφθεί πλήρως την πραγματικότητα (γ).
Οι άριστοι των ανθρώπων συχνά κατηγορήθηκαν με τις χειρότερες κατηγορίες. Εδώ τέτοιες συνυφαίνουν οι αρχιερείς. Κακοί και διεφθαρμένοι κληρικοί είναι κατά γενικό κανόνα οι χειρότεροι των ανθρώπων. Όσο κάτι είναι καλύτερο τόσο χειρότερο γίνεται, όταν διαφθαρεί. Λαϊκοί διώκτες υπήρξαν γενικώς περισσότερο ευδιάλλακτοι από τους κληρικούς διώκτες.
(2) «Υπέμενε γενναία τις κατηγορίες» (Θφ). Ήταν απορροφημένος από τη σκέψη να εκτελέσει το θέλημα του Πατέρα του, στον οποίο προσέφερε τον εαυτό του θυσία και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της δικαιοσύνης του. Αδιαφορούσε για αυτό για τις διατυπούμενες από τους ανθρώπους κατηγορίες. Η ώρα του είχε φτάσει και έλεγε προς τον Πατέρα του· «Όχι τι θέλω εγώ, αλλά τι θες εσύ».
Μαρκ. 15,4 ὁ δὲ Πιλᾶτος πάλιν ἐπηρώτα αὐτὸν λέγων· οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; ἴδε πόσα(1) σου καταμαρτυροῦσιν.
Μαρκ. 15,4 Ο δε Πιλάτος πάλιν τον ηρώτησε λέγων• “δεν αποκρίνεσαι τίποτε; Κύτταξε, πόσα αυτοί καταθέτουν εναντίον σου”!
(1) Προς στιγμήν η από την πρώτη έρευνα σχηματισμένη από τον Πιλάτο πεποίθηση για την αθωότητα του Ιησού κλονίστηκε κάπως από τις νέες κατηγορίες και για αυτό απευθύνει νέες ερωτήσεις προς τον Ιησού, αλλά δεν λαμβάνει καμία απόκριση από αυτόν (σ). Άκουσε τι κατηγορούσαν εναντίον του. Αλλά η ημέρα εκείνη ήταν ημέρα υπομονής, κατά την οποία «σαν πρόβατο σε σφαγή οδηγήθηκε και σαν αμνός δεν ανοίγει το στόμα του».
Μαρκ. 15,5 ὁ δὲ Ἰησοῦς οὐκέτι(1) οὐδὲν ἀπεκρίθη(2), ὥστε θαυμάζειν(3) τὸν Πιλᾶτον.
Μαρκ. 15,5 Ο δε Ιησούς δεν απεκρίθη πλέον τίποτε, ώστε ο Πιλάτος να θαυμάζη.
(1) Δηλαδή μετά το πρώτο ερώτημα δεν μιλούσε πλέον…
(2) Του Ιησού η σιωπή οφείλεται και στο γεγονός ότι ο όλος βίος του ήταν επαρκής απάντηση για το ασύστατο των κατηγοριών (γ).
(3) Ο Πιλάτος θαυμάζει την ήρεμη και αξιοπρεπή σιωπή του Ιησού απέναντι στο λυσσασμένο κύμα των κατηγοριών και στον κίνδυνο που κρεμιόταν πάνω από την ίδια τη ζωή του (σ).
«Θαύμασε ο Πιλάτος, πώς αυτός που… ως αθώος μπορούσε απολογούμενος να ελευθερωθεί, δεν απολογείται, αλλά θεληματικά υπομένει το να πάθει, παραβλέποντας με μεγαλοφυή τρόπο τους κατηγόρους» (β). Θαυμαστός ο Κύριος όχι μόνο όταν μιλούσε, αλλά και όταν σιωπούσε. Τη σιωπή του, στην οποία ο Πιλάτος διέκρινε αδιαφορία του Ιησού όχι τόσο στο δικαστήριό του, όσο για τη δική του ζωή, έβρισκε ασυνήθιστη και μοναδική, χωρίς προηγούμενο στις τόσες περιπτώσεις κατηγορουμένων, τις οποίες αυτός είχε γνωρίσει. Για αυτό δεν εξοργίζεται για αυτήν, αλλά θαυμάζει, και θαυμάζει πολύ, όπως σημειώνει άλλος ευαγγελιστής.
«Ο Ιησούς λοιπόν πάντα ψευδομαρτυρείται και δεν υπάρχει περίσταση που να μην κατηγορείται για κακία που υπάρχει στους ανθρώπους. Και αυτός μεν και τώρα σιωπά σε αυτά και δεν απαντά μεν με λόγια, απολογείται όμως με τη ζωή των γνησίων του μαθητών, η οποία ζωή τους φωνάζει τα βασικά ζητήματα και είναι ανώτερη από κάθε ψευδομαρτυρία, και με αυτόν τον τρόπο ο Κύριος ελέγχει και ανατρέπει τις ψευδομαρτυρίες» (Ω).
Μαρκ. 15,6 Κατὰ δὲ ἑορτὴν ἀπέλυεν αὐτοῖς ἕνα δέσμιον, ὅνπερ ᾐτοῦντο(1).
Μαρκ. 15,6 Κάθε δε εορτήν του πάσχα ο ηγεμών εσυνήθιζε να απολύη προς χάριν αυτών ένα φυλακισμένον, εκείνον που θα εζητούσαν.
(1) Το έθιμο αυτό ήταν σύμφωνο με ό,τι γνωρίζουμε για την πολιτική των Ρωμαίων. Μέρος της ρωμαϊκής διοίκησης των επαρχιών, οι οποίες είχαν κατακτηθεί, ήταν και η πολιτική της συνδιαλλαγής (με τα έθιμα των κατακτωμένων λαών). Δεν υπάρχει όμως κάποια αναφορά αλλού για το έθιμο αυτό (γ).
Μαρκ. 15,7 ἦν δὲ ὁ λεγόμενος Βαραββᾶς μετὰ τῶν συστασιαστῶν δεδεμένος(1), οἵτινες ἐν τῇ στάσει(2) φόνον πεποιήκεισαν(3).
Μαρκ. 15,7 Υπήρχε δε εις την φυλακήν κάποιος λεγόμενος Βαραββάς, δεμένος μαζή με τους στασιαστάς, οι οποίοι εις την γνωστήν ανταρσίαν είχαν διαπράξει φόνον.
(1) Στον στίχο αυτό σύντομα αλλά εκφραστικά εκτίθεται η ιστορία του Βαραββά. Ήταν ακριβώς ό,τι κατηγορούσαν τον Ιησού· άνθρωπος, ο οποίος είχε ξεσηκώσει στάση εναντίον της ρωμαϊκής εξουσίας. Ήταν πολιτικός εγκληματίας και επειδή εξεγέρθηκε κατά της ρωμαϊκής εξουσίας θεωρούνταν ίσως ως πατριώτης, υπέρ του οποίου εύκολα μπορούσε να κινηθεί η συμπάθεια του λαού. Το γεγονός ότι οι Ιουδαίοι ζητούσαν την απόλυση του Βαραββά, αποδείκνυε περίτρανα, ότι οι για στάση και άρνηση της πληρωμής των φόρων κατηγορίες εναντίον του Ιησού ήταν ανειλικρινείς και δόλιες (γ).
(2) Την γνωστή τότε, για την οποία όμως τίποτα δεν γνωρίζουμε (δ).
(3) Ο Βαραββάς «ήταν στη φυλακή για φόνο και στάση. Και τον άγιο και δίκαιο αρνήθηκαν, και ζήτησαν να τους χαριστεί άνδρας φονιάς, για να γίνουν συμμέτοχοι της μοίρας εκείνου» (β).
Μαρκ. 15,8 καὶ ἀναβοήσας ὁ ὄχλος ἤρξατο αἰτεῖσθαι(1) καθὼς ἀεὶ ἐποίει αὐτοῖς.
Μαρκ. 15,8 Και εκραύγασε δυνατά ο όχλος και ήρχισαν να ζητούν από τον Πιλάτον να απολύση ένα δέσμιον, όπως πάντοτε εσυνήθιζε να κάμνη εις αυτούς.
(1) «Πριν την ερώτηση» του Πιλάτου «άρχισε ο όχλος να ζητά να γίνει» (Ζμ) αυτό που πάντοτε έκανε σε αυτούς. «Οπότε παίρνοντας αφορμή ο Πιλάτος επιχείρησε και ρώτησε» (Ζμ).
Μαρκ. 15,9 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἀπεκρίθη αὐτοῖς λέγων· θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων(1);
Μαρκ. 15,9 Ο δε Πιλάτος απήντησε και τους είπε• “Θέλετε να απολύσω προς χάριν σας τον βασιλέα των Ιουδαίων;”
(1) Ή ο Πιλάτος είχε πληροφορηθεί από τους αρχιερείς ότι αυτός ο ίδιος ο λαός απέδωσε στον Ιησού κατά την πρόσφατη είσοδό του στην Ιερουσαλήμ τον τίτλο του βασιλιά των Ιουδαίων και χρησιμοποιεί τον τίτλο αυτόν με σκοπό να προσελκύσει τη συμπάθεια του λαού (γ).
Ή, πιο σωστά, ονομάζει τον Ιησού βασιλιά των Ιουδαίων για ερεθισμό και κοροϊδία των αρχιερέων και των υπόλοιπων (δ), με κάποιο οίκτο για τον κατηγορούμενο και περιφρόνηση για την κατηγορία κι αυτούς που την εξύφαναν. Ο Πιλάτος ήταν πεπεισμένος για την αθωότητα του Ιησού. Παρόλ’ αυτά δεν είχε το θάρρος να τον απολύσει, χρησιμοποιώντας την εξουσία του, όπως όφειλε να πράξει, και ήθελε να απολυθεί ο Ιησούς με εκλογή και προτίμηση του λαού. Έτσι ήλπιζε να ικανοποιήσει και τη συνείδησή του και το λαό. Τέτοια τεχνάσματα, στα οποία επιζητείται συμβιβασμός της συνείδησης με τον κόσμο, είναι συνηθισμένα μόνο σε εκείνους, οι οποίοι ζητούν να αρέσουν στους ανθρώπους μάλλον παρά στο Θεό. Και οδηγούν πάντοτε σε ελαστικότητες, με τις οποίες προδίδεται το καθήκον.
Μαρκ. 15,10 ἐγίνωσκε γὰρ(1) ὅτι διὰ φθόνον(2) παραδεδώκεισαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς.
Μαρκ. 15,10 Και επρότεινε τούτο, διότι εγνώριζεν, ότι ένεκα φθόνου τον είχαν παραδώσει οι αρχιερείς.
(1) Αιτιολογεί την εκδηλούμενη από τον Πιλάτο προτίμηση υπέρ του Ιησού.
(2) Ήξερε ότι η δημοτικότητα του Ιησού στο λαό είχε διεγείρει το φθόνο των αρχόντων εναντίον του (γ). Η πραγματικότητα λοιπόν ήταν ότι ο Ιησούς ήταν αθώος. Για την αθωότητα λοιπόν αυτήν «επιχειρεί (ο Πιλάτος) να γλυτώσει από την καταδίκη τον Ιησού» (Θφ). Έξυπνη και η παρατήρηση: Ήλπιζε ο Πιλάτος, ότι θα μπορούσε να κεντρίσει και πάλι την δημοτικότητα που πριν απολάμβανε ο Ιησούς και να χρησιμοποιήσει αυτήν για απόλυσή του (γ).
Μαρκ. 15,11 οἱ δὲ ἀρχιερεῖς ἀνέσεισαν(1) τὸν ὄχλον ἵνα μᾶλλον τὸν Βαραββᾶν ἀπολύσῃ αὐτοῖς(2).
Μαρκ. 15,11 Οι δε αρχιερείς εξεσήκωσαν και έπεισαν τον όχλον να ζητήση όπως απολύση, κατά προτίμησίν των, τον Βαραββάν.
(1) «Δηλαδή ανακίνησαν» (Ζμ). Αναστάτωσαν, έφεραν άνω κάτω, για να τον πείσουν (δ). Δεν μπορούμε παρά να προσβλέψουμε με αγανάκτηση κατά των πονηρών αυτών αρχιερέων. Σύμφωνα με το νόμο για αμφισβητήσεις που δημιουργούνταν σε περιπτώσεις θανατικής ποινής ο λαός έπρεπε να καθοδηγείται από τους ιερείς (Δευτερον. ιζ 8).
Την μεγάλη αυτή εξουσία, την οποία εμπιστεύτηκε ο Θεός στα χέρια τους, καταχρώνταν ασυνείδητα και οι αρχηγοί του λαού αποπλανούσαν τώρα αυτόν. Επιπλέον δεν μπορούμε παρά να προσβλέψουμε με οίκτο προς τον παραπλανώμενο λαό. Ο Κύριος σπλαχνίστηκε αυτούς, διότι ήταν σαν πρόβατα που δεν έχουν ποιμένα (Μάρκ. στ 34). Και τώρα τυφλοί άρχοντες τυφλό λαό οδηγώντας συμπαρέσυραν με τους εαυτούς τους και αυτόν στο λάκκο.
(2) Είναι η πρώτη φορά κατά την οποία ο λαός στρέφεται εναντίον του Ιησού. Αυτό οφείλεται στο ότι οι αρχιερείς και οι άρχοντές του αφού ομόφωνα στράφηκαν εναντίον του Ιησού, επόμενο ήταν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη. Θα εκμεταλλεύτηκαν επίσης κατάλληλα για αποπλάνηση του λαού και το ότι ο γενόμενος δεκτός ως Μεσσίας κατά τη θριαμβευτική του είσοδο στην Ιερουσαλήμ δεν είχε εκδηλώσει στο μεταξύ κάποια δράση για ανατροπή της ρωμαϊκής κυριαρχίας και ενώ προς στιγμήν είχε ξεσηκώσει τις παχυλές ελπίδες του λαού σε ύψιστο βαθμό, τίποτα δεν είχε πράξει για ικανοποίησή τους με την παλινόρθωση του επίγειου θρόνου του Δαβίδ (γ).
Μαρκ. 15,12 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἀποκριθεὶς πάλιν εἶπεν αὐτοῖς(1)· τί οὖν θέλετε ποιήσω ὃν λέγετε(2) τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων;
Μαρκ. 15,12 Ο δε Πιλάτος απεκρίθη πάλιν και τους είπε• “τι λοιπόν θέλετε να κάμω αυτόν, που τον ονομάζετε βασιλέα των Ιουδαίων;
(1) «Τους δίνει από παντού αφορμές ώστε να ελευθερώσουν ως αθώο τον Κύριο, και για αυτό καθυστερεί και αναβάλλει» (Θφ).
(2) Χρησιμοποιεί εδώ ο Πιλάτος το γεγονός, ότι αυτός ο ίδιος ο λαός είχε αποδώσει στον Ιησού τον τίτλο ο βασιλιάς των Ιουδαίων. Και ήλπιζε ότι μπορούσε να πετύχει από το λαό, αν όχι αίτηση για απόλυση του Ιησού, τουλάχιστον όμως την εκδήλωση κάποιας αδιαφορίας, που θα επέτρεπε σε αυτόν τη ματαίωση της θανατικής εκτέλεσης του Ιησού (γ).
Μαρκ. 15,13 οἱ δὲ πάλιν(1) ἔκραξαν· σταύρωσον αὐτόν.
Μαρκ. 15,13 Εκείνοι δε πάλιν έκραξαν• “σταύρωσέ τον”.
(1) Το πάλι αναφέρεται στην προηγούμενη κραυγή (στίχ. 11) της απόλυσης του Βαραββά (δ).
Μαρκ. 15,14 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἔλεγεν αὐτοῖς· τί γὰρ ἐποίησε κακόν(1); οἱ δὲ περισσοτέρως(2) ἔκραξαν· σταύρωσον αὐτόν.
Μαρκ. 15,14 Ο δε Πιλάτος έλεγε εις αυτούς• “διατί θέλετε τον θάνατόν του;” Τι κακόν έκαμε; Αυτοί όμως εφώναζαν δυνατότερα• “σταύρωσέ τον”.
(1) Ο Πιλάτος ήλπιζε ακόμη ότι με το ερώτημα αυτό, που δεν επιδεχόταν βάσιμη και αιτιολογημένη απάντηση, θα μπορούσε να προκαλέσει σύγχυση στο λαό και να σταματήσει τις κραυγές του (γ). Είναι προς μεγάλη τιμή του Κυρίου μας, ότι, παρόλο που σταυρώθηκε ως κακοποιός, παρόλ’ αυτά ούτε ο δικαστής του, ο Πιλάτος, ούτε οι διώκτες του μπόρεσαν να βρουν, ότι έκανε κάτι κακό.
Είχε πράξει κάτι κακό ενώπιον του Θεού; Όχι. Για αυτόν είπε ο Πατέρας, να το παιδί μου στον οποίο ευαρεστήθηκα, ο αγαπημένος μου στον οποίο ευδόκησε η ψυχή μου (Ματθ. ιβ 18). Είχε πράξει κάτι κακό απέναντι στην πολιτική εξουσία; Όχι· αυτός δίδαξε και τους άλλους να αποδίδουν στον Καίσαρα τα του Καίσαρα. Είχε πράξει κάτι εναντίον της δημόσιας ησυχίας και ειρήνης; Όχι. Για αυτόν είχε λεχθεί: «δεν θα φιλονικήσει, ούτε θα κραυγάσει, ούτε θα ακούσει κάποιος στις πλατείες τη φωνή του» (Ματθ. ιβ 19). Είχε πράξει κάτι κακό σε επί μέρους πρόσωπα; Όχι· γι αυτόν ειπώθηκε ότι περιόδευσε ευεργετώντας.
(2) Προηγουμένως χρησιμοποίησε απλώς το «έκραξαν». Τώρα η κραυγή έγινε εντονότερη και επιμονότερη. Η απόπειρα του Πιλάτου να κατασιγάσει αυτήν έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα (γ). Δες, ποια μεταβολή έγινε στις σκέψεις και τα αισθήματα του λαού εντός ολίγων ημερών. Όταν έμπαινε θριαμβευτικά στην Ιερουσαλήμ πριν από πέντε μόλις ημέρες ήταν τόσο γενικές οι επιφωνήσεις και επικροτήσεις του λαού, ώστε θα νόμιζε κάποιος ότι ο Ιησούς στην πόλη εκείνη δεν είχε κανένα εχθρό.
Αλλά τώρα, όταν οδηγήθηκε θριαμβευτικά ενώπιον του Πιλάτου, τόσο γενικές υπήρξαν οι εκδηλώσεις της δυσμένειας και εχθρότητας, ώστε θα νόμιζε κανείς, ότι ο Ιησούς δεν είχε εκεί κανέναν φίλο. Τέτοιες ανατροπές υπάρχουν στον άστατο αυτόν κόσμο, ώστε η προς τον ουρανό πορεία μας να διεξάγεται, όπως και η του Κυρίου, με δόξα και ατιμία, με ευφημία και δυσφημία (Β΄ Κορ. στ 8), ώστε ούτε να ξιπαζόμαστε από τις τιμές, ούτε να αποθαρρυνόμαστε από τις περιφρονήσεις.
Μαρκ. 15,15 ὁ δὲ Πιλᾶτος βουλόμενος τῷ ὄχλῳ τὸ ἱκανὸν ποιῆσαι(1), ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν(2), καὶ παρέδωκε τὸν Ἰησοῦν φραγελλώσας(3) ἵνα σταυρωθῇ(4).
Μαρκ. 15,15 Ο δε Πιλάτος επειδή ήθελε να ικανοποιήση τον όχλον, απελευθέρωσε τον Βαραββάν και τον Ιησούν, αφού πρώτον διέταξε να τον μαστιγώσουν με το φραγγέλιον, τον παρέδωσε, δια να σταυρωθή.
(1) Λατινικός τρόπος έκφρασης (populo satis-facere) από αυτούς που συναντιούνται όχι σπάνια στο Μάρκο (δ).= «Δηλαδή το αρεστό, το αποδεκτό από τον όχλο» (Θφ). Θέλοντας να ικανοποιήσει το πλήθος και να ευχαριστήσει αυτό (γ).
(2) Απολύθηκε, την ώρα που ήταν βέβαιο, λόγω των εγκλημάτων του, ότι θα σταυρωνόταν. Αντί για αυτόν όμως σταυρώθηκε ο Χριστός. Και έτσι και με την περίπτωση του Βαραββά υποδηλώθηκε, ότι ο Χριστός πέθαινε, για να πάρουν απόλυση και χάρη οι αμαρτωλοί και μάλιστα οι πρώτοι και χειρότεροι των αμαρτωλών.
(3) «Τελικά υποχωρώντας στο θέλημα εκείνων και φραγγέλωσε τον Κύριο, δηλαδή τον μαστίγωσε με πλεγμένες λωρίδες… και τους τον παρέδωσε για να σταυρωθεί» (Θφ). Η λέξη αποτελεί άλλο λατινισμό που συναντιέται στην Κ.Δ. μόνο εδώ και στο παράλληλο χωρίο του Ματθαίου. Η φραγγέλωση αυτή των Ρωμαίων ήταν τόσο σκληρή, ώστε συχνά το θύμα πέθαινε κατά τη διάρκειά της. Προηγούνταν συνήθως της σταύρωσης (Ιωσήπ. Ιουδ. Πολ. ΙΙ 14.9,V 11.1) (σ).
Πάντως συντελούσε στο να μετριάζει το παρατεταμένο μαρτύριο του σταυρικού θανάτου επισπεύδοντας αυτόν με την εξάντληση την οποία προκαλούσε πριν ακόμη συντελεστεί η σταύρωση (γ). Έτσι εκπληρώθηκαν και οι προφητείες: «στην πλάτη μου σφυροκοπούσαν οι αμαρτωλοί» (Ψαλμ. ρκη 3). «Την πλάτη μου έδωσα σε μαστίγωση» (Ησ. ν 6). «Με την πληγή αυτού εμείς θεραπευτήκαμε» Ησ. ν 5).
(4) «Για να σταυρωθεί», διότι ο σταυρικός θάνατος είναι θάνατος αιματηρός «και χωρίς χύσιμο αίματος δεν γίνεται άφεση» (Εβρ. θ 22). Για αυτό και στην Π.Δ. προσφέρονταν αιματηρές θυσίες ζώων «και σύμφωνα με το νόμο σχεδόν τα πάντα καθαρίζονται με το αίμα». Τώρα ο Χριστός εκπληρώνοντας όλες τις προτυπώσεις αυτές έχυσε το αίμα. «Για να σταυρωθεί», διότι ο σταυρικός θάνατος είναι θάνατος οδυνηρός και ο Χριστός έπρεπε να αντιμετωπίσει το θάνατο με το μεγαλύτερο τρόμο και πόνο του, για να τον κατανικήσει. Δοκιμάζοντας αγόγγυστα και καρτερικά τους πόνους του έγινε πραγματικό θύμα, αλλά ταυτόχρονα και ηρωϊκός θύτης.
«Για να σταυρωθεί», διότι ο σταυρικός θάνατος ήταν επαίσχυντος και ατιμωτικός θάνατος. Είχε όμως υβριστεί και ατιμαστεί ο Θεός με την αμαρτία του ανθρώπου. Και είναι εις τιμήν του Κυρίου μας το ότι για να ικανοποιήσει το Θεό εξ’ ονόματος της ανθρώπινης φύσης που τον εξύβρισε, όχι μόνο άδειασε τον εαυτό του με το να ξεντυθεί τις τιμές που οφείλονταν στη θεία του φύση, αλλά και υποβλήθηκε στον ατιμωτικότερο των θανάτων. «Για να σταυρωθεί», διότι «καταραμένος είναι καθένας που κρέμεται στο ξύλο» (Δευτερ. κα 23). Και επειδή εμείς βρισκόμασταν κάτω από κατάρα, «ο Χριστός μας εξαγόρασε από την κατάρα του νόμου με το να γίνει για χάρη μας κατάρα» (Γαλ. γ 13).
Ο Ιησούς χλευάζεται από τους στρατιώτες
Μαρκ. 15,16 Οἱ δὲ στρατιῶται(1) ἀπήγαγον αὐτὸν ἔσω τῆς αὐλῆς(2), ὅ ἐστι πραιτώριον(3), καὶ συγκαλοῦσιν ὅλην τὴν σπεῖραν(4)·
Μαρκ. 15,16 Οι δε στρατιώται, έσυραν τον Ιησούν στο εσωτερικόν της αυλής του κτηρίου, όπου έμενε ο πραίτωρ, και εμάζεψαν εκεί όλην την φρουράν.
(1) «Το στρατιωτικό γένος, που πάντα χαίρεται με τις αταξίες και τις ύβρεις, παρουσίαζε τα δικά του. Διότι αν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι άκουσαν μύριες διδασκαλίες έτσι του συμπεριφέρονταν, αυτοί που πολλά και πολλές φορές ευεργετήθηκαν, τι θα μπορούσαμε να πούμε για τους εθνικούς;» (Θφ).
(2) Η φραγγέλωση λοιπόν έγινε έξω, μπροστά στο ανάκτορο (σ). Τώρα εισήγαγαν αυτόν στην εσωτερική αυλή, γύρω από την οποία ορθώνονταν τα δωμάτια του οικοδομήματος, το οποίο ονομάζεται εδώ πραιτώριο.
(3) Η λέξη στα Ευαγγέλια και τις Πράξεις σημαίνει την επίσημη κατοικία του Ρωμαίου επιτρόπου (Δες Πράξ. κγ 35). Διχάζονται οι γνώμες για το ποιο οικοδόμημα υπονοείται εδώ. Ήταν το ανάκτορο του Ηρώδη του μεγάλου, το οποίο ο Ρωμαίος επίτροπος Φλώρος χρησιμοποίησε ως πραιτώριο (Ιωσήπ. Ιουδ. Πολ. ΙΙ 14,8); Αμφισβητείται αυτό, αφού προβάλλεται το γεγονός, ότι βρισκόταν ήδη στα Ιεροσόλυμα και ο Ηρώδης ο Αντίπας. Πού έμενε αυτός; Για αυτό εισηγήθηκαν και τη γνώμη ότι το πραιτώριο σε αυτήν την περίπτωση συνδεόταν (επικοινωνούσε) με το φρούριο της Αντωνίας (σ).
Αξιοθρήνητη ανοχή του Πιλάτου. Ήταν πεπεισμένος για την αθωότητα του Ιησού και ζήτησε με το από τον Ματθαίο αναφερόμενο πλύσιμο των χεριών να απαλλαγεί από την ενοχή για τον άδικο θάνατό του, και όμως ανέχτηκε εντός της κατοικίας του να λάβει χώρα ο εξευτελισμός του Ιησού, τον οποίο, εφόσον οι στρατιώτες εξαρτιόντουσαν άμεσα από αυτόν, στην εξουσία του ήταν να προλάβει. Οι διαχειριζόμενοι εξουσία δεν είναι μόνο υπεύθυνοι για όσα αυτοί ενεργούν ή αποφασίζουν, αλλά και για τις παρεκτροπές των άλλων, τις οποίες δεν προλαβαίνουν.
(4) Η λέξη μπορεί να σημαίνει λόχο, ο οποίος ήταν το ένα τρίτο της κοόρτιδος (cohors) και αποτελούνταν ονομαστικά από 200 άνδρες. Εφόσον όμως η σπείρα φέρεται (Ιω. ιη 12,Πράξ. κα 31) να έχει επικεφαλής χιλίαρχο, γίνεται υπόθεση ότι η λέξη σπείρα χρησιμοποιείται στην Κ.Δ. αντί για τη λέξη κοόρτις (σ). «Λέει τη σπείρα αντί να πει όλο το τάγμα» (Θφ).
Μαρκ. 15,17 καὶ ἐνδύουσιν(1) αὐτὸν πορφύραν(2) καὶ περιτιθέασιν αὐτῷ πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον(3),
Μαρκ. 15,17 Και δια να τον εμπαίξουν ως ψευδή βασιλέα, του φόρεσαν κάποιον κόκκινον μανδύαν, τάχα ως βασιλικήν πορφύραν, έπλεξαν ένα στεφάνι από αγκάθια και το έβαλαν γύρω στο κεφάλι του, ως στέμμα τάχα βασιλικόν.
(1) Όπως φαίνεται και από το στίχο 20 («τον έντυσαν με τα δικά του ρούχα») τον έγδυσαν για να τον ντύσουν με την πορφύρα. Η ντροπή της γυμνότητας ήλθε στους πρωτοπλάστους ταυτόχρονα με την παράβασή τους (Γεν. γ 7). Για αυτό και ο Χριστός, όταν ήλθε να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη για την αμαρτία γυμνώθηκε και υποβλήθηκε στην ντροπή της γύμνωσης, για να ετοιμάσει σε μας «ιμάτια λευκά, για να ντυθούμε και να μην φανερωθεί η ντροπή της γύμνωσής μας» (Αποκ. γ 18).
(2) «Και αν είναι οι αμαρτίες σας κατακόκκινες, θα τις λευκάνω σαν το μαλλί των προβάτων» (Ησ. α 18). Ο Χριστός χαίρεται ενδυόμενος την πορφύρα και πλένοντας τα ρούχα του σε κρασί (Γεν. μθ 10), διότι αυτά σήμαιναν, ότι πήρε πάνω του τις αμαρτίες μας, για να πλύνει τα ρούχα μας και γίνουν αυτά λευκά με το Αίμα του Αρνίου. Χλαμύδα κόκκινη, γράφει ο Ματθαίος. Πράγματι αυτή ήταν χλαμύδα, ρούχο που χρησιμοποιούνταν από τους Ρωμαίους στρατιώτες, ενώ η λέξη πορφύρα παριστά το πνεύμα της πράξης= έντυσαν τον Ιησού με ένδυμα που έμοιαζε με βασιλικό ένδυμα (γ), «τον εμπαίζουν ως βασιλιά» (Θφ).
(3) Για εμπαικτική απομίμηση του δάφνινου στεφανιού, συμβόλου νίκης, που φόραγαν κατά καιρούς οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες ως δείγμα στρατιωτικής διάκρισης ή σε περιστάσεις πανηγυρικές (σ). Τα αγκάθια ήλθαν μαζί με την αμαρτία των πρωτοπλάστων και ήταν μέρος της κατάρας την οποία επέφερε η αμαρτία (Γεν. γ 18). Και ο Χριστός λοιπόν γενόμενος για μας κατάρα και πεθαίνοντας, για να απομακρύνει την κατάρα από εμάς, αισθάνθηκε τα κεντήματα και τους πόνους των αγκαθιών εκείνων. Αλλά τα αγκάθια αυτά μπήκαν στο κεφάλι σαν στέμμα βασιλικό.
Πράγματι· η βασιλεία του δεν είναι από τον κόσμο αυτόν, ούτε η δόξα του είναι δόξα κοσμική, αλλά συντροφεύεται εδώ με θλίψεις και πόνους, ενώ η δόξα της πρόκειται στο μέλλον να αποκαλυφθεί. Εάν και εμείς έχουμε σκόλοπα στη σάρκα και δοκιμάζουμε τον πόνο των αγκαθιών των θλίψεων, ας ενισχυόμαστε από το ότι ο βασιλιάς και μέγας αρχιερέας μας, ο οποίος υπήρξε κρίνο ανάμεσα σε αγκάθια, συμπαθεί τις ασθένειες και τους πόνους μας, διότι γνώρισε και αυτός με την πείρα του, τι είναι τα αγκάθια αυτά στην ανθρώπινη σάρκα.
Μαρκ. 15,18 καὶ ἤρξαντο ἀσπάζεσθαι(1) αὐτόν. χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(2)·
Μαρκ. 15,18 Και ήρχισαν να τον χαιρετούν ειρωνικά και να του λέγουν• “χαίρε, ο βασιλεύς των Ιουδαίων”.
(1) «Τώρα έχει τη σημασία του χαιρετίζω» (Θφ). Άρχισαν να χαιρετίζουν αυτόν και να προσκυνούν εμπαικτικά ως βασιλιά (δ).
(2) Πολύ γρήγορα αυτός, τον οποίο οι στρατιώτες της Ρώμης εμπαικτικά προσφωνούν βασιλιά, θα αναδειχτεί λαμπρότερος και ισχυρότερος από τον Καίσαρά τους και θα κατακτήσει τον κόσμο για πάντα εκτείνοντας το πνευματικό του κράτος ευρύτερα από όσο η κοσμοκράτειρα τότε Ρώμη. Είναι φοβερό για αυτούς να εμπαίζουν εκείνον στον οποίο αργά ή γρήγορα και οι επί κεφαλής τους θα αναγκαστούν να αποδώσουν τιμές, τις οποίες κανείς ποτέ Καίσαρας δεν απόλαυσε.
Μαρκ. 15,19 καὶ ἔτυπτον αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν καλάμῳ(1) καὶ ἐνέπτυον(2) αὐτῷ, καὶ τιθέντες τὰ γόνατα(3) προσεκύνουν αὐτῷ(4).
Μαρκ. 15,19 Και εκτυπούσαν την κεφαλήν του με καλάμι και τον έφτυναν και αφού έπεφταν εις τα γόνατα τον προσκυνούσαν εμπαικτικώς.
(1) Πιθανότατα χτυπούσαν πάνω στο αγκάθινο στεφάνι, για να μπήγεται αυτό βαθύτερα και να πληγώνει περισσότερο το κεφάλι του· έτσι ώστε ο πόνος του να γίνεται μεγαλύτερος και τα από τις πληγές ρέοντα αίματα να ξεπηδούν αφθονότερα, για να παίζουν αυτοί, και από τον πόνο του να δοκιμάζουν μεγαλύτερη τέρψη.
(2) Οι υπήκοοι όταν ορκίζονταν πίστη προς τον βασιλιά τους, τον ασπάζονταν. Αυτό διακωμωδώντας και εκείνοι αντί για φίλημα, τον έφτυναν.
(3) Γονάτιζαν μπροστά του αποδίδοντας εμπαικτικά σεβασμό προς αυτόν ως βασιλιά και όχι λατρεύοντας εμπαικτικά ως Θεό (γ). Και εκείνοι, όσοι προσκυνούν τώρα το Χριστό, αλλά την ίδια ώρα δουλεύουν στον κόσμο και τη σάρκα, στην πραγματικότητα τον ίδιο εμπαιγμό κάνουν σε αυτόν. Αυτοί που λυγίζουν μόνο το γόνατο, αλλά όχι και την καρδιά στον Ιησού, ώστε να πλησιάζουν αυτόν όχι με τα χείλη μόνο, εξομοιώνονται με τους στρατιώτες της Ρώμης με τη διαφορά, ότι εκείνοι αγνοούσαν τελείως το Χριστό, ενώ αυτοί τον γνώρισαν και τον προσκύνησαν ως Θεό τους.
(4) «Σαν ακριβώς από κάποιο σύνθημα σε όλους τότε χόρεψε ο διάβολος. Διότι οι στρατιώτες έκαναν τέρψη τις προς αυτόν ύβρεις… κάνοντάς τα όλα από δική τους δυστροπία. Και οι ύβρεις ήταν διάφορες και ποικίλες» (β).
Μαρκ. 15,20 καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν πορφύραν(1) καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια τὰ ἴδια, καὶ ἐξάγουσιν(2) αὐτὸν ἵνα σταυρώσωσιν αὐτόν.
Μαρκ. 15,20 Και αφού τον ενέπαιξαν του έβγαλαν τον κόκκινον μανδύαν, τον έντυσαν με τα ιδικά του ρούχα και τον έβγαλαν έξω από την πόλιν, δια να τον σταυρώσουν.
(1) Καμία αναφορά δεν γίνεται για το αγκάθινο στεφάνι και θεωρήθηκε για αυτό από πολλούς ως πιθανό, ότι σταυρώθηκε φορώντας αυτό στο κεφάλι. Διότι όπως είναι Ιερέας πάνω στον ουράνιο θρόνο του, έτσι υπήρξε και βασιλιάς πάνω στο σταυρό του.
(2) Τον έβγαλαν έξω από τον αμπελώνα και τον σκότωσαν. Τον έβγαλαν έξω από την πόλη, λες και αυτός, ο οποίος ήταν η δόξα τους και τον οποίο ανέμεναν ως λύτρωση στο λαό στην Ιερουσαλήμ, δεν ήταν άξιος να ζει μεταξύ τους και μόλυνε αυτήν με την παραμονή του σε αυτήν.
Μαρκ. 15,21 Καὶ ἀγγαρεύουσιν(1) παράγοντά τινα(2) Σίμωνα Κυρηναῖον(3), ἐρχόμενον ἀπ᾿ ἀγροῦ, τὸν πατέρα Ἀλεξάνδρου καὶ Ῥούφου(4), ἵνα ἄρῃ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ(5).
Μαρκ. 15,21 Και ηγγάρευσαν, δια να φέρη τον σταυρόν αυτού, κάποιον που έτυχε να περνά, Σίμωνα τον Κυρηναίον, που ήρχετο από το χωράφι του, τον πατέρα του Αλεξάνδρου και του Ρούφου.
(1) Ίσως διότι δεν μπορούσε να βαδίσει ο Ιησούς τόσο γρήγορα, όσο βάδιζαν αυτοί, ίσως και διότι τον έβλεπαν εξαντλημένο και φοβήθηκαν μήπως πεθάνει στο δρόμο και δεν προφθάσουν να τον σταυρώσουν, όπως ήθελαν, αγγαρεύουν το Σίμωνα.
(2) Περνούσε επιστρέφοντας από τον αγρό του και δεν φανταζόταν ποτέ, ότι θα φόρτωναν στους ώμους του σταυρό. Τελείως αιφνίδια και ανέλπιστα υποχρεώθηκε σε αυτό. Μη παραξενευόμαστε λοιπόν, εάν έρχονται σε εμάς σταυροί θλίψεων, αιφνίδια και μέσα σε καθαρό ουρανό.
(3) Μαθαίνουμε από τον Ιώσηπο (Κατά Αππίωνος ΙΙ,4 Αρχαιολ. ΧΙV 7.2) ότι στη βόρεια Αφρική στην Κυρήνη, είχαν εγκατασταθεί αρκετοί Ιουδαίοι επί Πτολεμαίου Α΄. Στην Κ.Δ. αναφέρονται και αλλού Ιουδαίοι από την Κυρήνη (Πράξ. β 10,στ 9,ιγ 1) (σ).
(4) Μόνο ο Μάρκος καθορίζει το Σίμωνα ως τον πατέρα Αλεξάνδρου και Ρούφου. Συμπεραίνουμε από αυτό ότι τα δύο αυτά πρόσωπα ήταν κάπως διακεκριμένα μεταξύ των Χριστιανών, τουλάχιστον στα μέρη εκείνα, για τους χριστιανούς των οποίων γράφτηκε το ευαγγέλιο του Μάρκου (σ). «Τον πατέρα, είπε, Αλεξάνδρου και Ρούφου επειδή ζούσαν ακόμη και ήταν γνωστοί. Διότι λένε ότι και αυτοί ακολούθησαν τους Αποστόλους αφού πίστεψαν στο Χριστό» (Ζ).
Θα ήταν παρόλ’ αυτά άκρως παρακινδυνευμένο να ταυτίσουμε τον Ρούφο αυτόν με αυτόν του Ρωμ. ιστ 13, και ακόμη πιο παράτολμο από την εκεί φράση του Παύλου «την μητέρα αυτού και εμού» να συμπεράνουμε, ότι ήταν και αδελφός του Παύλου (γ). Αλέξανδροι αναφέρονται και άλλοι στην Κ.Δ. Δες Πράξ. ιθ 33,Α΄ Τιμ. α 20,Β΄ Τιμ. δ 14. Είναι τελείως απίθανο όμως να έχουν αυτοί σχέση με τον εδώ αναφερόμενο.
(5) «Ο Ιωάννης είπε ότι βγήκε βαστάζοντας το σταυρό του. Διότι στην αρχή μεν φόρτωσαν σε αυτόν το σταυρό ως κατάδικο και βγήκε βαστάζοντάς τον. Έπειτα συναντώντας το Σίμωνα, αυτόν αγγάρευσαν για να σηκώσει αυτόν» (Ζμ). Βάρος σοβαρό και ανεπιθύμητο να βαστάξει ο Σίμων το σταυρό και να μεταφέρει αυτόν. Αλλά για κάποια λεπτά βάσταξε το φορτίο αυτό και έλαβε την τιμή να αναφέρεται το όνομά του από τα ευαγγέλια, ενώ αλλιώς ήταν αφανής και θα παρέμενε άγνωστος. Τώρα όμως οπουδήποτε κηρυχθεί το ευαγγέλιο, αναφέρεται η πράξη του αυτή για αιώνιο μνημόσυνό του.
Η σταύρωση του Σωτήρα
Μαρκ. 15,22 Καὶ φέρουσιν(1) αὐτὸν ἐπὶ Γολγοθᾶ τόπον, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον κρανίου τόπος(2).
Μαρκ. 15,22 Και τον έφεραν εις τόπον, που λέγεται Γολγοθάς, όνομα που μεταφραζόμενον σημαίνει “τόπος κρανίου”.
(1) Είναι αξιοσημείωτο ότι ο ευαγγελιστής λέει φέρνουν και όχι απλώς οδηγούν (b). Υποδηλώνει αυτό την εξάντληση του Ιησού.
(2) Η εβραϊκή λέξη σημαίνει κρανίο. Και ο Λουκάς με περισσότερη ακρίβεια γράφει «επί τον τόπον τον καλούμενον Κρανίον» (Λουκ. κγ 33).
Μαρκ. 15,23 καὶ ἐδίδουν αὐτῷ πιεῖν ἐσμυρνισμένον οἶνον(1)· ὁ δὲ οὐκ ἔλαβε.
Μαρκ. 15,23 Και του έδιναν να πίη κρασί ανακατεμένον με σμύρναν. Αυτός όμως δε το επήρε.
(1) Κρασί αναμιγμένο με σμύρνα. Οι αρχαίοι συνήθιζαν να αναμιγνύουν το κρασί με σμύρνα, για να κάνουν τη γεύση του με πιο ωραία μυρωδιά και πιο ευχάριστη (g). Η συνηθισμένη εκδοχή φαίνεται να είναι ότι η σμύρνα χρησιμοποιούνταν ως ναρκωτικό φάρμακο (γ) και ότι η προσφορά του εσμυρνισμένου κρασιού στον σταυρωμένο γινόταν σύμφωνα με φιλάνθρωπη συνήθεια, για να ναρκώσουν αυτόν και να κάνουν έτσι την αγωνία του ανεκτότερη (σ).
Παρόλ’ αυτά το κρασί χρησιμοποιούνταν προφανώς ως διεγερτικό ποτό και η σμύρνα προσθέτει στην ιδιότητά του αυτή τονώνοντας και θερμαίνοντας το σύστημα (γ). Αλλά αν ληφθεί σε αρκετή κάπως ποσότητα προκαλεί ζάλη, απώλεια συνείδησης και άμβλυνση των αισθήσεων. Αυτά όμως αποφεύγοντας ο θείος Λυτρωτής, για να προσφέρει με πλήρη συνείδηση και αίσθηση την ύψιστη θυσία υπέρ του κόσμου «δεν πήρε» το κρασί.
Μαρκ. 15,24 καὶ σταυρώσαντες αὐτὸν διαμερίζονται τὰ ἱμάτια αὐτοῦ βάλλοντες κλῆρον(1) ἐπ᾿ αὐτὰ τίς τί ἄρῃ(2).
Μαρκ. 15,24 Και αφού τον εσταύρωσαν, εμοίρασαν μεταξύ των τα ενδύματά του ρίχνοντες κλήρον, τι θα πάρη ο καθένας από αυτά.
(1) Ίσως οι στρατιώτες είχαν μαζί τους κύβους για να παίζουν κατά την ώρα της ανάπαυλας. Και οι μεν συνοπτικοί ευαγγελιστές «απλά και αόριστα έγραψαν ότι διαμοίρασαν και ότι έβαλαν κλήρο. Ο Ιωάννης όμως γράφοντας σαφέστερα για αυτό λέει… (ότι) έβαλαν κλήρο για τον χιτώνα τον άρραφο» (Ζμ).
(2) Ποιος να πάρει τι από τα ρούχα (b). Σκοπός του κλήρου ήταν να αποφύγουν την διαμάχη για το ποιος θα πάρει καθένα από τα ρούχα (δ). Ίσως είχαν ακούσει για εκείνους, οι οποίοι είχαν θεραπευτεί με την επαφή των ρούχων του Κυρίου και νόμισαν, ότι αυτά είχαν κάποια μαγική δύναμη· ή έλπιζαν να κερδίσουν χρήματα πουλώντας αυτά στους οπαδούς του ως αναμνηστικά ιερά· ή υποχρεωμένοι να αναμείνουν εκεί μέχρι το θάνατό του έπαιζαν με τους κύβους διασκεδάζοντας την ανία της αναμονής. Οπωσδήποτε εκπληρωνόταν ο λόγος του Θεού με αυτό.
Στον περίφημο εκείνο ψαλμό, τις πρώτες λέξεις του οποίου είπε ο Κύριος πάνω στο Σταυρό, λέγεται ακόμη: «Μοίρασαν τα ρούχα μου μεταξύ τους και για το κυριότερο ρούχο μου έβαλαν κλήρο» (Ψαλμ. κα 19). Αυτό δεν επαληθεύτηκε ποτέ στον Δαβίδ και αναφέρεται κατευθείαν προς το Χριστό. Αλλά ο Χριστός ξεντύθηκε και τα ιμάτια της θείας δόξας του, για να μοιράσει αυτά σε εμάς.
Μαρκ. 15,25 ἦν δὲ ὥρα Τρίτη(1) καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν.
Μαρκ. 15,25 Ήτο δε η ώρα τρεις από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή εννέα το πρωϊ τότε, που τον εσταύρωσαν.
(1) Μόνος ο Μάρκος καθορίζει την ώρα της σταύρωσης, ως τρίτη δηλαδή 9 π.μ. Πολλές εξηγήσεις προτάθηκαν για συμβιβασμό της ώρας αυτής του Μάρκου με αυτήν που καθορίζει ο Ιωάννης.
«Τι μπορούμε λοιπόν να πούμε; Ότι το «ήταν ώρα τρίτη» δεν πηγαίνει στο «και τον σταύρωσαν», αλλά ανεβαίνει στην αρχή των παθών του Σωτήρα. Ήταν λοιπόν, λέει, ώρα τρίτη, όταν δηλαδή άρχισε να πάσχει από τους στρατιώτες του Πιλάτου… Επομένως η μεν αναφορά της τρίτης ώρας στον Μάρκο φανερώνει την αρχή των δεσποτικών παθημάτων· ενώ η αναφορά της έκτης στον Ιωάννη δείχνει το τέλος τους, το οποίο είναι η σταύρωση» (Ζ).
Αρκετά σοβαρή εκδοχή, όταν μάλιστα συνδυαστεί με το γεγονός, σύμφωνα με το οποίο η τότε μέτρηση των ωρών, πιθανώς με ηλιακά ρολόγια και κλεψύδρες, δεν ήταν ακριβής, και μπορούσαν στην παράδοση και διάφορες ώρες της σταύρωσης να καταγραφούν (δ). Άλλη εκδοχή προβλήθηκε, ότι οι δύο συγγραφείς εδώ ακολουθούν διαφορετικούς τρόπους υπολογισμού και αρίθμησης του χρόνου. Έτσι ο Ιωάννης είχε υπ’ όψη αρίθμηση των ωρών παρόμοια με τη δική μας και συνεπώς λέγοντας, ότι ο Πιλάτος έβγαλε έξω τον Ιησού γύρω στην έκτη ώρα (Ιω. ιθ 14) εννοούσε την και σε εμάς έκτη πρωινή.
Η εκδοχή αυτή κλονίστηκε κάπως από πρόσφατες έρευνες και ιδιαίτερα από τον Ramsay. Και άλλοι δέχτηκαν σύμφωνα με τον Ιερώνυμο, ότι η ώρα σημειωνόταν στα χειρόγραφα με γράμμα του αλφαβήτου, το οποίο κατά την αντιγραφή αλλοιώθηκε (ο).
Μαρκ. 15 ,26 καὶ ἦν ἡ ἐπιγραφὴ τῆς αἰτίας αὐτοῦ(1) ἐπιγεγραμμένη(2)· ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(3).
Μαρκ. 15,26 Και ήτο γραμμένη η επιγραφή της αιτίας του σταυρικού του θανάτου στο επάνω μέρος του σταυρού• “ο βασιλεύς των Ιουδαίων”.
(1) «Την κατηγορία, για την οποία σταυρώθηκε» (Θφ)· την κατηγορία, για την οποία κρίθηκε άξιος αυτής της ποινής· το έγκλημα, για το οποίο κατηγορείται κάποιος (g).
(2) Η πρόθεση επί δεν αναφέρεται στην τοποθέτηση της επιγραφής πάνω από το κεφάλι, αλλά στο γράψιμο αυτής πάνω (=επί) στην πινακίδα (γ).
(3) «Έγραψαν τίτλο… ο βασιλιάς των Ιουδαίων, για να κηλιδώσουν και με αυτό τη δόξα του ότι είναι τάχα αντάρτης και ανακήρυξε τον εαυτό του βασιλιά» (Θφ).
Αλλά η επιγραφή ήταν μάλλον τιμητική για αυτόν. Διότι κανένα πραγματικό έγκλημα δεν υποδηλώνει αυτή. Δεν αναγράφεται στην επιγραφή ούτε καν ότι διεκδικούσε ψευδώς τον τίτλο του βασιλιά, αλλά απλώς και μόνο ότι ήταν βασιλιάς, και ανέμεναν οι Ιουδαίοι βασιλιά. Έτσι λοιπόν οι ίδιοι οι εχθροί του ανέχτηκαν επιγραφή που διακήρυττε, ότι ο σταυρωμένος κανένα έγκλημα δεν είχε διαπράξει. Διακηρυσσόταν ακόμη με αυτήν η ένδοξη και αιώνια αλήθεια, ότι ήταν ο βασιλιάς, τον οποίο οι Ιουδαίοι ανέμεναν και στον οποίο έπρεπε να υποταχτούν.
Ο Ιησούς ήταν ο αληθινός Μεσσίας και Σωτήρας του κόσμου. Όπως ο Βαλαάμ άλλοτε ενώ στάλθηκε να καταραστεί τον Ισραήλ ευλόγησε αυτόν πλήρως και μάλιστα τρεις φορές (Αριθμ. κδ 10), έτσι και ο Πιλάτος αντί να κατηγορήσει τον Ιησού ως εγκληματία, ανακήρυξε αυτόν βασιλιά και μάλιστα τρεις φορές, διότι σε τρεις γλώσσες ήταν η επιγραφή. Έτσι ο Θεός κατευθύνει τους ανθρώπους παρά τη θέλησή τους σε υπηρεσία και εκτέλεση των βουλών του.
Μαρκ. 15,27 Καὶ σὺν αὐτῷ σταυροῦσι δύο λῃστάς, ἕνα ἐκ δεξιῶν καὶ ἕνα ἐξ εὐωνύμων αὐτοῦ(1).
Μαρκ. 15,27 Και μαζί με αυτόν εσταύρωσαν δύο ληστάς, ένα από τα δεξιά του και ένα από τα αριστερά του.
(1) «Και μαζί με ληστές σταυρώνεται, για να σχηματίσουν κακή ιδέα για αυτόν οι άνθρωποι, ότι και αυτός ήταν κακούργος» (Θφ). Σε κάποιους από τους λατινικούς κώδικες προστίθεται μετά το «ένα εκ δεξιών» nomine Zoathan (=με το όνομα Ιωαθάν» και μετά το «ένα εξ ευωνύμων αυτού» nomine Chammatha (με το όνομα Χαμμαθά). Ανάμεσα σε αυτούς σταυρώνεται, σαν να υπήρξε ο χειρότερος από αυτούς, διότι ανάμεσα στους τρεις η μεσαία θέση επιφυλάσσεται για τον αρχηγό.
Μαρκ. 15,28 (1)καὶ ἐπληρώθη ἡ γραφὴ ἡ λέγουσα(2)· καὶ μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη.
Μαρκ. 15,28 Και επραγματοποιήθηκε η προφητεία της Γραφής• “και κατατάχθηκε μεταξύ εκείνων που παρέβησαν τον νόμον και εγκλημάτησαν”.
(1) Ο στίχος παραλείπεται από πολλούς μεγαλογράμματους και αρκετούς μικρογράμματους κώδικες και από παλαιές μεταφράσεις.
(2) Η παράθεση είναι από το Ησ. νγ 12, όπου σύμφωνα με τους Ο΄ γράφεται «εν τοις ανόμοις». Η πρόθεση «μετά» εδώ είναι πιο έντονη από την «εν» (b). «Κρεμάστηκαν μαζί του δύο ληστές. Και αυτό ήταν μεν ύβρις ομολογουμένως όσον αφορά τουλάχιστον τον σκοπό των Ιουδαίων· ήταν όμως ανάμνηση προφητείας που έλεγε Ότι μετά ανόμων ελογίσθη» (β).
Σε όλη του τη ζωή υπήρξε χωρισμένος από τους αμαρτωλούς, αν και συμπαθούσε αυτούς επιζητώντας τη σωτηρία τους. Κατά το θάνατό του όμως δεν χωρίστηκε από αυτούς, αλλά συμμετείχε στην ποινή και στο θάνατο των χειρότερων κακοποιών, σαν να υπήρξε συμμέτοχος και στα εγκλήματά τους. Αυτό έγινε διότι έκανε αυτόν ο Θεός αμαρτία και πήρε πάνω του το ομοίωμα της αμαρτίας. Στο θάνατό του συγκαταριθμήθηκε μαζί με τους ανόμους και πήρε τον κλήρο των πονηρών, έτσι ώστε εμείς κατά το θάνατό μας να καταταχτούμε μαζί με τους αγίους και να έχουμε τον κλήρο μας μαζί με τους εκλεκτούς.
Μαρκ. 15,29 Καὶ οἱ παραπορευόμενοι(1) ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν καὶ λέγοντες· οὐά(2), ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν(3)!
Μαρκ. 15,29 Και αυτοί, που περνούσαν στον δρόμον κοντά από τον σταυρόν, τον εβλασφημούσαν και εκινούσαν τας κεφαλάς των λέγοντες• “ουα, συ που θα εκρήμνιζες τον ναόν και εις τρεις ημέρας θα τον ξανάκτιζες!
(1) «Δηλαδή αυτοί που περνούσαν στο δρόμο» (Θφ). Αντί να τον συμπαθούν προσθέτουν νέα θλίψη στη δοκιμασία του με τις ύβρεις αυτές. Κουνούσαν τα κεφάλια τους εκδηλώνοντας τον θρίαμβό τους για την πτώση του και σαν να έλεγαν: «Εύγε, εύγε στην ψυχή μας. Τον κατάπιαμε» (Ψαλμ. λδ 25). Και εκπληρώθηκε έτσι ο προφητικός λόγος: Όλοι που με έβλεπαν με χλεύασαν, μίλησαν με τα χείλη τους, κούνησαν το κεφάλι τους (Ψαλμ. κα 8), Με είδαν, κούνησαν τα κεφάλια τους (Ψαλμ. ρη 25)..
(2) Επιφώνημα ειρωνικού θαυμασμού (δ), «χλευαστικό επίρρημα και εμπαικτικό» (Ζμ), που λέγεται μία φορά.
(3) Η κατηγορία των δύο μαρτύρων, που μαρτύρησαν ενώπιον του Καϊάφα, έγινε θέμα κοινής συζήτησης (σ). Παρόλο που οι ίδιοι οι δικαστές του είχαν διαπιστώσει το αβάσιμο της κατηγορίας, παρόλ’ αυτά διέδωσαν αυτήν μεταξύ του λαού για να διεγείρουν σε αυτόν μίσος και αποστροφή εναντίον του. Πράγματι, η ιδέα, ότι ο Κύριος θα γκρέμιζε το ναό, τον οποίο οι Ιουδαίοι τόσο τιμούσαν και για τη μεγαλοπρέπεια του οποίου τόσο καυχιόντουσαν, ήταν ικανή να εξάψει το εναντίον του μίσος τους.
Είναι σαν να έλεγαν σε αυτόν· Εσύ, που θα κατέστρεφες το μέγα αυτό και στερεό οικοδόμημα, το ιερό αυτό εγκαλλώπισμα του Ισραήλ και σε τρεις μέρες θα το έχτιζες πάλι, δείξε τώρα τη δύναμή σου, κάνοντας να εκμηδενιστούν τα καρφιά, τα οποία σε κρατούν καρφωμένο στο σταυρό, να επουλωθούν οι πάνω σου πληγές τους και να συντριβεί ο σταυρός σου, αφού καθένας, που έχει δύναμη, δείχνει αυτήν ολόκληρη προκειμένου να σώσει τον εαυτό του.
Έτσι ο σταυρός του Κυρίου έγινε στους Ιουδαίους σκάνδαλο, διότι έβλεπαν σε αυτόν σαν σε κάτι ασυμβίβαστο με την ακαταγώνιστη δύναμη του Μεσσία τους. Αλλά ο Κύριος εάν «σταυρώθηκε από ασθένεια» (Β΄ Κορ. ιγ 4), όπως φαινόταν στους Ιουδαίους, στην πραγματικότητα είναι «Θεού δύναμις».
Μαρκ. 15,30 σῶσον σεαυτὸν καὶ κατάβα(1) ἀπὸ τοῦ σταυροῦ.
Μαρκ. 15,30 Σώσε λοιπόν τον εαυτόν σου και κατέβα από τον σταυρόν”.
(1) Αρκετοί μεγαλογράμματοι γράφουν: σῶσον σεαυτὸν καταβάς… Η μετοχή καταβάς σημαίνει τον τρόπο του σώσε (γ). «Από εδώ επιχειρούσαν να συκοφαντήσουν και τα προηγούμενα θαύματα. Επομένως ούτε οι προφήτες ήταν προφήτες, ούτε οι δίκαιοι δίκαιοι, επειδή δεν τους άρπαζε από τους κινδύνους ο Θεός» (β).
Μαρκ. 15,31 ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες πρὸς ἀλλήλους(1) μετὰ τῶν γραμματέων ἔλεγον· ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι(2).
Μαρκ. 15,31 Παρομοίως δε και οι αρχιερείς εμπαίζοντες μεταξύ τους μαζί με τους γραμματείς έλεγαν• “άλλους έσωσε, τον εαυτόν του όμως δεν ημπορεί να σώση’’.
(1) Δεν αναμιγνύονταν αυτοί με το πλήθος, αλλά μεταξύ τους συζητούσαν και από στόμα σε στόμα μετέδιδαν μεταξύ τους, τους χλευασμούς τους (σ). Θεωρούσαν εξευτελιστικό για αυτούς να αναμιχθούν με το πλήθος. Αλλά εξευτέλιζαν τους εαυτούς τους ως δικαστές αποφασίζοντας το θάνατο του Ιησού, αφού δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα εναντίον του προσωπικά συναισθήματά τους και με τη χαιρεκακία τους αυτή γινόντουσαν ολοφάνεροι ότι είχαν κρίνει όχι απροκατάληπτα και απροσωπόληπτα.
(2) «Όμοια και οι αρχιερείς έλεγαν· αυτός που έσωσε άλλους, δεν σώζει τον εαυτό του; Και το έλεγαν αυτό ειρωνευόμενοι τα θαύματά του και χλευάζοντάς τα ότι έγιναν τάχα κατά φαντασία» (Θφ). Έπαιρναν ως δεδομένο, ότι δεν μπορεί να σώσει τον εαυτό του, επειδή αυτοβούλως παρέδιδε τον εαυτό του σε θάνατο, για να σώσει εμάς.
Μαρκ. 15,32 ὁ Χριστὸς ὁ βασιλεὺς(1) τοῦ Ἰσραὴλ καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ(2), ἵνα ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ(3). καὶ οἱ συνεσταυρωμένοι αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν(4).
Μαρκ. 15,32 Ο Χριστός, ο βασιλεύς του Ισραήλ, ας κατεβή τώρα από τον σταυρόν, δια να ίδωμεν και ημείς το θαύμα και να πιστεύσωμεν εις αυτόν”. Και οι δύο κακούργοι, που ήσαν σταυρωμένοι μαζή με αυτόν, τον ύβριζαν.
(1) Η λέξη Χριστός αναφέρεται στην ενώπιον του Καϊάφα διαδικασία, η λέξη βασιλιάς στην ενώπιον του Πιλάτου (b).
(2) «Ο διάβολος τούς παρακινούσε να λένε το «Ας κατέβει από το σταυρό». Επειδή δηλαδή γνώριζε ο αρχέκακος, ότι η σωτηρία από το σταυρό γίνεται, πάλι πείραζε τον Κύριο, για να κατεβεί από το σταυρό… και έτσι να καταργηθεί η σωτηρία η μέσω του σταυρού. Αλλά εκείνος και Υιός Θεού ήταν αληθινά, και για αυτό μάλλον δεν κατέβηκε. Γιατί αν επρόκειτο να κατέβει, δεν θα έκανε την αρχή να ανέβει» (Θφ).
Ίσως μερικοί θα δέχονταν τον Χριστό βασιλιά του Ισραήλ, εάν κατέβαινε από το σταυρό και αν γινόταν σε αυτούς δυνατόν να γίνουν μέτοχοι της βασιλείας του, χωρίς τις δοκιμασίες και τις θλίψεις, με τις οποίες «πρέπει να μπούμε» σε αυτήν. Αλλά αποτελεί όρο απαραίτητο και αδιάσειστο: Χωρίς σταυρό ούτε Χριστός ούτε βασιλικό στέμμα υπάρχει. Εκείνοι οι οποίοι θα ήθελαν να βασιλεύσουν μαζί με το Χριστό, πρέπει να πάθουν μαζί με αυτόν, διότι ο Χριστός και ο σταυρός του είναι μαζί καρφωμένα και αδιαχώριστα στον κόσμο αυτόν.
(3) Η έννοια της όλης πρότασης: Σταυρωμένος Μεσσίας, αλήθεια! Ας μην ακούμε πλέον για αυτόν. Εάν είναι πράγματι ο βασιλιάς Μεσσίας, ας κάνει χρήση της μεσσιακής του δύναμης και ας ελευθερώσει τον εαυτό του από την οικτρή και γελοία θέση του κατεβαίνοντας από το σταυρό. Ζητά να τον πιστέψουμε. Υπάρχει εύκολο μέσο να μας κάνει να πιστέψουμε. Ας κατεβεί από το σταυρό (γ).
Όταν σε παλαιότερο κάπως χρόνο ζητούσαν σημείο (=σημάδι, θαύμα) από τον ουρανό, τους είπε, ότι το σημείο το οποίο θα τους έδινε, δεν θα ήταν το να κατεβεί από το σταυρό, αλλά το να αναστηθεί από τον τάφο, όπου θα τοποθετούνταν νεκρός. Κι αυτό θα αποδείκνυε πολύ περισσότερο τη δύναμή του, από όσο εάν κατέβαινε τώρα από το σταυρό. Εάν κατέβαινε από το σταυρό, θα μπορούσαν να πουν, ότι οι σταυρωτές δεν τον είχαν σταυρώσει καλά ή τους ξεγέλασαν προσποιούμενοι ότι τον σταύρωσαν.
Αλλά η ανάστασή του θα ήταν σημείο μοναδικό, καταπληκτικό και που επιβεβαιώνει τη δύναμή του όσο κανένα άλλο. Παρόλ’ αυτά και για αυτήν είπαν, ότι οι μαθητές έκλεψαν το σώμα του Ιησού. Το να θέτουμε εμείς όρους για να πιστέψουμε και να μην συμμορφωνόμαστε με τα μέσα, τα οποία ο Θεός παρέχει για στηριγμό μας στην πίστη, δεν αποτελεί μόνο αξίωση βλάσφημη να υποτάξουμε το Θεό στην ιδιοτροπία μας και τον εγωισμό μας, αλλά και ανόητη υπεκφυγή της πεισματικής απιστίας μας.
(4) Ως προς το ληστή που μετανόησε: «Ένας όμως από τους ευαγγελιστές λέει, ότι και οι δύο ληστές λοιδορούσαν τον Ιησού. Και αυτό λοιπόν είναι αληθές, το οποίο και κατεξοχήν αυξάνει την ευγνωμοσύνη αυτού του ληστή. Διότι ήταν λογικό μεν να λοιδορήσει αυτός στην αρχή, με τη μία όμως έδειξε τόσο μεγάλη τη μεταβολή» (Χ).
Η συμπεριφορά όμως του άλλου αποδεικνύει, ότι και όταν πλησιάζει ο θάνατος, οι μεγαλύτερες τιμωρίες του σώματος για τα κακά που διαπράξαμε και οι πιο ταπεινωτικές παιδεύσεις της θείας Πρόνοιας, δεν κάμπτουν τη διαφθορά της ψυχής ούτε περιορίζουν την κακία της.
Μαρκ. 15,33 Γενομένης δὲ ὥρας ἕκτης σκότος ἐγένετο(1) ἐφ᾿ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης(2)·
Μαρκ. 15,33 Όταν δε η ώρα έγινε εξ από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή δώδεκα μεσημέρι, απλώθηκε σκοτάδι εις όλην την γην έως τας τρεις το απόγευμα.
(1) «Μέρα μεσημέρι, για να μάθουν όλοι οι κάτοικοι της γης» (β). «Και αν μεν ήταν καιρός έκλειψης, θα μπορούσε κάποιος να λέει, ότι ήταν φυσικό το σκοτάδι· τώρα όμως η σελήνη ήταν στην δέκατη τέταρτη ημέρα, όταν ήταν αδύνατον να γίνει έκλειψη φυσική» (Θφ). Το σκοτάδι αυτό δεν οφειλόταν σε φυσική έκλειψη του ηλίου, αφού ήταν πανσέληνος, αλλά όπως ο σεισμός και το σχίσιμο του καταπετάσματος του ναού, ήταν υπερφυσική εκδήλωση συμπάθειας της φύσης για αυτά που συνέβαιναν στην πνευματική σφαίρα. Όλοι οι συνοπτικοί ευαγγελιστές αναφέρουν το σκοτάδι (γ).
«Όταν έγινε λοιπόν έκτη ώρα, συνέβη το σημείο από τον ουρανό που ζητούσαν από τον Ιησού, το οποίο και υποσχέθηκε ότι θα δώσει, λέγοντας· γενιά πονηρή και μοιχαλίδα σημάδι ζητά, και σημάδι δεν θα δοθεί σε αυτήν παρά μόνο το σημάδι του Ιωνά, και όταν υψώσετε τον υιό του ανθρώπου τότε θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι. Διότι ήταν πολύ πιο θαυμαστό να γίνουν αυτά ενώ ήταν καρφωμένος στο σταυρό παρά όταν βάδιζε στη γη. Και αυτό ακριβώς που ουδέποτε προηγουμένως συνέβη (=το σκοτάδι) παρά μόνο στην Αίγυπτο, όταν τελούνταν το Πάσχα. Διότι και εκείνα ήταν τύπος αυτών εδώ» (β). Έκτακτο φως έχυσε ολόγυρα τη λάμψη του, όταν ο Χριστός γεννιόταν (Λουκ. β 9) και αστέρι φωτεινό ανήγγειλε το γεγονός αυτό (Ματθ. β 2).
Πρέπον λοιπόν ήταν και τώρα σκοτάδι έκτακτο να αναγγείλει το θάνατο αυτού, ο οποίος είναι το φως του κόσμου. Το έγκλημα, που αποτολμήθηκε εναντίον του Κυρίου προκαλεί τη φρίκη του ουρανού και το στεναγμό της γης και δημιουργεί αταξία και σε αυτόν τον φυσικό κόσμο. Τέτοια κακία ουδέποτε έως τώρα είδε ο ήλιος και απέκρυψε για αυτό τις ακτίνες του. Και με το καταπληκτικό αυτό σκοτάδι ζήτησε ο Κύριος της φύσης να φράξει τα στόματα των βλάσφημων, οι οποίοι εξευτέλιζαν το Χριστό και τώρα ακόμη που κρεμιόταν στο σταυρό.
Και φαίνεται, ότι προς στιγμήν τέτοιος φόβος έπεσε πάνω τους, ώστε, παρόλο που οι καρδιές τους παρέμεναν αμετάβλητες, παρέμειναν σιωπηλοί και στέκονταν αμφιβάλλοντας για το τι το σκοτάδι αυτό να σήμαινε. Έως ότου μετά από τρεις ώρες που διαλύθηκε το σκοτάδι, σκλήρυναν και αυτοί τις καρδιές τους, όπως άλλοτε ο Φαραώ, όταν η παρόμοια πληγή, που έπληξε την Αίγυπτο πέρασε.
Αλλά ο Χριστός, παλεύοντας ήδη με τις αρχές του σκότους (τον διάβολο, τους δαίμονες), διεξάγει τον αγώνα του στο ίδιο το πεδίο τους, κάνοντας έτσι τη νίκη του ακόμη περισσότερο φανερή. Κατά τη διάρκεια του σκοτεινού αυτού τρίωρου δεν τον ακούμε να λέει τίποτα. Με σιωπηλή περισυλλογή αγωνίζεται προς τον άρχοντα του σκότους αυτού του αιώνος, ο οποίος εντός ολίγου «θα διωχτεί έξω» ηττημένος και ντροπιασμένος για πάντα.
(2) Ήταν η ώρα της προσευχής (δες Πράξ. γ 1), όταν τα πασχαλινά θύματα οδηγούνταν για θυσία (σ).
Μαρκ. 15,34 καὶ τῇ ὥρᾳ τῇ ἐνάτῃ ἐβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ(1) λέγων· Ἐλωΐ Ἐλωΐ, λιμᾶ σαβαχθανί(2); ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, ὁ Θεός μου ὁ Θεός μου(3), εἰς τι(4) με ἐγκατέλιπες(5);
Μαρκ. 15,34 Και κατά την τρίτην ώραν του απογεύματος εφώναξε με μεγάλην φωνήν ο Κυριος• “Ελωΐ, Ελωΐ, λιμά σαβαχθανί”, το οποίον εις την ελληνικήν γλώσσαν ερμηνεύεται “Θεε μου, Θεε μου διατί με εγκατέλιπες;”
(1) Όχι με φωνή αδύναμου ανθρώπου εξαντλημένου. Αυτό ήθελε ο ευαγγελιστής να τονίσει, όπως συμπεραίνεται και από το στίχο 37, κατά τον οποίο πριν εκπνεύσει ο Κύριος έκραξε με φωνή μεγάλη, η οποία θεωρήθηκε από τον κεντυρίωνα ως σημάδι ηρωικού μεγαλείου (σ).
(2) Υπάρχει και η γραφή λαμά σαβαχθανί. Τα λόγια αυτά είναι από το Ψαλμός κα 1. Ελωΐ είναι συριακός τύπος αντί για το εβραϊκό Ηλεί, το σαβαχθανεί είναι χαλδαϊκός τύπος του εβραϊκού αζαμπτανί (γ). Αλλά η παρανόηση των λόγων από τους παριστάμενους Ιουδαίους, που θεώρησαν ότι ο Ιησούς καλούσε τον Ηλία, δίνει την αφορμή να υποθέσουμε, ότι είπε τα λόγια αυτά στην αρχαία εβραϊκή του πρωτοτύπου και ότι στην παράδοση μεταφέρθηκαν στη συροχαλδαϊκή γλώσσα (σ).
Πιθανή η εικασία, αλλά όχι και τελείως απρόσβλητη, όπως θα δούμε. «Φωνάζει ο Κύριος στα εβραϊκά το προφητικό λόγιο, δείχνοντας ότι και μέχρι την τελευταία του πνοή τιμά τα εβραϊκά (πράγματα)» (Θφ).
(3) Μεταφράζει ο Μάρκος τη φράση του Κυρίου για τους αναγνώστες, που αγνοούν την αραμαϊκή.
(4) Γιατί; (b).
(5) «Το «με εγκατέλειψες», να το εννοήσεις αντί για το· τη φύση μου την ανθρώπινη» (Θφ). Είναι κραυγή προσώπου που στερήθηκε για ένα διάστημα τα αισθητά σημεία της κοινωνίας με το Θεό, και που δοκιμάζει νέα άγνωστη σε αυτό και παράδοξη πείρα. Ενώ δηλαδή αυτός μέσα στο σκοτάδι που τον κύκλωνε ήταν προσκολλημένος στο Θεό, πλήρης πίστης και εμπιστοσύνης προς αυτόν με συνείδηση άμεμπτη και σε όλα αγαθή, στερούνταν κατά τις στιγμές εκείνες τη χαρά, την οποία δημιουργεί η κοινωνία με το Θεό. Ό,τι αισθάνεται τώρα ο Ιησούς είναι ανεξερεύνητο για μας. Η ψυχή του βρισκόταν σε τελείως διαφορετική σχέση από τις δικές μας σχέσεις με τον άνθρωπο και την αμαρτία του αφ’ ενός, με το Θεό και τη χάρη του αφ’ ετέρου (σ).
Αναμφίβολα ουδέποτε θλίψη υπήρξε όμοια με τη θλίψη, η οποία απέσπασε το παράπονο αυτό από τα χείλη εκείνου, ο οποίος υπήρξε απολύτως ελεύθερος από την αμαρτία και όμως δοκιμάζει ολόκληρη την πικρία της. Και μέσα στην τόσο σκληρή δοκιμασία του, παραμένει στερεά προσκολλημένος προς τον Πατέρα, τον οποίο επικαλείται με όλη την αφοσίωση της καρδιάς του αποκαλώντας αυτόν όχι απλώς Θεό, αλλά Θεό δικό του. Θεέ ΜΟΥ λέει. Ήταν δούλος του Θεού τη στιγμή εκείνη, εκτελώντας τη βουλή του, ικανοποιώντας τη δικαιοσύνη του, απαρνούμενος εξ’ ολοκλήρου τον εαυτό του, για να αρέσει σε αυτόν, και έχοντας τη συνείδηση, ότι τίποτα δεν έπραξε, το οποίο να αποκλείει από αυτόν το δικαίωμα να αποκαλέσει το Θεό Θεό κατεξοχήν δικό του.
Παρόλ’ αυτά ο Θεός τον έχει εγκαταλείψει. Όχι διότι η ένωση μεταξύ θείας και ανθρώπινης φύσης εξασθένησε κάπως κατά τις στιγμές αυτές. Διότι και τώρα «ο Θεός ήταν μέσα στο Χριστό συμφιλιώνοντας τον κόσμο με τον εαυτό του» (Β΄ Κορ. ε 19) και «μέσω του αιωνίου πνεύματος προσφέρει τον εαυτό του ακηλίδωτο στο Θεό» (Εβρ. θ 14). Ούτε διότι η προς αυτόν αγάπη του Πατέρα μειώθηκε, διότι «για αυτό αγαπά αυτόν ο Πατέρας, επειδή θυσιάζει τη ζωή του για τα πρόβατα» (Ιω. ι 17). Αλλά παρέδωσε αυτόν ο Πατέρας σε χέρια εχθρών και δεν παρουσιάζεται τώρα να ελευθερώσει αυτόν.
Οι δυνάμεις του σκότους έχουν επιπέσει λυσσαλέες εναντίον του και ούτε άγγελος από τον ουρανό εμφανίζεται να τον ενισχύσει, όπως στη Γεθσημανή, ούτε κάποιος φίλος πάνω στη γη παρουσιάζεται να τον παρηγορήσει. Απέσυρε όμως και ο Πατέρας την εσωτερική παρηγοριά, την οποία δοκίμαζε πριν το πάθημα ως υιός αγαπητός, στον οποίο ο Πατέρας ευαρεστήθηκε. Και έφερε σε αυτόν και στην ψυχή του την κατεξοχήν θλιβερή αίσθηση της κατά του ανθρώπου οργής του για την αμαρτία.
Ο Χριστός έγινε αμαρτία για μας, κατάρα για μας. Και για αυτό ο Θεός ο οποίος τον αγαπούσε ως Υιό του, σκυθρώπαζε εναντίον του ως εγγυητή που ανάλαβε την πληρωμή του χρέους του χρεωκοπημένου ανθρώπου. Ο Πατέρας στέκει μακριά από τον πάσχοντα Υιό. Και αυτό αυτή τη στιγμή αισθάνεται ο Ιησούς. Δεν λέει: Γιατί περιφρονούμαι; Γιατί πονώ; Γιατί είμαι καρφωμένος; Αλλά λέει: Γιατί με εγκατέλειψες. Γιατί στερούμαι τη γλυκιά παρηγοριά από την παρουσία σου;
Μαρκ. 15,35 καί τινες τῶν παρεστηκότων ἀκούσαντες ἔλεγον· ἴδε(1) Ἠλίαν φωνεῖ(2).
Μαρκ. 15,35 Και μερικοί από αυτούς που έστεκαν εκεί, όταν ήκουσαν τον λόγον αυτόν, έλεγαν• “κύτταξε, φωνάζει τον Ηλίαν”.
(1) Λέγεται εδώ σαν επιφώνημα, με το οποίο προκαλείται η προσοχή σε αυτό που θα συμβεί (γ).
(2) Είναι δυνατόν ο Κύριος να είπε τα προηγούμενα λόγια στα αραμαϊκά, στη γλώσσα δηλαδή την επιχώρια και καθομιλουμένη και να παρανοήθηκαν από τους παριστάμενους. Ήταν ενδεχόμενο μέσα στο θόρυβο να μην άκουσαν όλα τα λόγια του Κυρίου και μόνο το όνομα να έπεσε ευδιάκριτα στα αυτιά τους. Και το ότι η έλευση του Ηλία συνδυάστηκε από τους προφήτες (Μαλαχ. δ 5) με την ημέρα του Κυρίου θα υποβοήθησε στην παρανόηση αυτή (γ).
Κατά την αντίληψη του λαού ο Ηλίας θα ερχόταν κατά την εποχή του Μεσσία. Επιπλέον κατά την ιουδαϊκή παράδοση ο Ηλίας ήταν ο μόνιμος βοηθός του λαού σε ώρες δοκιμασίας και κινδύνου (σ).
Μαρκ. 15,36 δραμὼν δὲ εἷς καὶ γεμίσας σπόγγον ὄξους περιθείς τε καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτὸν(1) λέγων(2)· ἄφετε ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ἠλίας καθελεῖν αὐτόν(3).
Μαρκ. 15,36 Έτρεξε δε ένας, εγέμισε με ξύδι ένα σφουγγάρι και αφού το έβαλε γύρω από ένα καλάμι, τον επότιζε λέγων• “αφήστε, δια να ίδωμεν, εάν θα έλθη ο Ηλίας να τον κατεβάση από τον σταυρόν”.
(1) Αυτή υπήρξε προφανώς πράξη ευσπλαχνίας και το ακόλουθο «αφήστε» υποδηλώνει, ότι σημειώθηκε κάποια αντίδραση σε αυτόν, αλλά αυτός την υποτιθέμενη αυτή πρόσκληση του Ηλία την χρησιμοποίησε ως πρόφαση, για να διευκολυνθεί στην πραγματοποίηση της πρόθεσής του (γ). Φαίνεται, ότι υπέθεσε αυτός, ότι ο Ιησούς εμφάνιζε σημάδια εξάντλησης ή λιποθυμίας (σ).
(2) Σύμφωνα με τον Ματθαίο οι υπόλοιποι έλεγαν «Άφησε· ας δούμε, αν θα έλθει ο Ηλίας να τον σώσει». «Είναι λογικό αυτό να το είπαν και εκείνοι και αυτός» (Ζμ), με κάποια ειρωνεία εκείνοι, ενώ με συμπάθεια αυτός.
(3) Το νόημα των λόγων αυτών μπορεί να αποδοθεί ως εξής: Αφήστε με να του δώσω αυτό και να του παρατείνω τη ζωή και τότε θα μας δοθεί η ευκαιρία να δούμε, εάν θα έλθει ο Ηλίας να τον βοηθήσει (γ).
Μαρκ. 15,37 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀφεὶς φωνὴν μεγάλην(1) ἐξέπνευσε.
Μαρκ. 15,37 Ο δε Ιησούς αφού αφήκε φωνήν μεγάλην εξέπνευσε.
(1) «Αφού έκραξε ο Ιησούς με μεγάλη φωνή εξέπνευσε, σαν να προσκαλούσε το θάνατο ως δεσπότης και σαν κάποιος που πεθαίνει με την εξουσία του» (Θφ).
Ήταν η φωνή αυτή σημάδι, ότι, παρά τους πόνους του και τους κόπους του, η ζωή του ήταν ολόκληρη σε αυτόν και η ανθρώπινη φύση του παρέμενε ισχυρή. Σε αυτούς που πεθαίνουν το πρώτο που εξασθενεί είναι η φωνή. Με πνοή που χάνεται και γλώσσα που τραυλίζει μόλις κάποιες λέξεις με πολλή βία βγαίνουν από το στόμα τους, που ακόμη πιο δύσκολα ακούγονται. Αλλά ο Χριστός, πριν ακόμη εκπνεύσει, μίλησε σαν άνθρωπος με πλήρεις δυνάμεις και έδειξε έτσι ότι «τη ζωή του κανείς δεν την παίρνει από αυτόν» αλλά «αυτός από μόνος του τη θυσιάζει», ως πράξη και ενέργεια που εξαρτάται εξ’ ολοκλήρου από τη θέλησή του και συντελείται από αυτήν.
Το έργο του συντελέστηκε. Η νίκη του είναι πλήρης. Και σέρνει θριαμβευτικά τις αρχές και τις εξουσίες του σκότους παραδειγματίζοντας και διαπομπεύοντας αυτές συντετριμμένες και ντροπιασμένες. Η φωνή του μοιάζει με τη φωνή της σάλπιγγας, η οποία ηχούσε πάνω από τις θυσίες. Είναι φωνή μεγάλη, θριαμβευτική, η οποία δήλωνε, ότι ο θάνατός του θα διακηρυσσόταν σε ολόκληρο τον κόσμο και ολόκληρη η ανθρωπότητα θα επωφελούνταν από αυτόν, αντλώντας από αυτόν την σωτηρία της και την αιώνια κατά του κακού νίκη της.
Μαρκ. 15,38 Καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη(1) εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω.
Μαρκ. 15,38 Και αμέσως το καταπέτασμα του ναού, που εχώριζε τα άγια από τα αγία των αγίων, εσχίσθη εις τα δύο από επάνω έως κάτω.
(1) Το σχίσιμο του καταπετάσματος στο Μάρκο συμβολίζει βεβαίως το αποτέλεσμα του θανάτου του Χριστού. Αλλά με ποια έννοια; (σ). Η πιο πιθανή: «Σχίστηκε το καταπέτασμα και με αυτό δήλωνε ο Θεός, ότι η χάρη του Πνεύματος έφυγε από το ναό και ότι τα άγια των αγίων θα γίνουν σε όλους θεατά και προσβάσιμα· το οποίο και έγινε, όταν μπήκαν οι Ρωμαίοι· δηλώνει επίσης και ότι πενθεί και ο ναός» (Θφ).
«Το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε στη μέση ολόκληρο και καταργήθηκε από αυτόν ως προς τη δύναμή της η ευάρεστη στο Θεό θυσία και σπονδή που γινόταν κατά τη διάταξη του νόμου, και όταν αυτή η θυσία σταμάτησε, ακολούθησε στον τόπο αυτόν το βδέλυγμα της ερήμωσης» (Ε).
Τον είχαν κατηγορήσει ότι θα κατέστρεφε το ναό, παίρνοντας τα λόγια του κατά γράμμα και διαστρέφοντας την έννοιά τους. Ήδη με το δείγμα αυτό της δύναμής του, ας μάθουν, ότι αν ήθελε, θα μπορούσε και το ναό ολόκληρο να γκρεμίσει σε ερείπια (Henry). Το σημείο αυτό υπαινίσσεται την προσεχή καταστροφή του ναού και της λατρείας του όπως προφητεύτηκε από τον Κύριο στο Μάρκ. ιγ 2. Αρκετά παραδόξως βρίσκεται και ένα χωρίο στο Βαβυλωνιακό Ταλμούδ (Joma 39 b), το οποίο περιέχει την ιδέα, ότι η καταστροφή του ναού προεικονίστηκε κατά τρόπο σκιώδη κατά τον χρόνο αυτόν, στον οποίο συνέπεσε η σταύρωση του Κυρίου: «Σαράντα χρόνια πριν την καταστροφή του ναού οι πύλες του άνοιξαν από μόνες τους, έως ότου ο ραββίνος Ιωχανάν μπεν Ζακχαί μάλωσε αυτές λέγοντας· Ω ναέ, ναέ· γιατί ταράζεσαι; Γνωρίζω, ότι το τέλος σου είναι κοντά» (σ).
Άλλη εκδοχή αρκετά σοβαρή: Ο ναός ήταν ο τόπος, όπου ο Θεός φανέρωνε τον εαυτό του και όπου μόνος ο αρχιερέας μπορούσε να μπει μία φορά το χρόνο. Το σχίσιμο του καταπετάσματος λοιπόν σημαίνει την άρση του χωρισμού μεταξύ του Θεού και του λαού του και την προσέλευση και παρουσίαση του νέου Ισραήλ στην παρουσία του (γ).
«Έτσι ώστε λοιπόν, εμείς που πορευόμαστε στα χνάρια του Χριστού, να τρέχουμε λοιπόν στην ενδότερη σκηνή χωρίς τίποτα να μας εμποδίζει» (β).
Εγκαινιαζόταν ήδη και διανοιγόταν νέα ζωντανή οδός προς τον Θεό. Το καταπέτασμα χώριζε και εμπόδιζε το λαό, να πλησιάσει στα άγια των αγίων, όπου η δόξα του Θεού έκανε αισθητή την παρουσία της. Αλλά το σχίσιμο του καταπετάσματος σήμαινε, ότι ο Χριστός με το θάνατό του, άνοιξε είσοδο προς το Θεό. Είσοδο για τον εαυτό του. Η ημέρα αυτή ήταν η μεγάλη ημέρα του εξιλασμού, κατά την οποία ο Κύριός μας ως ο μέγας αρχιερέας μπήκε στα αληθινά άγια, τον ουρανό, «βρίσκοντας αιώνια λύτρωση όχι με αίμα ταύρων και τράγων, αλλά με το δικό του αίμα» (Εβρ. θ 12).
Ανοίξτε τις πύλες οι άρχοντές σας και σηκωθείτε πύλες αιώνιες, διότι ο ιερέας και βασιλιάς της δόξας θα μπει. Αν και μετά από σαράντα μέρες πρόκειται ένδοξα να μπει, όμως το δικαίωμα του να μπει αποκτήθηκε τώρα αναφαίρετα. Άνοιξε είσοδο για μας. Διότι ήδη «έχουμε θάρρος ότι θα μπούμε στα Άγια με το αίμα του Ιησού και την είσοδο αυτή εγκαινίασε για μας ο Χριστός και άνοιξε αυτήν ως δρόμο νέο που οδηγεί στην αιώνια ζωή και μπήκε αυτός δια μέσου του καταπετάσματος, δηλαδή με τη σάρκα του» (Εβρ. ι 19). Πέθανε, για να μας φέρει στο Θεό και για να σχίσει το καταπέτασμα εκείνο της ενοχής και της οργής, το οποίο παρεμβαλλόταν ανάμεσα σε μας και στο Θεό· για να απομακρύνει τα χερουβείμ και την πύρινη ρομφαία και να ανοίξει σε μας το δρόμο προς το δέντρο της ζωής. Έχουμε ελεύθερη την είσοδο μέσω του Χριστού στο θρόνο της χάρης τώρα και στο θρόνο της δόξας ύστερα.
Μαρκ. 15,39 Ἰδὼν δὲ ὁ κεντυρίων(1) ὁ παρεστηκὼς ἐξ ἐναντίας αὐτοῦ ὅτι οὕτω κράξας(2) ἐξέπνευσεν, εἶπεν· ἀληθῶς ὁ ἄνθρωπος οὗτος υἱὸς ἦν Θεοῦ(3).
Μαρκ. 15,39 Όταν δε ο εκατόνταρχος, που εστέκετο απέναντί του, είδεν ότι ο Ιησούς, αφού έκραξε με ισχυράν φωνήν παρέδωσε το πνεύμα του, είπε• “αλήθεια• ο άνθρωπος ούτος ήτο Υιός Θεού”.
(1) Από λατινική λέξη. «Δηλαδή ο εκατόνταρχος. Διότι κέντουμ λένε οι Ρωμαίοι το εκατό» (Θφ).
(2) Δύο εκδοχές υπάρχουν. Η σοβαρότερη· «ο κεντυρίων πίστεψε, ότι πέθανε με εξουσία. Διότι άφησε μεγάλη φωνή, δηλαδή λαμπρή και η οποία δεν είχε κανένα σημάδι θανάτου» (β). Ο τρόπος αυτός της εκπνεύσεως του Ιησού προκάλεσε βαθύτατη εντύπωση στον εκατόνταρχο. Ο Ιησούς με τη φωνή αυτή εκδήλωσε θαυμαστή δύναμη ενέργειας και στις τελευταίες του στιγμές σε αντίθεση με την κωματώδη κατάσταση, στην οποία κατά κανόνα κατέληγαν οι σταυρούμενοι. Ο τρόπος αυτός, με τον οποίο ο Ιησούς πέθαινε ήταν εξ’ ολοκλήρου ξένος με την πείρα του στρατιώτου αυτού, ο οποίος είχε παραστεί σε τόσες θανατικές εκτελέσεις (σ).
Ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο εκατόνταρχος συνδύασε τα σημάδια (σκοτάδι, σεισμός κλπ.) με την κραυγή, με την οποία ονόμαζε πατέρα του το Θεό και συμπέρανε, ότι αυτός για τον οποίο έγιναν τέτοια σημεία, βεβαίως και αληθινά ήταν υιός του Θεού· το ούτω κράξας λοιπόν δεν αναφέρεται στην ισχύ ή τον τρόπο της φωνής, αλλά ισοδυναμεί με το «έτσι φώναξε», δηλαδή αφού είπε τέτοια (δ).
(3) Υιός Θεού, όπως αντιλαμβάνονταν αυτό οι εθνικοί πολυθεϊστές.= Ήρωας (γ). Είναι αξιοσημείωτο, ότι ο σκληρός και τραχύς στρατιώτης της Ρώμης κάμφθηκε. Κάτω από την άγρια όψη, υπήρχε καρδιά, η οποία δεν είχε τελείως διαφθαρεί. Δεν υπάρχει ψυχή, οσοδήποτε ατρόμητη μπροστά στα αίματα και ασυγκίνητη μπροστά στα σκληρά θεάματα, την οποία να μην μπορεί ο Χριστός να κάμψει και να ταπεινώσει, αρκεί αυτή να μην είναι εξ’ ολοκλήρου πωρωμένη.
Ο κεντυρίων πριν από λίγο συγκαταλεγόταν μεταξύ των διωκτών του Χριστού και επέβλεπε στο να φτάσει στο τέρμα το σκληρό πάθημά του. Πόσο γρήγορα μπορεί ο Θεός, με τη δύναμη την οποία ασκεί πάνω στις συνειδήσεις, να μεταβάλλει τις γλώσσες των ανθρώπων και να προκαλεί ομολογίες της αλήθειας από τα στόματα εκείνων, οι οποίοι έπνεαν απειλές και σφαγή και βλασφημίες.
Οι αρχιερείς παρόλ’ αυτά μένουν ασυγκίνητοι, όταν ο Ρωμαίος εθνικός αρχίζει να ανοίγει τα μάτια του και να βλέπει. Θλιβερό προμήνυμα της τύφλωσης, η οποία θα ερχόταν στον Ισραήλ, την ώρα που το ευαγγέλιο θα παρείχε άπλετο το φωτισμό του στα έθνη.
Μαρκ. 15,40 Ἦσαν δὲ καὶ γυναῖκες ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι(1), ἐν αἷς ἦν καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ(2) καὶ Ἰωσῆ μήτηρ, καὶ Σαλώμη(3),
Μαρκ. 15,40 Ήσαν δε και μερικαί γυναίκες, που από μακρυά παρακολουθούσαν τα γεγονότα, μεταξύ των οποίων ήτο και η Μαρία η Μαγδαληνή, και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή, και η Σαλώμη.
(1) Από μακριά παρατηρούσαν χύνοντας άφθονα δάκρυα και έχοντας φοβερά τραυματισμένες τις καρδιές. Θα πλησίαζαν, αλλά οι εκτελεστές και οι εχθροί του Ιησού απομάκρυναν αυτές. Παρά ταύτα μένουν εκεί και δεν διασκορπίζονται, όπως οι μαθητές. Και οι από το ασθενέστερο φύλο συχνά με τη χάρη του Θεού γίνονται ισχυρές στην πίστη, έτσι ώστε η δύναμη του Χριστού να αποδεικνύεται τέλεια μέσα στην ασθένεια. Υπήρξαν πολλές γυναίκες μάρτυρες, περίφημες για το θάρρος και την απόφασή τους υπέρ της δόξας του Χριστού.
(2) Κυρίως χρησιμοποιείται για το ανάστημα (σ). Ονομάζεται μικρός ο Ιάκωβος πιθανότατα για διάκριση από τους άλλους τους πιο επίσημους που είχαν το ίδιο όνομα. Αλλά εάν το επίθετο αυτό χαρακτηρίζει αυτόν ως μικρότερο κατά το ανάστημα ή την ηλικία ή ως λιγότερο σπουδαίο και επίσημο, δεν έχουμε δεδομένα για να βεβαιωθούμε (γ).
(3) «Ενώ ήταν πολλές και άλλες γυναίκες, κατ’ εξοχήν αυτές ονομάστηκαν, αυτές που περισσότερο παρατηρούσαν και διακονούσαν και πιο πολύ τον ακολουθούσαν» (β). Αξιώθηκαν αυτές ιδιαίτερης μνείας, διότι και ιδιαιτέρως αγάπησαν το Χριστό και περισσότερο από τις άλλες αφοσιώθηκαν σε αυτόν. Ο Θεός τιμά και θα τιμά εκείνους οι οποίοι τιμούν το Χριστό.
Μαρκ. 15,41 αἳ καὶ ὅτε ἦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ(1) ἠκολούθουν αὐτῷ καὶ διηκόνουν(2) αὐτῷ, καὶ ἄλλαι πολλαὶ(3) αἱ συναναβᾶσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα.
Μαρκ. 15,41 Αυταί και όταν ευρίσκετο ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν τον ακολουθούσαν και τον υπηρετούσαν. Ήσαν ακόμη και πολλαί άλλαι, αι οποίαι είχαν ανεβή μαζί με αυτόν από την Γαλιλαίαν εις τα Ιεροσόλυμα.
(1) Στη Γαλιλαία πέρασε το περισσότερο της ζωής του και της δημόσιας δράσης του. Και ερχόταν στα Ιεροσόλυμα κατά τις εποχές των γιορτών (b). Οι τρεις γυναίκες που αναφέρθηκαν αποτελούσαν τον γύρω από τον Ιησού στενότερο κύκλο των μαθητριών, οι οποίες τον ακολουθούσαν και τον υπηρετούσαν στις ανάγκες του (γ).
(2) «Η διακονία των γυναικών… (περιλάμβανε) και τις χρηματικές δαπάνες» (β). Υπάρχει ευρύ πεδίο, στο οποίο και οι γυναίκες μπορούν να διακονήσουν το Χριστό. Εάν εμποδίζονται να τον υπηρετούν κοντά στο θυσιαστήριο, τίποτα δεν τις εμποδίζει να γίνουν διάκονοί του στην υπηρεσία της αγάπης και της ομολογίας του ονόματός του.
Για κανέναν άλλον δεν γράφεται στα ευαγγέλια, ότι διακόνησε τον Κύριο, ο οποίος ήλθε να διακονήσει και όχι να διακονηθεί. Και οι πρώτες, οι οποίες αξιώθηκαν να ονομαστούν διάκονοι του Κυρίου, υπήρξαν οι γυναίκες αυτές. Θα ήθελαν και κατά τις σκληρές αυτές στιγμές να είναι κοντά του και να τον διακονήσουν σε ό,τι θα μπορούσαν. Αλλά όταν ο Χριστός έπασχε οι άριστοι των φίλων του υποχρεώθηκαν να είναι θλιβεροί θεατές του παθήματός του. Και αυτές οι ουράνιες δυνάμεις στέκονταν αόρατα δίπλα στο Σταυρό με φόβο και τρόμο παρακολουθώντας το μυστήριο της απολύτρωσής μας.
(3) Εκτός από τις τρεις γυναίκες υπήρξε και άλλος όμιλος γυναικών πιο πολυάριθμος, ο οποίος είχε ακολουθήσει τον Ιησού κατά το τελευταίο ταξίδι από τη Γαλιλαία στα Ιεροσόλυμα (σ).
Η ταφή του Λυτρωτή
Μαρκ. 15,42 Καὶ ἤδη ὀψίας γενομένης, ἐπεὶ ἦν Παρασκευή(1), ὅ ἐστι προσάββατον(2),
Μαρκ. 15,42 Και αργά πλέον το απόγευμα, επειδή ήτο Παρασκευή, παραμονή του Σαββάτου, πριν δύση ο ήλιος και αρχίση η αργία του Σαββάτου,
(1) Η φράση παρέχει το λόγο, για τον οποίο ο Ιωσήφ προέβη στο διάβημά του κατά την ώρα εκείνη. Η αποκαθήλωση και ταφή του σώματος ήταν παράνομη κατά την ημέρα του Σαββάτου (γ). Η λέξη παρασκευή έγινε τεχνικός όρος για δήλωση της έκτης ημέρας της εβδομάδας. Σημαίνει προπαρασκευή και προετοιμασία για την ακόλουθη ημέρα του Σαββάτου. Η προετοιμασία αυτή για το Σάββατο άρχιζε ιδιαίτερα από την τρίτη μεταμεσημβρινή της έκτης ημέρας και παρατεινόταν μέχρι τη δύση, οπότε και άρχιζε η ημέρα του σαββάτου. Δες Ιωσήπου Αρχαιολ. XVI 6,2 (σ).
(2) Αφού είπε παρασκευή την ημέρα χάριν των εθνικών (αναγνωστών), εξηγεί αυτήν με τη λέξη προσάββατο, όπως και ονομαζόταν πράγματι στους Αλεξανδρινούς η παρασκευή. Δες Ιουδίθ η 6 (δ). «Προσάββατο λοιπόν λέγεται η Παρασκευή επειδή είναι τοποθετημένη στη σειρά αμέσως πριν το Σάββατο» (Ζ).
«Ούτε αυτό ισχυριζόμαστε ότι έγινε χωρίς λόγο (τυχαία)· δηλαδή, το να υποστεί ο Κύριος το θάνατο την έκτη ημέρα. Διότι έπρεπε αυτός που έπλασε τον άνθρωπο την έκτη ημέρα, την έκτη επίσης να υποστεί τον για χάρη του θάνατο, για να τον λυτρώσει από τη φθορά του θανάτου» (β).
Μαρκ. 15,43 ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ(1) ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων(2) βουλευτής(3), ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ(4), τολμήσας(5) εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα(6) τοῦ Ἰησοῦ.
Μαρκ. 15,43 ήλθεν ο Ιωσήφ, που κατήγετο από την πόλιν Αριμαθαίαν, διακεκριμένος και ευϋπόληπτος βουλευτής, ο οποίος είχε πιστεύσει στον Χριστόν και επερίμενε την βασιλείαν του Θεού. Αυτός ετόλμησε και παρουσιάσθηκε με θάρρος στον Πιλάτον και εζήτησε το σώμα του Ιησού.
(1) Το άρθρο δηλώνει, ότι το «ο από Αριμαθαίας» είχε γίνει επώνυμο του Ιωσήφ (b).
(2) Έντιμο μέλος του συνεδρίου (γ). Διακεκριμένος λόγω τιμής και αξιώματος (b). Το ευσχήμων σημαίνει τον καλό στο σχήμα, στους εξωτερικούς τρόπους, τον καλής ανατροφής, τον αγαθό και κόσμιο και επομένως αυτόν που ανήκει στην όντως καλή τάξη της κοινωνίας (δ).
Ο ένδοξος κατά την τιμή, το κύρος και τα πλούτη, ο ευγενής (g). Πολλοί από τους μαθητές του Χριστού ήταν πτωχοί, και ως τέτοιοι ήταν κατεξοχήν κατάλληλοι, για να κηρύττουν το ευαγγέλιό του περιοδεύοντας. Αλλά εδώ παρουσιάζεται μαθητής πλούσιος, έτοιμος να αναλάβει υπηρεσία για τον Ιησού, την οποία άνθρωπος καλής κατάστασης και πλούτου και επιρροής ενδεικνυόταν να φέρει σε πέρας.
Κοσμικά πλούτη και αξιώματα περιφανή, αν και σε πολλούς γίνονται εμπόδια στο δρόμο προς τη βασιλεία των ουρανών, γίνονται στους αγαθούς σπουδαία πλεονεκτήματα και ευκαιρίες για κάποιες διακονίες, στις οποίες άλλοι δεν θα ήταν δυνατόν τόσο αποτελεσματικά να χρησιμοποιηθούν. Εάν μαζί με τον πλούτο ή το αξίωμα συνυπάρχει και καρδιά αγνή και αφοσιωμένη, πρόθυμη να διαθέσει τα πάντα για δόξα του Θεού, ο πλούτος ή το αξίωμα γίνονται αληθινή ευλογία Θεού.
Εδώ ο Ιωσήφ χαρακτηρίζεται ευσχήμων βουλευτής, τιμώντας και την καταγωγή και τον πλούτο και το αξίωμά του και δίκαια θεωρείται από τον ευαγγελιστή αξιότιμος για τα προσόντα του αυτά, διότι εκείνοι είναι οι αληθινά σεβαστοί και αξιότιμοι, οι οποίοι μη παραπλανώμενοι από τη ματαιότητα του πλούτου ή της δόξας, μένουν πιστοί στο καθήκον.
(3) Μέλος του συνεδρίου στα Ιεροσόλυμα (b).
(4) Δεν ήταν φανερός ακόλουθος του Ιησού, αλλά ανέμενε τη βασιλεία του Θεού και επιθυμούσε να αποδώσει τιμή στον Ιησού, ο οποίος χάριν της βασιλείας αυτής υπέστη το πάθημα (γ). Ανήκε στην τάξη των αφοσιωμένων Ιουδαίων, όπως ο Συμεών (Λουκ. β 25), από τους οποίους υπήρχαν όχι λίγοι στα Ιεροσόλυμα (Λουκ. β 38) (σ). Ήταν μυστικός οπαδός του, αν και έως τότε φανερά δεν είχε εκδηλωθεί. Ο Χριστός έχει περισσότερους μυστικούς μαθητές και φίλους, από όσο εμείς υπολογίζουμε ή φανταζόμαστε. Όπως στην εποχή του Ηλία «άφησε ο Θεός για τον εαυτό του εφτά χιλιάδες άνδρες», τους οποίους αγνοούσε ο προφήτης, έτσι και σε κάθε γενιά ο Θεός έχει τους δικούς του, σε αρκετό αριθμό που αγνοείται από εμάς.
(5) Αξιέπαινη τόλμη (b). «Διότι δεν υπολόγισε ότι είμαι πλούσιος και θα χάσω τον πλούτο, εάν ζητήσω το σώμα αυτού που καταδικάστηκε για τυραννία, και θα κατηγορηθώ στους Ιουδαίους» (Θφ).
(6) Ήταν έθιμο ρωμαϊκό να αφήνουν των σταυρωμένων τα πτώματα για πολύ να κρεμιούνται, εκτεθειμένα στον ήλιο και τη βροχή και στις επιθέσεις των θηρίων και των σαρκοφάγων πτηνών. Στον φιλανθρωπότερο ιουδαϊκό νόμο οριζόταν ρητά ο κρεμάμενος επί ξύλου να μην παραμένει εκτεθειμένος πάνω στο δέντρο κατά τη νύχτα, αλλά να κατεβάζεται και να θάβεται πριν περάσει η ημέρα (Δευτερ. κα 23) (σ).
Ο Πιλάτος ήταν το αρμόδιο πρόσωπο, από το οποίο ο Ιωσήφ έπρεπε να ζητήσει την παραχώρηση του σώματος. Σε περιπτώσεις, που αναφέρονται στην εξουσία των κοσμικών αρχών, οφείλουμε να δείχνουμε σεβασμό στη εξουσία αυτή και να μην επιχειρούμε να καταργήσουμε αυτήν. Το καλό πρέπει να γίνεται ειρηνικά και όχι με ταραχή.
Μαρκ. 15,44 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε(1), καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι(2) ἀπέθανε·
Μαρκ. 15,44 Ο δε Πιλάτος ηπόρησε, εάν τόσον γρήγορα πράγματι απέθανε ο Ιησούς. Και αφού επροσκάλεσε τον εκατόνταρχον, τον ηρώτησε, εάν είχε πολλήν ώραν που απέθανε ο Ιησούς.
(1) Συνήθως οι σταυρωμένοι πέθαιναν αργά κα το μαρτύριό τους διαρκούσε από μιάμιση ημέρα μέχρι τρεις ημέρες.
(2) Ο Ευστάθιος απέδειξε, ότι η λέξη αυτή χρησιμοποιείται και για συντομότερο χρονικό διάστημα (b). «Αν πριν από ώρα πέθανε» (Θφ). Θέλησε ο Πιλάτος να πληροφορηθεί εάν είχε παρεμβληθεί αρκετό οπωσδήποτε διάστημα χρόνου, στο οποίο ο Κύριος δεν παρουσίαζε σημεία ζωής, ώστε να είναι βέβαιος ο θάνατός του (γ). Ο Πιλάτος δεν μένει αδιάφορος στο αίτημα του Ιωσήφ. Θέλει να δώσει το σώμα για ταφή, διότι έτσι έπραττε κάτι για καθησύχαση της συνείδησής του, η οποία, όσο και αν είχε σκληρυνθεί, τού μαρτυρούσε ότι ο Ιησούς ήταν αθώος. Η αίτηση του Ιωσήφ, μέλους του ιουδαϊκού συνεδρίου, και το ενδιαφέρον του Πιλάτου, αποτελούν τιμή για τον Ιησού και μαρτυρία για την ακεραιότητά του και την άδικη καταδίκη του.
Μαρκ. 15,45 καὶ γνοὺς(1) ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ(2).
Μαρκ. 15,45 Και όταν επληροφορήθη από τον εκατόνταρχον το γεγονός, εχάρισε στον Ιωσήφ το σώμα.
(1) Αφού βεβαιώθηκε για το ότι ο Ιησούς ήταν πράγματι νεκρός (b). Οι πληροφορίες, τις οποίες έλαβε από τον κεντυρίωνα, ήταν η επίσημη βεβαίωση του θανάτου του Ιησού, που απαιτούνταν πριν ακόμη δοθεί η άδεια για να σηκώσουν το νεκρό (γ). Με ειδική παρέμβαση της θείας Πρόνοιας προβαίνει ο Πιλάτος σε διακρίβωση του θανάτου του Ιησού, ώστε να μην χωρά η παραμικρή αμφιβολία για το ότι ο Κύριος είχε πράγματι πεθάνει και να μην μπορεί ακολούθως να αμφισβητηθεί σοβαρά και η πραγματική ανάστασή του. Έτσι η αλήθεια του Χριστού μερικές φορές επιβεβαιώνεται και από τους ίδιους τους εχθρούς του.
(2) Νέα επέμβαση της θείας Πρόνοιας. Είναι όντως θαυμαστό, πώς οι αρχιερείς δεν έσπευσαν αυτοί να ζητήσουν το σώμα και να βεβηλώσουν αυτό σέρνοντας αυτό στους δρόμους και πετώντας το με χλεύη. Τα απομεινάρια της οργής και του μίσους τους τα δέσμευσε αποτελεσματικά ο Θεός, και το σώμα δόθηκε ως δώρο πολύτιμο στον Ιωσήφ ο οποίος γνώριζε την αξία του. Και οι σκληρές καρδιές των αρχιερέων επηρεάστηκαν από τη θεία Πρόνοια τόσο δραστικά, ώστε δεν αντιτάχτηκαν σε αυτό.
Μαρκ. 15,46 καὶ(1) ἀγοράσας σινδόνα(2) καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι(3) καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ(4), ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας(5), καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου(6).
Μαρκ. 15,46 Και εκείνος, αφού ηγόρασε καινούριο σινδόνι και τον εκατέβασε από τον σταυρόν, ετύλιξε το σώμα στο σινδόνι και έβαλε αυτόν εις μνημείον, που ήτο σκαμμένον εις βράχον• και εκύλισε βαρύν λίθον επάνω εις την θύραν του μνημείου.
(1) Στον ενταφιασμό του Ιησού δεν έχουμε τίποτα από τις πομπές και την λαμπρότητα, με τα οποία συνοδεύονται στον τάφο οι τιμώμενοι από τον κόσμο. Μια κηδεία απλή και τελείως ιδιωτική ήταν αυτή που κατ’ εξοχήν άρμοζε σε Εκείνον, του οποίου η βασιλεία ήλθε χωρίς επίδειξη. Η ανάμνηση παρόλ’ αυτά της ταφής του θα γίνεται εξακολουθητικώς δια μέσου των γενιών με τιμές και ειλικρινείς εκδηλώσεις συμπάθειας και ευλαβικής λατρείας, τέτοιες που κανείς ποτέ δεν έτυχε ούτε θα τύχει.
(2) Αγόρασε σεντόνι καινούργιο, αν και σε τέτοιες περιπτώσεις εάν έφερνε και κάποιο παλαιό και μεταχειρισμένο σεντόνι, δεν θα θεωρούνταν ανεπαρκές. Στην απότιση του σεβασμού μας προς το Χριστό πρέπει να είμαστε γενναιόδωροι και να υπηρετούμε αυτόν με ό,τι καλύτερο μπορούμε να προμηθευτούμε, και όχι με ό,τι προχειρότερο μπορούμε να βρούμε.
(3) «Ο Ιωσήφ λοιπόν αφού πήρε το σώμα, αγόρασε μεν σεντόνι, και αφού κατέβασε αυτόν, τον τύλιξε με το σεντόνι, ενταφιάζοντας το τίμιο με τίμιο τρόπο» (Θφ). Ενείλησεν· από το εν και ειλέω, τυλίσσω=τύλιξε (δ).
(4) Το τίμιο Σώμα τοποθετήθηκε σε μνημείο, για να «ομοιωθεί σε όλα με τους αδελφούς» εκτός από την αμαρτία, «οι οποίοι εξ’ αιτίας του φόβου που είχαν για το θάνατο, σε ολόκληρη τη ζωή τους κρατούνταν από τη δουλεία της ανησυχίας και της αγωνίας μήπως πεθάνουν» (Εβρ. β 16,17). Έτσι ώστε με αυτόν τον τρόπο να αποδιωχτεί ο τρόμος του τάφου, και να γίνει αυτός εύκολος σε εμάς· για να θερμάνει και να κάνει ευώδες το ψυχρό και ενοχλητικό αυτό κρεβάτι για μας· για να διασκορπίσει το σκοτάδι του τάφου και να διαχύσει σε αυτό το ιλαρό της ελπίδας φως.
(5) «Έπρεπε αυτός που δεν ήταν όμοιος με τους υπόλοιπους νεκρούς, αλλά έδειξε ζωτικά σημάδια και στη νεκρότητά του το νερό και το αίμα, και ήταν καινούργιος νεκρός, για να τον ονομάσω έτσι, έπρεπε λοιπόν αυτός να μπει σε καινούργιο και καθαρό μνημείο· έτσι ώστε, όπως ακριβώς η γέννησή του ήταν καθαρότερη από κάθε γέννηση, με το να γεννηθεί όχι από σαρκική μίξη, αλλά από παρθένα, έτσι και η ταφή να έχει την καθαρότητα» (Ω). Κατασκευασμένο με σκάλισμα της πέτρας (δ).
Τέτοιοι τάφοι βρίσκονται αρκετοί νότια, δυτικά και βορειοδυτικά της Ιερουσαλήμ (σ). Και άλλη επέμβαση της θείας Πρόνοιας, η οποία οικονόμησε να ταφεί ο Κύριος σε μνημείο σκαλισμένο σε συμπαγές βράχο, ώστε να μην μένει χώρος στο να μπει κάποιος από πίσω ή υπογείως στον τάφο για κλοπή του σώματος. Στο μνημείο μπορούσε να μπει κάποιος μόνο από την πόρτα, η οποία φρουρούνταν.
(6) Αφού επιτέλεσε αυτά με σιγή και θλίψη ο Ιωσήφ έφυγε. Εξόχως θλιβερή και μελαγχολική η περίπτωση στις κηδείες των χριστιανών φίλων μας, όταν έχουμε αφήσει τα σώματά τους στο σκοτεινό και σιωπηλό τάφο και επιστρέφουμε σπίτι, αφήνοντας αυτούς πίσω μας. Αλίμονο! Δεν είμαστε εμείς που γυρίζουμε σπίτι και αφήνουμε αυτούς πίσω, αλλά αυτοί μεταβαίνουν σε καλύτερο σπίτι και αυτοί αφήνουν εμάς πίσω τους.
Μαρκ. 15,47 ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ(1) ἐθεώρουν(2) ποῦ τίθεται.
Μαρκ. 15,47 Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η μητέρα του Ιωσή παρακολουθούσαν με προσοχήν, που ετέθη το σώμα του Κυρίου.
(1) Τη Μαρία την ονομάζει απλώς μητέρα Ιωσή και όχι Ιακώβου του μικρού και Ιωσή, όπως παραπάνω (στίχο 40) για συντομία. Το Ιωσής κλίνεται ο Ιωσής, του Ιωσή και του Ιωσήτος (δ). Για αυτό υπάρχει και η γραφή σε μεγαλογράμματο χειρόγραφο «(Μαρία) η Ιωσήτος».
(2) Όχι απλώς έβλεπαν αλλά εθεώρουν (=παρατηρούσαν) = έβλεπαν με σκοπό (γ), για να γνωρίσουν, πού θα μπορούσαν να βρουν το αγαπημένο σώμα, όταν το Σάββατο θα περνούσε, έχοντας σκοπό να επανέλθουν και να αλείψουν αυτό με μύρα.
ΤΑ ΠΑΘΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ
(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Α. Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ κζ 1 – 65
(Υπόμνημα στο κατά Ματθαίον, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 478-501 εκδόσεις «ο Σωτήρ», μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Ζ = Ζιγαβηνός Ευθύμιος
Απ = Απολλινάριος Θφ = Θεοφύλακτος Βουλγαρίας
Αυ = Αυγουστίνος Ιε = Ιερώνυμος
Β = Βασίλειος ο Μέγας Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός Χ= Χρυσόστομος Ιωάννης
Γν = Γρηγόριος Νύσσης Ω = Ωριγένης
Δ = Δαμασκηνός Ιωάννης DB=Dict. Of the Bible,Hastings
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας
(Σύγχρονοι Θεολόγοι ερμηνευτές)
The New-Century Bible, St Matthew Edited by G.H. Box on the basis of the earlier edition by Prof W.F. Slater, Edirburgh 1922 (σημειώνεται με το S)
M.J. Lagrange. Evangile selon s. Matthieu, Deuxieme edition Paris 1923 (σημειώνεται με το L.)
Alf. Plummer. An exegetical commentary on the Gospel according to S. Matthew, London 1911 (σημειώνεται με το p.)
W. Allen A critical and exegetical Commentary on the Gospel according to S. Matthew Third edition 1922 (σημειώνεται με το a).
A. Commentary critical, expository and practical κ.λ.π by I. Owen, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
L. Cl. Fillion La sainte Bible commentee VII (σημειώνεται με το F).
J.A. Bengel Gnomon of the N.T. Testament translated by I. Bryce. Τόμ. Α (σημειώνεται με το b).
C.L. W. Grimm Lexicon Graeco-Latinum in libros N. Lipsiae 1903. (σημειώνεται με το g).
Ν. Δαμαλά Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
Η δίκη του Ιησού ενώπιον του Πιλάτου
Ματθ. 27,11 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔστη ἔμπροσθεν τοῦ ἡγεμόνος(1)· καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν(2) ὁ ἡγεμὼν λέγων· σὺ(3) εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(4); ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ· σὺ λέγεις(5).
Ματθ. 27,11 Ο δε Ιησούς εστάθη όρθιος εμπρός στον ηγεμόνα και τον ηρώτησε ο ηγεμών λέγων• “συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων;” Ο δε Ιησούς του απήντησε• “συ λέγεις ότι είμαι ο βασιλεύς”.
Ο Ματθαίος συμφωνεί εδώ με το Μάρκο, προσθέτοντας και κάποια δικά του, όπως η παρέμβαση της γυναίκας του Πιλάτου, και το πλύσιμο των χεριών του τελευταίου αυτού, και το ότι ο λαός ανέλαβε την ευθύνη της έκχυσης του αίματος του Ιησού (L).
(1) Ο Πιλάτος είχε ανεβεί από την Καισάρεια για τήρηση της τάξης κατά το Πάσχα.
(2) «Οι μεν Ιουδαίοι τον παρέδωσαν στον Πιλάτο για να τον σκοτώσει, όχι για να τον εξετάσει· αυτός όμως, πριν την εξέταση, δεν ανεχόταν να τον σκοτώσει· γι’ αυτό ζητά να μάθει ποια είναι η κατηγορία» (Ζ). Σύμφωνα με το Λουκά οι Ιουδαίοι κατηγόρησαν τον Ιησού όχι για βλασφημία, για την οποία είχε καταδικαστεί σε θάνατο από το συνέδριο, αλλά η οποία για τον Πιλάτο δεν θα αποτελούσε έγκλημα που συνεπάγεται θάνατο, αλλά για στάση, ότι αποτρέπει την καταβολή φόρου στον Καίσαρα και ότι διεκδικεί το βασιλικό αξίωμα (Λουκ. κγ 2) (p).
«Και δες κακουργία! Επειδή ήθελαν δηλαδή να ανάψουν το θυμό του Πιλάτου εναντίον του Χριστού και να τον παρασύρουν στο να τον φονεύσει γρήγορα, του προσάπτουν κατηγορία αποστασίας και τυραννίας» (Ζ).
(3) Ο Πιλάτος είχε πιθανώς ακούσει για τη θριαμβευτική είσοδο και γι αυτό τη σχετικά με την τυραννία κατηγορία τη βρήκε κατ’ αρχήν βάσιμη. Από τη δική του σκοπιά λοιπόν η κατηγορία αυτή ήταν η σοβαρότερη από όλες. Αλλά τώρα που βλέπει τον κατηγορούμενο, η κατηγορία τον εκπλήσσει. Και ρωτά τονίζοντας την αντωνυμία, εσύ είσαι…; Θεωρούσε απιθανότατο, ότι ο άνθρωπος αυτός διεκδικούσε τη βασιλεία.
(4) Η ερώτηση παρουσιάζεται η ίδια και στους τρεις συνοπτικούς (ευαγγελιστές). Και μία τέτοια ερώτηση κατά πάσα πιθανότητα θα χρησιμοποιούσε σε τέτοια περίπτωση κάθε Ρωμαίος αξιωματούχος. Εάν ο Ιησούς αξίωνε ότι είναι βασιλιάς, θα διεκδικούσε το αξίωμα του βασιλιά των Ιουδαίων.
(5) Ο Ιησούς ενώπιον του Καϊάφα ομολογεί τον εαυτό του Χριστό, ενώπιον του Πιλάτου βασιλιά (b).
«Ο Ιησούς όμως είπε σε αυτόν· Εσύ το λες, δίνοντας σε αυτόν σοφότατη απόκριση. Διότι ούτε είπε, ότι δεν είμαι, ούτε πάλι, ότι είμαι. Αλλά κάπως ενδιάμεσα είπε· Εσύ το λες. Αυτό δηλαδή μπορεί να εννοηθεί και έτσι, ότι, είμαι όπως λες. Και έτσι, ότι, Εγώ μεν δεν το λέω αυτό, εσύ όμως το λες» (Θφ).
Είναι αμφίβολο εάν υπάρχει κάποια σκιά διαφοράς ανάμεσα στο «συ λέγεις» αυτό και στο «σὺ εἶπας» στο κστ 64.
Η απάντηση είναι κάπως μετριασμένη κατάφαση.=Δεν αρνούμαι αυτό, αλλά εσύ το λες αυτό και όχι εγώ. Και ως καταφατική θεώρησε αυτήν και ο Πιλάτος. Σε αυτήν την περίπτωση όμως γίνεται αναγκαία η συμπλήρωση των πληροφοριών μας από την αφήγηση του Ιωάννη, όπου ο Ιησούς εξηγεί στον Πιλάτο, ότι η βασιλεία του δεν είναι από τον κόσμο αυτόν. Αλλιώς η δίκη θα έληγε εδώ και η καταφατική απάντηση του Κυρίου θα οδηγούσε αμέσως στην από τον Πιλάτο επικύρωση της θανατικής απόφασης. Αλλά από την κατ’ ιδίαν συνομιλία του με τον Ιησού ο Πιλάτος πείστηκε, ότι επρόκειτο για ακίνδυνο και αθώο άνθρωπο. Γι’ αυτό προσπαθεί να τον σώσει. Δεν έχει όμως αρκετό σθένος, ώστε να ενεργήσει όπως ο Κλαύδιος Λυσίας στην περίπτωση του Παύλου (p).
Ματθ. 27,12 καὶ ἐν τῷ κατηγορεῖσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων οὐδὲν ἀπεκρίνατο(1).
Ματθ. 27,12 Και ενώ κατηγορείτο από τους αρχιερείς και πρεσβυτέρους, αυτός δεν έδωσε καμίαν απάντησιν.
(1) Η αντίθεση μεταξύ της συμπεριφοράς του Κυρίου προς τον Πιλάτο κατ’ ιδίαν και της συμπεριφοράς του όταν αντιμετώπιζε δημόσια την εναντίον του κατηγορία της ιουδαϊκής ιεραρχίας, είναι αξιοσημείωτη. Αναγνωρίζει ως δικαίωμα του επιτρόπου να ρωτήσει αυτόν για τις κατηγορίες αυτές, και γι’ αυτό απαντά στα ερωτήματά του ελεύθερα. Δεν αναγνωρίζει όμως ως δικαίωμα των μελών του συνεδρίου να φέρνουν τέτοιες κατηγορίες, οι οποίες ήταν ψευδείς και γνώριζαν καλά οι του συνεδρίου, ότι ήταν ψευδείς (p).
«Διότι αν και είχαν μύριες αποδείξεις από τα πράγματα για τη δύναμη, την πραότητα, και την επιείκειά του, με τη θέλησή τους τυφλώνονταν και κακουργούσαν. Για αυτά ακριβώς δεν απαντά σε τίποτα, αλλά σιωπά…, προς τις κατηγορίες όμως αυτών τίποτα πλέον δεν λέει· διότι δεν επρόκειτο βεβαίως να τους πείσει» (Χ).
