Και πώς ονομάζει σαρκικούς αυτούς που έλαβον τόσον πολύ Πνεύμα και δια τους οποίους εις την αρχήν της επιστολής έπλεξε τόσα πολλά εγκώμια; Διότι ήσαν σαρκικοί και εκείνοι, προς τους οποίους ο Κύριος λέγει: «Φύγετε μακριά από εμέ, σεις που πράττετε την ανομίαν. Δεν σας γνωρίζω» αν και βέβαια εκείνοι και δαίμονας εξέβαλον και νεκρούς ανέστησαν και προφητείας έκαναν. Ώστε είναι δυνατόν ακόμη και ένας που έκανε θαύματα να είναι σαρκικός. Καθ’ όσον μάλιστα δια του Βαλαάμ ενήργησεν ο Θεός και εις τον Φαραώ και εις τον Ναβουχοδονόσορα απεκάλυψε τα μέλλοντα, και ο Καϊάφας προεφήτευσε χωρίς να κατανοή όσα έλεγεν. Επί πλέον και μερικοί άλλοι εξέβαλον δαιμόνια επικαλούμενοι το όνομά του χωρίς να είναι οπαδοί του. Επειδή δηλαδή αυτά δεν γίνονται δι’ όσους ενεργούν αυτά, αλλά χάριν άλλων, πολλάκις αυτά έγιναν ακόμη και δι’ αναξίων.
Και διατί απορείς, αν δι’ αναξίων ανδρών γίνωνται χάριν άλλων αυτά, τα οποία, ως γνωστόν, γίνονται και δι’ αγίων; καθ’ όσον ο Παύλος λέγει: «Όλα είναι ιδικά σας, είτε Παύλος είτε Απολλώς είτε Κηφάς είτε ζωή είτε θάνατος» και πάλιν, ότι «Αυτός ώρισεν άλλους μεν αποστόλους, άλλους προφήτας, άλλους ποιμένας και διδασκάλους, δια να καταρτίζουν τους αγίους δια το έργον της διακονίας».
Διότι, εάν δεν συνέβαινε τούτο, τίποτε δεν θα ημπόδιζε να καταστραφούν όλοι. Συμβαίνει δηλαδή οι μεν άρχοντες να είναι φαύλοι και μιαροί, ενώ οι αρχόμενοι να είναι ήπιοι και πράοι, και οι μεν λαϊκοί να ζουν με ευλάβειαν, ενώ οι ιερείς με πονηρίαν, και δεν επρόκειτο ούτε βάπτισμα να υπάρχη ούτε σώμα Χριστού ούτε προσφορά δι’ εκείνων, εάν η χάρις εζήτει παντού τους αξίους. Αλλ΄ όμως συνηθίζει ο Θεός να ενεργή και δι’ αναξίων, και δεν παραβλάπτεται καθόλου η χάρις του βαπτίσματος από τον βίον του ιερέως. Διότι αλλιώς ο λαμβάνων την χάριν θα εζημιούτο. Ώστε, αν και σπανίως γίνονται αυτά, πάντως όμως γίνονται. Τα λέγω δε αυτά, δια να μη σκανδαλίζεται κανείς από σας, που ευρίσκεσθε τώρα εδώ, δια όσα συμβαίνουν, εάν περιεργάζεται τον βίον του ιερέως. Διότι ο άνθρωπος καθόλου δεν εισάγει εις τα μυστήρια, αλλά το παν είναι έργον της δυνάμεως του Θεού, και εκείνος είναι που μας οδηγεί εις τα μυστήρια. (ΕΠΕ 18.219-221)
‘Ο καλός Θεός οικονομάει για τον κάθε άνθρωπο έναν σταυρό ανάλογα με την αντοχή του, όχι για να τον βασανίσει αλλά για να ανέβει από τον σταυρό στον Ουρανό. Γιατί στην ουσία ο σταυρός είναι σκάλα προς τον Ουρανό’. Διαβάζοντας αυτά τα λόγια του αγίου Παισΐου σκέφτομαι ότι ο Χριστός είναι ο πρώτος που ανέβηκε από το σταυρό στον Ουρανό για να ανοίξει και για μας αυτή την πόρτα! Γιατί ο δρόμος για τη Βασιλεία Του περνάει από το γολγοθά και τη σταύρωση. Με τη Σταυρανάσταση Του ο Χριστός μάς καταδεικνύει τον τρόπο για τη σωτηρία της ψυχής μας. Με τη δική Του Σταύρωση μετέτρεψε το σταυρό από μέσο θανάτωσης σε μέσο σωτηρίας ευλογημένο! Και ο σταυρός που κουβαλάει ο καθένας μας είναι καλά μελετημένος και ζυγισμένος σύμφωνα με την πανσοφία και το Έλεος του Θεού.
