ΣΤ' Διδασκαλία
ΓΙΑ ΤΟ ΟΤΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΡΙΝΟΥΜΕ
ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ ΜΑΣ
69.-. Άν θυμόμασταν, αδελφοί μου, τα λόγια των αγίων Γερόντων, αν τα μελετούσαμε, δύσκολα θα πέφταμε στην αμαρτία, δύσκολα θα παραμελούσαμε τους εαυτούς μας. Γιατί, αν, όπως ακριβώς μας συμβούλευσαν εκείνοι, δεν καταφρονούσαμε τα μικρά και όσα θεωρούμε ασήμαντα, δεν θα φθάναμε να πέσουμε στα μεγάλα και βαριά. Πάντοτε σας λέω, ότι από αυτά τα μικρά, δηλαδή από το να λέμε «τι σημασία έχει αυτό, τι σημασία έχει εκείνο;» κακοσυνηθίζει η ψυχή και αρχίζει να μην δίνει σημασία και στα μεγάλα. Ξέρεις πόσο μεγάλη αμαρτία είναι να κρίνεις τον πλησίον; Πραγματικά, τι μπορεί να είναι βαρύτερο απ’ αυτό; Τι άλλο μισεί τόσο πολύ και αποστρέφεται ο Θεός σαν την κατάκριση; Όπως ακριβώς είπαν και οι Πατέρες, δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα απ’ αυτή.
Και όμως λένε ότι απ’ αυτά τα μικροπράγματα φθάνει κανείς σ’ αυτό το τόσο μεγάλο κακό. Από το να δεχθεί μιά μικρή υποψία για τον πλησίον, από το να λέει «τι σημασία έχει αν ακούσω τι λέει αυτός ο αδελφός ή τι πάει να κάνει αυτός ο ξένος;», αρχίζει ο νούς να αφήνει τις δικές του αμαρτίες και να απασχολείται με τη ζωή του πλησίον. Από εκεί φθάνει κανείς στην κατάκριση, στην καταλαλιά, στην εξουδένωση. Από εκεί πέφτει σε όσα κατακρίνει. Επειδή δεν φροντίζει για τις δικές του κακίες, επειδή δεν κλαίει, όπως είπαν οι Πατέρες, τον πεθαμένο εαυτό του, δεν μπορεί σε τίποτε απολύτως να διορθώσει τον εαυτό του, αλλά πάντοτε απασχολείται με τον πλησίον. Και τίποτα δεν παροργίζει τόσο τον Θεό, τίποτα δεν ξεγυμνώνει τόσο τον άνθρωπο και δεν τον οδηγεί στην εγκατάλειψη, όσο η καταλαλιά, η κατάκριση και η εξουδένωση του πλησίον.
70. Γιατί άλλο πράγμα είναι η καταλαλιά και άλλο η κατάκριση και άλλο η εξουδένωση. Καταλαλιά είναι το να διαδίδεις με λόγια τις αμαρτίες και τα σφάλματα του πλησίον. Π.χ. ο τάδε είπε ψέματα ή οργίστηκε ή πόρνευσε ή κάτι τέτοιο έκαμε. Λέγοντας όλα αυτά, ήδη κανείς «καταλαλεί», δηλαδή μιλάει με εμπάθεια εναντίον κάποιου, συζητάει με εμπάθεια για το αμάρτημα κάποιου.