Ματθ. 27,13 τότε λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· οὐκ ἀκούεις πόσα σου καταμαρτυροῦσι(1);
Ματθ. 27,13 Τότε λέγει εις αυτόν ο Πιλάτος• “δεν ακούς πόσα καταθέτουν αυτοί εις βάρος σου;”
(1) «Διότι ήθελε ο Πιλάτος να απαλλαχτεί ο Ιησούς αφού απολογηθεί, γι’ αυτό και έλεγε αυτά» (Χ). Ο Πιλάτος φαίνεται ήδη πεπεισμένος για την αθωότητα του κατηγορουμένου.
Ματθ. 27,14 καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ πρὸς οὐδὲ ἓν ῥῆμα, ὥστε θαυμάζειν(1) τὸν ἡγεμόνα λίαν.
Ματθ. 27,14 Και δεν απήντησεν εις αυτόν ούτε ένα λόγον, ώστε ο ηγεμών να θαυμάζει παρά πολύ.
(1) «Διότι πράγματι ήταν αξιοθαύμαστο να βλέπει να δείχνει τόση επιείκεια και να σιωπά, αυτός που μπορούσε άπειρα να πει» (Χ). Θαυμάζει ο Πιλάτος, διότι δεν είναι δυνατόν να παραμένει κάποιος σιωπηλός, όταν η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο, μάλιστα αφού ήδη άρχισε να μιλά (b). Του Σωτήρα μας η πραεία και σεμνοπρεπής στάση, που τόσο διέφερε από τη στάση ενός τολμηρού και φιλόδοξου δημαγωγού που παρασέρνει τον όχλο σε στάση ή κάποιου αποσκληρυμένου εγκληματία, που συνταύτισε την τύχη του με κλέφτες και ληστές, πρέπει να προκάλεσε την προσοχή του επιτρόπου και το θαυμασμό του (ο).
Ματθ. 27,15 Κατὰ δὲ ἑορτὴν(1) εἰώθει(2) ὁ ἡγεμὼν ἀπολύειν ἕνα τῷ ὄχλῳ δέσμιον(3), ὃν ἤθελον(4).
Ματθ. 27,15 Κατά την εορτή δε του πάσχα είχε την συνήθειαν ο ηγεμών να απολύη ένα κατάδικον χάριν του λαού, εκείνον τον οποίον ήθελαν.
(1) «Τη γιορτή του Πάσχα δηλαδή» (Ζ). Κατά το οκταήμερο του Πάσχα (F).
(2) Σχετικά με τη συνήθεια αυτή τίποτα άλλο δε γνωρίζουμε παρά μόνο αυτά που αναφέρουν τα ευαγγέλια. Είναι πιθανόν να πρόκειται για συνήθεια των Ιουδαίων, την οποία οι Ρωμαίοι σε συμφωνία με την ανοχή των τοπικών εθίμων, τα οποία δεν ήταν επικίνδυνα στην εξουσία τους, εξακολουθούσαν να τηρούν (p).
«Λέει ο Ιωάννης, ότι είπε ο Πιλάτος· Υπάρχει συνήθεια σε σας να ελευθερώσω για σας έναν κατά το Πάσχα» (Ζ).
(3) Η συνήθεια αυτή ήταν σύμφωνη με την απελευθέρωση από την Αίγυπτο (b). Πιθανώς να είχε σχέση και με παλαιό έθιμο των Βαβυλωνίων-Ασσυρίων, σύμφωνα με το οποίο ο βασιλιάς του ζητούσαν σε κάποιες ημέρες του μήνα Μαρσιεσβάν να απαγγείλει κάποιο ψαλμό μετανοίας και να αφήνει ελεύθερο έναν δέσμιο, για δήλωση ίσως, του ότι οι θεοί δείχνονταν φιλάνθρωποι και συγχωρούσαν τις αμαρτίες τους (S).
(4) Αδιαφόρως των μεγάλων ή πολλαπλών του εγκλημάτων, εάν ο λαός ήθελε την απόλυσή του, ο δέσμιος ελευθερωνόταν (ο).
Ματθ. 27,16 εἶχον(1) δὲ τότε δέσμιον ἐπίσημον(2) λεγόμενον Βαραββᾶν(3).
Ματθ. 27,16 Είχαν δε τότε ένα κατάδικον διαβόητον δια τα πολλά του εγκλήματα, ο όποιος ελέγετο Βαραββάς.
(1) Είχαν οι ρωμαϊκές αρχές (ο).
(2) Το αντίθετο του άσημος, το οποίο λέγεται πρώτα για το χρυσό και το ασήμι που δεν έχουν κοπεί και σφραγιστεί σε νομίσματα, και έπειτα για τον μη γνωστό. Επίσημος λοιπόν είναι ο σεσημασμένος, ο γνωστός για καλό ή κακό (δ). «Επίσημο, δηλαδή διαβόητο για κακία· ο οποίος είχε κάνει άπειρους φόνους» (Χ).
Εάν επρόκειτο για άνθρωπο που αξίωνε, ότι ήταν ο Μεσσίας ή που συγκρούστηκε με τους Ρωμαίους υπέρ της ανεξαρτησίας του ιουδαϊκού λαού, θα ήταν πολύ δημοφιλής και συνεπώς θα ήταν πολύ ανόητο εκ μέρους του Πιλάτου, να προτείνει την απόλυσή του, ενώ αποτελούσε και κίνδυνο για το ρωμαϊκό καθεστώς, αφού θα ήταν εκ προτέρου βέβαιος, ότι αυτόν θα προτιμούσαν οι Ιουδαίοι. Η στάση και αιματοχυσία, για την οποία είχε φυλακιστεί (Λουκ. κγ 19), θα προκλήθηκε από κάποια ληστρική επιδρομή, στην οποία δεν αναφέρεται, ότι αυτός ήταν ο αρχηγός (p).
(3) Όχι ασυνήθιστο στους Ιουδαίους όνομα (ο). Βάρ-αββά, υιός αββά, «γιος του πατέρα. Διότι βαρ είναι ο γιος και αββάς ο πατέρας» (Θφ). Άλλοι ερμήνευσαν γιος ραββίνου. «Διότι όπως φαίνεται ήταν πατρώνυμο του ληστή το Βαραββάς, το οποίο ερμηνεύεται γιος διδασκάλου» (Σχόλιο Αναστασίου Αντιοχείας), «filius magistri eorum(=γιος του διδασκάλου τους)» (Ιερώνυμος).
Σε αυτή την περίπτωση όμως έπρεπε να είναι Βαρ-ραββάν. Η συνήθης παραγωγή του ονόματος υιός πατρός παρέχει προφανή αντίθεση μεταξύ του Υιού του Πατρός (=του Χριστού), ο οποίος αποδοκιμάστηκε και του υιού κάποιου πατέρα (=Βαραββάς), ο οποίος προτιμήθηκε (p). «Οι Ιουδαίοι λοιπόν, ζήτησαν τον υιό του πατέρα τους του διαβόλου» (Θφ).
Ματθ. 27,17 συνηγμένων οὖν αὐτῶν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος(1)· τίνα θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν(2); Βαραββᾶν(3) ἢ Ἰησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν;
Ματθ. 27,17 Ενώ δε εκείνοι ήσαν συγκετρωμένοι εμπρός στο πραιτώριον, τους ηρώτησεν ο Πιλάτος• “ποίον θέλετε να απολύσω προς χάριν σας; Τον Βαραββάν η τον Ιησούν, τον λεγόμενον Χριστόν;”
(1) «Ο Πιλάτος επειδή δεν μπόρεσε να σώσει το Χριστό ως αθώο, επεχείρησε έστω λοιπόν και ως κατάδικο να του δώσει χάρη λόγω της γιορτής» (Ζ). «Διότι αν δε θέλετε, λέει, να τον αφήσετε ως αθώο, έστω και ως κατάδικο χαρίστε του τη ζωή λόγω της γιορτής» (Χ).
(2) «Βλέπεις πώς αντιστράφηκε η κατάσταση; Διότι η μεν αίτηση υπέρ των καταδίκων, ήταν συνήθεια να γίνεται από το λαό, ενώ η απόλυση από τον άρχοντα· τώρα όμως έγινε το αντίθετο, και ο άρχοντας ζητά από το λαό και ούτε έτσι δεν γίνονται ήμεροι, αλλά εξαγριώνονται περισσότερο» (Χ).
(3) Τόσο στο στίχο αυτό, όσο και στον προηγούμενο υπάρχει από ελάχιστα χειρόγραφα μαρτυρούμενη γραφή Ιησούν Βαραββάν. Ο Ωριγένης φαίνεται να προσκλίνει να δεχτεί τη γραφή αυτή.
«Σε πολύ παλαιά αντίγραφα που διάβασα και ο ίδιος ο Βαραββάς λεγόταν Ιησούς. Και η ερώτηση του Πιλάτου ήταν ως εξής σε αυτά· ποιόν θέλετε από τους δύο να ελευθερώσω σε σας, τον Ιησού τον Βαραββά ή τον Ιησού τον λεγόμενο Χριστό;» (Σχόλιο Αναστασίου Αντιοχείας).
Και μεταξύ των νεωτέρων ερμηνευτών προτιμούν αυτήν τη γραφή οι L,a,Burkitt,Ewald και Zahn. Όλοι όμως οι ελληνικοί μεγαλογράμματοι κώδικες, καθώς και οι περισσότερες και καλύτερες μεταφράσεις δεν μαρτυρούν υπέρ αυτής της γραφής. Επιπλέον και τα λίγα χειρόγραφα που μαρτυρούν υπέρ αυτής, ενώ έχουν το Ιησούς Βαρραβάς στους στίχους 16,17, δεν έχουν αυτό στους στίχους 20,21,26, όπου θα ανέμενε κάποιος να δει να επαναλαμβάνεται αυτό. Εξάλλου κανένα ίχνος της γραφής αυτής δεν συναντιέται σε κανένα χειρόγραφο των τριών υπόλοιπων ευαγγελίων (p). Είναι λοιπόν πιθανότατη η από απροσεξία μετάθεση από το όνομα του Σωτήρα και η σύγχυση του κύριου ονόματος του Σωτήρα και του πατρωνυμικού του ληστή (δ).
Ματθ. 27,18 ᾔδει γὰρ ὅτι διὰ φθόνον(1) παρέδωκαν(2) αὐτόν.
Ματθ. 27,18 Διότι είχε εννοήσει πολύ καλά, ότι ένεκα φθόνου τον παρέδωσαν.
(1) Φθονούσαν τον Ιησού, διότι ο λαός ήταν με το μέρος του (b). Κριτής έμπειρος όπως ο Πιλάτος εύκολα αντιλήφθηκε αυτό (F). Άλλωστε οι ρωμαϊκές εξουσίες τηρούνταν ενήμερες με τους εγκαθέτους τους για το τι συνέβαινε στη χώρα, και δεν υπάρχει για αυτό καμία δυσκολία να υποθέσουμε, ότι ο Πιλάτος πληροφορήθηκε για τα σχετικά με τη δίκη του Ιησού (ο).
(2) Οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και όχι ο λαός, αυτοί είχαν συλλάβει και παραδώσει τον Ιησού, όπως σαφώς γράφει ο Μάρκος (S).
Ματθ. 27,19 Καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ βήματος(1) ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ἡ γυνὴ(2) αὐτοῦ λέγουσα(3)· μηδέν σοι(4) καὶ τῷ δικαίῳ(5) ἐκείνῳ· πολλὰ γὰρ ἔπαθον(6) σήμερον(7) κατ᾿ ὄναρ(8) δι᾿ αὐτόν.
Ματθ. 27,19 Ενώ δε αυτός εκάθητο εις την δικαστικήν έδραν, έστειλε προς αυτόν η γυναίκα του και του είπε• “πρόσεχε να μην αναμιχθής εις την υπόθεσιν του δικαίου εκείνου, διότι πολλά έπαθα σήμερα ένεκα αυτού στο όνειρόν μου”.
(1) Για τη φράση δες Πράξ. ιβ 21,ιη 12,16,17,κε 6,10,17,Ρωμ. ιδ 10,Β΄ Κορ. ε 10. Η φράση εδώ υπονοεί, ότι ο Πιλάτος ανέμενε έως ότου ο λαός αποφασίσει, ποιος από τους δύο δέσμιους να απολυθεί.
(2) Το όνομά της σύμφωνα με το θρύλο των αποκρύφων ήταν στα λατινικά Πρόκουλα σύμφωνα με κάποια χειρόγραφα των Πράξεων Πιλάτου ή του ευαγγελίου του Νικοδήμου (Ι,2), το οποίο στα ελληνικά έγινε Πρόκλα (επιστολή Πιλάτου προς Ηρώδη περί της επιστροφής της συζύγου του. Νικηφόρου Καλλίστου Migne 145,720) (L). Στην αρχή απαγορευόταν στους ανθύπατους και ηγεμόνες να παίρνουν μαζί τους τις συζύγους τους στις επαρχίες· ύστερα όμως σιωπηρά επιτράπηκε αυτό (Σουετώνιος στο Αυγούστου βίος 24. Τακίτου Χρονικά 3,33) (δ).
(3) Το μήνυμα αυτό της συζύγου του Πιλάτου έρχεται εδώ για να δοθεί εξήγηση του γιατί ο Πιλάτος, αφού ο λαός εξέφρασε την προτίμησή του, αποπειράθηκε και πάλι να απολύσει τον δίκαιο αυτόν άνδρα (p).
(4) Εξυπακούεται το ρήμα «έστω (=ας είναι)» (g). «Καμία διαφωνία να μην υπάρχει ανάμεσα σε εσένα και σε εκείνον· μείνε μακριά του» (Ζ). Μη συμμετάσχεις στην καταδίκη του. Προσπάθησε να τον σώσεις (ο).
(5) Έτσι αποκαλεί αυτόν και ο Πιλάτος στο σ. 24 αναφερόμενος με τρόπο ασθενικό στα λόγια αυτά της συζύγου του (b). Με την έννοια της λέξης αθώος εδώ (ο).
(6) «Δεν βλέπει μόνο, αλλά και πάσχει, δηλαδή βασανίζεται, έτσι ώστε, λόγω της συμπάθειας προς τη γυναίκα του, ο άνδρας της να εμποδίσει το φόνο έστω και αν αυτοί δεν πείθονται» (Ζ). «Ω! Τι θαύμα! Ενώ κρινόταν από τον Πιλάτο, εκφόβιζε τη γυναίκα του» (Θφ). Πολλά δεινά έπαθα (δ).
(7) «Το «σήμερα», λέγεται και για τη νύχτα» (Ζ). «Διότι την ίδια αυτή νύκτα είδε» (Χ). Στην ερώτηση πού ο Πιλάτος πέρασε τη νύχτα για να μην μπορεί η σύζυγός του να τού μιλήσει για το όνειρο το πρωί, εκτός από άλλα μπορεί να δοθεί και η απάντηση, ότι η σύλληψη και παράδοση του Ιησού ήταν απρόοπτη, και όταν έγινε γνωστή αυτή, το έως τότε αόριστο και ανεξήγητο για τη σύζυγο του Πιλάτου όνειρο συνδυασμένο με το απρόοπτο γεγονός έγινε σε αυτήν σημαντικό και λιγότερο ή περισσότερο φανερό (L).
(8) «Κύτταξε τι συμβαίνει πάλι, ικανό να τους επαναφέρει όλους. Διότι μετά από την εκ των πραγμάτων πείρα και απόδειξη, και το όνειρο δεν ήταν μικρής σημασίας. Και για ποιο λόγο δεν το βλέπει αυτός; Ή, επειδή εκείνη ήταν πιο άξια· ή διότι εάν το έβλεπε αυτός, δεν θα πιστευόταν όπως εκείνη, ή δεν θα το αποκάλυπτε. Γι’ αυτό κανονίζεται να το δει η γυναίκα, ώστε να γίνει γνωστό σε όλους» (Χ).
Σύμφωνα με τη σκέψη του ευαγγελιστή το όνειρο της συζύγου του Πιλάτου ήταν υπερφυσικής προέλευσης (L). Πράγματι πώς η γυναίκα αυτή είδε τόσο φοβερό όνειρο σχετιζόμενο με έναν κατάδικο, τον οποίο δεν γνώριζε ούτε είχε δει ποτέ και για τη σύλληψη και καταδίκη του οποίου δεν ήταν δυνατόν να είχε κάποια είδηση μέχρι την ώρα που ξύπνησε (ο).
Ματθ. 27,20 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἔπεισαν(1) τοὺς ὄχλους ἵνα αἰτήσωνται τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν ἀπολέσωσιν(2).
Ματθ. 27,20 Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι έπεισαν εν τω μεταξύ τους όχλους να ζητήσουν τον Βαραββάν, να θανατώσουν δε τον Ιησούν.
(1) Την ώρα που ο Πιλάτος λάμβανε το μήνυμα της γυναίκας του, οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι ενεργούσαν στους όχλους, τους οποίους ο Πιλάτος για λίγη ώρα άφησε εξαιτίας του μηνύματος (δ). Έπεισαν με ευλογοφανείς λόγους (b). «Διεφθαρμένοι αυτοί, διέφθειραν και τους όχλους» (Ζ).
(2) Να τον εξολοθρεύσουν δηλαδή να ζητήσουν να θανατωθεί (b).
Ματθ. 27,21 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἡγεμὼν εἶπεν αὐτοῖς(1)· τίνα θέλετε ἀπὸ τῶν δύο ἀπολύσω ὑμῖν; οἱ δὲ εἶπον(2)· Βαραββᾶν.
Ματθ. 27,21 Έλαβε δε τον λόγον ο ηγεμών και είπεν εις αυτούς• “ποίον θέλετε από τους δύο να σας απολύσω;” Εκείνοι δε εφώναξαν• “τον Βαραββάν”.
(1) «Ρώτησε την πρώτη φορά, επειδή όμως δεν απάντησαν ακόμη, αφού ασχολήθηκε με το μήνυμα της γυναίκας του, πάλι επανέλαβε την ερώτηση» (Ζ).
(2) «Όπως διδάχτηκαν» (Ζ).
Ματθ. 27,22 λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τί οὖν ποιήσω(1) Ἰησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; λέγουσιν αὐτῷ πάντες(2)· σταυρωθήτω(3).
Ματθ. 27,22 Τους λέγει ο Πιλάτος• “Τι λοιπόν να κάμω τον Ιησούν, τον λεγόμενον Χριστόν;” Λέγουν εις αυτόν όλοι, “να σταυρωθή”.
(1) «Αφού αστόχησε σε αυτό που ήλπιζε, ρωτά πάλι για αυτό και κάνει αυτούς κύριους της υπόθεσης, καταπραΰνοντας έτσι και γλυκαίνοντάς τους» (Ζ), «έτσι ώστε, έστω και από ντροπή να ζητήσουν την απελευθέρωσή του και το παν να γίνει από το φιλότιμό τους» (Χ). Η προηγούμενη απάντηση του όχλου δεν έπεισε αυτόν, ότι τα συναισθήματα του όχλου έτειναν προς τον όλεθρο του Ιησού. Ο όχλος ήταν δυνατόν παρασυρόμενος να ψηφίσει υπέρ του Βαραββά, αλλά συγχρόνως να μην είναι δυσμενής και προς τον Γαλιλαίο (p).
Υπέθετε ίσως, ότι οι Ιουδαίοι δεν θα ζητούσαν τόσο βαριά τιμωρία για τον Ιησού. Θα όφειλε όμως να μην τους ρωτήσει. Θα ήταν ασφαλέστερο να αφήσει ελεύθερο τον Ιησού χωρίς τίποτα άλλο (b). «Αυτός λοιπόν ήταν άνανδρος και μαλακός (=αδύναμος, άτολμος)» (Χ).
(2) «Όλοι, όχι οι όχλοι μόνοι, αλλά και οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι» (Ζ).
(3) «Και δεν λένε, να φονευτεί, αλλά να σταυρωθεί, ώστε και το είδος του θανάτου να τον αποδεικνύει αυτόν (τον Ιησού) κακούργο» (Ζ).
Ματθ. 27,23 ὁ δὲ ἡγεμὼν ἔφη(1)· τί γάρ(2) κακὸν ἐποίησεν; οἱ δὲ περισσῶς(3) ἔκραζον(4) λέγοντες· σταυρωθήτω.
Ματθ. 27,23 Ο δε ηγεμών είπε• “διατί να σταυρωθή; Ποίον κακόν έκαμε;” Εκείνοι δε ακόμη περισσότερον εκραύγαζαν λέγοντες• “να σταυρωθή”.
(1) Ο Πιλάτος επηρεαζόμενος από κάποιο ρωμαϊκό αίσθημα δικαιοσύνης, καθώς και από το ενδιαφέρον του για το δέσμιο και από το όνειρο της συζύγου του, επιχειρεί και πάλι να σώσει τον Ιησού.
(2) Τι λοιπόν; (g). Αλλά γιατί; Τι έπραξε για να τιμωρηθεί έτσι;
(3) «Αντί να πει: περισσότερο» (Ζ). Ή, με υπερβολή (δ).
(4) Συνεχώς.
Ματθ. 27,24 ἰδὼν δὲ ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδὲν ὠφελεῖ(1), ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος(2) γίνεται, λαβὼν ὕδωρ ἀπενίψατο τὰς χεῖρας(3) ἀπέναντι(4) τοῦ ὄχλου λέγων· ἀθῶός εἰμι ἀπὸ(5) τοῦ αἵματος(6) τοῦ δικαίου(7) τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε(8).
Ματθ. 27,24 Όταν είδε ο Πιλάτος ότι καμίαν ωφέλειαν δεν έφερε η παρέμβασις του υπέρ του Ιησού, αλλά μάλλον προκαλούσε θόρυβον και αναταραχήν, αφού επήρε νερό εξέπλυνε καλά τα χέρια του εμπρός στον όχλον λέγων• “είμαι αθώος από το αίμα του δικαίου τούτου• εις σας θα πέση η ευθύνη και το κρίμα”.
(1) Υποκείμενο ο Πιλάτος. Δες Ησ. λ 7,Παροιμ. ια 4, κατά τον Αλεξανδρινό κώδικα Ιω. ιβ 19.
(2) Φοβόταν στάση (b).
(3) Το πλύσιμο των χεριών είναι ένας φυσικός συμβολισμός για έκφραση αποποίησης κάθε ενοχής και ευθύνης. Βρίσκουμε αυτόν μεταξύ των Ιουδαίων (Δευτ. κα 6,Ψαλμ. κε 6,οβ 13,Ιωσήπου Αρχαιολ. IV,VIII,16) και των εθνικών (Virg. Aen. II 719· Ovid. Fasti II 45). Δεν ήταν ασυνήθιστο για ένα δικαστή, όταν απήγγειλε την ποινή του θανάτου, να διαμαρτύρεται, ότι δεν είχε ευθύνη ή ενοχή για την αφαίρεση της ζωής του καταδικασμένου (Αποστολικαί Διαταγαί ΙΙ 52). Το απενίψατο είναι πιο έντονο από το απλό ενίψατο (p).
Ο Πιλάτος δεν συμμορφώνεται εδώ με συνήθεια ιουδαϊκή, αλλά κάτω από το κράτος δεισιδαιμονικού φόβου χρησιμοποιεί τον εκφραστικό αυτό συμβολισμό καθησυχάζοντας τη συνείδησή του με την επίρριψη ολόκληρης της ενοχής σε εκείνους (L).
«Καθάρισε με νερό τα χέρια δείχνοντας, ότι είναι καθαρός και αμέτοχος στο φόνο· διότι ήταν ιουδαϊκή συνήθεια, να διαμαρτύρονται έτσι αυτοί που δεν ήθελαν να συμμετέχουν σε κάποιο φόνο. Διότι λέει και ο Δαβίδ· Θα πλύνω με αθώους τα χέρια μου» (Ζ).
(4) Μπροστά και αντικρυστά στο πλήθος.
(5) Η σύνταξη «αθώος από» είναι εβραϊσμός. Δες Αριθμ. ε 31,Β΄ Βασ. γ 28 (L).
(6) «Αίμα λένε την καταδίκη του αίματος» (Ζ)· από την ενοχή για το χύσιμο του αίματος.
(7) Ο Πιλάτος υιοθετεί τον χαρακτηρισμό αυτόν από το μήνυμα της συζύγου του, στίχ. 19 (b).
(8) Όπως οι Ιουδαίοι είπαν στον Ιούδα, έτσι και ο Πιλάτος λέει στους Ιουδαίους (b). Δική σας φροντίδα θα είναι το τι θα κάνετε, για να εξιλεωθείτε για το άδικο αυτό.
Ματθ. 27,25 καὶ ἀποκριθεὶς πᾶς ὁ λαὸς εἶπε· τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν(1).
Ματθ. 27,25 Και απεκρίθη όλος ο λαός και είπε• “το αίμα αυτού ας πέση επάνω εις ημάς και επάνω εις τα τέκνα μας”.
(1) Εξυπακούεται το ελθέτω (=ας έλθει) (L).
«Τραβούν την κατάρα όχι μόνο εναντίον αυτών των ίδιων, αλλά και εναντίον των παιδιών τους» (Ζ). Για κατάρες παρομοίου είδους δες Πράξ. ιη 6 (S). Ως προς τις επερχόμενες γενιές ισχύει το «αυτοί που επιμένουν στην πώρωση, γίνονται κληρονόμοι του πατρικού φόνου» (Β).
Ο ευαγγελιστής επιθυμεί να αντιθέσει την σκληροκαρδία των Ιουδαίων κριτών με τις τύψεις της συνείδησης ειδωλολάτρη κριτή. Η κύρια ιδέα του στίχου είναι, ότι όλοι όσοι ήταν εκεί παρόντες, αναδέχτηκαν την ευθύνη. Το έγκλημα της θανάτωσης του Μεσσία από άποψη γενικότητας κατέστη εθνικό έγκλημα (p). Πόσο τρομερά πραγματοποιήθηκε αυτό! Κανείς ποτέ λαός δεν υπέφερε τόσους και τέτοιους διωγμούς, και όμως διασώζεται ακόμη με θαυμάσιο τρόπο ως ξεχωριστή φυλή, διαρκές και ζωντανό μνημείο της οργής του Θεού (ο).
«Για αυτόν το λόγο καταστράφηκαν όλοι μαζί ως γένος και τους αρπάχτηκαν οι πόλεις, ώστε σχεδόν να μην μπορεί να διαφύγει κανένας. Διότι το τι και πόσα έπαθαν, τα διηγούνται οι γραφές αυτών που εξιστόρησαν αυτά τα γεγονότα» (Κ)
Ματθ. 27,26 τότε ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν φραγελλώσας(1) παρέδωκεν(2) ἵνα σταυρωθῇ.
Ματθ. 27,26 Τότε τους αφήκεν ελεύθερον τον Βαραββάν, τον δε Ιησούν, αφού διέταξε και τον εμαστίγωσαν με το φραγγέλιον, τον παρέδωσε δια να σταυρωθή.
(1) «Φραγγέλωσε δηλαδή μαστίγωσε» (Θφ). «Το φραγγέλιο ήταν μαστίγιο πλεγμένο από σχοινιά ή λωρίδες, με το οποίο χτυπούσαν την πλάτη των καταδίκων» (Ζ). Η φραγγέλωση στους Ρωμαίους αποτελούσε συνηθισμένη προκαταρκτική πράξη κάθε εκτέλεσης (S). Όχι σπάνια ο κατάδικος πέθαινε κατά τα χτυπήματα της φραγγέλωσης (F).
Σύμφωνα με τον Ιωάννη στην φραγγέλωση κατέφυγε ο Πιλάτος σαν σε έσχατη απόπειρα να σώσει τον Ιησού «επινοώντας τρόπο να εξασθενήσει την ένταση της μανίας των Ιουδαίων, έτσι ώστε, βλέποντας την ύβρη που έγινε σε αυτόν… να κατευνάσουν την οργή» (Ζ).
Δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ του Ματθαίου και του Ιωάννη. Η τελική τυπική απόφαση του Πιλάτου να θανατωθεί ο Ιησούς εξαγγέλθηκε μετά την φραγγέλωση και την παρουσίαση του Ιησού με τη χλαμύδα μπροστά στον όχλο.
(2) Στους στρατιώτες ως εκτελεστές των θανατικών αποφάσεων.
Ο Μεσσίας εμπαίζεται από τους στρατιώτες
Ματθ. 27,27 Τότε οἱ στρατιῶται τοῦ ἡγεμόνος(1) παραλαβόντες τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸ πραιτώριον(2) συνήγαγον ἐπ᾿ αὐτὸν ὅλην τὴν σπεῖραν(3)·
Ματθ. 27,27 Τότε οι στρατιώται του ηγεμόνος, αφού παρέλαβαν τον Ιησούν εις την αυλήν του πραιτωρίου, εμάζεψαν γύρω από αυτόν όλην την φρουράν.
(1) Δηλαδή τα στρατεύματα, τα οποία είχαν συνοδεύσει τον επίτροπο από την Καισάρεια στην Ιερουσαλήμ και τα οποία βοηθούσαν για τήρηση της τάξης (S).
(2) Δηλαδή την επίσημη κατοικία του επιτρόπου, η οποία βρισκόταν στο δυτικό λόφο (S). Από την εξωτερική αυλή, όπου ήταν ο Πιλάτος μαζί με τους Ιουδαίους στο εσωτερικό της αυλής (δ). Πριν ήταν ανάκτορο του Ηρώδη, μεγαλοπρεπές οικοδόμημα στα δυτικά του ναού, ώστε να βλέπει κάποιος από ψηλά αυτόν (ο). Τον εισήγαγαν εκεί για να βρουν και τους υπόλοιπους στρατιώτες που είχαν εγκατασταθεί και φύλαγαν εκεί (L).
(3) Κατ’ ακρίβεια είναι λόχος ή κοόρτις (τάγμα), που αριθμεί 500-600 άνδρες. Αλλά εδώ ο όρος χρησιμοποιείται ελεύθερα για δήλωση μικρότερου αριθμού (S). Το ένα δέκατο της λεγεώνας (g). Οι στρατιώτες όλοι εθνικοί βρήκαν ευκαιρία να διασκεδάσουν εκδηλώνοντας την περιφρόνησή τους προς τους Ιουδαίους στο πρόσωπο εκείνου, ο οποίος ομολόγησε τον εαυτό του βασιλιά τους (F).
Ματθ. 27,28 καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα(1) κοκκίνην,
Ματθ. 27,28 Και αφού τον εγύμνωσαν από τα ενδύματά του, τον ενέδυσαν με κόκκινον μανδύαν.
(1) Στρατιωτική χλαίνη. Η χλαμύδα ήταν γενικώς στρατιωτικό ένδυμα, που φοριόταν όμως όχι μόνο από τους στρατιώτες, αλλά και τους βασιλιάδες (a). «Επειδή δηλαδή λεγόταν βασιλιάς των Ιουδαίων, επομένως ως βασιλιά τον χλεύαζαν» (Ζ).
Ματθ. 27,29 καὶ πλέξαντες στέφανον(1) ἐκ ἀκανθῶν(2) ἐπέθηκαν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ κάλαμον(3) ἐπὶ τὴν δεξιὰν αὐτοῦ, καὶ γονυπετήσαντες ἔμπροσθεν αὐτοῦ(4) ἐνέπαιζον αὐτῷ λέγοντες· χαῖρε ὁ βασιλεὺς(5) τῶν Ἰουδαίων(6)·
Ματθ. 27,29 Έπλεξαν δε ακάνθινον στέφανον και έβαλαν αυτόν στο κεφάλι του αντί για στέμμα• του έδωκαν καλάμι στο δέξι του χέρι αντί για σκήπτρο και αφού εγονάτισαν εμπρός του τον ενέπαιζαν λέγοντες• “χαίρε, ο βασιλεύς των Ιουδαίων”.
(1) Το στεφάνι δινόταν στους νικητές σε μάχη ή σε αγώνισμα (S).
(2) Δεν υπάρχει καμία ένδειξη στα ευαγγέλια, από την οποία να συμπεράνουμε από ποιο φυτό κατασκευάστηκε το στεφάνι. Παρόλο όμως που δεν χρησιμοποιείται εδώ η λέξη διάδημα (στέμμα), είναι αναμφίβολο, ότι «το αγκάθινο στεφάνι το έβαλαν αντί για διάδημα» (Ζ).
(3) «Και το καλάμι, τού το έδωσαν στο χέρι αντί για σκήπτρο» (Ζ).
(4) Οι στρατιώτες ήξεραν καλά την τελετή του χαίρε Καίσαρ και μιμούνταν τώρα αυτήν (p).
(5) Μεταχειρίζονται αυτόν ως παράφρονα, ο οποίος φανταζόταν τον εαυτό του βασιλιά (b), «και χωρίς να το θέλουν κατασκεύαζαν την αλήθεια» (Ζ).
(6) Αφού συντελέστηκε η εγκαθίδρυση του βασιλιά ο ειρωνικός και εμπαικτικός χαιρετισμός επακολούθησε συνοδευόμενος και από γονυκλισία (L).
Ματθ. 27,30 καὶ ἐμπτύσαντες εἰς αὐτὸν ἔλαβον τὸν κάλαμον καὶ ἔτυπτον εἰς τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ(1).
Ματθ. 27,30 Και αφού τον έπτυσαν, επήραν το καλάμι και εκτυπούσαν την κεφαλήν του.
(1) Και για να γίνει πιο αισθητή η γελοιοποίηση, το εμπαικτικό σκήπτρο χρησιμοποιήθηκε, για να χτυπιέται με αυτό ο πάσχων (L). Παίρνουν το καλάμι από το χέρι του, ώστε χτυπώντας να μπήξουν με αυτό βαθύτερα το αγκάθινο στεφάνι, πράγμα το οποίο δεν μπορούσαν να πράξουν με γυμνό το χέρι (ο).
«Αυτό που γινόταν ήταν το έσχατο όριο εξευτελισμού. Διότι δεν εξευτελιζόταν ένα μέλος, αλλά ολόκληρο το σώμα και ολοκληρωτικά· το κεφάλι με το στεφάνι, το καλάμι και τους κολαφισμούς, το πρόσωπο το οποίο υφίστατο εμπτύσματα, τα σαγόνια που ραπίζονταν, ολόκληρο το σώμα με τις μαστιγώσεις, με την γύμνωση, με την περιβολή της χλαμύδας και με την προσποιητή προσκύνηση, το χέρι με το καλάμι, το οποίο έδωσαν να κρατά αντί για σκήπτρο, το στόμα πάλι με την προσφορά του ξυδιού. Τι θα μπορούσε να γίνει φοβερότερο από αυτό; Τι πιο υβριστικό;» (Χ).
Ματθ. 27,31 καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν χλαμύδα(1) καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ σταυρῶσαι(2).
Ματθ. 27,31 Και όταν τον ενέπαιξαν όσον ήθελαν, έβγαλαν από αυτόν την χλαμύδα, του εφόρεσαν τα ενδύματά του και τον ωδήγησαν, δια να τον σταυρώσουν.
(1) «Όταν τον ξέντυσαν από την χλαμύδα, αφαίρεσαν οπωσδήποτε και το στεφάνι» (Ζ). Παρόλ’ αυτά τίποτα δεν λέγεται από τους ευαγγελιστές για το αγκάθινο στεφάνι, το οποίο κατά τους Ωριγένη, Τερτυλλιανό και άλλους αρχαίους συγγραφείς παρέμεινε μέχρι τέλους του μαρτυρίου στο ιερό κεφάλι του Ιησού (F).
(2) Το μισό της προφητείας στο κεφ. κ 19 εκπληρώθηκε επακριβώς και ήδη επακολουθεί και η εκπλήρωση του δεύτερου μισού (p)
Η σταύρωση του Μεσσία
Ματθ. 27,32 Ἐξερχόμενοι(1) δὲ εὗρον ἄνθρωπον Κυρηναῖον(2) ὀνόματι Σίμωνα· τοῦτον ἠγγάρευσαν(3) ἵνα ἄρῃ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ.
Ματθ. 27,32 Καθώς δε έβγαιναν από την πόλιν, ευρήκαν ένα άνθρωπον, που κατήγετο από την Κυρήνην και ωνομάζετο Σίμων, αυτόν ηγγάρευσαν να σηκώση μέχρι του Γολγοθά τον σταυρόν του Ιησού.
Η συμπεριφορά των στρατιωτών στο έργο της εκτέλεσης του καταδίκου, το οποίο διατάχτηκαν να φέρουν σε πέρας, παρουσιάζεται με εμφανή αντίθεση με την πράξη εκείνων, οι οποίοι κορόιδεψαν και κακοποίησαν αυτόν. Η κοροϊδία και η κτηνώδης συμπεριφορά σταματά αμέσως, και με σοβαρότητα πλέον οι στρατιώτες προχωρούν σε εκπλήρωση της διαταγής που τους δόθηκε (p)
(1) Οι Ιουδαίοι τις θανατικές εκτελέσεις τις τελούσαν έξω από την πόλη, Πράξ. ζ 58,Εβρ. ιγ 11-13. Παρόμοια ήταν η συνήθεια των Ελλήνων και των Ρωμαίων (ο).
(2) Ιουδαίο από την Κυρύνη που ήταν εγκατεστημένος στα Ιεροσόλυμα, όπου είχαν οι Κυρηναίοι και δική του συναγωγή. Δες Πράξ. στ 9 (δ). Δεν υπήρχε τη στιγμή εκείνη ούτε Ιουδαίος ούτε Ρωμαίος διατεθειμένος να κουβαλήσει πρόθυμα το φορτίο του σταυρού. Ήταν πολλοί παρόντες τότε από Ευρώπη, Ασία και Αφρική. Αλλά από τότε και στις πλέον μακρινές χώρες βρέθηκαν πολλοί, οι οποίοι πρόθυμα θα σήκωναν το σταυρό του (b).
(3) «Διότι πρώτα μεν έβαλαν σε αυτόν το σταυρό ως κατάδικο και βαστάζοντάς τον βγήκε· έπειτα αφού συνάντησαν τον Σίμωνα, αυτόν αγγάρευσαν να σηκώσει αυτόν» (Ζ). «Αυτός που πρόκειται να καρφωθεί σε αυτόν (το σταυρό), προηγουμένως τον βαστάζει» (Αρτεμίδωρος Ονειρ. ΙΙ,56). Ήταν συνηθισμένο οι καταδικασμένοι σε σταύρωση να κουβαλάνε τους σταυρούς τους στον τόπο της καταδίκης. Και ο Κύριος βάσταξε το σταυρό για κάποιο διάστημα, διότι τον Σίμωνα τον συνάντησαν έξω από την πόλη. Για το αγγαρεύω δες Ματθ. ε 41.
Ματθ. 27,33 Καὶ ἐλθόντες εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾶ(1), ὅ ἐστι(2) λεγόμενος κρανίου(3) τόπος,
Ματθ. 27,33 Και αφού ήλθαν εις τόπον λεγόμενον Γολγοθά, όνομα που σημαίνει “τόπος κρανίου”,
(1) Σύμφωνα με τον Dalman, ενώ ο αραμαϊκός τύπος είναι Γουλγολθά, οι Έλληνες για διευκόλυνση της προφοράς του ονόματος παρέλειπαν το δεύτερο λ· αλλά οι Σύροι πέτυχαν το ίδιο αποτέλεσμα με τον τύπο Γαγουλθά. Είναι πιθανόν, ότι η αραμαϊκή προφορά στα Ιεροσόλυμα ήταν ήδη Γολγοθά (L).
(2) «Το οποίο, το Γολγοθά δηλαδή, λέγεται που σημαίνει μεταφράζεται, όπως ο Μάρκος είπε, από την εβραϊκή διάλεκτο στην ελληνική, σημαίνει και λέγεται κρανίου τόπος» (Ζ).
(3) Εκφράστηκε η γνώμη, σύμφωνα με την οποία ονομάστηκε έτσι από τα κρανία των καταδίκων, τα οποία έμεναν εκεί άταφα. Αυτό είναι απίθανο, διότι οι Ιουδαίοι δεν θα ανεχόντουσαν άταφα οστά, και επιπλέον η ονομασία θα έπρεπε να είναι κρανίων τόπος (p). Υπάρχει και η από τον Ωριγένη ήδη γνωστή ιουδαϊκή παράδοση των πιστών, σύμφωνα με την οποία «λένε κάποιοι ότι εκεί πέθανε και είναι θαμμένος ο Αδάμ, και τα οικονόμησε ο Θεός έτσι, ώστε, όπου ο παλαιός Αδάμ έπεσε από το θάνατο, εκεί να στηθεί και το τρόπαιο του νέου Αδάμ κατά του θανάτου, εννοώ βεβαίως το σταυρό» (Ζ)· «quia ibi erectus sit medicus, ubi jacebat aegrotus» (Αυγουστίνου, «ώστε εκεί να υψωθεί ο γιατρός, όπου ήταν πεσμένος ο ασθενής»). Αυτή όμως η μεταγενέστερη απόκρυφη παράδοση δεν μπορεί να έχει ιστορική βάση (δ).
Ο λόφος ονομαζόταν έτσι από το σχήμα του (b). Η τελευταία αυτή εκδοχή, αν και όχι βέβαιη, είναι η πιθανότερη. Σε αυτήν επίσης κλίνει και ο Κύριλλος Ιεροσολύμων (F).
Ματθ. 27,34 ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν ὄξος(1) μετὰ χολῆς(2) μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος οὐκ ἤθελε(3) πιεῖν.
Ματθ. 27,34 του έδωσαν να πιή ξύδι ανακατεμένον με χολήν, δια να του φέρη κάποιαν προσωρινήν νάρκωσιν. Εκείνος όμως αφού το εδοκίμασε, δεν ήθελε να το πιή.
(1) Υπάρχει και η γραφή των αλεξανδρινών μεγαλογράμματων κωδίκων οίνον. «Ο Μάρκος λοιπόν είπε, ότι του έδιναν να πιει εσμυρνισμένο κρασί» (Ζ).
(2) Αντί για το σμύρνα του Μάρκου λέει ο Ματθαίος χολή. Η αντίστοιχη εβραϊκή λέξη χρησιμοποιείται και για άλλα πικρά στη γεύση, όπως το αψίνθιον (Παροιμ. ε 4,Θρήνοι Ιερεμ. γ 15). Για αυτό κάποιοι το χολή το θεωρούν ως ταυτόσημο με το σμύρνα του Μάρκου (g).
Η λέξη χολή γίνεται έτσι γενική λέξη για δήλωση ποτού πικρής γεύσης και η έννοια του καθενός από τα δύο Ευαγγέλια είναι ότι το κρασί ήταν αναμεμιγμένο με φάρμακο, ίσως και διαφορετικό από τη χολή ή τη σμύρνα. Φαίνεται να υπήρξε ιουδαϊκή συνήθεια να δίνουν κάποιο ναρκωτικό ποτό στους από το συνέδριο καταδικασμένους στον δια λιθοβολισμού θάνατο με σκοπό να μετριάσουν την αγωνία από τον οδυνηρό θάνατο και υπάρχει η ιδέα, ότι στα Ιεροσόλυμα υπήρχε ένα είδος σωματείου γυναικών, για να προμηθεύει τέτοια αναισθητικά στους κατάδικους (p).
«Προτού μεν ανέβει στο σταυρό του προσφέρθηκαν αυτά που αναφέρθηκαν, όπως ο Ματθαίος και ο Μάρκος είπαν· μετά όμως που ανέβηκε στο σταυρό μόνο ξύδι, όπως ο Λουκάς και ο Ιωάννης λένε» (Ζ).
(3) Διότι ο Ιησούς επιθυμούσε να διατηρήσει τις αισθήσεις του πλήρως αδιατάρακτες μέχρι το θάνατό του (b).
Ματθ. 27,35 σταυρώσαντες(1) δὲ αὐτὸν διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια(2) αὐτοῦ βαλόντες κλῆρον(3),
Ματθ. 27,35 Αφού δε τον εσταύρωσαν, εμοίρασαν μεταξύ των με κλήρον τα ενδύματά του οι στρατιώται.
(1) Η σταύρωση ήταν η σκληρότερη και φρικωδέστερη από τις ρωμαϊκές ποινές, συνηθισμένη σε δούλους, μεγάλους κακούργους και στασιαστές, ουδέποτε όμως σε Ρωμαίους πολίτες. Οι σταυρούμενοι έμεναν καρφωμένοι, ζώντας και φοβερά πονώντας γύρω στις δώδεκα ώρες, πολλές φορές όμως 24 και 36, και καμιά φορά, αυτοί που είχαν πολύ ισχυρή κράση, 48 ή 60 ώρες. Ερχόταν λοιπόν ο θάνατος όχι από αιμορραγία, διότι το από τις πληγές αίμα αφού έπηζε εκεί σταμάταγε να ρέει, αλλά από τη νάρκωση των μυών, των φλεβών και των νεύρων και την εξάντληση των δυνάμεων. Οι φοβεροί πόνοι προέρχονταν από τη φλόγωση των πληγών και από τη συρροή του αίματος στον εγκέφαλο (δ).
Η εκτέλεση γινόταν με το να υψώσουν πρώτα και να στερεώσουν το σταυρό, ο οποίος συνήθως ήταν αρκετά χαμηλός. Έπειτα ανέβαζαν τον κατάδικο καβαλικευτά πάνω σε ένα τεμάχιο πασσάλου στερεωμένου στο μέσο του κάθετου ξύλου του σταυρού. Συνήθως τα πόδια και τα χέρια καρφώνονταν στη συνέχεια με χοντρά καρφιά (F). Υπάρχει παρόλ’ αυτά και η γνώμη ότι συνηθέστερα ο σταυρός υψωνόταν, αφού τα χέρια και τα πόδια του καταδίκου καρφώνονταν σε αυτόν, ενώ βρισκόταν στο έδαφος (ο).
(2) Οι σταυρούμενοι καρφώνονταν γυμνοί (Αρτεμίδ. ΙΙ, 58) και πιθανώς μόνο κάποιο ύφασμα κάλυπτε τη μέση τους. Τα ρούχα τους τα έπαιρναν αυτοί που εκτελούσαν την καταδίκη (δ).
(3) «Τα μεν ιμάτια τα μοίρασαν, για τον άρραφο όμως χιτώνα έβαλαν κλήρο» (Ζ). Δες Ψαλμ. κα 19 «για να εκπληρωθεί η προφητεία του Δαβίδ που μιλούσε για αυτά» (Ζ).
Ματθ. 27,36 καὶ καθήμενοι ἐτήρουν(1) αὐτὸν ἐκεῖ.
Ματθ. 27,36 Και καθήμενοι εκεί τον φρουρούσαν.
(1) «Τον φύλαγαν, για να μην τον κατεβάσει κάποιος» (Ζ). Τον φύλαγαν για να μην απελευθερωθεί από τους οπαδούς του (δ).
Ματθ. 27,37 καὶ ἐπέθηκαν(1) ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τὴν αἰτίαν(2) αὐτοῦ γεγραμμένην(3)· οὗτός ἐστιν(4) Ἰησοῦς ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(5).
Ματθ. 27,37 Και τοποθέτησαν στον σταυρόν, επάνω από την κεφαλήν του, γραμμένην την κατηγορίαν του• “αυτός είναι ο Ιησούς ο βασιλεύς των Ιουδαίων”.
(1) Η επιγραφή αυτή μεταφέρθηκε στον τόπο της καταδίκης έτοιμη. Διότι όπως φαίνεται από την αφήγηση του Ιωάννου, ο ίδιος ο Πιλάτος έγραψε αυτήν.
(2) «Την κατηγορία, για την οποία σταυρώθηκε» (Ζ). Τον λόγο της καταδίκης (δ).
(3) «Αυτό γράφτηκε σε τρεις διαλέκτους, επειδή πολλοί συνήθιζαν να επισκέπτονται τότε την πόλη των Ιουδαίων Έλληνες και Ρωμαίοι» (Ζ).
(4) Ναι· αληθινά είναι βασιλιάς. Η επιγραφή ίσως παρέμεινε πάνω στο σταυρό πιο πολύ χρόνο παρά το σώμα του Ιησού (b). «Ήταν κρεμασμένα ψηλά τα γράμματα σαν αφιέρωμα που κατά τρόπο λαμπρό ανακήρυτταν τη βασιλεία του» (Ζ).
«Το ότι ο Κύριος είναι βασιλιάς του Ισραήλ μαρτυρήθηκε και από τους εχθρούς, που υπέγραψαν στο σταυρό την ομολογία της βασιλείας του, ότι δηλαδή αυτός είναι ο βασιλιάς των Ιουδαίων· διότι δεχόμαστε τη μαρτυρία, αν και θεωρείται ότι μικραίνει το μεγαλείο της εξουσίας, καθορίζοντας την κυριαρχία στη βασιλεία των Ισραηλιτών. Διότι δεν είναι έτσι· αλλά από το μερικό η επιγραφή αυτή στο σταυρό αποδίδει την πάνω σε όλους εξουσία, με το να μην προσθέσει ότι μόνο των Ιουδαίων είναι αυτός βασιλιάς» (Γν).
«Η ανάγνωση λοιπόν από αυτήν την επιγραφή δήλωνε ότι το σωτήριο πάθος έγινε όχι για χάρη της Ιουδαίας μόνης, αλλά και για κάθε ελληνική και βάρβαρη χώρα» (Δ).
(5) Ελαφρές διαφορές στο λεκτικό της επιγραφής παρατηρούνται κατά τις διάφορες αφηγήσεις του πάθους από τους τέσσερεις ευαγγελιστές. Προέρχονται κυρίως από τις τρεις διαφορετικές γλώσσες, στις οποίες ήταν γραμμένη η επιγραφή αυτή, στη μετάφραση των οποίων φυσικό ήταν να προκύψουν ελαφρές λεκτικές διαφορές. Υπάρχει όμως απόλυτη συμφωνία ως προς την έννοια της επιγραφής έτσι ώστε τέτοιες λεκτικές διαφορές να αποδεικνύουν εμφανώς την μεταξύ τους ανεξαρτησία και την φιλαλήθεια των ιερών συγγραφέων (ο).
Ματθ. 27,38 Τότε(1) σταυροῦνται(2) σὺν αὐτῷ δύο λῃσταί(3), εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων(4).
Ματθ. 27,38 Τότε σταυρώνονται μαζί με αυτόν δύο λησταί, ένας εκ δεξιών και άλλος εξ αριστερών.
(1) Όταν σταύρωσαν τον Κύριο της δόξας (δ).
(2) Αφού οι πρώτοι στρατιώτες, που σταύρωσαν τον Κύριο κάθισαν και «τον φύλαγαν εκεί», όχι αυτοί, αλλά άλλοι σταύρωσαν τους δύο ληστές . Για αυτό ο Ματθαίος καθορίζοντας ακριβέστερα το πράγμα δεν λέει «σταυρώνουν» όπως ο Μάρκος, αλλά σταυρώνονται (L).
(3) Όχι κλέφτες, αλλά ληστές που αρπάζουν με βίαια μέσα. Ίσως είχαν συνεταιριστεί με τον Βαραββά στα εγκλήματα.
(4) «Και αυτό οφειλόταν στην επίμονη προσπάθεια των Ιουδαίων, έτσι ώστε, με το να είναι κρεμασμένος ανάμεσα στους κακούργους, να θεωρηθεί και αυτός κακούργος, και ώστε η συμμετοχή στην τιμωρία να τον ανακηρύττει συμμέτοχο και στην κακουργία» (Ζ). Για χλευασμό, τον ενθρόνισαν κατά κάποιο τρόπο σε εξέδρα ως βασιλιά των ληστών. Έτσι με την χαιρεκακία των εχθρών του αυτός ο ίδιος ο τρόπος του θανάτου του διακηρύττει λαμπρά τον σκοπό και το αποτέλεσμα της έλευσής του στον κόσμο. Ήλθε να σώσει αυτούς που μετανοούν.
Αλλά αυτό συνυπονοεί διαχωρισμό μεταξύ μετανοημένων και αμετανόητων. Και διαχωρίζει πάνω στο σταυρό αυτόν που μετανόησε από αυτόν που παρέμεινε αμετανόητος. Κάποιοι κώδικες αναφέρουν και τα ονόματα αυτών Γιοάθαμ και Χαμμαθά ή Ιωάθας και Μαγγατράς, ή σύμφωνα με τα επικρατέστερα από απόκρυφες πηγές ονόματα Δισμάς και Γκεστάς. Του μετανοημένου ληστή η μνήμη τελείται στη μεν Δυτική εκκλησία στις 25 Μαρτίου ενώ στην Ελληνική στις 23 Μαρτίου (p).
Ματθ. 27,39 Οἱ δὲ παραπορευόμενοι(1) ἐβλασφήμουν(2) αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς(3) αὐτῶν
Ματθ. 27,39 Εκείνοι δε που περνούσαν από τον δρόμο κοντά στον σταυρόν, τον εβλασφημούσαν και εκινούσαν τα κεφάλια των
(1) «Οι Ιουδαίοι που περνούσαν κοντά από το δρόμο εκείνο» (Ζ). Η Παρασκευή λοιπόν εκείνη δεν ήταν ημέρα αργίας, αλλά εργασίας (δ). Πολλοί δεν καταδέχονταν ούτε καν να σταθούν εκεί (b) αλλά περνούσαν. Ποιοι ήταν αυτοί δεν έχουμε κάποια νύξη στα ευαγγέλια που να μας διαφωτίζει.
(2) Στην παρούσα περίπτωση οι εναντίον του εκτελεσθέντος ύβρεις ήταν βλασφημίες, διότι απευθύνονταν κατά του Μεσσία, κατά του Υιού του Θεού (F).
(3) Κίνηση που δηλώνει άρνηση του να αναγνωρίσει κάποιος κάτι (b). Ή σημάδι χαιρεκακίας = καλά έκαναν αυτοί που σε έβαλαν πάνω σε αυτόν. Δες Ψαλμ. κα 8,ρθ 25,Ιωβ ιστ 4,Ιερεμ. ιη 16 (δ).
Ματθ. 27,40 καὶ λέγοντες· ὁ καταλύων(1) τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν(2) ἡμέραις οἰκοδομῶν(3)! σῶσον σεαυτόν(4)· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ.
Ματθ. 27,40 λέγοντες• “συ λοιπόν, είσαι που θα εκρήμνιζες τον ναόν και εις τρεις ημέρας θα τον ξανάκτιζες! Σώσε τώρα τον εαυτόν σου. Εάν πράγματι είσαι υιός του Θεού, κατέβα από τον σταυρόν”.
(1) Παρατατικός της απόπειρας (L). Εσύ που θα γκρέμιζες (a).
(2) Και ήταν ήδη η πρώτη από τις ημέρες αυτές (b).
(3) Αυτή ήταν η μόνη κατηγορία την οποία μετά από τριετή δημόσια δράση, είχαν να του απευθύνουν (ο).
(4) Χρησιμοποιούν κοροϊδευτικά και το όνομα Ιησούς (=Σωτήρας), έπειτα και το όνομα υιός του Θεού και το όνομα του βασιλιά (δες σ. 42,43) (b). Ο Μεσσίας και πολύ περισσότερο ο Υιός του Θεού ήταν βεβαίως δυνατός να ελευθερώσει τον εαυτό του (F).
Ματθ. 27,41 ὁμοίως(1) δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν γραμματέων καὶ πρεσβυτέρων(2) καὶ Φαρισαίων ἔλεγον(3)·
Ματθ. 27,41 Παρομοίως δε και οι αρχιερείς τον ενέπαιζαν μαζί με τους γραμματείς και τους πρεσβυτέρους και τους Φαρισαίους και έλεγαν ειρωνικώς•
(1) «Το ομοίως λέχθηκε για τη βλασφημία. Διότι και αυτοί ομοίως τον βλασφημούσαν, έστω και αν το έκαναν με άλλα λόγια» (Ζ).
(2) Περιλαμβάνει έτσι όλα τα μέλη του συνεδρίου.
(3) Ήδη οι ηγέτες μιμούνται τον όχλο. Τι σύγχυση! Αλλά ξεπερνούν αυτοί τον όχλο σε πικρία (b). Το να κατεβαίνουν τόσο πολύ, ώστε μαζί με τον χυδαίο όχλο να βλασφημούν αυτόν, δείχνει πόσο άσβεστο ήταν το εναντίον του μίσος τους (ο)
Ματθ. 27,42 ἄλλους ἔσωσεν(1), ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ βασιλεὺς Ἰσραήλ(2) ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ πιστεύσομεν(3) ἐπ᾿ αὐτῷ(4)·
Ματθ. 27,42 “άλλους έσωσε, τον εαυτόν του όμως δεν ημπορεί να σώση. Εάν είναι πράγματι ο σταλμένος από τον Θεόν βασιλεύς του Ισραήλ, ας κατεβή από τον σταυρόν και θα πιστεύσωμεν εις αυτόν.
(1) Η φράση βρίσκεται και στους τρεις ευαγγελιστές. Παρόλ’ αυτά ο σαρκασμός αυτός μαζί με το ακόλουθο «τον εαυτό του δεν μπορεί να σώσει», αν και ειπώθηκε για εμπαιγμό, ανταποκρινόταν σε βαθύτερη και αποκεκρυμμένη από τους υβριστές αλήθεια. Οι χλευαστές αυτοί ήταν μεταξύ εκείνων για τους οποίους ο Ιησούς πέθαινε, για να τους σώσει. Και ο Ιησούς δεν μπορούσε να κατέβει από το σταυρό και να σώσει τον εαυτό του, διότι ήταν εκεί καρφωμένος όχι από τα καρφιά, αλλά από τον πόθο του τού να σώσει αυτούς.
«Το άλλους έσωσε, το είπαν, συκοφαντώντας τις θαυματουργίες του ότι τάχα έγιναν με μαγεία» (Ζ).
(2) «Αυτό το είπαν εξ’ αιτίας της επιγραφής του τίτλου. Επειδή δεν μπόρεσαν δηλαδή να την αλλάξουν, επιχειρούν να την αποδείξουν ψευδή» (Ζ). Εάν είναι βασιλιάς θεοκρατικός, Μεσσίας και Υιός του Θεού (δ). Του Ισραήλ και όχι των Ιουδαίων όπως είχε η επιγραφή και υπονοούσε αυτό την μεσσιακή βασιλεία πάνω στο λαό του Θεού (L).
(3) «Και θα κατέβαινε, αν επρόκειτο να πιστεύουν» (Ζ). Είχαν τον Μωϋσή και τους προφήτες και όμως δεν πίστεψαν σε αυτόν. Άκουσαν τα λόγια του και είδαν τα θαύματά του, και όμως δεν πίστεψαν σε αυτόν (p). Εμείς οι Χριστιανοί πιστεύουμε σε αυτόν για αυτόν ακριβώς το λόγο, διότι δεν κατέβηκε αμέσως τότε από το σταυρό, αλλά τελείως αντίθετα ολοκλήρωσε με το σταυρό το έργο του (b).
(4) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα γράφουν επ’ αυτόν, ενώ πολλά άλλα γράφουν ἐπ᾿ αὐτῷ.
Ματθ. 27,43 (1)πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν(2), ῥυσάσθω(3) νῦν αὐτόν, εἰ θέλει αὐτόν(4)· εἶπε γὰρ ὅτι Θεοῦ εἰμι υἱός(5).
Ματθ. 27,43 Έχει στηρίξει την πεποίθησίν του στον Θεόν. Ας τον σώση τώρα από τον σταυρόν, αν πράγματι τον θέλη. Διότι ο ίδιος είπε, ότι είμαι υιός Θεού”.
(1) Ο στίχος είναι χαρακτηριστικός του Ματθαίου. Το πρώτο μέρος του είναι σχεδόν παράθεση, για να δειχτεί η εκπλήρωσης της προφητείας στο Ψαλμ. κα 9 (L). «Αυτό που προείπε ο Δαβίδ που αφορούσε το δικό τους πρόσωπο, τώρα αυτοί οι ίδιοι λένε αυτό, εκπληρώνοντας αυτήν την προφητεία» (Ζ).
(2) Έχει εμπιστευθεί τον εαυτό του στο Θεό (L), «ως γιος του» (Ζ).
(3) «Το έλεγαν αυτό, όχι επειδή ο Θεός δεν μπορούσε να τον σώσει, αλλά επειδή αυτός δεν ήταν Υιός του Θεού, όπως αυτοί νόμιζαν» (Ζ).
(4) Όπως αυτός αξιώνει (δ). Εβραϊσμός = εάν τον αγαπά (F).
(5) Δες και Σοφία Σολομ. β 13.
Ματθ. 27,44 τὸ δ᾿ αὐτὸ(1) καὶ οἱ λῃσταὶ(2) οἱ συσταυρωθέντες αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν.
Ματθ. 27,44 Κατά τον ίδιον τρόπον και οι λησταί, που είχαν σταυρωθή μαζί του, τον ύβριζαν.
(1) «Αντί να πει παρομοίως. Διότι ο διάβολος όχι μόνο τους Ιουδαίους άναψε (=διέγειρε το θυμό τους), αλλά και τους Ρωμαίους στρατιώτες τους έκανε να συμπεριφέρονται σαν μανιακοί, και τους ίδιους του ληστές, παρόλο που ήταν συσταυρωμένοι, τους εξαγρίωσε εναντίον του» (Ζ).
(2) «Πώς λοιπόν ο Λουκάς λέει, ότι ο ένας μάλωνε; Και τα δύο έγιναν. Διότι στην αρχή και οι δύο χλεύαζαν, ύστερα όμως όχι πια» (Χ). «Ίσως όμως το έκαναν αυτό και για χάρη των Ιουδαίων, ώστε εξ’ αιτίας αυτού να τους κατεβάσουν από το σταυρό· ύστερα όμως μετανόησε ο ένας» (Ζ).
Η μετάνοιά του αυτή και η ομολογία του παρουσιάζονται πράγματι αξιοθαύμαστες. «Διότι αν και τον έβλεπε να σταυρώνεται, τον αποκαλούσε βασιλιά· και προσδοκώντας ότι αυτός που ατιμαζόταν και έπασχε θα έρθει με δόξα που ταιριάζει σε Θεό, άρπαξε την πίστη, αν και δεν είχε ζήσει με ενάρετη διαγωγή» (Κ). Μπορεί όμως κάποιος να πει, ότι οι Ματθαίος και Μάρκος συντομεύοντας την αφήγηση γενικεύουν και στους δύο ληστές τους ονειδισμούς (F).
Ο θάνατος του Μεσσία
Ματθ. 27,45 Ἀπὸ δὲ ἕκτης(1) ὥρας σκότος(2) ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν(3) ἕως ὥρας ἐνάτης(1).
Ματθ. 27,45 Από δε την δωδεκάτην ώραν έως τις τρεις το απόγευμα έγινε σκοτάδι σε όλη τη γη.
(1) Δηλαδή από τις 12-3 μ.μ. . Έτσι εάν η σταύρωση έγινε το μεσημέρι, το σκοτάδι παρατάθηκε καθ’ όλο το χρόνο, κατά τον οποίο ο Ιησούς ήταν πάνω στο Σταυρό (S). «Και πρόσεξε πότε γίνεται. Το μεσημέρι, για να μάθουν όλοι, όταν παντού ήταν ημέρα» (Χ). «Αφού χόρτασαν το μεθύσι της παραφροσύνης και τους χλευασμούς, μετά έγινε αυτό» (Ζ).
«Όταν είπαν όλα όσα θέλησαν, τότε δείχνει το σκοτάδι» (Χ), «έτσι ώστε, αφού σταμάτησε πλέον ο θυμός, να μπορέσουν να κερδίσουν κάτι από το θαύμα» (Ζ). «Διότι από το να κατέβει από το σταυρό, αυτό ήταν πιο θαυμαστό, το να ενεργεί δηλαδή τέτοια πράγματα ενώ είναι στο σταυρό. Διότι, είτε πίστευαν ότι τα έκανε Εκείνος αυτά, έπρεπε να πιστέψουν και να φοβηθούν· είτε πίστευαν ότι δεν τα έκανε εκείνος, αλλά ο Πατέρας, και πάλι έπρεπε να συγκινηθούν βαθιά· διότι το σκοτάδι εκείνο ήταν ενέργεια οργής για όσα είχαν αποτολμηθεί» (Χ).
(2) Έκτακτα συμβάντα και όταν ακόμη οφείλονται σε αιτίες φυσικές, σωστά μπορούν να θεωρηθούν ως σημάδια από το Θεό (p). Παρόλ’ αυτά «δεν μπορούσαν να πουν, ότι ήταν μία φυσική έκλειψη ηλίου·… διότι στην δέκατη τέταρτη ημέρα της σελήνης, που είναι πανσέληνος, είναι αδύνατον να συμβεί κατά τρόπο φυσικό έκλειψη ηλίου» (Ζ).
(3) Το «σε όλη τη γη» στο Λουκά δ 25 σημαίνει σε όλη τη χώρα της Παλαιστίνης (δ). Ίσως και εδώ να έχει την ίδια έννοια (p). Δεν αποκλείεται όμως να σημαίνεται και ολόκληρος ο πλανήτης μας, διότι ο ίδιος ο ήλιος έγινε σκοτεινός (b).
Ματθ. 27,46 περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων(1)· ἠλὶ ἠλί(2), λιμᾶ(3) σαβαχθανί(4); τοῦτ᾿ ἔστι, Θεέ μου Θεέ μου(5), ἱνατί με ἐγκατέλιπες(6);
Ματθ. 27,46 Περί την τρίτην απογευματινήν ώραν εβόησε με φωνήν μεγάλην ο Ιησούς, λέγων• “Ηλί, Ηλί, λιμά σαβαχθανί;” Δηλαδή, Θεε μου, Θεε μου, διατί με εγκατέλιπες;”
(1) Η κραυγή δεν ήταν έκφραση απελπισίας, αλλά προκλήθηκε από την αγωνία που είχε κυριεύσει τον πάσχοντα και δείχνει πόσο πραγματικό ήταν το πάθος του Κυρίου (S).
«Βασανισμένος από τις οδύνες που προξενούσαν τα καρφιά, ως άνθρωπος λέει… Γιατί με άφησες έτσι να οδυνώμαι;… Διότι όπως ακριβώς αληθινά έγινε άνθρωπος, έτσι αληθινά σταυρώθηκε και όχι φανταστικά. Διότι δεν θα φώναζε έτσι αν δεν πονούσε τόσο πολύ» (Ζ). Φώναξε προς τον πατέρα την φωνή του δικαίου, που απευθύνεται προς τον Θεό από τον προφητάνακτα Δαβίδ στο Ψαλμ. κα 1 (δ).
(2) Αραμαϊκός τύπος, εξ ολοκλήρου ορθός, που προσεγγίζει περισσότερο στο εβραϊκό (L).
(3) Στα αραμαϊκά λεμά, στα εβραϊκά λαμά.
(4) Ο κώδικας D στο Μάρκο γράφει ζαφθάνι, το οποίο μπορεί να είναι γραφή που προήλθε από προσαρμογή στο εβραϊκό, αφού ο D φαίνεται να εξομοιώνει τον όλο στίχο με την εβραϊκή ανάγνωση, ηλί ηλί λαμά ζαφθάνι (a).
(5) Σε άλλες περιπτώσεις συνήθιζε να λέει Πατέρα· τώρα λέει Θεέ μου, σαν να ήταν ήδη σε κάποιο βαθμό αποξενωμένος. Προσθέτει το «μου» με εμπιστοσύνη, υπομονή και αυταπάρνηση (b). Η αντωνυμία αυτή προσδίδει στο παράπονό του τον τόνο της εμπιστοσύνης και όχι της μομφής (L).
(6) Για μία στιγμή, πράγματι τρομερή, η αγωνία εντείνεται σε σημείο, το οποίο υπερβαίνει την κατανόησή μας, και η αγάπη του Πατέρα φάνηκε ότι απομακρύνθηκε από αυτόν (p). Σε αυτήν τη στιγμή η εγκατάλειψη έφθασε στο έπακρο, όπως μετά από λίγο και το πάθημα θα φτάσει στο τέλος του. Στο μέσο της εγκατάλειψης σιωπούσε. Τώρα παραπονιέται όχι για το πάθημά του, αλλά μόνο για την εγκατάλειψη (b).
Το ποτήρι της οργής του Θεού κατά της αμαρτίας εξαντλείται ήδη μέχρι το κατακάθι. Μέσα στη μεγάλη του ταλαιπωρία βγάζει τα συγκινητικά αυτά λόγια όχι με πνεύμα ανυπομονησίας ή μεμψιμοιρίας, αλλά διότι τόσο καταβεβλημένος σωματικά αισθανόταν τον εαυτό του εγκαταλελειμμένο και από τον επουράνιο Πατέρα του (ο)
Ματθ. 27,47 τινὲς(1) δὲ τῶν ἐκεῖ ἑστώτων ἀκούσαντες ἔλεγον ὅτι Ἠλίαν(2) φωνεῖ οὗτος.
Ματθ. 27,47 Μερικοί δε από εκείνους που εστέκοντο εκεί, όταν ήκουσαν τα λόγια του Ιησού έλεγαν, ότι αυτός επικαλείται τον Ηλία.
(1) «Ήταν και αυτοί στρατιώτες Ρωμαίοι», ή και κάποιοι άλλοι «που αγνοούσαν την εβραϊκή γλώσσα» (Ζ). Μπορούσαν να είναι και ελληνιστές Ιουδαίοι, που μιλούσαν μόνο ελληνικά (δ). Και πιθανότερα τέτοιοι πρέπει να ήταν, εφόσον οι εθνικοί Ρωμαίοι αγνοούσαν τον Ηλία. Δεν αποκλείεται και σκόπιμα να διέστρεψαν τα λόγια του για εμπαιγμό, μολονότι είχαν αντιληφθεί την αληθινή έννοιά τους (ο).
(2) Δεν υποδηλώνεται στα ευαγγέλια, εάν η φράση αυτή «τον Ηλία φωνάζει αυτός» ειπώθηκε κοροϊδευτικά ή όχι. Ο Ηλίας θεωρούνταν ως ελευθερωτής σε ώρα ταραχής και οι παριστάμενοι αυτοί ίσως να υπέθεσαν σοβαρά, ότι ο Ιησούς επικαλέστηκε τη βοήθειά του.
Ματθ. 27,48 καὶ εὐθέως δραμὼν εἷς ἐξ αὐτῶν καὶ λαβὼν σπόγγον πλήσας τε ὄξους(1) καὶ περιθεὶς καλάμῳ ἐπότιζεν(2) αὐτόν.
Ματθ. 27,48 Και αμέσως ένας από αυτούς έτρεξε, επήρε σφουγγάρι το εγέμισε με ξύδι, το προσήρμοσε εις ένα καλάμι και τον επότιζε.
(1) Μάλλον πράξη συμπάθειας που έγινε πιθανώς από κάποιον από τους στρατιώτες. Διότι το σφουγγάρι βουτήχτηκε στο σκεύος που περιείχε το όξινο κρασί, που είχαν φέρει για αναψυχή των στρατιωτών (S). Οπωσδήποτε δεν θα μπορούσαν να ακουμπήσουν το ποτό αυτό των στρατιωτών, που ονόμαζαν posca χωρίς την άδειά τους (L). Οι στρατιώτες συνήθιζαν να πίνουν ξύδι (b).
(2) Παρατατικός της απόπειρας = ζητούσε να τον ποτίσει (δ).
Ματθ. 27,49 οἱ δὲ λοιποὶ(1) ἔλεγον· ἄφες ἴδωμεν(2) εἰ ἔρχεται Ἠλίας σώσων(3) αὐτόν(4).
Ματθ. 27,49 Οι άλλοι όμως έλεγαν• “άφησε να ιδούμε, εάν θα έλθη ο Ηλίας, δια να τον σώση”.
(1) Αντίθετα με την πράξη αυτή της συμπάθειας, στην οποία ένας προέβη, οι άλλοι προσθέτουν νέα λοιδορία και νέο χλευασμό.
(2) = Ο σταυρωμένος δεν επικαλέστηκε τον Ηλία; Ας δούμε λοιπόν, αν θα έλθει (L). Με το «άφησε» δηλώνουν, ότι η βοήθεια αυτού που πρόσφερε το ξύδι δεν ήταν αναγκαία, αφού επικαλέστηκε εκείνος τον Ηλία (b).
(3) Περίπτωση σπανιότατη χρήσης μετοχής χρόνου μέλλοντα με έννοια τελική (=σκοπού). Είναι λεπτότερη έκφραση από το καθελεῖν, το οποίο χρησιμοποιεί ο Μάρκος (L).
(4) Κάποια από τα μεγαλογράμματα χειρόγραφα και κάποια λίγα από τα άλλα, προσθέτουν εδώ: ένας άλλος αφού πήρε λόγχη τρύπησε την πλευρά του και βγήκε νερό και αίμα. Η γραφή δεν φαίνεται να είναι αυθεντική, αλλά προήλθε από το Ιωάννου ιθ 34.
Ματθ. 27,50 ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ(1) ἀφῆκε(2) τὸ πνεῦμα(3).
Ματθ. 27,50 Ο δε Ιησούς αφού πάλιν έκραξε με φωνήν μεγάλην, αφήκε ο ίδιος το πνεύμα του να φύγη από το σώμα.
(1) «Τι έλεγε η φωνή, το δήλωσε ο Λουκάς, ότι, Πατέρα, στα χέρια σου θα παραδώσω το πνεύμα μου» (Ζ). Ο Ιησούς εξέπνευσε με φωνή μεγάλη, όχι όπως συνέβαινε συνήθως στους σταυρωμένους από αργή εξάντληση των φυσικών δυνάμεων (S).
(2) Ο Ματθαίος αντί για το εξέπνευσεν, το οποίο χρησιμοποιεί ο Μάρκος, προτιμά τη φράση άφησε το πνεύμα, ίσως για να τονίσει το εκούσιο (=όταν αυτός το ήθελε) του θανάτου του Χριστού (a). «Όταν δηλαδή είπε, ότι Πατέρα, στα χέρια σου θα παραδώσω το πνεύμα μου, τότε λοιπόν παραχώρησε στο θάνατο να τον πλησιάσει» (Ζ). «Διότι όχι αναγκαστικά, αλλά με τη θέλησή του άφησε το πνεύμα» (Θφ).
(3) Η ευαγγελική ιστορία αναφέρει το θάνατο του Ιησού Χριστού με λίγες λέξεις. Τα κηρύγματα και οι επιστολές των Αποστόλων εκθέτουν με πολλά λόγια τους καρπούς του θανάτου αυτού. Έτσι το ευαγγέλιο προμηθεύει το μαλλί και ο Απόστολος κατασκευάζει το ρούχο (b).
Ματθ. 27,51 Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα(1) τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο(2) ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω(3), καὶ ἡ γῆ(4) ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν(5),
Ματθ. 27,51 Και ιδού το παραπέτασμα του ναού, εσχίσθη εις δύο από επάνω έως κάτω και η γη συνεκλονίσθη από τον σεισμόν και οι πέτρες εσχίσθησαν
(1) Είναι λέξη της ελληνικής αλεξανδρινής γλώσσας, αντί για το παραπέτασμα, το οποίο οι υπόλοιποι Έλληνες από τον Ηρόδοτο χρησιμοποιούν. Με τη λέξη αυτή στον ιερό κώδικα και στα συγγράμματα του Φίλωνα και του Ιωσήπου ονομάζονται τα δύο εκείνα μεγαλοπρεπή παραπετάσματα (=κουρτίνες) στο ναό των Ιεροσολύμων, από τα οποία το ένα χώριζε την είσοδο του ναού από τον περίβολο (Εξοδ. κστ 37,λη 18,Αριθ. γ 26,Ιωσηπ. Ιουδ. Πολ. V 5,4, το οποίο από τους Ο΄(=70 μεταφραστές) και τον Φίλωνα ονομάζεται και κ ά λ υ μ μ α· Εξοδ. κζ 16,Αριθμ. γ 25, Φίλων περί του βίου Μωϋσέως ΙΙΙ παραγραφος 5 και 9), το άλλο διαχώριζε τα άγια των αγίων από τα άγια και αυτό κατεξοχήν ονομάζεται καταπέτασμα και από τους Ο΄ και από τον Φίλωνα. Μόνο το τελευταίο αυτό καταπέτασμα αναφέρεται στην Κ.Δ. (g).
Πουθενά αλλού στην Κ.Δ. δεν αναφέρεται, διότι το καταπέτασμα στο χωρίο Εβραίους θ 3 αναφέρεται στη Σκηνή και όχι στο ναό (p). Ήταν αυτό πλουσιότατο και πολύ πυκνό (F). Ήταν επίσης και τόσο χαλαρά δεμένο από πάνω ώστε σε συνδυασμό με την πυκνότητα του υφάσματος και των κλωστών που το συγκρατούσαν γινόταν αδύνατον φυσικώς να σχιστεί, οσοδήποτε βίαιος και αν ήταν ο σεισμός που έγινε (ο).
(2) Αναφέρεται ίσως σαν σύμβολο της μεταβολής και αλλαγής, την οποία επέφερε ο θάνατος του Μεσσία.
«Με το καταπέτασμα που σχίστηκε, δήλωσε ο Θεός, ότι έφυγε λοιπόν η θεία χάρη από το ναό και ότι τα ενδότερα, δηλαδή τα άγια των αγίων θα γίνουν σε όλους βατά (=προσβάσιμα) και ορατά, το οποίο και έγινε ύστερα, όταν μπήκαν οι Ρωμαίοι. Η πιο χαριτωμένη όμως ερμηνεία είναι ότι, επειδή τα εντός του καταπετάσματος ήταν τύπος του ουρανού, ενώ τα εκτός τύπος της γης, αφού σχίστηκε τώρα το καταπέτασμα, δήλωσε ότι σχίστηκε ήδη το μεσότοιχο του ουρανού και της γης… και έγινε βατός ο ουρανός στους ανθρώπους… Συνολικά πάντως αυτά που έγιναν, ήταν δείγμα θεομηνίας, που έλεγχαν την αναισθησία τω Ιουδαίων και προανήγγειλαν την καταστροφή τους» (Ζ).
(3) Ο Ιερώνυμος λέει, ότι σύμφωνα με το καθ’ Εβραίους ευαγγέλιο το υπέρθυρο του ναού σχίστηκε. Είναι πιθανόν, το σχίσιμο του καταπετάσματος να συνοδεύτηκε και από φθορές του όλου κτιρίου του ναού. Ο Ιώσηπος (Ιουδ. Πολ. VI, 5,3) αναφέρει ένα αριθμό οιωνών που προηγήθηκαν από την καταστροφή του ναού και μεταξύ αυτών και ότι κατά το Πάσχα οι βαριές πύλες του ναού, οι οποίες έκλειναν μόλις και μετά βίας από είκοσι άνδρες, άνοιξαν αυτόματα τη νύχτα. Η Γεμάρα αναφέρει ένα όμοιο συμβάν κατά το Πάσχα, γύρω στα σαράντα χρόνια πριν την πτώση της Ιερουσαλήμ. Αυτά σύμφωνα με τον Zahn και Neander φανερώνουν ανάμνηση ενός έκτακτου συμβάντος στο ναό κατά το χρόνο της σταύρωσης (p).
(4) Δηλαδή η Παλαιστίνη ολόκληρη και πιθανώς και άλλα μέρη (δ).
(5) Η φύση κατά κάποιο τρόπο φοβήθηκε από την εγκληματικότητα των ανθρώπων και εκδήλωσε με τον τρόπο της τη συμπάθειά της για το θάνατο του Χριστού (F). Οσοδήποτε και αν αναζητηθούν λόγοι φυσικοί για εξήγηση του σεισμού και του σχισίματος των πετρών, το γεγονός, ότι όλα αυτά τα από μόνα τους ασυνήθιστα συνέπεσαν κατά την ίδια στιγμή μαζί με το σχίσιμο του καταπετάσματος και το άνοιγμα των μνημείων και μαζί με το ταυτόχρονο ξεψύχισμα του Λυτρωτή, αποτελεί εκπληκτικό θαύμα (ο)
Ματθ. 27,52 καὶ τὰ μνημεῖα(1) ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων(2) ἠγέρθη,
Ματθ. 27,52 και τα μνημεία εις την περιοχήν της Ιερουσαλήμ ανοίχθησαν μόνα των και πολλά σώματα των πεθαμένων αγίων ανεστήθησαν•
(1) Τα μνημεία στους βράχους (δ).
(2) Των αγίων, οι οποίοι είχαν πεθάνει, είτε πολύ χρόνο πριν τη γέννηση του Χριστού, είτε όχι πολύ μετά τη γέννησή του. Οι παλαιοί φαίνεται να θεωρούσαν τον Ιώβ ως έναν από αυτούς, διότι στο τέλος του βιβλίου του οι Ο΄ και ο Θεοδοτίων προσθέτουν: «και έχει γραφτεί ότι πάλι θα αναστηθεί αυτός μαζί με αυτούς που ο Κύριος θα αναστήσει» (b). Το να αναγνωριστούν παρόλ’ αυτά αυτοί από πρόσωπα που ζούσαν ακόμη στα Ιεροσόλυμα συνηγορεί μάλλον, ότι πρόκειται για κεκοιμημένους όχι πριν πολύ χρόνο (ο).
Η λέξη άγιοι πουθενά αλλού στα ευαγγέλια δεν συναντιέται· στις Πράξεις όμως και στις επιστολές χρησιμοποιείται πάντοτε για τους Χριστιανούς. Φαίνεται λοιπόν, ότι σημαίνει εκείνους, οι οποίοι όπως ο Συμεών και η Άννα, ο Ζαχαρίας και η Ελισάβετ δέχτηκαν τον Ιησού ως Μεσσία (p).
Αυτούς ίσως υπονοεί και ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος όταν γράφει στην προς Μαγνησίους (κεφ. θ) επιστολή του: «Τον οποίο (Χριστό) και οι προφήτες, όντας μαθητές του με το Πνεύμα, τον περίμεναν ως δάσκαλο, και για αυτό, αυτός τον οποίο δίκαια περίμεναν, όταν ήρθε τους ανέστησε από τους νεκρούς». Αναστήθηκαν όμως «και για βεβαίωση της μελλοντικής αναστάσεως» (Ζ).
Ματθ. 27,53 (1)καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν(2) αὐτοῦ(3) εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς(4).
Ματθ. 27,53 και αφού εξήλθαν από τα μνημεία μετά την ανάστασιν του Χριστού, εισήλθαν εις την αγίαν πόλιν, την Ιερουσαλήμ και παρουσιάσθησαν εις πολλούς.
(1) Πιθανώς η περί ανάστασης των αγίων αφήγηση να ήταν στην αρχική παράδοση συνδεδεμένη με την ανάσταση του Χριστού και εδώ ανέφερε αυτήν ο ευαγγελιστής με ευκαιρία την εξιστόρηση του σεισμού και του ανοίγματος εξ’ αιτίας αυτού των μνημείων (S). Ταυτόχρονα με το θάνατο του Κυρίου το καταπέτασμα σχίστηκε, η γη σείστηκε και οι πέτρες σχίστηκαν. Και ο ιερός ευαγγελιστής συνύφανε μαζί και τα άλλα καταπληκτικά περιστατικά τα οποία σημειώθηκαν εκείνες τις ημέρες.
Ο πρώτος που αναστήθηκε από τους νεκρούς, για να μην πεθάνει πλέον ήταν ο Χριστός. Είχε όμως και συντρόφους. Μετά την ανάστασή του, σημειώθηκε και η ανάσταση των αγίων. Και αναφέρεται ότι η έξοδός τους και η είσοδός τους στην αγία πόλη έγινε μετά την ανάστασή του, διότι τα πρόσωπα εκείνα, στα οποία εμφανίστηκαν οι αναστημένοι, είδαν πότε έγινε η είσοδός τους στην αγία πόλη, όχι όμως και πότε αναστήθηκαν (b).
Άνοιξαν μεν τα μνημεία κατά την ώρα της εκπνεύσεως του Λυτρωτή, αλλά καμία ζωοποίηση νεκρών δεν έγινε τότε. Η ανάσταση των κεκοιμημένων αυτών έγινε μετά την ανάσταση του Κυρίου για να καταδειχτεί, ότι η δύναμη του τάφου καταργήθηκε από το Χριστό (ο).
(2) Πουθενά αλλού στην Κ.Δ. ή τους Ο΄ η λέξη έγερσις δεν συναντιέται με την έννοια της ανάστασης (p).
(3) Φαίνεται παράδοξο, ότι αναγγέλλεται η ανάσταση των προσώπων αυτών κατά τη στιγμή του θανάτου του Κυρίου και η εμφάνισή τους αναβάλλεται μετά την ανάσταση του Κυρίου. Για αυτό υπάρχουν και κάποιοι λίγοι κώδικες με τη γραφή «έγερσιν αυτών», ενώ η συριακή μετάφραση της Παλαιστίνης παραλείπει ολοτελώς τη φράση. Ασφαλώς όμως αυτά αποτελούν διορθώσεις που προστέθηκαν μετέπειτα (L).
(4) «Έτσι ώστε από την ανάσταση αυτών, να βεβαιωθούν και για την ανάσταση εκείνου, συλλογιζόμενοι, ότι αυτός που ανέστησε αυτούς, πολύ περισσότερο ανέστησε τον εαυτό του» (Ζ).
Ως προς το ζήτημα, τι απέγιναν αυτοί οι αναστημένοι, ο μεν Ζ. φρονεί, ότι «αφού εμφανίστηκαν, πάλι κοιμήθηκαν». Υπέρ της εφήμερης ζωοποίησής τους κηρύττεται και ο L. Ο δ. όμως φρονεί, ότι ανέβηκαν στον παράδεισο με το πρόσκαιρο εκείνο σώμα που αναμένει την κοινή ανάσταση. Η ευαγγελική αφήγηση αφήνει το πράγμα αόριστο. Πιθανότερο παρόλ’ αυτά φαίνεται, ότι αναστήθηκαν αυτοί οριστικά.
Ματθ. 27,54 Ὁ δὲ ἑκατόνταρχος(1) καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ τηροῦντες τὸν Ἰησοῦν, ἰδόντες τὸν σεισμὸν καὶ τὰ γενόμενα ἐφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες(2)· ἀληθῶς(3) Θεοῦ υἱὸς(4) ἦν οὗτος(5).
Ματθ. 27,54 Ο δε εκατόνταρχος και οι στρατιώται, που ήσαν μαζί του δια να φρουρούν τον Ιησούν, εφοβήθησαν παρά πολύ και έλεγαν• “αληθώς! αυτός ήτο υιός Θεού”!
(1) «Αυτόν ο Μάρκος τον ονόμασε κεντυρίωνα. Διότι κεντυρίων στους Ρωμαίους είναι ο εκατόνταρχος» (Ζ) «ή ταγματάρχης εκατοντάδας. Διότι κέντο στους Ρωμαίους είναι το εκατό» (Φαβωρίνος).
(2) Η ακόλουθη αναφώνηση από τον Ματθαίο αναφέρεται ότι έγινε από όλους. Είναι όμως δυνατόν να έγινε από τον εκατόνταρχο που εξέφραζε τη συγκίνηση όλων (L).
(3) Αυτό αναφέρεται αντιθετικά στους σ. 40, 43 (b). Ο εκατόνταρχος, ο οποίος ίσως θα γνώριζε καλά, ότι ο Ιησούς αξίωνε ότι ήταν γιος του Θεού, εκφράζει την πεποίθησή του, ότι τα περιστατικά του θανάτου του αποδεικνύουν το βάσιμο και πραγματικό αυτής της αξίωσής του (α).
(4) Σύμφωνα με την εθνική τους ιδέα ως Θεού Υιό, δηλαδή ημίθεο ή ήρωα τον θεώρησαν (δ). Και «ο μεν εθνικός εκατόνταρχος, από τα θαύματα πιστεύει μαζί με αυτούς που ήταν μαζί του· οι Ιουδαίοι όμως που άκουσαν ολοκάθαρα τους προφήτες και το νόμο, μένουν άπιστοι» (Θφ).
(5) «Μερικοί μάλιστα λένε ότι υπάρχει και μαρτύριο αυτού του Κεντυρίωνα, αφού ανδρώθηκε στην πίστη ύστερα από αυτά» (Χ). «Ήταν αληθής ο Κύριος όταν έλεγε «Όταν υψωθώ από τη γη, θα τους ελκύσω όλους προς τον εαυτό μου». Γιατί να, ενώ υψωνόταν στον τίμιο σταυρό, άρχισε να σαγηνεύει πολλούς στην επίγνωση της αλήθειας. Προσέλκυσε λοιπόν τον εκατόνταρχο, προσέλκυσε και κάποιους από τους Ιουδαίους, οι οποίοι «χτυπούσαν και τα στήθη τους» συγκινημένοι οπωσδήποτε βαθειά, και με τα μάτια της διάνοιάς τους έβλεπαν επάνω προς τον Κύριο» (Κ).
Ματθ. 27,55 Ἦσαν δὲ ἐκεῖ καὶ γυναῖκες πολλαὶ(1) ἀπὸ μακρόθεν(2) θεωροῦσαι, αἵτινες ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας(3) διακονοῦσαι(4) αὐτῷ·
Ματθ. 27,55 Ήσαν δε εκεί και πολλαί γυναίκες, αι οποίαι από μακρυά παρακολουθούσαν τα γεγονότα. Αυταί ηκολούθησαν τον Ιησούν από την Γαλιλαίαν και τον υπηρετούσαν.
(1) Οι τρεις που αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο και ειδικό ίσως πλησίασαν περισσότερο προς το σταυρό. Κατά την αφήγηση του Ιωάννου η μητέρα του Κυρίου, κάποιες άλλες γυναίκες και ο αγαπημένος μαθητής στέκονταν δίπλα στο σταυρό (S). «Και δες την σειρά που αντιστράφηκε· διότι οι μαθητές έφυγαν· οι μαθήτριες όμως παρέμειναν» (Ζ).
(2) Πιθανώς απαγορεύτηκε σε αυτές από τους στρατιώτες να σταθούν κοντά στο σταυρό ή επειδή εμποδίζονταν από το να προβούν σε κάποια ενέργεια και εκδήλωση συμπάθειας προς αυτόν, αποχώρησαν μαζί σε κάποιο μακρινό σημείο, από όπου θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν το μαρτύριο του Διδασκάλου, απολαμβάνοντας εκεί και πλήρη ελευθερία, ώστε να εκδηλώσουν τη θλίψη τους (ο).
(3) Και οι τρεις συνοπτικοί αναφέρουν, ότι οι γυναίκες ήταν από τη Γαλιλαία και δεν πρέπει συνεπώς να ταυτίζονται με τις «θυγατέρες Ιερουσαλήμ» του χωρίου Λουκά κγ 28 (p).
(4) «Χορηγούσαν τα αναγκαία» (Ζ). Παρείχαν τα αναγκαία προς το ζην (g).
Ματθ. 27,56 ἐν αἷς ἦν Μαρία ἡ Μαγδαληνή(1), καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Ἰωσῆ μήτηρ(2), καὶ ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου(3).
Ματθ. 27,56 Μεταξύ αυτών ήσαν η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή, και η μητέρα των υιών Ζεβεδαίου.
(1) Εισάγεται εδώ σαν πάρα πολύ γνωστό πρόσωπο, παρόλο που δεν αναφέρθηκε από το Ματθαίο μέχρι τώρα. Από τον Λουκά (η 2) και το Μάρκο (ιστ 9) μαθαίνουμε, ότι θεράπευσε αυτήν ο Ιησούς κυριευμένη από δαιμόνια. Μαγδαληνή σημαίνει πιθανώς αυτή που κατάγεται από τα Μάγδαλα. Δες Ναζαρηνός. Δεν πρέπει να ταυτίζεται με την πόρνη, για την οποία αφηγείται ο Λουκάς στο ζ 37. Η ταύτιση αυτή και σύμφωνα με τον Swete αποτελεί βαριά πλάνη της δυτικής χριστιανικής παράδοσης, που είναι βαθειά παρόλ’ αυτά ριζωμένη (p).
(2) Η συριακή μετάφραση του Σινά και μαζί με αυτήν ο Wellhausen αποδίδουν τη φράση Μαρία η θυγάτηρ του Ιακώβου και Ιωσή μήτηρ (a). Μάλλον πρόκειται για τη μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή. Είναι η ίδια με τη Μαρία του Κλωπά (Ιω. ιθ 25). Δεν ήταν όμως αδελφή της Παρθένου και ο Κλωπάς δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον Αλφαίο ούτε με τον Κλεόπα του Λουκά κδ 18 (p). Όταν ο Ματθαίος έγραψε, οι γιοι ήταν γνωστότεροι παρά η μητέρα τους. Εξαιτίας αυτού καθόρισε αυτήν από τους γιους της (b).
(3) Είναι αναμφίβολα η ίδια με τη Σαλώμη που αναφέρει ο Μάρκος.
Ο Ιησούς στον τάφο
Ματθ. 27,57 Ὀψίας(1) δὲ γενομένης ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος(2) ἀπὸ Ἀριμαθαίας(3), τοὔνομα Ἰωσήφ, ὃς καὶ αὐτὸς ἐμαθήτευσε(4) τῷ Ἰησοῦ·
Ματθ. 27,57 Αργά δε το απόγευμα ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος από την Αριμαθαίαν, ονόματι Ιωσήφ, ο οποίος και αυτός είχε μαθητεύσει κοντά στον Ιησούν.
(1) Πριν ακόμη έλθει το Σάββατο. Γύρω στις 6 μ.μ. θα άρχιζε η νέα αυτή ημέρα (S). Οψία (=δειλινή) εξυπακούεται ώρα. Επίθετο όψιος, οψία, ιον. Ο μεταμεσημβρινός χρόνος ο από τις 3-6 μ.μ. (g).
(2) Σύμφωνα με το Μάρκο και Λουκά βουλευτής, δηλαδή μέλος του συνεδρίου. Ο Ματθαίος ονομάζει αυτόν πλούσιο (L). Είχε υπ’ όψη το Ησ. νγ 9 «και θα δώσω… τους πλούσιους αντί για το θάνατό του;». Έτσι φρονούν οι a και p. Αλλά το χωρίο αυτό είναι τόσο ασαφές και σκοτεινό, ώστε γίνεται αμφίβολο να υπέβαλε στον Ματθαίο εδώ τη λέξη πλούσιος (L). Μάλλον το πλούσιος μπήκε για να δηλώσει, ότι ασκούσε μεγάλη επιρροή (F).
(3) Η ταύτιση της Αριμαθαίας με την Αρμαθαίμ ή Ραμαθά ή Ραμαθαΐμ (Α΄ Βασ. α 1,19,Α΄Μακ. ια 34,Ιωσήπου Αρχ. 13,4,9) είναι πιθανή, αλλά όχι βέβαιη. Διότι το όνομα αυτό το είχαν πολλά χωριά της Παλαιστίνης (g). Πατρίδα του Σαμουήλ η Ραμαθέμ ή Ραμά βρισκόταν στο όρος Εφραίμ (δ). Ο Ιωσήφ καταγόταν από την Αριμαθαία, αλλά ήδη ήταν εγκατεστημένος και είχε ιδιοκτησία στην Ιερουσαλήμ (S).
(4) Αμετάβατο, με τη σημασία: έγινε μαθητής του Ιησού (δ). Μπήκε αυτό για να εξηγηθεί ο ζήλος του Ιωσήφ που εκδηλώθηκε στην προκειμένη περίπτωση (F).
Ματθ. 27,58 οὗτος προσελθὼν(1) τῷ Πιλάτῳ ᾐτήσατο τὸ σῶμα(2) τοῦ Ἰησοῦ. τότε ὁ Πιλᾶτος ἐκέλευσεν(3) ἀποδοθῆναι(4) τὸ σῶμα.
Ματθ. 27,58 Αυτός προσήλθε στον Πιλάτον και εζήτησε το σώμα του Ιησού. Τότε ο Πιλάτος διέταξε να του δοθή.
(1) «Αυτός που προηγουμένως κρυβόταν, τώρα έδειξε μεγάλη τόλμη μετά το θάνατο του Χριστού. Διότι ούτε ασήμαντος ήταν, ούτε από εκείνους που μένουν απαρατήρητοι, αλλά ένας από τα μέλη του συνεδρίου και πολύ επιφανής. Από αυτό μάλιστα μπορεί να δει κανείς και την ανδρεία του. Διότι καταδίκασε σε θάνατο τον εαυτό του, όταν διακήρυξε την απέχθειά του προς όλους με τη συμπάθειά του προς τον Ιησού, και τόλμησε να ζητήσει το σώμα του, και δεν απομακρύνθηκε παρά μόνο αφού πέτυχε αυτό που ήθελε» (Χ).
(2) Και ο Ματθαίος και ο Μάρκος αποφεύγουν τη λέξη πτώμα (p).
(3) Ο Ματθαίος και ο Μάρκος εκφράζονται με τρόπο που επιτρέπει να υποθέσουμε, ότι ο Πιλάτος διέταξε οι στρατιώτες να αποκαθηλώσουν το σώμα και να το παραδώσουν στον Ιωσήφ. Ο Λουκάς όμως ξεκάθαρα αναφέρει ότι ο Ιωσήφ κατέβασε αυτό και ο Ιωάννης προσθέτει ότι ο Νικόδημος τον βοήθησε.
(4) Η πρόθεση «από» στο ρήμα μπορεί να σημαίνει και το ότι δόθηκε αντί αμοιβής (p). «Ο Ιωσήφ επειδή ήταν πλούσιος, είναι εύλογο ότι θα έδινε και χρυσάφι στον Πιλάτο» (Θφ). Μπορεί όμως να έχει τη σημασία να δοθεί επειδή ανήκε σε αυτόν ως πιστό μαθητή και οπαδό (δ), διότι τα σώματα των καταδίκων παραδίδονταν μερικές φορές για ταφή και στους φίλους (S).
Έξυπνη και η ερμηνεία: οι Ιουδαίοι είχαν αποξενωθεί από αυτόν· ο Ιωσήφ πήρε αυτό από τους εθνικούς και μαζί με τον Νικόδημο έδωσαν αυτό πάλι στους Ιουδαίους (b).
Ματθ. 27,59 καὶ λαβὼν τὸ σῶμα ὁ Ἰωσὴφ ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι καθαρᾷ(1),
Ματθ. 27,59 Και λαβών ο Ιωσήφ το σώμα το ετύλιξε εις σινδόνι καινούριο και καθαρό
(1) Το καθαρό σημαίνει, ότι όπως ο τάφος, έτσι και το σεντόνι δεν είχε προηγουμένως χρησιμοποιηθεί (p). Καθαρό σεντόνι λέει αυτό που δεν έχει ακόμη λερωθεί ή χρησίμευσε σε κάτι άλλο (δ). Οι προς τον Ιησού τιμές άρχισαν ήδη (b).
Ματθ. 27,60 καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν τῷ καινῷ(1) αὐτοῦ(2) μνημείῳ ὃ ἐλατόμησεν(3) ἐν τῇ πέτρᾳ, καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν(4) τῇ θύρᾳ τοῦ μνημείου ἀπῆλθεν.
Ματθ. 27,60 και το έθεσε στο καινούριο μνημείον του, το οποίον είχε σκαλίσει στον βράχον. Και αφού εκύλισε εμπρός εις την θύραν του μνημείου μεγάλον λίθον, ανεχώρησε.
(1) «Την αγάπη και την ανδρεία του την δείχνει όχι μόνο με το ότι παρέλαβε το σώμα του Χριστού και το έθαψε με πολυτέλεια, αλλά και με το ότι τον έθαψε στο δικό του καινούργιο μνημείο. Και αυτό δεν έγινε έτσι στην τύχη, αλλά για να μην υπάρξει ούτε η παραμικρή υποψία ότι αναστήθηκε άλλος αντί άλλου» (Χ).
(2) Ο Ιησούς Χριστός ο αρχηγός και η οδός της ζωής, μπήκε σε τάφο, που δεν σκαλίστηκε επίτηδες για αυτόν, αλλά προοριζόταν εξαρχής να δεχτεί το σώμα του Ιωσήφ.
(3) Ο τάφος είχε σκαλιστεί μέσα σε βράχο (S). Λατομέω = λας (λίθος) τέμνω (κόβω) (δ). «Το μνημείο είχε τη μορφή σπηλιάς, ήταν σκαλιστό» (Ζ).
(4) Η μεγάλη πέτρα αναμφίβολα ήταν έτοιμη για να χρησιμεύσει για το σκοπό αυτόν. Ήταν από εκείνες τις πέτρες, οι οποίες έκλειναν τις πόρτες των τάφων και κάθε άνοιξη ασβεστώνονταν (Ματθ. κγ 27), για να προλαβαίνουν κάθε τελετουργικό μολυσμό από τους διαβάτες. Οι πέτρες αυτές ήταν μερικές φορές στρογγυλές και λείες, όμοιες με μυλόπετρες, που στήνονταν στην όψη του βράχου, όπου είχε γίνει η εκσκαφή. Μπορούσαν για αυτό εύκολα να κυλιστούν προς τα μπρος ή προς τα πίσω και να ανοίξουν ή να κλείσουν το άνοιγμα του τάφου (p).
Ματθ. 27,61 Ἦν δὲ ἐκεῖ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία(1), καθήμεναι(2) ἀπέναντι τοῦ τάφου(3).
Ματθ. 27,61 Ήτο δε εκεί Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, αι οποίαι εκάθηντο απέναντι από τον τάφον.
(1) Δηλαδή η αναφερθείσα ήδη Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και Ιωσή.
(2) Κάθισε η Μαρία μαζί με τη Μαγδαληνή, για να δουν για τελευταία φορά τον Κύριο, τον οποίο είχαν αγαπήσει. Ο Ιωσήφ έφυγε. Αλλά οι δύο γυναίκες κάθισαν.
(3) «Κάθισαν απέναντι από τον τάφο, παρατηρώντας, πού τοποθετείται το σώμα και πώς τοποθετείται, έτσι ώστε, αφού φύγουν και ετοιμάσουν αρώματα να έλθουν την Κυριακή και να αρωματίσουν και να αλείψουν με μύρα αυτό. Διότι αφού δεν γνώριζαν ακόμη τίποτα το υψηλό σχετικά με την ανάσταση, περίμεναν ότι θα βρουν το σώμα θαμμένο» (Ζ). Κάθονταν απέναντι από τον τάφο απορροφημένες από τη θλίψη (L), με ήσυχη ευλάβεια, αξιοσημείωτη (p).
Η ασφάλιση του τάφου
Ματθ. 27,62 (1)Τῇ δὲ ἐπαύριον, ἥτις ἐστὶ μετὰ τὴν παρασκευήν(2), συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι(3) πρὸς Πιλᾶτον
Ματθ. 27,62 Κατά δε την επομένην ημέραν, η οποία είναι έπειτα από την Παρασκευήν, δηλαδή το Σάββατον, συνεκεντρώθησαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι και ήλθαν προς τον Πιλάτον
(1) Ο Ματθαίος εισάγει εδώ άλλο γεγονός από την προφορική παράδοση. Αποτελεί ζωηρή αντίθεση με την προηγούμενη παράγραφο. Σε εκείνην αυτοί που παρέμειναν πιστοί στον Ιησού δείχνουν στοργική αφοσίωση στο σώμα του. Εδώ έχουμε τους άσπονδούς του εχθρούς που τον καταδιώκουν και μετά θάνατον. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι ενώ και αυτοί που μέχρι τέλους παρέμειναν πιστοί στον Ιησού δεν έχουν ιδέα για την ανάσταση ούτε κατάλαβαν τα λόγια του Κυρίου στο Μάρκου θ 10, οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι κατανόησαν αυτά και θυμούνταν αυτά και ήταν ήδη αποφασισμένοι κάθε αγύρτικη και πλαστή επαλήθευση της προφητείας αυτής (p).
(2) Το τῇ ἐπαύριον θα ήταν επαρκές και θα ήταν σαφέστερο, εάν έγραφε το Σάββατο. Η ονομασία Παρασκευή είχε ήδη γίνει όνομα της ημέρας, η οποία ήταν παραμονή του Σαββάτου. Ο Ματθαίος χρησιμοποιεί χωρίς εξήγηση την ονομασία αυτή. Ο Μάρκος όμως (ιε 42) εξηγεί στους εθνικούς αναγνώστες του, τι σημαίνει αυτή (p). = η ημέρα, κατά την οποία προετοιμάζονταν στους Ιουδαίους, όσα ήταν αναγκαία για το Σάββατο ή για εορτασμό της γιορτής (g).
Ίσως επίσης, κατά την εποχή που ο Ματθαίος έγραφε, η φράση αυτή να ήταν συνηθισμένη μεταξύ των εξ’ Ιουδαίων χριστιανών (p)· και με αυτήν να δηλωνόταν η μεγάλη ημέρα της σταύρωσης του αληθινού αμνού (δ).
(3) Προβλήθηκε η ένσταση, ότι σε ημέρα Σαββάτου δεν ήταν δυνατόν να συνεδριάσει το συνέδριο επισήμως. Αλλά και ο Ματθαίος κανένα λόγο δεν κάνει για πρεσβύτερους του λαού, τους οποίους πολλές φορές είχε κατονομάσει. Πρόκειται λοιπόν εδώ για διάβημα τελείως ιδιωτικό (L).
Ματθ. 27,63 λέγοντες· κύριε, ἐμνήσθημεν ὅτι ἐκεῖνος(1) ὁ πλάνος(2) εἶπεν ἔτι ζῶν, μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι(3).
Ματθ. 27,63 λέγοντες• “κύριε, εθυμηθήκαμε ότι εκείνος ο πλάνος είπε, ενώ ακόμη εζούσε• Έπειτα από τρεις ημέρες θα αναστηθώ.
(1) Δεν θέλουν ούτε το όνομά του να ακούσουν. Χρησιμοποιούν αντωνυμία, η οποία δείχνει ότι είναι πολύ μακριά από αυτούς (p). Εκείνος, που είναι ήδη μακριά, αφού πέθανε (δ).
(2) Που πλανά το λαό (δ). Επίθετο, με το οποίο τον στιγματίζουν. «Αυτό δείχνει την ωμότητα (=σκληρότητα) εκείνων, αφού ούτε με το θάνατο δεν άφησαν την οργή» (Χ).
(3) «Αξίζει να αναζητήσουμε και αυτό, πού δηλαδή είπε ότι μετά από τρεις ημέρες θα αναστηθώ; Διότι δεν θα το βρει κανείς πουθενά να λέγεται τόσο σαφώς, εκτός από το παράδειγμα του Ιωνά» (Χ). Υπαινίσσονται πιθανώς την προφητεία του Ιησού στο Ματθ. ιβ 40, η οποία λέχθηκε παρόντων των γραμματέων και Φαρισαίων και η οποία στο μεταξύ θα είχε διεγείρει σε αυτούς το ενδιαφέρον, για να ζητήσουν πληροφορίες περισσότερο ακριβείς (L).
Ματθ. 27,64 κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι(1) τὸν τάφον ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας, μήποτε ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς κλέψωσιν αὐτὸν καὶ εἴπωσι τῷ λαῷ(2), ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν· καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη(3) πλάνη(4) χείρων τῆς πρώτης(4).
Ματθ. 27,64 Δώσε, λοιπόν, διαταγήν να φρουρηθή ο τάφος μέχρι την τρίτην ημέραν, μήπως έλθουν οι μαθηταί αυτού νύκτα, τον κλέψουν και πουν στον λαόν• Ανεστήθη εκ των νεκρών. Και τότε η τελευταία πλάνη θα είναι χειροτέρα από την πρώτην, που μερικοί τον είχαν πιστέψει ως Μεσσίαν”.
(1) Χωρίς να το συνειδητοποιούν υπηρετούν στην επιβεβαίωση της αλήθειας. Καμία ανθρώπινη ασφάλεια όμως δεν είναι ικανή να παρεμποδίσει το Θεό. Δες Πράξ. ε 23,ιστ 23-26 (b). «Παντού η πλάνη συγκρούεται με τον εαυτό της και άθελά της συνηγορεί υπέρ της αλήθειας» (Χ).
«Να ασφαλίσουν τον τάφο δηλαδή να τον σφραγίσουν και να τον φρουρήσουν. Επειδή έπρεπε να πιστευτεί ότι και πέθανε και ενταφιάστηκε και αναστήθηκε, βλέπε και τα τρία αυτά να μαρτυρούνται από τους εχθρούς. Ας εξετάσουμε δηλαδή προσεχτικά τα λόγια τους· το να πούνε μεν… «εκείνος είπε όσο ζούσε ακόμη» μαρτυρεί, ότι πέθανε· το «διάταξε να ασφαλιστεί ο τάφος» βεβαιώνει ότι ενταφιάστηκε· το «μήπως έλθουν οι μαθητές του και τον κλέψουν», πληροφορεί ότι εφόσον ασφαλιστεί ο τάφος, δεν θα κλαπεί» (Ζ).
«Αν όμως βρέθηκε ο τάφος κενός, είναι φανερό ότι αναστήθηκε σαφώς και αναντίρρητα» (Χ).
(2) Οι Φαρισαίοι υπέθεταν, ότι αυτοί δεν θα πίστευαν αυτό ποτέ. Επιθυμούν λοιπόν να λάβουν προφυλακτικά μέτρα για το λαό (b).
(3) Με έννοια συγκριτικού (L)· η νεώτερη πλάνη, η τελευταία.
(4) Με άμεση αναφορά στο εκείνος ο πλάνος (p). Η πρώτη πλάνη υπήρξε το ότι θεώρησαν αυτόν Μεσσία. Η τελευταία θα ήταν χειρότερη από την πρώτη (L). Οι Φαρισαίοι αντιλήφθηκαν, ότι έπρεπε πολιτικούς λόγους να χρησιμοποιήσουν, για να επηρεάσουν τον Πιλάτο. Όπως κατηγόρησαν τον Ιησού ότι διεκδικούσε το βασιλικό αξίωμα, αποσιωπώντας τελείως την αξίωσή του, ότι ήταν ο υιός του Θεού, έτσι και εδώ το νόημά τους είναι, ότι, εάν οι μαθητές έπειθαν το λαό ότι ο Ιησούς αναστήθηκε, θα προκαλούσαν πολύ μεγαλύτερη εξέγερση από εκείνην, η οποία σημειώθηκε κατά την θριαμβευτική είσοδο ως συνέπεια της πλάνης του λαού, ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας.
Ματθ. 27,65 ἔφη αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος(1)· ἔχετε(2) κουστωδίαν(3)· ὑπάγετε ἀσφαλίσασθε(4) ὡς οἴδατε.
Ματθ. 27,65 Είπε εις αυτούς ο Πιλάτος• “έχετε εις την διάθεσίν σας φρουρά• πηγαίνετε και ασφαλίσατε τον τάφον, όπως γνωρίζετε”.
(1) Δεν τους δέχεται ευχάριστα. Είχε δει την κακεντρέχειά τους προηγουμένως (δες σ. 17,18), και αναμφίβολα αντιλαμβάνεται αυτήν και τώρα. Με ολιγόλογη συγκατάθεση τούς διώχνει.
(2) Μάλλον προστακτική = Πάρτε κουστωδία. Και αυτό φαίνεται σαφώς, από το ότι η μόνη φρουρά την οποία οι αρχιερείς είχαν ήταν η αστυνομία του ναού, δεν μπορούσαν όμως να χρησιμοποιήσουν αυτήν χωρίς την άδεια του Ρωμαίου επιτρόπου. Προφανώς χρειάζονται κάτι, το οποίο θα γινόταν με την άδειά του (p). Δίνει τους φύλακες γρήγορα και όπως ήταν αγανακτισμένος εναντίον τους, διώχνει γρήγορα τους συκοφάντες (b).
(3) Λέξη λατινική = φύλακες, φρουρά. «Κουστωδία λέγεται στους Ρωμαίους η φύλαξη· τους στρατιώτες λοιπόν που ήταν ταγμένοι να φυλάνε, τους ονομάζει κουστωδία» (Θφ).
(4) «Δεν αφήνει τους στρατιώτες μόνους τους να σφραγίσουν· διότι επειδή είχε μάθει τα σχετικά με αυτόν (τον Ιησού), δεν ήθελε πλέον να συμπράξει με αυτούς. Αλλά για να απαλλαγεί από αυτά ανέχεται και αυτό και λέει· εσείς, όπως θέλετε σφραγίστε, για να μην μπορείτε να κατηγορείτε άλλους» (Χ).
Ματθ. 27,66 οἱ δὲ πορευθέντες ἠσφαλίσαντο(1) τὸν τάφον σφραγίσαντες(2) τὸν λίθον μετὰ τῆς κουστωδίας(3).
Ματθ. 27,66 Εκείνοι δε επήγαν και ασφάλισαν τον τάφον, έβαλαν δηλαδή σφραγίδες στον λίθον που έκλειε το μνημείον και ετοποθέτησαν φρουράν.
(1) «Και αυτά τα έκαναν ημέρα σαββάτου, παραβιάζοντας αυτό εξαιτίας της λύσσας της μανίας τους» (Ζ). Το «ασφάλισαν» εκφράζει το σύνολο της ενέργειάς τους, το «σφράγισαν» και το «της κουστωδίας» τα μέρη της (b).
(2) Η σφράγιση του λίθου φαίνεται ότι ήταν των Φαρισαίων ιδέα, και ίσως εισηγήθηκε σε αυτούς αυτήν η σφράγιση του λίθου στην πόρτα του σπηλαίου των λεόντων, στο οποίο ρίχτηκε ο Δανιήλ (Δαν. στ 17). Στην Π.Δ. οι λέξεις σφραγίδα και σφραγίζω συχνά χρησιμοποιούνται και με κυριολεκτική και με μεταφορική έννοια. Στην Κ.Δ. κυρίως χρησιμοποιούνται μεταφορικά (p). Μία ταινία (λωρίδα) από ύφασμα εκτεινόταν σε όλο το άνοιγμα του τάφου, πάνω από την πέτρα, που χρησίμευε ως πέτρα και οι δύο άκρες της, που εφάρμοζαν στα χείλη του τάφου που βρίσκονταν στην κάθε μία πλευρά, σφραγίζονταν (F).
(3) Εξαρτάται από το ασφάλισαν και όχι από το σφράγισαν. «Όχι μόνο σφράγισαν την πέτρα της πόρτας, τοποθετώντας σε αυτήν σφραγίδες, αλλά και αφού επέλεξαν στρατιώτες, αυτούς που ήθελαν, τούς έβαλαν να κάθονται φύλακες σε αυτήν» (Ζ).
ΤΑ ΠΑΘΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ
(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Α. Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ κζ 1 – 65
(Υπόμνημα στο κατά Ματθαίον, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 478-501 εκδόσεις «ο Σωτήρ», μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Ζ = Ζιγαβηνός Ευθύμιος
Απ = Απολλινάριος Θφ = Θεοφύλακτος Βουλγαρίας
Αυ = Αυγουστίνος Ιε = Ιερώνυμος
Β = Βασίλειος ο Μέγας Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός Χ= Χρυσόστομος Ιωάννης
Γν = Γρηγόριος Νύσσης Ω = Ωριγένης
Δ = Δαμασκηνός Ιωάννης DB=Dict. Of the Bible,Hastings
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας
(Σύγχρονοι Θεολόγοι ερμηνευτές)
The New-Century Bible, St Matthew Edited by G.H. Box on the basis of the earlier edition by Prof W.F. Slater, Edirburgh 1922 (σημειώνεται με το S)
M.J. Lagrange. Evangile selon s. Matthieu, Deuxieme edition Paris 1923 (σημειώνεται με το L.)
Alf. Plummer. An exegetical commentary on the Gospel according to S. Matthew, London 1911 (σημειώνεται με το p.)
W. Allen A critical and exegetical Commentary on the Gospel according to S. Matthew Third edition 1922 (σημειώνεται με το a).
A. Commentary critical, expository and practical κ.λ.π by I. Owen, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
L. Cl. Fillion La sainte Bible commentee VII (σημειώνεται με το F).
J.A. Bengel Gnomon of the N.T. Testament translated by I. Bryce. Τόμ. Α (σημειώνεται με το b).
C.L. W. Grimm Lexicon Graeco-Latinum in libros N. Lipsiae 1903. (σημειώνεται με το g).
Ν. Δαμαλά Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
Η δίκη του Ιησού ενώπιον του Πιλάτου
Ματθ. 27,11 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔστη ἔμπροσθεν τοῦ ἡγεμόνος(1)· καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν(2) ὁ ἡγεμὼν λέγων· σὺ(3) εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(4); ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ· σὺ λέγεις(5).
Ματθ. 27,11 Ο δε Ιησούς εστάθη όρθιος εμπρός στον ηγεμόνα και τον ηρώτησε ο ηγεμών λέγων• “συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων;” Ο δε Ιησούς του απήντησε• “συ λέγεις ότι είμαι ο βασιλεύς”.
Ο Ματθαίος συμφωνεί εδώ με το Μάρκο, προσθέτοντας και κάποια δικά του, όπως η παρέμβαση της γυναίκας του Πιλάτου, και το πλύσιμο των χεριών του τελευταίου αυτού, και το ότι ο λαός ανέλαβε την ευθύνη της έκχυσης του αίματος του Ιησού (L).
(1) Ο Πιλάτος είχε ανεβεί από την Καισάρεια για τήρηση της τάξης κατά το Πάσχα.
(2) «Οι μεν Ιουδαίοι τον παρέδωσαν στον Πιλάτο για να τον σκοτώσει, όχι για να τον εξετάσει· αυτός όμως, πριν την εξέταση, δεν ανεχόταν να τον σκοτώσει· γι’ αυτό ζητά να μάθει ποια είναι η κατηγορία» (Ζ). Σύμφωνα με το Λουκά οι Ιουδαίοι κατηγόρησαν τον Ιησού όχι για βλασφημία, για την οποία είχε καταδικαστεί σε θάνατο από το συνέδριο, αλλά η οποία για τον Πιλάτο δεν θα αποτελούσε έγκλημα που συνεπάγεται θάνατο, αλλά για στάση, ότι αποτρέπει την καταβολή φόρου στον Καίσαρα και ότι διεκδικεί το βασιλικό αξίωμα (Λουκ. κγ 2) (p).
«Και δες κακουργία! Επειδή ήθελαν δηλαδή να ανάψουν το θυμό του Πιλάτου εναντίον του Χριστού και να τον παρασύρουν στο να τον φονεύσει γρήγορα, του προσάπτουν κατηγορία αποστασίας και τυραννίας» (Ζ).
(3) Ο Πιλάτος είχε πιθανώς ακούσει για τη θριαμβευτική είσοδο και γι αυτό τη σχετικά με την τυραννία κατηγορία τη βρήκε κατ’ αρχήν βάσιμη. Από τη δική του σκοπιά λοιπόν η κατηγορία αυτή ήταν η σοβαρότερη από όλες. Αλλά τώρα που βλέπει τον κατηγορούμενο, η κατηγορία τον εκπλήσσει. Και ρωτά τονίζοντας την αντωνυμία, εσύ είσαι…; Θεωρούσε απιθανότατο, ότι ο άνθρωπος αυτός διεκδικούσε τη βασιλεία.
(4) Η ερώτηση παρουσιάζεται η ίδια και στους τρεις συνοπτικούς (ευαγγελιστές). Και μία τέτοια ερώτηση κατά πάσα πιθανότητα θα χρησιμοποιούσε σε τέτοια περίπτωση κάθε Ρωμαίος αξιωματούχος. Εάν ο Ιησούς αξίωνε ότι είναι βασιλιάς, θα διεκδικούσε το αξίωμα του βασιλιά των Ιουδαίων.
(5) Ο Ιησούς ενώπιον του Καϊάφα ομολογεί τον εαυτό του Χριστό, ενώπιον του Πιλάτου βασιλιά (b).
«Ο Ιησούς όμως είπε σε αυτόν· Εσύ το λες, δίνοντας σε αυτόν σοφότατη απόκριση. Διότι ούτε είπε, ότι δεν είμαι, ούτε πάλι, ότι είμαι. Αλλά κάπως ενδιάμεσα είπε· Εσύ το λες. Αυτό δηλαδή μπορεί να εννοηθεί και έτσι, ότι, είμαι όπως λες. Και έτσι, ότι, Εγώ μεν δεν το λέω αυτό, εσύ όμως το λες» (Θφ).
Είναι αμφίβολο εάν υπάρχει κάποια σκιά διαφοράς ανάμεσα στο «συ λέγεις» αυτό και στο «σὺ εἶπας» στο κστ 64.
Η απάντηση είναι κάπως μετριασμένη κατάφαση.=Δεν αρνούμαι αυτό, αλλά εσύ το λες αυτό και όχι εγώ. Και ως καταφατική θεώρησε αυτήν και ο Πιλάτος. Σε αυτήν την περίπτωση όμως γίνεται αναγκαία η συμπλήρωση των πληροφοριών μας από την αφήγηση του Ιωάννη, όπου ο Ιησούς εξηγεί στον Πιλάτο, ότι η βασιλεία του δεν είναι από τον κόσμο αυτόν. Αλλιώς η δίκη θα έληγε εδώ και η καταφατική απάντηση του Κυρίου θα οδηγούσε αμέσως στην από τον Πιλάτο επικύρωση της θανατικής απόφασης. Αλλά από την κατ’ ιδίαν συνομιλία του με τον Ιησού ο Πιλάτος πείστηκε, ότι επρόκειτο για ακίνδυνο και αθώο άνθρωπο. Γι’ αυτό προσπαθεί να τον σώσει. Δεν έχει όμως αρκετό σθένος, ώστε να ενεργήσει όπως ο Κλαύδιος Λυσίας στην περίπτωση του Παύλου (p).
Ματθ. 27,12 καὶ ἐν τῷ κατηγορεῖσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων οὐδὲν ἀπεκρίνατο(1).
Ματθ. 27,12 Και ενώ κατηγορείτο από τους αρχιερείς και πρεσβυτέρους, αυτός δεν έδωσε καμίαν απάντησιν.
(1) Η αντίθεση μεταξύ της συμπεριφοράς του Κυρίου προς τον Πιλάτο κατ’ ιδίαν και της συμπεριφοράς του όταν αντιμετώπιζε δημόσια την εναντίον του κατηγορία της ιουδαϊκής ιεραρχίας, είναι αξιοσημείωτη. Αναγνωρίζει ως δικαίωμα του επιτρόπου να ρωτήσει αυτόν για τις κατηγορίες αυτές, και γι’ αυτό απαντά στα ερωτήματά του ελεύθερα. Δεν αναγνωρίζει όμως ως δικαίωμα των μελών του συνεδρίου να φέρνουν τέτοιες κατηγορίες, οι οποίες ήταν ψευδείς και γνώριζαν καλά οι του συνεδρίου, ότι ήταν ψευδείς (p).
«Διότι αν και είχαν μύριες αποδείξεις από τα πράγματα για τη δύναμη, την πραότητα, και την επιείκειά του, με τη θέλησή τους τυφλώνονταν και κακουργούσαν. Για αυτά ακριβώς δεν απαντά σε τίποτα, αλλά σιωπά…, προς τις κατηγορίες όμως αυτών τίποτα πλέον δεν λέει· διότι δεν επρόκειτο βεβαίως να τους πείσει» (Χ).
