Ο έπαινος και η επίπληξη.
Σ’ αυτόν τον κόσμο είμαστε σαν εμπόρευμα βγαλμένο στο παζάρι. Άλλοι έμποροι ανεβάζουν την τιμή μας έως τον ουρανό, άλλοι δε, την ρίχνουν έως το μηδέν.
Ο έπαινος ή η επίπληξη, που μας έρχεται από τους ανθρώπους, πάντα χωρίζει την ψυχή μας στα δύο. Όταν μας επαινούν με το ένα μισό της ψυχής χαιρόμαστε για τον έπαινο, ενώ με το άλλο μισό θλιβόμαστε. Με το ένα μισό της ψυχής θλιβόμαστε όταν μας επιπλήττουν, ενώ με το άλλο μισό χαιρόμαστε. Αφού αισθανόμαστε στα μυστικά βάθη της ίδιας μας της γνώσης, ότι ούτε από μόνος του ο έπαινος ούτε από μόνη της η επίπληξη δεν τα είπε όλα για τον εαυτό μας.
Να είσαι προσεκτικός προς ακραίους επαίνους και ακραίες επιπλήξεις, και να θεωρείς ότι είσαι από τους πρώτους μικρότερος, και από τους δεύτερους μεγαλύτερος. Ώστε να μην πετάξεις χωρίς φτερά και για να μην καταστραφείς χωρίς ελπίδα.
(Στοχασμοί περί καλού και κακού, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, σελ. 31).
Ασκήσεις και εμπειρίες.
Μέσα σε τέτοιες ταλαιπωρίες έκανε και αγώνα πνευματικό. Νήστευε και προσευχόταν. Συνήθως έτρωγε το μισό φαγητό και, όταν σήμαινε σιωπητήριο για ύπνο, ο Αρσένιος ανέβαινε στην ταράτσα του κτιρίου και άρχιζε την προσευχή. Τον ελεύθερο χρόνο του διάβαζε βιβλία θρησκευτικού περιεχομένου ή προσευχόταν. Δεν συμμετείχε στις διασκεδάσεις των στρατιωτών. Οι έξοδοί του ήταν για εκκλησιασμό και για να παρακολουθή κηρύγματα.
«Μια περίοδο», έλεγε, «έκανα πέντε μήνες να λειτουργηθώ, διότι που να βρεθή παπάς και Εκκλησία πάνω στα βουνά. Όταν μετά με έστειλε ο Διοικητής στο Αγρίνιο να πάρω ανταλλακτικά για τον ασύρματο, στον δρόμο που βάδιζα, πέρασα έξω από μια Εκκλησία, όπου μέσα γίνονταν οι Χαιρετισμοί. Έκανα τον σταυρό μου, προσκύνησα και με πήραν τα δάκρυα. "Παναγία μου, πώς έχω γίνει έτσι;", είπα. Που να φανταζόμουν τότε ότι αργότερα θα οικονομούσε ο Θεός να έχω Eκκλησάκι και μέσα στο Καλύβι μου!». Και δόξαζε γι’ αυτό από τα βάθη της καρδιάς του τον Θεό.
Συγκρίνοντας αυτά που πέρασε στον Στρατό με την άσκηση που έκανε ως μοναχός, έλεγε με αυτομεμψία: «Για τον Χριστό δεν έκανα τίποτε. Αν αυτή την άσκηση (ταλαιπωρία στον Στρατό) την έκανα σαν καλόγηρος, θα είχα αγιάσει».
Ως στρατιώτης έζησε θείες εμπειρίες. Κάποτε προσευχόταν σε ερημικό μέρος και ηρπάγη σε θεωρία. Διηγήθηκε και το εξής: «Κάποτε που είχαμε πάει στο πεδίο βολής στην Τρίπολη, είδα ένα αλλοιώτικο φως να βγαίνη από μια ρεματιά και να διαχέεται σε όλο το πεδίο βολής, ενώ ήταν μέρα. Απορούσα τι νάταν αυτό το φώς που οι άλλοι δεν έβλεπαν! Αργότερα κατάλαβα. Επειδή εκεί γίνονταν εκτελέσεις καταδίκων και ίσως να είχαν εκτελεσθή άδικα και κάποιοι αθώοι, γι’ αυτό φαινόταν εκείνο το φως. Ο Θεός φύλαξε που δεν με έστειλαν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Φυσικά δεν θα μπορούσα (να σκοτώσω)...».
