Μέγα Σάββατο
«Τοῦτό ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον Σάββατον, ἐν ᾧ Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος»
(Αυτό είναι το υπερευλογημένο Σάββατο, κατά το οποίο ο Χριστός αφού κοιμήθηκε τον ύπνο του θανάτου, θα αναστηθεί σε τρεις ημέρες)
Η σημερινή ημέρα είναι εντελώς ξεχωριστή. Όχι μόνον είναι Μεγάλη, αλλά και υπερευλογημένη. Αιτία γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, αφού διήλθε από τον Σταυρό, πάνω στον οποίο πραγματοποιήθηκε κυρίως η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους με την κατάργηση του σώματος της αμαρτίας, κατέπαυσε από τα έργα του και ετάφη ως κοινός θνητός, εισερχόμενος έτσι με την ψυχή του στο βασίλειο του θανάτου. Ο Κύριος, όπως σημειώνει και το γνωστό τροπάριο, είναι «ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν Ἅδου δὲ μετὰ ψυχῆς ὡς Θεός, ἐν Παραδείσῳ μετὰ ληστοῦ καὶ ἐν θρόνῳ μετὰ Πατρὸς καὶ Πνεύματος, πάντα πληρῶν ὡς παντοδύναμος». Τα τροπάρια του Μ. Σαββάτου είναι καταπληκτικά στην απόδοση της θεοσώμου ταφής του Κυρίου και της εις Άδου καθόδου του, χρησιμοποιώντας εκφράσεις άφθαστης ποιητικής σύλληψης.
Με εξαίσιο τρόπο καταγράφεται εν πρώτοις το μυστήριο της ίδιας της ταφής, που προκαλεί την κατάπληξη όχι μόνον των πιστών ανθρώπων, αλλά και των αγγελικών δυνάμεων. Κι αυτό γιατί αντιμετωπίζεται το μεγαλύτερο παράδοξο: να κηδεύεται η ίδια η ζωή. «Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ κατετέθης, Χριστέ, καὶ ἀγγέλων στρατιαὶ ἐξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι τὴν σήν» («Χριστέ, που είσαι η ζωή κατατέθηκες στον τάφο, και οι στρατιές των αγγέλων εκπλήττονταν, δοξάζοντας τη συγκατάβασή Σου»). Ταυτόχρονα, διατρανώνεται η πίστη της Εκκλησίας για το τι διαδραματίστηκε την ημέρα αυτή από τη συνάντηση του Κυρίου με τον Άδη, τι υπέστη δηλαδή ο θάνατος από τη θεότητα του Χριστού, ενωμένη με την ανθρώπινη αγία ψυχή του: «Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος, τότε τὸν Ἅδην ἐνέκρωσας τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος» («Όταν κατέβηκες στον θάνατο, Συ που είσαι η αθάνατη ζωή, τότε νέκρωσες τον Άδη με την αστραπή της θεότητός Σου»). «Τέτρωται Ἅδης, ἐν τῇ καρδίᾳ δεξάμενος τὸν τρωθέντα λόγχῃ τὴν πλευράν, καὶ στένει πυρὶ θείῳ δαπανώμενος» («Πληγώθηκε ο Άδης κατάστηθα, καθώς δέχτηκε Αυτόν που πληγώθηκε με τη λόγχη στην πλευρά, και στενάζει καθώς κατατρώγεται από τη θεία φωτιά»). «Φρίττουσιν Ἅδου οἱ πυλωροί, βλέποντες ἠμφιεσμένον στολὴν ᾑμαγμένην τῆς ἐκδικήσεως» («Φρίσσουν οι θυρωροί του Άδη, βλέποντάς Σε να φοράς τη ματωμένη στολή της εκδίκησης»). «Ὁ ἐχθρὸς Ἅδης ἐσκύλευται» («Ο εχθρός Άδης απογυμνώθηκε»).
Η διάλυση αυτή του βασιλείου του Άδη, ο θάνατος του θανάτου σημαίνει κατά συνέπεια την ελευθερία και του ανθρώπου από τα θανατερά αυτά δεσμά. «Ὑπνοῖ ἡ ζωή καὶ Ἅδης τρέμει καὶ Ἀδὰμ τῶν δεσμῶν ἀπολύεται» («Κοιμάται η ζωή και ο Άδης τρέμει και ο Αδάμ λύνεται από τα δεσμά του»). Η ζωή είναι έτοιμη πια να βασιλεύσει και πάλι, γιατί γι’ αυτό ακριβώς ήλθε στον κόσμο ο Δημιουργός. «Δεῦτε ἴδωμεν τὴν ζωὴν ἡμῶν ἐν τάφῳ κειμένην, ἵνα τοὺς ἐν τάφοις κειμένους ζωοποιήσῃ» («Ελάτε να δούμε Αυτόν που είναι η ζωή μας, να βρίσκεται στον τάφο, με σκοπό να δώσει ζωή σ’ αυτούς που βρίσκονται στους τάφους»). Πώς είναι το λιοντάρι που ’ναι μισοκοιμισμένο κι έτοιμο να ξυπνήσει; Έτσι και ο Χριστός, θανατώνοντας τον Άδη και το θάνατο, είναι έτοιμος να αναστηθεί. «Ἀναστήσεται τριήμερος». «Δεῦτε σήμερον, τὸν ἐξ Ἰούδα ὑπνοῦντα θεώμενοι, προφητικῶς αὐτῷ ἐκβοήσωμεν. Ἀναπεσὼν κεκοίμησαι ὡς λέων. Τις ἐγερεῖ σε, βασιλεῦ; Ἀλλ᾽ ἀνάστηθι αὐτεξουσίως, ὁ δοὺς σεαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν ἑκουσίως» («Ελάτε σήμερα, βλέποντας να κοιμάται Αυτόν που προήλθε από τη γενιά του Ιούδα, να του φωνάξουμε δυνατά με προφητικό τρόπο: Ξάπλωσες και κοιμήθηκες σαν λιοντάρι. Ποιος θα σε ξυπνήσει, βασιλιά; Αλλά αναστήσου με τη θέλησή Σου, Συ που έδωσες τον εαυτό Σου για χάρη μας με τη θέλησή Σου»).