Ο σταυρός μας λοιπόν είναι ένα δώρο, ένα κάλεσμα του Χριστού να πάμε κοντά Του. Από εμάς εξαρτάται αν θα αγκαλιάσουμε αυτό το σταυρό ή αν θα τον καταραστούμε. Είναι σίγουρο όμως πως στην πρώτη περίπτωση ο Χριστός θα γίνει ο δικός μας Σίμωνας Κυρηναίος και έτσι ο σταυρός μας θα γίνει δικός Του και τότε τί έχουμε να φοβηθούμε; Ποια απογοήτευση να νιώσουμε και ποια κούραση; Κάθε λύπη και βάρος θα εξαφανιστεί. Θα νιώθουμε ότι έχουμε πούπουλα στους ώμους και ότι περπατάμε ήδη στα σύννεφα! Γιατί ο Θεός μας δεν είναι Θεός τιμωρός και βασανιστής αλλά Θεός της Αγάπης και του Ελέους. Πήρε πάνω Του τις αμαρτίες όλου του κόσμου ο Αναμάρτητος! Πώς δεν θα μας συντρέξει στις δοκιμασίες μας; Αν όμως αντιμετωπίσουμε το σταυρό μας σαν κατάρα και ανάθεμα, τότε θα νιώσουμε μεγαλύτερο το βάρος του στους ώμους μας και η ζωή μας θα γίνει ένα μαρτύριο. Θα παλεύουμε μόνοι και αβοήθητοι με τα κύματα του βίου τούτου κινδυνεύοντας να καταποντιστούμε και στο τέλος να χαθούμε!
Ο Θεός μας έγινε άνθρωπος για να γίνουμε εμείς κατά χάριν Θεοί. Αν Εκείνος ανέβηκε για μένα στο σταυρό, θα ανέβω κι εγώ τώρα για Εκείνον. Αν Εκείνος περπάτησε στο Γολγοθά , θα περπατήσω κι εγώ τώρα στα χνάρια Του. Και όχι με γογγυσμό … Εκείνος δεν γόγγυσε! Αλλά θα πορευθώ αδιαμαρτύρητα και με καμάρι, χαρά και ευγνωμοσύνη. Γιατί πίσω από το Γολγοθά ξημέρωσε η Ανάσταση του Χριστού! Κι έτσι τώρα και για μένα ξημερώνει και η δική μου ανάσταση κοντά Του.
Φωτίζου, φωτίζου η νέα Ιερουσαλήμ, η γαρ δόξα Κυρίου επί σε ανέτειλε!(Α.Κ.Β)
965. ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΚΟΛΑΣΙΣ.
– Για πέστε μας, πάτερ, που είναι η Κόλασις; Ρώτησαν κάπως πονηρά δύο νεαροί έναν ιερέα.
- Στο τέλος μιας ζωής χωρίς Χριστόν, ήταν η έξυπνη απάντηση που τους έδωσε εκείνος.