(Βίος Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, ιερομ. Ισαάκ, σελ. 67-69).
Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
"Απρωσοποληψία"
Ήταν απροσωπόληπτος ο Γέροντας μιμούμενος το Θεό.
Παρά το γεγονός ότι υπήρχαν επισκέπτες που τον κούραζαν και τον στενοχωρούσαν-
και άλλοι, που τον ανέπαυαν και τον χαροποιούσαν- ποτέ δε διέκρινε τους μεν από τους δε, ώστε να παραγκωνίσει τους πρώτους και να ευνοήσει τους δεύτερους.
Ήταν δίκαιος προς όλους, αγαπούσε εξ' ίσου όλους, ίσως λίγο περισσότερο αυτούς που τον κούραζαν,
γιατί αυτοί είχαν μεγαλύτερη ανάγκη αγάπης. Μερικές φορές, από την κόπωση και τις ασθένειες, αναγκαζόταν να διακόψει τις ακροάσεις.
Όταν έβλεπε, με το διορατικό του βλέμμα, κάποια ψυχή να έχει επείγουσα ανάγκη συμπαραστάσεως, για όντως σοβαρό πρόβλημά της, την δεχόταν κατ' εξαίρεση,
έστω και εις βάρος της υγείας του. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, συνήθως υπήρχαν και μερικές μεμψιμοιρίες εκ μέρους περιστασιακών επισκεπτών,
που έβλεπαν τα γεγονότα εξωτερικά και με καχυποψία. Ο Γέροντας το καταλάβαινε και λυπόταν, προτιμούσε όμως να γίνει στόχος αδίκων επικρίσεων,
παρά να εγκαταλείψει αβοήθητο τον πληγωμένο πλησίον.
Συμπεριφερόταν πάντοτε σαν "καλός Σαμαρείτης" και ποτέ σαν άσπλαχνος "λευΐτης".
[ Γ 420 ]
"Δεχόταν όλους"
Το Γέροντα επισκέπτονταν και άνθρωποι διαφόρων θρησκευτικών και ιδεολογικών τάσεων : Ετερόδοξοι : παπικοί και προτεστάντες.
Ετερόθρησκοι : ισλαμιστές, βουδιστές.
Ορθολογιστές, σκεπτικιστές, νιτσεϊκοί, μαρξιστές, φροϋδιστές, μηδενιστές, αναρχικοί, μασόνοι, χιλιαστές και πολλοί άλλοι.
Όλους τους άγγιζε ψυχικά και σ' όλους προσέφερε τον αποδεκτό οικοδομητικό του λόγο.
Έβρισκε κάποιον δικό του τρόπο, για να προβληματίσει και να αφυπνίσει τον καθένα.
Ιδιαίτερα τους ετρόδοξους αιρετικούς και πλανεμένους κι ακόμη πιο πολύ, τους ομόδοξους εκείνους, που ζώντας σ' ένα κλίμα ορθοδοξολογίας,
παρέκκλιναν από τον δρόμο της ορθοπραξίας σε μονοπάτια ακραίων τάσεων.
Κοντά στο Γέροντα ο επισκέπτης ένοιωθε τη θερμότητα μιας κατανυκτικής αγαλλίασης, που πήγαζε καθαρή από την ισορροπημένη πνευματικότητα του,
τη θεμελιωμένη στην εν Χριστώ ταπεινή αγάπη του και υπεύθυνη ελευθερία του.