Ο Κύριος όμως και στον Άδη ακόμη δεν έρχεται εκβιαστικά προς τον υπόδουλο άνθρωπο. Πράγματι, διαλύει το βασίλειο του θανάτου, αλλά καλεί τις ψυχές που βρίσκονταν εκεί ν’ ανταποκριθούν στην κλήση του. Ο Κύριος κι εκεί ακόμη κηρύσσει την πίστη σ’ Εκείνον, ώστε ελεύθερα οι ψυχές να σωθούν, να αναστηθούν μαζί του. Μας το αποκαλύπτει ιδίως ο απ. Πέτρος, όταν μας λέει ότι ο Κύριος «ἐκήρυξε καὶ τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασι», ώστε να μην υπάρξει κανείς που να πει ότι η σωτηρία ήρθε μονομερώς στους ανθρώπους, δηλαδή μόνον για τους μετά Χριστόν. Είτε προ Χριστού είτε μετά Χριστόν οι πάντες κλήθηκαν και καλούνται με προσωπική τους ευθύνη να σταθούνε μπροστά σ’ Εκείνον. Έτσι, για να επανέλθουμε, το Μ. Σάββατο μοιάζει με τη νηνεμία που επικρατεί πριν από την καταιγίδα. Υπάρχει μια φαινομενική ηρεμία: η ζωή είναι έτοιμη να ξεσπάσει, το φως να ανατείλει. Η νίκη είναι δεδομένη. Απλώς προσδοκούμε την ώρα να φανερωθεί. «Σήμερον ὁ Ἅδης στένων βοᾶ. Κατεπόθη μου τὸ κράτος, ὁ ποιμὴν ἐσταυρώθη, καὶ τὸν Ἀδὰμ ἀνέστησε. Ὧνπερ ἐβασίλευον ἐστέρημαι. Καὶ οὕς κατέπιον ἰσχύσας, πάντας ἐξήμεσα. Ἐκένωσε τοὺς τάφους ὁ σταυρωθείς. Οὐκ ἰσχύει τοῦ θανάτου τὸ κράτος» («Σήμερα ο Άδης φωνάζει στενάζοντας: Εξαφανίστηκε η δύναμή μου, ο ποιμένας σταυρώθηκε και ανάστησε τον Αδάμ. Στερήθηκα αυτούς στους οποίους κυριαρχούσα. Και όσους κατάπια ως ισχυρός, όλους αυτούς τους ξέρασα. Άδειασε τους τάφους Αυτός που σταυρώθηκε. Δεν έχει πια δύναμη το κράτος του θανάτου»). Η γνωστή εικόνα της ορθόδοξης Εκκλησίας μας, της εις Άδου καθόδου του Κυρίου, φανερώνει με αισθητό τρόπο την πραγματικότητα αυτή: ο Κύριος διαλύει το βασίλειο του θανάτου και ανασταίνεται, ανασταίνοντας ταυτόχρονα και τους ανθρώπους, τύποι των οποίων είναι ο Αδάμ και η Εύα.
Η Εκκλησία μας αυτήν την ανατολή του φωτός της Αναστάσεως που μαρτυρεί η σημερινή ημέρα, αρχής γενομένης από το εσπέρας της Μ. Παρασκευής, την προβάλλει με τα πανηγυρικά πια τροπάριά της, τα γεμάτα χαρά και φως -φεύγουμε από το πένθιμο στοιχείο των προηγουμένων ημερών- αλλά και με τα φωτεινά ενδύματα της Αγίας Τράπεζας και των αμφίων των ιερέων. Όλα μας προσανατολίζουν, με ρυθμό μάλιστα καταιγιστικό, στη νέα ημέρα, «τῇ μιᾶ τῶν Σαββάτων», «τὴν ἑορτὴν ἑορτῶν καὶ τὴν πανήγυριν τῶν πανηγύρεων».
(Γεώργιος Δορμπαράκης, του Πάθους και της Ανάστασης, 1η έκδ., Αθήνα, Αρχονταρίκι, 2014)
Μέγα Σάββατο: Ο Νικητής του θανάτου (Άγιος Ιωάννης ο Χρυσοστόμος)
Σήμερα λοιπόν ο Κύριός μας περιοδεύει στον Άδη. Σήμερα συνέτριψε τις χάλκινες πύλες και τους σιδερένιους μοχλούς του. Πρόσεξε την ακριβολογία. Δεν είπε, άνοιξε τις πύλες, αλλά «συνέτριψε τις χάλκινες πύλες», για να αχρηστεύσει το δεσμωτήριο. Δεν αφαίρεσε τους μοχλούς, αλλά τους συνέτριψε, για να αχρηστεύσει τη φυλακή. Όπου βέβαια δεν υπάρχει ούτε μοχλός ούτε θύρα, και αν κάποιος εισέλθει, δεν εμποδίζεται να εξέλθει. Όταν λοιπόν συντρίψει ο Χριστός, ποιος θα μπορέσει να διορθώσει;
Οι βασιλείς όταν πρόκειται να αφήσουν ελεύθερους τους φυλακισμένους, δεν κάνουν αυτό που έκανε ο Χριστός, αλλά δίνουν διαταγές και αφήνουν στη θέση τους και τις πόρτες και τους φύλακες, δείχνοντας μ’ αυτό πως θα χρειαστεί να μπουν πάλι εκεί μέσα ή εκείνοι που αποφυλακίστηκαν ή κάποιοι άλλοι στη θέση τους.
Αλλά ο Χριστός δεν ενεργεί μ’ αυτό τον τρόπο. Θέλοντας να δείξει ότι καταργήθηκε ο θάνατος, συνέτριψε τις χάλκινες πύλες του. Και τις ονόμασε χάλκινες όχι επειδή ήταν από χαλκό, αλλά για να δηλώσει τη σκληρότητα και την αδιαλλαξία του θανάτου. Και για να μάθεις ότι ο χαλκός και ο σίδηρος εκφράζουν την ακαμψία και τη σκληρότητα, άκουσε τι λέει σε κάποιον αδιάντροπο: «Τα νεύρα σου είναι από σίδηρο και ο τράχηλος και το μέτωπό σου από χαλκό». Και εκφράστηκε έτσι όχι διότι είχε σιδερένια νεύρα ή χάλκινο μέτωπο, αλλά επειδή έδειχνε πως είναι αυστηρός, αδιάντροπος και σκληρός.
