Μεγάλου Βασιλείου, επιστολή 93 προς την πατρίκιαν Καισαρίαν περί Κοινωνίας
(γράφτηκε γύρω στο 372 μ.Χ.. Είναι πολύ ενδιαφέρον το αντικείμενο της επιστολής, η οποία προσφέρει χρήσιμες πληροφορίες για την σχετική με τη θεία μετάληψη πράξη της εποχής εκείνης)
Κείμενο:
«Βεβαίως και το να κοινωνεί κανείς και να μεταλαμβάνει του αγίου σώματος και αίματος του Χριστού καθημερινά είναι καλό και επωφελές, διότι αυτός ο ίδιος λέει σαφώς, «αυτός που τρώει την σάρκα μου και πίνει το αίμα μου έχει ζωή αιώνια» (Ιω.6,54). Ποιός λοιπόν αμφιβάλλει ότι το να μετέχει κανείς συνεχώς της ζωής δεν είναι τίποτα άλλο παρά να ζει πολλαπλά;
Εμείς πάντως κοινωνούμε τέσσερις φορές την εβδομάδα, Κυριακή, Τετάρτη, Παρασκευή και Σάββατο, αλλά επίσης και σε άλλες μέρες, όταν υπάρχει μνήμη κάποιου Αγίου.
Το ότι δε κατά τους καιρούς του διωγμού αναγκάζεται κάποιος, εν απουσία ιερέως ή λειτουργού (=διακόνου), να λαμβάνει με τα δικά του χέρια την κοινωνία, είναι περιττό να αποδείξω ότι δεν είναι καθόλου αξιόμεμπτο, αφού άλλωστε την πρακτική αυτή έχει κατοχυρώσει μακρά συνήθεια από τα ίδια τα πράγματα.
Πράγματι όλοι οι μονάζοντες στην έρημο, όπου δεν υπάρχει ιερέας, μεταλαμβάνουν μόνοι τους από κοινωνία που διατηρούν στο σπίτι τους. Στην Αλεξάνδρεια επίσης και όλη την Αίγυπτο και κάθε λαϊκός ακόμη έχει συνήθως κοινωνία στο σπίτι του και μεταλαμβάνει μόνος του οποτεδήποτε θέλει.
Άπαξ τελειώσει και δώσει την θυσία ο ιερέας, αυτός που την λαμβάνει ως σύνολο, μεταλαμβάνοντας από αυτήν καθημερινά, οφείλει να πιστεύει ότι μεταλαμβάνει και δέχεται αυτήν από αυτόν που την έδωσε.
Άλλωστε και στην εκκλησία ο ιερέας επιδίδει την μερίδα και αυτός που την δέχεται, την κρατά με όλη την εξουσία και έτσι την φέρνει στο στόμα με το χέρι του. Το ίδιο λοιπόν είναι κατ ουσίαν, είτε μία μερίδα δεχτεί κανείς από τον ιερέα είτε πολλές μερίδες μαζί*»
* πρόκειται περί των προηγιασμένων δώρων, τα οποία εκείνη την εποχή σε πολλά μέρη μπορούσαν όλοι να διατηρήσουν κατ οίκον. Προφανώς κάθε μερίδα συνίστατο σε άρτο εμποτισμένο σε οίνο. Ο καθένας μπορούσε να καταναλώσει τμήμα της μερίδας και να διατηρήσει το υπόλοιπο.
(έκδοση ΕΠΕ, η μετάφραση βασίστηκε σε αυτήν των εκδόσεων ΕΠΕ τομ. 3 Μ. Βασιλείου σελ. 503 και τα σχόλια του Παν. Χρήστου)
(αποσπάσματα από την Εκκλησιαστική Ιστορία B. Στεφανίδη)
Η θεία ευχαριστία,η οποία προηγουμένως ετελείτο την εσπέραν της Κυριακής μετά των κοινών εστιάσεων, εχωρίσθη αυτών και μετετέθη είς την πρωίαν της ιδίας ημέρας, συνδεθείσαν μετά της πρωινής θείας λατρείας. Τούτο προήλθεν εκ των επομένων τριών αιτιών.
Κατά τας κοινάς εστιάσεις ενωρίς είχον εισχωρήσει άτοπα. «’Έκαστος το ίδιον δείπνον προλαμβάνει εν τω φαγείν και ός μέν πεινά,ός δε μεθύει».(Α΄ πρός Κορινθίους,11,21).Τα άτοπα ταύτα επολεμήθησαν μέν υπό του Αποστόλου Παύλου, αλλ΄ ίσως δεν εξέλιπον, ή ανεφάνησαν πάλιν. Σχετικήν μαρτυρίαν δεν έχομεν.
Έπειτα η αύξησις των χριστιανών εκάστης κοινόνητος επέφερε κατάτμησιν των κοινών εστιάσεων εις πολλάς τοιαύτας εν διαφόροις οικήμασιν,εθεωρήθη δε καλόν να επέλθη αντίδρασις κατά της αναλόγου κατατμήσεως της τελέσεως της θείας ευχαριστίας. Η αντίδρασις παρουσιάσθη ήδη εν τη Α΄ επιστολή του Ρώμης Κλήμεντος και εν ταίς επιστολαίς του Ιγνατίου, εξηκολούθησε δέ και μετά ταύτα, καταλήξασα είς την μετάθεσιν. Η μετάθεσις της θείας ευχαριστίας είς την πρωίαν της Κυριακής δεν έσωσεν αυτήν της κατατμήσεως (Μαρτύριον Ιουστίνου,περί το 166,κεφ. III. 58 κανών Λαοδικείας,μέσα δ΄ εκ/ρίδος.
Τελευταίον αίτιον της μεταθέσεως η κατ΄ απομίμησιν της εβραϊκής συναγωγής προηγηθείσα μετάθεσις της προσευχής και του κηρύγματος από της εσπέρας είς την πρωίαν της Κυριακής είλξε και την θείαν ευχαριστίαν.
Η θεία ευχαριστία κεχωρισμένη των κοινών εστιάσεων απαντά παρ΄ Ιουστίνω (περί το 150) και Κλήμεντι τω Αλεξανδρεί (150-200).
Μετά τήν απόσπασιν της θείας ευχαριστίας, η κοινή εστίαση διετήρησεν ομοίωμα της θείας ευχαριστίας, ήτοι κλάσιν άρτου και ευλογίαν ποτηρίου, χωρίς βεβαίως να θεωρώνται ώς θεία ευχαριστία. Η κοινή εστίασις ετελείτο την εσπέρα τής Κυριακής εν τω ναώ ή εν ιδιωτική οικία, προίστατο δέ αυτής ο επίσκοπος ή άλλος τις κληρικός. Ούτος ελάμβανεν είς χείρας ολόκληρον τόν άρτον, έλεγεν επ΄ αυτού ευχήν, έκοπτεν αυτόν και διένεμεν είς τούς συνδαιτυμόνας. Ωνομάζετο «ευλογία».Έκαστος πρό αυτού είχε ποτήριον οίνου, επί του οποίου έκαστος έλεγεν ευχήν. Αμφότεραι αι πράξεις αύται ετελούντο αλλού μέν πρό του δείπνου, αλλά δέ μετ΄ αυτό.
Όπως πρό των μέσων της β΄ εκ/ρίδος απεσπάσθη η θεία ευχαριστία και απετέλεσεν ιδιαιτέραν τελετήν, ούτω μετά την ζ΄ εκ/ρίδα απεσπάσθη της κοινής εστιάσεως και το ομοίωμα της θείας ευχαριστίας, και απετέλεσε επίσης ιδιαίτερη τελετή. Αυτή, διατηρήσασα μέχρι σήμερον τον αρχαϊκό τρόπο της τελέσεως της θειας ευχαριστίας, διετήρησε και το αρχαϊκόν όνομα αυτής, «κλάσις του άρτου» («αρτοκλασία»). Έπαυσεν η διανομή του οίνου, η δέ εν τω ναώ κοινή εστίασης περιορίσθη είς την υφ΄ εκάστου κατανάλωσιν του τεμαχίου του άρτου. Είς την παρατιθεμένην μικράν πλέον ποσότητα του οίνου προσετέθη βραδύτερον παράθεσις αναλόγου ποσότητος ελαίου και σίτου. Ταύτα δέν υπάρχουσιν είς τα αρχαιότερα ευχολόγια (ίδε Ευχολόγιον,εκδ. Goar).
O Ιουστίνος περιγράφει τήν τέλεσιν τής πρωινής λατρείας της Κυριακής.
«Τή ηλίου ημέρα πάντων κατά πόλεις η αγρούς μενόντων επί το αυτό συνέλευσις γίνεται,και τα απομνημονεύματα των αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών αναγινώσκεται,μέχρις εγχωρεί.Είτα παυσαμένου του αναγινώσκοντος ο προεστώς διά λόγου τήν νουθεσίαν και πρόκλησιν τής των καλών τολυτων μιμήσεως ποιείται.Έπειτα ανιστάμεθα κοινή πάντες και ευχάς πέμπομεν και ώς προέφημεν,παυσαμένων ημών της ευχής,άρτος προσφέρεται και οίνος και ύδωρ και ο προεστώς ευχάς ομοίως και ευχαριστίας,όση δύναμις αυτώ,αναπέμπει,και ο λαός επευφημεί λέγων το αμήν,και η διάδοσις και η μετάληψις από των ευχαριστηθέντων εκάστω γίνεται,και τοίς ού παρούσι διά των διακόνων πέμπεται» (Απολογία Α΄,67,3-5).
Έν ταίς ιουδαικαίς συναγωγαίς υπήρχε διπλούν ανάγνωσμα,εκ του νόμου και εκ των προφητών, παρά τοίς χριστιανοίς εισήχθη επίσης διπλούν ανάγνωσμα, εκ των προφητών και των «απομνημονευμάτων των αποστόλων», ήτοι των ευαγγελίων (αυτ. 66,3). Κατ΄ αρχάς ώς γενική τάσις υπήρχεν η αύξησις του αριθμού των αναγνωσμάτων. Αί Αποστολικαί Διαταγαί, ομιλούσαι περί της λειτουργίας κατά τήν χειροτονίαν του επισκόπου, αναφέρουσι πέντε αναγνώσματα, «ανάγνωσιν του Νόμου και των Προφητών,τών τε Επιστολών και των Πράξεων και των Ευαγγελίων» (8,5,11 πρβλ. 2,57,5 και εξής). Αι Αποστολικαί Διαταγαί, εγράφησαν μέν εν Συρία τέλη της δ΄ εκ/ρίδος, περιέχουσιν όμως αρχαιότερον υλικόν, εν τοίς έξ μέν πρώτοις βιβλίοις πολλαχού .όπου συμπίπτουσι με την Αποστολικήν Διδασκαλίαν, γραφείσαν την γ΄ εκ/ρίδα, εν τοίς επιλοίποις δε βιβλίοις ενιαχού,όπυ υπάρχει άλλη εξωτερική ένδειξις.
Έπειτα εκράτησε τάσις ελαττώσεως των αναγνωσμάτων και των εκ της Καινής Διαθήκης αλλά κυρίως των εκ της Παλαιάς Διαθήκης. Η λειτουργία της Κωνσταντινουπόλεως, ώς φαίνεται εκ πολλών χωρίων Ιωάννου του Χρυσοστόμου (προερχομένου εκ Συρίας,τέλη της δ΄ εκ/ρίδος),και η της Ρώμης, ώς φαίνεται εκ τινός χειρογράφου περικοπών (της γερμανικής Βυρτζβούργης), είχον ένα ανάγνωσμα εκ τής Παλαιάς Διαθήκης και δύο εκ της Καινής Διαθήκης. Ταύτα διετηρήθησαν μέχρι της ζ εκ/ρίδος. Αργότερα εγκατελείφθη ολοτελώς το εκ της Παλαιάς Διαθηκης ανάγνωσμα.
