Ε. Άκουσε όμως τον υψηλό λόγο για το πάθος του Χριστού. Άκουσε και ύμνησε. Άκουσε και δόξασε. Άκουσε και κήρυξε τα μεγάλα θαύματα του Θεού. Πώς υποχωρεί ο νόμος, και πώς ανθίζει η χάρη; Πώς παρέρχονται οι τύποι και πώς διαβαίνουν οι σκιές; Πώς ο ήλιος γεμίζει την οικουμένη; Πώς αχρηστεύτηκε η Παλαιά Διαθήκη και πώς επικυρώνεται η Καινή Διαθήκη; Πώς πέρασαν τα παλιά και άνθισαν τα καινούρια;
ΣΤ. Δύο λαοί ήταν παρόντες στην Ιερουσαλήμ κατά τον χρόνο του πάθους του Χριστού. Ο Ιουδαϊκός μαζί με τον ειδωλολατρικό. Δύο βασιλείς, ο Πιλάτος και ο Ηρώδης. Δύο αρχιερείς, ο Άννας και ο Καϊάφας . Για να γιορταστούν μαζί τα δύο Πάσχα, το Ιουδαϊκό που παύει και το Χριστιανικό που αρχίζει. Δύο θυσίες γίνονταν εκείνο το απόγευμα, επειδή πραγματοποιούνταν δύο σωτηρίες, εννοώ των ζωντανών και των νεκρών. Και ο μεν Ιουδαϊκός λαός έδενε τον αμνό για να τον θυσιάσει σφάζοντας τον, οι δε ειδωλολάτρες δέχονταν το Θεό που σαρκώθηκε. Και ο μεν ένας ατένιζε τη σκιά, ο δε άλλος έτρεχε πρόθυμα στον Ήλιο Θεό. Και οι μεν Ιουδαίοι δένοντας το Χριστό Τον έδιωχναν, οι δε ειδωλολάτρες Τον δέχονταν με προθυμία. Και οι μεν πρώτοι πρόσφεραν θυσία ζώου, οι δε δεύτεροι θυσία του Θεού που σαρκώθηκε. Αλλά, οι μεν Ιουδαίοι πρόσφεραν τη θυσία φέρνοντας στη μνήμη τους τη διάβασή τους από την Αίγυπτο, οι δε εθνικοί προανήγγελαν με αυτή τη λύτρωση από την πλάνη των ειδώλων.
Ζ. Και όλα αυτά πού συνέβαιναν; Στη Σιών, την πόλη του μεγάλου Βασιλιά στην οποία πραγματοποίησε τη σωτηρία στο κέντρο της γης, ο Ιησούς, ο Υιός του Θεού που έγινε γνωστός ανάμεσα σε δύο ζώα. Ανάμεσα στον Πατέρα και το Πνεύμα, των δύο ζωντανών Υπάρξεων. Αυτός είναι η ζωή, που προέρχεται από τη ζωή και χορηγεί τη ζωή, που γεννήθηκε μεταξύ Αγγέλων και ανθρώπων στη φάτνη. Και είναι ανάμεσα στους δύο λαούς ο ακρογωνιαίος λίθος – που τους ενώνει - . Είναι Αυτός που προφητεύτηκε μεταξύ του Νόμου και των Προφητών, και εμφανίστηκε στο όρος Θαβώρ μεταξύ του Μωυσή και του Ηλία. Και ανάμεσα στους δύο ληστές αναγνωρίστηκε ως Θεός απ’τον ευγνώμονα ληστή. Και ανάμεσα από την παρούσα και τη μέλλουσα ζωή κάθεται ως κριτής. Και σήμερα ανάμεσα σε ζωντανούς και νεκρούς χαρίζει διπλή ζωή και σωτηρία. Λέω πάλι διπλή ζωή, διπλή γέννηση μαζί και αναγέννηση, και άκουσε τα γεγονότα της διπλής γεννήσεως του Χριστού και χειροκρότησε τα θαύματα.
Η. Άγγελος ευαγγελίστηκε στη Μαρία τη γέννηση του Χριστού ως ανθρώπου και Άγγελος ευαγγελίστηκε στη Μαγδαληνή Μαρία τη φοβερή ανάσταση απ’τον τάφο. Νύχτα γεννιέται ο Χριστός στη Βηθλεέμ και πάλι νύχτα ξαναγεννιέται στη Σιών από τον τάφο. Με σπάργανα καταδέχεται να τυλιχτεί στη γέννηση, με σπάργανα και στην ταφή ξανατυλίγεται. Δέχεται σμύρνα όταν γεννήθηκε, σμύρνα και αλόη στην ταφή καταδέχεται. Εκεί άνδρας της Μαρίας ονομάζεται αυτός που δεν είναι άνδρας της, και εδώ ο Ιωσήφ που είναι από την Αριμαθαία αναδεικνύεται ο κηδευτής της ζωής μας. Στη Βηθλεέμ και σε φάτνη ο τόπος της γεννήσεως αλλά και στον τάφο σαν σε φάτνη ο τόπος της αναστάσεως. Πρώτοι απ’όλους οι ποιμένες ευαγγελίζονται τη γέννηση του Χριστού αλλά και πρώτοι απ’όλους οι ποιμένες του Χριστού, οι μαθητές, ευαγγελίστηκαν την αναγέννηση του Χριστού από τους νεκρούς. Εκεί φώναξε το ‘Χαίρε’ ο Άγγελος προς την Παρθένο και εδώ το ΄Χαίρετε’ ανέκραξε ο Άγγελος της μεγάλης αποφάσεως του Θεού, ο Χριστός. Στην πρώτη γέννηση ο Χριστός μετά από σαράντα ημέρες μπήκε στην επίγεια Ιερουσαλήμ, στο ναό, και πρόσφερε ως πρωτότοκος στο Θεό ένα ζευγάρι τρυγόνια, αλλά και στην ανάσταση απ’τους νεκρούς ο Χριστός, μετά από σαράντα ημέρες, ανέβηκε στην ουράνια Ιερουσαλήμ, απ’όπου δεν είχε αποχωριστεί ως Θεός, στα πραγματικά Άγια των Αγίων ως άφθαρτος πρωτότοκος από τους νεκρούς, και πρόσφερε στο Θεό και Πατέρα, σαν δυο πάναγνα τρυγόνια, την ψυχή και τη σάρκα τη δική μας. Και εκεί τον υποδέχτηκε σαν άλλος Συμεών, ο Παλαιός των ημερών Θεός και Πατέρας στους Κόλπους του, σαν σε αγκάλες, με απερίγραπτο τρόπο. Και εάν αυτά τα ακούς σαν μύθους και όχι με πίστη, σε κατηγορούν οι απαραβίαστες σφραγίδες του Δεσποτικού της αναγεννήσεως του Χριστού μνήματος. Διότι, όπως ο Χριστός γεννήθηκε από Παρθένο, αφήνοντας σφραγισμένες τις κλειδαριές της παρθενίας, που εκ φύσεως είναι κλειστές και τις ανοίγει η μητρότητα, έτσι ακριβώς πραγματοποιήθηκε η αναγέννηση του Χριστού από τον τάφο, χωρίς να ανοίξουν οι σφραγίδες. Για το πώς στον τάφο και πότε και από ποιούς ενταφιάζεται ο Χριστός, η Ζωή, ας ακούσουμε τί λένε τα ιερά γράμματα…
Θ. ‘ Όταν βράδιασε, ήρθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομα του ήταν Ιωσήφ. Αυτός τόλμησε και παρουσιάστηκε μπροστά στον Πιλάτο, και του ζήτησε το σώμα του Ιησού’.Παρουσιάστηκε ένας θνητός μπροστά σε ένα θνητό ζητώντας να λάβει το Θεό. Ζητά το Θεό των θνητών. Ο πηλός μπροστά στον πηλό, ζητά να λάβει τον Πλάστη των όλων. Το χορτάρι ζητά από το χορτάρι την ουράνια φωτιά. Η τιποτένια σταγόνα παίρνει από την τιποτένια σταγόνα τον απύθμενο ωκεανό. Ποιος είδε, ποιος ποτέ άκουσε αυτό το απίστευτο; Ένας άνθρωπος να χαρίζει σε άλλον άνθρωπο τον Δημιουργό των ανθρώπων. Ένας άνομος άρχοντας σε έναν άνθρωπο του νόμου υπόσχεται να χαρίσει το Νομοθέτη. Ένας άκριτος κριτής τον Κριτή των κριτών επιτρέπει να τον θάψουν ως κατάδικο.