Θέλεις να μάθεις πόσο αυστηρός και άκαμπτος και ασυγκίνητος είναι ο θάνατος; Κανένας δεν τον κατάφερε ποτέ ν’ αφήσει ελεύθερο κάποιον από τους αιχμαλώτους του, έως ότου ήρθε και τον ανάγκασε ο Κύριος των αγγέλων. Πρώτα λοιπόν συνέλαβε και φυλάκισε εκείνον (το θάνατο) και ύστερα του πήρε ό,τι του ανήκε. Γι’ αυτό προσθέτει: «Θησαυροί που βρίσκονται στο σκοτάδι και είναι κρυμμένοι και δεν φαίνονται». Αν και αναφέρεται σε ένα πράγμα, η σημασία του είναι διπλή. Υπάρχουν, δηλαδή, τόποι σκοτεινοί, οι οποίοι μπορεί πολλές φορές να φωτιστούν, αν τοποθετήσουμε μέσα τους λυχνία και φως. Οι χώροι όμως του Άδη ήταν πολύ σκοτεινοί και θλιβεροί και ποτέ δεν μπήκαν μέσα του ακτίνες φωτός, γι’ αυτό και τους χαρακτήρισε σκοτεινούς και αόρατους. Επειδή ήταν στην πραγματικότητα σκοτεινοί μέχρι τη στιγμή που κατέβηκε σ’ αυτούς ο Ήλιος της δικαιοσύνης και τους κατελάμπρυνε με το φως του και έκανε τον Άδη ουρανό. Γιατί όπου βρίσκεται ο Χριστός, ο τόπος μεταβάλλεται σε ουρανό. Εύλογα ονομάζει τον Άδη σκοτεινό θησαυροφυλάκιο, γιατί εκεί υπήρχε σωρευμένος πολύς πλούτος. Πραγματικά, όλο το ανθρώπινο γένος που αποτελούσε πλούτο του Θεού ληστεύθηκε από το διάβολο που εξαπάτησε τον πρωτόπλαστο και τον υποδούλωσε στο θάνατο. Το ότι το ανθρώπινο γένος αποτελούσε πλούτο του Θεού, το αποδεικνύει και ο Παύλος με όσα λέει: «Ο Κύριος είναι πλούσιος σε όλους και ιδιαίτερα σ’ εκείνον που τον επικαλείται». Όπως, λοιπόν, ένας βασιλιάς, όταν συλλάβει κάποιον ληστή, που λήστευε τις πόλεις, που άρπαζε από παντού, που κρυβόταν μέσα σε σπηλιές και αποθήκευε εκεί τα κλεμμένα πλούτη, αφού φυλακίσει το ληστή, εκείνον μεν τον παραδίνει σε τιμωρία, τους δε θησαυρούς του μεταφέρει στα βασιλικά ταμεία, έτσι έκανε και ο Χριστός. Με το θάνατό Του φυλάκισε τον ληστή και τον δεσμοφύλακα, δηλαδή τον διάβολο και το θάνατο, και μετέφερε όλα τα πλούτη, εννοώ το ανθρώπινο γένος, στα βασιλικά ταμεία. Αυτό δηλώνει και ο Παύλος λέγοντας: «Ο Κύριος μας λύτρωσε απ’ την υποδούλωσή μας στο σκοτάδι και μας μετέφερε στο βασίλειο της αγάπης του». Και το πιο σπουδαίο είναι ότι ασχολήθηκε με το γεγονός αυτό ο Ίδιος ο βασιλιάς, τη στιγμή που κανένας άλλος βασιλιάς δεν καταδέχτηκε να κάνει κάτι παρόμοιο, αλλά δίνει εντολή στους υπηρέτες του να ελευθερώσουν τους φυλακισμένους. Εδώ όμως δεν συνέβη έτσι, αλλά ήρθε ο Ίδιος ο βασιλιάς στους φυλακισμένους και δε ντράπηκε ούτε τη φυλακή ούτε τους φυλακισμένους. Γιατί ήταν αδύνατο να ντραπεί το πλάσμα Του. Και συνέτριψε τις πύλες και διέλυσε τους μοχλούς και κυριάρχησε στον Άδη και εξαφάνισε όλη τη φρουρά και, αφού συνέλαβε δέσμιο τον δεσμοφύλακα (τον θάνατο), επανήλθε σ’ εμάς. Ο τύραννος μεταφέρθηκε αιχμάλωτος, ο ισχυρός δεμένος. Ο ίδιος ο θάνατος πέταξε τα όπλα του και έτρεξε άοπλος και δήλωσε υποταγή στο βασιλιά.
Είδες τι αξιοθαύμαστη νίκη; Είδες τα κατορθώματα του σταυρού; Να σου πω και κάτι άλλο πιο αξιοθαύμαστο; Αν μάθεις με ποιον τρόπο νίκησε ο Χριστός, ο θαυμασμός σου θα γίνει μεγαλύτερος. Με τα όπλα δηλαδή που νίκησε ο διάβολος, με τα ίδια τον υπέταξε ο Χριστός. Αφού του άρπαξε (ο Χριστός) τα όπλα του, με εκείνα τον κατετρόπωσε. Και άκουσε πώς;
Παρθένος, ξύλο και θάνατος ήταν τα σύμβολα της ήττας μας. Παρθένος ήταν η Εύα, γιατί δεν είχε γνωρίσει ακόμα τον άνδρα της. Ξύλο ήταν το δέντρο και θάνατος η τιμωρία του Αδάμ. Αλλά να, και πάλι Παρθένος και ξύλο και θάνατος, αυτά τα σύμβολα της ήττας έγιναν σύμβολα της νίκης. Γιατί αντί της Εύας έχουμε τη Μαρία, αντί του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού, το ξύλο του σταυρού, και αντί του θανάτου ως τιμωρία του Αδάμ, το θάνατο του Χριστού. Βλέπεις ότι ο διάβολος νικήθηκε με τα όπλα που νίκησε άλλοτε; Τον Αδάμ πολέμησε ο διάβολος και τον νίκησε κοντά στο δέντρο, το διάβολο νίκησε ο Χριστός πάνω στο σταυρό. Το ξύλο την πρώτη φορά έστελνε απ’ τον Άδη στη ζωή ακόμη κι όσους είχαν πάει εκεί. Το ξύλο επίσης την πρώτη φορά έκρυψε τον αιχμάλωτο που ήταν γυμνός, τη δεύτερη έδειχνε σ’ όλους γυμνό το νικητή (το Χριστό) που ήταν κρεμασμένος ψηλά. Και ακόμη, ο πρώτος θάνατος (του Αδάμ) καταδίκασε κι όλους εκείνους που γεννήθηκαν μετά από αυτόν, ενώ ο δεύτερος (του Χριστού) ανάστησε κι εκείνους ακόμη που έζησαν πριν από Εκείνον.