Ματθ. 27,13 τότε λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· οὐκ ἀκούεις πόσα σου καταμαρτυροῦσι(1);
Ματθ. 27,13 Τότε λέγει εις αυτόν ο Πιλάτος• “δεν ακούς πόσα καταθέτουν αυτοί εις βάρος σου;”
(1) «Διότι ήθελε ο Πιλάτος να απαλλαχτεί ο Ιησούς αφού απολογηθεί, γι’ αυτό και έλεγε αυτά» (Χ). Ο Πιλάτος φαίνεται ήδη πεπεισμένος για την αθωότητα του κατηγορουμένου.
Ματθ. 27,14 καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ πρὸς οὐδὲ ἓν ῥῆμα, ὥστε θαυμάζειν(1) τὸν ἡγεμόνα λίαν.
Ματθ. 27,14 Και δεν απήντησεν εις αυτόν ούτε ένα λόγον, ώστε ο ηγεμών να θαυμάζει παρά πολύ.
(1) «Διότι πράγματι ήταν αξιοθαύμαστο να βλέπει να δείχνει τόση επιείκεια και να σιωπά, αυτός που μπορούσε άπειρα να πει» (Χ). Θαυμάζει ο Πιλάτος, διότι δεν είναι δυνατόν να παραμένει κάποιος σιωπηλός, όταν η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο, μάλιστα αφού ήδη άρχισε να μιλά (b). Του Σωτήρα μας η πραεία και σεμνοπρεπής στάση, που τόσο διέφερε από τη στάση ενός τολμηρού και φιλόδοξου δημαγωγού που παρασέρνει τον όχλο σε στάση ή κάποιου αποσκληρυμένου εγκληματία, που συνταύτισε την τύχη του με κλέφτες και ληστές, πρέπει να προκάλεσε την προσοχή του επιτρόπου και το θαυμασμό του (ο).
Ματθ. 27,15 Κατὰ δὲ ἑορτὴν(1) εἰώθει(2) ὁ ἡγεμὼν ἀπολύειν ἕνα τῷ ὄχλῳ δέσμιον(3), ὃν ἤθελον(4).
Ματθ. 27,15 Κατά την εορτή δε του πάσχα είχε την συνήθειαν ο ηγεμών να απολύη ένα κατάδικον χάριν του λαού, εκείνον τον οποίον ήθελαν.
(1) «Τη γιορτή του Πάσχα δηλαδή» (Ζ). Κατά το οκταήμερο του Πάσχα (F).
(2) Σχετικά με τη συνήθεια αυτή τίποτα άλλο δε γνωρίζουμε παρά μόνο αυτά που αναφέρουν τα ευαγγέλια. Είναι πιθανόν να πρόκειται για συνήθεια των Ιουδαίων, την οποία οι Ρωμαίοι σε συμφωνία με την ανοχή των τοπικών εθίμων, τα οποία δεν ήταν επικίνδυνα στην εξουσία τους, εξακολουθούσαν να τηρούν (p).
«Λέει ο Ιωάννης, ότι είπε ο Πιλάτος· Υπάρχει συνήθεια σε σας να ελευθερώσω για σας έναν κατά το Πάσχα» (Ζ).
(3) Η συνήθεια αυτή ήταν σύμφωνη με την απελευθέρωση από την Αίγυπτο (b). Πιθανώς να είχε σχέση και με παλαιό έθιμο των Βαβυλωνίων-Ασσυρίων, σύμφωνα με το οποίο ο βασιλιάς του ζητούσαν σε κάποιες ημέρες του μήνα Μαρσιεσβάν να απαγγείλει κάποιο ψαλμό μετανοίας και να αφήνει ελεύθερο έναν δέσμιο, για δήλωση ίσως, του ότι οι θεοί δείχνονταν φιλάνθρωποι και συγχωρούσαν τις αμαρτίες τους (S).
(4) Αδιαφόρως των μεγάλων ή πολλαπλών του εγκλημάτων, εάν ο λαός ήθελε την απόλυσή του, ο δέσμιος ελευθερωνόταν (ο).
Ματθ. 27,16 εἶχον(1) δὲ τότε δέσμιον ἐπίσημον(2) λεγόμενον Βαραββᾶν(3).
Ματθ. 27,16 Είχαν δε τότε ένα κατάδικον διαβόητον δια τα πολλά του εγκλήματα, ο όποιος ελέγετο Βαραββάς.
(1) Είχαν οι ρωμαϊκές αρχές (ο).
(2) Το αντίθετο του άσημος, το οποίο λέγεται πρώτα για το χρυσό και το ασήμι που δεν έχουν κοπεί και σφραγιστεί σε νομίσματα, και έπειτα για τον μη γνωστό. Επίσημος λοιπόν είναι ο σεσημασμένος, ο γνωστός για καλό ή κακό (δ). «Επίσημο, δηλαδή διαβόητο για κακία· ο οποίος είχε κάνει άπειρους φόνους» (Χ).
Εάν επρόκειτο για άνθρωπο που αξίωνε, ότι ήταν ο Μεσσίας ή που συγκρούστηκε με τους Ρωμαίους υπέρ της ανεξαρτησίας του ιουδαϊκού λαού, θα ήταν πολύ δημοφιλής και συνεπώς θα ήταν πολύ ανόητο εκ μέρους του Πιλάτου, να προτείνει την απόλυσή του, ενώ αποτελούσε και κίνδυνο για το ρωμαϊκό καθεστώς, αφού θα ήταν εκ προτέρου βέβαιος, ότι αυτόν θα προτιμούσαν οι Ιουδαίοι. Η στάση και αιματοχυσία, για την οποία είχε φυλακιστεί (Λουκ. κγ 19), θα προκλήθηκε από κάποια ληστρική επιδρομή, στην οποία δεν αναφέρεται, ότι αυτός ήταν ο αρχηγός (p).
(3) Όχι ασυνήθιστο στους Ιουδαίους όνομα (ο). Βάρ-αββά, υιός αββά, «γιος του πατέρα. Διότι βαρ είναι ο γιος και αββάς ο πατέρας» (Θφ). Άλλοι ερμήνευσαν γιος ραββίνου. «Διότι όπως φαίνεται ήταν πατρώνυμο του ληστή το Βαραββάς, το οποίο ερμηνεύεται γιος διδασκάλου» (Σχόλιο Αναστασίου Αντιοχείας), «filius magistri eorum(=γιος του διδασκάλου τους)» (Ιερώνυμος).
Σε αυτή την περίπτωση όμως έπρεπε να είναι Βαρ-ραββάν. Η συνήθης παραγωγή του ονόματος υιός πατρός παρέχει προφανή αντίθεση μεταξύ του Υιού του Πατρός (=του Χριστού), ο οποίος αποδοκιμάστηκε και του υιού κάποιου πατέρα (=Βαραββάς), ο οποίος προτιμήθηκε (p). «Οι Ιουδαίοι λοιπόν, ζήτησαν τον υιό του πατέρα τους του διαβόλου» (Θφ).
Ματθ. 27,17 συνηγμένων οὖν αὐτῶν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος(1)· τίνα θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν(2); Βαραββᾶν(3) ἢ Ἰησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν;
Ματθ. 27,17 Ενώ δε εκείνοι ήσαν συγκετρωμένοι εμπρός στο πραιτώριον, τους ηρώτησεν ο Πιλάτος• “ποίον θέλετε να απολύσω προς χάριν σας; Τον Βαραββάν η τον Ιησούν, τον λεγόμενον Χριστόν;”
(1) «Ο Πιλάτος επειδή δεν μπόρεσε να σώσει το Χριστό ως αθώο, επεχείρησε έστω λοιπόν και ως κατάδικο να του δώσει χάρη λόγω της γιορτής» (Ζ). «Διότι αν δε θέλετε, λέει, να τον αφήσετε ως αθώο, έστω και ως κατάδικο χαρίστε του τη ζωή λόγω της γιορτής» (Χ).
(2) «Βλέπεις πώς αντιστράφηκε η κατάσταση; Διότι η μεν αίτηση υπέρ των καταδίκων, ήταν συνήθεια να γίνεται από το λαό, ενώ η απόλυση από τον άρχοντα· τώρα όμως έγινε το αντίθετο, και ο άρχοντας ζητά από το λαό και ούτε έτσι δεν γίνονται ήμεροι, αλλά εξαγριώνονται περισσότερο» (Χ).
(3) Τόσο στο στίχο αυτό, όσο και στον προηγούμενο υπάρχει από ελάχιστα χειρόγραφα μαρτυρούμενη γραφή Ιησούν Βαραββάν. Ο Ωριγένης φαίνεται να προσκλίνει να δεχτεί τη γραφή αυτή.
«Σε πολύ παλαιά αντίγραφα που διάβασα και ο ίδιος ο Βαραββάς λεγόταν Ιησούς. Και η ερώτηση του Πιλάτου ήταν ως εξής σε αυτά· ποιόν θέλετε από τους δύο να ελευθερώσω σε σας, τον Ιησού τον Βαραββά ή τον Ιησού τον λεγόμενο Χριστό;» (Σχόλιο Αναστασίου Αντιοχείας).
Και μεταξύ των νεωτέρων ερμηνευτών προτιμούν αυτήν τη γραφή οι L,a,Burkitt,Ewald και Zahn. Όλοι όμως οι ελληνικοί μεγαλογράμματοι κώδικες, καθώς και οι περισσότερες και καλύτερες μεταφράσεις δεν μαρτυρούν υπέρ αυτής της γραφής. Επιπλέον και τα λίγα χειρόγραφα που μαρτυρούν υπέρ αυτής, ενώ έχουν το Ιησούς Βαρραβάς στους στίχους 16,17, δεν έχουν αυτό στους στίχους 20,21,26, όπου θα ανέμενε κάποιος να δει να επαναλαμβάνεται αυτό. Εξάλλου κανένα ίχνος της γραφής αυτής δεν συναντιέται σε κανένα χειρόγραφο των τριών υπόλοιπων ευαγγελίων (p). Είναι λοιπόν πιθανότατη η από απροσεξία μετάθεση από το όνομα του Σωτήρα και η σύγχυση του κύριου ονόματος του Σωτήρα και του πατρωνυμικού του ληστή (δ).
Ματθ. 27,18 ᾔδει γὰρ ὅτι διὰ φθόνον(1) παρέδωκαν(2) αὐτόν.
Ματθ. 27,18 Διότι είχε εννοήσει πολύ καλά, ότι ένεκα φθόνου τον παρέδωσαν.
(1) Φθονούσαν τον Ιησού, διότι ο λαός ήταν με το μέρος του (b). Κριτής έμπειρος όπως ο Πιλάτος εύκολα αντιλήφθηκε αυτό (F). Άλλωστε οι ρωμαϊκές εξουσίες τηρούνταν ενήμερες με τους εγκαθέτους τους για το τι συνέβαινε στη χώρα, και δεν υπάρχει για αυτό καμία δυσκολία να υποθέσουμε, ότι ο Πιλάτος πληροφορήθηκε για τα σχετικά με τη δίκη του Ιησού (ο).
(2) Οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και όχι ο λαός, αυτοί είχαν συλλάβει και παραδώσει τον Ιησού, όπως σαφώς γράφει ο Μάρκος (S).
Ματθ. 27,19 Καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ βήματος(1) ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ἡ γυνὴ(2) αὐτοῦ λέγουσα(3)· μηδέν σοι(4) καὶ τῷ δικαίῳ(5) ἐκείνῳ· πολλὰ γὰρ ἔπαθον(6) σήμερον(7) κατ᾿ ὄναρ(8) δι᾿ αὐτόν.
Ματθ. 27,19 Ενώ δε αυτός εκάθητο εις την δικαστικήν έδραν, έστειλε προς αυτόν η γυναίκα του και του είπε• “πρόσεχε να μην αναμιχθής εις την υπόθεσιν του δικαίου εκείνου, διότι πολλά έπαθα σήμερα ένεκα αυτού στο όνειρόν μου”.
(1) Για τη φράση δες Πράξ. ιβ 21,ιη 12,16,17,κε 6,10,17,Ρωμ. ιδ 10,Β΄ Κορ. ε 10. Η φράση εδώ υπονοεί, ότι ο Πιλάτος ανέμενε έως ότου ο λαός αποφασίσει, ποιος από τους δύο δέσμιους να απολυθεί.
(2) Το όνομά της σύμφωνα με το θρύλο των αποκρύφων ήταν στα λατινικά Πρόκουλα σύμφωνα με κάποια χειρόγραφα των Πράξεων Πιλάτου ή του ευαγγελίου του Νικοδήμου (Ι,2), το οποίο στα ελληνικά έγινε Πρόκλα (επιστολή Πιλάτου προς Ηρώδη περί της επιστροφής της συζύγου του. Νικηφόρου Καλλίστου Migne 145,720) (L). Στην αρχή απαγορευόταν στους ανθύπατους και ηγεμόνες να παίρνουν μαζί τους τις συζύγους τους στις επαρχίες· ύστερα όμως σιωπηρά επιτράπηκε αυτό (Σουετώνιος στο Αυγούστου βίος 24. Τακίτου Χρονικά 3,33) (δ).
(3) Το μήνυμα αυτό της συζύγου του Πιλάτου έρχεται εδώ για να δοθεί εξήγηση του γιατί ο Πιλάτος, αφού ο λαός εξέφρασε την προτίμησή του, αποπειράθηκε και πάλι να απολύσει τον δίκαιο αυτόν άνδρα (p).
(4) Εξυπακούεται το ρήμα «έστω (=ας είναι)» (g). «Καμία διαφωνία να μην υπάρχει ανάμεσα σε εσένα και σε εκείνον· μείνε μακριά του» (Ζ). Μη συμμετάσχεις στην καταδίκη του. Προσπάθησε να τον σώσεις (ο).
(5) Έτσι αποκαλεί αυτόν και ο Πιλάτος στο σ. 24 αναφερόμενος με τρόπο ασθενικό στα λόγια αυτά της συζύγου του (b). Με την έννοια της λέξης αθώος εδώ (ο).
(6) «Δεν βλέπει μόνο, αλλά και πάσχει, δηλαδή βασανίζεται, έτσι ώστε, λόγω της συμπάθειας προς τη γυναίκα του, ο άνδρας της να εμποδίσει το φόνο έστω και αν αυτοί δεν πείθονται» (Ζ). «Ω! Τι θαύμα! Ενώ κρινόταν από τον Πιλάτο, εκφόβιζε τη γυναίκα του» (Θφ). Πολλά δεινά έπαθα (δ).
(7) «Το «σήμερα», λέγεται και για τη νύχτα» (Ζ). «Διότι την ίδια αυτή νύκτα είδε» (Χ). Στην ερώτηση πού ο Πιλάτος πέρασε τη νύχτα για να μην μπορεί η σύζυγός του να τού μιλήσει για το όνειρο το πρωί, εκτός από άλλα μπορεί να δοθεί και η απάντηση, ότι η σύλληψη και παράδοση του Ιησού ήταν απρόοπτη, και όταν έγινε γνωστή αυτή, το έως τότε αόριστο και ανεξήγητο για τη σύζυγο του Πιλάτου όνειρο συνδυασμένο με το απρόοπτο γεγονός έγινε σε αυτήν σημαντικό και λιγότερο ή περισσότερο φανερό (L).
(8) «Κύτταξε τι συμβαίνει πάλι, ικανό να τους επαναφέρει όλους. Διότι μετά από την εκ των πραγμάτων πείρα και απόδειξη, και το όνειρο δεν ήταν μικρής σημασίας. Και για ποιο λόγο δεν το βλέπει αυτός; Ή, επειδή εκείνη ήταν πιο άξια· ή διότι εάν το έβλεπε αυτός, δεν θα πιστευόταν όπως εκείνη, ή δεν θα το αποκάλυπτε. Γι’ αυτό κανονίζεται να το δει η γυναίκα, ώστε να γίνει γνωστό σε όλους» (Χ).
Σύμφωνα με τη σκέψη του ευαγγελιστή το όνειρο της συζύγου του Πιλάτου ήταν υπερφυσικής προέλευσης (L). Πράγματι πώς η γυναίκα αυτή είδε τόσο φοβερό όνειρο σχετιζόμενο με έναν κατάδικο, τον οποίο δεν γνώριζε ούτε είχε δει ποτέ και για τη σύλληψη και καταδίκη του οποίου δεν ήταν δυνατόν να είχε κάποια είδηση μέχρι την ώρα που ξύπνησε (ο).
Ματθ. 27,20 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἔπεισαν(1) τοὺς ὄχλους ἵνα αἰτήσωνται τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν ἀπολέσωσιν(2).
Ματθ. 27,20 Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι έπεισαν εν τω μεταξύ τους όχλους να ζητήσουν τον Βαραββάν, να θανατώσουν δε τον Ιησούν.
(1) Την ώρα που ο Πιλάτος λάμβανε το μήνυμα της γυναίκας του, οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι ενεργούσαν στους όχλους, τους οποίους ο Πιλάτος για λίγη ώρα άφησε εξαιτίας του μηνύματος (δ). Έπεισαν με ευλογοφανείς λόγους (b). «Διεφθαρμένοι αυτοί, διέφθειραν και τους όχλους» (Ζ).
(2) Να τον εξολοθρεύσουν δηλαδή να ζητήσουν να θανατωθεί (b).
Ματθ. 27,21 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἡγεμὼν εἶπεν αὐτοῖς(1)· τίνα θέλετε ἀπὸ τῶν δύο ἀπολύσω ὑμῖν; οἱ δὲ εἶπον(2)· Βαραββᾶν.
Ματθ. 27,21 Έλαβε δε τον λόγον ο ηγεμών και είπεν εις αυτούς• “ποίον θέλετε από τους δύο να σας απολύσω;” Εκείνοι δε εφώναξαν• “τον Βαραββάν”.
(1) «Ρώτησε την πρώτη φορά, επειδή όμως δεν απάντησαν ακόμη, αφού ασχολήθηκε με το μήνυμα της γυναίκας του, πάλι επανέλαβε την ερώτηση» (Ζ).
(2) «Όπως διδάχτηκαν» (Ζ).
Ματθ. 27,22 λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τί οὖν ποιήσω(1) Ἰησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; λέγουσιν αὐτῷ πάντες(2)· σταυρωθήτω(3).
Ματθ. 27,22 Τους λέγει ο Πιλάτος• “Τι λοιπόν να κάμω τον Ιησούν, τον λεγόμενον Χριστόν;” Λέγουν εις αυτόν όλοι, “να σταυρωθή”.
(1) «Αφού αστόχησε σε αυτό που ήλπιζε, ρωτά πάλι για αυτό και κάνει αυτούς κύριους της υπόθεσης, καταπραΰνοντας έτσι και γλυκαίνοντάς τους» (Ζ), «έτσι ώστε, έστω και από ντροπή να ζητήσουν την απελευθέρωσή του και το παν να γίνει από το φιλότιμό τους» (Χ). Η προηγούμενη απάντηση του όχλου δεν έπεισε αυτόν, ότι τα συναισθήματα του όχλου έτειναν προς τον όλεθρο του Ιησού. Ο όχλος ήταν δυνατόν παρασυρόμενος να ψηφίσει υπέρ του Βαραββά, αλλά συγχρόνως να μην είναι δυσμενής και προς τον Γαλιλαίο (p).
Υπέθετε ίσως, ότι οι Ιουδαίοι δεν θα ζητούσαν τόσο βαριά τιμωρία για τον Ιησού. Θα όφειλε όμως να μην τους ρωτήσει. Θα ήταν ασφαλέστερο να αφήσει ελεύθερο τον Ιησού χωρίς τίποτα άλλο (b). «Αυτός λοιπόν ήταν άνανδρος και μαλακός (=αδύναμος, άτολμος)» (Χ).
(2) «Όλοι, όχι οι όχλοι μόνοι, αλλά και οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι» (Ζ).
(3) «Και δεν λένε, να φονευτεί, αλλά να σταυρωθεί, ώστε και το είδος του θανάτου να τον αποδεικνύει αυτόν (τον Ιησού) κακούργο» (Ζ).
Ματθ. 27,23 ὁ δὲ ἡγεμὼν ἔφη(1)· τί γάρ(2) κακὸν ἐποίησεν; οἱ δὲ περισσῶς(3) ἔκραζον(4) λέγοντες· σταυρωθήτω.
Ματθ. 27,23 Ο δε ηγεμών είπε• “διατί να σταυρωθή; Ποίον κακόν έκαμε;” Εκείνοι δε ακόμη περισσότερον εκραύγαζαν λέγοντες• “να σταυρωθή”.
(1) Ο Πιλάτος επηρεαζόμενος από κάποιο ρωμαϊκό αίσθημα δικαιοσύνης, καθώς και από το ενδιαφέρον του για το δέσμιο και από το όνειρο της συζύγου του, επιχειρεί και πάλι να σώσει τον Ιησού.
(2) Τι λοιπόν; (g). Αλλά γιατί; Τι έπραξε για να τιμωρηθεί έτσι;
(3) «Αντί να πει: περισσότερο» (Ζ). Ή, με υπερβολή (δ).
(4) Συνεχώς.
Ματθ. 27,24 ἰδὼν δὲ ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδὲν ὠφελεῖ(1), ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος(2) γίνεται, λαβὼν ὕδωρ ἀπενίψατο τὰς χεῖρας(3) ἀπέναντι(4) τοῦ ὄχλου λέγων· ἀθῶός εἰμι ἀπὸ(5) τοῦ αἵματος(6) τοῦ δικαίου(7) τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε(8).
Ματθ. 27,24 Όταν είδε ο Πιλάτος ότι καμίαν ωφέλειαν δεν έφερε η παρέμβασις του υπέρ του Ιησού, αλλά μάλλον προκαλούσε θόρυβον και αναταραχήν, αφού επήρε νερό εξέπλυνε καλά τα χέρια του εμπρός στον όχλον λέγων• “είμαι αθώος από το αίμα του δικαίου τούτου• εις σας θα πέση η ευθύνη και το κρίμα”.
(1) Υποκείμενο ο Πιλάτος. Δες Ησ. λ 7,Παροιμ. ια 4, κατά τον Αλεξανδρινό κώδικα Ιω. ιβ 19.
(2) Φοβόταν στάση (b).
(3) Το πλύσιμο των χεριών είναι ένας φυσικός συμβολισμός για έκφραση αποποίησης κάθε ενοχής και ευθύνης. Βρίσκουμε αυτόν μεταξύ των Ιουδαίων (Δευτ. κα 6,Ψαλμ. κε 6,οβ 13,Ιωσήπου Αρχαιολ. IV,VIII,16) και των εθνικών (Virg. Aen. II 719· Ovid. Fasti II 45). Δεν ήταν ασυνήθιστο για ένα δικαστή, όταν απήγγειλε την ποινή του θανάτου, να διαμαρτύρεται, ότι δεν είχε ευθύνη ή ενοχή για την αφαίρεση της ζωής του καταδικασμένου (Αποστολικαί Διαταγαί ΙΙ 52). Το απενίψατο είναι πιο έντονο από το απλό ενίψατο (p).
Ο Πιλάτος δεν συμμορφώνεται εδώ με συνήθεια ιουδαϊκή, αλλά κάτω από το κράτος δεισιδαιμονικού φόβου χρησιμοποιεί τον εκφραστικό αυτό συμβολισμό καθησυχάζοντας τη συνείδησή του με την επίρριψη ολόκληρης της ενοχής σε εκείνους (L).
«Καθάρισε με νερό τα χέρια δείχνοντας, ότι είναι καθαρός και αμέτοχος στο φόνο· διότι ήταν ιουδαϊκή συνήθεια, να διαμαρτύρονται έτσι αυτοί που δεν ήθελαν να συμμετέχουν σε κάποιο φόνο. Διότι λέει και ο Δαβίδ· Θα πλύνω με αθώους τα χέρια μου» (Ζ).
(4) Μπροστά και αντικρυστά στο πλήθος.
(5) Η σύνταξη «αθώος από» είναι εβραϊσμός. Δες Αριθμ. ε 31,Β΄ Βασ. γ 28 (L).
(6) «Αίμα λένε την καταδίκη του αίματος» (Ζ)· από την ενοχή για το χύσιμο του αίματος.
(7) Ο Πιλάτος υιοθετεί τον χαρακτηρισμό αυτόν από το μήνυμα της συζύγου του, στίχ. 19 (b).
(8) Όπως οι Ιουδαίοι είπαν στον Ιούδα, έτσι και ο Πιλάτος λέει στους Ιουδαίους (b). Δική σας φροντίδα θα είναι το τι θα κάνετε, για να εξιλεωθείτε για το άδικο αυτό.
Ματθ. 27,25 καὶ ἀποκριθεὶς πᾶς ὁ λαὸς εἶπε· τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν(1).
Ματθ. 27,25 Και απεκρίθη όλος ο λαός και είπε• “το αίμα αυτού ας πέση επάνω εις ημάς και επάνω εις τα τέκνα μας”.
(1) Εξυπακούεται το ελθέτω (=ας έλθει) (L).
«Τραβούν την κατάρα όχι μόνο εναντίον αυτών των ίδιων, αλλά και εναντίον των παιδιών τους» (Ζ). Για κατάρες παρομοίου είδους δες Πράξ. ιη 6 (S). Ως προς τις επερχόμενες γενιές ισχύει το «αυτοί που επιμένουν στην πώρωση, γίνονται κληρονόμοι του πατρικού φόνου» (Β).
Ο ευαγγελιστής επιθυμεί να αντιθέσει την σκληροκαρδία των Ιουδαίων κριτών με τις τύψεις της συνείδησης ειδωλολάτρη κριτή. Η κύρια ιδέα του στίχου είναι, ότι όλοι όσοι ήταν εκεί παρόντες, αναδέχτηκαν την ευθύνη. Το έγκλημα της θανάτωσης του Μεσσία από άποψη γενικότητας κατέστη εθνικό έγκλημα (p). Πόσο τρομερά πραγματοποιήθηκε αυτό! Κανείς ποτέ λαός δεν υπέφερε τόσους και τέτοιους διωγμούς, και όμως διασώζεται ακόμη με θαυμάσιο τρόπο ως ξεχωριστή φυλή, διαρκές και ζωντανό μνημείο της οργής του Θεού (ο).
«Για αυτόν το λόγο καταστράφηκαν όλοι μαζί ως γένος και τους αρπάχτηκαν οι πόλεις, ώστε σχεδόν να μην μπορεί να διαφύγει κανένας. Διότι το τι και πόσα έπαθαν, τα διηγούνται οι γραφές αυτών που εξιστόρησαν αυτά τα γεγονότα» (Κ)
Ματθ. 27,26 τότε ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν φραγελλώσας(1) παρέδωκεν(2) ἵνα σταυρωθῇ.
Ματθ. 27,26 Τότε τους αφήκεν ελεύθερον τον Βαραββάν, τον δε Ιησούν, αφού διέταξε και τον εμαστίγωσαν με το φραγγέλιον, τον παρέδωσε δια να σταυρωθή.
(1) «Φραγγέλωσε δηλαδή μαστίγωσε» (Θφ). «Το φραγγέλιο ήταν μαστίγιο πλεγμένο από σχοινιά ή λωρίδες, με το οποίο χτυπούσαν την πλάτη των καταδίκων» (Ζ). Η φραγγέλωση στους Ρωμαίους αποτελούσε συνηθισμένη προκαταρκτική πράξη κάθε εκτέλεσης (S). Όχι σπάνια ο κατάδικος πέθαινε κατά τα χτυπήματα της φραγγέλωσης (F).
Σύμφωνα με τον Ιωάννη στην φραγγέλωση κατέφυγε ο Πιλάτος σαν σε έσχατη απόπειρα να σώσει τον Ιησού «επινοώντας τρόπο να εξασθενήσει την ένταση της μανίας των Ιουδαίων, έτσι ώστε, βλέποντας την ύβρη που έγινε σε αυτόν… να κατευνάσουν την οργή» (Ζ).
Δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ του Ματθαίου και του Ιωάννη. Η τελική τυπική απόφαση του Πιλάτου να θανατωθεί ο Ιησούς εξαγγέλθηκε μετά την φραγγέλωση και την παρουσίαση του Ιησού με τη χλαμύδα μπροστά στον όχλο.
(2) Στους στρατιώτες ως εκτελεστές των θανατικών αποφάσεων.
Ο Μεσσίας εμπαίζεται από τους στρατιώτες
Ματθ. 27,27 Τότε οἱ στρατιῶται τοῦ ἡγεμόνος(1) παραλαβόντες τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸ πραιτώριον(2) συνήγαγον ἐπ᾿ αὐτὸν ὅλην τὴν σπεῖραν(3)·
Ματθ. 27,27 Τότε οι στρατιώται του ηγεμόνος, αφού παρέλαβαν τον Ιησούν εις την αυλήν του πραιτωρίου, εμάζεψαν γύρω από αυτόν όλην την φρουράν.
(1) Δηλαδή τα στρατεύματα, τα οποία είχαν συνοδεύσει τον επίτροπο από την Καισάρεια στην Ιερουσαλήμ και τα οποία βοηθούσαν για τήρηση της τάξης (S).
(2) Δηλαδή την επίσημη κατοικία του επιτρόπου, η οποία βρισκόταν στο δυτικό λόφο (S). Από την εξωτερική αυλή, όπου ήταν ο Πιλάτος μαζί με τους Ιουδαίους στο εσωτερικό της αυλής (δ). Πριν ήταν ανάκτορο του Ηρώδη, μεγαλοπρεπές οικοδόμημα στα δυτικά του ναού, ώστε να βλέπει κάποιος από ψηλά αυτόν (ο). Τον εισήγαγαν εκεί για να βρουν και τους υπόλοιπους στρατιώτες που είχαν εγκατασταθεί και φύλαγαν εκεί (L).
(3) Κατ’ ακρίβεια είναι λόχος ή κοόρτις (τάγμα), που αριθμεί 500-600 άνδρες. Αλλά εδώ ο όρος χρησιμοποιείται ελεύθερα για δήλωση μικρότερου αριθμού (S). Το ένα δέκατο της λεγεώνας (g). Οι στρατιώτες όλοι εθνικοί βρήκαν ευκαιρία να διασκεδάσουν εκδηλώνοντας την περιφρόνησή τους προς τους Ιουδαίους στο πρόσωπο εκείνου, ο οποίος ομολόγησε τον εαυτό του βασιλιά τους (F).
Ματθ. 27,28 καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα(1) κοκκίνην,
Ματθ. 27,28 Και αφού τον εγύμνωσαν από τα ενδύματά του, τον ενέδυσαν με κόκκινον μανδύαν.
(1) Στρατιωτική χλαίνη. Η χλαμύδα ήταν γενικώς στρατιωτικό ένδυμα, που φοριόταν όμως όχι μόνο από τους στρατιώτες, αλλά και τους βασιλιάδες (a). «Επειδή δηλαδή λεγόταν βασιλιάς των Ιουδαίων, επομένως ως βασιλιά τον χλεύαζαν» (Ζ).
Ματθ. 27,29 καὶ πλέξαντες στέφανον(1) ἐκ ἀκανθῶν(2) ἐπέθηκαν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ κάλαμον(3) ἐπὶ τὴν δεξιὰν αὐτοῦ, καὶ γονυπετήσαντες ἔμπροσθεν αὐτοῦ(4) ἐνέπαιζον αὐτῷ λέγοντες· χαῖρε ὁ βασιλεὺς(5) τῶν Ἰουδαίων(6)·
Ματθ. 27,29 Έπλεξαν δε ακάνθινον στέφανον και έβαλαν αυτόν στο κεφάλι του αντί για στέμμα• του έδωκαν καλάμι στο δέξι του χέρι αντί για σκήπτρο και αφού εγονάτισαν εμπρός του τον ενέπαιζαν λέγοντες• “χαίρε, ο βασιλεύς των Ιουδαίων”.
(1) Το στεφάνι δινόταν στους νικητές σε μάχη ή σε αγώνισμα (S).
(2) Δεν υπάρχει καμία ένδειξη στα ευαγγέλια, από την οποία να συμπεράνουμε από ποιο φυτό κατασκευάστηκε το στεφάνι. Παρόλο όμως που δεν χρησιμοποιείται εδώ η λέξη διάδημα (στέμμα), είναι αναμφίβολο, ότι «το αγκάθινο στεφάνι το έβαλαν αντί για διάδημα» (Ζ).
(3) «Και το καλάμι, τού το έδωσαν στο χέρι αντί για σκήπτρο» (Ζ).
(4) Οι στρατιώτες ήξεραν καλά την τελετή του χαίρε Καίσαρ και μιμούνταν τώρα αυτήν (p).
(5) Μεταχειρίζονται αυτόν ως παράφρονα, ο οποίος φανταζόταν τον εαυτό του βασιλιά (b), «και χωρίς να το θέλουν κατασκεύαζαν την αλήθεια» (Ζ).
(6) Αφού συντελέστηκε η εγκαθίδρυση του βασιλιά ο ειρωνικός και εμπαικτικός χαιρετισμός επακολούθησε συνοδευόμενος και από γονυκλισία (L).
Ματθ. 27,30 καὶ ἐμπτύσαντες εἰς αὐτὸν ἔλαβον τὸν κάλαμον καὶ ἔτυπτον εἰς τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ(1).
Ματθ. 27,30 Και αφού τον έπτυσαν, επήραν το καλάμι και εκτυπούσαν την κεφαλήν του.
(1) Και για να γίνει πιο αισθητή η γελοιοποίηση, το εμπαικτικό σκήπτρο χρησιμοποιήθηκε, για να χτυπιέται με αυτό ο πάσχων (L). Παίρνουν το καλάμι από το χέρι του, ώστε χτυπώντας να μπήξουν με αυτό βαθύτερα το αγκάθινο στεφάνι, πράγμα το οποίο δεν μπορούσαν να πράξουν με γυμνό το χέρι (ο).
«Αυτό που γινόταν ήταν το έσχατο όριο εξευτελισμού. Διότι δεν εξευτελιζόταν ένα μέλος, αλλά ολόκληρο το σώμα και ολοκληρωτικά· το κεφάλι με το στεφάνι, το καλάμι και τους κολαφισμούς, το πρόσωπο το οποίο υφίστατο εμπτύσματα, τα σαγόνια που ραπίζονταν, ολόκληρο το σώμα με τις μαστιγώσεις, με την γύμνωση, με την περιβολή της χλαμύδας και με την προσποιητή προσκύνηση, το χέρι με το καλάμι, το οποίο έδωσαν να κρατά αντί για σκήπτρο, το στόμα πάλι με την προσφορά του ξυδιού. Τι θα μπορούσε να γίνει φοβερότερο από αυτό; Τι πιο υβριστικό;» (Χ).
Ματθ. 27,31 καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν χλαμύδα(1) καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ σταυρῶσαι(2).
Ματθ. 27,31 Και όταν τον ενέπαιξαν όσον ήθελαν, έβγαλαν από αυτόν την χλαμύδα, του εφόρεσαν τα ενδύματά του και τον ωδήγησαν, δια να τον σταυρώσουν.
(1) «Όταν τον ξέντυσαν από την χλαμύδα, αφαίρεσαν οπωσδήποτε και το στεφάνι» (Ζ). Παρόλ’ αυτά τίποτα δεν λέγεται από τους ευαγγελιστές για το αγκάθινο στεφάνι, το οποίο κατά τους Ωριγένη, Τερτυλλιανό και άλλους αρχαίους συγγραφείς παρέμεινε μέχρι τέλους του μαρτυρίου στο ιερό κεφάλι του Ιησού (F).
(2) Το μισό της προφητείας στο κεφ. κ 19 εκπληρώθηκε επακριβώς και ήδη επακολουθεί και η εκπλήρωση του δεύτερου μισού (p)
Η σταύρωση του Μεσσία
Ματθ. 27,32 Ἐξερχόμενοι(1) δὲ εὗρον ἄνθρωπον Κυρηναῖον(2) ὀνόματι Σίμωνα· τοῦτον ἠγγάρευσαν(3) ἵνα ἄρῃ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ.
Ματθ. 27,32 Καθώς δε έβγαιναν από την πόλιν, ευρήκαν ένα άνθρωπον, που κατήγετο από την Κυρήνην και ωνομάζετο Σίμων, αυτόν ηγγάρευσαν να σηκώση μέχρι του Γολγοθά τον σταυρόν του Ιησού.
Η συμπεριφορά των στρατιωτών στο έργο της εκτέλεσης του καταδίκου, το οποίο διατάχτηκαν να φέρουν σε πέρας, παρουσιάζεται με εμφανή αντίθεση με την πράξη εκείνων, οι οποίοι κορόιδεψαν και κακοποίησαν αυτόν. Η κοροϊδία και η κτηνώδης συμπεριφορά σταματά αμέσως, και με σοβαρότητα πλέον οι στρατιώτες προχωρούν σε εκπλήρωση της διαταγής που τους δόθηκε (p)
(1) Οι Ιουδαίοι τις θανατικές εκτελέσεις τις τελούσαν έξω από την πόλη, Πράξ. ζ 58,Εβρ. ιγ 11-13. Παρόμοια ήταν η συνήθεια των Ελλήνων και των Ρωμαίων (ο).
(2) Ιουδαίο από την Κυρύνη που ήταν εγκατεστημένος στα Ιεροσόλυμα, όπου είχαν οι Κυρηναίοι και δική του συναγωγή. Δες Πράξ. στ 9 (δ). Δεν υπήρχε τη στιγμή εκείνη ούτε Ιουδαίος ούτε Ρωμαίος διατεθειμένος να κουβαλήσει πρόθυμα το φορτίο του σταυρού. Ήταν πολλοί παρόντες τότε από Ευρώπη, Ασία και Αφρική. Αλλά από τότε και στις πλέον μακρινές χώρες βρέθηκαν πολλοί, οι οποίοι πρόθυμα θα σήκωναν το σταυρό του (b).
(3) «Διότι πρώτα μεν έβαλαν σε αυτόν το σταυρό ως κατάδικο και βαστάζοντάς τον βγήκε· έπειτα αφού συνάντησαν τον Σίμωνα, αυτόν αγγάρευσαν να σηκώσει αυτόν» (Ζ). «Αυτός που πρόκειται να καρφωθεί σε αυτόν (το σταυρό), προηγουμένως τον βαστάζει» (Αρτεμίδωρος Ονειρ. ΙΙ,56). Ήταν συνηθισμένο οι καταδικασμένοι σε σταύρωση να κουβαλάνε τους σταυρούς τους στον τόπο της καταδίκης. Και ο Κύριος βάσταξε το σταυρό για κάποιο διάστημα, διότι τον Σίμωνα τον συνάντησαν έξω από την πόλη. Για το αγγαρεύω δες Ματθ. ε 41.
Ματθ. 27,33 Καὶ ἐλθόντες εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾶ(1), ὅ ἐστι(2) λεγόμενος κρανίου(3) τόπος,
Ματθ. 27,33 Και αφού ήλθαν εις τόπον λεγόμενον Γολγοθά, όνομα που σημαίνει “τόπος κρανίου”,
(1) Σύμφωνα με τον Dalman, ενώ ο αραμαϊκός τύπος είναι Γουλγολθά, οι Έλληνες για διευκόλυνση της προφοράς του ονόματος παρέλειπαν το δεύτερο λ· αλλά οι Σύροι πέτυχαν το ίδιο αποτέλεσμα με τον τύπο Γαγουλθά. Είναι πιθανόν, ότι η αραμαϊκή προφορά στα Ιεροσόλυμα ήταν ήδη Γολγοθά (L).
(2) «Το οποίο, το Γολγοθά δηλαδή, λέγεται που σημαίνει μεταφράζεται, όπως ο Μάρκος είπε, από την εβραϊκή διάλεκτο στην ελληνική, σημαίνει και λέγεται κρανίου τόπος» (Ζ).
(3) Εκφράστηκε η γνώμη, σύμφωνα με την οποία ονομάστηκε έτσι από τα κρανία των καταδίκων, τα οποία έμεναν εκεί άταφα. Αυτό είναι απίθανο, διότι οι Ιουδαίοι δεν θα ανεχόντουσαν άταφα οστά, και επιπλέον η ονομασία θα έπρεπε να είναι κρανίων τόπος (p). Υπάρχει και η από τον Ωριγένη ήδη γνωστή ιουδαϊκή παράδοση των πιστών, σύμφωνα με την οποία «λένε κάποιοι ότι εκεί πέθανε και είναι θαμμένος ο Αδάμ, και τα οικονόμησε ο Θεός έτσι, ώστε, όπου ο παλαιός Αδάμ έπεσε από το θάνατο, εκεί να στηθεί και το τρόπαιο του νέου Αδάμ κατά του θανάτου, εννοώ βεβαίως το σταυρό» (Ζ)· «quia ibi erectus sit medicus, ubi jacebat aegrotus» (Αυγουστίνου, «ώστε εκεί να υψωθεί ο γιατρός, όπου ήταν πεσμένος ο ασθενής»). Αυτή όμως η μεταγενέστερη απόκρυφη παράδοση δεν μπορεί να έχει ιστορική βάση (δ).
Ο λόφος ονομαζόταν έτσι από το σχήμα του (b). Η τελευταία αυτή εκδοχή, αν και όχι βέβαιη, είναι η πιθανότερη. Σε αυτήν επίσης κλίνει και ο Κύριλλος Ιεροσολύμων (F).
Ματθ. 27,34 ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν ὄξος(1) μετὰ χολῆς(2) μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος οὐκ ἤθελε(3) πιεῖν.
Ματθ. 27,34 του έδωσαν να πιή ξύδι ανακατεμένον με χολήν, δια να του φέρη κάποιαν προσωρινήν νάρκωσιν. Εκείνος όμως αφού το εδοκίμασε, δεν ήθελε να το πιή.
(1) Υπάρχει και η γραφή των αλεξανδρινών μεγαλογράμματων κωδίκων οίνον. «Ο Μάρκος λοιπόν είπε, ότι του έδιναν να πιει εσμυρνισμένο κρασί» (Ζ).
(2) Αντί για το σμύρνα του Μάρκου λέει ο Ματθαίος χολή. Η αντίστοιχη εβραϊκή λέξη χρησιμοποιείται και για άλλα πικρά στη γεύση, όπως το αψίνθιον (Παροιμ. ε 4,Θρήνοι Ιερεμ. γ 15). Για αυτό κάποιοι το χολή το θεωρούν ως ταυτόσημο με το σμύρνα του Μάρκου (g).
Η λέξη χολή γίνεται έτσι γενική λέξη για δήλωση ποτού πικρής γεύσης και η έννοια του καθενός από τα δύο Ευαγγέλια είναι ότι το κρασί ήταν αναμεμιγμένο με φάρμακο, ίσως και διαφορετικό από τη χολή ή τη σμύρνα. Φαίνεται να υπήρξε ιουδαϊκή συνήθεια να δίνουν κάποιο ναρκωτικό ποτό στους από το συνέδριο καταδικασμένους στον δια λιθοβολισμού θάνατο με σκοπό να μετριάσουν την αγωνία από τον οδυνηρό θάνατο και υπάρχει η ιδέα, ότι στα Ιεροσόλυμα υπήρχε ένα είδος σωματείου γυναικών, για να προμηθεύει τέτοια αναισθητικά στους κατάδικους (p).
«Προτού μεν ανέβει στο σταυρό του προσφέρθηκαν αυτά που αναφέρθηκαν, όπως ο Ματθαίος και ο Μάρκος είπαν· μετά όμως που ανέβηκε στο σταυρό μόνο ξύδι, όπως ο Λουκάς και ο Ιωάννης λένε» (Ζ).
(3) Διότι ο Ιησούς επιθυμούσε να διατηρήσει τις αισθήσεις του πλήρως αδιατάρακτες μέχρι το θάνατό του (b).
Ματθ. 27,35 σταυρώσαντες(1) δὲ αὐτὸν διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια(2) αὐτοῦ βαλόντες κλῆρον(3),
Ματθ. 27,35 Αφού δε τον εσταύρωσαν, εμοίρασαν μεταξύ των με κλήρον τα ενδύματά του οι στρατιώται.
(1) Η σταύρωση ήταν η σκληρότερη και φρικωδέστερη από τις ρωμαϊκές ποινές, συνηθισμένη σε δούλους, μεγάλους κακούργους και στασιαστές, ουδέποτε όμως σε Ρωμαίους πολίτες. Οι σταυρούμενοι έμεναν καρφωμένοι, ζώντας και φοβερά πονώντας γύρω στις δώδεκα ώρες, πολλές φορές όμως 24 και 36, και καμιά φορά, αυτοί που είχαν πολύ ισχυρή κράση, 48 ή 60 ώρες. Ερχόταν λοιπόν ο θάνατος όχι από αιμορραγία, διότι το από τις πληγές αίμα αφού έπηζε εκεί σταμάταγε να ρέει, αλλά από τη νάρκωση των μυών, των φλεβών και των νεύρων και την εξάντληση των δυνάμεων. Οι φοβεροί πόνοι προέρχονταν από τη φλόγωση των πληγών και από τη συρροή του αίματος στον εγκέφαλο (δ).
Η εκτέλεση γινόταν με το να υψώσουν πρώτα και να στερεώσουν το σταυρό, ο οποίος συνήθως ήταν αρκετά χαμηλός. Έπειτα ανέβαζαν τον κατάδικο καβαλικευτά πάνω σε ένα τεμάχιο πασσάλου στερεωμένου στο μέσο του κάθετου ξύλου του σταυρού. Συνήθως τα πόδια και τα χέρια καρφώνονταν στη συνέχεια με χοντρά καρφιά (F). Υπάρχει παρόλ’ αυτά και η γνώμη ότι συνηθέστερα ο σταυρός υψωνόταν, αφού τα χέρια και τα πόδια του καταδίκου καρφώνονταν σε αυτόν, ενώ βρισκόταν στο έδαφος (ο).
(2) Οι σταυρούμενοι καρφώνονταν γυμνοί (Αρτεμίδ. ΙΙ, 58) και πιθανώς μόνο κάποιο ύφασμα κάλυπτε τη μέση τους. Τα ρούχα τους τα έπαιρναν αυτοί που εκτελούσαν την καταδίκη (δ).
(3) «Τα μεν ιμάτια τα μοίρασαν, για τον άρραφο όμως χιτώνα έβαλαν κλήρο» (Ζ). Δες Ψαλμ. κα 19 «για να εκπληρωθεί η προφητεία του Δαβίδ που μιλούσε για αυτά» (Ζ).
Ματθ. 27,36 καὶ καθήμενοι ἐτήρουν(1) αὐτὸν ἐκεῖ.
Ματθ. 27,36 Και καθήμενοι εκεί τον φρουρούσαν.
(1) «Τον φύλαγαν, για να μην τον κατεβάσει κάποιος» (Ζ). Τον φύλαγαν για να μην απελευθερωθεί από τους οπαδούς του (δ).
Ματθ. 27,37 καὶ ἐπέθηκαν(1) ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τὴν αἰτίαν(2) αὐτοῦ γεγραμμένην(3)· οὗτός ἐστιν(4) Ἰησοῦς ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(5).
Ματθ. 27,37 Και τοποθέτησαν στον σταυρόν, επάνω από την κεφαλήν του, γραμμένην την κατηγορίαν του• “αυτός είναι ο Ιησούς ο βασιλεύς των Ιουδαίων”.
(1) Η επιγραφή αυτή μεταφέρθηκε στον τόπο της καταδίκης έτοιμη. Διότι όπως φαίνεται από την αφήγηση του Ιωάννου, ο ίδιος ο Πιλάτος έγραψε αυτήν.
(2) «Την κατηγορία, για την οποία σταυρώθηκε» (Ζ). Τον λόγο της καταδίκης (δ).
(3) «Αυτό γράφτηκε σε τρεις διαλέκτους, επειδή πολλοί συνήθιζαν να επισκέπτονται τότε την πόλη των Ιουδαίων Έλληνες και Ρωμαίοι» (Ζ).
(4) Ναι· αληθινά είναι βασιλιάς. Η επιγραφή ίσως παρέμεινε πάνω στο σταυρό πιο πολύ χρόνο παρά το σώμα του Ιησού (b). «Ήταν κρεμασμένα ψηλά τα γράμματα σαν αφιέρωμα που κατά τρόπο λαμπρό ανακήρυτταν τη βασιλεία του» (Ζ).
«Το ότι ο Κύριος είναι βασιλιάς του Ισραήλ μαρτυρήθηκε και από τους εχθρούς, που υπέγραψαν στο σταυρό την ομολογία της βασιλείας του, ότι δηλαδή αυτός είναι ο βασιλιάς των Ιουδαίων· διότι δεχόμαστε τη μαρτυρία, αν και θεωρείται ότι μικραίνει το μεγαλείο της εξουσίας, καθορίζοντας την κυριαρχία στη βασιλεία των Ισραηλιτών. Διότι δεν είναι έτσι· αλλά από το μερικό η επιγραφή αυτή στο σταυρό αποδίδει την πάνω σε όλους εξουσία, με το να μην προσθέσει ότι μόνο των Ιουδαίων είναι αυτός βασιλιάς» (Γν).
«Η ανάγνωση λοιπόν από αυτήν την επιγραφή δήλωνε ότι το σωτήριο πάθος έγινε όχι για χάρη της Ιουδαίας μόνης, αλλά και για κάθε ελληνική και βάρβαρη χώρα» (Δ).
(5) Ελαφρές διαφορές στο λεκτικό της επιγραφής παρατηρούνται κατά τις διάφορες αφηγήσεις του πάθους από τους τέσσερεις ευαγγελιστές. Προέρχονται κυρίως από τις τρεις διαφορετικές γλώσσες, στις οποίες ήταν γραμμένη η επιγραφή αυτή, στη μετάφραση των οποίων φυσικό ήταν να προκύψουν ελαφρές λεκτικές διαφορές. Υπάρχει όμως απόλυτη συμφωνία ως προς την έννοια της επιγραφής έτσι ώστε τέτοιες λεκτικές διαφορές να αποδεικνύουν εμφανώς την μεταξύ τους ανεξαρτησία και την φιλαλήθεια των ιερών συγγραφέων (ο).
Ματθ. 27,38 Τότε(1) σταυροῦνται(2) σὺν αὐτῷ δύο λῃσταί(3), εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων(4).
Ματθ. 27,38 Τότε σταυρώνονται μαζί με αυτόν δύο λησταί, ένας εκ δεξιών και άλλος εξ αριστερών.
(1) Όταν σταύρωσαν τον Κύριο της δόξας (δ).
(2) Αφού οι πρώτοι στρατιώτες, που σταύρωσαν τον Κύριο κάθισαν και «τον φύλαγαν εκεί», όχι αυτοί, αλλά άλλοι σταύρωσαν τους δύο ληστές . Για αυτό ο Ματθαίος καθορίζοντας ακριβέστερα το πράγμα δεν λέει «σταυρώνουν» όπως ο Μάρκος, αλλά σταυρώνονται (L).
(3) Όχι κλέφτες, αλλά ληστές που αρπάζουν με βίαια μέσα. Ίσως είχαν συνεταιριστεί με τον Βαραββά στα εγκλήματα.
(4) «Και αυτό οφειλόταν στην επίμονη προσπάθεια των Ιουδαίων, έτσι ώστε, με το να είναι κρεμασμένος ανάμεσα στους κακούργους, να θεωρηθεί και αυτός κακούργος, και ώστε η συμμετοχή στην τιμωρία να τον ανακηρύττει συμμέτοχο και στην κακουργία» (Ζ). Για χλευασμό, τον ενθρόνισαν κατά κάποιο τρόπο σε εξέδρα ως βασιλιά των ληστών. Έτσι με την χαιρεκακία των εχθρών του αυτός ο ίδιος ο τρόπος του θανάτου του διακηρύττει λαμπρά τον σκοπό και το αποτέλεσμα της έλευσής του στον κόσμο. Ήλθε να σώσει αυτούς που μετανοούν.
Αλλά αυτό συνυπονοεί διαχωρισμό μεταξύ μετανοημένων και αμετανόητων. Και διαχωρίζει πάνω στο σταυρό αυτόν που μετανόησε από αυτόν που παρέμεινε αμετανόητος. Κάποιοι κώδικες αναφέρουν και τα ονόματα αυτών Γιοάθαμ και Χαμμαθά ή Ιωάθας και Μαγγατράς, ή σύμφωνα με τα επικρατέστερα από απόκρυφες πηγές ονόματα Δισμάς και Γκεστάς. Του μετανοημένου ληστή η μνήμη τελείται στη μεν Δυτική εκκλησία στις 25 Μαρτίου ενώ στην Ελληνική στις 23 Μαρτίου (p).
Ματθ. 27,39 Οἱ δὲ παραπορευόμενοι(1) ἐβλασφήμουν(2) αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς(3) αὐτῶν
Ματθ. 27,39 Εκείνοι δε που περνούσαν από τον δρόμο κοντά στον σταυρόν, τον εβλασφημούσαν και εκινούσαν τα κεφάλια των
(1) «Οι Ιουδαίοι που περνούσαν κοντά από το δρόμο εκείνο» (Ζ). Η Παρασκευή λοιπόν εκείνη δεν ήταν ημέρα αργίας, αλλά εργασίας (δ). Πολλοί δεν καταδέχονταν ούτε καν να σταθούν εκεί (b) αλλά περνούσαν. Ποιοι ήταν αυτοί δεν έχουμε κάποια νύξη στα ευαγγέλια που να μας διαφωτίζει.
(2) Στην παρούσα περίπτωση οι εναντίον του εκτελεσθέντος ύβρεις ήταν βλασφημίες, διότι απευθύνονταν κατά του Μεσσία, κατά του Υιού του Θεού (F).
(3) Κίνηση που δηλώνει άρνηση του να αναγνωρίσει κάποιος κάτι (b). Ή σημάδι χαιρεκακίας = καλά έκαναν αυτοί που σε έβαλαν πάνω σε αυτόν. Δες Ψαλμ. κα 8,ρθ 25,Ιωβ ιστ 4,Ιερεμ. ιη 16 (δ).
Ματθ. 27,40 καὶ λέγοντες· ὁ καταλύων(1) τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν(2) ἡμέραις οἰκοδομῶν(3)! σῶσον σεαυτόν(4)· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ.
Ματθ. 27,40 λέγοντες• “συ λοιπόν, είσαι που θα εκρήμνιζες τον ναόν και εις τρεις ημέρας θα τον ξανάκτιζες! Σώσε τώρα τον εαυτόν σου. Εάν πράγματι είσαι υιός του Θεού, κατέβα από τον σταυρόν”.
(1) Παρατατικός της απόπειρας (L). Εσύ που θα γκρέμιζες (a).
(2) Και ήταν ήδη η πρώτη από τις ημέρες αυτές (b).
(3) Αυτή ήταν η μόνη κατηγορία την οποία μετά από τριετή δημόσια δράση, είχαν να του απευθύνουν (ο).
(4) Χρησιμοποιούν κοροϊδευτικά και το όνομα Ιησούς (=Σωτήρας), έπειτα και το όνομα υιός του Θεού και το όνομα του βασιλιά (δες σ. 42,43) (b). Ο Μεσσίας και πολύ περισσότερο ο Υιός του Θεού ήταν βεβαίως δυνατός να ελευθερώσει τον εαυτό του (F).
Ματθ. 27,41 ὁμοίως(1) δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν γραμματέων καὶ πρεσβυτέρων(2) καὶ Φαρισαίων ἔλεγον(3)·
Ματθ. 27,41 Παρομοίως δε και οι αρχιερείς τον ενέπαιζαν μαζί με τους γραμματείς και τους πρεσβυτέρους και τους Φαρισαίους και έλεγαν ειρωνικώς•
(1) «Το ομοίως λέχθηκε για τη βλασφημία. Διότι και αυτοί ομοίως τον βλασφημούσαν, έστω και αν το έκαναν με άλλα λόγια» (Ζ).
(2) Περιλαμβάνει έτσι όλα τα μέλη του συνεδρίου.
(3) Ήδη οι ηγέτες μιμούνται τον όχλο. Τι σύγχυση! Αλλά ξεπερνούν αυτοί τον όχλο σε πικρία (b). Το να κατεβαίνουν τόσο πολύ, ώστε μαζί με τον χυδαίο όχλο να βλασφημούν αυτόν, δείχνει πόσο άσβεστο ήταν το εναντίον του μίσος τους (ο)
Ματθ. 27,42 ἄλλους ἔσωσεν(1), ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ βασιλεὺς Ἰσραήλ(2) ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ πιστεύσομεν(3) ἐπ᾿ αὐτῷ(4)·
Ματθ. 27,42 “άλλους έσωσε, τον εαυτόν του όμως δεν ημπορεί να σώση. Εάν είναι πράγματι ο σταλμένος από τον Θεόν βασιλεύς του Ισραήλ, ας κατεβή από τον σταυρόν και θα πιστεύσωμεν εις αυτόν.
(1) Η φράση βρίσκεται και στους τρεις ευαγγελιστές. Παρόλ’ αυτά ο σαρκασμός αυτός μαζί με το ακόλουθο «τον εαυτό του δεν μπορεί να σώσει», αν και ειπώθηκε για εμπαιγμό, ανταποκρινόταν σε βαθύτερη και αποκεκρυμμένη από τους υβριστές αλήθεια. Οι χλευαστές αυτοί ήταν μεταξύ εκείνων για τους οποίους ο Ιησούς πέθαινε, για να τους σώσει. Και ο Ιησούς δεν μπορούσε να κατέβει από το σταυρό και να σώσει τον εαυτό του, διότι ήταν εκεί καρφωμένος όχι από τα καρφιά, αλλά από τον πόθο του τού να σώσει αυτούς.
«Το άλλους έσωσε, το είπαν, συκοφαντώντας τις θαυματουργίες του ότι τάχα έγιναν με μαγεία» (Ζ).
(2) «Αυτό το είπαν εξ’ αιτίας της επιγραφής του τίτλου. Επειδή δεν μπόρεσαν δηλαδή να την αλλάξουν, επιχειρούν να την αποδείξουν ψευδή» (Ζ). Εάν είναι βασιλιάς θεοκρατικός, Μεσσίας και Υιός του Θεού (δ). Του Ισραήλ και όχι των Ιουδαίων όπως είχε η επιγραφή και υπονοούσε αυτό την μεσσιακή βασιλεία πάνω στο λαό του Θεού (L).
(3) «Και θα κατέβαινε, αν επρόκειτο να πιστεύουν» (Ζ). Είχαν τον Μωϋσή και τους προφήτες και όμως δεν πίστεψαν σε αυτόν. Άκουσαν τα λόγια του και είδαν τα θαύματά του, και όμως δεν πίστεψαν σε αυτόν (p). Εμείς οι Χριστιανοί πιστεύουμε σε αυτόν για αυτόν ακριβώς το λόγο, διότι δεν κατέβηκε αμέσως τότε από το σταυρό, αλλά τελείως αντίθετα ολοκλήρωσε με το σταυρό το έργο του (b).
(4) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα γράφουν επ’ αυτόν, ενώ πολλά άλλα γράφουν ἐπ᾿ αὐτῷ.
Ματθ. 27,43 (1)πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν(2), ῥυσάσθω(3) νῦν αὐτόν, εἰ θέλει αὐτόν(4)· εἶπε γὰρ ὅτι Θεοῦ εἰμι υἱός(5).
Ματθ. 27,43 Έχει στηρίξει την πεποίθησίν του στον Θεόν. Ας τον σώση τώρα από τον σταυρόν, αν πράγματι τον θέλη. Διότι ο ίδιος είπε, ότι είμαι υιός Θεού”.
(1) Ο στίχος είναι χαρακτηριστικός του Ματθαίου. Το πρώτο μέρος του είναι σχεδόν παράθεση, για να δειχτεί η εκπλήρωσης της προφητείας στο Ψαλμ. κα 9 (L). «Αυτό που προείπε ο Δαβίδ που αφορούσε το δικό τους πρόσωπο, τώρα αυτοί οι ίδιοι λένε αυτό, εκπληρώνοντας αυτήν την προφητεία» (Ζ).
(2) Έχει εμπιστευθεί τον εαυτό του στο Θεό (L), «ως γιος του» (Ζ).
(3) «Το έλεγαν αυτό, όχι επειδή ο Θεός δεν μπορούσε να τον σώσει, αλλά επειδή αυτός δεν ήταν Υιός του Θεού, όπως αυτοί νόμιζαν» (Ζ).
(4) Όπως αυτός αξιώνει (δ). Εβραϊσμός = εάν τον αγαπά (F).
(5) Δες και Σοφία Σολομ. β 13.
Ματθ. 27,44 τὸ δ᾿ αὐτὸ(1) καὶ οἱ λῃσταὶ(2) οἱ συσταυρωθέντες αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν.
Ματθ. 27,44 Κατά τον ίδιον τρόπον και οι λησταί, που είχαν σταυρωθή μαζί του, τον ύβριζαν.
(1) «Αντί να πει παρομοίως. Διότι ο διάβολος όχι μόνο τους Ιουδαίους άναψε (=διέγειρε το θυμό τους), αλλά και τους Ρωμαίους στρατιώτες τους έκανε να συμπεριφέρονται σαν μανιακοί, και τους ίδιους του ληστές, παρόλο που ήταν συσταυρωμένοι, τους εξαγρίωσε εναντίον του» (Ζ).
(2) «Πώς λοιπόν ο Λουκάς λέει, ότι ο ένας μάλωνε; Και τα δύο έγιναν. Διότι στην αρχή και οι δύο χλεύαζαν, ύστερα όμως όχι πια» (Χ). «Ίσως όμως το έκαναν αυτό και για χάρη των Ιουδαίων, ώστε εξ’ αιτίας αυτού να τους κατεβάσουν από το σταυρό· ύστερα όμως μετανόησε ο ένας» (Ζ).
Η μετάνοιά του αυτή και η ομολογία του παρουσιάζονται πράγματι αξιοθαύμαστες. «Διότι αν και τον έβλεπε να σταυρώνεται, τον αποκαλούσε βασιλιά· και προσδοκώντας ότι αυτός που ατιμαζόταν και έπασχε θα έρθει με δόξα που ταιριάζει σε Θεό, άρπαξε την πίστη, αν και δεν είχε ζήσει με ενάρετη διαγωγή» (Κ). Μπορεί όμως κάποιος να πει, ότι οι Ματθαίος και Μάρκος συντομεύοντας την αφήγηση γενικεύουν και στους δύο ληστές τους ονειδισμούς (F).
Ο θάνατος του Μεσσία
Ματθ. 27,45 Ἀπὸ δὲ ἕκτης(1) ὥρας σκότος(2) ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν(3) ἕως ὥρας ἐνάτης(1).
Ματθ. 27,45 Από δε την δωδεκάτην ώραν έως τις τρεις το απόγευμα έγινε σκοτάδι σε όλη τη γη.
(1) Δηλαδή από τις 12-3 μ.μ. . Έτσι εάν η σταύρωση έγινε το μεσημέρι, το σκοτάδι παρατάθηκε καθ’ όλο το χρόνο, κατά τον οποίο ο Ιησούς ήταν πάνω στο Σταυρό (S). «Και πρόσεξε πότε γίνεται. Το μεσημέρι, για να μάθουν όλοι, όταν παντού ήταν ημέρα» (Χ). «Αφού χόρτασαν το μεθύσι της παραφροσύνης και τους χλευασμούς, μετά έγινε αυτό» (Ζ).
«Όταν είπαν όλα όσα θέλησαν, τότε δείχνει το σκοτάδι» (Χ), «έτσι ώστε, αφού σταμάτησε πλέον ο θυμός, να μπορέσουν να κερδίσουν κάτι από το θαύμα» (Ζ). «Διότι από το να κατέβει από το σταυρό, αυτό ήταν πιο θαυμαστό, το να ενεργεί δηλαδή τέτοια πράγματα ενώ είναι στο σταυρό. Διότι, είτε πίστευαν ότι τα έκανε Εκείνος αυτά, έπρεπε να πιστέψουν και να φοβηθούν· είτε πίστευαν ότι δεν τα έκανε εκείνος, αλλά ο Πατέρας, και πάλι έπρεπε να συγκινηθούν βαθιά· διότι το σκοτάδι εκείνο ήταν ενέργεια οργής για όσα είχαν αποτολμηθεί» (Χ).
(2) Έκτακτα συμβάντα και όταν ακόμη οφείλονται σε αιτίες φυσικές, σωστά μπορούν να θεωρηθούν ως σημάδια από το Θεό (p). Παρόλ’ αυτά «δεν μπορούσαν να πουν, ότι ήταν μία φυσική έκλειψη ηλίου·… διότι στην δέκατη τέταρτη ημέρα της σελήνης, που είναι πανσέληνος, είναι αδύνατον να συμβεί κατά τρόπο φυσικό έκλειψη ηλίου» (Ζ).
(3) Το «σε όλη τη γη» στο Λουκά δ 25 σημαίνει σε όλη τη χώρα της Παλαιστίνης (δ). Ίσως και εδώ να έχει την ίδια έννοια (p). Δεν αποκλείεται όμως να σημαίνεται και ολόκληρος ο πλανήτης μας, διότι ο ίδιος ο ήλιος έγινε σκοτεινός (b).
Ματθ. 27,46 περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων(1)· ἠλὶ ἠλί(2), λιμᾶ(3) σαβαχθανί(4); τοῦτ᾿ ἔστι, Θεέ μου Θεέ μου(5), ἱνατί με ἐγκατέλιπες(6);
Ματθ. 27,46 Περί την τρίτην απογευματινήν ώραν εβόησε με φωνήν μεγάλην ο Ιησούς, λέγων• “Ηλί, Ηλί, λιμά σαβαχθανί;” Δηλαδή, Θεε μου, Θεε μου, διατί με εγκατέλιπες;”
(1) Η κραυγή δεν ήταν έκφραση απελπισίας, αλλά προκλήθηκε από την αγωνία που είχε κυριεύσει τον πάσχοντα και δείχνει πόσο πραγματικό ήταν το πάθος του Κυρίου (S).
«Βασανισμένος από τις οδύνες που προξενούσαν τα καρφιά, ως άνθρωπος λέει… Γιατί με άφησες έτσι να οδυνώμαι;… Διότι όπως ακριβώς αληθινά έγινε άνθρωπος, έτσι αληθινά σταυρώθηκε και όχι φανταστικά. Διότι δεν θα φώναζε έτσι αν δεν πονούσε τόσο πολύ» (Ζ). Φώναξε προς τον πατέρα την φωνή του δικαίου, που απευθύνεται προς τον Θεό από τον προφητάνακτα Δαβίδ στο Ψαλμ. κα 1 (δ).
(2) Αραμαϊκός τύπος, εξ ολοκλήρου ορθός, που προσεγγίζει περισσότερο στο εβραϊκό (L).
(3) Στα αραμαϊκά λεμά, στα εβραϊκά λαμά.
(4) Ο κώδικας D στο Μάρκο γράφει ζαφθάνι, το οποίο μπορεί να είναι γραφή που προήλθε από προσαρμογή στο εβραϊκό, αφού ο D φαίνεται να εξομοιώνει τον όλο στίχο με την εβραϊκή ανάγνωση, ηλί ηλί λαμά ζαφθάνι (a).
(5) Σε άλλες περιπτώσεις συνήθιζε να λέει Πατέρα· τώρα λέει Θεέ μου, σαν να ήταν ήδη σε κάποιο βαθμό αποξενωμένος. Προσθέτει το «μου» με εμπιστοσύνη, υπομονή και αυταπάρνηση (b). Η αντωνυμία αυτή προσδίδει στο παράπονό του τον τόνο της εμπιστοσύνης και όχι της μομφής (L).
(6) Για μία στιγμή, πράγματι τρομερή, η αγωνία εντείνεται σε σημείο, το οποίο υπερβαίνει την κατανόησή μας, και η αγάπη του Πατέρα φάνηκε ότι απομακρύνθηκε από αυτόν (p). Σε αυτήν τη στιγμή η εγκατάλειψη έφθασε στο έπακρο, όπως μετά από λίγο και το πάθημα θα φτάσει στο τέλος του. Στο μέσο της εγκατάλειψης σιωπούσε. Τώρα παραπονιέται όχι για το πάθημά του, αλλά μόνο για την εγκατάλειψη (b).
Το ποτήρι της οργής του Θεού κατά της αμαρτίας εξαντλείται ήδη μέχρι το κατακάθι. Μέσα στη μεγάλη του ταλαιπωρία βγάζει τα συγκινητικά αυτά λόγια όχι με πνεύμα ανυπομονησίας ή μεμψιμοιρίας, αλλά διότι τόσο καταβεβλημένος σωματικά αισθανόταν τον εαυτό του εγκαταλελειμμένο και από τον επουράνιο Πατέρα του (ο)
Ματθ. 27,47 τινὲς(1) δὲ τῶν ἐκεῖ ἑστώτων ἀκούσαντες ἔλεγον ὅτι Ἠλίαν(2) φωνεῖ οὗτος.
Ματθ. 27,47 Μερικοί δε από εκείνους που εστέκοντο εκεί, όταν ήκουσαν τα λόγια του Ιησού έλεγαν, ότι αυτός επικαλείται τον Ηλία.
(1) «Ήταν και αυτοί στρατιώτες Ρωμαίοι», ή και κάποιοι άλλοι «που αγνοούσαν την εβραϊκή γλώσσα» (Ζ). Μπορούσαν να είναι και ελληνιστές Ιουδαίοι, που μιλούσαν μόνο ελληνικά (δ). Και πιθανότερα τέτοιοι πρέπει να ήταν, εφόσον οι εθνικοί Ρωμαίοι αγνοούσαν τον Ηλία. Δεν αποκλείεται και σκόπιμα να διέστρεψαν τα λόγια του για εμπαιγμό, μολονότι είχαν αντιληφθεί την αληθινή έννοιά τους (ο).
(2) Δεν υποδηλώνεται στα ευαγγέλια, εάν η φράση αυτή «τον Ηλία φωνάζει αυτός» ειπώθηκε κοροϊδευτικά ή όχι. Ο Ηλίας θεωρούνταν ως ελευθερωτής σε ώρα ταραχής και οι παριστάμενοι αυτοί ίσως να υπέθεσαν σοβαρά, ότι ο Ιησούς επικαλέστηκε τη βοήθειά του.
Ματθ. 27,48 καὶ εὐθέως δραμὼν εἷς ἐξ αὐτῶν καὶ λαβὼν σπόγγον πλήσας τε ὄξους(1) καὶ περιθεὶς καλάμῳ ἐπότιζεν(2) αὐτόν.
Ματθ. 27,48 Και αμέσως ένας από αυτούς έτρεξε, επήρε σφουγγάρι το εγέμισε με ξύδι, το προσήρμοσε εις ένα καλάμι και τον επότιζε.
(1) Μάλλον πράξη συμπάθειας που έγινε πιθανώς από κάποιον από τους στρατιώτες. Διότι το σφουγγάρι βουτήχτηκε στο σκεύος που περιείχε το όξινο κρασί, που είχαν φέρει για αναψυχή των στρατιωτών (S). Οπωσδήποτε δεν θα μπορούσαν να ακουμπήσουν το ποτό αυτό των στρατιωτών, που ονόμαζαν posca χωρίς την άδειά τους (L). Οι στρατιώτες συνήθιζαν να πίνουν ξύδι (b).
(2) Παρατατικός της απόπειρας = ζητούσε να τον ποτίσει (δ).
Ματθ. 27,49 οἱ δὲ λοιποὶ(1) ἔλεγον· ἄφες ἴδωμεν(2) εἰ ἔρχεται Ἠλίας σώσων(3) αὐτόν(4).
Ματθ. 27,49 Οι άλλοι όμως έλεγαν• “άφησε να ιδούμε, εάν θα έλθη ο Ηλίας, δια να τον σώση”.
(1) Αντίθετα με την πράξη αυτή της συμπάθειας, στην οποία ένας προέβη, οι άλλοι προσθέτουν νέα λοιδορία και νέο χλευασμό.
(2) = Ο σταυρωμένος δεν επικαλέστηκε τον Ηλία; Ας δούμε λοιπόν, αν θα έλθει (L). Με το «άφησε» δηλώνουν, ότι η βοήθεια αυτού που πρόσφερε το ξύδι δεν ήταν αναγκαία, αφού επικαλέστηκε εκείνος τον Ηλία (b).
(3) Περίπτωση σπανιότατη χρήσης μετοχής χρόνου μέλλοντα με έννοια τελική (=σκοπού). Είναι λεπτότερη έκφραση από το καθελεῖν, το οποίο χρησιμοποιεί ο Μάρκος (L).
(4) Κάποια από τα μεγαλογράμματα χειρόγραφα και κάποια λίγα από τα άλλα, προσθέτουν εδώ: ένας άλλος αφού πήρε λόγχη τρύπησε την πλευρά του και βγήκε νερό και αίμα. Η γραφή δεν φαίνεται να είναι αυθεντική, αλλά προήλθε από το Ιωάννου ιθ 34.
Ματθ. 27,50 ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ(1) ἀφῆκε(2) τὸ πνεῦμα(3).
Ματθ. 27,50 Ο δε Ιησούς αφού πάλιν έκραξε με φωνήν μεγάλην, αφήκε ο ίδιος το πνεύμα του να φύγη από το σώμα.
(1) «Τι έλεγε η φωνή, το δήλωσε ο Λουκάς, ότι, Πατέρα, στα χέρια σου θα παραδώσω το πνεύμα μου» (Ζ). Ο Ιησούς εξέπνευσε με φωνή μεγάλη, όχι όπως συνέβαινε συνήθως στους σταυρωμένους από αργή εξάντληση των φυσικών δυνάμεων (S).
(2) Ο Ματθαίος αντί για το εξέπνευσεν, το οποίο χρησιμοποιεί ο Μάρκος, προτιμά τη φράση άφησε το πνεύμα, ίσως για να τονίσει το εκούσιο (=όταν αυτός το ήθελε) του θανάτου του Χριστού (a). «Όταν δηλαδή είπε, ότι Πατέρα, στα χέρια σου θα παραδώσω το πνεύμα μου, τότε λοιπόν παραχώρησε στο θάνατο να τον πλησιάσει» (Ζ). «Διότι όχι αναγκαστικά, αλλά με τη θέλησή του άφησε το πνεύμα» (Θφ).
(3) Η ευαγγελική ιστορία αναφέρει το θάνατο του Ιησού Χριστού με λίγες λέξεις. Τα κηρύγματα και οι επιστολές των Αποστόλων εκθέτουν με πολλά λόγια τους καρπούς του θανάτου αυτού. Έτσι το ευαγγέλιο προμηθεύει το μαλλί και ο Απόστολος κατασκευάζει το ρούχο (b).
Ματθ. 27,51 Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα(1) τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο(2) ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω(3), καὶ ἡ γῆ(4) ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν(5),
Ματθ. 27,51 Και ιδού το παραπέτασμα του ναού, εσχίσθη εις δύο από επάνω έως κάτω και η γη συνεκλονίσθη από τον σεισμόν και οι πέτρες εσχίσθησαν
(1) Είναι λέξη της ελληνικής αλεξανδρινής γλώσσας, αντί για το παραπέτασμα, το οποίο οι υπόλοιποι Έλληνες από τον Ηρόδοτο χρησιμοποιούν. Με τη λέξη αυτή στον ιερό κώδικα και στα συγγράμματα του Φίλωνα και του Ιωσήπου ονομάζονται τα δύο εκείνα μεγαλοπρεπή παραπετάσματα (=κουρτίνες) στο ναό των Ιεροσολύμων, από τα οποία το ένα χώριζε την είσοδο του ναού από τον περίβολο (Εξοδ. κστ 37,λη 18,Αριθ. γ 26,Ιωσηπ. Ιουδ. Πολ. V 5,4, το οποίο από τους Ο΄(=70 μεταφραστές) και τον Φίλωνα ονομάζεται και κ ά λ υ μ μ α· Εξοδ. κζ 16,Αριθμ. γ 25, Φίλων περί του βίου Μωϋσέως ΙΙΙ παραγραφος 5 και 9), το άλλο διαχώριζε τα άγια των αγίων από τα άγια και αυτό κατεξοχήν ονομάζεται καταπέτασμα και από τους Ο΄ και από τον Φίλωνα. Μόνο το τελευταίο αυτό καταπέτασμα αναφέρεται στην Κ.Δ. (g).
Πουθενά αλλού στην Κ.Δ. δεν αναφέρεται, διότι το καταπέτασμα στο χωρίο Εβραίους θ 3 αναφέρεται στη Σκηνή και όχι στο ναό (p). Ήταν αυτό πλουσιότατο και πολύ πυκνό (F). Ήταν επίσης και τόσο χαλαρά δεμένο από πάνω ώστε σε συνδυασμό με την πυκνότητα του υφάσματος και των κλωστών που το συγκρατούσαν γινόταν αδύνατον φυσικώς να σχιστεί, οσοδήποτε βίαιος και αν ήταν ο σεισμός που έγινε (ο).
(2) Αναφέρεται ίσως σαν σύμβολο της μεταβολής και αλλαγής, την οποία επέφερε ο θάνατος του Μεσσία.
«Με το καταπέτασμα που σχίστηκε, δήλωσε ο Θεός, ότι έφυγε λοιπόν η θεία χάρη από το ναό και ότι τα ενδότερα, δηλαδή τα άγια των αγίων θα γίνουν σε όλους βατά (=προσβάσιμα) και ορατά, το οποίο και έγινε ύστερα, όταν μπήκαν οι Ρωμαίοι. Η πιο χαριτωμένη όμως ερμηνεία είναι ότι, επειδή τα εντός του καταπετάσματος ήταν τύπος του ουρανού, ενώ τα εκτός τύπος της γης, αφού σχίστηκε τώρα το καταπέτασμα, δήλωσε ότι σχίστηκε ήδη το μεσότοιχο του ουρανού και της γης… και έγινε βατός ο ουρανός στους ανθρώπους… Συνολικά πάντως αυτά που έγιναν, ήταν δείγμα θεομηνίας, που έλεγχαν την αναισθησία τω Ιουδαίων και προανήγγειλαν την καταστροφή τους» (Ζ).
(3) Ο Ιερώνυμος λέει, ότι σύμφωνα με το καθ’ Εβραίους ευαγγέλιο το υπέρθυρο του ναού σχίστηκε. Είναι πιθανόν, το σχίσιμο του καταπετάσματος να συνοδεύτηκε και από φθορές του όλου κτιρίου του ναού. Ο Ιώσηπος (Ιουδ. Πολ. VI, 5,3) αναφέρει ένα αριθμό οιωνών που προηγήθηκαν από την καταστροφή του ναού και μεταξύ αυτών και ότι κατά το Πάσχα οι βαριές πύλες του ναού, οι οποίες έκλειναν μόλις και μετά βίας από είκοσι άνδρες, άνοιξαν αυτόματα τη νύχτα. Η Γεμάρα αναφέρει ένα όμοιο συμβάν κατά το Πάσχα, γύρω στα σαράντα χρόνια πριν την πτώση της Ιερουσαλήμ. Αυτά σύμφωνα με τον Zahn και Neander φανερώνουν ανάμνηση ενός έκτακτου συμβάντος στο ναό κατά το χρόνο της σταύρωσης (p).
(4) Δηλαδή η Παλαιστίνη ολόκληρη και πιθανώς και άλλα μέρη (δ).
(5) Η φύση κατά κάποιο τρόπο φοβήθηκε από την εγκληματικότητα των ανθρώπων και εκδήλωσε με τον τρόπο της τη συμπάθειά της για το θάνατο του Χριστού (F). Οσοδήποτε και αν αναζητηθούν λόγοι φυσικοί για εξήγηση του σεισμού και του σχισίματος των πετρών, το γεγονός, ότι όλα αυτά τα από μόνα τους ασυνήθιστα συνέπεσαν κατά την ίδια στιγμή μαζί με το σχίσιμο του καταπετάσματος και το άνοιγμα των μνημείων και μαζί με το ταυτόχρονο ξεψύχισμα του Λυτρωτή, αποτελεί εκπληκτικό θαύμα (ο)
Ματθ. 27,52 καὶ τὰ μνημεῖα(1) ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων(2) ἠγέρθη,
Ματθ. 27,52 και τα μνημεία εις την περιοχήν της Ιερουσαλήμ ανοίχθησαν μόνα των και πολλά σώματα των πεθαμένων αγίων ανεστήθησαν•
(1) Τα μνημεία στους βράχους (δ).
(2) Των αγίων, οι οποίοι είχαν πεθάνει, είτε πολύ χρόνο πριν τη γέννηση του Χριστού, είτε όχι πολύ μετά τη γέννησή του. Οι παλαιοί φαίνεται να θεωρούσαν τον Ιώβ ως έναν από αυτούς, διότι στο τέλος του βιβλίου του οι Ο΄ και ο Θεοδοτίων προσθέτουν: «και έχει γραφτεί ότι πάλι θα αναστηθεί αυτός μαζί με αυτούς που ο Κύριος θα αναστήσει» (b). Το να αναγνωριστούν παρόλ’ αυτά αυτοί από πρόσωπα που ζούσαν ακόμη στα Ιεροσόλυμα συνηγορεί μάλλον, ότι πρόκειται για κεκοιμημένους όχι πριν πολύ χρόνο (ο).
Η λέξη άγιοι πουθενά αλλού στα ευαγγέλια δεν συναντιέται· στις Πράξεις όμως και στις επιστολές χρησιμοποιείται πάντοτε για τους Χριστιανούς. Φαίνεται λοιπόν, ότι σημαίνει εκείνους, οι οποίοι όπως ο Συμεών και η Άννα, ο Ζαχαρίας και η Ελισάβετ δέχτηκαν τον Ιησού ως Μεσσία (p).
Αυτούς ίσως υπονοεί και ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος όταν γράφει στην προς Μαγνησίους (κεφ. θ) επιστολή του: «Τον οποίο (Χριστό) και οι προφήτες, όντας μαθητές του με το Πνεύμα, τον περίμεναν ως δάσκαλο, και για αυτό, αυτός τον οποίο δίκαια περίμεναν, όταν ήρθε τους ανέστησε από τους νεκρούς». Αναστήθηκαν όμως «και για βεβαίωση της μελλοντικής αναστάσεως» (Ζ).
Ματθ. 27,53 (1)καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν(2) αὐτοῦ(3) εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς(4).
Ματθ. 27,53 και αφού εξήλθαν από τα μνημεία μετά την ανάστασιν του Χριστού, εισήλθαν εις την αγίαν πόλιν, την Ιερουσαλήμ και παρουσιάσθησαν εις πολλούς.
(1) Πιθανώς η περί ανάστασης των αγίων αφήγηση να ήταν στην αρχική παράδοση συνδεδεμένη με την ανάσταση του Χριστού και εδώ ανέφερε αυτήν ο ευαγγελιστής με ευκαιρία την εξιστόρηση του σεισμού και του ανοίγματος εξ’ αιτίας αυτού των μνημείων (S). Ταυτόχρονα με το θάνατο του Κυρίου το καταπέτασμα σχίστηκε, η γη σείστηκε και οι πέτρες σχίστηκαν. Και ο ιερός ευαγγελιστής συνύφανε μαζί και τα άλλα καταπληκτικά περιστατικά τα οποία σημειώθηκαν εκείνες τις ημέρες.
Ο πρώτος που αναστήθηκε από τους νεκρούς, για να μην πεθάνει πλέον ήταν ο Χριστός. Είχε όμως και συντρόφους. Μετά την ανάστασή του, σημειώθηκε και η ανάσταση των αγίων. Και αναφέρεται ότι η έξοδός τους και η είσοδός τους στην αγία πόλη έγινε μετά την ανάστασή του, διότι τα πρόσωπα εκείνα, στα οποία εμφανίστηκαν οι αναστημένοι, είδαν πότε έγινε η είσοδός τους στην αγία πόλη, όχι όμως και πότε αναστήθηκαν (b).
Άνοιξαν μεν τα μνημεία κατά την ώρα της εκπνεύσεως του Λυτρωτή, αλλά καμία ζωοποίηση νεκρών δεν έγινε τότε. Η ανάσταση των κεκοιμημένων αυτών έγινε μετά την ανάσταση του Κυρίου για να καταδειχτεί, ότι η δύναμη του τάφου καταργήθηκε από το Χριστό (ο).
(2) Πουθενά αλλού στην Κ.Δ. ή τους Ο΄ η λέξη έγερσις δεν συναντιέται με την έννοια της ανάστασης (p).
(3) Φαίνεται παράδοξο, ότι αναγγέλλεται η ανάσταση των προσώπων αυτών κατά τη στιγμή του θανάτου του Κυρίου και η εμφάνισή τους αναβάλλεται μετά την ανάσταση του Κυρίου. Για αυτό υπάρχουν και κάποιοι λίγοι κώδικες με τη γραφή «έγερσιν αυτών», ενώ η συριακή μετάφραση της Παλαιστίνης παραλείπει ολοτελώς τη φράση. Ασφαλώς όμως αυτά αποτελούν διορθώσεις που προστέθηκαν μετέπειτα (L).
(4) «Έτσι ώστε από την ανάσταση αυτών, να βεβαιωθούν και για την ανάσταση εκείνου, συλλογιζόμενοι, ότι αυτός που ανέστησε αυτούς, πολύ περισσότερο ανέστησε τον εαυτό του» (Ζ).
Ως προς το ζήτημα, τι απέγιναν αυτοί οι αναστημένοι, ο μεν Ζ. φρονεί, ότι «αφού εμφανίστηκαν, πάλι κοιμήθηκαν». Υπέρ της εφήμερης ζωοποίησής τους κηρύττεται και ο L. Ο δ. όμως φρονεί, ότι ανέβηκαν στον παράδεισο με το πρόσκαιρο εκείνο σώμα που αναμένει την κοινή ανάσταση. Η ευαγγελική αφήγηση αφήνει το πράγμα αόριστο. Πιθανότερο παρόλ’ αυτά φαίνεται, ότι αναστήθηκαν αυτοί οριστικά.
Ματθ. 27,54 Ὁ δὲ ἑκατόνταρχος(1) καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ τηροῦντες τὸν Ἰησοῦν, ἰδόντες τὸν σεισμὸν καὶ τὰ γενόμενα ἐφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες(2)· ἀληθῶς(3) Θεοῦ υἱὸς(4) ἦν οὗτος(5).
Ματθ. 27,54 Ο δε εκατόνταρχος και οι στρατιώται, που ήσαν μαζί του δια να φρουρούν τον Ιησούν, εφοβήθησαν παρά πολύ και έλεγαν• “αληθώς! αυτός ήτο υιός Θεού”!
(1) «Αυτόν ο Μάρκος τον ονόμασε κεντυρίωνα. Διότι κεντυρίων στους Ρωμαίους είναι ο εκατόνταρχος» (Ζ) «ή ταγματάρχης εκατοντάδας. Διότι κέντο στους Ρωμαίους είναι το εκατό» (Φαβωρίνος).
(2) Η ακόλουθη αναφώνηση από τον Ματθαίο αναφέρεται ότι έγινε από όλους. Είναι όμως δυνατόν να έγινε από τον εκατόνταρχο που εξέφραζε τη συγκίνηση όλων (L).
(3) Αυτό αναφέρεται αντιθετικά στους σ. 40, 43 (b). Ο εκατόνταρχος, ο οποίος ίσως θα γνώριζε καλά, ότι ο Ιησούς αξίωνε ότι ήταν γιος του Θεού, εκφράζει την πεποίθησή του, ότι τα περιστατικά του θανάτου του αποδεικνύουν το βάσιμο και πραγματικό αυτής της αξίωσής του (α).
(4) Σύμφωνα με την εθνική τους ιδέα ως Θεού Υιό, δηλαδή ημίθεο ή ήρωα τον θεώρησαν (δ). Και «ο μεν εθνικός εκατόνταρχος, από τα θαύματα πιστεύει μαζί με αυτούς που ήταν μαζί του· οι Ιουδαίοι όμως που άκουσαν ολοκάθαρα τους προφήτες και το νόμο, μένουν άπιστοι» (Θφ).
(5) «Μερικοί μάλιστα λένε ότι υπάρχει και μαρτύριο αυτού του Κεντυρίωνα, αφού ανδρώθηκε στην πίστη ύστερα από αυτά» (Χ). «Ήταν αληθής ο Κύριος όταν έλεγε «Όταν υψωθώ από τη γη, θα τους ελκύσω όλους προς τον εαυτό μου». Γιατί να, ενώ υψωνόταν στον τίμιο σταυρό, άρχισε να σαγηνεύει πολλούς στην επίγνωση της αλήθειας. Προσέλκυσε λοιπόν τον εκατόνταρχο, προσέλκυσε και κάποιους από τους Ιουδαίους, οι οποίοι «χτυπούσαν και τα στήθη τους» συγκινημένοι οπωσδήποτε βαθειά, και με τα μάτια της διάνοιάς τους έβλεπαν επάνω προς τον Κύριο» (Κ).
Ματθ. 27,55 Ἦσαν δὲ ἐκεῖ καὶ γυναῖκες πολλαὶ(1) ἀπὸ μακρόθεν(2) θεωροῦσαι, αἵτινες ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας(3) διακονοῦσαι(4) αὐτῷ·
Ματθ. 27,55 Ήσαν δε εκεί και πολλαί γυναίκες, αι οποίαι από μακρυά παρακολουθούσαν τα γεγονότα. Αυταί ηκολούθησαν τον Ιησούν από την Γαλιλαίαν και τον υπηρετούσαν.
(1) Οι τρεις που αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο και ειδικό ίσως πλησίασαν περισσότερο προς το σταυρό. Κατά την αφήγηση του Ιωάννου η μητέρα του Κυρίου, κάποιες άλλες γυναίκες και ο αγαπημένος μαθητής στέκονταν δίπλα στο σταυρό (S). «Και δες την σειρά που αντιστράφηκε· διότι οι μαθητές έφυγαν· οι μαθήτριες όμως παρέμειναν» (Ζ).
(2) Πιθανώς απαγορεύτηκε σε αυτές από τους στρατιώτες να σταθούν κοντά στο σταυρό ή επειδή εμποδίζονταν από το να προβούν σε κάποια ενέργεια και εκδήλωση συμπάθειας προς αυτόν, αποχώρησαν μαζί σε κάποιο μακρινό σημείο, από όπου θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν το μαρτύριο του Διδασκάλου, απολαμβάνοντας εκεί και πλήρη ελευθερία, ώστε να εκδηλώσουν τη θλίψη τους (ο).
(3) Και οι τρεις συνοπτικοί αναφέρουν, ότι οι γυναίκες ήταν από τη Γαλιλαία και δεν πρέπει συνεπώς να ταυτίζονται με τις «θυγατέρες Ιερουσαλήμ» του χωρίου Λουκά κγ 28 (p).
(4) «Χορηγούσαν τα αναγκαία» (Ζ). Παρείχαν τα αναγκαία προς το ζην (g).
Ματθ. 27,56 ἐν αἷς ἦν Μαρία ἡ Μαγδαληνή(1), καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Ἰωσῆ μήτηρ(2), καὶ ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου(3).
Ματθ. 27,56 Μεταξύ αυτών ήσαν η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή, και η μητέρα των υιών Ζεβεδαίου.
(1) Εισάγεται εδώ σαν πάρα πολύ γνωστό πρόσωπο, παρόλο που δεν αναφέρθηκε από το Ματθαίο μέχρι τώρα. Από τον Λουκά (η 2) και το Μάρκο (ιστ 9) μαθαίνουμε, ότι θεράπευσε αυτήν ο Ιησούς κυριευμένη από δαιμόνια. Μαγδαληνή σημαίνει πιθανώς αυτή που κατάγεται από τα Μάγδαλα. Δες Ναζαρηνός. Δεν πρέπει να ταυτίζεται με την πόρνη, για την οποία αφηγείται ο Λουκάς στο ζ 37. Η ταύτιση αυτή και σύμφωνα με τον Swete αποτελεί βαριά πλάνη της δυτικής χριστιανικής παράδοσης, που είναι βαθειά παρόλ’ αυτά ριζωμένη (p).
(2) Η συριακή μετάφραση του Σινά και μαζί με αυτήν ο Wellhausen αποδίδουν τη φράση Μαρία η θυγάτηρ του Ιακώβου και Ιωσή μήτηρ (a). Μάλλον πρόκειται για τη μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή. Είναι η ίδια με τη Μαρία του Κλωπά (Ιω. ιθ 25). Δεν ήταν όμως αδελφή της Παρθένου και ο Κλωπάς δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον Αλφαίο ούτε με τον Κλεόπα του Λουκά κδ 18 (p). Όταν ο Ματθαίος έγραψε, οι γιοι ήταν γνωστότεροι παρά η μητέρα τους. Εξαιτίας αυτού καθόρισε αυτήν από τους γιους της (b).
(3) Είναι αναμφίβολα η ίδια με τη Σαλώμη που αναφέρει ο Μάρκος.
Ο Ιησούς στον τάφο
Ματθ. 27,57 Ὀψίας(1) δὲ γενομένης ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος(2) ἀπὸ Ἀριμαθαίας(3), τοὔνομα Ἰωσήφ, ὃς καὶ αὐτὸς ἐμαθήτευσε(4) τῷ Ἰησοῦ·
Ματθ. 27,57 Αργά δε το απόγευμα ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος από την Αριμαθαίαν, ονόματι Ιωσήφ, ο οποίος και αυτός είχε μαθητεύσει κοντά στον Ιησούν.
(1) Πριν ακόμη έλθει το Σάββατο. Γύρω στις 6 μ.μ. θα άρχιζε η νέα αυτή ημέρα (S). Οψία (=δειλινή) εξυπακούεται ώρα. Επίθετο όψιος, οψία, ιον. Ο μεταμεσημβρινός χρόνος ο από τις 3-6 μ.μ. (g).
(2) Σύμφωνα με το Μάρκο και Λουκά βουλευτής, δηλαδή μέλος του συνεδρίου. Ο Ματθαίος ονομάζει αυτόν πλούσιο (L). Είχε υπ’ όψη το Ησ. νγ 9 «και θα δώσω… τους πλούσιους αντί για το θάνατό του;». Έτσι φρονούν οι a και p. Αλλά το χωρίο αυτό είναι τόσο ασαφές και σκοτεινό, ώστε γίνεται αμφίβολο να υπέβαλε στον Ματθαίο εδώ τη λέξη πλούσιος (L). Μάλλον το πλούσιος μπήκε για να δηλώσει, ότι ασκούσε μεγάλη επιρροή (F).
(3) Η ταύτιση της Αριμαθαίας με την Αρμαθαίμ ή Ραμαθά ή Ραμαθαΐμ (Α΄ Βασ. α 1,19,Α΄Μακ. ια 34,Ιωσήπου Αρχ. 13,4,9) είναι πιθανή, αλλά όχι βέβαιη. Διότι το όνομα αυτό το είχαν πολλά χωριά της Παλαιστίνης (g). Πατρίδα του Σαμουήλ η Ραμαθέμ ή Ραμά βρισκόταν στο όρος Εφραίμ (δ). Ο Ιωσήφ καταγόταν από την Αριμαθαία, αλλά ήδη ήταν εγκατεστημένος και είχε ιδιοκτησία στην Ιερουσαλήμ (S).
(4) Αμετάβατο, με τη σημασία: έγινε μαθητής του Ιησού (δ). Μπήκε αυτό για να εξηγηθεί ο ζήλος του Ιωσήφ που εκδηλώθηκε στην προκειμένη περίπτωση (F).
Ματθ. 27,58 οὗτος προσελθὼν(1) τῷ Πιλάτῳ ᾐτήσατο τὸ σῶμα(2) τοῦ Ἰησοῦ. τότε ὁ Πιλᾶτος ἐκέλευσεν(3) ἀποδοθῆναι(4) τὸ σῶμα.
Ματθ. 27,58 Αυτός προσήλθε στον Πιλάτον και εζήτησε το σώμα του Ιησού. Τότε ο Πιλάτος διέταξε να του δοθή.
(1) «Αυτός που προηγουμένως κρυβόταν, τώρα έδειξε μεγάλη τόλμη μετά το θάνατο του Χριστού. Διότι ούτε ασήμαντος ήταν, ούτε από εκείνους που μένουν απαρατήρητοι, αλλά ένας από τα μέλη του συνεδρίου και πολύ επιφανής. Από αυτό μάλιστα μπορεί να δει κανείς και την ανδρεία του. Διότι καταδίκασε σε θάνατο τον εαυτό του, όταν διακήρυξε την απέχθειά του προς όλους με τη συμπάθειά του προς τον Ιησού, και τόλμησε να ζητήσει το σώμα του, και δεν απομακρύνθηκε παρά μόνο αφού πέτυχε αυτό που ήθελε» (Χ).
(2) Και ο Ματθαίος και ο Μάρκος αποφεύγουν τη λέξη πτώμα (p).
(3) Ο Ματθαίος και ο Μάρκος εκφράζονται με τρόπο που επιτρέπει να υποθέσουμε, ότι ο Πιλάτος διέταξε οι στρατιώτες να αποκαθηλώσουν το σώμα και να το παραδώσουν στον Ιωσήφ. Ο Λουκάς όμως ξεκάθαρα αναφέρει ότι ο Ιωσήφ κατέβασε αυτό και ο Ιωάννης προσθέτει ότι ο Νικόδημος τον βοήθησε.
(4) Η πρόθεση «από» στο ρήμα μπορεί να σημαίνει και το ότι δόθηκε αντί αμοιβής (p). «Ο Ιωσήφ επειδή ήταν πλούσιος, είναι εύλογο ότι θα έδινε και χρυσάφι στον Πιλάτο» (Θφ). Μπορεί όμως να έχει τη σημασία να δοθεί επειδή ανήκε σε αυτόν ως πιστό μαθητή και οπαδό (δ), διότι τα σώματα των καταδίκων παραδίδονταν μερικές φορές για ταφή και στους φίλους (S).
Έξυπνη και η ερμηνεία: οι Ιουδαίοι είχαν αποξενωθεί από αυτόν· ο Ιωσήφ πήρε αυτό από τους εθνικούς και μαζί με τον Νικόδημο έδωσαν αυτό πάλι στους Ιουδαίους (b).
Ματθ. 27,59 καὶ λαβὼν τὸ σῶμα ὁ Ἰωσὴφ ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι καθαρᾷ(1),
Ματθ. 27,59 Και λαβών ο Ιωσήφ το σώμα το ετύλιξε εις σινδόνι καινούριο και καθαρό
(1) Το καθαρό σημαίνει, ότι όπως ο τάφος, έτσι και το σεντόνι δεν είχε προηγουμένως χρησιμοποιηθεί (p). Καθαρό σεντόνι λέει αυτό που δεν έχει ακόμη λερωθεί ή χρησίμευσε σε κάτι άλλο (δ). Οι προς τον Ιησού τιμές άρχισαν ήδη (b).
Ματθ. 27,60 καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν τῷ καινῷ(1) αὐτοῦ(2) μνημείῳ ὃ ἐλατόμησεν(3) ἐν τῇ πέτρᾳ, καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν(4) τῇ θύρᾳ τοῦ μνημείου ἀπῆλθεν.
Ματθ. 27,60 και το έθεσε στο καινούριο μνημείον του, το οποίον είχε σκαλίσει στον βράχον. Και αφού εκύλισε εμπρός εις την θύραν του μνημείου μεγάλον λίθον, ανεχώρησε.
(1) «Την αγάπη και την ανδρεία του την δείχνει όχι μόνο με το ότι παρέλαβε το σώμα του Χριστού και το έθαψε με πολυτέλεια, αλλά και με το ότι τον έθαψε στο δικό του καινούργιο μνημείο. Και αυτό δεν έγινε έτσι στην τύχη, αλλά για να μην υπάρξει ούτε η παραμικρή υποψία ότι αναστήθηκε άλλος αντί άλλου» (Χ).
(2) Ο Ιησούς Χριστός ο αρχηγός και η οδός της ζωής, μπήκε σε τάφο, που δεν σκαλίστηκε επίτηδες για αυτόν, αλλά προοριζόταν εξαρχής να δεχτεί το σώμα του Ιωσήφ.
(3) Ο τάφος είχε σκαλιστεί μέσα σε βράχο (S). Λατομέω = λας (λίθος) τέμνω (κόβω) (δ). «Το μνημείο είχε τη μορφή σπηλιάς, ήταν σκαλιστό» (Ζ).
(4) Η μεγάλη πέτρα αναμφίβολα ήταν έτοιμη για να χρησιμεύσει για το σκοπό αυτόν. Ήταν από εκείνες τις πέτρες, οι οποίες έκλειναν τις πόρτες των τάφων και κάθε άνοιξη ασβεστώνονταν (Ματθ. κγ 27), για να προλαβαίνουν κάθε τελετουργικό μολυσμό από τους διαβάτες. Οι πέτρες αυτές ήταν μερικές φορές στρογγυλές και λείες, όμοιες με μυλόπετρες, που στήνονταν στην όψη του βράχου, όπου είχε γίνει η εκσκαφή. Μπορούσαν για αυτό εύκολα να κυλιστούν προς τα μπρος ή προς τα πίσω και να ανοίξουν ή να κλείσουν το άνοιγμα του τάφου (p).
Ματθ. 27,61 Ἦν δὲ ἐκεῖ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία(1), καθήμεναι(2) ἀπέναντι τοῦ τάφου(3).
Ματθ. 27,61 Ήτο δε εκεί Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, αι οποίαι εκάθηντο απέναντι από τον τάφον.
(1) Δηλαδή η αναφερθείσα ήδη Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και Ιωσή.
(2) Κάθισε η Μαρία μαζί με τη Μαγδαληνή, για να δουν για τελευταία φορά τον Κύριο, τον οποίο είχαν αγαπήσει. Ο Ιωσήφ έφυγε. Αλλά οι δύο γυναίκες κάθισαν.
(3) «Κάθισαν απέναντι από τον τάφο, παρατηρώντας, πού τοποθετείται το σώμα και πώς τοποθετείται, έτσι ώστε, αφού φύγουν και ετοιμάσουν αρώματα να έλθουν την Κυριακή και να αρωματίσουν και να αλείψουν με μύρα αυτό. Διότι αφού δεν γνώριζαν ακόμη τίποτα το υψηλό σχετικά με την ανάσταση, περίμεναν ότι θα βρουν το σώμα θαμμένο» (Ζ). Κάθονταν απέναντι από τον τάφο απορροφημένες από τη θλίψη (L), με ήσυχη ευλάβεια, αξιοσημείωτη (p).
Η ασφάλιση του τάφου
Ματθ. 27,62 (1)Τῇ δὲ ἐπαύριον, ἥτις ἐστὶ μετὰ τὴν παρασκευήν(2), συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι(3) πρὸς Πιλᾶτον
Ματθ. 27,62 Κατά δε την επομένην ημέραν, η οποία είναι έπειτα από την Παρασκευήν, δηλαδή το Σάββατον, συνεκεντρώθησαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι και ήλθαν προς τον Πιλάτον
(1) Ο Ματθαίος εισάγει εδώ άλλο γεγονός από την προφορική παράδοση. Αποτελεί ζωηρή αντίθεση με την προηγούμενη παράγραφο. Σε εκείνην αυτοί που παρέμειναν πιστοί στον Ιησού δείχνουν στοργική αφοσίωση στο σώμα του. Εδώ έχουμε τους άσπονδούς του εχθρούς που τον καταδιώκουν και μετά θάνατον. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι ενώ και αυτοί που μέχρι τέλους παρέμειναν πιστοί στον Ιησού δεν έχουν ιδέα για την ανάσταση ούτε κατάλαβαν τα λόγια του Κυρίου στο Μάρκου θ 10, οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι κατανόησαν αυτά και θυμούνταν αυτά και ήταν ήδη αποφασισμένοι κάθε αγύρτικη και πλαστή επαλήθευση της προφητείας αυτής (p).
(2) Το τῇ ἐπαύριον θα ήταν επαρκές και θα ήταν σαφέστερο, εάν έγραφε το Σάββατο. Η ονομασία Παρασκευή είχε ήδη γίνει όνομα της ημέρας, η οποία ήταν παραμονή του Σαββάτου. Ο Ματθαίος χρησιμοποιεί χωρίς εξήγηση την ονομασία αυτή. Ο Μάρκος όμως (ιε 42) εξηγεί στους εθνικούς αναγνώστες του, τι σημαίνει αυτή (p). = η ημέρα, κατά την οποία προετοιμάζονταν στους Ιουδαίους, όσα ήταν αναγκαία για το Σάββατο ή για εορτασμό της γιορτής (g).
Ίσως επίσης, κατά την εποχή που ο Ματθαίος έγραφε, η φράση αυτή να ήταν συνηθισμένη μεταξύ των εξ’ Ιουδαίων χριστιανών (p)· και με αυτήν να δηλωνόταν η μεγάλη ημέρα της σταύρωσης του αληθινού αμνού (δ).
(3) Προβλήθηκε η ένσταση, ότι σε ημέρα Σαββάτου δεν ήταν δυνατόν να συνεδριάσει το συνέδριο επισήμως. Αλλά και ο Ματθαίος κανένα λόγο δεν κάνει για πρεσβύτερους του λαού, τους οποίους πολλές φορές είχε κατονομάσει. Πρόκειται λοιπόν εδώ για διάβημα τελείως ιδιωτικό (L).
Ματθ. 27,63 λέγοντες· κύριε, ἐμνήσθημεν ὅτι ἐκεῖνος(1) ὁ πλάνος(2) εἶπεν ἔτι ζῶν, μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι(3).
Ματθ. 27,63 λέγοντες• “κύριε, εθυμηθήκαμε ότι εκείνος ο πλάνος είπε, ενώ ακόμη εζούσε• Έπειτα από τρεις ημέρες θα αναστηθώ.
(1) Δεν θέλουν ούτε το όνομά του να ακούσουν. Χρησιμοποιούν αντωνυμία, η οποία δείχνει ότι είναι πολύ μακριά από αυτούς (p). Εκείνος, που είναι ήδη μακριά, αφού πέθανε (δ).
(2) Που πλανά το λαό (δ). Επίθετο, με το οποίο τον στιγματίζουν. «Αυτό δείχνει την ωμότητα (=σκληρότητα) εκείνων, αφού ούτε με το θάνατο δεν άφησαν την οργή» (Χ).
(3) «Αξίζει να αναζητήσουμε και αυτό, πού δηλαδή είπε ότι μετά από τρεις ημέρες θα αναστηθώ; Διότι δεν θα το βρει κανείς πουθενά να λέγεται τόσο σαφώς, εκτός από το παράδειγμα του Ιωνά» (Χ). Υπαινίσσονται πιθανώς την προφητεία του Ιησού στο Ματθ. ιβ 40, η οποία λέχθηκε παρόντων των γραμματέων και Φαρισαίων και η οποία στο μεταξύ θα είχε διεγείρει σε αυτούς το ενδιαφέρον, για να ζητήσουν πληροφορίες περισσότερο ακριβείς (L).
Ματθ. 27,64 κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι(1) τὸν τάφον ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας, μήποτε ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς κλέψωσιν αὐτὸν καὶ εἴπωσι τῷ λαῷ(2), ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν· καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη(3) πλάνη(4) χείρων τῆς πρώτης(4).
Ματθ. 27,64 Δώσε, λοιπόν, διαταγήν να φρουρηθή ο τάφος μέχρι την τρίτην ημέραν, μήπως έλθουν οι μαθηταί αυτού νύκτα, τον κλέψουν και πουν στον λαόν• Ανεστήθη εκ των νεκρών. Και τότε η τελευταία πλάνη θα είναι χειροτέρα από την πρώτην, που μερικοί τον είχαν πιστέψει ως Μεσσίαν”.
(1) Χωρίς να το συνειδητοποιούν υπηρετούν στην επιβεβαίωση της αλήθειας. Καμία ανθρώπινη ασφάλεια όμως δεν είναι ικανή να παρεμποδίσει το Θεό. Δες Πράξ. ε 23,ιστ 23-26 (b). «Παντού η πλάνη συγκρούεται με τον εαυτό της και άθελά της συνηγορεί υπέρ της αλήθειας» (Χ).
«Να ασφαλίσουν τον τάφο δηλαδή να τον σφραγίσουν και να τον φρουρήσουν. Επειδή έπρεπε να πιστευτεί ότι και πέθανε και ενταφιάστηκε και αναστήθηκε, βλέπε και τα τρία αυτά να μαρτυρούνται από τους εχθρούς. Ας εξετάσουμε δηλαδή προσεχτικά τα λόγια τους· το να πούνε μεν… «εκείνος είπε όσο ζούσε ακόμη» μαρτυρεί, ότι πέθανε· το «διάταξε να ασφαλιστεί ο τάφος» βεβαιώνει ότι ενταφιάστηκε· το «μήπως έλθουν οι μαθητές του και τον κλέψουν», πληροφορεί ότι εφόσον ασφαλιστεί ο τάφος, δεν θα κλαπεί» (Ζ).
«Αν όμως βρέθηκε ο τάφος κενός, είναι φανερό ότι αναστήθηκε σαφώς και αναντίρρητα» (Χ).
(2) Οι Φαρισαίοι υπέθεταν, ότι αυτοί δεν θα πίστευαν αυτό ποτέ. Επιθυμούν λοιπόν να λάβουν προφυλακτικά μέτρα για το λαό (b).
(3) Με έννοια συγκριτικού (L)· η νεώτερη πλάνη, η τελευταία.
(4) Με άμεση αναφορά στο εκείνος ο πλάνος (p). Η πρώτη πλάνη υπήρξε το ότι θεώρησαν αυτόν Μεσσία. Η τελευταία θα ήταν χειρότερη από την πρώτη (L). Οι Φαρισαίοι αντιλήφθηκαν, ότι έπρεπε πολιτικούς λόγους να χρησιμοποιήσουν, για να επηρεάσουν τον Πιλάτο. Όπως κατηγόρησαν τον Ιησού ότι διεκδικούσε το βασιλικό αξίωμα, αποσιωπώντας τελείως την αξίωσή του, ότι ήταν ο υιός του Θεού, έτσι και εδώ το νόημά τους είναι, ότι, εάν οι μαθητές έπειθαν το λαό ότι ο Ιησούς αναστήθηκε, θα προκαλούσαν πολύ μεγαλύτερη εξέγερση από εκείνην, η οποία σημειώθηκε κατά την θριαμβευτική είσοδο ως συνέπεια της πλάνης του λαού, ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας.
Ματθ. 27,65 ἔφη αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος(1)· ἔχετε(2) κουστωδίαν(3)· ὑπάγετε ἀσφαλίσασθε(4) ὡς οἴδατε.
Ματθ. 27,65 Είπε εις αυτούς ο Πιλάτος• “έχετε εις την διάθεσίν σας φρουρά• πηγαίνετε και ασφαλίσατε τον τάφον, όπως γνωρίζετε”.
(1) Δεν τους δέχεται ευχάριστα. Είχε δει την κακεντρέχειά τους προηγουμένως (δες σ. 17,18), και αναμφίβολα αντιλαμβάνεται αυτήν και τώρα. Με ολιγόλογη συγκατάθεση τούς διώχνει.
(2) Μάλλον προστακτική = Πάρτε κουστωδία. Και αυτό φαίνεται σαφώς, από το ότι η μόνη φρουρά την οποία οι αρχιερείς είχαν ήταν η αστυνομία του ναού, δεν μπορούσαν όμως να χρησιμοποιήσουν αυτήν χωρίς την άδεια του Ρωμαίου επιτρόπου. Προφανώς χρειάζονται κάτι, το οποίο θα γινόταν με την άδειά του (p). Δίνει τους φύλακες γρήγορα και όπως ήταν αγανακτισμένος εναντίον τους, διώχνει γρήγορα τους συκοφάντες (b).
(3) Λέξη λατινική = φύλακες, φρουρά. «Κουστωδία λέγεται στους Ρωμαίους η φύλαξη· τους στρατιώτες λοιπόν που ήταν ταγμένοι να φυλάνε, τους ονομάζει κουστωδία» (Θφ).
(4) «Δεν αφήνει τους στρατιώτες μόνους τους να σφραγίσουν· διότι επειδή είχε μάθει τα σχετικά με αυτόν (τον Ιησού), δεν ήθελε πλέον να συμπράξει με αυτούς. Αλλά για να απαλλαγεί από αυτά ανέχεται και αυτό και λέει· εσείς, όπως θέλετε σφραγίστε, για να μην μπορείτε να κατηγορείτε άλλους» (Χ).
Ματθ. 27,66 οἱ δὲ πορευθέντες ἠσφαλίσαντο(1) τὸν τάφον σφραγίσαντες(2) τὸν λίθον μετὰ τῆς κουστωδίας(3).
Ματθ. 27,66 Εκείνοι δε επήγαν και ασφάλισαν τον τάφον, έβαλαν δηλαδή σφραγίδες στον λίθον που έκλειε το μνημείον και ετοποθέτησαν φρουράν.
(1) «Και αυτά τα έκαναν ημέρα σαββάτου, παραβιάζοντας αυτό εξαιτίας της λύσσας της μανίας τους» (Ζ). Το «ασφάλισαν» εκφράζει το σύνολο της ενέργειάς τους, το «σφράγισαν» και το «της κουστωδίας» τα μέρη της (b).
(2) Η σφράγιση του λίθου φαίνεται ότι ήταν των Φαρισαίων ιδέα, και ίσως εισηγήθηκε σε αυτούς αυτήν η σφράγιση του λίθου στην πόρτα του σπηλαίου των λεόντων, στο οποίο ρίχτηκε ο Δανιήλ (Δαν. στ 17). Στην Π.Δ. οι λέξεις σφραγίδα και σφραγίζω συχνά χρησιμοποιούνται και με κυριολεκτική και με μεταφορική έννοια. Στην Κ.Δ. κυρίως χρησιμοποιούνται μεταφορικά (p). Μία ταινία (λωρίδα) από ύφασμα εκτεινόταν σε όλο το άνοιγμα του τάφου, πάνω από την πέτρα, που χρησίμευε ως πέτρα και οι δύο άκρες της, που εφάρμοζαν στα χείλη του τάφου που βρίσκονταν στην κάθε μία πλευρά, σφραγίζονταν (F).
(3) Εξαρτάται από το ασφάλισαν και όχι από το σφράγισαν. «Όχι μόνο σφράγισαν την πέτρα της πόρτας, τοποθετώντας σε αυτήν σφραγίδες, αλλά και αφού επέλεξαν στρατιώτες, αυτούς που ήθελαν, τούς έβαλαν να κάθονται φύλακες σε αυτήν» (Ζ).
ΤΑ ΠΑΘΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα
Β. Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΙΕ 1 - 47
(Υπόμνημα στο κατά Μάρκον, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 291-312 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Θφ =ΘεοφυλακτοςΒουλγαρίας
Β = Βασίλειος ο Μέγας β = Βίκτωρ Αντιοχείας
Γν = Γρηγόριος Νύσσης Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας Σγ = Σεβηριανός Γαβάλων
Ζ = Ζιγαβηνός εις τον Μάρκον Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζμ = Ζιγαβηνός εις τον Ματθαιον Ω = Ωριγένης
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
The New-Century Bible St. Mark by S.D.F. Salmond, Edinburgh 1922 (σημειώνεται με το σ).
The International Critical Commentary, Ezra P. Gould, A critical and exegetical Commentary on the Gospel according to S. Mark, Edinburgh 1921 (σημειώνεται με το γ).
J.A. Bengel Gnomon of the N.T. Testament translated by I. Bryce. Τόμ. Α (σημειώνεται με το b).
C.L. W. Grimm Lexicon Graeco-Latinum in libros N. Lipsiae 1903. (σημειώνεται με το g).
Ν. Δαμαλά Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
Ο Ιησούς μπροστά στον Πιλάτο
Μαρκ. 15,1 Καὶ εὐθέως ἐπὶ τὸ πρωΐ(1) συμβούλιον(2) ποιήσαντες(3) οἱ ἀρχιερεῖς μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ γραμματέων καὶ ὅλον τὸ συνέδριον(4), δήσαντες(5) τὸν Ἰησοῦν ἀπήνεγκαν(6) καὶ παρέδωκαν τῷ Πιλάτῳ(7).
Μαρκ. 15,1 Και αμέσως το πρωΐ έκαμαν την επίσημον νομικήν συνεδρίασιν οι αρχιερείς με τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς και όλους τους συνέδρους και αφού κατεδίκασαν τον Ιησούν, τον έδεσαν, τον έφεραν και τον παρέδωσαν στον Πιλάτο.
(1) = Πάνω στο πρωί, ακριβώς κατά το πρωί (δ). Αρκετοί μεγαλογράμματοι κώδικες παραλείπουν το «επί το».
(2) Νέα συνεδρίαση του συνεδρίου, που αποσκοπούσε να προσδώσει μεν κανονικότητα και να επικυρώσει αυτά που έγιναν κατά την ανεπίσημη συνεδρία της νύχτας (σ), κατεξοχήν όμως να διασκεφθεί για το πώς έπρεπε να ενεργήσουν στον Πιλάτο. Για το δεύτερο λοιπόν αυτό θέμα επρόκειτο κυρίως να συσκεφθεί το συνέδριο (γ).
(3) Υπάρχει και η γραφή: ετοιμάσαντες. Το ετοιμάζειν= το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε η συνδιάσκεψη. Ετοίμασαν σχέδιο ενεργείας για τον Πιλάτο (γ).
(4) Όλα τα μέλη του συνεδρίου ήταν παρόντα στο συνέδριο (δ). Πρωί συγκεντρώθηκαν όλοι. Η ακούραστη δραστηριότητα των κακών στην ενέργεια του πονηρού αποτελεί ντροπή για τη ραθυμία και δυσκινησία μας στο αγαθό. Αυτοί που πολεμούν το Χριστό ξυπνάνε πρωί. Έως πότε εμείς θα κοιμόμαστε και θα νυστάζουμε;
(5) Το αποτέλεσμα της σύσκεψης (δ). Έδεσαν αυτόν, όταν τον συνέλαβαν στη Γεθσημανή. Και ή έλυσαν αυτόν όταν προσήχθη ενώπιον του συνεδρίου ή έδεσαν αυτόν τώρα σφιχτότερα με τα χέρια πίσω όπως συνηθιζόταν να δένονται οι κατηγορούμενοι, των οποίων διαπιστώθηκε η ενοχή. Ήταν ήδη δεμένος με τα δεσμά της αγάπης του προς τον άνθρωπο, διαφορετικά θα μπορούσε να διασπάσει τα δεσμά, όπως άλλοτε ο Σαμψών. Είμαστε εμείς οι δέσμιοι με τις σιδερένιες αλυσίδες της ενοχής και του πλήθους των αμαρτιών μας. Και ο Θεός επέβαλλε στον τράχηλο του Κυρίου μας το ζυγό των παραβάσεών μας, ώστε εμείς να λυθούμε, όπως θεραπευτήκαμε με την πληγή του.
(6) Η εορτή είχε αρχίσει. Ο κίνδυνος του να ματαιωθούν τα πάντα όταν οι οπαδοί του Ιησού μαζεύονταν στο μεταξύ σε οπωσδήποτε υπολογίσιμο αριθμό, ήταν μεγάλος. Δεν υπήρχε λοιπόν καιρός για χάσιμο και έπρεπε να επισπευτούν τα πάντα, για να αποφευχθεί κάθε δυσάρεστο για τους Ιουδαίους άρχοντες. Έφεραν λοιπόν χωρίς αναβολή δεμένο τον Ιησού μπροστά στον Πιλάτο. Εφ’ όσον όμως τα ρωμαϊκά δικαστήρια δεν άνοιγαν πριν την ανατολή του ηλίου και δεν δίκαζαν πριν τις 6 π.μ., ο Ιησούς οδηγήθηκε μπροστά στον Πιλάτο πιθανώς μεταξύ της 5-6 π.μ. (σ).
(7) «Έφεραν σον Πιλάτο τον Ιησού… ως αντάρτη και επειδή έλεγε για τον εαυτό του ότι είναι βασιλιάς των Ιουδαίων» (β). «Παρέδωσαν οι Ιουδαίοι στους Ρωμαίους τον Κύριο· παραδόθηκαν και αυτοί από τον Κύριο στα χέρια των Ρωμαίων· και εκπληρώνονται οι Γραφές που λένε· Αλίμονο στον παράνομο, διότι θα συμβούν πονηρά σε αυτόν, σύμφωνα με τα έργα των χεριών του· και πάλι· με όποιον τρόπο ενήργησες, έτσι θα είναι σε σένα η ανταπόδοσή σου» (Θφ).
Παραδίνοντας τον βασιλιά της βασιλείας των ουρανών αυτοβούλως στα έθνη, ήταν σαν να απαρνούνταν τη βασιλεία αυτή, η οποία έτσι με τη συγκατάθεσή τους αφαιρούνταν από αυτούς και δινόταν σε έθνος που θα έκανε τους καρπούς της. Παρέδιδαν με τη δική τους βούληση το Χριστό, ο οποίος ήταν το στέμμα του Ισραήλ, στους Ρωμαίους οι οποίοι ήταν ο ζυγός του Ισραήλ.
Μαρκ. 15,2 καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ Πιλᾶτος· σὺ(1) εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· σὺ λέγεις(2).
Μαρκ. 15,2 Και τον ρώτησε ο Πιλάτος• “συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων;” Αποκριθείς δε ο Ιησούς του είπεν• “συ λέγεις, ότι είμαι βασιλεύς των Ιουδαίων”.
(1) Με έμφαση μπαίνει μπροστά η αντωνυμία και πιθανώς με περιφρόνηση. Ο Πιλάτος γελοιοποιεί την κατηγορία (γ). Υπήρξε συχνά σκληρός κλήρος της αγίας θρησκείας του Χριστού να κινεί την υποψία των πολιτικών εξουσιών, σαν να ήταν επιβλαβής στους βασιλιάδες και τα κράτη τους, ενώ συντελεί ισχυρά στην ευτυχία και ασφάλεια και των δύο.
(2) «Όταν ρώτησε ο Πιλάτος, Εσύ είσαι βασιλιάς των Ιουδαίων; ο Κύριος δίνει αμφίβολη απάντηση. Διότι το, Εσύ το λες, μπορεί να εννοηθεί ότι: Αληθινά το είπες· εσύ είπες αυτό ακριβώς που είμαι. Μπορεί όμως να εννοηθεί και έτσι, ότι: Εγώ δεν το λέω αυτό, εσύ όμως το λες» (Θφ).
Οπωσδήποτε ο Ιησούς δεν αρνείται την κατηγορία. Συμβιβαζόταν με την πνευματική αντίληψή του για το Μεσσιανικό και βασιλικό αξίωμα ούτε να αρνηθεί ούτε να επιβεβαιώσει ότι ήταν ο βασιλιάς των Ιουδαίων. Δεν ήταν βασιλιάς των Ιουδαίων με την έννοια, με την οποία ο Πιλάτος αντιλαμβανόταν το αξίωμα του βασιλιά. Ήταν όμως βασιλιάς με άλλη τελείως διαφορετική έννοια (σ).