[ Γ 402 π. ]
( Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, σελ. 59 - 60 )
Στην Α΄ Επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους διαβάζουμε ‘ Η αγάπη είναι μακρόθυμη, είναι ευεργετική και ωφέλιμη, η αγάπη δε ζηλεύει, η αγάπη δεν καυχιέται, δεν είναι περήφανη, δεν κάνει ασχήμιες, δε ζητεί το συμφέρον της, δεν ερεθίζεται, δε σκέφτεται το κακό για τους άλλους, δε χαίρεται όταν βλέπει την αδικία αλλά συγχαίρεται όταν επικρατεί η αλήθεια. Όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, όλα τα ελπίζει, όλα τα υπομένει. Η αγάπη ποτέ δεν ξεπέφτει.’
Ο Χριστός έγινε ο Ίδιος το μέτρο της αγάπης και μας τη δίδαξε εμπράκτως με τα Πάθη Του και την Ανάσταση του! Εμείς πόσο διατεθειμένοι είμαστε να αγαπάμε με αυτόν το τρόπο; Οτιδήποτε λιγότερο δεν είναι αγάπη, οτιδήποτε δεν εμπεριέχει όλα τα προηγούμενα ας αποκληθεί κάπως αλλιώς! Μας καλεί να Τον ακολουθήσουμε οπότε κι εμείς πρέπει να πατήσουμε στα δικά Του χνάρια! Να αγαπήσουμε με τον τρόπο που και Εκείνος αγαπά εμάς!
Εμείς πώς άραγε αγαπάμε; Όταν κάποιος μας αδικήσει ή μας κάνει μια παρατήρηση που δε μας αρέσει πώς νιώθουμε απέναντι του; Όταν κάποιος μας βλάψει πώς θα αντιδράσουμε; Αν θυμώσουμε και πούμε λόγια βαριά βγαίνουμε από την αγάπη του Χριστού. Αν δε συγχωρήσουμε αυτόν που μας αδίκησε βγαίνουμε από την αγάπη του Χριστού. Αν κακοποιούμε την οικογένεια μας πάλι βγαίνουμε από την αγάπη του Χριστού. Και αν δεν τιμάμε τους γονείς μας παρομοίως! Αλλά και αν τρομοκρατούμε τους υφισταμένους μας στη δουλειά ούτε αυτό είναι αγάπη Χριστού! Και ακόμη αυτοί που φιλονικούν για τα χωράφια και τρέχουν στα δικαστήρια σίγουρα δεν έχουν μέσα τους αγάπη Χριστού.
Ναι, είναι ψηλά ο πήχης… ο Χριστός όμως τον έβαλε εκεί γιατί έτσι θέλησε να μας δείξει ότι μας εμπιστεύεται και πως μπορούμε κι εμείς να τα καταφέρουμε να γίνουμε μιμητές Του! Ο Χριστός μας καλεί στη θέωση οπότε και η αγάπη μας πρέπει να είναι εξαγιασμένη! Και μόνο με τη Θεία Χάρη θα μπορέσουμε να αναλάβουμε και να φέρουμε εις πέρας έναν τέτοιο ιερό αγώνα! Κάθε μέρα λοιπόν να ζητάμε από το Θεό να μας γεμίζει με τη δική Του αγάπη, δηλαδή με τον Ίδιο και κάθε μέρα να διαβάζουμε τον υπέροχο ύμνο της αγάπης του Αποστόλου Παύλου για να θυμόμαστε σε ποιες κορυφές μας περιμένει ο Κύριος να Τον συναντάμε! (Α.Κ.Β)
Η θεία λειτουργία και τα σύκα
Όταν ο π. Βενέδικτος Πετράκης (+1961) ήταν ιεροκήρυκας στα Γιάννενα, πήγε ένα κυριακάτικο πρωινό να λειτουργήσει και να κηρύξει σε κάποια εκκλησία της πόλης.
’Έξω από το ναό είδε έναν άνθρωπο, που πουλούσε με το καροτσάκι του σύκα.
