ΑΝ ΣΟΥ πει ο λογισμός σου, λέει κάποιος Πατήρ, πως σήμερα είναι γιορτή, γι’ αυτό φάε καλύτερα, μην τον ακούσεις, αδελφέ, γιατί έτσι εορτάζεις Ιουδαϊκώς και όχι χριστιανικώς. Οι Εβραίοι ετοίμαζαν πολλών ειδών φαγητά για να γιορτάσουν. Η καλοφαγία του μοναχού ας είναι το πένθος και τα δάκρυα.
Ο ΑΒΒΑΣ Ελλάδιος έτρωγε σ’ όλη του την ζωή μόνο ψωμί κι αλάτι, όπως όλοι οι σκητιώτες. Όταν έφτανε το Πάσχα, έλεγε στον εαυτό του;
- Σήμερα, χάριν της μεγάλης γιορτής, πρέπει να κοπιάσω περισσότερο.
Ενώ λοιπόν τις άλλες μέρες έτρωγε καθιστός, την ημέρα του Πάσχα συνήθιζε να τρώει όρθιος.
ΤΙΣ ΓΙΟΡΤΑΣΙΜΕΣ ημέρες έλεγε στους μαθητές του ένας πνευματικός Γέροντας:
- Ας χορτάσουμε με τον λόγο του Θεού σήμερα κι ας ευφρανθούμε με τις διηγήσεις των Πατέρων, παιδιά μου.
(Γεροντικό, Σταλαγματιές απο την Πατερική Σοφία, Θεοδώρας Χαμπάκη, Εκδόσεις Ορθοδόξου Χριστιανικής αδελφότητας "ΑΓΙΑ ΛΥΔΙΑ", σελ. 91-92 )
40. «Χαίρε Πύλη, μόνη ην ο Λόγος διώδευσε μόνος» (Ω).
Ο χαιρετισμός αυτός της Θεοτόκου είναι εμπνευσμένος από τη σχετική προφητεία του Ιεζεκιήλ: «Είπε Κύριος προς με· ή πύλη αυτή κεκλεισμένη έσται, ουκ ανοιχθήσεται και ουδείς μη διέλθη δι’ αυτής, ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ εισελεύσεται δι’ αυτής» (μδ' 1–2). Πρόκειται για προτύπωσι της Παρθενίας, της Αειπαρθενίας της Θεομήτορος.
Η Παρθένος Μαρία έγινε Πύλη εισόδου της θεότητος στην ανθρωπότητα. Οι ειδωλολατρικοί λαοί τις πύλες των τειχών των αρχαίων πόλεων τις θεωρούσαν ανίερες, διότι ωδηγούσαν έξω από τα τείχη, όπου ο χώρος εθεωρείτο μη ιερός, υπό την εξουσίαν των εχθρών του ανθρώπου. Οι Πύλες των πόλεων ήταν επίσης «βεβηλωμένες», διότι, όσοι πηγαινοέρχονταν έξω και μέσα στην πόλι, τις βεβήλωναν, καθώς τις πατούσαν με τα πόδια που είχαν μολυνθή από το εξωτερικό (έξω των τειχών) μολυσμένο φυσικό περιβάλλον.
Η Θεομήτωρ έμελλε να καταργήση την αντίληψι αυτή. Διότι αυτή ήταν η Πύλη εκείνη, μέσα από την οποία πέρασε όχι ο εχθρός, αλλά ο φίλος, ο Σωτήρ και Λυτρωτής της ανθρωπότητος. Η Θεοτόκος ήταν η μόνη θριαμβευτική Αψίδα που ύψωσε η ανθρωπότης για να περάση ο «ευλογημένος ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου» (Ιω. ιβ' 13). Και από τότε που ο Ιησούς εισήλθε δια της Πύλης της Παρθένου καταργήθηκαν, έπεσαν τα τείχη στη ζωή της ανθρωπότητος. Διότι ήταν πια άχρηστα. Διότι έπαυσε πια να υπάρχη «μέσα» και «έξω», ιερός και μη ιερός (βέβηλος) χώρος. Διότι όλος ο χώρος, η Γη ολόκληρη έγινε Ιερή σαν δημιούργημα του Θεού:
«Είπεν ο Ιησούς... έρχεται ώρα ότε ούτε εν τω όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τω πατρί» (Ιω. δ' 21). Όλοι οι άνθρωποι, Ιουδαίοι, Έλληνες, βάρβαροι και μη έγιναν φίλοι: «Νυνί εν Χριστώ Ιησού υμείς οι ποτέ όντες μακράν εγγύς εγενήθητε εν τω αίματι του Χριστού» (Εφ. β΄ 13). Και τούτο διότι «ο Ιησούς, το μεσότοιχον του φραγμού έλυσε... και την έχθραν κατήργησε» (Εφ. β' 14 –15).