Είναι αξιοσημείωτο, ότι όπως μπροστά στο συνέδριο, έτσι και εδώ είναι η μόνη ερώτηση, στην οποία απαντά ο Ιησούς. Είναι η μόνη ερώτηση, για την οποία η προσωπική του μαρτυρία είναι απολύτως αναγκαία και παρουσιάζεται εξόχως σοβαρή (γ), «έτσι ώστε ούτε με τη σιωπή να επιβεβαιώσει τη συκοφαντία τους, ούτε με την άρνηση να προκαλέσει την εντύπωση της δειλίας» (β).
Είμαι βασιλιάς, αλλά όχι τέτοιος, όπως εσύ υποπτεύεσαι ότι είμαι, είπε ο Κύριος στον Πιλάτο. Είναι ο βασιλιάς που κυβερνά και προστατεύει τον κατά πνεύμα Ισραήλ, τους εν τω κρυπτώ Ιουδαίους, που έχουν περιτομή αχειροποίητη· ο βασιλιάς, ο οποίος θα τιμωρήσει τον κατά σάρκα Ισραήλ, που εμμένει στην απιστία. Έτσι ο Κύριος ομολόγησε την καλή ομολογία ενώπιον του Πιλάτου και δεν ντράπηκε ούτε φοβήθηκε να διακηρύξει, ότι είναι βασιλιάς, τη στιγμή που ο μεν Πιλάτος γελοιοποιούσε αυτήν του την αξίωση, οι δε Ιουδαίοι ζητούσαν για αυτήν το θάνατό του.
Μαρκ. 15,3 καὶ κατηγόρουν αὐτοῦ οἱ ἀρχιερεῖς πολλά(1), αὐτὸς δὲ οὐδὲν ἀπεκρίνατο(2).
Μαρκ. 15,3 Και οι αρχιερείς επέμειναν να κατηγορούν αυτόν δια πολλά εγκλήματα, άξια θανάτου. Αυτός όμως δεν έδιδε καμίαν απόκρισιν.
(1) Τις πολλές κατηγορίες φέρνουν τώρα οι αρχιερείς, διότι στο μεταξύ ο Πιλάτος είχε πειστεί για το ασύστατο της πρώτης κατηγορίας (γ). Όπως ο Λουκάς (κγ 4) και ο Ιωάννης (ιη 38) λένε, ο Πιλάτος αφού βγήκε είπε, ότι καμία κατηγορία δεν βρίσκω κατά του ανθρώπου (σ). Οι νέες αυτές πρόσθετες κατηγορίες υπήρξαν, ότι ξεσηκώνει το λαό και ότι αποτρέπει αυτόν από την πληρωμή των φόρων. Το ότι όμως ο Πιλάτος παρά τη σιωπή του Ιησού λίγη προσοχή δίνει σε αυτές, αποδεικνύει, ότι είχε αντιληφθεί πλήρως την πραγματικότητα (γ).
Οι άριστοι των ανθρώπων συχνά κατηγορήθηκαν με τις χειρότερες κατηγορίες. Εδώ τέτοιες συνυφαίνουν οι αρχιερείς. Κακοί και διεφθαρμένοι κληρικοί είναι κατά γενικό κανόνα οι χειρότεροι των ανθρώπων. Όσο κάτι είναι καλύτερο τόσο χειρότερο γίνεται, όταν διαφθαρεί. Λαϊκοί διώκτες υπήρξαν γενικώς περισσότερο ευδιάλλακτοι από τους κληρικούς διώκτες.
(2) «Υπέμενε γενναία τις κατηγορίες» (Θφ). Ήταν απορροφημένος από τη σκέψη να εκτελέσει το θέλημα του Πατέρα του, στον οποίο προσέφερε τον εαυτό του θυσία και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της δικαιοσύνης του. Αδιαφορούσε για αυτό για τις διατυπούμενες από τους ανθρώπους κατηγορίες. Η ώρα του είχε φτάσει και έλεγε προς τον Πατέρα του· «Όχι τι θέλω εγώ, αλλά τι θες εσύ».
Μαρκ. 15,4 ὁ δὲ Πιλᾶτος πάλιν ἐπηρώτα αὐτὸν λέγων· οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; ἴδε πόσα(1) σου καταμαρτυροῦσιν.
Μαρκ. 15,4 Ο δε Πιλάτος πάλιν τον ηρώτησε λέγων• “δεν αποκρίνεσαι τίποτε; Κύτταξε, πόσα αυτοί καταθέτουν εναντίον σου”!
(1) Προς στιγμήν η από την πρώτη έρευνα σχηματισμένη από τον Πιλάτο πεποίθηση για την αθωότητα του Ιησού κλονίστηκε κάπως από τις νέες κατηγορίες και για αυτό απευθύνει νέες ερωτήσεις προς τον Ιησού, αλλά δεν λαμβάνει καμία απόκριση από αυτόν (σ). Άκουσε τι κατηγορούσαν εναντίον του. Αλλά η ημέρα εκείνη ήταν ημέρα υπομονής, κατά την οποία «σαν πρόβατο σε σφαγή οδηγήθηκε και σαν αμνός δεν ανοίγει το στόμα του».
Μαρκ. 15,5 ὁ δὲ Ἰησοῦς οὐκέτι(1) οὐδὲν ἀπεκρίθη(2), ὥστε θαυμάζειν(3) τὸν Πιλᾶτον.
Μαρκ. 15,5 Ο δε Ιησούς δεν απεκρίθη πλέον τίποτε, ώστε ο Πιλάτος να θαυμάζη.
(1) Δηλαδή μετά το πρώτο ερώτημα δεν μιλούσε πλέον…
(2) Του Ιησού η σιωπή οφείλεται και στο γεγονός ότι ο όλος βίος του ήταν επαρκής απάντηση για το ασύστατο των κατηγοριών (γ).
(3) Ο Πιλάτος θαυμάζει την ήρεμη και αξιοπρεπή σιωπή του Ιησού απέναντι στο λυσσασμένο κύμα των κατηγοριών και στον κίνδυνο που κρεμιόταν πάνω από την ίδια τη ζωή του (σ).
«Θαύμασε ο Πιλάτος, πώς αυτός που… ως αθώος μπορούσε απολογούμενος να ελευθερωθεί, δεν απολογείται, αλλά θεληματικά υπομένει το να πάθει, παραβλέποντας με μεγαλοφυή τρόπο τους κατηγόρους» (β). Θαυμαστός ο Κύριος όχι μόνο όταν μιλούσε, αλλά και όταν σιωπούσε. Τη σιωπή του, στην οποία ο Πιλάτος διέκρινε αδιαφορία του Ιησού όχι τόσο στο δικαστήριό του, όσο για τη δική του ζωή, έβρισκε ασυνήθιστη και μοναδική, χωρίς προηγούμενο στις τόσες περιπτώσεις κατηγορουμένων, τις οποίες αυτός είχε γνωρίσει. Για αυτό δεν εξοργίζεται για αυτήν, αλλά θαυμάζει, και θαυμάζει πολύ, όπως σημειώνει άλλος ευαγγελιστής.
«Ο Ιησούς λοιπόν πάντα ψευδομαρτυρείται και δεν υπάρχει περίσταση που να μην κατηγορείται για κακία που υπάρχει στους ανθρώπους. Και αυτός μεν και τώρα σιωπά σε αυτά και δεν απαντά μεν με λόγια, απολογείται όμως με τη ζωή των γνησίων του μαθητών, η οποία ζωή τους φωνάζει τα βασικά ζητήματα και είναι ανώτερη από κάθε ψευδομαρτυρία, και με αυτόν τον τρόπο ο Κύριος ελέγχει και ανατρέπει τις ψευδομαρτυρίες» (Ω).
Μαρκ. 15,6 Κατὰ δὲ ἑορτὴν ἀπέλυεν αὐτοῖς ἕνα δέσμιον, ὅνπερ ᾐτοῦντο(1).
Μαρκ. 15,6 Κάθε δε εορτήν του πάσχα ο ηγεμών εσυνήθιζε να απολύη προς χάριν αυτών ένα φυλακισμένον, εκείνον που θα εζητούσαν.
(1) Το έθιμο αυτό ήταν σύμφωνο με ό,τι γνωρίζουμε για την πολιτική των Ρωμαίων. Μέρος της ρωμαϊκής διοίκησης των επαρχιών, οι οποίες είχαν κατακτηθεί, ήταν και η πολιτική της συνδιαλλαγής (με τα έθιμα των κατακτωμένων λαών). Δεν υπάρχει όμως κάποια αναφορά αλλού για το έθιμο αυτό (γ).
Μαρκ. 15,7 ἦν δὲ ὁ λεγόμενος Βαραββᾶς μετὰ τῶν συστασιαστῶν δεδεμένος(1), οἵτινες ἐν τῇ στάσει(2) φόνον πεποιήκεισαν(3).
Μαρκ. 15,7 Υπήρχε δε εις την φυλακήν κάποιος λεγόμενος Βαραββάς, δεμένος μαζή με τους στασιαστάς, οι οποίοι εις την γνωστήν ανταρσίαν είχαν διαπράξει φόνον.
(1) Στον στίχο αυτό σύντομα αλλά εκφραστικά εκτίθεται η ιστορία του Βαραββά. Ήταν ακριβώς ό,τι κατηγορούσαν τον Ιησού· άνθρωπος, ο οποίος είχε ξεσηκώσει στάση εναντίον της ρωμαϊκής εξουσίας. Ήταν πολιτικός εγκληματίας και επειδή εξεγέρθηκε κατά της ρωμαϊκής εξουσίας θεωρούνταν ίσως ως πατριώτης, υπέρ του οποίου εύκολα μπορούσε να κινηθεί η συμπάθεια του λαού. Το γεγονός ότι οι Ιουδαίοι ζητούσαν την απόλυση του Βαραββά, αποδείκνυε περίτρανα, ότι οι για στάση και άρνηση της πληρωμής των φόρων κατηγορίες εναντίον του Ιησού ήταν ανειλικρινείς και δόλιες (γ).
(2) Την γνωστή τότε, για την οποία όμως τίποτα δεν γνωρίζουμε (δ).
(3) Ο Βαραββάς «ήταν στη φυλακή για φόνο και στάση. Και τον άγιο και δίκαιο αρνήθηκαν, και ζήτησαν να τους χαριστεί άνδρας φονιάς, για να γίνουν συμμέτοχοι της μοίρας εκείνου» (β).
Μαρκ. 15,8 καὶ ἀναβοήσας ὁ ὄχλος ἤρξατο αἰτεῖσθαι(1) καθὼς ἀεὶ ἐποίει αὐτοῖς.
Μαρκ. 15,8 Και εκραύγασε δυνατά ο όχλος και ήρχισαν να ζητούν από τον Πιλάτον να απολύση ένα δέσμιον, όπως πάντοτε εσυνήθιζε να κάμνη εις αυτούς.
(1) «Πριν την ερώτηση» του Πιλάτου «άρχισε ο όχλος να ζητά να γίνει» (Ζμ) αυτό που πάντοτε έκανε σε αυτούς. «Οπότε παίρνοντας αφορμή ο Πιλάτος επιχείρησε και ρώτησε» (Ζμ).
Μαρκ. 15,9 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἀπεκρίθη αὐτοῖς λέγων· θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων(1);
Μαρκ. 15,9 Ο δε Πιλάτος απήντησε και τους είπε• “Θέλετε να απολύσω προς χάριν σας τον βασιλέα των Ιουδαίων;”
(1) Ή ο Πιλάτος είχε πληροφορηθεί από τους αρχιερείς ότι αυτός ο ίδιος ο λαός απέδωσε στον Ιησού κατά την πρόσφατη είσοδό του στην Ιερουσαλήμ τον τίτλο του βασιλιά των Ιουδαίων και χρησιμοποιεί τον τίτλο αυτόν με σκοπό να προσελκύσει τη συμπάθεια του λαού (γ).
Ή, πιο σωστά, ονομάζει τον Ιησού βασιλιά των Ιουδαίων για ερεθισμό και κοροϊδία των αρχιερέων και των υπόλοιπων (δ), με κάποιο οίκτο για τον κατηγορούμενο και περιφρόνηση για την κατηγορία κι αυτούς που την εξύφαναν. Ο Πιλάτος ήταν πεπεισμένος για την αθωότητα του Ιησού. Παρόλ’ αυτά δεν είχε το θάρρος να τον απολύσει, χρησιμοποιώντας την εξουσία του, όπως όφειλε να πράξει, και ήθελε να απολυθεί ο Ιησούς με εκλογή και προτίμηση του λαού. Έτσι ήλπιζε να ικανοποιήσει και τη συνείδησή του και το λαό. Τέτοια τεχνάσματα, στα οποία επιζητείται συμβιβασμός της συνείδησης με τον κόσμο, είναι συνηθισμένα μόνο σε εκείνους, οι οποίοι ζητούν να αρέσουν στους ανθρώπους μάλλον παρά στο Θεό. Και οδηγούν πάντοτε σε ελαστικότητες, με τις οποίες προδίδεται το καθήκον.
Μαρκ. 15,10 ἐγίνωσκε γὰρ(1) ὅτι διὰ φθόνον(2) παραδεδώκεισαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς.
Μαρκ. 15,10 Και επρότεινε τούτο, διότι εγνώριζεν, ότι ένεκα φθόνου τον είχαν παραδώσει οι αρχιερείς.
(1) Αιτιολογεί την εκδηλούμενη από τον Πιλάτο προτίμηση υπέρ του Ιησού.
(2) Ήξερε ότι η δημοτικότητα του Ιησού στο λαό είχε διεγείρει το φθόνο των αρχόντων εναντίον του (γ). Η πραγματικότητα λοιπόν ήταν ότι ο Ιησούς ήταν αθώος. Για την αθωότητα λοιπόν αυτήν «επιχειρεί (ο Πιλάτος) να γλυτώσει από την καταδίκη τον Ιησού» (Θφ). Έξυπνη και η παρατήρηση: Ήλπιζε ο Πιλάτος, ότι θα μπορούσε να κεντρίσει και πάλι την δημοτικότητα που πριν απολάμβανε ο Ιησούς και να χρησιμοποιήσει αυτήν για απόλυσή του (γ).
Μαρκ. 15,11 οἱ δὲ ἀρχιερεῖς ἀνέσεισαν(1) τὸν ὄχλον ἵνα μᾶλλον τὸν Βαραββᾶν ἀπολύσῃ αὐτοῖς(2).
Μαρκ. 15,11 Οι δε αρχιερείς εξεσήκωσαν και έπεισαν τον όχλον να ζητήση όπως απολύση, κατά προτίμησίν των, τον Βαραββάν.
(1) «Δηλαδή ανακίνησαν» (Ζμ). Αναστάτωσαν, έφεραν άνω κάτω, για να τον πείσουν (δ). Δεν μπορούμε παρά να προσβλέψουμε με αγανάκτηση κατά των πονηρών αυτών αρχιερέων. Σύμφωνα με το νόμο για αμφισβητήσεις που δημιουργούνταν σε περιπτώσεις θανατικής ποινής ο λαός έπρεπε να καθοδηγείται από τους ιερείς (Δευτερον. ιζ 8).
Την μεγάλη αυτή εξουσία, την οποία εμπιστεύτηκε ο Θεός στα χέρια τους, καταχρώνταν ασυνείδητα και οι αρχηγοί του λαού αποπλανούσαν τώρα αυτόν. Επιπλέον δεν μπορούμε παρά να προσβλέψουμε με οίκτο προς τον παραπλανώμενο λαό. Ο Κύριος σπλαχνίστηκε αυτούς, διότι ήταν σαν πρόβατα που δεν έχουν ποιμένα (Μάρκ. στ 34). Και τώρα τυφλοί άρχοντες τυφλό λαό οδηγώντας συμπαρέσυραν με τους εαυτούς τους και αυτόν στο λάκκο.
(2) Είναι η πρώτη φορά κατά την οποία ο λαός στρέφεται εναντίον του Ιησού. Αυτό οφείλεται στο ότι οι αρχιερείς και οι άρχοντές του αφού ομόφωνα στράφηκαν εναντίον του Ιησού, επόμενο ήταν να επηρεάσουν την κοινή γνώμη. Θα εκμεταλλεύτηκαν επίσης κατάλληλα για αποπλάνηση του λαού και το ότι ο γενόμενος δεκτός ως Μεσσίας κατά τη θριαμβευτική του είσοδο στην Ιερουσαλήμ δεν είχε εκδηλώσει στο μεταξύ κάποια δράση για ανατροπή της ρωμαϊκής κυριαρχίας και ενώ προς στιγμήν είχε ξεσηκώσει τις παχυλές ελπίδες του λαού σε ύψιστο βαθμό, τίποτα δεν είχε πράξει για ικανοποίησή τους με την παλινόρθωση του επίγειου θρόνου του Δαβίδ (γ).
Μαρκ. 15,12 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἀποκριθεὶς πάλιν εἶπεν αὐτοῖς(1)· τί οὖν θέλετε ποιήσω ὃν λέγετε(2) τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων;
Μαρκ. 15,12 Ο δε Πιλάτος απεκρίθη πάλιν και τους είπε• “τι λοιπόν θέλετε να κάμω αυτόν, που τον ονομάζετε βασιλέα των Ιουδαίων;
(1) «Τους δίνει από παντού αφορμές ώστε να ελευθερώσουν ως αθώο τον Κύριο, και για αυτό καθυστερεί και αναβάλλει» (Θφ).
(2) Χρησιμοποιεί εδώ ο Πιλάτος το γεγονός, ότι αυτός ο ίδιος ο λαός είχε αποδώσει στον Ιησού τον τίτλο ο βασιλιάς των Ιουδαίων. Και ήλπιζε ότι μπορούσε να πετύχει από το λαό, αν όχι αίτηση για απόλυση του Ιησού, τουλάχιστον όμως την εκδήλωση κάποιας αδιαφορίας, που θα επέτρεπε σε αυτόν τη ματαίωση της θανατικής εκτέλεσης του Ιησού (γ).
Μαρκ. 15,13 οἱ δὲ πάλιν(1) ἔκραξαν· σταύρωσον αὐτόν.
Μαρκ. 15,13 Εκείνοι δε πάλιν έκραξαν• “σταύρωσέ τον”.
(1) Το πάλι αναφέρεται στην προηγούμενη κραυγή (στίχ. 11) της απόλυσης του Βαραββά (δ).
Μαρκ. 15,14 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἔλεγεν αὐτοῖς· τί γὰρ ἐποίησε κακόν(1); οἱ δὲ περισσοτέρως(2) ἔκραξαν· σταύρωσον αὐτόν.
Μαρκ. 15,14 Ο δε Πιλάτος έλεγε εις αυτούς• “διατί θέλετε τον θάνατόν του;” Τι κακόν έκαμε; Αυτοί όμως εφώναζαν δυνατότερα• “σταύρωσέ τον”.
(1) Ο Πιλάτος ήλπιζε ακόμη ότι με το ερώτημα αυτό, που δεν επιδεχόταν βάσιμη και αιτιολογημένη απάντηση, θα μπορούσε να προκαλέσει σύγχυση στο λαό και να σταματήσει τις κραυγές του (γ). Είναι προς μεγάλη τιμή του Κυρίου μας, ότι, παρόλο που σταυρώθηκε ως κακοποιός, παρόλ’ αυτά ούτε ο δικαστής του, ο Πιλάτος, ούτε οι διώκτες του μπόρεσαν να βρουν, ότι έκανε κάτι κακό.
Είχε πράξει κάτι κακό ενώπιον του Θεού; Όχι. Για αυτόν είπε ο Πατέρας, να το παιδί μου στον οποίο ευαρεστήθηκα, ο αγαπημένος μου στον οποίο ευδόκησε η ψυχή μου (Ματθ. ιβ 18). Είχε πράξει κάτι κακό απέναντι στην πολιτική εξουσία; Όχι· αυτός δίδαξε και τους άλλους να αποδίδουν στον Καίσαρα τα του Καίσαρα. Είχε πράξει κάτι εναντίον της δημόσιας ησυχίας και ειρήνης; Όχι. Για αυτόν είχε λεχθεί: «δεν θα φιλονικήσει, ούτε θα κραυγάσει, ούτε θα ακούσει κάποιος στις πλατείες τη φωνή του» (Ματθ. ιβ 19). Είχε πράξει κάτι κακό σε επί μέρους πρόσωπα; Όχι· γι αυτόν ειπώθηκε ότι περιόδευσε ευεργετώντας.
(2) Προηγουμένως χρησιμοποίησε απλώς το «έκραξαν». Τώρα η κραυγή έγινε εντονότερη και επιμονότερη. Η απόπειρα του Πιλάτου να κατασιγάσει αυτήν έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα (γ). Δες, ποια μεταβολή έγινε στις σκέψεις και τα αισθήματα του λαού εντός ολίγων ημερών. Όταν έμπαινε θριαμβευτικά στην Ιερουσαλήμ πριν από πέντε μόλις ημέρες ήταν τόσο γενικές οι επιφωνήσεις και επικροτήσεις του λαού, ώστε θα νόμιζε κάποιος ότι ο Ιησούς στην πόλη εκείνη δεν είχε κανένα εχθρό.
Αλλά τώρα, όταν οδηγήθηκε θριαμβευτικά ενώπιον του Πιλάτου, τόσο γενικές υπήρξαν οι εκδηλώσεις της δυσμένειας και εχθρότητας, ώστε θα νόμιζε κανείς, ότι ο Ιησούς δεν είχε εκεί κανέναν φίλο. Τέτοιες ανατροπές υπάρχουν στον άστατο αυτόν κόσμο, ώστε η προς τον ουρανό πορεία μας να διεξάγεται, όπως και η του Κυρίου, με δόξα και ατιμία, με ευφημία και δυσφημία (Β΄ Κορ. στ 8), ώστε ούτε να ξιπαζόμαστε από τις τιμές, ούτε να αποθαρρυνόμαστε από τις περιφρονήσεις.
Μαρκ. 15,15 ὁ δὲ Πιλᾶτος βουλόμενος τῷ ὄχλῳ τὸ ἱκανὸν ποιῆσαι(1), ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν(2), καὶ παρέδωκε τὸν Ἰησοῦν φραγελλώσας(3) ἵνα σταυρωθῇ(4).
Μαρκ. 15,15 Ο δε Πιλάτος επειδή ήθελε να ικανοποιήση τον όχλον, απελευθέρωσε τον Βαραββάν και τον Ιησούν, αφού πρώτον διέταξε να τον μαστιγώσουν με το φραγγέλιον, τον παρέδωσε, δια να σταυρωθή.
(1) Λατινικός τρόπος έκφρασης (populo satis-facere) από αυτούς που συναντιούνται όχι σπάνια στο Μάρκο (δ).= «Δηλαδή το αρεστό, το αποδεκτό από τον όχλο» (Θφ). Θέλοντας να ικανοποιήσει το πλήθος και να ευχαριστήσει αυτό (γ).
(2) Απολύθηκε, την ώρα που ήταν βέβαιο, λόγω των εγκλημάτων του, ότι θα σταυρωνόταν. Αντί για αυτόν όμως σταυρώθηκε ο Χριστός. Και έτσι και με την περίπτωση του Βαραββά υποδηλώθηκε, ότι ο Χριστός πέθαινε, για να πάρουν απόλυση και χάρη οι αμαρτωλοί και μάλιστα οι πρώτοι και χειρότεροι των αμαρτωλών.
(3) «Τελικά υποχωρώντας στο θέλημα εκείνων και φραγγέλωσε τον Κύριο, δηλαδή τον μαστίγωσε με πλεγμένες λωρίδες… και τους τον παρέδωσε για να σταυρωθεί» (Θφ). Η λέξη αποτελεί άλλο λατινισμό που συναντιέται στην Κ.Δ. μόνο εδώ και στο παράλληλο χωρίο του Ματθαίου. Η φραγγέλωση αυτή των Ρωμαίων ήταν τόσο σκληρή, ώστε συχνά το θύμα πέθαινε κατά τη διάρκειά της. Προηγούνταν συνήθως της σταύρωσης (Ιωσήπ. Ιουδ. Πολ. ΙΙ 14.9,V 11.1) (σ).
Πάντως συντελούσε στο να μετριάζει το παρατεταμένο μαρτύριο του σταυρικού θανάτου επισπεύδοντας αυτόν με την εξάντληση την οποία προκαλούσε πριν ακόμη συντελεστεί η σταύρωση (γ). Έτσι εκπληρώθηκαν και οι προφητείες: «στην πλάτη μου σφυροκοπούσαν οι αμαρτωλοί» (Ψαλμ. ρκη 3). «Την πλάτη μου έδωσα σε μαστίγωση» (Ησ. ν 6). «Με την πληγή αυτού εμείς θεραπευτήκαμε» Ησ. ν 5).
(4) «Για να σταυρωθεί», διότι ο σταυρικός θάνατος είναι θάνατος αιματηρός «και χωρίς χύσιμο αίματος δεν γίνεται άφεση» (Εβρ. θ 22). Για αυτό και στην Π.Δ. προσφέρονταν αιματηρές θυσίες ζώων «και σύμφωνα με το νόμο σχεδόν τα πάντα καθαρίζονται με το αίμα». Τώρα ο Χριστός εκπληρώνοντας όλες τις προτυπώσεις αυτές έχυσε το αίμα. «Για να σταυρωθεί», διότι ο σταυρικός θάνατος είναι θάνατος οδυνηρός και ο Χριστός έπρεπε να αντιμετωπίσει το θάνατο με το μεγαλύτερο τρόμο και πόνο του, για να τον κατανικήσει. Δοκιμάζοντας αγόγγυστα και καρτερικά τους πόνους του έγινε πραγματικό θύμα, αλλά ταυτόχρονα και ηρωϊκός θύτης.
«Για να σταυρωθεί», διότι ο σταυρικός θάνατος ήταν επαίσχυντος και ατιμωτικός θάνατος. Είχε όμως υβριστεί και ατιμαστεί ο Θεός με την αμαρτία του ανθρώπου. Και είναι εις τιμήν του Κυρίου μας το ότι για να ικανοποιήσει το Θεό εξ’ ονόματος της ανθρώπινης φύσης που τον εξύβρισε, όχι μόνο άδειασε τον εαυτό του με το να ξεντυθεί τις τιμές που οφείλονταν στη θεία του φύση, αλλά και υποβλήθηκε στον ατιμωτικότερο των θανάτων. «Για να σταυρωθεί», διότι «καταραμένος είναι καθένας που κρέμεται στο ξύλο» (Δευτερ. κα 23). Και επειδή εμείς βρισκόμασταν κάτω από κατάρα, «ο Χριστός μας εξαγόρασε από την κατάρα του νόμου με το να γίνει για χάρη μας κατάρα» (Γαλ. γ 13).
Ο Ιησούς χλευάζεται από τους στρατιώτες
Μαρκ. 15,16 Οἱ δὲ στρατιῶται(1) ἀπήγαγον αὐτὸν ἔσω τῆς αὐλῆς(2), ὅ ἐστι πραιτώριον(3), καὶ συγκαλοῦσιν ὅλην τὴν σπεῖραν(4)·
Μαρκ. 15,16 Οι δε στρατιώται, έσυραν τον Ιησούν στο εσωτερικόν της αυλής του κτηρίου, όπου έμενε ο πραίτωρ, και εμάζεψαν εκεί όλην την φρουράν.
(1) «Το στρατιωτικό γένος, που πάντα χαίρεται με τις αταξίες και τις ύβρεις, παρουσίαζε τα δικά του. Διότι αν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι άκουσαν μύριες διδασκαλίες έτσι του συμπεριφέρονταν, αυτοί που πολλά και πολλές φορές ευεργετήθηκαν, τι θα μπορούσαμε να πούμε για τους εθνικούς;» (Θφ).
(2) Η φραγγέλωση λοιπόν έγινε έξω, μπροστά στο ανάκτορο (σ). Τώρα εισήγαγαν αυτόν στην εσωτερική αυλή, γύρω από την οποία ορθώνονταν τα δωμάτια του οικοδομήματος, το οποίο ονομάζεται εδώ πραιτώριο.
(3) Η λέξη στα Ευαγγέλια και τις Πράξεις σημαίνει την επίσημη κατοικία του Ρωμαίου επιτρόπου (Δες Πράξ. κγ 35). Διχάζονται οι γνώμες για το ποιο οικοδόμημα υπονοείται εδώ. Ήταν το ανάκτορο του Ηρώδη του μεγάλου, το οποίο ο Ρωμαίος επίτροπος Φλώρος χρησιμοποίησε ως πραιτώριο (Ιωσήπ. Ιουδ. Πολ. ΙΙ 14,8); Αμφισβητείται αυτό, αφού προβάλλεται το γεγονός, ότι βρισκόταν ήδη στα Ιεροσόλυμα και ο Ηρώδης ο Αντίπας. Πού έμενε αυτός; Για αυτό εισηγήθηκαν και τη γνώμη ότι το πραιτώριο σε αυτήν την περίπτωση συνδεόταν (επικοινωνούσε) με το φρούριο της Αντωνίας (σ).
Αξιοθρήνητη ανοχή του Πιλάτου. Ήταν πεπεισμένος για την αθωότητα του Ιησού και ζήτησε με το από τον Ματθαίο αναφερόμενο πλύσιμο των χεριών να απαλλαγεί από την ενοχή για τον άδικο θάνατό του, και όμως ανέχτηκε εντός της κατοικίας του να λάβει χώρα ο εξευτελισμός του Ιησού, τον οποίο, εφόσον οι στρατιώτες εξαρτιόντουσαν άμεσα από αυτόν, στην εξουσία του ήταν να προλάβει. Οι διαχειριζόμενοι εξουσία δεν είναι μόνο υπεύθυνοι για όσα αυτοί ενεργούν ή αποφασίζουν, αλλά και για τις παρεκτροπές των άλλων, τις οποίες δεν προλαβαίνουν.
(4) Η λέξη μπορεί να σημαίνει λόχο, ο οποίος ήταν το ένα τρίτο της κοόρτιδος (cohors) και αποτελούνταν ονομαστικά από 200 άνδρες. Εφόσον όμως η σπείρα φέρεται (Ιω. ιη 12,Πράξ. κα 31) να έχει επικεφαλής χιλίαρχο, γίνεται υπόθεση ότι η λέξη σπείρα χρησιμοποιείται στην Κ.Δ. αντί για τη λέξη κοόρτις (σ). «Λέει τη σπείρα αντί να πει όλο το τάγμα» (Θφ).
Μαρκ. 15,17 καὶ ἐνδύουσιν(1) αὐτὸν πορφύραν(2) καὶ περιτιθέασιν αὐτῷ πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον(3),
Μαρκ. 15,17 Και δια να τον εμπαίξουν ως ψευδή βασιλέα, του φόρεσαν κάποιον κόκκινον μανδύαν, τάχα ως βασιλικήν πορφύραν, έπλεξαν ένα στεφάνι από αγκάθια και το έβαλαν γύρω στο κεφάλι του, ως στέμμα τάχα βασιλικόν.
(1) Όπως φαίνεται και από το στίχο 20 («τον έντυσαν με τα δικά του ρούχα») τον έγδυσαν για να τον ντύσουν με την πορφύρα. Η ντροπή της γυμνότητας ήλθε στους πρωτοπλάστους ταυτόχρονα με την παράβασή τους (Γεν. γ 7). Για αυτό και ο Χριστός, όταν ήλθε να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη για την αμαρτία γυμνώθηκε και υποβλήθηκε στην ντροπή της γύμνωσης, για να ετοιμάσει σε μας «ιμάτια λευκά, για να ντυθούμε και να μην φανερωθεί η ντροπή της γύμνωσής μας» (Αποκ. γ 18).
(2) «Και αν είναι οι αμαρτίες σας κατακόκκινες, θα τις λευκάνω σαν το μαλλί των προβάτων» (Ησ. α 18). Ο Χριστός χαίρεται ενδυόμενος την πορφύρα και πλένοντας τα ρούχα του σε κρασί (Γεν. μθ 10), διότι αυτά σήμαιναν, ότι πήρε πάνω του τις αμαρτίες μας, για να πλύνει τα ρούχα μας και γίνουν αυτά λευκά με το Αίμα του Αρνίου. Χλαμύδα κόκκινη, γράφει ο Ματθαίος. Πράγματι αυτή ήταν χλαμύδα, ρούχο που χρησιμοποιούνταν από τους Ρωμαίους στρατιώτες, ενώ η λέξη πορφύρα παριστά το πνεύμα της πράξης= έντυσαν τον Ιησού με ένδυμα που έμοιαζε με βασιλικό ένδυμα (γ), «τον εμπαίζουν ως βασιλιά» (Θφ).
(3) Για εμπαικτική απομίμηση του δάφνινου στεφανιού, συμβόλου νίκης, που φόραγαν κατά καιρούς οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες ως δείγμα στρατιωτικής διάκρισης ή σε περιστάσεις πανηγυρικές (σ). Τα αγκάθια ήλθαν μαζί με την αμαρτία των πρωτοπλάστων και ήταν μέρος της κατάρας την οποία επέφερε η αμαρτία (Γεν. γ 18). Και ο Χριστός λοιπόν γενόμενος για μας κατάρα και πεθαίνοντας, για να απομακρύνει την κατάρα από εμάς, αισθάνθηκε τα κεντήματα και τους πόνους των αγκαθιών εκείνων. Αλλά τα αγκάθια αυτά μπήκαν στο κεφάλι σαν στέμμα βασιλικό.
Πράγματι· η βασιλεία του δεν είναι από τον κόσμο αυτόν, ούτε η δόξα του είναι δόξα κοσμική, αλλά συντροφεύεται εδώ με θλίψεις και πόνους, ενώ η δόξα της πρόκειται στο μέλλον να αποκαλυφθεί. Εάν και εμείς έχουμε σκόλοπα στη σάρκα και δοκιμάζουμε τον πόνο των αγκαθιών των θλίψεων, ας ενισχυόμαστε από το ότι ο βασιλιάς και μέγας αρχιερέας μας, ο οποίος υπήρξε κρίνο ανάμεσα σε αγκάθια, συμπαθεί τις ασθένειες και τους πόνους μας, διότι γνώρισε και αυτός με την πείρα του, τι είναι τα αγκάθια αυτά στην ανθρώπινη σάρκα.
Μαρκ. 15,18 καὶ ἤρξαντο ἀσπάζεσθαι(1) αὐτόν. χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(2)·
Μαρκ. 15,18 Και ήρχισαν να τον χαιρετούν ειρωνικά και να του λέγουν• “χαίρε, ο βασιλεύς των Ιουδαίων”.
(1) «Τώρα έχει τη σημασία του χαιρετίζω» (Θφ). Άρχισαν να χαιρετίζουν αυτόν και να προσκυνούν εμπαικτικά ως βασιλιά (δ).
(2) Πολύ γρήγορα αυτός, τον οποίο οι στρατιώτες της Ρώμης εμπαικτικά προσφωνούν βασιλιά, θα αναδειχτεί λαμπρότερος και ισχυρότερος από τον Καίσαρά τους και θα κατακτήσει τον κόσμο για πάντα εκτείνοντας το πνευματικό του κράτος ευρύτερα από όσο η κοσμοκράτειρα τότε Ρώμη. Είναι φοβερό για αυτούς να εμπαίζουν εκείνον στον οποίο αργά ή γρήγορα και οι επί κεφαλής τους θα αναγκαστούν να αποδώσουν τιμές, τις οποίες κανείς ποτέ Καίσαρας δεν απόλαυσε.
Μαρκ. 15,19 καὶ ἔτυπτον αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν καλάμῳ(1) καὶ ἐνέπτυον(2) αὐτῷ, καὶ τιθέντες τὰ γόνατα(3) προσεκύνουν αὐτῷ(4).
Μαρκ. 15,19 Και εκτυπούσαν την κεφαλήν του με καλάμι και τον έφτυναν και αφού έπεφταν εις τα γόνατα τον προσκυνούσαν εμπαικτικώς.
(1) Πιθανότατα χτυπούσαν πάνω στο αγκάθινο στεφάνι, για να μπήγεται αυτό βαθύτερα και να πληγώνει περισσότερο το κεφάλι του· έτσι ώστε ο πόνος του να γίνεται μεγαλύτερος και τα από τις πληγές ρέοντα αίματα να ξεπηδούν αφθονότερα, για να παίζουν αυτοί, και από τον πόνο του να δοκιμάζουν μεγαλύτερη τέρψη.
(2) Οι υπήκοοι όταν ορκίζονταν πίστη προς τον βασιλιά τους, τον ασπάζονταν. Αυτό διακωμωδώντας και εκείνοι αντί για φίλημα, τον έφτυναν.
(3) Γονάτιζαν μπροστά του αποδίδοντας εμπαικτικά σεβασμό προς αυτόν ως βασιλιά και όχι λατρεύοντας εμπαικτικά ως Θεό (γ). Και εκείνοι, όσοι προσκυνούν τώρα το Χριστό, αλλά την ίδια ώρα δουλεύουν στον κόσμο και τη σάρκα, στην πραγματικότητα τον ίδιο εμπαιγμό κάνουν σε αυτόν. Αυτοί που λυγίζουν μόνο το γόνατο, αλλά όχι και την καρδιά στον Ιησού, ώστε να πλησιάζουν αυτόν όχι με τα χείλη μόνο, εξομοιώνονται με τους στρατιώτες της Ρώμης με τη διαφορά, ότι εκείνοι αγνοούσαν τελείως το Χριστό, ενώ αυτοί τον γνώρισαν και τον προσκύνησαν ως Θεό τους.
(4) «Σαν ακριβώς από κάποιο σύνθημα σε όλους τότε χόρεψε ο διάβολος. Διότι οι στρατιώτες έκαναν τέρψη τις προς αυτόν ύβρεις… κάνοντάς τα όλα από δική τους δυστροπία. Και οι ύβρεις ήταν διάφορες και ποικίλες» (β).
Μαρκ. 15,20 καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν πορφύραν(1) καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια τὰ ἴδια, καὶ ἐξάγουσιν(2) αὐτὸν ἵνα σταυρώσωσιν αὐτόν.
Μαρκ. 15,20 Και αφού τον ενέπαιξαν του έβγαλαν τον κόκκινον μανδύαν, τον έντυσαν με τα ιδικά του ρούχα και τον έβγαλαν έξω από την πόλιν, δια να τον σταυρώσουν.
(1) Καμία αναφορά δεν γίνεται για το αγκάθινο στεφάνι και θεωρήθηκε για αυτό από πολλούς ως πιθανό, ότι σταυρώθηκε φορώντας αυτό στο κεφάλι. Διότι όπως είναι Ιερέας πάνω στον ουράνιο θρόνο του, έτσι υπήρξε και βασιλιάς πάνω στο σταυρό του.
(2) Τον έβγαλαν έξω από τον αμπελώνα και τον σκότωσαν. Τον έβγαλαν έξω από την πόλη, λες και αυτός, ο οποίος ήταν η δόξα τους και τον οποίο ανέμεναν ως λύτρωση στο λαό στην Ιερουσαλήμ, δεν ήταν άξιος να ζει μεταξύ τους και μόλυνε αυτήν με την παραμονή του σε αυτήν.
Μαρκ. 15,21 Καὶ ἀγγαρεύουσιν(1) παράγοντά τινα(2) Σίμωνα Κυρηναῖον(3), ἐρχόμενον ἀπ᾿ ἀγροῦ, τὸν πατέρα Ἀλεξάνδρου καὶ Ῥούφου(4), ἵνα ἄρῃ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ(5).
Μαρκ. 15,21 Και ηγγάρευσαν, δια να φέρη τον σταυρόν αυτού, κάποιον που έτυχε να περνά, Σίμωνα τον Κυρηναίον, που ήρχετο από το χωράφι του, τον πατέρα του Αλεξάνδρου και του Ρούφου.
(1) Ίσως διότι δεν μπορούσε να βαδίσει ο Ιησούς τόσο γρήγορα, όσο βάδιζαν αυτοί, ίσως και διότι τον έβλεπαν εξαντλημένο και φοβήθηκαν μήπως πεθάνει στο δρόμο και δεν προφθάσουν να τον σταυρώσουν, όπως ήθελαν, αγγαρεύουν το Σίμωνα.
(2) Περνούσε επιστρέφοντας από τον αγρό του και δεν φανταζόταν ποτέ, ότι θα φόρτωναν στους ώμους του σταυρό. Τελείως αιφνίδια και ανέλπιστα υποχρεώθηκε σε αυτό. Μη παραξενευόμαστε λοιπόν, εάν έρχονται σε εμάς σταυροί θλίψεων, αιφνίδια και μέσα σε καθαρό ουρανό.
(3) Μαθαίνουμε από τον Ιώσηπο (Κατά Αππίωνος ΙΙ,4 Αρχαιολ. ΧΙV 7.2) ότι στη βόρεια Αφρική στην Κυρήνη, είχαν εγκατασταθεί αρκετοί Ιουδαίοι επί Πτολεμαίου Α΄. Στην Κ.Δ. αναφέρονται και αλλού Ιουδαίοι από την Κυρήνη (Πράξ. β 10,στ 9,ιγ 1) (σ).
(4) Μόνο ο Μάρκος καθορίζει το Σίμωνα ως τον πατέρα Αλεξάνδρου και Ρούφου. Συμπεραίνουμε από αυτό ότι τα δύο αυτά πρόσωπα ήταν κάπως διακεκριμένα μεταξύ των Χριστιανών, τουλάχιστον στα μέρη εκείνα, για τους χριστιανούς των οποίων γράφτηκε το ευαγγέλιο του Μάρκου (σ). «Τον πατέρα, είπε, Αλεξάνδρου και Ρούφου επειδή ζούσαν ακόμη και ήταν γνωστοί. Διότι λένε ότι και αυτοί ακολούθησαν τους Αποστόλους αφού πίστεψαν στο Χριστό» (Ζ).
Θα ήταν παρόλ’ αυτά άκρως παρακινδυνευμένο να ταυτίσουμε τον Ρούφο αυτόν με αυτόν του Ρωμ. ιστ 13, και ακόμη πιο παράτολμο από την εκεί φράση του Παύλου «την μητέρα αυτού και εμού» να συμπεράνουμε, ότι ήταν και αδελφός του Παύλου (γ). Αλέξανδροι αναφέρονται και άλλοι στην Κ.Δ. Δες Πράξ. ιθ 33,Α΄ Τιμ. α 20,Β΄ Τιμ. δ 14. Είναι τελείως απίθανο όμως να έχουν αυτοί σχέση με τον εδώ αναφερόμενο.
(5) «Ο Ιωάννης είπε ότι βγήκε βαστάζοντας το σταυρό του. Διότι στην αρχή μεν φόρτωσαν σε αυτόν το σταυρό ως κατάδικο και βγήκε βαστάζοντάς τον. Έπειτα συναντώντας το Σίμωνα, αυτόν αγγάρευσαν για να σηκώσει αυτόν» (Ζμ). Βάρος σοβαρό και ανεπιθύμητο να βαστάξει ο Σίμων το σταυρό και να μεταφέρει αυτόν. Αλλά για κάποια λεπτά βάσταξε το φορτίο αυτό και έλαβε την τιμή να αναφέρεται το όνομά του από τα ευαγγέλια, ενώ αλλιώς ήταν αφανής και θα παρέμενε άγνωστος. Τώρα όμως οπουδήποτε κηρυχθεί το ευαγγέλιο, αναφέρεται η πράξη του αυτή για αιώνιο μνημόσυνό του.
Η σταύρωση του Σωτήρα
Μαρκ. 15,22 Καὶ φέρουσιν(1) αὐτὸν ἐπὶ Γολγοθᾶ τόπον, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον κρανίου τόπος(2).
Μαρκ. 15,22 Και τον έφεραν εις τόπον, που λέγεται Γολγοθάς, όνομα που μεταφραζόμενον σημαίνει “τόπος κρανίου”.
(1) Είναι αξιοσημείωτο ότι ο ευαγγελιστής λέει φέρνουν και όχι απλώς οδηγούν (b). Υποδηλώνει αυτό την εξάντληση του Ιησού.
(2) Η εβραϊκή λέξη σημαίνει κρανίο. Και ο Λουκάς με περισσότερη ακρίβεια γράφει «επί τον τόπον τον καλούμενον Κρανίον» (Λουκ. κγ 33).
Μαρκ. 15,23 καὶ ἐδίδουν αὐτῷ πιεῖν ἐσμυρνισμένον οἶνον(1)· ὁ δὲ οὐκ ἔλαβε.
Μαρκ. 15,23 Και του έδιναν να πίη κρασί ανακατεμένον με σμύρναν. Αυτός όμως δε το επήρε.
(1) Κρασί αναμιγμένο με σμύρνα. Οι αρχαίοι συνήθιζαν να αναμιγνύουν το κρασί με σμύρνα, για να κάνουν τη γεύση του με πιο ωραία μυρωδιά και πιο ευχάριστη (g). Η συνηθισμένη εκδοχή φαίνεται να είναι ότι η σμύρνα χρησιμοποιούνταν ως ναρκωτικό φάρμακο (γ) και ότι η προσφορά του εσμυρνισμένου κρασιού στον σταυρωμένο γινόταν σύμφωνα με φιλάνθρωπη συνήθεια, για να ναρκώσουν αυτόν και να κάνουν έτσι την αγωνία του ανεκτότερη (σ).
Παρόλ’ αυτά το κρασί χρησιμοποιούνταν προφανώς ως διεγερτικό ποτό και η σμύρνα προσθέτει στην ιδιότητά του αυτή τονώνοντας και θερμαίνοντας το σύστημα (γ). Αλλά αν ληφθεί σε αρκετή κάπως ποσότητα προκαλεί ζάλη, απώλεια συνείδησης και άμβλυνση των αισθήσεων. Αυτά όμως αποφεύγοντας ο θείος Λυτρωτής, για να προσφέρει με πλήρη συνείδηση και αίσθηση την ύψιστη θυσία υπέρ του κόσμου «δεν πήρε» το κρασί.
Μαρκ. 15,24 καὶ σταυρώσαντες αὐτὸν διαμερίζονται τὰ ἱμάτια αὐτοῦ βάλλοντες κλῆρον(1) ἐπ᾿ αὐτὰ τίς τί ἄρῃ(2).
Μαρκ. 15,24 Και αφού τον εσταύρωσαν, εμοίρασαν μεταξύ των τα ενδύματά του ρίχνοντες κλήρον, τι θα πάρη ο καθένας από αυτά.
(1) Ίσως οι στρατιώτες είχαν μαζί τους κύβους για να παίζουν κατά την ώρα της ανάπαυλας. Και οι μεν συνοπτικοί ευαγγελιστές «απλά και αόριστα έγραψαν ότι διαμοίρασαν και ότι έβαλαν κλήρο. Ο Ιωάννης όμως γράφοντας σαφέστερα για αυτό λέει… (ότι) έβαλαν κλήρο για τον χιτώνα τον άρραφο» (Ζμ).
(2) Ποιος να πάρει τι από τα ρούχα (b). Σκοπός του κλήρου ήταν να αποφύγουν την διαμάχη για το ποιος θα πάρει καθένα από τα ρούχα (δ). Ίσως είχαν ακούσει για εκείνους, οι οποίοι είχαν θεραπευτεί με την επαφή των ρούχων του Κυρίου και νόμισαν, ότι αυτά είχαν κάποια μαγική δύναμη· ή έλπιζαν να κερδίσουν χρήματα πουλώντας αυτά στους οπαδούς του ως αναμνηστικά ιερά· ή υποχρεωμένοι να αναμείνουν εκεί μέχρι το θάνατό του έπαιζαν με τους κύβους διασκεδάζοντας την ανία της αναμονής. Οπωσδήποτε εκπληρωνόταν ο λόγος του Θεού με αυτό.
Στον περίφημο εκείνο ψαλμό, τις πρώτες λέξεις του οποίου είπε ο Κύριος πάνω στο Σταυρό, λέγεται ακόμη: «Μοίρασαν τα ρούχα μου μεταξύ τους και για το κυριότερο ρούχο μου έβαλαν κλήρο» (Ψαλμ. κα 19). Αυτό δεν επαληθεύτηκε ποτέ στον Δαβίδ και αναφέρεται κατευθείαν προς το Χριστό. Αλλά ο Χριστός ξεντύθηκε και τα ιμάτια της θείας δόξας του, για να μοιράσει αυτά σε εμάς.
Μαρκ. 15,25 ἦν δὲ ὥρα Τρίτη(1) καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν.
Μαρκ. 15,25 Ήτο δε η ώρα τρεις από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή εννέα το πρωϊ τότε, που τον εσταύρωσαν.
(1) Μόνος ο Μάρκος καθορίζει την ώρα της σταύρωσης, ως τρίτη δηλαδή 9 π.μ. Πολλές εξηγήσεις προτάθηκαν για συμβιβασμό της ώρας αυτής του Μάρκου με αυτήν που καθορίζει ο Ιωάννης.
«Τι μπορούμε λοιπόν να πούμε; Ότι το «ήταν ώρα τρίτη» δεν πηγαίνει στο «και τον σταύρωσαν», αλλά ανεβαίνει στην αρχή των παθών του Σωτήρα. Ήταν λοιπόν, λέει, ώρα τρίτη, όταν δηλαδή άρχισε να πάσχει από τους στρατιώτες του Πιλάτου… Επομένως η μεν αναφορά της τρίτης ώρας στον Μάρκο φανερώνει την αρχή των δεσποτικών παθημάτων· ενώ η αναφορά της έκτης στον Ιωάννη δείχνει το τέλος τους, το οποίο είναι η σταύρωση» (Ζ).
Αρκετά σοβαρή εκδοχή, όταν μάλιστα συνδυαστεί με το γεγονός, σύμφωνα με το οποίο η τότε μέτρηση των ωρών, πιθανώς με ηλιακά ρολόγια και κλεψύδρες, δεν ήταν ακριβής, και μπορούσαν στην παράδοση και διάφορες ώρες της σταύρωσης να καταγραφούν (δ). Άλλη εκδοχή προβλήθηκε, ότι οι δύο συγγραφείς εδώ ακολουθούν διαφορετικούς τρόπους υπολογισμού και αρίθμησης του χρόνου. Έτσι ο Ιωάννης είχε υπ’ όψη αρίθμηση των ωρών παρόμοια με τη δική μας και συνεπώς λέγοντας, ότι ο Πιλάτος έβγαλε έξω τον Ιησού γύρω στην έκτη ώρα (Ιω. ιθ 14) εννοούσε την και σε εμάς έκτη πρωινή.
Η εκδοχή αυτή κλονίστηκε κάπως από πρόσφατες έρευνες και ιδιαίτερα από τον Ramsay. Και άλλοι δέχτηκαν σύμφωνα με τον Ιερώνυμο, ότι η ώρα σημειωνόταν στα χειρόγραφα με γράμμα του αλφαβήτου, το οποίο κατά την αντιγραφή αλλοιώθηκε (ο).
Μαρκ. 15 ,26 καὶ ἦν ἡ ἐπιγραφὴ τῆς αἰτίας αὐτοῦ(1) ἐπιγεγραμμένη(2)· ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(3).
Μαρκ. 15,26 Και ήτο γραμμένη η επιγραφή της αιτίας του σταυρικού του θανάτου στο επάνω μέρος του σταυρού• “ο βασιλεύς των Ιουδαίων”.
(1) «Την κατηγορία, για την οποία σταυρώθηκε» (Θφ)· την κατηγορία, για την οποία κρίθηκε άξιος αυτής της ποινής· το έγκλημα, για το οποίο κατηγορείται κάποιος (g).
(2) Η πρόθεση επί δεν αναφέρεται στην τοποθέτηση της επιγραφής πάνω από το κεφάλι, αλλά στο γράψιμο αυτής πάνω (=επί) στην πινακίδα (γ).
(3) «Έγραψαν τίτλο… ο βασιλιάς των Ιουδαίων, για να κηλιδώσουν και με αυτό τη δόξα του ότι είναι τάχα αντάρτης και ανακήρυξε τον εαυτό του βασιλιά» (Θφ).
Αλλά η επιγραφή ήταν μάλλον τιμητική για αυτόν. Διότι κανένα πραγματικό έγκλημα δεν υποδηλώνει αυτή. Δεν αναγράφεται στην επιγραφή ούτε καν ότι διεκδικούσε ψευδώς τον τίτλο του βασιλιά, αλλά απλώς και μόνο ότι ήταν βασιλιάς, και ανέμεναν οι Ιουδαίοι βασιλιά. Έτσι λοιπόν οι ίδιοι οι εχθροί του ανέχτηκαν επιγραφή που διακήρυττε, ότι ο σταυρωμένος κανένα έγκλημα δεν είχε διαπράξει. Διακηρυσσόταν ακόμη με αυτήν η ένδοξη και αιώνια αλήθεια, ότι ήταν ο βασιλιάς, τον οποίο οι Ιουδαίοι ανέμεναν και στον οποίο έπρεπε να υποταχτούν.
Ο Ιησούς ήταν ο αληθινός Μεσσίας και Σωτήρας του κόσμου. Όπως ο Βαλαάμ άλλοτε ενώ στάλθηκε να καταραστεί τον Ισραήλ ευλόγησε αυτόν πλήρως και μάλιστα τρεις φορές (Αριθμ. κδ 10), έτσι και ο Πιλάτος αντί να κατηγορήσει τον Ιησού ως εγκληματία, ανακήρυξε αυτόν βασιλιά και μάλιστα τρεις φορές, διότι σε τρεις γλώσσες ήταν η επιγραφή. Έτσι ο Θεός κατευθύνει τους ανθρώπους παρά τη θέλησή τους σε υπηρεσία και εκτέλεση των βουλών του.
Μαρκ. 15,27 Καὶ σὺν αὐτῷ σταυροῦσι δύο λῃστάς, ἕνα ἐκ δεξιῶν καὶ ἕνα ἐξ εὐωνύμων αὐτοῦ(1).
Μαρκ. 15,27 Και μαζί με αυτόν εσταύρωσαν δύο ληστάς, ένα από τα δεξιά του και ένα από τα αριστερά του.
(1) «Και μαζί με ληστές σταυρώνεται, για να σχηματίσουν κακή ιδέα για αυτόν οι άνθρωποι, ότι και αυτός ήταν κακούργος» (Θφ). Σε κάποιους από τους λατινικούς κώδικες προστίθεται μετά το «ένα εκ δεξιών» nomine Zoathan (=με το όνομα Ιωαθάν» και μετά το «ένα εξ ευωνύμων αυτού» nomine Chammatha (με το όνομα Χαμμαθά). Ανάμεσα σε αυτούς σταυρώνεται, σαν να υπήρξε ο χειρότερος από αυτούς, διότι ανάμεσα στους τρεις η μεσαία θέση επιφυλάσσεται για τον αρχηγό.
Μαρκ. 15,28 (1)καὶ ἐπληρώθη ἡ γραφὴ ἡ λέγουσα(2)· καὶ μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη.
Μαρκ. 15,28 Και επραγματοποιήθηκε η προφητεία της Γραφής• “και κατατάχθηκε μεταξύ εκείνων που παρέβησαν τον νόμον και εγκλημάτησαν”.
(1) Ο στίχος παραλείπεται από πολλούς μεγαλογράμματους και αρκετούς μικρογράμματους κώδικες και από παλαιές μεταφράσεις.
(2) Η παράθεση είναι από το Ησ. νγ 12, όπου σύμφωνα με τους Ο΄ γράφεται «εν τοις ανόμοις». Η πρόθεση «μετά» εδώ είναι πιο έντονη από την «εν» (b). «Κρεμάστηκαν μαζί του δύο ληστές. Και αυτό ήταν μεν ύβρις ομολογουμένως όσον αφορά τουλάχιστον τον σκοπό των Ιουδαίων· ήταν όμως ανάμνηση προφητείας που έλεγε Ότι μετά ανόμων ελογίσθη» (β).
Σε όλη του τη ζωή υπήρξε χωρισμένος από τους αμαρτωλούς, αν και συμπαθούσε αυτούς επιζητώντας τη σωτηρία τους. Κατά το θάνατό του όμως δεν χωρίστηκε από αυτούς, αλλά συμμετείχε στην ποινή και στο θάνατο των χειρότερων κακοποιών, σαν να υπήρξε συμμέτοχος και στα εγκλήματά τους. Αυτό έγινε διότι έκανε αυτόν ο Θεός αμαρτία και πήρε πάνω του το ομοίωμα της αμαρτίας. Στο θάνατό του συγκαταριθμήθηκε μαζί με τους ανόμους και πήρε τον κλήρο των πονηρών, έτσι ώστε εμείς κατά το θάνατό μας να καταταχτούμε μαζί με τους αγίους και να έχουμε τον κλήρο μας μαζί με τους εκλεκτούς.
Μαρκ. 15,29 Καὶ οἱ παραπορευόμενοι(1) ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν καὶ λέγοντες· οὐά(2), ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν(3)!
Μαρκ. 15,29 Και αυτοί, που περνούσαν στον δρόμον κοντά από τον σταυρόν, τον εβλασφημούσαν και εκινούσαν τας κεφαλάς των λέγοντες• “ουα, συ που θα εκρήμνιζες τον ναόν και εις τρεις ημέρας θα τον ξανάκτιζες!
(1) «Δηλαδή αυτοί που περνούσαν στο δρόμο» (Θφ). Αντί να τον συμπαθούν προσθέτουν νέα θλίψη στη δοκιμασία του με τις ύβρεις αυτές. Κουνούσαν τα κεφάλια τους εκδηλώνοντας τον θρίαμβό τους για την πτώση του και σαν να έλεγαν: «Εύγε, εύγε στην ψυχή μας. Τον κατάπιαμε» (Ψαλμ. λδ 25). Και εκπληρώθηκε έτσι ο προφητικός λόγος: Όλοι που με έβλεπαν με χλεύασαν, μίλησαν με τα χείλη τους, κούνησαν το κεφάλι τους (Ψαλμ. κα 8), Με είδαν, κούνησαν τα κεφάλια τους (Ψαλμ. ρη 25)..
(2) Επιφώνημα ειρωνικού θαυμασμού (δ), «χλευαστικό επίρρημα και εμπαικτικό» (Ζμ), που λέγεται μία φορά.
(3) Η κατηγορία των δύο μαρτύρων, που μαρτύρησαν ενώπιον του Καϊάφα, έγινε θέμα κοινής συζήτησης (σ). Παρόλο που οι ίδιοι οι δικαστές του είχαν διαπιστώσει το αβάσιμο της κατηγορίας, παρόλ’ αυτά διέδωσαν αυτήν μεταξύ του λαού για να διεγείρουν σε αυτόν μίσος και αποστροφή εναντίον του. Πράγματι, η ιδέα, ότι ο Κύριος θα γκρέμιζε το ναό, τον οποίο οι Ιουδαίοι τόσο τιμούσαν και για τη μεγαλοπρέπεια του οποίου τόσο καυχιόντουσαν, ήταν ικανή να εξάψει το εναντίον του μίσος τους.
Είναι σαν να έλεγαν σε αυτόν· Εσύ, που θα κατέστρεφες το μέγα αυτό και στερεό οικοδόμημα, το ιερό αυτό εγκαλλώπισμα του Ισραήλ και σε τρεις μέρες θα το έχτιζες πάλι, δείξε τώρα τη δύναμή σου, κάνοντας να εκμηδενιστούν τα καρφιά, τα οποία σε κρατούν καρφωμένο στο σταυρό, να επουλωθούν οι πάνω σου πληγές τους και να συντριβεί ο σταυρός σου, αφού καθένας, που έχει δύναμη, δείχνει αυτήν ολόκληρη προκειμένου να σώσει τον εαυτό του.
Έτσι ο σταυρός του Κυρίου έγινε στους Ιουδαίους σκάνδαλο, διότι έβλεπαν σε αυτόν σαν σε κάτι ασυμβίβαστο με την ακαταγώνιστη δύναμη του Μεσσία τους. Αλλά ο Κύριος εάν «σταυρώθηκε από ασθένεια» (Β΄ Κορ. ιγ 4), όπως φαινόταν στους Ιουδαίους, στην πραγματικότητα είναι «Θεού δύναμις».
Μαρκ. 15,30 σῶσον σεαυτὸν καὶ κατάβα(1) ἀπὸ τοῦ σταυροῦ.
Μαρκ. 15,30 Σώσε λοιπόν τον εαυτόν σου και κατέβα από τον σταυρόν”.
(1) Αρκετοί μεγαλογράμματοι γράφουν: σῶσον σεαυτὸν καταβάς… Η μετοχή καταβάς σημαίνει τον τρόπο του σώσε (γ). «Από εδώ επιχειρούσαν να συκοφαντήσουν και τα προηγούμενα θαύματα. Επομένως ούτε οι προφήτες ήταν προφήτες, ούτε οι δίκαιοι δίκαιοι, επειδή δεν τους άρπαζε από τους κινδύνους ο Θεός» (β).
Μαρκ. 15,31 ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες πρὸς ἀλλήλους(1) μετὰ τῶν γραμματέων ἔλεγον· ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι(2).
Μαρκ. 15,31 Παρομοίως δε και οι αρχιερείς εμπαίζοντες μεταξύ τους μαζί με τους γραμματείς έλεγαν• “άλλους έσωσε, τον εαυτόν του όμως δεν ημπορεί να σώση’’.
(1) Δεν αναμιγνύονταν αυτοί με το πλήθος, αλλά μεταξύ τους συζητούσαν και από στόμα σε στόμα μετέδιδαν μεταξύ τους, τους χλευασμούς τους (σ). Θεωρούσαν εξευτελιστικό για αυτούς να αναμιχθούν με το πλήθος. Αλλά εξευτέλιζαν τους εαυτούς τους ως δικαστές αποφασίζοντας το θάνατο του Ιησού, αφού δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα εναντίον του προσωπικά συναισθήματά τους και με τη χαιρεκακία τους αυτή γινόντουσαν ολοφάνεροι ότι είχαν κρίνει όχι απροκατάληπτα και απροσωπόληπτα.
(2) «Όμοια και οι αρχιερείς έλεγαν· αυτός που έσωσε άλλους, δεν σώζει τον εαυτό του; Και το έλεγαν αυτό ειρωνευόμενοι τα θαύματά του και χλευάζοντάς τα ότι έγιναν τάχα κατά φαντασία» (Θφ). Έπαιρναν ως δεδομένο, ότι δεν μπορεί να σώσει τον εαυτό του, επειδή αυτοβούλως παρέδιδε τον εαυτό του σε θάνατο, για να σώσει εμάς.
Μαρκ. 15,32 ὁ Χριστὸς ὁ βασιλεὺς(1) τοῦ Ἰσραὴλ καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ(2), ἵνα ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ(3). καὶ οἱ συνεσταυρωμένοι αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν(4).
Μαρκ. 15,32 Ο Χριστός, ο βασιλεύς του Ισραήλ, ας κατεβή τώρα από τον σταυρόν, δια να ίδωμεν και ημείς το θαύμα και να πιστεύσωμεν εις αυτόν”. Και οι δύο κακούργοι, που ήσαν σταυρωμένοι μαζή με αυτόν, τον ύβριζαν.
(1) Η λέξη Χριστός αναφέρεται στην ενώπιον του Καϊάφα διαδικασία, η λέξη βασιλιάς στην ενώπιον του Πιλάτου (b).
(2) «Ο διάβολος τούς παρακινούσε να λένε το «Ας κατέβει από το σταυρό». Επειδή δηλαδή γνώριζε ο αρχέκακος, ότι η σωτηρία από το σταυρό γίνεται, πάλι πείραζε τον Κύριο, για να κατεβεί από το σταυρό… και έτσι να καταργηθεί η σωτηρία η μέσω του σταυρού. Αλλά εκείνος και Υιός Θεού ήταν αληθινά, και για αυτό μάλλον δεν κατέβηκε. Γιατί αν επρόκειτο να κατέβει, δεν θα έκανε την αρχή να ανέβει» (Θφ).
Ίσως μερικοί θα δέχονταν τον Χριστό βασιλιά του Ισραήλ, εάν κατέβαινε από το σταυρό και αν γινόταν σε αυτούς δυνατόν να γίνουν μέτοχοι της βασιλείας του, χωρίς τις δοκιμασίες και τις θλίψεις, με τις οποίες «πρέπει να μπούμε» σε αυτήν. Αλλά αποτελεί όρο απαραίτητο και αδιάσειστο: Χωρίς σταυρό ούτε Χριστός ούτε βασιλικό στέμμα υπάρχει. Εκείνοι οι οποίοι θα ήθελαν να βασιλεύσουν μαζί με το Χριστό, πρέπει να πάθουν μαζί με αυτόν, διότι ο Χριστός και ο σταυρός του είναι μαζί καρφωμένα και αδιαχώριστα στον κόσμο αυτόν.
(3) Η έννοια της όλης πρότασης: Σταυρωμένος Μεσσίας, αλήθεια! Ας μην ακούμε πλέον για αυτόν. Εάν είναι πράγματι ο βασιλιάς Μεσσίας, ας κάνει χρήση της μεσσιακής του δύναμης και ας ελευθερώσει τον εαυτό του από την οικτρή και γελοία θέση του κατεβαίνοντας από το σταυρό. Ζητά να τον πιστέψουμε. Υπάρχει εύκολο μέσο να μας κάνει να πιστέψουμε. Ας κατεβεί από το σταυρό (γ).
Όταν σε παλαιότερο κάπως χρόνο ζητούσαν σημείο (=σημάδι, θαύμα) από τον ουρανό, τους είπε, ότι το σημείο το οποίο θα τους έδινε, δεν θα ήταν το να κατεβεί από το σταυρό, αλλά το να αναστηθεί από τον τάφο, όπου θα τοποθετούνταν νεκρός. Κι αυτό θα αποδείκνυε πολύ περισσότερο τη δύναμή του, από όσο εάν κατέβαινε τώρα από το σταυρό. Εάν κατέβαινε από το σταυρό, θα μπορούσαν να πουν, ότι οι σταυρωτές δεν τον είχαν σταυρώσει καλά ή τους ξεγέλασαν προσποιούμενοι ότι τον σταύρωσαν.
Αλλά η ανάστασή του θα ήταν σημείο μοναδικό, καταπληκτικό και που επιβεβαιώνει τη δύναμή του όσο κανένα άλλο. Παρόλ’ αυτά και για αυτήν είπαν, ότι οι μαθητές έκλεψαν το σώμα του Ιησού. Το να θέτουμε εμείς όρους για να πιστέψουμε και να μην συμμορφωνόμαστε με τα μέσα, τα οποία ο Θεός παρέχει για στηριγμό μας στην πίστη, δεν αποτελεί μόνο αξίωση βλάσφημη να υποτάξουμε το Θεό στην ιδιοτροπία μας και τον εγωισμό μας, αλλά και ανόητη υπεκφυγή της πεισματικής απιστίας μας.
(4) Ως προς το ληστή που μετανόησε: «Ένας όμως από τους ευαγγελιστές λέει, ότι και οι δύο ληστές λοιδορούσαν τον Ιησού. Και αυτό λοιπόν είναι αληθές, το οποίο και κατεξοχήν αυξάνει την ευγνωμοσύνη αυτού του ληστή. Διότι ήταν λογικό μεν να λοιδορήσει αυτός στην αρχή, με τη μία όμως έδειξε τόσο μεγάλη τη μεταβολή» (Χ).
Η συμπεριφορά όμως του άλλου αποδεικνύει, ότι και όταν πλησιάζει ο θάνατος, οι μεγαλύτερες τιμωρίες του σώματος για τα κακά που διαπράξαμε και οι πιο ταπεινωτικές παιδεύσεις της θείας Πρόνοιας, δεν κάμπτουν τη διαφθορά της ψυχής ούτε περιορίζουν την κακία της.
Μαρκ. 15,33 Γενομένης δὲ ὥρας ἕκτης σκότος ἐγένετο(1) ἐφ᾿ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης(2)·
Μαρκ. 15,33 Όταν δε η ώρα έγινε εξ από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή δώδεκα μεσημέρι, απλώθηκε σκοτάδι εις όλην την γην έως τας τρεις το απόγευμα.
(1) «Μέρα μεσημέρι, για να μάθουν όλοι οι κάτοικοι της γης» (β). «Και αν μεν ήταν καιρός έκλειψης, θα μπορούσε κάποιος να λέει, ότι ήταν φυσικό το σκοτάδι· τώρα όμως η σελήνη ήταν στην δέκατη τέταρτη ημέρα, όταν ήταν αδύνατον να γίνει έκλειψη φυσική» (Θφ). Το σκοτάδι αυτό δεν οφειλόταν σε φυσική έκλειψη του ηλίου, αφού ήταν πανσέληνος, αλλά όπως ο σεισμός και το σχίσιμο του καταπετάσματος του ναού, ήταν υπερφυσική εκδήλωση συμπάθειας της φύσης για αυτά που συνέβαιναν στην πνευματική σφαίρα. Όλοι οι συνοπτικοί ευαγγελιστές αναφέρουν το σκοτάδι (γ).
«Όταν έγινε λοιπόν έκτη ώρα, συνέβη το σημείο από τον ουρανό που ζητούσαν από τον Ιησού, το οποίο και υποσχέθηκε ότι θα δώσει, λέγοντας· γενιά πονηρή και μοιχαλίδα σημάδι ζητά, και σημάδι δεν θα δοθεί σε αυτήν παρά μόνο το σημάδι του Ιωνά, και όταν υψώσετε τον υιό του ανθρώπου τότε θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι. Διότι ήταν πολύ πιο θαυμαστό να γίνουν αυτά ενώ ήταν καρφωμένος στο σταυρό παρά όταν βάδιζε στη γη. Και αυτό ακριβώς που ουδέποτε προηγουμένως συνέβη (=το σκοτάδι) παρά μόνο στην Αίγυπτο, όταν τελούνταν το Πάσχα. Διότι και εκείνα ήταν τύπος αυτών εδώ» (β). Έκτακτο φως έχυσε ολόγυρα τη λάμψη του, όταν ο Χριστός γεννιόταν (Λουκ. β 9) και αστέρι φωτεινό ανήγγειλε το γεγονός αυτό (Ματθ. β 2).
Πρέπον λοιπόν ήταν και τώρα σκοτάδι έκτακτο να αναγγείλει το θάνατο αυτού, ο οποίος είναι το φως του κόσμου. Το έγκλημα, που αποτολμήθηκε εναντίον του Κυρίου προκαλεί τη φρίκη του ουρανού και το στεναγμό της γης και δημιουργεί αταξία και σε αυτόν τον φυσικό κόσμο. Τέτοια κακία ουδέποτε έως τώρα είδε ο ήλιος και απέκρυψε για αυτό τις ακτίνες του. Και με το καταπληκτικό αυτό σκοτάδι ζήτησε ο Κύριος της φύσης να φράξει τα στόματα των βλάσφημων, οι οποίοι εξευτέλιζαν το Χριστό και τώρα ακόμη που κρεμιόταν στο σταυρό.
Και φαίνεται, ότι προς στιγμήν τέτοιος φόβος έπεσε πάνω τους, ώστε, παρόλο που οι καρδιές τους παρέμεναν αμετάβλητες, παρέμειναν σιωπηλοί και στέκονταν αμφιβάλλοντας για το τι το σκοτάδι αυτό να σήμαινε. Έως ότου μετά από τρεις ώρες που διαλύθηκε το σκοτάδι, σκλήρυναν και αυτοί τις καρδιές τους, όπως άλλοτε ο Φαραώ, όταν η παρόμοια πληγή, που έπληξε την Αίγυπτο πέρασε.
Αλλά ο Χριστός, παλεύοντας ήδη με τις αρχές του σκότους (τον διάβολο, τους δαίμονες), διεξάγει τον αγώνα του στο ίδιο το πεδίο τους, κάνοντας έτσι τη νίκη του ακόμη περισσότερο φανερή. Κατά τη διάρκεια του σκοτεινού αυτού τρίωρου δεν τον ακούμε να λέει τίποτα. Με σιωπηλή περισυλλογή αγωνίζεται προς τον άρχοντα του σκότους αυτού του αιώνος, ο οποίος εντός ολίγου «θα διωχτεί έξω» ηττημένος και ντροπιασμένος για πάντα.
(2) Ήταν η ώρα της προσευχής (δες Πράξ. γ 1), όταν τα πασχαλινά θύματα οδηγούνταν για θυσία (σ).
Μαρκ. 15,34 καὶ τῇ ὥρᾳ τῇ ἐνάτῃ ἐβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ(1) λέγων· Ἐλωΐ Ἐλωΐ, λιμᾶ σαβαχθανί(2); ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, ὁ Θεός μου ὁ Θεός μου(3), εἰς τι(4) με ἐγκατέλιπες(5);
Μαρκ. 15,34 Και κατά την τρίτην ώραν του απογεύματος εφώναξε με μεγάλην φωνήν ο Κυριος• “Ελωΐ, Ελωΐ, λιμά σαβαχθανί”, το οποίον εις την ελληνικήν γλώσσαν ερμηνεύεται “Θεε μου, Θεε μου διατί με εγκατέλιπες;”
(1) Όχι με φωνή αδύναμου ανθρώπου εξαντλημένου. Αυτό ήθελε ο ευαγγελιστής να τονίσει, όπως συμπεραίνεται και από το στίχο 37, κατά τον οποίο πριν εκπνεύσει ο Κύριος έκραξε με φωνή μεγάλη, η οποία θεωρήθηκε από τον κεντυρίωνα ως σημάδι ηρωικού μεγαλείου (σ).
(2) Υπάρχει και η γραφή λαμά σαβαχθανί. Τα λόγια αυτά είναι από το Ψαλμός κα 1. Ελωΐ είναι συριακός τύπος αντί για το εβραϊκό Ηλεί, το σαβαχθανεί είναι χαλδαϊκός τύπος του εβραϊκού αζαμπτανί (γ). Αλλά η παρανόηση των λόγων από τους παριστάμενους Ιουδαίους, που θεώρησαν ότι ο Ιησούς καλούσε τον Ηλία, δίνει την αφορμή να υποθέσουμε, ότι είπε τα λόγια αυτά στην αρχαία εβραϊκή του πρωτοτύπου και ότι στην παράδοση μεταφέρθηκαν στη συροχαλδαϊκή γλώσσα (σ).
Πιθανή η εικασία, αλλά όχι και τελείως απρόσβλητη, όπως θα δούμε. «Φωνάζει ο Κύριος στα εβραϊκά το προφητικό λόγιο, δείχνοντας ότι και μέχρι την τελευταία του πνοή τιμά τα εβραϊκά (πράγματα)» (Θφ).
(3) Μεταφράζει ο Μάρκος τη φράση του Κυρίου για τους αναγνώστες, που αγνοούν την αραμαϊκή.
(4) Γιατί; (b).
(5) «Το «με εγκατέλειψες», να το εννοήσεις αντί για το· τη φύση μου την ανθρώπινη» (Θφ). Είναι κραυγή προσώπου που στερήθηκε για ένα διάστημα τα αισθητά σημεία της κοινωνίας με το Θεό, και που δοκιμάζει νέα άγνωστη σε αυτό και παράδοξη πείρα. Ενώ δηλαδή αυτός μέσα στο σκοτάδι που τον κύκλωνε ήταν προσκολλημένος στο Θεό, πλήρης πίστης και εμπιστοσύνης προς αυτόν με συνείδηση άμεμπτη και σε όλα αγαθή, στερούνταν κατά τις στιγμές εκείνες τη χαρά, την οποία δημιουργεί η κοινωνία με το Θεό. Ό,τι αισθάνεται τώρα ο Ιησούς είναι ανεξερεύνητο για μας. Η ψυχή του βρισκόταν σε τελείως διαφορετική σχέση από τις δικές μας σχέσεις με τον άνθρωπο και την αμαρτία του αφ’ ενός, με το Θεό και τη χάρη του αφ’ ετέρου (σ).
Αναμφίβολα ουδέποτε θλίψη υπήρξε όμοια με τη θλίψη, η οποία απέσπασε το παράπονο αυτό από τα χείλη εκείνου, ο οποίος υπήρξε απολύτως ελεύθερος από την αμαρτία και όμως δοκιμάζει ολόκληρη την πικρία της. Και μέσα στην τόσο σκληρή δοκιμασία του, παραμένει στερεά προσκολλημένος προς τον Πατέρα, τον οποίο επικαλείται με όλη την αφοσίωση της καρδιάς του αποκαλώντας αυτόν όχι απλώς Θεό, αλλά Θεό δικό του. Θεέ ΜΟΥ λέει. Ήταν δούλος του Θεού τη στιγμή εκείνη, εκτελώντας τη βουλή του, ικανοποιώντας τη δικαιοσύνη του, απαρνούμενος εξ’ ολοκλήρου τον εαυτό του, για να αρέσει σε αυτόν, και έχοντας τη συνείδηση, ότι τίποτα δεν έπραξε, το οποίο να αποκλείει από αυτόν το δικαίωμα να αποκαλέσει το Θεό Θεό κατεξοχήν δικό του.
Παρόλ’ αυτά ο Θεός τον έχει εγκαταλείψει. Όχι διότι η ένωση μεταξύ θείας και ανθρώπινης φύσης εξασθένησε κάπως κατά τις στιγμές αυτές. Διότι και τώρα «ο Θεός ήταν μέσα στο Χριστό συμφιλιώνοντας τον κόσμο με τον εαυτό του» (Β΄ Κορ. ε 19) και «μέσω του αιωνίου πνεύματος προσφέρει τον εαυτό του ακηλίδωτο στο Θεό» (Εβρ. θ 14). Ούτε διότι η προς αυτόν αγάπη του Πατέρα μειώθηκε, διότι «για αυτό αγαπά αυτόν ο Πατέρας, επειδή θυσιάζει τη ζωή του για τα πρόβατα» (Ιω. ι 17). Αλλά παρέδωσε αυτόν ο Πατέρας σε χέρια εχθρών και δεν παρουσιάζεται τώρα να ελευθερώσει αυτόν.
Οι δυνάμεις του σκότους έχουν επιπέσει λυσσαλέες εναντίον του και ούτε άγγελος από τον ουρανό εμφανίζεται να τον ενισχύσει, όπως στη Γεθσημανή, ούτε κάποιος φίλος πάνω στη γη παρουσιάζεται να τον παρηγορήσει. Απέσυρε όμως και ο Πατέρας την εσωτερική παρηγοριά, την οποία δοκίμαζε πριν το πάθημα ως υιός αγαπητός, στον οποίο ο Πατέρας ευαρεστήθηκε. Και έφερε σε αυτόν και στην ψυχή του την κατεξοχήν θλιβερή αίσθηση της κατά του ανθρώπου οργής του για την αμαρτία.
Ο Χριστός έγινε αμαρτία για μας, κατάρα για μας. Και για αυτό ο Θεός ο οποίος τον αγαπούσε ως Υιό του, σκυθρώπαζε εναντίον του ως εγγυητή που ανάλαβε την πληρωμή του χρέους του χρεωκοπημένου ανθρώπου. Ο Πατέρας στέκει μακριά από τον πάσχοντα Υιό. Και αυτό αυτή τη στιγμή αισθάνεται ο Ιησούς. Δεν λέει: Γιατί περιφρονούμαι; Γιατί πονώ; Γιατί είμαι καρφωμένος; Αλλά λέει: Γιατί με εγκατέλειψες. Γιατί στερούμαι τη γλυκιά παρηγοριά από την παρουσία σου;
Μαρκ. 15,35 καί τινες τῶν παρεστηκότων ἀκούσαντες ἔλεγον· ἴδε(1) Ἠλίαν φωνεῖ(2).
Μαρκ. 15,35 Και μερικοί από αυτούς που έστεκαν εκεί, όταν ήκουσαν τον λόγον αυτόν, έλεγαν• “κύτταξε, φωνάζει τον Ηλίαν”.
(1) Λέγεται εδώ σαν επιφώνημα, με το οποίο προκαλείται η προσοχή σε αυτό που θα συμβεί (γ).
(2) Είναι δυνατόν ο Κύριος να είπε τα προηγούμενα λόγια στα αραμαϊκά, στη γλώσσα δηλαδή την επιχώρια και καθομιλουμένη και να παρανοήθηκαν από τους παριστάμενους. Ήταν ενδεχόμενο μέσα στο θόρυβο να μην άκουσαν όλα τα λόγια του Κυρίου και μόνο το όνομα να έπεσε ευδιάκριτα στα αυτιά τους. Και το ότι η έλευση του Ηλία συνδυάστηκε από τους προφήτες (Μαλαχ. δ 5) με την ημέρα του Κυρίου θα υποβοήθησε στην παρανόηση αυτή (γ).
Κατά την αντίληψη του λαού ο Ηλίας θα ερχόταν κατά την εποχή του Μεσσία. Επιπλέον κατά την ιουδαϊκή παράδοση ο Ηλίας ήταν ο μόνιμος βοηθός του λαού σε ώρες δοκιμασίας και κινδύνου (σ).
Μαρκ. 15,36 δραμὼν δὲ εἷς καὶ γεμίσας σπόγγον ὄξους περιθείς τε καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτὸν(1) λέγων(2)· ἄφετε ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ἠλίας καθελεῖν αὐτόν(3).
Μαρκ. 15,36 Έτρεξε δε ένας, εγέμισε με ξύδι ένα σφουγγάρι και αφού το έβαλε γύρω από ένα καλάμι, τον επότιζε λέγων• “αφήστε, δια να ίδωμεν, εάν θα έλθη ο Ηλίας να τον κατεβάση από τον σταυρόν”.
(1) Αυτή υπήρξε προφανώς πράξη ευσπλαχνίας και το ακόλουθο «αφήστε» υποδηλώνει, ότι σημειώθηκε κάποια αντίδραση σε αυτόν, αλλά αυτός την υποτιθέμενη αυτή πρόσκληση του Ηλία την χρησιμοποίησε ως πρόφαση, για να διευκολυνθεί στην πραγματοποίηση της πρόθεσής του (γ). Φαίνεται, ότι υπέθεσε αυτός, ότι ο Ιησούς εμφάνιζε σημάδια εξάντλησης ή λιποθυμίας (σ).
(2) Σύμφωνα με τον Ματθαίο οι υπόλοιποι έλεγαν «Άφησε· ας δούμε, αν θα έλθει ο Ηλίας να τον σώσει». «Είναι λογικό αυτό να το είπαν και εκείνοι και αυτός» (Ζμ), με κάποια ειρωνεία εκείνοι, ενώ με συμπάθεια αυτός.
(3) Το νόημα των λόγων αυτών μπορεί να αποδοθεί ως εξής: Αφήστε με να του δώσω αυτό και να του παρατείνω τη ζωή και τότε θα μας δοθεί η ευκαιρία να δούμε, εάν θα έλθει ο Ηλίας να τον βοηθήσει (γ).
Μαρκ. 15,37 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀφεὶς φωνὴν μεγάλην(1) ἐξέπνευσε.
Μαρκ. 15,37 Ο δε Ιησούς αφού αφήκε φωνήν μεγάλην εξέπνευσε.
(1) «Αφού έκραξε ο Ιησούς με μεγάλη φωνή εξέπνευσε, σαν να προσκαλούσε το θάνατο ως δεσπότης και σαν κάποιος που πεθαίνει με την εξουσία του» (Θφ).
Ήταν η φωνή αυτή σημάδι, ότι, παρά τους πόνους του και τους κόπους του, η ζωή του ήταν ολόκληρη σε αυτόν και η ανθρώπινη φύση του παρέμενε ισχυρή. Σε αυτούς που πεθαίνουν το πρώτο που εξασθενεί είναι η φωνή. Με πνοή που χάνεται και γλώσσα που τραυλίζει μόλις κάποιες λέξεις με πολλή βία βγαίνουν από το στόμα τους, που ακόμη πιο δύσκολα ακούγονται. Αλλά ο Χριστός, πριν ακόμη εκπνεύσει, μίλησε σαν άνθρωπος με πλήρεις δυνάμεις και έδειξε έτσι ότι «τη ζωή του κανείς δεν την παίρνει από αυτόν» αλλά «αυτός από μόνος του τη θυσιάζει», ως πράξη και ενέργεια που εξαρτάται εξ’ ολοκλήρου από τη θέλησή του και συντελείται από αυτήν.
Το έργο του συντελέστηκε. Η νίκη του είναι πλήρης. Και σέρνει θριαμβευτικά τις αρχές και τις εξουσίες του σκότους παραδειγματίζοντας και διαπομπεύοντας αυτές συντετριμμένες και ντροπιασμένες. Η φωνή του μοιάζει με τη φωνή της σάλπιγγας, η οποία ηχούσε πάνω από τις θυσίες. Είναι φωνή μεγάλη, θριαμβευτική, η οποία δήλωνε, ότι ο θάνατός του θα διακηρυσσόταν σε ολόκληρο τον κόσμο και ολόκληρη η ανθρωπότητα θα επωφελούνταν από αυτόν, αντλώντας από αυτόν την σωτηρία της και την αιώνια κατά του κακού νίκη της.
Μαρκ. 15,38 Καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη(1) εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω.
Μαρκ. 15,38 Και αμέσως το καταπέτασμα του ναού, που εχώριζε τα άγια από τα αγία των αγίων, εσχίσθη εις τα δύο από επάνω έως κάτω.
(1) Το σχίσιμο του καταπετάσματος στο Μάρκο συμβολίζει βεβαίως το αποτέλεσμα του θανάτου του Χριστού. Αλλά με ποια έννοια; (σ). Η πιο πιθανή: «Σχίστηκε το καταπέτασμα και με αυτό δήλωνε ο Θεός, ότι η χάρη του Πνεύματος έφυγε από το ναό και ότι τα άγια των αγίων θα γίνουν σε όλους θεατά και προσβάσιμα· το οποίο και έγινε, όταν μπήκαν οι Ρωμαίοι· δηλώνει επίσης και ότι πενθεί και ο ναός» (Θφ).
«Το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε στη μέση ολόκληρο και καταργήθηκε από αυτόν ως προς τη δύναμή της η ευάρεστη στο Θεό θυσία και σπονδή που γινόταν κατά τη διάταξη του νόμου, και όταν αυτή η θυσία σταμάτησε, ακολούθησε στον τόπο αυτόν το βδέλυγμα της ερήμωσης» (Ε).
Τον είχαν κατηγορήσει ότι θα κατέστρεφε το ναό, παίρνοντας τα λόγια του κατά γράμμα και διαστρέφοντας την έννοιά τους. Ήδη με το δείγμα αυτό της δύναμής του, ας μάθουν, ότι αν ήθελε, θα μπορούσε και το ναό ολόκληρο να γκρεμίσει σε ερείπια (Henry). Το σημείο αυτό υπαινίσσεται την προσεχή καταστροφή του ναού και της λατρείας του όπως προφητεύτηκε από τον Κύριο στο Μάρκ. ιγ 2. Αρκετά παραδόξως βρίσκεται και ένα χωρίο στο Βαβυλωνιακό Ταλμούδ (Joma 39 b), το οποίο περιέχει την ιδέα, ότι η καταστροφή του ναού προεικονίστηκε κατά τρόπο σκιώδη κατά τον χρόνο αυτόν, στον οποίο συνέπεσε η σταύρωση του Κυρίου: «Σαράντα χρόνια πριν την καταστροφή του ναού οι πύλες του άνοιξαν από μόνες τους, έως ότου ο ραββίνος Ιωχανάν μπεν Ζακχαί μάλωσε αυτές λέγοντας· Ω ναέ, ναέ· γιατί ταράζεσαι; Γνωρίζω, ότι το τέλος σου είναι κοντά» (σ).
Άλλη εκδοχή αρκετά σοβαρή: Ο ναός ήταν ο τόπος, όπου ο Θεός φανέρωνε τον εαυτό του και όπου μόνος ο αρχιερέας μπορούσε να μπει μία φορά το χρόνο. Το σχίσιμο του καταπετάσματος λοιπόν σημαίνει την άρση του χωρισμού μεταξύ του Θεού και του λαού του και την προσέλευση και παρουσίαση του νέου Ισραήλ στην παρουσία του (γ).
«Έτσι ώστε λοιπόν, εμείς που πορευόμαστε στα χνάρια του Χριστού, να τρέχουμε λοιπόν στην ενδότερη σκηνή χωρίς τίποτα να μας εμποδίζει» (β).
Εγκαινιαζόταν ήδη και διανοιγόταν νέα ζωντανή οδός προς τον Θεό. Το καταπέτασμα χώριζε και εμπόδιζε το λαό, να πλησιάσει στα άγια των αγίων, όπου η δόξα του Θεού έκανε αισθητή την παρουσία της. Αλλά το σχίσιμο του καταπετάσματος σήμαινε, ότι ο Χριστός με το θάνατό του, άνοιξε είσοδο προς το Θεό. Είσοδο για τον εαυτό του. Η ημέρα αυτή ήταν η μεγάλη ημέρα του εξιλασμού, κατά την οποία ο Κύριός μας ως ο μέγας αρχιερέας μπήκε στα αληθινά άγια, τον ουρανό, «βρίσκοντας αιώνια λύτρωση όχι με αίμα ταύρων και τράγων, αλλά με το δικό του αίμα» (Εβρ. θ 12).
Ανοίξτε τις πύλες οι άρχοντές σας και σηκωθείτε πύλες αιώνιες, διότι ο ιερέας και βασιλιάς της δόξας θα μπει. Αν και μετά από σαράντα μέρες πρόκειται ένδοξα να μπει, όμως το δικαίωμα του να μπει αποκτήθηκε τώρα αναφαίρετα. Άνοιξε είσοδο για μας. Διότι ήδη «έχουμε θάρρος ότι θα μπούμε στα Άγια με το αίμα του Ιησού και την είσοδο αυτή εγκαινίασε για μας ο Χριστός και άνοιξε αυτήν ως δρόμο νέο που οδηγεί στην αιώνια ζωή και μπήκε αυτός δια μέσου του καταπετάσματος, δηλαδή με τη σάρκα του» (Εβρ. ι 19). Πέθανε, για να μας φέρει στο Θεό και για να σχίσει το καταπέτασμα εκείνο της ενοχής και της οργής, το οποίο παρεμβαλλόταν ανάμεσα σε μας και στο Θεό· για να απομακρύνει τα χερουβείμ και την πύρινη ρομφαία και να ανοίξει σε μας το δρόμο προς το δέντρο της ζωής. Έχουμε ελεύθερη την είσοδο μέσω του Χριστού στο θρόνο της χάρης τώρα και στο θρόνο της δόξας ύστερα.
Μαρκ. 15,39 Ἰδὼν δὲ ὁ κεντυρίων(1) ὁ παρεστηκὼς ἐξ ἐναντίας αὐτοῦ ὅτι οὕτω κράξας(2) ἐξέπνευσεν, εἶπεν· ἀληθῶς ὁ ἄνθρωπος οὗτος υἱὸς ἦν Θεοῦ(3).
Μαρκ. 15,39 Όταν δε ο εκατόνταρχος, που εστέκετο απέναντί του, είδεν ότι ο Ιησούς, αφού έκραξε με ισχυράν φωνήν παρέδωσε το πνεύμα του, είπε• “αλήθεια• ο άνθρωπος ούτος ήτο Υιός Θεού”.
(1) Από λατινική λέξη. «Δηλαδή ο εκατόνταρχος. Διότι κέντουμ λένε οι Ρωμαίοι το εκατό» (Θφ).
(2) Δύο εκδοχές υπάρχουν. Η σοβαρότερη· «ο κεντυρίων πίστεψε, ότι πέθανε με εξουσία. Διότι άφησε μεγάλη φωνή, δηλαδή λαμπρή και η οποία δεν είχε κανένα σημάδι θανάτου» (β). Ο τρόπος αυτός της εκπνεύσεως του Ιησού προκάλεσε βαθύτατη εντύπωση στον εκατόνταρχο. Ο Ιησούς με τη φωνή αυτή εκδήλωσε θαυμαστή δύναμη ενέργειας και στις τελευταίες του στιγμές σε αντίθεση με την κωματώδη κατάσταση, στην οποία κατά κανόνα κατέληγαν οι σταυρούμενοι. Ο τρόπος αυτός, με τον οποίο ο Ιησούς πέθαινε ήταν εξ’ ολοκλήρου ξένος με την πείρα του στρατιώτου αυτού, ο οποίος είχε παραστεί σε τόσες θανατικές εκτελέσεις (σ).
Ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο εκατόνταρχος συνδύασε τα σημάδια (σκοτάδι, σεισμός κλπ.) με την κραυγή, με την οποία ονόμαζε πατέρα του το Θεό και συμπέρανε, ότι αυτός για τον οποίο έγιναν τέτοια σημεία, βεβαίως και αληθινά ήταν υιός του Θεού· το ούτω κράξας λοιπόν δεν αναφέρεται στην ισχύ ή τον τρόπο της φωνής, αλλά ισοδυναμεί με το «έτσι φώναξε», δηλαδή αφού είπε τέτοια (δ).
(3) Υιός Θεού, όπως αντιλαμβάνονταν αυτό οι εθνικοί πολυθεϊστές.= Ήρωας (γ). Είναι αξιοσημείωτο, ότι ο σκληρός και τραχύς στρατιώτης της Ρώμης κάμφθηκε. Κάτω από την άγρια όψη, υπήρχε καρδιά, η οποία δεν είχε τελείως διαφθαρεί. Δεν υπάρχει ψυχή, οσοδήποτε ατρόμητη μπροστά στα αίματα και ασυγκίνητη μπροστά στα σκληρά θεάματα, την οποία να μην μπορεί ο Χριστός να κάμψει και να ταπεινώσει, αρκεί αυτή να μην είναι εξ’ ολοκλήρου πωρωμένη.
Ο κεντυρίων πριν από λίγο συγκαταλεγόταν μεταξύ των διωκτών του Χριστού και επέβλεπε στο να φτάσει στο τέρμα το σκληρό πάθημά του. Πόσο γρήγορα μπορεί ο Θεός, με τη δύναμη την οποία ασκεί πάνω στις συνειδήσεις, να μεταβάλλει τις γλώσσες των ανθρώπων και να προκαλεί ομολογίες της αλήθειας από τα στόματα εκείνων, οι οποίοι έπνεαν απειλές και σφαγή και βλασφημίες.
Οι αρχιερείς παρόλ’ αυτά μένουν ασυγκίνητοι, όταν ο Ρωμαίος εθνικός αρχίζει να ανοίγει τα μάτια του και να βλέπει. Θλιβερό προμήνυμα της τύφλωσης, η οποία θα ερχόταν στον Ισραήλ, την ώρα που το ευαγγέλιο θα παρείχε άπλετο το φωτισμό του στα έθνη.
Μαρκ. 15,40 Ἦσαν δὲ καὶ γυναῖκες ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι(1), ἐν αἷς ἦν καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ(2) καὶ Ἰωσῆ μήτηρ, καὶ Σαλώμη(3),
Μαρκ. 15,40 Ήσαν δε και μερικαί γυναίκες, που από μακρυά παρακολουθούσαν τα γεγονότα, μεταξύ των οποίων ήτο και η Μαρία η Μαγδαληνή, και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή, και η Σαλώμη.
(1) Από μακριά παρατηρούσαν χύνοντας άφθονα δάκρυα και έχοντας φοβερά τραυματισμένες τις καρδιές. Θα πλησίαζαν, αλλά οι εκτελεστές και οι εχθροί του Ιησού απομάκρυναν αυτές. Παρά ταύτα μένουν εκεί και δεν διασκορπίζονται, όπως οι μαθητές. Και οι από το ασθενέστερο φύλο συχνά με τη χάρη του Θεού γίνονται ισχυρές στην πίστη, έτσι ώστε η δύναμη του Χριστού να αποδεικνύεται τέλεια μέσα στην ασθένεια. Υπήρξαν πολλές γυναίκες μάρτυρες, περίφημες για το θάρρος και την απόφασή τους υπέρ της δόξας του Χριστού.
(2) Κυρίως χρησιμοποιείται για το ανάστημα (σ). Ονομάζεται μικρός ο Ιάκωβος πιθανότατα για διάκριση από τους άλλους τους πιο επίσημους που είχαν το ίδιο όνομα. Αλλά εάν το επίθετο αυτό χαρακτηρίζει αυτόν ως μικρότερο κατά το ανάστημα ή την ηλικία ή ως λιγότερο σπουδαίο και επίσημο, δεν έχουμε δεδομένα για να βεβαιωθούμε (γ).
(3) «Ενώ ήταν πολλές και άλλες γυναίκες, κατ’ εξοχήν αυτές ονομάστηκαν, αυτές που περισσότερο παρατηρούσαν και διακονούσαν και πιο πολύ τον ακολουθούσαν» (β). Αξιώθηκαν αυτές ιδιαίτερης μνείας, διότι και ιδιαιτέρως αγάπησαν το Χριστό και περισσότερο από τις άλλες αφοσιώθηκαν σε αυτόν. Ο Θεός τιμά και θα τιμά εκείνους οι οποίοι τιμούν το Χριστό.
Μαρκ. 15,41 αἳ καὶ ὅτε ἦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ(1) ἠκολούθουν αὐτῷ καὶ διηκόνουν(2) αὐτῷ, καὶ ἄλλαι πολλαὶ(3) αἱ συναναβᾶσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα.
Μαρκ. 15,41 Αυταί και όταν ευρίσκετο ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν τον ακολουθούσαν και τον υπηρετούσαν. Ήσαν ακόμη και πολλαί άλλαι, αι οποίαι είχαν ανεβή μαζί με αυτόν από την Γαλιλαίαν εις τα Ιεροσόλυμα.
(1) Στη Γαλιλαία πέρασε το περισσότερο της ζωής του και της δημόσιας δράσης του. Και ερχόταν στα Ιεροσόλυμα κατά τις εποχές των γιορτών (b). Οι τρεις γυναίκες που αναφέρθηκαν αποτελούσαν τον γύρω από τον Ιησού στενότερο κύκλο των μαθητριών, οι οποίες τον ακολουθούσαν και τον υπηρετούσαν στις ανάγκες του (γ).
(2) «Η διακονία των γυναικών… (περιλάμβανε) και τις χρηματικές δαπάνες» (β). Υπάρχει ευρύ πεδίο, στο οποίο και οι γυναίκες μπορούν να διακονήσουν το Χριστό. Εάν εμποδίζονται να τον υπηρετούν κοντά στο θυσιαστήριο, τίποτα δεν τις εμποδίζει να γίνουν διάκονοί του στην υπηρεσία της αγάπης και της ομολογίας του ονόματός του.
Για κανέναν άλλον δεν γράφεται στα ευαγγέλια, ότι διακόνησε τον Κύριο, ο οποίος ήλθε να διακονήσει και όχι να διακονηθεί. Και οι πρώτες, οι οποίες αξιώθηκαν να ονομαστούν διάκονοι του Κυρίου, υπήρξαν οι γυναίκες αυτές. Θα ήθελαν και κατά τις σκληρές αυτές στιγμές να είναι κοντά του και να τον διακονήσουν σε ό,τι θα μπορούσαν. Αλλά όταν ο Χριστός έπασχε οι άριστοι των φίλων του υποχρεώθηκαν να είναι θλιβεροί θεατές του παθήματός του. Και αυτές οι ουράνιες δυνάμεις στέκονταν αόρατα δίπλα στο Σταυρό με φόβο και τρόμο παρακολουθώντας το μυστήριο της απολύτρωσής μας.
(3) Εκτός από τις τρεις γυναίκες υπήρξε και άλλος όμιλος γυναικών πιο πολυάριθμος, ο οποίος είχε ακολουθήσει τον Ιησού κατά το τελευταίο ταξίδι από τη Γαλιλαία στα Ιεροσόλυμα (σ).
Η ταφή του Λυτρωτή
Μαρκ. 15,42 Καὶ ἤδη ὀψίας γενομένης, ἐπεὶ ἦν Παρασκευή(1), ὅ ἐστι προσάββατον(2),
Μαρκ. 15,42 Και αργά πλέον το απόγευμα, επειδή ήτο Παρασκευή, παραμονή του Σαββάτου, πριν δύση ο ήλιος και αρχίση η αργία του Σαββάτου,
(1) Η φράση παρέχει το λόγο, για τον οποίο ο Ιωσήφ προέβη στο διάβημά του κατά την ώρα εκείνη. Η αποκαθήλωση και ταφή του σώματος ήταν παράνομη κατά την ημέρα του Σαββάτου (γ). Η λέξη παρασκευή έγινε τεχνικός όρος για δήλωση της έκτης ημέρας της εβδομάδας. Σημαίνει προπαρασκευή και προετοιμασία για την ακόλουθη ημέρα του Σαββάτου. Η προετοιμασία αυτή για το Σάββατο άρχιζε ιδιαίτερα από την τρίτη μεταμεσημβρινή της έκτης ημέρας και παρατεινόταν μέχρι τη δύση, οπότε και άρχιζε η ημέρα του σαββάτου. Δες Ιωσήπου Αρχαιολ. XVI 6,2 (σ).
(2) Αφού είπε παρασκευή την ημέρα χάριν των εθνικών (αναγνωστών), εξηγεί αυτήν με τη λέξη προσάββατο, όπως και ονομαζόταν πράγματι στους Αλεξανδρινούς η παρασκευή. Δες Ιουδίθ η 6 (δ). «Προσάββατο λοιπόν λέγεται η Παρασκευή επειδή είναι τοποθετημένη στη σειρά αμέσως πριν το Σάββατο» (Ζ).
«Ούτε αυτό ισχυριζόμαστε ότι έγινε χωρίς λόγο (τυχαία)· δηλαδή, το να υποστεί ο Κύριος το θάνατο την έκτη ημέρα. Διότι έπρεπε αυτός που έπλασε τον άνθρωπο την έκτη ημέρα, την έκτη επίσης να υποστεί τον για χάρη του θάνατο, για να τον λυτρώσει από τη φθορά του θανάτου» (β).
Μαρκ. 15,43 ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ(1) ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων(2) βουλευτής(3), ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ(4), τολμήσας(5) εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα(6) τοῦ Ἰησοῦ.
Μαρκ. 15,43 ήλθεν ο Ιωσήφ, που κατήγετο από την πόλιν Αριμαθαίαν, διακεκριμένος και ευϋπόληπτος βουλευτής, ο οποίος είχε πιστεύσει στον Χριστόν και επερίμενε την βασιλείαν του Θεού. Αυτός ετόλμησε και παρουσιάσθηκε με θάρρος στον Πιλάτον και εζήτησε το σώμα του Ιησού.
(1) Το άρθρο δηλώνει, ότι το «ο από Αριμαθαίας» είχε γίνει επώνυμο του Ιωσήφ (b).
(2) Έντιμο μέλος του συνεδρίου (γ). Διακεκριμένος λόγω τιμής και αξιώματος (b). Το ευσχήμων σημαίνει τον καλό στο σχήμα, στους εξωτερικούς τρόπους, τον καλής ανατροφής, τον αγαθό και κόσμιο και επομένως αυτόν που ανήκει στην όντως καλή τάξη της κοινωνίας (δ).
Ο ένδοξος κατά την τιμή, το κύρος και τα πλούτη, ο ευγενής (g). Πολλοί από τους μαθητές του Χριστού ήταν πτωχοί, και ως τέτοιοι ήταν κατεξοχήν κατάλληλοι, για να κηρύττουν το ευαγγέλιό του περιοδεύοντας. Αλλά εδώ παρουσιάζεται μαθητής πλούσιος, έτοιμος να αναλάβει υπηρεσία για τον Ιησού, την οποία άνθρωπος καλής κατάστασης και πλούτου και επιρροής ενδεικνυόταν να φέρει σε πέρας.
Κοσμικά πλούτη και αξιώματα περιφανή, αν και σε πολλούς γίνονται εμπόδια στο δρόμο προς τη βασιλεία των ουρανών, γίνονται στους αγαθούς σπουδαία πλεονεκτήματα και ευκαιρίες για κάποιες διακονίες, στις οποίες άλλοι δεν θα ήταν δυνατόν τόσο αποτελεσματικά να χρησιμοποιηθούν. Εάν μαζί με τον πλούτο ή το αξίωμα συνυπάρχει και καρδιά αγνή και αφοσιωμένη, πρόθυμη να διαθέσει τα πάντα για δόξα του Θεού, ο πλούτος ή το αξίωμα γίνονται αληθινή ευλογία Θεού.
Εδώ ο Ιωσήφ χαρακτηρίζεται ευσχήμων βουλευτής, τιμώντας και την καταγωγή και τον πλούτο και το αξίωμά του και δίκαια θεωρείται από τον ευαγγελιστή αξιότιμος για τα προσόντα του αυτά, διότι εκείνοι είναι οι αληθινά σεβαστοί και αξιότιμοι, οι οποίοι μη παραπλανώμενοι από τη ματαιότητα του πλούτου ή της δόξας, μένουν πιστοί στο καθήκον.
(3) Μέλος του συνεδρίου στα Ιεροσόλυμα (b).
(4) Δεν ήταν φανερός ακόλουθος του Ιησού, αλλά ανέμενε τη βασιλεία του Θεού και επιθυμούσε να αποδώσει τιμή στον Ιησού, ο οποίος χάριν της βασιλείας αυτής υπέστη το πάθημα (γ). Ανήκε στην τάξη των αφοσιωμένων Ιουδαίων, όπως ο Συμεών (Λουκ. β 25), από τους οποίους υπήρχαν όχι λίγοι στα Ιεροσόλυμα (Λουκ. β 38) (σ). Ήταν μυστικός οπαδός του, αν και έως τότε φανερά δεν είχε εκδηλωθεί. Ο Χριστός έχει περισσότερους μυστικούς μαθητές και φίλους, από όσο εμείς υπολογίζουμε ή φανταζόμαστε. Όπως στην εποχή του Ηλία «άφησε ο Θεός για τον εαυτό του εφτά χιλιάδες άνδρες», τους οποίους αγνοούσε ο προφήτης, έτσι και σε κάθε γενιά ο Θεός έχει τους δικούς του, σε αρκετό αριθμό που αγνοείται από εμάς.
(5) Αξιέπαινη τόλμη (b). «Διότι δεν υπολόγισε ότι είμαι πλούσιος και θα χάσω τον πλούτο, εάν ζητήσω το σώμα αυτού που καταδικάστηκε για τυραννία, και θα κατηγορηθώ στους Ιουδαίους» (Θφ).
(6) Ήταν έθιμο ρωμαϊκό να αφήνουν των σταυρωμένων τα πτώματα για πολύ να κρεμιούνται, εκτεθειμένα στον ήλιο και τη βροχή και στις επιθέσεις των θηρίων και των σαρκοφάγων πτηνών. Στον φιλανθρωπότερο ιουδαϊκό νόμο οριζόταν ρητά ο κρεμάμενος επί ξύλου να μην παραμένει εκτεθειμένος πάνω στο δέντρο κατά τη νύχτα, αλλά να κατεβάζεται και να θάβεται πριν περάσει η ημέρα (Δευτερ. κα 23) (σ).
Ο Πιλάτος ήταν το αρμόδιο πρόσωπο, από το οποίο ο Ιωσήφ έπρεπε να ζητήσει την παραχώρηση του σώματος. Σε περιπτώσεις, που αναφέρονται στην εξουσία των κοσμικών αρχών, οφείλουμε να δείχνουμε σεβασμό στη εξουσία αυτή και να μην επιχειρούμε να καταργήσουμε αυτήν. Το καλό πρέπει να γίνεται ειρηνικά και όχι με ταραχή.
Μαρκ. 15,44 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε(1), καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι(2) ἀπέθανε·
Μαρκ. 15,44 Ο δε Πιλάτος ηπόρησε, εάν τόσον γρήγορα πράγματι απέθανε ο Ιησούς. Και αφού επροσκάλεσε τον εκατόνταρχον, τον ηρώτησε, εάν είχε πολλήν ώραν που απέθανε ο Ιησούς.
(1) Συνήθως οι σταυρωμένοι πέθαιναν αργά κα το μαρτύριό τους διαρκούσε από μιάμιση ημέρα μέχρι τρεις ημέρες.
(2) Ο Ευστάθιος απέδειξε, ότι η λέξη αυτή χρησιμοποιείται και για συντομότερο χρονικό διάστημα (b). «Αν πριν από ώρα πέθανε» (Θφ). Θέλησε ο Πιλάτος να πληροφορηθεί εάν είχε παρεμβληθεί αρκετό οπωσδήποτε διάστημα χρόνου, στο οποίο ο Κύριος δεν παρουσίαζε σημεία ζωής, ώστε να είναι βέβαιος ο θάνατός του (γ). Ο Πιλάτος δεν μένει αδιάφορος στο αίτημα του Ιωσήφ. Θέλει να δώσει το σώμα για ταφή, διότι έτσι έπραττε κάτι για καθησύχαση της συνείδησής του, η οποία, όσο και αν είχε σκληρυνθεί, τού μαρτυρούσε ότι ο Ιησούς ήταν αθώος. Η αίτηση του Ιωσήφ, μέλους του ιουδαϊκού συνεδρίου, και το ενδιαφέρον του Πιλάτου, αποτελούν τιμή για τον Ιησού και μαρτυρία για την ακεραιότητά του και την άδικη καταδίκη του.
Μαρκ. 15,45 καὶ γνοὺς(1) ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ(2).
Μαρκ. 15,45 Και όταν επληροφορήθη από τον εκατόνταρχον το γεγονός, εχάρισε στον Ιωσήφ το σώμα.
(1) Αφού βεβαιώθηκε για το ότι ο Ιησούς ήταν πράγματι νεκρός (b). Οι πληροφορίες, τις οποίες έλαβε από τον κεντυρίωνα, ήταν η επίσημη βεβαίωση του θανάτου του Ιησού, που απαιτούνταν πριν ακόμη δοθεί η άδεια για να σηκώσουν το νεκρό (γ). Με ειδική παρέμβαση της θείας Πρόνοιας προβαίνει ο Πιλάτος σε διακρίβωση του θανάτου του Ιησού, ώστε να μην χωρά η παραμικρή αμφιβολία για το ότι ο Κύριος είχε πράγματι πεθάνει και να μην μπορεί ακολούθως να αμφισβητηθεί σοβαρά και η πραγματική ανάστασή του. Έτσι η αλήθεια του Χριστού μερικές φορές επιβεβαιώνεται και από τους ίδιους τους εχθρούς του.
(2) Νέα επέμβαση της θείας Πρόνοιας. Είναι όντως θαυμαστό, πώς οι αρχιερείς δεν έσπευσαν αυτοί να ζητήσουν το σώμα και να βεβηλώσουν αυτό σέρνοντας αυτό στους δρόμους και πετώντας το με χλεύη. Τα απομεινάρια της οργής και του μίσους τους τα δέσμευσε αποτελεσματικά ο Θεός, και το σώμα δόθηκε ως δώρο πολύτιμο στον Ιωσήφ ο οποίος γνώριζε την αξία του. Και οι σκληρές καρδιές των αρχιερέων επηρεάστηκαν από τη θεία Πρόνοια τόσο δραστικά, ώστε δεν αντιτάχτηκαν σε αυτό.
Μαρκ. 15,46 καὶ(1) ἀγοράσας σινδόνα(2) καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι(3) καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ(4), ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας(5), καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου(6).
Μαρκ. 15,46 Και εκείνος, αφού ηγόρασε καινούριο σινδόνι και τον εκατέβασε από τον σταυρόν, ετύλιξε το σώμα στο σινδόνι και έβαλε αυτόν εις μνημείον, που ήτο σκαμμένον εις βράχον• και εκύλισε βαρύν λίθον επάνω εις την θύραν του μνημείου.
(1) Στον ενταφιασμό του Ιησού δεν έχουμε τίποτα από τις πομπές και την λαμπρότητα, με τα οποία συνοδεύονται στον τάφο οι τιμώμενοι από τον κόσμο. Μια κηδεία απλή και τελείως ιδιωτική ήταν αυτή που κατ’ εξοχήν άρμοζε σε Εκείνον, του οποίου η βασιλεία ήλθε χωρίς επίδειξη. Η ανάμνηση παρόλ’ αυτά της ταφής του θα γίνεται εξακολουθητικώς δια μέσου των γενιών με τιμές και ειλικρινείς εκδηλώσεις συμπάθειας και ευλαβικής λατρείας, τέτοιες που κανείς ποτέ δεν έτυχε ούτε θα τύχει.
(2) Αγόρασε σεντόνι καινούργιο, αν και σε τέτοιες περιπτώσεις εάν έφερνε και κάποιο παλαιό και μεταχειρισμένο σεντόνι, δεν θα θεωρούνταν ανεπαρκές. Στην απότιση του σεβασμού μας προς το Χριστό πρέπει να είμαστε γενναιόδωροι και να υπηρετούμε αυτόν με ό,τι καλύτερο μπορούμε να προμηθευτούμε, και όχι με ό,τι προχειρότερο μπορούμε να βρούμε.
(3) «Ο Ιωσήφ λοιπόν αφού πήρε το σώμα, αγόρασε μεν σεντόνι, και αφού κατέβασε αυτόν, τον τύλιξε με το σεντόνι, ενταφιάζοντας το τίμιο με τίμιο τρόπο» (Θφ). Ενείλησεν· από το εν και ειλέω, τυλίσσω=τύλιξε (δ).
(4) Το τίμιο Σώμα τοποθετήθηκε σε μνημείο, για να «ομοιωθεί σε όλα με τους αδελφούς» εκτός από την αμαρτία, «οι οποίοι εξ’ αιτίας του φόβου που είχαν για το θάνατο, σε ολόκληρη τη ζωή τους κρατούνταν από τη δουλεία της ανησυχίας και της αγωνίας μήπως πεθάνουν» (Εβρ. β 16,17). Έτσι ώστε με αυτόν τον τρόπο να αποδιωχτεί ο τρόμος του τάφου, και να γίνει αυτός εύκολος σε εμάς· για να θερμάνει και να κάνει ευώδες το ψυχρό και ενοχλητικό αυτό κρεβάτι για μας· για να διασκορπίσει το σκοτάδι του τάφου και να διαχύσει σε αυτό το ιλαρό της ελπίδας φως.
(5) «Έπρεπε αυτός που δεν ήταν όμοιος με τους υπόλοιπους νεκρούς, αλλά έδειξε ζωτικά σημάδια και στη νεκρότητά του το νερό και το αίμα, και ήταν καινούργιος νεκρός, για να τον ονομάσω έτσι, έπρεπε λοιπόν αυτός να μπει σε καινούργιο και καθαρό μνημείο· έτσι ώστε, όπως ακριβώς η γέννησή του ήταν καθαρότερη από κάθε γέννηση, με το να γεννηθεί όχι από σαρκική μίξη, αλλά από παρθένα, έτσι και η ταφή να έχει την καθαρότητα» (Ω). Κατασκευασμένο με σκάλισμα της πέτρας (δ).
Τέτοιοι τάφοι βρίσκονται αρκετοί νότια, δυτικά και βορειοδυτικά της Ιερουσαλήμ (σ). Και άλλη επέμβαση της θείας Πρόνοιας, η οποία οικονόμησε να ταφεί ο Κύριος σε μνημείο σκαλισμένο σε συμπαγές βράχο, ώστε να μην μένει χώρος στο να μπει κάποιος από πίσω ή υπογείως στον τάφο για κλοπή του σώματος. Στο μνημείο μπορούσε να μπει κάποιος μόνο από την πόρτα, η οποία φρουρούνταν.
(6) Αφού επιτέλεσε αυτά με σιγή και θλίψη ο Ιωσήφ έφυγε. Εξόχως θλιβερή και μελαγχολική η περίπτωση στις κηδείες των χριστιανών φίλων μας, όταν έχουμε αφήσει τα σώματά τους στο σκοτεινό και σιωπηλό τάφο και επιστρέφουμε σπίτι, αφήνοντας αυτούς πίσω μας. Αλίμονο! Δεν είμαστε εμείς που γυρίζουμε σπίτι και αφήνουμε αυτούς πίσω, αλλά αυτοί μεταβαίνουν σε καλύτερο σπίτι και αυτοί αφήνουν εμάς πίσω τους.
Μαρκ. 15,47 ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ(1) ἐθεώρουν(2) ποῦ τίθεται.
Μαρκ. 15,47 Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η μητέρα του Ιωσή παρακολουθούσαν με προσοχήν, που ετέθη το σώμα του Κυρίου.
(1) Τη Μαρία την ονομάζει απλώς μητέρα Ιωσή και όχι Ιακώβου του μικρού και Ιωσή, όπως παραπάνω (στίχο 40) για συντομία. Το Ιωσής κλίνεται ο Ιωσής, του Ιωσή και του Ιωσήτος (δ). Για αυτό υπάρχει και η γραφή σε μεγαλογράμματο χειρόγραφο «(Μαρία) η Ιωσήτος».
(2) Όχι απλώς έβλεπαν αλλά εθεώρουν (=παρατηρούσαν) = έβλεπαν με σκοπό (γ), για να γνωρίσουν, πού θα μπορούσαν να βρουν το αγαπημένο σώμα, όταν το Σάββατο θα περνούσε, έχοντας σκοπό να επανέλθουν και να αλείψουν αυτό με μύρα
ΤΑ ΠΑΘΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Γ. Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ κγ 1 - 56
Υπόμνημα στο κατά Λουκάν, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 626-653 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Θφ = Θεοφύλακτος
Β = Βασίλειος ο Μέγας Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας Σγ = Σεβηριανός
Ζ = Ζιγαβηνός Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Η = Ησύχιος Ω = Ωριγένης
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
F. Godet, Commentaire sur l’ Evangile de S. Luc 1888 (σημειώνεται με το g)
M.J. Lagrange. Evangile selon s. Luc, Deuxieme edition Paris 1921 (σημειώνεται με το L.)
Alf. Plummer. A critical and exegetical commentary on the Gospel according to S. Luc, Fifth edition (1928) (σημειώνεται με το p.)
J.A. Bengel Gnomon of the N.T. Testament translated by A. Fausset. Τόμ. II (σημειώνεται με το b)
.J. Owen, A Commentary on the Gospel of Luc, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
Ν. Δαμαλά Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
Η πολιτική δίκη μπροστά στον Πιλάτο
Λουκ. 23,1 Καὶ ἀναστὰν(1) ἅπαν τὸ πλῆθος αὐτῶν(2) ἤγαγον αὐτὸν ἐπὶ τὸν Πιλᾶτον(3).
Λουκ. 23,1 Και αφού εσηκώθηκε όλο το πλήθος των συνέδρων, έφεραν τον Ιησούν στον Πιλάτον.
(1) Ο Λουκάς προϋποθέτει ότι είναι γνωστή ήδη η σε θάνατο καταδίκη του Ιησού (p).
(2) Δηλαδή ολόκληρο το σώμα του συνεδρίου, μη περιλαμβανομένου του όχλου, ο οποίος σε καμία από τις τέσσερεις ευαγγελικές αφηγήσεις δεν έχει αναφερθεί έως τώρα (p).
(3) Αφότου η Ιουδαία προσαρτήθηκε ως ρωμαϊκή επαρχία, μετά την καθαίρεση του Αρχέλαου, δηλαδή το 7 μ.Χ., οι Ιουδαίοι άρχοντες έχασαν το jus gladii, δηλαδή το δικαίωμα της θανατικής εκτέλεσης, το οποίο επιφυλασσόταν στους Ρωμαίους σε όλες τις ρωμαϊκές επαρχίες. Και σύμφωνα με παράδοση που αναφέρεται από το Ταλμούδ «σαράντα χρόνια πριν την καταστροφή του ναού (δηλαδή μόλις το 30 μ.Χ.) το δικαίωμα της καταδίκης σε θάνατο αφαιρέθηκε από τους Ιουδαίους» (Cant. 24,2). Έτσι εξηγείται το διάβημα αυτό του συνεδρίου.
Ως προς το ζήτημα της διαμονής του Πιλάτου, δεν είναι δυνατόν να βεβαιωθεί, εάν αυτός έμενε τότε στο μεγαλοπρεπές ανάκτορο του Ηρώδη του μεγάλου, στο πάνω μέρος της πόλης, ή στο φρούριο Αντωνία, βορειοδυτικά του ναού. Η παράδοση καθορίζει την αφετηρία της Via dolorosa (δρόμος του μαρτυρίου του Χριστού) στην Αντωνία (g).
«Παραδόθηκαν και αυτοί στις στρατιές των Ρωμαίων, και έτσι εκπληρώθηκαν εκείνα που είχαν προαναγγελθεί για αυτούς από τους προφήτες· «Αλλοίμονο στον παράνομο! Γιατί θα του συμβούν κακά ανάλογα με τα έργα των χεριών του (Ησ. 3,11)». Και άλλος· «Καθώς έπραξες, έτσι θα συμβεί και σε σένα. Η ανταπόδοσή σου θα ανταποδοθεί στο κεφάλι σου (Οβδιού 15» (Κ).
Λουκ. 23,2 ἤρξαντο(2) δὲ κατηγορεῖν(2) αὐτοῦ λέγοντες· τοῦτον εὕρομεν διαστρέφοντα τὸ ἔθνος(3) καὶ κωλύοντα Καίσαρι(4) φόρους(5) διδόναι, λέγοντα ἑαυτὸν Χριστὸν βασιλέα(6) εἶναι.
Λουκ. 23,2 Άρχισαν δε να τον κατηγορούν και να λέγουν• “αυτόν τον ευρήκαμεν να παρακινή το έθνος εις επανάστασιν και να εμποδίζη την πληρωμήν των φόρων στον Καίσαρα και να λέγη δια τον εαυτόν του, ότι είναι ο Χριστός, ο βασιλεύς”.
(1) Άρχισαν να αναπτύσσουν τις κατηγορίες, ο Πιλάτος όμως στο μεταξύ παρενέβαινε για διευκρίνιση και διαπίστωσή τους. Για αυτό και λέει το ρήμα άρχισαν (p).
(2) Διατυπώνουν τρεις κατηγορίες πολιτικού χαρακτήρα, οι οποίες θα είχαν βαρύτητα για τον Πιλάτο· δηλαδή, ότι διαστρέφει το έθνος, ξεσηκώνοντας αυτό σε στάση, ότι παρεμποδίζει την πληρωμή των φόρων στον Καίσαρα, και ότι οικειοποιείται τον τίτλο του βασιλιά (p).
(3) Υπάρχει και η γραφή το έθνος ημων. Η λέξη λαός χρησιμοποιείται με πολιτική συγχρόνως και ιερή έννοια, ενώ η λέξη έθνος με γενεαλογική ή φυσική έννοια (b).
(4) Μέσω κανενός άλλου πράγματος δεν ήταν τόσο συνδεδεμένοι με τον Καίσαρα, όσο μέσω του μίσους τους προς τον Ιησού (b).
(5) «Ολοφάνερα εναντιώνονται στην αλήθεια. Διότι πού εμπόδισε ο Ιησούς να δίδουν φόρους τη στιγμή που μάλλον διέταξε να τους αποδίδουν ως χρέος, λέγοντας τα εξής: Αποδώστε στον Καίσαρα τα του Καίσαρα;» (Θφ).