— Σκέπασέ το, ευλογημένε, του λέει, κι έλα μέσα στην εκκλησία να λειτουργηθείς. Μετά τη λειτουργία θα τα πουλήσεις όλα.
— Παπούλη μου, αποκρίθηκε εκείνος με ύφος θρασύ, εσύ στη δουλειά σου κι εγώ στη δουλειά μου!
— Έ, καλά... Τότε να ξέρεις πώς, μέχρι να τελειώσει η λειτουργία, όλα θα σκουληκιάσουν, του λέει προφητικά ο γέροντας.
Και πράγματι, όλα σκουλήκιασαν και τα πέταξε! 'Όταν μετά τη λειτουργία ο π. Βενέδικτος έβγαινε από την εκκλησία, έτρεξε μετανοημένος και του ζήτησε συγχώρηση.
[33]
(Θαύματα και αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου, σελ.35)
Η ακαταμάχητη δύναμη
Ο αείμνηστος μητροπολίτης Αργολίδος Χρυσόστομος Δεληγιαννόπουλος (+ 1985) υπηρέτησε ως στρατιωτικός ιερέας στην Αλβανία, κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του ’40. Οι μαρτυρίες που ακολουθούν είναι από το προσωπικό του ημερολόγιο και από προφορικές διηγήσεις του. Αποδεικνύουν, πως η θεία Κοινωνία ήταν μεγάλη δύναμη, που θωράκιζε τους Έλληνες αγωνιστές στο μέτωπο.
.. .9 Μαρτίου 1940. Ημέρα Κυριακή. Κυριακή της Ορθοδοξίας και μνήμη των άγιων Σαράντα.
Στο μέτωπο της Αλβανίας είναι παρών ο ίδιος ο Μουσολίνι και κατευθύνει προσωπικά την περίφημη εαρινή επίθεση.
Νιώθω μια ψυχική αγαλλίαση, συνδυασμένη με έντονη νευρικότητα. Ενώ δηλαδή νωρίς το πρωί ετοιμαζόμασταν για να τελέσουμε στο σπίτι που μέναμε τη θεία λειτουργία, ξαφνικά άρχισε καταιγισμός πυρός από όλμους του αντίπαλου πυροβολικού.
— Παπούλη μου, μου λέει ο διοικητής, πώς να κάνουμε σήμερα λειτουργία;
— Σήμερα ακριβώς επιβάλλεται να λειτουργήσουμε, απάντησα εγώ, για να μπούμε κάτω από την προστασία του Θεού.
Ο διοικητής τελικά υποχώρησε, κι έτσι απολαύσαμε τη θεία μυσταγωγία με μια ωραία χορωδία από τους στρατιώτες, ενώ ο γύρω χώρος είχε μεταβληθεί σε κόλαση φωτιάς.
Στη λειτουργία αυτή ζήσαμε τη θαυμαστή παρουσία του Χριστού: Δυο φορές στη διάρκειά της οβίδες πυροβολικού έγλειψαν την άκρη του τοίχου του σπιτιού μας, έπεσαν στον απέναντι χώρο και βυθίστηκαν στο χώμα χωρίς να εκραγούν. Αν έσκαζαν, θα σκοτωνόμασταν όλοι μέσα στο σπίτι... Τη μέρα αυτή κοινώνησαν ο υποδιοικητής, ο υπασπιστής και πολλοί στρατιώτες του συντάγματος.
Τελειώνοντας όμως τη λειτουργία, ένα θλιβερό γεγονός ήρθε να μας δώσει ένα καλό μάθημα. Μερικοί στρατιώτες, αντί να έρθουν να λειτουργηθούν, προτίμησαν να προφυλαχθούν μέσα σ’ ένα υπόγειο χαράκωμα. Κι ενώ ο τόπος αυλακωνόταν από τις οβίδες, μια απ’ αυτές έπεσε μέσα στο χαράκωμα, σκότωσε τέσσερις άνδρες και τραυμάτισε άλλους τρεις. Ο ένας μάλιστα βρέθηκε αποκεφαλισμένος...
