ΩΔΗΓΗΣΑΝ κάποτε στον Αββά Λογγίνο ένα δυστυχή δαιμονισμένο και τον παρακαλούσαν να τον κάνη καλά.
— Δεν έχω τέτοιο χάρισμα, έλεγε εκείνος με ταπεινοσύνη. Πηγαίνετε στον Αββά Ζήνωνα. Εκείνος με την προσευχή του μπορεί να διώξη το δαιμόνιο.
Πήγαν τον άνθρωπο στον Αββά Ζήνωνα. Εκείνος τον λυπήθηκε κι άρχισε να εξορκίζη το πονηρό πνεύμα να φύγη από το βασανισμένο πλάσμα.
Το διαμόνιο άρχισε ν' αγριεύη και ξαφνικά φώναξε στον Γέροντα:
— Μήπως νομίζεις πως για λόγου σου φεύγω; ο Αββάς Λογγίνος προσεύχεται αυτή τη στιγμή κι η δική του προσευχή δε μ' αφήνει να σταθώ. Σε σένα δε δίνω καμμία σημασία.
* * *
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ πάλι, που έπασχε από καρκίνο, επειδή είχε ακούσει την φήμη του αββά Λογγίνου, ξεκίνησε να πάη να τον βρη να της δώση την υγεία της. Καθώς τον γύρευε στην τύχη μέσα στην έρημο, συνάντησε ένα γέροντα Καλόγερο να κόβη ξύλα. Πήγε κοντά του και τον ρώτησε πού έμενε ο Αββάς Λογγίνος.
— Τι τον θέλεις; ρώτησε εκείνος. Σε συμβουλύω να μη πας, γιατί δεν είναι καλός άνθρωπος. Αλλά μήπως υποφέρεις από τίποτε;
Η δυστυχισμένη γυναίκα του έδειξε τότε μια ανοιχτή πληγή, που έβγαζε αφόρητη δυσοσμία. ο Καλόγερος τη σταύρωσε και της είπε:
— Γύρισε σπίτι σου κι ο Θεός θα σου δώση την υγεία σου. Ο Λογγίνος δεν μπορεί να σε βοηθήση σε τίποτε.
Έφυγε εκείνη, δίνοντας πίστι στα λόγια του αγνώστου. Ώσπου να φτάση σπίτι της δεν έμεινε ίχνος από τη φοβερή αρρώστια. Αργότερα έμαθε από τους Αδελφούς, πως εκείνος, που την είχε κάνει καλά με τέτοιο παράδοξο τρόπο, ήταν ο ίδιος ο Αββάς Λογγίνος.
(Γεροντικόν, μοναχής Θεοδώρας Χαμπάκη, εκδ. Λυδία)