1139. Η ΥΠΑΡΞΙΣ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ.
Η μητέρα μαλώνει την κόρη:
- Δεν καταλαβαίνω γιατί είσαι έτσι πεισματάρα και δε θέλεις να πάρεις τον νέο που σου λέγει ο μπαμπάς.
- Γιατί μαμά, είναι άπιστος. Μου ομολόγησε ότι δεν πιστεύει στην Κόλαση.
- Μόνο γι αυτό τον λόγο; Μην ανησυχείς. Αν ζήσει μαζί μας σε λίγο διάστημα θα αλλάξει ιδέα.
(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 441,517 )
1056. Η ΜΗΤΡΙΚΗ ΑΓΑΠΗ.
Ρώτησαν μια μητέρα:
- Ποιο από τα δώδεκα παιδιά σου αγαπάς περισσότερο;
- Εκείνο που είναι άρρωστο, ώσπου να γίνει καλά. Και κείνο, που είναι μακριά, ώσπου να επιστρέψει, απάντησε η καλή μητέρα.
1063. «ΝΑ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ».
Μια πατρικιά ρωμαία, στολισμένη με πλούσια και βαριά κοσμήματα, ζήτησε από την Κορνηλία, μητέρα των δύο Γράκχων να της δείξει τα κοσμήματά της.
Εκείνη, αγκαλιάζοντας τα δύο παιδιά της που μόλις είχαν επιστρέψει από το σχολείο, είπε: «Να τα δικά μου κοσμήματα».
1065. Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΗΡΩΙΔΑ.
Κάποτε ένας δάσκαλος ρώτησε τους μαθητάς του, ποια γυναίκα θα μπορούσαν να αναφέρουν ως την μεγαλύτερα ηρωίδα της ιστορίας. Οι μαθηταί εις απάντησιν είπαν διάφορα ιστορικά ονόματα γυναικών. Μια όμως μαθήτρια φώναξε με την κρυστάλλινη φωνή της: «Η μητέρα».
(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 481-484 )
42. «Βαβυλωνία κάμινος, τους Παίδας ουκ έφλεξεν, ουδέ της θεότητος το πυρ, την Παρθένον διέφθειρε» (Π).
Το περιστατικό της θαυματουργικής διασώσεως των αγίων τριών παίδων που ο Ναβουχοδονόσορ έρριξε μέσα στην «κάμινο του πυρός την καιομένην» (Δανιήλ, γ΄) ενέπνευσε τόσο πολύ την ορθόδοξη ευσέβεια, ώστε στο γεγονός αυτό ν’ αφιερώση δύο απ’ τις εννέα Ωδές των Κανόνων της Υμνολογίας της (την Ζ΄ και την Η').
Και πολύ σωστά. Διότι και το περιστατικό αυτό είναι μια χαρακτηριστική προτύπωσις της ενσαρκώσεως του Θεού από την Θεοτόκο. Όπως δηλαδή η φωτιά της καμίνου δεν πείραξε «καθόλου το πυρ και ουχ ελύπησεν ουδέ παρηνώχλησε» τους τρεις Παίδας (Δανιήλ γ' 26), έτσι και το πυρ της θεότητος δεν πείραξε και δεν έκαψε την Παρθένο, όταν δέχθηκε στους κόλπους της τον Θεάνθρωπο Ιησού.
Η παρουσία του Θεού στην Π. Διαθήκη συνοδευόταν πάντα με το στοιχείο της φωτιάς (πρβλ. Έξοδ. γ' 2.Δευτ. δ' 12). Κατά την Ενσάρκωσι το πυρ της θεότητος, περνώντας απ’ το πρόσωπο της Θεοτόκου μετασχηματίσθηκε σε φώς και δύναμι. Έτσι, στην Κ. Διαθήκη οι άνθρωποι που προσεγγίζουν τη θεότητα δια μέσου της Θεοτόκου δεν κατακαίονται από τη θεϊκή φωτιά, αλλά φωτίζονται, ενδυναμώνονται και ζωογονούνται. Η Θεοτόκος χρησίμευσε στην ανθρωπότητα σαν μετασχηματιστής. Ο ρόλος της και η λειτουργία της είναι να μετασχηματίζη το πυρ της θεότητος σε φωτιστική, καθαριστική και αναγεννητική δύναμι.
