«Το 1907, αρχίζει ο π. Λεβάσωφ, έτυχε να επισκεφτώ για πρώτη φορά το μοναστήρι της Όπτινα, αν κι είχα προγραμματίσει πολλές φορές να το κάνω. Είχα ακούσει νωρίτερα μερικά πράγματα για τους γέροντες, αλλά δεν τους είχα δει. Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις έφτασα στο μοναστήρι, ήταν να πάω να κοιμηθώ, αφού είχα περάσει μια νύχτα στο τραίνο χωρίς ύπνο. Με ξύπνησε η καμπάνα για τον εσπερινό. Οι προσκυνητές πήγαν στην εκκλησία κι εγώ έτρεξα στη σκήτη, για να προλάβω να μιλήσω με το Γέροντα, την ώρα κείνη που ήταν λιγότεροι επισκέπτες. Ζήτησα να μου δείξουν το δρόμο για τη σκήτη και το κελλί του και σε λίγο βρισκόμουν στο δωμάτιο υποδοχής. Το δωμάτιο ήταν μικρό και η επίπλωσή του απλή. Στους τοίχους κρέμονταν κάδρα με μορφές αγίων ασκητών και ρητά των αγίων πατέρων. Όταν έφτασα εγώ υπήρχε μόνο ένας επισκέπτης, κάποιος επίσημος από την Πετρούπολη. Σύντομα ο υποτακτικός του Γέροντα κάλεσε τον επίσημο να περάσει μέσα και μου είπε: «Περιμένει πολύ ώρα». Ο επίσημος μπήκε μέσα για τρία λεπτά περίπου και μετά βγήκε. Γύρω από το κεφάλι του είδα ακτίνες από ‘να παράξενο φως. Δακρυσμένος και με συγκίνηση μου είπε πως αυτός μαζί με άλλους παραβρέθηκαν το πρωί στην άφιξη από τη σκήτη της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας της Καλούγκα. Ο γέροντας Ιωσήφ βγήκε από το κελλί του για να προσευχηθεί κι όλοι τους είδαν το πρόσωπό του να λάμπει και να βγάζει ακτίνες από θείο φως.
Σε λίγα λεπτά μου είπαν να περάσω στο Γέροντα. Μπήκα μέσα στο ταπεινό κελλί του που είχε φτηνά, ξύλινα έπιπλα και φωτιζόταν αμυδρά. Τότε είδα τον ηλικιωμένο Γέροντα, ταλαιπωρημένο από τους διαρκείς ασκητικούς αγώνες και τη νηστεία. Μόλις που μπορούσε να σηκωθεί από το κρεββάτι του. Ήταν άρρωστος εκείνη την εποχή. Χαιρετιστήκαμε. Μετά είδα ένα περίεργο φως γύρω από το κεφάλι του, όπως επίσης και μια φαρδιά ακτίνα να πέφτει πάνω του από ψηλά, σα να’ χε ανοίξει το ταβάνι του κελλιού του. Η ακτίνα έπεφτε από τον ουρανό κι ήταν ίδια με το φως που περιέβαλλε το πρόσωπό του. Η όψη του φωτίστηκε και φάνηκε ένα χαμόγελο. Ήμουν απροετοίμαστος να δω αυτό το θέαμα και τα ‘χασα. Ξέχασα όλες τις ερωτήσεις που τριγύριζαν στο κεφάλι μου και για τις οποίες γύρευα να βρω απαντήσεις από κάποιο γέροντα έμπειρο στην πνευματική ζωή. Με πολλή βαθιά χριστιανική ταπείνωση και πραότητα (τα χαρακτηριστικά του Γέροντα) στεκόταν και περίμενε υπομονητικά να μιλήσω. Εγώ έμενα σαστισμένος. Δεν μπορούσα να τραβήξω τα μάτια μου από το θέαμα αυτό, που μου ήταν τελείως πρωτόγνωρο. Τελικά κατάφερα να θυμηθώ αόριστα τι ήθελα να εξομολογηθώ κι άρχισα να ψελλίζω: «Μπάτιουσκα, είμαι πολύ αμαρτωλός». Μόλις μπόρεσα ν’ αρθρώσω τα λόγια αυτά, το πρόσωπό του έγινε σοβαρό και το φως που έπεφτε πάνω του, όπως κι εκείνο που τον περιέβαλλε, εξαφανίστηκε. Μπροστά μου στεκόταν πάλι ο οικείος γέροντας που είχα δει όταν μπήκα στο κελλί. Αλλά δεν έμεινε για πολύ έτσι. Σε μια στιγμή άρχισε πάλι να τον τυλίγει το φως και να πέφτει πάνω του η ακτίνα. Μερικές φορές το φως ήταν πιο λαμπρό και πιο εκτυφλωτικό. Επειδή ήταν άρρωστος, αρνήθηκε να μ’ εξομολογήσει. Ζήτησα τη συμβουλή του για τη δημιουργία μιας επιτροπής στην ενορία μου και τον παρακάλεσα να προσευχηθεί για μένα. Δεν μπορούσα ν’ αποχωριστώ εύκολα αυτό το ουράνιο θέαμα. Πρέπει να χαιρέτησα το Γέροντα τουλάχιστο δέκα φορές. Παρατηρούσα συνέχεια αυτό το χαριτόβρυτο πρόσωπο που είχε ένα αγγελικό χαμόγελο κι έλαμπε ολόκληρο μ’ αυτό το θείο φως, που εξακολουθούσε να τον φωτίζει καθώς έβγαινα από το κελλί του. Μετά από τρία χρόνια ξαναπήγα στο μοναστήρι της Όπτινα κι είδα τον μπάτιουσκα Ιωσήφ πολλές φορές. Ποτέ όμως δεν τον ξανά ‘δα σε τέτοια δόξα.