Ότε εισήχθη η επ΄ εκκλησίας ανάγνωσις βιβλίων της Αγίας Γραφής, κατ΄ αρχάς εγίνετο κατ΄ ελευθέραν εκλογήν του αναγινώσκοντος, αλλ΄ έπειτα περιορίσθη η ελευθερία, ο καθορισμός τής σχετικής περικοπής εξηρτάτο εκτάκτως ή τακτικώς εκ τής γνώμης του επισκόπου, ήρχισε δέ και η συνήθεια να αναγινώσκωσιν ωρισμένα βιβλία τής Αγίας Γραφής κατά συνέχειαν (ή μία περικοπή συνέχεια της άλλης) και μάλιστα τακτικώς εις ωρισμένας εποχάς του έτους.
Ούτω, την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν ανεγινώσκετο ή Γένεσις, τήν Μεγάλην Εβδομάδα, ο Ιώβ, την Μεγάλην Πέμπτην ή Μεγ.Παρασκευήν, ο Ιωνάς (Αμβροσίου,Επιστολή πρός Μάρκελλον,20,25.W. Caspari,εν Ηerzog-Hauck,Realencyklopadie,15,135,στίχος 23 κ.εξ), μεταξύ του Πάσχα και της Πεντηκοστής, το Ευαγγέλιον του Ιωάννου και αί Πράξεις τών Αποστόλων.
Οί χριστιανοί ανέπεμπον χριστιανικούς ύμνους, οι οποίοι επολλαπλασιάσθησανκατά την εποχή ταύτην. Έξ αυτής έχομεν την αρχαιοτέραν μαρτυρίαν περί ύμνων, αναφερομένων είς τους μάρτυρας («Cantatur et exitus martyrum»,Τερτυλλιανού,Scorpiace,7).
Eκ διαφόρων πληροφοριών εξάγεται, ότι το εκκλησιαστικόν άσμα ήτο απλούν, μη διαφέρον πολύ του τρόπου,διά του οποίου σήμερον ψαλμωδούνται αί ευχαί (πχ. Αί του ευχελαίου) και τα αναγνώσματα (ο εξάψαλμος, ο απόστολος και το ευαγγέλιον, λεγόμενα υπό των ιερέων),τα οποία τότε απλώς ανεγινώσκοντο.
Απαντώσι δύο είδη «αντιφωνίας».
Κατά το πρώτον είδος, ένας έψαλλεν, οι δε λοιποί (ο χορός ή η κοινότης) έψαλλον τα ακροστίχια ή ακροτελεύτια, ήτοι τας τελευταίας λέξεις. Ο τρόπος ούτος ήτο συνήθης παρά τοίς Ιουδαίοις, εισήχθη δέ και παρά τοίς χριστιανοίς, ονομαζόμενος «υποψάλλειν», «υπηχείν» και «υπακούειν».
Κατά το δεύτερον είδος (την κυρίως «αντιφωνίαν»),ο ψάλτης και ο χορός (ή η κοινότης) ή δύο χοροί, ή τα δύο τμήματα του χορού έψαλλον εναλλάξ. Ο τρόπος ούτος ήτο επίσης γνωστός είς τους Ιουδαίους (Α΄ Παραλειπομένων,6,31 κ.εξ.). Η γνώμη, ότι την αντιφωνίαν ταύτην εισήγαγεν είς τους χριστιανούς ήδη ο Αντιοχείας Ιγνάτιος (+ περι το 112. Σωκράτους,Εκκλ. Ιστορία,6,8,11), δεν είναι ορθή. Δύναται τις ίσως να δεχθή, ότι ο Ιγνάτιος εισήγαγε το «υποψάλλειν». Η αντιφωνία δεν εισήχθη κατά την εποχήν ταύτην. Πουθενά δεν συναντιέται σε χρήση πριν τα μέσα της δ εκ/ρίδος. Οι Αποστολικές Διαταγές, γραφείσαι τέλη της εκ/ρίδος ταύτης, γνωρίζουν μόνο το «υποψάλλειν» (2,57,6 πρβλ. Και 15 κανόνα Λαοδικείας, περί το 360). Κατά τον Μοψουεστίας Θεόδωρον,(+ 428),δύο Αντιοχείς μοναχοί, ο Φλαβιανός (ο μετά ταύτα Αντιοχείας υπό τον οποίον Ιωάννης ο Χρυσόστομος διετέλεσε πρεσβύτερος) και ο Διόδωρος (ο μετά ταύτα Ταρσού,διδάσκαλος του Μοψουεστίας και του Χρυσοστόμου), εισήγαγον την αντιφωνίαν εκ της χρησιμοποιούσης την συριακήν γλώσσαν συριακής Εκκλησίας εις την χρησιμοποιούσαν την ελληνικήν γλώσσαν συριακήν Εκκλησίαν (περί το 360.Νικήτα Χωνιάτου,ιβ΄ εκ/ρίδος,Θησαυρός ορθοδόξου πίστεως,5,30 πρβλ.Θεοδωρήτου,Εκκλ΄.Ιστορίαν,2,24,,8 κ.εξ. Σωζομένου,Εκκλ. Ίστορίαν,3,20,10. Φιλοστοργίου,Εκκλ. Ιστορίαν,3,13).
H αντιφωνία εισήχθη είς την Καισάρειαν υπό του Μεγάλου Βασιλείου (+378,Επιστολή 207,πρός τους κληρικούς της Νεοκαισαρείας, όπου ο γράφων δικαιολογείται και δια τούτο), εις τα Ιεροσόλυμα εισήχθη κατά την ιδίαν εποχήν (Peregrinatio Aetheriae,24,1,γραφείσα περί το 380), εις το Μεδιόλανον (=Μιλάνο) εισήχθη υπό του Αμβροσίου (περί το 380. Αυγουστίνου,Εξομολογήσεις,9,7), εις την Κωνσταντινούπολιν εισήχθη πρώτον μεν υπό των Αρειανών, πρός καταπολέμησιν δέ αυτών υπό του Ιωάννου του Χρυσοστόμου (Σωκράτους,Εκκλ. Ιστορία,6,8. Σωζομένου,Εκκλ. Ιστορία,8,8).
Εφ΄ όσον η θεία ευχαριστία συνεδέετο μετά των κοινών εστιάσεων, οι χριστιανοί εκάθηντο περί τάς τραπέζας (κατά γής;), ο δέ ηγιασμένος άρτος («σώμα Χριστού») εκόπτετο και διενέμετο είς αυτούς, τα δέ τεμάχια ήσαν ακόμη σχετικώς μεγάλα, όχι όμως πλέον ως τα της σημερινής αρτοκλασίας, η οποία ιδρύθη ώς ομοίωμα της αρχαιοτάτης θείας ευχαριστίας.
Οι τόποι των θρησκευτικών συναθροίσεων, άρα, εν πολλοίς διέφερον των σημερινών. Μετά την απόσπασιν της θείας ευχαριστίας από των κοινών εστιάσεων, οι χριστιανοί δεν εκάθηντο πλέον πέριξ τραπεζών, τα δε μέλλοντα να διανεμηθώσι τεμάχια του ηγιασμένου άρτου δέν μετεφέροντο πρός τους χριστιανούς , αλλ΄ οι χριστιανοί ήρχοντο πρός αυτά. Είς εκάστην τέλεσιν της θείας ευχαριστίας όλοι οι παρόντες χριστιανοί προσήρχοντο πρό του ιερουργούντος πρεσβυτέρου, ίνα λάβωσι τα υλικά αυτής, τα οποία βαθμηδόν ακόμη περισσότερον ωλιγόστευσαν. Λαβίς δεν υπήρχεν ακόμη.
Ο πρεσβύτερος προσέφερε τον άρτον είς την δεξιάν παλάμην αυτών, τεθειμένην επί της αριστεράς, ο δέ διάκονος προσέφερε τον οίνον διά του αγίου ποτηρίου (Μαρτύριον Περπετούης, κεφ.4. Κυρίλλου Ιεροσολύμων,Κατήχησις,18,21. Μεγάλου Βασιλείου, Επιστολή 93,πρός την Καισαρίαν. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία είς τα Χριστούγεννα,7. Άμβρόσιος Μεδιολάνων,εν Θεοδωρήτου, Εκκλ. Ιστορία,5,18. Αυγουστίνου,Contra litteras Petilani Donatistae,2,25. Tρούλλου κανών 101).
Είς τους απόντας η θεία ευχαριστία εστέλλετο διά των διακόνων υπό την μορφήν μόνον τεμαχίου καθηγιασμένου άρτου, ή υπό την μορφήν τοιούτου τεμαχίου, αλλ΄ επί του οποίου είχεν επισταχθή καθηγιασμένος οίνος……
….Εν τοίς κοιμητηρίοις τον πέριξ του τάφου εκάστου μάρτυρος χώρον περιέβαλλον και εστέγαζον δι΄ οικοδομής, η οποία κατά τάς τρείς αυτής πλευράς είχεν αψίδας. Αι οικοδομαί αύται ωνομάσθησαν Μαρτύρια, έκαστον δέ αυτών έφερε το όνομα του οικείου μάρτυρος (Μαρτύριον του τάδε μάρτυρος).
Εκεί επί του τάφου του μάρτυρος ετελείτο η θεία ευχαριστία κατά τάς μνήμας μαρτύρων και καθ΄ οιανδήποτε άλλην περίστασιν.
Εκ των Μαρτυρίων τούτων προέκυψε γενετικώς ο θεμελιώδης τύπος των χριστιανικών ναών (C.M. Kaufmann,Handbuck der christl.Archaologie, 1905,σελ.147 και εξής). Εντεύθεν εξηγούνται τρία τινά.
Πρώτον ,η συνήθεια, υπό την αγίαν τράπεζαν να τίθενται λείψανα μαρτύρων (επέκρατησε μέσα της δ εκ/ρίδος), πρώτος δέ ο Αλεξανδρείας Κύριλλος (+444) πρός τοιαύτην χρήσιν ηρκέσθη είς λείψανα αγίου, αλλά μη μάρτυρος (Φωτίου,Αμφιλόχια,εκδ. Αθηνών,σελ 187,περί ενθρονισμού).
Δεύτερον, οτι έκαστος ναός φέρει το όνομα μάρτυρος ή αγίου.
Κατ΄ αρχάς βεβαίως έφερε το όνομα εκείνου, του οποίου τα οστά ευρίσκοντο υπό την αγίαν τράπεζαν, αλλ΄ έπειτα το όνομα του ναού κατέστη ανεξάρτητον τούτου.
Τρίτον, ότι οι ναοί εχρησιμοποιούντο ως τόποι ταφής.
Ο μέγας Θεοδόσιος απηγόρευσε την ταφήν εν τοίς Μαρτυρίοις (30 Ιουλ.381. Κοdex Theodosianus,ΙΧ.17,6),αλλ΄ άνευ αποτελέσματος.
Όπως οι εθνικοί και οι Ιουδαίοι, ούτω και οι χριστιανοί κατά τάς μεγάλας εορτάς ετέλουν αφ΄ εσπέρας αγρυπνίας και παννυχίδας. Αρχαιoτέρα είναι η του πάσχα, μεταγενεστέρα η της παραμονής των Επιφανίων. Όμοιαι εγίνοντο και κατά τάς μνήμας των μαρτύρων είς τα Μαρτύρια των κοιμητηρίων. Αί παννυχίδες ανεπτύχθησαν κατά την επομένην εποχήν, γινόμεναι πολλάκις εν ενί και μόνω ναώ (ωνομάζετο «σύναξις») και παρατεινόμεναι μέχρι της πρωίας («της ημέρας υπολαμπούσης» Μ. Βασίλειος,Μigne,32,764).
(Εκκλησιαστική Ιστορία Στεφανίδου,σελ.101-105 & 121, οι υπογραμμίσεις δικές μας)
(απόσπασμα από την Εκκλησιαστική Ιστορία, Βλασίου Φειδά,
οι υπογραμμίσεις δικές μας και κάποια ελαφρά απόδοση στα νέα ελληνικά)
Οι Πράξεις των Αποστόλων (2,46) υπονοούν καθημερινή «κλάσιν του άρτου», αλλά πρέπει να θεωρηθή βέβαιο ότι αυτή ετελείτο οπωσδήποτε τουλάχιστον κατά τη νύκτα του Σαββάτου προς την Κυριακή (Πραξ. 20,7), ως ανάμνηση του μεσσιανικού δείπνου του Κυρίου. Ταυτιζόταν με το μυστήριο της θ. ευχαριστίας, είχε σαφή λειτουργική έννοια και περιλάμβανε διδαχή, προσευχή, ευλογία, κοινωνία και δείπνο.