Ι. ‘ Όταν βράδιασε, ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ’. Πραγματικά πλούσιος, αφού πήρε ολόκληρη τη σύνθετη υπόσταση του Κυρίου. Αληθινά πλούσιος, αφού έλαβε από τον Πιλάτο τη διπλή ουσία του Χριστού. Πλούσιος διότι αξιώθηκε να πάρει τον πολύτιμο μαργαρίτη. Πραγματικά πλούσιος γιατί κράτησε το βαλάντιο που ήταν γεμάτο με το θησαυρό της θεότητος. Πώς να μην είναι πλούσιος αυτός που απέκτησε τη ζωή και τη σωτηρία του κόσμου; Πώς να μην είναι πλούσιος ο Ιωσήφ, αφού δέχτηκε για δώρο Αυτόν που τρέφει και είναι Δεσπότης όλων; ‘ Όταν βράδιασε’. Επομένως είχε δύσει πια στον Άδη ο ήλιος της δικαιοσύνης. Γι’αυτό ‘ ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ από την Αριμαθαία που κρυβόταν γιατί φοβόταν τους Ιουδαίους. Ήλθε και ο Νικόδημος που ήλθε στον Ιησού κάποια νύχτα’.
ΙΑ. Αυτό είναι απόκρυφο μυστήριο των μυστηρίων. Δύο κρυφοί μαθητές, έρχονται να κρύψουν τον Ιησού στον τάφο, διδάσκοντας με τη δική τους απόκρυψη το κρυφό μυστήριο του Άδη του Θεού που κρύφτηκε κάτω από τη σάρκα, ξεπερνώντας ο ένας τον άλλο στη θερμή διάθεση. Προς τον Χριστό. Ο μεν Νικόδημος μεγαλόψυχος προσφέροντας σμύρνα και αλόη, ο δε Ιωσήφ αξιέπαινος στην τόλμη και το θάρρος προς τον Πιλάτο. Διότι αυτός διώχνοντας κάθε φόβο με τόλμη παρουσιάστηκε στον Πιλάτο ζητώντας το σώμα του Ιησού. Και όταν παρουσιάστηκε φέρθηκε με μεγάλη σοφία για να επιτύχει αυτό που ήθελε. Γι’αυτό δεν χρησιμοποιεί μπροστά στον Πιλάτο υπερήφανα και υψηλά λόγια, για να μην του ανάψει την οργή και χάσει το ζητούμενο. Όταν του λέει – Δος μου το σώμα του Ιησού, που σκοτείνιασε πριν από λίγο τον ήλιο, που έσχισε τις πέτρες, που έσεισε τη γη και άνοιξε τους τάφους και έσχισε το καταπέτασμα του ναού. Τίποτε τέτοιο δε λέει στον Πιλάτο.
ΙΒ. Αλλά τί του λέει; Ένα τιποτένιο αίτημα, και για όλους μικρό, άρχοντά μου ήλθα να σου ζητήσω. Ένα πολύ μικρό αίτημα. Το εξής
Δος μου να θάψω το νεκρό σώμα εκείνου που καταδικάστηκε από εσένα, του Ιησού του Ναζωραίου, του Ιησού του φτωχού, του Ιησού του άστεγου, του Ιησού που κρέμεται – στον Σταυρό – γυμνός και περιφρονημένος, του Ιησού του γιού του ξυλουργού, του Ιησού του δέσμιου, που έμενε στο ύπαιθρο, του ξένου, του αγνώριστου μεταξύ των ξένων, του περιφρονημένου, και κοντά σε όλα και κρεμασμένου στον Σταυρό.
Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί ήλθε εδώ από μακρινή χώρα για να σώσει τον άνθρωπο που αποξενώθηκε από το Θεό. Γιατί κατέβηκε στη σκοτεινή γη για να ανεβάσει τον ξένο.
Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί αυτός είναι ο μόνος – πραγματικά – ξένος.
Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τη χώρα αγνοούμε εμείς οι ξενιτεμένοι.
Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τον Πατέρα αγνοούμε εμείς οι ξένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τον τόπο και τη γέννηση και τον τρόπο – της ζωής Του- αγνοούμε εμείς οι ξένοι.
Δος μου αυτόν τον ξένο που έζησε ζωή και βίο ξενιτεμένου στα ξένα.
Δος μου αυτόν τον ξένο Ναζωραίο του Οποίου τη γέννηση και τον τρόπο αγνοούμε εμείς οι ξένοι.
Δος μου αυτόν που με τη θέλησή Του είναι ξένος και εδώ δεν έχει πού να γύρει το κεφάλι.
Δος μου αυτόν τον ξένο, που σαν ξένος σε ξένη χώρα, άστεγος γεννήθηκε στη φάτνη.
Δος μου αυτόν τον ξένο που από αυτήν ακόμη τη φάτνη έφυγε ως ξένος από τον Ηρώδη.
Δος μου αυτόν τον ξένο, που απ’τα σπάργανά Του ακόμη ξενιτεύθηκε στην Αίγυπτο, και δεν είχε πόλη, ούτε χωριό, ούτε σπίτι, ούτε τόπο να μείνει, ούτε συγγενή, αλλά σε ξένη χώρα Αυτός είναι ξένος.
Δος μου, άρχοντά μου αυτόν τον γυμνό που κρέμεται στο ξύλο – του Σταυρού – να τον σκεπάσω, γιατί Αυτός σκέπασε τη γύμνωση της φύσεώς μου.
Δος μου αυτόν τον νεκρό που είναι μαζί και Θεός, να σκεπάσω Αυτόν που κάλυψε τις δικές μου ανομίες.
Δος μου, άρχοντά μου τον νεκρό που έθαψε μέσα στον Ιορδάνη τη δική μου αμαρτία. Για έναν νεκρό σε παρακαλώ, που αδικήθηκε από όλους, που πουλήθηκε από φίλο, που προδόθηκε από μαθητή, που διώχθηκε από τους αδελφούς του, που ραπίσθηκε από δούλο. Για έναν νεκρό σε θερμοπαρακαλώ, ο Οποίος καταδικάστηκε από αυτούς που ο Ίδιος ελευθέρωσε από τη δουλεία, ο Οποίος ποτίστηκε με ξύδι, τραυματίστηκε απ’αυτούς που θεράπευσε, που εγκαταλείφθηκε από τους μαθητές Του και στερήθηκε την ίδια τη Μητέρα Του. Για τον νεκρό, άρχοντά μου, σε ικετεύω, Αυτόν τον άστεγο που κρέμεται στο ξύλο – του Σταυρού -. Διότι επάνω στη γη δεν έχει να Του συμπαρασταθεί ούτε πατέρας, ούτε φίλος, ούτε μαθητής, ούτε συγγενής, ούτε κανένας να Τον θάψει, αλλά είναι μόνος, μονογενής Υιός του μόνου – Πατέρα - , Θεός στον κόσμο και κανένας άλλος.
ΙΓ. Μ’αυτά τα λόγια και μ’αυτόν τον τρόπο αφού παρακάλεσε ο Ιωσήφ τον Πιλάτο, διέταξε ο Πιλάτος να του δοθεί το πανάγιο Σώμα του Ιησού. Και ήλθε στο Γολγοθά και αποκαθήλωσε το σαρκοφόρο Θεό από το ξύλο – του Σταυρού – και Τον τοποθέτησε κάτω στη γη, σαρκοφόρο Θεό γυμνό, αλλά όχι απλό άνθρωπο. Και Τον έπει κανείς να βρίσκεται ξαπλωμένος κάτω, Αυτός που όλους τους ανέσυρε προς τον ουρανό. Και μένει για λίγο χωρίς πνοή, Αυτός που είναι η ζωή και η πνοή όλων. Και φαίνεται να μη βλέπει Αυτός που δημιούργησε τα πολυόμματα Χερουβείμ. Και κείτεται ξαπλωμένος, Αυτός που είναι η ανάσταση όλων. Και νεκρώνεται ο σαρκωμένος Θεός, Αυτός που ανασταίνει τους νεκρούς. Και σιωπά για λίγο κατά το σώμα η βροντή του Θεού Λόγου. Και Τον σηκώνουν ανθρώπινες παλάμες, Αυτόν που κρατά στην παλάμη Του ολόκληρη τη γη.