«Ποιος μπορεί να περιγράψει με λόγια τη δύναμη του Κυρίου; Από νεκροί που ήμασταν, γίναμε αθάνατοι. Αυτά είναι τα κατορθώματα του σταυρού. Έμαθες για τη νίκη; Έμαθες με ποιον τρόπο επιτεύχθηκε; Δες τώρα πώς επιτεύχθηκε χωρίς κόπο. Δεν βάψαμε τα όπλα μας στο αίμα, δεν παραταχθήκαμε σε θέση μάχης, δεν τραυματιστήκαμε, ούτε είδαμε κανέναν πόλεμο, κι όμως νικήσαμε. Αγωνίστηκε ο Κύριος και μεις στεφανωθήκαμε. Επειδή λοιπόν είναι και δική μας η νίκη, ας ψάλλουμε όλοι σήμερα σαν στρατιώτες ύμνο επινίκιο: «Κατανικήθηκε ο θάνατος και κατατροπώθηκε. Που είναι θάνατε η νίκη σου; Που είναι Άδη το κεντρί σου;».
1188.ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΥΣΚΟΛΙΑ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ. Ο Τίτος Λίβιος διηγείται ότι, όταν ο Αννίβας οδηγούσε τα στρατεύματα του για την κατάκτηση της Ιταλίας και έφτασαν κοντά στις Άλπεις, ήταν τόσο κουρασμένα και ταλαιπωρημένα, που δεν ήθελαν πια να προχωρήσουν. Τότε ο Αννίβας υψώνοντας το σπαθί του και δείχνοντας τα βουνά είπε: - Θάρρος, πίσω από εκεί είναι η Ιταλία! Και για τον χριστιανό, πίσω από την δυσκολία είναι ο Παράδεισος.
1193.ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ. Ένας εφημέριος είχε δώσει τα τελευταία μυστήρια σε κάποιο γέρο, που απέθνησκε. - Νομίζετε, Πάτερ μου, ρωτά τον εφημέριο ο γέρος, ότι θα γίνω καλά; - Και γιατί όχι; Και άλλοι στη θέση σου έγιναν καλά. - Μη νομίζετε ωστόσο ότι φοβάμαι να πεθάνω. Το αντίθετο, φοβάμαι μήπως ζήσω. - Και πως αυτό; Μήπως είσαι δυστυχισμένος; - Καθόλου. Ο Θεός μου έδωσε όλα τα καλά στον κόσμο αυτό. Ποτέ δεν υπέφερα. - Και τότε, γιατί φοβάσαι μήπως ζήσεις; - Σ’ όλη μου την ζωή στα κηρύγματα σας έχω τόσα ωραία ακούσει για τον Παράδεισο, ώστε πολύ θα επιθυμούσα το γρηγορότερο να τον απολαύσω. Και ο γέρος συνέχισε να ομιλεί με τόση χαρά και τέτοιο ενθουσιασμό ώστε ο εφημέριος δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα από την συγκίνηση.
(Θησαυρός Γνώσεων και ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 540-541 )
τι μεγάλα έγιναν;
Σ’ αυτήν καταργήθηκε ο πολυχρόνιος πόλεμος, σβήστηκε ο θάνατος, καταργήθηκε η κατάρα, καταλύθηκε το τυραννικό κράτος του διαβόλου, αρπάχτηκαν οι άνθρωποι απ’ το στόμα του, επήλθε συμφιλίωσις των ανθρώπων με το Θεό, ο ουρανός έγινε βατός στους ανθρώπους, οι άνθρωποι ενώθηκαν με τους αγγέλους, συνενώθηκαν τα διεστώτα, γκρεμίστηκε ο φραγμός της έχθρας, καταστράφηκε το κλειδί του άδη, ο Θεός της ειρήνης ειρηνοποίησε τα άνω με τα κάτω. Ε.Π.Ε. 3,266
τη Μεγάλη Εβδομάδα
Ο Σταυρός καθαίρεσε την αμαρτία, ο Σταυρός έγινε η κάθαρσις της οικουμένης, η συμφιλίωσις της χρόνιας έχυρας. Ο Σταυρός άνοιξε τις πύλες του ουρανού, έκανε φίλους αυτούς που πριν μισούνταν. Ο Σταυρός μας ξανάφερε στον ουρανό, εγκατέστησε την φύσι μας στα δεξιά του θεϊκού θρόνου. Ο Σταυρός είναι η αιτία και μυρίων άλλων αγαθών. Λοιπόν, δεν πρέπει να πενθούμε, ούτε να κατηφούμε την εβδομάδα των Παθών. Αντίθετα πρέπει να αγαλλώμεθα και να χαιρώμεθα για όλα όσα υπέρ ημών συνέβησαν. Ε.Π.Ε. 34,178
διακαινήσιμη
Όσα γίνονται με την Ανάστασι αποτελούν γάμο πνευματικό. Στο γάμο κρατάνε τα πανηγύρια επτά μέρες. Γι’αυτό κι εμείς όλη την αναστάσιμη εβδομάδα, επτά μέρες ωρίσαμε να συναγώμαστε στο αναστάσιμο πανηγύρι. Ε.Π.Ε. 36,168
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 95-96)
«Ο τελευταίος εχθρός που καταργείται είναι ο θάνατος» (Α’ Κορ. 15:26)
Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην τον ανησυχεί η σκέψη του θανάτου. Ο Γάλλος αθεϊστής Βολταίρος έλεγε σε μια κυρία του λεγόμενου καλού κόσμου του Παρισιού, η οποία του εκμυστηρεύτηκε τους φόβους της: «Κυρία μου, ο θάνατος είναι μια αρρώστια. Το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να μην τον σκέφτεσαι». Μα η απάντηση αυτή δεν είναι λύση στο πρόβλημα. Είναι υπεκφυγή. Λύση στο πρόβλημα είναι το μέσον που θα νικήσει το θάνατο, γι’ αυτό και ο Θεός πολιορκεί τον άνθρωπο με τη σκέψη του θανάτου, ώστε να τον σπρώξει στη μοναδική λύση, που είναι ο Νικητής του θανάτου, ο Χριστός.
Αν μετανοήσουμε για την αμαρτωλή ζωή μας και πιστέψουμε πως ο Χριστός με το σταυρικό Του θάνατο πλήρωσε όλες τις αμαρτίες μας και αναστήθηκε σωματικά, βρήκαμε τη λύση του προβλήματος κι ο Θεός μας δέχεται μέσω του Χριστού.
Εσύ, φίλε, θ’ αφήσεις τον εαυτό σου να πέσει στην παγίδα του Βολταίρου, ώστε να μη σκέφτεσαι το θάνατο ή θα καταφύγεις στο Χριστό που σε αγαπά;
«Γιατί ο Θεός αγάπησε με μια τέτοια αγάπη τον κόσμο, ώστε πρόσφερε το Γιο του το Μονογενή, για να μη χαθεί ο καθένας που πιστεύει σ’ αυτόν αλλά να έχει ζωή αιώνια» (Ιωάννης 3:16)
Μ’αγαπάς*
Ήρθες και πήρες
απ’ τη στεγνή καρδιά μου
τη βαρυχειμωνιά.
Τώρα κοιτάζω μόνον Εσένα πάλι
κι έχω την ξαστεριά.
Αφού μ’ αγαπάς
έχω το χρώμα της χαράς.
Αφού μ’ αγαπάς
δε με τρομάζει ο Χιονιάς.
*από την ποιητική συλλογή «Μόνον ο Θεός μπορεί να με ξυπνήσει» του Ανέστη Πεταλίδη, Εκδόσεις «Ο Λόγος»
(Εκδόσεις «Ο Λόγος»)
118. Τι είναι πιο επιθυμητό στον άνθρωπο; Η λύτρωσίς του από τα δεσμά της αμαρτίας, η συγχώρησίς του και η κατάκτησις της αγιότητας. Γιατί; Γιατί οι αμαρτίες, όπως λόγου χάριν η υπερηφάνεια, η κακή συμπεριφορά προς τον πλησίον, η φιλαργυρία, ο φθόνος κ.λ.π., μας χωρίζουν από τον Θεό, την Πηγή της Ζωής, μας αποξενώνουν από τις καρδιές των άλλων ανθρώπων και μας οδηγούν στον πνευματικό θάνατο. Ενώ η αγαθή, ταπεινή και στοργική συμπεριφορά προς τους άλλους, ακόμη και προς τους εχθρούς μας, η απλότης, η ανιδιοτέλεια, η ολιγάρκεια, η πλατειά και χωρίς μνησικακίες καρδιά, καθώς και όλες οι άλλες αρετές, μας ενώνουν με τον Θεό και με τους ανθρώπους, που τους νοιώθουμε αδελφούς μας. Αξίωσέ με, Κύριε, να απαλλαγώ από την αμαρτία και να επιδοθώ με επιτυχία στην αρετή, με τη βοήθεια και τη συμπαράστασι της χάριτός σου. Ναι, Κύριε και Θεέ μου, χωρίς εσένα, «πονηροί όντες» (Ματθ. ιβ’ 34), δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε το καλό.
119. Δεν πρέπει να αντιδρούμε όμοια, δηλαδή με μίσος και εγωισμό, όπως συνηθίζει η αχρειωμένη ανθρώπινη φύσις, απέναντι σε όσους μας συμπεριφέρονται με εχθρότητα, με φθόνο, με εγωισμό. Απεναντίας, πρέπει να νοιώθουμε γι’ αυτούς οίκτο, γιατί είναι έτσι υποψήφιοι για την Κόλασι. Πρέπει να προσευχηθούμε γι’ αυτούς στον Θεό από τα βάθη της καρδιάς μας, να τους βγάλη από το σκοτάδι, να τους φωτίση με το φώς της χάριτός του. Όταν η θεία χάρις ξυπνήση τον αμαρτωλό, τότε εκείνος βλέπει καθαρά, μέσα στο φώς της, πόσο τερατώδεις και άφρονες ήσαν οι σκέψεις του, οι πράξεις του, οι ψυχικές του ροπές. Η καρδιά του, που έως τότε βρισκόταν σε πνευματικό λήθαργο, ανανήφει. Η χάρις την απαλάσσει από το κακό και το αντικαθιστά με την ευσπλαχνία, με την καλωσύνη, με την πραότητα. Έτσι, από εκεί και πέρα, ο άνθρωπος αυτός καλείται από τον Κύριο να αγαπά ακόμη και τους εχθρούς του: «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τούς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισούσιν ὑμᾶς και προσεύχεσθε ὑπέρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς και διωκόντων ὑμᾶς» (Ματθ. ε’ 44).
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 68-69)
116. Έχουμε συνηθίσει στα έργα του Θεού και έτσι τα εκτιμάμε ελάχιστα. Δεν μας κάνουν την εντύπωσι που θα έπρεπε να μας κάνουν. Λόγου χάριν, δεν εκτιμάμε κάθε άνθρωπο όπως θα έπρεπε, δηλαδή σαν το μεγαλύτερο έργο και θαύμα της θείας παντοδυναμίας και χάριτος. Ας ατενίζουμε κάθε άνθρωπο, είτε ανήκει στο στενό μας περιβάλλον είτε είναι ένας ξένος και άγνωστός μας, σαν κάθε τι το αέναα νέο στον κόσμο του Θεού, σαν την κορωνίδα της δημιουργικής δυνάμεως και σοφίας του Κυρίου. Το ότι αυτά τα θαύματα είναι τόσο πολλά γύρω μας, δεν είναι λόγος να μη τους δίνουμε τη σημασία που αξίζουν. Εκτίμα και αγάπα τον πλησίον σου, σαν τον εαυτό σου, σταθερά και αναλλοίωτα. Μάθε να ατενίζης κάθε άνθρωπο σαν ένα καινούργιο θαύμα του Θεού.
117. Άλλοτε, ο καιρός είναι ωραίος, ευχάριστος, ευεργετικός για το σώμα μας. Ο ήλιος λάμπει, ο ουρανός είναι πενταγάλανος, η θερμοκρασία δεν μας ενοχλεί. Άλλοτε, ο καιρός γίνεται άσχημος. Μαύρα σύννεφα σωριάζονται, πνέει κατάψυχρος βορριάς, το κρύο μας περονιάζει. Τη μία φορά, νοιώθουμε ευδιαθεσία. Την άλλη, κατήφεια και στενοχώρια.