Κατάκριση είναι το να κατηγορήσει κανείς τον ίδιο τον άνθρωπο λέγοντας ότι αυτός είναι ψεύτης, είναι οργίλος, είναι πόρνος. Γιατί έτσι κατέκρινε την ίδια την διάθεση της ψυχής του και έβγαλε συμπέρασμα για όλη τη ζωή του, λέγοντας ότι είναι τέτοια η ζωή του, τέτοιος είναι αυτός και σαν τέτοιο τον κατέκρινε. Και αυτό είναι πολύ μεγάλη αμαρτία. Γιατί άλλο είναι να πεί κανείς ότι κάποιος οργίστηκε και άλλο να πεί ότι κάποιος είναι οργίλος και να βγάλει συμπέρασμα, όπως είπα, για όλη του τη ζωή. Και τόσο πιό βαριά από κάθε άλλη αμαρτία είναι η κατάκριση, ώστε και ο ίδιος ο Χριστός να φθάσει να πεί: «Υποκριτή, βγάλε πρώτα από το μάτι σου το δοκάρι και τότε κοίταξε να βγάλεις και την αγκίδα από το μάτι του αδελφού σου.» (Λουκ. 6,42). Και παρομοίωσε την μεν αμαρτία του πλησίον με αγκίδα, την δέ κατάκριση με το δοκάρι. Τόσο πολύ βαριά είναι η κατάκριση, που ξεπερνά σχεδόν κάθε άλλη αμαρτία. Και εκείνος ο Φαρισαίος της παραβολής, όταν προσευχόταν και ευχαριστούσε τον Θεό για τα κατορθώματά του, δεν έλεγε ψέματα, αλλά αλήθεια. Δεν κατακρίθηκε βέβαια γιατί ευχαρίστησε τον Θεό. Γιατί έχουμε χρέος να ευχαριστούμε τον Θεό, αν ποτέ αξιωθούμε να κάνουμε κάτι καλό, επειδή αυτός συνεργάστηκε μαζί μας και μας βοήθησε. Γι’αυτό, όπως είπα, δεν κατακρίθηκε επειδή είπε: «δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους» - δηλαδή δεν κάνω αυτά που κάνουν οι άλλοι άνθρωποι ή κάνω μερικά πράγματα που οι άλλοι δεν τα κάνουν – (Λουκ. 18,11), αλλά κατακρίθηκε όταν γύρισε το βλέμμα του στον Τελώνη και είπε: «Ούτε σαν αυτόν εδώ τον Τελώνη». Τότε αμάρτησε, γιατί μ’αυτό τον τρόπο τον κατέκρινε ως πρόσωπο, κατέκρινε τη διάθεση της ψυχής του. Και μ’ένα λόγο, κατέκρινε ολόκληρη την ζωή του. Και γι’ αυτό ο τελώνης έφυγε από το Ναό περισσότερο δικαιωμένος απ’ αυτόν.
71.-. Πραγματικά, τίποτα δεν είναι πιό βαρύ, τίποτα πιό επιζήμιο, όπως πολλές φορές λέω, από το να κατακρίνει κανείς ή να εξουδενώνει τον πλησίον. Γιατί να μην κατακρίνουμε τους εαυτούς μας και τα ελαττώματα μας, που τα ξέρουμε πολύ καλά και που γι’ αυτά θα δώσουμε λόγο στον Θεό; Γιατί αρπάζουμε την κρίση από τον Θεό; Τι ζητάμε από το πλάσμα Του; Αλήθεια! Δεν πρέπει να τρέμουμε όταν ακούμε τι συνέβη στον μεγάλο εκείνον Γέροντα, που, όταν άκουσε ότι κάποιος αδελφός έπεσε σε πορνεία, είπε: «Άχ! Έκανε άσχημα»! Δεν ξέρετε τι φρικτό πράγμα αναφέρει γι’αυτόν το Γεροντικό; Δεν λέει ότι πήγε ο άγιος Άγγελος την ψυχή του αδελφού που αμάρτησε σ’αυτόν και του είπε: «Νά, αυτός που κατέκρινες, “κοιμήθηκε”. Που λοιπόν προστάζεις να τον βάλω, στη Βασιλεία του Θεού ή στην κόλαση»; Υπάρχει τίποτα φοβερότερο απ’ αυτό το βάρος; Τι άλλο σημαίνει ο λόγος του Αγγέλου στον Γέροντα, παρά σαν να του έλεγε: «Επειδή εσύ είσαι ο κριτής των δικαίων και των αμαρτωλών, πες μου τι προστάζεις γι’ αυτή την ταπεινή ψυχή; Της δίνεις χάρη; Την καταδικάζεις»; Ωστέ να μείνει έκπληκτος ο άγιος εκείνος Γέροντας και να περάσει όλη την υπόλοιπη ζωή του με στεναγμούς, με δάκρυα, με αμέτρητους κόπους, παρακαλώντας τον Θεό να τον συγχωρέσει γι’ αυτήν του την αμαρτία. Και αυτά συνέβησαν αφού πρόσπεσε στα πόδια του Αγγέλου και πήρε συγχώρεση. Γιατί, λέγοντας ο Άγγελος «νά, ο Θεός σου έδειξε πόσο μεγάλο είναι το βάρος της κατακρίσεως, μην το ξανακάνεις», σημαίνει ότι ο Θεός τον συγχώρεσε. Και όμως δεν επέτρεψε στην ψυχή του να χάσει ποτέ τη συντριβή γι’ αυτό το αμάρτημα, μέχρι που πέθανε.
72.-. Λοιπόν, τι ζητάμε και εμείς από τον πλησίον; Γιατί θέλουμε να πάρουμε επάνω μας τα βάρη των άλλων; Εμείς έχουμε τι να φροντίσουμε, αδελφοί μου. Καθένας ας έχει τον νού του στον εαυτό του και στις αμαρτίες του. Μόνο ο Θεός μπορεί είτε να δικαιώσει είτε να κατακρίνει τον καθένα, γιατί Αυτός μόνο ξέρει του καθενός την κατάσταση και τη δύναμη και το περιβάλλον και τα χαρίσματα και την ιδιοσυγκρασία και τις ιδιαίτερες ικανότητές του και κρίνει σύμφωνο μ’όλα αυτά, όπως αυτός μόνο γνωρίζει. Διαφορετικά βέβαια κρίνει ο Θεός τα έργα του επισκόπου και διαφορετικά του άρχοντα, αλλιώς του ηγουμένου και αλλιώς του υποτακτικού, αλλιώς του νέου και αλλιώς του γέρου, αλλιώς του αρρώστου και αλλιώς του γερού. Και ποιός μπορεί να κρίνει σύμφωνα μ’ αυτές τις προϋποθέσεις, παρά μόνο Αυτός που δημιούργησε τα πάντα, Αυτός που έπλασε τα πάντα και γνωρίζει τα πάντα;
73.-. Θυμάμαι ότι άκουσα πως κάποτε συνέβη κάτι σχετικό με το θέμα αυτό. Ένα πλοίο γεμάτο σκλάβους αγκυροβόλησε κοντά σε μία πόλη. Ζούσε δέ σ’ εκείνη την πόλη μία μοναχή με πολύ άγια ζωή και πολλή προσοχή στον εαυτό της. Όταν έμαθε ότι άραξε το πλοίο εκείνο, χάρηκε, γιατί ήθελε να αγοράσει ένα πολύ-πολύ μικρό κοριτσάκι. Επειδή σκέφτηκε: «Θα την πάρω και θα την αναθρέψω όπως θέλω, για να μη μάθει ποτέ από την κακία του κόσμου». Έστειλε λοιπόν και κάλεσε τον καραβοκύρη του πλοίου εκείνου και έμαθε ότι είχε δύο πολύ μικρά κοριτσάκια, όπως ακριβώς τα ήθελε η μοναχή. Και αμέσως με χαρά δίνει το αντίτιμο και παίρνει το ένα κοριτσάκι μαζί της. Μόλις λοιπόν κατέβηκε ο καραβοκύρης από το μέρος που κατοικούσε εκείνη η αγία, μόλις λίγο απομακρύνθηκε, τον συναντά μια κακόφημη και μολυσμένη γυναίκα και βλέπει το άλλο κοριτσάκι που ήταν μαζί του. Της ήρθε τότε η επιθυμία να το αγοράσει και το αγόρασε. Συμφώνησε, έδωσε το αντίτιμο και έφυγε παίρνοντάς το μαζί της.
Βλέπετε το μυστήριο του Θεού, βλέπετε «ανεξιχνίαστη βουλή»; Ποιός μπορεί να το εξηγήσει; Πήρε λοιπόν η αγία εκείνη μοναχή το κοριτσάκι εκείνο και το ανέθρεψε με φόβο Θεού, συνηθίζοντάς το σε κάθε καλή πράξη, διδάσκοντάς το κάθε λεπτομέρεια της μοναχικής πολιτείας και κάνοντάς το να γνωρίσει το άρωμα που πηγάζει από την τήρηση των αγίων εντολών του Θεού. Πήρε και η κακόφημη τη δύστυχη εκείνη μικρή και την έκανε όργανο του διαβόλου. Γιατί, τι άλλο μπορούσε να τη διδάξει η ακόλαστη εκείνη, παρά το πως να καταστρέψει την ψυχή της; Τι μπορούμε λοιπόν να πούμε για τη φοβερή αυτή βουλή του Θεού; Και οι δύο ήταν μικρές και οι δύο πουλήθηκαν, χωρίς να ξέρουν που πάνε. Και βρέθηκαν η μία στα χέρια του Θεού και η άλλη έπεσε στα χέρια του διαβόλου. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι, αν κάτι απαιτεί από τη μία ο Θεός, το περιμένει και από την άλλη; Πως είναι δυνατόν; Αν λοιπόν πέσουν και οι δύο στην πορνεία ή σε κάποιο άλλο παράπτωμα, είναι ποτέ δυνατόν να πούμε ότι θα κριθούν με το ίδιο μέτρο, έστω και αν ακόμα πέσουν στο ίδιο σφάλμα; Πως είναι δυνατόν; Η μιά έμαθε όλα τα σχετικά με την Κρίση, έμαθε τα πάντα για τη Βασιλεία του Θεού, ζώντας μέρα-νύχτα με το λόγο του Θεού. Η άλλη, η ταλαίπωρη, ποτέ δεν έμαθε ή δεν άκουσε τίποτα καλό, αλλά, αντίθετα, όλα τα αισχρά, όλα τα διαβολικά. Πως λοιπόν μπορεί να απαιτήσει κανείς και από τις δύο την ίδια ακρίβεια;
74.-. Λοιπόν, τίποτε απολύτως δεν μπορεί να ξέρει ο άνθρωπος από τις βουλές του Θεού. Μόνο αυτός είναι εκείνος που καταλαβαίνει τα πάντα και είναι σε θέση να κρίνει τον καθένα, όπως μόνο Αυτός γνωρίζει. Πραγματικά, συμβαίνει να κάνει κάποιος αδελφός μερικά πράγματα με απλότητα. *(Η «απλότητα», όπως διδάσκει η δογματική, είναι ιδιότητα του Θεού. Ο άνθρωπος που έχει κατακτήσει την απλότητα, έχει γίνει ήδη θεοειδής. Έχει εδραιωμένη την απάθεια, την αγαθότητα και την αγάπη. Άνθρωπος εγωκεντρικός, δίβουλος και ανειρήνευτος δεν είναι δυνατόν να είναι απλός, αν και, σε ορισμένες περιστάσεις, μπορεί να μιμείται τις εξωτερικές εκδηλώσεις των απλών. Τότε βέβαια υποκρίνεται και είναι πολύ επικίνδυνος). Αυτή όμως η απλότητα ευαρεστεί τον Θεό περισσότερο από ολόκληρη τη δική σου ζωή. Και συ κάθεσαι και τον κατακρίνεις και κολάζεις την ψυχή σου; Και, αν κάποτε υποκύψει στην αμαρτία, πως μπορείς να ξέρεις πόσο αγωνίστηκε και πόσο αίμα έσταξε, πριν κάνει το κακό, ώστε να φθάνει να μοιάζει η αμαρτία του σχεδόν σαν αρετή στα μάτια του Θεού; *(Όσο είναι δύσκολο να είναι κανείς δίκαιος, άλλο τόσο δύσκολο είναι να απονέμει δικαιοσύνη. Για τον λόγο αυτό ο μοναχός (και κάθε πνευματικός άνθρωπος) που αγωνίζεται, οφείλει να αποθέτει την απονομή της δικαιοσύνης είτε στους ανθρώπους που έχουν επιφορτιστεί με αυτό το καθήκον, είτε στον Θεό. Έτσι προσπαθεί στις διαπροσωπικές σχέσεις του να έχει τη βάση της φιλαδελφίας και του ελέους. Άλλωστε και ο ίδιος ο Κύριος διακήρυξε «δεν ήλθα για να κρίνω, αλλά για να σώσω τον κόσμο» (Ιωάν. 12,47). ) Γιατί ο Θεός βλέπει τον κόπο του και τη θλίψη που δοκίμασε, όπως είπα, πριν να κάνει το κακό, και τον ελεεί και τον συγχωρεί. Και ο μέν Θεός τον ελεεί, ενώ εσύ τον κατακρίνεις και χάνεις την ψυχή σου; Που ξέρεις ακόμα και πόσα δάκρυα έχυσε γι’ αυτό ενώπιον του Θεού; Και συ μέν έμαθες την αμαρτία, δεν ξέρεις όμως και την μετάνοια.
Μερικές φορές μάλιστα δεν κατακρίνουμε μόνο, αλλά και εξουδενώνουμε. Γιατί άλλο είναι, όπως είπα, η κατάκριση και άλλο η εξουδένωση. Εξουδένωση είναι όταν, όχι μόνο κατακρίνει κανείς κάποιον, αλλά και τον εκμηδενίζει, σαν να τον αποστρέφεται και να τον σιχαίνεται σαν κάτι αηδιαστικό. Αυτό είναι ακόμα χειρότερο και πολύ πιο καταστρεπτικό από την κατάκριση.
75.-. Όσοι όμως θέλουν να σωθούν, δεν προσέχουν καθόλου τα ελαττώματα του πλησίον, αλλά προσέχουν τις δικές τους αδυναμίες και έτσι προκόβουν. Σαν εκείνον που είδε τον αδελφό του να αμαρτάνει και στενάζοντας βαθιά είπε: «Αλλοίμονό μου, γιατί σήμερα πέφτει αυτό, οπωσδήποτε αύριο θα πέσω εγώ». Βλέπεις με ποιό τρόπο επιδιώκει τη σωτηρία του, πως προετοιμάζει τη ψυχή του; Πως κατάφερε να ξεφύγει αμέσως από την κατάκριση του αδελφού του; Γιατί, λέγοντας ότι «οπωσδήποτε θα αμαρτήσω και εγώ αύριο», έδωσε την ευκαιρία στον εαυτό του να ανησυχήσει και να φροντίσει για τις αμαρτίες που επρόκειτο δήθεν να κάνει. Και μ’ αυτό τον τρόπο ξέφυγε την κατάκριση του πλησίον. Και δεν αρκέσθηκε μέχρις εδώ, αλλά κατέβασε τον εαυτό του χαμηλότερα απ’ αυτόν που αμάρτησε λέγοντας: «Και αυτός μέν μετανοεί για την αμαρτία του, εγώ όμως δεν είναι σίγουρο ότι θα μετανοήσω, δεν είναι σίγουρο ότι θα τα καταφέρω, δεν είναι σίγουρο ότι θα έχω τη δύναμη να αλλάξω ζωή».
Βλέπεις το φωτισμό της θείας αυτής ψυχής; Γιατί, όχι μόνο κατάφερε να ξεφύγει από την κατάκριση του πλησίον, αλλά έβαλε τον εαυτό της πιό κάτω απ’ αυτόν. Και εμείς οι άθλιοι, εντελώς αδιάκριτα, κατακρίνουμε, αποστρεφόμαστε, εξευτελίζουμε, αν δούμε ή αν ακούσουμε ή αν υποψιαστούμε κάτι. Και το χειρότερο είναι ότι δεν σταματάμε μέχρι τη ζημιά που κάνουμε στον εαυτό μας, αλλά συναντάμε και άλλον αδελφό και αμέσως του λέμε: «Αυτό και αυτό έγινε». Και του κάνουμε κακό, βάζοντας στην καρδιά του αμαρτίες. Και δεν φοβόμαστε τον προφήτη Αββακούμ που είπε: «Αλλοίμονο σ’ εκείνον που ποτίζει τον αδελφό του με κρασί που θολώνει το μυαλό» (Αβ. 2,15). *(Ανατροπή θολερά (Αββακούμ Β,15). Η αναφορά του χωρίου τούτου στο θέμα της καταλαλιάς από τον αββά Δωρόθεο, φανερώνει την επίδραση της αλληγορικής ερμηνευτικής σχολής. Στην Π. Δ. Ο Προφήτης αποκαλύπτει την εχθρική δραστηριότητα των Ασσυρίων που είχαν ως μέθοδο να μεθούν τους αντιπάλους τους, ώστε να μπορούν ανενόχλητα να τους κατασκοπεύουν. Στην περίπτωση του Πατερικού λόγου, τη θέση των Ασσυρίων την παίρνει ο διάβολος και ο αδελφός που καταλαλεί. Τη θέση του οίνου την παίρνει η καταλαλιά (το περιεχόμενό της) και τη θέση των θυμάτων την έχουν οι αδελφοί της Μονής, που με τον τρόπο αυτό ενεργούν με εμπάθεια και υπονομεύουν την πνευματικότητα και την ασφάλεια της Αδελφότητάς τους.) Αλλά, ενώ κάνουμε διαβολικό έργο, δεν ανησυχούμε κιόλας. Γιατί, τι άλλο έχει να κάνει ο διάβολος από το να ταράζει και να βλάπτει; Και γινόμαστε συνεργάτες των δαιμόνων και για τη δική μας καταστροφή και για του πλησίον. Γιατί αυτός που βλάπτει μιά ψυχή, βοηθά στο έργο των δαιμόνων. Όπως ακριβώς και αυτός που ωφελεί μιά ψυχή, συνεργάζεται με τους αγίους Αγγέλους.
76.-. Από ποιόν άλλο λόγο τα παθαίνουμε αυτά, παρά από το ότι δεν έχουμε αγάπη; Γιατί, αν είχαμε αγάπη και συμπαθούσαμε και πονούσαμε τον πλησίον μας, δεν θα είχαμε τον νού μας στα ελαττώματα του πλησίον, όπως ακριβώς λέει ο απόστολος Πέτρος: «Η αγάπη σκεπάζει πλήθος αμαρτιών» (Α’ Πέτρ. 4,8). Και όπως λέει επίσης ο απόστολος Παύλος: «Η αγάπη δεν βάζει στο νού της το κακό, όλα τα σκεπάζει» κ.τ.λ. (Α’ Κορ. 13,5-6). Και εμείς λοιπόν, όπως είπα, αν είχαμε αγάπη, η ίδια η αγάπη θα σκέπαζε κάθε σφάλμα, όπως ακριβώς κάνουν οι άγιοι όταν βλέπουν τα ελαττώματα των ανθρώπων. Γιατί μήπως είναι τυφλοί οι άγιοι και δεν βλέπουν τα αμαρτήματα; Και ποιός μισεί τόσο πολύ την αμαρτία όσο οι άγιοι; Και όμως δεν μισούν εκείνον που αμαρτάνει, ούτε τον κατακρίνουν, ούτε τον αποστρέφονται, αλλά υποφέρουν μαζί του, τον συμβουλεύουν τον παρηγορούν, τον γιατρεύουν ως άρρωστο μέλος του σώματός τους. Κάνουν τα πάντα για να τον σώσουν. Όπως ακριβώς κάνουν οι ψαράδες. Όταν ρίχνουν το αγκίστρι στη θάλασσα και πιάνουν μεγάλο ψάρι και καταλαβαίνουν ότι χτυπιέται δυνατά και κουνιέται πέρα-δώθε, δεν το τραβάνε αμέσως και απότομα – γιατί κόβεται η πετονιά και χάνεται τελείως το ψάρι – αλλά με εξυπνάδα χαλαρώνουν την πετονιά και το αφήνουν να πάει όπου θέλει. Και όταν καταλάβουν ότι εξαντλήθηκαν οι δυνάμεις του και ησύχασε η ορμή του, τότε αρχίζουν πάλι σιγά-σιγά να το τραβούν. Έτσι και οι άγιοι. Με τη μακροθυμία και την αγάπη τραβούν τον αδελφό και δεν τον απωθούν, ούτε τον σιχαίνονται. Και όπως η μητέρα που έχει άσχημο παιδί, δεν το σιχαίνεται, ούτε το αποφεύγει, αλλά με ευχαρίστηση το στολίζει και κάνει ό,τι μπορεί για να το ομορφύνει, έτσι κάνουν πάντα και οι άγιοι: Σκεπάζουν, στολίζουν, φροντίζουν, ώστε και αυτόν που αμαρτάνει να διορθώσουν, την κατάλληλη στιγμή, και να μην αφήσουν να πάθει και κανένας άλλος κακό εξαιτίας του, αλλά και οι ίδιο να προκόψουν περισσότερο στην αγάπη του Χριστού.
Τι έκανε ο αββάς Αμμωνάς όταν ήλθαν εκείνοι οι αδελφοί ταραγμένοι και του είπαν «έλα να δείς, Γέροντα, ότι βρίσκεται γυναίκα στο κελλί αυτού εδώ του αδελφού»; Πόσο μεγάλη ευσπλαχνία έδειξε! Πόση αγάπη είχε η αγία εκείνη ψυχή! Επειδή βέβαια κατάλαβε ότι έκρυψε ο αδελφός τη γυναίκα μέσα στο πιθάρι, πήγε και κάθισε πάνω απ’ αυτό και τους είπε να ψάξουν σ’ όλο το κελλί. Και αφού δεν την βρήκαν, τους λέει: «Ο Θεός να σας συγχωρέσει». Και τους ντρόπιασε και τους βοήθησε να μην πιστεύουν εύκολα κατηγορίες για τον πλησίον. Και επιπλέον συνέτισε και εκείνον, επειδή όχι μόνο κάλυψε, μετά τον Θεό, την αμαρτία του, αλλά και επειδή τον διόρθωσε, μόλις βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία. Γιατί μόνο που του κράτησε το χέρι, αφού έβγαλε όλους τους άλλους έξω, και του είπε «φρόντισε για την ψυχή σου, αδελφέ μου», αμέσως ντράπηκε, ήρθε σε συναίσθηση και κατανύχθηκε ο αδελφός. Αμέσως επέδρασε στην ψυχή του η φιλανθρωπία και η συμπάθεια του Γέροντα.
77.-. Ας αποκτήσουμε λοιπόν και εμείς αγάπη, ας αποκτήσουμε ευσπλαχνία για τον πλησίον. Και έτσι θα αποφεύγουμε να καταλαλούμε, να κατακρίνουμε, να εξουδενώνουμε τους άλλους. Ας βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον σαν να είμαστε μέλη του ίδιου σώματος. Ποιός είναι εκείνος που, επειδή έχει μιά πληγή στο χέρι του ή στο πόδι του ή σε κάποιο άλλο μέλος του σώματός του, σιχαίνεται τον εαυτό του ή κόβει το μέλος του, έστω και αν ακόμα σαπίσει, και δεν προσπαθεί μάλλον να το καθαρίσει, να το πλύνει, να βάλει έμπλαστρα, να το σταυρώσει, να το ραντίσει με αγιασμό, να προσευχηθεί, να παρακαλέσει τους Αγίους να μεσιτεύσουν γι’ αυτόν, όπως ακριβώς έλεγε ο αββάς Ζωσιμάς; Και με λίγα λόγια, δεν εγκαταλείπει, δεν σιχαίνεται το μέλος του, ούτε τη βρωμιά του, αλλά κάνει όλα όσα μπορεί για να το γιατρεύσει; Έτσι έχουμε και εμείς χρέος να υποφέρουμε με όσους υποφέρουν, να τους συμπαραστεκόμαστε, όσο μπορούμε – και εμείς οι ίδιοι και με τη βοήθεια άλλων πιο δυνατών στην πνευματική ζωή – να επινοούμε και να μεταχειριζόμαστε όλα τα μέσα, για να βοηθήσουμε και τους εαυτούς μας και τους αδελφούς μας. Γιατί είμαστε ο ένας μέλος του άλλου, όπως λέει ο Απόστολος (Ρωμ. 12,5). Και αφού «είμαστε όλοι ένα σώμα, και καθένας μέλος του άλλου, τότε αν υποφέρει ένα μέλος, υποφέρουν ταυτόχρονα όλοι» (Α’ Κορ. 12,26). Τι νομίζετε ότι είναι τα Κοινόβια; Δεν καταλαβαίνετε ότι είναι ένα σώμα όλοι και ο καθένας μέλος του άλλου; Εκείνοι μέν που ασχολούνται με τη διοίκηση της Μονής, είναι το κεφάλι. Εκείνοι που προσέχουν και διορθώνουν, είναι τα μάτια. Όσοι ωφελούν τους άλλους με το λόγο, είναι το στόμα. Τα αυτιά είναι εκείνοι που