Πρέπει όμως να σημειωθή, ότι ο Μετασχηματιστής αυτός είναι εγκαταστημένος μέσα στην Εκκλησία και είναι χρήσιμος για όσους προσεγγίζουν τον Θεό μέσω της Εκκλησίας. Όσοι όμως δεν ανήκουν στην Εκκλησία και δεν καταφεύγουν στο Θεό δια της Θεοτόκου θα έχουν τελικά ν’ αντιμετωπίσουν το εξουθενωτικό και εκτυφλωτικό πυρ της θεότητος, που η Γραφή το ονομάζει «πυρ καταναλίσκον» (=εξολοθρευτικό, Εβρ. ιβ΄ 29).
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 66-67)
1145. Η ΔΥΣΚΟΛΟΤΕΡΗ ΝΙΚΗ.
Ένας Πέρσης ευγενής, μετά την μάχη των Αρβήλων, συνελήφθη αιχμάλωτος. Ο Μέγας Αλέξανδρος διέταξε να τον μεταχειρίζονται καλά και να μη του λείψει τίποτα απ’ όσα θα έκαναν την κατάσταση του λιγότερο σκληρή. Κατόπιν, τον κάλεσε μπροστά του και του μίλησε μ’ ευγένεια και καλοσύνη. Αλλά ο Πέρσης αποκρίθηκε με περιφρόνηση.
Τότε ο Μ. Αλέξανδρος είπε στους αξιωματικούς του: «Πάρτε τον απ’ εδώ για να μη με κάνει να θυμώσω με τις απαντήσεις του. Νίκησα αυτόν τον άνθρωπο. Αλλά τώρα - πράγμα πολύ πιο δύσκολο – πρέπει να νικήσω και τον εαυτό μου».
1148. ΤΟ ΑΓΡΙΟΤΕΡΟ ΘΗΡΙΟ.
Ρώτησαν έναν φιλόσοφο:
- Ποιο είναι το αγριότερο θηρίο;
Κι εκείνος απάντησε:
- Ο άνθρωπος, όταν θυμώνει.
1152. ΜΗ ΚΑΝΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ ΘΥΜΩΜΕΝΟΣ.
Ήθελε κάποτε ο Πλάτων να τιμωρήσει ένα ατίθασο παιδί, αλλά ήταν θυμωμένος. Γυρνά στο φίλο του Ξενοκράτη και του λέγει:
- Σε παρακαλώ, τιμώρησε συ το παιδί αυτό, γιατί είμαι πολύ θυμωμένος.
(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 521-523)
ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ Πατέρες, έλεγε ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός, έτρωγαν μόνο ψωμί κι αλάτι μια φορά την ημέρα κι ούτε απ΄ αυτό χόρταιναν, γι’ αυτό ήταν δυνατοί στο έργο του Θεού.
ΑΦΟΤΟΥ έγινε μοναχός ο Αββάς Διόσκορος, έτρωγε μια φορά την ημέρα λίγο κρίθινο ψωμί η φτιαγμένο από λουπινα.
Κάθε χρόνο επιχειρούσε κι από μια καινούργια άσκηση. Παραδείγματος χάριν, δεν έβγαινε καθόλου από το κελλί του ή έμενε αμίλητος. Έτσι κατόρθωσε να κόψει όλες του τις επιθυμίες.
ΈΝΑΣ αδελφός στο Κοινόβιο του Αγίου Θεοδοσίου, στην Παλαιστίνη, τριανταπέντε ολόκληρα χρόνια έτρωγε μόνο ψωμί μια φορά την εβδομάδα και δεν έβγαινε από την εκκλησία.