Τα σχετικά με την κλάση του άρτου χωρία της Κ. Διαθήκης (Ματθ. 26,26-29. Μάρκ.14,22-25. Λουκά 22,14-20. Ιω.6,48-51. Πράξ. 2,41-42,46-47. 20,7-11. Α΄ Κορινθ. 11,20-29 κ.α) παρουσιάζουν βεβαίως ορισμένη ασάφεια.
Κατά τον H. Lietzmann (Messe und Herrenmahl,Bonn1926,238-263) πρέπει να γίνη διάκριση του κυριακού δείπνου σε δύο τύπους, εκ των οποίων ο ένας δείπνος ήταν δείπνος συναδελφώσεως και ενότητας των χριστιανών μεταξύ τους και προς τον Κύριο (Πράξ.2,41-42,46-47.20,7-11),ο δε άλλος ήταν μυστηριακός δείπνος σε ανάμνηση της θυσίας του Κυρίου. Ο πρώτος δείπνος συνδέεται, κατά τον Lietzmann, προς τη συνεστίαση του Κυρίου με τους μαθητές του και ετελείτο από την πρώτη χριστιανική κοινότητα της Παλαιστίνης, ενώ ο δεύτερος δείπνος συνδέεται προς την τέλεση υπό του Κυρίου του μυστικού δείπνου και ετελείτο από τις χριστιανικές κοινότητες των ελληνιστών.
Βεβαίως, δεν δυνάμεθα να αποκλείσουμε τις συνεστιάσεις και τη σύναξη για την «κλάσιν του άρτου», αλλά δεν είναι δυνατόν να ταυτίσουμε την απλή συνεστίαση προς την «κλάσιν του άρτου» των μαρτυριών των Πράξεων. Δεν είναι δυνατόν επίσης να γίνη δεκτή και η άλλη υπόθεση του H. Lietzmann (KG.,I,1932,124), κατά την οποία ο απόστολος Παύλος προσπάθησε να ενισχύση αυθαιρέτως τον μυστηριακό χαρακτήρα της θ. ευχαριστίας (Β. Στεφανίδου, Εκκλ. Ιστορία.Αθήναι 1954,51,υποσημ.8). Είναι ευνόητο ότι μία τέτοια καινοτομία θα μνημονευόταν από τον απόστολο Παύλο ή τουλάχιστον θα υπήρχε μαρτυρία περί αυτής στις Πράξεις Αποστόλων, αφού ο Λουκάς προέβαλε κυρίως την δραστηριότητα των ελληνιστών χριστιανών.
Η σιγή του Λουκά στις Πράξεις ερμηνεύεται μόνο με την κοινή συνείδηση της αποστολικής εκκλησίας, ότι ο μυστηριακός χαρακτήρας της «κλάσεως του άρτου» έπρεπε να θεωρείται αυτονόητος. Ο όρος «κλάσις του άρτου» δήλωνε το σύνολο του κυριακού δείπνου, δηλαδή τόσο την απλή συνεστίαση, όσο και τη μυστηριακή κλάση του άρτου.
Ώς προς το διαμφισβητούμενο ζήτημα, εάν δηλαδή η συνεστίαση λάμβανε χώρα προ της μυστηριακής κλάσεως του άρτου ή ακολουθούσε μετά από αυτήν, δεν υπάρχουν σαφείς ειδήσεις. Οπωσδήποτε όμως επικράτησε η πρόταξη της κλάσεως του άρτου, κατά την οποία προηγείτο η ευλογία του ποτηρίου.
Η απλή συνεστίαση, η οποία γινόταν μετά την «κλάσιν» του άρτου δεν πρέπει βεβαίως να ταυτίζεται πάντοτε προς τις «αγάπες», οι οποίες μαρτυρούνται κυρίως κατά τον Β΄ αιώνα. Ο πυρήνας αυτός εξελίχθηκε, όπως θα δούμε, προοδευτικώς σε νέες λειτουργικές μορφές, χωρίς όμως να αλλοιωθή ο θεμελιώδης χαρακτήρας της θυσίας και το κύριο περιεχόμενο του….
… Αμέσως μετά το βάπτισμα και το χρίσμα ακολουθούσε η θεία ευχαριστία, η οποία ετελείτο, όπως είδαμε, πρό της κοινής εστιάσεως, συμμετείχαν δέ σε αυτή μόνο όσοι ήσαν βαπτισμένοι: «Περί δέ της ευχαριστίας, ούτως ευχαριστήσατε... μηδείς δέ φαγέτω, μηδέ πιέτω από της ευχαριστίας υμών, αλλ’ οι βαπτισθέντες είς όνομα Κυρίου...» (Διδαχή Αποστόλων,ΙΧ,1-5).
Η θεία ευχαριστία ετελείτο συνήθως σε ιδιωτικές κατοικίες, τις «κατ΄ οίκον» εκκλησίες, όπως εχαρακτηρίζοντο (Πράξ. 1212,17.21,18. Ρωμ. 16,5,23. Α΄ Κορινθ. 16,19. Κολ. 4,15 κ.α.).Στη θεία ευχαριστία συμμετείχαν όλοι οι πιστοί της τοπικής εκκλησίας, αλλά ορισμένες ιουδαιοχριστιανικές κοινότητες, ιδιαίτερα στη Μ.Ασία, δεν τελούσαν τη θεία ευχαριστία μαζί με τις τοπικές κοινότητες των εξ΄ εθνών χριστιανών. Πολλές από τις ιουδαιοχριστιανικές αυτές κοινότητες τελικώς εξελίχθηκαν σε ζηλωτικές αιρετικές ομάδες (Ναζωραίοι,Εβιωνίτες,Ελκεσαϊτες),ιδιαίτερα μετά την καταστροφή των Ιεροσολύμων (70 μ.Χ.)….
…. Η θεία Ευχαριστία αποτελούσε το κέντρο τής όλης λατρευτικής ζωής των χριστιανών, με αυτή δε συνεδέοντο όλες οι λατρευτικές και οι πνευματικές εκδηλώσεις τής τοπικής εκκλησίας. Κατά την αποστολική εποχή η θεία Ευχαριστία ετελείτο προφανώς κάθε ημέρα την εσπέρα και συνδεόταν με κοινή συνεστίαση των πιστών («αγάπαι»), αλλά ήδη από τόν Α΄ αιώνα διακρινόταν η θ. ευχαριστία, η οποία ετελείτο κατά την ημέρα τής Κυριακής.
Η θ. ευχαριστία περιείχε, εκτός από την κλάση τού άρτου, την ευλογία τού ποτηρίου και τού κυριακού δείπνου, διδαχή, προσευχή, ύμνους, αναγνώσματα, γλωσσολαλιές, προφητείες κ.α., χωρίσθηκε δε πρό των μέσων τού Β΄ αιώνα από τις κοινές εστιάσεις («αγάπες»), ένεκα κυρίως των παρατηρουμένων καταχρήσεων.
Παραλλήλως προς την εσπερινή ευχαριστιακή σύναξη κατά την εσπέρα τής Κυριακής, υπήρχε και εωθινή (=πρωινή) σύναξη κατά την οποία δεν ετελείτο μεν η θ. ευχαριστία, αλλά αυτή περιελάμβανε μόνο διδαχή, προσευχή και υμνωδία.
O Πλίνιος ο Νεώτερος παρέχει πληροφορίες περί των συνάξεων κατά την Κυριακή (stato die). Aπό αυτές, η μεν μία ελάμβανε χώρα πρό τής ανατολής τού ηλίου (ante lucem convenire), η δε άλλη κατά την εσπέρα. Κατά την πρώτη σύναξη οι χριστιανοί ανέπεμπαν ύμνους προς τον Χριστό ως Θεό (carmenque quasi Deo dicere), κατά δε τη δεύτερη τελούσαν τη θ. ευχαριστία και την κοινή εστίαση («αγάπη»).Η θεώρηση της Εκκλησίας από τον Πλίνιο ως απαγορευμένης «εταιρείας» ερμηνεύθηκε συνήθως ως η κύρια αιτία για τη μετάθεση τής τελέσεως τού μυστηρίου τής θ. ευχαριστίας κατά την πρωία τής Κυριακής. Η μετάθεση αυτή η οποία είναι γενική περί τα μέσα τού Β΄ αιώνα, δεν δύναται βεβαίως να εξηγηθή μόνο από τον τοπικό διωγμό τού Πλινίου στη Βιθυνία, ή τουλάχιστον δεν δύναται να θεμελιωθή ιστορικώς μόνο στην επιστολή του.
Η δήλωση των χριστιανών ότι δεν μετείχαν πλέον στις ευχαριστιακές συνάξεις, τις οποίες απαγόρευε το διάταγμα τού Πλινίου (quod ipsum facere decisse post edictum meum), δεν συνδέεται βεβαίως προς κάποια απόφασή τους να μην τελούν εφεξής τη θ. ευχαριστία κατά την εσπέρα, επειδή μετέθεσαν την τέλεση τής την πρωία. Αναφέρεται προφανώς στη δήλωση ορισμένων χριστιανών για οριστική ρήξη των δεσμών τους προς τις χριστιανικές συνάξεις, ήτοι σήμαινε την άρνηση τής χριστιανικής τους ιδιότητας. Άλλωστε, απλή μετάθεση τής θ. ευχαριστίας από την εσπέρα στην πρωία τής Κυριακής όχι μόνο δεν ικανοποιούσε τη ρωμαϊκή εξουσία, η οποία εδίωκε κυρίως την ιδιότητα του χριστιανού, αλλά και δεν απάλλασσε τους χριστιανούς από τις υποψίες, αφού συνέχισαν να τελούν τις συνεστιάσεις τους («αγάπες») κατά την εσπέρα. Η διάκριση της θ. ευχαριστίας και της κοινής συνεστιάσεως («αγάπης») για τον ρωμαίο έπαρχο ήταν δυσχερής ή και αδιάφορη.
Συνεπώς, η μετάθεση της θ. ευχαριστίας από την εσπέρα στην πρωία της Κυριακής δεν πρέπει να συνδεθεί προς την απαγόρευση των μυστικών εταιρειών από τον Πλίνιο, αλλά μάλλον προς την προτίμηση των χριστιανών για την εωθινή (=πρωινή) σύναξη, για να μη παρατείνεται μέχρι της εσπερινής συνάξεως η ολοτελής νηστεία από κάθε φαγητό (statio). Οπωσδήποτε όμως κατά τα μέσα του Β΄ αιώνα η μετάθεση αυτή είχε ήδη συντελεσθή.
Ο απολογητής Ιουστίνος (110-165 μ.Χ, γράφει περί το 150 και 155 κατά τον Στυλιανό Παπαδόπουλο,Πατρολογία Α) περιγράφει την πρωινή ευχαριστιακή σύναξη ώς ακολούθως:
«Καί τη του ηλίου λεγομένη ημέρα (=Κυριακή) πάντων, κατά πόλεις η αγρούς μενόντων, επί το αυτό συνέλευσις γίνεται και τα απομνημονεύματα τών αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών αναγινώσκεται μέχρις εγχωρεί. Είτα, παυσαμένου του αναγινώσκοντος, ο προεστώς διά λόγου την νουθεσίαν καί πρόκλησιν της των καλών τούτων μιμήσεως ποιείται. Είτα ανιστάμεθα κοινή πάντες και ευχάς πέμπομεν και, ώς προέφημεν, παυσαμένων ημών τής ευχής, άρτος προσφέρεται και οίνος και ύδωρ και ο προεστώς ευχάς ομοίως και ευχαριστίας, όση δύναμις αυτώ, αναπέμπει και ο λαός επευφημεί λέγων αμήν και η διάδοσις και η μετάληψις απο των ευχαριστηθέντων εκάστω γίνεται και τοίς ού παρούσι διά των διακόνων πέμπεται» (Α΄ Απολογία,67,3-5).