ΙΔ. Άραγε, Ιωσήφ, ζητώντας και παίρνοντας, ξέρεις καλά ποιον πήρες; Άραγε πλησιάζοντας στο Σταυρό και αποκαθηλώνοντας τον Ιησού, ξέρεις καλά ποιον κράτησες στα χέρια σου; Εάν πραγματικά γνωρίζεις καλά Ποιον κρατάς τώρα έγινες πλούσιος. Γιατί πώς αλλιώς κάνεις αυτή τη θεόσωμη και φρικωδέστατη κηδεία του Ιησού; Είναι αξιέπαινος ο πόθος σου, αλλά πιο αξιέπαινος είναι ο τρόπος της ψυχής σου. Άραγε δεν φρίττεις κρατώντας στα χέρια σου Αυτόν που φρίττουν τα Χερουβείμ; Με ποιο φόβο θα αφαιρούσες από το θείο αυτό Σώμα το μικρό ρούχο που το σκέπαζε; Πώς δε θα έκλεινες τα μάτια από ευλάβεια; Δε θα τρόμαζες ατενίζοντας και αποκαλύπτοντας τη σωματική φύση του υπερφύσιν Θεού; Πες μου, Ιωσήφ, άραγε έθαψες στραμμένο προς την ανατολή το νεκρό που είναι η Ανατολή των ανατολών; Άραγε έκλεισες με τα δάχτυλα σου, όπως γίνεται στους νεκρούς, τα μάτια του Ιησού, ο Οποίος με το αμόλυντο δάχτυλό Του άνοιξε τα μάτια του τυφλού; Άραγε έκλεισες το στόμα Εκείνου που άνοιξε το στόμα του κωφαλάλου; Άραγε έδεσες τα χέρια Εκείνου που άπλωσε τα παράλυτα χέρια; Ή έδεσες τα πόδια Εκείνου, όπως γίνεται στους νεκρούς, ο Οποίος θεράπευσε, για να βαδίζει, τα πόδια του παραλύτου; Άραγε σήκωσες επάνω στο κρεβάτι Αυτόν που διέταξε τον παράλυτο λέγοντάς του – ‘ Σήκωσε το κρεβάτι σου και περπάτα’; Άραγε άδειασες μύρα επάνω στο σώμα Εκείνου που είναι το ουράνιο μύρο και ‘εκένωσε’ τον εαυτό Του αγιάζοντας τον κόσμο; Άραγε τόλμησες να σφογγίσεις τη θεόσωμη εκείνη πλευρά του Ιησού που ακόμη αιμορροούσε, του Θεού που θεράπευσε την αιμορροούσα; Άραγε έπλυνες με νερό το σώμα του Θεού, που έπλυνε – τις αμαρτίες – όλων και έδωσε την κάθαρση; Άραγε τι είδους λαμπάδες άναψες μπροστά στο αληθινό φως που φωτίζει κάθε άνθρωπο; Και ποιους επιτάφιους ύμνους έψαλες σ’Αυτόν που ανυμνείται χωρίς διακοπή απ’όλες τις ουράνιες αγγελικές Στρατιές; Άραγε και έχυσες δάκρυα για το νεκρό Ιησού, που δάκρυσε για το νεκρό Λάζαρο και τον ανέστησε μετά από τέσσερις ημέρες; Άραγε θρήνησες Αυτόν που έδωσε σε όλους χαρά και διέλυσε τη λύπη της Εύας;
ΙΕ. Όμως μακαρίζω τα χέρια σου, Ιωσήφ, που υπηρέτησαν και ψηλάφησαν τα θεόσωμα χέρια και πόδια του Ιησού, που έσταζαν ακόμη αίμα.
Μακαρίζω τα χέρια σου, που άγγιξαν την αιμορροούσα πλευρά του Θεού πριν από τον πιστό – άπιστο Θωμά που είχε αξιέπαινη περιέργεια.
Μακαρίζω το στόμα σου που γέμισε αχόρταγα και ασπάστηκε το στόμα του Ιησού και από κει γέμισε με Άγιο Πνεύμα.
Μακαρίζω τα μάτια σου που ενώθηκαν με τα μάτια του Ιησού, και από κει πήραν το αληθινό φως.
Μακαρίζω το πρόσωπό σου που πλησίασε το πρόσωπο του Θεού.
Μακαρίζω τους ώμους σου που σήκωσαν Αυτόν που βαστάζει όλους.
Μακαρίζω το κεφάλι σου που το άγγιξε ο Ιησούς, η κεφαλή των πάντων.
Μακαρίζω τα χέρια σου στα οποία βάσταξες Αυτόν που βαστάζει τα πάντα.
Μακαρίζω τον Ιωσήφ και το Νικόδημο, γιατί έγιναν Χερουβείμ μπροστά στα Χερουβείμ σηκώνοντας και μεταφέροντας επάνω τους τον Θεό. Γιατί έγιναν υπηρέτες του Θεού μπροστά στα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, όχι με τα φτερά, αλλά με τα σεντόνια καλύπτοντας και τιμώντας τον Κύριο. Αυτόν που τρέμουν τα Χερουβείμ Τον μεταφέρουν επάνω στους ώμους τους ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος και γεμίζουν από έκσταση όλες οι τάξεις των ασωμάτων Αγγέλων.
ΙΣΤ. Ήρθε ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος. Επομένως έτρεξε μαζί τους και όλος ο χορός των Αγγέλων. Και προφταίνουν τα Χερουβείμ και τρέχουν μαζί τα Σεραφείμ και βαστάζουν μαζί οι Θρόνοι και καλύπτουν τα Εξαπτέρυγα και φρίττουν τα Πολυόμματα βλέποντας τον Ιησού αόμματο και καλύπτουν μαζί οι Δυνάμεις και ψάλλουν οι Αρχές και φρίττουν οι Τάξεις, και γεμίζουν έκσταση όλες οι στρατιές των ουρανίων ταγμάτων και γεμάτες θαυμασμό ρωτούν με μεγάλη απορία. Τι είναι αυτός ο φοβερός λόγος και ο φόβος και ο τρόμος και ο τρόπος; Τι είναι αυτό το μεγάλο και παράδοξο και ακατανόητο θέαμα; Αυτός που στον ουρανό σ' εμάς τους ασωμάτους ως απλός Θεός είναι αθεώρητος, εδώ κάτω στη γη τον βλέπουν οι άνθρωποι γυμνό.
ΙΖ. Αυτόν, που μπροστά Του στέκονται τα Χερουβίμ με ευλάβεια, τον κηδεύουν με θάρρος ο Ιωσήφ κι' ο Νικόδημος. Πότε κατέβηκε Αυτός που δεν εγκατέλειψε τον ουρανό; Πώς βγήκε έξω, Αυτός που βρίσκεται μέσα; Πώς ήλθε επάνω στη γη Αυτός που με την παρουσία Του όλα τα γεμίζει; Πώς γυμνώθηκε Αυτός που ντύθηκε όλους; Αυτός που βρίσκεται αδιάκοπα ως Θεός στον ουρανό μαζί με τον Πατέρα, τώρα ζει μαζί με τη Μητέρα Του αδιάκοπα ως αληθινός άνθρωπος.
