E-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

121. Ο Θεός είναι παντοδύναμος και βρίσκεται υπεράνω όλων των υλικών κόσμων. Αλλά, επί πλέον, η παντοδυναμία του βρίσκεται και πάνω από τον πνευματικό κόσμο, δηλαδή τον κόσμο των Αγγέλων και των ανθρώπων. Στο χέρι του είναι όλα τα αγαθά πνεύματα, η ειρήνη τους και τα χαρίσματά τους. Όπως και οι δαίμονες και οι αμετανόητοι άνθρωποι, που βασανίζονται στην Κόλασι.

122. Με τη ρυπωμένη, τη σκοτεινή και κακοποιό ζωή, η ψυχή βλασφημεί τον Παράκλητο (δηλαδή: Παρηγορητή, Στηρικτή). Αντίθετα, υπάρχουν άνθρωποι, που, με την καλοπροαίρετο ψυχή τους, είναι ικανοί να στηρίζουν τους άλλους με τα λόγια τους, δοξάζοντας έτσι τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, τον Παράκλητο, «τον παρακαλούντα ημάς εν πάση τη θλίψει ημών, εις το δύνασθαι ημάς παρακαλείν τους εν πάση θλίψει δια της παρακλήσεως ης παρακαλούμεθα αυτοί υπό του Θεού» (Β’ Κορ. α’ 4).

 

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 70-71)

120. Η παρούσα ζωή είναι μια ζωή εξορίας. «Και εξαπέστειλεν αυτόν (δηλαδή: τον άνθρωπο) Κύριος ο Θεός», λέγει η Γραφή, «εκ του παραδείσου της τρυφής» (Γεν. γ’ 23). Και εμείς, έτσι, όλοι, πρέπει να επιδιώκουμε τον γυρισμό στην πατρίδα μας εκείνη, τον Παράδεισο. Πώς; Με τη μετάνοια και με τα έργα της μετανοίας. Γι’ αυτό και η Εκκλησία ψάλλει: «Την ποθητήν πατρίδα παράσχου μοι, Παραδείσου πάλιν ποιών πολίτην με» (νεκρώσιμος Ακολουθία). Ο δρόμος της επιστροφής είναι δρόμος θλίψεων, στερήσεων, κακοπαθειών. Όταν αυτά υπάρχουν στη ζωή μας, σημαίνει ότι βρισκόμαστε στον σωστό δρόμο. Αντίθετα προς τη στενή και τεθλιμμένη αυτή οδό, η φαρδειά οδός της αμαρτίας φέρει στον αιώνιο θάνατο.

Η παρούσα ζωή σημαίνει καθημερινό, σκληρό αγώνα εναντίον των εχθρών της σωτηρίας μας, των αοράτων, υποχθονίων πνευμάτων του κακού, που δεν μας αφήνουν σε ησυχία ούτε μία μέρα, αλλά διαρκώς μας ταλαιπωρούν, πασχίζοντας να μας ξεστρατίσουν από τον δρόμο του Ευαγγελίου. Μην ξεχνάς λοιπόν ότι έχει κηρυχθή εναντίον σου ένας αδιάκοπος πόλεμος. Μη δίνεις σημασία στις απατηλές ανάπαυλες των κοσμικών απολαύσεων. Γνώριζε ότι είσαι αμαρτωλός, ότι είσαι εχθρός του Θεού. Κινδυνεύεις να χάσης την αιώνιο ζωή, αν είσαι αμελής και δεν έχης μετανοήσει ολοκληρωτικά. Η οργή του Θεού κρέμεται πάνω από το κεφάλι σου, αν δεν σπεύσης να προσευχηθής με πνεύμα μετανοίας και συντριβής ενώπιόν του. Αν θέλης χαρές και ανάπαυλες, μην τις ζητείς στον κόσμο. Ζήτησέ τες στην ειρήνη της Εκκλησίας, στον ωραίο και εξυψωτικό κόσμο της θείας λατρείας.