Η Θεοτόκος, εξάλλου, απεδείχθη η Πύλη εισόδου των ανθρώπων στον Ουρανό. Κοντά της οι άνθρωποι βρίσκουν την «πόρτα» που οδηγεί στη ζωή και στο φώς του ουρανού, δηλαδή τον Κύριο Ιησού που είπε: «Εγώ είμι η θύρα· δι’ εμού εάν τις εισέλθη σωθήσεται και εισελεύσεται και εξελεύσεται και νομήν ευρήσει» (Ιω. ι' 9). Γι’ αυτό και η ορθόδοξη πνευματικότης δέχεται ότι ο δρόμος της σωτηρίας του ανθρώπου περνάει «δια της Πύλης», δηλαδή δια της θερμής προστασίας και μεσιτείας της Θεοτόκου: «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ, σώσον ημάς»!
(Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου Στυλίου, Η Πρώτη, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 64-65 )
1,10. «περιπατήσαι υμάς αξίως του Κυρίου εις πάσαν αρέσκειαν, ,εν παντί έργω αγαθώ καρποφορούντες και αυξανόμενοι εις την επίγνωσιν του Θεού».
Για ποιό λόγο όλο αυτό είναι απαραίτητο; Για να ζει ο άνθρωπος «αξίως του Θεού», να ζει αξίως του Θεού και Κυρίου Ιησού Χριστού. Γιατί, Αυτός ακριβώς γι’ αυτό έγινε άνθρωπος, για να μας καταδείξει σαν τέλειος άνθρωπος, πώς είναι η «άξια» του Θεού ανθρώπινη ζωή. Άρα λοιπόν, η άξια του Θεού ζωή, είναι το να βιώσει ο άνθρωπος την ζωή που έζησε ο Κύριος Ιησούς Χριστός σαν άνθρωπος «εν σώματι».
Έτσι «ευρισκόμενοι και ζώντες» οι άνθρωποι σε τέτοια ζωή, πράττουν αδιάκοπα το θέλημα του Θεού. Γι’ αυτό είναι «καρποφορούντες εν παντί έργω αγαθώ και αυξανόμενοι εις την επίγνωσιν του Θεού».
Η γνώση «περί Θεού» κερδίζεται, καταχτιέται με την ζωή «εν τω Θεώ» Poboznost-Znanje, από την ευσέβεια έρχεται η επίγνωση. Όσο περισσότερη είναι η ευσέβεια, τόσο μεγαλύτερη είναι η Θεοεπίγνωση. Εδώ βρίσκεται όλη η ευαγγελική γνωσιολογία.
Μόνο η «αξίως» του Θεού ζωή, δίνει και την άξια «περί Θεού» γνώση. Μόνο οι άνθρωποι που με το κλήμα της ύπαρξής τους, μπολιάζονται στην Θεανθρώπινη άμπελο του Χριστού καρποφορούν. «Εγώ ειμί η άμπελος, υμείς τα κλήματα. Ο μένων εν εμοί καγώ εν αύτω, ούτος φέρει καρπόν πολύν, ότι χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. 15, 5).
Γίνονται τότε «καρποφόροι σε κάθε καλό έργο» και «αυξανόμενοι εις την επίγνωσιν του Θεού». Εκτός του Χριστού, για τον άνθρωπο η ζωή είναι «μη αξίως του Θεού». Γιατί ο Θεάνθρωπος είναι ο μοναδικός «ΔΙΚΑΙΟΣ ΆΝΘΡΩΠΟΣ» (αφού είναι ενωμένος με αυτόν ο Τέλειος Θεός). Έξω από Αυτόν τα πάντα είναι θάνατος και εργάζονται για τον θάνατο.
Πώς μπορεί να γίνει κάτι άξιο του ανθρώπου, που είναι δημιουργημένος για την αθανασία και την αιώνια ζωή; Κοντά στον Τρισήλιο Θεό και Κύριο, άξιο του ανθρώπινου όντος είναι μόνο αυτό που είναι ένθεο, αθάνατο και αιώνιο. Γι’ αυτό, μόνο η Χριστοειδής, μόνο η Θεοειδής ζωή, είναι άξια για τον άνθρωπο.