ΙΗ. Αὐτός πού ποτέ δέν ἐμφανίστηκε -ὡς Θεός- στούς ἀνθρώπους, πῶς ἐμφανίζεται ὡς ἄνθρωπος καί συγχρόνως ὡς φιλάνθρωπος Θεός; Πῶς ἔγινε ὁρατός ὁ ἀόρατος; Πῶς σαρκώθηκε ὁ ἄυλος; Πῶς ἔπαθε ὁ ἀπαθής; Πῶς ὁ Κριτής στάθηκε στό δικαστήριο; Πῶς ἡ ζωή γεύθηκε τόν θάνατο; Πῶς ὁ ἀχώρητος χώρεσε στόν τάφο; Πῶς κατοικεῖ στό μνῆμα, Αὐτός πού δέν ἐγκατέλειψε τόν κόλπο τοῦ Πατέρα; Πῶς εἰσέρχεται ἀπό τήν πύλη τοῦ σπηλαίου, Αὐτός πού ἄνοιξε τίς πύλες τοῦ Παραδείσου, καί ἐνῶ δέν διέρρηξε τίς πύλες τῆς παρθενίας τῆς Μαρίας, πῶς συνέτριψε τίς πύλες τοῦ ῞ᾼδη; Πῶς, ἐνῶ δέν ἄνοιξε τίς πύλες τοῦ ὑπερώου στήν περίπτωση τοῦ Θωμᾶ, ὅμως ἄνοιξε στούς ἀνθρώπους τίς πύλες τῆς Βασιλείας, καί τίς πύλες τοῦ τάφου καί τίς σφραγίδες τίς ἄφησε νά ἀνοίξουν μόνες τους; Πῶς ὑπολογίζεται μέ τούς νεκρούς, Αὐτός πού εἶναι ἐλεύθερος μεταξύ τῶν νεκρῶν; Πῶς τό φῶς πού ποτέ δέν σβήνει, ἔρχεται στά σκοτεινά καί στή σκιά τοῦ θανάτου; Ποῦ πηγαίνει; Ποῦ πορεύεται Αὐτός πού ὁ θάνατος δέν μπορεῖ νά Τόν κρατήσει; Ποιός εἶναι ὁ λόγος καί ὁ τρόπος κι ὁ σκοπός πού κατεβαίνει στόν ῞ᾼδη; Μήπως κατεβαίνει γιά νά ἀνεβάσει τόν κατάδικο ᾿Αδάμ, τόν σύνδουλό μας; Πραγματικά, πηγαίνει γιά νά ἀναζητήσει τόν πρωτόπλαστο σάν τό χαμένο πρόβατο.
῾Οπωσδήποτε θέλει νά ἐπισκεφθεῖ αὐτούς πού βρίσκονται μέσα στό σκοτάδι καί τή σκιά τοῦ θανάτου. ῾Οπωσδήποτε πορεύεται γιά νά ἐλευθερώσει τόν αἰχμάλωτο ᾿Αδάμ καί τή συναιχμάλωτη Εὔα ὁ Θεός καί υἱός τους.
ΙΘ. ῞Ομως, ἄς κατεβοῦμε μαζί μέ τόν Χριστό, ἄς χορέψουμε μαζί, ἄς σπεύσουμε, ἄς σκιρτήσουμε μαζί, ἄς ἀνυμνήσουμε, ἄς βιαστοῦμε βλέποντας τή συμφιλίωση τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀνθρώπους, τήν ἀπελευθέρωση τῶν καταδίκων ἐκ μέρους τοῦ ἀγαθοῦ Δεσπότου. Γιατί πορεύεται Αὐτός πού ἀπό τή φύση Του εἶναι φιλάνθρωπος, γιά νά βγάλει -ἀπό τόν ῞ᾼδη- αὐτούς πού εἶναι δέσμιοι ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, μέ πολλή δύναμη καί ἐξουσία, αὐτούς πού βρίσκονται στούς τάφους νεκροί καί τούς κατάπιε τυραννικά ὁ πικρός καί ἀχόρταγος θάνατος καί τούς τυράννησε, ἀφοῦ τούς ἅρπαξε ἀπό τόν Θεό καί τούς μάζεψε ὅλους μαζί.
Αὐτούς πορεύθηκε ὁ Χριστός νά ἐλευθερώσει καί νά τούς βάλει μαζί μέ τούς ζωντανούς, πού κατοικοῦν στή γῆ. ᾿Εκεῖ βρίσκεται ὁ ᾿Αδάμ, ὁ πρωτόπλαστος καί πρωτογέννητος, καί εἶναι πιό κάτω ἀπό ὅλους τούς καταδίκους. ᾿Εκεῖ εἶναι ὁ ῎Αβελ πού πρῶτος πέθανε στή γῆ, ὁ πρῶτος δίκαιος ποιμένας, τύπος τῆς ἄδικης σφαγῆς τοῦ Ποιμένα Χριστοῦ. ᾿Εκεῖ εἶναι ὁ Νῶε, ὁ τύπος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ κτίστου τῆς μεγάλης κιβωτοῦ τοῦ Θεοῦ, τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ ὁποία διέσωσε μέ τό περιστέρι τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ὅλα τά θηριώδη ἔθνη ἀπό τόν κατακλυσμό τῆς ἀσεβείας καί ἔδιωξε ἀπό αὐτήν τόν διάβολο κόρακα. ᾿Εκεῖ εἶναι ὁ ᾿Αβραάμ, ὁ πρόγονος τοῦ Χριστοῦ, ὁ θύτης τοῦ γιοῦ του, πού πρόσφερε στόν Θεό τήν ὑπέροχη θυσία θυσιάζοντας μέ μαχαίρι καί χωρίς μαχαίρι θανατώνοντας καί μή θανατώνοντας τόν γιό του. ᾿Εκεῖ κάτω βρίσκεται ὁ δέσμιος ᾿Ισαάκ, πού τήν παλαιά ἐποχή δέθηκε ἀπό τόν πατέρα γιά τή θυσία, τύπος τοῦ Χριστοῦ καί τῆς θυσίας Του. ᾿Εκεῖ κάτω καί ὁ ᾿Ιακώβ καταλυπημένος στόν ῞ᾼδη, ὅπως πρίν ἦταν καταλυπημένος ἐπάνω γιά τόν ᾿Ιωσήφ. ᾿Εκεῖ ὁ φυλακισμένος ᾿Ιωσήφ, πού φυλακίστηκε στήν Αἴγυπτο καί προτύπωνε τόν Χριστό ὄντας δεσμώτης καί δεσπότης. ᾿Εκεῖ κάτω στά σκοτεινά ὁ Μωυσῆς, ὅπως ἐπάνω στή γῆ ἦταν βρέφος μέσα στό σκοτεινό καλάθι. ᾿Εκεῖ ὁ Δανιήλ στόν λάκκο τοῦ ῞ᾼδη, ὅπως κάποτε ἐπάνω στή γῆ, μέσα στόν λάκκο τῶν λιονταριῶν. ᾿Εκεῖ ὁ ῾Ιερεμίας στόν λάκκο τοῦ ῞ᾼδη καί τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου, ὅπως κάποτε ἦταν ριγμένος ἀπό τούς συμπατριῶτες του μέσα στόν λάκκο τοῦ βορβόρου. ᾿Εκεῖ μέσα στό κῆτος τοῦ ῞ᾼδη πού δέχεται ὅλον τόν κόσμο βρίσκεται ὁ ᾿Ιωνᾶς, πού εἶναι ὁ τύπος τοῦ Χριστοῦ ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ προαιώνιος ᾿Ιωνᾶς πού θά ὑπάρχει καί στούς ἀτέλειωτους αἰῶνες.
Κι ἀκόμη ἐκεῖ καί ὁ πρόγονος τοῦ Θεανθρώπου, ὁ Δαβίδ, ἀπό τόν ὁποῖο κατά σάρκα γεννήθηκε ὁ Χριστός. Καί γιατί λέω γιά τόν Δαβίδ καί τόν ᾿Ιωνᾶ καί τόν Σολομώντα; ᾿Εκεῖ βρισκόταν καί ὁ ἴδιος ὁ μέγας ᾿Ιωάννης, ὁ μεγαλύτερος ἀπό ὅλους τούς προφῆτες, κηρύττοντας στόν ῞ᾼδη σ’ ὅλους ἀπό πρίν τόν Χριστό σάν μέσα ἀπό σκοτεινή μήτρα -ὅπως κάποτε βρέφος μέσα ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας του ᾿Ελισάβετ.