{«Και κατά την λεγόμενη ημέρα του ηλίου –Κυριακή- γίνεται συγκέντρωση όλων, όσοι κατοικούν στις πόλεις ή τους αγρούς, και διαβάζονται τα απομνημονεύματα των αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών, μέχρις ότου είναι δυνατό. Έπειτα, όταν σταματήσει εκείνος που διαβάζει, ο προϊστάμενος με ομιλία απευθύνει την νουθεσία και την πρόσκληση για την μίμηση τούτων των καλών. Έπειτα σηκωνόμαστε όλοι μαζί και απευθύνουμε προσευχές και όπως προαναφέραμε όταν σταματήσουμε την προσευχή, προσφέρεται ψωμί και κρασί με νερό και ο προϊστάμενος ομοίως απευθύνει προσευχές και ευχαριστίες με όση δύναμη έχει, και ο λαός συμμετέχει λέγοντας το Αμήν και γίνεται στον καθένα η διάδοση και η μετάληψη αυτών για τα οποία ευχαριστήσαμε και σε αυτούς που δεν ήταν παρόντες στέλνονται μέσω των διακόνων»}
Ο μυστηριακός χαρακτήρας της θ. ευχαριστίας παρέμεινε αναλλοίωτος στην εκκλησιαστική συνείδηση και πράξη. Ο άρτος και ο οίνος με την ευλογία τους κατά την τέλεση του μυστηρίου της θ. ευχαριστίας μετεβάλλοντο σε σώμα και αίμα του Κυρίου. Όσοι δε μετελάμβαναν από αυτά ελάμβαναν «φάρμακον αθανασίας, αντίδοτον του μή αποθανείν, αλλά ζήν εν Χριστώ Ιησού διά παντός» (Ιγνατίου, Φιλαδ., IV,1 κεξ.).
Ο Ιγνάτιος (+ γυρω στο 115 μ.Χ) ομολογεί «την ευχαριστίαν σάρκα είναι του σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, την υπέρ των αμαρτιών παθούσαν, ην τη χρηστότητι ο Πατήρ ήγειρε» (Σμυρν.,VII,1), προτιμά δε από την τροφή της φθοράς και των ηδονών του βίου τον «άρτον Θεού, ο εστί σάρξ Ιησού Χριστού... και το αίμα αυτού, ο εστίν αγάπη άφθαρτος» (Ρωμ. VII,3).
Εκτενέστερα εκφράζει τη συνείδηση αυτή της εκκλησίας για τη θ. ευχαριστία ο Ιουστίνος (110-165): «Και η τροφή αυτή καλείται παρ΄ ημίν ευχαριστία... ού γάρ ώς κοινόν άρτον, ουδέ κοινόν πόμα ταύτα λαμβάνομεν... αλλ΄ όν τρόπον διά λόγου θεού σαρκοποιηθείς Ιησούς Χριστός, ο σωτήρ ημών και σάρκα και αίμα υπέρ σωτηρίας ημών έσχεν, ούτως και την δι΄ ευχής λόγου του παρ’ αυτού ευχαριστηθείσαν τροφήν, εξ ης αίμα και σάρκες κατά μεταβολήν τρέφονται ημών, εκείνου του σαρκοποιηθέντος Ιησού και σάρκα και αίμα εδιδάχθημεν είναι»
{Και η τροφή αυτή ονομάζεται σε εμάς ευχαριστία…Διότι δεν λαμβάνουμε αυτά ως κοινό άρτο και ως κοινό ποτό, αλλά με τον τρόπο με τον οποίο ο Ιησούς Χριστός ο Σωτήρας μας αφού σαρκώθηκε με το λόγο του Θεού πήρε και σάρκα και αίμα για τη σωτηρία μας, με τον ίδιο τρόπο διδαχτήκαμε ότι, και η τροφή η οποία αγιάστηκε με την ευχή του λόγου που προέρχεται από αυτόν, από την οποία το αίμα και οι σάρκες μας τρέφονται κατά μετουσίωση (μεταβολή), είναι σάρκα και αίμα αυτού του Ιησού που σαρκώθηκε}. (Α΄ Απολογία, 66).
Ο Ειρηναίος (130/140-202 μ.Χ) συμπληρώνει την ευχαριστιακή αυτή θεολογία με τον χαρακτηριστικό παραλληλισμό: «ώς γάρ ο από της γής άρτος, προσλαβόμενος την επίκλησιν του Θεού, ουκέτι κοινός άρτος εστίν, αλλ΄ ευχαριστία εκ δύο πραγμάτων συνεστηκυία, επιγείου τε και ουρανίου, ούτως και τα σώματα ημών, μεταλαμβάνοντα της ευχαριστίας, μηκέτι είναι φθαρτά, την ελπίδα της εις αιώνα αναστάσεως έχοντα» (Κατά αιρέσεων,ΙV,18 γράφτηκε περί το 185 κατά τον Στυλιανό Παπαδόπουλο ο.π.).
{Όπως δηλαδή ο άρτος από τη γη, αφού δεχτεί την επίκληση του Θεού, δεν είναι πλέον κοινός (συνηθισμένος) άρτος, αλλά ευχαριστία που περιλαμβάνει δύο πράγματα, το επίγειο και το ουράνιο, έτσι και τα σώματά μας, αφού μεταλάβουν την ευχαριστία, δεν είναι πλέον φθαρτά, αφού έχουν την ελπίδα της αιώνιας ανάστασης}
Ο Τερτυλλιανός [(150/60-225/240 έγραψε μεταξύ 196-212,Πατρολογία Στυλιανού Παπαδοπούλου)] χρησιμοποιεί την ασαφή φράση ότι ο άρτος της ευχαριστίας «παριστά (repraesentant) το ίδιον το σώμα» του Χριστού (Adv. Marcionem,I,14) για να δηλώσει την πραγματική παρουσία του Χριστού στο μυστήριο.
Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (150-215 μ.Χ) τονίζει με την ίδια σαφήνεια την κοινή αυτή συνείδηση της εκκλησίας: «τουτ΄ εστι πιείν το αίμα του Ιησού, της Κυριακής μεταλαβείν αφθαρσίας...»
{δηλαδή το να πιει το αίμα του Ιησού, το να μεταλάβει της αφθαρσίας του Κυρίου} (Παιδαγ.,II,2).
Υπό την έννοια αυτή ο Κλήμης παρατηρεί ότι όποιος γεύεται τον άρτο της ευχαριστίας ουδέποτε «πείραν θανάτου λαμβάνει», αφού λαμβάνει «πόμα...αθανασίας» (Τίς ο σωζόμενος πλούσιος,ΒΕΠ,8,363). Πράγματι, «η αμφοιν αύθις κράσις ποτού τε και λόγου ευχαριστία κέκληται, χάρις επαινουμένη και καλή, ης οι κατά πίστιν μεταλαμβάνοντες αγιάζονται και σώμα και ψυχήν» (Παιδαγ.,II,2).
H θ. ευχαριστία ήταν λοιπόν το κέντρο όχι μόνο τής λατρευτικής, αλλά και της καθ΄ όλου πνευματικής ζωής των πιστών. Παρά τη σπουδαιότητα όμως της θ. ευχαριστίας, ελάχιστες πληροφορίες διασώθηκαν για το τρόπο τελέσεως της. Πράγματι, είναι δυσχερέστατη, αν όχι αδύνατη, η πλήρης και βέβαιη αναπαράσταση του ακριβούς τρόπου τελέσεως της θ. Λειτουργίας. Πέρα των γνωστών ειδήσεων των ευαγγελίων, ήτοι
α) για τη σύσταση του μυστηρίου της θ. ευχαριστίας από τον Κύριο κατά τον Μυστικό Δείπνο (Ματθ.26,26-29.Μάρκ. 14, 22-25. Λουκ. 22, 15-20),
β) των σποραδικών μαρτυρίων των Πράξεων (1,12-14. 2, 1, 42, 46-47. 3,1,5,12,42. 6,1-7.10,10. 20,7-11),και
γ) των επιστολών του απ. Παύλου (Α΄ Κορ.10,16. 11.18 κεξ. 14,16-19,23-24 κ.α. Εφεσ. 5,19. Α΄ Τιμ. 2,1 κεξ), δεν έχουμε άλλες λεπτομερείς ειδήσεις περί των μεταβολών η προσθηκών, οι οποίες επήλθαν στην τέλεση του μυστηρίου της θ. ευχαριστίας κατά τη μεταποστολική εποχή. Αναμφιβόλως ο πυρήνας της αποστολικής ευχαριστιακής τελετουργίας δεν πρέπει να υπέστη μετά ταύτα ουσιώδεις διαφοροποιήσεις, αφού κέντρο της παρέμειναν πάντοτε οι ιδρυτικοί λόγοι του Κυρίου, η επίκληση του αγ. Πνεύματος, η διδαχή, τα αναγνώσματα, οι ύμνοι και η εκδήλωση των ελευθέρων χαρισμάτων (γλωσσολαλία, προφητεία κ.α). Προσθήκες ή τροποποιήσεις πρέπει ίσως να επήλθαν στη διάταξη των στοιχείων, στην προσθήκη νέων ευχών ή ύμνων και στον σταδιακό περιορισμό των εκδηλώσεων των ελευθέρων χαρισμάτων κατά την ευχαριστιακή σύναξη.
Τούτο υπαινίσσονται οι διασωθείσες μαρτυρίες μέχρι τα μέσα του Β΄ αιώνα, οι οποίες διαφυλάσσουν και την παράδοση της μεταποστολικής εποχής, όπως λ.χ η Α΄ Κλήμεντος προς την εκκλησία της Κορίνθου (34, 40-41. 59-61), η Διδαχή (9-10, 14), οι επιστολές του Ιγνατίου Αντιοχείας (Σμυρν.,7-8.Φιλαδ.,4. Εφεσ.,1,5,20.Ρωμ.,7.Μαγν.,6,9), τα έργα των λοιπών αποστολικών Πατέρων και ιδιαίτερα oι ειδήσεις του απολογητή Ιουστίνου (Α΄ Απολογία,13. 61, 65-67.Διάλογος πρός Τρύφωνα,40-41), του Ειρηναίου (Κατά αιρέσεων,I,13. IV, 18. V,2), του Τερτυλλιανού (De praescr. Hacreticorum,36. De oration,6. 19. 28. De idololatria,7 κ.α.), του Ιππολύτου (Τraditio Apostolica και κανόνες). Από τις ειδήσεις αυτές δεν δυνάμεθα βεβαίως να αποκαταστήσουμε την πλήρη διάταξη της θ. Λειτουργίας αφ΄ ενός μεν γιατί οι ειδήσεις αυτές αναφέρονται μόνο στα κυριότερα λειτουργικά στοιχεία, αφ΄ ετέρου δε γιατί η διάταξη της θ. Λειτουργίας εποίκιλλε κατά τόπους και δεν αναπτύχθηκε παντού ομοιόμορφα.
Άλλωστε, η «απορρήτου πειθαρχία» (disciplina arcani) περιέβαλλε με πέπλο μυστικότητας και σιγής τα κύρια μυστηριακά στοιχεία τόσο της θ. ευχαριστίας, όσο και των άλλων μυστηρίων της εκκλησίας, γι΄ αυτό και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς απέφευγαν να εκθέτουν λεπτομερώς το μυστηριακό μέρος της θ. Λειτουργίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι και αυτοί ακόμη οι κατηχούμενοι έπρεπε να αποχωρήσουν από τον ναό μετά το πέρας του διδακτικού μέρους της θ. Λειτουργίας.