«Αλλά ένας ήταν ο σκοπός τους, το να κατεβάσουν στο θάνατο Εκείνον που ανεβάζει στη ζωή» (Κ).
(6) Προσθέτουν το βασιλιά, ώστε ο Πιλάτος να αντιληφθεί την πολιτική σημασία του όρου Χριστός (p). Εάν λοιπόν διεκδίκησε τον τίτλο Χριστός, στον οποίο αυτοί τώρα προσδίδουν πολιτική έννοια, είναι προφανές, ότι για να είναι συνεπής, θα έπρεπε και την πληρωμή των φόρων να αρνηθεί (g), και το λαό να διαστρέψει σε στάση.
Ολοφάνερα συκοφαντούν. «Διότι πώς ξεσηκώνει σε στάση τον όχλο; Μήπως καταπιανόμενος με τη βασιλεία; Αλλά αυτό είναι τελείως απίθανο· διότι και όταν ακόμη ήθελε το πλήθος να τον κάνει βασιλιά, αφού το κατάλαβε, αναχώρησε» (Θφ).
Η μετάφραση και απόδοση του τίτλου Χριστός με τον τίτλο βασιλιάς, ενώπιον του Πιλάτου, είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη, εάν συγκριθεί με την απόδοση του ίδιου τίτλου με τον τίτλο ο Υιός του Θεού, ενώπιον του συνεδρίου. Με την πρώτη μετάφραση προσδίδουν στην κατηγορία το χαρακτήρα της επανάστασης κατά του καθεστώτος, ενώ με τη δεύτερη προσδίδουν το χαρακτήρα της βλασφημίας, για την οποία ο Πιλάτος δεν θα ενδιαφερόταν καθόλου. Πόση ευλυγισία και πανουργία εκδηλώνεται στο μίσος αυτό! (g). Τον κατηγορούν ενώπιον του Πιλάτου ότι εμποδίζει την πληρωμή των φόρων και αντιτίθεται προς τον Καίσαρα. Δηλαδή διατυπώνουν εναντίον του κατηγορία, η οποία και για αυτούς τους ίδιους δεν ήταν πραγματικό έγκλημα, διότι και αυτοί οι ίδιοι κατά βάθος αντιτίθονταν προς τον Καίσαρα και θεωρούσαν θεάρεστο έργο την αποτίναξη του ζυγού του.
Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι για αυτό το ίδιο έγκλημα που τώρα ψευδώς και συκοφαντικά επινοήθηκε εις βάρος του Ιησού, τιμωρήθηκαν αυτοί σκληρά από τους Ρωμαίους ως πραγματικοί αποστάτες εναντίον αυτών και του Καίσαρα. Τον κατηγορούν ως αντίζηλο του Καίσαρα και ότι αξιώνει βασιλικό αξίωμα και βασιλικά δικαιώματα για τον εαυτό του.
Ο πραγματικός παρόλ’ αυτά λόγος, για τον οποίο αυτοί τον απέρριψαν και δεν τον δέχτηκαν ως Μεσσία, ήταν, ότι δεν εμφανίστηκε με εξωτερική πομπή και δύναμη και δεν κάθισε σε θρόνο βασιλικό ανατρέποντας με το σπαθί του κάθε άλλη βασιλεία στη γη. Ναι· ήταν ο Χριστός και ως τέτοιος ήταν και βασιλιάς, αλλά όχι και τέτοιος, ώστε να υπάρχει φόβος ότι θα επαναστατούσε κάποτε εναντίον του Καίσαρα.
Λουκ. 23,3 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐπηρώτησεν αὐτὸν λέγων· σὺ(1) εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(2); ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ ἔφη· σὺ λέγεις(3).
Λουκ. 23,3 Ο δε Πιλάτος τον ηρώτησε, λέγων• “συ, είσαι βασιλεύς των Ιουδαίων;” Ο δε Ιησούς απεκρίθη και του είπε• “όπως και συ το λέγεις είμαι βασιλεύς, όχι όμως όπως οι κοσμικοί βασιλείς”.
(1) Η αντωνυμία μπαίνει μπροστά με έμφαση (p).
«Σχεδόν λέει το εξής· Εσύ ο φτωχός, ο ασήμαντος, ο γυμνός, ο αβοήθητος κατηγορείσαι ότι επιθυμείς τη βασιλεία; Και με αυτό περιγελά αυτούς που κατηγορούν αυτά τον Ιησού, αφού, τον τόσο ασήμαντο και γυμνό, τον παρουσιάζουν ψευδώς να επιχειρεί τέτοιο πράγμα, ενώ θα χρειαζόταν και πολλά χρήματα και πολλούς βοηθούς» (Θφ).
(2) Και οι 4 ευαγγελικές αφηγήσεις συναντιούνται στην ερώτηση αυτή του Πιλάτου προς τον Ιησού. Μαθαίνουμε από τον Ιωάννη, ότι ο Ιησούς ήταν μέσα στο πραιτώριο, ενώ οι Ιουδαίοι στέκονταν έξω. Ο Πιλάτος πήγαινε από αυτούς στον Ιησού και από τον Ιησού προς αυτούς (g).
(3) Όμοια με την απάντηση στο κεφ. κβ 70. Σε αυτό περιλαμβάνεται συμπτυγμένα συνομιλία μεταξύ Πιλάτου και Ιησού, που πλατύτερα εκτίθεται από τον Ιωάννη, χωρίς την οποία η αφήγηση των συνοπτικών παρουσιάζεται μόλις και μετά βίας κατανοητή. Θα ήταν ακατανόητο ο Πιλάτος να ακούσει από το στόμα του Ιησού, ότι δεχόταν την εναντίον του κατηγορία, ότι είναι βασιλιάς των Ιουδαίων και αμέσως χωρίς περαιτέρω εξέταση να διακηρύξει, ότι «καμία κατηγορία δεν βρίσκω σε αυτόν τον άνθρωπο». Αλλά μία συνομιλία με τον Ιησού έπεισε τον Πιλάτο, ότι επρόκειτο για ακίνδυνο ενθουσιαστή (p).
Η απόκριση του Κυρίου προς τον Πιλάτο θα μπορούσε να αποδοθεί και ως εξής: Ναι· είμαι όπως λες, εξουσιοδοτημένος να κυβερνήσω τον Ισραήλ· αλλά καταπολεμώντας και ανταγωνιζόμενος τους αρχιερείς και γραμματείς, οι οποίοι κατατυραννούν αυτόν στα θρησκευτικά ζητήματα. Για κανένα όμως λόγο δεν ανταγωνίζομαι τον Καίσαρα, του οποίου η κυβέρνηση αναφέρεται μόνο στα αστικά και πολιτικά συμφέροντα του Ισραήλ. Η βασιλεία του Μεσσία είναι εξ’ ολοκλήρου πνευματική και δεν αναμιγνύεται στη δικαιοδοσία του Καίσαρα.
Λουκ. 23,4 ὁ δὲ Πιλᾶτος εἶπε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ὄχλους ὅτι οὐδὲν εὑρίσκω αἴτιον(1) ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ.
Λουκ. 23,4 Ο δε Πιλάτος είπε προς τους αρχιερείς και τους όχλους, ότι “δεν ευρίσκω καμίαν ενοχή στον άνθρωπον αυτόν”.
(1) Αίτιο=αιτία. Είναι χαρακτηριστική λέξη του Λουκά και συνδυάζεται πάντοτε με άρνηση. Δες σ. 14,22· Πράξ. ιθ 40 (p). Αίτιο=ένοχο, αξιοκατάκριτο· έτσι λέγεται το αίτιος και στον Όμηρο και στον Πλάτωνα αντί για το ένοχος (δ). Το επίθετο αίτιος (αυτής ή εκείνης της πράξης), ένοχος και υπεύθυνος (αυτού ή εκείνου) έγινε ουσιαστικό (L).
Λουκ. 23,5 οἱ δὲ ἐπίσχυον(1) λέγοντες ὅτι ἀνασείει(2) τὸν λαὸν διδάσκων καθ᾿ ὅλης τῆς Ἰουδαίας, ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας(3) ἕως ὧδε(4).
Λουκ. 23,5 Αλλά αυτοί με περισσότερον πείσμα και φανατισμόν επέμεναν, λέγοντες ότι αναταράσσει τον λαόν με το να διδάσκη τα επαναστατικά του κηρύγματα, που έκαμε αρχήν από την Γαλιλαίαν και τα έφερε έως εδώ.
(1) Επίσχυον· είναι αμετάβατο και συνεπώς καμία λέξη δεν πρέπει να υπονοηθεί από έξω. Δες Α΄ Μακ. στ 6 (p)=κατηγορούσαν εντονότερα από πριν (δ). Ή, έγιναν πιο κατηγορηματικοί στις αιτιάσεις τους (p).
(2) =αναστατώνει, βάζει σε στάση εναντίον των νομίμων αρχών (δ). «Ο μεν Πιλάτος απάλλασσε τον Ιησού από κάθε κατηγορία και αυτό όχι μία φορά, αλλά τρεις· αυτοί όμως με μεγαλύτερη επιμονή έλεγαν, αναστατώνει το λαό, μαζεύοντας και άλλες αφορμές συκοφαντιών» (Κ).
(3) Από τη Γαλιλαία, την τροφό των στασιαστών (Γρότιος). «Αναστατώνει το λαό και όχι σε ένα μέρος, αλλά από μεν τη Γαλιλαία άρχισε, έφτασε όμως μέχρις εδώ περιοδεύοντας διαμέσου της Ιουδαίας. Νομίζω όμως ότι δεν ανέφεραν τη Γαλιλαία τυχαία, αλλά εξωθώντας σε φόβο τον Πιλάτο. Διότι πράγματι οι Γαλιλαίοι ήταν πάντα τέτοιοι στασιαστές που επιχειρούσαν κινήματα» (Θφ).
(4) Μπορεί να αναφέρεται ειδικά στη θριαμβευτική είσοδο στα Ιεροσόλυμα. Αλλά μπορεί να αναφέρεται και σε προηγούμενες επισκέψεις του Ιησού στην πόλη αυτή (p).
Λουκ. 23,6 Πιλᾶτος δὲ ἀκούσας Γαλιλαίαν(1) ἐπηρώτησεν εἰ ὁ ἄνθρωπος Γαλιλαῖός ἐστι,
Λουκ. 23,6 Ο δε Πιλάτος, όταν ήκουσε την λέξιν Γαλιλαία, ηρώτησε, εάν ο άνθρωπος αυτός είναι από την Γαλιλαίαν.
(1) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν το Γαλιλαίαν. Ο Πιλάτος ακούγοντας Γαλιλαία, η οποία βρισκόταν στη δικαιοδοσία του τετράρχη Ηρώδη Αντίπα, νόμισε, ότι βρήκε μέσο υπεκφυγής και ρωτά, εάν ο Σωτήρας όντως είναι Γαλιλαίος, θέλοντας να απαλλαχτεί αυτός παραπέμποντας την υπόθεση στον Ηρώδη (δ). Ταλαντευόμενος ανάμεσα στα ελατήρια της πολιτικής από τη μία και της φυσικής δικαιοσύνης από την άλλη, μεταξύ του να μη δυσαρεστήσει τους άρχοντες των Ιουδαίων από τη μία και του να ταπεινώσει την υπερηφάνεια τους από την άλλη αποσπώντας από τα χέρια τους τον αθώο Ιησού, νόμισε ότι μπορούσε να απαλλαχτεί από την ενοχλητική αυτή υπόθεση, παραπέμποντας αυτήν στον Ηρώδη (ο).
Λουκ. 23,7 καὶ ἐπιγνοὺς(1) ὅτι ἐκ τῆς ἐξουσίας Ἡρῴδου(2) ἐστίν, ἀνέπεμψεν(3) αὐτὸν πρὸς Ἡρῴδην, ὄντα καὶ αὐτὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ἐν ταύταις ταῖς ἡμέραις(4).
Λουκ. 23,7 Και όταν εξηκρίβωσε ότι ο Ιησούς είναι από την περιοχήν της δικαιοδοσίας του Ηρώδου, τον παρέπεμψεν στον Ηρώδην, ο οποίος κατά τας ημέρας αυτάς του Πάσχα ευρίσκετο και αυτός εις τα Ιεροσόλυμα
(1) Η μετοχή επιγνούς συναντιέται συχνά στο Λουκά με την έννοια του: αφού βεβαιώθηκε εξ’ ολοκλήρου. Δες Λουκ. ζ 37, Πράξ. ιθ 34,κβ 29,κδ 11,κη 1 κλπ. (p).
(2) Το ρωμαϊκό δίκαιο υπολόγιζε πολύ την καταγωγή του κατηγορουμένου, και ο Κύριος ήταν από επαρχία που υπαγόταν στη δικαιοδοσία του Ηρώδη (L).
(3) Το ρήμα χρησιμοποιείται και με την έννοια του στέλνω ψηλά, παραπέμπω σε ανώτερη εξουσία ή σε αρμόδια αρχή. Αλλά στους σ. 11,15 η σημασία του είναι στέλνω πίσω, και αυτή η έννοια μπορεί να διατηρηθεί και εδώ. Εάν ο Ιησούς από καταγωγής ανήκε στη δικαιοδοσία του Ηρώδη, το να στέλνει αυτόν στον Ηρώδη σήμαινε το να στέλνει αυτόν πάλι ή πίσω σε αυτόν· ακριβώς όπως και για τον εκ γενετής τυφλό χρησιμοποιείται το ρήμα αναβλέπω (Ιω. θ 15,18), διότι το να βλέπει κάποιος είναι φυσικό στον άνθρωπο (p).
Ο Θεός οικονόμησε έτσι το πράγμα, για να γίνει ακόμη περισσότερο ολοφάνερη η εκπλήρωση της Γραφής, όπως φαίνεται και στο Πράξ. δ 26,27, όπου η προφητεία του Δαβίδ (Ψαλμ. β 2) «οι βασιλιάδες της γης και οι άρχοντες μαζεύτηκαν στο ίδιο μέρος εναντίον του Κυρίου και εναντίον του Χριστού αυτού» ξεκάθαρα λέγεται ότι εκπληρώθηκε από τον Ηρώδη και τον Πόντιο Πιλάτο.
(4) Ο Ηρώδης βρισκόταν για τις εορτές του Πάσχα στα Ιεροσόλυμα και διέμενε πιθανώς στο ανάκτορο των Ασμοναίων, που βρισκόταν στην κορυφή του υψηλού λόφου, που δέσποζε του ναού (L).
Ο Κύριος μπροστά στον Ηρώδη
Μόνος ο Λουκάς αναφέρει το επεισόδιο αυτό και φαίνεται να είχε κάποιον γνωστό στο σπίτι του Ηρώδη, ο οποίος γνωστοποίησε σε αυτόν αυτό το γεγονός (Schleiermacher). Η Ιωάννα η σύζυγος του Χουζά (Λουκ. η 3) θα υπήρξε πιθανώς η πηγή της πληροφορίας αυτής.
Λουκ. 23,8 ὁ δὲ Ἡρῴδης ἰδὼν τὸν Ἰησοῦν ἐχάρη λίαν· ἦν γὰρ ἐξ ἱκανοῦ(1) θέλων ἰδεῖν αὐτὸν διὰ τὸ ἀκούειν αὐτὸν πολλὰ περὶ αὐτοῦ, καὶ ἤλπιζέ τι σημεῖον ἰδεῖν ὑπ᾿ αὐτοῦ γινόμενον(2).
Λουκ. 23,8 Ο δε Ηρώδης, όταν είδε τον Ιησού εχάρηκε πολύ, διότι από πολύν καιρόν ήθελε να τον ίδη, επειδή πολλά συνεχώς ήκουε δι' αυτόν και ήλπιζε, να ίδη κάποιο θαύμα να γίνεται από τον Ιησούν.
(1) Υπάρχει και η γραφή εξ ικανών χρόνων. ἦν θέλων=εξακολουθούσε να θέλει. Δηλώνεται το έντονο της επιθυμίας (p.δ).
(2) «Ο Ηρώδης… επειδή είχε την αρρώστια να θέλει να βλέπει καινούργια πράγματα… επιθυμούσε να δει κάποιο θαύμα από τον Ιησού, όχι για να πιστέψει, αλλά για να δώσει τροφή στα μάτια του· όπως ακριβώς στα θέατρα βλέπουμε τους θαυματοποιούς να φαντάζουν ότι καταπίνουν φίδια και ξίφη και τα παρόμοια, και θαυμάζουμε. Σχεδόν δηλαδή νόμιζε ότι ο Ιησούς είναι ένας τέτοιος» (Θφ).
Πόσο ταπεινά και άξια περιφρόνησης ήταν τα ελατήρια, από τα οποία κινούνταν εδώ ο Ηρώδης! Ζητούσε την εκδήλωση της θαυματουργικής ενέργειας του Ιησού όχι για κάποιο ανώτερο σκοπό, αλλά για ικανοποίηση της μάταιης περιέργειάς του (ο).
Λουκ. 23,9 ἐπηρώτα δὲ αὐτὸν ἐν λόγοις ἱκανοῖς(1)· αὐτὸς δὲ οὐδὲν ἀπεκρίνατο αὐτῷ(2).
Λουκ. 23,9 Τον ερωτούσε δε ο Ηρώδης δια πολλά και με πολλάς ερωτήσεις. Ο Ιησούς όμως δεν του έδωκε καμίαν απάντησιν.
(1) Ή «με λόγια σοφιστικά και που τον έβαζαν σε δοκιμασία» (Ζ). Ή, πιο πιθανό, οι λόγοι και οι ερωτήσεις αυτές αναφέρονταν στην αποστολή, την οποία ο Ιησούς διεκδικούσε (L). Ελπίζοντας συγχρόνως ότι για υποστήριξη των μεσσιακών του αξιώσεων θα αναγκαζόταν ο Ιησούς να τελέσει και κάποιο θαύμα (ο).
(2) «Επειδή τον ήξερε ότι ήθελε να δει θαύμα όχι για ωφέλεια, αλλά για τέρψη, και θαύμα που δεν πίστευε ότι προέρχεται από θεία δύναμη αλλά από απλή ψεύτικη θαυματοποιΐα» (Ζ) δεν απάντησε τίποτα. «Διότι γιατί πρέπει να απαντήσει σε αυτόν που δε ρωτά για να μάθει. Και γιατί πρέπει να βάλει τα μαργαριτάρια μπροστά στους χοίρους; Μάλλον λοιπόν δείγμα φιλανθρωπίας είναι το να τηρεί σιγή κανείς σε τέτοιους ανθρώπους. Διότι ο λόγος που ειπώθηκε για να μην έχει καμία ωφέλεια, είναι επιπλέον και πρόξενος μεγαλύτερης καταδίκης για αυτούς που δεν τον πρόσεξαν» (Θφ).
«Άλλωστε ούτε ήταν καιρός διδασκαλίας, ούτε ήταν πρέπον να δειχτεί η δύναμη των θαυμάτων σε αυτόν που ήθελε να δει θεαματικά πράγματα περισσότερο, παρά να δει θεϊκά θαύματα δύναμης» (Σχ.). Ο Ηρώδης θεωρούσε τον Ιησού ως ένα θέαμα αξιοπερίεργο, τέτοια όμως περιέργεια ασφαλώς δεν θα ικανοποιούνταν από τον Κύριο, όπως και η αίτηση εκείνων οι οποίοι ζητούσαν σημάδια από τον ουρανό (Λουκ. ια 29) (p).
Ο πτωχότατος ζητιάνος, ο οποίος ζήτησε θαύμα για ικανοποίηση της ανάγκης του, δεν συνάντησε άρνηση από τον Ιησού. Αλλά ο αλαζόνας αυτός βασιλιάς, ο οποίος για ικανοποίηση της περιέργειάς του ζητούσε το θαύμα, δεν εισακούστηκε. Μπορούσε προ πολλού χρόνου να δει το Χριστό και τα θαυμαστά έργα του στη Γαλιλαία, αλλά δεν θέλησε.
Για αυτό και δίκαια θα λεγόταν και για αυτόν τώρα: θα θελήσετε να δείτε αυτά και δεν θα τα δείτε. Κρύφτηκαν από τα μάτια του, διότι δεν γνώρισε την ημέρα της επίσκεψής του. Ο Ηρώδης θα νόμισε, ότι, εφόσον είχε μπροστά του δέσμιο τον Ιησού, θα μπορούσε να τον διατάξει, να ενεργήσει κάποιο θαύμα μπροστά του. Αλλά τα θαύματα δεν είναι δυνατόν να γίνονται κατά παραγγελία της ιδιοτροπίας των ανθρώπων, ούτε η παντοδυναμία του Θεού είναι δυνατόν να υποταχθεί στα κελεύσματα των ισχυρών της γης, οι οποίοι είναι σαν παιχνίδια μπροστά της.
Λουκ. 23,10 εἱστήκεισαν δὲ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ ἀρχιερεῖς εὐτόνως(1) κατηγοροῦντες αὐτοῦ.
Λουκ. 23,10 Εκεί δε κοντά εστέκοντο οι γραμματείς και οι αρχιερείς και τον κατηγορούσαν με ζωηρόν τόνον και επιμονήν.
(1) Η λέξη εύτονος από το ευ και τείνω σημαίνει πρώτον αυτό που έχει καλά τεντωθεί· το αντίθετο δηλαδή του άτονος, χαλαρωμένος· ως εύτονα σώματα ονομάζει ο Ιπποκράτης τα ισχυρά. Από αυτό λοιπόν το εύτονος κατέληξε να είναι ίσο με το ισχυρός. Ευτόνως=ισχυρά, έντονα (δ).
Λουκ. 23,11 ἐξουθενήσας(1) δὲ αὐτὸν ὁ Ἡρῴδης σὺν τοῖς στρατεύμασιν αὐτοῦ(2) καὶ ἐμπαίξας(3), περιβαλὼν αὐτὸν ἐσθῆτα λαμπρὰν(4) ἀνέπεμψεν αὐτὸν τῷ Πιλάτῳ.
Λουκ. 23,11 Ο Ηρώδης όμως, αφού τον εξηυτέλισε μαζί με τα στρατεύματά του και τον ενέπαιξε, του εφόρεσε, δια να τον ειρωνευθή και τον γελοιοποιήση, μίαν λαμπράν στολήν, και τον παρέπεμψε πάλιν στον Πιλάτον.
(1) Οι μετοχές εξασθενήσας και εμπαίξας μπαίνουν στην αρχή των προτάσεών τους με έμφαση (p). Ο Ηρώδης αφού πληγώθηκε και ταπεινώθηκε από τη σιγή του Ιησού, εκδικήθηκε με αυτήν την περιφρόνηση (g). Η περιφρόνηση αυτή παρουσιάζεται εδώ επισημότερη, επειδή προέρχεται άμεσα από τον ηγεμόνα (L) και δεν οφείλεται στην πρωτοβουλία των δούλων ή των στρατιωτών.
(2) Πιθανώς πρόκειται για τιμητική φρουρά (p), για τη σωματοφυλακή του Ηρώδη, στην οποία επιτρεπόταν να συνοδεύει αυτόν στην πρωτεύουσα (g).
(3) Άρμοζε σε αυτόν που αποκεφάλισε τον Βαπτιστή να εξευτελίσει και να εμπαίξει και τον Ιησού (p). «Μαρτυρεί όμως με αυτά που χλευάζει, ότι τίποτα άδικο δεν έπραξε ο Χριστός· διότι δεν θα έπρεπε στολή λαμπρή σε αυτόν που έπραξε ή είπε κάτι κακό» (Σχ.).
(4) Δεν είναι ταυτόσημο με το λευκή. Το επίθετο δε δηλώνει το χρώμα της στολής, αλλά την πολυτέλειά της (p). Ένδυμα παρόμοιο με εκείνο το οποίο έφεραν οι Ιουδαίοι βασιλιάδες και οι ανώτεροι Ρωμαίοι στις επίσημες περιστάσεις. Αποτελούσε αυτό παρωδία και διακωμώδηση των βασιλικών αξιώσεων του Ιησού, συγχρόνως όμως έμμεση διακήρυξη της αθωότητάς του, τουλάχιστον από άποψη πολιτική (g).
Ο Ηρώδης φαίνεται να είχε σκοπό, να δηλώσει περιφρονητικά, ότι κανείς φόβος δεν υπήρχε από έναν τέτοιο βασιλιά. Στην πραγματικότητα όμως τίμησε χωρίς να το καταλαβαίνει και να το θέλει τον Ιησού με τη στολή αυτή όπως και ο Πιλάτος ύστερα με την επιγραφή πάνω στο σταυρό (b).
Λουκ. 23,12 ἐγένοντο δὲ φίλοι(1) ὅ τε Ἡρῴδης καὶ ὁ Πιλᾶτος ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ μετ᾿ ἀλλήλων(2)· προϋπῆρχον γὰρ ἐν ἔχθρᾳ(3) ὄντες πρὸς ἑαυτούς.
Λουκ. 23,12 Έγιναν δε εξ αφορμής του γεγονότος αυτού φίλοι μεταξύ των ο Ηρώδης και ο Πιλάτος κατά την ημέραν αυτήν. Διότι προηγούμενος ευρίσκοντο εις έχθραν μεταξύ των.
(1) Παρόλο που ο Πιλάτος απέτυχε στην απόπειρα τού να μεταβιβάσει την ευθύνη της υπόθεσης του Ιησού στον Ηρώδη, όμως πέτυχε κάτι (p).
«Διότι το ότι έστειλε ο Πιλάτος προς τον Ηρώδη, αυτόν που ανήκε στη δικαιοδοσία εκείνου, φάνηκε ως αρχή φιλίας, μιας και δεν σφετερίζεται ο Πιλάτος τα προνόμια του Ηρώδη. Αλλά πρόσεξε που ο διάβολος παντού συγκεντρώνει και τους χωρισμένους, με μόνο σκοπό να ετοιμάσει το θάνατο για το Χριστό και δημιουργεί μία σύμπνοια και συμφιλιώνει και τους εχθρούς» (Θφ). Ο ιουδαϊσμός και ο εθνισμός συνασπίστηκαν κατά το χρόνο της γέννησης του Χριστιανισμού (b).
(2) «Αντί να πει μεταξύ τους» (Ζ).
(3) Αιτία της έχθρας μπορούσε να υπήρξε κάποια αμφισβήτηση για ζήτημα δικαιοδοσίας (p).
Λουκ. 23,13 Πιλᾶτος δὲ συγκαλεσάμενος τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἄρχοντας(1) καὶ τὸν λαὸν(2)
Λουκ. 23,13 Ο Πιλάτος δε, αφού εκάλεσε μαζί τους αρχιερείς και τους άρχοντας και τον λαόν,
(1) Εκτός από τους αρχιερείς στο συνέδριο παρακάθονταν και οι άρχοντες (g), οι προύχοντες και πρεσβύτεροι του λαού. Ο λαός βρισκόταν συγκεντρωμένος στην πλατεία γύρω από τους αρχηγούς του (g).
(2) Ήλπιζε ο Πιλάτος ότι θα έβρισκε το λαό ευνοϊκότερα διατεθειμένο και ότι μέσω αυτού θα επιδρούσε και στους άρχοντές του (p). Εφόσον ο Πιλάτος είχε πειστεί για την αθωότητα του Ιησού, όφειλε αμέσως να απολύσει αυτόν και όχι μόνο τούτο, αλλά και να προστατεύσει αυτόν κατά της μανίας των αρχιερέων και του όχλου. Κανένα λόγο δεν είχε να συγκαλέσει κοντά του τους αρχιερείς και το λαό, αλλά ήταν υποχρεωμένος να διαλύσει αυτούς ως ταραχοποιό σύναξη, μη επιτρέποντας ούτε να πλησιάσουν καν αυτόν.
Αλλά ο Πιλάτος ήταν ιδιοτελής ηγεμόνας. Και εφόσον καμία ιδιαίτερη εύνοια δεν συνέδεε αυτόν με τον Ιησού, ζήτησε να εξασφαλίσει το δικό του συμφέρον, το οποίο του υπαγόρευε να μην πράξει κάτι για το οποίο είτε θα μπορούσε να κατηγορηθεί στον Καίσαρα, ότι απολύει κάποιον κακοποιό και στασιαστή, είτε θα δυσαρεστούσε τα πλήθη. Αρχίζει λοιπόν τις διαπραγματεύσεις με τους κατηγόρους καταρρίπτοντας έτσι το κύρος του.
Λουκ. 23,14 εἶπε πρὸς αὐτούς· προσηνέγκατέ μοι τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὡς ἀποστρέφοντα(1) τὸν λαόν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἐνώπιον ὑμῶν(2) ἀνακρίνας(3) οὐδὲν εὗρον(4) ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ αἴτιον(5) ὧν κατηγορεῖτε(6) κατ᾿ αὐτοῦ.
Λουκ. 23,14 είπε προς αυτούς• “μου εφέρατε τον άνθρωπος αυτόν να τον δικάσω, διότι τάχα εξεγείρει τον λαό. Και ιδού εγώ τον ανέκρινα ενώπιον σας και δεν ευρήκα στον άνθρωπον αυτός καμιάν παράβασιν και ενοχήν, εις όσα τον κατηγορείτε.
(1) Αποπλανά το λαό από την υποταγή και νομιμοφροσύνη. Συγκεντρώνει τις τρεις κατηγορίες που διατυπώθηκαν στο στίχο 2 σε μία (p).
(2) Και το εγώ και το ἐνώπιον ὑμῶν μπαίνουν μπροστά με έμφαση. Μπροστά σας, ώστε αντιληφθήκατε, ότι η υπόθεση εξετάστηκε με επιμελή προσοχή (b). Το εγώ λέγεται σε αναφορά με το «αλλά ούτε ο Ηρώδης» του στίχου 15 (δ).
(3) Το ρήμα με έννοια δικαστική για δικαστική έρευνα και εξέταση χρησιμοποιείται από μόνο τον Λουκά στην Κ.Δ. Δες Πράξ. δ 9,ιβ 19,κδ 8,κη 18 (p).
(4) Σε ολοφάνερη αντίθεση με το «εύρομεν» που είπαν οι Ιουδαίοι στο στίχο 2 (p).
(5) Ή το αίτιο=αιτία· καμία δε βρήκα κατηγορία ή ενοχή, από όσες τον κατηγορείτε (p). Ή τίποτα το ένοχο, το αξιοκατάκριτο δε βρήκα στον άνθρωπο αυτόν από όσα κατηγορείτε εναντίον του (δ).
(6) Δηλαδή ότι είναι επαναστάτης και παρακινεί σε στάση το λαό (ο).
Λουκ. 23,15 ἀλλ᾿ οὐδὲ Ἡρῴδης(1)· ἀνέπεμψα γὰρ ὑμᾶς πρὸς αὐτόν(2)· καὶ ἰδοὺ οὐδὲν ἄξιον θανάτου ἐστὶ πεπραγμένον αὐτῷ(3).
Λουκ. 23,15 Αλλά ούτε και ο Ηρώδης δεν τον ευρήκε ένοχον• διότι εγώ έστειλα και σας μαζί με τον άνθρωπον αυτόν προς τον Ηρώδην και ιδού, ότι τίποτε το άξιον θανάτου δεν έχει διαπραχθή από αυτόν.
(1) Βρήκε κάτι αίτιο, ένοχο θανάτου (δ).
(2) Υπάρχει και η γραφή των αλεξανδρινών χειρογράφων «ανέπεμψε γαρ αυτόν προς ημας»=μάς τον επέστρεψε χωρίς να τον καταδικάσει. Η γραφή του κειμένου=σας απέστειλα μαζί με αυτόν προς τον Ηρώδη, ώστε μόνοι σας να διατυπώσετε τις εναντίον του κατηγορίες και να γίνετε αυτήκοοι της κρίσης του Ηρώδη (δ).
(3) Λιγότερο πιθανώς· Και να, δεν του έχει κάνει τίποτα ο Ηρώδης, το οποίο να δείχνει, ότι τον κατέκρινε ως άξιο θανάτου.
Πιο σωστά: Και να, που και κατά την κρίση εμού και κατά την κρίση του Ηρώδη τίποτα δεν έχει πραχτεί από αυτόν, τον Ιησού, άξιο θανάτου (g).
«Ούτε εγώ, λέει ο Πιλάτος, ούτε ο βασιλιάς Ηρώδης βρήκαμε κάτι ένοχο σε αυτόν. Τι θα πουν σχετικά με αυτά οι Ιουδαίοι; Οι ίδιοι οι κριτές μαρτυρούν, ότι είναι αναίτιος ο άνθρωπος· εσείς οι κατήγοροι κανέναν μάρτυρα δεν φέρατε· ποιους πρέπει να πιστεύουμε; Πω πω! Πως νικά η αλήθεια! Σιωπά ο Ιησούς και μαρτυρούν υπέρ αυτού οι εχθροί· φωνάζουν οι Ιουδαίοι και κανείς δεν επιβεβαιώνει τις φωνές» (Θφ).
Λουκ. 23,16 παιδεύσας(1) οὖν αὐτὸν ἀπολύσω(2).
Λουκ. 23,16 Λοιπόν, αφού τον βασανίσω θα τον απολύσω”.
(1) «Παίδευση λέει εδώ τη… μαστίγωση για καταπράυνση και καταστολή του θυμού τους, ώστε, αφού θεωρήσουν ότι τον νίκησαν να παύσουν την περαιτέρω μανία» (Ζ). Το παιδεύσας λέγεται σύμφωνα με το γραμματικό σχήμα που ονομάζεται Μείωση (b). Μεταχειρίζεται ελαφρά λέξη, για να εκφράσει τη δεινή φραγγέλωση που θα επιβληθεί όχι ως τιμωρία, αλλά ως ποινή που θα προειδοποιεί αυτόν, για να είναι προσεκτικότερος στο μέλλον (p).
(2) «Ήταν ένας άνθρωπος μαλακός (άτολμος) ο Πιλάτος και ελάχιστα εναντιωνόταν υπέρ της αλήθειας. Διότι φοβήθηκε τη συκοφαντία, μήπως κατηγορηθεί ότι τάχα απέλυσε τον αντάρτη» (Θφ).
Χωρίς λόγο αποφασίζει να επιβάλλει ποινή σε αυτόν. Και μάλιστα ποινή όπως αυτή της φραγγέλωσης, η οποία ενίοτε επέφερε και το θάνατο. Η πρώτη του αυτή υποχώρηση προδίδει την ασθένειά του και τον παραδίδει εκ των προτέρων στη θέληση των αντιπάλων του, οι οποίοι είναι περισσότερο αποφασιστικοί από αυτόν (g).
Ως δικαστής όφειλε να μείνει σταθερός και να εφαρμόσει το νόμο, ο οποίος απαιτούσε εξίσου και ο αθώος να προστατεύεται και ο ένοχος να μην διαφεύγει ατιμώρητος (ο). Ήταν εξίσου άδικο να μαστιγώσει τον Ιησού με φραγγέλιο, όσο και το να σταυρώσει αυτόν. Ούτε μπορούσε να δικαιολογηθεί ο Πιλάτος από το ότι προέβαινε στη φραγγέλωση, για να ικανοποιήσει τον όχλο. Ο δικαστής οφείλει να κρίνει κατά το δίκαιο και να αποδίδει δικαιοσύνη, αδιαφορώντας για αυτά που θα συμβούν.
Λουκ. 23,17 ἀνάγκην(1) δὲ εἶχεν(2) ἀπολύειν αὐτοῖς κατὰ ἑορτὴν ἕνα(3).
Λουκ. 23,17 Είχε δε υποχρέωσιν ο Πιλάτος, από κάποιο έθιμον, να απελευθερώνη χάριν του λαού κατά την εορτήν του Πάσχα ένα κρατούμενον.
(1) Αρκετοί από τους μεγαλογράμματους κώδικες και κάποιες μεταφράσεις αποσιωπούν τελείως το στίχο. Η φράση «ἀνάγκην εἶχεν» ανήκει στο ιδίωμα του Λουκά. Επιπλέον και το ότι και ο στίχος 17 και ο στίχος 18 αρχίζουν με το ΑΝ μπορούσε να δημιουργήσει λάθος στο μάτι του αντιγραφέα.
(2) Ανάγκην είχε= υποχρεωνόταν σύμφωνα με τη συνήθεια (δ). Το έθιμο να απολύεται κατά το Πάσχα ένας από τους εγκληματίες με την μακρά και αμετάβλητη τήρησή του είχε αποβεί σταθερή και αναγκαία συνήθεια, που δεν μπορούσε να αθετηθεί (ο).
(3) (Δες Ματθ. κζ 15). Και το ότι θα απέλυε τον Ιησού κατά το έθος αυτό, αποτελούσε σοβαρή παραβίαση του δικαίου. Ο Χριστός θα απολυόταν ως κακοποιός, στον οποίο απονεμόταν χάρη, το οποίο για τον αναμάρτητο θα αποτελούσε στιγματισμό βαρύτατο.
Λουκ. 23,18 ἀνέκραξαν(1) δὲ παμπληθεὶ(2) λέγοντες· αἶρε τοῦτον(3), ἀπόλυσον δὲ ἡμῖν Βαραββᾶν(4)·
Λουκ. 23,18 Εφώναξαν δε δυνατά όλον το πλήθος μαζί, άρχοντες και λαός, λέγοντες• “φόνευσε αυτόν, να μας αφήσης ελεύθερον τον Βαραββάν”.
(1) Υπάρχει και η γραφή ανέκραγον. Η σύνδεση με τα παραπάνω. Εάν μεν ο σ. 17 είναι αυθεντικός συνδέεται αυτός με το απολύσω του σ. 16 = θα τον απολύσω, αφού άλλωστε είμαι υποχρεωμένος από το έθιμο να σάς απολύσω έναν κατά την εορτή. Φώναξαν όμως όλο το πλήθος… Εάν ο σ. 17 δεν είναι αυθεντικός το αίτημα του λαού «απόλυσε σε μας τον Βαραββά» συνδέεται άμεσα με το απολύσω του σ. 16 (g).
(2) Λέγεται μία φορά=από όλο το πλήθος με μία φωνή (δ).
(3) Σήκωσέ αυτόν (από τη μέση), παράδωσέ τον σε θάνατο (δ).
(4) «Οι Ιουδαίοι που φρονούσαν και έπρατταν τα των ληστών και που έκαναν σπήλαιο ληστών τον οίκο του Θεού και για αυτό διώχτηκαν από αυτόν από τον Ιησού, για μεν το ληστή Βαραββά φώναζαν· απόλυσε σε μας τον Βαραββά· ενώ για τον σωτήρα της οικουμένης· σταύρωσε, σταύρωσε αυτόν. Για αυτό ακριβώς μέχρι σήμερα οι Ιουδαίοι, τον Ιησού μεν δεν τον έχουν… έχουν όμως μαζί τους τον ληστή Βαραββά από τα πνεύματα της πονηρίας, τον οποίο τώρα κρατημένο και στη φυλακή βαλμένο αξίωσαν να απολυθεί εναντίον τους. Για αυτό εξουσιάζει στους άπιστους Ιουδαίους ο Βαραββάς ο ληστής» (Ω).
Λουκ. 23,19 ὅστις(1) ἦν διὰ στάσιν τινὰ γενομένην ἐν τῇ πόλει καὶ φόνον(2) βεβλημένος(3) εἰς τὴν φυλακήν.
Λουκ. 23,19 ο οποίος Βαραββάς είχε ριφθή εις την φυλακήν δια κάποιαν στάσιν, που έγινε εις την πόλιν και δια φόνον.
(1) Για τον Βαραββά μπορούσαν να πουν σε κάποιο βαθμό αλήθειας, ότι «αυτόν βρήκαμε ότι διαστρέφει το έθνος» (σ. 2). Όχι διότι αυτός προκάλεσε τη στάση, αλλά διότι σε αυτήν «όταν έγινε» είχε λάβει μέρος (p).
(2) Η κάπως απότομη προσθήκη της λέξης αυτής συνηγορεί μάλλον υπέρ του ότι το έγκλημα του φόνου δεν έγινε στη στάση, αλλά είχε διαπραχθεί από τον Βαραββά σε άλλη εποχή (p). Ο Βαραββάς λοιπόν κατηγορούνταν και για φόνο, δηλαδή για πράξη η οποία μεταξύ των ανθρώπων θεωρείται ως η λιγότερο από κάθε άλλη παρεκτροπή άξια συγγνώμης.
(3) Υπάρχει και η γραφή βληθείς· ἦν βληθείς είναι φράση σπάνια αλλά όχι ασυνήθιστη στην κοινή γλώσσα (L).
Λουκ. 23,20 πάλιν οὖν ὁ Πιλᾶτος προσεφώνησε(1), θέλων ἀπολῦσαι τὸν Ἰησοῦν.
Λουκ. 23,20 Πάλιν λοιπόν ο Πιλάτος ωμίλησε προς τον λαόν, διότι ήθελε να απολύση τον Ιησούν.
(1) Το περιεχόμενο της προσφώνησης αυτής του Πιλάτου δεν αναφέρεται, συμπεραίνεται όμως από την ακόλουθη φράση του στίχου. Ο Πιλάτος εμποδίστηκε να ολοκληρώσει τη σκέψη του αφού διακόπηκε από τις κραυγές του πλήθους (g). Υπάρχει και η γραφή προσεφώνησε αὐτοῖς.
Λουκ. 23,21 οἱ δὲ ἐπεφώνουν(1) λέγοντες· σταύρωσον σταύρωσον(2) αὐτόν(3).
Λουκ. 23,21 Αυτοί όμως εις απάντησιν εφώναζαν δυνατά λέγοντες• “σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν”.
(1) Έχει τη σημασία του κραυγάζω συνήθως σε απάντηση λόγου που προηγήθηκε, ο οποίος συνέβη είτε για επευφημία (Πράξ. ιβ 22) είτε για αποδοκιμασία (Πράξ. κβ 24) (L).
(2) Υπάρχει και η γραφή σταύρου σταύρου από το ενεργητικό σταυρόω (δ). Και κατά τα 4 ευαγγέλια οι φωνές του λαού που αναφέρονται στη σταύρωση του Κυρίου έγιναν, όταν ο Πιλάτος επρόκειτο να απολύσει τον Ιησού λόγω της γιορτής (p).
Δεν θέλουν απλώς να θανατωθεί, αλλά και ο θάνατός του να είναι άτιμος και σκληρός. Αυτό δηλώνει το «σταύρωσε, σταύρωσε αυτόν». Ο σταυρικός θάνατος ήταν η ποινή των αποβλήτων εθνικών, από την οποία απαλλάσσονταν οι ρωμαίοι πολίτες. Το σταύρωσε αυτόν λοιπόν σημαίνει θανάτωσέ τον με το σκληρότερο και χειρότερο των θανάτων· με το θάνατο, ο οποίος είναι συνδεδεμένος με την κατάρα· με τον θάνατο, ο οποίος θα αποκηρύξει αυτόν όχι απλώς και μόνο ως απόβλητο του Ισραήλ, αλλά ως απόβλητο και αυτών ακόμη των ειδωλολατρών.
(3) Ο άνθρωπος μπαίνει προ του διλήμματος ή να αρνηθεί τον εαυτό του ή να αρνηθεί το Χριστό· ή να απορρίψει τις δικές του αξιώσεις για το ότι ο ίδιος στον εαυτό του μπορεί να αποβεί σωτήρας ή να απορρίψει τις αξιώσεις του Χριστού· ή να σταυρώσει τη σάρκα του ή να σταυρώσει το Χριστό. Αυτός που προτιμά τον εαυτό του και τη σάρκα του, στο τέλος θα φωνάξει μαζί με τους Ιουδαίους «σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν».
Λουκ. 23,22 ὁ δὲ τρίτον εἶπε πρὸς αὐτούς· τί γὰρ(1) κακὸν ἐποίησεν οὗτος; οὐδὲν ἄξιον θανάτου(2) εὗρον ἐν αὐτῷ· παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω(3).
Λουκ. 23,22 Ο δε Πιλάτος δια τρίτην φοράν είπεν εις αυτούς• “διατί να τον σταυρώσω; Ποίον κακόν έπραξε αυτός; Τίποτε το άξιον θανάτου δεν εύρηκα εις αυτόν. Θα τον μαστιγώσω λοιπόν και θα τον απολύσω”.
(1) Η φράση «Τι γαρ…» βρίσκεται η ίδια και στους τρεις συνοπτικούς. Το γαρ σημαίνει: Αδύνατον να τον σταυρώσω, διότι τι κακό έκανε; (p). Ή: Να τον σταυρώσω; Διότι έκανε… ποιο κακό; (g). Η πρώτη εκδοχή πιο φυσική.
(2) Προηγουμένως είπε γενικά: κανένα αίτιο, χωρίς κάποιον περιορισμό (σ. 4,14). Στην αδυναμία του όμως ο Πιλάτος αφού κάμφθηκε αρχίζει να παραδέχεται: Καλά, ίσως μπορεί να είναι ένοχος σε κάτι· δεν είναι όμως και ένοχος θανάτου (p).
(3) Και πάλι προτείνει να υποβάλλει αυτόν στη φραγγέλωση. Ίσως λοιπόν εδώ πρέπει να τοποθετηθεί η σκηνή της φραγγέλωσης, όπως αφηγείται αυτήν ο Ιωάννης. Πριν ακόμη εκδοθεί η απόφαση του να σταυρωθεί παραδίδει τον Ιησού ο Πιλάτος στην τιμωρία αυτή ελπίζοντας, ότι όταν οι Ιουδαίοι θα έβλεπαν τον Ιησού ωχρό και αιμόφυρτο, θα κάμπτονταν αν όχι όλοι, τουλάχιστον οι μετριότεροι από αυτούς, και έτσι θα αποφευγόταν το δράμα της σταύρωσης (g).
Λουκ. 23,23 οἱ δὲ ἐπέκειντο φωναῖς μεγάλαις(1) αἰτούμενοι αὐτὸν σταυρωθῆναι, καὶ κατίσχυον αἱ φωναὶ αὐτῶν καὶ τῶν ἀρχιερέων(2).
Λουκ. 23,23 Αυτοί δε μαινόμενοι επέμεναν με μεγάλας φωνάς και εζητούσαν να σταυρωθή. Και αι φωναί αυτών και των αρχιερέων υπερίσχυαν και εσκέπαζαν τα λόγια του Πιλάτου.
(1) Επέμεναν με μεγάλες φωνές. Όσο περισσότερο η μανία του πλήθους συναντά υποχωρητικότητα και όχι πυγμή σιδηρά, τόσο βιαιότερη και περισσότερο ασυγκράτητη γίνεται.
(2) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν το «και των αρχιερέων». Λησμονώντας αυτοί και την κοινή ευπρέπεια, αναμίγνυαν και τις φωνές τους με τις κραυγές του όχλου (b).
Λουκ. 23,24 ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐπέκρινε(1) γενέσθαι τὸ αἴτημα(2) αὐτῶν,
Λουκ. 23,24 Ο δε Πιλάτος απεφάσισε οριστικώς να γίνη το αίτημα των.
Λουκ. 23,25 ἀπέλυσε(3) δὲ αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν τὸν διὰ στάσιν καὶ φόνον βεβλημένον εἰς τὴν φυλακήν(4), ὃν ᾐτοῦντο, τὸν δὲ Ἰησοῦν παρέδωκε(5) τῷ θελήματι(6) αὐτῶν.
Λουκ. 23,25 Αφήκε δε προς χάριν αυτών ελεύθερον τον Βαραββάν, ο οποίος ήτο φυλακισμένος δια στάσιν και φόνον και του οποίου την απόλυσιν εζητούσαν εκείνοι, τον δε Ιησούν παρέδωκε, σύμφωνα με το θέλημά των, να σταυρωθή.
(1) Το επικρίνω λέγεται μία φορά=εκφέρω απόφαση, με την κρίση μου επιδοκιμάζω (Grimm)· τελεσίδικα έκρινε ο Πιλάτος (δ)· επικύρωσε την απόφασή τους· οι αρχιερείς είχαν εκδώσει προηγούμενη απόφαση (b).
(2) Όπως φαίνεται από τον ακόλουθο στίχο το αίτημα αυτό δεν ήταν μόνο η σταύρωση του Κυρίου, αλλά και η απόλυση του Βαραββά (L).
(3) Απέλυσε… παρέδωκεν. Η τραγική αυτή αντίθεση βρίσκεται και στους τρεις συνοπτικούς (p).
(4) Η αναφορά και πάλι του εγκλήματος του Βαραββά γίνεται, για να τονιστεί όχι μόνο το αμάρτημα του Πιλάτου, αλλά πολύ περισσότερο αυτό του λαού, ο οποίος ζητούσε την απόλυση του Βαραββά («τον οποίον ζητούσαν») (L).
(5) Παρέδωσε στο θέλημά τους. Με αυτό τονίζεται δυνατά η χαλαρότητα του κριτή, ο οποίος με την πράξη του αυτή παραβαίνει το καθήκον, το οποίο έχει να προστατεύει την αθωότητα (g).
(6) «Θέλημά τους ήταν το να σταυρωθεί» (Ζ).= Τους τον παρέδωσε να τον κάνουν ό,τι ήθελαν ή θα ήταν δυνατόν να θελήσουν (b).
Η οδός προς τον Γολγοθά
Λουκ. 23,26 Καὶ ὡς ἀπήγαγον(1) αὐτόν, ἐπιλαβόμενοι Σίμωνός τινος Κυρηναίου(2), ἐρχομένου ἀπ᾿ ἀγροῦ, ἐπέθηκαν αὐτῷ(3) τὸν σταυρὸν φέρειν ὀπίσω τοῦ Ἰησοῦ.
Λουκ. 23,26 Και όταν τον επήγαιναν προς τον Γολγοθάν, έπιασαν κάποιον Σίμωνα Κυρηναίον, που ήρχετο από το χωράφι, του εφόρτωσαν τον σταυρόν να τον φέρη πίσω από τον Ιησούν.
(1) Οι στρατιώτες κυρίως, διότι για αυτούς μιλά ο Λουκάς στο σ. 36 και 48 και αυτοί μπορούσαν και να αγγαρεύσουν το Σίμωνα (L). Είναι αξιοσημείωτο με πόση βιασύνη ενήργησαν οι εχθροί του Κυρίου, για να προλάβουν κάθε εκδήλωση εκ μέρους των φίλων του. Πολύ πρωί οδηγήθηκε ο Ιησούς μπροστά στο συνέδριο και έπειτα μπροστά στον Πιλάτο, μπροστά στον Ηρώδη και πάλι μπροστά στον Πιλάτο.
Επιπλέον φαίνεται να διεξήχθη μακροχρόνια πάλη ανάμεσα στον Πιλάτο, που επιχειρούσε να ελευθερώσει τον Ιησού, και στο λαό που αξίωνε το θάνατό του. Έπειτα φραγγελώθηκε ο Ιησούς και εμπαίχτηκε από τους στρατιώτες και έβαλαν στο κεφάλι του και το αγκάθινο στεφάνι. Και όλα αυτά συντελέστηκαν μέσα σε τέσσερεις ή το πολύ πέντε ώρες, διότι σταυρώθηκε μεταξύ της ενάτης πρωινής και της δωδεκάτης. Οι εχθροί του Ιησού πρόσεξαν πολύ, πώς να μη χάσουν ούτε λεπτό χρόνου.
(2) Κυρήνη ήταν η πρωτεύουσα της περιφέρειας (η σημερινή Τρίπολη), και φαίνεται αυτό πρώτον μεν από το όνομα Κυρηναϊκή, που αναφερόταν στην όλη χώρα, και έπειτα και από το Πράξ. β 10. Ο Σίμων αυτός πιθανώς να ήταν μέλος της συναγωγής των Κυρηναίων στην Ιερουσαλήμ (Πράξ. στ 9). Κάποιοι ταύτισαν αυτόν με τον Συμεών τον επικαλούμενο Νίγερ, ο οποίος αναφέρεται μαζί με τον Λούκιο τον Κυρηναίο (Πράξ. ιγ 1). Αλλά το όνομα Σίμων ή Συμεών ήταν πολύ συνηθισμένο και ο Λουκάς πιθανότατα θα έδινε τον ίδιο προσδιορισμό και το ίδιο όνομα (Σίμων αντί Συμεών, Κυρηναίος αντί Νίγερ) και στα δύο βιβλία, εάν επρόκειτο για το ίδιο πρόσωπο (p).
(3) «Στον Σίμωνα τον Κυρηναίο, λέει, φόρτωσαν το σταυρό του. Άλλος όμως από τους αγίους ευαγγελιστές είπε, ότι και ο ίδιος ο Ιησούς βάσταξε τον σταυρό. Και είναι οπωσδήποτε αλήθεια και αυτό και εκείνο. Γιατί φορτώθηκε βέβαια ο Σωτήρας το σταυρό, ίσως όμως στη μέση του δρόμου συνάντησαν τον Κυρηναίο, τον οποίο κράτησαν και φόρτωσαν τον σταυρό σε αυτόν» (Κ).
Λουκ. 23,27 ἠκολούθει δὲ αὐτῷ πολὺ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ γυναικῶν(1) αἳ καὶ ἐκόπτοντο καὶ ἐθρήνουν(2) αὐτόν.
Λουκ. 23,27 Τον ακολουθούσε δε πολύ πλήθος λαού και γυναικών, αι οποίαι εκτυπούσαν το στήθος και την κεφαλήν των και εθρηνούσαν δι’ αυτόν.
(1) Οι γυναίκες αυτές πιθανότατα δεν είναι εκείνες, οι οποίες διακόνησαν αυτόν από τα υπάρχοντά τους (Λουκ. η 1-3), αλλά γυναίκες της Ιερουσαλήμ που έδειχναν συμπάθεια για το σκληρό πάθημά του. Είναι αξιοσημείωτο ότι στα ευαγγέλια δεν αναφέρεται κάποια περίπτωση γυναίκας που να είχε εχθρική διάθεση ή να εκδηλώθηκε με δυσμένεια εναντίον του Ιησού (p).
«Ακολουθούσαν κλαίγοντας οι γυναίκες… Γιατί το γυναικείο γένος ρέπει πάντοτε προς τα δάκρυα και έχει το νου τους ευαίσθητο προς ευσπλαχνία» (Κ).
«Θρηνούν φανερώνοντας τη συμπάθειά τους και κλαίγοντας για την αδικία» (Θφ). Ο θάνατος του Χριστού μπορεί να κινεί τη συμπάθεια και σε ανθρώπους, οι οποίοι δεν τον πιστεύουν ως Θεό, ούτε τού είναι εκ βάθους ψυχής αφοσιωμένοι. Πολλοί τον έκλαψαν και τον κλαίνε, μολονότι δεν τον αγαπούν πάνω από όλα τα άλλα πάνω στη γη.
(2) Το κόπτομαι αναφέρεται κυρίως στις κινήσεις των χεριών, ενώ το θρηνώ αναφέρεται στα κλάματα των ματιών και στο θλιβερό τόνο της φωνής (b).
Λουκ. 23,28 στραφεὶς(1) δὲ πρὸς αὐτὰς ὁ Ἰησοῦς εἶπε(2)· θυγατέρες Ἱερουσαλήμ(3), μὴ κλαίετε ἐπ᾿ ἐμέ, πλὴν ἐφ᾿ ἑαυτὰς κλαίετε(4) καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ὑμῶν(5).
Λουκ. 23,28 Ο δε Ιησούς αφού εγύρισε προς αυτάς είπε• “θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε δι' εμέ, αλλά κλαίετε δια τον εαυτόν σας και τα τέκνα σας.
(1) Αφού ακολουθούσαν, στράφηκε. Θα ήταν όμως πολύ δύσκολο να στραφεί, εάν εξακολουθούσε να βαστάζει το σταυρό (p).
(2) Τα ακόλουθα λόγια του Κυρίου μαρτυρούν, ότι και κατά την τρομερή αυτή στιγμή έχει λησμονήσει ολότελα τον εαυτό του, φροντίζοντας και ενδιαφερόμενος για τους άλλους (g).
(3) Θυγατέρες Ιερουσαλήμ=κάτοικοι της Ιερουσαλήμ. Δες Ησ. λζ 22, Σοφονίας γ 14, Ιερεμίας κστ (μστ) 19, Ιεζεκ. ιστ 46 (p).
(4) Πρέπει να σημειωθεί το σχήμα χιαστί («μην κλαίτε για μένα-κλαίτε για σας) στο οποίο γίνεται πολύ εμφατική αντίθεση ανάμεσα στο εμένα και στο εσάς. Το πάθημα το δικό του θα είναι σύντομο και θα γίνει οδός προς τη δόξα. Το δικό τους όμως θα είναι παρατεταμένο και θα καταλήξει σε ντροπή και όλεθρο. Ο Κύριος δεν κατηγορεί τη συμπάθεια και την εκδηλούμενη συγκίνηση των γυναικών αυτών, σαν να έκαναν αυτές τώρα κάτι κακό. Απλώς και μόνο εφιστά σε αυτές την προσοχή σε κάτι άλλο που απειλούσε και αυτές και τα παιδιά τους, για το οποίο υπήρχε πολύ μεγαλύτερος λόγος για να κλαίνε (p).
«Τις συμβουλεύει να βλέπουν τα μελλοντικά κακά και για εκείνα να θρηνούν» (Θφ). Το κλαίετε και το ακόλουθο ιδού (σ. 29) δηλώνουν, ότι η τιμωρία πλησίαζε και ήταν επί θύραις. Λέει σε αυτές το κλαίετε ο Ιησούς, ο οποίος πριν λίγες ημέρες έκλαυσε και αυτός για την πόλη και όχι για τον εαυτό του (b). Όταν πριν λίγες ώρες στο υπερώο, όπου έγινε ο μυστικός Δείπνος, θλίβονταν οι μαθητές για τον επικείμενο χωρισμό του Διδασκάλου, αυτός τους παρηγορούσε και τους βεβαίωνε, ότι πάλι θα έβλεπαν αυτόν και θα χαιρόταν η καρδιά τους (Ιω. ιστ 22).
Αλλά τώρα όταν οι κάτοικοι αυτές της Ιερουσαλήμ τον θρηνούν παρακινούμενες από συμπάθεια και από οίκτο μάλλον κοσμικό, ζητά να στρέψει προς άλλη κατεύθυνση τους θρήνους τους. Οι θυγατέρες και κάτοικοι Σιών, οι οποίες ομολογούν και εγκολπώνονται το Χριστό ως βασιλιά τους, χαίρονται και αγάλλονται για αυτόν, διότι έρχεται να σώσει αυτές. Αλλά οι θυγατέρες Ιερουσαλήμ οι οποίες κλαίνε για αυτόν, αλλά δεν τον εγκολπώθηκαν ως βασιλιά τους, ας θρηνούν και ας τρέμουν σκεπτόμενες, ότι μετά από λίγο έρχεται για να κρίνει αυτές. Μέσω των θρήνων αυτών υπάρχει κάποια ελπίδα να τον γνωρίσουν και ως βασιλιά τους, πριν ακόμη ξεσπάσει και πάνω στα κεφάλια τους η οργή του.
(5) Όταν με μάτι πίστεως ατενίζουμε στον εσταυρωμένο Χριστό, πρέπει να κλαίμε όχι για αυτόν, αλλά για τους εαυτούς μας και τα παιδιά μας. Δεν πρέπει να είναι η στάση μας απέναντι στο θάνατο του Χριστού, όπως και απέναντι στο θάνατο κάποιου κοινού προσώπου, στου οποίου τη δυστυχία και συμφορά δοκιμάζουμε συμπάθεια και οίκτο, ή όπως και απέναντι στο θάνατο κάποιου κοινού φίλου, για τον οποίο θα επιθυμούσαμε πολύ να ζει και να μην πεθάνει.
Ο θάνατος του Χριστού έχει κάτι το μοναδικά ιδιαίτερο, διότι υπήρξε η νίκη του και ο θρίαμβός του κατά των εχθρών του και η απολύτρωσή μας και η εξασφάλιση της αιώνιας ζωής για εμάς. Για αυτό λοιπόν δεν πρέπει να κλαίμε για αυτόν, αλλά για τις αμαρτίες μας και τις αμαρτίες των παιδιών μας, οι οποίες έγιναν οι αιτίες του θανάτου του. Να κλαίμε ακόμη από φόβο, μήπως υποστούμε τρομερά δεινά και τιμωρίες, εάν περιφρονήσουμε την αγάπη του και απορρίψουμε τη χάρη του, όπως οι Ιουδαίοι, οι οποίοι για αυτό οδηγήθηκαν στον όλεθρο.
Όπως όμως δεν πρέπει να κλαίμε το Χριστό, ο οποίος με το θάνατό του μπήκε στην αιώνια δόξα, έτσι δεν πρέπει να κλαίμε και τους συγγενείς και φίλους μας που πεθαίνουν εν Κυρίω και τελειώθηκαν με αγιότητα, διότι και αυτοί μπαίνουν στην αιώνια δόξα και χαρά. Ας κλαίμε μάλλον τους εαυτούς μας και τα παιδιά μας, διότι αφηνόμαστε πίσω τους σε ένα κόσμο γεμάτο από αμαρτίες και θλίψεις και παγίδες.
Λουκ. 23,29 ὅτι ἰδοὺ ἔρχονται ἡμέραι(1) ἐν αἷς ἐροῦσι· μακάριαι αἱ στεῖραι καὶ κοιλίαι αἳ οὐκ ἐγέννησαν(2), καὶ μαστοὶ οἳ οὐκ ἐθήλασαν.
Λουκ. 23,29 Διότι ιδού έρχονται ημέραι, κατά τας οποίας θα είπουν• καλότυχες είναι οι στείρες γυναίκες και αι κοιλίαι που δεν εγέννησαν και οι μαστοί που δεν εθήλασαν βρέφη.
(1) «Ημέρες λέει αυτές της πολιορκίας και άλωσης των Ιεροσολύμων» (Ζ).
(2) Κατά κανόνα στους Ιουδαίους οι στείρες και άτεκνες θεωρούνταν αξιοθρήνητες ή περιφρονημένες. Δες και Λουκ. α 25,36. Αλλά και κατά τους φοβερούς αυτούς χρόνους οι στείρες θα μακαρίζονται (p). «Θα μακαριστούν, λέει, από αυτές που γέννησαν, όσες δεν γέννησαν, επειδή δεν θα ακούνε ούτε θα βλέπουν τις ποικίλες σφαγές των παιδιών τους, όπως αυτές» (Ζ).
Ενώ συνήθως αυτές που δεν είχαν παιδιά ζήλευαν αυτές που είχαν, όπως η Ραχήλ φθονούσε την Λεία, τώρα αυτές που έχουν παιδιά, θα βρουν αυτά τέτοιο φορτίο κατά την ώρα της διαφυγής και τέτοια αιτία θλίψης, όταν θα βλέπουν αυτά να λιποθυμούν και να πεθαίνουν από πείνα ή να σφάζονται με μαχαίρι, ώστε θα μακαρίζουν αυτές που δεν έχουν παιδιά.
Λουκ. 23,30 τότε ἄρξονται(1) λέγειν(2) τοῖς ὄρεσι, πέσετε ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ τοῖς βουνοῖς, καλύψατε ἡμᾶς(3)·
Λουκ. 23,30 Τότε θ' αρχίσουν να λέγουν εις τα όρη• πέσατε επάνω μας• και εις τα βουνά• σκεπάσατέ μας με το βάρος σας, δια να αποθάνωμεν μίαν ώραν ενωρίτερα.
(1) Ο πληθυσμός γενικά και όχι μόνο οι γυναίκες (p).
(2) Τα ακόλουθα λόγια θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως παράθεση από το Ωσηέ ι 8 («και θα πουν στα όρη· καλύψτε μας, και στα βουνά· πέστε πάνω μας»). Αλλά γιατί ο Κύριος δεν θα χρησιμοποιούσε ασχέτως με τα λόγια του Ωσηέ την εικόνα αυτή, η οποία ίσως κυκλοφορούσε και ως παροιμία στο λαό και η οποία άλλωστε ξαναβρίσκεται και στο Αποκάλυψη στ 16; (L). «Θα αρχίσουν να τα λένε αυτά οι Ιουδαίοι, επειδή δεν θα αντέχουν τα αξεπέραστα δεινά και από την πολιορκία των Ρωμαίων και από την αρρώστια και από την εμφύλια σύρραξη» (Ζ).
(3) Η εκφραζόμενη ευχή είναι να πέσουν τα όρη και τα βουνά πάνω τους όχι για να τους κρύψουν και να τους προστατέψουν, αλλά για να τους φονεύσουν. Ο θάνατος θα είναι προτιμότερος από αυτόν τον τρόμο και την αθλιότητα εκείνη (p).
Συχνά άνθρωποι θάφτηκαν ζωντανοί από όρη και καταπτώσεις όγκων χώματος. Θάνατος φοβερός και που προκαλεί τον αποτροπιασμό. Πόσο φοβερές λοιπόν θα είναι οι ημέρες εκείνες, όταν για αποφυγή αυτών επιθυμείται ως κάτι ευκταίο και επιθυμητό ο αποτρόπαιος αυτός θάνατος! (b). Όσοι δεν προσφεύγουν στο Χριστό και δεν έχουν αυτόν ως καταφύγιο, μάταια θα επικαλούνται τα όρη να πέσουν πάνω τους και να τους καταπλακώσουν για διαφυγή από την οργή του.
Λουκ. 23,31 ὅτι(1) εἰ ἐν τῷ ὑγρῷ ξύλῳ ταῦτα ποιοῦσιν, ἐν τῷ ξηρῷ τί γένηται(2);
Λουκ. 23,31 Διότι εάν στο χλωρόν δένδρον κάνουν αυτά οι Ρωμαίοι, στο ξηρόν τι θα συμβή;
(1) Αιτιολογικό. Αυτά τα τρομερά γεγονότα θα επέλθουν διότι… (p).
(2) Επιχείρημα από την ισχυρότερη έννοια. Παρόμοια η σημασία και στο Παροιμ. ια 31 και Α΄ Πέτρ. δ 17,18. Η εφαρμογή του λόγου αυτού έγινε με διάφορους τρόπους και με πολλές σημασίες. Έτσι μπορεί να θεωρηθεί με την εξής έννοια: Εάν οι Ρωμαίοι μεταχειρίζονται έτσι εμένα, τον οποίο βρήκαν αθώο, πώς θα μεταχειριστούν εκείνους, οι οποίοι θα είναι αποστάτες και ένοχοι; (p).
Ή, όταν η δικαιοσύνη του Θεού φαίνεται κατά κρίση μυστηριώδη και ακατανόητη στους πολλούς να πλήττει έναν αθώο, πώς θα μεταχειριστεί τους ένοχους; Κυρίως η εικόνα παρουσιάζει πρόσωπο, το οποίο έχει τη διάθεση όχι απλώς να κάψει αδιάκριτα (όπως στο Ιεζεκιήλ κ 47), αλλά να φέρει σε πέρας την απόφασή του, να ανάψει φωτιά αρχίζοντας και από αυτά τα χλωρά ξύλα (L).
Αξιολογότατη και κάθε προσοχής άξια και η επόμενη ερμηνεία: «Δέντρο χλωρό λέει τον εαυτό του λόγω της θείας ζωής που υπάρχει μέσα στο σώμα του που είναι αμάραντη και ακατάλυτη και επειδή αυτό το δέντρο είναι πολύκαρπο και ευθαλές… Αυτό που λέει λοιπόν, τέτοια σημασία έχει» (Σχ).
Εάν εκείνος, ο οποίος δεν γνώρισε αμαρτία, υποφέρει έτσι, πόσο μάλλον θα υποφέρει ο πονηρός και αμαρτωλός; Τα παθήματα του Κυρίου λένε σε μας: Μάθε τι είναι η αμαρτία βλέποντας τον αναμάρτητο να πάσχει για αυτήν. Εάν το χλωρό δέντρο κατακάηκε με τέτοιο τρόπο στο Γολγοθά, πόσο μάλλον θα κατακαεί το ξηρό δέντρο; «Εάν σε εμένα, που έχω θεία ζωή, κάνουν αυτά οι Ρωμαίοι παρακινημένοι από τους Ιουδαίους, σε εσάς, που έχετε κτήμα σας τη νέκρωση από την αμαρτία, τι θα γίνει από αυτούς; (Ζ).
«Διότι, εάν μεν είχατε κάποια ζωτική ενέργεια του αγαθού, ίσως λοιπόν να μπορούσατε να αξιωθείτε κάποιας λύπης μέτριας βεβαίως· τώρα όμως θα παραδοθείτε σε καύση και σε καταστροφή σαν ξερό δέντρο» (Θφ).
«Διότι θα κατακάψουν τον Ισραήλ, δηλαδή θα εισπράξουν τις καταδίκες για τη δυσσέβειά τους προς το Χριστό» (Κ). Όταν λαμβάνουμε υπ’ όψη τα σκληρά παθήματα του Κυρίου μας Ιησού, πρέπει να στεκόμαστε έμφοβοι μπροστά στη δικαιοσύνη του Θεού και να τρέμουμε μπροστά της. Οι μεγαλύτεροι των αγίων συγκρινόμενοι με το Χριστό είναι δέντρα ξηρά. Εάν αυτός υπέφερε, πώς είναι δυνατόν να μην υποφέρουν και αυτοί; Αλλά και ποια σε αυτήν την περίπτωση θα είναι η καταδίκη των αμαρτωλών;
Λουκ. 23,32 Ἤγοντο δὲ καὶ ἕτεροι δύο κακοῦργοι(1) σὺν αὐτῷ ἀναιρεθῆναι.
Λουκ. 23,32 Ωδηγούντο δε στον τόπον της σταυρώσεως και άλλοι δύο, οι οποίοι ήσαν κακούργοι, δια να θανατωθούν μαζί με αυτόν.
(1) Υπάρχει και η γραφή έτεροι κακούργοι δύο. Ήταν αυτοί ληστές. Δες Ματθ. κζ 38,44· Μάρκ. ιε 27. Η ιεραρχία των Ιουδαίων ίσως συντέλεσε να συσταυρωθούν μαζί με τον Ιησού για να εμφανίζεται έτσι, ότι παρόμοιο υπήρξε και το έγκλημα αυτού (p). Οι δύο αυτοί κακοποιοί ήταν πιθανώς σύντροφοι του Βαραββά (g). «Επειδή ήθελε ο διάβολος να κατασκευάσει κακή ιδέα για τον Κύριο, έκανε να συσταυρωθούν με αυτόν ληστές. Αλλά… αυτό έγινε μάλλον για μεγαλύτερη δόξα του Κυρίου. Διότι των μεν ληστών οι σταυροί ούτε που αναζητήθηκαν, ενώ από το σταυρό αυτού όλος ο κόσμος έχει κρεμαστεί. Και φαίνεται ολοφάνερα από εδώ, ότι ο Κύριος δεν είναι παράνομος, όπως οι ληστές, αλλά αρχηγός κάθε δικαιοσύνης» (Θφ).
Η σταύρωση (κγ 33-38)
Η αφήγηση του Λουκά είναι κατ’ ουσίαν η ίδια με αυτές στα Ματθ. κζ 33-44 και Μάρκ. ιε 22-32 (δες τις εκεί σημειώσεις). Έχει παρόλ’ αυτά και ιδιαίτερα ανεξάρτητα τελείως χαρακτηριστικά (p). Έτσι από τους επτά λόγους, τους οποίους ο Κύριος είπε στο σταυρό, οι τρεις αναφέρονται από μόνο τον Λουκά και αποκλειστικά από αυτόν (g).
Λουκ. 23,33 Καὶ ὅτε ἀπῆλθον ἐπὶ τὸν τόπον τὸν καλούμενον Κρανίον(1), ἐκεῖ ἐσταύρωσαν(2) αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν δὲ ἐξ ἀριστερῶν.
Λουκ. 23,33 Και όταν έφθασαν εις τόπον, που ελέγετο Κρανίον, εκεί εσταύρωσαν αυτόν και τους δύο κακούργους, ένα εις τα δεξιά και ένα εις τα αριστερά.
(1) Ο Λουκάς αποσιωπά το εβραϊκό όνομα Γολγοθά, διότι αυτό θα ήταν χωρίς κάποια σημασία στους Έλληνες αναγνώστες, όπως ήδη παρέλειψε και τα ονόματα Γεθσημανή και Γαββαθά (p).
(2) Οι σταυρωμένοι ζούσαν συνήθως δώδεκα ώρες, και μερικές φορές και μέχρι τη δεύτερη ή και την τρίτη ημέρα. Ο πυρετός, ο οποίος εκδηλωνόταν μετά από λίγο, έφερνε φλογερή δίψα. Η ολοένα αυξανόμενη φλόγωση των πληγών της ράχης, των χεριών και των ποδιών, η συμφόρηση του αίματος στο κεφάλι, στους πνεύμονες και στην καρδιά, η διόγκωση όλων των φλεβών, μία πίεση ισχυρή και απερίγραπτη, πόνοι του κεφαλιού ανυπόφοροι, η ακαμψία των μελών που προξενούνταν από την αναγκαστική και βεβιασμένη τοποθέτηση του σώματος, όλα αυτά ενωμένα μαζί έκαναν την ποινή της σταύρωσης σκληρότατη και φοβερότατη τιμωρία, κατά την έκφραση του Κικέρωνα (g).
Λουκ. 23,34 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔλεγε(1)· πάτερ(2), ἄφες(3) αὐτοῖς(4)· οὐ γὰρ οἴδασι(5) τί ποιοῦσι(6). Διαμεριζόμενοι(7) δὲ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἔβαλον κλῆρον(8).
Λουκ. 23,34 Ο δε Ιησούς έλεγε• “Πατερ, συγχώρησέ τους• διότι δεν γνωρίζουν τι κάνουν”. Και οι στρατιώται εμοιράζοντο μεταξύ τους τα ιμάτια του και έβαλλαν κλήρον, τι θα πάρη ο καθένας.
(1) Επτά λόγοι αναφέρονται ότι λέχθηκαν από τον Κύριο πάνω στο σταυρό. Από αυτούς οι τρεις πρώτοι αναφέρονται στα πρόσωπα που περιστοίχιζαν τον Ιησού· στους εχθρούς του δηλαδή, στο συσταυρωμένο ληστή, στη μητέρα και το μαθητή του. Είναι κατά κάποιο τρόπο η διαθήκη του. Οι τρεις ακόλουθοι: «Θεέ μου, Θεέ μου… Διψώ· Τετέλεσται» αναφέρονται στα πάθη του και στο έργο της σωτηρίας που συντελούνταν κατά τις στιγμές εκείνες. Τέλος ο έβδομος «Πατέρα μου στα χέρια σου θα παραδώσω το πνεύμα μου» είναι η κραυγή της τέλειας εμπιστοσύνης μέσα στην ύψιστη σωματική εξάντληση (g).
Οι επτά αυτοί λόγοι συγκεντρώνονται και από τα τέσσερα ευαγγέλια και κανένα από αυτά δεν αναφέρει όλους μαζί τους λόγους αυτούς. Έτσι οι τέσσερεις μαρτυρίες των ευαγγελιστών παρουσιάζονται σαν τέσσερεις φωνές, οι οποίες συνδεόμενες μεταξύ τους συναποτελούν αρμονική συμφωνία. Ο Σωτήρας πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του μαρτυρίου του πάνω στο σταυρό με σιγή. Αλλά οι επτά αυτοί λόγοι του αποτελούν μία ανακεφαλαίωση της διδασκαλίας, η οποία μας είναι αναγκαία και ωφέλιμη και για τις δικές μας τελευταίες στιγμές (b).
Ο πρώτος αυτός λόγος του Κυρίου παραλείπεται από κάποιους μεγαλογράμματους κώδικες και από κάποιες μεταφράσεις, μαρτυρείται όμως και από τους Ειρηναίο και Ωριγένη (δ). Οι Tischendorf και Soden υποστήριξαν χωρίς δισταγμό την αυθεντικότητά του. Οι Wescott και Hort όμως δεν τον θεωρούν ότι περιλαμβανόταν εξ’ αρχής στο ευαγγέλιο του Λουκά (L). Εκφράζονται όμως για αυτόν ως εξής: Λίγοι στίχοι των ευαγγελίων έχουν μέσα τους βεβαιότερη μαρτυρία για την αλήθεια του περιεχομένου τους από τον πρώτο αυτόν λόγο της σταύρωσης. Δεν είναι ανάγκη όμως να περιεχόταν εξ’ αρχής ο στίχος αυτός στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο (p).
Η Πεσιτώ, τα περισσότερα αντίγραφα της Ιτάλας και η πλειονότητα των μεγαλογράμματων αντιγράφων εγγυώνται για την αυθεντικότητα του λόγου αυτού. Και το ότι μετά από λίγο ο ληστής προσέφυγε στη χάρη του Ιησού, δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά με την εντύπωση, την οποία του παρήγαγε και ο λόγος αυτός, στον οποίο ο Ιησούς ως γιος επικαλείται το Θεό, απευθυνόμενος προς αυτόν ως προς Πατέρα. Πάρα πολύ δύσκολα θα επινοούνταν ένας τέτοιος λόγος (g).
(2) Τόσο στην αρχή του παθήματος με τον πρώτο αυτόν λόγο, όσο και κατά το τέλος του με τον τελευταίο λόγο επικαλείται το Θεό αποκαλώντας αυτόν Πατέρα (b). Οι πρώτες σταγόνες του αίματός του αρχίζουν ήδη να χύνονται από τις ανοιγμένες στο σώμα του πληγές. Και αμέσως αρχίζει και αυτός να επιτελεί το αρχιερατικό του έργο μεσιτεύοντας προς τον Πατέρα του υπέρ των σταυρωτών του. Το διδακτικό έργο του τελείωσε ήδη και άρχισε το έργο της αιώνιας αρχιερωσύνης του (ο).
(3) Θα νόμιζε κάποιος, ότι ο Κύριος θα έλεγε τώρα: Πατέρα, κατάκαψέ τους. Ο Κύριος να δει την αδικία σας και να την τιμωρήσει. Αλλά όχι. Ο Κύριος λησμονεί τελείως τον εαυτό του και το πάθημά του. Λησμονεί τους πόνους του και την αγωνία του. Και ενώ δεν ζητά κάποια ανακούφιση για τον εαυτό του, απασχολείται με την οργή του Πατέρα του που επικρέμεται εναντίον των σταυρωτών του και ζητά να την αποτρέψει. Πόσο μεγάλη είναι η αγάπη του, η για χάρη των άλλων λησμοσύνη του εαυτού του!
«Με το να προσευχηθεί ως άνθρωπος για χάρη των σταυρωτών του, υπέδειξε στους ανθρώπους πρότυπο για τη συμπάθεια προς αυτούς που μας αδίκησαν. Απόρησαν όμως κάποιοι, ότι, εάν συγχωρέθηκε σε αυτούς η αμαρτία, πώς εξ’ αιτίας της ύστερα παραδόθηκαν στους Ρωμαίους σε πανωλεθρία; Σε αυτούς λέμε, ότι η προσευχή δεν έγινε για όλους, αλλά για χάρη μόνο αυτών που δεν θα έκαναν κανένα περαιτέρω κακούργημα» (Ζ).
Σε όλους θα συγχωρούνταν η αμαρτία «και θα αφηνόταν σε αυτούς το αμάρτημα, αν ύστερα από αυτά δεν επέμεναν στην απιστία» (Θφ). «Θα τους συγχωρούσε αν ήθελαν να μετανοήσουν. Διότι αν δεν τους συγχωρούσε την αμαρτία, δεν θα γινόταν ο Παύλος απόστολος· αν δεν τους συγχωρούσε την αμαρτία, δεν θα πίστευαν αμέσως τρεις χιλιάδες και πέντε χιλιάδες και πολλές μυριάδες» (Χ).
Εάν δεν είχε απευθύνει την προσευχή αυτή, η τιμωρία για το έγκλημά τους μπορούσε να αρχίσει αμέσως, όπως συχνά συνέβαινε σε παρόμοιες περιπτώσεις κατά την εποχή του Μωϋσή. Οι δεήσεις του μακρόθυμου Κυρίου εμποδίζουν το άμεσο ξέσπασμα της θείας οργής και επιτυγχάνουν πλήρη συγχώρηση και μετάνοια για εκείνους, οι οποίοι έχουν τη διάθεση να δεχτούν αυτά (b).
Και οι χειρότεροι των αμαρτωλών, οι ίδιοι οι σταυρωτές του Χριστού, εφ’ όσον μετανοούν ειλικρινά, συγχωρούνται.
(4) «Κάποιοι λένε ότι έκανε την προσευχή, όχι για χάρη των Ιουδαίων, αλλά για χάρη των Ρωμαίων στρατιωτών που υπηρέτησαν τη σταύρωσή του. Διότι αυτοί αγνοούσαν τελείως, όσα προφήτευσαν για αυτόν ο νόμος και οι προφήτες» (Ζ). Παρόλ’ αυτά το «ἄφες αὐτοῖς» ελάχιστα αναφέρεται στους Ρωμαίους στρατιώτες, οι οποίοι εκτελούσαν τυφλά τις διαταγές, τις οποίες είχαν λάβει (g). Οι υπεύθυνοι, χάριν των οποίων ο Κύριος προσεύχεται, ήταν οι Ιουδαίοι και ειδικά η ιουδαϊκή ιεραρχία (p).
(5) «Επειδή είναι μεθυσμένοι από φθόνο» (Ζ) δεν ξέρουν τι κάνουν. Ότι μεν εκτελούσαν την πράξη της σταύρωσης το γνώριζαν. Ποιος όμως ήταν αυτός που σταυρωνόταν, το αγνοούσαν. «Διότι αν ήξεραν, δεν θα σταύρωναν τον Κύριο της δόξας» (Α΄ Κορ. β 8). Αυτό είναι αλήθεια και για τους Ιουδαίους άρχοντες (Πράξ. γ 17), ακόμη περισσότερο για το λαό, και πολύ περισσότερο ακόμη για τον Πιλάτο (p).
Υπήρχε κάλυμμα στη δόξα του σταυρωμένου, αλλά και στη διάνοια των σταυρωτών. Πώς λοιπόν ήταν δυνατόν να δουν διαμέσου των δύο αυτών καλυμμάτων; Είχαν ευχηθεί το αίμα του να πέσει σε αυτούς και στα παιδιά τους. Εάν ήξεραν τι έκαναν, ουδέποτε θα εύχονταν κάτι τέτοιο.
(6) Φόνευσαν τον Μεσσία τους. Έτσι όμως κατάφεραν εναντίον τους πλήγμα θανάσιμο (g). «Δεν είπε, ότι εμένα δεν με ξέρουν, αλλά, δεν ξέρουν τι κάνουν, δηλαδή αγνοούν το θείο σχέδιο της σωτηρίας που τελείται και το μυστήριο. Διότι δεν ήξεραν, ότι τόσο πολύ θα λάμψει ο σταυρός, ότι θα γίνει σωτηρία της οικουμένης και συμφιλίωση του Θεού με τους ανθρώπους και ότι η πόλη τους θα κυριευτεί και θα πάθουν τα έσχατα δεινά» (Χ).
Ο πρωτομάρτυρας Στέφανος προσευχήθηκε με το ίδιο πνεύμα της αγάπης, αλλά όχι με τις ίδιες ακριβώς λέξεις (Πράξ. ζ 60). Ξαναβρίσκουμε όμως αυτές στα χείλη του Ιακώβου του αδελφοθέου πριν το μαρτύριό του (Ευσεβίου Εκκλ. Ιστορ. ΙΙ,23,16) (L).
(7) Τα ενδύματα των σταυρωμένων κατά τον ρωμαϊκό νόμο ανήκαν στους εκτελεστές στρατιώτες (g). Η διανομή αυτή των ενδυμάτων είναι μία επιπλέον λεπτομέρεια της μεταχείρισης του Χριστού ως εγκληματία, του οποίου το στάδιο κλεινόταν (p).
(8) Και η γραφή «κλήρους». Κάθε σταυρός φρουρούνταν από «τετράδα» (Πράξ. ιβ 4) στρατιωτών. Δύο φορές έβαλαν κλήρο. Κατ’ αρχάς για τη διανομή των τεσσάρων ίσων σχεδόν μεριδίων, που σχηματίστηκαν από τα ενδύματα του Ιησού (μανδύας, κάλυμμα της κεφαλής, ζώνη, σανδάλια), και έπειτα τη δεύτερη φορά για τον άρραφο χιτώνα (g).
Λουκ. 23,35 καὶ εἱστήκει ὁ λαὸς θεωρῶν(1). ἐξεμυκτήριζον δὲ καὶ(2) οἱ ἄρχοντες σὺν αὐτοῖς λέγοντες(3)· ἄλλους ἔσωσε, σωσάτω ἑαυτόν, εἰ οὗτός ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ τοῦ Θεοῦ(4) ἐκλεκτός(5).
Λουκ. 23,35 Και εστέκετο ο λαός παρατηρών και απολαμβάνων το θέαμα της σταυρώσεως. Περιγελούσαν δε αυτόν και οι άρχοντες μαζή με άλλους και έλεγαν• “άλλους έσωσε. Ας σώση τώρα και τον εαυτόν του, εάν είναι πράγματι αυτός ο Χριστός ο εκλεκτός του Θεού”.
(1) Το θεωρῶν δηλώνει περιέργεια χυδαία που χάσκει σαν μπροστά σε κάποιο θέαμα αξιοπαρατήρητο (p).
(2) Το «και» αυτό μπορεί να υπονοεί, ότι και ο λαός περιέπαιζε, και μαζί με αυτόν περιέπαιζαν και οι άρχοντες. Αλλά ο ευαγγελιστής μάλλον θέλει να δηλώσει, ότι εκτός από αυτούς που παρατηρούσαν, υπήρχαν και αυτοί που περιέπαιζαν (L). Ο λαός στεκόταν βλέποντας, οι άρχοντες περιέπαιζαν, οι στρατιώτες ενέπαιξαν και ο ληστής βλασφημούσε. Σχηματίζεται έτσι ένα είδος κλιμακωτού (p).
Από τους άρχοντες θα περίμενε κάποιος περισσότερη ευπρέπεια και λιγότερη αναισθησία. Για να είναι άρχοντες και για να έχουν αξίωμα πρέπει να ήταν άνθρωποι ανώτερης ανάπτυξης, που είχαν συναίσθηση της αξιοπρέπειας και των υποχρεώσεων του οίκτου προς τους πάσχοντες. Αλλά και αυτοί αναμίχτηκαν τώρα με το χυδαίο όχλο και τον ξεπέρασαν στην απρέπεια.
(3) Τα ακόλουθα σαρκαστικά λόγια αναφέρονται και από τους τρεις συνοπτικούς, αλλά ο Λουκάς μάς προσθέτει το περιφρονητικό «οὗτός» («εἰ οὗτός ἐστιν ὁ Χριστὸς») και το εκλεκτός (p).
(4) Υπάρχει και η γραφή: ο Χριστός του Θεού, ο εκλεκτός.
(5) Ο Ιησούς είχε εκλεχτεί πριν από όλους τους αιώνες για την εκπλήρωση όλων αυτών (p). Ήταν ο από το Θεό εκλεγμένος Μεσσίας (δ), ο οποίος θα πραγματοποιούσε το θείο σχέδιο και ως προς τον Ισραήλ και ως προς τον κόσμο ολόκληρο. Δες Λουκ. θ 35 (g).
Οι Ιουδαίοι ανέμεναν τον Μεσσία ως κοσμικό άρχοντα, ο οποίος θα ελευθέρωνε αυτούς από τους Ρωμαίους. Ήδη ο Χριστός βρισκόταν στα χέρια των Ρωμαίων. Εάν πράγματι ήταν ο Μεσσίας, όπως τον φαντάζονταν οι Ιουδαίοι ας ελευθέρωνε λοιπόν τον εαυτό του από τους Ρωμαίους και ας καταργούσε στη συνέχεια το κράτος τους. Τον ενέπαιζαν λοιπόν και τον περιφρονούσαν οι Ιουδαίοι ως ψευδομεσσία.
Λουκ. 23,36 ἐνέπαιζον(1) δὲ αὐτῷ καὶ οἱ στρατιῶται προσερχόμενοι καὶ ὄξος(2) προσφέροντες(3) αὐτῷ
Λουκ. 23,36 Τον ενέπαιζαν δε οι στρατιώται, οι οποίοι προσήρχοντο και του προσέφεραν ξύδι.
(1) Υπάρχει και η γραφή ενέπαιξαν, η οποία παρουσιάζει τους στρατιώτες να επιμένουν λιγότερο στον εμπαιγμό τους από όσο οι άρχοντες των Ιουδαίων (p).
(2) Και αυτό είναι χαρακτηριστικό του Λουκά, ο χαρακτηρισμός δηλαδή του ποτισμού ως εμπαιγμού των στρατιωτών (δ). Ο από τους υπόλοιπους ευαγγελιστές (Ματθ. κζ 48,Μάρκ. ιε 36,Ιω. ιθ 29) αναφερόμενος ποτισμός, έγινε λίγο πριν το θάνατο του Κυρίου. Το ότι επίσης βρέθηκε αμέσως εκεί και σφουγγάρι και καλάμι ή ύσσωπο (κλωνάρι φυτού) σημαίνει, ότι είχε ληφθεί από πριν φροντίδα για αυτά για ανακούφιση αυτών που ταλαιπωρούνταν σκληρά πάνω στο σταυρό (g).
Κάποιοι από τους ερμηνευτές μεταφράζουν τον παρόντα στίχο ως εξής: Και οι στρατιώτες, όταν τον πλησίαζαν για να του προσφέρουν για ανακούφισή του ξύδι, τον περιγελούσαν. Η γενική όμως γνώμη των ερμηνευτών είναι ότι και η προσφορά του ξυδιού γινόταν για χλευασμό (ο).
(3) Πιθανώς δεν μπορούσαν να πλησιάσουν στα χείλη του το κύπελλο, το οποίο κρατούσαν στα χέρια τους (p).
Λουκ. 23,37 καὶ λέγοντες· εἰ σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(1), σῶσον σεαυτόν(2).
Λουκ. 23,37 και έλεγαν• “εάν συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων, σώσε τον εαυτόν σου”.
(1) Οι στρατιώτες περιγελώντας τον Ιησού παίρνουν αφορμή από την εναντίον του κατηγορία ότι διεκδικεί βασιλεία και ως περιεχόμενο των κοροϊδιών τους παίρνουν τον τίτλο του βασιλιά (b). Και τον μεταχειρίζονται ειρωνικά ως βασιλιά, κατά κάποιο τρόπο προσφέροντας σε αυτόν το ποτήρι του συμποσίου (g). Τι λαμπρός βασιλιάς, θα έλεγαν. Σε τέτοιο λαό τέτοιος βασιλιάς αρμόζει. Αλλά και σε τέτοιο βασιλιά, τέτοιος λαός τού πρέπει.
(2) Στο στόμα των ρωμαίων στρατιωτών δεν υποδηλώνει δύναμη υπερφυσική (L).
Λουκ. 23,38 Ἦν δὲ καὶ ἐπιγραφὴ(1) γεγραμμένη ἐπ᾿ αὐτῷ γράμμασιν ἑλληνικοῖς καὶ ῥωμαϊκοῖς καὶ ἑβραϊκοῖς(2)· οὗτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς(3) τῶν Ἰουδαίων.
Λουκ. 23,38 Ήταν δε και επιγραφή εις ειδικήν σανίδα, στερεωμένη στο επάνω μέρος του σταυρού, γραμμένη με γράμματα Ελληνικά και Ρωμαϊκά και Εβραϊκά• Αυτός είναι ο βασιλεύς των Ιουδαίων.
(1) Δεν περίμεναν τη στιγμή αυτή για να βάλουν την επιγραφή. Αλλά γίνεται για αυτήν λόγος εδώ μετά τα λόγια των στρατιωτών, κατά κάποιο τρόπο σαν ένας συμπληρωματικός σαρκασμός και χλευασμός. Και όμως ο Ιησούς ήταν αληθινά βασιλιάς. Ενώ οι στρατιώτες χλεύαζαν το βασιλικό του αξίωμα, ο ληστής πίστεψε σε αυτό. Η σύνδεση αυτή των γεγονότων είναι γεμάτη τέχνη, σύμφωνη με το «καθεξής (=με τη σειρά τους)» που σημειώνεται στο προοίμιο του ευαγγελίου (Λουκ. α 3), οσοδήποτε και αν θα έλεγε κάποιος, ότι δεν είναι και χρονολογική (L).
Το όνομα και το έγκλημα του καταδίκου γραφόταν σε πινακίδα που κρεμιόταν συνήθως από τον τράχηλό του, και όταν έφθαναν στον τόπο της θανατικής εκτέλεσης, στερεωνόταν πάνω στο σταυρό. Το «και» υπονοεί, ότι η επιγραφή αυτή ήταν πρόσθετη χλεύη και εμπαιγμός (p).
(2) Κάποια από τα μεγαλογράμματα χειρόγραφα παραλείπουν τη φράση «γεγραμμένη ἐπ᾿ αὐτῷ γράμμασιν ἑλληνικοῖς καὶ ῥωμαϊκοῖς καὶ ἑβραϊκοῖς».
«Δες όμως και άλλη πανουργία του διαβόλου που γυρνά εναντίον του. Διότι ο μεν διάβολος με τους τρεις χαρακτήρες γραμμάτων (γλώσσες) διαπόμπευσε δήθεν την ανταρσία του Ιησού, ώστε να μην διαφύγει της προσοχής κανενός από τους περαστικούς, ότι για αυτό κρεμάστηκε, διότι έκανε τον εαυτό του βασιλιά· αυτό όμως… ήταν σύμβολο του ότι μπήκαν κάτω από τη βασιλεία του Ιησού και ανακήρυξαν αυτόν τα καλύτερα από τα έθνη, όπως ήταν οι Ρωμαίοι, και σοφότατοι, όπως οι Έλληνες, και θεοσεβέστατοι όπως ήταν το γένος των Εβραίων» (Θφ).
Μπήκε περιφρονητικά. Αλλά ο Θεός είχε πρόθεση, να καταστεί αυτή διακήρυξη για το ποιος πράγματι ήταν αυτός που κρεμιόταν στο σταυρό. Ήταν πράγματι ο βασιλιάς των Ιουδαίων· ο βασιλιάς της εκκλησίας και ο σταυρός του είναι η οδός προς το στέμμα και το θρόνο του. Αυτό γράφτηκε στις τρεις τότε περισσότερο ομιλούμενες και γνωστές μεταξύ των μορφωμένων γλώσσες, έτσι ώστε και όσοι ήταν με οποιονδήποτε τρόπο μορφωμένοι, να μπορούν να γνωρίσουν το Χριστό.
Γράφτηκε στις τρεις αυτές γλώσσες, για να καταστεί δυνατόν να διαβαστεί η επιγραφή αυτή από όλους τους ανθρώπους. Η εθνική φιλοσοφία είχε κάνει την ελληνική γλώσσα περίφημη· οι ρωμαϊκοί νόμοι και η από τη Ρώμη κυβέρνηση του κόσμου είχε κάνει επίσης γνωστή και τη λατινική γλώσσα· η εβραϊκή επίσης ξεπερνούσε αυτές, διότι σε αυτήν είχε γραφτεί η Παλαιά Διαθήκη. Στις τρεις αυτές γλώσσες διακηρύχτηκε ο Χριστός βασιλιάς.
(3) Με την επιγραφή αυτή, την ταπεινωτική για τους Ιουδαίους, ο Πιλάτος εκδικούνταν για τον καταναγκασμό, στον οποίο είχαν υποβάλλει αυτόν οι Ιουδαίοι, για να φέρουν σε πέρας την θανατική εκτέλεση ανθρώπου, τον οποίο αυτός είχε βρει αθώο (g)
Ο θάνατος του Ιησού
Λουκ. 23,39 Εἷς δὲ τῶν κρεμασθέντων κακούργων(1) ἐβλασφήμει(2) αὐτὸν λέγων· εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός(3), σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς.
Λουκ. 23,39 Ένας δε από τους σταυρωθέντας κακούργους τον εβλασφημούσε λέγων• “εάν συ είσαι πράγματι ο Χριστός, σώσε τον εαυτόν σου και ημάς”.
(1) «Πώς λοιπόν οι άλλοι ευαγγελιστές λένε ότι και οι δύο ληστές τον κατηγορούσαν; Στην αρχή μεν ήταν λογικό και οι δύο να τον κατηγορούν, έπειτα ο ένας από τους δύο, επειδή είχε ετοιμότητα πνεύματος και αντίληψης, κατάλαβε την αγαθότητα και τη θεότητα του Ιησού… και αναγνωρίζει τον Ιησού αληθινό βασιλιά, και αποστομώνει και τον άλλο ληστή» (Θφ). Αυτή είναι και η γνώμη του Ωριγένη, Χρυσοστόμου, Ιερωνύμου και Ζιγαβηνού.
Αλλά οι Κύριλλος Ιεροσολύμων, Αμβρόσιος και Αυγουστίνος περιορίζουν τη βλασφημία στον ένα ληστή, για τον οποίο στους άλλους συνοπτικούς γίνεται λόγος σε πληθυντικό κατά συνεκδοχή (= σχήμα λόγου κατά το οποίο το μέρος εκλαμβάνεται αντί του όλου και το αντίθετο, το ένα αντί για τα πολλά και το αντίθετο) (p).
Κατά τη γνώμη του Αυγουστίνου (de cons. ev. III, 16,53), η οποία φαίνεται και η ορθότερη, οι ληστές αποτελούσαν ξεχωριστή κατηγορία. Όπως λοιπόν ο Λουκάς στο στίχο 36 αποδίδει στους στρατιώτες την προσφορά του ξυδιού παρόλο που ένας από αυτούς έπραξε αυτό, έτσι γίνεται λόγος γενικά για τους ληστές ότι βλασφημούσαν αυτόν, παρόλο που ένας μόνος έπραξε αυτό (L).
Ο Χριστός σταυρώθηκε μεταξύ δύο ληστών και μέσω αυτών αντιπροσωπεύονταν οι διαφορετικές διαθέσεις των ανθρώπων και τα διαφορετικά αποτελέσματα, τα οποία ο σταυρός θα επέφερε στους υιούς των ανθρώπων, προς τους οποίους θα καταγγελλόταν το ευαγγέλιο. Είναι όλοι κακοποιοί, όλοι ένοχοι ενώπιον του Θεού. Από την αρχή και μέχρι σήμερα ο σταυρός είναι σε μερικούς μεν οσμή ζωής για ζωή, ενώ σε άλλους οσμή θανάτου για θάνατο. Για αυτούς που χάνονται είναι ανοησία, για αυτούς που σώζονται όμως είναι Θεού σοφία και δύναμη.
(2) Οι άλλοι δύο συνοπτικοί αντί για το πολύ εντονότερο «εβλασφήμει» γράφουν ωνείδιζον. Από εδώ προήλθε η ελάχιστα πιθανή εκδοχή, ότι και οι δύο μεν ληστές ωνείδισαν τον Ιησού, ίσως διότι δεν τους βοήθησε κατά την επανάστασή τους εναντίον της επικρατούσας κοινωνικής κατάστασης, αλλά μόνο ο ένας βλασφήμησε αυτόν.
(3) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα γράφουν τη φράση ερωτηματικά: «Ουχί σὺ εἶ ὁ Χριστός;». Ο ερωτηματικός αυτός τύπος έχει μέσα του κάτι το πικρότερο από το απλό «εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός» (p).
Παρόλο που ο ληστής αυτός αντιμετώπιζε ήδη την αγωνία του θανάτου, παρόλ’ αυτά δεν ταπεινωνόταν το υπερήφανο πνεύμα του, ούτε διδασκόταν αυτός από τη γλώσσα του άλλου συσταυρωμένου συναδέλφου του. Οποιεσδήποτε απειλές και τιμωρίες δεν είναι ικανές από μόνες τους να μεταβάλλουν την πονηρή καρδιά, αλλά μερικές φορές παροργίζουν και ερεθίζουν ακόμη περισσότερο τη διαφθορά της.
Λουκ. 23,40 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἕτερος ἐπετίμα(1) αὐτῷ λέγων· οὐδὲ φοβῇ(2) σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι(3) εἶ;
Λουκ. 23,40 Απεκρίθη δε ο άλλος, τον επέπληττε και του έλεγε• ούτε τον Θεόν συ ο εγκληματίας και ένοχος δεν φοβείσαι, διότι υφίστασαι την ιδίαν καταδίκην με αυτόν τον αθώον;
(1) Ο ληστής «βλέποντας αυτόν να είναι σταυρωμένος, να τον μαστιγώνουν, να τον βρίζουν, να τον ποτίζουν χολή, να τον φτύνουν, να τον χλευάζει τόσος πολύς λαός, να τον καταδικάζει το δικαστήριο, να τον έχουν οδηγήσει σε θάνατο, με τίποτα από αυτά δεν σκανδαλίστηκε· αλλά βλέποντας το σταυρό και τα καρφιά να έχουν καρφωθεί… αυτός βάδισε το σωστό δρόμο λέγοντας· Θυμήσου με στη βασιλεία σου. Και αυτόν που τον κατηγορούσε τον αποστόμωνε και τα αμαρτήματά του εξομολογούνταν και φιλοσοφούσε για την ανάσταση.
Και αυτά, χωρίς να δει νεκρούς να ανασταίνονται, ούτε λεπρούς να καθαρίζονται, ούτε θάλασσα να τιθασεύεται, ούτε δαίμονες να διώχνονται, ούτε ψωμιά να πληθαίνουν, ούτε τα άλλα τα οποία είδε ο λαός των Ιουδαίων, που, αν και τα είδε, τον σταύρωσε» (Χ).
Τι προσείλκυσε σε μετάνοια αυτόν τον ληστή;
«Κατάλαβε την αγαθότητα και τη θεότητα του Ιησού από τη φωνή (το λόγο), την οποία έβγαλε υπέρ των σταυρωτών του, λέγοντας, Πατέρα συγχώρεσέ τους. Διότι η φωνή αυτή, δεν είναι μόνο γεμάτη από κάθε φιλανθρωπία, αλλά φανερώνει και πολλή αυθεντία. Διότι δεν είπε, Κύριε, παρακαλώ… αλλά απλώς έτσι με εξουσία, Πατέρα, συγχώρεσέ τους» (Θφ).
Αναμφίβολα έκανε σε αυτόν αρχικά βαθειά εντύπωση η αντίθεση μεταξύ της αγιότητας του Ιησού και της βάναυσης προς αυτόν συμπεριφοράς αυτών που τον κακοποιούσαν. Έπειτα η πραότητα και ανεξικακία, με την οποία άφηνε τον εαυτό του να οδηγείται προς το θάνατο και προ παντός η υπέρ των δημίων του προσευχή του, συγκλόνισαν τη συνείδηση και την καρδιά του. Τέλος η επίκληση Π α τ έ ρ α, με την οποία προσφωνούσε το Θεό, τού αποκάλυψε, ότι ο Ιησούς ήταν πρόσωπο, το οποίο ζούσε σε στενή σχέση με το Θεό και τον έκανε να διαισθανθεί τη θεότητά του (g).
Ο ληστής αυτός, όταν ακριβώς ήταν έτοιμος να πέσει στα χέρια του σατανά, αποσπάστηκε από αυτόν σαν δαυλός από την πυρά και έγινε μνημείο του θείου ελέους, ενώ ο σατανάς έμεινε να ωρύεται σαν λιοντάρι, από το στόμα του οποίου διέφυγε η λεία. Αυτό όμως δεν μας δίνει το θάρρος να αναβάλλουμε τη μετάνοιά μας στις τελευταίες στιγμές της ζωής μας. Διότι αν και είναι βέβαιο, ότι πάντοτε η ειλικρινής μετάνοια γίνεται δεκτή, είναι όμως αβέβαιο τελείως, εάν η στο τέλος της ζωής μας μετάνοια είναι ειλικρινής και αληθινή.
Κανείς άλλωστε δεν μπορεί να είναι ασφαλής για το ότι θα λάβει καιρό μετανοίας κατά τις τελευταίες του στιγμές. Ούτε πρέπει να λησμονεί κάποιος, ότι στο ληστή ουδέποτε στο παρελθόν τού είχε προσφερθεί η χάρη, εγκολπώθηκε όμως αυτήν αμέσως μόλις τη γνώρισε. Ενώ για μας συμβαίνει το τελείως αντίθετο. Μας προσφέρεται η χάρη και την απωθούμε. Πώς λοιπόν μπορούμε να ελπίζουμε, ότι θα μας επισκεφτεί αυτή και κατά τις τελευταίες μας στιγμές;
(2) Ή, όχι μόνο δεν αγαπάς, αλλά ούτε φοβάσαι το Θεό, που τιμωρεί τους άδικους και πονηρούς; (δ).
Ή, πιο σωστά, και Εσύ ο ίδιος πρόκειται μετά από λίγο να εμφανιστείτε ενώπιον του Θεού. Ούτε ο φόβος λοιπόν του Θεού δεν σε συγκρατεί από το να προσθέτεις νέες αμαρτίες; (p).
Το δεν φοβάσαι το Θεό υποδηλώνει, ότι τον ευγνώμονα αυτόν ληστή συγκρατούσε ο φόβος του Θεού στο να μην παρασυρθεί ούτε από τη συμπεριφορά του συναδέλφου του ούτε από το ρεύμα του παρεκτρεπομένου λαού κάτω από το σταυρό του. Όλοι όσοι έχουν ανοικτά τα μάτια τους, όπως ο μετανοημένος ληστής, βλέπουν, ότι στο βάθος της κακίας των πονηρών υπάρχει η έλλειψη φόβου του Θεού. Δεν φοβούνται το Θεό και για αυτό προκόβουν στους πονηρούς δρόμους τους.
(3) «Κρίμα λοιπόν ονομάζει τώρα την καταδίκη τη σταυρική» (Ζ). «Στην ίδια, λέει, τιμωρία. Διότι και εμείς είμαστε σε σταυρό. Χλευάζοντας λοιπόν εκείνον, τον εαυτό σου λοιδορείς πριν από εκείνον» (Χ). Στην ίδια καταδίκη και δεν έχεις δικαίωμα να κατηγορείς αυτόν, ο οποίος υφίσταται την ίδια τιμωρία (δ).
Λουκ. 23,41 καὶ ἡμεῖς μὲν δικαίως(1)· ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν(2)· οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον(3) ἔπραξε.
Λουκ. 23,41 Και ημείς μεν δικαίως τιμωρούμεθα, διότι απολαμβάνομεν άξια εκείνων που επράξαμεν. Αυτός όμως κανένα ποτέ άτοπον δεν έπραξε”.
(1) Δίκαια είμαστε σε αυτήν την καταδίκη (δ). Ο μετανοημένος ληστής επιδοκιμάζει την ποινή που επιβλήθηκε στο έγκλημά του (b). Αυτοί που ειλικρινά μετανοούν αναγνωρίζουν το δίκαιο των τιμωριών, τις οποίες επιβάλλει σε αυτούς ο Θεός για τις αμαρτίες τους. Ο Θεός δίκαια μάς τιμωρεί, λέει ο ευγνώμων ληστής. Εμείς πράξαμε τα άτοπα και τα άδικα. Και ότι τώρα υποφέρουμε, είναι η δίκαιη ανταπόδοση των πράξεών μας.
(2) Φόνους πράξαμε, φόνο απολαμβάνουμε (δ).
«Είδες εξομολόγηση ολοκληρωμένη; Είδες πώς στο σταυρό απέβαλλε τα αμαρτήματα;… Κανείς δεν τον ανάγκασε, κανείς δεν τον πίεσε, αλλά αυτός ο ίδιος διαπόμπευσε τον εαυτό του… Δεν τόλμησε πιο πριν να πει, Θυμήσου με στη βασιλεία σου, παρά μόνο όταν με την εξομολόγηση απέθεσε το φορτίο. Βλέπεις πόσο σπουδαίο πράγμα είναι η εξομολόγηση; Εξομολογήθηκε και άνοιξε τον παράδεισο· εξομολογήθηκε και πήρε τέτοιο θάρρος, ώστε από ληστεία να ζητήσει τη βασιλεία» (Χ).
(3) Με τη λέξη αυτή μειώνει την έννοια (p). Άτοπο=τίποτα που να μην είναι στον τόπο του και για αυτό ασυνήθιστο, παράδοξο, ηθικά απρεπές (δ).
Πολύ περισσότερο τίποτα το εγκληματικό (p). Οι αρχιερείς είχαν σταυρώσει αυτόν μεταξύ δύο ληστών, σαν χειρότερο από αυτούς. Αλλά ο ληστής αυτός είχε περισσότερη από αυτούς αίσθηση, και ό,τι δεν είδαν οι αρχιερείς, το είδε ο ληστής. Και ομολογεί, ότι τίποτα άτοπο δεν έπραξε. Εάν είχε ακούσει προηγουμένως για το Χριστό και για τα θαυμαστά έργα του, δεν φαίνεται από την αφήγηση των ευαγγελιστών. Αλλά η χάρη του Πνεύματος φώτισε αυτόν να γνωρίσει τον Ιησού, την ώρα που οι αρχιερείς παρέμεναν στο σκοτάδι.
Λουκ. 23,42 καὶ ἔλεγε(1) τῷ Ἰησοῦ· μνήσθητί μου(2), Κύριε, ὅταν ἔλθῃς(3) ἐν τῇ βασιλείᾳ(4) σου.
Λουκ. 23,42 Και έλεγεν στον Ιησούν• “ενθυμήσου με, Κύριε, όταν θα έλθης με δόξαν και δύναμιν εις την βασιλείαν σου”.
(1) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα μαρτυρούν υπέρ της γραφής: και έλεγεν· Ιησού, μνήσθητί μου, όταν έλθης εις την βασιλείαν σου. Η επίκληση αυτή είναι η προσευχή αμαρτωλού που πεθαίνει σε Σωτήρα που πεθαίνει.
Ήταν τιμή για τον Ιησού να τον επικαλείται έτσι ο ληστής, μολονότι ήταν πάνω στο σταυρό κατάδικος και χλευαζόταν και εξευτελιζόταν από τους εχθρούς του. Ήταν ευτυχία ανυπολόγιστη του ληστή το ότι αξιώθηκε να απευθύνει αυτήν τη δέηση. Ίσως δεν θα είχε άλλοτε προσευχηθεί. Και όμως τώρα η δέησή του εισακούστηκε και σώθηκε αυτός κατά την έσχατη στιγμή. Εφόσον υπάρχει ζωή, υπάρχει και ελπίδα. Και εφόσον υπάρχει ελπίδα, υπάρχει τόπος για προσευχή.
(2) Η επίκληση αυτή εξηγείται από την συμμετοχή και συντροφιά στην ίδια ποινή και στα δεινά του ίδιου παθήματος, η οποία φαινόταν στο ληστή, ότι δημιουργούσε με τον Ιησού στο εξής δεσμό αδιάλυτο. Πώς αυτός ο Ιησούς, ο οποίος πριν λίγο προσευχήθηκε για τους δημίους του, θα μπορούσε να λησμονήσει τελείως τον πτωχό του σύντροφο στη θλίψη των παθημάτων; (g). Ο ληστής γνώριζε, ότι είχε ακόμη λίγες ώρες ζωής. Συνεπώς η επίκλησή του αυτή συνυπονοεί πίστη στη μελλοντική κατάσταση, στην οποία ο Ιησούς επρόκειτο να δεχτεί αυτόν στη βασιλεία του. Ίσως πίστευε ότι ο Χριστός θα ανασταινόταν από τους νεκρούς.
Σε κάθε περίπτωση η πίστη ανθρώπου συσταυρωμένου με τον Ιησού είναι πολύ αξιοπαρατήρητη. Μερικοί (οι στρατιώτες και αυτοί στους οποίους αναφέρθηκαν αυτοί και βεβαίωσαν ό,τι είδαν) είδαν τον Ιησού αναστημένο από τους νεκρούς και δεν πίστεψαν σε αυτόν.
Ο ληστής βλέπει αυτόν να θανατώνεται και όμως πιστεύει (p). Καταφρόνησαν οι Ιουδαίοι τους νεκρούς που αναστήθηκαν («μετά την ανάσταση αυτού… εμφανίστηκαν σε πολλούς» Ματθ. κζ 53)· ο ληστής δεν καταφρόνησε τον κρεμασμένο μαζί με αυτόν πάνω στο σταυρό (Αυγουστίνου serm. 23,13).
(3) Πιστεύει σε ένδοξη επάνοδο του Ιησού πάνω στη γη (g). Η έννοια της φράσης είναι: Όταν έλθεις με τη δόξα και τη δύναμη της βασιλείας σου (p).
(4) Πιστεύει ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας και γνωρίζει ότι ο Μεσσίας πρόκειται να έχει βασιλεία (p). Και θα έλεγε κάποιος, ότι ο ευγνώμων ληστής ασφαλώς ήταν Ιουδαίος και πίστευε στην έλευση του Μεσσία κατά την ανάσταση (L). Ο Μεσσίας επρόκειτο σύμφωνα με τις επικρατούσες ιδέες (σύμφωνα με τα Ησ. κστ 19 και Δανιήλ ιβ 2) να αναστήσει τους άξιους από τους Ισραηλίτες, για να λάβουν μέρος μαζί με τους πατριάρχες στη μεσσιακή πανήγυρη (g). Ούτε οι απόστολοι κατά το χρόνο εκείνον δεν έτρεφαν τόσο διαυγείς ελπίδες για τη βασιλεία του Χριστού (b).
Ομολογεί αυτόν Κύριο και βασιλιά που έχει βασιλεία και έρχεται στη βασιλεία αυτή. Πιστεύει ακόμη, ότι θα έχει εξουσία στη βασιλεία αυτή και ότι σε όσους θα επιδείξει την εύνοιά του, θα είναι αυτοί ευτυχείς. Ο Χριστός βρίσκεται τώρα στο βάθος της ταπείνωσής του, εγκαταλελειμμένος από τους μαθητές του, εξευτελιζόμενος από το έθνος του, πεθαίνοντας πάνω στο σταυρό σαν εγκληματίας. Και ο ληστής κάνει τις ομολογίες του αυτές προτού να σημειωθούν τα από τον ουρανό θαύματα, τα οποία τίμησαν το πάθος του και προτού να αναγκαστεί και ο ίδιος ο κεντυρίων να ομολογήσει τον Χριστό υιό του Θεού.
Αληθινά, ούτε στον Ισραήλ δεν θα έβρισκε κάποιος τόσο μεγάλη πίστη. Πίστευε σε μέλλουσα ζωή και επιθυμούσε να είναι ευτυχής σε εκείνην τη ζωή, όχι όπως ο άλλος ληστής να σωθεί από το σταυρό, αλλά να βρει ανάσταση, όταν ο σταυρός θα του επέφερε το θάνατο. Έχουμε εδώ παράδειγμα της δύναμης του σταυρού, να ελκύει τους ανθρώπους στον εαυτό του. Δείχνει και προλέγει ο σταυρός την ουράνια βασιλεία και αποκαλύπτει τον αληθινό παράδεισο, του οποίου και διανοίγει τις πύλες.
Όχι τελείως απίθανη και η εκδοχή: «Είναι λογικό ότι θα έμαθε ο ληστής και τον λόγο, τον οποίο είπε ο Κύριος στον Πιλάτο. Η βασιλεία η δική μου δεν είναι από αυτόν τον κόσμο» (Ζ).
Λουκ. 23,43 καὶ εἶπεν(1) αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω σοι(2), σήμερον(3) μετ᾿ ἐμοῦ(4) ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ(5).
Λουκ. 23,43 Και είπεν εις αυτόν ο Ιησούς• “σε διαβεβαιώνω, ότι σήμερον θα είσαι μαζί μου στον παράδεισον”.
(1) Ο Κύριος τήρησε την πιο βαθειά σιγή μέσα στους χλευασμούς και τους εμπαιγμούς των αρχόντων και του όχλου. Αλλά τώρα πόσο είναι πρόθυμος και έτοιμος, να απαντήσει στο αίτημα του μετανοημένου κακούργου! (ο).
(2) Η φράση, όπως συνήθως, προαναγγέλλει κάτι που έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα ή υπερβαίνει κάθε προσδοκία. Δες και Λουκ. δ 24,ιβ 37,ιη 17,29,κα 32 (p). Ο ληστής «με αυτό το αίτημά του, ικέτευσε να τύχει μόνο κάποιου αγαθού· ο Χριστός όμως επειδή ήξερε την πρόθεσή του, υποσχέθηκε σε αυτόν αυτό που φαινόταν σε εκείνον το πιο αγαπητό από όλα» (Ζ).
Ο Χριστός πάνω στο σταυρό μοιάζει με το Χριστό πάνω στο θρόνο. Επειδή λοιπόν «τώρα είναι κρίση του κόσμου», ο ένας από τους ληστές απέρχεται με κατάρα και ο άλλος με ευλογία. Αν και ο Χριστός ήταν ήδη σε αγωνία, δεν παρέλειψε παρόλ’ αυτά να απευθύνει λόγο ενίσχυσης στο ληστή, που εμπιστεύτηκε τον εαυτό του σε αυτόν. Ακόμη και μεγάλοι αμαρτωλοί μέσω του Χριστού θα πετύχουν όχι μόνο την άφεση των αμαρτιών τους, αλλά και θέση στον Παράδεισο.
(3) Κάποιοι «παραβιάζουν το νόημα του ρητού βάζοντας κόμμα στο Σήμερον, ώστε να είναι το λεγόμενο ως εξής «ἀμὴν λέγω σοι σήμερον», και έπειτα προσθέτουν το «μετ᾿ ἐμου ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» (Θφ).
Αλλά όταν συνδέσει κάποιος το σήμερα με το λέω, σχεδόν εκμηδενίζει όλη την ισχύ του. Όταν όμως συνδέσει αυτό με τα επόμενα, είναι πλήρες νοήματος. Ο Ιησούς γνωρίζει, ότι και αυτός και ο ληστής θα πέθαιναν κατά την ημέρα εκείνη. Και παραχωρεί σε αυτόν περισσότερα από όσα είχε ζητήσει ή ελπίσει (p). Ο Ιησούς δηλαδή αντιθέτει ισχυρά το άμεσο και κοντινό της ευτυχίας, την οποία τού υπόσχεται, με τον απώτερο χρόνο τον οποίο ο ληστής είχε στο νου του και κατά τον οποίο περίμενε ότι ο Χριστός θα τον θυμόταν = Σε αυτήν τη σημερινή ημέρα, πριν ακόμη ο ήλιος δύσει, θα είσαι στον παράδεισο (g).
Ο ληστής ζήτησε από τον Κύριο να τον θυμηθεί. Το «μνήσθητί μου», το οποίο είπε, δεν υπονοεί μεγάλες αξιώσεις. Μικρό έλεος ζητά ο ληστής. Και ο Χριστός τού παραχωρεί θέση μαζί του στον Παράδεισο. Και του την παραχωρεί όχι σε απώτερο μέλλον, αλλά αμέσως και κατά την ίδια την ημέρα του παθήματος.
(4) Όχι απλώς συν εμοί, συντροφεύοντας εμένα, αλλά μετ᾿ ἐμοῦ ως κοινωνός και συμμέτοχος. Η υπόσχεση αυτή συνυπονοεί συνέχεια της συνείδησης και μετά θάνατον. Εάν αυτός που πεθαίνει χάνει τη συνείδησή του, η βεβαίωση που παρέχεται στο ληστή, ότι θα είναι μαζί με το Χριστό μετά θάνατον, θα ήταν χωρίς σημασία και περιεχόμενο (p).
Με τον δεύτερο Αδάμ αποκατασταθήκαμε σε όλα, όσα χάσαμε με τον πρώτο Αδάμ και επιπλέον σε παράδεισο ουράνιο αντί για αυτόν τον επίγειο. Και θα είμαστε εκεί με τον Χριστό. Αυτή είναι η μακαριότητα των ουρανών, να βλέπει κάποιος το Χριστό και να κάθεται μαζί του βλέποντας τη δόξα του και συμμετέχοντας σε αυτήν (Ιω. ιζ 24).
(5) Περσικό όνομα που εξελληνίστηκε (παϊρί δανιζά= τεχνητός περιφραγμένος κήπος) (δ). Πάντως η λέξη είναι ανατολική και ήταν σε χρήση στους αρχαίους Πέρσες, όπως φαίνεται σαφώς από τα συγγράμματα του Ξενοφώντα, ο οποίο αποκαλεί τους κήπους και τα κυνηγετικά πεδία των μοναρχών και ευγενών στην Περσία, παραδείσους. Η λέξη χρησιμοποιείται και από τους Ο΄ για τον κήπο της Εδέμ. Εάν είναι αραβικής ή σανσκριτικής προέλευσης είναι αβέβαιο. Η λέξη κατέληξε να σημαίνει οποιονδήποτε ωραίο και τερπνό τόπο.
Εφόσον όμως ο παράδεισος της Εδέμ, ο πρωταρχικός τόπος της ωραιότητας και της ευτυχίας, κλείστηκε στο ανθρώπινο γένος μετά το προπατορικό αμάρτημα, ο Κύριος διάλεξε τον όρο παράδεισος για να δηλώσει το γεγονός, ότι ήδη ανώτερος και μακαριότερος παράδεισος άνοιξε στην ανθρωπότητα και ότι ο χαμένος παράδεισος ξαναποκτήθηκε και έγινε προσιτός σε όλους, όσοι θα ενωθούν με την πίστη προς τον νέο Αδάμ της χάρης (ο).
Η λέξη χρησιμοποιείται με διάφορες σημασίες στη Γραφή: α) Δενδροφυτευμένος περίβολος (Νεεμ. β 8· Άσμα δ 13, Εκκλ. β 5). β) Ο κήπος της Εδέμ (Γεν. β 8-10,15,16,γ 1-3,8-10 κλπ). γ) Ο κόλπος του Αβραάμ δηλαδή ο τόπος της ανάπαυσης των δικαίων μέχρι την ανάσταση. δ) Κάποιο μέρος στον ουρανό, που ταυτίζεται ίσως με τον τρίτο ουρανό (Β΄ Κορ. ιβ 4) (p).
Τι σημαίνει εδώ; Ο p. θεωρεί τη λέξη ως ταυτόσημη με τον κόλπο του Αβραάμ. Και σαφέστερα, παράδεισος είναι το τμήμα εκείνο του Άδη, όπου συγκεντρώνονται οι πιστοί (g) αναπαυόμενοι μέχρι τη Δευτέρα παρουσία.
Άλλη εκδοχή: «Εμείς όμως λέμε με απλούστερο τρόπο, ότι αμέσως πριν πάει στην λεγόμενη καρδιά της γης [=τον άδη], αποκατέστησε στον παράδεισο του Θεού τον πιστό ληστή» (Ω). Δηλαδή ο παράδεισος δεν είναι στον Άδη αλλά στον ουρανό. Αξιόλογη και η παρατήρηση: Ο παράδεισος εδώ σημαίνει κυρίως όχι τόπο, αλλά κατάσταση ευτυχίας. Αυτό δεν συνυπονοεί, ότι αποκλείεται και η ιδέα του τόπου, αλλά το κύριο στοιχείο της υπόσχεσης του Κυρίου στον ληστή είναι ότι: θα είσαι μ α ζ ί μ ο υ σε κατάσταση ανείπωτης μακαριότητας.