Την Κυριακή, στις 30 Μαρτίου του ’41, ξεκίνησα πολύ πρωί για το πρώτο τάγμα, όπου λειτούργησα και κήρυξα. Κοινώνησαν γύρω στους πεντακόσιους άνδρες. Το χέρι μου πιάστηκε και πονούσε φοβερά από τη συνεχή μετάδοση της θείας Κοινωνίας.
Άλλοτε πάλι αναγκάστηκα να λειτουργήσω γονατιστός σε αντίσκηνο, γιατί έξω έβρεχε συνεχώς. Οι στρατιώτες παρακολούθησαν τη θεία λειτουργία μέσα στη βροχή, και στο τέλος κοινώνησαν τα άχραντα Μυστήρια. Τι συγκινητικό θέαμα! Μέσα στ άγρια βουνά, και με βροχή, να προσέρχονται οι στρατιώτες, για να ενωθούν με τον Σωτήρα Χριστό.
[57]
(Θαύματα και αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου, σελ. 33-34)
Η αξία της προσκομιδής
Η θεία χάρη, που αναβλύζει από την αναίμακτη θυσία, προσφέρεται όχι μόνο στους ζωντανούς, αλλά και στους νεκρούς. Γι’ αυτό οι λειτουργοί δεν παύουν να δέονται όχι μόνο «υπέρ υγείας», αλλά και «υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των κεκοιμημένων δούλων του Θεού».
"Όσο περισσότερη είναι η πίστη και η αγάπη των ιερέων, τόσο μεγαλύτερος είναι και ο κατάλογος των ονομάτων, που μνημονεύουν στην προσκομιδή .
Ο παπα-Σάββας ο πνευματικός, μια οσιακή αθωνίτικη μορφή (1821-1908), φαινόταν, με το μικροσκοπικό του σώμα, ένας άσημος καλόγερος. Όταν όμως λειτουργούσε, φαινόταν μεγαλοπρεπής, και το πρόσωπό του έλαμπε σαν πρόσωπο αγγέλου.
Στην προσκομιδή, μνημόνευε ονόματα «ων ουκ έστιν αριθμός». Χρησιμοποιούσε ένα πολύ μεγάλο δισκάριο, και για δυο-τρεις ώρες έβγαζε μερίδες και μνημόνευε ακατάπαυστα.
— 'Άγιε πνευματικέ, πολύ κουράζεσαι με τόσα ονόματα, του έλεγαν από αγάπη μερικοί πατέρες.
— Δεν κουράζομαι, απαντούσε εκείνος. Αντίθετα, αισθάνομαι μεγάλη χαρά. Ωφελούνται πολύ οι μνημονευόμενοι. Η ωφέλειά τους είναι χαρά μου.
Νέος ακόμα ιερέας ο παπα-Σάββας δέχτηκε κάποια αποκάλυψη, με την οποία ο Θεός του φανέρωσε τη μεγάλη ωφέλεια που αποκομίζουν οι ψυχές από τη μνημόνευση. Την κατέγραψε, λίγο πριν την κοίμησή του, σαν απάντηση σ’ εκείνους που τον ρωτούσαν για ποιό λόγο μνημόνευε καθημερινά τόσα ονόματα.
“Το 1843, έγραφε, μου έδωσαν αρκετά ονόματα, για να κάνω σαρανταλείτουργο. Τη μέρα που θα τελούσα την τελευταία λειτουργία, περιμένοντας το γέροντά μου να πάρω καιρό , αποκοιμήθηκα ακουμπώντας στο αναλόγιο και είδα το εξής αποκαλυπτικό όνειρο:
“Ήμουν φορεμένος την ιερατική στολή και στεκόμουν μπροστά στην αγία τράπεζα, πάνω στην οποία βρισκόταν ο άγιος δίσκος της λειτουργίας, γεμάτος με το Αίμα του Χριστού.