 

(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 69-70)

«Στη βασιλεία των ουρανών δε θα μπει ο καθένας που με λέει: “Κύριε, Κύριε”, αλλά όποιος κάνει το θέλημα του Πατέρα μου του ουράνιου» (Ματθαίος 7:21)

    Είναι για το αιώνιο συμφέρον της ψυχής μας ν’ αφήσουμε κατά μέρος τα λόγια και τους τύπους και να κάνουμε κάτι πρακτικό για το Θεό μας. Πρώτ’ απ’ όλα ας γονατίσουμε κι ας δεχτούμε με μετάνοια και πίστη τη σωτηρία που μας προσφέρει ο μονάκριβος Γιος του Πατέρα Θεού, με το λυτρωτικό Του θάνατο πάνω στο σταυρό του Γολγοθά. Αυτός είναι ο μόνος Δρόμος επιστροφής στον Πατέρα Θεό. Ο Ιησούς Χριστός! Μετά, μελετώντας το Λόγο Του, την Αγία Γραφή, με προσευχή, και ζητώντας δύναμη από Εκείνον ας εκτελούμε όσα Εκείνος θέλει από τα παιδιά Του… Ποτέ δεν είναι αργά! Μπορείς να ξεκινήσεις από τούτη τη στιγμή. Αν εσύ το θέλεις, γιατί Εκείνος και σε καλεί και το μπορεί!
    Κύριε, αφήνω τα εύκολα και χωρίς αντίκρυσμα λόγια κατά μέρος και γονατίζω στην παρουσία Σου. Μετανοώ και Σε δέχομαι στη ζωή μου με πίστη. Σώσε με και οδήγησέ με μέσα από το Λόγο Σου, την Αγία Γραφή, να εκτελώ το θέλημά Σου κάθε μέρα. Σ’ ευχαριστώ.


«Γυρίστε, γυρίστε πίσω από τον κακό σας δρόμο! Γιατί θέλετε να πάτε στην καταστροφή;» (Ιεζ. 33:11)

    Κάποτε μια κοπέλα εγκατέλειψε το σπίτι της κι άρχισε να ζει μέσα στην αμαρτία. Η μητέρα της, που δεν έπαψε να την αγαπά, έψαχνε εδώ κι εκεί να τη βρει για πολλά χρόνια. Στο τέλος, απελπισμένη, κρέμασε στα κεντρικά μέρη της πόλης και σε διάφορα καταγώγια τη φωτογραφία της κι από κάτω έγραψε με το χέρι της: «Γύρνα πίσω. Η μητέρα σου σε περιμένει». Ένα βράδυ, ερείπιο από τις ακολασίες, η άσωτη κόρη είδη τη φωτογραφία της και διάβασε το μήνυμα της μητέρας της. Το αποτέλεσμα ήταν να συνέλθει και με συντριβή να γυρίσει στο σπίτι της.
    Παρόμοια μιλάει ο Θεός σε κάθε αμαρτωλό. Του δείχνει το Γολγοθά και το έργο που πραγματοποίησε εκεί ο Χριστός για τη σωτηρία του και τον προσκαλεί να επιστρέψει σ’ Αυτόν διαβεβαιώνοντάς τον ότι θα τον δεχτεί. Ο Χριστός δεν κρέμασε καμιά φωτογραφία, αλλά κρεμάστηκε ο ίδιος στο Σταυρό για σένα και τώρα σε περιμένει να γυρίσεις κοντά Του. Θα γυρίσεις;

 

(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)

" Ο παλαιός άνθρωπος δε θα μας απασχολεί "
Για να κόβουμε τα πάθη μας, ο Παππούλης μου είπε μία μέρα το εξής παράδειγμα :
Έχουμε, παιδί μου, έναν κήπο που υπάρχουν φυτρωμένα λουλούδια από τη μια μεριά, και αγκάθια από την άλλη. Υπάρχει και μία βρύση σ' αυτό το μέρος που τα ποτίζει. Όταν έχουμε γυρισμένο το νερό της βρύσης προς τη μεριά των λουλουδιών, θα μεγαλώσουν τα λουλούδια. Και τα αγκάθια, λόγω έλλειψης νερού, θα ξεραθούν. Έτσι πρέπει να κάνουμε και με τις πράξεις μας.
Όταν συνεχώς πράττομε το καλό, σιγά σιγά θα εκλείψουν οι κακές συνήθειές μας. Ο παλαιός άνθρωπος που υπάρχει μέσα μας θα φωλιάσει στην κρυψώνα του και δε θα μας απασχολεί. Για να γίνει όμως αυτό, χρειάζεται αδιάλειπτη προσευχή και αγώνας για την αρετή ".
[Τζ 106π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.287-288)