Υπάρχει βεβαίως και ένας τόπος στον κόσμο των πνευμάτων, όπου οι χωριζόμενες από τα σώματά τους ψυχές μεταβαίνουν μετά θάνατον. Αλλά ό,τι γνωρίζουμε για τον τόπο αυτόν είναι αυτό και μόνο, ότι οι άγιοι που μεταβαίνουν σε αυτόν βρίσκονται και ζουν μαζί με το Χριστό. Ο Παύλος ποθούσε να πεθάνει, για να είναι μαζί με το Χριστό (Φιλιπ. α 23).
Αυτό αποδεικνύει, ότι η ψυχή του πιστού αμέσως μετά το θάνατο μεταφέρεται σε τόπο, όπου είναι και ο Χριστός. Λίγο ενδιαφέρει πού είναι ο τόπος αυτός, όπου ο Κύριος με το δοξασμένο σώμα του βρίσκεται σε κοινωνία με τους δικούς του που έφυγαν από αυτόν τον κόσμο. Το ουσιώδες είναι, ότι στην κοινωνία αυτή και στην παρουσία του Χριστού οι ψυχές θα απολαμβάνουν ειρήνη, χαρά και ανάπαυση, έως ότου ανατείλει το πρωινό της ανάστασης, όταν και τα σώματά τους θα αναστηθούν άφθαρτα και θα συνενωθούν με αυτές, για να συναπολαύσουν τα αγαθά, τα οποία μάτι δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και στα οποία καρδιά ανθρώπου δεν ανέβηκε (ο).
«Είναι το ίδιο λοιπόν η βασιλεία των ουρανών και ο παράδεισος, και τίποτα δεν εμποδίζει… να λέει την αλήθεια και ο Παύλος, όταν αναφέρει ότι, κανείς από τους αγίους δεν απόλαυσε την υπόσχεση της ουράνιας κληρονομίας (προς Εβραίους ια 39). Διότι ο ληστής είναι μεν στον παράδεισο, δηλαδή στη βασιλεία… δεν απόλαυσε όμως την τέλεια κληρονομιά των αγαθών. Διότι όπως ακριβώς οι καταδικασμένοι δεν βρίσκονται μέσα στα βασίλεια, αλλά με φρουρές φυλάσσονται αποκλεισμένοι περιμένοντας τις καθορισμένες ποινές· οι έντιμοι όμως και μπαίνουν στα βασίλεια και σε αυτό το χρονικό διάστημα ζουν σε αυτά· έπειτα, όταν φτάσει ο καιρός της διανομής των βασιλικών δωρεών, αξιώνονται αυτών· έτσι και οι άγιοι· αν και δεν απολαμβάνουν ακόμη το τέλειο, αλλά εν τω μεταξύ βεβαίως ζουν σε αυτά τα φωτεινά και ευωδιαστά και βασιλικά, για να το πούμε απλά, σκηνώματα, παρόλο που δεν αξιώνονται κατά τέλειο ακόμη τρόπο της διανομής των βασιλικών δώρων» (Θφ).
Έτσι πλουσιότερη είναι η χάρη παρά η δέηση και επίκληση του ληστή. Διότι εκείνος παρακαλούσε, να τον θυμηθεί ο Κύριος, όταν έλθει στη βασιλεία του. Ο Κύριος όμως τού είπε: Σήμερα θα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο. Όπου είναι ο Χριστός, εκεί είναι η ζωή, εκεί και η βασιλεία (Αμβρόσιος).
«Εσύ όμως θαύμασε, σε παρακαλώ, το πώς, όπως ακριβώς κάποιος βασιλιάς τροπαιοφόρος επιστρέφοντας από τη νίκη του, φέρνει μαζί του τα καλύτερα από τα λάφυρα, έτσι και ο Κύριος, αφού αφαίρεσε το καλύτερο από τα λάφυρα του διαβόλου [δηλαδή το ληστή] απογυμνώνοντάς τον, τον φέρνει μαζί του, επιστρέφοντας στην αρχαία πατρίδα του ανθρώπου, εννοώ τον παράδεισο» (Θφ).
Σωστά λοιπόν παρατηρήθηκε, ότι ούτε ο ακόλουθος μετά από λίγο σκοτισμός του ηλίου, ούτε ο σεισμός, ούτε το άνοιγμα των τάφων, ούτε το σχίσιμο των πετρών υπήρξαν μεγαλύτερα θαύματα από την ισχυρή πίστη και την επιστροφή του ληστή (ο).
Λουκ. 23,44 Ἦν δὲ ὡσεὶ ὥρα ἕκτη(1) καὶ σκότος(2) ἐγένετο ἐφ᾿ ὅλην τὴν γῆν(3) ἕως ὥρας ἐνάτης, τοῦ ἡλίου ἐκλείποντος(4),
Λουκ. 23,44 Ήταν δε ώρα εξ περίπου από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή μεσημέρι, και απλώθηκε σκότος εις όλην την γην έως τας τρεις το απόγευμα, διότι είχε χαθή ο ήλιος από τον ουρανόν.
Λουκ. 23,45 καὶ ἐσχίσθη τὸ καταπέτασμα(5) τοῦ ναοῦ μέσον·
Λουκ. 23,45 Και εσχίσθη στο μέσον το πολύτιμον παραπέτασμα του ναού.
(1) Δες Ματθ. κζ 45-56 και Μάρκ. ιε 33-41 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Στα φαινόμενα αυτά προφανώς υπάρχει κάτι το έκτακτο, είτε αποδώσει κάποιος τον εξαιρετικό τους χαρακτήρα σε υπερφυσική αιτία, είτε θεωρήσει αυτά ως σύμπτωση που σχεδιάστηκε από τη θεία Πρόνοια (g).
(3) Ή, εννοείται εδώ «η γη γύρω από την Ιουδαία… διότι σε πολλά σημεία η γραφή ονομάζει πάσαν γην την Ιουδαία» (Ω).
Ή, το μεσημβρινό σκοτάδι προερχόμενο από τον ήλιο σκοτείνιασε ολόκληρο το άνω ημισφαίριο· ενώ από την άλλη η σελήνη… μη παίρνοντας κανένα φως από τον ήλιο, βύθισε σε σκοτάδι το κάτω ημισφαίριο (b).
(4) «Είτε σκοτεινό σύννεφο ή σύννεφα ήταν απλωμένα κάτω από τις ηλιακές ακτίνες που έφθαναν στην Ιουδαία γη ή ο αέρας που ήταν εκεί έγινε παχύς δείχνοντας συμπάθεια και αυτός για το γεγονός, όπως ακριβώς η γη γύρω από την Ιουδαία και οι πέτρες και τα μνήματα… Και αυτό έγινε, για να μάθουν ότι, αυτός που είναι κρεμασμένος στο ξύλο είναι εκείνος που πήρε σύμμαχο την κτίση, όταν πολέμησε τους Αιγυπτίους για αυτούς και χάθηκε το ηλιακό φως και χύθηκε το σκοτάδι σε όλη τη χώρα τους» (Ω).
Σκοτάδι και τώρα, όπως άλλοτε στην Αίγυπτο, έπεσε, με μόνη τη διαφορά, ότι εκεί μεν διήρκεσε για τρεις μέρες, ενώ εδώ μόνο για τρεις ώρες. Δες Εξόδου ι 22.
(5) Δες Ματθ. κζ 51 και Μάρκ. ιε 38. Συνήθως θεωρούν το συμβολικό αυτό γεγονός ότι σημαίνει, ότι η οδός του θρόνου της χάριτος θα είναι στο μέλλον ανοιχτή σε όλους. Αλλά άραγε δεν θέλησε μάλλον ο Θεός να δείξει με αυτό, ότι από τη στιγμή αυτή ο ναός δεν θα ήταν πλέον κατοικία του; Όπως ο μέγας αρχιερέας έσχιζε το χιτώνα του μπροστά σε κάποια βλασφημία ή σκάνδαλο, έτσι ο Θεός σχίζει το καταπέτασμα των αγίων των αγίων, όπου έως τώρα έκανε αισθητή την παρουσία του. Δεν υπάρχουν πλέον άγια των αγίων, άρα λοιπόν ούτε άγια, ούτε θυσιαστήριο, ούτε θυσίες. Ο ναός καταλύθηκε από τον ίδιο το Θεό. Αυτό είχε προαναγγείλει ο Ιησούς στους Ιουδαίους, όταν τους έλεγε: Φονέψτε με, και αμέσως θα καταστρέψετε το ναό (g).
«Το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε στα δύο, σαν να το έσχισαν σχεδόν και οι ίδιοι οι άγγελοι που κατοικούσαν από παλιά στο ιερό, και έσχισαν το σεμνό ύφασμα, έτσι ώστε, αφού μείνει γυμνός και έρημος από την δική τους φρουρά ο τόπος που ήταν άβατος και που δεν επιτρεπόταν να μπει κάποιος, να καταστεί έτοιμος στους εχθρούς και πολέμιους» (Ε).
Λουκ. 23,46 καὶ φωνήσας φωνῇ μεγάλῃ(1) ὁ Ἰησοῦς εἶπε· πάτερ(2), εἰς χεῖράς σου(3) παρατίθεμαι(4) τὸ πνεῦμά μου(5)· καὶ ταῦτα εἰπὼν ἐξέπνευσεν(6).
Λουκ. 23,46 Και εφώναξε με φωνήν μεγάλην ο Ιησούς και είπε• “πάτερ, εις τας χείρας σου παραδίδω το πνεύμα μου”. Και αφού είπε τους λόγους αυτούς, εξέπνευσε.
(1) Και οι τρεις συνοπτικοί μνημονεύουν τη μεγάλη αυτή φωνή, η οποία αποδεικνύει, ότι ο Ιησούς δεν πέθαινε από εξάντληση (p).
(2) Η λέξη Πατέρα δείχνει ότι η ψυχή του Κυρίου απολαμβάνει ήδη και πάλι τη στοργική κοινωνία και γαλήνη με τον επουράνιο Θεό. Πριν από λίγο, επικαλούμενος τον Πατέρα, έλεγε Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες, διότι ως εγγυητής μας πλήρωνε το χρέος μας. Το Πατέρα, το οποίο λέει τώρα, είναι το πρώτο αποτέλεσμα της συντελούμενης απολύτρωσης, το ένδοξο προανάκρουσμα της ανάστασης (g).
(3) Ο Πατέρας δέχτηκε το πνεύμα του Ιησού· ο Ιησούς δέχεται τα πνεύματα των πιστών. Δες τα λόγια του Στεφάνου στο Πράξ. ζ 59 (b).
«Αυτή η φωνή, την οποία έκραξε πάνω στο σταυρό «στα χέρια σου παραδίδω», διδάσκει ότι οι ψυχές των αγίων δεν κλείνονται πλέον στον άδη, όπως και πριν, αλλά είναι κοντά στο Θεό και αυτό έγινε σαν σε απαρχή (ξεκίνημα) στο Χριστό. Διότι οι ψυχές προχωρούσαν προς τα κάτω και εκεί κρατούνταν, αλλά αυτήν την κάτω πορεία ο Κύριος την μετέβαλλε προς τα πάνω, μέσω του εαυτού του. Επειδή δηλαδή στο δικό του πρόσωπο βρέθηκε η ανθρώπινη φύση να έχει γίνει πλούσια με την αναμαρτησία του, έφερε ως καινοτομία σε μας το να στέλνονται στα χέρια του ζωντανού Θεού οι ψυχές που απαλλάσσονται από τα σώματα. Και αυτό γνωρίζοντας ο άγιος Στέφανος, είπε· Κύριε Ιησού, δέξου το πνεύμα μου» (Ω).
(4) Η φράση «στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου» προέρχεται από το ψαλμ. λ (στίχος 6). Ο μέλλοντας «θα παραδώσω», ο οποίος είναι και συνηθισμένη γραφή του κειμένου, ήταν φυσικός στο στόμα του Δαβίδ, του οποίου ο θάνατος δεν επέκειτο, αλλά ήταν ακόμη μακριά. Εξέφραζε με αυτόν, τον τρόπο, με τον οποίο έλπιζε, ότι μπορούσε να πεθάνει κάποια ημέρα. Ο ενεστώτας «παρατίθεμαι» αυτός και μόνος αρμόζει στην παρούσα κατάσταση του Ιησού (g).
Η γραφή παρατίθεμαι φαίνεται πιο αυθεντική. «Το ρήμα παραδίδω, διδάσκει ότι το πάθος του ήταν εκούσιο (=με τη θέλησή του)» (Ω). Αξιόλογη και η παρατήρηση: «Και παράδοση ονόμασε το θάνατο, διότι πάλι θα πάρει την ψυχή» (Θφ). «Δήλωνε δηλαδή το θα παραδώσω, ότι πάλι θα την πάρει πίσω» (Ω).
(5) Η λέξη πνεύμα δεν πρέπει να εννοηθεί με την έννοια της ζωτικής αρχής και δύναμης, αλλά με την έννοια της λογικής και αθάνατης ψυχής, η οποία και μετά το χωρισμό από το σώμα εξακολουθεί να ζει (ο). Το πνεύμα μου, όχι απλώς και μόνο τη ζωή μου, αλλά ούτε και απλώς την ψυχή μου· αλλά τις ανώτερες δυνάμεις της ψυχής μου, την υψηλότερη ζωή μου, το λογικό πνεύμα μου.
(6) Κανείς από τους τέσσερεις ευαγγελιστές δεν λέει, πέθανε ή εκοιμήθη ή ετελεύτησε (p). «Διότι δεν πέθαινε ως κοινός άνθρωπος, αλλά ως δεσπότης» (Θφ). Πεθαίνει με τα λόγια της Γραφής στο στόμα, διδάσκοντάς μας να χρησιμοποιούμε και εμείς τη γλώσσα της Γραφής όσες φορές απευθυνόμαστε προς το Θεό.
Λουκ. 23,47 ἰδὼν δὲ(1) ὁ ἑκατόνταρχος τὸ γενόμενον(2) ἐδόξασε(3) τὸν Θεὸν λέγων· ὄντως(4) ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος(5) ἦν.
Λουκ. 23,47 Όταν δε ο εκατόνταρχος είδεν αυτό που έγινε, εδόξασε τον Θεόν, λέγων• “πράγματι ο άνθρωπος ούτος ήτο δίκαιος”.
(1) Δες Ματθ. κζ 54-61 και Μάρκ. ιε 39-47 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Όταν είδε όχι απλώς και μόνο τον τρόπο, με τον οποίο πέθανε ο Ιησούς, που δεν πρόδιδε εξάντληση, αλλά και τα έκτακτα περιστατικά, όπως και ο Ματθαίος λέει «τον σεισμό και αυτά που έγιναν» (p).
(3) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα έχουν τη γραφή εδόξαζε· από αυτήν όμως ο g βρίσκει προτιμότερη τη γραφή εδόξασε. Δόξασε το Θεό χωρίς να το συνειδητοποιεί με τη δημόσια αυτή ομολογία λέγοντας ότι ο Ιησούς δεν ήταν εγκληματίας, αλλά πέθανε κατά το θέλημα του Θεού. Κάποιοι υπέθεσαν, ότι ο εκατόνταρχος ήταν προσήλυτος και ότι πρώτος αυτός με επίγνωση δόξασε το Θεό. Είναι αξιοσημείωτο, ότι οι στην Κ.Δ. αναφερόμενοι εκατόνταρχοι παρουσιάζονται να έχουν καλό χαρακτήρα, το οποίο επιβεβαιώνει αυτό που αναφέρει ο Πολύβιος (VI, 24,9), ότι κατά κανόνα οι άριστοι στο στράτευμα προβιβάζονταν στην τάξη αυτή (p).
(4) Προηγουμένως αποτελούσε υπόθεση αμφίβολη στους θεατές, τώρα όμως βεβαιώνει αυτό αδίστακτα και χωρίς κάποια αμφιβολία (b).
(5) Δεν ήταν κακοποιός, όπως ισχυρίστηκαν (g). Ο Ματθαίος και ο Μάρκος γράφουν «ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν». Αυτοί που θέλουν να συμβιβάσουν τη φαινομενική διαφωνία υποστήριξαν, ότι ο εκατόνταρχος είπε το δίκαιος πριν το σεισμό και το Θεού υιός μετά από αυτόν. Πιθανότερο είναι, ότι και οι δύο αυτές φράσεις εκφράζουν μία και την αυτή σκέψη = Ήταν πράγματι αγαθός και δίκαιος άνθρωπος και πολύ δίκαια ονόμασε το Θεό Πατέρα του. Ο εκατόνταρχος λέγοντας Υιός του Θεού δεν καταλάβαινε βεβαίως πολλά από εκείνα τα οποία εκφράζει η ονομασία αυτή (p). Η αναφώνηση του εκατόνταρχου είναι το προοίμιο της επιστροφής του εθνικού κόσμου (g).
Λουκ. 23,48 καὶ πάντες οἱ συμπαραγενόμενοι(1) ὄχλοι ἐπὶ τὴν θεωρίαν(2) ταύτην, θεωροῦντες τὰ γενόμενα, τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη(3) ὑπέστρεφον(4).
Λουκ. 23,48 Και όλα τα πλήθη που είχαν έλθει μαζί δια να παρακολουθήσουν το θέαμα της σταυρώσεως, όταν είδαν αυτά που έγιναν, εγύρισαν πίσω εις την πόλιν, κτυπώντες τα στήθη των.
(1) Συμπαραγίνομαι. Λέγεται μία φορά και στο Β΄ Τιμοθ. δ 16 μόνο στο κείμενο το receptus (=το παραδεδομένο κείμενο της Καινής Διαθήκης της κριτικής έκδοσης).
(2) Και αυτό λέγεται μία φορά. Η λέξη υπαινίσσεται την περιέργεια, η οποία είχε προσελκύσει τα πλήθη εκείνα (g). Θεώρησαν την όλη τραγωδία ως αξιοπερίεργο θέαμα (p). Αυτοί όμως οι οποίοι είχαν έλθει ως απλοί θεατές κυκλοφορούν ήδη στις διάνοιές τους σκέψεις που τείνουν προς σωτηρία και προετοιμάζονται για την Πεντηκοστή που περιγράφεται στο Πράξ. β (b).
(3) «Χτυπούσαν και τα στήθη… και κατηγορώντας τους σταυρωτές, ολοφάνερα δικαίωναν τον Ιησού» (Θφ).
«Πολλοί θρηνούσαν για αυτά που γίνονταν και χτυπούσαν το στήθος· αυτό που κατ’ εξοχήν δείχνει την ωμότητα των Ιουδαίων αρχόντων, είναι ότι για αυτά για τα οποία άλλοι θρηνούσαν, για αυτά αυτοί καυχιόντουσαν και ούτε από ευσπλαχνία λύγισαν, ούτε από φόβο συγκρατήθηκαν» (Χ).
Πολλοί από αυτούς δεν είχαν συμμετάσχει στις κραυγές Άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν. Και εκείνοι όμως οι οποίοι είχαν λάβει μέρος σε αυτές, είχαν παρασυρθεί από τους αρχιερείς και ήδη αισθάνονταν τύψεις για την πράξη τους (p). Όσοι είχαν συνεργήσει, περιήλθαν κατά το πλείστον σε κατάσταση ταραχής (b) «φωνάζοντας εναντίον της τόλμης αυτών που τον σταύρωσαν, αν και όχι φανερά λόγω της ασέβειας των αρχόντων» (Σχ).
Η κατάπληξη και ο τρόμος, από τα οποία κυριεύτηκαν οι Ιουδαίοι, οι μάρτυρες της σκηνής, είναι το προοίμιο της μετάνοιας και της τελικής επιστροφής του Ισραήλ (g). Παρόλ’ αυτά και πολλών από αυτούς τα συναισθήματα ήταν τελείως παροδικά και εφήμερα. Αυτοί δεν προχώρησαν και παραπέρα. Δεν ζήτησαν να εξετάσουν και να μάθουν περισσότερα για τον Ιησού, ώστε ακούγοντας την σχετικά με αυτόν αλήθεια να τον εγκολπωθούν ως Σωτήρα. Γύρισαν τρομαγμένοι και συγκινημένοι στα σπίτια τους, αλλά μετά από κάποιο χρόνο η εντύπωσή τους αυτή εξασθένησε, έως ότου λησμόνησαν τα πάντα.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με πολλούς από τους Χριστιανούς, των οποίων η συγκίνηση κατά τις εορτές των Παθών και κατά την συμμετοχή τους στα μυστήρια σιγά σιγά ελαττώνεται και πέφτει, επειδή δεν εξακολούθησαν να καλλιεργούν τις πρώτες ακτίνες της αλήθειας, η οποία έλαμψε σε αυτούς.
(4) Στην πόλη (δ).
Λουκ. 23,49 εἱστήκεισαν(1) δὲ πάντες οἱ γνωστοὶ αὐτοῦ(2) ἀπὸ μακρόθεν(3), καὶ γυναῖκες(4) αἱ συνακολουθήσασαι(5) αὐτῷ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας, ὁρῶσαι(6) ταῦτα.
Λουκ. 23,49 Όλοι δε οι γνωστοί του Κυρίου εστέκοντο από μακρυά, όπως επίσης και αι γυναίκες, που τον είχαν ακολουθήσει από την Γαλιλαίαν, και έβλεπαν όλα τα περιστατικά της σταυρώσεως.
(1) Όχι με έννοια υπερσυντέλικου, αλλά παρατατικού, όπως και το έστηκα είναι ενεστώτας. Εδώ λέγεται σε αντίθεση με το επέστρεφαν, για να παραστήσει την σταθερότητα των προσώπων αυτών, τα οποία παρέμεναν εκεί μέχρι τέλους (L).
(2) Μεταξύ των γνωστών αυτών θα ήταν και κάποιοι από τους αποστόλους. Αυτό συμπεραίνεται και από το «πάντες (=όλοι)» που μπαίνει μπροστά (g).
(3) Προδίδει το συναίσθημα του φόβου, το οποίο κυριαρχούσε σε αυτούς. Ο Ιωάννης και η Μαρία είχαν στην αρχή πλησιάσει κοντά στο σταυρό (Ιω. ιθ 26,27) (g).
(4) Ο Ματθαίος και ο Μάρκος αναφέρουν τα ονόματα κάποιων από αυτές.
(5) Υπάρχει και η γραφή αι συνακολουθούσαι.
(6) Το ὁρῶσαι μπήκε σε γένος θηλυκό από έλξη γραμματική με το γυναίκες, αναφέρεται όμως και στους γνωστούς που στέκονταν από μακριά. Αξιοσημείωτη η αλλαγή του ρήματος. Αυτοί δεν είναι από αυτούς που «θεωρούν» από περιέργεια, αλλά «ὁρῶσι» με αγωνιώδες ενδιαφέρον (p). Το ὁρῶσαι αναφέρεται συγχρόνως στα περιστατικά του θανάτου του Ιησού και στην αναχώρηση του πλήθους που χτυπούσε τα στήθη (g).
Η ταφή του Ιησού
Λουκ. 23,50 Καὶ(1) ἰδοὺ(2) ἀνὴρ ὀνόματι Ἰωσήφ, βουλευτὴς ὑπάρχων καὶ ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ δίκαιος(3) –
Λουκ. 23,50 Και ιδού, εμφανίζεται ένας άνθρωπος που ελέγετο Ιωσήφ, ο οποίος ήτο βουλευτής, μέλος δηλαδή του συνεδρίου, άνθρωπος αγαθός και δίκαιος.
Λουκ. 23,51 οὗτος οὐκ ἦν συγκατατεθειμένος(4) τῇ βουλῇ καὶ τῇ πράξει(5) αὐτῶν- ἀπὸ Ἀριμαθαίας πόλεως τῶν Ἰουδαίων(6), ὃς προσεδέχετο καὶ αὐτὸς(7) τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ,
Λουκ. 23,51 Αυτός δεν είχε συγκατατεθή εις την απόφασιν του συνεδρίου και εις την άλλην ενέργειαν των συνέδρων δια την σταύρωσιν του Χριστού. Αυτός κατήγετο από την Αριμαθαίαν, πόλιν των Ιουδαίων, είχε δε δεχθή και πιστεύσει στο κήρυγμα περί της βασιλείας του Θεού την οποίαν και επερίμενε.
(1) Στο τμήμα αυτό που αναφέρεται στην ταφή του Κυρίου οι στίχοι 54-56 και κάποιες άλλες φράσεις των υπόλοιπων στίχων είναι αποκλειστικές του Λουκά.
(2) Η σύνταξη είναι όμοια με αυτήν στο Λουκ. ιθ 2, και εννοείται από έξω το ἦν (=ήταν), δηλαδή «Καὶ ἰδοὺ ἦν ἀνὴρ» (δ). Οι κρυμμένοι φίλοι του Κυρίου εμφανίζονται κατά τη στιγμή της έσχατης καταφρόνησής του. Ήδη εκπληρώνεται ο λόγος του Παύλου (Β΄ Κορ. ε 14) «η αγάπη του Χριστού μάς συνέχει (=μας σφίγγει όλους μαζί και μας συγκρατεί προσκολλημένους σε αυτόν)» (g).
(3) Αγαθός και δίκαιος σύμφωνα με το Λουκά, το οποίο είναι ταυτόσημο με το ελληνικό ιδανικό που εκφράζεται με τη φράση καλός καγαθός· ο Μάρκος γράφει «ευσχήμων βουλευτής»=(σεβαστός) που είναι το ρωμαϊκό ιδανικό· και ο Ματθαίος γράφει «άνθρωπος πλούσιος». Δεν είναι άραγε αυτό το ιουδαϊκό ιδανικό; (g). Καθένας που είναι αγαθός, είναι και δίκαιος· όχι όμως και αντίστροφα. Ο Λουκάς αναφέρει το όλο ή το γένος (αγαθός) πριν το μέρος ή το είδος (δίκαιος) (b). Όχι μόνο δίκαιος προς όλους, αλλά και καλός και ευεργετικός προς όλους όσους είχαν την ανάγκη του.
(4) Δεν γνωρίζουμε εάν απουσίασε τελείως από τη συνεδρία ή εάν παρών σε αυτήν απείχε από την ψηφοφορία ή ψήφισε αρνητικά. Από το Μάρκ. ιδ 64 («όλοι καταδίκασαν…») μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι κατά την απαγγελία της απόφασης ήταν απών, διότι αυτή ήταν ομόφωνη (p), μολονότι η φυσική ερμηνεία της φράσης, την οποία χρησιμοποιεί εδώ ο Λουκάς, δηλώνει μάλλον ότι ο Ιωσήφ ήταν παρών στη συνεδρία και ψήφισε κατά της απόφασης του συνεδρίου (ο).
(5) Ούτε στην απόφαση (=την βουλή) ούτε στις απεχθείς μεθόδους (=πράξη) με τις οποίες εξασφαλίστηκε η από τον Πιλάτο επικύρωση της απόφασης (g).
(6) Βρισκόταν στο όρος του Εφραίμ και συνεπώς έξω από τα φυσικά όρια της Ιουδαίας. Αλλά από την εποχή, για την οποία γίνεται λόγος στο Α΄ Μακκαβ. ι 38,ια 34, περιλήφθηκε στην επαρχία αυτή (g). Το πλήρες όνομά της ήταν Ραμαθαίμ-ζοφίμ (=διπλή κορυφή των φρουρών). Για την τοποθεσία της παρόλ’ αυτά υπάρχουν πολλές αμφισβητήσεις, που καθιστούν αυτήν πολυπλοκότατο πρόβλημα στην ιερή τοπογραφία (p).
(7) Η συνηθισμένη γραφή: «ος και προσεδέχετο και αυτός», η οποία περικόπηκε λόγω του πλεονασμού, τον οποίο φαινόταν να παρουσιάζει. Οι αντιγραφείς δεν αντιλήφθηκαν τον σκοπό, για τον οποίο μπήκε το πρώτο κ α ι και έπειτα προστέθηκε το «και αυτός». Με το πρώτο «και» («και προσεδέχετο») ο Λουκάς προσθέτει την ιδιότητα του πιστού στις ιδιότητες του αγαθού και δίκαιου, που αποδόθηκαν στον Ιωσήφ· ενώ με τη φράση «και αυτός» τον διακρίνει από τους άλλους δεδηλωμένους φίλους του Ιησού= Και αυτός ήταν ένας από τους δικούς του, παρόλο που φαινομενικά συγκαταλεγόταν στις τάξεις των αντιπάλων του (g).
Και αυτός, όπως δηλαδή και ο Νικόδημος και άλλοι (δ). Υπάρχουν πολλοί, οι οποίοι εγκαρδίως ευλαβούνται το Χριστό, παρόλο που εξωτερικά δεν εκδηλώνουν αυτό το ίδιο ζωηρά. Είναι παρόλ’ αυτά πρόθυμοι και έτοιμοι να του προσφέρουν πραγματικές υπηρεσίες και σε δεδομένη στιγμή να φανερώσουν την αφοσίωσή τους με μεγαλύτερη αυταπάρνηση από όσο άλλοι, οι οποίοι κάνουν μεγαλύτερο θόρυβο και επίδειξη.
Λουκ. 23,52 οὗτος(1) προσελθὼν τῷ Πιλάτῳ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ,
Λουκ. 23,52 Αυτός προσήλθε στον Πιλάτον και εζήτησε το σώμα του Ιησού.
Λουκ. 23,53 καὶ καθελὼν αὐτὸ ἐνετύλιξε(2) σινδόνι(3) καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν μνήματι λαξευτῷ(4), οὗ οὐκ ἦν οὐδεὶς οὐδέπω(5) κείμενος·
Λουκ. 23,53 Και αφού το κατέβασε από τον σταυρόν, το ετύλιξεν εις σινδόνι και το έθεσε εις μνημείον σκαλισμένον εις βράχον, μέσα στο οποίον κανείς ποτέ δεν είχε ταφή.
(1) Με το «οὗτος» ανακεφαλαιώνει όλα όσα ειπώθηκαν για τον Ιωσήφ (δ).
(2) Το ρήμα αυτό συναντιέται μόνο εδώ και στο Ματθ. κζ 59 και Ιω. κ 7, όπου πρόκειται είτε για την ταφή είτε για το μνημείο του Κυρίου.
(3) Και οι τρεις συνοπτικοί αναφέρουν το σεντόνι, το οποίο για την ταφή κοβόταν σε οθόνια (=επιδέσμους) ή κειρίες (λωρίδες για σάβανο). Ο Μάρκος (ιε 46) μάς λέει, ότι αγοράστηκε από τον Ιωσήφ για αυτόν το σκοπό, και συνεπώς αγοράστηκε εκείνη την ημέρα. Άλλη ένδειξη για το ότι η γιορτή του Πάσχα (των Εβραίων) δεν είχε αρχίσει ακόμη (p).
(4) Από το ρήμα λαξεύω (λας και ξέω)= σκαλισμένο στο βράχο (δ). Το επίθετο αυτό δεν είναι κλασικό. Συναντιέται μία φορά στους Ο΄ (Δευτερ. δ 49) και 4 φορές στη μετάφραση του Ακύλα (Αριθμοί κα 20,κγ 14,Δευτερ. λδ 1και Ιησού Ναυή ιγ 20) (p).
(5) Συσσώρευση αρνήσεων. Το γεγονός αναφέρεται ως δείγμα ιδιαίτερης τιμής σε αντίθεση με τον επονείδιστο θάνατο (p), αλλά και για να τονιστεί, ότι «κανείς άλλος δεν ήταν θαμμένος, για να μην πουν οι συκοφάντες, ότι άλλο σώμα αναστήθηκε» (Θφ). Φαίνεται ότι το ίδιο λαξευτό μνημείο χρησιμοποιούνταν και για περισσοτέρους συγχρόνως νεκρούς, πριν ακόμη τα οστά αυτών που θάφτηκαν σε προηγούμενο χρόνο περισυλλεχτούν για να τοποθετηθούν στο οστεοφυλάκιο (L).
Λουκ. 23,54 καὶ ἡμέρα ἦν Παρασκευή (1), σάββατον ἐπέφωσκε(2).
Λουκ. 23,54 Και ήτο ακόμη ημέρα Πρασκευή. Επλησίαζεν όμως το Σαββατον, που θα ήρχιζε με την δύσιν του ηλίου.
(1) Υπάρχει και η γραφή παρασκευής. Η γραφή παρασκευή= τεχνικός όρος που σημαίνει την έκτη ημέρα της εβδομάδας, αυτήν που και εμείς ονομάζουμε Παρασκευή. Και ονομάστηκε έτσι η έκτη ημέρα της εβδομάδας από το ότι ήταν και ημέρα προπαρασκευής του Σαββάτου και παραμονή αυτού. Για αυτό η συριακή μετάφραση του Cureton μεταφράζει τη λέξη με την έννοια της έκτης ημέρας της εβδομάδας. Η αλεξανδρινή γραφή «παρασκευής», θα μπορούσε να έχει την ίδια έννοια (=έκτη της εβδομάδας)· θα μπορούσε όμως να σημαίνει και την προπαρασκευή και παραμονή οποιασδήποτε γιορτής, για την οποία θα χρειαζόταν προετοιμασία από την προηγούμενη ημέρα (g).
(2) «Πλησίαζε να φωτίσει, να γίνει αυγή, να ανατείλει» (Ζ). Ποιητική έκφραση που δηλώνει ότι πλησίαζε να ανατείλει η μεγάλη εκείνη ημέρα του Σαββάτου (δ). Ανακριβής όμως έκφραση. Διότι το Σάββατο άρχιζε από τη δύση και όχι από την ανατολή του ηλίου. Αλλά το επιφώσκω εύκολα μπορεί να μεταπέσει και στη σημασία του αρχίζω (p).
Φώτιζε διότι και η νύχτα έχει το φως της, ειδικά όταν είναι πανσέληνος, όπως ήταν τότε κατά το Πάσχα (b). Η παρατήρηση αυτή για το χρόνο γίνεται, για να δικαιολογηθεί η βιασύνη, με την οποία έγινε η ταφή. Φώτιζε μετά από κάποιες στιγμές το Σάββατο. Το κλάμα δεν πρέπει να παρεμποδίζει τη σπορά. Αν και έκλαιγαν για το θάνατο του Χριστού, όμως δεν λησμονούν τον αγιασμό του σαββάτου. Οι βιοτικές μας υποθέσεις πρέπει εγκαίρως να κανονίζονται, ώστε να μην μας γίνονται εμπόδιο από το πνευματικό μας έργο κατά την Κυριακή.
Λουκ. 23,55 Κατακολουθήσασαι(1) δὲ αἱ γυναῖκες, αἵτινες ἦσαν συνεληλυθυῖαι αὐτῷ ἐκ τῆς Γαλιλαίας, ἐθεάσαντο(2) τὸ μνημεῖον καὶ ὡς ἐτέθη(3) τὸ σῶμα αὐτοῦ(4),
Λουκ. 23,55 Παρακολουθούσαν δε με προσοχήν αι γυναίκες, που είχαν έλθει μαζή με τον Ιησούν από την Γαλιλαίαν και είδαν το μνημείον, όπως επίσης είδαν πως ετέθη το σώμα του εις αυτό σαβανωμένον.
(1) Η πρόθεση «κατά» στο ρήμα δεν σημαίνει κατάβαση στο μνημείο, αλλά ότι ακολουθούσαν πίσω από τον Ιωσήφ και τους βοηθούς του (p)· σημαίνει την φροντίδα, την οποία έλαβαν να προσκολληθούν στον Ιωσήφ ως συνοδεία του από κοντά (L).
(2) Με προσοχή παρατήρησαν για να ξαναβρούν έπειτα το μνημείο (δ). Το γεγονός, κατά το οποίο οι γυναίκες παρατηρούσαν τον τάφο, στον οποίο τοποθετήθηκε το σώμα, αναφέρεται και από τους τρεις συνοπτικούς. Αποτελεί αυτό μέρος της απόδειξης της Ανάστασης (p).
(3) Δεν παρατήρησαν μόνο τον τάφο, αλλά και πώς το σώμα είχε τοποθετηθεί, πράγμα το οποίο ήταν αναγκαίο για τα σχέδιά τους για τη νέα πληρέστερη επάλειψη με μύρα (L). Το πώς αναφέρεται στην τοποθέτηση του σώματος στον τάφο (ο) ή και πώς ενταφιάστηκε, δηλαδή πώς σαβανώθηκε και δέθηκε (δ).
(4) Ακολουθούσαν την ταφή όχι κάποιοι από τους μαθητές, αλλά μόνο οι γυναίκες από τη Γαλιλαία. Παρακολουθούν με δάκρυα από μακριά την ταφή. Έχουμε κηδεία σιωπηλή και όχι επίσημη και πομπώδη, αλλά η απόθεση στον τάφο, και παραμονή του είναι παρόλ’ αυτά ένδοξη, όπως θα αποδειχτεί μετά από κάποιες ώρες, όταν το Σάββατο θα έχει περάσει και θα ξημερώνει η Κυριακή.
Λουκ. 23,56 ὑποστρέψασαι δὲ ἡτοίμασαν(1) ἀρώματα καὶ μύρα(2). καὶ τὸ μὲν σάββατον ἡσύχασαν κατὰ τὴν ἐντολήν(3).
Λουκ. 23,56 Αφού δε επέστρεψαν εις την πόλιν, ητοίμασαν πριν δύση ο ήλιος, αρώματα και ευώδη έλαια. Και κατά μεν τον Σαββατον ησύχασαν και δεν έκαναν τίποτε, σύμφωνα με την εντολήν περί της σαββατικής αργίας.
(1) Ο Μάρκος (ιστ 1) λέει, ότι η αγορά των αρωμάτων έγινε, όταν πέρασε το Σάββατο, δηλαδή το απόγευμα της επομένης ημέρας, κατά την οποία έγινε η ταφή. Πιθανώς κατά το απόγευμα του θανάτου του Ιησού είχαν αρχίσει να κάνουν τις προετοιμασίες τους και συμπλήρωσαν αυτές όταν πέρασε το Σάββατο (g).
(2) Αρώματα = φυτά ευώδη· φυτικές ύλες αρωματώδεις· μύρα=έλαια αρωματικά (g.p.). Οι προετοιμασίες τους αυτές δείχνουν περισσότερο την αγάπη τους παρά την πίστη τους. «Οι γυναίκες, αν και είχαν πίστη προς τον Κύριο, αλλά δεν ήταν τέτοια όπως έπρεπε… Διότι νομίζοντάς τον ως απλό άνθρωπο, ετοιμάζουν μύρα και αρώματα, σύμφωνα με τη συνήθεια που επικρατούσε στους Ιουδαίους οπωσδήποτε για τους νεκρούς» (Θφ). Όπως μπορεί κάποιος να συμπεράνει και από το παράδειγμα του ληστή, ήλπιζαν οι γυναίκες σε ένδοξη επανεμφάνιση του Ιησού μετά το θάνατό του, όχι όμως και σε αναζωοποίηση του νεκρού σώματός του, που τοποθετήθηκε ήδη στον τάφο (g).
(3) Και τις μεν 24 ώρες του σαββάτου δηλαδή από τη δύση του ηλίου της παρασκευής μέχρι τη δύση του σαββάτου, ησύχασαν σύμφωνα με την εντολή του Θεού να αγιάζουν το σάββατο (δ). Μπορεί κάποιος να πει ότι το Σάββατο αυτό ήταν το τελευταίο της Παλαιάς Διαθήκης, η οποία έπαιρνε τέλος μαζί με το θάνατο του Χριστού. Με ακρίβεια και σεβασμό τηρήθηκε από όλους εκείνους, οι οποίοι χωρίς να το γνωρίζουν επρόκειτο να εγκαινιάσουν τη νέα Διαθήκη (g).
Εάν η ημέρα του θανάτου του Κυρίου ήταν η 15 Νισάν, η ημέρα του Πάσχα, δεν εξηγείται, πώς οι γυναίκες εργάστηκαν σε αυτήν, αγοράζοντας αρώματα, για να ησυχάσουν και να τηρήσουν αργία κατά την επομένη ημέρα του Σαββάτου. Εάν όμως δεχτούμε ότι η 15 Νισάν συνέπιπτε με το Σάββατο, το παν εξηγείται. Μέχρι τη δύση της Παρασκευής επιτρεπόταν η εργασία, και μετά τη δύση του σαββάτου επιτρεπόταν να εξακολουθήσουν αυτήν (p).
ΤΑ ΠΑΘΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Δ. Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΙΗ 28 – ΙΘ 42
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 639-687 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!)
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Θφ = Θεοφύλακτος
αμ = Αμμώνιος Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός Σβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861 δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
Η δίκη ενώπιον του Πιλάτου
Ιω. 18,28 Ἄγουσιν οὖν τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τοῦ Καϊάφα(1) εἰς τὸ πραιτώριον(2)· ἦν δὲ πρωΐ(3)· καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσῆλθον(4) εἰς τὸ πραιτώριον, ἵνα μὴ μιανθῶσιν(5), ἀλλ᾿ ἵνα φάγωσι τὸ πάσχα(6).
Ιω. 18,28 Αφού, λοιπόν, οι αρχιερείς κατεδίκασαν τον Χριστόν εις θάνατον, τον έφεραν δεμένον στο πραιτώριον. Ήτο δε πρωϊ. Και αυτοί δεν εμπήκαν στο πραιτώριον δια να μη μολυνθούν, ώστε να φάγουν κατά το βράδυ αυτό της Παρασκευής το πασχάλιον δείπνον.
(1) Της προσαγωγής του Ιησού στον Πιλάτο, προηγήθηκε η δεύτερη η κύρια δίκη του ενώπιον του συνεδρίου, για την οποία δες Ματθ. κζ 1 και Μάρκ. ιε 1. Για αυτήν ο Ιωάννης δεν αναφέρει τίποτα (β), επιβεβαιώνοντας σιωπηρά την αφήγηση των συνοπτικών. Εκθέτει όμως πληρέστερα την ενώπιον του Πιλάτου δίκη, προσθέτοντας στην αφήγηση των συνοπτικών νέες λεπτομέρειες, οι οποίες φωτίζουν πολύ τα σχετικά με τη διαγωγή του Πιλάτου (F).
(2) Ονομαζόταν έτσι στα μεν Ρωμαϊκά στρατόπεδα η σκηνή του ανωτάτου στρατηγού, στις δε ρωμαϊκές επαρχίες το ανάκτορο στο οποίο ο προστάτης ή ο επίτροπος της επαρχίας διέμενε (G).
Στη Ρώμη ονομαζόταν έτσι ο τόπος, όπου έδρευε ο πραίτωρ όταν δίκαζε. Οι περισσότεροι από τους ερμηνευτές φρονούν, ότι εδώ πρόκειται για το ανάκτορο των Ηρωδών, το οποίο βρισκόταν στο δυτικό μέρος της άνω πόλης παραπέμποντας στο Ιωσήπου περί Ιουδ. Πολέμ. ΙΙ 14,8 όπου μαρτυρείται ότι εκεί κατοικούσε ο Φλώρος. Είναι παρόλ’ αυτά πιθανότερο ότι ο Πιλάτος διέμενε σε κάποιο ανάκτορο στο φρούριο Αντωνία, όπου σταύθμευε η ρωμαϊκή φρουρά, στη βορειοδυτική γωνία του ναού. Εκεί η παράδοση τοποθετεί την αφετηρία της Via dolorosae (=δρόμος του μαρτυρίου του Ιησού) (g).
Η προσαγωγή του Ιησού στον Πιλάτο έγινε, διότι οι Ρωμαίοι κάνοντας την Ιουδαία επαρχία Ρωμαϊκή επεφύλαξαν στους εαυτούς τους το δικαίωμα των θανατικών εκτελέσεων. «Και για ποιο λόγο δεν τον φόνευσαν, αλλά τον οδήγησαν στον Πιλάτο; Και βέβαια το μεγαλύτερο μέρος της αρχής και της εξουσίας τους, τούς είχε αφαιρεθεί πλέον, αφού τα πράγματά τους βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των Ρωμαίων» (Χ).
Αυτό μαρτυρείται ξεκάθαρα στο στίχο 31. Και έφεραν μεν για αναίρεση αυτού το παράδειγμα του λιθοβολισμού του Στεφάνου (Πράξ. ζ 57), αλλά η περίπτωση αυτή οφειλομένη σε παραφορά του λαού δεν αποτελεί ασφαλή μαρτυρία. Το ίδιο μπορεί να παρατηρηθεί και για την έκτακτη περίπτωση που μαρτυρείται στο Ιωσήπου Αρχαιολογ. VI, 2,4 σύμφωνα με την οποία ο Τίτος παρέσχε στους Ιουδαίους το δικαίωμα να θανατώνουν τους ξένους που προχωρούσαν πέρα από τον περίβολο προς το ίδιο το ιερό, ακόμη και αν ήταν Ρωμαίοι. Επιζητούν να θανατωθεί με όλους τους νόμιμους τύπους και να μην λιθοβοληθεί όπως ο Στέφανος. Έτσι μεταχειρίζονταν αυτόν ως κακοποιό «που έγινε αμαρτία» για χάρη μας.
Επιπλέον η παρέμβαση της ρωμαϊκής εξουσίας, την οποία ο λαός φοβόταν, εξασφάλιζε το εναντίον του Ιησού εγχείρημά τους από κάθε λαϊκή εξέγερση. Ακόμη επίσης ο Χριστός θα θανατωνόταν με τον ατιμωτικό θάνατο του σταυρού, τον οποίο οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να επιβάλλουν κατά των κακούργων. Επιζητούσαν δηλαδή να τον θάψουν στον ωκεανό της ατιμίας και να εξαλείψουν τη φήμη του για πάντα.
Τέλος, με τη συμμετοχή του ρωμαϊκού επιτρόπου και με την εκτέλεση της απόφασης από τους ρωμαίους στρατιώτες απάλλασσαν εν μέρει τους εαυτούς τους από τη βαριά μομφή για το θάνατο του Ιησού, ο οποίος «περιόδευε ευεργετώντας» Αλλοίμονο! Πολλοί φοβούνται περισσότερο το σκάνδαλο το οποίο μπορεί να προκληθεί στο λαό από την πονηρή τους πράξη παρά την ενοχή τους μπροστά στο Θεό για την αμαρτία που τολμούν και την παράβαση του θείου νόμου.
(3) Περιλαμβάνει το χρονικό διάστημα από τις 3-6 π.μ. (g). Νωρίς κατά το πρωί της Παρασκευής 14 του Νισάν. Ο Πιλάτος θα γνώριζε ότι οι Ρωμαίοι στρατιώτες είχαν σταλθεί για σύλληψη του Ιησού κατά την προηγούμενη νύχτα και είχε ίσως ειδοποιηθεί να είναι έτοιμος πάρα πολύ νωρίς (β).
Επέσπευδαν οι Ιουδαίοι τα προκαταρκτικά της θανατικής εκτέλεσης του Ιησού, έτσι ώστε ο λαός, του οποίου η αφοσίωση στον Ιησού ήταν γνωστή να μην πληροφορηθεί έγκαιρα τα τελούμενα (ο). Τώρα, που τον είχαν στα χέρια τους, δεν θα ήθελαν ούτε στιγμή χρόνου να χαθεί, έως ότου θα κάρφωναν αυτόν στο σταυρό, και για αυτό στερούνται και αυτήν τη φυσική ανάπαυση του ύπνου αγρυπνώντας και πολύ πρωί επισπεύδοντας τα όσα έπρεπε να προηγηθούν της σταύρωσης.
(4) «Και πρόσεξε τους Ιουδαίους που είναι άξιοι για γέλια. Αφού συνέλαβαν τον αθώο, φέροντας μαζί τους όπλα, δεν μπαίνουν στο πραιτώριο για να μη μιανθούν· και όμως ποιος μολυσμός είναι, πες μου, το να μπει κανείς στο δικαστήριο, όπου τιμωρούνται αυτοί που αδίκησαν; Εκείνοι που δίνουν το δέκατο από τον ηδύοσμο και τον άνηθο, δεν νόμιζαν ότι μολύνονται διαπράττοντας άδικο φόνο, ενώ νόμιζαν ότι μολύνονται εισερχόμενοι στο δικαστήριο» (Χ).
(5) Επειδή του Πιλάτου ο οίκος δεν είχε καθαριστεί από ζύμη σύμφωνα με το Δευτερ. ιστ 4 (b). Ο τελετουργικός μολυσμός σε πολλές περιπτώσεις διαρκούσε μέχρι τη δύση του ηλίου μόνο (Λευϊτ. ια 24,Αριθμ. ιθ 7,Δευτερ. κγ 11 κλπ), αλλά στην περίπτωση του Πάσχα όποιος ήταν ακάθαρτος, έπρεπε να αναβάλει τον εορτασμό του Πάσχα για μήνα ολόκληρο σύμφωνα με τα Αριθμ. θ 6-11 και Β΄ Παραλλ. λ 2-3 (β). Οι αλεξανδρινοί μεγαλογράμματοι κώδικες παραλείπουν το ἵνα.
(6) Κάποιοι ισχυριζόμενοι είτε ότι κατά το Ταλμούδ ο μολυσμός, με τον οποίο θα μολύνονταν οι Ιουδαίοι με την είσοδό τους στο πραιτώριο, θα διαρκούσε μέχρι το απόγευμα μόνο, οπότε θα μπορούσαν να φάνε το Πάσχα, είτε υποστηρίζοντας ότι οι Ιουδαίοι είχαν γιορτάσει ήδη το Πάσχα από το προηγούμενο απόγευμα, δέχονται τη λέξη Πάσχα με γενικότερη έννοια αναφέροντας αυτήν όχι στο πασχάλιο δείπνο αλλά γενικά στα εδέσματα της εορτής δηλαδή τα άζυμα και τα κρέατα των θυσιών, οι οποίες γίνονταν κατά τις επτά ημέρες της εορτής.
Και επικαλούνται υπέρ αυτής της εκδοχής τα χωρία Δευτερ. ιστ 2,3,Β΄ Παραλλ. λ 22,λε 7-9. Και αν υποθέσουμε όμως ότι στα αμφιβόλου έννοιας χωρία αυτά η λέξη Πάσχα βρίσκεται με ευρύτερη έννοια παρουσιάζεται απίθανο η φράση τρώω το Πάσχα η τόσο συνηθισμένη στην Κ.Δ. τον Ιώσηπο και το Ταλμούδ να δηλώνει κάτι άλλο από το Πασχάλιο δείπνο. Άλλωστε εάν επρόκειτο για οποιοδήποτε άλλο δείπνο των επτά ημερών, δεν θα πρόσεχαν τόσο πολύ οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι, διότι και εάν μολύνονταν, δεν θα δυσκολεύονταν να απέχουν από αυτό (g).
Οι παράλληλες φράσεις ετοιμάζειν το πάσχα, θύειν το πάσχα (Μάρκ. ιδ 12-16 και Α΄ Κορ. ε 7) δείχνουν ότι και η φράση τρώγειν το πάσχα πρέπει να σημαίνει τρώω τον πασχάλιο αμνό (χ).
Η ερμηνεία λοιπόν «δηλαδή, λοιπόν, με τη λέξη Πάσχα εννοεί όλη τη γιορτή» (Χ), και «τις επτά ημέρες» δηλαδή (Θφ), είναι λιγότερο πιθανή και πιθανότερη παρουσιάζεται «ή ότι τότε γιόρταζαν το Πάσχα» (Χ), «και αυτοί τότε επρόκειτο να το φάνε, το απόγευμα της Παρασκευής» (Θφ), «αυτός όμως (ο Ιησούς) μία ημέρα πριν παρέδωσε αυτό (το Μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας), φυλάγοντας τη σφαγή του για την Παρασκευή» (Χ), «όταν και το παλαιό Πάσχα γινόταν» (Θφ).
Ιω. 18,29 ἐξῆλθεν(1) οὖν(2) ὁ Πιλᾶτος πρὸς αὐτοὺς καὶ εἶπε· τίνα κατηγορίαν φέρετε(3) κατὰ τοῦ ἀνθρώπου(4) τούτου;
Ιω. 18,29 Συγκαταβαίνων, λοιπόν, εις τας προλήψεις των ο Πιλάτος, εβγήκε προς αυτούς και τους είπε• “ποίαν κατηγορίαν φέρνετε εναντίον αυτού του ανθρώπου;”
(1) Αυτό υπονοεί σαφώς, ότι ο Ιησούς είχε ήδη οδηγηθεί μέσα στο Πραιτώριο (ο). Ο Πιλάτος βγήκε από το πραιτώριο συμμορφούμενος με τις θρησκευτικές ιδέες των από αυτόν κυβερνωμένων σε συμφωνία με τις συστάσεις, τις οποίες η Ρώμη έδινε στους αξιωματούχους της στις επαρχίες (F).
(2) Ως συνέπεια του ότι οι Ιουδαίοι δεν ήθελαν να μπουν προς αυτόν, επήλθε το ότι εκείνος βγήκε προς αυτούς.
(3) Ο Πιλάτος είχε μεν κάποια ιδέα για την υπόθεση, αλλά το Ρωμαϊκό δίκαιο απαιτούσε σε παρόμοιες περιπτώσεις συγκεκριμένη και διατυπωμένη κατηγορία. Δες Πράξ. ιζ 6,κε 7 και εξής,κστ 31 (F). Είχε παραχωρήσει σε αυτούς στρατιώτες για σύλληψη του Ιησού και είναι προετοιμασμένος κατά την ώρα αυτή του πρωινού να ακούσει την υπόθεση. Ήδη λοιπόν ενεργεί ως δικαστής και θα έπρεπε να ακούσει και την κατηγορία και την υπεράσπιση (τ).
Η ερώτηση υποδηλώνει με πόσο θόρυβο και με παραμέληση όλων των δικαστικών τύπων σύρθηκε ο Ιησούς στο βήμα του Πιλάτου (ο). «Όταν τον είδε δηλαδή δεμένο (ο Πιλάτος) και από τόσους οδηγούμενο, δεν νόμισε ότι έχουν αναμφισβήτητη απόδειξη κατηγορίας, αλλά ρωτά, λέγοντας, ότι είναι παράλογο αυτοί μεν να κρίνουν αυτόν αυθαίρετα, την δε τιμωρία χωρίς κρίση να την αναθέσουν σε εκείνον» (Χ).
(4) Με αδιαφορία χρησιμοποιεί την μέση αυτή λέξη με την οποία τίποτα ούτε καλό ούτε κακό εκφράζει προδικάζοντας (δ). Η λέξη άνθρωπος στο στόμα του Πιλάτου δεν φαίνεται να ηχεί περιφρονητικά αλλά ορίζει μάλλον με αδιαφορία το πρόσωπο για το οποίο γίνεται λόγος (κ).
Ιω. 18,30 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· εἰ μὴ ἦν οὗτος κακοποιός(1), οὐκ ἄν σοι παρεδώκαμεν αὐτόν.
Ιω. 18,30 Απήντησαν εκείνοι αορίστως και είπαν• “εάν αυτός δεν ήτο κακοποιός, δεν θα σου τον είχαμε παραδώσει”.
(1) Επιβλαβής στην κοινωνία (C). H απάντηση φανερώνει εν μέρει αλαζονεία και εγωισμό, εν μέρει απορία (F). «Δεν έχουν να πουν εύλογη κατηγορία» (Κ). «Ω μέγεθος ανοησίας! Γιατί δε λέτε το κακό που έκανε, αλλά επισκιάζετε αυτό; Γιατί δεν φανερώνετε το κακό; Βλέπεις παντού που αποφεύγουν την απευθείας κατηγορία και δεν μπορούν τίποτα να πουν;» (Χ).
Η απάντηση υπαγορεύτηκε από δύο αιτίες. Από τη μία επιζητούν να διατηρήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο την παλαιά τους αυτονομία, μένοντας αυτοί κατ’ ουσίαν οι δικαστές και αφήνοντας στον Πιλάτο το ρόλο του δημίου. Από την άλλη φοβούνται, μήπως δεν θα επιτύχουν την επικύρωση της καταδικαστικής απόφασης (g). Εάν τον κατηγορούσαν για βλασφημία, γνώριζαν καλά, ότι ο Πιλάτος δεν θα αναγνώριζε την κατηγορία αυτή, όπως έγινε έπειτα και από τον Γαλλίωνα στο Πράξ. ιη 16 (ο).
Ο σιναϊτικός κώδικας γράφει κακόν ποιήσας, ο βατικανός και άλλος μεγαλογράμματος κακόν ποιών.
Δεν μπορούν να πουν, ότι είναι προδότης ή φονιάς ή εγκληματίας, ή ταραχοποιός. Αλλά λένε· Είναι κακοποιός. Ποιός; Αυτός ο οποίος «περιόδευε ευεργετώντας». Ας κληθούν εκείνοι, τους οποίους είχε θεραπεύσει και διδάξει και διαθρέψει· εκείνοι τους οποίους είχε απαλλάξει από τα δαιμόνια και είχε αναστήσει από τους νεκρούς. Και ας ερωτηθούν αυτοί, εάν πράγματι ήταν κακοποιός. Δεν είναι όμως κάτι νέο οι μεγαλύτεροι ευεργέτες να παραγνωρίζονται χαρακτηριζόμενοι ως χειρότεροι κακοποιοί.
Ιω. 18,31 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς(1) καὶ κατὰ τὸν νόμον ὑμῶν κρίνατε αὐτόν(2). εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· ἡμῖν οὐκ ἔξεστιν ἀποκτεῖναι οὐδένα(3)·
Ιω. 18,31 Είπε τότε εις αυτούς ο Πιλάτος• “πάρετέ τον σεις και σύμφωνα με τον νόμον σας δικάστε τον”. Του είπαν τότε οι Ιουδαίοι• “ημείς δεν έχομεν το δικαίωμα να θανατώσωμεν δια σταυρού κανένα”.
(1) Η απάντηση του Πιλάτου ή είναι ειρωνική: Εάν νομίζετε ότι έτσι έχει το πράγμα, δικάστε τον εσείς. Ο Πιλάτος γνώριζε, ότι ο Ιησούς είχε ήδη καταδικαστεί και ότι οι Ιουδαίοι δεν μπορούσαν να εκτελέσουν την απόφαση χωρίς τη συγκατάθεσή του (F). Είμαι λοιπόν εκτελεστής της απόφασής σας; Εάν εξετάζετε την κατηγορία μόνοι, μόνοι και καταδικάστε τον, εάν μπορείτε! (Stier).
Ή ο Πιλάτος καταλαβαίνοντας τα σχέδιά τους, ενθουσιασμένος διότι παρεχόταν σε αυτόν μέσο να απαλλαγεί από αυτήν την υπόθεση, απαντά σε αυτούς χωρίς δισταγμό: Πολύ καλά! Αφού θέλετε να είστε μόνοι δικαστές στην υπόθεση, δέχομαι αυτό! Δικάστε τον κατηγορούμενο και τιμωρήστε τον, εννοείται εντός των ορίων της δικαιοδοσίας σας (g).
«Αν μεν επιφυλάσσετε για τους εαυτούς σας την κρίση, οι ίδιοι κάντε και την εξέταση όπως θέλετε· αν όμως θέλετε να κρίνω εγώ τον άνδρα, είναι αναγκαίο να πείτε την κατηγορία» (Θμ). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
(2) Το Συνέδριο είχε κάποια δικαιώματα πειθαρχικά, όπως το να αφορίζει από τη συναγωγή, το να ραβδίζει κλπ. (g).
(3) Αναφέρονται στο jus gladii, το οποίο η Ρώμη στις κατακτώμενες χώρες επεφύλασσε στον επίτροπό της (Ιωσήπου περί Ιουδ. Πολέμ. ΙΙ, VIII, 1). Είναι απίθανο, ότι οι αλαζόνες Ιουδαίοι θα ομολογούσαν τόσο σαφώς το δικαίωμα αυτό του επιτρόπου της Ρώμης, εάν δεν εξαναγκάζονταν σε αυτό από την επιθυμία τους να πετύχουν από αυτόν την επικύρωση της θανατικής εκτέλεσης του Ιησού (ο).
Ιω. 18,32 ἵνα ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ πληρωθῇ(1) ὃν εἶπε(2) σημαίνων ποίῳ(3) θανάτῳ ἤμελλεν ἀποθνήσκειν.
Ιω. 18,32 Τα είπαν δε αυτά, δια να επαληθεύση πλήρως ο λόγος, τον οποίον ο Ιησούς είχεν είπει, φανερώνων εκ των προτέρων με ποίον είδος θανάτου έμελλε να αποθάνη.
(1) Δες το στίχο 9, όπου και πάλι με την ίδια φράση εισάγεται λόγος του Ιησού.
(2) «Όταν έλεγε ότι «Εάν υψωθώ από τη γη, όλους θα τους ελκύσω προς εμένα (Ιω. ιβ 32,33)», όπως και εκεί ο ευαγγελιστής σημείωσε για αυτό προσθέτοντας ότι: «Αυτό το έλεγε, φανερώνοντας με ποιο θάνατο επρόκειτο να πεθάνει»· δηλαδή υπαινισσόμενος το σταυρό» (Ζ). Η ποινή που επέβαλλε ο μωσαϊκός νόμος σε κάθε βλασφημία καθώς και στην αθέτηση της εντολής του Σαββάτου, ήταν αυτή του λιθοβολισμού. Δες Εξόδου λα 14,λε 2,Λευϊτ. κδ 10-23,Δευτερ. ιγ 5-10,Ιω. η 5-7,ι 31,Λουκ. κ 6, Πράξ. ζ 58,ιδ 5 (χ).
Εάν οι Ιουδαίοι εκτελούσαν τη θανατική ποινή του Ιησού, θα λιθοβολούσαν αυτόν, διότι λιθοβολισμός κατά το νόμο ήταν η ποινή κατά της βλασφημίας. Ο σταυρικός θάνατος ήταν συνηθισμένη ποινή στους Ρωμαίους.
Ο σιναϊτικός κώδικας αποσιωπά τις λέξεις: ὃν εἶπε. Και εκείνοι ακόμη, οι οποίοι ήθελαν να διαψεύσουν τα λόγια του Ιησού, παρά τη διάθεση και την πονηρή πρόθεσή τους, χρησιμοποιήθηκαν ως όργανα για επαλήθευση αυτών από το θείο χέρι που κυβερνά τα πάντα.
Οι λόγοι του Χριστού δεν θα περάσουν. Ο Κύριος ούτε να απατήσει ούτε να απατηθεί είναι ποτέ δυνατόν. Και οι ίδιοι οι αρχιερείς, που τον καταδιώκουν ως πλάνο, κατευθύνθηκαν αόρατα και ασυναίσθητα στο να αποδείξουν τον Κύριο αληθινό σε όλα, και όταν ακόμη θα σκεπτόταν κάποιος, ότι με τα μέτρα, τα οποία έπαιρναν, θα διέψευδαν τις προφητείες του.
(3) Δηλαδή με τέτοιο θάνατο, τον οποίο οι Ρωμαίοι επέβαλλαν. Οι Ιουδαίοι θα λιθοβολούσαν αυτόν (b). Όπως η ρωμαϊκή εξουσία οδήγησε τη μητέρα του στη Βηθλεέμ, προκειμένου εκεί κατά την προφητεία να γεννηθεί ο Κύριος, έτσι και τώρα για εκπλήρωση των Γραφών οδηγούν αυτόν στο Σταυρό.
Ιω. 18,33 Εἰσῆλθεν οὖν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν ὁ Πιλᾶτος καὶ ἐφώνησε(1) τὸν Ἰησοῦν καὶ εἶπεν αὐτῷ(2)· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(3);
Ιω. 18,33 Εισήλθεν πάλιν στο πραιτώριον ο Πιλάτος και εκάλεσεν ιδιαιτέρως τον Ιησούν και του είπε• “συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων;”
(1) Κάλεσε τον Ιησού κατ’ ιδίαν στο πραιτώριο, σε μέρος όπου μπορούσε να μιλήσει μόνος μαζί του (g). Ο μαθητής, ο οποίος φαίνεται να ήταν παρών κατά την ανάκριση του Ιησού στον Άννα, ίσως ήταν και τώρα μάρτυρας της σκηνής στο πραιτώριο, την οποία διηγείται εδώ τόσο ζωηρά. Οι ιερωμένοι κατήγοροι του Ιησού δεν μπορούσαν να μπουν στο πραιτώριο, για να μη μιανθούν, δεν είναι όμως πιθανόν, ότι στο πραιτώριο ήταν απαγορευμένο να μπουν όσοι επιθυμούσαν να ακούσουν τα γινόμενα (β).
(2) Η αφήγηση του Ιωάννου παρουσιάζει προφανώς εδώ κάποιο κενό. Τίποτα από τα προηγούμενα δεν δικαιολογεί την ερώτηση που προβάλλει ο Πιλάτος στον Ιησού. Αυτή υποδηλώνει κάποιο λόγο ο οποίος ειπώθηκε από τους κατήγορους. Πράγματι εάν συγκρίνουμε την αφήγηση του Ιωάννου με αυτήν των συνοπτικών και ιδιαίτερα με αυτήν του Λουκά (κγ 2) πληροφορούμαστε, ότι οι Ιουδαίοι είχαν διατυπώσει σχετική κατηγορία κατά του Ιησού (g).
(3) Η μορφή της ερώτησης είναι τέτοια όπως όταν προσδοκάται απάντηση αρνητική. Προφανώς ο Πιλάτος δεν πίστευε, ότι ο Ιησούς ήταν επαναστάτης αρχηγός, διότι δεν υπήρχε τίποτα στην εμφάνιση ή στη στάση του που να παρουσιάζει την κατηγορία αυτή ως εύλογη (β). Η πρόταξη της αντωνυμίας είναι εξόχως εμφαντική και δείχνει, ότι ο Πιλάτος είναι ήδη πεπεισμένος, ότι δεν έχει μπροστά του επαναστάτη, επίφοβο στη Ρώμη (τ). Στην ερώτηση αυτή του Πιλάτου ο οίκτος είναι ανάμικτος με περιφρόνηση (μ).
Ιω. 18,34 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀφ᾿ ἑαυτοῦ σὺ τοῦτο λέγεις(1) ἢ ἄλλοι σοι εἶπον περὶ ἐμοῦ(2);
Ιω. 18,34 Του απήντησεν ο Ιησούς• “Από τον εαυτόν σου, από ιδικήν σου διαπίστωσιν το λέγεις αυτό η άλλοι σου το είπαν, ως κατηγορίαν εναντίον μου;”
(1) Ο σιναϊτικός αντί για το λέγεις γράφει είπας. Τρεις άλλοι μεγαλογράμματοι, ανάμεσα στους οποίους και ο βατικανός κώδικας, γράφουν από σεαυτού αντί για αφ’ εαυτού.
(2) Ή «ρωτά ο Χριστός, θέλοντας να φανερώσει την πονηρή πρόθεση των Ιουδαίων… Δεν ρωτά βεβαίως ο Χριστός από άγνοια, αλλά, θέλοντας και από αυτόν να κατηγορηθούν οι Ιουδαίοι, λέει· «άλλοι σου τα είπαν;»» (Χ). Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή ο Ιησούς απευθύνεται στην προσωπική αντίληψη του Πιλάτου. Και αποβλέπει στο να διεγείρει την συνείδηση του Πιλάτου έτσι ώστε να μην πιστεύει χωρίς λόγο τους Ιουδαίους (b).
Ή, πιο σωστά. Η θέση του ερωτήματος δεν ήταν τόσο απλή, όπως φαινόταν στον Πιλάτο. Έπρεπε προηγουμένως να γίνει κάποια διάκριση. Με έννοια πολιτική, μόνη γνωστή στον Πιλάτο, ο Ιησούς μπορούσε να αποποιηθεί τον τίτλο του βασιλιά των Ιουδαίων· αλλά με έννοια θρησκευτική, στην οποία ήταν ταυτόσημος με τον τίτλο του Μεσσία, ο Ιησούς όφειλε να τον δεχτεί (g).
Εάν ο Πιλάτος ρωτούσε από τον εαυτό του, η έννοια της λέξης βασιλιάς θα εφαρμοζόταν εσφαλμένα στον Ιησού· εάν ο Πιλάτος ρωτούσε από πληροφορίες που προέρχονταν από τους Ιουδαίους, τότε ο τίτλος βασιλιάς είχε μέσα του και αληθινή έννοια, με την οποία πράγματι ο Ιησούς ήταν βασιλιάς των Ιουδαίων (Alford).
Εάν ο Πιλάτος ερευνούσε ακριβώς τα πράγματα, όπως είχε καθήκον, θα ανακάλυπτε, ότι η αληθινή αιτία, για την οποία οι αρχιερείς είχαν εξεγερθεί κατά του Ιησού ήταν ακριβώς, διότι δεν επιζήτησε ο Κύριος να ιδρύσει κοσμική βασιλεία αντιτιθέμενη προς την ρωμαϊκή δύναμη. Εάν επιζητούσε κάτι τέτοιο και ενεργούσε θαύματα για να ελευθερώσει τους Ιουδαίους από το ζυγό της Ρώμης, όπως άλλοτε ο Μωϋσής ενήργησε τέτοια για απελευθέρωση των Ισραηλιτών από τη δουλεία των Αιγυπτίων, τότε θα τάσσονταν όλοι κάτω από τις διαταγές του και ανακηρύσσοντας αυτόν βασιλιά θα αγωνίζονταν υπό την αρχηγία του εναντίον της Ρώμης. Αλλά τώρα επιρρίπτουν εναντίον του κατηγορία, της οποίας αυτοί ήταν οι κυρίως και οι μόνοι ένοχοι, διότι αυτοί ποθούσαν την ανατροπή της Ρώμης.
Ιω. 18,35 ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος· μήτι ἐγὼ Ἰουδαῖός εἰμι(1); τὸ ἔθνος τὸ σὸν(2) καὶ οἱ ἀρχιερεῖς παρέδωκάν σε ἐμοί· τί ἐποίησας(3);
Ιω. 18,35 Απήντησεν ο Πιλάτος• “μήπως εγώ είμαι Ιουδαίος, δια να ανακατεύωμαι εις τα ζητήματα των Εβραίων; Το έθνος σου και οι αρχιερείς σε παρέδωκαν εις εμέ ως ένοχον. Τι έκαμες;”
(1) «Δεν ταιριάζει σε μένα κυρίως το να γνωρίζω τα δικά σου, διότι δεν είμαι Ιουδαίος. Αυτό αρμόζει κατεξοχήν στους ομοεθνείς σου και με τους οποίους ανατράφηκες μαζί, οι οποίοι παρόλο που ομοίως ξέρουν αυτά, σε φέρνουν για να πεθάνεις» (Κ). Δηλαδή· βεβαίως δεν λέω αυτό από τον εαυτό μου· οι Ιουδαίοι είπαν αυτό σε μένα (b). Μήπως είμαι Ιουδαίος για να ταράσσομαι με τις ιδιορρυθμίες σας και με τις μυστικές ιδέες σας; Έπρεπε να είμαι Ιουδαίος και όχι Ρωμαίος, για να έχω μάθει από προσωπική παρατήρηση την αλήθεια των εναντίον σου ισχυρισμών των Ιουδαίων (ο).
Υπάρχει περιφρόνηση βαθειά στην αντίθεση «εγώ Ιουδαίος» (g). Πάλι η αντωνυμία «Εγώ» μπαίνει με έμφαση (τ). Ποτέ δεν θα συμφωνούσε ο αλαζόνας Ρωμαίος να είναι Ιουδαίος μισητός και περιφρονημένος (F). Οι Ιουδαίοι από πολλές απόψεις υπήρξαν ένδοξος λαός. Επειδή αθέτησε όμως την διαθήκη του Θεού, έκανε τον εαυτό του άξιο περιφρόνησης στους λαούς (Μαλαχία β 8,9). Έτσι καλά και τιμημένα ονόματα ατιμάζονται και εξευτελίζονται εξ’ αιτίας εκείνων, οι οποίοι ανάξια φέρουν αυτά. Είναι θλιβερό ένας αλλόθρησκος, εναντίον του οποίου διατυπώνεται η υπόνοια, ότι δεν είναι έντιμος, να απαντά επειδή έχει σκανδαλιστεί από την αξιοκατάκριτη συμπεριφορά μερικών Χριστιανών: Μήπως εγώ είμαι Χριστιανός;
(2) Που αντιπροσωπεύεται από τα μέλη του που διαθέτουν τη μεγαλύτερη επιρροή (F)· το έθνος «του οποίου ονομάστηκες ο βασιλιάς» (b). Όχι κάποιοι ιδιώτες, αλλά το έθνος αντιπροσωπευόμενο από τους αρχηγούς του (τ). Πρέπει να είχε φανεί παράδοξο στον Πιλάτο, ότι στην τότε δύσκολα πειθομένη και επαναστατική κατάσταση των Ιουδαίων, οι άρχοντες του έθνους παρουσιάζονταν να κατηγορούν ένα πρόσωπο σε αυτόν ότι επιδιώκει να απαλλάξει τη χώρα από τη Ρωμαϊκή εξουσία (ο).
(3) Αυτό ήταν το σημείο το οποίο ενδιέφερε τον Πιλάτο. Ποια πράξη του Ιησού είχε προκαλέσει την εναντίον του εχθρότητα των Ιουδαίων; (β).
Ιω. 18,36 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ(1) οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου(2)· εἰ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἦν ἡ βασιλεία ἡ ἐμή(3), οἱ ὑπηρέται(4) ἂν οἱ ἐμοὶ ἠγωνίζοντο(3), ἵνα μὴ παραδοθῶ τοῖς Ἰουδαίοις· νῦν(5) δὲ ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐντεῦθεν.
Ιω. 18,36 Απήντησεν ο Ιησούς• “η βασιλεία μου δεν προέρχεται από τον κόσμον αυτόν. Εάν ήτο από τον κόσμον τούτον η βασιλεία μου, οι στρατιώται μου θα ανελάμβαναν αγώνα, δια να μη παραδοδώ στους Ιουδαίους. Αλλά η ιδική μου βασιλική εξουσία δεν προέρχεται από τούτον εδώ τον κόσμον”.
(1) Επειδή ο Πιλάτος προηγουμένως «είπε· Τι έκανες; Για αυτό μεν δεν απάντησε τίποτα, για αυτό όμως για το οποίο κατεξοχήν ο Πιλάτος ποθούσε να ακούσει, για τη βασιλεία του, για αυτήν απαντά λέγοντας· Η βασιλεία η δική μου…» (Χ).
Απαντά στο ερώτημα που έθεσε ο Πιλάτος στο σ. 33. Έχω βασιλεία, την οποία ήλθα να εγκαθιδρύσω. Οι Ιουδαίοι έχουν δίκιο λέγοντας ότι αξιώνω ότι είμαι ο Χριστός βασιλιάς (ο).
(2) «Όχι ότι δεν εξουσιάζει και εδώ, αλλά εννοεί ότι η βασιλεία του έχει την αρχή της από τον ουρανό και δεν είναι ανθρώπινη» (Χ). «Διότι δεν είπε· Δεν είναι στον κόσμο, ούτε είναι εδώ. Διότι βασιλεύει μεν στον κόσμο και προνοεί για αυτόν» και όπως θέλει, περιφέρει τα πάντα. Δεν είναι όμως από εδώ, εννοώ δηλαδή δεν ιδρύθηκε εδώ κάτω· αλλά εδώ μεν εξουσιάζει και διοικεί· δεν είναι όμως από εδώ, ούτε έχει τη δημιουργία της από εδώ κάτω, ούτε είναι φθαρτή» (Θφ).
«Δεν λέει, Η βασιλεία μου δεν είναι στον κόσμο αυτόν… Διότι η βασιλεία του είναι εδώ μέχρι τέλους του κόσμου, έχοντας ζιζάνια αναμιγμένα μέχρι το θερισμό· διότι ο θερισμός θα γίνει στο τέλος του κόσμου» (Αυ).
Η έκφραση από (εκ) τον κόσμο δεν είναι ταυτόσημη με την έκφραση στον (εν) κόσμο. Διότι η βασιλεία του Ιησού πραγματοποιείται και αναπτύσσεται στον κόσμο· αλλά δεν προέρχεται και δεν έχει την καταγωγή της από τον κόσμο, από την ανθρώπινη θέληση και τη γήινη δύναμη (g). «Η πρόθεση «εκ» σημαίνει την καταγωγή όπως και το ακόλουθο «Εντεύθεν». Ο Ιησούς λέει απλώς από πού δεν είναι η βασιλεία του· δεν είναι από τον κόσμο αυτόν· αλλά δεν λέει και από πού είναι, δηλαδή από τους ουρανούς. Οπωσδήποτε υπονοεί αυτό, όταν λέει στο στίχο 37, ότι «ήλθα στον κόσμο αυτόν» (b).
Η βασιλεία του Χριστού δεν είναι από τον κόσμο αυτόν. Οι βασιλείες των ανθρώπων ανεβαίνουν από τη θάλασσα και από τη γη (Δανιήλ ζ 3, Αποκάλ. ιγ 1,11), ενώ η αγία πόλη κατεβαίνει «από τον ουρανό από το Θεό» (Αποκάλ. κα 2).
Η βασιλεία του Χριστού δεν είναι από διαδοχή ή εκλογή ή κατάκτηση βίαιη, αλλά από άμεση και ειδική ανάδειξη της θείας θέλησης και βουλής. Αλλά και η φύση της δεν είναι κοσμική. Είναι βασιλεία εντός των καρδιών και των συνειδήσεων των ανθρώπων και τα πλούτη της είναι πνευματικά, οι δυνάμεις της πνευματικές και όλη η δόξα τους ομοίως.
Αλλά και τα όπλα της είναι πνευματικά και ουδέποτε χρησιμοποιεί κοσμική δύναμη για υπεράσπιση και για στερέωσή της, ούτε διεξάγεται κατά τρόπο επιβλαβή στους ηγεμόνες και τις βασιλείες του κόσμου. Αλλά ούτε ενδιαφέρεται για τα προνόμια των ηγεμόνων ή για τις κτήσεις και περιουσίες των υπηκόων τους. Ούτε αντιτίθεται σε κάποιο βασίλειο του κόσμου παρά μόνο στο βασίλειο του Σατανά. Και οι σκοποί της επίσης και οι τάσεις της δεν είναι κοσμικές.
Ο Χριστός δεν αποσκοπούσε, αλλά ούτε στους μαθητές του θα επέτρεπε να θέσουν ως σκοπό την πομπή και δύναμη των μεγιστάνων της γης. Αλλά και οι υπήκοοι της βασιλείας αυτής αν και ζουν στον κόσμο αυτόν, δεν είναι από τον κόσμο. Κλήθηκαν και εκλέχτηκαν μέσα από τον κόσμο και ξεχωρίστηκαν από αυτόν. Και γεννήθηκαν από άλλον κόσμο προς τον οποίο είναι συνδεδεμένοι. Δεν είναι ούτε μαθητές του κόσμου, ούτε αγαπητοί σε αυτόν, ούτε κυβερνιούνται από τη σοφία του κόσμου, ούτε πλουτίζονται από τα πλούτη του. Πολεμούνται από τον κόσμο και μισούνται από τον κόσμο, «διότι δεν είναι από τον κόσμο».
Παρόλο όμως που ζουν στον κόσμο «σαν πρόβατα ανάμεσα σε λύκους», νικούν τον κόσμο χωρίς να χρησιμοποιούν τις ραδιουργίες και τις απάτες και την υποκρισία του κόσμου, αλλά με τη δύναμη της αγάπης, με την πραότητα και μειλιχιότητα, με τη μακροθυμία και ανεξικακία.
Οι σκληρότητες και παραφορές του κόσμου είναι ξένες προς αυτούς, διότι έχουν διδαχτεί ότι «η οργή του άνδρα δεν φέρνει τη δικαιοσύνη του Θεού». Και αντιμετωπίζουν την αλαζονεία του κοσμικού βίου και την υπερηφάνεια της καρδιάς των κοσμικών ανθρώπων με την αφάνεια της ταπεινοφροσύνης, την οποία εμπνέονται από τον βασιλιά τους, ο οποίος σε όλη την επίγεια ζωή του υπήρξε «πράος και ταπεινός στην καρδιά».
(3) «Αυτό ακριβώς που φοβόταν προηγουμένως ο Πιλάτος, το διέλυσε, δηλαδή την υποψία για σύσταση τυραννικής εξουσίας» (Χ). Ο κόσμος υπερασπίζεται τις βασιλείες του με τη δύναμη των όπλων (b).
Εάν ήταν πρόσκαιρος βασιλιάς ή επεδίωκε να γίνει τέτοιος, θα σημειωνόταν αντίσταση και αιματοχυσία, πριν ακόμη νικηθεί και οδηγηθεί αναγκαστικά μπροστά στον Πιλάτο. Αλλά τώρα στεκόταν άοπλος και μόνος μπροστά του και κανένα όπλο δεν προβλήθηκε για υπεράσπισή του, ούτε κάποιες στασιαστικές ομάδες διέτρεχαν την πόλη ή την χώρα αξιώνοντας την απελευθέρωσή του και απειλώντας εκδίκηση (ο).
(4) Ή, γενικά και υποθετικά= οι υπηρέτες τους οποίους στην περίπτωση αυτή θα είχα (Luthardt=Λούθηρος).
Ή, οι υπηρέτες για τους οποίους δες στο Ματθ. κστ 53, δηλαδή οι άγγελοι (b,β).
Ή, πιο σωστά, οι οπαδοί μου, όπως είναι το πλήθος, το οποίο είχε κυκλώσει αυτόν κατά την ημέρα της εισόδου του στα Ιεροσόλυμα (g). Ο Ιησούς δεν αρνείται ότι έχει υπηρέτες, αλλά αρνείται ότι αυτοί αγωνίζονται για την απελευθέρωσή του (ο).
«Εδώ όμως φανερώνει και την αδυναμία της δικής μας (επίγειας) βασιλείας, αφού έχει τη δύναμή της στους υπηρέτες· η ουράνια όμως είναι αυτάρκης και δεν χρειάζεται τίποτα» (Θφ).
(5) Το μόριο είναι αντιθετικό και όχι χρονικό (b). Πρέπει να εννοηθεί με λογική έννοια (g). Για τη φράση νῦν δὲ, δες η 40,θ 41,ιε 22.
Ιω. 18,37 εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· οὐκοῦν(1) βασιλεὺς εἶ σύ(2); ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· σὺ λέγεις ὅτι βασιλεύς εἰμι ἐγώ(3). ἐγὼ εἰς τοῦτο(4) γεγέννημαι(5) καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον(6), ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ(7). πᾶς(8) ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας(9) ἀκούει μου τῆς φωνῆς(10).
Ιω. 18,37 Είπε τότε εις αυτόν ο Πιλάτος• “λοιπόν είσαι βασιλεύς;” Απήντησεν ο Ιησούς• “όπως και συ το λέγεις, είμαι βασιλεύς”. Εγώ δι' αυτό εγεννήθηκα και δι' αυτό έχω έλθει στον κόσμον να κηρύξω την αλήθειαν. Και κάθε ένας ο οποίος αισθάνεται μέσα του διάθεσιν και πόθον δια την αλήθειαν, ακούει, δέχεται και εφαρμόζει την διδασκαλίαν μου”.
(1) Ο Πιλάτος ανέμενε αρνητική απάντηση, γι’ αυτό η ερώτησή του εκφράζει έκπληξη (g). Το οὐκοῦν λέγεται μοναδική φορά.
(2) Η αντωνυμία μπαίνει στο τέλος με έμφαση= Εσύ ο οποίος στέκεσαι μπροστά στο βήμα μας και ο οποίος έχεις στο πρόσωπό σου τέτοια σημάδια του σφοδρότερου μίσους των Ιουδαίων και του οποίου ζητείται ο θάνατος, είσαι πράγματι βασιλιάς; (ο). Εσύ ο πτωχός δεσμώτης; (β).
(3) «Δεν αρνείται την δόξα της βασιλείας του, ούτε όμως παρέχει την διαβεβαίωση για αυτό μόνο από τα λόγια του Πιλάτου» (Κ).
«Ο Ιησούς απάντησε έτσι όχι γιατί φοβόταν να ομολογήσει τον εαυτό του βασιλιά, αλλά το Εσύ λέγεις, ισοσταθμίστηκε έτσι ώστε με αυτό ο Ιησούς ούτε αρνείται ότι είναι βασιλιάς (διότι είναι βασιλιάς, του οποίου η βασιλεία δεν είναι από τον κόσμο αυτόν), ούτε ομολογεί ότι είναι τέτοιος βασιλιάς, ώστε να δικαιολογείται η υπόθεση ότι η βασιλεία του είναι από τον κόσμο αυτόν… Λέγοντας το Συ λέγεις… είναι σαν να είπε· Σαρκικός καθώς είσαι, λες αυτό σαρκικά» (Αυ).
Η απάντηση αυτή δεν είναι ούτε σαφής βεβαίωση ούτε άρνηση, αλλά συγκατάθεση που δίνεται σαν ένα είδος παραχώρησης (β). Η φράση Συ λέγεις… ως τύπος βεβαίωσης είναι άγνωστος τόσο στους κλασσικούς όσο και στην Π.Δ., ήταν όμως σε πυκνή χρήση στους ραββίνους (g). Η καλή ομολογία, την οποία ο Κύριος ομολόγησε ενώπιον του Πιλάτου σύμφωνα με το Α΄ Τιμ. στ 13 είναι αυτή.
(4) Με αυτά ο Ιησούς έρχεται να εξηγήσει με ποια έννοια είναι βασιλιάς. Έρχεται να κατακτήσει τον κόσμο και ως μόνο όπλο για αυτό χρησιμοποιεί το να μαρτυρεί για την αλήθεια (g).
(5) «Εδώ αναφέρεται στην σε συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο γέννησή του, όταν αφού σαρκώθηκε ήλθε στον κόσμο και όχι στην άναρχη γέννησή του» (Αυ).
Ο Πιλάτος δεν μπορούσε να κατανοήσει την θεία του υιότητα. Παρόλ’ αυτά και αυτή διακηρύσσεται εδώ, όταν επισυνάπτεται το «για αυτό ήλθα στον κόσμο» (b).
(6) Η φράση αναφέρεται στη δημόσια εμφάνιση και δράση του Ιησού (F). Δηλώνεται με αυτήν η ειδική αποστολή, για την οποία εμφανίστηκε ο Ιησούς στον κόσμο (g). Ήλθα από ψηλά στον κόσμο. Με τις φράσεις λοιπόν «για αυτό γεννήθηκα» και «για αυτό ήλθα» και η ανθρώπινη και η θεία φύση του διακηρύσσονται στον Πιλάτο (ο).
(7) Ο σιναϊτικός γράφει περί της αληθείας αντί για τῇ ἀληθείᾳ. «Δηλαδή, με σκοπό, αφού αφαιρέσει το ψεύδος από τον κόσμο και αφού καταστρέψει τον δαίμονα που με απάτη τυράννησε τους ανθρώπους, να παρουσιάσει την αλήθεια να βασιλεύει πάνω σε όλα» (Κ). Η βασιλεία της αλήθειας αντιτίθεται προς τις βασιλείες αυτού του κόσμου (b). Το έργο του ως προφήτη είναι το θεμέλιο της βασιλείας του (g).
«Μαρτυρήσω» δηλαδή να αποκαλύψω, να κάνω γνωστή, να διακηρύξω την αλήθεια. Το άρθρο προδίδει την ύψιστη αντικειμενικότητα (ο). Η μαρτυρία του για την αλήθεια δεν περιορίστηκε σε αυτήν την καλή ομολογία ενώπιον του Πιλάτου (Α΄ Τιμ. στ 13) αλλά υπήρξε συνεχής σε όλη τη δημόσια δράση του. Δες Ιω. γ 11,32,ζ 7,η 14 (β).
Η φύση της βασιλείας του ανταποκρίνεται προς τη φύση της αποστολής του. Είναι ο βασιλιάς της Αλήθειας και φανερώνει την βασιλική του δύναμη όχι με βία, αλλά με τη μαρτυρία, την οποία δίνει για την αλήθεια. Για αυτό γεννήθηκε σε χρόνο και για αυτό ήλθε στον κόσμο. Και υπήκοοί του είναι εκείνοι, οι οποίοι δεν αγωνίζονται με όπλα υλικά, αλλά επειδή είναι από την αλήθεια υπακούουν στο βασιλιά τους (χ).
Ήλθε ο Κύριος να μαρτυρήσει για το Θεό, ότι δημιούργησε τον κόσμο, να μαρτυρήσει επίσης και κατά της αμαρτίας, η οποία οδηγεί στον όλεθρο τον κόσμο και με το λόγο αυτόν της αλήθειας ιδρύει και διατηρεί το βασίλειό του. Η βασιλεία του Χριστού δεν είναι από τον κόσμο αυτόν, όπου κυριαρχεί το ψεύδος, αλλά από τον κόσμο εκείνο, όπου η αλήθεια βασιλεύει αιώνια.
Το θεμέλιο και η δύναμη της πάνω στη γη βασιλείας του και το πνεύμα που κυριαρχεί σε αυτήν είναι η αλήθεια, η θεία αλήθεια. Και όταν είπε Εγώ είμαι η αλήθεια, κατ’ ουσίαν είπε Εγώ είμαι βασιλιάς. Κατακτά τις καρδιές πείθοντας με το φως της αλήθειας· κυβερνά και κυριαρχεί με τη δύναμη της αλήθειας, και βασιλεύει κατευοδούμενος «εξ’ αιτίας της αλήθειας» (Ψαλμ. μδ 5), και «θα κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη και τους λαούς με την αλήθειά του» (Ψαλμ. 95, 13).
Για να είμαστε λοιπόν και εμείς υπήκοοι στη βασιλεία πρέπει να γίνουμε τέκνα της αλήθειας, αναγεννημένα από αυτήν και πάντοτε λέγοντας αυτήν. Ειδικό καθήκον που απορρέει για μας από τη διακήρυξη αυτή του Χριστού είναι και το να λέμε ο καθένας την αλήθεια στον πλησίον του. Ο συνεκτικός δεσμός κάθε κοινωνίας είναι η αμοιβαία εμπιστοσύνη των μελών της. Απατεώνες και ψεύτες φαίνονται μερικές φορές να ευδοκιμούν και να ευτυχούν στον κόσμο. Εάν όμως πετυχαίνουν, αυτό οφείλεται στο ότι νομίζονται τίμιοι και φιλαλήθεις και πρόσωπα άξια εμπιστοσύνης από εκείνους τους οποίους εξαπατούν.
Εάν η μεταξύ των ανθρώπων εμπιστοσύνη και τιμιότητα φυγαδευόταν από την ανθρωπότητα, η γη θα γινόταν ακατοίκητη και οι δεσμοί της κοινωνίας θα διασπώνταν. Είναι λοιπόν σπουδαίο καθήκον του καθενός από εμάς να είναι φιλαλήθης και να γίνεται μεταξύ των ομοίων του πρόσωπο άξιο κάθε εμπιστοσύνης, διότι μόνο έτσι είναι δυνατόν να σταθούν και να προαχθούν οι κοινωνίες.
(8) Χωρίς κάποια εξαίρεση (ο). Απευθύνεται όχι μόνο στη συνείδηση αυτού ως δικαστή αλλά και στη συνείδησή του ως ανθρώπου (g). «Επομένως και συ, Πιλάτε, αν είσαι παιδί της αλήθειας, και ποθείς αυτήν, θα ακούσεις τη φωνή μου και θα πιστέψεις ότι είμαι βασιλιάς όχι τέτοιος» (Θφ).
(9) «Αυτός που αγαπά την αλήθεια» (Ζ). Η φράση υπενθυμίζει τα Ιω. γ 21,ζ 17,η 47, κλπ. Σημαίνει την ηθική διάθεση στο να δεχτεί κάποιος την αλήθεια και να μπει κάτω από την αγία δύναμή της όταν παρουσιάζεται αυτή ζωντανή στο πρόσωπο του Ιησού (g). Δηλώνει εκείνον, του οποίου χαρακτηριστικό είναι το να αφήνει τον εαυτό του, να κυβερνιέται από την αλήθεια (C).
Εκείνοι οι οποίοι με τη χάρη του Θεού λυτρώνονται από τη δύναμη του πατέρα του ψεύδους και είναι διατεθειμένοι να δεχτούν την αλήθεια και υποτάσσονται στη δύναμη και επίδρασή της, θα ακούσουν τη φωνή του Χριστού και θα γίνουν υπήκοοί του επιδεικνύοντας πίστη και αληθινή αφοσίωση σε αυτόν.
(10) «Πείθεται στο λόγο μου, πιστεύει τη διδασκαλία μου» (Ζ). «Ακούει με τα αυτιά του εσωτερικού ανθρώπου ή με άλλα λόγια υπακούει στη φωνή μου, το οποίο είναι ισοδύναμο με το: Πιστεύει σε εμένα» (Αυ).
Ακούει με ευχαρίστηση και κατανόηση. Και αυτοί είναι οι πολίτες της βασιλείας του Χριστού (b). «Διότι είναι εύκολα παραδεκτός ο λόγος της αλήθειας σε αυτούς που ήδη την έμαθαν και την αγαπούν, ενώ σε αυτούς που δεν είναι τέτοιοι, δεν είναι… διότι σε αυτούς που έχουν ανάπηρο το νου η αλήθεια φαίνεται να είναι χωρίς κάλλος και άσχημη, παρόλο που αυτή βάζει μέσα στις ψυχές αυτών που την βλέπουν μία νοερή και θεία λάμψη» (Κ).
Όλοι όσοι αγαπούν την αλήθεια θα ακούνε ευχάριστα και πρόθυμα τη φωνή του Χριστού, διότι μεγαλύτερες, καλύτερες, γλυκύτερες, βεβαιότερες αλήθειες δεν είναι δυνατόν να βρεθούν παρά μόνο στο Χριστό, από τον οποίο «έγινε η χάρη και η αλήθεια» (Ιω. α 17).
Ιω. 18,38 λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· τί ἐστιν ἀλήθεια(1); καὶ τοῦτο εἰπὼν πάλιν ἐξῆλθε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους καὶ λέγει αὐτοῖς(2)· ἐγὼ(3) οὐδεμίαν αἰτίαν(4) εὑρίσκω ἐν αὐτῷ(5)·
Ιω. 18,38 Λέγει εις αυτόν ο Πιλάτος. “Τι είναι αλήθεια;” Και αφού είπεν αυτό, εβγήκε πάλιν από το πραιτώριον προς τους Εβραίους και τους είπε• “εγώ δεν ευρίσκω καμίαν ενοχή εις αυτόν’’.
(1) Η ερώτηση αυτή του Πιλάτου δεν αποτελεί ούτε έκφραση ψυχής που ποθεί την αλήθεια ούτε εκδήλωση καρδιάς απελπισμένης η οποία για πολύ χρόνο μάταια αναζήτησε να βρει την αλήθεια. Εκφράζει κούφο σκεπτικισμό, ο οποίος συχνά συναντιέται στους ανθρώπους του κόσμου και ιδιαίτερα στους πολιτικούς άνδρες, οι οποίοι συνήθως είναι αδιάφοροι στα τέτοιου είδους ζητήματα (g). Είναι αναφώνηση γεμάτη σκεπτικισμό, που φανερώνει την έσχατη περιφρόνηση του Πιλάτου για κάθε τέτοια θεωρία. Το ερώτημα δεν είναι σαρκαστικό, αλλά εκφράζει μέχρις αηδίας αδιαφορία για οποιαδήποτε απόπειρα ορισμού της αλήθειας (ο).
Ο όρος αλήθεια στην ερώτηση αυτή σημαίνει ό,τι πράγματι υπάρχει και μένει· ό,τι έχει αξία αντικειμενική και όχι απλώς κάποιο εξωτερικό φαινόμενο και σχήμα ύπαρξης (C).
Τι είναι αλήθεια; Ασφαλώς πρόκειται για σπουδαίο ερώτημα και κανείς άλλος δεν ήταν σε θέση να δώσει απάντηση πλήρη και ορθή σε αυτό παρά εκείνος, προς τον οποίο προβλήθηκε. Η αλήθεια είναι το πολύτιμο μαργαριτάρι, το οποίο ποθεί διακαώς η ανθρώπινη διάνοια και το οποίο αναζητεί, διότι δεν μπορεί να βρει ανάπαυση, εάν δεν γνωρίσει αυτήν. Όταν ερευνούμε τις Γραφές, πρέπει πάντοτε να ρωτάμε Τι είναι αλήθεια; Και πάντοτε στις προσευχές μας πρέπει να λέμε: Οδήγησέ μας στην αλήθειά σου· σε όλη την αλήθεια.
Αλλά πολλοί θέτουν το ερώτημα αυτό χωρίς να έχουν υπομονή και αρκετή σταθερότητα, ώστε να επιμείνουν στην εύρεση της αλήθειας· ούτε έχουν αρκετή ταπείνωση και ειλικρίνεια να την δεχτούν, όταν τη βρουν. Έτσι πολλοί ρωτούν τις συνειδήσεις τους: Ποιος είμαι; Τι έπραξα; Πού κατευθύνομαι;
Αλλά δεν έχουν το ενδιαφέρον και τον καιρό για να βρουν την απάντηση. Έτσι και ο Πιλάτος, μιλά σαν ένας άνθρωπος που ευχαριστιέται στη γελοιοποίηση κάθε θρησκείας. Για αυτό και ο Χριστός δεν του απαντά, αποφεύγοντας να βάλει «τα μαργαριτάρια μπροστά στα γουρούνια».
(2) Ο Πιλάτος είναι ήδη πεπεισμένος, ότι ο Ιησούς ήταν μεν ένας ονειροπόλος ή σοφός, όχι όμως και επαναστάτης. «Θέλει λοιπόν να τον αποσπάσει από την ορμή των Ιουδαίων. Για αυτό και βγήκε» (Χ).
(3) «Εγώ» αντιτίθεται στο υπονοούμενο Εσείς= Δεν ξέρω, τι λέτε εσείς. Εγώ… Η συνομιλία αυτή του Πιλάτου με τους Ιουδαίους γίνεται με πολλή ικανότητα. Πράγματι· προκειμένου να ζητήσει από αυτούς την απόλυση του Ιησού για τη γιορτή σύμφωνα με το έθος που επικρατούσε,
«δες, πώς συνετά ενεργεί. Διότι δεν είπε ότι, Επειδή αμάρτησε και είναι άξιος θανάτου, χαρίστε του τη ζωή λόγω της γιορτής· αλλά πρώτα αφού απάλλαξε αυτόν από κάθε κατηγορία, τότε με δύναμη διατυπώνει την αξίωση, και αν ακόμη δεν ήθελαν να τον αφήσουν ως αθώο, τουλάχιστον να του χαρίσουν τη ζωή, αν και είναι ένοχος, λόγω της γιορτής» (Χ).
(4) Αιτία, για την οποία κάποιος είναι άξιος ποινής· το έγκλημα, για το οποίο κάποιος κατηγορείται (G). Δες Ματθ. κζ 37,Μάρκ. ιε 26 και Γεν. δ 13,Παροιμ. κη 17.
(5) Το καθήκον λοιπόν του Πιλάτου ήταν να απολύσει τον Ιησού. Φοβούμενος όμως μήπως δυσαρεστήσει τους Ιουδαίους, οι οποίοι είχαν λόγους βάσιμους να κατηγορήσουν αυτόν στους προϊσταμένους του, αποφεύγει να προβεί σε μέτρα, τα οποία θα έκαναν τους εχθρούς του αδιάλλακτους. Το πρώτο από τα μέτρα αυτά δεν αφηγείται ο Ιωάννης. Και είναι αυτό η παραπομπή της υπόθεσης στον Ηρώδη, που εξιστορείται από το Λουκά (κγ 6-12) (g). Ο Πιλάτος διακηρύττει δημόσια και επισήμως την αθωότητα του Χριστού.
Έτσι διαπιστώνεται από τον ίδιο το δικαστή του, ότι μολονότι το συνέδριο των Ιουδαίων τον μεταχειρίστηκε ως κακοποιό, δεν ήταν για κανένα λόγο άξιος τέτοιας μεταχείρισης. Φαίνεται καθαρά ακόμη και ο λόγος του θανάτου του. Δεν θα πέθαινε για τις δικές του αμαρτίες όπως και ο ίδιος ο εκπρόσωπος της Ρώμης αναγνώριζε. Θα πέθαινε λοιπόν ως θυσία για τις δικές μας αμαρτίες και όπως και ο ίδιος ο αρχιερέας διακήρυξε, πέθαινε για χάρη όλου του λαού (Ιω. ια 50).
Αυτός «αμαρτία δεν έκανε, ούτε βρέθηκε δόλος στο στόμα του». Αλλά αυτό επιβαρύνει πολύ την ευθύνη των Ιουδαίων, οι οποίοι με τόση βιαιότητα τον καταδίωξαν. Δεν διέπραξε ποτέ αμαρτία, ούτε βρέθηκε ποτέ υπεύθυνος και της ελάχιστης ενοχής. Και όμως αυτοί τον καταδίωξαν ως κακοποιό και με λύσσα δίψασαν το αίμα του.
Ιω. 18,39 ἔστι δὲ συνήθεια ὑμῖν(1) ἵνα ἕνα ὑμῖν ἀπολύσω ἐν τῷ πάσχα· βούλεσθε(2) οὖν ὑμῖν ἀπολύσω τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων(3);
Ιω. 18,39 Υπάρχει όμως ένα έθιμον εις σας, να απολύω κάθε πάσχα ένα κατάδικον προς χάριν σας. Θέλετε, λοιπόν, εφέτος να απολύσω προς χάριν σας τον βασιλέα των Ιουδαίων;”
(1) Για την αρχή της συνήθειας αυτής, στην οποία αναφέρεται η εξιστορούμενη εδώ σκηνή, τίποτα άλλο δεν γνωρίζουμε παρά μόνο όσα οι ευαγγελιστές σημειώνουν για αυτήν. Δες Ματθ. κζ 15, Μάρκ. ιε 6,Λουκ. κγ 17. Φαίνεται, ότι πρόκειται για παλαιό προνόμιο, το οποίο ασκούσε ο ίδιος ο λαός κατά την εποχή της εθνικής του ανεξαρτησίας (g,β).
(2) Η διάκριση μεταξύ του βούλομαι και του θέλω συνίσταται ότι εκείνο μεν δηλώνει θέληση από ελεύθερη απόφαση, ενώ αυτό θέληση από διάθεση. Δες Ματθ. α 19 (G).
(3) «Ονομάζοντας τον Ιησού βασιλιά των Ιουδαίων, τους πειράζει αστειευόμενος και μαζί χαλαρώνει κάπως με το αστείο την οργή των λυσσασμένων, ταυτόχρονα όμως δείχνει και με μεγάλη μάλιστα σαφήνεια, ότι για αυτό βεβαίως ακριβώς το πράγμα κατηγορείται μάταια» (Κ).
«Και εμπαίζει τους Ιουδαίους, σαν να λέει τα εξής. Αυτόν που εσείς… λέτε αντάρτη και στασιαστή, αυτόν εγώ έχω την αξίωση να ελευθερωθεί, αφού είναι φανερό ότι δεν είναι τέτοιος» (Θφ).
Στην ονομασία αυτή κρύβεται όπως και στο στίχο 14 ειρωνεία. Αλλά ο σαρκασμός δεν απευθύνεται εναντίον του Ιησού, για τον οποίο ο Πιλάτος δοκιμάζει αίσθημα ενδιαφέροντος και σεβασμού, αλλά εναντίον των Ιουδαίων. Ο βασιλιάς τους! Να ο μόνος αντίπαλος, τον οποίον θα έχουν ποτέ να αντιτάξουν κατά του Καίσαρα! (g).
Εάν ο Πιλάτος είχε την εντιμότητα και το θάρρος, τα οποία αρμόζουν σε δικαστή, δεν θα εξίσωνε ποτέ αθώο πρόσωπο σαν τον Ιησού, με σεσημασμένο κακούργο. Εφόσον δεν βρήκε αιτία στον Ιησού, όφειλε να τον απολύσει. Αλλά ήθελε να εξοικονομήσει τα πράγματα ζητώντας να αρέσει και στις δύο πλευρές. Και διευθυνόταν από την κοσμική και ιδιοτελή φρόνηση μάλλον παρά από τη δικαιοσύνη και την ιδέα του καθήκοντος.
Ιω. 18,40 ἐκραύγασαν(1) οὖν πάλιν(2) πάντες λέγοντες· μὴ τοῦτον, ἀλλὰ τὸν Βαραββᾶν(3). ἦν δὲ ὁ Βαραββᾶς λῃστής(4).
Ιω. 18,40 Εκραύγασαν τότε όλοι λέγοντες• “μην απολύσης αυτόν, αλλά τον Βαραββάν”. Ήταν δε ο Βαραββάς, ληστής.
(1) Έβγαλαν φωνές δυνατές και άγριες (F). Οι Ματθαίος (κζ 20) και Μάρκος (ιε 11) μαρτυρούν ότι με υποκίνηση των ιερέων ο όχλος με κραυγή ζήτησε την απόλυση του Βαραββά. Ο Βαραββάς ήταν καταφρονητής της Ρώμης και ήταν για αυτό εύκολο στους αρχιερείς να πείσουν τον όχλο, να ζητήσει την απόλυση ενός ληστή πατριώτη και όχι του Ιησού ο οποίος είχε διαψεύσει τις εθνικιστικές βλέψεις των Ιουδαίων (τ).
(2) Μέχρι τώρα ο Ιωάννης δεν είπε κάτι για ανάμιξη του όχλου. Το «πάλιν» λοιπόν προκαλεί κάποια έκπληξη. Στις αφηγήσεις όμως των συνοπτικών (Μάρκ. ιε 8,Λουκ. κγ 5,10) γίνεται αναφορά τέτοιων φωνών. Και εδώ λοιπόν η αφήγηση του Ιωάννου εναρμονίζεται τελείως με αυτήν των προηγούμενών του ευαγγελιστών (g).
(3) Η λέξη έχει δύο ετυμολογίες, ή Βαρ-αββά (=Υιός του πατέρα) ή Βαρ-ραββάν (=Υιός του ραββίνου). Κατά την πρώτη ετυμολογία σημαίνει ή Υιός του πατέρα δηλαδή του Θεού ή πιθανότερο Υιός του πατέρα δηλαδή του ραββίνου. Με άρθρο= τον γνωστό Βαραββά. Ο Ωριγένης διαβλέπει μυστήριο στο γεγονός, ότι το όνομα και των δύο δέσμιων είναι ο υιός του Πατέρα (μ).
(4) Η λέξη ληστής σημαίνει γενικότερα «τον σκληρό και άγριο και ο οποίος δεν ήταν άμοιρος των εγκλημάτων του φόνου. Αποσαφηνίζει λοιπόν αυτό ο θεσπέσιος Πέτρος, λέγοντας στα πλήθη των Ιουδαίων: Εσείς όμως τον άγιο και δίκαιο τον αρνηθήκατε και ζητήσατε να σας χαριστεί άνδρας φονιάς» (Κ).
Δες Πράξ. γ 14. Η περιγραφή του Ιωάννη για τον Βαραββά, δυνατή στη συντομία της, παρέχει λαμπρό παράδειγμα της ειρωνείας του (β).
«Πω, πω, μιαρή γνώμη! Αυτούς μεν με τους οποίους έχουν τους ίδιους τρόπους, τούς ζητούν και τους υπεύθυνους τους αφήνουν ελεύθερους· ενώ τον ανεύθυνο τον προτρέπουν να τον τιμωρήσει· διότι αυτό το νόμο είχαν από την αρχή» (Χ).
Ο Βαραββάς ήταν παραβάτης του νόμου του Θεού. Και όμως προτίμησε αυτόν ο όχλος παρά εκείνον, ο οποίος ήλεγχε την υπερηφάνεια, την φιλαργυρία και την τυραννία των αρχιερέων και των πρεσβυτέρων. Αλλά ο Βαραββάς, παρόλο που ήταν ληστής, δεν επιζητούσε να αρπάξει την καθέδρα του Μωϋσή και για αυτό δεν ήταν μισητός στους αρχιερείς και τους Φαρισαίους.
Ο Ιησούς μαστιγώνεται & εμπαίζεται από τους στρατιώτες
Ιω. 19,1 Τότε οὖν(1) ἔλαβεν ὁ Πιλᾶτος(2) τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐμαστίγωσε(3).
Ιω. 19,1 Τότε, λοιπόν, ο Πιλάτος επήρε τον Ιησούν, και διέταξε και τον εμαστίγωσαν.
(1) Ο Πιλάτος επανήλθε ήδη στο βήμα του, για να απαγγείλει την απόλυση του Βαραββά. Τότε όμως έλαβε και το μήνυμα από τη γυναίκα του για το οποίο δες το Ματθ. κζ 19. Σύμφωνα με τους συνοπτικούς (Ματθ. κζ 26 και Μάρκ. ιε 15) η φραγγέλωση και ο εμπαιγμός συνδέεται με την απόφαση του θανάτου. Και κατά τον Ρωμαϊκό ποινικό κώδικα η φραγγέλωση προηγούνταν αναγκαστικά από την τιμωρία της σταύρωσης. Αυτό επίσης μαρτυρείται και από πλήθος χωρίων του Ιωσήπου και των παλαιών ιστορικών.
Αλλά εδώ τώρα γίνεται κάτι το παράδοξο. Ο Πιλάτος διατάσσει την φραγγέλωση, χωρίς να απαγγείλει την καταδικαστική απόφαση. «Τον μαστίγωσε ο Πιλάτος, θέλοντας ίσως να χαλαρώσει και να καταπραΰνει τον ιουδαϊκό ζήλο· επειδή δηλαδή με όλα τα προηγούμενα δεν κατόρθωσε να τον ελευθερώσει από αυτούς, θέλοντας να σταματήσει το κακό μέχρι εδώ, και τον μαστίγωσε και επέτρεψε να συμβούν τα όσα συνέβησαν… ώστε να καταπραΰνει την οργή τους. Για αυτό και οδήγησε αυτόν προς αυτούς φορώντας το στεφάνι, ώστε, βλέποντας την προσβολή που συνέβη σε αυτόν, να συνέλθουν λίγο από το πάθος τους και να αποβάλουν το δηλητήριο» (Χ).
Ελπίζει ο Πιλάτος με την ικανοποίηση αυτή, την οποία παρέχει στους εχθρούς του Ιησού, να κινήσει τον οίκτο των μετριότερων από αυτούς καθώς και τη συμπάθεια του όχλου ώστε να προλάβει την εσχάτη των ποινών (g).
(2) Υπάρχει και η γραφή λαβών… εμαστίγωσε. «Και αυτά τα αναφέρει με συντομία ο Ιωάννης επειδή εξιστορήθηκαν από τους άλλους, σπεύδοντας να αναγγείλει και εδώ αυτά που έχουν παραληφθεί» (Ζ). Παρόλο που συντομεύει αυτά που αναφέρουν οι άλλοι ευαγγελιστές, όμως συνδέει όλα τα ουσιώδη συμβάντα (ο).
(3) Πρόκειται για τη φραγγέλωση, η οποία, όπως γινόταν στους Ρωμαίους, ήταν ποινή τόσο σκληρή, ώστε συχνά ο κατάδικος πέθαινε σε αυτήν. Το μαστίγιο γινόταν από λεπτές ράβδους ή από δερμάτινα λουριά, στα άκρα των οποίων ήταν δεμένα τεμάχια οστού ή μολύβδου. Ο κατάδικος δεχόταν τα πλήγματα δεμένος σε μικρό πάσσαλο έτσι, ώστε να έχει σκυμμένο τον κορμό και τεντωμένο το δέρμα. Με τα πρώτα χτυπήματα το αίμα άρχιζε να ρέει, και μερικές φορές ακολουθούσε αμέσως και ο θάνατος (g).
Έτσι οι προφητείες των Γραφών εκπληρώθηκαν, που έλεγαν: «Παιδευτική τιμωρία έπεσε πάνω του για τη δική μας ειρήνη» (Ησ. νγ 5)· και έδωσε «την πλάτη του σε μαστίγωση» (Ησ. ν 6) και «στην πλάτη μου σφοροκοπούσαν οι αμαρτωλοί» (Ψαλμ. ρκη 3) και όσα αυτός ο ίδιος προείπε για το ότι επρόκειτο να παραδοθεί «στα έθνη για να τον εμπαίξουν και τον μαστιγώσουν» (Ματθ. κ 19,Μάρκ. ι 34,Λουκ. ιη 33). Μαστιγώθηκε σκληρά και «με την πληγή του θεραπευτήκαμε» (Α΄ Πέτρ. β 24).
Έτσι οι για το καθήκον μαστιγώσεις καθαγιάστηκαν και έγιναν με χαρά ευπρόσδεκτες στους ακόλουθους και μαθητές του, έτσι ώστε αυτοί χαίρονταν για αυτές. Δες Πράξ. ε 41 και ιστ 22,25. Έτσι και ο Παύλος χαιρόταν «με τις πληγές υπερβολικά» και «όταν μαστιγώθηκε πέντε φορές από τους Ιουδαίους με σαράντα παρά μία μαστιγώσεις» και «όταν ραβδίστηκε τρεις φορές» (Β΄ Κορ. ια 32-34).
Ιω. 19,2 καὶ οἱ στρατιῶται(1) πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν(2) ἐπέθηκαν αὐτοῦ τῇ κεφαλῇ, καὶ ἱμάτιον πορφυροῦν(3) περιέβαλον αὐτὸν(4)
Ιω. 19,2 Και οι στρατιώτες, έπλεξαν από αγκάθια στεφάνι και το έβαλαν στο κεφάλι του, και του φόρεσαν ένα κόκκινο μανδύαν.
(1) «Επειδή είπε ο Πιλάτος· Τον βασιλιά των Ιουδαίων, τον ντύνουν στη συνέχεια με ενδυμασία χλευασμού» (Χ). «Και τον εμπαίζουν λοιπόν ως βασιλιά» (Θφ). Οι στρατιώτες γελοιοποιούν τις Ιουδαϊκές μεσσιανικές αξιώσεις στο πρόσωπο εκείνου, ο οποίος παρουσιάζεται, ότι θέλησε να πραγματοποιήσει αυτές (g). Παίζουν με την ιδέα ότι ο ταλαίπωρος εκείνος δέσμιος αξίωνε ότι είναι βασιλιάς και οι σκληρές τους αστειότητες διευθύνονται μάλλον εναντίον των Ιουδαίων παρά εναντίον του Ιησού προσωπικά (β).
(2) Το ακανθώδες φυτό είναι πιθανώς το Lycium spinosum, το οποίο αυξάνει άφθονα γύρω από τα Ιεροσόλυμα και του οποίου το ευλύγιστο στέλεχος μπορεί εύκολα να πλεχθεί (g).
(3) Το εξωτερικό ένδυμα, το οποίο ρίχνεται πάνω στο χιτώνα· δες Ματθ. θ 20,Μάρκ. ε 27 Λουκ. η 44 (G). Ήταν ένας κοινός στρατιωτικός μανδύας, τον οποίο πήραν για να εξεικονίσει τώρα την βασιλική πορφύρα. Το αγκάθινο στεφάνι, το πορφυρό ιμάτιο, ο χαιρετισμός, όλη γενικά η διαπόμπευση αποτελούσαν παρωδία της Ιουδαϊκής βασιλείας (g).
(4) Αρκετοί μεγαλογράμματοι ανάμεσα στους οποίους και οι σιναϊτικός και βατικανός και 20 μικρογράμματοι κώδικες προσθέτουν εδώ τη φράση «Και ήρχοντο προς αυτόν»= Τον πλησίαζαν.
Ιω. 19,3 καὶ ἔλεγον(1)· χαῖρε(2) ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων· καὶ ἐδίδουν αὐτῷ ῥαπίσματα.
Ιω. 19,3 Και έλεγαν ειρωνικώς• “χαίρε, ο βασιλεύς των Ιουδαίων”. Και του κατέφεραν ραπίσματα.
(1) Αυθεντική γραφή: και ήρχοντο προς αυτόν και έλεγον. Περιγράφεται με αυτήν το προς τον Ιησού πλησίασμα των στρατιωτών με χλευαστικό σχήμα σεβασμού.
(2) Οι στρατιώτες έλεγαν Χαίρε, όπως θα έλεγαν και στον Καίσαρα (β). Ο Κύριος όμως «αν και γίνονταν τόσα πολλά και τέτοια στεκόταν σιωπώντας. Εσύ όμως όχι μόνο να ακούς αυτά, αλλά να τα έχεις συνεχώς και στη διάνοια και βλέποντας τον βασιλιά της οικουμένης και των αγγέλων όλων να χλευάζεται από τους στρατιώτες με λόγια, με πράξεις, και όλα να τα υπομένει με σιγή, να μιμείσαι αυτόν με τα έργα σου» (Χ).
Ο Κύριος σιωπά παρέχοντας σε μας παράδειγμα αήττητης υπομονής και θάρρους ανάμεσα στις μεγαλύτερες ταλαιπωρίες, τις οποίες θα συναντήσουμε στη ζωή μας, αλλά και παράδειγμα αγάπης Σωτήρα, ο οποίος όχι μόνο αποφασιστικά υφίσταται όλα αυτά, αλλά και εκούσια αναδέχεται αυτά χάριν της σωτηρίας μας.
Εκείνοι οι οποίοι υφίστανται ονειδισμούς και μάστιγες για την εμμονή τους στην πίστη και για την αγάπη τους προς το Χριστό, ας μην ντρέπονται και ας μην στενοχωρούνται, αλλά μάλλον ας δοξάζουν το Θεό, διότι έκανε αυτούς συμμέτοχους και κοινωνούς των παθημάτων του Χριστού. Ο Κύριος περιφρονώντας την ντροπή δοξάστηκε από τον Πατέρα του παίρνοντας όνομα το ανώτερο από κάθε όνομα. Έτσι και εμείς, εάν υφιστάμεθα ντροπή και ονειδισμούς για αυτόν.
Ιω. 19,4 ἐξῆλθεν(1) οὖν πάλιν(2) ἔξω(1) ὁ Πιλᾶτος καὶ λέγει αὐτοῖς· ἴδε ἄγω ὑμῖν αὐτὸν ἔξω, ἵνα γνῶτε ὅτι ἐν αὐτῷ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω(3).
Ιω. 19,4 εβγήκεν πάλιν έξω ο Πιλάτος από το πραιτώριον και λέγει στους Εβραίους• “ιδού, σας τον φέρνω έξω, δια να πεισθήτε και σεις, ότι εγώ δεν ευρίσκω εις αυτόν κανένα έγκλημα”.
(1) «Βγήκε από το πραιτώριο» (Ζ). Η φραγγέλωση είχε γίνει στην αυλή του πραιτωρίου. Πριν από αυτήν λοιπόν ο Πιλάτος είχε μπει στο πραιτώριο, για να διατάξει αυτήν. Όταν η φραγγέλωση τελείωσε, ο Πιλάτος βγαίνει με τον Ιησού, για να κάνει έκκληση στον οίκτο των Ιουδαίων.
(2) Πολλές φορές κατά τη διάρκεια αυτής της δίκης βγήκε για να συζητήσει με τους Ιουδαίους υπέρ του Ιησού. Δες Ιω. ιη 29,38,Λουκά κγ 13 (ο).
(3) «Είπε ότι τον μαστίγωσε άσκοπα, και υπόσχεται ότι θα τον παρουσιάσει και σε αυτούς, εικάζοντας ότι θα χορτάσει τελείως κατά κάποιο τρόπο την ατίθαση οργή τους με αυτό το τόσο ελεεινό θέαμα» (Κ). Ο Πιλάτος με αυτά θέλει να πει: Ε λοιπόν, πρέπει να το καταλάβετε· αρκετά τον τιμωρήσαμε. Συμφώνησα σε αυτό από συγκατάβαση προς εσάς. Δεν θα προβώ παραπέρα (g). Ο σιναϊτικός έχει τη γραφή: ίνα γνώτε, ότι αιτίαν ουχ ευρίσκω.
Ιω. 19,5 ἐξῆλθεν οὖν ὁ Ἰησοῦς ἔξω φορῶν τὸν ἀκάνθινον στέφανον καὶ τὸ πορφυροῦν ἱμάτιον(1), καὶ λέγει αὐτοῖς· ἴδε ὁ ἄνθρωπος(2)
Ιω. 19,5 Εβγήκε, λοιπόν, ο Ιησούς έξω, φορών τον ακάνθινον στέφανον και τον κόκκινον μανδύαν. Και λέγει εις αυτούς ο Πιλάτος• ιδού, ο άνθρωπος.
(1) «Έβγαλε αυτόν ντυμένο με τη στολή του χλευασμού, έτσι ώστε, αφού τον δουν μέσα σε τόση ατιμία, να χορτάσουν και να ντραπούν» (Ζ). «Παρουσίασε σε αυτούς τον Κύριο των πάντων καταβασανισμένο με ασέβεια και αφόρητα εξυβρισμένο από τους εμπαιγμούς των στρατιωτών, πιστεύοντας ότι θα χορταστεί κάπως και θα σταματήσει πλέον ο ασυγκράτητος θυμός των Ιουδαίων και από μόνο το τόσο οικτρότατο και ατιμότατο θέαμα» (Κ).
Ο Ιησούς βγήκε έξω αναμφίβολα ασθενής και ωχρός μετά τη φραγγέλωση, φορώντας τα εμπαικτικά εμβλήματα του βασιλιά, τα οποία εξακολουθούσε πιθανώς να φέρει μέχρι τη στιγμή κατά την οποία ο Πιλάτος τον παρέδωσε να σταυρωθεί. Δες σ. 15 και Μάτθ. κζ 31 (β).
(2) «Ο άνθρωπος, είπε, από συμπάθεια, ώστε και αυτοί να δείξουν συμπάθεια» (Ζ). Στην έκφραση: Ίδε ο άνθρωπος κρύβεται ένα μίγμα σεβασμού και οίκτου για τον Ιησού και κάποιος πικρός σαρκασμός για τον παράλογο ρόλο, τον οποίο οι Ιουδαίοι τού απέδωσαν: Ιδού το άθλιο ον εναντίον του οποίου πέσατε με μανία (g).
Δες πώς το σώμα του καταπληγώθηκε από τη φραγγέλωση και τα πλήγματα των στρατιωτών. Δεν είναι αρκετή τιμωρία αυτή; Φοβάστε ακόμη την επιρροή του στο λαό μετά τον τέτοιο δημόσιο εξευτελισμό του; (ο).
Ίδε ο άνθρωπος. Στα χείλη του Πιλάτου οι λέξεις σημαίνουν: Δες το πτωχό πλάσμα. Και έτσι οι Ιουδαίοι αντιλήφθηκαν την έννοιά τους. Αλλά για μας ακούγοντας αυτές διαμέσου των αιώνων, παίρνουν άλλη σημασία. Δείτε στη ζωή του την τέλεια υπακοή και αγάπη που έχει μέσα του, δείτε το θάρρος με το οποίο υπομένει ό,τι χείριστο το μίσος μπορεί να διαπράξει εναντίον ασθενούς και ανυπεράσπιστου ανθρώπου. Δείτε με ποια αναμαρτησία δείχνεται ήρεμος. Σε αυτόν δείτε την αγάπη την αμείωτη από την εγκατάλειψη των φίλων και από την περιφρόνηση και τους κολαφισμούς των εχθρών. Δείτε τον άνθρωπο που εκπληρώνει τον αληθινό προορισμό του και που δείχνεται αήττητος ανάμεσα σε όλες τις δυσμενείς περιστάσεις, οι οποίες τον περικυκλώνουν.
