ΚΑΠΟΙΟΣ Γέροντας αρρώστησε βαρειά και του κόπηκε η όρεξι. Ο υποτακτικός του για να τον ευχαριστήση, τον παρακάλεσε να του επιτρέψη να του φτιάξη μια μικρή πίττα. Μπροστά στην επιμονή του νέου, υποχώρησε ο Γέροντας και τον άφησε. Από τη βιασύνη του ο υποτακτικός έκανε λάθος κι αντί για μέλι, έρριξε στην πίττα λινέλαιο, που μεταχειρίζονται στο εργόχειρο τους.
Καθώς έβαζε λίγο στο στόμα του ο Γέροντας, κατάλαβε το λάθος του υποτακτικού, αλλά για να μη τον λυπήση, δεν είπε τίποτε. Εβίασε τον εαυτό του να φάγη, αλλ' ήταν αδύνατον. Το λινέλαιο έχει αηδιαστική γεύσι. Βλέποντάς τον ανόρεκτο ο νέος, τον εβίαζε να φάγη. Για να τον πείση, έβαλε κι αυτός λίγο στο στόμα του, λέγοντας:
— Είναι πολύ ωραία. Να, τρώγω κι εγώ.
Μα αμέσως κατάλαβε το λάθος που είχε κάνει κι έβαλε τις φωνές:
— Αλλοίμονο, σε θανάτωσα, Αββά. Και δε μου έλεγες τίποτε τόση ώρα;
— Μη στενοχωρείσαι, τέκνον μου, του είπε με καλωσύνη ο Όσιος. Αν ήθελε ο Θεός να φάγω πίττα, θα είχες βάλει μέσα μέλι.
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη)