ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.

Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ

 

Αυξομείωση μεγέθους γραμμάτων.
E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

(Δογματική Π.Ν.Τρεμπέλα τομ. 3,εκδ. Σωτήρ,σελ. 403-406,μετάφραση στα νέα Ελληνικά π. Νικόλαος Πουλάδας).

(1)   Ως προς την τιμητική προσκύνηση των αγίων εικόνων, για την οποία ο Μ. Βασίλειος στην ομολογία του που περισώθηκε στο απόσπασμα της επιστολής στον Ιουλιανό παρατηρεί, ότι «τις μορφές αυτών των εικόνων τις τιμώ και τις προσκυνώ, αφού αυτές με εξαιρετικό τρόπο μάς παραδόθηκαν από τους αγίους Αποστόλους και δεν είναι απογορευμένες, αλλά σε όλες τις εκκλησίες μας ζωγραφίζουμε αυτές», οι απαγορεύσεις για αυτήν (την προσκύνηση) στην Π.Δ. δεν είναι απόλυτες.

Διότι ναι μεν στη δεύτερη εντολή του δεκαλόγου μάς δίνεται η εντολή:

«οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς (=Δεν θα κατασκευάσεις ποτέ δια τον εαυτόν σου είδωλον ούτε εικόνα από όσα υπάρχουν στον ουρανόν άνω, όσα εις την γην κάτω και όσα εις τα ύδατα κάτω από την γην)».

Από την άλλη όμως σχεδόν στη συνέχεια δίνεται από το Θεό ξεκάθαρη εντολή στο Μωϋσή, να κατασκευάσει «δύο Χερουβὶμ χρυσοτορευτὰ καὶ να ἐπιθήσει αὐτὰ ἐξ ἀμφοτέρων τῶν κλιτῶν τοῦ ἱλαστηρίου.(=δύο Χερουβίμ σκαλιστά εκ χρυσού και θα τοποθετήσης αυτά απέναντι αλλήλων, το ένα εις την μίαν πλευράν του ιλαστηρίου και το έτερον εις την άλλην)· και αλλού πάλι, να κατασκευάσει «εαυτῷ ὄφιν καὶ θήση αὐτὸν ἐπὶ σημείου», έτσι ώστε «ἐὰν δάκῃ ὄφις ἄνθρωπον, πᾶς ὁ δεδηγμένος ἰδὼν αὐτὸν» (=χάλκινον όφιν, να θέσει αυτόν εις σημείον εμφανές.. έτσι ώστε εκείνος ο οποίος θα δαγκωθή από τα δηλητηριώδη φίδια, θα βλέπη προς τον χάλκινον όφιν) να μην πεθάνει, αλλά να ζήσει. Για αυτό και ο Σολομώντας στη θάλασσα ή τον νιπτήρα, τον οποίο κατασκεύασε στο ναό, κατασκεύασε «δώδεκα βόδια κάτω από αυτήν» και λιοντάρια και χερουβίμ (26).

2)  Πάντως η απαγόρευση αυτή δεν ανανεώθηκε στην Κ.Δ.. Και για αυτό, μολονότι υπήρχε μεγάλος κίνδυνος για τους από τα έθνη προερχόμενους Χριστιανούς από την προηγούμενη συνήθειά τους να εξοκείλουν και πάλι σε ειδωλολατρεία, ήδη από τους πρώτους του Χριστιανισμού αιώνες συναντούμε στις κατακόμβες διακοσμήσεις με απεικονίσεις είτε συμβολικές, που αναφέρονται σε πρόσωπα ή μυστήρια χριστιανικά (άγκυρα, αμνός, περιστέρι, ιχθύς κλπ.), είτε αλληγορικές, που σχετίζονται με τις παραβολές του Κυρίου (άμπελος, καλός ποιμένας κλπ.), είτε με θέματα από τη Βίβλο (Νώε στην κιβωτό, Δανιήλ, Ιωνάς, Μωϋσής που χτυπά την πέτρα), είτε και εικόνες του Κυρίου, της Παρθένου και των αγίων, που χρονολογούνται αυτές στον γ΄και δ΄αιώνα, ενώ οι προηγούμενες, που είναι παλαιότερες χρονολογούνται από το τέλος του α΄αιώνα, και τέλος εικόνες με θέματα λειτουργικά (βάπτισμα, ευχαριστία κλπ.).

3)   Από την άλλη ο μεν Τερτυλλιανός μιλά για απεικονίσεις του καλού Ποιμένα πάνω στα ποτήρια, ενώ ο Ευσέβιος κάνει λόγο για εικόνα χάλκινη που παριστάνει τον Κύριο και την αιμορροούσα και υπήρχε στην Καισάρια του Φιλίππου, την αλλιώς ονομαζόμενη Πανεάδα, όπως και για «εικόνες των αποστόλων Παύλου και Πέτρου και αυτού ακόμα του Χριστού με χρώματα που σώζονταν σε γραφές», τις οποίες βεβαιώνει ότι και αυτός είδε.

Πόσο επίσης πλατιά και γρήγορα διαδόθηκε η χρήση των αγίων εικόνων κατά τον τέταρτο αιώνα, μαρτυρεί πρώτον μεν ο Γρηγόριος Νύσσης, ο οποίος φέρνοντας το λόγο και στο ναό, τον χτισμένο εις τιμήν του μάρτυρα Θεοδώρου, παρατηρεί, ότι

«και ο ζωγράφος χρωμάτισε σε αυτόν τα άνθη της τέχνης του ζωγραφίζοντας σε εικόνα τα κατορθώματα του μάρτυρα, τους πόνους του, τις θηριώδεις μορφές των τυράννων, την τρισμακάρια τελείωση του αθλητή, την αποτύπωση της ανθρώπινης μορφής του αγωνοθέτη Χριστού». Τονίζοντας μάλιστα και την ωφέλεια, την οποία σαν από κάποια εποπτική διδασκαλία μπορεί να αποκομίσει από τις αγίες εικόνες ο Χριστιανός, προσθέτει, ότι ο ζωγράφος «καλλιτεχνώντας σαν σε βιβλίο που μιλάει με τις λέξεις, μάς διηγήθηκε με σαφήνεια τους αγώνες του μάρτυρα και καταστόλισε το ναό σαν ανθισμένο λιβάδι. Γιατί γνωρίζει και η ζωγραφιά, μένοντας σιωπηλή στον τοίχο, να μιλά και να προσφέρει μεγάλη ωφέλεια».

Έπειτα και ο θείος Χρυσόστομος, μιλώντας για τον τύπο του σταυρού, μας πληροφορεί ότι το σταυρό «συνεχώς το σχήμα του κάνουν στο επισημότερο μέρος του σώματος», δηλαδή στο μέτωπο, και «θα μπορούσε κανείς να τον δει να υπάρχει παντού, σε σπίτια, στις αγορές, στις ερημιές, στους δρόμους, στα βουνά, στις κοιλάδες, στους λόφους, στη θάλασσα και στα πλοία και στα νησιά, στα κρεβάτια, στα ρούχα, στα όπλα, σε σκεύη αργυρά, σε χρυσά, στις τοιχογραφίες, παντού να λάμπει και να βρίσκεται». Και πράγματι λίγο πριν το Χρυσόστομο, ο Ιουλιανός ο παραβάτης είχε επιρρίψει εναντίον των Χριστιανών κατηγορία, σύμφωνα με την οποία: «Προσκυνάτε το ξύλο του σταυρού, και σκιαγραφείτε την εικόνα του στο μέτωπο και το ζωγραφίζετε μπροστά στα σπίτια».

Ο Αστέριος Αμασείας στο εγκώμιό του της αγίας Ευφημίας περιγράφει τις εικονογραφίες του βήλου, το οποίο διακοσμούσε τον προσευχητικό ναό της αγίας.

Τέλος ο Βασίλειος ο Μέγας στην προς Βαρλαάμ τον μάρτυρα ομιλία του, προσκαλεί τους «λαμπρούς ζωγράφους των αθλητικών κατορθωμάτων», ώστε την εικόνα του στρατηγού μάρτυρα «που μίκρυνε (από το λόγο του) να την κάνουν μεγάλη με την τέχνη τους» και «με τα χρώματα της σοφίας τους να λαμπρύνουν τον στεφανωμένο νικητή τον οποίον αυτός αμαυρότερα περιέγραψε». Μιλώντας επίσης αλλού για την ίδια ουσία στην Τριάδα και για την ισοτιμία του Υιού με τον Πατέρα προδιαγράφει κατά κάποιο τρόπο προφητικά και την αιτιολογία, πάνω στην οποία βασίζεται η προσκύνηση των εικόνων παρατηρώντας, ότι

«και η εικόνα του βασιλιά, λέγεται βασιλιάς και δεν είναι δύο βασιλιάδες. Ούτε δηλαδή διασπάται η εξουσία, ούτε διαμοιράζεται η δόξα. Όπως δηλαδή η αρχή που μας εξουσιάζει είναι μία και όχι πολλές, έτσι και η δοξολογία μας είναι μία και όχι πολλές· διότι η τιμή προς την εικόνα περνά και πηγαίνει στο πρωτότυπο».

Παράλληλα και ο Γρηγόριος ο Νανζιαζηνός υποδηλώνοντας την αγαθή επίδραση, την οποία μπορεί να έχει πάνω στην ψυχή η θέα κάποιας άγιας εικόνας, μιλά στα ποιήματά του για «κάποια πόρνη», την οποία «καλούσε στο σπίτι του ένας νέος χωρίς εγκράτεια» και η οποία όταν πλησίασε στον πυλώνα, πάνω από τον οποίο υπήρχε η εικόνα του αγίου Πολέμωνος, μόλις είδε αυτήν, «διότι ήταν πολύ αξιοσέβαστη, έφυγε αμέσως ντρεπόμενη τον ζωγραφισμένο σαν να ήταν ζωντανός» (27).

4)   Είναι αλήθεια, ότι στη Δύση παρά τα όσα επικράτησαν στη διακόσμηση των Κατακομβών και τα οποία μαρτυρούνται από παλαιά, σημειώθηκαν κάποιες αντιδράσεις εναντίον της τιμητικής προσκύνησης των εικόνων. Η γνωστότερη λοιπόν, ίσως και η επισημότερη από αυτές υπήρξε αυτή που εκδηλώθηκε με τον 30ο κανόνα της συνόδου της Ελβίρας το έτος 305 ή 306, σύμφωνα με τον οποίο «φάνηκε αρεστό ότι δεν πρέπει να υπάρχουν στην Εκκλησία εικόνες, έτσι ώστε να μην ζωγραφίζεται στους τοίχους ό,τι λατρεύεται και προσκυνείται» (28). Παρόλ’ αυτά η απαγόρευση αυτή φαίνεται να προήλθε από το ότι οι απεικονίσεις, που ζωγραφίζονταν στους τοίχους των ναών, κατά πάσα πιθανότητα λόγω του ότι συνήθως ήταν κακότεχνες ή κακά ζωγραφισμένες, μάλλον γκρέμιζαν παρά υποβοηθούσαν τον σεβασμό προς το λατρευόμενο πρόσωπο ή μυστήριο, όπως υποδηλώνεται και από την τελευταία φράση του κανόνα.

Σε κάθε περίπτωση όμως η απαγόρευση περιορίστηκε μόνο στην Ισπανία, όπως μπορεί κάποιος να συμπεράνει αυτό από το ότι ο μεν Prudentius περιγράφει τις εικόνες, στις οποίες είχε ζωγραφιστεί το μαρτύριο του αγίου Κασσιανού, καθώς και το μαρτύριο του αγίου Ιππολύτου, ενώ ο Παυλίνος της Νώλης και ο Σουλπίκιος Σεβήρος διακοσμούν με θρησκευτικές εικόνες τις βασιλικές που έχτισαν. Επιπλέον και ο Ιερώνυμος μιλά για εικόνες των Αποστόλων, τις οποίες συνήθιζαν να ζωγραφίζουν πάνω σε σκεύη, αλλά και ο Αυγουστίνος αναφέρει, ότι στα χρόνια του επικρατούσε συνήθεια σε πολλούς τόπους (multisinlocis) να αναπαριστούν τον Πέτρο και τον Παύλο κοντά στον Κύριό μας (29).

5)  Και είναι μεν γνωστοί οι σφοδροί αγώνες που συνάφθηκαν κατά τους χρόνους της εικονομαχίας για την τιμητική προσκύνηση των αγίων εικόνων. Αλλά σε αυτούς έθεσε οριστικό τέρμα η έβδομη οικουμενική σύνοδος που συγκροτήθηκε από 367 Πατέρες και συγκλήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας το 787, η οποία στον Όρο της σε σχέση με τις άγιες εικόνες όρισε:

«με κάθε ακρίβεια και αρμονία, να αφιερώνονται κατά παραπλήσιο προς τον τύπο του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού τρόπο, οι σεπτές και άγιες εικόνες, που είναι φιλοτεχνημένες από χρώματα και ψηφίδες και άλλη κατάλληλη για αυτό ύλη, στις άγιες του Θεού εκκλησίες, σε ιερά σκεύη, σε ρούχα και τοίχους και σανίδες και σπίτια και δρόμους».

Απαριθμώντας επίσης η αγία σύνοδος και τις εικόνες αυτές κατονομάζει «την εικόνα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού και της άχραντης Θεοτόκου μας, των τιμίων αγγέλων, και όλων των αγίων και οσίων ανδρών».

Εξηγώντας επίσης και την ωφέλεια που προέρχεται και από τη θέα και από την τιμή των αγίων εικόνων προσθέτει η αγία Σύνοδος, ότι «όσο βλέπονται συνεχώς με την εικονική αναπαράσταση, τόσο περισσότερο παρακινούνται όσοι τις βλέπουν στην ανάμνηση και την επιθυμία των πρωτοτύπων».

Καθορίζοντας όμως και τα όρια, μέσα στα οποία πρέπει να εκτείνεται η τιμή αυτή των αγίων εικόνων, όπως και τον χαρακτήρα της, προσθέτει ότι

«σε αυτές ασπασμό και προσκύνηση» πρέπει να απονέμουμε, «και όχι βεβαίως την, σύμφωνα με την πίστη μας αληθινή λατρεία, η οποία αρμόζει μόνο στη θεία φύση. Αλλά με τον ίδιο τρόπο κατά το υπόδειγμα του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού και των αγίων Ευαγγελίων και των υπόλοιπων ιερών αφιερωμάτων και θυμιαμάτων και την προσφορά των φώτων, να γίνονται προς τιμήν τους. Διότι η τιμή της εικόνας περνάει στο πρωτότυπο και αυτός που προσκυνάει την εικόνα, προσκυνάει σε αυτήν την ύπαρξη του εικονιζόμενου.

Παραπομπές

(26) Μ. Βασίλειος. Επιστ. 360, Μ. 32, 1100, Έξοδ. κ΄ 4, κε΄ 18, 19, Αριθ. κα΄ 8,9 Γ΄ Βασιλείου. ζ΄ 25, 29. Σε σχέση με την επακολουθήσασα και επαινετική συντριβή του μνημονευθέντος φιδιού κατά το Δ΄ Βασιλ. ιη΄ 4, παρατηρεί ο Μογίλας (Γ 56), ότι εγκωμιάστηκε αυτή, «γιατί οι Ιουδαίοι αρχίζουν να αποστατούν από την προσκύνηση του αληθινού Θεού, προσκυνώντας το φίδι σα Θεό αληθινό προσφέροντάς του θυμίαμα, όπως λέει η Αγία Γραφή. Γι΄αυτό θέλοντας να κόψει το κακό, ώστε να μην επεκταθεί παραπάνω, συνέτριψε εκείνο το φίδι, για να μην έχουν πλέον οι Ισραηλίτες αφορμή για ειδωλολατρεία. Μα όταν δεν τιμούσαν αυτό το φίδι με προσκυνηματική λατρεία δεν κατακρίνοταν από κανέναν, ούτε το φίδι συντριβόταν. ( Ί. Καρμίρη, Τα Δογματικά ΙΙ σελ. 682).  

(27) Τερτυλ.Depudicitia ,7,10. Ευσεβιου Εκκλ.Ιστορ. VII 18, Γρηγοριου Νύσσης εις τον μάρτυρα Θεόδωρον Μ. 46,737, Χρυσοστόμου Προς τε Ιουδαίους και Έλληνας 9,Μ. 48,826. Αστεριου Αμασείας Μ. 40,333-337, Μ. Βασιλείου ομιλ. 17 εις τον άρτυρα Βαρλαάμ 3, Μ. 31,484, του αυτού Περί του Αγίου Πνεύματος κεφ. 18 παραγρ. 45,Μ. 32,149,Γρηγοριου Ναζιανζ. Έπη Ηθικά Θ΄περί αρετής στιχ. 802-808,Μ. 37,737

(28) Δες στην πηγή

(29 Δες στην πηγή

(30) MansiXIII 380, Ι. Καρμίρη,Τα Δογματικά και Συμβολικά μνημεία το. 1 σελ. 203-204                

«Το 1907, αρχίζει ο π. Λεβάσωφ, έτυχε να επισκεφτώ για πρώτη φορά το μοναστήρι της Όπτινα, αν κι είχα προγραμματίσει πολλές φορές να το κάνω. Είχα ακούσει νωρίτερα μερικά πράγματα για τους γέροντες, αλλά δεν τους είχα δει. Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις έφτασα στο μοναστήρι, ήταν να πάω να κοιμηθώ, αφού είχα περάσει μια νύχτα στο τραίνο χωρίς ύπνο. Με ξύπνησε η καμπάνα για τον εσπερινό. Οι προσκυνητές πήγαν στην εκκλησία κι εγώ έτρεξα στη σκήτη, για να προλάβω να μιλήσω με το Γέροντα, την ώρα κείνη που ήταν λιγότεροι επισκέπτες. Ζήτησα να μου δείξουν το δρόμο για τη σκήτη και το κελλί του και σε λίγο βρισκόμουν στο δωμάτιο υποδοχής. Το δωμάτιο ήταν μικρό και η επίπλωσή του απλή. Στους τοίχους κρέμονταν κάδρα με μορφές αγίων ασκητών και ρητά των αγίων πατέρων. Όταν έφτασα εγώ υπήρχε μόνο ένας επισκέπτης, κάποιος επίσημος από την Πετρούπολη. Σύντομα ο υποτακτικός του Γέροντα κάλεσε τον επίσημο να περάσει μέσα και μου είπε: «Περιμένει πολύ ώρα». Ο επίσημος μπήκε μέσα για τρία λεπτά περίπου και μετά βγήκε. Γύρω από το κεφάλι του είδα ακτίνες από ‘να παράξενο φως. Δακρυσμένος και με συγκίνηση μου είπε πως αυτός μαζί με άλλους παραβρέθηκαν το πρωί στην άφιξη από τη σκήτη της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας της Καλούγκα. Ο γέροντας Ιωσήφ βγήκε από το κελλί του για να προσευχηθεί κι όλοι τους είδαν το πρόσωπό του να λάμπει και να βγάζει ακτίνες από θείο φως.

Σε λίγα λεπτά μου είπαν να περάσω στο Γέροντα. Μπήκα μέσα στο ταπεινό κελλί του που είχε φτηνά, ξύλινα έπιπλα και φωτιζόταν αμυδρά. Τότε είδα τον ηλικιωμένο Γέροντα, ταλαιπωρημένο από τους διαρκείς ασκητικούς αγώνες και τη νηστεία. Μόλις που μπορούσε να σηκωθεί από το κρεββάτι του. Ήταν άρρωστος εκείνη την εποχή. Χαιρετιστήκαμε. Μετά είδα ένα περίεργο φως γύρω από το κεφάλι του, όπως επίσης και μια φαρδιά ακτίνα να πέφτει πάνω του από ψηλά, σα να’ χε ανοίξει το ταβάνι του κελλιού του. Η ακτίνα έπεφτε από τον ουρανό κι ήταν ίδια με το φως που περιέβαλλε το πρόσωπό του. Η όψη του φωτίστηκε και φάνηκε ένα χαμόγελο. Ήμουν απροετοίμαστος να δω αυτό το θέαμα και τα ‘χασα. Ξέχασα όλες τις ερωτήσεις που τριγύριζαν στο κεφάλι μου και για τις οποίες γύρευα να βρω απαντήσεις από κάποιο γέροντα έμπειρο στην πνευματική ζωή. Με πολλή βαθιά χριστιανική ταπείνωση και πραότητα (τα χαρακτηριστικά του Γέροντα) στεκόταν και περίμενε υπομονητικά να μιλήσω. Εγώ έμενα σαστισμένος. Δεν μπορούσα να τραβήξω τα μάτια μου από το θέαμα αυτό, που μου ήταν τελείως πρωτόγνωρο. Τελικά κατάφερα να θυμηθώ αόριστα τι ήθελα να εξομολογηθώ κι άρχισα να ψελλίζω: «Μπάτιουσκα, είμαι πολύ αμαρτωλός». Μόλις μπόρεσα ν’ αρθρώσω τα λόγια αυτά, το πρόσωπό του έγινε σοβαρό και το φως που έπεφτε πάνω του, όπως κι εκείνο που τον περιέβαλλε, εξαφανίστηκε. Μπροστά μου στεκόταν πάλι ο οικείος γέροντας που είχα δει όταν μπήκα στο κελλί. Αλλά δεν έμεινε για πολύ έτσι. Σε μια στιγμή άρχισε πάλι να τον τυλίγει το φως και να πέφτει πάνω του η ακτίνα. Μερικές φορές το φως ήταν πιο λαμπρό και πιο εκτυφλωτικό. Επειδή ήταν άρρωστος, αρνήθηκε να μ’ εξομολογήσει. Ζήτησα τη συμβουλή του για τη δημιουργία μιας επιτροπής στην ενορία μου και τον παρακάλεσα να προσευχηθεί για μένα. Δεν μπορούσα ν’ αποχωριστώ εύκολα αυτό το ουράνιο θέαμα. Πρέπει να χαιρέτησα το Γέροντα τουλάχιστο δέκα φορές. Παρατηρούσα συνέχεια αυτό το χαριτόβρυτο πρόσωπο που είχε ένα αγγελικό χαμόγελο κι έλαμπε ολόκληρο μ’ αυτό το θείο φως, που εξακολουθούσε να τον φωτίζει καθώς έβγαινα από το κελλί του. Μετά από τρία χρόνια ξαναπήγα στο μοναστήρι της Όπτινα κι είδα τον μπάτιουσκα Ιωσήφ πολλές φορές. Ποτέ όμως δεν τον ξανά ‘δα σε τέτοια δόξα.

» Το φως που είδα πάνω στο Γέροντα δεν μπορεί να παρομοιαστεί με κανένα επίγειο φως, όπως για παράδειγμα το φως του ήλιου, ή του φωσφόρου ή το ηλεκτρικό, του φεγγαριού κ.λ.π. Δεν έχω ξαναδεί παρόμοιο φως.

» Πιστεύω πως το όραμα αυτό ήταν αποτέλεσμα της κατάστασης της έντασης και της προσευχής στην οποία βρισκόταν ο Γέροντας και προκάλεσε τη Χάρη του Θεού να επισκεφτεί τον εκλεκτό Του. Τώρα γιατί αξιώθηκα εγώ να δω τέτοιο όραμα, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Γνωρίζω πως είμαι αμαρτωλός κι ότι το μόνο για το οποίο μπορώ να καυχηθώ, είναι οι αδυναμίες μου. Ίσως ο Κύριος να κάλεσε κι εμένα τον αμαρτωλό στο δρόμο της μετάνοιας μ’ αυτό τον τρόπο, δείχνοντάς μου με ορατό τρόπο τι χάρη αξιώνονται οι εκλεκτοί του Θεού απ’ αυτήν ακόμα την κοιλάδα του κλαυθμώνος.

» Η ιστορία μου είναι αληθινή. Μετά το όραμα αυτό ένιωσα ανεκλάλητη χαρά κι ένα δυνατό θρησκευτικό ζήλο, παρά το γεγονός πως προτού επισκεφτώ το Γέροντα δεν αισθανόμουν τίποτα.

» Από τότε έχουν περάσει τέσσερα χρόνια. Και μόνο που το θυμάμαι απλά τώρα, ξαναζώ τη συντριβή και τη μαγεία εκείνη. Η ιστορία μου μπορεί να είναι «Ιουδαίοις μέν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρία» (Α’ Κορ. α’ 23). Στους ολιγόπιστους και σε κείνους που αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στην αμφιβολία και την πίστη, μπορεί να φανεί μια αυτοσχέδια ιστορία, μια φαντασία ή παραίσθηση. Στους καιρούς της απιστίας και της θρησκευτικής παρακμής που ζούμε σήμερα, τέτοιες διηγήσεις προκαλούν ειρωνικά χαμόγελα. Τι πρέπει να κάνουμε εμείς οι υπηρέτες της αλήθειας; Να σιγήσουμε; Σίγουρα όχι. Ο αλησμόνητος γέροντας Ιωσήφ είναι πραγματικά ένα φωτεινό και λαμπρό αστέρι. Δεν πρέπει να κρύβουμε το λυχνάρι κάτω από το μόδιο, αλλά να το βάζουμε στο λυχνοστάτη, για να τους φωτίζει όλους μέσα στην αληθινή εκκλησία του Χριστού. Παρακαλώ όλους τους πιστούς χριστιανούς να προσεύχονται σ’ αυτόν, για να εύχεται κι αυτός για μας μπροστά στο θρόνο του Θεού.

» Όλα όσα ανάφερα παραπάνω είναι απόλυτα αληθινά. Δεν υπάρχει ίχνος υπερβολής. Και τα βεβαιώνω στο όνομα του Θεού, με την ιερατική μου συνείδηση».

(Στάρετς Ιωσήφ της Όπτινα, Πέτρου Μπότση, σελ. 174-178)

 

–Γέροντα, πώς θά μπορέσω τήν Σαρακοστή νά αγωνισθώ περισσότερο στήν εγκράτεια;
-Οι κοσμικοί τώρα τήν Σαρακοστή προσέχουν κατά κάποιον τρόπο τήν εγκράτεια, ενώ εμείς οι μοναχοί πάντα πρέπει νά προσέχουμε. Τό κυριώτερο όμως πού πρέπει νά προσέξει κανείς είναι τά ψυχικά πάθη καί μετά τά σωματικά. Γιατί, άν δώσει προτεραιότητα στή σωματική άσκηση καί δέν κάνει αγώνα, γιά νά ξεριζωθούν τά ψυχικά πάθη, τίποτε δέν κάνει.

Πήγε μία φορά σέ ένα μοναστήρι ένας λαϊκός στήν αρχή τής Σαρακοστής καί κάποιος μοναχός τού φέρθηκε απότομα, σκληρά.
Εκείνος όμως ο καημένος είχε καλό λογισμό καί τόν δικαιολόγησε. Ήρθε μετά καί μού είπε:
«Δέν τόν παρεξηγώ, Πάτερ. Ήταν βλέπεις από τό τριημέρι!». Άν τό τριημέρι πού έκανε ήταν πνευματικό θά είχε μία γλυκύτητα πνευματική καί θά μιλούσε στόν άλλο μέ λίγη καλοσύνη. Αλλά αυτός ζόριζε εγωϊστικά τόν εαυτό του νά κάνει Τριήμερο, καί γι’ αυτό όλα τού έφταιγαν.

-Γέροντα, τί νά σκέφτομαι τήν Σαρακοστή;
-Τό Πάθος, τήν θυσία τού Χριστού νά σκέφτεσαι. Άν καί εμείς οι μοναχοί πρέπει συνέχεια νά ζούμε τό Πάθος τού Χριστού, γιατί… μάς βοηθούν σ’ αυτό κάθε μέρα τά διάφορα τροπάρια, όλες οι Ακολουθίες.
Τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή μας δίνεται η μεγαλύτερη ευκαιρία γιά νά αγωνισθούμε καί νά συμμετέχουμε εντονότερα στό σωτήριο Πάθος τού Κυρίου μας, μέ μετάνοια καί μέ μετάνοιες, μέ εκκοπή τών παθών καί μέ ελάττωση τών τροφών, από αγάπη πρός τόν Χριστό.
Άν αξιοποιήσουμε, όσο μπορούμε, τό πνευματικό αυτό στάδιο μέ τίς πολλές προϋποθέσεις καί δυνατότητες πού μάς δίνονται, γιά νά πλησιάσουμε περισσότερο στόν Εσταυρωμένο Χριστό, γιά νά βοηθηθούμε από Αυτόν καί νά χαρούμε τήν Αγία Ανάσταση αλλοιωμένοι πνευματικά, αφού θά έχουμε ζήσει πνευματικότερα τήν Μεγάλη Σαρακοστή.
Εύχομαι καλή δύναμη τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, γιά νά ανεβείτε στόν Γολγοθά κοντά στόν Χριστό, μαζί μέ τήν Παναγία καί τόν Προστάτη σας Άγιο Ιωάννη τόν Θεολόγο, γιά νά συμμετάσχετε στό φρικτό Πάθος τού Κυρίου μας. Αμήν.

Από τό βιβλίο τού Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι ΣΤ΄, «Περί Προσευχής», εκδόσεις Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2012, σελ. 199-200

Ο π.Β. επεσκέφθη ένα χωριό δι’ υποθέσεις της Μονής του. Από την στιγμήν που έφθασε εις το χωριό, οι κάτοικοι τον επλησίασαν. Του εζήτουν επιμόνως να τους βοηθήση και να υπερασπίση την Αλήθεια εμπρός εις έναν ευαγγελικόν ιεροκήρυκα, που τους ενοχλούσε πολύ προσβάλλων την πίστιν της Εκκλησίας, όσον αφορά την λατρείαν των Αγίων και της Μητέρας του Θεού, χρησιμοποιών πολλά χωρία της Βίβλου. Απλός και σχεδόν αγράμματος ο πτωχός μοναχός ευρέθη εις αμηχανίαν. Εσκέφθη ολίγον. Μετά, αφού ενεθυμήθη αυτό που συχνά εδιάβαζε εις τους βίους των Αγίων, προεκάλεσε εις διάλογον τον αντίπαλόν του:
- Ας ανάψωμε, λοιπόν, μιαν μεγάλην φωτιάν εις την πλατείαν του χωριού και καθένας από μας ας περάση από μέσα από την φωτιάν. Ο Θεός ο ίδιος θα δείξη ποιος από μας τους δυο λέει την αλήθειαν.
Από πολύ ενωρίς το πρωί με ακόμη μεγαλύτερον θόρυβον ο λαός εμάζευε ξύλα και έκανεν ένα μεγάλο σωρόν εις την πλατείαν.

Ο π.Β. ενεφανίσθη όχι όμως και ο (προτεστάντης) ιεροκήρυκας. Έφυγε με το πρώτον πλοίον. Όλο το χωριό χαιρετούσε με κραυγάς χαράς αυτήν την λαμπράν νίκην της πίστεως επάνω εις την απάτην των ανθρωπίνων διδασκαλιών. Όταν ο π.Β. εισήλθεν εις το μοναστήρι, τον ηρώτησαν:
- Ήσουν, λοιπόν, έτοιμος να μπης εις την φωτιάν; Απήντησε με απλότητα:
- Όσο για μένα δεν είχα αμφιβολία για την πίστι της Εκκλησίας και είπα· Αμαρτωλός και άχρηστος σ’ αυτή τη γη με κάθε τρόπο, δεν είσαι άξιος παρά για την κόλασι. Ας καής εδώ κάτω παρά εις την αιωνιότητα. Ας μπούμε, λοιπόν, εις την φωτιά!
Έτσι με την βαθειάν του ταπείνωσιν, αυτός ο απλούς μοναχός υπερησπίσθη την πίστιν, όπως οι πρώτοι μάρτυρες και πνευματικοί πατέρες.

(Αθωνικό Γεροντικό, αρχ. Ιωαννικίου Κοτσώνη, σελ. 64-65)

Μετά από χρόνια ασθενειών, κακουχιών, με έκδηλα τα σημάδια της κούρασης σε σώμα, πνεύμα και ψυχή, πονώντας το σώμα πλέον και σε απλές καθημερινές κινήσεις που όλοι θεωρούμε τόσο δεδομένες και απλές στην καθημερινότητά μας, αναλογίζομαι και μονολογώ. Αναλογίζομαι τι έμαθα όλο αυτόν τον καιρό, αν πήρα κάποιο μάθημα για την ζωή μου, για τους γύρω μου, για Εκείνον.

Δεν έμαθα πολλά, βλέπεις η κάθε ασθένεια δεν είναι και από ένα μαθηματάκι, υπάρχουν και χαρακτήρες όπως εγώ, αντιδραστικοί , εγωιστικοί, που δεν τα παίρνουν εύκολα τα «γράμματα» με την πρώτη. Δεν έμαθα πολλά, μα έμαθα όμως αληθινά, όσα έμαθα και όχι παπαγαλία. Πόνεσα πολύ για να μάθω, αλλιώς δεν θα μάθαινα.

Η ασθένειά μου, μού έδωσε μοναξιά, ηρεμία και ησυχία. Την τόσο πολύτιμη ησυχία που διψάει η ψυχή και ας μην ξέρει το γιατί. Κακά τα ψέματα, όσοι άνθρωποι και αν βρίσκονται κοντά σου, στον απολογισμό της ημέρας και του πόνου, είσαι μόνος. Για την ακρίβεια μόνο εσύ και Εκείνος. Σκέφτομαι πως δεν πρέπει να είναι τυχαίο πως ακόμα και όσοι απέχουν ή δεν πιστεύουν στον Θεό, τις δύσκολες εκείνες ώρες Εκείνον επικαλούνται και αναζητούν. Εκείνον να μιλήσουν… Στην ησυχία και στο δάκρυ, ο πιο Πονεμένος και ο πιο Αδικημένος από όλους, ο Εσταυρωμένος μας Χριστός, είναι πάντα εκεί. Ποιός μπορεί να νιώσει ακριβώς πόσο πονάς παρά μόνο Εκείνος… ποιος μπορεί να καθίσει δίπλα σου με γνήσια Αγάπη και κατανόηση για ότι περνάς... μόνο Εκείνος. Σιωπηλός, μα λέει όσα δεν λένε χίλιες λέξεις μαζί... γιατί είναι μέσα σου και σε νιώθει ακριβώς... Γιατί είσαι το παιδί Του, που πονάει για αυτό, που θυσιάστηκε γι αυτό. Και ας έκανες στη ζωή σου χίλια λάθη, και ας προκάλεσες πολλά, ίσως, από όσα σήμερα σε αρρώστησαν και σε πονούν, και ας μη φταίει τίποτε από όλα αυτά, απλά να αναρωτιέσαι «Γιατί σε μένα; Γιατι;»... και ας τον στεναχώρησες άπειρες φορές... Εκείνος δεν έχει εγωισμό, δε σε αφήνει από το βλέμμα Του λεπτό…

Ένα μάθημα: «Ποτέ δεν είσαι μόνος σου, όσο και αν πονάς , αναρωτιέμαι αν ο Χριστός μας πονάει περισσότερο από ότι εμείς».

Δεύτερο μάθημα: «Ας μάθω από Εκείνον, από τη στάση Του, πως θα πρέπει να είμαι σε ανάλογη περίπτωση στον πόνο του αδερφού μου και εγώ».

Εγώ που όλα τα ήξερα, που για όλα είχα γνώμη και άποψη, που τα πάντα έκρινα και βουβά και δυνατά. Εγώ που νόμιζα πως οι πολλές συμβουλές και η πολυλογία, είναι ό,τι ζητάει ο αδερφός μου ο ασθενής... ο πονεμένος. Μα τελικά κατάλαβα πως δεν το ζήταγε εκείνος, αλλά εγώ για να επιβεβαιωθώ πως είμαι κάποια... και έτσι έμαθα ξαφνικά πως αγαπάω εγωιστικά για να αναδειχθώ εγώ.... Τι κρίμα... προσπάθησα να ανυψώσω τον εαυτό μου εκμεταλλευόμενη ακόμα και τον πόνο του άλλου. Πόσο λυπάμαι για αυτό... και ήρθε η ώρα που ασθένησα και εγώ, και συνάντησα παρόμοιες συμπεριφορές και τόλμησα να εκνευριστώ…

Πλέον έμαθα μέσα από Εκείνον, πως αρκεί μια αγκαλιά, ένα αληθινό «σε αγαπώ», ένα άγγιγμα τρυφερό, ένα βλέμμα που λέει όσα δεν μπορούν να πούνε οι λέξεις... και πάνω από όλα... όταν ανοίξω το στόμα μου, δεν θα είναι συμβουλές και φιλολογίες, μα αυτό που μόνο από Εκείνον άκουγα να μου λέει: «Σε καταλαβαίνω... σε νιώθω... πραγματικά πονάω μαζί σου και Εγώ... είθε η παρουσία μου να σου δώσει δύναμη και κουράγιο...». Και ένα ζεστό χαμόγελο, το χαμόγελο στον πόνο είναι ευεργετικό.

Έπρεπε να τσαλακώσω πολύ τον εγωισμό μου, έπρεπε να πονέσω αφόρητα για πολύ καιρό, μα αυτό το μάθημα που πήρα χρυσοπληρώνεται, είναι πανάκριβο και θα το ξαναπλήρωνα όλο από την αρχή για να το ξαναμάθω. Και αν χρειάζεται ο αδερφός μου συμβουλή, θα μου την ζητήσει, και εγώ πολύ προσεκτικά και αν έχω λίγη γνώση σε αυτό, θα τη δώσω, μα θα πρέπει να είμαι πολύ σίγουρη πλέον γι αυτό. Και δε θα φοβάμαι πλέον να απαντώ: «Μακάρι να ήξερα... αλλά δεν ξέρω και λυπάμαι πολύ γι αυτό... Μα αν θες οπωσδήποτε να μάθεις, άνοιξε τα μάτια και τα αυτιά της ψυχής σου πολύ καλά.. και αυτό για να γίνει, θέλει ένα καλό καθάρισμα η ψυχή.. καθάρισμα από εγωισμούς, πάθη, και όρεξη και έρωτα για Εκείνον... Τον Χριστούλη της καρδιάς μας, τον πονεμένο μας Πατέρα, τον ιδρωμένο από φόβο Κύριό μας (έτσι τον νιώθω μέσα μου και τόλμησα να το γράψω), στο όρος των ελαιών, για όσα θα πάθαινε σε λίγες ώρες για εμάς.

Γιατί πολύ πριν από εσένα και από εμένα, Εκείνος πόνεσε όσο δε θα πονέσει ποτέ κανείς και μάλιστα διπλά. Η ανθρώπινή Του φύση, πόνεσε και μαρτύρησε σωματικά αλλά και ψυχικά από την προδοσία και την αδικία, και η Θεϊκή Του πόνεσε περισσότερο ακόμα για να λυτρώσει αιώνια το αγαπημένο του πλάσμα, το αγαπημένο του παιδί, όλους εμάς.

Τρίτο μάθημα: Σου δίνει δύναμη πίστης! Δεν τα βάζω πλέον μαζί Του ούτε λεπτό. Με έμαθε να μην καταλογίζω ευθύνες στους άλλους για τη δική μου κατάσταση, αλλά κυρίως να μην καταλογίζω ούτε και σε Εκείνον. Και αν κάποτε έλεγα γιατί μου το κάνεις αυτό, τώρα πλέον ξέρω πως Εσύ δεν κάνεις τίποτε! Ναι· επιτρέπεις για το καλό μου, μα δεν το προκαλείς... Εγώ επέτρεψα και προκάλεσα να δηλητηριάσω το σώμα και την ψυχή μου, με τη ζωή μου. Και αναπόφευκτα τα αρρώστησα και τα δύο.

Ας σταματήσουμε να ρωτάμε το ανθρώπινο και κατανοητό κατά τα άλλα, «ΓΙΑΤΙ» της κακουχίας και ασθένειας των γύρω μας και του εαυτού μας· αν θέλουμε απαντήσεις ας ρωτήσουμε Τον μόνο που γνωρίζει το γιατί και αν δεν πάρουμε απάντηση παρόλα αυτά, ας Τον εμπιστευθούμε και ας αφεθούμε. Τα σχέδιά Του για εμάς είναι σίγουρα πολύ μεγαλύτερα από τα πιο ανέφικτα μεγαλεπήβολα ανθρώπινα δικά μας.

Σε εσένα που πονάς είτε σωματικά είτε ψυχικά, γράφτηκαν αυτές οι λέξεις. Για να μοιραστώ μαζί σου αυτά τα μαθήματα και αν σε είχα απέναντί μου, είμαι σίγουρη πως και από εσένα θα έπαιρνα άλλα τόσα και περισσότερα. Κουράγιο στο δύσκολο Σταυρό που κουβαλάς, μη νιώθεις μόνος, είμαστε και εμείς εδώ και πάνω από όλα είναι Εκείνος παντού!

Και μιας και γράφοντας αυτές τις λέξεις, τελείται ο κατανυκτικός Εσπερινός της Συγγνώμης, ένα μεγάλο συγγνώμη από την καρδιά μου, για τις φορές που σε στεναχώρησα με λόγια ή πράξεις μου, για τις φορές που ήμουν απούσα όταν με χρειάστηκες, και για τη μη προσπάθειά μου να φερθώ περισσότερο όπως Εκείνος μας δίδαξε και επιμένω να κρατάω συνεχώς την ανθρώπινη εγωιστική μου στάση και συμπεριφορά.

Ένα συγγνώμη για άλλη μια φορά, και όσο ζω θα την ζητώ, και σε Εσένα Κύριε και Πατέρα μου.

Παρακολούθηση της θείας λειτουργίας.
Ο άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας.
Την εποχή εκείνη μερικοί χριστιανοί είχαν την κακή συνήθεια μετά την ανάγνωση του Αποστόλου και του Ευαγγελίου, την ώρα που στην εκκλησία γινόταν το κήρυγμα, να βγαίνουν έξω από το ναό και να το ρίχνουν στην κουβέντα. Μόλις τελείωνε το κήρυγμα κι οι ψαλτάδες άρχιζαν να ψάλλουν το χερουβικό ύμνο, ξανάμπαιναν μέσα.
Ο άγιος Ιωάννης το είχε προσέξει αυτό και το είχε αναφέρει μερικές φορές στις ομιλίες του σαν φαινόμενο απαράδεκτο. Εκείνοι όμως δεν τον άκουγαν. Βλέποντας λοιπόν πως η κατάσταση δε διορθωνόταν, μια Κυριακή βγήκε κι αυτός μαζί τους έξω, όπως ήταν ντυμένος με τα άμφιά του, κι έπιασε κουβέντα μαζί τους. Εκείνοι μόλις τον είδαν τα ‘χασαν. Κι ο Άγιος βρήκε την ευκαιρία να τους πει:
- Γιατί ξαφνιάζεστε; Όπου είναι τα πρόβατα, εκεί πρέπει να είναι κι ο ποιμένας. Ή θα πάμε όλοι μαζί μέσα, για να συνεχίσουμε τη θεία λειτουργία, ή κάθομαι κι εγώ μαζί σας και σας διδάσκω εδώ έξω το λόγο του Θεού.
Εκείνοι χωρίς να πουν λέξη άρχισαν ένας ένας να μπαίνουν στην εκκλησία κι από τότε έκοψαν την κακή εκείνη συνήθεια.

(Πέτρου Μπότση, Αποφθέγματα και ανέκδοτα, Αθήνα 2002, σελ. 12-13)

«Δεν ήλθα να φέρω ειρήνη στη γη»(Ματθ. 10,34). Μα τότε πώς τους παρήγγειλε να αποδίδουν χαιρετισμό ειρήνης σε κάθε σπίτι που θα πήγαιναν (Ματθ. 10,12); Πώς τότε και οι άγγελοι έψαλλαν «Δοξασμένος ας είναι ο ύψιστος Θεός και σε όλη τη γη ας βασιλεύσει η ειρήνη»; Πώς επίσης και οι προφήτες ευαγγελίζονταν την ειρήνη; Διότι αυτό κατεξοχήν είναι η ειρήνη, όταν δηλαδή αποκόπτεται αυτό που έχει ασθενήσει, όταν αποχωρίζεται αυτός που στασιάζει. Διότι μόνο έτσι είναι δυνατόν να ενωθεί ο ουρανός με τη γη. Διότι και ο γιατρός έτσι διασώζει το υπόλοιπο σώμα, όταν αποκόψει δηλαδή το μέλος εκείνο που δεν είναι δυνατόν να θεραπευτεί. Ομοίως και ο στρατηγός όταν οδηγήσει σε διαχωρισμό αυτούς που ομονοούν κακά. Ακριβώς το ίδιο συνέβη και στον πύργο εκείνο (της Βαβέλ)· διότι την κακή ειρήνη την διέλυσε η καλή διαφωνία και έφερε την ειρήνη (Γένεση 18,1).

Αλλά και ο Παύλος έτσι απέσχισε εκείνους που συμφωνούσαν εναντίον του (Πράξ. 23,6-7). Και στον πόλεμο του Ναβουθέ η συμφωνία εκείνη ήταν χειρότερη από κάθε άλλο (Γ΄Βασ. 20,1). Διότι δεν είναι παντού καλό η ομόνοια, διότι και οι ληστές συμφωνούν μεταξύ τους. Επομένως ο πόλεμος δεν είναι έργο της πρόθεσης του Κυρίου, αλλά προέρχεται από τη γνώμη των ανθρώπων. Διότι ο Κύριος ήθελε όλοι οι άνθρωποι να συμφωνούν ως προς την ευσέβεια. Επειδή όμως εκείνη στασιάζουν, γίνεται πόλεμος»

(Ιωάννου Χρυσοστόμου Ομιλία ΛΕ στο κατά Ματθαίον, εκδ. ΕΠΕ τομος 10 σελ. 492-494 ελαφρώς αλλαγμένη μετάφραση)

«Και έγινε σχίσμα (=διχασμός) μεταξύ τους»(Iω. 9,16). Αυτός ο διχασμός άρχισε πρώτα να γίνεται στο λαό και μετά και μεταξύ των αρχόντων. «Και οι μεν έλεγαν ότι είναι αγαθός, άλλοι όμως· δεν είναι αλλά εξαπατά το πλήθος» (Ιω. 7,12). Βλέπεις πώς έλειπε περισσότερο η σύνεση από τους άρχοντες με αποτέλεσμα να διχαστούν αργότερα; Αλλά μετά τον διχασμό δεν επέδειξαν και πάλι τίποτα το γενναίο, βλέποντας μπροστά τους τους Φαρισαίους. Διότι, εάν είχαν αποσχιστεί πλήρως, γρήγορα θα γνώριζαν την αλήθεια·

διότι είναι δυνατόν να υπάρχει καλό σχίσμα. Για αυτό και αυτός έλεγε· «Δεν ήλθα να βάλω ειρήνη στη γη αλλά μαχαίρι»(Ματθ. 10,34). Υπάρχει βεβαίως και κακή ομόνοια και υπάρχει και καλή διαφωνία· διότι αυτοί που έχτιζαν τον πύργο (της Βαβέλ) είχαν ομόνοια μεταξύ τους για κακό του εαυτού τους, και αυτοί οι ίδιοι πάλι διχάστηκαν χωρίς να το θέλουν μεν, αλλά όμως προς το συμφέρον τους. Και οι γύρω από τον Κορέ ομονόησαν κακά, για αυτό καλά διχάστηκαν· και ο Ιούδας ομονόησε με τους Ιουδαίους κακά. Υπάρχει λοιπόν και καλό σχίσμα και υπάρχει και κακή ομόνοια. Για αυτό λέει «Εάν το μάτι σου σε σκανδαλίζει, βγάλε το· εάν το πόδι σου, κόψε το» (Ματθ. 5,29 και 8,9). Εάν όμως είναι ανάγκη να αποσχιζόμαστε από ένα μέλος μας που είναι με κακό τρόπο ενωμένο με μας, δεν είναι πολύ περισσότερο ανάγκη και από φίλους, που είναι με κακό τρόπο ενωμένοι με μας; Επομένως δεν είναι πάντοτε η ομόνοια καλή, όπως ακριβώς λοιπόν ούτε ο διχασμός είναι κακός πάντοτε.

Αυτά τα λέω για να αποφεύγουμε τους πονηρούς και να αναζητούμε τους αγαθούς· διότι εάν από τα μέλη αποκόπτουμε εκείνο που είναι σάπιο και αθεράπευτο, φοβούμενοι μήπως και το υπόλοιπο σώμα υποστεί την ίδια βλάβη, και το κάνουμε αυτό, όχι επειδή περιφρονούμε εκείνο, αλλά θέλοντας να διαφυλάξουμε το υπόλοιπο σώμα, πόσο μάλλον είναι ανάγκη να το κάνουμε αυτό για εκείνους που είναι μαζί μας για κακό; Βέβαια εάν μπορούσαμε και εκείνους να διορθώσουμε και οι ίδιοι να μην βλαφτούμε, όλα πρέπει να τα κάνουμε, εάν όμως και εκείνοι παραμένουν αδιόρθωτοι και εμάς βλάπτουν, είναι ανάγκη να τους αποκόπτουμε και να τους απορρίπτουμε· διότι πολλές φορές έτσι θα έχουν μεγαλύτερο κέρδος. Για αυτό και ο Παύλος έτσι συμβούλευε, λέγοντας· «Διώξτε το πονηρό από ανάμεσά σας» (Α΄ Κορ. 5,13) και «Για να εκλείψει από ανάμεσά σας εκείνος που έκανε αυτό το έργο» (Α΄Κορ. 5,2). Διότι είναι κακό, μεγάλο κακό η συναναστροφή με πονηρούς. Δεν προσβάλλει με τόση ταχύτητα η αρρώστια και ούτε η ψώρα καταστρέφει αυτούς που μολύνθηκαν και πάσχουν από τη νόσο, όσο η κακία των πονηρών ανδρών» 

(Ιωάννου Χρυσοστόμου Ομιλία ΝΖ στο κατά Ιωάννην, εκδ. ΕΠΕ τομος 14 σελ. 57-61 μετάφραση ελαφρώς αλλαγμένη)

Με τη λατρεία του Θεού ζεις στον Παράδεισο. Άμα γνωρίσεις και αγαπήσεις τον Χριστό, ζεις στον Παράδεισο.
Ο Χριστός είναι ο Παράδεισος. Ο Παράδεισος αρχίζει από δω. Η Εκκλησία είναι ο επί γης Παράδεισος ομοιότατος με τον εν ουρανοίς.
Ο Παράδεισος που είναι στον ουρανό ο ίδιος είναι κι εδώ στη γη. Εκεί όλες οι ψυχές είναι ένα, όπως η Αγία Τριάδα είναι τρία πρόσωπα, αλλά είναι ενωμένα κι αποτελούν ένα.
Κύριο μέλημά μας είναι να αφομοιωθούμε στον Χριστό, να ενωθούμε με την Εκκλησία. Αν μπούμε στην αγάπη του Θεού, μπαίνομε στην Εκκλησία. Αν δεν μπούμε στην Εκκλησία, αν δεν γίνομε ένα με την εδώ, την επίγεια Εκκλησία, υπάρχει φόβος να χάσομε και την επουράνια. Όποιος ζει τον Χριστό, γίνεται ένα μαζί Του, με την Εκκλησία Του. Ζει μια τρέλα! Η ζωή αυτή είναι διαφορετική απ’ τη ζωή των άλλων ανθρώπων. Είναι χαρά, είναι φως, είναι αγαλλίαση, είναι ανάταση. Αυτή είναι η ζωή της Εκκλησίας, η ζωή του Ευαγγελίου, η Βασιλεία του Θεού. «Η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστίν». Έρχεται μέσα μας ο Χριστός κι εμείς είμαστε μέσα Του. Και συμβαίνει όπως μ’ ένα κομμάτι σίδηρο που τοποθετημένος μες στη φωτιά γίνεται φωτιά και φως· έξω απ’ τη φωτιά, πάλι σίδηρος σκοτεινός, σκοτάδι.
Στην Εκκλησία γίνεται η θεία συνουσία, γινόμαστε ένθεοι. Όταν είμαστε με τον Χριστό, είμαστε μέσα στο φως· κι όταν ζούμε μέσα στο φως, εκεί δεν υπάρχει σκότος. Το φως όμως δεν είναι παντοτινό· εξαρτάται από μας. Συμβαίνει όπως με το σίδηρο, που έξω απ’ τη φωτιά γίνεται σκοτεινός. Σκότος και φως δεν συμβιβάζονται. Ποτέ δεν μπορεί να έχομε σκοτάδι και φως συγχρόνως. Ή φως ή σκότος. Όταν ανάψεις το φως, πάει το σκότος. }205}
Για να διατηρήσουμε την ενότητά μας, θα πρέπει να κάνομε υπακοή στην Εκκλησία, στους επισκόπους της. Υπακούοντας στην Εκκλησία, υπακούομε στον ίδιο τον Χριστό. Ο Χριστός θέλει να γίνομε μία ποίμνη μ’ έναν ποιμένα.
Να πονάμε την Εκκλησία. Να την αγαπάμε πολύ. Να μη δεχόμασθε να κατακρίνουν τους αντιπροσώπους της. … Και με τα μάτια μας να δούμε κάτι αρνητικό να γίνεται από κάποιον ιερωμένο, να μην το πιστεύομε, ούτε να το σκεπτόμαστε, ούτε να το μεταφέρομε. Το ίδιο ισχύει και τα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας και για κάθε άνθρωπο. Όλοι είμαστε Εκκλησία.
Να προσέχομε και το τυπικό μέρος. Να ζούμε τα μυστήρια, ιδιαίτερα το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας. Σ’ αυτά }206} βρίσκεται η Ορθοδοξία. Προσφέρεται ο Χριστός στην Εκκλησία με τα μυστήρια και κυρίως με την Θεία Κοινωνία. Να σας πω για μια επίσκεψη του Θεού σ’ εμένανε τον ταπεινό, για να δείτε την χάρι των μυστηρίων.
Έτσι όπως πονούσα, μου σταυρώσανε το σπυράκι με ευχέλαιο κι αμέσως έσβησε ο πόνος.
Την Πεντηκοστή εξεχύθη η χάρις του Θεού όχι μόνο στους αποστόλους αλλά και σ’ όλο τον κόσμο που βρισκόταν γύρω τους. Επηρέασε πιστούς και απίστους.
Ενώ ο Απόστολος Πέτρος ομιλούσε τη δική του γλώσσα, η γλώσσα του μετεποιείτο εκείνη την ώρα στο νου των ακροατών. Με τρόπο μυστικό το Άγιον Πνεύμα τους έκανε να καταλαβαίνουν τα λόγια του στη γλώσσα τους, μυστικά, χωρίς να φαίνεται. Αυτά τα θαύματα γίνονται με την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Παραδείγματος χάριν, η λέξη «σπίτι» σ’ αυτόν που ήξερε γαλλικά θ’ ακουγόταν «la maison». Ήταν ένα είδος διοράσεως· άκουγαν την ίδια τους τη γλώσσα.
Ο ήχος χτυπούσε στο αυτί, αλλά εσωτερικά, με τη φώτιση του Θεού, τα λόγια ακούγονταν στη γλώσσα τους. Οι Πατέρες της Εκκλησίας αυτή την ερμηνεία της Πεντηκοστής δεν την αποκαλύπτουν πολύ φανερά, φοβούνται τη διαστρέβλωση. Το ίδιο συμβαίνει και με την Αποκάλυψη του Ιωάννου. Οι αμύητοι δεν μπορούν να καταλάβουν το νόημα του μυστηρίου του Θεού.
Παρακάτω λέει, «εγένετο δε πάση ψυχή φόβος …», δηλαδή κατέλαβε φόβος την κάθε ψυχή. Αυτός ο «φόβος» δεν ήταν φόβος. Ήταν κάτι άλλο, κάτι ξένο, κάτι ακατανόητο, κάτι, κάτι που δεν μπορούμε να το πούμε. Ήταν το δέος, ήταν το γέμισμα, ήταν η χάρις. Ήταν το γέμισμα υπό της θείας χάριτος. Στην Πεντηκοστή οι άνθρωποι βρέθηκαν ξαφνικά σε μία τέτοια κατάσταση θεώσεως, που τα χάσανε. Έτσι, όταν η θεία χάρις τους επεσκίαζε, τους ετρέλαινε όλους –με την καλή έννοια – τους ενθουσίαζε.
Η «κλάσις του άρτου» ήταν η Θεία Κοινωνία. Και συνεχώς αυξάνονταν οι σωζόμενοι, εφόσον έβλεπαν όλους τους χριστιανούς να είναι «εν αγαλλιάσει και αφελότητι καρδίας αινούντες τον Θεόν». … Αυτό είναι ενθουσιασμός κι αυτό πάλι τρέλα. Εγώ όταν το ζω αυτό, το αισθάνομαι και κλαίω. Πηγαίνω στο γεγονός, ζω το γεγονός, το αισθάνομαι κι ενθουσιάζομαι και κλαίω. Αυτό είναι θεία χάρις. Αυτό είναι και η αγάπη προς τον Χριστό.
Αυτό που ζούσαν οι απόστολοι μεταξύ τους κι αισθανόντουσαν όλη αυτή τη χαρά, στη συνέχεια έγινε με όλους κάτω από το υπερώον. Δηλαδή αγαπιόντουσαν, χαιρόταν ο ένας τον άλλον, ο ένας με τον άλλον είχαν ενωθεί. Ακτινοβολεί αυτό το βίωμα και το ζούνε κι άλλοι.
Ο απώτερος σκοπός της θρησκείας μας είναι το «ίνα ώσιν έν». Εκεί ολοκληρώνεται το έργο του Χριστού.
Η θρησκεία μας είναι αγάπη, είναι έρωτας, είναι ενθουσιασμός, είναι τρέλα, είναι λαχτάρα του θείου. Είναι μέσα μας όλ’ αυτά. Είναι απαίτηση της ψυχής μας η απόκτησή τους.

Πηγή: ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ

Ήταν πολύ κουραστικό αυτό το ταξίδι. Είχε, εξάλλου, πολύ καιρό να το κάνει. Θυμόταν τον εαυτό του στο Λύκειο, όταν πήγε να επισκεφτεί για τελευταία φορά τη γιαγιά του, την κυρα-Θοδόσαινα στα Τρόπαια της Γορτυνίας. Και τώρα, τριτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής, να που ξαναπαίρνει τον ίδιο δρόμο. Τι τον έκανε να φύγει από την Αθήνα, τη «Βαβυλώνα τη μεγάλη»; Ούτε και ο ίδιος ήξερε.

Πάντως ένα είναι σίγουρο, πως πνιγόταν. Πνιγόταν από τους φίλους, τα μαθήματα, τους γονείς, απ’ όλους. Ένιωθε πως κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν μπορούσε να γίνει κοινωνός στην αναζήτησή του για πλέρια αλήθεια και γνησιότητα. Κι αυτή ακόμη η χριστιανική του παρέα τον έπνιγε. Όλοι τους ήταν τακτοποιημένοι, όλοι τους είχαν ταμπουρωθεί πίσω από κάποιες συνταγές, κάποιες ρετσέτες σωτηρίας και δεν έλεγαν να κουνηθούν από κει. Μα αυτός… Αυτός ήταν διαφορετικός.
 
Δεν βολευόταν σε σχήματα και σε κουτάκια. Ήθελε να βιώσει τον Χριστιανισμό αληθινά, όχι κίβδηλα. Να μπει στο νόημα παρευθύς και όχι να καμαρώνεται τον ευσεβή. Εξάλλου, του φαινόταν τόσο απλοϊκό και ανόητο να υιοθετήσει μια τυποκρατική και ευσεβιστική χριστιανική βιωτή τη στιγμή που η ίδια του η επιστήμη, αλλά και η έμφυτη τάση του γι’ αναζήτηση, για ψάξιμο και ψηλάφηση του αληθινού τον ωθούσε προς μια άλλη ζωή. Μα, πόσο δύσκολο ήταν, Θεέ μου! Πόσο βασανιζόταν! Κάποια στιγμή ένιωσε πως είχε φτάσει στο απροχώρητο. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει…
– Πάω στη γιαγιά μου στα Τρόπαια, φώναξε μια μέρα στο σπίτι και αφήνοντας πίσω του φωνές για μαθήματα και εξετάσεις, μήτε ο ίδιος ξέρει πότε, βρέθηκε στο λεωφορείο.
Και να που ζύγωνε στο σπίτι της γιαγιάς του. Ντάλα ο ήλιος πάνω από το κεφάλι του κι από παντού να έρχονται χίλιες ευωδιές από την ανοιξιάτικη, αρκαδική φύση. Δεν πρόλαβε όμως ο άμοιρος να ρουφήξει λίγο βουνίσιο αέρα, όταν ακούστηκε η γνώριμη τσιριχτή φωνή της γειτόνισσας:
– Μαριγώωωω! Τρέξε καλέ, ήρθε ο Αλέκος! Την επόμενη στιγμή είδε να ξεπροβάλλει από το πλινθόκτιστο σπιτάκι η γιαγιά του σκουπίζοντας τα παχουλά της χέρια στην ποδιά της και λέγοντας:
– Καλώς τον πασά μου, καλώς τον γιόκα μου, καλώς ήρθες, Αλέκο μου! Κι αμέσως βρέθηκε στην αγκαλιά της. Τι ήταν αυτό; Σα να μπήκε σε λιμάνι απάνεμο, σα να του έφυγε όλη η αντάρα του μυαλού του.
Ξαφνικά άδειασε και την αγκάλιασε κι αυτός.
– Καλώς σε βρήκα, γιαγιά.
– Κόπιασε, γιε μου, να ξαποστάσεις.
Μόλις μπήκε στο χαμηλοτάβανο σπιτάκι, τον συνεπήρε η μυρωδιά της σπανακόπιτας και του λιβανιού.
Σίγουρα η γιαγιά είχε φουρνίσει από το πρωί ακόμη και είχε λιβανίσει το σπίτι τρεις- τέσσερις φορές.
 