Το ίδιο συμβαίνει και στην πνευματική ζωή. Άλλοτε, η ψυχή μας νοιώθει φωτόλουστη, είναι σε μία μακαρία κατάσταση, όλο ειρήνη και γλυκειά θαλπωρή. Άλλοτε πάλι, τυλίγεται από κρυερό σκοτάδι. Η πρώτη κατάστασις προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα. Η άλλη, από τον Διάβολο. Είναι ανάγκη να συνηθίσουμε τον εαυτό μας να ζη και στις δύο αυτές καταστάσεις και στα δύο αυτά είδη πνευματικού καιρού. Στην μεν πρώτη περίπτωσι, να μην πέφτουμε σε ακηδία και ανεμελιά. Στη δεύτερη, να μην παρασυρθούμε από την απόγνωσι, αλλά να καταφεύγουμε στον Κύριο.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 67-68)
Αν και μυστηριακά δεν μπορούμε να δεχτούμε τον Κύριό μας περισσότερο από μία φορά την ημέρα, ωστόσο πνευματικά και νοερά μπορούμε να τον δεχόμαστε κάθε ώρα και στιγμή μέσω της εργασίας όλων των αρετών και των εντολών, ειδικά όμως μέσω της θείας προσευχής και μάλιστα της νοερής (1). Ο Κύριος βρίσκεται κρυμμένος στις άγιες εντολές Του κι όποιος πράττει μια αρετή ή εντολή, δέχεται ταυτόχρονα στην ψυχή του και τον κρυμμένο μέσα σ’ αυτές Κύριο, ο οποίος υποσχέθηκε να κατοικήσει μαζί με τον Πατέρα Του, σε κείνον που θα τηρήσει τις εντολές Του, λέγοντας, «Εάν κάποιος με αγαπά, θα τηρήσει τα λόγια μου κι ο Πατέρας μου θα τον αγαπήσει και θα έλθουμε σ’ αυτόν και θα κατοικήσουμε σ’ αυτόν μαζί» (Ιωάν. 14,23) (2). Αυτή η κοινωνία και ένωση με το Θεό δεν μπορεί να μας αφαιρεθεί από κανένα άλλο δημιούργημα, παρά μόνο από δικιά μας αμέλεια ή από κανένα άλλο δικό μας σφάλμα. Και μερικές φορές αυτή η κοινωνία είναι τόσο καρποφόρα και ευάρεστη στο Θεό, όσο ίσως δεν είναι πολλές άλλες μυστηριακές κοινωνίες, εξαιτίας της έλλειψης προϋποθέσεων εκείνων που τις δέχονται (3). Λοιπόν, όσες φορές έχεις ανάλογη διάθεση και προετοιμαστείς για μία τέτοια νοερή κοινωνία, θα βρεις πρόθυμο και έτοιμο τον Υιό του Θεού, ο οποίος από μόνος Του σε τρέφει πνευματικά με τα ίδια Του τα χέρια.
Και για να προετοιμαστείς γι’ αυτή τη νοερή κοινωνία πράξε ως εξής. Στρέψε το νου σου στο Θεό και βλέποντας με ένα σύντομο βλέμμα από το ένα μέρος τις αμαρτίες σου κι από το άλλο το Θεό, λυπήσου για τη ζημιά (4) που του προξένησες και με κάθε ταπείνωση και πίστη παρακάλεσέ τον να καταδεχτεί να έρθει στη φτωχή σου ψυχή με νέα χάρη, για να την γιατρέψει και να τη δυναμώσει κατά των εχθρών.
Όταν πάλι πρόκειται ν’ ασκηθείς και να σκληραγωγηθείς εναντίον κάποιας επιθυμίας σου ή να κάνεις μια νέα πράξη αρετής ή να τηρήσεις κάποια εντολή, κάνε το όλο αυτό με σκοπό να προετοιμάσεις την καρδιά σου για το Θεό, ο οποίος τη ζητά παντοτινά. Στρεφόμενος ύστερα σ’ Αυτόν, φώναξέ τον με επιθυμία να έρθει με τη χάρη Του να σε γιατρέψει και να σε ελευθερώσει από τους εχθρούς, για να έχει μόνο Αυτός υπό την εξουσία Του την καρδιά σου.
Άλλοτε, ενθυμούμενος τις προαναφερόμενες προσευχές της μυστηριακής κοινωνίας, πες με καρδιά γεμάτη έξαψη: «Πότε, Κύριέ μου, να σε δεχτώ άλλη μία φορά; Πότε; Πότε; κ.λπ.» Κι αν θελήσεις να προετοιμαστείς για να κοινωνήσεις πνευματικά με ακόμη καλύτερο τρόπο, κατεύθυνε και βάλε από το προηγούμενο βράδυ όλες τις σκληραγωγίες και τις πράξεις των αρετών και κάθε άλλο έργο που έχεις να κάνεις, προς αυτόν το σκοπό, δηλαδή στο να δεχτείς πνευματικά τον Κύριό σου. Και το πρωί, όταν ξημερώσει, σκέψου: «Τι καλό! Τι ευτυχία! Τι μακαριότητα υπάρχει σε κείνη την ψυχή που άξια μεταλαβαίνει μυστηριακά το πανάγιο Μυστήριο της ευχαριστίας!» Μ’ αυτό τον τρόπο αποκτώνται πάλι οι χαμένες αρετές και μεταστρέφεται η ψυχή στην προηγούμενή της ωραιότητα και κοινωνούνται σ’ αυτήν τα δωρεάν χαρίσματα που απορρέουν από το πάθος του Αναστάντος Υιού του Θεού. Και από την ενθύμηση της μυστηριακής κοινωνίας πέρασε στην πνευματική κοινωνία και συλλογιζόμενος ότι απολαμβάνεις νοερά τα ίδια σχεδόν αγαθά μ’ αυτήν (δηλαδή τη μυστηριακή κοινωνία), φρόντισε ν’ ανάψεις στην καρδιά σου μία μεγάλη επιθυμία για να τον δεχτείς πνευματικά και νοερά. Αφού γεμίσεις απ’ αυτή την επιθυμία στην καρδιά σου, να στραφείς προς τον Κύριο και να του πεις: «Επειδή, Κύριέ μου, δεν μπορώ να σε δεχτώ αυτή τη μέρα μυστηριακά, κάνε εσύ, ω αγαθότητα και δύναμη άκτιστη, να σε δεχτώ άξια τώρα πνευματικά και κάθε ώρα και μέρα, δίνοντάς μου νέα χάρη και δύναμη κατά των εχθρών μου. Και, μάλιστα, εναντίον εκείνου του πάθους και του εχθρού, στον οποίο, για να αρέσω σε σένα και να κάνω το θέλημά Σου, εναντιώνομαι και κάνω πόλεμο με τη βοήθειά Σου». (5)
Υποσημειώσεις
(1). Γιατί όλες οι άλλες αρετές με την ομοιότητα που έχουν προς το Θεό κάνουν βέβαια τον ενάρετο άνθρωπο ικανό να ενωθεί με το Θεό, αλλά δεν τον ενώνουν. Ενώ η νοερή προσευχή έχει τέτοια δύναμη, ώστε να ενώνει με το Θεό. Κατά κάποιο τρόπο, οι άλλες αρετές μοιάζουν με τα όργανα που ισιώνουν και προσαρμόζουν δυο σανίδια, ενώ η προσευχή μοιάζει με την κόλλα, η οποία ενώνει επιπλέον τα ταιριασμένα σανίδια. Γι’ αυτό και ο μέγας Γρηγόριος της Θεσσαλονίκης είπε ότι «η δύναμη αυτή της προσευχής ιερουργεί την ανάταση και ένωση του ανθρώπου με το Θεό, καθώς είναι σύνδεσμος των λογικών δημιουργημάτων με το Δημιουργό» (Περί προσευχής και καθαρότητας καρδίας, κεφ.α΄, Φιλοκαλία).