Βλέπω τότε άγγελο Κυρίου με μορφή ιερέως να παίρνει το χαρτί με τα ονόματα από την προσκομιδή και να πλησιάζει στην αγία τράπεζα. Εκεί, αφού έβαλε το χαρτί κοντά στον άγιο δίσκο, βουτάει τη λαβίδα στο Αίμα του Χριστού και σβήνει ένα όνομα, και πάλι βουτάει και σβήνει, μέχρι που τελείωσαν όλα τα ονόματα και καθάρισε το χαρτί.
Μετά τη θεία λειτουργία ανέφερα το όνειρο στο γέροντά μου κι εκείνος ,μου είπε:
-Εσύ δεν είσαι άξιος για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες εκείνων, που μνημόνευσες. Με την πίστη έλαβαν την άφεση των αμαρτιών τους.
Αυτό το όνειρο είναι η αιτία που μνημονεύω τα ονόματα όλων.
[58]
(Θαύματα και αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία εκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου, σελ. 28-29)
Η πλάνη του τρισυνθέτου
Ο Ιδρυτής της Αδελφότητος «Ζωή» αρχιμ. Εύσέβιος Ματθόπουλος πήγε κάποτε στην Κεφαλληνία. Καθώς βάδιζε σ’ ένα δρόμο, βλέπει να τον πλησιάζει με γοργά βήματα ένας μάλλον κοντός και ασκητικός Ιερεύς, που χωρίς κανένα πρόλογο η χαιρετισμό του λέει:
- Δύο, δύο! Όχι τρία!
Και λέγοντας αυτά ο άγνωστός του κληρικός απομακρύνθηκε βιαστικά. Ο π. Ευσέβιος απόρησε. Έμαθε όμως ότι αυτός ήταν ο περίφημος παπα-Παναγής Μπασιάς (1801-1888), που πρόσφατα (1986) αναγνωρίσθηκε ως άγιος. Και κατάλαβε oτι οι τρεις εκείνες λέξεις αποτελούσαν την θεοφώτιστη απάντηση στο ζήτημα του τρισυνθέτου, που έντονα τον απασχολούσε. Δύο είναι τα στοιχεία του ανθρώπου (σώμα και ψυχή) του είχε πει ο όσιος Παναγής και όχι τρία (σώμα, πνεύμα και ψυχή), όπως δίδασκε ο Απόστολος Μακράκης.
Ο π. Ευσέβιος συνέχισε τον δρόμο του δοξάζοντας τον Θεό. Η στιγμιαία συνάντησή του με τον άγιο άξιζε περισσότερο από πολλές θεολογικές συζητήσεις. Διότι την φώτιζε το Πνεύμα του Θεού.
(Δύο σύγχρονοι άγιοι)
(Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι.Μ.Παρακλήτου, τόμος α΄, σελ. 35-36)
Οι διαφορετικές συμβουλές
Ο αββάς Ποιμήν ρώτησε κάποτε τον Ιωσήφ της Πανεφώ:
- Γέροντα, τί να κάνω όταν μου έρχονται αμαρτωλοί λογισμοί; Να τους διώχνω αμέσως ή να τους δέχομαι στον νου μου και τότε να τους πολεμώ με αντίθετους λογισμούς;
Ο Αββάς Ιωσήφ σκέφθηκε κ του είπε:
- ’Άφηνέ τους να μπαίνουν στον νου σου και τότε να τους πολεμάς.
Ο αββάς Ποιμήν επέστρεψε στην Νιτρία και εφάρμοζε την συμβουλή του Αββά Ιωσήφ. Κάποτε όμως ήρθε ένας μοναχός από την Θηβαΐδα και είπε:
- Συνάντησα τον Αββά Ιωσήφ της Πανεφώ και τον ρώτησα, τι να κάνω όταν μου έρχονται πονηρές σκέψεις: Να τις διώχνω αμέσως ή να τις δέχομαι και μετά να τις πολεμώ. Κι εκείνος μου αποκρίθηκε, να τις διώχνω αμέσως, πριν προλάβουν να εγκατασταθούν μου.