κάνουν υπακοή. Τα χέρια είναι αυτοί που εργάζονται. Πόδια είναι οι αποκρισάριοι και όσοι έχουν διακονήματα. Είσαι κεφάλι; Διοίκησε. Είσαι μάτι; Πρόσεχε, κατάλαβε καλά. Είσαι στόμα; Μίλησε, ωφέλησε. Είσαι αυτί; Κάνε υπακοή. Είσαι χέρι; Δούλεψε. Είσαι πόδι; Κάνε το διακόνημά σου. Καθένας ας υπηρετήσει το σώμα ανάλογα με τη δύναμή του. Και φροντίστε πάντοτε να βοηθά ο ένας τον άλλον, είτε διδάσκοντας και βάζοντας το λόγο του Θεού στην καρδιά του αδελφού, είτε παρηγορώντας, όταν ο άλλος είναι λυπημένος, είτε δίνοντας ένα χέρι και βοηθώντας τον αδελφό. Και με λίγα λόγια, όλοι μαζί και καθένας χωριστά, όπως είπα, ανάλογα με τη δύναμή του, φροντίστε να ενωθείτε μεταξύ σας. Γιατί, όσο ενώνεται κανείς με τον πλησίον, τόσο περισσότερο ενώνεται με τον Θεό.
78.-. Θα σας πώ ένα παράδειγμα από τους Πατέρες, για να καταλάβετε καλά τη δύναμη που έχει αυτός ο λόγος. Ας υποθέσουμε ότι είναι ένας κύκλος πάνω στη γή, σαν ένα στρογγυλό χάραγμα, γινωμένο με διαβήτη και έχοντας ένα κέντρο. Κέντρο ονομάζεται το μέσον του κύκλου. Προσέξτε τι εννοώ: Ας υποθέσουμε ότι αυτός ο κύκλος είναι όλος ο κόσμος. Το κεντρικό σημείο του κύκλου είναι ο Θεός, οι δέ ευθείες γραμμές που ξεκινούν από την περιφέρεια του κύκλου πρός το κέντρο είναι οι δρόμοι, δηλαδή οι τρόποι ζωής των ανθρώπων. Εφόσον λοιπόν προχωρούν οι άγιοι πρός το κέντρο, θέλοντας να πλησιάσουν τον Θεό, ανάλογα με το πόσο προχωρούν, πλησιάζουν και τον Θεό και μεταξύ τους. Και όσο πλησιάζουν τον Θεό, πλησιάζονται μεταξύ τους και όσο πλησιάζονται, πλησιάζουν τον Θεό. Κατά τον ίδιο τρόπο εννοήστε και τον χωρισμό. Γιατί, όταν απομακρύνονται οι άνθρωποι από τον Θεό και γυρίζουν πίσω, πρός τα έξω, είναι ολοφάνερο ότι, όσο βγαίνουν πρός τα έξω και απομακρύνονται από τον Θεό, τόσο απομακρύνονται και μεταξύ τους. και όσο απομακρύνονται μεταξύ τους, τόσο απομακρύνονται και από τον Θεό.
Αυτή λοιπόν είναι η φύση της αγάπης. Όσο μέν βρισκόμαστε έξω και δεν αγαπάμε τον Θεό, τόσο απομακρυνόμαστε ο ένας από τον άλλον. Αν όμως αγαπήσουμε τον Θεό, όσο πλησιάζουμε τον Θεό με την αγάπη μας σ’ Αυτόν, σε ανάλογο βαθμό, ενωνόμαστε με την αγάπη του πλησίον. και όσο ενωνόμαστε με τον πλησίον, τόσο ενωνόμαστε με τον Θεό.
Ο Θεός ας μας αξιώσει να προσέχουμε όσα μας συμφέρουν πνευματικά και να τα εφαρμόζουμε. Γιατί, όσο φροντίζουμε και ενδιαφερόμαστε να εφαρμόσουμε όσα ακούμε, τόσο περισσότερο μας φωτίζει ο Θεός πάντοτε και μας διδάσκει το θέλημά Του.
(Από τό βιβλίο ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ Ἔργα Ἀσκητικά, Εκδ. ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Ἱ.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέας, 2000)