(2). Από αυτά τα λόγια ο άγιος Μάξιμος συμπεραίνει πως όποιος τηρεί τις εντολές του Κυρίου, δε δέχεται μόνο στην ψυχή του τον Κύριο, αλλά μαζί με Αυτόν δέχεται και τον συνενωμένο με Αυτόν Πατέρα και το αχώριστο με Αυτόν Άγιο Πνεύμα, κι αυτό σημαίνει ότι δέχεται στον εαυτό του όλη την Αγία Τριάδα και γίνεται κατοικία Της (Περί Θεολογίας, εκατοντάδα 1, κεφ. 72, Φιλοκαλία).
(3). Για τη Θεία Κοινωνία υπάρχουν κανόνες που ορίζουν πότε κάποιος δεν πρέπει να προσέλθει στο μυστήριο. Τους κανόνες αυτούς τους έχουν θεσπίσει οι Απόστολοι και οι Πατέρες της Εκκλησίας. Έτσι, όσοι δεν έχουν προϋποθέσεις για να μετέχουν στη Θεία Κοινωνία, αν μεταλάβουν είναι ένοχοι κατά τον απόστολο Παύλο (Α΄ Κορ. 11,27). Όμως για τη νοερή Θεία Κοινωνία δεν έχει καθοριστεί κανένας περιοριστικός κανόνας.
(4). Η φθορά και βλάβη της ψυχοσωματικής οντότητας του ανθρώπου με την αμαρτία είναι στην ουσία φθορά και καταστροφή του ναού του Θεού. Ο Τριαδικός Θεός ζητά και θέλει να εγκατασταθεί στο δημιούργημά Του, να το κάνει κατοικία Του, ενώ εμείς με την αμαρτία κάνουμε ζημιά, βλάβη και καταστρέφουμε αυτόν το ναό του Θεού, την κατοικία Του.
(5). Αλλά και όσοι δεν μπορούν συχνά και όταν θέλουν να λάβουν τη μυστηριακή κοινωνία, δηλαδή να μεταλάβουν το Χριστό που βρίσκεται στα μυστήρια, είτε γιατί βρίσκονται σε έρημο μέρος, όπου δεν υπάρχει ιερέας ούτε θυσιαστήριο και εκκλησία, είτε γιατί, παρόλο που βρίσκονται στον κόσμο, εμποδίζονται από τους Πνευματικούς, όχι για κάποιο σφάλμα τους που σύμφωνα με τους κανόνες των Πατέρων είναι εμπόδιο για την Κοινωνία, αλλά από την επικρατούσα πονηρή και διεστραμμένη συνήθεια*, αυτοί λέω, επειδή έχουν επιθυμία και αγάπη να κοινωνήσουν μυστηριακά το Χριστό, αλλά λόγω αυτών των αιτιών που είπαμε, είτε λόγω άλλων αιτιών δεν μπορούν, όλοι αυτοί ας λαμβάνουν νοερά και πνευματικά το Χριστό στον εαυτό τους, όπως λέει ο ιερός Νικόλαος ο Καβάσιλας στην «ερμηνεία της Λειτουργίας» (κεφ.42). Γιατί «ο ευρισκόμενος στα μυστήρια Χριστός, νοερά, αφανώς και αόρατα μεταδίδει σ’ αυτούς τον αγιασμό από τα μυστήρια, με τον τρόπο που Αυτός ξέρει».
* [Σε αυτό το ζήτημα αναφέρεται εκτενέστερα ο άγιος Νικόδημος στο βιβλίο του «Περί συχνής Θείας Μεταλήψεως». Είναι μια άσχημη συνήθεια να μην κοινωνούν των αχράντων μυστηρίων πιστοί που δεν έχουν λόγους να κωλύονται της Μετάληψης].
1301. ΥΠΑΡΞΙΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ.
Διάσημος ιεροκήρυξ μίλησε για την Θεία Πρόνοια. Στο τέλος της ομιλίας του τον πλησίασε ένας τσαγκάρης και του είπε:
- Θαυμάσια η ομιλία σας, Πάτερ, για την Θεία Πρόνοια, αλλά εγώ δεν πιστεύω καθόλου σε αυτήν. Η Θεία Πρόνοια δεν υπάρχει. Απόδειξις η κατάστασις της οικογένειας μου. Χρόνια με πίστη υπηρετώ το Θεό και τώρα που βρέθηκα στην ανάγκη, παρόλες τις προσευχές μου, δεν έχω καμία βοήθεια. Η Εφορία με κυνηγά και θα με κλείσουν μέσα. Φθάνω μέχρι του σημείου να αυτοκτονήσω.