Άκουσε αυτό ο Αββάς Ποιμήν και ταράχθηκε. Πήγε αμέσως στον Αββά Ιωσήφ και του είπε:
- Γέροντα, ήρθα προ καιρού και σε ρώτησα για τους λογισμούς. Και συ, άλλη συμβουλή έδωσες σε μένα και άλλη σε άλλον αδελφό που σε ρώτησε για το ίδιο ζήτημα.
Ο αββάς Ιωσήφ του είπε τότε:
- Γνωρίζεις πόσο σε αγαπώ;
- Βεβαίως το γνωρίζω.
- Δεν μου είπες να σου δώσω την συμβουλή που θα έδινα στον εαυτό μου;
- Ναι, έτσι είπα.
- Επομένως σου έδωσα την συμβουλή που θεώρησα για τον εαυτό μου σωστή. Πράγματι, εάν δεχθείς τους ακαθάρτους λογισμούς και τους πολεμήσεις μέσα σου, εσύ θ’ αναδειχθείς ισχυρότερος. Υπάρχουν όμως άλλοι που δεν τους συμφέρει καθόλου να τους πλησιάσουν οι πονηρές σκέψεις. Αυτοί πρέπει αμέσως να τις αποκόπτουν και να τις απομακρύνουν πριν καν ολοκληρωθούν.
Ο άββας Ποιμήν, μετά την διευκρίνιση αυτή, έφυγε αναπαυμένος.
(Γεροντικόν)
(Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι.Μ. Παρακλήτου,τόμος α΄, σελ.34-35)
Ο πρώην αυλικός
Εγκαταστάθηκε κάποτε σε σκήτη ένας αυλικός από την Ρώμη.
Βλέποντας ο προϊστάμενος της σκήτης ότι ήταν αδύνατος και μαθαίνοντας ότι ζούσε πριν σε παλάτια,
τον οικονομούσε και ό,τι καλό αφιέρωναν στην σκήτη, του το έστελνε.
Ο αυλικός, έπειτα από εικοσιπέντε χρόνια ασκήσεως, απέκτησε το διακριτικό χάρισμα και έγινε ξακουστός.
Ακούοντας γι’ αυτόν ένας αιγύπτιος μοναχός ήρθε να τον επισκεφθεί.
Τον ασπάσθηκε και, αφού προσευχήθηκαν, κάθησαν.
Βλέπει τότε ο επισκέπτης να φορά ο αββάς μαλακά ρούχα και σανδάλια,
να έχει στρωσίδι, προβιά και ένα μικρό μαξιλάρι. Όλα αυτά ήταν αντίθετα με την σκληρή άσκηση της σκήτης και σκανδαλίσθηκε. Ο διακριτικός γέροντας κατάλαβε ότι σκανδαλίσθηκε.
Λέει λοιπόν στον αδελφό που τον υπηρετούσε:
- Μαγείρεψε φαγητό σήμερα για χάρη του επισκέπτη μας.
Βγήκε εκείνος, βρήκε λίγα χόρτα και τα έβρασε. Είχε ο αββάς και λίγο κρασί για την ασθένειά του.
Το έβαλε κι αυτό ατό τραπέζι. Έφαγαν λοιπόν και ήπιαν.
Όταν βράδυασε, είπαν δώδεκα ψαλμούς και κοιμήθηκαν.
Το πρωί είπαν άλλους δώδεκα ψαλμούς και όταν ξημέρωνε ο επισκέπτης σηκώθηκε να φύγει,
μένοντας σκανδαλισμένος για την καλοπέραση του αββά.
Εκείνος όμως, θέλοντας να τον ωφελήσει, άρχισε να τον ρωτά, οπότε έγινε ο εξής διάλογος:
- Από ποιά χώρα είσαι;
- Από την Αίγυπτο.
- Και από ποιά πόλη; ,
- Δεν είμαι από πόλη. Σε χωριό γεννήθηκα.