Ο ΑΒΒΑΣ Ιωάννης, που ήταν Ηγούμενος σ’ ένα μεγάλο Κοινόβιο στην Αίγυπτο, πήγε κάποτε βαθιά στην έρημο να συναντήσει τον Όσιο Παΐσιο, τον ξακουσμένο ασκητή, που σαράντα ολόκληρα χρόνια αγωνιζόταν εκεί μόνος του.
- Τί κατόρθωσες ζώντας μακριά από τους ανθρώπους, Πάτερ; τον ρώτησε ο Αββάς Ιωάννης.
- Αφότου ήρθα εδώ δεν με είδε ούτε μια φορά ο ήλιος να τρώω, αποκρίθηκε ο Όσιος.
- Ούτε εμένα οργισμένο, είπε ο Αββάς.
ΈΛΕΓΕ για τον Γέροντά του κάποιος υποτακτικός πως είκοσι ολόκληρα χρόνια δεν ξάπλωσε να κοιμηθεί σε στρώμα, αλλά έπαιρνε λίγο ύπνο καθισμένος στο σκαμνί που εργαζόταν. Κι έτρωγε, όλο εκείνο τον καιρό, κάθε δυο μέρες, άλλοτε κάθε τέσσερις ή πέντε. Συνήθιζε να τρώει με το ένα χέρι το λιτό του φαγητό, ενώ το άλλο το είχε πάντα υψωμένο στον ουρανό και προσευχόταν.
- Γιατί το κάνεις αυτό, Αββά; ρωτούσε ο μαθητής του.
- Έχω μπροστά στα μάτια μου την κρίση του Θεού, παιδί μου, και δεν μπορώ να περιμένω, του εξηγούσε ο αγαθός Γέροντας.
Βγήκε μια μέρα από την καλύβα του ο Αββάς και βρήκε τον μαθητή του ξαπλωμένο στο κατώφλι να κοιμάται. Στάθηκε έκπληκτος από πάνω του και τον κοίταζε, κουνώντας περίλυπος την κεφαλή του.
- Που να βρίσκεται άραγε ο λογισμός του και κοιμάται με τόση αφροντισιά;
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 88-89 )
Όταν πρωτοϊδρύθηκε το κοινόβιο του οσίου Θεοδοσίου (423-529) στην Παλαιστίνη, ήταν πολύ φτωχό και συχνά δεν υπήρχαν ούτε τα αναγκαία για τη συντήρηση των μοναχών.
Μια χρονιά, καθώς περίμεναν να γιορτάσουν το Πάσχα, οι αδελφοί έψαχναν απελπισμένα ολόκληρο το μοναστήρι. Δεν ζητούσαν μεγάλα πράγματα. Για κάτι φαγώσιμο ούτε συζήτηση πια δεν γινόταν. Ένα μικρό πρόσφορο κοίταζαν να βρουν, για να μη στερηθούν τη θεία κοινωνία. Αδύνατον όμως να βρουν! Το ανέφεραν στον γέροντα τους, στον όσιο Θεοδόσιο. Τους άκουσε με απόλυτη ηρεμία, σαν να συνέβαιναν όλα αυτά σε ξένη περιοχή. Ούτε την ανησυχία τους φαινόταν να συμμερίζεται ο ουράνιος εκείνος άνθρωπος. Έδωσε μάλιστα εντολή να είναι έτοιμο για τη νυχτερινή θεία λειτουργία το άγιο βήμα, ακόμη και η τράπεζα για το πασχαλινό γεύμα!
Θαύμασαν οι μοναχοί τη βαθιά πίστη του ηγουμένου τους, μα δεν κατόρθωσαν να τη συμμεριστούν.