» Το φως που είδα πάνω στο Γέροντα δεν μπορεί να παρομοιαστεί με κανένα επίγειο φως, όπως για παράδειγμα το φως του ήλιου, ή του φωσφόρου ή το ηλεκτρικό, του φεγγαριού κ.λ.π. Δεν έχω ξαναδεί παρόμοιο φως.
» Πιστεύω πως το όραμα αυτό ήταν αποτέλεσμα της κατάστασης της έντασης και της προσευχής στην οποία βρισκόταν ο Γέροντας και προκάλεσε τη Χάρη του Θεού να επισκεφτεί τον εκλεκτό Του. Τώρα γιατί αξιώθηκα εγώ να δω τέτοιο όραμα, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Γνωρίζω πως είμαι αμαρτωλός κι ότι το μόνο για το οποίο μπορώ να καυχηθώ, είναι οι αδυναμίες μου. Ίσως ο Κύριος να κάλεσε κι εμένα τον αμαρτωλό στο δρόμο της μετάνοιας μ’ αυτό τον τρόπο, δείχνοντάς μου με ορατό τρόπο τι χάρη αξιώνονται οι εκλεκτοί του Θεού απ’ αυτήν ακόμα την κοιλάδα του κλαυθμώνος.
» Η ιστορία μου είναι αληθινή. Μετά το όραμα αυτό ένιωσα ανεκλάλητη χαρά κι ένα δυνατό θρησκευτικό ζήλο, παρά το γεγονός πως προτού επισκεφτώ το Γέροντα δεν αισθανόμουν τίποτα.
» Από τότε έχουν περάσει τέσσερα χρόνια. Και μόνο που το θυμάμαι απλά τώρα, ξαναζώ τη συντριβή και τη μαγεία εκείνη. Η ιστορία μου μπορεί να είναι «Ιουδαίοις μέν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρία» (Α’ Κορ. α’ 23). Στους ολιγόπιστους και σε κείνους που αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στην αμφιβολία και την πίστη, μπορεί να φανεί μια αυτοσχέδια ιστορία, μια φαντασία ή παραίσθηση. Στους καιρούς της απιστίας και της θρησκευτικής παρακμής που ζούμε σήμερα, τέτοιες διηγήσεις προκαλούν ειρωνικά χαμόγελα. Τι πρέπει να κάνουμε εμείς οι υπηρέτες της αλήθειας; Να σιγήσουμε; Σίγουρα όχι. Ο αλησμόνητος γέροντας Ιωσήφ είναι πραγματικά ένα φωτεινό και λαμπρό αστέρι. Δεν πρέπει να κρύβουμε το λυχνάρι κάτω από το μόδιο, αλλά να το βάζουμε στο λυχνοστάτη, για να τους φωτίζει όλους μέσα στην αληθινή εκκλησία του Χριστού. Παρακαλώ όλους τους πιστούς χριστιανούς να προσεύχονται σ’ αυτόν, για να εύχεται κι αυτός για μας μπροστά στο θρόνο του Θεού.
» Όλα όσα ανάφερα παραπάνω είναι απόλυτα αληθινά. Δεν υπάρχει ίχνος υπερβολής. Και τα βεβαιώνω στο όνομα του Θεού, με την ιερατική μου συνείδηση».
(Στάρετς Ιωσήφ της Όπτινα, Πέτρου Μπότση, σελ. 174-178)