Δείτε τον Ιησού που είναι λίγο κατώτερος από τους αγγέλους λόγω του παθήματος του θανάτου, να είναι στεφανωμένος με δόξα και τιμή. Όπως άλλοτε τα ζώα που οδηγούνταν προς τη θυσία στεφανώνονταν, έτσι και ο Ιησούς οδηγούμενος στο Σταυρό έχει στεφανωθεί με τα αγκάθια της δόξας και της τιμής (τ).
Ιω. 19,6 ὅτε οὖν εἶδον(1) αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ὑπηρέται(2), ἐκραύγασαν λέγοντες· σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν. λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος(3)· λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς(4) καὶ σταυρώσατε(5)· ἐγὼ γὰρ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν(6).
Ιω. 19,6 Όταν όμως τον είδαν οι αρχιερείς και οι υπηρέται του συνεδρίου, εφώναξαν δυνατά με μανίαν λέγοντες• “σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον”. Τους απήντησε ο Πιλάτος• “πάρτε τον σεις και σταυρώστε τον, διότι εγώ δεν ευρίσκω καμίαν ενοχή”.
(1) «Σαν ανήμερα σκυλιά και μόνο που τον είδαν με μανία γαύγισαν εναντίον του· σαν άγρια θηρία σαρκοφάγα, όταν αισθάνθηκαν το θήραμα, έτρεξαν αμέσως πάνω του» (Ζ).
Ο Πιλάτος επιθυμούσε να κινήσει τη συμπάθειά τους, αλλά αντί για αυτό αυξάνει τη σκληρότητά τους (b).
(2) Δεν αναφέρεται εδώ ο λαός, αλλά της κατακραυγής είναι αρχηγοί οι αρχιερείς και οι υπηρέτες.
«Όταν το πλήθος που έμοιαζε με αγέλη έστω λοιπόν και μέτρια κοκκίνισε από ντροπή για αυτά που έγιναν εναντίον του Χριστού… αυτοί (οι αρχιερείς) και πρώτοι αρχίζουν την κατηγορία με φωνές και διεγείρουν ξανά το θυμό του λαού που διοικούσαν σε ασυνήθιστες αγριότητες» (Κ).
Με βιαιότητα και μανία κράζουν αυτοί Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν. Δεν οφείλουμε άραγε αντίθετα και εμείς με ζήλο και αφοσίωση στο όνομά του ακολουθώντας σταθερά αυτόν να φωνάζουμε Στεφάνωσον, στεφάνωσον αυτόν; Αύξησαν εκείνοι αδιάλλακτο το μίσος τους εναντίον του. Δεν πρέπει και εμείς να θερμαίνουμε ολοένα την αγάπη μας προς αυτόν και προς την βασιλεία του;
(3) Μετά την ειδοποίηση της γυναίκας του στο Μάτθ. κζ 19, και μετά τις άλλες παρατηρήσεις, στις οποίες οδήγησε αυτόν η διεξαγωγή της δίκης, ο Πιλάτος επιθυμούσε να απαλλαγεί από κάθε ευθύνη ή συμμετοχή στην υπόθεση αυτή (ο).
(4) «Εσείς, λέει, οι άδικοι» (Ζ). Η έννοια των λόγων αυτών: Σταυρώστε τον, αφού το θέλετε. Σας αφήνω ελεύθερους. Εγώ όμως δεν μπορώ να συμμετέχω σε μία τέτοια θανατική εκτέλεση (g). Παραπάνω (ιη 31) λέγοντας σχεδόν τα ίδια αντέταξε ο Πιλάτος άρνηση αρκετά έντονη να επικυρώσει την απόφαση του Ιουδαϊκού συνεδρίου. Τώρα τα λόγια του έχουν μέσα τους μία ασθενή διαμαρτυρία. Πάντως δεν παραλείπει να μαρτυρήσει για την αθωότητα του Ιησού (F).
«Είναι μεν μαλθακός ο Πιλάτος, όχι όμως κακοήθης όπως οι Ιουδαίοι» (Θφ).
(5) «Παραχωρεί σε αυτούς την εξουσία, δυσανασχετώντας για τη βία και αναισχυντία τους» (Ζ). Παρόλο όμως που ο Πιλάτος τους άφησε ελεύθερους να τον σταυρώσουν, οι Ιουδαίοι δεν ήταν δυνατόν ούτε καν να σκεφτούν να χρησιμοποιήσουν αυτήν την ελευθερία. Διότι αν ο λαός απαλλασσόταν από το φόβο τον οποίο ενέπνεε σε αυτόν η Ρωμαϊκή εξουσία, ήταν επόμενο αιφνίδια να κινηθεί σε αντίδραση και οι οπαδοί του Ιησού να στραφούν βίαια εναντίον τους συμπαρασύροντας και τις μάζες του λαού (g).
(6) Η ίδια φράση και στο ιη 38 όπως και στο ιθ 4 με ελαφρές διαφορές. Ο Ιωάννης, όπως και ο Λουκάς (κγ 4,14,22) ιδιαιτέρως προσέχει, να αναφέρει, ότι ο Πιλάτος τρεις φορές διακήρυξε την πεποίθησή του για την αθωότητα του Ιησού (β).
«Δες όμως και τη θεία οικονομία, πώς εκείνοι μεν σε περισσότερα δικαστήρια παρέδιδαν τον Κύριο, ώστε να σπιλώσουν αυτόν και να καταστρέψουν τη δόξα του, η ύβρη όμως επιστρέφει στα κεφάλια τους. Διότι από εδώ αποδεικνύεται περισσότερο ακατηγόρητος, αφού εξεταζόταν το πράγμα ακριβέστερα. Πόσες φορές λοιπόν ο Πιλάτος ομολόγησε ότι δεν βρίσκει σε αυτόν τίποτα άξιο θανάτου!» (Θφ).
Ο Πιλάτος όμως όφειλε να προστατεύσει τον δέσμιο από τις ύβρεις και επιθέσεις τους. Για ποιον άλλο λόγο περιστοιχιζόταν από οπλισμένους στρατιώτες παρά για να προστατεύσει τον αδικούμενο; Οι φύλακες και φρουροί των κυβερνητών πρέπει να είναι φρουροί και φύλακες της δικαιοσύνης. Αλλά ο Πιλάτος δεν είχε το θάρρος να ενεργήσει σύμφωνα με τη συνείδησή του. Και η ανανδρία του τον έμπλεξε σε παγίδα.
Ιω. 19,7 ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι(1)· ἡμεῖς νόμον ἔχομεν(2), καὶ κατὰ τὸν νόμον ἡμῶν ὀφείλει ἀποθανεῖν(3), ὅτι ἑαυτὸν Θεοῦ(4) υἱὸν ἐποίησεν(5).
Ιω. 19,7 Του απήντησαν οι Ιουδαίοι• “ημείς έχομεν νόμον, και σύμφωνα με τον νόμο μας πρέπει αυτός να πεθάνη, διότι έκαμε τον εαυτόν του Υιόν Θεού”.
(1) Παίρνοντας θάρρος από την υποχωρητικότητα του Πιλάτου αντιτάσσουν στο δικό του «Εγώ» το «εμείς» (F).
«Επειδή αποδείχτηκε μη ισχύουσα η συκοφαντία που έφτιαξαν αυτοί στην αρχή και… αφού δεν αποδείχτηκε ουδεμία ανταρσία εναντίον της εξουσίας του Καίσαρα… και επειδή ο Πιλάτος ως προς αυτά δίκαζε με τρόπο κατάλληλο και αδέκαστο και έλεγε ξεκάθαρα ότι δεν βρίσκει καμία αιτία κατηγορίας σε αυτόν, μετακινούνται τελείως σε κάτι άλλο αυτοί που τα τολμούν όλα» (Κ), και «πήδηξαν σε άλλη κατηγορία από αδιέξοδο» (Ζ).
(2) Οι κατήγοροι του Ιησού υπενθυμίζουν στον Πιλάτο την πράξη της Ρώμης του να σέβεται τους νόμους και τις συνήθειες των λαών που κατακτά.
(3) «Και ποιός είναι ο νόμος; Αυτός που απείλησε τιμωρία σε αυτούς που βλασφημούν… όπου λέει ο Θεός καθαρά [στο Λευϊτ. κδ 15,16]. Άνθρωπος… που ονομάζει το όνομα του Κυρίου θα θανατώνεται» (Κ).
Η πρώτη κατηγορία είχε προσλάβει μορφή πολιτική, η δεύτερη αυτή έχει παρθεί από το θρησκευτικό πεδίο (F).
«Πιο πάνω τον κατηγορούσαν ότι έκανε τον εαυτό του βασιλιά· τώρα επειδή εκείνο ελέγχθηκε ως ψευδές, τον κατηγορούν ότι κάνει τον εαυτό του Υιό του Θεού» (Θφ).
Πάντως όμως σύμφωνα με το νόμο οι μάρτυρες όφειλαν να ρίξουν την πρώτη πέτρα (Δευτερ. ιζ 7), αυτοί όμως που μαρτύρησαν για τη βλασφημία του Ιησού δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους (Μάρκ. ιδ 56). Γι αυτό το Συνέδριο στην εδώ ειδική περίπτωση επιζητούσε να έχει συνυπεύθυνο και τον Πιλάτο (β).
Επιμένουν ότι πρέπει να θανατωθεί με θάνατο σταυρικό και όχι με λιθοβολισμό, ο οποίος ήταν η από το νόμο επιβαλλόμενη ποινή κατά της βλασφημίας. Εφόσον όμως δεν επιτρεπόταν από το νόμο τους να επαγάγουν ως ποινή τη σταύρωση και εφόσον ο Πιλάτος δεν επέτρεπε να επιβάλουν την από το νόμο οριζόμενη ποινή, επιμένουν στην αίτησή τους, ο Πιλάτος να διατάξει και να εκτελέσει τον θάνατο του κατηγορουμένου (χ).
(4) «Υιό Θεού γνήσιο» (Ζ). Ο τίτλος αυτός πρέπει να θεωρηθεί με την κύρια έννοιά του. Δες Ιω. ε 18,ι 33,36 (F).
(5) Έδωσε αυτός στον εαυτό του τον τίτλο αυτόν· αξίωσε ότι είναι Υιός του Θεού (ο). Ήταν ψευδές ότι έκανε τον εαυτό του Υιό του Θεού, διότι πραγματικά και αληθινά ήταν Υιός του Θεού. Όφειλαν λοιπόν αυτοί να εξετάσουν τις αποδείξεις που έφερνε ο Ιησούς και να καταλήξουν σε αμερόληπτο συμπέρασμα. Εάν έλεγε, ότι είναι Υιός του Θεού και αποσκοπούσε να μην απομακρύνει το λαό από τον αληθινό Θεό, αλλά να οδηγήσει αυτόν σε αυτόν· και εάν βεβαίωνε την αποστολή του και τη διδασκαλία του με θαύματα αναντίλεκτα και αδιαμφισβήτητα, ήταν υποχρεωμένοι από το νόμο τους να υπακούσουν σε αυτόν κατά την ξεκάθαρη παραγγελία του Μωϋσή (Δευτερ. ιη 18,19).
Ό,τι θα ήταν για αυτούς τιμή και καύχημα και μπορούσε να συντελέσει στην ευτυχία τους, εάν αυτοί δεν ενέμεναν στο σκοτισμό τους, το θεωρούν ως έγκλημα, για το οποίο πρέπει να επιβληθεί θάνατος. Παρόλ’ αυτά εάν όφειλε να πεθάνει κατά το νόμο, δεν έπρεπε να σταυρωθεί, διότι ο σταυρικός θάνατος δεν επιβαλλόταν από το νόμο τους.
Ιω. 19,8 Ὅτε οὖν ἤκουσεν ὁ Πιλᾶτος τοῦτον τὸν λόγον(1), μᾶλλον(2) ἐφοβήθη(3),
Ιω. 19,8 Ο Πιλάτος, όταν ήκουσε τα λόγια αυτά των Εβραίων, εφοβήθη ακόμη περισσότερον.
(1) Δηλαδή ότι έκανε τον εαυτό του Υιό του Θεού.
«Επειδή δεν του φάνηκε απίστευτο… ότι ενώ είναι άνθρωπος, μπορεί να είναι γιος Θεού, δέχεται… την σχετικά με αυτό αντίληψη και πίστη όχι από τα ιερά γράμματα, αλλά από πλάνη Ελληνική. Διότι οι μύθοι των Ελλήνων αποκαλούν ημίθεους και παιδιά θεών πολλούς. Αλλά και οι Ρωμαίοι πάλι δείχνοντας πάντα μεγαλύτερη δεισιδαιμονία ως προς αυτά, χάριζαν την ονομασία του θεού στους πιο ένδοξους από τους βασιλιάδες τους» (Κ).
Ο Πιλάτος λίγο ή καθόλου σεβόταν τον Ιουδαϊκό νόμο, τον οποίο αναμφίβολα θεωρούσε, ως βάρβαρο κώδικα αξιοκαταφρόνητου έθνους. Αλλά όπως οι περισσότεροι από τους ειδωλολάτρες είχε δεισιδαίμονα φόβο του υπερφυσικού. Ο δέσμιος αυτός με την αδιατάρακτη γαλήνη του και τους λόγους του για βασιλεία της αλήθειας δεν μπορεί να είναι κάποιος φανατικός. Είναι όμως δυνατόν κάτι το υπερφυσικό και μυστηριώδες να τον περιβάλλει. Είναι δυνατόν να είναι υιός κάποιου θεού. Και ο Πιλάτος δεν είχε ανάγκη να κινήσει εναντίον του την εχθρότητα κάποιου τοπικού θεού (τ).
Οι εθνικοί είχαν κάποιες μυθικές παραδόσεις για ενσαρκώσεις θεοτήτων που εμφανίζονταν κάποιες φορές σε κοινά και συνηθισμένα περιστατικά, και έφερναν συμφορές σε μερικούς, οι οποίοι δεν απέδιδαν σε αυτές τον οφειλόμενο σεβασμό. Ο Πιλάτος λοιπόν φοβάται, μήπως βρίσκεται ήδη μπροστά σε κάποια τέτοια περίπτωση.
(2) Περισσότερο από όσο είχε φοβηθεί πριν (β). Ο Πιλάτος είχε ακούσει να γίνεται λόγος για τα θαύματα του Ιησού, για τον ανώτερο και μυστηριώδη χαρακτήρα του, για τη διδασκαλία του και τη διαγωγή του. Πριν λίγο είχε πάρει και το παράδοξο μήνυμα της συζύγου του. Αλλά και ο Ιησούς ο ίδιος προκαλούσε σε αυτόν εντύπωση, την οποία ουδέποτε άλλοτε από κάποιον άλλον είχε αποκομίσει ο Πιλάτος. Ακούγοντας λοιπόν τώρα ότι έκανε τον εαυτό του Υιό του Θεού, διερωτάται μήπως όλα αυτά εξηγούνται από τον τίτλο αυτόν (g).
«Φοβάται ακούγοντας ότι έκανε τον εαυτό του Υιό του Θεού και φοβάται μήπως είναι αλήθεια το λεγόμενο» (Χ), «μήπως αληθινά είναι Θεός και τον εξολοθρεύσει αφού υβρίζεται έτσι από αυτόν» (Ζ). «Ο Πιλάτος ακούγοντας έναν απλό λόγο μόνο, ότι είναι Υιός του Θεού, φοβάται. Αυτοί όμως αν και είδαν θεία έργα» (Θφ), «δεν έφριξαν, αλλά τον φονεύουν, για αυτά για τα οποία έπρεπε να τον προσκυνούν» (Χ).
Ιω. 19,9 καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν καὶ λέγει τῷ Ἰησοῦ· πόθεν εἶ σύ(1); ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπόκρισιν οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ(2).
Ιω. 19,9 Και εισήλθεν πάλιν στο πραιτώριον και λέγει στον Ιησούν• “από που είσαι συ;” Ο Ιησούς όμως δεν του έδωσε απάντησιν.
(1) «Ρωτά αυτόν, όχι έτσι, όπως πριν· Τι έκανες, αλλά Ποιος είσαι εσύ; Διότι τότε μεν, επειδή κατηγορούνταν ότι κυνηγά τη βασιλεία, εύλογα ρωτά· Τι έκανες; Τώρα όμως επειδή τον συκοφαντούν ότι κάνει τον εαυτό του Υιό του Θεού, ρωτά από πού είσαι εσύ;» (Θφ). «Ταρασσόμενος από το φόβο, κάνει την εξέταση» (Χ).
Η ερώτηση δεν μπορεί να αναφέρεται στην επίγεια καταγωγή του Ιησού. Ο Πιλάτος γνωρίζει καλά ότι ο Ιησούς είναι Γαλιλαίος (Λουκ. κγ 6,7). Η έννοια είναι βεβαίως: Είσαι από τη γη ή από τον ουρανό; (g).
(2) «Διότι, αυτό που ζητούσε να μάθει, το έμαθε, όταν άκουσε ότι η βασιλεία η δική μου δεν είναι από αυτόν τον κόσμο. Και όπως ακριβώς τότε αφού έδειξε την εξουσία του με μαλακό τρόπο, τίποτα δεν ωφέλησε, έτσι ούτε τώρα επρόκειτο να ωφελήσει, αφού ήταν άνανδρος και φοβητσιάρης» (Ζ).
«Διότι αυτός που άκουσε ότι για αυτό γεννήθηκα και για αυτό ήλθα και ότι η βασιλεία μου δεν είναι από εδώ, και ενώ όφειλε να αντισταθεί και να τον ελευθερώσει, αυτό μεν δεν το έκανε, αλλά ακολούθησε την Ιουδαϊκή ορμή» (Χ).
«Φαίνεται τελείως ο Πιλάτος ότι δεν είναι κάποιος σταθερός, αλλά και πάρα πολύ ταράσσεται από τα τυχόντα φόβητρα. Διότι πράγματι και τους Ιουδαίους φοβόταν, και τον Ιησού ως Υιό του Θεού έφριττε» (Θφ).
Ο Πιλάτος γνώριζε ήδη αρκετά για τον Ιησού ώστε να απολύσει αυτόν. Τον είχε κηρύξει επανειλημμένως αθώο. Αυτό θα έπρεπε να είναι αρκετό για τον Πιλάτο. Ό,τι περισσότερο ήθελε να μάθει δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του. Εάν δεν τον απελευθέρωνε ως άνθρωπο αθώο, άξιζε να τον σταυρώσει ως Υιό του Θεού. Άλλωστε η σιωπή του Ιησού ήταν απάντηση. Εάν η αξίωση, για την οποία οι Ιουδαίοι κατηγορούσαν τον Ιησού δεν ήταν βάσιμη, δεν θα παρέλειπε να διαψεύσει αυτήν (g).
«Συγκρίνοντας τις αφηγήσεις όλων των ευαγγελιστών βρίσκουμε, ότι η σιωπή αυτή εκ μέρους του Κυρίου μας Ιησού Χριστού σημειώθηκε περισσότερες από μία φορές τόσο ενώπιον των αρχιερέων, όσο και ενώπιον του Ηρώδη, στον οποίο κατά τον Λουκά ο Πιλάτος έστειλε αυτόν, όσο και ενώπιον του ίδιου του Πιλάτου [Ματθ. κστ 63,κζ 14,Μάρκ. ιδ 61,ιε 5, Λουκ. κγ 7-9,Ιω. ιθ 9]. Έτσι όχι μάταια προηγήθηκε από αυτόν η προφητεία: Σαν αμνός άφωνος εναντίον αυτού που τον κουρεύει, έτσι δεν ανοίγει το στόμα του [Ησ. νγ 7]… Δεν άνοιγε το στόμα του σαν αμνός… δηλαδή όχι σαν κάποιος που έχει συνείδηση που τον κατηγορεί, πεπεισμένος για τις αμαρτίες του, αλλά σαν κάποιος, ο οποίος μέσα στην πραότητά του θυσιάστηκε για τις αμαρτίες των άλλων» (Αυ).
Η σιωπή του Κυρίου δεν ήταν σιωπή περιφρόνησης προς το δικαστήριό του ούτε ήταν σιωπή από ανάγκη, επειδή ο Κύριος δεν είχε τι να πει. Ήταν σιωπή υπομονής, ώστε η Γραφή να εκπληρωθεί, που έλεγε «σαν αμνός ακηλίδωτος απέναντι σε αυτόν που τον κουρεύει άφωνος, έτσι δεν ανοίγει το στόμα του» (Ησ. νγ 7). Η σιωπή μιλούσε μεγαλόφωνα για την υποταγή του Κυρίου στον Πατέρα του, του οποίου η θέληση ήταν να υποστεί τον θάνατο που ερχόταν σε αυτόν.
Σιωπά διότι δεν ήθελε να αποτρέψει το πάθημά του. Εάν τώρα ομολογούσε ότι είναι Θεός, όπως ομολόγησε τον εαυτό του βασιλιά, ήταν πιθανόν ο Πιλάτος να αποτρέψει την καταδίκη του. Διότι οι Ρωμαίοι, παρόλο που έσυραν στους θριάμβους τους τούς βασιλιάδες των εθνών που κατακτούσαν, στέκονταν έντρομοι μπροστά στους θεούς τους. Όπως λέει και ο θείος Παύλος: «Διότι αν ήξεραν, δεν θα σταύρωναν τον Κύριο της δόξας» (Α΄ Κορ. β 8). Και τότε πώς θα σωζόταν η ανθρωπότητα;
Αλλά ήταν και σιωπή φρόνησης και σύνεσης. Όταν ο αρχιερέας τον ρώτησε: Είσαι γιος του Ευλογητού; Απάντησε: Εσύ το είπες, διότι αυτός και το συνέδριο κατείχαν τις Γραφές, οι οποίες μιλούσαν για τον Μεσσία. Αλλά όταν ο Πιλάτος απηύθυνε προς αυτόν το ίδιο ερώτημα, επειδή αυτός δεν είχε καμία ιδέα περί Μεσσίου και για το ποια θα ήταν η αληθινή έννοια της απάντησης στο ερώτημα, αποφεύγει να απαντήσει, αφού το κεφάλι του Πιλάτου ήταν γεμάτο από την ειδωλολατρική θεογονία και από τους μύθους για θεούς που παντρεύονται με γυναίκες. Πώς θα μπορούσε αυτός να καταλάβει τη σχέση του Ιησού με τον ουράνιο Πατέρα του;
Ιω. 19,10 λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· ἐμοὶ οὐ λαλεῖς(1); οὐκ οἶδας ὅτι ἐξουσίαν ἔχω(2) σταυρῶσαί σε καὶ ἐξουσίαν ἔχω(2) ἀπολῦσαί σε(3);
Ιω. 19,10 Λέγει τότε εις αυτόν ο Πιλάτος• “εις εμέ δεν ομιλείς; Δεν ξέρεις ότι έχω εξουσία να σε σταυρώσω και εξουσία έχω να σε αφήσω ελεύθερον;”
(1) Η αντωνυμία μπαίνει μπροστά με έμφαση. Αυτό ειπώθηκε με αυστηρότητα (b). «Νόμισε ο Πιλάτος ότι η σιωπή ήταν έργο αναίδειας… Τον κατηγορεί λοιπόν ως προσβεβλημένος με σιωπή ακατάλληλη» (Κ).
(2) Με έμφαση και η επανάληψη της φράσης. «Επειδή θύμωσε διότι ούτε σε αυτόν… απάντησε, απείλησε λοιπόν με την εξουσία του» (Ζ) και «σαν ακριβώς ένα ραβδί, σηκώνει απειλητικά εναντίον του την εξουσία από το αξίωμα» (Κ).
Το ότι ο Πιλάτος μιλά για εξουσία και όχι για δικαιοσύνη, υπονοεί, ότι θεωρούσε τον Ιησού αθώο (μ). Ο Πιλάτος ξεχωρίζει τον εαυτό του και καυχιέται για την εξουσία του. Αυτοί που διαχειρίζονται εξουσία υπόκεινται σε υπερηφάνεια και αλαζονεία, τόσο μεγαλύτερη, όσο περισσότερο ανεξέλεγκτη και αυθαίρετη μπορεί να είναι η χρήση της.
Ο Πιλάτος εδώ παρασυρόμενος από την υπερηφάνεια του αυτή καταντά σε παράλογη αδικία φρονώντας, ότι είχε εξουσία να σταυρώσει εκείνον, τον οποίο είχε κηρύξει δημόσια αθώο. Κανείς ηγεμόνας ή άρχοντας δεν έχει εξουσία να διαπράττει αδικίες χρησιμοποιώντας την δύναμη, την οποία το αξίωμά του παρέχει σε αυτόν. Εκείνο μόνο δικαιούμαστε να πράττουμε, το οποίο με δικαιοσύνη μπορούμε να πράττουμε.
(3) «Βλέπεις πώς προκαταδίκασε τον εαυτό του; Διότι, εάν από σένα [Πιλάτε] εξαρτάται το παν, για ποιο λόγο δεν τον ελευθερώνεις αφού δεν βρήκες καμία κατηγορία;» (Χ).
Αρκετοί κώδικες γράφουν πρώτα το ἀπολῦσαί σε και έπειτα το σταυρῶσαί σε.
Ιω. 19,11 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς(1)· οὐκ εἶχες ἐξουσίαν(2) οὐδεμίαν κατ᾿ ἐμοῦ, εἰ μὴ ἦν σοι δεδομένον ἄνωθεν(3)· διὰ τοῦτο(4) ὁ παραδιδούς μέ σοι(5) μείζονα ἁμαρτίαν ἔχει(6).
Ιω. 19,11 Απήντησεν ο Ιησούς• “Δεν θα είχες καμίαν εξουσίαν εναντίον μου, εάν το δικαστικόν αξίωμα που κατέχεις σήμερα, δεν σου ήτο δοσμένο από τον Θεόν. Δι' αυτό ο Καϊάφας και το συνέδριον των Εβραίων, που από φθόνον με παρέδωκαν εις τα χέρια σου, έχουν μεγαλυτέραν ενοχήν από σε”.
(1) «Εδώ, βλέπετε, απάντησε. Αλλά και οπουδήποτε δεν απάντησε, έπραξε αυτό όχι ως ένοχος, αλλά ως αμνός δηλαδή με απλότητα και αθωότητα δεν άνοιγε το στόμα του. Όπου λοιπόν δεν έδινε απόκριση, ήταν σιωπηλός σαν πρόβατο· όπου όμως απαντούσε, δίδασκε ως Ποιμένας» (Αυ).
(2) Υπάρχει και η γραφή Ουκ έχεις. «Χαμηλώνοντας το φρόνημά του και την αλαζονεία, λέει· Δεν θα είχες εξουσία…» (Χ). Ορθώνει ήδη το ανάστημά του και ο Ιησούς και βάζει τον εαυτό του κριτή του κριτή του ή μάλλον όλων των κριτών του και σαν να καθόταν ήδη και αυτός πάνω στο δικαστικό του βήμα ζυγίζει στην αλάνθαστη ζυγαριά του και τον Πιλάτο και το συνέδριο (g).
(3) Ή λέγεται γενικά και εκφράζεται και εδώ ή ίδια αλήθεια, η οποία με άλλες λέξεις ειπώθηκε και από τον Παύλο στο Ρωμ. ιγ 1-2 (β)· η μετοχή (δεδομένον) εκφέρεται σε ουδέτερο γένος για να δηλώσει γενικώς κάθε είδος δύναμης και εξουσίας (ο). Ήταν δοσμένο στον Πιλάτο να έχει εξουσία (b).
Ή, λέγεται ειδικά για την περίπτωση της καταδίκης και σταύρωσης του Κυρίου και δηλώνει ότι «πάσχει σύμφωνα με κάποιο πιο θεϊκό σχέδιο» (Ζ), «διότι το «δεδομένον» εδώ σημαίνει ότι έχει επιτραπεί» (Χ).
«Λέει ότι η εξουσία δόθηκε στον Πιλάτο από τον ουρανό, εννοώντας όχι ότι ο Θεός και Πατέρας προξένησε το σταυρικό πάθος στον υιό του χωρίς αυτός να το θέλει, αλλά εννοεί ότι ο ίδιος ο Μονογενής από τη μία παρέδωσε τον εαυτό του στο να πάθει για χάρη μας, ο Πατέρας από την άλλη άφησε να εκπληρωθεί το μυστήριο σχετικά με αυτόν. Επομένως λοιπόν δόσιμο σε αυτά τα λόγια σαφώς εννοείται και λέγεται η συμφωνία από τον Πατέρα και ότι αυτός το επέτρεψε, αλλά και η ίδια η θέληση του Υιού» (Κ). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
Όταν ο Πιλάτος χρησιμοποιούσε την εξουσία του, ο Κύριος σιωπηλά υποτασσόταν σε αυτήν. Αλλά όταν ορθώθηκε υπερήφανος πάνω σε αυτήν, ο Κύριος τον ανακαλεί στην τάξη υπενθυμίζοντας σε αυτόν, ότι η εξουσία του έχει δοθεί σε αυτόν από ψηλά. Είναι λοιπόν και αυτού και κάθε άρχοντα η εξουσία περιορισμένη, διότι δεν μπορεί αυτός να χρησιμοποιεί αυτήν παρά μόνο σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
Δεν μπορεί αυτός που έχει την εξουσία να προχωρεί πέρα από εκείνο, το οποίο ορίζεται από το νόμο του Θεού. Οι τύραννοι και οι εξουσιαστές ας μη λησμονούν, ότι υπάρχει άλλος υψηλότερος και δυνατότερος από αυτούς, προς τον οποίο πρόκειται να λογοδοτήσουν. Και οι καταπιεζόμενοι ας κατασιγάζουν τους γογγυσμούς τους μη λησμονώντας ότι υπάρχει Θεός· και ας παρηγορούνται σκεπτόμενοι, ότι οι διώκτες τους δεν μπορούν να πράξουν εναντίον τους παρά μόνο ό,τι η θεία Πρόνοια τούς επιτρέψει.
(4) Δηλαδή, επειδή η εξουσία σου πάνω μου είναι δοσμένη σε σένα από ψηλά, για αυτό…
(5) Δηλαδή τα μέλη του συνεδρίου (ιη 30,35, δες Ματθ. κζ 2, Πράξ. γ 13) μαζί με τον Καϊάφα ως αρχηγό τους (β). Υπάρχει και η γραφή παραδούς αντί για παραδιδούς.
(6) «Για να μη νομίσει, ακούγοντας, «Εάν δεν ήταν δοσμένο σε σένα», ότι απαλλάχτηκε από κάθε κατηγορία, για αυτό είπε· Μεγαλύτερη αμαρτία έχει αυτός που με παρέδωσε σε σένα» (Χ). «Δεν είσαι ελεύθερος από αμαρτία, αν και είναι μικρότερη η δική σου από αυτήν εκείνων που με παρέδωσαν σε σένα» (Ζ). Γιατί;
Ή «για αυτό» δηλαδή αυτός που με παρέδωσε σε σένα είναι περισσότερο ένοχος από τους δύο, διότι μεταχειρίζεται εγκληματικά και εκβιάζει την νόμιμή σου εξουσία (Καλβίνος).
Επειδή λοιπόν ο Πιλάτος έχει την εξουσία και δεν μπορεί να αποφύγει το να τον δικάσει, αυτό ακριβώς το οποίο τελείως επιθυμούσε να απομακρύνει από τον εαυτό του, ο όχλος των αρχιερέων και λοιπών Ιουδαίων που παρέδωσε τον Σωτήρα σε αυτόν για να τον θανατώσει… έχει μεγαλύτερη αμαρτία από αυτήν του Πιλάτου… Διότι η αμαρτία των κακούργων που διαστρέφουν και εκβιάζουν τους άρχοντες αυξάνει ανάλογα με την αδύναμή τους γνώμη και θέληση, ή μάλλον στη διανομή της κοινής αμαρτίας το μεγαλύτερο μερίδιο έχει ο ισχυρότερος στο νου και τη θέληση (δ).
Σχετική και η:
Η εξουσία δόθηκε σε σένα από το Θεό· «για αυτό» ο Καϊάφας είναι περισσότερο ένοχος από ό,τι θα ήταν εάν ήταν ανεύθυνος εκτελεστής, επειδή ήδη καταχράται την από το Θεό δοσμένη σε σένα εξουσία για τα πονηρά σχέδιά του (Wetstein). Οι ερμηνείες αυτές επειδή λαμβάνουν υπ’ όψη το «διὰ τοῦτο» που προηγήθηκε είναι πάρα πολύ σοβαρές.
Ή είναι μεγαλύτερη η αμαρτία αυτού που παραδίδει τον Κύριο, «διότι αυτός μεν (ο Καϊάφας) έγινε κατά κάποιο τρόπο αρχή και θύρα της ασέβειας προς αυτόν, ενώ ο δικαστής αναδεικνυόταν από άκαιρη δειλία υπηρέτης ξένων τολμημάτων και μοιράστηκε την ανοσιότητα των Ιουδαίων» (Κ).
«Αυτός πράγματι με παρέδωσε στην εξουσία σου από φθόνο, ενώ εσύ ασκείς την εξουσία σου πάνω μου υπό το κράτος του φόβου. Και παρόλο που δεν πρέπει κάποιος να φονεύει τον άλλον, και μάλιστα τον αθώο, υπό το κράτος του φόβου, όχι λιγότερο το να πράττει κάποιος αυτό με ολοφάνερο φθόνο είναι πολύ βαρύτερο παρά εάν το πράττει υπό το κράτος του φόβου» (Αυ).
Ο Πιλάτος όταν άκουσε να γίνεται οπωσδήποτε αναφορά περί Υιού του Θεού φοβήθηκε· ο Καϊάφας όταν άκουσε από τον ίδιο τον Κύριο, ότι ήταν Υιός του Θεού, αποκάλεσε αυτόν βλάσφημο και δικαστικά κήρυξε αυτόν ένοχο θανάτου (b).
Αξιοσημείωτη και η επόμενη: Ο Πιλάτος είχε εξουσία από το Θεό πάνω στους Ιουδαίους και πάνω στον Ιησού ως Ιουδαίο. Διαχειρίζεται αυτήν, για να αποδίδει δικαιοσύνη. Εάν χρησιμοποιεί αυτήν για αδικία, γίνεται ένοχος αμαρτίας. Η αμαρτία όμως του Καϊάφα είναι μεγαλύτερη διότι η εξουσία του Πιλάτου είναι από το Θεό. Και ήταν καθήκον του Καϊάφα να γνωρίζει και να διδάσκει αλλά και να πράττει το θέλημα του Θεού.
Αλλά ο Καϊάφας, ο επίσημος αντιπρόσωπος του λαού του Θεού, προσέφυγε σε έναν εθνικό, που έχει την εξουσία από Θεού, έτσι ώστε η εξουσία αυτή η οποία δόθηκε στον Πιλάτο για υποστήριξη και απόδοση της δικαιοσύνης, χρησιμοποιηθεί για διάπραξη της αδικίας. Είναι σαν να έλεγε ο Καϊάφας: Παρόλο που βρίσκεις αθώο τον κατηγορούμενο, πρέπει να τον καταδικάσεις σε θάνατο. Η πράξη αυτή του Καϊάφα είναι πολύ χειρότερη από αυτήν του ειδωλολάτρη Πιλάτου, ο οποίος για να αποφύγει στάση του λαού αποφάσιζε να παραδώσει σε θάνατο έναν φανατικό πλανεμένο (τ).
Είχε λοιπόν και ο Πιλάτος ενοχή και διέπραττε αμαρτία, και μεγάλη αμαρτία, παραδίνοντας τον Ιησού, και η πίεση που ασκούνταν σε αυτόν από τους Ιουδαίους δεν τον δικαιολογούσε. Ο Χριστός με τα όσα είπε προς αυτόν ζήτησε να αφυπνίσει τη συνείδησή του. Αλλά ο Πιλάτος μάλλον από φόβο ήταν κυριευμένος και όχι από τον πόθο της δικαιοσύνης. Κατά την ημέρα της κρίσης η ενοχή των άλλων δεν θα αμνηστεύσει εμάς, ούτε εάν οι άλλοι είναι χειρότεροί μας θα χρησιμεύσει αυτό σε δικαιολογία μας. «Διότι ο καθένας θα βαστάσει το δικό του φορτίο».
Ιω. 19,12 ἐκ τούτου(1) ἐζήτει(2) ὁ Πιλᾶτος ἀπολῦσαι(3) αὐτόν· οἱ δὲ Ἰουδαῖοι ἔκραζον λέγοντες(4)· ἐὰν τοῦτον ἀπολύσῃς, οὐκ εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος(5). πᾶς ὁ βασιλέα ἑαυτὸν ποιῶν(6) ἀντιλέγει(7) τῷ Καίσαρι.
Ιω. 19,12 Εκ της απαντήσεως αυτής εταράχθη ο Πιλάτος και εζητούσε να τον απολύση. Οι Ιουδαίοι όμως εφώναζαν δυνατά λέγοντες• “εάν απολύσης αυτόν, δεν είσαι φίλος του Καίσαρος. Κάθε ένας που κάνει τον εαυτόν του βασιλέα αντιτίθεται κατά του Καίσαρος”.
(1) Ή, από τη στιγμή αυτή (έτσι λέει η Βουλγάτα (=λατινική μετάφραση)).
Ή, εξαιτίας αυτού «επειδή ένιωσε κατάπληξη από τα λόγια του» (Ζ). «Εάν διαβάσουμε τα προηγούμενα θα βρούμε, ότι είχε ζητήσει και προηγουμένως να απολύσει αυτόν. Με τη φράση λοιπόν που είναι στο πρωτότυπο κείμενο πρέπει να εννοήσουμε «λόγω αυτού» δηλαδή για τον λόγο αυτόν, για να μην διαπράξει μία τέτοια αμαρτία» (Αυ).
«Τον κατέπληξε με τα λόγια, και έδωσε σαφή την απολογία· γι αυτό και ζητούσε να τον ελευθερώσει εκείνος» (Χ).
Πιθανώς διότι αναφερόμενος ο Ιησούς σε πνευματικά («αν δεν σου ήταν δοσμένο από ψηλά») ενίσχυσε την πεποίθηση του Πιλάτου, ότι ήταν όχι κάποιος επαναστάτης, αλλά ακίνδυνος οπτασιαστής (μ). Άνθρωπος, ο οποίος αναγνώριζε ότι η ρωμαϊκή κυβέρνηση είχε την εξουσία από ψηλά, δεν ήταν δυνατόν να αναμιχθεί σε επανάσταση εναντίον της.
(2) Ο παρατατικός σημαίνει σειρά προσπαθειών και νέων αποπειρών στους Ιουδαίους (g). Το ζητούσε εκφράζει επιμονότερη προσπάθεια του ηγεμόνα από αυτήν που έως τώρα επέδειξε αυτός. Πώς εκδηλώθηκε η προσπάθεια αυτή αποσιωπά ο ιερός ευαγγελιστής και δεν μπορεί με κάποια πιθανότητα να προσδιοριστεί. Το βέβαιο πάντως είναι ότι αντιλήφθηκαν αυτήν σαφώς οι αρχιερείς μπροστά στο πραιτώριο και επειδή φοβήθηκαν… άρχισαν να κραυγάζουν (κ).
Προσπαθούσε να απολύσει τον Ιησού, χωρίς όμως και να προσκρούσει στους αρχιερείς. Αλλά όταν οι αποφάσεις μας να πράξουμε το καθήκον μας συνδυάζονται με σχέδια που τείνουν να επιτελέσουμε αυτό ακίνδυνα και με επιδοκιμασίες από όλους, είναι αδύνατο να ενεργήσουμε καλά και να μην αθετήσουμε αυτό.
(3) Απολύω= απαλλάσσω κάποιον από το έγκλημα, για το οποίο κατηγορείται και τον αφήνω ελεύθερο (G).
(4) «Επειδή δηλαδή δεν ωφελήθηκαν καθόλου με τις κατηγορίες που επινόησαν από το νόμο, με κακούργο τρόπο προσφεύγουν στους εκτός αυτών νόμους λέγοντας· όποιος κάνει τον εαυτό του βασιλιά…» (Χ).
(5) Φίλος του Καίσαρα= αυτός που ανήκει στη μερίδα του Καίσαρα και φροντίζει για τη σωτηρία του (G). Συγκεκαλυμμένη απειλή. Εάν ο Πιλάτος καταγγελλόταν στη Ρώμη, ότι είχε απολύσει άνθρωπο που διεκδίκησε τον τίτλο του βασιλιά των Ιουδαίων, ήταν επόμενο να εμπλακεί σε μεγάλο κίνδυνο (β).
Ο αυτοκράτορας του θρόνου Τιβέριος ήταν ο πιο καχύποπτος από τους δεσπότες. Η κατηγορία για εσχάτη προδοσία γινόταν πάντοτε με ευκολία δεκτή από τον τύραννο, ο οποίος σύμφωνα με τον Σουετώνιο atrocissime exercebat leges majestatis(=με σκληρότητα απεργαζόταν νόμους για εγκλήματα προδοσίας (καθοσιώσεως)) (g).
«Μόλις είδαν τον Πιλάτο να προσέχει μην αμαρτήσει καταδικάζοντας τον Ιησού ενώ ήταν Υιός Θεού, τον απειλούν με το φόβο του Καίσαρα και συκοφαντώντας τον Κύριο για τυραννία φοβίζουν τον Πιλάτο ότι πρόκειται να προσκρούσει στον Καίσαρα» (Θφ).
(6) «Πάλι μεταπηδούν στην κατηγορία της τυραννίας μιας και δεν θα την παρέβλεπε ο Πιλάτος αυτήν λόγω του φόβου από τον Καίσαρα» (Ζ).
Ο ύποπτης έννοιας τίτλος βασιλιάς των Ιουδαίων μαζί με τον πολιτικό χρωματισμό, τον οποίο θα έπαιρνε μπροστά στα μάτια του Τιβερίου, θα παρουσίαζε τον Πιλάτο ως μη πιστό επίτροπο, που επιχείρησε να γλυτώσει από την τιμωρία κατηγορούμενο που σφετερίστηκε την αυτοκρατορική εξουσία. Είναι αλήθεια, ότι καταφεύγοντας στο επιχείρημα αυτό οι Ιουδαίοι, αρνούνταν την ίδια ώρα τα εθνικά ιδανικά τους και αυτήν ακόμη την ιδέα και ελπίδα για το Μεσσία και ενσωματώνονταν στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Μία τέτοια νίκη ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Ακριβώς για αυτό κατέφυγαν στο επιχείρημα αυτό, φυλάγοντάς το τελευταίο ως χτύπημα απόγνωσης (g).
Πάντοτε υπήρχε τέχνασμα των εχθρών της θρησκείας να παρουσιάζουν αυτήν ως επιβλαβή στις επίγειες βασιλείες και αρχές, ενώ στην πραγματικότητα αυτή είναι τα μέγιστα ευεργετική και εξυπηρετική σε αυτές.
(7) «Δηλαδή αντιστέκεται» (Ζ). Αντιτίθεται (β). Επαναστατεί κατά του Καίσαρα και εκστομίζει λόγια προδοτικά εναντίον του (ο).
«Και πού φάνηκε αυτός ως τύραννος; Από πού μπορείτε να το αποδείξετε αυτό; Από την αλουργίδα (=πορφυρό ένδυμα βασιλικό); Από το στέμμα; Από την περιβολή; Από τους στρατιώτες; Δεν βάδισε μόνος πάντα μαζί με τους δώδεκα μαθητές του, χρησιμοποιώντας όλα με λιτότητα, και τροφή και στολή και κατοικία;» (Χ).
Ιω. 19,13 ὁ οὖν Πιλᾶτος ἀκούσας τοῦτον τὸν λόγον(1) ἤγαγεν(2) ἔξω(3) τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ βήματος(4) εἰς τόπον(5) λεγόμενον Λιθόστρωτον(6), ἑβραϊστὶ δὲ Γαββαθᾶ(7)·
Ιω. 19,13 Ο Πιλάτος τότε, όταν ήκουσε τα λόγια αυτά των Ιουδαίων, έφερε πάλιν έξω τον Ιησούν και αυτός εκάθισεν εις την δικαστικήν έδραν, που είχε τοποθετηθή την ώραν εκείνην εις τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον και εις την εβραϊκήν γλώσσαν Γαββαθά, δηλαδή ύψωμα.
(1) Δηλαδή το «δεν είσαι φίλος του Καίσαρα».
«Ω, πόση ανανδρία και άκαιρη δειλία! Διότι ο Πιλάτος, νομίζοντας ότι κινδυνεύει πλέον, εάν παραβλέψει αυτά τα λόγια, βγαίνει για να εξετάσει το πράγμα» (Χ).
Υπάρχει και η γραφή «τούτων των λόγων» που μαρτυρείται σοβαρά= ο μεν πληθυντικός δηλώνει ότι ο στίχος 12 μόνο σε περίληψη αναφέρει αυτά που ειπώθηκαν από τους Ιουδαίους (g), ενώ η γενική πτώση σημαίνει, ότι ο Πιλάτος όχι μόνο άκουσε, αλλά και κατανόησε τη σημασία και δύναμη των λεχθέντων (β).
(2) Χωρίς πλέον να πει κάτι άλλο, «χωρίς να κάνει επίσης καμία εξέταση» (Χ) υποχωρεί στην απειλή. Πάντως όσοι εξαρτούν την ευτυχία τους από τις εύνοιες των ανθρώπων, κάνουν τους εαυτούς τους εύκολη λεία στους πειρασμούς του σατανά.
(3) Έξω δηλαδή από το Πραιτώριο, όπου ήταν κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Δες στον στίχο 9 (β). Μέχρι τη στιγμή αυτή τα πάντα ήταν προκαταρκτικά. Τώρα ο Πιλάτος ανεβαίνει στο δικαστικό βήμα (τ).
(4) «Ανεβαίνει στο συνηθισμένο βήμα, έτσι ώστε να βγάλει φονική πλέον την απόφαση εναντίον του Χριστού» (Κ). Πήρε τη θέση του ως δικαστής που πρόκειται να εκφέρει τελική απόφαση (ο). Αυτό συμφωνεί και με το Ματθ. κζ 19 («καθημένου δε αυτού επί του βήματος»). Υποκείμενο λοιπόν του εκάθισεν είναι ο Πιλάτος, αν και το ρήμα καθίζω έχει μάλλον μεταβατική έννοια (δες Α΄ Κορ. στ 4,Εφεσ. α 20). Είναι αξιοσημείωτο ότι κατά τον β΄ αιώνα, υπήρξε παράδοση, κατά την οποία οι Ιουδαίοι κάθισαν τον Ιησού σε βήμα (Ευαγγέλιο του Πέτρου 3, Ιουστίνου Απολογία Α 35). Ίσως προήλθε αυτή από παρανόηση αυτού εδώ του χωρίου (β).
(5) Πρόχειρα πιθανότατα τοποθετήθηκε εκεί το βήμα, αφού οι Ιουδαίοι δεν ήθελαν να μπουν στο Πραιτώριο και η δίκη έπρεπε να γίνει δημόσια.
(6) Η λέξη λιθόστρωτο λέγεται μοναδική φορά= έδαφος στρωμένο με λίθινες πλάκες· έτσι λεγόταν κάποιος τόπος δίπλα στο πραιτώριο στα Ιεροσόλυμα (G). Μπροστά από το πραιτώριο υπήρχε ένας χώρος από εκείνους, οι οποίοι ήταν στρωμένοι με μωσαϊκά και πάνω στα οποία οι Ρωμαίοι άρχοντες συνήθιζαν να τοποθετούν τις δικαστικές τους έδρες (g).
(7) Λέξη Αραμαϊκή. Δεν είναι μετάφραση της λέξης λιθόστρωτο. Σημαίνει: ύψωμα, λόφος (g). Αναμφίβολα η μεν Αραμαϊκή ονομασία δόθηκε στον τόπο από το σχήμα του, ενώ η ελληνική από τη φύση του δαπέδου (G).
Ιω. 19,14 ἦν δὲ(1) παρασκευὴ τοῦ πάσχα(2), ὥρα δὲ ὡσεὶ ἕκτη(3)· καὶ λέγει τοῖς Ἰουδαίοις· ἴδε ὁ βασιλεὺς ὑμῶν(4).
Ιω. 19,14 Η ημέρα δε εκείνη ήτο παραμονή δια την προπαρασκευήν και προετοιμασίαν του πάσχα. Η ώρα ήτο εξ περίπου από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή μεσημέρι. Και λέγει ο Πιλάτος στους Ιουδαίους• “ιδού, πως κατήντησεν ο βασιλεύς σας”.
(1) Ο Ιωάννης παρεμβάλλει ένδειξη για την ημέρα και ώρα, κατά την οποία η απόφαση εκφωνήθηκε. Ή, λόγω της σπουδαιότητας την οποία η κρίσιμη αυτή στιγμή είχε για την τύχη της ανθρωπότητας ή διότι θέλει να εξηγήσει τη βιασύνη των Ιουδαίων που ανυπομονούσαν για το τέλος της δίκης και την εκτέλεση της ποινής πριν το τέλος της ημέρας (g).
(2) Ή, ημέρα Παρασκευή της εβδομάδας του Πάσχα (β, F), όπως ερμηνεύουν αυτοί που ισχυρίζονται, ότι το Πάσχα ήδη είχε εορταστεί και ο Κύριος κατά το απόγευμα της Πέμπτης έφαγε αυτό με τους μαθητές του,
ή, πιο σωστά, όπως στο σ. 31, όπου ολοφάνερα βρίσκεται με την έννοια της προετοιμασίας. Εάν επρόκειτο με τη λέξη αυτή να δηλωθεί όχι η παραμονή του Πάσχα, αλλά απλώς και μόνο η ημέρα Παρασκευή, γιατί να προστεθεί η λέξη του Πάσχα (με την έννοια της εβδομάδας του Πάσχα), αφού σύμφωνα με το Ιω. ιγ 1 ιη 28 κλπ. κανείς δεν αγνοούσε ότι κατά τη στιγμή αυτή δεν ήταν στη βδομάδα του Πάσχα; (g).
Το ότι η ημέρα ήταν αυτή της προετοιμασίας του Πάσχα επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την ενοχή των Ιουδαίων. Σε αυτήν όφειλαν να εξαγνιστούν, να απομακρύνουν την παλαιά ζύμη και να ετοιμαστούν για το Πάσχα. Αλλά αντί για αυτό κατά την ημέρα αυτή διέπραξαν αυτοί την χειρότερη πράξη.
(3) Υπάρχουν και οι γραφές: Ώρα δε ην ωσεί έκτη· ώρα ην ωσεί έκτη· ώρα δε ως έκτη. Επιπλέον για συμβιβασμό με το Μάρκου ιε 25, όπου ως ώρα της σταύρωσης καθορίζεται η τρίτη «ο Ευσέβιος Καισαρείας… λέει ότι αυτό είναι αντιγραφικό σφάλμα… αφού το μεν γράμμα γάμμα (το κεφαλαίο Γ) σημαίνει την τρίτη ώρα» (Σβ). «Ο καλλιγράφος αντί για το γράμμα Γάμμα… έγραψε το επίσημο, αυτό που ονομάζουν οι Αλεξανδρινοί Γαβέξ, το οποίο δηλώνει την έκτη ώρα» (αμ), και έτσι το «γράμμα που δηλώνει την τρίτη ώρα, επειδή κυρτώθηκε η απλωμένη σε μήκος ευθεία, μεταβλήθηκε στη σημασία του επισήμου, το οποίο δηλώνει την έκτη ώρα» (Σβ).
Με άλλα λόγια ο αντιγραφέας εξέλαβε το Γ΄(=τρίτη ώρα) που υπήρχε αρχικά αντί για ς΄ (= έκτη ώρα). Αλλά η γραφή έκτη μαρτυρείται αυθεντικότατα.
Κάποιοι από τους νεώτερους (ανάμεσα στους οποίους και οι Tholuck, Wieseler, Keil, Westcott) υπέθεσαν ότι ο ευαγγελιστής αριθμεί εδώ από τα μεσάνυχτα και συνεπώς πρόκειται για τη δική μας έκτη πρωινή. Είναι απίθανο όμως η διαδικασία ενώπιον του Πιλάτου, η παραπομπή του Ιησού στον Ηρώδη η φραγγέλωση και η έκδοση της απόφασης να σημειώθηκαν σε όρθρο βαθύ και σε τόσο σύντομο χρόνο ώστε πριν την ανατολή του ηλίου να έχουν συντελεστεί τα πάντα.
Πιο σωστό είναι ότι διαιρούσαν χονδρικά την ημέρα και τη νύχτα, σε 4 τμήματα, από τρεις ώρες το καθένα, το οποίο εξηγεί, γιατί σχεδόν πάντοτε στην Κ.Δ. γίνεται αναφορά των ωρών τρίτης, έκτης και ενάτης, (Δες Ματθ. κ 1-5) και γιατί οι λέξεις «ωσεί (=περίπου)», «περί» συναντιούνται συχνά στον καθορισμό των ωρών (Ματθ. κζ 46,Λουκ. κγ 44,Ιω. δ 6,Πράξ. ι 3,9). Και εδώ ο Ιωάννης προσθέτει το «ωσεί».
Ενδείκνυται λοιπόν να πάρουμε κάποιο μέσο όρο τόσο για την αφήγηση του Μάρκου, όσο και για αυτήν του Ιωάννου, και τόσο περισσότερο όσο οι απόστολοι δεν είχαν το ρολόι στα χέρια. Και όπως η τρίτη ώρα του Μάρκου, η δική μας ενάτη πρωινή, μπορεί να συμπεριλάβει όλο το χρόνο από την ογδόη μέχρι τη δεκάτη πρωινή, έτσι και η έκτη του Ιωάννη μπορεί να συμπεριλάβει τον χρόνο από την ενδεκάτη μέχρι τη δωδεκάτη μεσημβρινή. Επιπλέον πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη και μια σπουδαία λεπτομέρεια, δηλαδή ότι ο Μάρκος, και κατά δεύτερο λόγο και ο Ματθαίος, προσέδωσαν στη φραγγέλωση την έννοια, την οποία σε παρόμοια περίπτωση είχε, θεωρώντας αυτήν ως την έναρξη της τιμωρίας (g).
Σχετική και η:
«Ο μεν Μάρκος εκθέτει σαφώς και αναμφίβολα την ώρα της απόφασης τού να σταυρωθεί ο Κύριος… Ενώ ο Ιωάννης μιας και είπε ο Μάρκος τον καιρό της απόφασης, αυτός λέει την ώρα, στην οποία σταύρωσε τον Κύριο· διότι πρόσεξε, πόσα έγιναν στο μεταξύ μέχρι αυτήν την ώρα, κατά την οποία ανέβηκε ο Κύριος στο σταυρό. Αφού ελευθέρωσε τον Βαραββά φραγγέλωσε τον Ιησού και τον παρέδωσε οπωσδήποτε στο να σταυρωθεί… όλα αυτά ήταν ικανά να καταναλώσουν το χρόνο από την τρίτη ώρα μέχρι την έκτη… Μαζί όμως με όλα αυτά, πρόσεξε και τον Ιωάννη πώς είπε Ήταν ώρα περίπου έκτη… σαν να διστάζει και να αμφιταλαντεύεται» (Θφ).
(4) Ή, δεν λέει πλέον Ίδε ο άνθρωπος, όπως όταν ήθελε να διεγείρει τη συμπάθειά τους και να επιτύχει την απόλυσή του. Κάθε τρυφερή συγκίνηση, κάθε αρχή έντιμη και δίκαιη υποχώρησε μπροστά στον πόθο τού να δηλωθεί η νομιμοφροσύνη στον Καίσαρα. Ιδού ο βασιλιάς σας. Να η άθλια τύχη κάθε σφετεριστή της βασιλικής εξουσίας από τη διοίκηση της Ρώμης. Έτσι αποδεικνύω την πίστη μου προς τον Καίσαρα (ο).
Ο σαρκασμός του Πιλάτου απευθύνεται προς τους Ιουδαίους, όχι προς τον Ιησού (β). Ο Πιλάτος έχει ήδη λάβει απόφαση να επικυρώσει τη θανατική απόφαση και θέλει να εκδικηθεί του Ιουδαίους σαρκάζοντας αυτούς.
Ή, λιγότερο σωστά. «Πάλι άλλαξε με σκοπό να τους κάνει να ντραπούν» (Ζ). Επιχειρεί για τελευταία φορά να κινήσει αυτούς σε οίκτο.
Ιω. 19,15 οἱ δὲ ἐκραύγασαν· ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν(1). λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τὸν βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω(2); ἀπεκρίθησαν οἱ ἀρχιερεῖς(3)· οὐκ ἔχομεν βασιλέα εἰ μὴ Καίσαρα(4).
Ιω. 19,15 Αυτοί δε, εκραύγασαν• “πάρε τον από εδώ! Πάρε τον από τα μάτια μας, να μην τον βλέπουμε, σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον”. Λέγει εις αυτούς ο Πιλάτος• “τον βασιλέα σας να σταυρώσω;” Απήντησαν οι αρχιερείς• δεν έχουμε άλλον βασιλέα, παρά μόνον τον Καίσαρα”.
(1) «Ω, τι αξεπέραστη μανία» (Ζ). Οι τρεις προστακτικές σε αόριστο εκφράζουν την ανυπομονησία τους (g). «Λαός άτακτος, διεφθαρμένος από τους άρχοντες» (Χ). Πάρε τον, δεν είναι δικός μας. Αποκηρύττουμε αυτόν ως πολίτη μας, πολύ περισσότερο ως βασιλιά μας. Δεν τρέφουμε κανένα σεβασμό αλλά ούτε και συμπάθεια προς αυτόν. Υπάρχουν και οι γραφές: Οι δε εκραύγαζον· οι δε έλεγον· εκραύγασαν ουν εκείνοι.
(2) Ο Πιλάτος έχει ήδη την απόφαση να ενδώσει. Αλλά πρώτα θέλει να δώσει στον εαυτό του την ευχαρίστηση τού να μπήξει και πάλι το μαχαίρι στην πληγή: Τον βασιλιά σας να σταυρώσω; Εκδικείται έτσι για την πράξη της μικρότητας και δειλίας, στην οποία τον εξαναγκάζουν (g).
«Συγκεκαλυμμένα τους ειρωνεύεται και λέει· Δείτε ποιον άνθρωπο λέτε, ότι επιχειρούσε να βασιλεύσει σε σας, ασήμαντο δηλαδή και που δεν θα επιχειρούσε τέτοια πράγματα. Διότι ποιό γνώρισμα τυράννου έχει αυτός; Στρατιώτες; Πλούτο; Ευγένεια; Να ο βασιλιάς σας. Τι κέρδος θα έχετε εάν σκοτώσετε αυτόν, άνθρωπο που δεν μπορεί ούτε τα ελάχιστα να βλάψει;» (Θφ).
(3) «Δεν λέει ότι ο λαός άρχισε αυτόν τον τόσο δυσσεβέστατο λόγο, αλλά πάλι αυτοί που τους έλαχε να είναι αρχηγοί. Διότι κραύγασαν, λέει, οι αρχιερείς… Ευθύνονται λοιπόν οι αρχιερείς, επειδή καταστρέφουν όχι μόνο τις δικές τους ψυχές, αλλά έγιναν αυτοί αρχηγοί και στρατηγοί αυτού του καταστροφικού φόνου και στους λαούς που είχαν κάτω από την εξουσία τους» (Κ).
Οι αρχιερείς υπήρξαν οι πρώτοι υποκινητές της σύλληψης και καταδίκης του Ιησού δες σ. 6,21 και ιβ 10 (β).
(4) Και όμως θα παραμέριζαν τον Καίσαρα, εάν μπορούσαν. Αρνούνται τον Ιησού σε τέτοιο βαθμό ώστε να αρνηθούν εξ’ ολοκλήρου και το Χριστό (b). «Αποσκίρτησε ο Ισραήλ, αφιερώνοντας τον εαυτό του στην εξουσία του Καίσαρα και απέβαλλε την βασιλεία του Θεού» (Κ).
«Διότι αρνούμενοι τη βασιλεία του Χριστού, καλούσαν πάνω τους τη βασιλεία του Καίσαρα» (Χ). «Αφού λοιπόν απογυμνώθηκαν από τη θεία επίβλεψη, παραδόθηκαν στους Ρωμαίους για πανωλεθρία» (Ζ). Οι Ιουδαίοι με την ερώτηση του Πιλάτου εξωθούνται στην αξιομνημόνευτη διακήρυξη, με την οποία αυτοί οι ίδιοι διακήρυξαν την κατάργηση της θεοκρατίας και την απορρόφηση του Ισραήλ στον κόσμο των εθνών. Ενώ αυτοί τρέφονται με τη σκέψη του να ανατρέψουν το θρόνο του Καίσαρα με τον Μεσσία, αφήνουν τους εαυτούς τους να παρασυρθούν από το προς τον Ιησού μίσος μέχρι τού να κραυγάσουν μπροστά στον αντιπρόσωπο του αυτοκράτορα: Δεν έχουμε βασιλιά παρά μόνο τον Καίσαρα (g).
Αρνούνται έτσι την πρώτη αρχή της Ιουδαϊκής θεοκρατίας ότι ο Ιεχωβά ήταν βασιλιάς τους (Α΄ Βασ. ιβ 12) και εμμέσως αρνούνται το ιδανικό του Μεσσία βασιλιά και εγκαταλείπουν ό,τι υπήρξε κατεξοχήν το χαρακτηριστικό της Ιουδαϊκής θρησκείας (β).
Από το να αναγνωρίσουν τον Ιησού ως Μεσσία τους προτιμούν να αρνηθούν την ιστορία τους και όλες τις ιδιαίτερες σχέσεις του Ιεχωβά με το έθνος τους (F).
Αυτός, τον οποίο αναγνωρίζουν ήδη ως Καίσαρά τους, πρόκειται μετά από κάποια έτη να τους εξολοθρεύσει. Με δικαιοσύνη ο Θεός χρησιμοποιεί τιμωρό και εξολοθρευτή για αυτούς, αλλά και για εμάς εκείνον, τον οποίο προτιμούμε από το Χριστό. Και στο εξής οι Ιουδαίοι δεν θα έχουν πλέον δικό τους βασιλιά, αλλά οι βασιλιάδες των εθνών θα κυριαρχούν σε αυτούς. Αφού δεν θέλουν να έχουν βασιλιά παρά μόνο τον Καίσαρα, αυτό και θα επιβληθεί σε αυτούς από τη θεία Πρόνοια. Μόνοι τους αποφάσισαν αυτό.
Ιω. 19,16 τότε οὖν(1) παρέδωκεν(2) αὐτὸν αὐτοῖς(3) ἵνα σταυρωθῇ(4).
Ιω. 19,16 Τότε ο Πιλάτος παρέδωκεν εις αυτούς τον Ιησούν, δια να σταυρωθή.
(1) Όταν δόθηκε η απάντηση αυτή από τους αρχιερείς ο Πιλάτος αισθάνθηκε ότι αφ’ ενός η ταπείνωση των Ιουδαίων, με την οποία ήθελε να τους εκδικηθεί, ήταν ήδη πλήρης, και αφ’ ετέρου ότι καμία δικαιολογία δεν έμεινε σε αυτόν, για να απολύσει τον Ιησού εκτός εάν εμφανιζόταν λιγότερο ζηλωτής υπέρ του αυτοκράτορα από όσο οι Ιουδαίοι (ο), για αυτό λοιπόν τότε παρέδωσε αυτόν σε αυτούς. Όταν λέχθηκαν αυτά, λέχθηκε το παν. Αρνούμενος την προσδοκία του Μεσσία ο Ισραήλ αρνήθηκε τον εαυτό του. Με το τίμημα αυτό πέτυχε, ώστε ο Ιησούς να παραδοθεί σε αυτόν (g).
Επιπλέον «θα παρείχε ο Πιλάτος όλα τα φαινόμενα ότι ενεργούσε εναντίον του Καίσαρα, εάν στη διακήρυξή τους, ότι δεν είχαν άλλο βασιλιά παρά μόνο τον Καίσαρα, επιθυμούσε αυτός να επιβάλλει σε αυτούς άλλο βασιλιά απολύοντας χωρίς ποινή έναν, τον οποίον για κάποιες τέτοιες απόπειρες παρέδωσαν σε αυτόν για να θανατωθεί» (Αυ).
(2) «Αυτός όμως αφού παρέδωσε όλο τον εαυτό του στα παρόντα πράγματα, δεν θέλησε να φιλοσοφήσει τίποτα το ανώτερο· αν και βέβαια το όνειρο της γυναίκας του ήταν ικανό να τον εκπλήξει. Αλλά με τίποτα από αυτά δεν έγινε καλύτερος, ούτε είδε προς τον ουρανό, αλλά τον παρέδωσε» (Χ), «χρησιμοποιώντας την κρίση άτολμα και άνανδρα» (Θφ).
Στην ασημαντότητα των Ιουδαίων ανταποκρίνεται η ασημαντότητα του Πιλάτου. Υποχώρησε από δειλία όπως και εκείνοι άφησαν τους εαυτούς τους να σέρνονται από το άγριο μίσος τους (F).
(3) «Νομίζω ότι εύλογα και σωστά θα μπορούσε κάποιος να αποδώσει λοιπόν στους Ιουδαίους το σύνολο του τολμήματος και να τους αφιερώσει την κατηγορία της αρχικής ενέργειας. Διότι αυτοί έγιναν η αρχή της ασέβειας εναντίον του Χριστού» (Κ).
Οι στρατιώτες θα εκτελούσαν τη σταύρωση, αλλά αυτοί δεν ήταν παρά τυφλά όργανα εκτέλεσης θανάτου, για τον οποίο κύριοι υπεύθυνοι ήταν οι Ιουδαίοι. Τον παρέδωσε σε αυτούς, όχι στους αξιωματικούς του, όπως γινόταν συνήθως. Έτσι δικαιολογούσε κακώς στη συνείδησή του την συντελούμενη αδικία, μην παίρνοντας αυτός την πρωτοβουλία της σταύρωσης, αλλά παραχωρώντας τον Ιησού σε αυτούς, οι οποίοι επέμεναν να τον σταυρώσουν.
Αλλά εκείνοι, οι οποίοι ωθούν και μας αναγκάζουν στο να αμαρτήσουμε και αποκλείουν από εμάς να πράξουμε ό,τι η συνείδησή μας μαρτυρεί ως δίκαιο, είναι οι χειρότεροι εχθροί των ψυχών μας. Και στα δίκτυα τέτοιων εχθρών έμπλεξε ο Πιλάτος.
(4) Σύμφωνα με τους συνοπτικούς ευαγγελιστές της σταύρωσης προηγήθηκε αμέσως η φραγγέλωση. Από αυτό υπέθεσαν κάποιοι από τους νεώτερους (Alford), ότι και για δεύτερη φορά ο Κύριος φραγγελώθηκε.
Αλλά όπως φαίνεται και από κάποια φράση του Λουκά («παιδεύσας ουν αυτόν απολύσω» Λουκ. κγ 22) ο Πιλάτος αναβάλλοντας για κάποιες στιγμές την έκδοση της απόφασης διέταξε να φραγγελωθεί, ελπίζοντας ότι έτσι θα ικανοποιούσε τους Ιουδαίους και θα πετύχαινε την απόλυση του Ιησού. Έτσι ο Κύριος φραγγελώθηκε μία φορά και ο Ιωάννης καθορίζει το χρόνο της φραγγέλωσης ακριβέστερα (ο,β).
Η σταύρωση και ο τίτλος του σταυρού
Ιω. 19,17 Παρέλαβον δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἤγαγον(1)· καὶ βαστάζων τὸν σταυρὸν αὐτοῦ(2) ἐξῆλθεν(3) εἰς τὸν λεγόμενον κρανίου τόπον(4), ὃς λέγεται ἑβραϊστὶ(5) Γολγοθᾶ,
Ιω. 19,17 Επήραν οι στρατιώται τον Ιησούν και τον ωδήγησαν στον τόπον της σταυρώσεως• και αυτός βαστάζων στον ώμον του τον σταυρόν του εβγήκεν έξω από την πόλιν και ήλθε στην τοποθεσία, που λέγεται Κρανίου τόπος, Εβραϊκά δε Γολγοθά.
(1) Υπάρχει και η γραφή· απήγαγον.
«Οι λέξεις αυτές μπορούν να αναφέρονται στους στρατιώτες, τους παραστάτες του Ρωμαίου επιτρόπου. Διότι παρακάτω σαφέστερα αναφέρεται «οι στρατιώτες λοιπόν όταν σταύρωσαν τον Ιησού», αν και ο ευαγγελιστής σωστά αποδίδει το παν στους Ιουδαίους, διότι αυτοί είχαν ήδη ό,τι ζήτησαν επίμονα και αυτοί έπραξαν το παν εξαναγκάζοντας να γίνει αυτό» (Αυ).
Υποκείμενο του παρέλαβον είναι οι Ιουδαίοι, διότι αυτοί εκτελούσαν την απόφαση με τα χέρια των στρατιωτών. Εάν όμως το ήγαγον θεωρηθεί ως αυθεντικό, τότε το υποκείμενο είναι οι στρατιώτες (g).
(2) Σύμφωνα με την επικρατούσα στους Ρωμαίους συνήθεια, κατά την οποία «Ο καθένας από τους κακούργους μεταφέρει τον δικό του σταυρό» (Πλούταρχος Περί των βραδέως υπό του θείου τιμωρουμένων 9) και «αυτός που πρόκειται να καρφωθεί σε σταυρό, προηγουμένως τον βαστάζει» (Αρτεμίδωρος, Όνειρο. ΙΙ 56).
Δεν αντιλέγουν σε αυτό οι συνοπτικοί, οι οποίοι αφηγούνται, ότι αγγαρεύτηκε ο Σίμωνας ο Κυρηναίος για να επιτελέσει το έργο αυτό. Διότι η μετοχή βαστάζων συνδέεται στενά με το ρήμα εξήλθε (=βγήκε). Κατά τη στιγμή της αναχώρησης ο Ιησούς υποβλήθηκε στην επικρατούσα συνήθεια. Αργότερα φοβήθηκαν βλέποντάς τον να υποκύπτει και επωφελήθηκαν από τη συνάντηση με το Σίμωνα, για να απαλλάξουν αυτόν από το φορτίο (g).
Ο Κύριος κουβαλά μόνος τον σταυρό και αυτό αποτελεί μέρος του παθήματός του. Ο σταυρός ήταν αρκετά βαρύς και το σώμα του Κυρίου ήταν λεπτό και τρυφερό, ασυνήθιστο σε τέτοια φορτία και βάρη. Επιπλέον πριν από λίγο είχε μαστιγωθεί. Οι ώμοι του πονούσαν ακόμη λόγω των πληγών της φραγγέλωσης και κάθε κίνηση του σταυρού διεύρυνε τις πληγές και έκανε οξύτερο τον πόνο. Και ο Κύριος κατέβαλλε μέχρι εξάντλησης όλες του τις δυνάμεις μεταφέροντας με υπομονή πολλή το όργανο του μαρτυρίου του στον τόπο της εκτέλεσης.
Άφησε έτσι παράδειγμα διδακτικό στους μαθητές και οπαδούς του να σηκώνουν και αυτοί το σταυρό τους και να ακολουθούν αυτόν. Οποιονδήποτε σταυρό και να μας καλεί κάθε φορά να σηκώσουμε, δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε, ότι πρώτος αυτός σήκωσε στον ώμο βαρύτατο σταυρό όχι για τον εαυτό του αλλά για μας. Και η ανάμνηση αυτή θα καθιστά σε εμάς ελαφρό τον σταυρό μας.
Ο Χριστός βαστάζει τον σταυρό του!
«Μέγα θέαμα! Αλλά εάν η ασέβεια βλέπει αυτό, μέγας περίγελως· εάν η ευσέβεια, μέγα μυστήριο. Εάν η ασέβεια είναι θεατής αυτού, μεγάλη επίδειξη ατιμίας· εάν η ευσέβεια ογκώδες έργο πίστεως. Η ασέβεια περιγελά τον βασιλιά που κουβαλά αντί για το βασιλικό του σκήπτρο το ξύλο της τιμωρίας του· η ευσέβεια βλέπει τον βασιλιά να κουβαλά το ξύλο για την σταύρωσή του, το οποίο όμως πρόκειται να τοποθετηθεί στα μέτωπα των βασιλιάδων· βλέπει αυτόν εκτεθειμένο στα βλέμματα των ασεβών μαζί με το ξύλο για το οποίο οι καρδιές των αγίων πρόκειται έπειτα να τον δοξάσουν» (Αυ).
«Πρόσεξε όμως που αυτό τελείται και σύμφωνα με την παλαιά προτύπωση. Διότι και εκεί ο Ισαάκ βαστάζοντας τα ξύλα πήγαινε να σφαχτεί· έτσι και εδώ ο Κύριος έχοντας το σταυρό πορεύεται, και σαν ακριβώς κάποιος στρατιώτης, κουβαλά το όπλο, με το οποίο νικά τον αντίπαλο» (Θφ).
«Αλλά τότε μεν (στον Ισαάκ) το πράγμα έφτασε μέχρι την απόφαση του πατέρα του. Διότι ήταν προτύπωση. Τώρα όμως προχώρησε το πράγμα και στην πράξη· διότι ήταν αλήθεια» (Χ).
Υπάρχει και η γραφή τον σταυρόν ἑαυτοῦ.
(3) Βγήκε δηλαδή έξω από τα τείχη της πόλης. Ο Μωϋσής είχε απαγορεύσει τις θανατικές εκτελέσεις μέσα στο στρατόπεδο (Λευϊτικ. κδ 14,Αριθμ. ιε 35), για αυτό και οι κατάδικοι εκτελούνταν έξω από τις πόλεις (Γ΄ Βασ. κ (κα) 13,Πράξ. ζ 58), και πάνω σε αυτό στηρίζεται και η προτροπή του χωρίου Εβρ. ιγ 12. Ο άγιος Τάφος βρίσκεται σήμερα σε αρκετή απόσταση στο εσωτερικό της Ιερουσαλήμ. Αλλά τα τείχη του περιβόλου είναι δυνατόν αργότερα να μετατέθηκαν. Ο γυμνός βράχος στο μέρος αυτό φαίνεται να αποδεικνύει ακόμη και σήμερα, ότι το μέρος αυτό της πόλης δεν κατοικούνταν άλλοτε (g).
(4) Η ονομασία αυτή δεν προέρχεται από τις εκτελέσεις, οι οποίες γίνονταν στο μέρος αυτό. Θα έπρεπε σε αυτήν την περίπτωση να είναι πληθυντικός: κρανίων τόπος. Άλλωστε στους Ιουδαίους τέτοια λείψανα δεν έμεναν ακάλυπτα. Η ονομασία προέρχεται από το στρογγυλό σχήμα και την αποψιλωμένη μορφή του λόφου (g). Εναντίον αυτού αντιλέγει το ότι δεν υπάρχει κάποια οποιαδήποτε παράδοση που να ευνοεί αυτήν την εκδοχή, ούτε υπάρχει στα ευαγγέλια κάποια ένδειξη για το ότι ο Γολγοθάς ήταν λόφος ή ύψωμα.
Για αυτό ο β βρίσκει πιθανή και την εκδοχή, σύμφωνα με την οποία, η παράδοση που για πρώτη φορά συναντιέται στον Ωριγένη (Υπόμνημα Ματθ. κζ 33), κατά την οποία «κάποιοι λένε ότι εκεί πέθανε και είναι θαμμένος ο Αδάμ, και ο Ιησούς, στον τόπο, όπου ο θάνατος βασίλεψε, εκεί έστησε και το τρόπαιο. Διότι πράγματι έβγαινε βαστάζοντας ως τρόπαιο τον σταυρό κατά της τυραννίας του θανάτου» (Χ), ενδέχεται να είναι προχριστιανική και από αυτήν να προήλθε η ονομασία.
(5) Η λέξη αυτή, η οποία συναντιέται 4 φορές στο κατά Ιωάννην, βρίσκεται και δύο φορές στην Αποκάλυψη, πουθενά όμως αλλού στην Κ.Δ. (g).
Ιω. 19,18 ὅπου αὐτὸν ἐσταύρωσαν(1), καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄλλους δύο(2) ἐντεῦθεν καὶ ἐντεῦθεν(3), μέσον δὲ τὸν Ἰησοῦν(4).
Ιω. 19,18 Εκεί σταύρωσαν αυτόν και μαζί του σταύρωσαν δύο άλλους, ένα από το ένα μέρος και τον άλλον από το άλλο, στο μέσον δε των δύο κακούργων έβαλαν τον Ιησού.
(1) Ο σταυρός είχε το σχήμα Τ. Ήταν λίγο υψωμένος (δες στιχ. 29). Μερικές φορές τον έριχναν κατά γης και αφού κάρφωναν πάνω του τον κατάδικο τον ανύψωναν πάλι. Συχνότερα όμως ήταν στηριγμένος στη γη και ο κατάδικος ανεβαζόταν σε αυτόν με σχοινιά, και μετά από αυτό τα χέρια του καρφώνονταν στο οριζόντιο ξύλο. Για να μην κατασχίζονται όμως αυτά από το βάρος του σώματος, στήριζαν αυτό σε χοντρό ξύλινο στέλεχος στηριγμένο στο κάθετο ξύλο του σταυρού και πάνω στο οποίο ο κατάδικος βρισκόταν σαν πάνω σε άλογο. Οι σταυρούμενοι ζούσαν συνήθως πάνω στο σταυρό γύρω στις δώδεκα ώρες, μερικές φορές όμως παρατεινόταν η ζωή τους και μέχρι την τρίτη ημέρα. Το είδος του θανάτου συνένωνε στον ύψιστο βαθμό τις οδύνες και την ατιμία όλων των άλλων τιμωριών.
Η αυξανόμενη φλόγωση των πληγών, η αφύσικη τοποθέτηση του σώματος, η από αυτό αναγκαστική ακινησία και ακαμψία των μελών, οι τοπικές συμφορήσεις, προ παντός μάλιστα στο κεφάλι, η ανείπωτη αγωνία, που προερχόταν από την διαταραχή της κυκλοφορίας, φλογερός πυρετός και δίψα βασάνιζαν τον κατάδικο χωρίς να τον φονεύουν (g).
(2) Ο Ματθαίος και ο Μάρκος ονομάζουν αυτούς ληστές, ο Λουκάς κακούργους. Οι Ιουδαίοι ζήτησαν την εκτέλεση των άλλων δύο καταδίκων, για να καταστήσουν πληρέστερο τον εξευτελισμό του Ιησού ή ο Πιλάτος για να επιρρίψει ύβρη κατά του ιουδαϊκού λαού με τους δύο αυτούς συντρόφους του βασιλιά τους; Είναι δύσκολο να πούμε (g).
Τρεις σταυροί στήθηκαν εκείνη την ημέρα, και μεταξύ δύο από αυτούς πρέπει και εμείς να διαλέξουμε τον δικό μας. Ο ένας είναι ο σταυρός του αναμάρτητου Λυτρωτή, και συνεπώς δεν μπορεί να είναι δικός μας. Οι άλλοι δύο σταυροί είναι της αμετανοησίας και της μετάνοιας. Μεταξύ αυτών των δύο μπορούμε και πρέπει αναγκαστικά να κάνουμε την εκλογή μας (τ).
Ο Κύριος δεν πεθαίνει πάνω στο θυσιαστήριο μεταξύ των θυμάτων, ούτε αναμιγνύεται το αίμα του με το αίμα ταύρων και τράγων· αλλά πέθανε μεταξύ των εγκληματιών και ανέμιξε το αίμα του μαζί με το αίμα εκείνων, οι οποίοι σφαγιάζονταν για ικανοποίηση της ανθρώπινης δικαιοσύνης.
(3) «Ένα από τα δεξιά και έναν από τα αριστερά του» σύμφωνα με τους συνοπτικούς.
«Και σταυρώνουν αυτόν μαζί με ληστές, εκπληρώνοντας και με τον τρόπο αυτόν χωρίς να το θέλουν την προφητεία. Διότι εκείνα που αυτοί έπρατταν υβρίζοντας, αυτά απέβαιναν υπέρ της αλήθειας, για να μάθεις πόση είναι η δύναμη αυτής· διότι και αυτό το προείπε αφού φωτίστηκε από τον ουρανό και ο προφήτης, ότι «ελογίσθη μετά των ανόμων» (Ησαΐου νγ 12). Ήθελε βέβαια ο δαίμονας να επισκιάσει αυτό που γινόταν, αλλά δεν μπόρεσε. Διότι σταυρώθηκαν μεν οι τρεις, έλαμψε όμως μόνος ο Ιησούς» (Χ).
«Δες όμως τη σοφία του Θεού, πώς και αυτό, το οποίο αυτοί έκαναν για να υβρίσουν τον Κύριο, απέβη σε δόξα του. Διότι και σε αυτόν τον ίδιο το σταυρό έσωσε τον ληστή, το οποίο είναι θαύμα από κανένα άλλο θαύμα μικρότερο» (Θφ).
(4) Για κοροϊδία μπήκε ο Ιησούς στη θέση της τιμής λόγω των βασιλικών του αξιώσεων (F). Υπήρξε καταφρόνηση και θλίψη άλλη όμοια με αυτήν του Ιησού; Αυτός, του οποίου ένδυμα υπήρξε η δόξα, αποστερήθηκε αυτήν ολοτελώς και ντύθηκε την αισχύνη. Αυτός ο οποίος υπήρξε ο αίνος των αγγέλων, κατέστη όνειδος και χλεύη των ανθρώπων. Αυτός ο οποίος υπήρξε η αιώνια χαρά και μακαριότητα στον κόλπο του Πατέρα του, ήδη βρίσκεται στον έσχατο βαθμό του πόνου και της αγωνίας. Δείτε αυτόν ματωμένο· δείτε τον να αγωνίζεται, δείτε τον να πεθαίνει και αγαπήστε τον και ζήστε για αυτόν και φροντίστε, τι θα ανταποδώσετε σε αυτόν.
Ιω. 19,19 ἔγραψε δὲ καὶ τίτλον(1) ὁ Πιλᾶτος καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ(2)· ἦν δὲ γεγραμμένον· Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων(3).
Ιω. 19,19 Έγραψε δε ο Πιλάτος και επιγραφή και την έβαλε στο επάνω μέρος του σταυρού. Ήταν δε γραμμένο εις αυτήν• “Ιησούς ο Ναζωραίος, ο βασιλεύς των Ιουδαίων”.
(1) = Επιγραφή με την οποία δηλωνόταν το έγκλημα και η αιτία της ποινής (G). «Δηλαδή αιτία και επιγραφή και δήλωση» (Θφ). Όρος τεχνικός titulus, τίτλος, επιγραφή, σανίδα, αιτία. Κατά τη Ρωμαϊκή συνήθεια ο οδηγούμενος να σταυρωθεί κουβαλούσε αυτός ο ίδιος ή άλλοι κουβαλούσαν μπροστά από αυτόν επιγραφή, στην οποία παρέχονταν ενδείξεις για το έγκλημά του, και η οποία αναρτιόταν πάνω στο σταυρό. Ο Πιλάτος επωφελήθηκε από αυτήν τη συνήθεια για να στιγματίσει τους Ιουδαίους εξαγγέλλοντας ακόμη μία φορά ότι ο εγκληματίας αυτός ήταν βασιλιάς τους (g).
(2) Υπάρχει και η γραφή· επέθηκεν επί του σταυρού. Στο Ματθ. κζ 37 αναγράφεται: Τοποθέτησαν πάνω από το κεφάλι του, το οποίο υπαινίσσεται, ότι ο σταυρός είχε σχήμα που ονομαζόταν Crux immissa με ένα δεύτερο οριζόντιο ξύλο πάνω στο οποίο στήριζαν τους βραχίονες και το οποίο ήταν παράλληλο προς το άλλο στο οποίο καρφώνονταν τα χέρια (β).
(3) Περιλαμβάνει μέσα του ο τίτλος το όνομα (Ιησούς ο Ναζωραίος) και ένδειξη του εγκλήματος με λέξεις σαρκασμού (ο βασιλιάς των Ιουδαίων) (β).
Η προσθήκη της λέξης ο Ναζωραίος στη φράση ο βασιλιάς των Ιουδαίων κάνουν τον σαρκασμό οξύτερο και υβριστικότερο, εφ’ όσον στην ατίμωση του σταυρού προσθέτονταν και η ταπεινή καταγωγή του βασιλιά αυτού των Ιουδαίων (ο).
«Επειδή δηλαδή τον παρέδωσαν ως φαύλο και την απόφαση αυτή επιχειρούσαν να την επιβεβαιώσουν με την σταύρωσή του μαζί με τους ληστές, για να μην μπορεί λοιπόν κανείς να διατυπώσει πονηρές κατηγορίες και να τον κατηγορεί σαν κάποιο φαύλο και πονηρό, φράσσοντας ο Πιλάτος τα στόματα αυτών… και για να δείξει ότι επαναστάτησαν κατά του δικού τους βασιλιά, σαν ακριβώς σε κάποιο τρόπαιο, έτσι έθεσε την επιγραφή, που άφηνε περίλαμπρη φωνή και δήλωνε την νίκη και διακήρυττε την βασιλεία, αν και όχι ολόκληρη» (Χ).
Διότι η επιγραφή αυτή επιβεβαίωνε την αθωότητα του Κυρίου, διότι ανέγραφε κατηγορία, η οποία όπως ήταν διατυπωμένη, δεν εξέφραζε κάποιο έγκλημα. Εάν η όλη κατηγορία, την οποία του απέδιδαν ήταν αυτή, ασφαλώς δεν είχε πράξει τίποτα άξιο θανάτου ή φυλάκισης. Ήταν ο Ιησούς ο Ναζωραίος, ο ευλογημένος Ναζωραίος, ο αφιερωμένος εξ’ ολοκλήρου στο Θεό.
Ήταν ο βασιλιάς των Ιουδαίων, ο Μεσσίας, το άστρο και το σκήπτρο, το οποίο επρόκειτο να ανατείλει από το Ισραήλ, όπως ο Βαλαάμ είχε προείπε. Και πέθαινε για το καλό του λαού, όπως ο Καϊάφας είχε προφητεύσει. Έτσι και οι τρεις αυτοί πονηροί άνδρες ο Βαλαάμ, ο Καϊάφας, ο Πιλάτος, μαρτυρούσαν υπέρ του Χριστού, παρόλο που η πρόθεσή τους δεν ήταν τέτοια.
Ιω. 19,20 τοῦτον οὖν τὸν τίτλον(1) πολλοὶ ἀνέγνωσαν τῶν Ἰουδαίων, ὅτι(2) ἐγγὺς ἦν τῆς πόλεως ὁ τόπος(3) ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἦν γεγραμμένον ἑβραϊστί, ἑλληνιστί, ῥωμαϊστί(4).
Ιω. 19,20 Αυτήν, λοιπόν, την επιγραφή πολλοί από τους Εβραίους την διάβασαν, διότι ήτο κοντά εις την πόλη ο τόπος όπου εσταυρώθη ο Ιησούς. Και ήτο γραμμένη εβραϊκά, ελληνικά και ρωμαϊκά.
(1) «Ήταν δηλαδή τοποθετημένη μπροστά σε όλους, ομολογώντας ολοφάνερα τη βασιλεία του Σωτήρα μας με τρεις γλώσσες που ήταν οι πιο διάσημες από όλες έως τότε και προσφέροντας στον σταυρωμένο την έναρξη κατά κάποιο τρόπο της προφητείας που ειπώθηκε για αυτόν. Διότι είπε σε κάποιο σημείο ο Δανιήλ ο σοφότατος, ότι σε Αυτόν δόθηκε η τιμή και η βασιλεία και σε αυτόν θα δουλεύσουν όλες οι φυλές και οι γλώσσες» (Κ).
Έτσι ο Κύριος υψώθηκε (Ιω. ιβ 32) και άρχισε να ελκύει τα έθνη προς τον εαυτό του. Η βασιλεία του εγκαθιδρύθηκε. Ανεβάστηκε στο θρόνο του, θρόνο αισχύνης αλλά και δύναμης· το στέμμα της δόξας και των αγκαθιών είναι στο μέτωπό του. Και πάνω από το κεφάλι του είναι ο τίτλος του: ο βασιλιάς του Ισραήλ, ο βασιλιάς στη βασιλεία του Θεού. Διότι έτσι ήταν αναγκαίο να ιδρυθεί και πάνω στη γη η βασιλεία του Θεού, αφού αυτή πρέπει να κυριαρχεί στις καρδιές και τις θελήσεις των ανθρώπων. Ο υιός του ανθρώπου έπρεπε να πάθει. Και βασιλεύει από το Ξύλο (τ).
Διάβασαν τον τίτλο αυτόν πολλοί από τους Ιουδαίους, όχι μόνο από τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, αλλά και από την υπόλοιπη χώρα της Παλαιστίνης, ξένοι και προσήλυτοι οι οποίοι είχαν έλθει στα Ιεροσόλυμα για τη γιορτή του Πάσχα. Πλήθη πολλά τη διάβασαν και έδωσε η επιγραφή αφορμή σε ποικίλες σκέψεις και θεωρίες, αναλόγως των διαθέσεων αυτών που την διάβαζαν.
(2) Ο λόγος για τον οποίο πολλοί από τους Ιουδαίους διάβασαν τον τίτλο.
(3) Το «τῆς» να το συντάξεις με το ἐγγὺς (b). Όχι ο τόπος της πόλης ήταν κοντά, αλλά ο τόπος, όπου σταυρώθηκε ο Ιησούς ήταν κοντά στην πόλη. Η πρώτη σύνταξη προϋποθέτει ότι ο Ιησούς σταυρώθηκε σε τόπο που βρισκόταν μέσα στην πόλη. Αλλά ο Ιησούς έπαθε έξω από την πύλη σύμφωνα με το Εβρ. ιγ 12, δες Ματθ. κζ 32, Πράξ. ζ 58 (β).
(4) «Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι πολύ έξυπνα βεβαίως και με ένα θεϊκό και ανέκφραστο σχέδιο τοποθετήθηκε ο τίτλος να έχει τριπλή την γραφή, στα Εβραϊκά, τα Ρωμαϊκά, τα Ελληνικά» (Κ). Με τις τρεις γλώσσες της επιγραφής δόθηκε στο περιεχόμενό της η μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα. Ο Ιησούς στην κατώτατη βαθμίδα της ταπείνωσής του διακηρύχτηκε Βασιλιάς-Μεσσίας στις τρεις κυριότερες γλώσσες του τότε κόσμου (g).
«Διότι οι τρεις αυτές γλώσσες ήταν διαδεδομένες περισσότερο από τις άλλες στον τόπο εκείνο· η Εβραϊκή εξαιτίας των Ιουδαίων, οι οποίοι καυχιόντουσαν για το νόμο του Θεού· η Ελληνική εξαιτίας των σοφών μεταξύ των εθνών και η Λατινική εξαιτίας των Ρωμαίων, οι οποίοι τότε ασκούσαν κυριαρχική εξουσία σε πολλές και σχεδόν σε όλες τις χώρες» (Αυ).
Η Εβραϊκή ήταν η εθνική γλώσσα, η Ελληνική κατανοούνταν καθολικά σαν ένα είδος διεθνούς γλώσσας και η Ρωμαϊκή ήταν η επίσημη γλώσσα. Σε κάθε μία από τις γλώσσες αυτές ο Χριστός διακηρύχτηκε βασιλιάς, στον οποίο όλοι οι θησαυροί της αποκάλυψης, της σοφίας και της δύναμης είναι απόκρυφοι. Και με την αναγραφή της επιγραφής στις τρεις γλώσσες υποδηλωνόταν ότι ο Ιησούς Χριστός θα ήταν ο Σωτήρας όλων των εθνών και όχι μόνο των Ιουδαίων και ότι όλα τα έθνη θα άκουγαν στη δική τους διάλεκτο τα μεγαλεία του Λυτρωτή.
Ιω. 19,21 ἔλεγον οὖν τῷ Πιλάτῳ οἱ ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων(1)· μὴ γράφε(2), ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ᾿ ὅτι ἐκεῖνος(3) εἶπε, βασιλεύς εἰμι τῶν Ἰουδαίων(4).
Ιω. 19,21 Οι αρχιερείς είπαν στον Πιλάτο• “μη γράφεις ο βασιλεύς των Ιουδαίων, αλλ' ότι εκείνος είπεν, βασιλεύς είμαι των Ιουδαίων”.
(1) Η φράση αυτή που δεν συναντιέται κάπου αλλού είναι αξιοσημείωτη. Σημαίνει, ότι αυτοί ενεργούσαν εδώ ως υπερασπιστές των συμφερόντων του θεοκρατικού λαού (g).
(2) «Δεν αντέχουν τα γραφόμενα στην επιγραφή οι διδάσκαλοι των Ιουδαίων και εισέβαλλε μέσα τους δριμύς φθόνος και αρνούνται πάλι την βασιλεία του Χριστού και λένε ότι αυτός μεν δεν εξουσίασε αληθινά, ούτε βεβαίως τον παραδέχτηκαν ποτέ ως τώρα ως βασιλιά, αλλά λένε ότι αυτός χρησιμοποίησε έναν τέτοιο λόγο» (Κ).
Όπως ήταν η επιγραφή, δήλωνε, ότι «είναι απόφαση και κοινή γνώμη» των Ιουδαίων που τον ανακήρυξε βασιλιά, «αν όμως προστεθεί ότι «εκείνος είπε», αποδεικνύεται ότι η κατηγορία ήταν αποτέλεσμα της δικής του αυθάδειας και αλαζονείας» (Χ).
Ο σιναϊτικός κώδικας αποσιωπά τους στίχους 20 και 21 μέχρι το «ἀλλ᾿ ὅτι ἐκεῖνος» που δεν συμπεριλαμβάνεται.
(3) Χρησιμοποιούν ήδη ονομασία για αυτόν τέτοια, σαν για έναν, τον οποίον απομάκρυναν από αυτούς (b). Εκείνος είπε. Ελέγχονται και πάλι να είναι γεμάτοι από πείσμα και κακία εναντίον του Χριστού. Δεν ήταν αρκετό ότι είχαν σταυρώσει αυτόν, αλλά ήθελαν να συσταυρώσουν και το όνομά του. Ζητούν να αποδώσουν σε αυτόν κακό χαρακτηρισμό και να τον παρουσιάσουν ως σφετεριστή τιμών και εξουσιών, οι οποίες δεν του ανήκαν.
Αλλά ο Χριστός ούτε διεκδίκησε ποτέ βασιλικό στέμμα επίγειο, ούτε είχε πει ότι είμαι βασιλιάς των Ιουδαίων, με την έννοια που το εννοούσαν αυτό οι αρχιερείς. Λένε, ότι εκείνος είπε Είμαι Βασιλιάς των Ιουδαίων, χωρίς να αποδεικνύουν εάν και πού και πότε είπε αυτό.
(4) Αγνοούν «και αυτό, ότι δηλαδή δεν θα μπορούσε ποτέ να πει ψέματα η φύση της αλήθειας· και αλήθεια είναι ο Χριστός. Επομένως λοιπόν είναι βασιλιάς των Ιουδαίων, αφού αποδεικνύεται ότι έτσι αποκάλεσε τον εαυτό του, όπως και αυτοί οι ίδιοι το ενισχύουν αυτό με τα δικά τους λόγια» (Κ).
«Ο Χριστός λοιπόν είναι ο βασιλιάς των Ιουδαίων, αλλά εκείνων οι οποίοι είναι Ιουδαίοι με περιτομή καρδιάς, στο πνεύμα και όχι στο γράμμα· των οποίων ο έπαινος είναι όχι από τους ανθρώπους, αλλά από το Θεό· οι οποίοι ανήκουν στην ελεύθερη Ιερουσαλήμ, την στους ουρανούς αιώνια μητέρα μας, την πνευματική Σάρρα, η οποία έβγαλε την δούλη και τα τέκνα της από το σπίτι της ελευθερίας» (Αυ).
Ιω. 19,22 ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος(1)· ὃ γέγραφα, γέγραφα(2).
Ιω. 19,22 Ο Πιλάτος απεκρίθη• “ό,τι έγραψα, έγραψα”.
(1) Η απάντηση του Πιλάτου είναι απάντηση εξοργισμένου άντρα, που έχει την απόφαση να μην υποχωρήσει πλέον σε κάτι στους πανούργους και μοχθηρούς εχθρούς του Ιησού (ο).
(2) Ο παρακείμενος δηλώνει το συντελεσμένο ήδη γεγονός. Βρίσκουμε εδώ τον Πιλάτο, τέτοιον όπως ο Φίλων τον χαρακτηρίζει, δηλαδή με πεισματικό και άκαμπτο χαρακτήρα (g).
«Τους ξεφορτώνεται ο Πιλάτος που θέλουν να ζητήσουν να αλλάξει η επιγραφή και δεν επιτρέπει να αδικήσουν μέχρι τέλους την δόξα του Σωτήρα μας, και αυτό το έκανε εννοείται με ένα θείο και ανέκφραστο νεύμα (παρακίνηση). Διότι είναι μπηγμένη και ασυκοφάντητη η βασιλεία του Χριστού, έστω και αν δεν το θέλουν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι επιχειρούν να παραχαράξουν την ομολογία της δόξας σε αυτόν» (Κ).
Είναι αξιοσημείωτο, ότι όταν οι Ιουδαίοι απορρίπτουν το Χριστό, και δεν θέλουν να έχουν αυτόν βασιλιά, ο Πιλάτος μολονότι εθνικός, επιμένει να μην διαγραφεί, ότι είναι βασιλιάς. Αυτό αποτελεί ένα προοίμιο εκείνου, το οποίο επρόκειτο να συμβεί μετά από λίγο, όταν τα έθνη θα υποτάσσονταν στη βασιλεία του Μεσσία, εναντίον της οποίας οι Ιουδαίοι που απίστησαν είχαν αποστατήσει.
Η διανομή των ιματίων
Ιω. 19,23 Οἱ οὖν στρατιῶται ὅτε ἐσταύρωσαν τὸν Ἰησοῦν(1), ἔλαβον τὰ ἱμάτια αὐτοῦ(2) καὶ ἐποίησαν τέσσαρα μέρη(3), ἑκάστῳ στρατιώτῃ μέρος, καὶ τὸν χιτῶνα(4)· ἦν δὲ ὁ χιτὼν ἄῤῥαφος(5), ἐκ τῶν ἄνωθεν(6) ὑφαντὸς δι᾿ ὅλου(7).
Ιω. 19,23 Οι στρατιώται, λοιπόν, αφού εσταύρωσαν τον Ιησούν επήραν τα ενδύματα του και τα έκαμαν τέσσαρα μερίδια, ένα μερίδιον δια κάθε στρατιώτην, και το εσωτερικόν του ένδυμα, το έκαμαν ιδιαίτερον μερίδιον. Ήτο δε ο χιτών αυτός χωρίς καμίαν ραφή, υφαντός ολόκληρος από επάνω έως κάτω.
(1) Δηλαδή κάρφωσαν αυτόν πάνω στο ξύλο και έστησαν το σταυρό στη θέση του (ο). Ο σιναϊτικός κώδικας γράφει: Οἱ οὖν στρατιῶται οι σταυρώσαντες τὸν Ἰησοῦν.
(2) Ο Ρωμαϊκός νόμος De bonis damnatorum (=περί των αγαθών ή της περιουσίας των καταδίκων) απέδιδε στους εκτελεστές τα ενδύματα των εκτελουμένων (g).
«Παρόλο που και οι τέσσερεις ευαγγελιστές αναφέρον αυτό, οι άλλοι όμως κάνουν αυτό συντομότερα από τον Ιωάννη και η σημείωσή τους για αυτό είναι ασαφής, ενώ του Ιωάννη γίνεται με τον σαφέστερο δυνατό τρόπο» (Αυ).
Ο Ιησούς λοιπόν πάνω στο σταυρό γυμνός. Τι ντροπή! Η ντροπή της γυμνότητας ήλθε μαζί με την αμαρτία. Εκείνος λοιπόν ο οποίος έγινε αμαρτία για μας, υπέστη και την αισχύνη αυτή, για να απαλλάξει εμάς από αυτήν. Γυμνώθηκε, για να ντυθούμε εμείς με ενδύματα λευκά (Αποκ. γ 18) και έτσι ώστε αφού γδυθούμε να μην βρεθούμε γυμνοί.
(3) «Ο Ιωάννης αφηγείται και πόσα μέρη έκαναν από τα ιμάτιά του, δηλαδή τέσσερα, για να μπορεί κάθε στρατιώτης να πάρει από ένα. Από αυτό φαίνεται, ότι ήταν τέσσερεις στρατιώτες, οι οποίοι εκτέλεσαν τις σχετικά με την σταύρωση διαταγές του επιτρόπου της Ρώμης» (Αυ).
Σύμφωνα με το Πράξ. ιβ 4 τα στρατιωτικά αποσπάσματα αποτελούνταν από τετράδες στρατιωτών.
(4) Το εσωτερικό ένδυμα, που κάλυπτε συνήθως το γυμνό σώμα (G) και αντιστοιχεί με το δικό μας πουκάμισο.
(5) Χωρίς κάποια ραφή, όπως ήταν το εφώδ ή ο ποδήρης (μέχρι τα πόδια) υποδύτης (ένδυμα κάτω από το θώρακα) του αρχιερέα των Ιουδαίων (Εξοδ. κη 27 και εξής, Ιωσήπου Ιουδ. Αρχαιολ. ΙΙΙ,VII 4), τον οποίο ο Ιώσηπος ονομάζει χιτώνα, μολονότι δεν μπορεί να ταυτιστεί με τον καθ’ αυτό χιτώνα, ο οποίος ήταν εσωτερικό ένδυμα (β). Ο χιτώνας αποτελούνταν συνήθως από δύο τεμάχια, τα οποία συρράπτονταν μεταξύ τους στους ώμους και στις πλευρές (ο).
(6) Με έννοια τοπική όπως στο Ματθ. κζ 51, Μάρκ. ιε 38 (C).
(7) Ήταν υφασμένος σε όλη την έκτασή του (g). Το ένδυμα άρχιζε από το ανώτερο μέρος και ήταν υφασμένο έως κάτω. Η λεπτομέρεια αυτή για την κατασκευή του δείχνει, ότι είχε υφανθεί με πολλή δεξιότητα. Ήταν πιθανώς αυτός δώρο κάποιου ή κάποιων από τις γυναίκες που τον ακολουθούσαν από τη Γαλιλαία και τον διακονούσαν σύμφωνα με το Λουκά η 3 (ο).
Λιγότερο πιθανώς: «Κάποιοι λένε ότι με αυτό δηλώνεται μία αλληγορία, ότι δεν ήταν απλώς άνθρωπος ο σταυρωμένος, αλλά και από πάνω (από τον ουρανό) είχε τη θεότητα» (Χ).
Ή «Αν κάποιος βεβαίως θα προτιμούσε, τον χιτώνα τον υφαντό από πάνω έως κάτω να του αλλάξει το νόημα, ώστε να δηλώνει το άγιο σώμα του Χριστού, επειδή έγινε αυτό χωρίς σαρκική μείξη και κάποια κατά κάποιο τρόπο ένωση άνδρα και γυναίκας, αλλά υφάνθηκε στη μορφή που του έπρεπε με την ενέργεια του Πνεύματος και την δύναμη από ψηλά, και αυτή η άποψη είναι αποδεχτή» (Κ).
Ο Κυπριανός χρησιμοποιεί τον χιτώνα ως σύμβολο της αδιαίρετης εκκλησίας. Άλλη αλληγορία· το εφώδ του αρχιερέα των Ιουδαίων ήταν υφαντό. Ο Χριστός λοιπόν πάνω στο Σταυρό είναι ο αρχιερέας του κόσμου (Εβρ. γ 1 και εξής) (μ).
Αξιόλογη και η επόμενη παρατήρηση: Όπως ο χιτώνας, τον οποίο ο Χριστός φορούσε κατευθείαν στο σώμα του ήταν άρραφος υφασμένος ολόκληρος από το επάνω μέρος, έτσι και ό,τι ο Ιησούς άφησε είναι μοναδικό, ενιαίο και αρμονικό.
Είτε κρίνουμε αυτόν κατά το θρησκευτικό σύστημα, το οποίο μας κληροδότησε· είτε τον κρίνουμε κατά τον κώδικα της ηθικής, τον οποίο μας παρέδωσε· είτε τον κρίνουμε κατά τον άσπιλο και απολύτως αναμάρτητο χαρακτήρα, τον οποίο μας άφησε ως ύψιστο πρότυπο και ιδεώδες, θα τον βρούμε μοναδικό, εκπληκτικό, ένα στην ιστορία του κόσμου όμοιο του οποίου σε όλα δεν παρουσίασαν αλλά ούτε θα παρουσιάσουν οι αιώνες.
Ιω. 19,24 εἶπον οὖν πρὸς ἀλλήλους· μὴ σχίσωμεν αὐτόν(1), ἀλλὰ λάχωμεν περὶ αὐτοῦ(2) τίνος ἔσται· ἵνα ἡ γραφὴ(3) πληρωθῇ ἡ λέγουσα· διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς, καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον(4).
Ιω. 19,24 Είπαν, λοιπόν, μεταξύ τους• “ας μη τον σχίσωμεν, αλλά ας βάλωμεν δι' αυτόν κλήρον εις ποιόν θα πέση”. Και έγιναν έτσι τα γεγονότα αυτά, δια να εκπληρωθή η προφητεία της Γραφής που λέγει• Εμοιράσθησαν μεταξύ των τα ενδύματά μου και δια το εσωτερικόν μου ένδυμα, τον χιτώνα, έβαλαν κλήρον.
(1) «Μιλά έτσι, για να αντιληφθούμε, ότι δεν μπήκε λαχνός για τα άλλα ρούχα του· αλλά ο χιτώνας του, τον οποίον πήραν μαζί με τα άλλα ρούχα, δεν διαμοιράστηκε όπως εκείνα… Δεν μπορούσαν οι στρατιώτες να πάρουν μέρος από αυτόν χωρίς να τον σχίσουν, οπότε θα αποκτούσε ο καθένας από αυτούς άχρηστα τεμάχια αυτού. Για να προλάβουν λοιπόν αυτό προτίμησαν να πάει αυτός σε έναν με κλήρο» (Αυ).
(2) Ο Field επιμένει, ότι το ρήμα λαγχάνω με την έννοια του ρίχνω κλήρους είναι χωρίς προηγούμενο, αφού η συνηθισμένη του έννοια είναι επιτυγχάνω με κλήρο ή λαχνό. Ο Σύμμαχος όμως μεταφράζει το Ψαλμ. κα 19 με το ελάγχανον (β).
Υπάρχει και αλληγορική ερμηνεία: «Αφού μοίρασαν σε τέσσερα μέρη τα ρούχα του Σωτήρα, φυλάνε τον ένα αχώριστο… Διότι τα τέσσερα μέρη της οικουμένης μοιράστηκαν κατά κάποιο τρόπο αλλά έχουν και αχώριστο το άγιο όντως ένδυμα του Λόγου, δηλαδή το σώμα του. Διότι αν και κατακόβεται σε κομμάτια στον καθένα και αγιάζει την ψυχή του καθενός μαζί με το σώμα του, με τη δική του σάρκα ο Μονογενής, είναι ολόκληρος και αχώριστος σε όλους και είναι ένας παντού» (Κ).
Ή «τα ιμάτια του Κυρίου Ιησού Χριστού διανεμήθηκαν σε τέσσερα μέρη, που συμβολίζουν την τετραμερή του Εκκλησία, που διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο, ο οποίος αποτελείται από τέσσερα μέρη… Αλλά ο χιτώνας, για τον οποίο ρίχτηκαν λαχνοί, σημαίνει την ενότητα των μερών αυτών που επιτυγχάνεται με τους δεσμούς της αγάπης» (Αυ).
(3) Στον Ψαλμό κα 19. Η παράθεση σύμφωνα με τους Ο΄.
(4) «Με αυτά με τα οποία ο διάβολος ενεργεί με πονηρία, με αυτά οι προφητείες εκπληρώνονται. Και δες την αλήθεια: Τρεις ήταν οι σταυρωμένοι. Και όμως, σε αυτόν μόνο εκπληρώνονται τα λόγια των προφητών. Και πρόσεξε την ακρίβεια της προφητείας» (Θφ).
«Ο προφήτης δεν λέει έβαλαν κλήρο αλλά διαμοίρασαν τα ιμάτιά μου. Ούτε λέει αφού έβαλαν κλήρο διαμοίρασαν, αλλά ενώ καμία αναφορά δεν κάνει για κλήρο ως προς τα υπόλοιπα ιμάτια, έπειτα λέει: και για τον ιματισμό μου έβαλαν κλήρο, αναφερόμενος μόνο στο χιτώνα» (Αυ).
«Διότι όχι μόνο ό,τι μοιράστηκαν, αλλά και ό,τι δεν μοιράστηκαν είπε ο προφήτης· διότι τα μεν τα μοίρασαν, τον χιτώνα όμως δεν τον μοίρασαν, αλλά το πράγμα το τακτοποίησαν με κλήρο» (Χ).
Η αχαλίνωτη κριτική ισχυρίζεται, ότι τα δύο μέλη του στίχου που παρατίθεται από τον ευαγγελιστή είναι εξ’ ολοκλήρου ταυτόσημα και ότι ο Ιωάννης παρασύρεται από τη φαντασία του, όταν θέλει να διακρίνει ανάμεσα στην έννοια του «διεμερίσαντο» και του «έβαλαν κλήρο» ή και μεταξύ των λέξεων «ιμάτια» και «ιματισμός».
Αλλά βαθύτερη μελέτη του παραλληλισμού στην εβραϊκή ποίηση δείχνει, ότι το δεύτερο μέλος προσθέτει πάντοτε υπαινιγμό ή ιδέα νέα στην ιδέα του πρώτου. Αλλιώς το δεύτερο μέλος θα ήταν ταυτολογία ανόητη. Δεν είναι επανάληψη, αλλά πρόοδος. Η πρώτη λέξη «ιμάτια» σημαίνει τα διάφορα τεμάχια της ενδυμασίας της εσωτερικής, η δεύτερη «ιματισμός», το καθ’ αυτό ένδυμα, το οποίο αφαιρούμενο αφήνει γυμνό το σώμα (g).
Ο Ιησούς αναθέτει τη μητέρα του στον αγαπημένο μαθητή
Ιω. 19,25 Οἱ μὲν οὖν στρατιῶται(1) ταῦτα ἐποίησαν(2). εἱστήκεισαν(3) δὲ παρὰ τῷ σταυρῷ(4) τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς μητρὸς αὐτοῦ(5), Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ(6) καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή.
Ιω. 19,25 Οι μεν στρατιώται αυτά έκαμαν. Εστάθηκαν δε πλησίον στον σταυρόν του Ιησού η μητέρα του και η αδελφή της μητέρας του, η Μαρία η γυναίκα του Κλωπά και η Μαρία η Μαγδαληνή.
(1) Το «μεν» αντιτίθεται στο ακόλουθο «δε». Η άσπλαχνη και ιδιοτελής συμπεριφορά των στρατιωτών αντιτίθεται με την παρουσία των γυναικών από βαθειά συμπάθεια κοντά στο σταυρό (ο). Πολλοί από τους νεώτερους ερμηνευτές συνενώνουν την πρόταση αυτή με τον προηγούμενο στίχο (Webster και Wilkinson, Owen, Fillion, Godet, Bernard, Nestle).
(2) Οι Ρωμαίοι στρατιώτες χωρίς να το καταλαβαίνουν συντέλεσαν στην εκπλήρωση της προφητείας και κάνοντας αυτά σήμαναν την αληθινή έννοια των λόγων του Δαβίδ (g).
(3) «Και το ασθενέστερο φύλο, φάνηκε ανδρειότερο τότε· τόσο πολύ πλέον άλλαζαν τα πάντα» (Χ). «Τι ήταν λοιπόν αυτό που έπεισε τον μακάριο ευαγγελιστή να λεπτολογήσει εδώ ώστε να αναφέρει και την παραμονή των γυναικών στο σταυρό;» (Κ).
Ή, πιο σωστά, διότι ο ευαγγελιστής θέλει να εξιστορήσει επεισόδιο, στο οποίο ο Ιησούς «σταυρωμένος αναθέτει την μητέρα του στον μαθητή, διδάσκοντάς μας μέχρι την τελευταία μας αναπνοή να δείχνουμε κάθε φροντίδα για τους γονείς» (Χ) και στο οποίο η μητέρα του Ιησού θλιμμένη αλλά καρτερική και ανδρεία συμμετέχει στις οδύνες του Υιού της (F).
Ή, ελάχιστα πιθανώς «σκοπός του ευαγγελιστή ήταν να διδάξει και εκείνο, ότι δηλαδή και αυτήν… την μητέρα του Κυρίου την σκανδάλισε αυτό που έγινε τόσο απροσδόκητα… Αφού λοιπόν η μητέρα του έπεσε σε σκάνδαλο και αναμίχτηκε σε αταξία λογισμών, πώς δεν έπρεπε να προνοήσει ο Κύριος;… Γνωρίζοντας λοιπόν τους διαλογισμούς που είχε μέσα της, την παρέδωσε στο μαθητή σαν σε άριστο μυσταγωγό (=αυτός που μυεί και οδηγεί στα μυστήρια), ο οποίος μπορούσε καλά και με ικανότητα να διηγηθεί λεπτομερώς το βάθος του μυστηρίου» (Κ).
Δίκαια θαυμάζει κανείς την δύναμη της θείας χάρης, που ενισχύει τις γυναίκες αυτές και ιδιαίτερα την Παρθένο Μαρία κατά την δεινή αυτή δοκιμασία. Δεν βλέπουμε την μητέρα του Μονογενούς να χτυπά το στήθος της ή να ξεριζώνει τις τρίχες του κεφαλιού της ή να ξεσχίζει τα ρούχα της ή να βγάζει κραυγές γοερές. Αλλά την βλέπουμε με καρτερία να στέκεται κοντά στο σταυρό και τις φίλες της μαζί της. Ασφαλώς και αυτή και εκείνες ενδυναμώνονταν από θεία δύναμη για να δείχνουν τέτοια υπομονή.
(4) Η πρόθεση «παρά» δεν σημαίνει στα πόδια του σταυρού αλλά κοντά σε αυτόν (g).
(5) Διχάστηκαν εδώ οι γνώμες των ερμηνευτών.
Οι μεν υποστήριξαν, ότι πρόκειται εδώ για τρεις μόνο γυναίκες όπου ο Ιωάννης από μετριοφροσύνη δεν αναφέρει την μητέρα του Σαλώμη, η οποία επίσης στεκόταν κοντά στο σταυρό (b).
Συνεπώς εδώ αδελφή της μητέρας του Κυρίου είναι η Μαρία η του Κλωπά. «Και όμως η Θεοτόκος ήταν μονογενής· αλλά επειδή ο Ιωσήφ και ο Κλωπάς ήταν αδελφοί, και είναι συνήθεια στους Εβραίους να ονομάζονται αδελφές και οι γυναίκες των αδελφών… έτσι λοιπόν τη συννυφάδα της, τήν ονόμασε αδελφή. Αλλά ο Ιωσήφ μεν και ο Κλωπάς, οι άνδρες τους, ήταν φυσικοί αδελφοί· αυτές όμως, οι γυναίκες τους, εξ’ αγχιστείας αδελφές» (Ζ).
Άλλοι όμως από τους νεώτερους (Wieseler, Meyer, Luthardt, Weiss, Westcott, Owen, Bernard κλπ.), ενισχυόμενοι και από την διαφορετική γραφή της Πεσσιτώ και της Περσικής και Αιθιοπικής μετάφρασης, ( της μητρός αυτού «και» Μαρία η του Κλωπά) υποστήριξαν, ότι πρόκειται για τέσσερεις γυναίκες και ότι η αδελφή της Θεοτόκου ήταν η Σαλώμη, η μητέρα του ευαγγελιστή.
Έτσι απέφυγαν μεν τη δυσκολία, κατά την οποία δύο αδελφές είχαν το ίδιο όνομα Μαρία, (η οποία όμως και πάλι αποφεύγεται όταν δεχτούμε ότι η σύζυγος του Κλωπά ήταν συννυφάδα της Θεοτόκου), και βρήκαν περισσότερο καλή εξήγηση, το ότι ο Ιησούς εμπιστεύτηκε τη μητέρα του στον Ιωάννη, τον πρώτο ξάδερφό του, και όχι στους λεγόμενους αδελφούς του.
Αλλά εάν τόσο στενή συγγένεια συνέδεε τους γιους του Ζεβεδαίου με τον Ιησού, ρωτά ο g, πώς δεν βρίσκουμε κάποιο ίχνος αυτής στην ευαγγελική ιστορία;
(6) Ο Ηγήσιππος αναφέρει πρώτος, ότι ο αδελφός του μνήστορος Ιωσήφ τον οποίο και αποκαλεί θείο του Ιησού (ή του Ιακώβου) ονομαζόταν Κλωπάς (g).
Σύζυγος αυτού ήταν η Μαρία, η οποία είναι το ίδιο πρόσωπο με την Μαρία την μητέρα του Ιακώβου του μικρού και Ιωσή (Ματθ. κζ 56,Μάρκ. ιε 40,47,ιστ 1,Λουκ. κδ 10). Το όνομα Κλωπάς επίσης είναι Εβραϊκό και δεν πρέπει να συγχέεται με το όνομα Κλεόπας το οποίο προήλθε από συγκοπή από το ελληνικό Κλεόπατρος. Αυτοί που ταυτίζουν τον απόστολο Ιάκωβο του Αλφαίου με τον Ιάκωβο τον αδελφόθεο διακρίνουν τον Κλωπά από τον Αλφαίο (Δες και Plummer στο δικό μας Υπόμνημα στον Ματθαίο σελ. 515).
Ότι όμως ο Ιάκωβος του Αλφαίου πρέπει να διακρίνεται από τον Ιάκωβο τον αδελφόθεο δες στο δικό μας Υπόμνημα στον Μάρκο σελ. 62 και Υπόμνημα στην προς Εβραίους και τις επτά Καθολικές σελ. 171-172.
Ιω. 19,26 Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν(1) τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα(2), λέγει(1) τῇ μητρὶ αὐτοῦ· γύναι(3), ἴδε ὁ υἱός σου(4).
Ιω. 19,26 Ο Ιησούς τότε, όταν είδε την μητέρα του και τον μαθητή, τον οποίον ιδιαιτέρως αγαπούσε, να στέκη εκεί κοντά, είπεν εις την μητέρα του• “γύναι, αυτός θα είναι ο υιός σου”.
(1) «Προνόησε για τη μητέρα του αδιαφορώντας κατά κάποιο τρόπο για την κορύφωση του δικού του παθήματος. Διότι ήταν χωρίς πάθος ακόμη και την ώρα που έπασχε» (Κ).
«Πρόσεχε σε παρακαλώ πώς, και ενώ ήταν σταυρωμένος, όλα τα έκανε ατάραχος, συνομιλώντας με τον μαθητή για την μητέρα του, εκπληρώνοντας προφητείες, και δίνοντας καλές ελπίδες στο ληστή· αν και βέβαια πριν σταυρωθεί φαίνεται να ιδρώνει, να αγωνιά, να φοβάται… Ας μην τρέμουμε λοιπόν τον θάνατο· βέβαια η ψυχή αγαπά μεν εκ φύσεως την ζωή, αλλά από εμάς εξαρτάται πλέον ή να απαλλαγούμε από τους δεσμούς της και να κάνουμε ανίσχυρη την επιθυμία, ή να δεθούμε στενότερα με αυτούς τους δεσμούς και να κάνουμε πιο τυραννική την επιθυμία.
Διότι όπως ακριβώς έχουμε την επιθυμία της σαρκικής μίξης, όταν όμως φιλοσοφούμε, κάνουμε ανίσχυρη αυτήν την τυραννία, έτσι συμβαίνει και με τη ζωή· όπως δηλαδή έβαλε μέσα μας την σαρκική επιθυμία χάριν της τεκνοποιίας, εξασφαλίζοντας έτσι ο Θεός την διαδοχή μας με τα τέκνα, χωρίς να εμποδίζει να βαδίζουμε την ανώτερη οδό της εγκράτειας, έτσι και έσπειρε μέσα μας τον πόθο της ζωής, εμποδίζοντάς μας να αφαιρούμε τη ζωή μας, μη εμποδίζοντας όμως να περιφρονούμε την παρούσα ζωή.
Και πρέπει γνωρίζοντας αυτά, να διατηρούμε το μέτρο, και ούτε ποτέ με τη θέλησή μας να καταφεύγουμε στο θάνατο, και αν ακόμη υποφέρουμε από αμέτρητα δεινά, ούτε συρόμενοι (στο μαρτύριο) χάριν εκείνων που αρέσουν στο Θεό να φοβόμαστε και να διστάζουμε, αλλά να αναλαμβάνουμε με θάρρος τον αγώνα, προτιμώντας την μέλλουσα ζωή από την παρούσα» (Χ).
Η θλίψη και ο πόνος του Κυρίου ήταν τόσο βαθύς και δριμύς, αλλά και τόσο καθαγιασμένος, ώστε οι ασθενείς μας καρδιές δεν μπορούν να τον κατανοήσουν. Οι εχθροί του τον περιγελούσαν και τον εξευτέλιζαν. Μερικοί μόνο από τους φίλους του στέκονταν κάτω από το Σταυρό του ανίκανοι να προσφέρουν σε αυτόν κάτι περισσότερο από τον φόρο της σιωπηλής τους συμπάθειας. Και ο Πατέρας φαινόταν να τον εγκαταλείπει.
Ήταν πάνω στο σταυρό μόνος, χωρίς κανείς να αντιλαμβάνεται τι αισθανόταν, χωρίς κανείς να μπορεί να τον βοηθήσει. Στη μόνωση του παθήματός του εκείνου λησμονεί και αυτός τον εαυτό του και στρέφει τις σκέψεις του υπέρ των άλλων, όχι υπέρ του εαυτού του. Όταν τον σταύρωσαν, μεσίτευε υπέρ των σταυρωτών· όταν τον περιγελούσαν, έδινε υπόσχεση στον ευγνώμονα ληστή· και ήδη όταν πρόκειται να παραδώσει το πνεύμα, λαμβάνει πρόνοια για τη μητέρα του. Λησμόνησε τη δική του οδύνη η οποία υπήρξε μεγαλύτερη από όσες ποτέ έθιξαν ανθρώπινες καρδιές, για να μπορέσει να ανακουφίσει την οδύνη των άλλων.