Η αγία τράπεζα στις φλόγες
Τον περασμένο αιώνα στη Μικρασία έζησε ένας άγιος αλλ’ αφανής λευίτης, ο π. Ιωάννης. Ήταν έγγαμος, οικογενειάρχης, από το Γκέλβερι της Καππαδοκίας. Τις καθημερινές εργαζόταν στα χωράφια, ενώ τις Κυριακές και τις γιορτές λειτουργούσε στην εκκλησία. Στη θεία λειτουργία σχεδόν πάντοτε ξεσπούσε σε δάκρυα και αναστεναγμούς. Την ώρα μάλιστα του καθαγιασμού η κατάνυξη του κορυφωνόταν. Οι ψάλτες έψαλλαν το « Σε υμνούμεν…» όσο πιο αργά μπορούσαν, αλλά εκείνος καθυστερούσε πέντε, δέκα, δεκαπέντε λεπτά ή και περισσότερο. Έτσι κι εκείνοι επαναλάμβαναν τον ύμνο μέχρι πέντε ή έξι φορές. Τελικά, πλησίασαν κάποτε τους επιτρόπους και τους είπαν το πρόβλημα τους. Εκείνοι με τη σειρά τους το διαβίβασαν στο λειτουργό.
-Πάτερ Ιωάννη, συχνά καθυστερείς την ώρα του καθαγιασμού. Οι ψάλτες και ο λαός έξω σε περιμένουν πολλή ώρα. Δεν μπορείς να λες πιο σύντομα την ευχή, για να μη γίνεται χασμωδία;
-Πώς θα γίνει αυτό;
-Είναι εύκολο. Εκεί που είσαι πεσμένος μπρούμυτα, να σηκώνεσαι, να σταυρώνεις τα τίμια Δώρα, να λες την ευχή και να τελειώνεις.
-Την ευχή τη γνωρίζω, είναι γραμμένη και στη φυλλάδα, αλλά δεν μπορώ.
-Γιατί δεν μπορείς, πάτερ; Συγχώρεσε μας, αλλά δεν είναι δύσκολο!
-Αυτό δεν εξαρτάται από μένα, απάντησε ο π. Ιωάννης. Μόλις αρχίσω να διαβάζω την ευχή, η αγία τράπεζα κυκλώνεται από θεϊκή φωτιά που φτάνει τα δύο –τρία μέτρα ύψος. Έτσι δεν μπορώ να πλησιάσω και να σφραγίσω τα τίμια Δώρα. Με πιάνει φόβος και τρόμος. Δεν ξέρω τί να κάνω. Πέφτω τότε στο έδαφος, κλαίω, αναστενάζω και ικετεύω τον Κύριο να παραμερίσει τις φλόγες για να συνεχίσω. ΄Υστερα σηκώνω τα μάτια. Αν έχουν χαθεί οι φλόγες, σηκώνομαι και σφραγίζω τα τίμια Δώρα. Αν όχι, τότε συνεχίζω την ικεσία με δάκρυα και στεναγμούς μέχρι να σβήσει η φωτιά ή να βρεθεί άλλος τρόπος, που θα μου επιτρέψει να μην καώ. Πότε- πότε σβήνει η φωτιά και γίνονται όλα όπως πριν. Άλλοτε πάλι χωρίζουν οι φλόγες, δεξιά κι αριστερά σχηματίζοντας καμάρα, οπότε κάνω το τόλμημα, πλησιάζω τρέμοντας και σφραγίζω τα τίμια Δώρα.
Ακούγοντας οι χριστιανοί αυτά τα εξαίσια δεν τον ενόχλησαν άλλη φορά. Ήταν άλλωστε πολύ ευλαβής και εξαιρετικά κατανυκτικός όταν λειτουργούσε. Γι’ αυτό στην ενορία του εκκλησιάζονταν πιστοί κι από γειτονικά χωριά, που περπατούσαν ώρες για να φτάσουν. Μερικές φορές έρχονταν στη λειτουργία χίλιοι και περισσότεροι πιστοί. Και όλοι αυτοί κατανύγονταν κι έκλαιγαν. Στο τέλος μάλιστα της θείας αυτής μυσταγωγίας, το δάπεδο της εκκλησίας ήταν βρεγμένο από τα δάκρυα τους, λες και κάποιος είχε ρίξει νερό!
( Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ.83-85)