(Προς Κολασσαείς Επιστολή Αποστόλου Παύλου, Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, σ. 26-27)
Το πτηνό του ουρανού
Ο όσιος Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης κολυμπούσε στη θάλασσα των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Είχε όμως κι ένα χάρισμα, μια ξεχωριστή εύνοια, μια σπάνια χάρι που σε λίγους δίνεται: Πετούσε στον αέρα! Δεν ήταν μόνο συμβολικά πετεινό του ουρανού για την ολοκληρωτική ακτημοσύνη και τη μεγάλη του άσκησι, αλλά και κατά κυριολεξία. Πετούσε απ’ τον ένα τόπο στον άλλο! Χωρίς φτερά. Τέτοια άγια σώματα σαν του Καυσοκαλύβη, εξαϋλωμένα, ανάλαφρα, άσαρκα, δεν χρειάζονται φτερά. Τους δίνει η θεία χάρις φτερά, γίνονται ολόκληρα ένα φτερό, άυλο, αγγελικό.
Αυτόπτης μάρτυς αυτής της χαρισματικής πτήσεως του οσίου είναι ο ίδιος ο βιογράφος του, ο Θεοφάνης επίσκοπος Περιθεωρίου. Να πώς περιγράφει το συμβάν:
«Μια μέρα ξεκίνησα από το μοναστήρι του Βατοπεδίου μ’ έναν άλλο αδελφό για την καλύβα του Καυσοκαλύβη. Δυστυχώς δεν τον βρήκα εκεί. Λυπήθηκα και έψαχνα τριγύρω, μήπως και τον συναντήσω κάπου. Ανέβηκα λίγο πίσω από την καλύβα του και ενώ κοίταζα προς τον δρόμο του κυρ-Ησαΐου, να τον, τον βλέπω στη γούρνα του Αγελαρίου, μακριά έως δύο μίλια. Σ’ όλο αυτό το διάστημα ο δρόμος είναι δύσβατος και ο τόπος πετρώδης. Ίσια διάβασι δεν υπάρχει πουθενά. Και, ω του θαύματος! Βλέπω τον άγιο ανυψωμένο από τη γη, πάνω ψηλά στον αέρα! Πετούσε σαν αετός υπόπτερος πάνω από το δάσος, πάνω από τα θεόρατα βράχια κι ερχόταν προς το μέρος μου!
Τη στιγμή εκείνη τρόμαξα και φώναξα «Μέγας ει Κύριε…» κι από τον φόβο μου τραβήχθηκα προς τα πίσω, ενώ, εν ριπή οφθαλμού, εκείνος έφθασε ψάλλοντας στο μέρος που στεκόμουν εγώ! Τι έψαλλε, δεν κατάλαβα, συνεπαρμένος από το θαύμα που αντίκρυζα μπροστά μου.
Έπεσα στα πόδια του, του έβαλα μετάνοια. Εκείνος με ρωτούσε διαρκώς:
- Πόση ώρα έχεις στον τόπο αυτόν;
Έπειτα μ’ έπιασε πατρικά, με οικειότητα από το χέρι και μ’ έβαλε μέσα στην καλύβα του. Κι αφού με δίδαξε και με συμβούλεψε αρκετά, μου είπε:
- Πρόσεχε να μην πης σε κανένα τίποτε απ’ ό,τι είδες, όσο βρίσκομαι στην παρούσα ζωή. Και μάθε πως μια μέρα θα γίνης ηγούμενος και μετά μητροπολίτης Αχριδών! Πολλές δοκιμασίες σε περιμένουν. Αλλά κάνε υπομονή και γίνε μιμητής του Χριστού που κρεμάσθηκε στο ξύλο του Σταυρού. Αυτός θα είναι ο βοηθός σου στους πειρασμούς, στις θλίψεις και στους μαρτυρικούς αγώνες σου.
Πράγματι όλα όσα προείπε πραγματοποιήθηκαν στη ζωή μου, καθώς τα ζωγράφισε ο προφητικός του λόγος».
(Ο Καυσοκαλύβης)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τ. Β, σ. 145-147)
Το πτηνό του ουρανού
Ο όσιος Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης κολυμπούσε στη θάλασσα των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Είχε όμως κι ένα χάρισμα, μια ξεχωριστή εύνοια, μια σπάνια χάρι που σε λίγους δίνεται: Πετούσε στον αέρα! Δεν ήταν μόνο συμβολικά πετεινό του ουρανού για την ολοκληρωτική ακτημοσύνη και τη μεγάλη του άσκησι, αλλά και κατά κυριολεξία. Πετούσε απ’ τον ένα τόπο στον άλλο! Χωρίς φτερά. Τέτοια άγια σώματα σαν του Καυσοκαλύβη, εξαϋλωμένα, ανάλαφρα, άσαρκα, δεν χρειάζονται φτερά. Τους δίνει η θεία χάρις φτερά, γίνονται ολόκληρα ένα φτερό, άυλο, αγγελικό.
Αυτόπτης μάρτυς αυτής της χαρισματικής πτήσεως του οσίου είναι ο ίδιος ο βιογράφος του, ο Θεοφάνης επίσκοπος Περιθεωρίου. Να πώς περιγράφει το συμβάν:
«Μια μέρα ξεκίνησα από το μοναστήρι του Βατοπεδίου μ’ έναν άλλο αδελφό για την καλύβα του Καυσοκαλύβη. Δυστυχώς δεν τον βρήκα εκεί. Λυπήθηκα και έψαχνα τριγύρω, μήπως και τον συναντήσω κάπου. Ανέβηκα λίγο πίσω από την καλύβα του και ενώ κοίταζα προς τον δρόμο του κυρ-Ησαΐου, να τον, τον βλέπω στη γούρνα του Αγελαρίου, μακριά έως δύο μίλια. Σ’ όλο αυτό το διάστημα ο δρόμος είναι δύσβατος και ο τόπος πετρώδης. Ίσια διάβασι δεν υπάρχει πουθενά. Και, ω του θαύματος! Βλέπω τον άγιο ανυψωμένο από τη γη, πάνω ψηλά στον αέρα! Πετούσε σαν αετός υπόπτερος πάνω από το δάσος, πάνω από τα θεόρατα βράχια κι ερχόταν προς το μέρος μου!
Τη στιγμή εκείνη τρόμαξα και φώναξα «Μέγας ει Κύριε…» κι από τον φόβο μου τραβήχθηκα προς τα πίσω, ενώ, εν ριπή οφθαλμού, εκείνος έφθασε ψάλλοντας στο μέρος που στεκόμουν εγώ! Τι έψαλλε, δεν κατάλαβα, συνεπαρμένος από το θαύμα που αντίκρυζα μπροστά μου.
Έπεσα στα πόδια του, του έβαλα μετάνοια. Εκείνος με ρωτούσε διαρκώς:
- Πόση ώρα έχεις στον τόπο αυτόν;
Έπειτα μ’ έπιασε πατρικά, με οικειότητα από το χέρι και μ’ έβαλε μέσα στην καλύβα του. Κι αφού με δίδαξε και με συμβούλεψε αρκετά, μου είπε:
- Πρόσεχε να μην πης σε κανένα τίποτε απ’ ό,τι είδες, όσο βρίσκομαι στην παρούσα ζωή. Και μάθε πως μια μέρα θα γίνης ηγούμενος και μετά μητροπολίτης Αχριδών! Πολλές δοκιμασίες σε περιμένουν. Αλλά κάνε υπομονή και γίνε μιμητής του Χριστού που κρεμάσθηκε στο ξύλο του Σταυρού. Αυτός θα είναι ο βοηθός σου στους πειρασμούς, στις θλίψεις και στους μαρτυρικούς αγώνες σου.
Πράγματι όλα όσα προείπε πραγματοποιήθηκαν στη ζωή μου, καθώς τα ζωγράφισε ο προφητικός του λόγος».
(Ο Καυσοκαλύβης)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τ. Β΄, σ. 145-147)
Το Σάββατο του Λαζάρου
Το Σάββατο του Λαζάρου κατέχει ξεχωριστή θέση, στο λειτουργικό ημερολόγιο. Δεν ανήκει στις σαράντα ημέρες της μετάνοιας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ούτε και στις οδυνηρές ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδος, αυτές που αρχίζουν από τη Μεγάλη Δευτέρα και τελειώνουν τη Μεγάλη Παρασκευή. Μαζί με την Κυριακή των Βαΐων συνθέτουν ένα σύντομο χαρούμενο πρελούδιο των γεμάτων πόνο ημερών που ακολουθούν. Δύο σημαντικά περιστατικά συνδέονται με τη Βηθανία: εκεί ανέστησε τον Λάζαρο και από εκεί ξεκίνησε ο Ιησούς την πορεία και άνοδό του προς τα Ιεροσόλυμα.
Η ανάσταση του Λαζάρου είναι ένα γεγονός που, όπως θα δούμε, έχει εξαιρετικά μεγάλη σημασία. Συνδέεται μυστηριωδώς με την Ανάσταση του Κυρίου μας και παίζει, ως προς αυτή, τον ρόλο μιας έμπρακτης προφητείας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Λάζαρος μας παρουσιάζεται στο κατώφλι της Μεγάλης Εβδομάδας αναστημένος, ως προάγγελος της νίκης του Χριστού επί του θανάτου, όπως ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, παραμονές των Θεοφανείων, προανήγγειλε τον Επιφανέντα Χριστό. Πέρα όμως από τον πρωταρχικό αυτό χαρακτήρα της, η ανάσταση του Λαζάρου έχει και κάποιες δευτερεύουσες πτυχές τις οποίες είναι χρήσιμο να εξετάσουμε:
Η ανάσταση του Λαζάρου αναγγέλλει την ανάσταση των νεκρών η οποία έρχεται ως συνέπεια της Αναστάσεως του Κυρίου: «Λάζαρον τεθνεώτα τετραήμερον ανέστησας εξ Άδου, Χριστέ, προ του σου θανάτου διασείσας του θανάτου το κράτος και δι’ ενός προσφιλούς την πάντων ανθρώπων προμηνύων εκ φθοράς ελευθερίαν». Το Σάββατο του Λαζάρου είναι, κατά κάποιο τρόπο, η εορτή όλων των νεκρών. Μας δίνει την ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε και να συγκεκριμενοποιήσουμε την πίστη μας στην Ανάσταση. Ο Κύριός μας, τονώνοντας το ηθικό της Μάρθας, μας δίνει σχετικά με τους κεκοιμημένους μας μια πολύτιμη διδασκαλία. Είπε στη Μάρθα: Αναστήσεται ο αδελφός σου». Η Μάρθα απάντησε: «Γνωρίζω ότι ο αδελφός μου θα αναστηθεί κατά τη γενική ανάσταση της εσχάτης ημέρας».
Και ο Ιησούς ανταπάντησε: «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή». Η πίστη της Μάρθας ήταν ανεπαρκής σε δύο σημεία. Προέβαλε στο μέλλον, και μόνο στο μέλλον, την ανάσταση του αδελφού της και, δεύτερον, δεν αντιλαμβανόταν αυτή την ανάσταση παρά μόνο σε σχέση με ένα γενικό νόμο. Ο Ιησούς όμως της δείχνει ότι η ανάσταση είναι ένα γεγονός ήδη παρόν, επειδή Αυτός δεν προξενεί απλώς, αλλά είναι η ανάσταση και η ζωή. Οι κεκοιμημένοι μας ζουν δια και εν Χριστώ. Η ζωή τους συνδέεται με την προσωπική παρουσία του Χριστού και εκδηλώνεται εν αυτή. Εάν θελήσουμε να ενωθούμε πνευματικά με έναν κεκοιμημένο αδελφό μας που αγαπούσαμε πολύ, δεν θα προσπαθήσουμε να τον ζωντανέψουμε στη φαντασία μας, αλλά θα έρθουμε σε επικοινωνία με τον Ιησού και εν Αυτώ θα τον βρούμε.
Η ανάσταση του Λαζάρου είναι μια θαυμάσια επεξήγηση του Χριστολογικού δόγματος. Μας δείχνει πως, στο πρόσωπο του Ιησού, η θεία και η ανθρώπινη φύση ενώνονται χωρίς να συγχέονται: Ανάστασις και ζωή των ανθρώπων υπάρχων, Χριστέ, εν τω μνήματι Λαζάρου επέστης, πιστούμενος ημίν τας δύο ουσίας σου…». Αφενός, στον Ιησού ο άνθρωπος μπορεί να λυγίσει μπροστά στη συγκίνηση και να θλιβεί για την απώλεια ενός φίλου: «Εδάκρυσεν ο Ιησούς. Έλεγον δε οι Ιουδαίοι, ίδε πως εφίλει αυτόν». Αφετέρου, ο Θεός, εν Χριστώ, μπορεί να διατάξει τον θάνατο ως έχων εξουσία: «Φωνή μεγάλη εκραύγασε· Λάζαρε, δεύρο έξω. Και εξήλθεν ο τεθνηκώς…».
Τέλος, η ανάσταση του Λαζάρου παρακινεί τον αμαρτωλό να ελπίζει ότι, ακόμη κι αν είναι πνευματικά νεκρός, μπορεί να ξαναζήσει: «Καμέ, φιλάνθρωπε, νεκρόν τοις πάθεσιν, ως συμπαθής εξανάστησον, δέομαι». Είναι κάποιες φορές που μια τέτοια πνευματική ανάσταση φαίνεται εξίσου αδύνατη όπως και η ανάσταση του Λαζάρου: «Κύριε, ήδη όζει, τεταρταίος γαρ εστι». Όλα όμως είναι δυνατά για τον Ιησού, από το να μεταστρέφει τον πιο σκληρόκαρδο αμαρτωλό μέχρι να αναστήσει ένα νεκρό: «Λέγει ο Ιησούς, άρατε τον λίθον…».
Να λοιπόν τι θα μάθουμε, αν πάμε το Σάββατο αυτό στη Βηθανία, στον τάφο του Λαζάρου. Εμείς όμως δεν θέλουμε να συναντήσουμε τον Λάζαρο. Θέλουμε να συναντήσουμε στη Βηθανία τον Ιησού και να ξεκινήσουμε μαζί του τη φετινή Μεγάλη Εβδομάδα. Μας προσκαλεί ο Ίδιος και μας περιμένει. Η Μάρθα ήρθε κρυφά να πει στην αδελφή της: «Ο διδάσκαλος πάρεστι και φωνεί σοι». Και η Μαρία «ως ήκουσεν, εγείρεται ταχύ και έρχεται προς Αυτόν». Ο Κύριος με καλεί. Θέλει κατά τις ημέρες του Πάθους του να μην Τον εγκαταλείψω. Θέλει, αυτές ακριβώς τις μέρες, να αποκαλυφθεί σε μένα -που μπορεί ήδη να «όζω»- μ’ έναν τρόπο καινούργιο και υπέροχο. Κύριε, έρχομαι.
(Lev Gillet, «Πασχαλινή κατάνυξη», εκδ. Ακρίτας, σ. 51-55)
Πολύ θα ήθελα αυτές τις μέρες να κάθομαι σπίτι και όλη μέρα να ησυχάζω, να προσεύχομαι και να μελετώ. Δυστυχώς ή ευτυχώς όμως εργάζομαι σε σούπερ μάρκετ και όχι μόνο δεν προβλέπεται να κάτσω σπίτι αλλά αντίθετα πρέπει να δίνω εκεί όλη μου την ενέργεια. Τον πρώτο καιρό στενοχωριόμουν που ερχόμουν σπίτι κατάκοπος. Σκεφτόμουν ότι έχανα το χρόνο μου. Έκατσα και σκέφτηκα να ζητήσω στην προσευχή μου να μου δώσει ο Κύριος την ευκαιρία να έχω χρόνο και ενέργεια για τις πνευματικές μου ασχολίες. Όταν τελείωσα όμως την προσευχή είχα καταλάβει πως για κάποιο λόγο δουλεύω εκεί, σε ένα τόσο απαιτητικό μαγαζί. Κι αντί να κάνω προσευχή, θα μπορούσα να είμαι προσευχή και να προσφέρω τον εαυτό μου στους συνανθρώπους μου, τους συναδέλφους και τους πελάτες, εργαζόμενος έτσι για το Χριστό!
Κι έτσι άλλαξε αμέσως η ψυχολογία μου! Παραμερίζοντας την προσωπική μου θλίψη, ήμουν ένα χαμόγελο για τον κόσμο, τους έλεγα αστεία, αισιόδοξα πράγματα αλλά και τους μιλούσα για το Χριστό και για την ψυχή τους, ανάλογα με την οικειότητα που είχα με τον καθένα και με διάκριση κάθε φορά, προσεκτικά. Και μέχρι σήμερα αυτό κάνω. Τα πράγματα όμως δεν είναι εύκολα. Οι άνθρωποι είναι πολύ τρομαγμένοι… ανθρώπους που τους ξέρω πέντε χρόνια τους βλέπω τώρα πολύ διαφορετικούς. Είναι μέρες που ψάχνω απεγνωσμένα να δω κάποιον να χαμογελάει, να μην έχει τον τρόμο και την απόγνωση στα μάτια του, να μην έχει χάσει την ψυχραιμία του. Τα λόγια τους : ‘ τί κακό μας βρήκε; τί θα γίνουμε; πού καταντήσαμε;’ Και ο Θεός μόνο στη φράση ‘μας τιμωρεί ο Θεός’. Όπως κι αν τους αναφέρω το Χριστό, είναι σαν να τους μιλάω για ένα φάντασμα, ένα σούπερ ήρωα όπως ο σούπερμαν που τον επινοήσαμε για να μας δίνει μια ψεύτικη παρηγοριά. Σαν να μην είναι ο Χριστός ο Δημιουργός, ο Θεός μας που μας αγαπάει τόσο!
