Α) (Χαστούπη Αθανασίου,Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη).
IV. Γένεση της Πεντατεύχου
Οποιαδήποτε κι αν είναι η λύση του φιλολογικού προβλήματος της Πεντατεύχου, στην οποία θα καταλήξει κάποιος στο μέλλον, δεν θα θεωρήσει μάταιο το υπέρογκο έργο της κριτικής που επιτεύχθηκε τα τελευταία 200 περίπου χρόνια. Από την αρχή μέχρι το τέλος της Πεντατεύχου συναντά κανείς διπλές διηγήσεις, επαναλήψεις και ασυμφωνίες.
Η Γένεσις αρχίζει με δύο διηγήσεις, από τις οποίες η δεύτερη ακολουθεί αμέσως την πρώτη, περί δημιουργίας (Γεν. 1,1- 2,4α και 2,4β-3,24). Υπάρχουν δύο γενεαλογίες του Κάιν-Κενάν (Γεν. 4,17 κ.εξ. και 5,12-17) και δύο διηγήσεις περί κατακλυσμού (Γεν. 6-8). Στη μία από αυτές ο κατακλυσμός οφείλεται σε διαφορετικούς παράγοντες και έχει διαφορετική διάρκεια˙ στην άλλη ο Νώε εισάγει στην Κιβωτό διαφορετικό αριθμό ζώων. Δύο φορές ο Αβραάμ εκθέτει σε κίνδυνο την τιμή της Σάρρας, αφού τη συστήνει ως αδελφή του (Γεν. 12,13 κ.εξ. και 20,1 κ.εξ.). Η ίδια περιπέτεια σε άλλο σημείο αφορά στον Ισαάκ και τη Ρεβέκκα (Γεν. 26,7 κ.εξ.). Υπάρχουν δύο διηγήσεις περί απαγωγής του Ιωσήφ: η πρώτη από τους μαδιανίτες και ακολούθως η επέμβαση του Ρουβήν και η δεύτερη από τους ισμαηλίτες και κατόπιν η επέμβαση του Ιούδα (Γεν. 37,18-35).
Διπλά, επίσης, εκτίθενται οι πρώτες εμφανίσεις του Ιωσήφ στην Αίγυπτο: δίπλα στον Πετεφρή, ο οποίος του εμπιστεύεται τους φυλακισμένους˙ δίπλα σε κάποιον ανώνυμο, ο οποίος τον φυλακίζει (Γεν. 39). Διπλά περιγράφεται και το δεύτερο ταξίδι των γιων του Ιακώβ στην Αίγυπτο: πρώτα ο Ρουβήν και έπειτα ο Ιούδας εγγυάται υπέρ του Βενιαμίν (Γεν. 42,37 και 43,9). Ο πεθερός του Μωυσή ονομάζεται άλλοτε Ραγουήλ (Εξ. 2,18. Αριθμ. 10,29) και άλλοτε Γιθρώ (Εξ. 3,1.18,1).
Υπάρχουν δύο κλήσεις του Μωυσή (Εξ. 3 και 6) με δύο αποκαλύψεις του ονόματος του Γιαχβέ, το οποίο βέβαια το επικαλούνταν πριν από την κατακλυσμιαία εποχή (Γεν. 4,26). Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές περιγραφές των πληγών της Αιγύπτου (Εξ. 6-12). Δύο φορές εκτίθεται το ζήτημα για τα ύδατα της Μεριβά, όπου οι ισραηλίτες προκάλεσαν τον Γιαχβέ (Εξ. 17,7 και Αριθμ. 20,13). Παραλείπουμε, βέβαια, και πολλά άλλα παραδείγματα όμοια με τα παραπάνω.
Θα μπορούσε κάποιος να πει, όπως άλλωστε έχει αναφερθεί, ότι δεν είναι πρωτάκουστο πως το ίδιο γεγονός μπορεί να εκτίθεται δύο φορές, διότι οι προφορικές διηγήσεις αρέσκονται στις επαναλήψεις καθώς και η πρωτόγονη νοοτροπία δεν είχε τις δικές μας λογικές ανάγκες. Αλλά οι εξηγήσεις αυτές είναι ασφαλώς ανεπαρκείς, διότι στα κείμενα αυτά, όπου καταγράφονται διπλές διηγήσεις, ως προς την ουσία της διηγήσεως, διαφέρουν κατά το ύφος, το λεξιλόγιο, τον τρόπο κατά τον οποίο εμφανίζουν τον Θεό και τις σχέσεις Του προς τον άνθρωπο. Αναμφίβολα είναι εξόχως μηχανικός ο τρόπος της εμφάνισης της Πεντάτευχου ως συμπιλήματος «κειμένων», τα οποία θα μπορούσε κάποιος να διαμελίσει, να ανακατατάξει και να επαυξήσει με αναθεωρήσεις. Είναι, όμως, ως εκ τούτου φανερό σε ποιες δυσκολίες θα κατέληγε κάποια υπόθεση περί πηγών, η οποία νοείται με αυτό τον τρόπο. Ωστόσο, εκ των πραγμάτων αναγκάζεται κάποιος να δεχθεί τη γνώμη ότι στην Πεντάτευχο συνυπάρχουν πολλές παραδόσεις ή κύκλοι παραδόσεων.
