Ο πρώην αυλικός
Εγκαταστάθηκε κάποτε σε σκήτη ένας αυλικός από την Ρώμη.
Βλέποντας ο προϊστάμενος της σκήτης ότι ήταν αδύνατος και μαθαίνοντας ότι ζούσε πριν σε παλάτια,
τον οικονομούσε και ό,τι καλό αφιέρωναν στην σκήτη, του το έστελνε.
Ο αυλικός, έπειτα από εικοσιπέντε χρόνια ασκήσεως, απέκτησε το διακριτικό χάρισμα και έγινε ξακουστός.
Ακούοντας γι’ αυτόν ένας αιγύπτιος μοναχός ήρθε να τον επισκεφθεί.
Τον ασπάσθηκε και, αφού προσευχήθηκαν, κάθησαν.
Βλέπει τότε ο επισκέπτης να φορά ο αββάς μαλακά ρούχα και σανδάλια,
να έχει στρωσίδι, προβιά και ένα μικρό μαξιλάρι. Όλα αυτά ήταν αντίθετα με την σκληρή άσκηση της σκήτης και σκανδαλίσθηκε. Ο διακριτικός γέροντας κατάλαβε ότι σκανδαλίσθηκε.
Λέει λοιπόν στον αδελφό που τον υπηρετούσε:
- Μαγείρεψε φαγητό σήμερα για χάρη του επισκέπτη μας.
Βγήκε εκείνος, βρήκε λίγα χόρτα και τα έβρασε. Είχε ο αββάς και λίγο κρασί για την ασθένειά του.
Το έβαλε κι αυτό ατό τραπέζι. Έφαγαν λοιπόν και ήπιαν.
Όταν βράδυασε, είπαν δώδεκα ψαλμούς και κοιμήθηκαν.
Το πρωί είπαν άλλους δώδεκα ψαλμούς και όταν ξημέρωνε ο επισκέπτης σηκώθηκε να φύγει,
μένοντας σκανδαλισμένος για την καλοπέραση του αββά.
Εκείνος όμως, θέλοντας να τον ωφελήσει, άρχισε να τον ρωτά, οπότε έγινε ο εξής διάλογος:
- Από ποιά χώρα είσαι;
- Από την Αίγυπτο.
- Και από ποιά πόλη; ,
- Δεν είμαι από πόλη. Σε χωριό γεννήθηκα.
- Και τι δουλειά έκανες;
- Φύλαγα τα κτήματα.
- Και που κοιμόσουν;
- Στα χωράφια.
- Είχες στρώμα να πλαγιάσεις;
- Που να βρεθεί στρώμα στα χωράφια;
- Τότε, που κοιμόσουν;
- Κάτω, στο χώμα.
- Είχες να τρως τίποτα στα χωράφια; Έπινες κρασί;
- Στα χωράφια δεν υπάρχει ούτε φαγητό ούτε πιοτό.
- Τότε, πώς ζούσες;
- Έτρωγα λίγα παξιμάδια η λίγο παστό κρέας, αν έβρισκα, και έπινα νερό.
- Δύσκολη ζωή. Αλλά για πες μου, υπήρχαν λουτρά στο χωριό;
- Όχι. Πλενόμασταν καμιά φορά στο ποτάμι.
Αφού ο διακριτικός γέροντας τον έκαμε με τον διάλογο να φανερώσει όλες τις ταλαιπωρίες της προηγουμένης του ζωής, άρχισε να τού διηγήται για τον εαυτό του:
- Εγώ ο άθλιος που με βλέπεις εδώ, είμαι από την κοσμοκράτειρα Ρώμη και είχα μεγάλο αξίωμα στα ανάκτορα του αυτοκράτορα.
Από τα πρώτα αυτά λόγια ο επισκέπτης ένιωσε μεγάλη συγκίνηση και άκουε με πολλή προσοχή τα παρακάτω.
- Άφησα λοιπόν τις απολαύσεις της Ρώμης και ήρθα εδώ στην σκληρή έρημο.
Είχα στην πατρίδα μου μέγαρα και θησαυρούς, κρεβάτια ολόχρυσα και πολυτελή στρώματα.
Και αντί γι’ αυτά, μου έδωσε ο καλός Θεός αυτό το στρωσίδι και αυτή την προβιά.
Τα ρούχα μου ήταν πανάκριβα. Αντί για κείνα, φορώ τώρα αυτά τα ευτελή.
Στα γεύματα, ξόδευα πολλά χρήματα. Αντί γι’ αυτά μου έδωσε ο Θεός λίγα χορταρικά κι αυτό το λίγο κρασί.
Με υπηρετούσαν πολλοί δούλοι. Αντί για κείνους, κίνησε ο Θεός την καρδιά αυτού του αδελφού
και ήρθε να με υπηρέτη στην δυσκολία μου. Αντί να πηγαίνω σε λουτρό, χύνω λίγο νερό στα πόδια μου.
Φορώ και σανδάλια για την αδυναμία μου.
Αντί ν’ ακούω μουσικούς και κιθάρες, λέω τους δώδεκα ψαλμούς.
Και την νύχτα, αντί για τις αμαρτίες που έκανα, προσεύχομαι ειρηνικά.
Σε παρακαλώ λοιπόν, αββά, μη σκανδαλίζεσαι με την αδυναμία μου.
Ακούοντας όλα αυτά ο επισκέπτης, μόλις μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυά του.
'Όταν συνήλθε, είπε:
- Αλλοίμονο μου. Εγώ από την μεγάλη ταλαιπωρία που υπέμεινα στον κόσμο,
ήρθα σε ανάπαυση εδώ στην έρημο.
Και πράγματα που δεν είχα τότε, τα έχω τώρα.
Ενώ εσύ, από πολλή ανάπαυση ήρθες σε τ
αλαιπωρία, και από δόξα και πλούτο ήρθες σε ταπείνωση και φτώχεια.
Έφυγε έπειτα πολύ ωφελημένος. Έγινε φίλος του και τον επισκεπτόταν συχνά για να ωφελήται.
Γιατί ο πρώην αυλικός ήταν διακριτικός και σκορπούσε την ευωδία του Αγ. Πνεύματος.
(Ευεργετινός Δ')
(Χαρίσματα και χαρισματούχοι, Ι. Μ. Παρακλήτου, τόμος α΄, σελ. 31-34)