Η συζήτησις με τον φιλόσοφο
Κάποια άλλη φορά ο όσιος Ανδρέας παρακολουθούσε την συζήτησι ενός φιλοσόφου με τον νεαρό Επιφάνιο. Σε μια στιγμή ο όσιος λέει στον φιλόσοφο:
-Κουράστηκες, φιλόσοφε, αλλά κοντεύης να τελειώσης το βιβλίο. Προσορμίζεις πια το πλοίο στο λιμάνι του προορισμού του. Σε τρεις ημέρες!
Ο φιλόσοφος ξαφνιάστηκε, και μην εννοώντας τα λεγόμενα του, ρώτησε τον Επιφάνιο:
-Ποιος είναι αυτός ο ζητιάνος;
-Μην του δίνης σημασία, απήντησε εκείνος. Από την υπερβολική μελέτη έχασε τα λογικά του και δεν ξέρει τί λέει.
-Κι όμως, αυτά που είπε, μου φαίνονται πολύ αποκαλυπτικά, επέμενε ο φιλόσοφος.
-Σε προειδοποιώ, συνέχισε ο όσιος. Πήγαινε και ετοιμάσου.
-Τί να ετοιμάσω; ρώτησε με έκπληξι ο φιλόσοφος. Δεν καταλαβαίνω.
Τότε ο όσιος του μίλησε πιο καθαρά και του είπε:
-Ετοίμασε κεριά και λιβάνια. Πλύνε ό, τι ρούχα χρειάζονται για την ταφή σου και μοίρασε χρήματα στους φτωχούς.
-Και πώς θα βεβαιωθώ ότι αυτό πράγματι θα μου συμβή; ρώτησε πάλι ο φιλόσοφος.
Τότε ο μακάριος Ανδρέας φανέρωσε το όνειρο που είδε ο φιλόσοφος την προηγούμενη νύχτα στον ύπνο του. Ότι κρατούσε δηλαδή ένα βιβλίο και διάβαζε και ότι, όταν έφθασε προς το τέλος του βιβλίου και έμεναν ακόμη τρία φύλλα, τα κινούσε με το δεξί του χέρι και έλεγε στον εαυτό του : « Ακόμη, ψυχή μου, τρία φύλλα μας έμειναν και το βιβλίο θα τελειώση».
Ακούγοντας ο φιλόσοφος το όνειρο που είχε δει ο ίδιος, απόρησε και είπε στον Επιφάνιο:
-Μα την αλήθεια, τα φανέρωσε όλα, όπως ακριβώς τα είδα αυτήν την νύχτα.
Τότε ο Επιφάνιος του μίλησε σχετικά με τον όσιο και του τόνισε ότι κάθε λόγος έχει και κάποιο νόημα.
-Πήγαινε τώρα, του είπε τέλος, και ετοιμάσου για την εκδημία σου.
Εκείνος πείσθηκε αμέσως στα λόγια του, τακτοποίησε όλες τις υποθέσεις του, και στις τρεις ημέρες έφυγε από την ζωή αυτή ευχαριστώντας τον Κύριο.
( Όσιος Ανδρέας…)
( Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄, σελ.111-112)

Άδης
ξέρασε
Αυτοί που παίρνουν τροφή και δεν μπορούν να την κρατήσουν για να τη χωνεύσουν,
κάνουν εμετό και βγάζουν όσα έφαγαν. Κάτι τέτοιο συνέβη με το θάνατο του Ιησού.
Ο Άδης, αφού πήρε το σώμα του, δεν μπόρεσε να το χωνεύση.
Το απέβαλε, και μαζί μ’ αυτό κι άλλους που είχε καταπιή.
Δεν μπορούσε. Κοιλοπονούσε.
Συνθλιβόταν όσο κατείχε το σώμα του Χριστού, μέχρις ότου το εξέβαλε. Ε.Π.Ε.18α,100

δράκων Δανιήλ
Και ο δράκοντας στον Δανιήλ υπαινίσσεται την ανάσταση.
Όπως ακριβώς, δηλαδή, εκείνος, ενώ πήρε την τροφή, που του δωσε ο προφήτης,
σχίστηκε στη μέση, έτσι και ο Άδης, αφού κατάπιε το σώμα του Χριστού, σχίστηκε,
διότι αυτό το σώμα κατέκοψε την κοιλιά του και αναστήθηκε.
Ε.Π.Ε. 18α,562

εκεί δεν ενεργεί η μετάνοια
Τότε μόνο πρέπει ν’ απελπιστούμε για το ότι εξέλιπε η ελπίδα της μετάνοιας,
όταν βρεθούμε στον άδη. Διότι μόνο εκεί το φάρμακο της μετάνοιας είναι ανίσχυρο και άχρηστο.
Όσο είμαστε εδώ, κι αν ακόμα το χρησιμοποιήσουμε σε βαθύ γήρας,
αποδεικνύεται μεγάλη η δύναμις του.
Ε.Π.Ε. 28,782