Η διάκριση του διδακτικού και του μυστηριακού μέρους της θ. Λειτουργίας τονίσθηκε κυρίως κατά το δεύτερο ήμισυ του Β΄ αιώνα, οπότε παρατάθηκε η καθιερωμένη κατήχηση και αυξήθηκε αισθητά σε αριθμό η τάξη των κατηχουμένων. Γενικότερα όμως επικράτησε από τις αρχές του Γ΄ αιώνα. Τα κύρια στοιχεία του πρώτου, ήτοι του διδακτικού μέρους της θ. Λειτουργίας, ήσαν τα αναγνώσματα από την Παλαιά και την Καινή διαθήκη, το κήρυγμα του προεστώτος της ευχαριστιακής συνάξεως και οι κοινές ευχές κλήρου και λαού.
α) Τα αναγνώσματα, ως επαγωγικό στοιχείο στη λατρευτική εκδήλωση, παρατείνοντο κατ΄ αρχάς μέχρι της προσελεύσεως όλων των πιστών και προήρχοντο αφ΄ ενός μεν από τα προφητικά βιβλία της Π. Διαθήκης ή τους Ψαλμούς ή και από τη Γένεση, αφ΄ ετέρου δε από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Οι περικοπές επιλέγοντο από τον επίσκοπο ή και από άλλο πρόσωπο, το οποίο υποδείκνυε ο επίσκοπος. Προοδευτικώς η έκταση και ο αριθμός των αναγνωσμάτων περιορίσθηκε σε ένα ή δύο από την Παλαιά και σε δύο από την Καινή Διαθήκη.
β) Το Κήρυγμα του προεστώτος κατ΄ αρχάς έπρεπε να διακρίνεται για τον εποικοδομητικό χαρακτήρα του (όπως το περιεχόμενο της λεγόμενης Β΄ επιστολής Κλήμεντος, του αρχαιότερου ίσως διασωθέντος κηρύγματος), αργότερα δε, και μάλιστα από τα μέσα του Β΄ αιώνα, προσέλαβε πολλές φορές και δογματικό χαρακτήρα για την απόκρουση των κινδύνων της κοινότητας από τη δράση των γνωστικών και των άλλων αιρετικών.
γ) Οι Ευχές, το περιεχόμενο και ο αριθμός των οποίων δεν προσδιορίζεται από τον Ιουστίνο. Ο προεστώς όμως της ευχαριστιακής συνάξεως είχε τη διακριτική ευχέρεια («όση δύναμις αυτώ») να καθορίζη το περιεχόμενο και τον αριθμό των ευχών, γι΄ αυτό και ποίκιλλαν κατά τόπους και κατά εποχές. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα, αν στο διδακτικό μέρος της θ. Λειτουργίας εψάλλοντο ψαλμοί και ύμνοι, αλλά δεν δυνάμεθα και να το αποκλείσουμε (Τερτυλλιανού,De anima,9).
Kατά τον Ιππόλυτο (170-235 μ.Χ), οι κατηχούμενοι μετέβαιναν ενωρίτερα στον χώρο της συνάξεως, δηλαδή προ της αφίξεως των πιστών και προ της ενάρξεως των αναγνωσμάτων από τους αναγνώστες, εδιδάσκοντο δε την κατήχηση από τους «Διδασκάλους».
Σαφέστερα περιγράφει το πρώτο μέρος της θ. Λειτουργίας ο Τερτυλλιανός, ο οποίος αναφέρει ότι ο αναγνώστης, ιστάμενος σε υψηλότερο βήμα (in loco altiori),αναγίνωσκε περικοπές εκ του Νόμου, των προφητών, των ευαγγελίων και των επιστολών των αποστόλων. Μετά το καθιερωμένο κήρυγμα (allocutio) ακολουθούσε μακρά κοινή ευχή κλήρου και πιστών, οι οποίοι απήγγελλαν την ευχή εστραμμένοι προς ανατολάς (ad orientis regionem) και με «ανατεταμένας τάς χείρας» (De monogamia,12. De praescr. haereticorum,38,51 κ.α).
Ο Κυπριανός [μεταξύ 200/210 – 258 μ.Χ., Πατρολογια Στυλιανού Παπαδοπούλου] αναφέρει μόνο τα αναγνώσματα εκ της Καινής Διαθήκης (Εpist.,29,38,39), το απλό και χωρίς ρητορική επιτήδευση κήρυγμα (Epist.,1) και τις εκκλησιαστικές ευχές.
Τα κύρια στοιχεία του δευτέρου, ήτοι του μυστηριακού μέρους της θ. Λειτουργίας, ήσαν, κατά τον Ιουστίνο (110-165 μ.Χ), ο ασπασμός της ειρήνης, η προσφορά των τιμίων δώρων, η υπό του προεστώτος απαγγελλόμενη ευχαριστήρια και τελεστική ευχή του μυστηρίου , η οποία επισφραγιζόταν με το «Αμήν» του λαού, η κοινωνία, η εμμελής ψαλμωδία και υμνωδία («αίνος και δόξα»), ως και λογία (=έρανος) υπέρ των πτωχών. Κατά τον Ιουστίνο και τον Ιππόλυτο, μετά το πέρας του διδακτικού μέρους της θ. Λειτουργίας, οι διάκονοι έφεραν άρτο και ποτήριο οίνου, «κεκραμένου μεθ΄ ύδατος (αναμιγμένου με νερό)», στον προεστώτα της ευχαριστιακής συνάξεως επίσκοπο ή πρεσβύτερο.
Ο Ιππόλυτος (170-235 μ.Χ), αναφέρει και τον αρχαιότατο εισαγωγικό διάλογο μεταξύ του τελετουργού και των πιστών, ο οποίος ελάμβανε χώρα μετά τον ασπασμό:
«Ο Κύριος μεθ΄ υμών». – «Και μετά του πνεύματος σου». – «Άνω τάς καρδίας». – «΄Εχομεν πρός τον Κύριον». – «Έυχαριστήσωμεν τω Κυρίω». – «Άξιον και δίκαιον».
Παραθέτει επίσης και τη σπουδαιότατη ευχαριστήρια ευχή του προεστώτος, η οποία περιέχει την «Ανάμνηση», την «Επίκληση» του αγ. Πνεύματος, τη «Δοξολογία», την «Κοινωνία» από τα καθαγιασθέντα δώρα κ.α.
Η κοινωνία των καθαγιασμένων δώρων, του άρτου και του οίνου (σώμα και αίμα Χριστού), από τους πιστούς γινόταν πριν ακόμη αναμιχθούν τα στοιχεία. Ο τελετουργός επίσκοπος ή πρεσβύτερος προσέφερε στο δεξί χέρι των πιστών τον άρτο (σώμα) και ο διάκονος προσέφερε τον οίνο (αίμα) με το άγιο ποτήριο (Τερτυλλιανού,De corona,3.Mαρτύριον Περπετούης,4,).
Ο Τερτυλλιανός κατακρίνει τους ζηλωτές χριστιανούς, οι οποίοι δεν διέκοπταν τη νηστεία για να λάβουν την ευχαριστία και τους συνιστά να λαμβάνουν στα χέρια τους το σώμα του Κυρίου και να το τρώγουν μετά το πέρας της νηστείας (Ad uxorem,II,5). Μπορούσαν δηλαδή οι πιστοί να φυλάσσουν το σώμα του Χριστού, όπως μπορούσαν να το λαμβάνουν και οι μη δυνάμενοι να παραστούν στην ευχαριστιακή σύναξη.
Ο Ιουστίνος αναφέρει ότι «ευχαριστήσαντος του προεστώτος και επευφημήσαντος παντός τού λαού, οι καλούμενοι παρ΄ ημίν διάκονοι, εκάστω των παρόντων μεταλαβείν απο του ευχαριστηθέντος άρτου και οίνου και ύδατος, και τοίς ου παρούσιν αποφέρουσιν» (Α΄ Απολογία,66).
Η κράση (=ανάμιξη) του οίνου με ύδωρ αναφέρεται και από τον Κλημέντα τον Αλεξανδρέα (150-215 μ.Χ): «αναλόγως...κίρναται ο μέν οίνος τω ύδατι» (Παιδαγωγός,II,20). Στους απόντες για εύλογες αιτίες κληρικούς ή και λαϊκούς ή θ. ευχαριστία αποστελλόταν υπό τη μορφή τεμαχίου καθαγιασμένου άρτου, στο οποίο είχε επισταχθή καθαγιασμένος οίνος. Κατά τη μετάδοση των τιμίων δώρων ο ιερουργός, ο οποίος τα προσέφερε στους πιστούς, χρησιμοποιούσε προφανώς τις φράσεις «Σώμα Χριστού», «Αίμα Χριστού», ενώ ο πιστός απαντούσε «Αμήν» (Τερτυλλιανού, De spectaculis,25. Αποστολικαί Διαταγαί,XIII).
Oι πιστοί ελάμβαναν με ευλάβεια τον άγιο άρτο της ευχαριστίας και πρόσεχαν να μη πέσουν ψυχία (=ψίχουλα) από τα χέρια τους για να μην βεβηλωθούν (De corona,3).
H ψαλμωδία ήταν απλή και εμμελής ανάγνωση, ως μια αντιφωνία μεταξύ του τελετουργού και των μελών της κοινότητας ή και ως μια απλή «υπακοή» των μετεχόντων στη σύναξη των πιστών, οι οποίοι απήγγελλαν συνήθως με ρυθμό τις τελευταίες λέξεις (ακροστίχια ή ακροτελεύτια) των απαγγελόμενων ύμνων ή ψαλμών (υποψάλλειν,υπηχείν,υπακούειν) από τον τελετουργό. Η αντιφωνία δύο χορών επικράτησε αργότερα.
Από τα θεμελιώδη αυτά στοιχεία της θ. Λειτουργίας διαμορφώθηκαν προοδευτικώς με ορισμένες τροποποιήσεις ή και προσθήκες διάφοροι κύκλοι λειτουργικών τύπων (συριακός, αιγυπτιακός. παλαιστινιακός, ρωμαϊκός, αφρικανικός κ.α), χωρίς όμως να διαφοροποιηθή και ο βασικός πυρήνας της θ. Ευχαριστίας.
Οι κοινές εστιάσεις («αγάπαι») σταδιακά αποχωρίσθηκαν από τη θ. λειτουργία, διατήρησαν όμως μόνο ορισμένα εξωτερικά στοιχεία της θ. λειτουργίας (κλάση του άρτου και ευλογία του ποτηρίου).Ετελούντο συνήθως κατά την εσπέρα της Κυριακής ή και σε άλλες ημέρες της εβδομάδας στον ναό ή σε ιδιωτική οικία, παρόντος κατά κανόνα του επισκόπου ή άλλου κληρικού, ο οποίος ευλογούσε τον άρτο και τον οίνο. Ο Τερτυλλιανός αναφέρεται λεπτομερώς στις «αγάπες»,οι οποίες ετελούντο στη Β. Αφρική και τις εξυμνεί αφ΄ ενός μεν για την τόνωση της ευσέβειας αυτών που συμμετείχαν, αφ΄ ετέρου δε γιατί με αυτές ενισχύοντο οι πτωχοί. Η συνεστίαση άρχιζε με την κοινή προσευχή, η δέ συμμετοχή στα προσφερόμενα εδέσματα ήταν μεμετρημένη, αφού οι συνδαιτημόνες πιστοί είχαν την έντονη αίσθηση της παρουσίας του Θεού.Προ της λήξης της συνεστίασης κάθε συνδαιτημόνας απήγγειλε κάποιον ύμνο από την αγία Γραφή ή και δικής του συνθέσεως, η δ αγάπη τελείωνε μ κοινή προσευχή (Apologeticum,39).
Όμως η πνευματική αυτή ατμόσφαιρα δεν επικρατούσε παντού, όπου γίνονταν «αγάπες». Πράγματι Κλήμης ο Αλεξανδρευς παρουσιάζει εντελώς αντίθετη εικόνα των «αγαπών» από εκείνη την οποία αναφέρει ο Τερτυλλιανός. Σημειώνει ότι οι «αγάπες» στην Αλεξάνδρεια είχαν εκφυλιστεί σε «δειπνάρια τινα κνίσσης και ζωμών αποπνέοντα, το καλόν και σωτήριον έργον του Λόγου, την αγάπην την ηγιασμένην κυθιδρίοις και ζωμού ρύσει καθυβρίζοντα» (Παιδαγωγός,ΙΙ 1).