- Στάσου, απάντησε ο ιεροκήρυξ, να σου αποδείξω πιο απτά ότι υπάρχει η Θεία Πρόνοια. Πάρε αυτό το ποσόν. Μου το έδωσε μια πλούσια κυρία, που παρακολούθησε το κήρυγμά μου και μου είπε να το δώσω στον πρώτο, που θα παρουσιασθεί μπροστά μου και θα έχει ανάγκη. Χωρίς δισταγμό το πήρε ο καλός μας και δόξασε το Θεό.
(Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας, Υακίνθου Γρατιανουπόλεως, σελ. 591)
«Σπάζοντας τα δεσμά του θανάτου»
Σε μια από τις επιστολές του ο απόστολος Παύλος λέει ότι, αν ο Χριστός δεν έχει αναστηθεί, τότε εμείς είμαστε οι πλέον αξιοθρήνητοι των ανθρώπων. Πράγματι, αν δεν έχει αναστηθεί, θα ήμαστε αξιολύπητοι, διότι όλη μας η πίστη, όλο αυτό που ονομάζουμε πνευματική εμπειρία μας και όλη η ζωή που οικοδομούμε πάνω σ’ αυτήν δεν θα ήταν τίποτε άλλο παρά μια αυταπάτη, ένα ψέμα, μια ψευδαίσθηση. Εμείς όμως είμαστε οι ευτυχέστεροι των ανθρώπων, επειδή όντως Χριστός Ανέστη. Και αυτό όχι απλώς εκατοντάδες και χιλιάδες αλλά εκατομμύρια ανθρώπων το γνωρίζουν από προσωπική και άμεση εμπειρία. Είναι πάρα πολλοί αυτοί που θα έλεγαν: Ο Θεός υπάρχει διότι τον έχω συναντήσει. « Χριστός Ανέστη» διότι Τον έχω συναντήσει Αναστημένο.
Και όχι μόνο κατά τρόπο πνευματικό, αλλά και σωματικό – έχουμε τη μαρτυρία των Αποστόλων, ανθρώπων απλών που έφυγαν μακριά από τον Γολγοθά, γνωρίζοντας ( νομίζοντας ότι γνωρίζουν) ότι από τη στιγμή που ο Κύριος τους αποκαθηλώθηκε από τον Σταυρό και ετάφη, είχε νικηθεί οριστικά και κάθε ελπίδα τους είχε για πάντα χαθεί. Και όμως, αυτοί οι ίδιοι γίνονται μάρτυρες της Αναστάσεως – απροετοίμαστοι, διστακτικοί και κατόπιν περιχαρείς. Περιχαρείς, διότι οι γυναίκες ήρθαν το πρωί να αλείψουν με μύρα τον Χριστό και διαπίστωσαν ότι το Σώμα Του δεν ήταν πια εκεί.
Ο Ιωάννης και ο Πέτρος έτρεξαν εκεί αργότερα, και ο τάφος ήταν άδειος. Και όταν πήγαν στους άλλους μαθητές, ρωτώντας, αμφιβάλλοντας, διστάζοντας, ο Χριστός τους παρουσιάστηκε και τους είπε: « Μη φοβάστε. Δεν είμαι φάντασμα, δεν είμαι μια ασώματη φιγούρα. Το φάντασμα δεν έχει σάρκα και οστά, καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα»! Συνέφαγε μαζί τους, τους μίλησε, τον άγγιξαν! Και πράγματι, όπως λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Επιστολή του, οι Απόστολοι μαρτυρούν αυτό που είδαν με τα μάτια τους, αυτό που άκουσαν με τα αυτιά τους κι αυτό που με τα ίδια τους τα χέρια ψηλάφισαν: την αλήθεια! Ναι, Χριστός Ανέστη! Ανέστη όχι ως φάντασμα, όχι ως μια πνευματική παρουσία αλλά ως ο ζωντανός Θεός με το σώμα Του, το σώμα με το οποίο ενσαρκώθηκε. Και πράγματι, αν πιστεύουμε ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός ήταν ο ίδιος ο Θεός που έγινε άνθρωπος για τη σωτηρία του κόσμου, τότε, αυτό που ξεπερνάει τη φαντασία μας, είναι πώς Αυτός που είναι η ίδια η Ζωή, μπόρεσε και να πεθάνει. Και αντίθετα το πιο απλό και προφανές είναι ότι, αυτή η Αιώνια Ζωή εννοείται ότι θα έσπαζε τα δεσμά του θανάτου, θα πατούσε τον θάνατο και θα ανίστατο σωματικά, με τη σάρκα Του, δίνοντας έτσι, και σ’ εμάς υπόσχεση αναστάσεως.
Διότι, αναλαμβάνοντας Εκείνος την ανθρώπινη σάρκα, μας έδειξε ότι ο άνθρωπος είναι κάτι τόσο πελώριο και βαθύ, ώστε μπορεί να γίνει ένα με τον Θεό, να ενωθεί μαζί Του. Μας έδειξε ότι όντως, ένα ανθρώπινο πλάσμα τότε μόνο είναι πλήρες, όταν είναι σε ταύτιση με τον Θεό, όταν γίνεται κοινωνός θείας φύσεως, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του αποστόλου Πέτρου. Η ανάσταση είναι μια αποκάλυψη του ελέους, της δυνάμεως, της αγάπης του Θεού… αλλά και της μεγαλοσύνης του ανθρώπου. Ο θάνατος δεν μάς φοβίζει πια. Έχει γίνει η θύρα μας προς την αιωνιότητα και ξέρουμε ότι θα έρθει μια μέρα που η φωνή Αυτού που έφερε στην ύπαρξη όλα τα όντα, η φωνή του Σωτήρα μας, θα ηχήσει και πάλι. Θα σταθούμε τότε όλοι ενώπιον του Θεού, περιβεβλημένοι την αιωνιότητα, με μια σάρκα που θα είναι μέρος αυτής της αιωνιότητας. Ας εμπιστευθούμε τον λόγο του Θεού, ας ξεπεράσουμε τις αμφιβολίες και τους δισταγμούς μας, ας Τον ακούσουμε να μάς μιλά και ας ανταποκριθούμε στο Λόγο Του και στο γεγονός της Αναστάσεως Του με πίστη και ευγνωμοσύνη! Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη!
( Μητρ. Anthony Bloom, « Στο φως της Κρίσης του Θεού», εκδ.Εν πλω)