Αὐτός εἶναι διπλός πρόδρομος καί κήρυκας πρός τούς ζωντανούς καί τούς νεκρούς. Αὐτός ἀπό τή φυλακή τοῦ ῾Ηρώδη παραπέμφθηκε -μέ τόν ἀποκεφαλισμό του- στήν πανανθρώπινη φυλακή τοῦ ῞ᾼδη τῶν δικαίων καί ἀδίκων κεκοιμημένων πού βρίσκονταν ἐκεῖ ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων.
Κ. ᾿Από ἐκεῖ, ἀπ’ τόν ῞ᾼδη, ὅλοι οἱ προφῆτες καί οἱ δίκαιοι μέ θερμές καί συνεχεῖς προσευχές πρός τόν Θεό μέσα ἀπό τήν καρδιά τους, ζητοῦν λύτρωση ἀπό τήν πολύ ὀδυνηρή καί σκοτεινή καί κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ ἐχθροῦ διαβόλου, ζοφερή καί κατασκότεινη νύχτα. Καί ὁ μέν ἕνας ἔλεγε πρός τόν Θεό· «᾿Από τήν κοιλιά τοῦ ῞ᾼδη ἄκουσε τήν κραυγή τῆς φωνῆς μου». Καί ὁ ἄλλος· «Μέσα ἀπ’ τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου ἔκραξα πρός ᾿Εσένα, Κύριε. Κύριε ἄκουσε μέ προσοχή τή φωνή μου».
Καί ἄλλος· «Φανέρωσε τό πρόσωπό Σου καί θά σωθοῦμε». Καί ἄλλος· «᾿Εσύ πού κάθεσαι ἐπάνω στόν Χερουβικό θρόνο, ἐμφανίσου». Καί ἄλλος· «Ντύσου τή μεγάλη Σου δύναμη καί ἔλα νά μᾶς σώσεις». Καί ἄλλος· «Κύριε, ἄς μᾶς προφθάσει ἡ εὐσπλαχνία Σου». Καί ἄλλος· «Γλύτωσε τήν ψυχή μου ἀπ’ τόν βαθύτατο ῞ᾼδη». Καί ἄλλος· «Κύριε, βγάλε τήν ψυχή μου ἀπό τόν ῞ᾼδη». Καί ἄλλος· «Κύριε, μή ἐγκαταλείψεις τήν ψυχή μου στόν ῞ᾼδη». Καί ἄλλος· «῎Ας ἀνεβεῖ ἡ ζωή μου ἀπ’ τή φθορά πρός ᾿Εσένα, Κύριε καί Θεέ μου».
ΚΑ. ῞Ολους αὐτούς ἄκουσε ὁ πολυεύσπλαγχνος Θεός ὁ Χριστός, καί δέν ἔκρινε δίκαιο τό νά ἐκδηλώσει τή φιλανθρωπία Του μόνο πρός αὐτούς πού ζοῦσαν κατά τήν ἐποχή Του ἤ μετά ἀπό αὐτήν, ἀλλά καί πρός ἐκείνους πού πρίν ἀπό τήν ἐνανθρώπησή Του βρίσκονταν στόν ῞ᾼδη καί κάθονταν στό σκοτάδι καί τή σκιά τοῦ θανάτου.
Καί γι’ αὐτό αὐτούς πού ζοῦσαν ἐπάνω στή γῆ τούς ἐπισκέφθηκε ὁ Θεός Λόγος μέ τό ἔμψυχο σῶμα, τίς δέ ψυχές πού ἦταν στόν ῞ᾼδη χωρίς σῶμα τίς ἐπισκέφθηκε μέ τήν ἔνθεη κι ἀμόλυντη ψυχή Του· χωρίς τό σῶμα, ὄχι ὅμως καί χωρίς τή Θεότητά Του.
ΚΒ. Λοιπόν, ἄς τρέξουμε γρήγορα μέ τόν νοῦ κι ἄς βαδίσουμε στόν ῞ᾼδη, γιά νά δοῦμε πῶς ἐκεῖ μέ πανίσχυρη δύναμη νικᾶ ὁλοκληρωτικά τόν τύραννο τῶν σκλαβωμένων ψυχῶν καί πῶς μέ μεγάλη πανστρατιά, μέ τή λάμψη Του αἰχμαλωτίζει χωρίς χέρια τίς ἀθάνατες φάλαγγες τῶν δαιμόνων. Τίς θύρες πού δέν εἶναι θύρες σηκώνει ἀπό τή μέση καί τίς πύλες πού δέν εἶναι ξύλινες τίς σπάζει μέ τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ ὁ Χριστός πού εἶναι ἡ θύρα. Καί μέ τά θεϊκά καρφιά συντρίβει καί κομματιάζει τούς αἰώνιους μοχλούς. Καί μέ τά δεσμά τῶν θεϊκῶν χεριῶν Του λειώνει σάν τό κερί τίς ἄλυτες ἁλυσίδες. Καί μέ τή λόγχη πού χτύπησε τή θεϊκή πλευρά Του, διατρυπᾶ τήν ἄσαρκη καρδιά τοῦ τυράννου. ᾿Εκεῖ συνέτριψε τή δύναμη τῶν τόξων του, ὅταν τέντωσε σάν τόξο ἐπάνω στόν Σταυρό τά θεῖα Του χέρια. Γι’ αὐτό, ἄν ἀκολουθήσεις μέ ἡσυχία τόν Χριστό, θά δεῖς τώρα, ποῦ ἔδεσε τόν τύραννο καί ποῦ κρέμασε τό κεφάλι του. Πῶς ἀνέσκαψε τή φυλακή τοῦ ῞ᾼδη καί ἐλευθέρωσε τούς φυλακισμένους. Πῶς πάτησε τό φίδι καί ποῦ κρέμασε τό κεφάλι του. Πῶς ἐλευθέρωσε τόν ᾿Αδάμ καί πῶς ἀνέστησε τήν Εὔα. Πῶς γκρέμισε τόν ἐνδιάμεσο τοῖχο, καί πῶς καταδίκασε τόν δηλητηριώδη δράκοντα, καί πῶς ἔστησε ἀνίκητα τρόπαια. Ποῦ θανάτωσε τόν θάνατο καί πῶς ἔφθειρε τή φθορά καί πῶς ἐπανέφερε τόν ἄνθρωπο στό ἀρχικό του ἀξίωμα.
ΚΓ. Αὐτός πού χθές ἀπό συγκατάβαση δέν ἤθελε νά Τόν βοηθήσουν οἱ λεγεῶνες τῶν ᾿Αγγέλων, καί ἔλεγε στόν Πέτρο «δέν μπορῶ νά παρακαλέσω τόν Πατέρα μου καί νά μοῦ στείλει γιά συμπαράσταση περισσότερες ἀπό δώδεκα λεγεῶνες ᾿Αγγέλων;», σήμερα κατεβαίνει κάτω στόν ῞ᾼδη καί τόν θάνατο, ὅπως ἁρμόζει σέ Θεό καί σέ Δεσπότη, γιά νά πολεμήσει μέ τόν θάνατό Του τόν τύραννο ὡς ἀρχηγός τῶν ἀθανάτων καί ἀσωμάτων στρατευμάτων καί ἀοράτων ταγμάτων, ὄχι μόνο μέ δώδεκα λεγεῶνες, ἀλλά μέ μύριες μυριάδες καί χίλιες χιλιάδες ᾿Αγγέλων, ᾿Εξουσιῶν, Θρόνων χωρίς θρόνους, ῾Εξαπτερύγων χωρίς φτερά, Πολυομμάτων χωρίς μάτια, οὐρανίων ταγμάτων, τά ὁποῖα ὡς Δεσπότη τους καί Βασιλιά προπέμπουν καί περιβάλλουν καί τιμοῦν, τόν Χριστό. ῎Οχι ὡς σύμμαχοι. Μή γένοιτο! Διότι ὁ παντοδύναμος Χριστός ἀπό ποιά συμμαχία ἔχει ἀνάγκη; ᾿Αλλά τόν συνοδεύουν γιατί αὐτό Τοῦ τό ὀφείλουν καί ἀγαποῦν νά βρίσκονται κοντά στόν Δεσπότη Θεό. Αὐτές οἱ ᾿Αγγελικές τάξεις εἶναι σάν ἔμπιστοι δορυφόροι ὁπλίτες λαμπροί, κρατώντας σκῆπτρα τῆς θείας βασιλικῆς ἐξουσίας τοῦ Κυρίου, καί μόνο στό θεῖο νεῦμα Του τρέχουν νά προλάβουν μέ γρηγοράδα ἡ μιά τήν ἄλλη καί κάνοντας ἔργο καί πράξη τή διαταγή Του.