(2) «Πάλι κρύβει τον εαυτό του ο Ιωάννης από μετριοφροσύνη· διότι αν ήθελε να καυχηθεί, θα ανέφερε και την αιτία για την οποία αγαπιόταν· διότι φυσικό ήταν να είναι αυτή κάποια μεγάλη και θαυμαστή αιτία» (Χ).
(3) Δεν αποκαλεί αυτήν μητέρα και όταν ακόμη δείχνει τρυφερή μέριμνα για το μέλλον της. Το μητέρα ως τίτλος προσφώνησης από τον Ιησού είχε εγκαταλειφθεί προ πολλού και αντί για αυτόν υποκαταστάθηκε ως συνήθης τίτλος σεβασμού το Γυναίκα (β).
Ίσως απέφυγε το Μητέρα ο Ιησούς και για να μην τυχόν κατά τις σκληρές αυτές στιγμές με την τρυφερή προσφώνηση πληγώσει βαθύτερα την καρδιά της μητέρας, όπως άλλοτε ο Ισαάκ πλήγωσε την καρδιά του Αβραάμ με το Πατέρα μου. Μιλά σαν ένας, ο οποίος δεν θα υπήρχε πλέον σωματικά στον κόσμο αυτόν, όπως μέχρι τώρα, αλλά θα ήταν μετά από λίγο νεκρός για τους αγαπημένους του. Ασήμι και χρυσάφι, ούτε άλλα υπάρχοντα είχε για να αφήσει στη μητέρα του.
Και αυτά τα ρούχα του, τα οποία φορούσε μέχρι πριν λίγο, τα μοιράστηκαν οι σταυρωτές του. Δεν είχε λοιπόν κάποιον άλλον, για να προνοήσει για τη μητέρα του, παρά μόνο τον αγαπημένο του μαθητή, στον οποίο την εμπιστεύεται. Και μας παρέχει έτσι παράδειγμα στοργής γιου προς μάνα. Δίδαξε κατά τις τελευταίες του στιγμές τα παιδιά να προνοούν για τη συντήρηση και υποστήριξη των ηλικιωμένων γονέων τους.
(4) «Δηλαδή αυτός θα είναι για σένα αντί για εμένα» (Ζ).
«Πω, πω, μέγεθος τιμής! Με πόση τιμή τίμησε τον μαθητή! Επειδή δηλαδή αυτός έφευγε πλέον από αυτόν τον κόσμο, παρέδωσε τη φροντίδα της στο μαθητή του διότι, επειδή ήταν φυσικό, σαν μητέρα του που ήταν, να λυπάται και να ζητά την προστασία, πολύ εύλογα εμπιστεύεται αυτήν σε εκείνον που αγαπούσε» (Χ)· «την μητέρα στον μαθητή, την αγαπημένη στον αγαπημένο, την παρθένα στον παρθένο» (Ζ).
Ιω. 19,27 εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου(1). καὶ ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας(2) ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια(3).
Ιω. 19,27 Έπειτα λέγει στον μαθητή• “ιδού η μητέρα σου”. Και από εκείνην την ώρα πήρε αυτήν ο μαθητής στο σπίτι του.
(1) «Δηλαδή εσύ θα είσαι για αυτήν αντί για εμένα· οφείλεις να την φροντίζεις ως μητέρα σου» (Ζ).
«Αυτά τα έλεγε με σκοπό να τους ενώσει με την αγάπη» (Χ).
Ο Χριστός στο σταυρό του με την παραγγελία αυτή προς την μητέρα του και τον μαθητή του εγκαθιδρύει νέους δεσμούς, νέες συγγενικές σχέσεις. Δεσμοί οι οποίοι πριν δεν υπήρχαν, σφυρηλατούνται τώρα στο θάνατό του και όπου πριν υπήρχαν δεσμοί απλής συμπάθειας γίνονται στο σταυρό θερμότεροι και ισχυρότεροι.
Αυτοί που ελκύονται από το Χριστό που υψώθηκε στο σταυρό, άγνωστοι έως τώρα οι περισσότεροι από αυτούς, απλώς γνώριμοι μεταξύ τους μερικοί από αυτούς, συνδέονται στο σταυρό και μέσω του σταυρού με δεσμούς οικειότητας και αδελφοσύνης τόσο στενούς και αδιάσπαστους, όσο δεν είναι ούτε αυτοί οι δεσμοί του αίματος και οι δεσμοί από τη συμβίωση και γνωριμία από τη νηπιακή ηλικία.
(2) Μεγάλη ήταν η πίστη της Μαρίας για να στέκεται κοντά στο σταυρό του γιου της (b).
Κάποιοι σκέφτηκαν, ότι αμέσως από τη στιγμή εκείνη ο Ιωάννης απέσυρε την μητέρα του Ιησού από τη σκηνή του πάθους, για να μην παραστεί μάρτυρας και της έσχατής του αγωνίας. Αλλά το κείμενο δεν υπονοεί αυτό αναγκαστικά (ο).
Παρόλ’ αυτά ο g (ομοίως και ο τ) παρατηρεί ότι η Μαρία μη μπορώντας να υποφέρει πλέον το θέαμα αυτό, άφησε αναμφίβολα κατά τη στιγμή εκείνη τον τόπο αυτόν της θλίψης, και το ότι οι συνοπτικοί ευαγγελιστές δεν αναφέρουν ανάμεσα στις γυναίκες που ήταν κοντά στο Σταυρό και την μητέρα του Κυρίου οφείλεται πιθανότατα στο ότι αυτή έφυγε ήδη, και οι συνοπτικοί αναφέρουν τους παρόντες κοντά στο Σταυρό στο τέλος της όλης αφήγησης. Αντιθέτως ο χ., το «από εκείνη την ώρα» το ερμηνεύει από την ώρα, κατά την οποία η θυσία του Χριστού συντελέστηκε. Από αρκετό αριθμό χειρογράφων υποστηρίζεται και η γραφή: απ’ εκείνης της ημέρας.
(3) Αυτό δεν προϋποθέτει ότι ο Ιωάννης είχε και στα Ιεροσόλυμα κάποιο σπίτι, αλλά μόνο κάποιο κατάλυμα. Από τη στιγμή αυτή η Μαρία έμεινε μαζί με τη Σαλώμη.
Κατά τον Νικηφόρο Κάλλιστο (+1350) έζησε η Μαρία κοντά στον Ιωάννη στα Ιεροσόλυμα μέχρι το θάνατό της που συνέβη στο 59ο έτος της ηλικίας της. Δείχνεται ο τάφος της σε κάποιο σπήλαιο, που απέχει κάποια βήματα από τον κήπο της Γεθσημανή (g).
Ο Ιωάννης πρόθυμα παρέλαβε υπό τη φροντίδα του την μητέρα του Ιησού. Όσοι αληθινά αγαπούν το Χριστό και αγαπιούνται από αυτόν, θα σκιρτούν σε κάθε ευκαιρία, η οποία θα τους παρέχεται για να υπηρετήσουν αυτόν ή τους δικούς του.
Ο θάνατος του Ιησού
Ιω. 19,28 Μετὰ τοῦτο(1) εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς(2) ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται(3), ἵνα(4) τελειωθῇ(5) ἡ γραφή, λέγει(6)· διψῶ(7).
Ιω. 19,28 Έπειτα από το συμβάν αυτό ο Ιησούς, αφού εγνώρισε καθαρότατα ότι όλα εκπληρώθηκαν τελείως, δια να επαληθεύση η Γραφή εξ ολοκλήρου, είπε• “διψώ”.
(1) Η φράση αυτή δεν δηλώνει ότι το γεγονός στο στίχο 28-30 ακολούθησε αμέσως μετά από αυτό που εξιστορείται στους στίχους 25-27. Διότι στο μεταξύ παρεμβλήθηκε το σκοτάδι και το τρίωρο χρονικό διάστημα για το οποίο μιλούν οι Συνοπτικοί (Ματθ. κζ 45,Μάρκ. ιε 33,Λουκ. κγ 44). Αλλά σημαίνει, ότι το δεύτερο γεγονός συνέβη μετά το πρώτο.
(2) Υπάρχει και η γραφή: ιδών ο Ιησούς. Ο Ιωάννης δεν αφήνει ποτέ τους αναγνώστες του να λησμονήσουν ότι τα γεγονότα τα οποία αφηγείται, υπήρξαν αιωνίως προκαθορισμένα και ότι ο Ιησούς είχε συνείδηση αυτού (β).
(3) «Δηλαδή ότι τίποτα δεν λείπει από το σχέδιο της θείας οικονομίας… Γνωρίζοντας λοιπόν ότι όλα είχαν εκπληρωθεί» (Χ). Ήλθε σε πέρας ό,τι από απόφαση του πατέρα δηλωνόταν σαφώς στα ιερά βιβλία, ότι έπρεπε να γίνει και να υποφέρει αυτό ο Κύριος (G). Το τετέλεσται λοιπόν, όντας εντονότερη λέξη από τη λέξη εκπληρωθεί, που συνήθως χρησιμοποιείται με αυτήν την έννοια (ο) αναφέρεται στο έργο του Λυτρωτή, το οποίο μπορούσε αυτός να εκπληρώσει αυτό κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής του, ταυτόχρονα όμως και στην προφητική εικόνα, στην οποία το έργο αυτό είχε από πριν γραφτεί (g).
Οπότε σημαίνει και την τέλεια εκπλήρωση από τον Ιησού όλων των προφητειών, οι οποίες αναφέρονταν στη ζωή και στο πάθημά του (F). Σημαίνει την ολοκλήρωση του έργου εκείνου με το οποίο η Γραφή εκπληρώθηκε (C).
«Πάντα ήδη τετέλεσται». Όπως η αναμάρτητη ζωή του Κυρίου υπήρξε εξ’ ολοκλήρου ανόμοια με αυτήν των άλλων αμαρτωλών ανθρώπων, έτσι και ο θάνατός του. Δεν έζησε ο Κύριος για τον εαυτό του, όπως οποιοσδήποτε από τους πολλούς ανθρώπους. Αλλά ούτε και πέθανε, όπως πεθαίνουμε εμείς. Πέθανε, όπως και έζησε, εξ’ ολοκλήρου για την ανθρωπότητα, σύμφωνα με προκαθορισμένη βουλή του Πατέρα του. Εμείς πεθαίνουμε από φυσική ανάγκη. Αλλά ο Κύριος παρέδωσε τη ζωή του εκούσια για χάρη μας και δέχτηκε τον θάνατο, ο οποίος δεν είχε κανένα δικαίωμα πάνω του, για να ζήσουμε εμείς. Όταν λοιπόν λέει Τετέλεσται, αναφέρεται στο υπέρ της ανθρωπότητας έργο, το οποίο από αυτόν και μέσω αυτού έπρεπε να φθάσει σε αίσιο πέρας.
Ο μέγας αγώνας, τον οποίο ήλθε να διεξαγάγει υπέρ της ανθρωπότητας, συντελέστηκε· η αμαρτία του κόσμου συγχωρέθηκε ή τουλάχιστον η πύλη της άφεσης ανοίχτηκε ελεύθερη σε όλους που με πίστη μετανοούν. Και όπως η ανάπαυση του Θεού από τα έργα της δημιουργίας, ήταν κατάπαυση στην οποία ο Θεός δεν έπαυσε να εργάζεται αλλά εξακολουθεί να προνοεί και να κυβερνά τον κόσμο, έτσι τώρα και ο Χριστός θέτοντας τη ζωή του και τον εαυτό του θεμέλιο της καινής κτίσης και γενόμενος ακρογωνιαίος λίθος της εκκλησίας του από τον ουρανό πλέον θα εξακολουθεί να κυβερνά και να κατευθύνει στον ουρανό την επί γης στρατευομένη εκκλησία του.
(4) Το ἵνα εξαρτάται όχι από το τετέλεσται, όπως φρονεί ο b, και κάποιοι άλλοι από τους νεώτερους, αλλά από το λέγει. «Πάλι εδώ εκπληρώνοντας προφητεία, λέει Διψώ» (Χ).
Τι σεβασμό έδειχνε ο Χριστός στην Γραφή! Όταν τον μαστίγωναν και του έβαζαν αγκάθινο στεφάνι στο κεφάλι δεν φώναξε: Ω! το κεφάλι μου! Ω! η πλάτη μου! Αλλά τώρα λησμονώντας τους πόνους του και ενθυμούμενος, ότι και κατά το σημείο αυτό έπρεπε να εκπληρωθεί η Γραφή, φωνάζει: Διψώ.
Έτσι αποδεικνύεται μία ακόμη φορά ως ο αληθινός Μεσσίας, στον οποίο αφ’ ενός εκπληρωνόταν επακριβώς η Γραφή και επαληθεύονταν στο πρόσωπό του οι προφητείες· αφ’ ετέρου απέβλεπε αυτός με πολλή ακρίβεια στην εκπλήρωση της Γραφής. Πράγματι. Δεν ήρθε για να καταργήσει το νόμο ή τους προφήτες, αλλά για να συμπληρώσει.
(5) Σημαίνει ολόκληρη και τέλεια εκπλήρωση (ο). Δεν πρόκειται για την εκπλήρωση της ειδικής αυτής προφητείας μόνο, αλλά για εκπλήρωση λεπτομέρειας, με την οποία θα παρουσιάζονταν όλες οι προφητείες της Γραφής να εκπληρώνονται σε όλες τις λεπτομέρειές τους. Υπάρχει και η γραφή του σιναϊτικού και πολλών χειρογράφων πληρωθῇ αντί για τελειωθῇ.
(6) Λέγοντας ο Ιησούς Διψώ ήθελε πράγματι να προκαλέσει την εκπλήρωση της προφητείας στο Ψαλμ. ξη 22 «και εις την δίψαν μου επότισάν με όξος». Ο Ιησούς από πολλή ώρα βασανιζόταν από τη δίψα και θα μπορούσε μέχρι τέλους να αντισταθεί στο αίσθημα αυτό το βασανιστικό, όπως είχε πράξει μέχρι τη στιγμή αυτή. Δεν πράττει όμως αυτό, διότι γνώριζε, ότι απέμενε ακόμη για εκπλήρωση και η προφητεία αυτή, για την οποία ήθελε να εκπληρωθεί χωρίς κάποια αργοπορία (g).
Το πρώτο λοιπόν ελατήριο, που τον παρακίνησε στο να κράξει το Διψώ, ήταν η δίψα, από την οποία υπέφερε· το δεύτερο ήταν η υπακοή στις Γραφές και η επιθυμία του να εκπληρωθούν αυτές σε όλες τις λεπτομέρειές τους (ο).
(7) «Στις τελευταίες στιγμές παθαίνει πάλι η σάρκα κάτι δικό της και φυσικό. Δέχεται δηλαδή μέσα της το αίσθημα της δίψας επειδή είχε ξηραθεί από τις πολλών ειδών κακώσεις. Διότι ήταν φοβεροί οι πόνοι, ώστε να τον αναγκάσουν να διψάσει, πόνοι οι οποίοι με μία εσωτερική και ανέκφραστη θερμότητα δαπανούσαν την φυσική υγρασία που υπάρχει στο βάθος του σώματος και οι οποίοι με κάποιες καυτερές προσβολές έκαιγαν τελείως τα σπλάχνα αυτού που έπασχε. Δεν ήταν βεβαίως δύσκολο στον Θεό Λόγο που μπορεί τα πάντα, να απομακρύνει και αυτό (=τη δίψα) από τη σάρκα του. Αλλά όπως ακριβώς εκούσια (=με τη θέλησή του) άφησε να πάθει και τα άλλα, πάσχει και αυτό με εκούσια βούληση. Για αυτό λοιπόν ζητούσε να πιει» (Κ).
Αισθάνεται στο σταυρό την μέγιστη και φλογερότερη δίψα μετά τον ιδρώτα του, τις μεταβάσεις και επανόδους του μεταξύ Καϊάφα, Ηρώδου, Πιλάτου, τα λόγια του, την φραγγέλωσή του και τα καρφιά (b).
Η δίψα ήταν ένα από τα σκληρότερα μαρτύρια των σταυρωμένων, οι οποίοι κατακαίγονταν από σφοδρό πυρετό, που προξενούνταν από τα τραύματα σε χέρια και πόδια και από το αναγκαστικό τέντωμα του σώματος για ώρες ολόκληρες (F).
Οι τιμωρίες του Άδη παριστάνονται ως ανυπόφορη δίψα στο παράπονο του πλουσίου, ο οποίο ζητούσε σταγόνα ύδατος, για να δροσίσει τη γλώσσα του. Για απαλλαγή μας από την αιώνια αυτή δίψα, στην οποία είχαμε καταδικαστεί, υποφέρει τώρα ο Χριστός από δίψα, από την οποία φλογίζονται τα χείλη του.
Ιω. 19,29 σκεῦος οὖν ἔκειτο ὄξους μεστόν(1)· οἱ δὲ πλήσαντες σπόγγον ὄξους καὶ ὑσσώπῳ περιθέντες(2) προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι.
Ιω. 19,29 Ευρίσκετο κάτω εκεί ένα δοχείον γεμάτο ξύδι. Αυτοί δε που ήκουσαν τον λόγον του Ιησού, εβούτηξαν ένα σφουγγάρι στο δοχείον αυτό, το εγέμισαν ξύδι και αφού το έβαλαν ανάμεσα εις ένα κλωνάρι υσσώπου, το έφεραν κοντά στο στόμα του.
(1) Το ποτό που προσφέρθηκε ήδη στον Ιησού δεν είναι το ναρκωτικό, το οποίο αρνήθηκε αυτός να πιει κατά τη στιγμή της σταύρωσης και το οποίο ήταν κρασί εσμυρνισμένο (Μάρκ. ιε 23) ή κρασί αναμιγμένο με χολή (Ματθ. κζ 34). Ο Ιησούς το απέκρουσε, διότι ήθελε να διατηρήσει την τέλεια διαύγεια του πνεύματός του μέχρι τέλους (g).
Το ξύδι αυτό ή ήταν το ποτό posca, μίγμα νερού και ξυδιού, το οποίο συνήθιζαν να πίνουν οι Ρωμαίοι στρατιώτες (F,G), ή ήταν ξύδι ετοιμασμένο ειδικά για τους καταδίκους, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από το ότι εκτός από το σκεύος, το οποίο περιείχε αυτό, υπήρχε εκεί και σπόγγος και στέλεχος υσσώπου (g).
(2) Ο ύσσωπος είναι θαμνοειδές φυτό, που χρησιμοποιούνταν στους Εβραίους σε λειτουργικούς ραντισμούς (όπως σε μας ο βασιλικός) και ταυτίζεται σήμερα από κάποιους μεν με το origanum Maru, από άλλους πάλι λιγότερο πιθανώς με την copparis pinosa ή με την thymbra spicata (κ).
Ο θάμνος αυτός είναι ύψους ενός μέχρι ενάμιση πόδι. Οπότε πρέπει να δεχτούμε ή ότι ο σταυρός δεν ήταν τόσο ψηλός όσο συνήθως παρουσιάζουν αυτόν αλλά ήταν δυνατόν με τη βοήθεια στελέχους υσσώπου να πλησιάσουν αυτοί που στέκονταν στο έδαφος στα χείλη αυτού που ήταν καρφωμένος σε αυτόν (g) ή ότι, αφού άλλωστε η δέσμη από ύσσωπο χρησιμοποιούνταν για ραντισμό (Εξόδου ιβ 22,Εβρ. θ 19), ο σπόγγος προσαρμόστηκε σε δέσμη από ύσσωπο, και χρειάστηκε και κάποιο ραβδί ή καλάμι για να ανεβαστεί αυτός μέχρι το ύψος του σταυρού. Οι συνοπτικοί δεν μιλούν για ύσσωπο αλλά και στους δύο (Ματθ. κζ 48 και Μάρκ. ιε 36) διαβάζουμε «σπόγγον όξους περιθείς καλάμω» (β).
Την περίπτωση όμως αυτήν ο g διακρίνει ως διαφορετική από αυτήν που αναφέρει ο Ιωάννης. Στα δύο πρώτα ευαγγέλια η κραυγή του Ιησού Ηλεί Ηλεί λιμά σαβαχθανεί προκάλεσε εκ μέρους κάποιου στρατιώτη πράξη ανάλογη, αλλά από αυτήν πέρασαν τρεις ολόκληρες ώρες (g).
Υπάρχει και η γραφή υσσώ περιθέντες= το στήριξαν σε ακόντιο, αλλά αυτή μαρτυρείται μόνο από έναν μικρογράμματο κώδικα του ια αιώνα. Ο σιναϊτικός, βατικανός και κάποια άλλα χειρόγραφα γράφουν: Σπόγγον ουν μεστόν όξους υσσώπω περιθέντες. Ο ύσσωπος χρησιμοποιούνταν για ραντισμό κατά τις εβραϊκές τελετουργικές καθάρσεις (Λευϊτ. ιδ 4,6, Αριθμ. ιθ 18, Ψαλμ. ν 7). Σπουδαιότερη ήταν η χρήση του υσσώπου για τον ραντισμό των θυρών των σπιτιών των Ιουδαίων κατά την περίοδο του Πάσχα σε ανάμνηση του Εξόδου ιβ 22.
Εφ’ όσον όμως ο Ιησούς κατά το τέταρτο ευαγγέλιο είναι ο αμνός του Θεού και η θύρα (Ιω. ι 7) η ενέργεια των στρατιωτών είναι ιδιαίτερα σημαντική υπενθυμίζοντας στον αναγνώστη ότι το ιουδαϊκό Πάσχα εκπληρώθηκε με τη θυσία του αληθινού πασχάλιου αμνού (χ).
Ιω. 19,30 ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς εἶπε, τετέλεσται(1), καὶ κλίνας τὴν κεφαλὴν(2) παρέδωκε τὸ πνεῦμα(3).
Ιω. 19,30 Όταν, λοιπόν, ο Ιησούς επήρε το ξύδι, είπε• “όλα έχουν πλέον τελειώσει•”. Και αφού έκλινε την κεφαλήν, παρέδωσε το πνεύμα.
(1) Ο λόγος αυτός ήταν στην καρδιά του Ιησού σύμφωνα με τον στίχο 28 και τώρα βγήκε με λόγο από το στόμα του (b). «Τελείωσαν, ολοκληρώθηκαν, δεν λείπει τίποτα» (Ζ). Αυτό αποτελεί κραυγή νίκης. Η αποστολή του Λυτρωτή έχει ήδη συντελεστεί. Σύμφωνα με τους συνοπτικούς ο Ιησούς λίγο πριν το τέλος του έκραξε με φωνή μεγάλη. Η λέξη αυτή εκφωνήθηκε με κραυγή μεγάλη (β). Το διψώ υπήρξε ο πέμπτος λόγος του Κυρίου πάνω στο σταυρό και το Τετέλεσται ο έκτος.
Οι τρεις πρώτοι μεταξύ των επτά αναφέρονται στις προσωπικές σχέσεις· ήταν η προσευχή υπέρ των δημίων του («ἄφες αὐτοῖς…» Λουκάς), η υπόσχεση που δόθηκε στο ληστή («σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» Λουκάς), οι λόγοι προς την μητέρα και τον μαθητή (Ιωάννης).
Οι τρεις επόμενοι αναφέρονται στο σωτηριώδες έργο του· η κραυγή «Θεέ μου, Θεέ μου…» (Ματθ. Μάρκος) στις ηθικές θλίψεις της εξιλαστήριας θυσίας· ο στεναγμός Διψώ (Ιωάννης) στα φυσικά του παθήματα· ο θριαμβευτικός λόγος Τετέλεσται στην ολοκλήρωση αυτών και εκείνων.
Και ο έβδομος και τελευταίος λόγος, που ξεκάθαρα μεν αναφέρεται από τον Λουκά· Πατέρα, στα χέρια σου θα παραδώσω το πνεύμα μου, υποδηλώνεται όμως από τον Ιωάννη με τη φράση «παρέδωσε το πνεύμα» αναφέρεται στον εαυτό του, στο τέλος της επίγειας ζωής του (g).
Τετέλεσται· καθετί που οι προφήτες προείπαν· καθετί που ο Πατέρας ανέθεσε σε αυτόν να φέρει σε πέρας· η δύναμη της αμαρτίας συντρίφτηκε, ο κόσμος νικήθηκε τελείως (τ).
Τετέλεσται. Η κακία και η εχθρότητα των διωκτών του ολοκλήρωσε ό,τι χειρότερο είχε να πράξει εναντίον του. Το ξύδι ήταν το τελευταίο. Η βουλή και η εντολή του Πατέρα του σχετικά με το πάθος του συντελέστηκε. Είχε πει στην αρχή του παθήματός του· Πατέρα, ας γίνει το θέλημά σου. Και τώρα λέει με ικανοποίηση· Έγινε. Τροφή δική του ήταν να τελειώσει το έργο του Πατέρα (Ιω. δ 34).
Και όταν έδωσαν σε αυτόν το ξύδι, η τροφή αυτή χόρτασε αυτόν. Όλοι οι τύποι και οι προφητείες της Π.Δ., οι οποίες αναφέρονταν στο πάθημα του Μεσσία επαληθεύτηκαν και πραγματοποιήθηκαν. Τετέλεσται. Ο τελετουργικός νόμος καταργήθηκε και οι σκιές έφυγαν. Η αλήθεια των πραγμάτων ήλθε ήδη. Την μωσαϊκή οικονομία διαδέχτηκε η χάρη και καλύτερη ελπίδα. Τελείωσε και το πάθημά του, τόσο το της ψυχής του, όσο και το του σώματός του. Όλες οι αγωνίες του και όλοι οι πόνοι του πέρασαν.
Και η ζωή του τελείωσε, διότι ήδη ήλθε η στιγμή να παραδώσει το πνεύμα. Τελείωσε και το έργο της λύτρωσης του ανθρώπου και της σωτηρίας του. Πλήρης ικανοποίηση δόθηκε στη θεία δικαιοσύνη και θανάσιμο χτύπημα στο κράτος του σατανά, και άνοιξε πηγή χάρης, η οποία διαρκώς και ανεξάντλητα θα ρέει, πηγή ειρήνης και μακαριότητας.
(2) Αυτό υποδηλώνει ότι μέχρι τη στιγμή εκείνη είχε το κεφάλι όρθιο (g). «Αλλά τώρα, επειδή τίποτα πλέον δεν απέμενε να επιτελέσει προτού πεθάνει» (Αυ), «όταν όλα συντελέστηκαν, τότε παρέδωσε το πνεύμα» (Ζ).
(3) «Αν και βέβαια η τελευταία εκπνοή δεν συμβαίνει μετά την κλίση του κεφαλιού, εδώ όμως συνέβη το αντίθετο· διότι δεν έγυρε το κεφάλι επειδή εξέπνευσε, πράγμα που συμβαίνει με εμάς. Αλλά εξέπνευσε όταν έγυρε το κεφάλι» (Χ), «για να μάθουμε, ότι, όταν θέλησε, τότε πέθανε» (Ζ).
Το παραδίνω σημαίνει πράξη που έγινε εκούσια και το ρήμα διαλέχτηκε επίτηδες για να τονίσει τον μοναδικό τρόπο του θανάτου του Κυρίου που έγινε σύμφωνα με το Ιω. ι 18 «εξουσία έχω να θυσιάσω αυτήν και εξουσία έχω πάλι να πάρω αυτήν» (β).
Δεν ήταν μόνο το θύμα, αλλά και ο θύτης. Και οι διανοητικές του δυνάμεις ως θύτη ήταν όλες σε αυτόν σε όλη τη θυσία. Η ζωή του δεν πάρθηκε από αυτόν βίαια, αλλά δόθηκε αυτοπροαίρετα. Όσοι σταυρώνονταν σήκωναν μέχρι την τελευταία τους πνοή το κεφάλι για να πάρουν αναπνοή. Αλλά ο Χριστός δείχνοντας, ότι όταν θέλησε, τότε και πέθανε, έγυρε το κεφάλι πρώτα, ετοιμάζοντας τον εαυτό του σαν σε ύπνο. Έγυρε το κεφάλι με υπακοή προς το θέλημα του Πατέρα του.
Η σύντριψη των σκελών και η νύξη της πλευράς
Ιω. 19,31 Οἱ οὖν Ἰουδαῖοι(1), ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ σαββάτῳ(2), ἐπεὶ παρασκευὴ(3) ἦν· ἦν γὰρ μεγάλη(4) ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ σαββάτου· ἠρώτησαν(5) τὸν Πιλᾶτον ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη(6), καὶ ἀρθῶσιν(7).
Ιω. 19,31 Οι Ιουδαίοι, εφρόντισαν εν τω μεταξύ να μη μείνουν επάνω στον σταυρόν τα σώματα των κρεμασθέντων κατά την διάρκειαν του Σαββάτου. Διότι η ημέρα αυτή ήτο ημέρα προπαρασκευής δια το αυριανόν Πασχα. Ήταν δε μεγάλη και επίσημος η ημέρα εκείνη του Σαββάτου. Παρεκάλεσαν, λοιπόν, τον Πιλάτο να σπάσουν οι στρατιώται τα σκέλη των σταυρωθέντων, και να τους πάρουν απ' εκεί.
(1) «Οι Ιουδαίοι πάλι, που καταπίνουν την κάμηλο και διυλίζουν τον κώνωπα, ενώ διέπραξαν τόσο μεγάλο τόλμημα, εξετάζουν με λεπτομέρεια την ημέρα» (Χ).
«Διότι να, να! ενώ φόνευσαν το Χριστό φροντίζουν πολύ για το σεβασμό του σαββάτου, και ενώ εξύβρισαν το νομοθέτη με τα τολμήματα που ξεπερνούν κάθε λόγο, προσποιούνται την ευλάβεια προς τον νόμο» (Κ).
(2) Το Δευτερονόμιο (κα 23) θέσπιζε για τον σταυρωμένο ότι δεν θα μείνει νεκρό το σώμα του πάνω στο ξύλο, αλλά με ταφή θα θάψετε αυτόν εκείνη την ημέρα» (Ζ).
Δες και Ιησού Ναυή η 29,ι 26,Ιωσήπου Περί Ιουδ. Πολ. ΙV,5,2. Οι Ρωμαίοι συνήθως άφηναν τα σώματα των καταδίκων πάνω στο σταυρό και γίνονταν λεία των σαρκοφάγων πετεινών ή θηρίων ή και αποσυντίθενταν εκεί (g).
Δεν υπήρχε όμως και νόμος που να απαγορεύει την ταφή. Δες Quintiliani, Declam VI και Φίλωνος προς Φλάκκ. 10, όπου μαρτυρείται η παράδοση στους συγγενείς πτωμάτων που κατεβάστηκαν από το σταυρό και θάφτηκαν.
Για αυτό παρόλο που ο Πιλάτος μπορούσε σε συνηθισμένες περιστάσεις να αρνηθεί στα μέλη του συνεδρίου ό,τι ζητούσαν από αυτόν, δεν εμποδιζόταν όμως και από κάποιο νόμο να ενδώσει στην επιθυμία τους. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την οποία η Ιερουσαλήμ πλημμυριζόταν από πλήθος προσκυνητών που ήλθαν για το Πάσχα, ήταν επιθυμητό να αποφευχθεί κάθε σύγκρουση μεταξύ Ιουδαίων και της Ρωμαϊκής εξουσίας (β).
(3) Αυτοί που υποστηρίζουν ότι και κατά τον Ιωάννη ο ιουδαϊκός λαός είχε ήδη γιορτάσει το Πάσχα κατά το προηγούμενο απόγευμα, δίνουν στη λέξη παρασκευή την σημασία που και σε μας επικρατεί, κατά την οποία δηλώνει την έκτη ημέρα της εβδομάδας Παρασκευή, και εξηγούν την ιδιαίτερη ιερότητα του Σαββάτου που ακολουθούσε με το γεγονός ότι το Σάββατο αυτό ανήκε στην πασχάλια εβδομάδα. Υπενθυμίζουν επίσης ότι στις 16 Νισάν γιορταζόταν η προσφορά του ιερού δράγματος, πράξη λατρείας γνωστότατη, με την οποία κάθε έτος άρχιζε ο θερισμός.
Αλλά η 16 του Νισάν ήταν τόσο λίγο ημέρα αργίας, ώστε το απόγευμα της 15 προς την 16 μετά την δύση του ηλίου γινόταν η κοπή των στάχυων. Επιπλέον η 16 του Νισάν στο Λευϊτικό κγ 11-14 ονομάζεται επαύριον της πρώτης και επαύριον των σαββάτων. Πώς ήταν λοιπόν δυνατόν αυτή να είναι επισημότερη από την 15 Νισάν; Όσον αφορά τώρα στη σημερινή έννοια της λέξης παρασκευή (=έκτη της εβδομάδας) αποκλείεται αυτή και από την έλλειψη του άρθρου.
Τέλος το «γαρ» που ακολουθεί («ἦν γὰρ μεγάλη…») θέτει σαφώς την ιδέα της προπαρασκευής σε λογική σχέση με αυτήν της έκτακτης αγιότητας του Σαββάτου, το οποίο επρόκειτο να αρχίσει από την 6η εσπερινή ώρα. Από αυτό έπεται ότι η στιγμή του θανάτου του Ιησού ήταν η εσπέρα της 14 και όχι αυτή της 15 Νισάν, διότι η ημέρα της αργίας επρόκειτο να αρχίσει και όχι να λήξει. Οι λέξεις «ἐπεὶ παρασκευὴ ἦν» σημαίνουν συγχρόνως προπαρασκευή του Σαββάτου (ως Παρασκευή) και προπαρασκευή της μεγάλης ημέρας του Πάσχα (ως παραμονή της 15 Νισάν).
Υπήρχε λοιπόν διπλή προπαρασκευή κατά την ημέρα εκείνη, διότι η επομένη ήταν συγχρόνως σάββατο εβδομάδας και μέγα Σάββατο δηλαδή η πρώτη ημέρα της γιορτής. Με τις λέξεις «ἐπεὶ παρασκευὴ ἦν» ο ευαγγελιστής υπενθυμίζει, ότι η ουσιώδης πράξη της προπαρασκευής δηλαδή ο σφαγιασμός του αμνού είχε γίνει στο ναό κατά τη στιγμή εκείνη και μετά από κάποιες ώρες άρχισε το πασχάλιο δείπνο (g).
(4) «Λέει μεγάλη την ημέρα εκείνου του σαββάτου, διότι δεν είχε την ιερότητα μόνο ως σάββατο, αλλά επειδή σε αυτό έλαχε και η γιορτή των αζύμων· ήταν δηλαδή διπλή γιορτή. Αυτού του είδους τα σάββατα λοιπόν τα ονόμαζαν σάββατα σαββάτων, σαν να λέμε τίμια τιμίων, γιορτές γιορτών, για το διπλό της γιορτής» (Ζ).
(5) «Παρακάλεσαν, ζήτησαν» (Ζ).
(6) «Να συντριβούν τα σκέλη τους για να πεθάνουν γρηγορότερα» (Ζ). Υπήρχε στους Ρωμαίους η συνήθεια της σκελοκοπίας (crucifragium), με την οποία «προκαλούσαν, μέσω της αφόρητης πλέον κάκωσης, θερμότερη την έφοδο του θανάτου σε αυτούς που ήταν ήδη κουρασμένοι» (Κ).
Το μοιραίο ερχόταν πιθανώς με την αιφνίδια ένταση και υπερβολή του πόνου, τη στιγμή που ο πάσχων ήταν ήδη σε κατάσταση έσχατης εξάντλησης (ο). Οσοδήποτε όμως σκληρά και αν ήταν τα πλήγματα όταν δίνονταν σε υγιή και ισχυρό άνδρα, ήταν παρόλ’ αυτά ευεργετικά εάν συντελούσαν στο να επέλθει γρήγορα το τέλος του μαρτυρίου, το οποίο υφίστατο αυτός που αργά πέθαινε στο σταυρό (β).
(7) Ίσως δεν σημαίνει μόνο την απόσπαση από το σταυρό, αλλά και τον εξαφανισμό. Για τον τελευταίο αυτόν ενδιαφέρονταν κυρίως οι Ιουδαίοι (g).
Ιω. 19,32 ἦλθον(1) οὖν(2) οἱ στρατιῶται(1), καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη καὶ τοῦ ἄλλου(3) τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ(4)·
Ιω. 19,32 Ήλθαν πράγματι οι στρατιώται στον Γολγοθάν κατά διαταγήν του Πιλάτου και του μεν πρώτου ληστού έσπασαν τα σκέλη, όπως επίσης και του άλλου, που είχε σταυρωθή μαζί με τον Ιησού.
(1) «Οι στρατιώτες που διατάχτηκαν αυτό από τον Πιλάτο» (Ζ). Η λέξη «ήλθαν» ερμηνεύεται φυσικότερα, εάν δεχτούμε ότι ανατέθηκε σε άλλους στρατιώτες το έργο της συντριβής των σκελών και όχι στους ίδιους, οι οποίοι είχαν διενεργήσει τη σταύρωση (g).
(2) Ως συνέπεια των διαταγών του Πιλάτου που εκδόθηκαν από την προς αυτόν παράκληση των Ιουδαίων (ο)· «εκπληρώνοντας το αίτημα των Ιουδαίων» (Κ).
(3) Άρα και του μετανοημένου ληστή. Πόνους συχνά δοκιμάζουν και αυτοί που επέστρεψαν και ίσο ποσό εξωτερικών σωματικών δεινών με τους κακούς (b).
Ο ένας από αυτούς τους ληστές είχε μετανοήσει και είχε λάβει από τον Χριστό βεβαίωση ότι μετά από λίγο θα ήταν μαζί του στον Παράδεισο. Και όμως πέθανε με τους ίδιους πόνους και με τον ίδιο οικτρό τρόπο, με τον οποίο και ο μη μετανοημένος ληστής. Πολλοί πηγαίνουν στον ουρανό, μολονότι έχουν αλυσίδες στα χέρια και πεθαίνουν με πίκρα και θλίψη. Οι σκληρές αγωνίες του θανάτου δεν εμποδίζουν τις ανείπωτες ανέσεις, οι οποίες αναμένουν τις άγιες ψυχές μετά θάνατον.
(4) «Με τον Χριστό δηλαδή» (Ζ)
Ιω. 19,33 ἐπὶ δὲ τὸν Ἰησοῦν ἐλθόντες(1) ὡς εἶδον αὐτὸν(2) ἤδη τεθνηκότα(3), οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη(4),
Ιω. 19,33 Όταν όμως ήλθαν στον Ιησού, επειδή είδαν, ότι αυτός είχε ήδη πεθάνει, δεν του έσπασαν τα σκέλη,
(1) «Ήλθαν σε αυτόν τελευταίο, θέλοντας να τον εξευτελίσουν περισσότερο, για χαρά των Ιουδαίων» (Ζ)· για να προξενήσουν σε αυτόν περισσότερο παρατεταμένους πόνους (b). Ήλθαν με τέτοιες προθέσεις, αλλά η απόφαση του Θεού ήταν άλλη. Οποιεσδήποτε και αν είναι οι αποφάσεις των ανθρώπινων καρδιών, η απόφαση του Κυρίου θα κυριαρχήσει.
(2) Άλλη απόδειξη του πραγματικού θανάτου του Ιησού είναι ότι τα πεπειραμένα μάτια των στρατιωτών αυτών δεν ανακάλυψαν κάποιο σημάδι ζωής (ο). Ο σιναϊτικός κώδικας γράφει: εύρον αυτόν ήδη τεθνηκότα αντί για το ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα.
(3) Σύμφωνα με το Μάρκου ιε 44 ο Πιλάτος δοκίμασε έκπληξη διότι ο Ιησούς είχε πεθάνει τόσο γρήγορα· διότι στους σταυρωμένους υπήρχαν και περιπτώσεις κατά τις οποίες ο θάνατος αργούσε να έλθει για δύο ή και τρεις μέρες. Η εξαιρετικά λεπτή φύση μπορεί να αντέξει στη φυσική αγωνία λιγότερο από όσο η πιο βάναυση· ο Ιησούς όμως ήταν ο τέλειος άνθρωπος (β). Αλλά επιπλέον δειχνόταν ότι ο Ιησούς έδωσε τη ζωή του εκούσια και πέθανε όταν αυτός θέλησε.
(4) «Επειδή βρήκαν τον Ιησού να έχει γύρει το κεφάλι, και επειδή τον έπιασαν να έχει ήδη εκπνεύσει, νομίζουν μάταιο πλέον το να του συντρίψουν τα πόδια» (Κ).
Ιω. 19,34 ἀλλ᾿ εἷς τῶν στρατιωτῶν(1) λόγχῃ(2) αὐτοῦ τὴν πλευρὰν(3) ἔνυξε(4), καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ(5).
Ιω. 19,34 αλλά ένας στρατιώτης, δια κάθε ενδεχόμενον, του ετρύπησε την πλευράν με την λόγχην• και αμέσως έτρεξε από εκεί αίμα και νερό καθαρόν.
(1) «Επειδή λοιπόν για λίγο έδειξαν δυσπιστία για το αν είχε ήδη πεθάνει, τον χτυπούν με λόγχη στην πλευρά» (Κ). Η γλώσσα του κειμένου υπονοεί ότι ο στρατιώτης επιζητούσε να διαπιστώσει με βεβαιότητα ότι ο Ιησούς ήταν νεκρός (β). Αν και τα πεπειραμένα τους μάτια είδαν, ότι ήταν ήδη νεκρός, δεν προσπέρασαν, αλλά κατέστησαν το γεγονός του θανάτου του απολύτως βέβαιο με τον αναφερόμενο τρόπο (ο).
Ο Ωριγένης στο Ματθ. κζ 54 φαίνεται να λέει, ότι το τρύπημα με τη λόγχη δινόταν μερικές φορές αντί για τη δική μας χαριστική βολή, για να επισπεύσει το θάνατο των εσταυρωμένων.
(2) Λέγεται μία φορά. Δόρυ με σίδερο οπλισμένο (G). Μακρύ ελαφρύ ακόντιο όχι τόσο βαρύ όσο ο ύσσος (pilum), ο οποίος ήταν το συνηθισμένο όπλο των Ρωμαίων στρατιωτών (β). Τρύπησε με την αιχμή του όπλου δηλαδή με το τριγωνικό σιδερένιο κεφάλι της λόγχης (ο), η οποία δεν θα έθιγε τα οστά του Ιησού (b).
(3) Πιθανώς είχε σκοπό να πλήξει την καρδιά, διότι δεν μπορούμε να υποθέσουμε, ότι η θέση του τραύματος προήλθε από τυχαίο πλήγμα ή ότι τρύπησε την αριστερή πλευρά του Ιησού, διότι πλησίασε το σώμα από εκείνο το μέρος (ο). Η Αιθιοπική όμως μετάφραση (ΣΤ΄ αιώνας) λέει ότι τρυπήθηκε η δεξιά πλευρά, και αυτό ήταν ευρύτατα δεκτό κατά τους αρχαίους χρόνους (δες και Acta Pilati B XI).
Και στη λειτουργία του Χρυσοστόμου (στην Προσκομιδή) συναντιέται η διάταξη: νύττει αυτόν στο «δεξιό» μέρος με λόγχη (β). Μολονότι το δεξί του λειτουργού που νύττει αντιστοιχεί προς το αριστερό του νυττομένου αμνού. Τίποτα παρόλ’ αυτά δεν είναι βέβαιο ως προς το ποια πλευρά τρυπήθηκε.
(4) Λέγεται μία φορά. Συχνά λέγεται στον Όμηρο για βαρύτερα καθώς και για θανάσιμα τραύματα, τα οποία επιφέρονται εναντίον κάποιου (G). Γενικώς όμως χρησιμοποιείται για ελαφρά αγγίγματα. Δες Σοφία Σειράχ κβ 19 και Γ΄ Μακαβ. ε 14. Από το Ιω. κ 25 φαίνεται ότι το τραύμα υπήρξε ευρύ (β). Λιγότερο μαρτυρημένη γραφή, που συναντιέται και στη Βουλγάτα aperuit (=άνοιξε)=
«με την έννοια ότι η οδός της ζωής άνοιξε, από την οποία απέρρευσαν τα μυστήρια της εκκλησίας, χωρίς τα οποία δεν υπάρχει κάποια είσοδος στη ζωή, η οποία είναι η αληθινή ζωή» (Αυ).
Η γραφή προήλθε από παραφθορά (ήνυξε, ένοιξε) της αυθεντικής.
(5) «Είναι υπερφυσικό το πράγμα, και ξεκάθαρα διδάσκει, ότι αυτός που τρυπήθηκε είναι κάτι ανώτερο από άνθρωπος. Διότι από νεκρό άνθρωπο, και αν ακόμη μύριες φορές τρυπήσει κάποιος δεν θα βγει αίμα» (Ζ).
«Μυστήριο απόρρητο τελούνταν· διότι βγήκε νερό και αίμα» (Χ). «Των μεν άλλων λοιπόν νεκρών το αίμα πήζει και δεν τρέχει νερό καθαρό. Το παράδοξο όμως με το νεκρό σώμα του Ιησού ήταν ότι χύθηκε από τις πλευρές αίμα και νερό» (Ω).
Το αίμα εκείνο που έρευσε ήταν παράδοξο· αλλά και το νερό που βγήκε ακόμη περισσότερο παράδοξο. Ότι όμως και τα δύο βγήκαν κατά τον ίδιο χρόνο και όμως χωρισμένα μεταξύ τους υπήρξε το πιο καταπληκτικό από όλα. Από ποιό μέρος του σώματος το αίμα και το νερό βγήκε, από το στήθος ή από την καρδιά ή από κάποιο άλλο; Ποιός μπορεί να καθορίσει; Το νερό υπήρξε διαυγές και πραγματικό· όπως και το αίμα υπήρξε καθαρό και πραγματικό… Η διαβεβαίωση του ευαγγελιστή, ο οποίος υπήρξε συγχρόνως θεατής και μάρτυρας, δείχνει τόσο την αλήθεια, όσο και το μεγαλείο του θαύματος και του μυστηρίου (b).
Ότι το να εκρεύσει αίμα από νεκρό σώμα είναι αφύσικο αναγνωρίστηκε γενικά. Για αυτό το φαινόμενο προτάθηκαν διάφορες φυσικές εξηγήσεις από κάποιους από τους νεώτερους ερμηνευτές. Έτσι η λόγχη ίσως έπληξε διάφορα αιμοφόρα αγγεία, και ενδέχεται να ήλθε σε επαφή με σημεία, στα οποία από εσωτερική αιμορραγία είχε συσσωρευτεί αίμα, και όπου ο ορρός και ο πλακούντας ήταν σε κατάσταση χωρισμού· και κατ’ αρχάς μεν έρρευσε ο ορός μόνος, όταν όμως η λόγχη μπήκε βαθύτερα ίσως έθιξε και σημεία, όπου το αίμα ήταν ρευστό (Ebrard).
Αλλά όταν πληγεί ένα μεγάλο αιμοφόρο αγγείο κάποιου νεκρού, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να εκρεύσει από το τραύμα αίμα μελανωπό καλυμμένο από στρώμα ορρού. Είναι όμως ελάχιστα πιθανό ότι κάτι τέτοιο θα χαρακτηριζόταν από τον Ιωάννη ως αίμα και νερό (g).
Ο W. Stroud εισηγήθηκε ότι ο θάνατος του Ιησού προήλθε από διάρρηξη της καρδιάς, το οποίο εξηγεί γιατί επήλθε ο θάνατος τόσο σύντομα, και ότι το αίμα και νερό ήταν τα χωρισμένα μεταξύ τους θρόμβος και ορρός της ποσότητας του αίματος που διέφυγε στον περικάρδιο σάκκο, τον οποίο η λόγχη τρύπησε. Αλλά αυτό προϋποθέτει, ότι το τραύμα δόθηκε στην αριστερή πλευρά, για το οποίο όμως δεν έχουμε καμία βέβαιη ένδειξη, αλλά τελείως αντίθετα η παράδοση μιλά για τη δεξιά πλευρά.
Επιπλέον ο C. Creighton παρατήρησε, ότι το αίμα που διέφυγε σε κάποια κοιλότητα εσωτερική από ρήγμα ενός μεγάλου οργάνου δεν εκδηλώνει τάση χωρισμού σε θρόμβο και ορρό αλλά μένει παχύ σκοτεινό κόκκινο αίμα (β). Οι εξηγήσεις αυτές παραμένουν αρκετά απίθανες.
Η φράση αίμα και νερό δηλώνει με τρόπο φυσικό δύο ουσίες που έρρευσαν συγχρόνως, αλλά χωριστές, για τα μάτια του θεατή. Δεν απομένει μπροστά μας παρά μία εξήγηση· να δεχτούμε, ότι το γεγονός αυτό το μυστηριώδες συνέβη παρά τους νόμους της κοινής φυσιολογίας και ότι σχετίζεται με την εξαιρετική φύση σώματος, το οποίο η αμαρτία δεν αλλοίωσε ποτέ, και το οποίο βάδιζε προς την ανάσταση, χωρίς να πρόκειται να διέλθει πρώτα από την αποσύνθεση.
Από τη στιγμή του θανάτου αρχίζει γενικώς η πρόοδος της αποσύνθεσης. Το σώμα του Ιησού έπρεπε από τη στιγμή αυτή να πάρει διαφορετικό δρόμο. Μπήκε στην οδό της δόξας. Εκείνος ο οποίος υπήρξε ο άγιος του Θεού, με την απόλυτη έννοια της λέξης, εξαιρέθηκε επίσης από την διαφθορά (Ψαλμ. ιε 10). Αυτή είναι η έννοια την οποία ο ευαγγελιστής θέλησε να προσδώσει στο μοναδικό αυτό και χωρίς κάποιο προηγούμενο φαινόμενο (g).
Έτσι νέα διαθήκη επικυρώθηκε. Η προς Εβραίους επιστολή υπενθυμίζει στους αναγνώστες της, ότι η πρώτη διαθήκη βεβαιώθηκε με αίμα και νερό και ύσσωπο (Εβρ. θ 19) (χ).
Ο θάνατος του Κυρίου υπήρξε τελείως διαφορετικός από το θάνατο όλων των υπόλοιπων ανθρώπων και φανέρωσε την καλυπτόμενη από την ανθρώπινη φύση θεία προσωπικότητά του με το γεγονός, ότι η διαφθορά και η σήψη, η οποία για μας αρχίζει αμέσως από την πρώτη στιγμή του θανάτου μας, υπήρξε ξένη με το άχραντο σώμα του. Υπήρχε θεία ζωή στο ανθρώπινο σώμα του Ιησού Χριστού, πάνω στην οποία ο θάνατος δεν είχε κάποια εξουσία ή δύναμη. Η νίκη του θανάτου πάνω του υπήρξε προσωρινή και σύντομη, όμοια με τις καλοκαιρινές νύχτες των βορείων περιοχών της γης, στις οποίες το λυκόφως δεν παύει να φωτίζει μέχρι τη στιγμή κατά την οποία το λυκαυγές διαδέχεται αυτό.
Εκτός από την εξήγηση αυτή υπάρχουν στους Πατέρες και συμβολικές εξηγήσεις του μυστηριώδους φαινομένου. Η επικρατούσα, την οποία κάποιοι από τους νεώτερους (χ,τ) θεωρούν ότι επιβεβαιώνεται και από τον ίδιο τον ευαγγελιστή (Α΄ Ιωάννου ε 16) είναι: «Αυτές οι πηγές δεν βγήκαν από το σώμα του απλώς και ως έτυχε, αλλά επειδή από αυτά τα δύο συστάθηκε η Εκκλησία. Και το γνωρίζουν αυτοί που μυούνται στα μυστήρια, που αναγεννιούνται μεν με νερό, τρέφονται δε με αίμα και σάρκα. Από εδώ λαμβάνουν αρχή τα μυστήρια, ώστε, όταν προσέρχεσαι στο φρικτό ποτήριο, να προσέρχεσαι έτσι, σαν να πίνεις από αυτήν την πλευρά» (Χ).
«Διότι το άγιο βάπτισμα είναι όντως του Χριστού και από το Χριστό και η δύναμη της μυστικής ευλογίας (=της Θείας Ευχαριστίας) γεννήθηκε ξανά σε εμάς από την αγία του σάρκα» (Κ).
«Εκείνο το αίμα χύθηκε για την άφεση των αμαρτιών· το νερό εκείνο… χορηγεί μία και μόνη φορά το λουτρό του βαπτίσματος» (Αυ).
Άλλη αλληγορία λιγότερο διαδεδομένη: «Αναβλύζει αίμα και νερό εγκαινιάζοντας δύο βαπτίσματα, αυτό του αίματος, του μαρτυρίου, και αυτό του νερού, της αναγέννησης» (Ζ).
Ερμηνεύεται αλληγορικά επίσης και το τρύπημα της πλευράς: «Τρυπιέται με τη λόγχη στην πλευρά ο Σωτήρας λόγω της τρυπημένης από την αμαρτία πλευρά του Αδάμ, δηλαδή την Εύα, θεραπεύοντας με την πληγή της πλευράς την πληγή της πλευράς» (Ζ).
«Ο δεύτερος αυτός Αδάμ έγυρε το κεφάλι και κοιμήθηκε πάνω στο σταυρό, έτσι ώστε μία σύζυγος [η εκκλησία] να φτιαχτεί για Αυτόν από εκείνο, το οποίο έρρευσε από την πλευρά αυτού που κοιμόταν. Ω θάνατε, μέσω του οποίου οι νεκροί αναστήθηκαν ξανά στη ζωή! Τι μπορεί να είναι καθαρότερο από το αίμα αυτό; Τι ιαματικότερο από το τραύμα αυτό;» (Αυ).
Ιω. 19,35 καὶ ὁ ἑωρακὼς(1) μεμαρτύρηκε(2), καὶ ἀληθινὴ(3) αὐτοῦ ἐστιν ἡ μαρτυρία, κἀκεῖνος οἶδεν(4) ὅτι ἀληθῆ λέγει, ἵνα καὶ ὑμεῖς(5) πιστεύσητε(6).
Ιω. 19,35 Αυτό το γεγονός, εκείνος που το είδε με τα ίδια του τα μάτια το εβεβαίωσε κατά τον πλέον επίσημον τρόπον και η μαρτυρίαν του αυτή είναι απολύτως αληθινή. Και εκείνος γνωρίζει πολύ καλά ότι λέγει την αλήθειαν δια το θαυμαστόν αυτό γεγονός, ώστε και σεις να πιστεύσετε.
(1) «Και αυτός που το είδε»… Αυτοί που αμφισβήτησαν τη γνησιότητα του δ΄ ευαγγελίου παρατήρησαν εδώ ότι ο συγγραφέας του ευαγγελίου διακρίνεται ξεκάθαρα από τον απόστολο και παρουσιάζεται ως αυτός που διερμηνεύει την προφορική μαρτυρία του αποστόλου. Προβλήθηκε λοιπόν ως επιχείρημα υπέρ αυτής της εκδοχής, ότι το «και εκείνος» δηλώνει εδώ τον πραγματικό συγγραφέα, που είναι διαφορετικός από τον Ιωάννη.
Αλλά το εκείνος χρησιμοποιείται στο Ιω. θ 37 από αυτόν που μιλά για τον εαυτό του. Παράλληλο επίσης ομοιότατο βρίσκεται και στον Ιώσηπο (Ιουδ. Πολ. ΙΙΙ, 7,16) όπου χρησιμοποιείται από τον ίδιο τον Ιώσηπο που γράφει για τον εαυτό του η αντωνυμία εκείνος. Γραμματικά εδώ το εκείνος χρησιμοποιείται για έμφαση σε επανάληψη του «αὐτοῦ» που αμέσως προηγήθηκε (αληθινή «αὐτοῦ» εστίν η μαρτυρία) όπως και στο Ιω. ζ 29 (Εγώ γνωρίζω αυτόν διότι από αυτόν είμαι, και εκείνος με…». Δες και ι 1,6 (β).
Άλλωστε εάν ο συγγραφέας του δ΄ ευαγγελίου ήταν άλλος από τον Ιωάννη, με ποιο δικαίωμα θα μαρτυρούσε για τη συνείδηση, την οποία έχει ο Ιωάννης («εκείνος ξέρει ότι λέει την αλήθεια») για το ότι η μαρτυρία του είναι αληθινή; (g).
Ο ε ω ρ α κ ώ ς «αυτός που είδε αυτά… δεν τα άκουσε από άλλον» (Ζ). «Δεν άκουσα από άλλους, αλλά ο ίδιος ήμουν παρών και είδα» (Χ).
(2) Ό,τι είδε με την ιδιότητά του ως αποστόλου, το μαρτύρησε με την ιδιότητά του ως ευαγγελιστή (b). Ο παρακείμενος δηλώνει αυτό που σώζεται στο αποτέλεσμα. Αυτή η μαρτυρία του Ιωάννη βρίσκεται μπροστά μας πάντοτε παρούσα (κ).
(3) Ο σιναϊτικός κώδικας μόνο γράφει αληθής. Το αληθινή όμως δεν σημαίνει, όπως αλλού, αληθής, αλλά μαρτυρία πραγματική, που εκφράζει γεγονός, το οποίο πράγματι συνέβη μπροστά στα μάτια του μάρτυρα (g). Αξιόλογη και η επόμενη: Η λέξη σημαίνει όχι μόνο, ότι το συμβάν είναι ιστορικά αληθινό, αλλά και ότι η παρεχόμενη έκθεση αυτού εκπροσωπεί την πνευματική σημασία και πραγματικότητα των εξωτερικών γεγονότων (μ).
Ο αγαπημένος μαθητής μαρτυρεί ιδιαίτερα και για τη σημασία του συμβάντος. Θεώρησε δηλαδή ότι η κάθαρση (νερό) και η νέα ζωή (αίμα) έρρευσαν από τη συντελεσμένη ήδη θυσία του αμνού του Θεού (χ).
(4) «Με ακρίβεια ξέρει αυτό» (Ζ). Ο ευαγγελιστής εδώ επικαλείται τη συνείδησή του για την αλήθεια της μαρτυρίας του (ο).
«Λέει ότι ο μαθητής που έδωσε μαρτυρία για αυτά, αυτός ο ίδιος έγινε μάρτυρας και θεατής του πράγματος, και γνωρίζει αληθινά, ότι έδωσε μαρτυρία για αληθινά πράγματα, φανερώνοντας με αυτό που είπε τον εαυτό του και όχι βεβαίως κάποιον άλλον. Διότι αρνήθηκε να μιλήσει πιο ξεκάθαρα για τον εαυτό του, αποκρούοντας την εντύπωση της φιλοδοξίας ως ένα πράγμα ασεβές και ως τη χειρότερη ασθένεια» (Κ).
(5) Έτσι ώστε από το αναφερθέν γεγονός και από αυτά που θα αναφερθούν στη συνέχεια να στηριχτείτε στην πίστη, διότι τα γεγονότα αυτά άλλοτε είχαν στηρίξει την πίστη και του ίδιου του συγγραφέα (g).
(6) Με έννοια απόλυτη= όχι απλώς, ότι αυτά είναι αληθινά, αλλά ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός (b).
«Διαβεβαιώνει λοιπόν ο σοφότατος ευαγγελιστής από τα συμβάντα τους ακροατές, ότι ακριβώς αυτός είναι ο Χριστός, που από παλιά προφητευόταν από την Αγία Γραφή. Διότι η έκβαση των πραγμάτων έγινε σύμφωνα ακριβώς με αυτά που είχαν γραφτεί για αυτόν» (Κ). Ο σιναϊτικός και βατικανός κώδικας γράφουν· πιστεύητε αντί για το πιστεύσητε.
Ιω. 19,36 ἐγένετο γὰρ ταῦτα, ἵνα ἡ γραφὴ(1) πληρωθῇ, ὀστοῦν οὐ συντριβήσεται αὐτοῦ(2).
Ιω. 19,36 Διότι έγιναν όλα αυτά, δια να εκπληρωθή η προφητεία της Γραφής• Δεν θα συντριβή κανένα από τα οστά του.
(1) Εδώ σημαίνει μέρος ή κάποια περικοπή της γραφής. Δες και Μάρκ. ιβ 10,Λουκά δ 21,Πράξ. α 16 (G).
(2) Γύρω στα 60 χειρόγραφα γράφουν απ’ αὐτοῦ αντί για «αὐτοῦ». Η προφητεία αυτή έχει παρθεί από το Εξόδου ιβ 46 και Αριθμοί θ 12, και όχι από το Ψαλμ. λγ 21, διότι το τελευταίο αυτό χωρίο αναφέρεται σε διατήρηση της ζωής του δικαίου, όχι όμως στη διατήρηση της ακεραιότητας του σώματός του (g).
«Διότι αν και αυτό ειπώθηκε για τον αμνό [τον πασχάλιο] των Ιουδαίων, αλλά χάριν της αλήθειας ο τύπος προηγήθηκε και βρήκε εφαρμογή περισσότερο σε αυτό το γεγονός» (Χ).
«Διότι εκείνος ο αμνός ήταν τύπος αυτού» (Θφ).
Ο πασχάλιος αμνός της Π.Δ. δεν σφαζόταν μόνο για ανάμνηση της εξόδου από την Αίγυπτο, αλλά ήταν και προσφορά (Αριθμ. θ 12) και δεν ήταν σωστό να ακρωτηριάζεται. Η προσφορά πρέπει να είναι τέλεια. Αυτό κατά τον Ιωάννη υπήρξε προφητική διάταξη και αναφερόταν στον τρόπο του θανάτου Εκείνου, ο οποίος ήταν ο αληθινός πασχάλιος αμνός, και σε αυτό συμφωνεί και ο Παύλος με όσα λέει στο Α΄Κορ. ε 7 (β).
Ο πασχάλιος αμνός ανήκε στο Θεό και εικόνιζε τον αμνό του Θεού. Να γιατί ο νόμος απαγόρευε ρητά κάθε βίαιη και σκληρή μεταχείρισή του. Για αυτό και τα υπολείμματα των σαρκών έπρεπε να κατακαούν αμέσως μετά το δείπνο (g).
Πολύ αξιόλογες και οι επόμενες παρατηρήσεις: Η εβραϊκή λέξη που αντιστοιχεί στη λέξη οστά σημαίνει και την δύναμη. Δεν έπρεπε λοιπόν κανένα οστό του Χριστού να συντριβεί, για να δειχτεί, ότι αν και ο Κύριος πέθανε με ασθένεια, η δύναμή του στο να σώζει παρέμεινε άθραυστη και ακέραιη. Η αμαρτία συντρίβει τα οστά μας, όπως συνέτριψε και του Δαβίδ τα οστά (Ψαλμ. ν 10 «θα αγαλλιάσουν οστά ταπεινωμένα»). Δεν συνέτριψε όμως και τα οστά του Χριστού, ο οποίος στάθηκε άθραυστος κάτω από το βάρος των αμαρτιών μας ώστε να μας σώζει για πάντα.
Ιω. 19,37 καὶ πάλιν ἑτέρα γραφὴ λέγει(1)· ὄψονται(2) εἰς ὃν ἐξεκέντησαν(3).
Ιω. 19,37 Και πάλιν άλλη προφητεία της Γραφής λέγει• Θα ιδούν εκείνον, τον οποίον λόγχισαν.
(1) Πρόκειται για το Ζαχαρίου ιβ 10. Εάν ο προφητικός τύπος του πασχαλινού αμνού εκπληρώθηκε «αρνητικά», διότι τα σκέλη του Ιησού «δεν» συντρίφτηκαν όπως συνηθιζόταν σε όσους εκτελούνταν με σταυρό, η προφητεία του Ζαχαρία εκπληρώθηκε «θετικά» με το λογχισμό της πλευράς (β).
(2) Η αντίστοιχη λέξη του εβραϊκού πρωτοτύπου έχει την έννοια της έντονης προσοχής και συνδέεται με μεσσιανική προφητεία, σύμφωνα με την οποία οι Ιουδαίοι υπό την επίδραση της χάρης θα στρέψουν τα βλέμματά τους προς τον Ιησού αναγνωρίζοντας αυτόν Μεσσία τους (ο). Οι Ο΄ μεταφράζουν: Επιβλέψονται πρός με. Πρόκειται για βλέμμα μετάνοιας, ικεσίας, πίστης, το οποίο θα ρίξουν οι Ιουδαίοι που επέστρεψαν σε εκείνον, τον οποίον τρύπησαν. Σκηνή συναρπαστική που περιγράφεται μεγαλοπρεπώς από τον Ζαχαρία στο ιβ 8-14 (g).
Ο Ζαχαρίας μιλά για μετάνοια της Ιερουσαλήμ. Έτσι το παρόν επεισόδιο αναφέρεται στο χρόνο, κατά τον οποίο ο Κύριος θα ελκύσει προς τον εαυτό του όλους, και αυτούς τους σταυρωτές του (τ).
Η προφητεία αυτή εκπληρώθηκε εν μέρει κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, όταν πολλοί από αυτούς που άκουσαν το κήρυγμα του Πέτρου «κατανύχτηκαν στην καρδιά». Θα εκπληρωθεί εξ’ ολοκλήρου όταν «όλος ο Ισραήλ θα σωθεί», αλλά και με οργή, όταν αυτοί που εμμένουν στην απιστία «θα δουν αυτόν αυτοί που τον τρύπησαν και θα θρηνήσουν για αυτόν» (Αποκ. α 7).
«Όταν δηλαδή θα έλθει να κρίνει, τότε θα δουν αυτόν με σώμα καλύτερο και πιο θεϊκό και θα γνωρίσουν αυτοί που τρύπησαν και θα κλάψουν» (Θφ).
(3) Οι Ο΄ βρίσκοντας ίσως ως πολύ έντονο και ανάρμοστο για τον Ιεχωβά το ρήμα που υπάρχει στο πρωτότυπο εβραϊκό, μεταφράζουν «ανθ’ ων κατωρχήσαντο»= ύβρισαν το Θεό με την ειδωλολατρεία (g). Η φυσική όμως μετάφραση της αντίστοιχης Εβραϊκής λέξης είναι εξεκέντησαν, η οποία ακολουθείται και από τους Θεοδοτίωνα και Ακύλα, ενώ ο Σύμμαχος μεταφράζει επεξεκέντησαν (β).
Για να καταλάβουμε καλά, τι ο Ιωάννης αισθάνθηκε κατά τη στιγμή, την οποία περιγράφει εδώ, ας φανταστούμε έναν πιστό Ιουδαίο, που γνωρίζει καλά την Π.Δ. και βλέπει να πλησιάζουν οι στρατιώτες, για να συντρίψουν τα σκέλη των τριών καταδίκων. Τι πρόκειται να συμβεί ως προς το σώμα του Μεσσία, το οποίο είναι ιερότερο από το σώμα του πασχάλιου αμνού; Και να που με συρροή περιστατικών ανέλπιστη το σώμα αυτό διαφεύγει κάθε σκληρή ενέργεια!
Το ίδιο πλήγμα της λόγχης, το οποίο προλαβαίνει την σύντριψη των οστών, εκπληρώνει κατά γράμμα αυτό που προφητεύτηκε από τον προφήτη! Τέτοια θαύματα δεν ήταν ικανά για να ενισχύσουν την πίστη του και την πίστη της Εκκλησίας; (g).
Η ταφή του Ιησού
Ιω. 19,38 Μετὰ δὲ ταῦτα(1) ἠρώτησε τὸν Πιλᾶτον Ἰωσὴφ(2) ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας(3), ὢν μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ, κεκρυμμένος δὲ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων(4), ἵνα ἄρῃ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ· καὶ ἐπέτρεψεν ὁ Πιλᾶτος(5). ἦλθεν οὖν καὶ ἦρε(6) τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.
Ιω. 19,38 Μετά ταύτα ο Ιωσήφ, που κατήγετο από την Αριμαθαίαν και ήτο μαθητής του Ιησού, αλλά έμενε κρυμμένος και δεν εφανερώνετο ως μαθητής δια τον φόβον των Ιουδαίων, παρεκάλεσε τον Πιλάτον να του επιτρέψη να πάρη το σώμα του Ιησού. Και ο Πιλάτος έδωσε την άδειαν. Ήλθε, λοιπόν, και επήρε το σώμα του Ιησού.
(1) Είναι η φράση, με την οποία ο Ιωάννης εισάγει νέα τμήματα της αφήγησής του (β). Πρέπει λοιπόν να το πάρουμε αυτό γενικά και ότι αναφέρεται κυρίως στο γεγονός της άρσης και ταφής του σώματος του Ιησού. Και αυτό διότι κατά την αφήγηση του Μάρκου ο Πιλάτος με την αίτηση του Ιωσήφ εξέφρασε έκπληξη για τον πρόωρο θάνατο του Ιησού. Η αίτηση λοιπόν του Ιωσήφ έγινε πιθανότατα λίγο πριν εκδοθεί η διαταγή για συντριβή των σκελών (ο). Παρόλο που η συντριβή των σκελών δεν έφερνε αμέσως το θάνατο (g).
(2) Ήταν μέλος του συνεδρίου (ευσχήμων βουλευτής Μάρκ. ιε 43) και πλούσιος (Ματθ. κζ 57), και κατά την δίκη του Ιησού δεν είχε συμφωνήσει στην καταδίκη του (Λουκά κγ 51).
(3) Δηλώνει πιθανώς όχι την πόλη Ραμά, που βρίσκεται δύο λεύγες μακριά και βόρεια της Ιερουσαλήμ, ούτε την άλλη Ραμά που σήμερα ονομάζεται Ραμλέχ, που βρίσκεται κοντά στη Λύδδα και δέκα λεύγες βορειοδυτικά της Ιερουσαλήμ, αλλά την Ραμαθαΐμ στη γη του Εφραίμ, την πατρίδα του Σαμουήλ (Α΄Βασ. α 1).
Πάντως ο Ιωσήφ ήταν ήδη εγκαταστημένος στα Ιεροσόλυμα μαζί με την οικογένειά του, διότι κατείχε εκεί οικογενειακό τάφο. Όπως επίσης μπορούμε να συμπεράνουμε από το ότι ο τάφος δεν είχε ακόμη χρησιμοποιηθεί, η μετοίκηση του Ιωσήφ από Αριμαθαία στα Ιεροσόλυμα δεν είχε γίνει προ πολλού χρόνου (g).
(4) Αντιτίθεται η τωρινή τόλμη αυτού και του Νικοδήμου με την λόγω φόβου προηγούμενη επιφυλακτικότητά τους. Ό,τι φαινόταν ότι θα ολοκλήρωνε πλήρως τον φόβο τους, ο επονείδιστος θάνατος του Ιησού, γίνεται αιτία να λάμψει η πίστη των μελών αυτών της Ιουδαϊκής αριστοκρατίας και απελευθερώνει αυτούς από κάθε ανθρώπινο φόβο (g).
«Αυτοί που φοβούνταν να πλησιάσουν φανερά τον Ιησού, τώρα, ενώ βλέπουν οι Ιουδαίοι, ζητούν το σώμα» (αμ). Υπήρξε δειλός μαθητής, αλλά δεν μπορούσε να υποφέρει, το να ατιμαστεί το σώμα του Κυρίου. Όπως συμβαίνει σε πολλές δειλές φύσεις, ισχυρό και βαθύ συναίσθημα υπερίσχυσε, όπου η κλήση της αλήθειας ήταν ανίσχυρη (τ).
Ο Χριστός πάνω στο Σταυρό έχει δύναμη μεγαλύτερη από ότι ο Ιησούς ο Ραββί (Διδάσκαλος), να ελκύει τους ανθρώπους στον εαυτό του (Ιω. ιβ 32) (μ).
Μερικοί, οι οποίοι σε ασθενέστερες δοκιμασίες φαίνονται ανίσχυροι, σε μεγαλύτερες αποδεικνύονται θαρραλέοι. Πράγματι συμβαίνει ενίοτε κάποιο σπέρμα θαμμένο στα βάθη της γης να απαλλάσσεται από το χώμα που το καλύπτει, που εμποδίζει την καρποφορία του, από κάποια βίαιη θύελλα και κοντύτερα προς την επιφάνεια βρισκόμενο να αναφύεται και να καρποφορεί. Και ο χριστιανός ενίοτε είναι δυνατόν να μοιάζει με τέτοιο σπέρμα και να έχει ανάγκη από το τίναγμα, το οποίο η καταιγίδα της δοκιμασίας προκαλεί, για να αφυπνίσει την αγαθή πρόθεσή του και να παρακινήσει αυτόν σε πράξεις ηρωϊκές. Ο ηρωϊσμός του Ιωσήφ και του Νικοδήμου άρχισε, την ώρα που το σκοτάδι κάλυπτε τον Ήλιο της δικαιοσύνης που ήταν καρφωμένος πάνω στο σταυρό.
(5) «Πώς όμως κανείς από τους δώδεκα δεν προσήλθε;… Διότι αν θα ήθελε κάποιος να αναφέρει τον φόβο εκ μέρους των Ιουδαίων, και αυτοί [ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος] κατέχονταν από τον ίδιο φόβο…Για ποιά αιτία λοιπόν; Εγώ νομίζω επειδή ήταν από τους πάρα πολύ επισήμους (και αυτό γίνεται φανερό και από τα εντάφια), και επειδή ήταν και γνωστός του Πιλάτου· για αυτό λοιπόν πήρε και την χάρη» (Χ).
Εάν κανείς δεν παρουσιαζόταν, να ζητήσει το σώμα του Ιησού, οι Ιουδαίοι θα έθαβαν αυτό μαζί με τα σώματα των ληστών. Αλλά ο Θεός διεγείρει τον ευγενή Ιωσήφ. Όταν ο Θεός εργάζεται την βουλή του, μπορεί να βρει τα κατάλληλα πρόσωπα ως όργανά του. Παρατήρησε όμως ως παράδειγμα ταπείνωσης του Ιησού, ότι το τίμιο σώμα του βρίσκεται στην εξουσία ειδωλολάτρη ηγεμόνα και προτού ταφεί πρέπει να ζητηθεί αυτό από αυτόν τον ηγεμόνα. Αλλά και ο Ιωσήφ δεν θα έπαιρνε το σώμα του Χριστού, εάν δεν το ζητούσε από τον Πιλάτο.
Σε αυτά που αφορούν την εξουσία των αρχόντων της γης, οφείλουμε πάντοτε να αποδίδουμε σεβασμό στην εξουσία αυτή και ειρηνικά να υποτασσόμαστε σε αυτήν.
(6) Πριν, σύμφωνα με το στίχο 31, σηκωθούν τα σώματα των σταυρωμένων από τους στρατιώτες ή τους Ιουδαίους. Ο σιναϊτικός γράφει: ήλθαν και ήραν. Ο βατικανός και κάποιοι μεγαλογράμματοι γράφουν το σώμα αυτού, αντί το σώμα του Ιησού.
Ιω. 19,39 ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος(1) ὁ ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἰησοῦν νυκτὸς(2) τὸ πρῶτον(3), φέρων μῖγμα σμύρνης(4) καὶ ἀλόης(5) ὡς λίτρας ἑκατόν(6).
Ιω. 19,39 Μαζί δε με αυτόν ήλθε και ο Νικόδημος, ο οποίος την πρώτην φοράν είχεν έλθει στον Ιησούν νύκτα. Ο Νικόδημος έφερε πολυτιμότατον άρωμα, μίγμα από σμύρνα και αλόην, εκατό περίπου λίτρας, τριάντα δηλαδή και πλέον κιλά.
(1) Παρουσιάζεται πιθανότατο, ότι είχε προσυμφωνηθεί μεταξύ του Ιωσήφ και του Νικοδήμου, ώστε ο ένας να ενεργήσει, για να πετύχει από τον επίτροπο την άδεια να λάβει το σώμα, την ώρα που ο άλλος θα ετοίμαζε τα μύρα και γενικά τα σχετικά με την ταφή (ο).
(2) Αντίθεση μεταξύ της τωρινής θαρραλέας πράξης του Νικοδήμου με την λόγω δειλίας μυστικότητα, με την οποία για πρώτη φορά ήλθε στον Ιησού σύμφωνα με το Ιω. γ 1 (ο). Αναμφίβολα βλέποντας ήδη τον Κύριο κρεμασμένο πάνω στο Σταυρό, θα θυμήθηκε τον τύπο του χάλκινου φιδιού, στον οποίο ο Κύριος από πριν είχε επιστήσει την προσοχή του Νικοδήμου (g).
(3) Ή σημαίνει εδώ όπως και στο ι 40 την αρχή της δημόσιας δράσης του Κυρίου (g).
Ή, πιο σωστά, σημαίνει τον χρόνο, στον οποίο για πρώτη φορά πράττει κάποιος κάτι (G).
«Με την διήγηση λοιπόν αυτή δίνεται σε μας να καταλάβουμε, ότι ο Νικόδημος ήλθε στον Ιησού όχι τότε μόνο, αλλά τότε για πρώτη φορά· και ότι ήταν τακτικός επισκέπτης στη συνέχεια, ώστε μέσω της ακρόασης να αποβεί μαθητής» (Αυ).
(4) Πικρός χυμός, πολυτιμότατο άρωμα, το οποίο αποστάζει από κάποιο δέντρο ή θάμνο στην Αραβία και Αιθιοπία ή και λαμβάνεται με τομές στο φλοιό που γίνονται τεχνικά (G). Ο σιναϊτικός και βατικανός κώδικας γράφουν: έλιγμα σμύρνης, αντί μίγμα σμύρνης.
(5) Όνομα δέντρου αρωματικού, το οποίο φυτρώνει στις ανατολικές Ινδίες και Κοκιγκίνα, του οποίου το απαλό και πικρό ξύλο οι κάτοικοι της ανατολής το χρησιμοποιούσαν για θυμιάματα και για συντήρηση των πτωμάτων (G). Αφού έτριβαν τα αρώματα αυτά κατασκεύαζαν από αυτά ένα μίγμα, με το οποίο άλειφαν ολόκληρο τον επίδεσμο, μέσα στον οποίο θα περιτύλιγαν το σώμα (g). Η σμύρνα και αλόη αναφέρονται μαζί ως ευωδιαστό μίγμα σε πολλά σημεία στην Π.Δ. (Ψαλμ. μδ 8,Άσμα δ 14)(β).
(6) Η Ρωμαϊκή λίτρα αποτελούνταν από δώδεκα ουγκιές. Το βάρος λοιπόν του μίγματος ήταν περίπου 75 λίτρα σημερινά (ο), δηλαδή λίγο παραπάνω από 32 κιλά (F). Ο ευαγγελιστής αναφέρει το βάρος των αρωμάτων, σαν απόδειξη του πόσο μεγάλη ήταν η αγάπη τους προς τον Ιησού (Luthardt=Λούθηρος). Οι εκατό λίτρες υπενθυμίζουν την αφθονία με την οποία η Μαρία έχυσε το μύρο στα πόδια του Ιησού. Σεβασμός πράγματι, βασιλικός (g).
«Διότι δεν τον ενταφιάζουν ως κατάδικο, αλλά με πολυτέλεια» (Θφ). «Σαν κάποιον μεγάλο και θαυμαστό» (Χ). Επέδειξαν όχι μόνο τον από αγάπη σεβασμό, που δείχνουμε σε αγαπημένα ή αξιοσυμπάθητα θύματα, αλλά και τον από εκτίμηση σεβασμό ο οποίος οφείλεται σε μεγάλους άνδρες.
Ιω. 19,40 ἔλαβον οὖν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔδησαν(1) αὐτὸ ἐν ὀθονίοις(2) μετὰ τῶν ἀρωμάτων(3), καθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις(4) ἐνταφιάζειν(5).
Ιω. 19,40 Επήραν, λοιπόν, το σώμα του Ιησού και αφού το έπλυναν και το αλείψαν με τα πολύτιμα αρώματα το περιτύλιξαν με λωρίδες από σινδόνια, όπως ήτο η συνήθεια στους Εβραίους να ενταφιάζουν τους νεκρούς.
(1) Πιθανώς έκοβαν το νεκρικό σεντόνι σε λωρίδες, ώστε με αυτές να τυλίξουν τα μέλη του νεκρού το καθένα χωριστά (g). Υπάρχει παρόλ’ αυτά και γνώμη, ότι εκτός από το περιτύλιγμα με τους επιδέσμους τύλιγαν τον νεκρό και με σεντόνι.
(2) Έδησαν εν οθονίοις=Περιτύλιξαν με οθόνια (G), Οθόνια είναι υποκοριστικό του οθόνη= μικρή οθόνη. Ο πληθυντικός σχετικά με τους εντάφιους επιδέσμους Λουκ. κδ 12,Ιω. ιθ 40, κ 5-7 (G).
(3) Οι συνοπτικοί μάς πληροφορούν, ότι οι άγιες γυναίκες είχαν πρόθεση να συμπληρώσουν τον προσωρινό αυτόν αρωματισμό, αλλά μετά το Σάββατο (g).
(4) Αντιτίθεται ο τρόπος αυτός του αρωματισμού με αυτόν των Αιγυπτίων, οι οποίοι αφαιρούσαν τα σπλάχνα και πετύχαιναν με μεθόδους μακρότερες και δυσκολότερες την διατήρηση του σώματος (g).
(5) Ενταφιάζω= επιμελούμαι και προετοιμάζω τα εντάφια, δηλαδή το πτώμα για ταφή με κάθε ετοιμασία και κοσμιότητα, δηλαδή ετοιμάζω για κηδεία με πλύσεις, ρούχα, άνθη, στεφάνια, χρίσεις και σπονδές (G).
Αξιόλογη και η παρατήρηση: Ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος «κάνουν μεν πολυτελή την ταφή, τίποτα όμως θεϊκό δεν φαντάζονται για αυτόν, αλλά συμπεριφέρονται σαν να πρόκειται για απλό άνθρωπο, αφού φέρνουν και τέτοιου είδους αρώματα, τα οποία κατεξοχήν είναι φτιαγμένα από τη φύση τους να διατηρούν για πολύ το σώμα και δεν του επιτρέπουν γρήγορα να παραδοθεί στη φθορά. Το οποίο ακριβώς φανέρωνε για αυτούς, ότι τίποτα το μεγάλο δεν φαντάζονταν» (Θφ).
Ιω. 19,41 ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη(1) κῆπος(2), καὶ ἐν τῷ κήπῳ μνημεῖον(3) καινόν, ἐν ᾧ οὐδέπω οὐδεὶς ἐτέθη(4)·
Ιω. 19,41 Εις τον τόπον δε όπου είχε σταυρωθή ο Ιησούς υπήρχε κήπος και στον κήπον καινούργιο και αχρησιμοποίητο μνημείον, στο οποίον κανείς ακόμη δεν είχε ταφή.
(1) Ο Κύριος ετάφη έξω από την πόλη, διότι τέτοια συνήθεια επικρατούσε στους Ιουδαίους, αφού άλλωστε υπήρχε και ειδικός λόγος για αυτό, διότι όταν άγγιζε κάποιος τάφο γινόταν τελετουργικά ακάθαρτος. Αλλά η ανάσταση του Χριστού μετέβαλε την ιδιότητα αυτή του τάφου και απομάκρυνε από τους πιστούς τον μολυσμό του έτσι ώστε αυτοί δεν αναγκάζονται τώρα να τηρούν τους εαυτούς τους σε απόσταση από αυτόν. Είναι τώρα ωφέλιμο να προσερχόμαστε στους τάφους των αγαπημένων μας και να κάνουμε λιγότερο τρομερό σε μας και τον δικό μας τάφο.
(2) Λεπτομέρεια που είναι χαρακτηριστική στον Ιωάννη. Κανείς από τους συνοπτικούς δεν αναφέρει, ότι κοντά στον τόπο της σταύρωσης ήταν κήπος. Στον κήπο της Εδέμ ο θάνατος και ο τάφος πήραν για πρώτη φορά τη δύναμή τους. Και τώρα σε κήπο κατανικιούνται και αφοπλίζονται. Σε κήπο άρχισε το πάθημα του Χριστού και από κήπο θα ανασταινόταν και θα άρχιζε η ανύψωσή του. Ο Χριστός έπεσε σαν κόκκος σταριού πάνω στο έδαφος (Ιω. ιβ 24) και από αυτόν παρήγαγε καρπό σωτηρίας σε όλο το ανθρώπινο γένος.
(3) Λαξευμένο μέσα σε βράχο σύμφωνα με τον Λουκά (κγ 53).
(4) Ο σιναϊτικός και βατικανός αντί για το ετέθη γράφουν ην τεθειμένος. Δες και Λουκ. κγ 53. Για τη λεπτομέρεια αυτή συμφωνούν ο Λουκάς και ο Ιωάννης.
«Όπως στην κοιλιά της Παρθένου Μαρίας κανείς πριν από Αυτόν δεν είχε συλληφθεί και κανείς μετά από αυτόν, έτσι και σε αυτόν τον τάφο, κανείς δεν είχε ταφεί πριν από αυτόν και κανείς μετά από αυτόν» (Αυ).
Τόσο στο μνημείο όσο και στο πουλάρι «πάνω στο οποίο κανείς από τους ανθρώπους έως τότε δεν κάθισε» (Λουκ. ιθ 30) και το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τη θριαμβευτική είσοδο του Ιησού στα Ιεροσόλυμα έχουμε γεγονότα της θείας πρόνοιας, που ανήκουν στη βασιλική δόξα του Ιησού. Όταν υποδέχονται κάποιον βασιλιά, θέτουν σε υπηρεσία του αντικείμενα, τα οποία για πρώτη φορά χρησιμοποιούνται (g).
Ακόμη «ρυθμίζεται από τη θεία οικονομία να τοποθετηθεί σε καινούργιο μνημείο, στο οποίο δεν είχε τοποθετηθεί κανείς, ώστε να μην νομιστεί ότι αναστήθηκε κάποιος άλλος νεκρός, που ήταν θαμμένος μαζί με τον Ιησού» (Χ).
Ούτε να θεωρηθεί, ότι όχι από δική του δύναμη αλλά από δύναμη κάποιου άλλου αναστήθηκε, όπως άλλοτε με την επαφή με τα οστά του Ελισαίου.
Ιω. 19,42 ἐκεῖ οὖν διὰ τὴν παρασκευὴν τῶν Ἰουδαίων(1), ὅτι ἐγγὺς ἦν τὸ μνημεῖον(2), ἔθηκαν τὸν Ἰησοῦν.
Ιω. 19,42 Επειδή, λοιπόν, το μνημείο αυτό ήτο κοντά στον τόπον της σταυρώσεως και εβιάζοντο να τελειώσουν την ταφή, πριν περάση η ημέρα αυτή της προπαρασκευής των Ιουδαίων δια το πάσχα, εκεί έθεσαν τον Ιησούν.
(1) «Εξαιτίας της προπαρασκευής, την οποία οι Ιουδαίοι που βρίσκονται στον τόπο μας συνηθέστερα ονομάζουν στα Λατινικά coena pura(=δείπνο καθαρό)» (Αυ). Η φράση αυτή σύμφωνα με αυτούς που δέχονται ότι ο θάνατος του Ιησού έγινε όχι στις 14, αλλά στις 15 του Νισάν σημαίνει για την ημέρα της εβδομάδας Παρασκευή και δηλώνεται με αυτήν ότι και η επομένη ημέρα ήταν ημέρα αργίας και για αυτό η πριν από αυτήν ημέρα, μολονότι ήταν ημέρα αργίας και αυτή, γινόταν για την επομένη, ημέρα προπαρασκευής. Αλλά εάν η πρώτη των δύο αυτών ημερών ήταν ημέρα αργίας, όπως και η επομένη, η μεταφορά νεκρού, την οποία ήθελαν να προλάβουν για να μην γίνει την επομένη, δεν επιτρεπόταν να γίνει ούτε σε αυτήν την πρώτη ημέρα.
Η έννοια λοιπόν της φράσης απλούστατα είναι, ότι ήταν η ώρα, κατά την οποία οι Ιουδαίοι ετοίμαζαν το μεγάλο τους εθνικό και θρησκευτικό δείπνο θυσιάζοντας τον αμνό (g). Εφ’ όσον στο χωρίο αυτό προστίθενται οι λέξεις «των Ιουδαίων», προσθήκη την οποία ο Ιωάννης κάνει πάντοτε, όταν μιλά για τις γιορτές του Πάσχα (δες β 13,στ 4,ια 55) ίσως πρέπει να εννοήσουμε, ότι λέει εδώ η προπαρασκευή του Πάσχα (β).
(2) «Επειδή πιέζονταν από το χρόνο (διότι, αφού πέθανε γύρω στην ενάτη ώρα (=3 μ.μ.) και στη συνέχεια προσήλθαν στον Πιλάτο και κατέβασαν το σώμα από το σταυρό, φυσικό ήταν να τους βρει το απόγευμα, κατά το οποίο δεν επιτρεπόταν να εργάζεται κανείς), τοποθετούν αυτόν στο κοντινό μνημείο» (Χ).
«Ήθελαν μεν να τον βάλουν σε άλλο πιο αξιόλογο μνημείο, πιο μακριά από την πόλη· λόγω όμως της παρασκευής των Ιουδαίων… και πιο πολύ επειδή έπεσε και το πάσχα τότε, τον έβαλαν στο πιο κοντινό» (Ζ).
Σύμφωνα με τον Ματθαίο χρησιμοποιήθηκε το μνημείο αυτό, μάλλον διότι ανήκε στον Ιωσήφ. Σύμφωνα με τον Ιωάννη προτιμήθηκε λόγω της εγγύτητάς του με τον Γολγοθά, επειδή το Πάσχα επρόκειτο να αρχίσει. Οι δύο αυτοί λόγοι μακριά από το να αντιφάσκουν, συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον. Σε τι θα χρησίμευε η εγγύτητα του τάφου εάν αυτός δεν ανήκε σε έναν από τους φίλους του Κυρίου; (g).
Μπαίνει στο μνημείο αυτό πρόχειρα, σαν σε κάποιο πανδοχείο όπου διαβαίνοντας κάποιος και για λίγο διάστημα πρόκειται να παραμείνει. Έτσι και ο Χριστός δεν θα έμενε για πολύ στον τάφο εκείνο. Μάθε από το γεγονός αυτό να μην πολυπραγμονείς για τον τόπο της ταφής σου. Ο Χριστός θάφτηκε στον τάφο, ο οποίος ήταν κοντά και πρόχειρος για ταφή. Εάν οι πατριάρχες επιθυμούσαν να μεταφερθούν τα οστά τους στη γη της επαγγελίας, μη λησμονείς ότι καλύτερες υποσχέσεις δόθηκαν σε μας και συνεπώς τέτοιες επιθυμίες για τους Χριστιανούς δεν έχουν τον τόπο τους. «Δεν έχουμε εδώ μόνιμη πόλη, αλλά την μελλοντική επιζητούμε» (Εβρ. ιγ 14).
ΚΑΤΕΒΗΚΕ μια μέρα στην πόλι να πουλήση τα πανέρια του ένας γέρος Αββάς. Κατάκοπος από την οδοιπορία πήγε και κάθησε στο σκαλοπάτι ενός μεγάλου σπιτιού που βρέθηκε στο δρόμο του.
Τη στιγμή εκείνη ψυχορραγούσε ο πλούσιος νοικοκύρης του σπιτιού. Ενώ ο Αββάς ξεκουραζόταν, ανίδεος για ό,τι γινόταν μέσα, είδε ξαφνικά να έρχωνται καλπάζοντας πλήθος μαύροι καβαλλάρηδες, άγριοι στην όψι. Στην εξώθυρα κατέβηκαν από τα κατάμαυρα επίσης άλογά τους κι ώρμησαν στο σπίτι.
Ο Γέροντας κατάλαβε και τους ακολούθησε ως επάνω στο δωμάτιο του ετοιμοθάνατου. Σαν τους αντίκρυσε εκείνος, έβγαλε σπαρακτικές κραυγές:
— Θεέ μου, σώσε με.
Εκείνοι τον ειρωνεύτηκαν σκληρά:
— Τώρα στη δύσι της ζωής σου θυμάσαι τάχα το Θεό; Πολύ αργά το σκέφτηκες. Γιατί δεν τον φώναζες από την αυγή; Τώρα μας ανήκεις.
Καθώς έλεγαν αυτά εκείνοι οι απάνθρωποι απόσπασαν με βία την ψυχή του και με θριαμβευτικό αλαλαγμό απομακρύνθηκαν.
Ο Αββάς έμεινε σαν πεθαμένος από τη θλίψι και την τρομάρα του. Όταν ύστερα από πολλή ώρα συνήλθε, διηγήθηκε για ωφέλεια των άλλων, τι του είχε φανερώσει ο Θεός.
* * *
ΈΝΑΣ νέος πόθησε ν' αφιερώση τη ζωή του στο Θεό, ακολουθώντας τον ερημικό βίο. Η μητέρα του όμως δεν τον άφηνε κι' έκανε ό,τι μπορούσε να τον εμπόδιση.
— Αμαρτάνεις στον Θεό, της έλεγε συχνά εκείνος, βάζοντας στο δρόμο του τόσα προσκόμματα. Θέλω να φύγω, να σώσω την ψυχή μου.
Τέλος, με τα πολλά κατάφερε να την πείση. Έφυγε ευθύς στην έρημο, βρήκε μια καλύβα κι έμεινε εκεί ν' ασκητεύη μόνος. Ύστερα από λίγο καιρό πέθανε κι η μητέρα του που δεν ήταν καθόλου καλή χριστιανή.
Στην αρχή ο νέος ερημίτης πήγαινε καλά, αγωνιζόταν. Με τον καιρό όμως άρχισε να χάνη τον πρώτο ζήλο του. Βαρέθηκε τη μοναξιά, παραμέλησε τα καθήκοντά του που είχε σαν μοναχός και στο τέλος κατάντησε να μη δίνη σημασία για τη σωτηρία του.
Κάποτε αρρώστησε βαρειά και λίγο έλειψε να πεθάνη. Ένας αδελφός, που από αγάπη τον φρόντιζε, τον είδε να πέφτη εξαντλημένος σε βαθειά λιποθυμία. Ο ίδιος, όπως διηγείτο αργότερα, ένοιωσε να χωρίζεται βίαια η ψυχή από το σώμα του και να βυθίζεται στη σκοτεινή άβυσσο της Κολάσεως. Εκεί, ανάμεσα στους άλλους κολασμένους, βρήκε τη μητέρα του. Τον είδε κι εκείνη η δυστυχισμένη και σάστισε.
— Κι εσύ, γυιέ μου, του είπε θρηνώντας, σε τούτο τον καταραμένο τόπο της απελπισίας καταδικάστηκες; Πού είναι λοιπόν τα λόγια που μου έλεγες, πως θέλεις να σώσης την ψυχή σου; Έγινες καλόγηρος, μα δεν την έσωσες.
Τόσο ντροπιάστηκε ο Μοναχός από τη δίκαιη εκείνη παρατήρησι, που δεν έβρισκε λόγια να δικαιολογηθή. Ευχόταν τη στιγμή εκείνη ν' άνοιγε πιο βαθειά ο Άδης να τον κρύψη, παρά ν' ακούη τον έλεγχο της μάνας του. Στη δύσκολη θέσι που βρισκόταν, του φάνηκε πως άκουσε την προσταγή:
— Πάρτε τον πίσω. του χαρίζεται λίγη προθεσμία να διορθωθή.
Ύστερα απ' αυτό ήρθε στις αισθήσεις του. Τρομαγμένος διηγήθηκε στον Αδελφό του όσα είχε ιδεί κι ακούσει. Σε λίγες μέρες έγινε καλά από την αρρώστια του, αλλά και ψυχικά αναγεννήθηκε. Κλείστηκε στην καλύβα του και φρόντιζε με φόβο και τρόμο για την σωτηρία της ψυχής του. Κάθε μέρα έκλαιγε με δάκρυα πικρά, βαθειά μετανοημένος για την περασμένη του αμέλεια.
— Μην κάνης έτσι, Αδελφέ, του έλεγαν οι Γέροντες, θ' αρρωστήσης πάλι από την υπερβολική σου θλίψι.
— Αν δεν υπέφερα, Πατέρες μου, τους έλεγε εκείνος, το ντρόπιασμα της μητέρας μου, πως θα υπομείνω τάχα την καταισχύνη που θα μου κάνη ο Κριτής μπροστά στους Αγγέλους, στους Δικαίους και σ' όλους τους συνανθρώπους μου τη φοβερή στιγμή που θα με κρίνη;
Με την μελέτη αυτή ο πρώην αμελής Ερημίτης έφτασε σε αγιότητα.
* * *
ΈΝΑΣ Γέροντας Ασκητής που δεν κατέβαινε ποτέ στον κόσμο, είχε διακονητή ένα καλό χριστιανό. Αυτός πουλούσε τα πανέρια του Γέροντος και του έφερνε το ψωμί του.
Στην πόλι που κατοικούσε ο διακονητής έμενε και κάποιος πολύ πλούσιος, που ήταν όμως κακότροπος και ασεβής άνθρωπος. Ξαφνικά μια μέρα πέθανε ο πλούσιος. Οι συγγενείς του για επίδειξι του έκαναν μεγαλοπρεπέστατη κηδεία. Όλη η πόλις και πρώτος ο Επίσκοπος μ' ολόκληρο τον κλήρο, συνώδευσαν το νεκρό στο κοιμητήριο. Τον έθαψαν σε καλλιμάρμαρο μνημείο, για το οποίο σπαταλήθηκε ασυλλόγιστα πολύ χρήμα.
Ύστερα από την κηδεία του πλουσίου, ξεκίνησε ο καλός χριστιανός να πάη στον Ασκητή στην έρημο. Λίγο πιο έξω από τη σπηλιά του όμως τον βρήκε νεκρό, φαγωμένον από κάποιο άγριο θηρίο.
Ο χριστιανός ταράχτηκε. Θεέ μου, συλλογίστηκε, τι μυστηριώδη γεγονότα συμβαίνουν σ' αυτόν το κόσμον; Ο ασεβής πλούσιος πέθανε ανώδυνα, ειρηνικά, και κηδεύτηκε με τιμές και δόξες, ενώ ο άγιος τούτος άνθρωπος που σου ήταν τόσο αφωσιωμένος, βρήκε τον πιο τραγικό θάνατο που μπορεί να φαντασθή κανείς. Γιατί να γίνωνται αυτά, Θεέ μου;
Ενώ συλλογιζόταν έτσι, άκουσε φωνή να του λέγη:
— Η δικαιοσύνη του Θεού είναι ακατανόητη από τον περιορισμένο ανθρώπινο νου. Εκείνος ο ασεβής είχε και κάποια καλά έργα πράξει στο διάστημα της ζωής του. Έλαβε την αμοιβή τους στον επίγειο κόσμο. Στον άλλο, μόνο τιμωρία τον περιμένει. Ο Ασκητής, σαν άνθρωπος, είχε μικρές ατέλειες. Τις πλήρωσε εδώ, για να παρουσιαστή τέλειος εμπρός στο Δημιουργό του.
* * *
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)
ΈΝΑΣ Ερημίτης που ασκήτευε στην έρημο του Ιορδάνου, είχε χρόνια πολλά να πειραχτή από το διάβολο. Αυτό του είχε δωσει θάρρος κι έλεγε συχνά πως ο εχθρός δεν τολμούσε να πειράξη τους αγωνιστάς, πήγαινε μόνο στους αμελείς και οκνηρούς.
Κάποτε παρουσιάστηκε μπροστά του ο διάβολος και του παραπονέθηκε:
— Τι σου έχω κάνει, Αββά, και μ' εξευτελίζεις έτσι; Μήπως ποτέ σ' επείραξα;
— Φύγε από δω, πονηρό πνεύμα, φώναξε άφοβα ο Ερημίτης, και σήκωσε το ραβδί του να τον χτυπήση. Δεν έχεις δικαίωμα να πειράζης τους δούλους του Χριστού. Πήγαινε σ' εκείνους, που με την απροσεξία τους σε προσκαλούν.
— Έτσι, λοιπόν, νομίζεις; έκανε ο διάβολος με κακία. Δε θα βρώ, λες, ευκαιρία να σε ρίξω στα σαράντα χρόνια, που έχεις να ζήσης ακόμη;
Βέβαιος τώρα πως το δόλωμα είχε κι όλας πετύχει, έγινε άφαντος, αφήνοντας στον αέρα ένα γέλιο ανατριχιαστικό. Από την ίδια στιγμή, λοιπόν, άρχισαν να συγχύζωνται οι λογισμοί του Ερημίτη.
— Σαράντα χρόνια ζωή ακόμη! Ω, είναι πάρα πολλά! μονολογούσε διαρκώς.
Κι ύστερα από λίγο:
— Δεν πηγαίνω στον κόσμο να ιδώ λίγο τους συγγενείς μου; Ας δώσω και μια μικρή ξεκούρασι στο βασανισμένο μου κορμί. Όταν γυρίσω, συνεχίζω την άσκησι. Έχω καιρό μπροστά μου. Σαράντα χρόνια ζωή!
Πήρε την απόφασι κι ένα πρωινό ξεκίνησε με το ραβδί στο χέρι για την πολιτεία.
Μα ο φιλάνθρωπος Θεός λυπήθηκε τόσων χρόνων κόπους κι έστειλε τον Άγγελό του να τον εμποδίση.
— Που πας, Αββά, ρώτησε ο Άγγελος, φράζοντάς του το δρόμο.
— Στην πόλι, βιάστηκε να πή ο Ερημίτης.
— Ευλογημένε άνθρωπε, τώρα στο τέλος της ζωής σου άφησες να σε ξεγελάση ο πονηρός; Βιάσου να γυρίσης στην καλύβα σου και κλαύσε την ανοησία σου, προτού να είναι πια πολύ αργά για σένα.
Ντροπιασμένος για το πάθημα του, ο γερο Ερημίτης, γύρισε πίσω στο κελλί του κι ύστερα από τρεις μέρες πέθανε.
* * *
ΌΤΑΝ πρόκειται ν' αρχίσης ένα οποιοδήποτε έργο, συμβουλεύει κάποιος Γέροντας, κάνε ευσυνείδητα αυτή την ερώτησι στον εαυτό σου:
— Αν αυτή τη στιγμή μ' επισκεφθή ο Κύριός μου, τι γίνεται;
Πρόσεχε ν' ακούσης καλά τι θα σου αποκριθή η συνείδησίς σου. Αν σε αποδοκιμάζη, παράτησε ευθύς εκείνο, που είχες αποφασίσει να κάνης, και άρχισε κάποιο άλλο, που θα το επιδοκιμάζη, για να το τελείωσης θαρρετά.
Ο εργάτης της αρετής πρέπει να είναι κάθε στιγμή έτοιμος να αντικρύση ήρεμα τον θάνατο.
Όταν πέφτης στο στρώμα για να κοιμηθής, ή σηκώνεσαι από τον ύπνο, όταν τρως ή εργάζεσαι, όταν στέκεσαι ή βαδίζης, να λες διαρκώς στο λογισμό σου:
— Αν αυτή τη στιγμή με καλέση ο Κύριός μου, είμαι άραγε έτοιμος;
Άκουε πάλι με προσοχή τι θα σε πληροφορήση η συνείδησίς σου και μη πάψης να συμμορφώνεσαι με τις οδηγίες της. Η καρδιά σου θα σε βεβαιώση ακόμη ότι ο Θεός έκανε έλεος για σε.
* * *
ΔΩΣΕ λίγη ξεκούραση στο βασανισμένο κορμί σου, Αββά, έλεγαν οι μαθηταί του σ' ένα πολύ ηλικιωμένο ασκητή, που εξακολουθούσε ν' αγωνίζεται με νεανικό ζήλο.
— Νομίζω, παιδιά μου, πως κι ο Πατριάρχης Αβραάμ ακόμη, βλέποντας τις θείες δωρεές, που ανθρώπινος νους δυσκολεύεται να συλλάβη, θα μετανοή, γιατί δεν αγωνίστηκε περισσότερο στην επίγεια ζωή του, αποκρινόταν μ' ενθουσιασμό ο Γέροντας.
* * *
ΕΙΝΑΙ συγκινητικά όσα διαβάζομε για το μακάριο τέλος των άγιων ψυχών που σαν φωτεινά μετέωρα πέρασαν από το γήινο κόσμο, για ν' αφήσουν σ' αυτόν την λάμψι του είναι τους, και να πέσουν ύστερα ορμητικά στην απεραντοσύνη της αιωνιότητος.
Σαν έμαθαν οι πολυάριθμοι ασκηταί στο βουνό του Μεγάλου Αντωνίου πως ο Αββάς Σισώης ήταν στα τελευταία του μαζεύτηκαν στην καλύβα του να πάρουν την ευχή του. Η εκτίμησί τους γι' αυτόν δεν είχε όρια. Τον έλεγαν «διαμάντι της Ερήμου» και πολύ δίκαια. Όλη του η μακρόχρονη ζωή ήταν ένας αγώνας για την αγιότητα και τώρα στο θάνατό του έλαμψε σ' όλη της την πληρότητα.
Στην σεβάσμια μορφή του είχε χαραχτή μια έκφρασι ήρεμης ευτυχίας. Σαν ένοιωσε γύρω του τους συνασκητάς του, τους αδελφούς του, τους συντρόφους του στον «καλόν αγώνα», που τώρα αυτός νικητής άγγιζε στο τέρμα του, τα χείλη του αργοσάλεψαν, κάτι θέλησε να ειπή. Εκείνοι, Γέροντες και νεώτεροι, σεβάσμιοι Πατέρες κι αρχάριοι υποτακτικοί, όλοι τους δακρυσμένοι από βαθειά συγκίνησι, στέκονταν μ' ευλάβεια μπροστά σ' αυτή τη μυσταγωγία. Απόλυτη σιγή είχε απλωθή γύρω. Περίμεναν ν' ακούσουν τα τελευταία λόγια ενός μεγάλου Αγίου, να τα φυλάξουν σαν παρακαταθήκη ιερή. Μα εκείνος είχε μεταρσιωθή, δεν έβλεπε πια παρά μόνο τα ούρανια.
— Έρχεται ο Αββάς μου, τον άκουσαν να ψιθυρίζη.
Ρίγος πέρασε από τα λιπόσαρκα σώματα των ασκητών.
Είδαν για μια στιγμή, με τα μάτια της ψυχής τους, τη μεγάλη μορφή του «Καθηγητού των Μοναστών», τον Όσιο Αντώνιο ν' απλώνη το ευλογημένο χέρι του για να πάρη κοντά του τον πιο εκλεκτό από τους μαθητάς του, εκείνον που αντέγραψε και τις πιο μικρές λεπτομέρειες της παράδοξης ζωής του.
— Να ο χορός των Αποστόλων και των προφητών!
Το πρόσωπο του ετοιμοθάνατου έλαμψε από φως ουράνιο, καθώς σιγοψιθύριζε αυτά τα λόγια. Τα χείλη του αργοσάλευαν ακόμη, λες και κουβέντιαζε με όντα που μόνο εκείνος έβλεπε.
— Με ποιόν συνομιλείς, Πάτερ; ρώτησαν οι γεροντότεροι από τους συνασκητάς του.
— Ο Άγιοι Άγγελοι θέλουν να με πάρουν και τους παρακαλώ να με αφήσουν ακόμη να μετανοήσω, είπε με κόπο και δυό δάκρυα κύλισαν πίσω από τα πεσμένα βλέφαρά του.
— Δεν έχεις πια ανάγκη από μετάνοια, μακάριε Σισώη. Συ μετανοούσες σ' όλη σου τη ζωή, του αποκρίθηκαν οι Πατέρες θαυμάζοντας την ταπεινοφροσύνη του.
— Δεν ξεύρω, Αδελφοί μου, να έχω βάλει ακόμη αρχή.
Καθώς έλεγε αυτά, άστραψε ξαφνικά το πρόσωπό του, λες κι έβλεπε σ' αυτό τον ίδιο τον ήλιο. Οι γύρω έμειναν εκστατικοί από θαυμασμό μαζί και φόβο.
— Ο Κύριος μου και ο Θεός μου! Δόξα σοι!
Ήταν τα τελευταία του λόγια. Μ' αυτά πέταξε η ψυχή του στα ουράνια. Είχε ιδεί τον Ιησού που λάτρευε από τα βάθη της καρδιάς του; Κανείς δεν μπορούσε να ειπή, μα όλα το εβεβαίωναν. Το παράδοξο φως που έβλεπαν στην μορφή του, ή υπερκόσμια γαλήνη που είχε χυθή στην ταπεινή καλύβα, η άρρητη ευωδιά, όλα μαρτυρούσαν την επίσκεψι του Ουρανίου Βασιλέως στον εκλεκτό φίλο Του.
* * *
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)
Η ΑΚΟΛΟΥΘΗ διήγησις είναι παρμένη από τη ζωή του Οσίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου.
Όταν πρωτοϊδρύθηκε το Κοινόβιο του Οσίου Θεοδοσίου στην Παλαιστίνη, ήταν τόσο φτωχό που συχνά δεν υπήρχαν ούτε τα απολύτως αναγκαία για την συντήρησι των Μοναχών.
Ήτο Μέγα Σαββάτο απόγευμα.
Περίμεναν να εορτάσουν το Άγιο Πάσχα. Οι Αδελφοί έψαχναν απελπισμένοι ολόκληρο το μοναστήρι. Δεν ζητούσαν μεγάλα πράγματα. Για τίποτε φαγώσιμο, ούτε συζήτησι πια δεν γινόταν. Μια μικρή προσφορά εκύτταζαν να βρούν, ξεχασμένη από άλλη φορά, για να μη στερηθούν τη Θεία Κοινωνία. Αδύνατον ν' ανακαλύψουν. Κι εδώ στέρησις, συλλογίζονταν. Το είπαν στο Γέροντά τους, στον Όσιο Θεοδόσιο. Τους άκουσε με απόλυτη ηρεμία σαν να συνέβαιναν όλα αυτά σε ξένη περιοχή. Ούτε την ανησυχία τους φαινόταν να συμμερίζεται ο ουράνιος εκείνος άνθρωπος και διαταγή έδωσε να είναι έτοιμο για τη νυκτερινή Λειτουργία το Άγιο Βήμα, ακόμη κι η τράπεζα για το πασχαλινό γεύμα.
— Μάταιη παρηγοριά, ψιθύρισαν μερικοί.
Ο Όσιος έκανε πως δεν άκουσε.
— Μήπως έγινε ασθενέστερος στη δύναμι η ατονώτερος στο να χορηγή και σήμερα Εκείνος που έθρεψε με το μάννα ολόκληρο λαό στην έρημο και χόρτασε τόσο πλήθος με πέντε ψωμιά;
Εθαύμαζαν οι Μοναχοί την πεποίθησι του Ηγουμένου τους, μα δε κατώρθωσαν να τη συμμερισθούν.
Βασίλευε ο ήλιος όταν κτύπησε την πόρτα του Μοναστηριού κάποιος άγνωστος. Μαζί του έφερνε δύο καμήλες φορτωμένες.
— Πήγαινα μια μικρή δωρεά σε κάποια σκήτη λίγο πιο πέρα από το Μοναστήρι σας, εξήγησε στους Αδελφούς. Μα μόλις έφθασα εδώ, τα ζώα μου σταμάτησαν και με κανένα τρόπο δεν μπορούσα να τα κάνω να προχωρήσουν βήμα. Λέγω μήπως θέλει ο Θεός ν' αφήσω σε σας αυτά τα λίγα τρόφιμα;
Λίγα τρόφιμα! Αυτά έφθασαν ως την Πεντηκοστή και πέρα ακόμη. Ούτε προσφορές έλειπαν για τη Θεία Λειτουργία από την ανέλπιστη δωρεά.
— Πολύ μεγάλη η ελπίδα! έλεγαν μεταξύ των οι καλόγεροι του Οσίου Θεοδοσίου κι ευλαβούντο τον Άγιο Γέροντά τους που τον στόλιζε κι αυτή.
* * *
Ο ΑΒΒΑΣ Μωϋσής κάποτε αποφάσισε να κατοικήση σε μια απρόσιτη σπηλιά, στη ρίζα μιας απότομης προεξοχής του βουνού. Ανέβαινε και συλλογιζόταν:
— Καλά όλα τ' άλλα, μα που θα βρίσκω νερό σε τούτο τον ξερότοπο;
Τό λεγε και το ξανάλεγε κι άρχισε να κλονίζεται. Τότε άκουσε φωνή να του λέγη:
— Προχώρει αμέριμνος και άφησε αυτή τη φροντίδα σε μένα.
Πήρε θάρρος κι έκανε κατοικία του το σπήλαιο. Ύστερα από λίγο καιρό πήγαν να τον ιδούν δύο συνασκηταί του από τη σκήτη. Δεν του βρισκόταν παρά ένα μικρό σταμνί νερό που το ξόδεψε να βράση λίγες φακές για να τους φιλοξενήση. Άρχισε τότε να στενοχωριέται και με φανερή αδημονία έμπαινε κι έβγαινε στο σπήλαιο και παρακαλούσε τον Θεό για νερό.
Ξαφνικά εκεί που δεν το περίμενε κανείς, ένα σύννεφο παρασυρμένο από τον άνεμο πήγε κι εστάθηκε πάνω από τη σπηλιά κι έρριξε τόση βροχή, όση χρειάστηκε να γεμίση όλα του τα σταμνιά ο Μωϋσής.
Οι Γέροντες, που δεν τους διέφυγε η αδημονία του, τον ρώτησαν ύστερα από το φαγητό:
— Τι είχες πάθει το πρωί και πηγαινοερχόσουν με τόση ανησυχία;
— Έκανα δικαστήριο με τον Θεόν, αποκρίθηκε με αφέλεια ο Αιθίοψ. Του υπενθύμιζα πως είχε αναλάβει τη φροντίδα μου και έπρεπε οπωσδήποτε να μου έβρισκε νερό να πιούν οι δούλοι Του. Και να που ο Αγαθός Δεσπότης αναγκάστηκε να στείλη.
* * *
ΚΑΠΟΙΟΣ φιλομόναχος χριστιανός επισκεπτόταν τακτικά τους Γέροντας στην έρημο για να ωφελήται από τη διδασκαλία των. Κάποτε ανακάλυψε ένα πολύ γέρο και άρρωστο Ερημίτη. Τον λυπήθηκε και θέλησε να του αφήση όσα χρήματα είχε μαζί του, για τις ανάγκες του.
— Κράτησέ τα, Αββά, του έλεγε παρακαλεστικά. Είσαι γέρος κι άρρωστος. Δεν μπορείς πια να εργάζεσαι.
— Εξήντα ολόκληρα χρόνια υποφέρω από τούτη την αρρώστια και με του Θεού τη βοήθεια δε μου έλειψε ποτέ τίποτε. Εκείνος που έχει τη φροντίδα μου αδιάκοπα μου στέλνει πάντα τα αναγκαία. Θέλεις λοιπόν τώρα εσύ, Αδελφέ, να διώξης τον Τροφέα μου; είπε ο γέρων Ερημίτης και με κανένα τρόπο δε δέχτηκε τα χρήματα.
* * *
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ Λυδία)
ΈΝΑΣ ΑΓΙΟΣ Γέροντας έμενε με τον υποτακτικό του σε μια καλύβη, όχι μακριά από ένα κεφαλοχώρι. Κάποτε έπεσε στον τόπο μεγάλη δυστυχία κι ο φτωχός κόσμος πέθαινε σχεδόν από την πείνα. Πολλοί στην απελπισία τους πήγαιναν και κτυπούσαν στην καλύβη του ερημίτη. Εκείνος πάλι, που ήτο πολύ ελεήμων, έδινε με την καρδιά του απ' ό,τι τύχαινε να έχη. Ο υποτακτικός όμως που έβλεπε με τρόπο το ψωμί τους να λιγοστεύη, είπε μια μέρα στενοχωρημένος στο Γέροντα:
— Αββά, δε μου ξεχωρίζεις τα ψωμία που μου αναλογούν, κι από δω και πέρα μοίραζε από τα δικά σου ελεημοσύνη. Έτσι όπως πάμε τώρα, γρήγορα θα πεινάσωμε κι οι δυό.
Ο αγαθός Γέροντας χώρισε τα ψωμιά του υποτακτικού του, χωρίς να ειπή τίποτε κι εξακολούθησε να δίνη από τα δικά του στους φτωχούς. Μα κι ο Θεός που είδε την καλή του προαίρεσι τα ευλόγησε, κι όσο εκείνος έδινε, τόσο αυτά επληθύνονταν.
Ο υποτακτικός στο μεταξύ έφαγε τα δικά του. Όταν πια δεν του έμειναν παρά λίγα ψίχουλα, πήγε στον Γέροντά του και τον παρακαλούσε να τρώνε πάλι μαζί. Εκείνος τον δέχτηκε χωρίς να φέρη αντίρρησι. Τώρα όμως είχαν αυξηθή και οι ζητιάνοι, κι ο υποτακτικός άρχισε πάλι να δυσανασχετή. Μία μέρα χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο απαραίτητος φτωχός. Ο υποτακτικός κατσούφιασε.
— Δώσε του ένα καρβέλι, πρόσταξε ο Γέροντας, που έκανε πως δεν είδε το μορφασμό του.
— Μου φαίνεται πως δεν έχομε πια να φάμε ούτε εμείς. Είπε φωναχτά ο υποτακτικός, για να τον ακούση κι ο ζητιάνος.
— Πήγαινε και ψάξε καλά, πρόσταξε ο Γέροντας.
Σηκώθηκε εκείνος απρόθυμα να πάη στο κελλαρικό. Μα τρόμαξε ν' ανοίξη την πόρτα. Το βρήκε γεμάτο ως επάνω από καλοψημένα φρέσκα καρβέλια!
Από την ημέρα εκείνη απόκτησε μεγάλη εμπιστοσύνη στον άγιο Γέροντά του κι έγινε πρόθυμος στο ν' ανακουφίζη τους φτωχούς.
* * *
ΈΝΑΣ ΚΑΛΟΣ ΙΕΡΕΥΣ κάθε Κυριακή μετά τη Λειτουργία μάζευε τους φτωχούς της ενορίας του και τους μοίραζε τα χρήματα, που μάζευε το «κιβώτιο των πτωχών».
Μια Κυριακή πήγε μία γυναίκα με παλιά ξεσκισμένα ρούχα και με ύφος κακομοίρικο. Ο Ιερεύς τη λυπήθηκε. Έβαλε το χέρι του στο κιβώτιο με την πρόθεσι να της δώση όσα χρήματα χωρούσε η παλάμη του. Όταν το τράβηξε έξω, είδε πως είχε πιάσει λίγα κέρματα. Βιάστηκε να της τα δώση, γιατί πίσω της περίμενε άλλη να πάρη φιλοδώρημα. Αυτή φορούσε περιποιημένα φορέματα. Ο ιερεύς σκέφτηκε πώς ήταν από κείνες που χωρίς λόγο ζητιανεύουν. Θα της έδινε λίγα, για να μην την αφήση να φύγη έτσι και της έμενε η ντροπή. Έβαλε πάλι το χέρι του στο κιβώτιο κι η χούφτα του γέμισε χρυσά νομίσματα.
Σαν ευλαβής που ήτο κατάλαβε τη θεία επέμβασι. Ζήτησε λοιπόν πληροφορίες και για τις δύο εκείνες γυναίκες. Έμαθε τότε πως η μία που φαινόταν καλοντυμένη, ήταν από καλή οικογένεια, που τελευταία από διάφορα ατυχήματα φτώχυνε και υπέφερε πολύ. Από αξιοπρέπεια φορούσε περιποιημένα ρούχα. Η άλλη έβαζε κουρέλια, όταν έβγαινε να ζητιανέψη, για να της δίνουν ευκολώτερα.
* * *
ΥΠΑΡΧΟΥΝ άνθρωποι, έλεγε ένας Γέροντας, που ενώ είναι πρόθυμοι να δίνουν ελεημοσύνη στους πτωχούς, ο πονηρός τους κάνει να ακριβολογούν στα ελάχιστα, για να τους αφαιρή το μισθό της αγαθοεργίας.
Έτυχε να επισκεφθώ κάποτε ένα φίλο μου ιερέα, την ημέρα που μοίραζε ελεημοσύνη στους πτωχούς της ενορίας του. Ήρθε κατά σύμπτωσι μια πτωχή χήρα και παρακάλεσε να της δώση λίγο σιτάρι.
— Φέρε το σακκούλι σου να σου βάλω, της είπε ο ιερεύς.
Η γυναίκα το έφερε.
— Πολύ μεγάλο είναι, ευλογημένη, της είπε κάπως απότομα ο φίλος μου.
Εκείνη έγινε κατακόκκινη από την ντροπή της, ίσως γιατί ήτο κι ένας ξένος μπροστά σ' αυτήν την προσβολή. Σαν έφυγε ρώτησα το φίλο μου:
— Δε μου λες, Πάτερ, το πούλησες στη γυναίκα το σιτάρι;
— Όχι, το εχάρισα. Είναι από τις ελεημοσύνες.
— Αφού λοιπόν ήταν ελεημοσύνη, του είπα, ποία η ανάγκη ν' ακριβοεξετάζης το μέτρο και να λυπήσης τη φτωχή; Μη ξεχνάς άλλωστε τα λόγια του μακαρίου Παύλου, «ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός»[1].[1] Β’ Κορ. Θ’ 7
* * *
Ο ΑΒΒΑΣ Τιμόθεος, ο νέος Πρεσβύτερος της σκήτης, είπε μια μέρα που συζητούσε με τον Όσιο Ποιμένα για μια γνωστή του γυναίκα στην Αλεξάνδρεια πως πόρνευε και το μισθό της τον έδινε ελεημοσύνη.
— Ο Θεός θα την ελεήση και τελικά θα σωθή, είπε ο Όσιος.
Ύστερα από λίγο καιρό ανέβηκε στη σκήτη η μητέρα του Αββά Τιμοθέου να ιδή τον γυιό της. Εκείνος τότε την ερώτησε για την αμαρτωλή γυναίκα.
— Εξακολουθεί δυστυχώς την ίδια ζωή, του είπε εκείνη. Η πελατεία της έχει πολύ αυξηθή, αλλά κι αυτή έχει υπερβουλικά αυξήση τις ελεημοσύνες της.
Ο Αββάς Τιμόθεος το ανέφερε πάλι στον Όσιο Ποιμένα.
— Να είσαι βέβαιος πως οι ελεημοσύνες της θα τη σώσουν, είπε πάλι ο Όσιος.
Όταν ύστερα από πολλούς μήνες ξαναπήγε στη σκήτη για δουλειά η μητέρα του Τιμοθέου, του είπε πως η αμαρτωλή εκείνη γυναίκα την είχε πολύ παρακαλέσει να την έπαιρνε μαζί της. Ήθελε λέει να ζητήση από τους Γέροντας να προσευχηθούν για την ψυχή της.
Ο Αββάς Τιμόθεος τα είπε όλα αυτά στον Όσιο Ποιμένα. Εκείνος τον συμβούλεψε να πάη ο ίδιος στην πόλι να τη φέρη στον ίσιο δρόμο. Ο Πρεσβύτερος υπήκουσε και με τη βοήθεια της Θείας Χάριτος, έφερε την παραστρατημένη γυναίκα σε μετάνοια.
* * *
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)