Φόβος και απόγνωση, μπλοκάρισμα του μυαλού, κλείσιμο της καρδιάς… οι εξαιρέσεις ελάχιστες. Κάθε βράδυ τα μαζεύω όλα αυτά μέσα μου και τα δίνω στο Χριστό. Και ο Κύριος μου δίνει δύναμη γιατί τις περισσότερες φορές με παίρνει από κάτω. Οι νέοι μού λένε: ‘ ευτυχώς που έχουμε και τη συνδρομητική τηλεόραση’, οι μεγαλύτεροι μού λένε : ‘ τί δόξα τω Θεώ αγόρι μου, δε βλέπεις τί γίνεται;’ Μάταια αναζητώ κάποιον να μιλήσει για μετάνοια, ελπίδα στο Χριστό και αλλαγή πλεύσης! Όλοι περιμένουν να περάσει η μπόρα και να κάνουν ό,τι έκαναν με μεγαλύτερο ζήλο! Και μου έρχεται συνέχεια στο μυαλό η κουβέντα του Πόντιου Πιλάτου όταν είδε τον Ιησού καταμαστιγωμένο, ραπισμένο και ταπεινωμένο ‘ Ίδε ο άνθρωπος’ ( Ιωαν.ιθ,6) κι όπως το μεταφράζει ο μακαριστός Τρεμπέλας ‘Κοίτα σε ποια άθλια κατάσταση κατάντησε ο άνθρωπος’. Τι ειρωνία! Ο Θεός να γίνεται άνθρωπος και να σταυρώνεται και να ανασταίνεται για να γίνουμε εμείς Θεοί κι εμείς να είμαστε απελπισμένοι, χωρίς Θεό και έχοντας απαξιώσει και περιφρονήσει μια τέτοια δωρεά! Κρίμα!(Κ.Δ.Κ)
Αυτό που πρέπει να προσέξη, είναι να μη δικαιολογή τον εαυτό του κατά την εξομολόγηση. Εγώ, όταν πάω να εξομολογηθώ και πω λ.χ. «θύμωσα» - άσχετα αν χρειαζόταν να δώσω και σκαμπίλι -, δεν αναφέρω το θέμα, για να μη μου δώση ελαφρυντικά ο πνευματικός. Όποιος εξομολογείται και δικαιολογεί τον εαυτό του, δεν έχει ανάπαυση εσωτερική, όσο ασυνείδητος και αν είναι. Τα ελαφρυντικά που χρησιμοποιεί στην εξομολόγησή του γίνονται επιβαρυντικά για την συνείδησή του. Ενώ, όποιος υπερβάλλει τα σφάλματά του, γιατί έχει λεπτή συνείδηση, και δέχεται και μεγάλο κανόνα από τον πνευματικό, αυτός νιώθει ανέκφραστη αγαλλίαση. Υπάρχουν άνθρωποι πού, αν κλέψουν λ.χ. μια ρώγα, νιώθουν σαν να πήραν πολλά καλάθια σταφύλια και σκέφτονται συνέχεια το σφάλμα τους. Δεν κοιμούνται όλη την νύχτα, μέχρι να το εξομολογηθούν. Και άλλοι, ενώ έχουν κλέψει ολόκληρα καλάθια σταφύλια, δικαιολογούν τον εαυτό τους και λένε πώς πήραν ένα τσαμπί. Αυτοί όμως που όχι μόνο δεν δικαιολογούν τον εαυτό τους, αλλά μεγαλοποιούν το παραμικρό σφάλμα τους και στενοχωριούνται και υποφέρουν πολύ για μια μικρή τους αταξία, ξέρετε τί θεία παρηγοριά νιώθουν; Εδώ βλέπεις την θεία δικαιοσύνη, πώς ο Καλός Θεός ανταμείβει.
Έχω παρατηρήσει ότι όσοι εκθέτουν τα σφάλματά τους ταπεινά στον πνευματικό και εξευτελίζονται, λάμπουν, γιατί δέχονται την Χάρη του Θεού. Ένας απόστρατος με πόση συντριβή μου διηγήθηκε ό,τι είχε κάνει από οκτώ χρόνων παιδάκι. Ένα τόπι είχε πάρει από ένα παιδάκι για μια μόνο νύχτα - την άλλη μέρα του το έδωσε - και έκλαιγε, γιατί το στενοχώρησε. Όταν αποστρατεύθηκε, έψαξε και βρήκε όσους είχε λυπήσει, όταν υπηρετούσε - άσχετα αν εκτελούσε καθήκον της υπηρεσίας του -, και τους ζήτησε συγγνώμη! Μου έκανε εντύπωση! Όλα τα έπαιρνε επάνω του. Μένει τώρα σε ένα χωριό και τα χρήματά του τα δίνει ελεημοσύνη. Υπηρετεί και την ηλικιωμένη μάνα του, ενενήντα πέντε χρόνων, κατάκοιτη με ημιπληγία καί, επειδή βλέπει το σώμα της, όταν την φροντίζη, τον πειράζει ο λογισμός. «Αν ο Χάμ που είδε την γύμνωση του πατέρα του τιμωρήθηκε , λέει, τότε εγώ...». Συνέχεια έκλαιγε. Το πρόσωπό του ήταν αλλοιωμένο. Πόσο διδάχθηκα από την συντριβή του!