Καί εἶναι καταστεφανωμένες μέ τό στεφάνι τῆς νίκης ἐναντίον τῶν παρατάξεων τῶν ἐχθρῶν καί τῶν παρανόμων. Γι’ αὐτό καί κατεβαίνουν τότε στούς δρόμους καί εἶναι μαζί συνοδοιπόροι τοῦ Θεοῦ καί Δεσπότη στά μέρη τοῦ ῞ᾼδη καί τά ὑπόγειά του, πού εἶναι βαθύτερα ἀπ’ ὅλη τή γῆ, καί κατοικητήρια ὑπόγεια τῶν κεκοιμημένων ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, καί ἔρχεται γιά νά τούς βγάλει μέ ἐξουσία αὐτούς τούς ἁλυσοδεμένους.
ΚΔ. Μόλις, λοιπόν, ἔφτασε στά κατάκλειστα καί ἀνήλια καί κατασκότεινα δεσμωτήρια τοῦ ῞ᾼδη, καί κατοικητήρια καί ὑπόγεια καί σπήλαια, ἡ θεϊκή καί λαμπρότατη παρουσία τοῦ Κυρίου, προχωρεῖ πρίν ἀπό ὅλους ὁ ἀρχιστράτηγος Γαβριήλ, γιατί βέβαια, ὄντας ἀπό συνήθεια ἐκεῖνος πού φέρνει στούς ἀνθρώπους τίς ἀγγελίες τῆς χαρᾶς, μέ δυνατή φωνή, ἀρχαγγελικότατη καί στρατηγικότατη, ἔντονη καί σάν τοῦ λιονταριοῦ, λέει πρός τίς ἐχθρικές - δαιμονικές δυνάμεις· «᾿Ανοῖξτε, ἄρχοντες τίς πύλες σας». Μαζί του φωνάζει κι ὁ Μιχαήλ· «Καί γκρεμιστεῖτε αἰώνιες πύλες». Μετά οἱ Δυνάμεις προσθέτουν· «Φύγετε μακριά παράνομοι θυρωροί». Κι οἱ ᾿Εξουσίες λένε μ’ ὅλη τους τήν ἐξουσία· «Σπάστε ἄλυτες -γιά αἰῶνες- ἁλυσίδες». Καί ἄλλος ῎Αγγελος· «Ντροπή σας, ἀντίθετοι κι ἐχθροί». Καί ἄλλος· «Φοβηθεῖτε, τύραννοι καί παράνομοι, - γι’ αὐτό πού θά πάθετε».
ΚΕ’. Και όπως γίνεται όταν εμφανιστεί μια φοβερή κι ανίκητη, παντοδύναμη βασιλική νικηφόρα παράταξη του στρατού, και κυριεύει μια φρίκη και ταραχή και οδυνηρός φόβος τους εχθρούς του ακαταγώνιστου Στρατηγού, έτσι συνέβη ξαφνικά και σ’ εκείνους που ήταν στον άδη κάτω απ’ τη γη με την παράδοξη εκείνη εμφάνιση του Χριστού. Από επάνω ερχόταν μια δυνατή λάμψη που τύφλωνε και σκότιζε τα πρόσωπα των εχθρικών δυνάμεων του άδη, κι ακούγονταν βροντερές φωνές και φωνές στρατών που διέταζαν κι έλεγαν: «Ανοίξτε, άρχοντες, τις πύλες σας». Όχι, μη τις ανοίγετε, αλλά βγάλτε τις απ’ τα θεμέλια τους, ξεριζώστε τις και πετάξτε τις μακριά, ώστε να μη ξανακλείσουν. Βγάλτε, άρχοντες, τις πύλες σας, όχι γιατί δεν μπορεί να το κάνει ο Κύριος, που όταν θέλει διατάζει και μπαίνει απ’ τις κλεισμένες πόρτες, αλλά διατάζει εσάς τους δραπέτες δούλους να σηκώσετε τις αιώνιες πύλες και να τις μεταφέρετε και να τις κατακομματιάσετε. Γι’ αυτό και δεν διατάζει τους όχλους σας, αλλά εσάς που λέτε ότι είσαστε άρχοντες τους: Σηκώστε, οι άρχοντες τις πύλες σας.
ΚΣΤ’. Ήσασταν άρχοντες αυτών και όχι άλλων. Μέχρι τώρα όμως. Και εάν μέχρι τώρα κακώς ήσασταν άρχοντες των κεκοιμημένων από την αρχή των αιώνων, όμως δεν θα είσαστε πλέον άρχοντες ούτε αυτών, ούτε άλλων, ούτε και του ίδιου του εαυτού σας. Γιατί παρουσιάστηκε ο Χριστός, η ουράνια θύρα. «Ανοίξτε δρόμο σ’ Αυτόν που πάτησε το πόδι Του στη φυλακή του άδη. Το όνομα Του είναι Κύριος, και ως Κύριος μπορεί να περάσει τις πύλες του θανάτου». Εσείς φτιάξατε την είσοδο του θανάτου, Αυτός όμως ήρθε για να την διαπεράσει. Γι’ αυτό μη αργοπορείτε. Ανοίξτε τις πύλες και κάνετε γρήγορα. Ανοίξτε και μη αναβάλλετε. Και εάν νομίζετε πως θα σας περιμένουμε, σας λέμε πως θα διατάξουμε και θα ανοίξουν αυτόματα χωρίς να χρησιμοποιήσουμε το χέρι μας: «Και γκρεμισθείτε αιώνιες πύλες».
ΚΖ’. Και μόλις οι Αγγελικές δυνάμεις είπαν με δυνατή φωνή αυτά τα λόγια,, αμέσως άνοιξαν οι πύλες, αμέσως έσπασαν οι αλυσίδες και οι μοχλοί. Έπεσαν οι κλειδαριές αμέσως και σείσθηκαν τα θεμέλια της φυλακής, και οι εχθρικές δυνάμεις τράπηκαν σε φυγή και έσπρωχνε ο ένας τον άλλον, και μπερδεύονταν τα πόδια του ενός στα πόδια του άλλου και φώναζε ο καθένας στον άλλο να φύγει. Έφριξαν, κλονίσθηκαν, θαύμασαν, ταράχθηκαν, άλλαξε το χρώμα τους, φοβήθηκαν, σταμάτησαν και γέμισαν με έκσταση, απόρησαν μαζί και τρόμαξαν. Και ο ένας στέκονταν μ’ ανοιχτό το στόμα, κι ο άλλος έκρυψε το πρόσωπο στα γόνατα του. Και ο άλλος έπεσε κάτω απολιθωμένος και άλλος σαν νεκρός και σαν κολώνα, κι άλλος κυριεύθηκε με δέος και άλλος έπεσε κάτω με πρόσωπο τρομαγμένο στη θεά των ουρανίων Αγγέλων, και άλλος έτρεξε να κρυφτεί σε βαθύτερο μέρος.