– Πάλι λιβάνι γιαγιά;
– Α! Όλα κι όλα, άμα δεν κάνω τα θεοτικά μου τρεις φορές την ημέρα, δεν μπορώ να κοιμηθώ.
– Και σαν τι λες;
– Μνήσθητί μου, Κύριε! Ό,τι λέει η Σύνοψη.
– Και τα εννοείς;
– Γιέ μου, αυτά είναι μυστήρια του Θεού, ποιος να τα εννοήσει; Αλλά μη γνοιάζεσαι, σα δεν καταλαβαίνω εγώ, νογά ο Θεός και βλέπει τον κόπο μου, νογά κι ο Διάολος και καίγεται.
– Χμ, καλά τα λες, είπε συγκαταβατικά.
– Στάσου, να σου φέρω λίγη σπανακόπιτα, μόλις την έβγαλα από το φούρνο. Κι έφυγε αμέσως για την κουζίνα, το βασίλειό της. Ο Αλέκος έμεινε μόνος του στο καθιστικό. Αισθανόταν άνετα και ζεστά εκεί, μολονότι ήξερε πως, εάν έκανε τη ζωή της γιαγιάς του σε τούτο το χωριό, σίγουρα θα τρελαινόταν. Η καημένη! Δεν ήξερε πολλά γράμματα, αλλά το Ευαγγέλιο δεν έλεγε να το αφήσει από τα χέρια της.
Μέρα – νύχτα το διάβαζε. Όταν λέει «γιαγιά Μαριγώ» του ‘ρχεται πάντα η ίδια εικόνα στο μυαλό: Μια γριούλα παχουλή, με σφιχτοδεμένο κότσο να κάθεται στην πολυθρόνα και να διαβάζει το Ευαγγέλιο ψιθυριστά. Δυστυχώς, η γιαγιά δεν ήξερε τίποτα από Φιλοσοφία. Θυμάται μια φορά που της ανέφερε τον Heidegger. Τον κοίταξε με τρόμο στα μάτια και είπε:
– Παναγιά μου, οι Γερμανοί, ο Θεός να φυλάει την Ελλάδα μας! Η καημένη ήταν αδαής. Δεν αναζητούσε καμιά αλήθεια. Δεν σκοτιζόταν για καμιά ψυχολογική σχολή. Ο Αλέκος έριξε μια ματιά στον τοίχο, αμέτρητες εικόνες. Η γιαγιά είχε μαζέψει όλους τους Αγίους της οικογένειας.
 
 Κι όμως αρκούσε ένας σταυρός.
– Γιαγιά, τι τις θες τόσες εικόνες;
– Μνήσθητί μου, Κύριε! Και πώς θα παρακαλέσω τον Αγιαλέξανδρο, σαν δεν έχω την εικόνα του; Άσε το άλλο, κάθε φορά που γιορτάζει Άγιος με εικόνα, το σπίτι έχει πανηγύρι. Άσε όμως αυτά, πες μου τα δικά σου, παλικάρι μου.
Και τότε, άγνωστο γιατί, ο Αλέκος άνοιξε την καρδιά του όπως δεν την είχε ανοίξει ποτέ, ούτε στον πνευματικό του, ούτε και στους γέροντες στο Άγιον Όρος όπου βρισκόταν συχνά – πυκνά. Της είπε για τις αγωνίες του, τη βασανιστική του πορεία για ανεύρεση της αλήθειας, την προσπάθεια ελευθερώσεως του εαυτού του από τα δεσμά της συμβατικότητας και του ηθικισμού, ώστε να ‘ρθει σε κοινωνία αληθινή με το πρόσωπο του πλησίον. Της είπε ακόμη για την αδυναμία του να σταθεί μπροστά στο Θεό χωρίς τη μάσκα του ευσεβή που τον στοιχειώνει από τα παιδικά του χρόνια. Της είπε, της είπε, της είπε… και τι δεν της είπε. Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Η κυρα-Θοδόσαινα έκανε τον σταυρό της αργά – αργά και είπε:
 
– Μνήσθητί μου, Κύριε! Δεν κατάλαβα γρι. Μπερδεμένα μου τα λες, ματάκια μου. Και θαρρώ πως τα ‘χεις και στο μυαλό σου μπερδεμένα. Ευαγγέλιο διαβάζεις;
– Ορίστε;
– Εκκλησία πας;
– Δεν καταλαβαίνω …
– Την προσευχή σου την κάμεις;
– Τι εννοείς, γιαγιά;
– Τον πλησίον σου τον συντρέχεις;
– Θαρρώ πως δε με κατάλαβες.
– Αχ παιδάκι μου, εσύ εννοείς να καταλάβεις πως τα πράγματα του Θεού είναι απλά. Δε χρειάζονται πολλές θεωρίες μήτε αξημέρωτες συζητήσεις. Μονάχα τούτο χρειάζεται, να ξαστερώσεις από τις φιλοσοφίες και να πιαστείς από το ρούχο του Χριστού σαν εκείνη τη γυναίκα στο Ευαγγέλιο, να δεις πως τι λένε… την ξέχασα, δεν πειράζει. Τα άλλα όλα θα τα κανονίσει ο Χριστός. Είναι δικές του δουλειές.
Άσε Τον. Ξέρει τι κάνει.
Δεν κάθισε πολύ στα Τρόπαια, στο σπίτι της γιαγιάς του. Μια – δυο μέρες. Ήταν αρκετές. Είδε πράγματα που θα τον συνόδευαν για πολύ καιρό. Είδε τη γιαγιά του να κάνει ατελείωτες μετάνοιες. Την είδε να συντρέχει τη χήρα με τα τρία βυζανιάρικα παιδιά. Την είδε να μαζεύει στο σπίτι της κάθε λογής κουρασμένο στρατοκόπο και να αποθέτει στα χέρια των φτωχών ολάκερη τη σύνταξη του μακαρίτη. Την είδε να κοινωνά την Κυριακή και να λάμπει σαν τον ήλιο όλη τη μέρα.
Μυστήρια του Θεού! Σαν έφυγε με το λεωφορείο για την Αθήνα στριμωγμένος σ’ ένα κάθισμα κρατώντας κεφτεδάκια (πεσκέσι της γιαγιάς) σκεφτόταν όσα έζησε τούτες τις λίγες μέρες. Μια μυρωδιά λιβανιού του ‘ρθε στη μύτη και μια φωνή να του υπενθυμίζει: «Τα πράγματα του Θεού είναι απλά».
– Λες να ‘ναι έτσι; Μνήσθητί μου, Κύριε!

Ήταν ένας εργάτης, δασοφύλακας στη Φιλοθέου, που είχε σκοτώσει άνθρωπο. Ύστερα ήρθε στο Άγιο Όρος. Με βοηθούσε πολλές φορές. Μου ΄φερε απ΄ το Μοναστήρι μια τσέργα, πιρούνι, κουτάλι αλλά όταν μιλούσαμε για πεθαμένους, αμέσως άλλαζε κουβέντα.
- Άστα, άστα αυτά έλεγε, δεν υπάρχουν αυτοί.
Πέθανε ο άνθρωπος, πάει τέλειωσε. Δώσε, του λέω, τα ονόματα απ΄ τα πεθαμένα να στα μνημονεύω στο εκκλησάκι των Αρχαγγέλων. Εκεί ήμουν τότε. Αυτός τίποτα, δε μου τα έδωσε.
Ύστερα από καιρό, μαθαίνω, πέθανε. Δεν το πίστεψα στην αρχή. Πάω στη Φιλοθέου, βλέπω φρέσκο μνήμα. Ε, λέω, πέθανε. Ύστερα από είκοσι μέρες, μαθαίνω, μ΄ έψαχνε ένα πρόσωπο απ΄ τη Φιλοθέου. Έρχεται αναστατωμένος, ήταν κι επίτροπος στο μοναστήρι του.
- Πάτερ, μου λέει, ήρθε ο κυρ Θανάσης, ο πεθαμένος, και μου παραπονέθηκε πολλές φορές πως τον ξέχασα και δεν έκανα τίποτα γι΄ αυτόν. Και πραγματικά έχω είκοσι μέρες να τον μνημονεύσω στην προσευχή μου και ήρθε. Και πραγματικά, ανέλαβα προϊστάμενος και ταχτοποιώ το γραφείο, έχει πολλή δουλειά, τί να κάνω τώρα ξέχασα και το κανόνα μου.
- Ε, τώρα να κάνεις λίγο παραπάνω.

Από το βιβλίο«Διηγήσεις του π.Παϊσίου περί παλαιών Αθωνιτών πατέρων»

katafigioti

lifecoaching