Βασίλευε ο ήλιος όταν χτύπησε την πόρτα του μοναστηριού κάποιος άγνωστος. Μαζί του έφερνε δύο καμήλες φορτωμένες!
-Πήγαινα μια μικρή δωρεά σε κάποια σκήτη λίγο πιο πέρα από το μοναστήρι σας, εξήγησε στους αδελφούς. Μα μόλις έφθασα εδώ, τα ζώα μου σταμάτησαν και με κανένα τρόπο δεν μπορούσα να τα κάνω να προχωρήσουν! Λέω, μήπως θέλη ο Θεός ν’ αφήσω σε σας αυτά τα λίγα τρόφιμα;
Λίγα τρόφιμα; Αυτά έφθασαν μέχρι την Πεντηκοστή και πιο πέρα ακόμη. Ούτε προσφορές έλειπαν για τη θεία λειτουργία από την ανέλπιστη δωρεά.
-Πολύ μεγάλη πίστη! Έλεγαν μεταξύ τους οι υποτακτικοί του οσίου Θεοδοσίου, και από τότε σέβονταν περισσότερο τον άγιο γέροντα τους, που τον στόλιζε η αρετή αυτή.
( Γεροντικόν)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Γ΄,σελ.189-190
Η καραμέλα του επαίνου
- Γέροντα, άκουσα κάτι επαίνους καί...
- Έ, και τί έγινε; Τελείως κούφιο είσαι, βρέ παιδί; Εμάς τί πρέπει να μας ενδιαφέρη; Πώς μας βλέπουν οι άλλοι ή πώς μας βλέπει ο Χριστός; Οι άλλοι θα είναι για μας η κινητήρια δύναμη ή ο Χριστός; Εσύ έχεις σοβαρότητα· μη γίνεσαι ελαφρούτσικη. Εμένα πολλές φορές, ακόμη και σοβαροί άνθρωποι, μου λένε κάτι επαινετικό και μου έρχεται να κάνω εμετό. Γελώ από μέσα μου και το πετώ πέρα. Κι εσύ κάτι τέτοια να τα πετάς αμέσως. Είναι χαμένα πράγματα! Τί κερδίζουμε, αν μας καμαρώνουν οι άλλοι; Για να μας καμαρώνουν μεθαύριο τα ταγκαλάκια; Όποιος χαίρεται, όταν τον καμαρώνουν οι άνθρωποι, κοροϊδεύεται από τους δαίμονες.
Οι έπαινοι, είτε κοσμικοί είναι είτε πνευματικοί, είτε στο σώμα αναφέρονται είτε στην ψυχή, βλάπτουν, όταν ο άνθρωπος είναι βλαμμένος, όταν δηλαδή έχη υπερηφάνεια ή προδιάθεση υπερηφανείας. Γι’ αυτό να προσέχουμε να μην επαινούμε εύκολα τον άλλον, γιατί, αν τυχόν είναι φιλάσθενος πνευματικά, παθαίνει ζημιά· μπορεί να καταστραφή.