ΚΗ΄. Τότε εκεί ο Χριστός έκοψε τα κεφάλια των σαστισμένων τυράννων. Εκεί θορυβήθηκαν γι’ Αυτόν, εκεί χαλάρωσαν τα χαλινάρια τους και έλεγαν: «Ποιος είναι Αυτός ο δοξασμένος Βασιλιάς;» Ποιος είναι Αυτός ο μέγας, Αυτός που ήλθε με τόσο μεγάλη συνοδεία, κάνοντας τόσο μεγάλα θαύματα; «Ποιος είναι Αυτός ο ένδοξος Βασιλιάς» που κάνει τώρα στον άδη αυτά που δεν έγιναν ποτέ; Ποιος είναι Αυτός που βγάζει από εδώ τους κεκοιμημένους από την αρχή των αιώνων; Ποιος είναι Αυτός που διέλυσε και κατέστρεψε το ανίκητο θάρρος και τη δύναμη μας, Αυτός που έβγαλε από τη φυλακή του άδη αυτούς που ήταν φυλακισμένοι από την αρχή των αιώνων;
ΚΘ’. Προς αυτούς οι Αγγελικές δυνάμεις του Κυρίου, απαντούσαν κι έλεγαν: Θέλετε να μάθετε, παράνομοι τύραννοι, ποιος είναι Αυτός ο δοξασμένος Βασιλιάς; «Είναι ο δυνατός και παντοδύναμος Κύριος. Ο δυνατός και ισχυρός και ανίκητος στους πολέμους Κύριος». Αυτός είναι Εκείνος, ελεεινοί και παράνομοι τύραννοι που σας εξόρισε και σας έριξε κάτω από τις ουράνιες αψίδες. Αυτός είναι Εκείνος που στα νερά του Ιορδάνη έσπασε τα κεφάλια των δρακόντων σας. Αυτός είναι Εκείνος που επάνω στον Σταυρό σας έκανε θέατρο, σας διαπόμπευσε και σας αφαίρεσε τη δύναμη. Αυτός είναι Εκείνος που σας έδεσε και σας έριξε στο πυκνό σκοτάδι και την άβυσσο. Αυτός είναι Εκείνος που θα σας ρίξει στην αιώνια φωτιά και τη γέενα και θα σας εξοντώσει. Λοιπόν, μη αργοπορείτε και μη περιμένετε, αλλά τρέξτε γρήγορα και βγάλτε τους φυλακισμένους, τους οποίους μέχρι τώρα κακώς έχετε καταπιεί. Από τώρα και μπρός καταργείται το κράτος σας. Παύει η τυραννική σας εξουσία. Η αλαζονεία σας καταργείται οικτρά. Η καύχηση σας έφτασε στο τέλος της, και η δύναμη σας καταπατήθηκε και χάθηκε.
Λ΄. Αυτά έλεγαν οι νικήτριες Αγγελικές δυνάμεις του Κυρίου στις εχθρικές δυνάμεις και συγχρόνως ενεργούσαν με βιασύνη. Και άλλοι γκρέμιζαν τη φυλακή απ’ τα θεμέλια της. Άλλοι καταδίωκαν τις εχθρικές εξουσίες που έφευγαν από τα εξωτερικά μέρη του άδη προς τα βαθύτερα για να σωθούν. Και άλλοι ερευνούσαν τα υπόγεια και τα φρούρια και τα σπήλαια, και έτρεχαν. Και άλλοι έφερναν δεσμώτες από διάφορες κατευθύνσεις στον Κύριο, και άλλοι έδεναν με άλυτα δεσμά τον τύραννο, και άλλοι ελευθέρωναν τους φυλακισμένους από την αρχή των αιώνων. Και άλλοι μεν, έδιναν διαταγές, και άλλοι υπηρετούσαν στα γρήγορα. Και άλλοι έτρεχαν πριν από τον Κύριο που προσχωρούσε βαθύτερα, και άλλοι Τον ακολουθούσαν ως νικηφόρο Βασιλιά και Θεό.
ΛΑ΄. Καθώς, λοιπόν, αυτά έτσι γίνονταν στον άδη και λέγονταν και όλα θορυβούνταν και σείονταν, και ο Κύριος κόντευε να φτάσει στα πιο κατώτερα μέρη, ο Αδάμ, αυτός που δημιουργήθηκε πριν από όλους, ο πρωτόπλαστος και πρωτόθνητος, που βρισκόταν πιο βαθειά από όλους, δεμένος πολύ γερά, άκουσε τα βήματα του Κυρίου, που ερχόταν προς τους φυλακισμένους και αναγνώρισε τη φωνή Του καθώς περπατούσε μέσα στο δεσμωτήριο. Στράφηκε τότε προς όλους όσοι ήταν μαζί του για αιώνες δέσμιοι και τους είπε: Ακούω τον ήχο των βημάτων Κάποιου που έρχεται προς εμάς. Και εάν πραγματικά μας αξίωσε Εκείνος να έρθει εδώ, τότε εμείς θα ελευθερωθούμε απ’ τα δεσμά μας. Εάν Τον δούμε πραγματικά ανάμεσα μας, τότε εμείς θα σωθούμε από τον άδη.
ΛΒ’. Και καθώς ο Αδάμ αυτά και άλλα σαν αυτά έλεγε προς όλους τους συγκαταδίκους του, μπαίνει ο Κύριος κρατώντας το νικηφόρο όπλο του Σταυρού. Μόλις Τόν εἶδε ὁ πρωτόπλαστος ᾿Αδάμ, χτύπησε τό στῆθος του γεμάτος ἔκπληξη καί φώναξε μέ δυνατή φωνή πρός ὅλους λέγοντας· «῾Ο Κύριός μου ἄς εἶναι μαζί μέ ὅλους». Καί ἀποκρίθηκε ὁ Χριστός καί εἶπε στόν ᾿Αδάμ· «῎Ας εἶναι μαζί καί μέ τό δικό σου πνεῦμα». Καί τόν πιάνει ἀπό τό χέρι καί τόν σηκώνει καί τοῦ λέει: «Σήκω ἐσύ πού κοιμᾶσαι καί ἀναστήσου ἀπό τούς νεκρούς, καί θά σέ φωτίσει ὁ Χριστός». ᾿Εγώ, ὁ Θεός σου, πού γιά χάρη σου ἔγινα γιός σου, πού γιά χάρη σου καί σ᾿ αὐτούς πού κατάγονται ἀπό ἐσένα λέω τώρα, δίνοντάς τους μέ τήν ἐξουσία μου τήν ἐλευθερία ἀπ’ τά δεσμά τους· Βγεῖτε ἔξω. Καί σ’ ὅσους βρίσκονται στό σκοτάδι λέω· Λάβετε φῶς. Καί στούς κεκοιμημένους λέω· ᾿Αναστηθεῖτε. Καί ἐσένα, ᾿Αδάμ, προστάζω· Σήκω ἐσύ πού κοιμᾶσαι, γιατί δέν σέ δημιούργησα γι’ αὐτό, γιά νά μένεις δηλαδή φυλακισμένος στόν ῞ᾼδη. ᾿Αναστήσου ἀπό τούς νεκρούς. ᾿Εγώ εἶμαι ἡ ζωή τῶν νεκρῶν. ᾿Αναστήσου δικό μου πλάσμα, ἀναστήσου ἐσύ ἡ δική μου μορφή πού σέ δημιούργησα σύμφωνα μέ τή δική μου εἰκόνα. Σήκω νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Γιατί ἐσύ εἶσαι μέσα σέ μένα καί ἐγώ μέσα σ’ ἐσένα. ᾿Εγώ ὡς ἄνθρωπος κι ἐσύ ἔχουμε τήν αὐτή φύση. Γιά χάρη σου ἐγώ ὁ Θεός σου ἔγινα γιός σου. Γιά χάρη σου ἐγώ ὁ Δεσπότης ἔλαβα τή δική σου μορφή τοῦ δούλου. Γιά χάρη σου ἐγώ πού βρίσκομαι ὑψηλότερα ἀπό τούς οὐρανούς, ἦλθα ἐπάνω στή γῆ καί κατέβηκα πιό κάτω ἀπό τή γῆ. Γιά σένα τόν ἄνθρωπο ἔγινα σάν ἀβοήθητος ἄνθρωπος ἀφημένος ἀνάμεσα στούς νεκρούς. Γιά σένα πού βγῆκες μέσα ἀπ’ τόν κῆπο -τῆς ᾿Εδέμ-, παραδόθηκα στούς ᾿Ιουδαίους μέσα στόν κῆπο -τῆς Γεθσημανῆ- καί μέσ᾿ στόν κῆπο σταυρώθηκα.