κάθοδος του Χριστού
Ο Χριστός, ο Βασιλιάς, ήρθε στους φυλακισμένους... Έσπασε τις πόρτες.
Συνέτριψε τους μοχλούς. Κατανίκησε τον άδη. Απογύμνωσε όλη τη φυλακή του.
Κι αφού έπιασε και έδεσε το δεσμοφύλακα, επέστρεψε απ’ εκεί νικητής.
Ο τύραννος σερνόταν αιχμάλωτος. Ο ισχυρός σερνόταν δεμένος.
Ο ίδιος ο θάνατος, αφού άφησε τα όπλα του, έπεσε άοπλος στα πόδια του Βασιλιά.
Είδες καταπληκτική νίκη; Είδες φοβερά κατορθώματα του Σταυρού;
Ε.Π.Ε. 35,644

Αδιάβλητα πάθη
στη ζωή του Κυρίου
Ο Χριστός έτσι σταθερά βαδίζει (με τα πόδια), ώστε να κουράζεται από την πεζοπορία.
Με τον τρόπο αυτό διδάσκει παντού και πάντοτε, το να κινείται κανείς μόνος
και απλά και να μην έχη ανάγκη πολλών πραγμάτων.
Ε.Π.Ε. 13,240

Αδιάδοχος
αρχιερέας ο Χριστός
Γι’ αυτό σώζει, επειδή δεν πεθαίνει.
Επειδή ζη αιώνια, δεν έχει διάδοχο, λέει.
Αν όμως δεν έχη διάδοχο, μπορεί να τους προστατεύη όλους.
Ε.Π.Ε. 24,524

(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 98-99)

Να εμπιστευθούν οι γονείς τα παιδιά τους στον Θεό

Ο Θεός έδωσε στους Πρωτοπλάστους, στον Αδάμ και την Εύα, την μεγάλη ευλογία να γίνωνται συνδημιουργοί Του.
Στην συνέχεια οι γονείς, οι παππούδες κ.λπ. είναι και αυτοί συνδημιουργοί με τον Θεό, γιατί δίνουν το σώμα.
Ο Θεός είναι κατά κάποιον τρόπο υποχρεωμένος να νοιαστή για τα παιδιά.
Όταν βαπτισθή το παιδάκι, ο Θεός διαθέτει και έναν Αγγελο, για να το προστατεύη, οπότε το παιδί προστατεύεται από τον Θεό,
από τον Φύλακα Άγγελο και από τους γονείς. Ο Φύλακας Άγγελος είναι συνέχεια κοντά του και το βοηθάει. Όσο μεγαλώνει το παιδί,
τόσο οι γονείς απαλλάσσονται από τις ευθύνες.
Αν οι γονείς πεθάνουν, ο Θεός, και από ψηλά και από κοντά, αλλά και ο Φύλακας Αγγελος από κοντά,
συνεχίζουν για πάντα να προστατεύουν το παιδί.
Οι γονείς πρέπει να βοηθούν πνευματικά τα παιδιά, όταν είναι μικρά, γιατί τότε και τα ελαττώματα τους
είναι μικρά και εύκολα μπορούν να κοπούν. Είναι όπως η φρέσκια πατάτα, λίγο αν την ξύσης, ξεφλουδίζεται.
Αν όμως παλιώση, πρέπει να πάρης μαχαίρι να την καθαρίσης και, αν έχη και κανένα μαυράκι, πρέπει να προχωρήσης και πιο βαθιά.
Αν τα παιδιά βοηθηθούν από μικρά και γεμίσουν Χριστό, θα είναι κοντά Του για πάντα.
Και να ξεφύγουν λίγο, όταν μεγαλώσουν, λόγω της ηλικίας ή μιας κακής συναναστροφής, πάλι θα συνέλθουν.
Γιατί ο φόβος του Θεού και η ευλάβεια, που πότισαν τις καρδιές τους στην μικρή ηλικία, δεν είναι δυνατόν ποτέ να εξαλειφθούν.
Ύστερα, στην εφηβεία, που είναι η πιο δύσκολη ηλικία, η αγωνία των γονέων είναι μεγαλύτερη για τα παιδιά τους,
μέχρι να τα μορφώσουν και να τα αποκαταστήσουν. Οι γονείς τότε ας κάνουν ό,τι μπορούν, για να τα βοηθήσουν,
και ό,τι δεν μπορούν να κάνουν, γιατί ξεπερνάει τις δυνάμεις τους, ας το αναθέτουν στον Παντοδύναμο Θεό.
Όταν εμπιστευθούν τα παιδιά τους στον Θεό, τότε ο Θεός είναι υποχρεωμένος να βοηθήση για πράγματα που δεν γίνονται ανθρωπίνως.
Αν λ.χ. τα παιδιά δεν ακούν, να τα εμπιστευθούν στον Θεό, και όχι να βρίσκουν διάφορους τρόπους να τα ζορίζουν.
Να πη η μητέρα στον Θεό: «Θεέ μου, δεν μ’ ακούν τα παιδιά μου. Εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Φρόντισε τα Εσύ».
Μου έκανε εντύπωση προχθές στην αγρυπνία μια μητέρα που την γνώριζα από παλιά. Ήρθε να με χαιρετήση.
Βλέπω, είχε μαζί της μόνον τα μεγαλύτερα παιδιά. «Που είναι τα μικρά;», την ρωτάω. «Στο σπίτι, Γέροντα, μου λέει.
Τέτοια μέρα θέλαμε να ’ρθούμε στην αγρυπνία και είπαμε με τον σύζυγο: "Αφού σε αγρυπνία πάμε, δεν πάμε κάπου για διασκέδαση,
ο Θεός θα διαθέση έναν Αγγελο να φυλάξη τα μικρά μας"». Σπάνια συναντάς σήμερα τέτοια εμπιστοσύνη,
γιατί τώρα, όπως έλειψε η εμπιστοσύνη των παιδιών στους γονείς, έλειψε και η εμπιστοσύνη των γονέων στον Θεό.
Και ακούς συχνά πολλούς γονείς να λένε: «Γιατί το δικό μας παιδί να πάρη κακό δρόμο; Εμείς εκκλησιαζόμαστε».
Δεν δίνουν το κατσαβίδι στον Χριστό να σφίξη στα παιδιά λίγο καμμιά ...βίδα, θέλουν να τα κάνουν όλα μόνοι τους.
Και ενώ υπάρχει ο Θεός, που προστατεύει τα παιδιά, και ο Φύλακας Αγγελος είναι συνέχεια κοντά τους και τα προστατεύει και αυτός,
αυτοί αγωνιούν, μέχρι που αρρωσταίνουν.
Και παρόλο που είναι πιστοί άνθρωποι, φέρονται σαν να μην υπάρχη Θεός, σαν να μην υπάρχη Φύλακας Αγγελος,
οπότε εμποδίζουν την θεία επέμβαση. Ενώ πρέπει να ταπεινώνονται και να ζητούν βοήθεια από τον Θεό
και ο Καλός Θεός θα προστατέψη τα παιδιά.