Οι έπαινοι είναι σαν τα ναρκωτικά. Κάποιος, ας υποθέσουμε, που ξεκινά να κάνη κηρύγματα, μπορεί την πρώτη φορά να ρωτήση αν το κήρυγμα ήταν καλό, αν πρέπη κάτι να προσέξη, για να μην κάνη κακό στον κόσμο. Οπότε και ο άλλος, για να τον ενθαρρύνη, του λέει: «Καλά τα είπες· μόνο σ’ εκείνο το σημείο ήθελε λίγο να προσέξης». Ύστερα όμως, αν έχη λίγη προδιάθεση υπερηφανείας, μπορεί να φθάση να ρωτάη αν ήταν καλό το κήρυγμα, μόνον και μόνο για να ακούση ότι ήταν καλό και να αισθανθή ικανοποίηση. Κι αν του πούν: «πολύ καλό ήταν», χαίρεται. «Ά, λένε καλά λόγια για μένα!», σκέφτεται και φουσκώνει. Αν όμως του πούν: «δέν ήταν καλό», στενοχωριέται. Βλέπετε πώς με μια καραμέλα επαίνου τον ξεγελάει το ταγκαλάκι; Στην αρχή ρωτάει με καλό λογισμό, για να διορθωθή, και μετά ρωτάει, για να ακούη επαίνους και να χαίρεται!Αν χαίρεσθε και νιώθετε ικανοποίηση, όταν σάς επαινούν, και στενοχωριέσθε και κατεβάζετε τα μούτρα, όταν σάς κάνουν καμμιά παρατήρηση η σάς πούν ότι μια δουλειά δεν την κάνατε καλά, να ξέρετε ότι αυτό είναι μια κοσμική κατάσταση. Και η στενοχώρια είναι κοσμική και η χαρά είναι κοσμική. Ένας που έχει πνευματική υγεία, και να του πής: «αυτό δεν το έκανες καλό», χαίρεται, γιατί τον βοήθησες να δη το λάθος του. Πιστεύει ότι δεν το έκανε καλό, γι’ αυτό τον φωτίζει ο Θεός και την επόμενη φορά το κάνει πολύ καλό. Αλλά και πάλι αυτό το αποδίδει στον Θεό. «Τί θα έκανα εγώ μόνος μου; λέει. Αν δεν με βοηθούσε ο Θεός, μπανταλομάρες θα έκανα». Όλα δηλαδή τα τοποθετεί σωστά.
- Πώς θα μπορέσουμε, Γέροντα, να αισθανώμαστε το ίδιο, και όταν μας επαινούν και όταν μας προσβάλλουν;
- Αν μισήσετε την κοσμική προβολή, τότε θα δέχεσθε με την ίδια διάθεση και τον έπαινο και την προσβολή.
(Αγἰου Παϊσἰου του Αγιορεἰτου Λὀγοι Ε῾. ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ, σελ. 75-77)
ΈΝΑΣ ΚΑΛΟΣ ΙΕΡΕΑΣ, κάθε Κυριακή, μετά την Λειτουργία, μάζευε τους φτωχούς της ενορίας του και τους μοίραζε τα χρήματα που μάζευε το «κιβώτιο των πτωχών».
Μια Κυριακή πήγε μία γυναίκα με παλιά ξεσκισμένα ρούχα και με ύφος κακομοίρικο. Ο ιερέας την λυπήθηκε. Έβαλε το χέρι του στο κιβώτιο, με την πρόθεση να της δώσει όσα χρήματα χωρούσε η παλάμη του.Όταν το τράβηξε έξω, είδε πως είχε πιάσει λίγα κέρματα. Βιάστηκε να της τα δώσει, γιατί πίσω της περίμενε άλλη να πάρει φιλοδώρημα. Αυτή φορούσε περιποιημένα φορέματα. Ο ιερέας σκέφτηκε πως ήταν από κείνες που χωρίς λόγο ζητιανεύουν. Θα της έδινε λίγα, για να μην την αφήσει να φύγει έτσι και της έμενε η ντροπή. Έβαλε πάλι το χέρι του στο κιβώτιο κι η χούφτα του γέμισε χρυσά νομίσματα.
Ως ευλαβής που ήταν, κατάλαβε την θεία επέμβαση. Ζήτησε λοιπόν πληροφορίες και για τις δύο εκείνες γυναίκες. Έμαθε τότε πως η μία, που φαινόταν καλοντυμένη, ήταν από καλή οικογένεια, που τελευταία από διάφορα ατυχήματα φτώχυνε και υπέφερε πολύ. Από αξιοπρέπεια φορούσε περιποιημένα ρούχα. Η άλλη έβαζε κουρέλια, όταν έβγαινε να ζητιανέψει, για να της δίνουν ευκολώτερα.
Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 102-103)