Ασκήσεις και εμπειρίες.
Μέσα σε τέτοιες ταλαιπωρίες έκανε και αγώνα πνευματικό. Νήστευε και προσευχόταν. Συνήθως έτρωγε το μισό φαγητό και, όταν σήμαινε σιωπητήριο για ύπνο, ο Αρσένιος ανέβαινε στην ταράτσα του κτιρίου και άρχιζε την προσευχή. Τον ελεύθερο χρόνο του διάβαζε βιβλία θρησκευτικού περιεχομένου ή προσευχόταν. Δεν συμμετείχε στις διασκεδάσεις των στρατιωτών. Οι έξοδοί του ήταν για εκκλησιασμό και για να παρακολουθή κηρύγματα.
«Μια περίοδο», έλεγε, «έκανα πέντε μήνες να λειτουργηθώ, διότι που να βρεθή παπάς και Εκκλησία πάνω στα βουνά. Όταν μετά με έστειλε ο Διοικητής στο Αγρίνιο να πάρω ανταλλακτικά για τον ασύρματο, στον δρόμο που βάδιζα, πέρασα έξω από μια Εκκλησία, όπου μέσα γίνονταν οι Χαιρετισμοί. Έκανα τον σταυρό μου, προσκύνησα και με πήραν τα δάκρυα. "Παναγία μου, πώς έχω γίνει έτσι;", είπα. Που να φανταζόμουν τότε ότι αργότερα θα οικονομούσε ο Θεός να έχω Eκκλησάκι και μέσα στο Καλύβι μου!». Και δόξαζε γι’ αυτό από τα βάθη της καρδιάς του τον Θεό.
Συγκρίνοντας αυτά που πέρασε στον Στρατό με την άσκηση που έκανε ως μοναχός, έλεγε με αυτομεμψία: «Για τον Χριστό δεν έκανα τίποτε. Αν αυτή την άσκηση (ταλαιπωρία στον Στρατό) την έκανα σαν καλόγηρος, θα είχα αγιάσει».
Ως στρατιώτης έζησε θείες εμπειρίες. Κάποτε προσευχόταν σε ερημικό μέρος και ηρπάγη σε θεωρία. Διηγήθηκε και το εξής: «Κάποτε που είχαμε πάει στο πεδίο βολής στην Τρίπολη, είδα ένα αλλοιώτικο φως να βγαίνη από μια ρεματιά και να διαχέεται σε όλο το πεδίο βολής, ενώ ήταν μέρα. Απορούσα τι νάταν αυτό το φώς που οι άλλοι δεν έβλεπαν! Αργότερα κατάλαβα. Επειδή εκεί γίνονταν εκτελέσεις καταδίκων και ίσως να είχαν εκτελεσθή άδικα και κάποιοι αθώοι, γι’ αυτό φαινόταν εκείνο το φως. Ο Θεός φύλαξε που δεν με έστειλαν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Φυσικά δεν θα μπορούσα (να σκοτώσω)...».
(Βίος Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, ιερομ. Ισαάκ, σελ. 67-69).