(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 91-93)

"Η ασθένεια είναι θεία επίσκεψη"

Για τον εαυτόν του ζητούσε μόνο τη σωτηρία της ψυχής του. Τίποτε άλλο!
Ακόμη και όταν υπέφερε τρομερά και κινδύνευε να πεθάνει από τις πολυώνυμες, ανίατες και βασανιστικές ασθένειες,
που τον τυραννούσαν χρόνια, ποτέ δεν παρέβη τον κανόνα αυτόν!
Ποτέ και καμιά φορά δεν ζήτησε από το Θεό να του θεραπεύσει τις ασθένειες του.
Γιατί, όπως ο ίδιος υποστήριζε, στις κατ' ιδίαν συζητήσεις που είχα μαζί του, η ασθένεια είναι θεία επίσκεψη!
Και αλίμονο σε εκείνον που δε θα τον επισκεφθεί. Είναι χαμένος από τώρα.
Γιατί ο υγιής και ο πλούσιος, απέχουν εξίσου από την είσοδο του Παραδείσου!
Και όπως ο πλούσιος, έτσι και ο υγιής, έχουν τις ίδιες πιθανότητες να μείνουν απέξω!
Να μείνουν, δηλαδή, εκτός νυμφώνος! Εκείνο, όμως, που δεν έκανε ο ίδιος για τον εαυτό του,
το ζητούσε και το περίμενε από εμάς, τα πνευματικά του παιδιά."
Να προσεύχεσθε για μένα, μας έλεγε, γιατί είμαι πολύ αμαρτωλός και δεν μπορώ μόνος μου να σηκώσω όλο αυτό το φορτίο των ανομιών,
με τόσες πολλές αρρώστιες που έχω. Παρακαλέστε το Θεό να με λυπηθεί και να με στηρίξει".
Όταν μία ημέρα τον βρήκα να πονάει τόσο πολύ, ώστε να μην είναι σε θέση ούτε να με χαιρετήσει
και ούτε καν να σκουπίσει τον ιδρώτα, που έτρεχε από το Άγιο μέτωπό του εξαιτίας του ισχυρού πόνου,
αναγκάστηκα να τον παρατηρήσω, λέγοντάς του: "Εσείς, Παππούλη, έχετε κάνει τόσα και τόσα θαύματα.
Έχετε θεραπεύσει ανίατες ασθένειες, ακόμη και καρκίνους, απ' ό,τι είμαι σε θέση να γνωρίζω.
Και τέλος, έχετε τόση μεγάλη παρρησία προς το Θεό, που αμφιβάλλω εάν την έχει άλλος επάνω στη γη.
Γιατί δεν τη χρησιμοποιείτε, την παρρησία σας αυτή, για να πείσετε το Θεό να σας απαλλάξει από τις ασθένειες και τους πόνους;"
-Αυτό, παιδί μου, δεν θα το κάνω ποτέ! -Μα, γιατί; Δεν θα του ζητήσετε κάτι κακό. -Γιατί δεν θέλω να εκβιάσω το Θεό!
Η απάντησή του με κατέπληξε και με αφόπλισε τελείως. Μετά από την απάντηση αυτή, σιώπησα.
Παρέμεινα κοντά του, του συμπαραστάθηκα στις δύσκολες αυτές ώρες, ενώ συγχρόνως, παρακολουθούσα τις αντιδράσεις του, οι οποίες ήσαν ήρεμες και σιωπηλές.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι καθ' όλη τη διάρκεια της τρομερής αυτής δοκιμασίας, δεν άκουσα από τα χείλη του καμία διαμαρτυρία, δεν άκουσα καμιά φωνή αγανακτήσεως, δεν άκουσα κανένα παράπονο, ή οτιδήποτε άλλο που να είχε σχέση με την ασθένειά του και να εξέφραζε έστω τη δυσφορία του για την τόσο σκληρή μεταχείρισή του εκ μέρους του Θεανθρώπου Ιησού.