- Μπορεί, Γέροντα, να μεγαλοποιή κανείς τα σφάλματά του, για να δείξη ότι κάνει λεπτή εργασία;
- Εκείνο είναι άλλο· τότε υπερηφανεύεται από την ταπείνωση. (Λόγοι τόμος Γ σελ, 263-264)
Να προσπαθής επίσης να είσαι συγκεκριμένη στην εξομολόγησή σου. Δεν φθάνει να πη κανείς λ.χ. «ζηλεύω, θυμώνω κ.λπ.», αλλά πρέπει να πη τις συγκεκριμένες πτώσεις του, για να βοηθηθή. Καί, όταν πρόκειται για κάτι βαρύ, όπως η πονηριά, πρέπει να πη και πώς σκέφθηκε και πώς ενήργησε· αλλιώς κοροϊδεύει τον Χριστό. Αν ο άνθρωπος δεν ομολογή την αλήθεια στον πνευματικό, δεν του αποκαλύπτη το σφάλμα του, για να μπορέση να τον βοηθήση, παθαίνει ζημιά, όπως και ο άρρωστος κάνει μεγάλο κακό στην υγεία του, όταν κρύβη την πάθησή του από τον γιατρό. Ενώ, όταν εκθέτη τον εαυτό του όπως ακριβώς είναι, τότε ο πνευματικός μπορεί να τον γνωρίση καλύτερα και να τον βοηθήση πιο θετικά...
Δεν χρειάζεται ώρα πολλή, για να δώσω εικόνα του εαυτού μου. Όταν η συνείδηση δουλεύη σωστά, δίνει ο άνθρωπος με δυο λόγια εικόνα της καταστάσεώς του. Όταν όμως υπάρχη μέσα του σύγχυση, μπορεί να λέη πολλά και να μη δίνη εικόνα. Νά, βλέπω, μερικοί μου γράφουν ολόκληρα τετράδια, είκοσι-τριάντα σελίδες αναφοράς με μικρά γράμματα, και μερικές σελίδες υστερόγραφο... Όλα αυτά που γράφουν, μπορούσαν να τα βάλουν σε μια σελίδα. (Λόγοι τόμος Γ, σελ. 261-262)
- Γέροντα, όταν δεν αισθάνωμαι την ανάγκη για εξομολόγηση, τί φταίει;
- Μήπως δεν παρακολουθείς τον εαυτό σου; Η εξομολόγηση είναι μυστήριο. Να πηγαίνης και απλά να λές τις αμαρτίες σου. Γιατί, τί νομίζεις; Πείσμα δεν έχεις; Εγωισμό δεν έχεις; Δεν πληγώνεις την αδελφή; Δεν κατακρίνεις; Μήπως εγώ τί πηγαίνω και λέω; «Θύμωσα, κατέκρινα...» και μου διαβάζει ο πνευματικός την συγχωρητική ευχή. Αλλά και οι μικρές αμαρτίες έχουν και αυτές βάρος. Όταν πήγαινα στον Παπα-Τύχωνα να εξομολογηθώ, δεν είχα τίποτε σοβαρό να πω και μου έλεγε: «Αμμούδα, παιδάκι μου, αμμούδα»! Οι μικρές αμαρτίες μαζεύονται και κάνουν έναν σωρό αμμούδα, που είναι όμως βαρύτερη από μια μεγάλη πέτρα. Ο άλλος που έχει κάνει ένα αμάρτημα μεγάλο, το σκέφτεται συνέχεια, μετανοεί και ταπεινώνεται. Εσύ έχεις πολλά μικρά. Εάν όμως εξετάσης τις συνθήκες με τις οποίες εσύ μεγάλωσες και τις συνθήκες με τις οποίες μεγάλωσε ο άλλος, θα δής ότι είσαι χειρότερη από εκείνον. (Λόγοι τόμος Γ σελ. 260-261)
- Γέροντα, μερικοί από φιλότιμο δεν πάνε να εξομολογηθούν. «Αφού μπορεί να ξανακάνω το ίδιο σφάλμα, λένε, για ποιό λόγο να πάω να το εξομολογηθώ; για να κοροϊδεύω τον παπά;».
- Αυτό δεν είναι σωστό! Είναι σαν να λέη ένας στρατιώτης, όταν τραυματίζεται: «Αφού ο πόλεμος δεν τέλειωσε και μπορεί πάλι να τραυματισθώ, γιατί να δέσω το τραύμα μου;». Αλλά, αν δεν το δέση, θα πάθη αιμορραγία και θα πεθάνη. Μπορεί από φιλότιμο να μην πηγαίνουν να εξομολογηθούν, τελικά όμως αχρηστεύονται. Ο διάβολος, βλέπεις, εκμεταλλεύεται και τα χαρίσματα. Αν δεν καθαρίζουμε με την εξομολόγηση την ψυχή μας, όταν πέφτουμε και λερωνώμαστε, με τον λογισμό ότι πάλι θα πέσουμε και θα λερωθούμε, προσθέτουμε λάσπες πάνω στις παλιές λάσπες και είναι δύσκολο μετά να καθαρίσουν.(Λόγοι τόμος Γ σελ 257-258)