Όπου οι «αγάπες» συνδέθηκαν με την οργανωμένη μέριμνα της κοινότητας υπέρ των πτωχών και γενικότερα με τη φιλανθρωπία, επιβίωσαν ως υγιής εκκλησιαστική εκδήλωση, ενώ, όπου κατέληξαν σε αυτοσκοπό, έχασαν την αυστηρή πνευματική βάση τους και με την πάροδο του χρόνου καταργήθηκαν.
Στην Εκκλησία μέχρι σήμερα οι «αγάπες» επιβίωσαν μερικώς στην «Αρτοκλασία».
(Βλασίου Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία τομος Α σελ. 36-37,51…,264-270, οι υπογραμμίσεις δικές μας και οι μεταφράσεις επίσης των αρχαίων κειμένων)
1. ΔΙΔΑΧΗ ΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ(απόσπασμα)
(Ο συγγραφέας του έργου δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί. Κατά τη γνώμη των ειδικών δεν μπορεί να ήταν απόστολος, αλλά δεν αποκλείεται να ήταν μαθητής αποστόλου. Είναι επίσης πιθανόν να πρόκειται για περισσότερους από έναν συγγραφείς, γιατί το έργο παρουσιάζει εσωτερικές παραλλαγές, επαναλήψεις και προσθήκες στο αρχικό κείμενο. Ως τόπος συγγραφής του αναφέρεται η Αίγυπτος,η Μ.Ασία και η Ελλάδα, αλλά φαίνεται ότι μάλλον γράφτηκε στη Συρία. Και για το χρόνο συγγραφείς του οι κριτικοί δεν είναι σύμφωνοι. Το τοποθετούν από το 50 ως το 230 μ.Χ. Το πιθανότερο είναι ότι το έργο περιέχει αρχαιότατα στοιχεία της εκκλησιαστικής ζωής, τα οποία συμπληρώθηκαν στις αρχές του 2ου αιώνα με νεώτερα. (Π.Χρήστου,Ελληνική Πατρολογία,τομ Β σελ. 33)
(«…ενώ η τελική σύνταξη του έργου έγινε μάλλον μεταξύ των ετών 90-110, η πηγή του ως προς τις «οδηγίες» περί ευταξίας εκκλησιαστικής είναι παλαιότερη,ίσως των ετών 60-70.» (Στυλιανού Παπαδοπούλου,Πατρολογία Α σελ. 172)
Το Κείμενο:
Θ' παράγραφος
1. «Οσο για την ευχαριστία, να ευχαριστείτε ως εξής:
2. Πρώτα για το ποτήριο, Σε ευχαριστούμε, Πατέρα μας, για το άγιο αμπέλι του υιού σου Δαβίδ, που μας το έκανες γνωστό μέσω του Υιού σου Ιησού. Σε σένα ανήκει η δόξα αιώνια.
3. Και για το κομμάτι του άρτου να λέτε: Σε ευχαριστούμε, Πατέρα μας, για τη ζωή και τη γνώση που μας έδωσες, μέσω του Υιού σου Ιησού. Σε σένα ανήκει η δόξα αιώνια.
4. Όπως αυτό το κομμάτι του άρτου ήταν σκορπισμένο πάνω στα βουνά και αφού συγκεντρώθηκε έγινε ένα, έτσι να συγκεντρωθεί η Εκκλησία σου από τα πέρατα της γης στη βασιλεία σου, γιατί σε σένα ανήκει η δόξα και η δύναμη, μέσω του Ιησού Χριστού, αιώνια.
5. Όμως κανένας να μην τρώει ούτε να πίνει από τα ευχαριστιακά είδη, παρά μόνο όσοι έχουν βαπτιστεί στο όνομα του Κυρίου. Γιατί για αυτό έχει πει ο Κύριος «μη δίνετε το άγιο στα σκυλιά» (Ματθ. 7,6)
ΙΔ' παράγραφος
1. Την Κυριακή του Κυρίου αφού συγκεντρωθείτε να προσφέρετε άρτο και να εκπέμπετε ευχαριστήριες ευχές, αφού προηγουμένως εξομολογηθείτε τα παραπτώματά σας, για να είναι η προσφορά σας καθαρή.
2. όποιος όμως έχει διαφορές με το φίλο του να μη συμμετέχει στη συνάθροιση μαζί σας, μέχρι να συμφιλιωθούν, για να μη βεβηλωθεί η θυσία σας.
3. Γιατί αυτή είναι η θυσία για την οποία λέχθηκε από τον Κύριο «σε κάθε τόπο και χρόνο να μου προσφέρετε θυσία καθαρή, επειδή είμαι μεγάλος βασιλιάς, λέει ο Κύριος, και το όνομά μου θαυμάζεται μεταξύ των εθνών» (Μαλαχίας 1,11)
ΙΣΤ΄ παράγραφος
2. Να συναθροίζεστε συχνά επιζητώντας αυτά που ανήκουν στις ψυχές σας.
(εκδόσεις ΕΠΕ, κείμενο και μετάφραση, οι υπογραμμίσεις δικές μας)
2. ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ & ΜΑΡΤΥΣ & ΑΠΟΛΟΓΗΤΗΣ (110-165 μ.Χ.)
(γράφτηκε το 147 μ.Χ. ή γύρω στο 150 μ.Χ. Τόπος συγγραφής η Ρώμη κατά τον Π. Χρήστου, μεταξύ των ετών 150 και 155 κατά τον Στυλιανό Παπαδόπουλο)
Το κείμενο:
Απολογία Α (απόσπασμα), παράγραφοι
65. Εμείς λοιπόν, αφού βαπτίσουμε με αυτόν τον τρόπο εκείνον ο οποίος έχει πειστεί και συμφωνήσει, τον οδηγούμε στους λεγομένους αδελφούς, όπου είναι συναθροισμένοι, για να απευθύνουμε με δύναμη κοινές ευχές για τους εαυτούς μας, για αυτόν που φωτίστηκε και για όλους τους άλλους παντού, για να καταξιωθούμε, αφού μάθαμε τα αληθινά, να βρεθούμε με τα έργα καλοί πολίτες και φύλακες των εντολών, για να σωθούμε με την αιώνια σωτηρία.
Όταν τελειώσουμε τις ευχές ασπαζόμαστε μεταξύ μας με φίλημα.
Έπειτα προσφέρεται στον προεστώτα (τον επίσκοπο ή ιερέα που προεξάρχει) των αδελφών άρτος και ποτήριο νερού και κράματος κρασιού, και αυτός αφού τα πάρει αναπέμπει αίνο και δόξα στον Πατέρα του σύμπαντος με το όνομα του Υιού και του αγίου Πνεύματος και για πολλή ώρα προσφέρει ευχαριστία για να αξιωθούμε να λάβουμε αυτά από αυτόν.
Όταν λοιπόν αυτός τελειώσει τις ευχές και την ευχαριστία, όλος ο παρών λαός επευφημεί λέγοντας, «αμήν». Το αμήν στην εβραϊκή γλώσσα σημαίνει «γένοιτο» (=μακάρι να γίνει έτσι). Αφού ο προεστώς αναπέμψει την ευχαριστήρια ευχή και όλος ο λαός επευφημήσει, οι ονομαζόμενοι σε εμάς διάκονοι δίνουν στον καθένα από τους παρόντες να μεταλάβει από τον αγιασμένο άρτο και κρασί και νερό και μεταφέρουν επίσης στους απόντες.
(Αυτή η ευχαριστία είναι η συνδεδεμένη με την τελετή του βαπτίσματος. Πιο κάτω περιγράφεται η κατά Κυριακήν αυτοτελώς τελούμενη ευχαριστία).
66. Η τροφή αυτή ονομάζεται σε εμάς ευχαριστία, στην οποία δεν επιτρέπεται να μετέχει κανείς άλλος εκτός από αυτόν που πιστεύει ότι τα διδάγματά μας είναι αληθινά, και λούστηκε με το υπέρ αφέσεως αμαρτιών και αναγέννησης λουτρό (=βάπτισμα) και ζει έτσι όπως δίδαξε ο Χριστός.
Διότι δεν λαμβάνουμε αυτά ως κοινό άρτο και ως κοινό ποτό, αλλά με τον τρόπο με τον οποίο ο Ιησούς Χριστός ο Σωτήρας μας αφού σαρκώθηκε με το λόγο του Θεού πήρε και σάρκα και αίμα για τη σωτηρία μας, με τον ίδιο τρόπο διδαχτήκαμε ότι, και η τροφή η οποία αγιάστηκε με την ευχή του λόγου που προέρχεται από αυτόν, από την οποία το αίμα και οι σάρκες μας τρέφονται κατά μετουσίωση, είναι σάρκα και αίμα αυτού του Ιησού που σαρκώθηκε.
Διότι οι Απόστολοι στα γραμμένα από αυτούς απομνημονεύματα, τα οποία ονομάζονται ευαγγέλια, παρέδωσαν ότι έτσι διατάχτηκε σε αυτούς. Ο Ιησούς αφού πήρε άρτο και ευχαρίστησε, είπε, «αυτό να κάνετε στην ανάμνησή μου, αυτό είναι το σώμα μου, ομοίως αφού πήρε το ποτήρι και ευχαρίστησε είπε, αυτό είναι το αίμα μου». Και μόνο σε αυτούς μετέδωσε. Μιμούμενοι αυτό οι πονηροί δαίμονες δίδαξαν να γίνεται και στα μυστήρια του Μίθρα. Πράγματι γνωρίζετε ή μπορείτε να μάθετε ότι στις τελετές αυτού που μυείται τοποθετείται άρτος και ποτήριο νερού.
67. Εμείς μετά από αυτά υπενθυμίζουμε πάντα ο ένας στον άλλο αυτά τα πράγματα. Και αυτοί που έχουν (οι εύποροι) βοηθούμε όλους αυτούς που στερούνται και είμαστε πάντοτε μαζί. Για όλα όσα δεχόμαστε ευλογούμε τον ποιητή του σύμπαντος μέσω του Υιού του Ιησού Χριστού και μέσω του αγίου Πνεύματος.
Και κατά την ημέρα που λέγεται «του ηλίου»(=Κυριακή) γίνεται συνάθροιση στο ίδιο μέρος όλων των πιστών, που κατοικούν είτε σε πόλεις είτε στην ύπαιθρο, και διαβάζονται τα απομνημονεύματα των αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών, όσο επιτρέπει ο χρόνος.
Έπειτα, αφού παύσει ο αναγνώστης, ο προεστώς νουθετεί με λόγο και προσκαλεί σε μίμηση αυτών των καλών. Έπειτα σηκωνόμαστε όλοι μαζί και απευθύνουμε ευχές (=προσευχές).
Και, όπως είπαμε προηγουμένως, αφού παύσουμε εμείς την ευχή προσφέρεται άρτος και οίνος και νερό, ενώ ο προεστώς αναπέμπει, ανάλογα με τη δύναμή του, ομοίως ευχές και ευχαριστίες και ο λαός επευφημεί λέγοντας το «αμήν», και γίνεται στον καθένα η διάδοση και η μετάληψη αυτών για τα οποία ευχαριστήσαμε (των καθαγιασμένων), και στέλνονται στους απόντες.
Όσοι επίσης είναι εύποροι και θέλουν δίνουν ο καθένας κατά την προαίρεσή του ό,τι θέλουν και αυτά που μαζεύτηκαν κατατίθενται στον προεστώτα, και αυτός βοηθά ορφανά και χήρες, αυτούς που στερούνται οικονομικά μέσα λόγω ασθένειας ή άλλης αιτίας, αυτούς που βρίσκονται στις φυλακές και τους παρεπιδημούντες ξένους, και γίνεται κηδεμόνας γενικώς όλων όσων βρίσκονται σε ανάγκη.