ΛΓ. Δές στό πρόσωπό μου τά φτυσίματα, πού δέχτηκα γιά χάρη σου, γιά νά σέ ἀποκαταστήσω ὅπως ἤσουν ὅταν σοῦ εἶχα δώσει τό ἐμφύσημά μου. Δές τά ραπίσματα πού δέχτηκα στά σαγόνια μου, πού τά καταδέχτηκα γιά νά ἐπαναφέρω τήν ἀλλοιωμένη μορφή σου στό κατ’ εἰκόνα μου. Δές στή ράχη μου τό μαστίγωμα πού τό καταδέχτηκα γιά νά διαλύσω τό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν σου πού εἶχες ἐπάνω στήν πλάτη σου. Δές τά καρφωμένα μου χέρια πού καλῶς τά ἅπλωσα ἐπάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ γιά σένα πού κακῶς ἅπλωσες τά χέρια σου στό ἀπαγορευμένο ξύλο - δέντρο. Δές τά πόδια μου πού τρυπήθηκαν καί καρφώθηκαν στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, γιατί τά δικά σου πόδια κακῶς ἔτρεξαν πρός τό δέντρο τῆς παρακοῆς τήν ἕκτη ἡμέρα κατά τήν ὁποία βγῆκε ἐναντίον σου ἡ καταδικαστική ἀπόφαση, καί πάλι κατὰ τήν ἕκτη ἡμέρα ἐργάζομαι γιά τήν ἀνάπλασή σου καί γιά τό ἄνοιγμα τοῦ παραδείσου.
ΛΔ. Γεύθηκα γιά χάρη σου τή χολή γιά νά σοῦ θεραπεύσω τήν πικρή ἡδονή πού γεύθηκες ἀπό τόν γλυκό ἐκεῖνο καρπό. Γεύθηκα τό ξύδι, γιά νά καταργήσω ἀπό ἐσένα τό δριμύ κι ἀφύσικο ποτήριο τοῦ θανάτου. Δέχτηκα τόν σπόγγο γιά νά σβήσω τό χειρόγραφο πού ἔγραφε τίς ἁμαρτίες σου. Δέχτηκα τό καλάμι, γιά νά ὑπογράψω τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. ῞Υπνωσα ἐπάνω στόν Σταυρό καί τρυπήθηκα μέ λόγχη στήν πλευρά, γιά σένα πού σέ ὕπνωσα στόν Παράδεισο καί ἔβγαλα ἀπό τήν πλευρά σου τήν Εὔα. ῾Η δική μου πλευρά θεράπευσε τόν πόνο τῆς πλευρᾶς σου. ῾Ο δικός μου ὕπνος θά σέ βγάλει ἔξω ἀπό τόν ὕπνο σου στόν ῞ᾼδη. ῾Η λόγχη πού μέ τρύπησε σταμάτησε τή ρομφαία πού στρεφόταν ἐναντίον σου.
ΛΕ. Σήκω, λοιπόν, ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Σέ ἔβγαλε ὁ ἐχθρός ἀπό τόν γήινο Παράδεισο. Σέ ἀποκαθιστῶ, ὄχι πλέον στόν Παράδεισο, ἀλλά σέ οὐράνιο θρόνο. Σέ ἐμπόδισα νά φᾶς ἀπό τό τυπικό δέντρο τῆς ζωῆς, τώρα ὅμως ἑνώθηκα μαζί σου ἐγώ πού εἶμαι ἡ Ζωή. Διέταξα τά Χερουβίμ νά σέ φρουροῦν σάν δοῦλο. Τώρα κάνω τά Χερουβίμ νά σέ προσκυνήσουν ὡς θεό. Κρύφτηκες τότε ἀπό τόν Θεό γιατί ἤσουν γυμνός, νά ὅμως τώρα πού ἔκρυψες μέσα σου γυμνό τόν Θεό. Ντύθηκες τόν δερμάτινο χιτώνα τῆς ντροπῆς, ἀλλά ἐγώ ὄντας Θεός ντύθηκα τόν ματωμένο χιτώνα τῆς σάρκας.
Γι’ αὐτό σηκωθεῖτε, ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ, ἀπό τόν θάνατο στή ζωή, ἀπό τή φθορά στήν ἀφθαρσία, ἀπό τό σκοτάδι στό αἰώνιο φῶς. Σηκωθεῖτε, νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ, ἀπό τήν ὀδύνη στήν εὐφροσύνη, ἀπό τή δουλεία στήν ἐλευθερία, ἀπό τή φυλακή στήν ἄνω ῾Ιερουσαλήμ, ἀπό τά δεσμά στήν ἄνεση, ἀπό τή σκλαβιά στήν τρυφή τοῦ Παραδείσου, ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό.
ΛΣΤ. Γι’ αὐτόν τόν σκοπό πέθανα καί ἀναστήθηκα, γιά νά γίνω Κύριος νεκρῶν καί ζωντανῶν. Σηκωθεῖτε, νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ, διότι ὁ οὐράνιος Πατέρας μου περιμένει τό χαμένο πρόβατο. Τά ἐννενήντα ἐννιά πρόβατα τῶν ᾿Αγγέλων περιμένουν τόν σύνδουλό τους ᾿Αδάμ πότε νά ἀναστηθεῖ, καί πότε νά ἀνέβει, καί πότε νά ἐπιστρέψει πρός τόν Θεό. ῾Ο Χερουβικός θρόνος ἔχει ἑτοιμαστεῖ. Αὐτοί πού θά σᾶς ἀνεβάσουν εἶναι γρήγοροι καί βιάζονται. ῾Ο χῶρος τοῦ γάμου ἔχει προετοιμαστεῖ. Τό δεῖπνο εἶναι στρωμένο. Οἱ αἰώνιες σκηνές καί οἱ τόποι διαμονῆς εἶναι ἕτοιμοι.
῎Εχουν ἀνοιχτεῖ οἱ θησαυροί τῶν ἀγαθῶν, ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν πρίν ἀπό αἰῶνες. Τά ἀγαθά πού περιμένουν τόν ἄνθρωπο δέν τά ἔχει δεῖ μέχρι τώρα μάτι καί αὐτιά δέν ἄκουσαν γι’ αὐτά, καί δέν τά ἔβαλε νοῦς ἀνθρώπου.
ΛΖ. Αὐτά καί ἄλλα σάν αὐτά εἶπε ὁ Κύριος. Καί ἀνασταίνεται ὁ Χριστός καί ὁ ἑνωμένος μαζί Του ᾿Αδάμ κι ἀνασταίνεται μαζί καί ἡ Εὔα. ᾿Αναστήθηκαν καί πολλά ἄλλα σώματα δικαίων πού εἶχαν πεθάνει ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, κηρύττοντας τήν τριήμερη ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, τήν ὁποία, οἱ πιστοί ἄς τήν ὑποδεχτοῦμε κι ἄς τή δοῦμε κι ἄς τήν ἀγκαλιάσουμε, χορεύοντας μαζί μέ τούς ᾿Αγγέλους καί γιορτάζοντας μαζί μέ τούς ᾿Ασωμάτους καί δοξάζοντας μαζί τους τόν Χριστό πού μᾶς ἀνέστησε ἀπό τή φθορά καί μᾶς ζωοποίησε.
Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη, μαζί μέ τόν χωρίς ἀρχή Πατέρα Του καί τό Πανάγιο καί ἀγαθό καί ζωοποιό Πνεῦμα Του, τώρα καί πάντοτε καί στούς ἀτέλειωτους αἰῶνες. ᾿Αμήν».
(Πηγή: Ο Χριστός κατέβηκε στον Αδη και μετά αναστήθηκε, Μετάφραση Γεωργίου Μαυρομάτη, εκδόσεις Επέκταση)