Αντίθετα, άκουσα, και μάλιστα αναρίθμητες φορές, να προσφέρονται από την αγία αυτή μορφή της Εκκλησίας μας,
οι δύο πιο προσφιλείς στον Παπούλη λέξεις: Ιησού μου! Ιησού μου! Ιησού μου!
Η γλυκύτητα, η θλίψη και ο πόνος μου ράιζαν την καρδιά! Ήταν περισσότερο από έκδηλη, η προσπάθεια που κατέβαλε ο Παππουλάκης, τις δύσκολες αυτές ώρες, να πείσει τον Ιησού, όχι να τον απαλλάξει από τους πόνους ή τις ασθένειες,
αλλά να τον δυναμώσει και να τον ενισχύσει, για να δυνηθεί να τους υπομείνει!
Και, τελικά, το κατόρθωσε! Και το κατόρθωνε κάθε φορά που αντιμετώπιζε παρόμοιες καταστάσεις.
Γενικά, ο πατήρ Πορφύριος αντιμετώπιζε όλα τα προβλήματα με πολλή προσευχή.
Και το ίδιο συνιστούσε συνεχώς και σε μας, τα πνευματικά του παιδιά.
[Κ 174]

(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, σελ.91-93)

Η Ανάσταση που άργησε…

«ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ βράδυ. Ο Γέροντας, λαμπροφορεμένος, υποδεχόταν τον κόσμο και έπαιρνε τις λειτουργίες. Είχε ετοιμάσει τα καντήλια από νωρίς. Έτοιμα όλα, σβηστά. Άρχισε το "Ευλογητός", πήρε καιρό μέσα στα μαύρα του τα ράσα, με τους βοστρύχους των μαλλιών και των γενειών του να λάμπουν.

Σοβαρός-σοβαρός. Ανοιγόκλεινε την πόρτα, παραπατούσε, αλλά έτρεχε κιόλας, προσκυνούσε τις Δεσποτικές εικόνες, τον θρόνο, έμπαινε στο Ιερό, έπαιρνε τις λειτουργίες, ψέλναμε τον Κανόνα "Κύματι θαλάσσης". Δεν είχε ο Γέροντας χρόνο κοσμικό, είχε χρόνο λειτουργικό. Μαζευόταν ο κόσμος, πολύς κόσμος. Χριστιανοί, που τον αγαπούσαν, αλλά και άλλοι από την γειτονιά δρασκέλιζαν την μάντρα, σκύβοντας από το μικρό πορτάκι, άρρωστοι, νοσοκόμες, γιατροί. Καθυστερούσε ο Γέροντας. Σβηστά τα φώτα. Ψέλναμε, ξαναψέλναμε, δεν έβγαινε να πη το "Δεύτε, λάβετε φως". Έφευγα από το ψαλτήρι, να πάω στο Ιερό, μου έλεγε: "Ξέρω, ξέρω". Αδημονία. Οι άλλες εκκλησίες σήμαναν ήδη Ανάσταση, βαρελότα πέφτανε κι αυτός δεν έβγαινε."Ξέρω, ξέρω", μου λέει."Όποιος θέλει να φύγη. Δεν μπορεί. Ας τους βάλουμε στην εκκλησία, τα προβατάκια του Χριστού μας, Βαγγέλη. Μέσα στην κιβωτό είναι μια φορά τον χρόνο. Ας καθυστερήσουν. Ψάλλε εσύ, ψάλλε". "Τα είπα, Γέροντα, πάλι και πάλι".