Πραγματοποιούμε τη συγκέντρωση όλοι μαζί την ημέρα «του ηλίου», για τον λόγο ότι αυτή είναι η πρώτη ημέρα κατά την οποία ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο μετατρέποντας το σκοτάδι και την ύλη, και ο Ιησούς Χριστός, ο Σωτήρας μας, αναστήθηκε από τους νεκρούς κατά την ίδια ημέρα…»
(εκδόσεις ΕΠΕ, η μετάφραση βασίστηκε σε αυτήν των εκδόσεων ΕΠΕ), Σημείωση: οι υπογραμμίσεις δικές μας που φανερώνουν τα αναλλοίωτα και διαχρονικά βασικά στοιχεία και μέρη της Θείας Λειτουργίας τότε και σήμερα στην Εκκλησία μας!)
Οι υπόδικοι νεκροί
-Γέροντα, όταν πεθάνη ο άνθρωπος, συναισθάνεται αμέσως σε τι κατάσταση βρίσκεται;
Ναι, συνέρχεται και λέει «τι έκανα;», αλλα «φαϊντά γιόκ[1]», δηλαδή δεν οφελεί αυτό. Όπως ένας μεθυσμένος, αν σκοτώση λ.χ. την μάνα του, γελάει, τραγουδάει, επειδή δεν καταλαβαίνει τι έκανε, και, όταν ξεμεθύση, κλαίει και οδύρεται και λέει «τι έκανα;», έτσι και όσοι σ' αυτήν την ζωή κάνουν αταξίες είναι σαν μεθυσμένοι. Δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν, δεν αισθάνονται την ενοχή τους. Όταν όμως πεθάνουν, τότε φεύγει αυτή η μέθη και συνέρχονται. Ανοίγουν τα μάτια της ψυχής τους και συ- ναισθάνονται την ενοχή τους, γιατί η ψυχή, όταν βγη από το σώμα, κινείται, βλέπει, αντιλαμβάνεται με μια ασύλληπτη ταχύτητα.
Μερικοί ρωτούν πότε θα γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Για τον άνθρωπο όμως που πεθαίνει γίνεται κατά κάποιον τρόπο η Δευτέρα Παρουσία, γιατί κρίνεται ανάλογα με την κατάσταση στην οποία τον βρίσκει ο θάνατος.
- Γέροντα, πως είναι οι κολασμένοι;
- Είναι υπόδικοι, φυλακισμένοι, που βασανίζονται ανάλογα με τις αμαρτίες που έκαναν και περιμένουν να γίνη η τελική δίκη, η μέλλουσα κρίση. Υπάρχουν βαρυποινίτες, υπάρχουν και υπόδικοι με ελαφρότερες ποινές.
- Και οι Άγιοι και ο ληστής[2];
- Οι Άγιοι και ο ληστής είναι στον Παράδεισο, άλλα δεν έχουν λάβει την τέλεια δόξα, όπως και οι υπόδικοι είναι στην κόλαση, άλλα δεν έχουν λάβει την τέλεια καταδίκη. Ο Θεός, ενώ έχει πει εδώ και τόσους αιώνες το «μετανοείτε ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών[3]», παρατείνει-παρατείνει τον χρόνο, επειδή περιμένει εμάς[4] να διορθωθούμε. Αλλά εμείς παραμένοντας στις κακομοιριές μας αδικούμε τους Αγίους, γιατί δεν μπορούν να λάβουν την τέλεια δόξα, την οποία θα λάβουν μετά την μέλλουσα Κρίση.
Η προσευχή και τα μνημόσυνα για τους κεκοιμημένους[5]
- Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί μπορούν να προσεύχονται;
- Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρίσκονται στον Άδη μόνον ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά, για να μετανοήσουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περιμένουν από μας βοήθεια. Γι' αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.
Μου λέει ο λογισμός ότι μόνον το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση και, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια, αλλά και δεν δέχονται βοήθεια. Γιατί, τί να τους κάνη ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει τον πατέρα του. Ε, τι να το κάνη αυτό ο πατέρας του; Οι άλλοι όμως υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες τους. Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μια ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνη η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σ' αυτήν την ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήση και να βοηθήση έναν υπόδικο, έτσι και αν είναι κανείς «φίλος» με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήση στον Θεό με την προσευχή του και να μεταφέρη τους υπόδικους νεκρούς από την μια «φυλακή» σε άλλη καλύτερη, από το ένα «κρατητήριο» σε ένα άλλο καλύτερο. Η ακόμη μπορεί να τους μεταφέρη και σε «δωμάτιο» η σε «διαμέρισμα».
Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κ.λπ. που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις προσευχές και τις ελεημοσύνες που κάνουμε για την ψυχή τους. Οι προσευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνημόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να γίνη η τελική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχη πλέον δυνατότητα να βοηθηθούν.
Η μέλλουσα ζωή
- Γέροντα, έφερα γλυκά να κεράσετε.
- Δες πως χαίρονται! Στην άλλη ζωή θα λέμε: «Με τι χαζά χαιρόμασταν! Τι μας συγκινούσαν τότε!». Ενώ τώρα σκιρτάει η καρδιά γι' αυτά.
- Γέροντα, πως θα το καταλάβουμε αυτό από τώρα;
- Άμα το καταλάβετε αυτό από τώρα, δεν θα το πήτε μεθαύριο στην άλλη ζωή. Πάντως, όσοι βρίσκονται εκεί επάνω, καλά περνούν. Ξέρεις τι εργόχειρο κάνουν εκεί στον Ουρανό; Συνέχεια δοξολογούν τον Θεό.
- Γέροντα, γιατί το σώμα Του νεκρού λέγεται «λείψανο»;
- Γιατί είναι ό,τι μένει εδώ στην γη από τον άνθρωπο μετά τον θάνατο. Ο κυρίως άνθρωπος, που είναι η ψυχή, φεύγει στον Ουρανό. Στην μέλλουσα Κρίση θα αναστήση ο Θεός και το σώμα, για να κριθή με αυτό ο άνθρωπος, γιατί με αυτό έζησε και αμάρτησε. Στην άλλη ζωή όλοι θα έχουν το ίδιο σώμα - πνευματικό σώμα-, το ίδιο ανάστημα, και οι κοντοί και οι ψηλοί, την ίδια ηλικία, και οι νέοι και οι γέροι και τα μωρά, αφού η ψυχή είναι ίδια. Θα υπάρχη δηλαδή μια αγγελική ηλικία.
- Γέροντα, στην άλλη ζωή όσοι θα είναι στην Κόλαση θα βλέπουν αυτούς που θα είναι στον Παράδεισο;
- Κοίταξε, όπως αυτοί που είναι την νύχτα έξω στο σκοτάδι βλέπουν όσους είναι μέσα σε ένα δωμάτιο φωτισμένο, έτσι και όσοι θα βρίσκονται στην κόλαση θα βλέπουν όσους θα είναι στον Παράδεισο. Και αυτό θα είναι μεγαλύτερη κόλαση. Όπως πάλι όσοι την νύχτα είναι στο φως, δεν βλέπουν αυτούς που είναι έξω στο σκοτάδι, έτσι και αυτοί που θα βρίσκονται στον Παράδεισο δεν θα βλέπουν αυτούς που θα είναι στην κόλαση. Γιατί, αν έβλεπαν τους κολασμένους, θα πονούσαν, θα θλίβονταν για την ταλαιπωρία τους, και δεν θα απολάμβαναν τον Παράδεισο, αλλά εκεί «ουκ εστί πόνος...»[12]. Και όχι μόνο δεν θα τους βλέπουν, αλλά ούτε θα θυμούνται αν είχαν αδελφό η πατέρα η μητέρα, αν δεν είναι και εκείνοι στον Παράδεισο. «Εν εκείνη τη ημέρα απολούνται πάντες οι διαλογισμοί αυτού»[13]λέει ο Ψαλμωδός. Γιατί, άμα τους θυμούνται, πως θα είναι Παράδεισος; Αύτος μάλιστα που θα είναι στον Παράδεισο, θα νομίζουν ότι δεν θα υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, ούτε θα θυμούνται τις αμαρτίες που είχαν κάνει. Γιατί, αν θυμούνται τις αμαρτίες τους, δεν θα αντέχουν από φιλότιμο στην σκέψη ότι λύπησαν τον Θεό.
Η ποσότητα πάλι της χαράς του καθενός στον Παράδεισο θα είναι διαφορετική. Άλλος θα έχη μια δαχτυλήθρα χαρά, άλλος ένα ποτήρι, άλλος μια ολόκληρη δεξαμενή. Όλοι όμως θα αισθάνονται πλήρεις και κανένας δεν θα ξέρη το μέγεθος της χαράς, της αγαλλιάσεως, του άλλου. Τα κανόνισε έτσι ο Καλός Θεός, γιατί, αν γνώριζε ο ένας ότι ο άλλος έχει περισσότερη χαρά, δεν θα ήταν τότε Παράδεισος, επειδή θα υπήρχε το «γιατί εκείνος να έχη περισσότερη χαρά και εγώ λιγότερη; ». Δηλαδή καθένας θα βλέπη στον Παράδεισο την δόξα του Θεού ανάλογα με την καθαρότητα των οφθαλμών της ψυχής του. Η ορατότητα όμως δεν θα καθορισθή από τον Θεό, άλλα θα εξαρτηθή από την δική του καθαρότητα.
- Γέροντα, μερικοί δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλαση και Παράδεισος.
- Δεν πιστεύουν ότι υπάρχει κόλαση και Παράδεισος; Πως είναι δυνατόν οι νεκροί να μείνουν στην ανυπαρξία, αφού είναι ψυχές; Ο Θεός είναι αθάνατος και ο άνθρωπος είναι κατά χάριν αθάνατος. Επομένως αθάνατος θα είναι και στην κόλαση. Ύστερα τον Παράδεισο και την κόλαση τα ζη η ψυχή μας σε έναν βαθμό και από αυτήν την ζωή, ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Όταν κάποιος έχη τύψεις συνειδήσεως και νιώθη φόβο, ταραχή, άγχος, απελπισία, η είναι κυριευμένος από μίσος, από φθόνο κ.λπ., τότε ζη την κόλαση. Ενώ, όταν μέσα του υπάρχη αγάπη, χαρά, ειρήνη, πραότητα, καλοσύνη κ.λπ., τότε ζη τον Παράδεισο. Όλη η βάση είναι η ψυχή, γιατί αυτή είναι που αισθάνεται και την χαρά και τον πόνο. Να, πήγαινε σε έναν πεθαμένο και πες του τα πιο ευχάριστα πράγματα, λ.χ. «ήρθε ο αδελφός σου από την Αμερική» κ.λπ., δεν θα καταλάβη τίποτε. Αν Του σπάσης τα χέρια, τα πόδια, πάλι δεν θα καταλάβη. Επομένως η ψυχή είναι που αισθάνεται. Αυτά όλα δεν τους προβληματίζουν; Η, ας υποθέσουμε, βλέπεις ένα ωραίο, ένα ευχάριστο όνειρο, χαίρεσαι, χτυπάει γλυκά η καρδιά σου και, δεν θέλεις να τελείωση. Ξυπνάς και στενοχωριέσαι, γιατί ξύπνησες. Η βλέπεις ένα άσχημο όνειρο, ότι έπεσες λ.χ. και έσπασες τα πόδια σου, και υποφέρεις, κλαις. Από την αγωνία σου ξυπνάς με δάκρυα στα μάτια, βλέπεις ότι δεν έπαθες τίποτε και λες: «Ευτυχώς όνειρο ήταν!». Δηλαδή συμμετέχει η ψυχή. Από ένα άσχημο όνειρο υποφέρει κανείς περισσότερο από ό,τι στην πραγματικότητα, όπως και ο άρρωστος υποφέρει πιο πολύ την νύχτα απ' ό,τι την ημέρα. Έτσι και όταν πεθάνη ο άνθρωπος, αν πάη στην κόλαση, θα είναι πιο οδυνηρό. Σκεφθήτε να ζη κανείς ένα αιώνιο εφιαλτικό όνειρο και να βασανίζεται αιώνια! 'Εδώ δεν μπορείς να αντέξης για λίγα λεπτά ένα άσχημο όνειρο, άντε τώρα αιώνια -Θεός φυλάξοι- να είσαι μέσα στην θλίψη. Γι' αυτό καλύτερα να μην πάμε στην κόλαση. 'Εσείς τι λέτε;
- Τόσον καιρό, Γέροντα, κάνουμε αγώνα να μην πάμε στην κόλαση λέτε, εκεί να καταλήξουμε;
- Αν δεν έχουμε μυαλό, εκεί θα πάμε. Εγώ εύχομαι η όλοι στον Παράδεισο η κανένας στην κόλαση... Καλά δεν λέω; Είναι πολύ βαρύ, μετά από όσα έκανε ο Θεός για μας τους ανθρώπους, να πάμε στην κόλαση και να Τον λυπήσουμε. Ο Θεός να φυλάξη, όχι μόνον άνθρωπος, αλλά ούτε πουλί να μην πάη στην κόλαση.
