Ήταν ένας φτωχός βεδουίνος, που έδειχνε στα καραβάνια το δρόμο μέσα στην έρημο. Κάποτε όμως, παρασυρμένοι από το φαινόμενο του αντικατοπτρισμού έβλεπαν οάσεις στον αντίθετο δρόμο. Άρχισαν να τον υποψιάζονται ότι τους παραπλανά. Και σε κάποια στιγμή του επιτέθηκαν και τον αιματοκύλισαν. Πρόλαβε όμως εκείνος, ύψωσε το χέρι κατά τον ορίζοντα και τους έδειξε:
«Αυτός είναι ο δρόμος! Ακολουθήστε τον, γιατί αλλιώς χαθήκατε», είπε και ξεψύχησε…
Κατάπληκτοι εκείνοι από την ύστατη αυτή χειρονομία αναρωτήθηκαν. Ένας, που επιμένει μέχρι θανάτου, μπορεί να λέει ψέματα; Ας ακολουθήσουμε, λοιπόν, το δρόμο του… Έπειτα από κάμποσα μίλια έφτασαν στην όαση.
Μετανιωμένοι ξαναγύρισαν στον τόπο του εγκλήματος και έστησαν εκεί μνημείο ευγνωμοσύνης:
Ένα χέρι που τρεμοσβήνοντας δείχνει το δρόμο!
Και η Εκκλησία υψώνει ένα άλλο μνημείο. Δύο χέρια απλωμένα στο Σταυρό, αιμόφυρτα να δείχνουν στον πλανεμένο άνθρωπο το σωστό δρόμο.
- Μέσα στα σκοτάδια της εποχής μας, πολλοί εμφανίζονται σαν σωτήρες και μας απλώνουν το χέρι. Το χέρι όμως, που μπορεί να μας σώσει είναι ένα. Πώς όμως θα μπορέσουμε, Γέροντα, να το ξεχωρίσουμε μέσα στο σκοτάδι από τα άλλα τα ψεύτικα; ρώτησε τον ασκητή.
Κι εκείνος, του απάντησε:
- Αφού το ψηλαφίσεις, παιδί μου, θα δεις ότι είναι τρυπημένο. Το μόνο τρυπημένο χέρι από τους ήλους του Σταυρού…
Αυτό το χέρι μπορείς να το σφίξεις με εμπιστοσύνη στην παλάμη σου και να το ακολουθήσεις χωρίς δισταγμούς
Κύριε! Όσο κακό μπορούσαν να Σου κάνουν οι άνθρωποι, Σου το έκαμαν ήδη. Εκατομμύρια Ιούδες Σε φίλησαν. Λεγεώνες Φαρισαίων Σε βλασφημούν με την υποκρισία τους. Ένας αφρισμένος όχλος μέσα στους αιώνες, ζητά διαρκώς κάτω από το Πραιτώριο της ζωής το θάνατό Σου. Και Πιλάτοι αναρίθμητοι, ντυμένοι μαύρα και κόκκινα, Σε παραδίνουν στο θάνατο, αφού αναγνωρίσουν την αθωότητά Σου.
Σε απωθήσαμε, γιατί ήσουν πολύ αγνός για εμάς.
Σε καταδικάσαμε να πεθάνεις, γιατί ήσουν η καταδίκη της ζωής μας.
Όλες οι γενιές είναι απαράλλαχτες, οι ίδιες με τη γενιά που Σε σταύρωσε.
Αλλά εμείς, θέλουμε να έλθεις μέσα στη δόξα Σου το γρηγορότερο. Θα Σε περιμένουμε κάθε μέρα, Θείε Εσταυρωμένε, που υπέφερες αγαπώντας μας και τώρα μας κάνεις να υποφέρουμε αγαπώντας Σε.
Τζοβάνι Παπίνι
Είμαι πράγματι βασιλιάς!
Μα, όπως βλέπεις, στεφανωμένος με αγκάθια.
Γιατί είμαι βασιλιάς του πόνου. Με καλάμι εμπαιχτικό στο χέρι.
Γιατί θα είμαι ο βασιλιάς των ονειδιζομένων.
Με χλαμύδα κόκκινη.
Γιατί είμαι βασιλιάς που θέλω να απορροφήσω και να στεγνώσω σε αυτήν την χλαμύδα όλα τα αίματα των αθώων της γης.
Με τα χέρια απλωμένα στο Σταυρό.
Γιατί είμαι βασιλιάς, που θέλω να αγκαλιάσω όλους τους ανθρώπους, μαζεμένους κάτω από τη σκιά του Σταυρού μου.
Με την πλευρά κεντημένη.
Γιατί είμαι βασιλιάς, που πρόσφερα τη δική μου καρδιά στη λόγχη του στρατιώτη, για να μπορώ να ζητήσω σαν θρόνο μου τις καρδιές όλων των ανθρώπων.
("Στάχυα", Κωνσταντίνου Κούρκουλα, τόμος Β΄)