- Και τι δουλειά έκανες;
- Φύλαγα τα κτήματα.
- Και που κοιμόσουν;
- Στα χωράφια.
- Είχες στρώμα να πλαγιάσεις;
- Που να βρεθεί στρώμα στα χωράφια;
- Τότε, που κοιμόσουν;
- Κάτω, στο χώμα.
- Είχες να τρως τίποτα στα χωράφια; Έπινες κρασί;
- Στα χωράφια δεν υπάρχει ούτε φαγητό ούτε πιοτό.
- Τότε, πώς ζούσες;
- Έτρωγα λίγα παξιμάδια η λίγο παστό κρέας, αν έβρισκα, και έπινα νερό.
- Δύσκολη ζωή. Αλλά για πες μου, υπήρχαν λουτρά στο χωριό;
- Όχι. Πλενόμασταν καμιά φορά στο ποτάμι.
Αφού ο διακριτικός γέροντας τον έκαμε με τον διάλογο να φανερώσει όλες τις ταλαιπωρίες της προηγουμένης του ζωής, άρχισε να τού διηγήται για τον εαυτό του:
- Εγώ ο άθλιος που με βλέπεις εδώ, είμαι από την κοσμοκράτειρα Ρώμη και είχα μεγάλο αξίωμα στα ανάκτορα του αυτοκράτορα.
Από τα πρώτα αυτά λόγια ο επισκέπτης ένιωσε μεγάλη συγκίνηση και άκουε με πολλή προσοχή τα παρακάτω.
- Άφησα λοιπόν τις απολαύσεις της Ρώμης και ήρθα εδώ στην σκληρή έρημο.
Είχα στην πατρίδα μου μέγαρα και θησαυρούς, κρεβάτια ολόχρυσα και πολυτελή στρώματα.
Και αντί γι’ αυτά, μου έδωσε ο καλός Θεός αυτό το στρωσίδι και αυτή την προβιά.
Τα ρούχα μου ήταν πανάκριβα. Αντί για κείνα, φορώ τώρα αυτά τα ευτελή.
Στα γεύματα, ξόδευα πολλά χρήματα. Αντί γι’ αυτά μου έδωσε ο Θεός λίγα χορταρικά κι αυτό το λίγο κρασί.
Με υπηρετούσαν πολλοί δούλοι. Αντί για κείνους, κίνησε ο Θεός την καρδιά αυτού του αδελφού
και ήρθε να με υπηρέτη στην δυσκολία μου. Αντί να πηγαίνω σε λουτρό, χύνω λίγο νερό στα πόδια μου.
Φορώ και σανδάλια για την αδυναμία μου.
Αντί ν’ ακούω μουσικούς και κιθάρες, λέω τους δώδεκα ψαλμούς.
Και την νύχτα, αντί για τις αμαρτίες που έκανα, προσεύχομαι ειρηνικά.
Σε παρακαλώ λοιπόν, αββά, μη σκανδαλίζεσαι με την αδυναμία μου.
Ακούοντας όλα αυτά ο επισκέπτης, μόλις μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυά του.
'Όταν συνήλθε, είπε:
- Αλλοίμονο μου. Εγώ από την μεγάλη ταλαιπωρία που υπέμεινα στον κόσμο,
ήρθα σε ανάπαυση εδώ στην έρημο.
Και πράγματα που δεν είχα τότε, τα έχω τώρα.
Ενώ εσύ, από πολλή ανάπαυση ήρθες σε τ
αλαιπωρία, και από δόξα και πλούτο ήρθες σε ταπείνωση και φτώχεια.
Έφυγε έπειτα πολύ ωφελημένος. Έγινε φίλος του και τον επισκεπτόταν συχνά για να ωφελήται.
Γιατί ο πρώην αυλικός ήταν διακριτικός και σκορπούσε την ευωδία του Αγ. Πνεύματος.
(Ευεργετινός Δ')
(Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι. Μ. Παρακλήτου, τόμος α΄, σελ. 31-34)