Ο Καλός Θεός ας μας δώση καλή μετάνοια, για να μας βρη ο θάνατος σε καλή πνευματική κατάσταση και, να απόκατασταθούμε στην Ουράνια Βασιλεία Του. Αμήν.
[1] Έκφραση της τουρκικής γλωςσας που σημαινει «δεν υπάρχει οφελος, δεν υπάρχει χαΐρι».
[2] Λουκ. 23, 32-33 και 39-43
[3] Ματθ. 3,2 και 4, 17· βλ. και Ματθ. 10, 7· Μάρκ. 1,15-
[4] Με το «εμάς» ο Γέροντας εννοεί την σύνολη ανθρωπότητα.
[5] Ο Άγιος Νεκτάριος στο έργο του «Μελέτη περί της αθανασίας της ψυχής κει περί των ιερών μνημοσύνων», εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1973, σ.202, γράφει ως συμπέρασμα των όσων ανέπτυξε βάσει των σχετικών μαρτυριών των Αγίων Πατέρων:«Εξ όλων δη τούτων δήλον γίνεται, ότι η ψυχή μετά θάνατον αδυνατεί να κάμη τι έργον σωτηριώδες και να απαλλαγή των τον Άδου αλύτων δεσμών, και οτι μόνον αι θείαι λειτουργίαι, αι προσευχαί των οικείων, των δικαίων, αι υπέρ αυτών γινόμενοι και αι ελεημοσύναι γίνονται πρόξενοι σωτηρίας κει ελευθερίας από των δεσμών του Άδου».17 Α. Κορ. 15.42
[7] Πρβλ. Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Περί των εν πίστει κεκοιμημένων, όπως αι περί αυτών γινόμεναι λειτουργίαι και ευποιίαι τούτους ονίνησιν, PG 95, 248.
[8] Γέροντος Παϊσίου Άγιορείτου, Επιστολές, Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», εκδ. 6η, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2002, σ. 49.
[9] Βλ. Ευχολόγιον το Μεγα, Ακολουθία Νεκρώσιμος, σ. 411.
[10] Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: «Μη γαρ οίεσθω τις, οτι ουκ άναγνωρισμος εκάστου προς έκαστον επί τής φοβέρας εκείνης συναγωγής γενήσεται. Ναι, όντως έκαστος άναγνωριεί τον πλησίον αυτού, ου τω του σώματος σχήματι, αλλά τω διορατικώ της ψυχής όμματι». PG 95, 276Α.
[11] Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γράφει: «Και απλώς πας άνθρωπος αμαρτωλός εν τη φοβερά ημέρα της κρίσεως απεναντίας αυτού εις την αιωνίαν ζωήν και εις το ανεκλάλητον εκείνο φως όψεται τον όμοιον αυτού και κριθήσεται παρ' αυτου», Περί μετανοίας, Λογος Ε', Sources Chretiennes 96, 434.
[12] Βλ. Ευχολόγιον το Μέγα, Ακολουθία Νεκρώσιμος, σ. 411.
[13] Ψαλμ. 145, 4.
Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου
Η μετά θάνατον ζωή
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα: Πατερική Θεολογία
Πηγή: Ανθολόγιο Συμβουλών Γέροντος Πορφυρίου, σελ. 71, 72-75, δ΄ έκδ. 2003.
"Η ζωή της καρδιάς είναι η αγάπη, ενώ η κακία απέναντι του αδελφού μας είναι ο θάνατος της καρδιάς.
Ο Κύριος μας κρατεί ακόμη πάνω στη γη, ώσπου η αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον να διαποτίσει όλη την καρδιά μας.
Αυτό είναι που περιμένει από όλους εμάς.
Αλλο προορισμό δεν έχουμε"
(άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης, Η εν Χριστώ ζωή μου,εκδόσεις Παπαδημητρίου σελ. 101)
Η αρχή του ημερολογίου!
"Το να αμαρτάνουμε κάθε ημέρα και κάθε ημέρα να μετανοούμε,
αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πρόοδος,
αλλά ως βάδισμα σημειωτόν αντί του βαδίσματος προς τα εμπρός.
Εν όσω η αμαρτία δεν μειωθεί και εν όσω δεν υπερισχύσει η μετάνοια,
οι ημέρες μας θα πληρούνται από την ανέγερση και την κατεδάφιση του ίδιου πύργου.
Πρέπει λοιπόν, να φροντίσεις, ωστε κάποτε
να μπορέσεις από τη χθεσινή ανέγερση να δείξεις κάτι μη κατεδαφισμένο.
Αυτό θα είναι η πρώτη ημέρα του ημερολογίου της ζωής σου"
(άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)
"Τον καιρό που διανύσαμε στη μοναχική ζωή, τον μετρούμε,
επειδή όμως αγνοούμε την αμέλεια που δείξαμε στη διάρκειά του, υπερηφανευόμαστε.
Για έναν άνθρωπο δεν είναι έπαινος μονάχα τα χρόνια, αλλά η προκοπή.
Και προκοπή δεν είναι τα άσπρα μαλλιά, αλλά το να αποκτήσει κανείς ενάρετη ζωή"
(Οσίου Εφραίμ του Σύρου έργα, τόμος Α σελ. 238)
"Πώς δεν θυμόμαστε το ρητό του γέροντος εκείνου που είπε ότι
"εάν χάσει κανείς χρυσό ή άργυρο, μπορεί να βρει άλλον αντι για αυτόν,
αυτός όμως που χάνει καιρό, δεν μπορεί να βρει άλλον";
Πραγματικά θα αναζητησουμε μία ώρα από αυτόν τον καιρό και δεν θα βρούμε"
(αββάς Δωρόθεος,ΕΠΕ σελ. 473)
"Δίνω όλα τα υπάρχοντά μου, για μία στιγμή ακόμα"
(τελευταία λόγια βασίλισσας Ελισάβετ 1533-1603)
"Νυν ουκ έστιν υμέτερος ο καιρός" (=τώρα δεν είναι δικός σας ο καιρός, Ιωαννου Χρυσοστόμου)
όσοι τον καιρό ξοδεύουν, και το μέλλον δεν μετρούν,
στα χαμένα τον γυρεύουν, σαν και πρώτα να τον βρουν.
Επειδής φτερά βαστάει, φεύγει, τρέχει σαν νερό,
κι όποιος δεν τον κυνηγάει, χάνει πάντα έναν μισθό!
(Βηλαράς)
"Είναι αδύνατον να σκοτώσεις το χρόνο, χωρίς να πληγώσεις την αιωνιότητα"!
Εχασα μία ημέρα...
Διηγούνται, πως ο αυτοκράτορας Τίτος, κατά τη διάρκεια κάποιου επίσημου γεύματος,
θυμήθηκε πως εκείνη την ημέρα δεν είχε κάνει καλό σε κανέναν άνθρωπο.
Διέκοψε το φαγητό του ανατινάχτηκε από τη θέση του αφήνοντας μια φωνή:
Diem perdidi, δηλαδή
έχασα μία ημέρα!
Η παράδοση αναφέρει πως ο Αλέξανδρος διδάχτηκε από τον Αριστοτέλη να θεωρεί χαμένη την ημέρα,
κατά την οποία δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία να ευεργετήσει κάποιον από τους υπηκόους του.
Οταν η ημέρα περνούσε χωρις ευεργεσία, συνήθιζε να λεει:
"Σήμερον ουκ εβασίλευσα. Ουδένα γαρ ευ εποίησα"
(=σήμερα δεν βασίλεψα, διότι δεν ευεργέτησα κανέναν)
(Ιστορικά ανέκδοτα,Βαγγέλη Μιλλεούνη σελ. 49)
Δώσε αξία στο κάθε λεπτό!
Για να αντιληφθείς την αξία ενός χρόνου:
Ρώτα ένα σπουδαστή που απέτυχε στις τελικές εξετάσεις.
Για να εκτιμήσεις την αξία ενός μηνός:
Ρώτα μια μητέρα που γέννησε ένα πρόωρο μωρό.
Για να εκτιμήσεις την αξία μιας εβδομάδας:
Ρώτα τον εκδότη μιας εβδομαδιαίας εφημερίδας.
Για να αντιληφθείς την αξία μιας ώρας:
Ρώτα τους ερωτευμένους οι οποίοι περιμένουν να συναντηθούν.
Για να αντιληφθείς την αξία ενός λεπτού:
Ρώτα κάποιον που έχασε το τραίνο, το λεωφορείο ή το αεροπλάνο.
Για να αντιληφθείς την αξία ενός δευτερολέπτου:
Ρώτα αυτόν που επέζησε από ένα δυστύχημα.
Για να αντιληφθείς την αξία ενός χιλιοστού του δευτερολέπτου:
Ρώτα αυτόν που κέρδισε ασημένιο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς.
(Ιωάννου Χρυσοστόμου (350-407 μ.Χ)
ΟΜΙΛΙΑ ΙΒ΄ εις το κατά Ματθαίον, στα νέα ελληνικά!)
Ματθαίος 3, 13-17
«Τότε έρχεται ο Ιησούς από την Γαλιλαία στον Ιορδάνη προς τον Ιωάννη για να βαπτιστεί από αυτόν»
1. Ερχεται ο Δεσπότης μαζί με τους δούλους, ο δικαστής μαζί με τους υπόδικους, για να βαπτιστεί. Μην ταραχτείς όμως. Μεταξύ των ταπεινών αυτών διαλάμπει το υψηλό μεγαλείο του. Καταδέχτηκε να κυοφορηθεί σε παρθενικά σπλάχνα επί τόσο χρόνο και να γεννηθεί από αυτά μαζί με τη δική μας ανθρώπινη φύση, να ραπιστεί, να σταυρωθεί, να πάθει όλα όσα έπαθε. Γιατί θαυμάζεις λοιπόν, επειδή καταδέχτηκε και να βαπτιστεί και να έλθει μαζί με τους άλλους προς τον δούλο του;
Το εκπληκτικό ήταν εκείνο, να θελήσει να γίνει άνθρωπος, ενώ είναι Θεός. Τα άλλα όλα ακολουθούν κατά λογική ακολουθία.
Για αυτό ακριβώς και ο Ιωάννης από την αρχή έλεγε εκείνα που είπε, ότι δεν είναι άξιος να λύσει τον ιμάντα του υποδήματος και όλα τα άλλα, ότι είναι, λόγου χάριν, κριτής και αποδίδει στον καθένα κατά την αξία του, και ότι θα δώσει πλούσια το Πνεύμα σε όλους. Αυτά, ώστε, όταν τον δεις να έρχεται στο βάπτισμα, να μην σου περάσει καμία ταπεινή υποψία. Για αυτό και όταν ήταν κοντά, του προβάλλει εμπόδια με τα λόγια:
«Εγώ έχω ανάγκη να βαπτιστώ από σένα και εσύ έρχεσαι σε μένα;». Επειδή επρόκειτο για βάπτισμα μετανοίας και προέτρεπε στο να κατηγορήσουν τις αμαρτίες τους, για να μη νομίσει κανείς ότι και αυτός έρχεται στον Ιορδάνη με αυτήν την διάθεση, κάνει σε αυτό μια διόρθωση εκ των προτέρων με τον να τον αποκαλέσει Αμνό και λυτρωτή από όλη την αμαρτία της γης.