Τέλος πάντων, βγήκε. Άλλο πανηγύρι. Εκουνούσε την λαμπάδα γελώντας, βλέποντας το φως. "Έπεφταν οι Χριστιανοί κι εκείνος εκουνούσε την λαμπάδα του. Πήραν το φως, διαδόθηκε παντού, έξω στις αυλές. Ψέλναμε: "Την Ανάστασίν Σου, Χριστέ Σωτήρ". Βγήκαμε, καθυστερούσε, χαιρετούσε, ευλογούσε, σταύρωνε. Ανέβηκε σ’ ένα πεζούλι, απέναντι από τον ναό, και πήγαινε πέρα-δώθε. Γελούσε, έλαμπε το πρόσωπο του, σωστό παιδί. Ο κόσμος περίμενε το Ευαγγέλιο.

Αφού «έπαιξε» κάμποσο, πηγαίνοντας πέρα-δώθε, εστάθη. Άνοιξε το Ευαγγέλιο, δόξασε την Αγία Τριάδα, διάβασε το κείμενο, το εωθινό, όχι το σύνηθες, αλλά το άλλο, το μεγαλύτερο. Δόξα σοι, είπε το "Χριστός Ανέστη", χτύπησαν οι καμπάνες. Δεν είχαν πολλά βαρελότα. Ψέλναμε όλοι, όλος ο λαός. Νέα χαρά τώρα. "Χριστός Ανέστη", φώναζε. Περιδιάβαινε στο πεζούλι, μετά χάθηκε στον κόσμο. Είχε πάει η ώρα 1:30. Μπήκαμε στην εκκλησία. "Ψάλτε, ψάλτε", έλεγε. Λιβάνιζε σε κάθε ωδή. Ψέλναμε τις Καταβασίες. Εάν μας ξέφευγε κανένα τροπάριο και το λέγαμε μόνο μια φορά, αυτός μας έλεγε: "Πες το πάλι". Μνημόνευε στην πρόθεσι χιλιάδες ονόματα. Είχε πάει 2:30 το πρωί. Ο κόσμος είχε εγκλωβιστεί. Μόνον οι Έλληνες ξέρουν τι σημαίνει, να πας κάπου να αναστήσης και μετά να πας να φας. Ακόμα και οι Χριστιανοί θέλουν να είναι 2 η ώρα στο τραπέζι κι εμείς μόλις που είχαμε αρχίσει.

Είπα το "Όσοι εις Χριστόν", τον Απόστολο, διαβάστηκε και το Ευαγγέλιο και ήρθε η ώρα των κατηχουμένων. Τρεις την νύχτα άρχισε να μνημονεύη τους ζωντανούς, χιλιάδες ονόματα. Πολλοί έφυγαν από την εκκλησία. Πήγε η ώρα 4:00 κι ακόμα να βγουν τα Άγια. Τέλος πάντων, ευδόκησε να πάψη τα μνημόνια. Βγήκαν τα Άγια κι άρχισε πάλι να μνημονεύη. Μπήκα στο Ιερό και μου λέει: "Χαίρονται, Βαγγέλη μου, χαίρονται οι πεθαμένοι". Κι εγώ του απαντώ: "Δεν ξέρω αν χαίρωνται οι πεθαμένοι. Οι ζωντανοί όμως;". Μου λέει: "Χαίρονται κι αυτοί, Βαγγέλη μου, ψάλλε, ψάλλε". Και τι να ψάλλω; Περίμενα να τελειώση.

Τελείωσε, μας κοινώνησε όλους, μας έδωσε όλα του τα κρασιά και τα πρόσφορα και τ' αυγά, και φύγαμε κατά τις 5:00. Σκέφθηκα: "Δεν ξανάρχομαι του χρόνου, απαπαπα!!!".

Τον επόμενο χρόνο δεν λειτούργησε. Ήταν η τελευταία πασχαλιάτικη Λειτουργία, που έκανε μόνος του, με το ποίμνιό του, ο ποιμένας ο καλός, ο ευλογημένος.»

(Πηγή: Σίμωνος Μοναχού, π. Ευμένιος – ο κρυφός Άγιος της εποχής μας, Αθήναι 2009, σ. 110-114)

katafigioti

lifecoaching