Τα κείμενα διακρίνονται σε ομάδες εξαιτίας της συγγένειας της γλώσσας, του ύφους και των ιδεών. Μέσω των σταθερών αυτών γνωρισμάτων καθορίζονται παράλληλες γραμμές, τις οποίες μπορεί να παρακολουθήσει όποιος εξετάζει το υλικό της Πεντατεύχου. Αυτή η διάκριση σε ομάδες δεν διαφέρει και πολύ από τη φιλολογική κριτική που προτείνεται, διότι χρησιμοποιεί τα ίδια κριτήρια. Είναι, όμως, περισσότερο ελαστική και δεν ισχυρίζεται ότι πετυχαίνει την ανασυγκρότηση των διερευνόμενων πηγών μέχρι την κατανομή όλων των στίχων ή ακόμη και των ημιστιχίων της Πεντατεύχου.
Κατά την θεωρία αυτή περί παραδόσεων είναι φυσικό κάποιος να αντιλαμβάνεται τις κύριες πηγές (J, Ε, D, Ρ) ως βασικές παραδόσεις και, συνεπώς, να ομιλεί περί γιαχβικής, ελωχειμικής και ιερατικής παράδοσης στα τέσσερα πρώτα βιβλία της Πεντατεύχου. Στο Δευτερονόμιο, όμως, προϋποτίθεται ιδιαίτερη παράδοση, η οποία ονομάζεται δευτερονομιστική (αφού έχει καταγραφεί από δευτερονομιστή ή από δευτερονομιστές), και επομένως εγείρεται σ’ αυτό ιδιαίτερο πρόβλημα. Ας δούμε στη συνέχεια καθεμιά από τις πηγές ή τις παραδόσεις τους….
V. Μωσαϊκότητα της Πεντατεύχου
Ο κατά προσέγγιση καθορισμός του χρόνου και του τόπου της προέλευσης των παραδόσεων για τις οποίες έγινε λόγος δεν σημαίνει και προσέγγιση στην πρωταρχική γένεσή τους, διότι είναι γεγονός αναμφισβήτητο το ότι, παρά τα ιδιαίτερα γνωρίσματα καθεμιάς, οι διαφορετικές αυτές παραδόσεις έχουν αισθητή ομοιότητα και αναμφίβολη συγγένεια. Οι γιαχβικές και οι ελωχειμικές διηγήσεις δεν μπορούν πάντοτε να προχωρήσουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις γι’ αυτό και συνήθως προχωρούν παράλληλα η μία προς την άλλη και ουσιαστικά εκθέτουν την ίδια ιστορία˙ άρα, οι δύο παραδόσεις αυτές έχουν κοινή αρχή.
Εξάλλου, προϋποθέτουν πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, όπως και γεωγραφική και ιστορική κονίστρα, που δεν αντιστοιχούν στην εποχή κατά την οποία -όπως υποτίθεται- θεσπίστηκαν, αλλά στην εποχή κατά την οποία συνέβησαν όσα αυτές εκθέτουν και υπέρ της άποψης αυτής συνηγορούν η αρχαιολογία και τα ανατολικά κείμενα. Επομένως, η κοινή αρχή τους ανάγεται στην εποχή, κατά την οποία διαμορφώθηκε ο λαός του Ισραήλ.
Οι ίδιες παρατηρήσεις μπορούν να διατυπωθούν -με κάποιες παραλλαγές- για τα νομοθετικά τμήματα. Αναμφίβολα ο κώδικας της διαθήκης, το Δευτερονόμιο και το Λευιτικό παρουσιάζουν διαφορές στο πνεύμα και στη διατύπωση, οι οποίες εξηγούνται απ’ το διαφορετικό κάθε φορά περιβάλλον, την αλλαγή των συνθηκών και των ιδεών, αλλά βρίσκει κάποιος εκεί τις ίδιες αρχές περί δικαίου, τα παραγγέλματα της ίδιας θρησκείας, τους κανόνες της ίδιας λατρείας. Πρόκειται για το αστικό και θρησκευτικό δίκαιο του ισραηλιτικού λαού. Το δίκαιο αυτό έχει εξελιχθεί παράλληλα με την κοινότητα, την οποία ρυθμίζει, αλλά η αρχή του συνδέεται άρρηκτα με την αρχή του λαού.
Έχει ως επί το πλείστον διασώσει στοιχεία παλαιά˙ ο ιερατικός κώδικας μπορεί να τοποθετηθεί μετά την αιχμαλωσία, αλλά ο νόμος της αγιοσύνης στο Λευιτ. 17-25 ανάγεται στην περίοδο της βασιλείας, οι απαγορευτικές διατάξεις περί τροφών στο Λευιτ. 11 (όπως και αυτές στο Δευτ. 14) και οι διατάξεις περί καθαρότητος στο Λευιτ. 15 έχουν παραδοθεί από παλαιότατη εποχή˙ το τυπικό των εορτών και των θυσιών όλης της Πεντατεύχου στηρίζεται ουσιαστικά στο τυπικό του πρωταρχικού γιαχβισμού και συνεχίζει έτσι ακριβώς προγενέστερες συνήθειες. Ως προς το αστικό δίκαιο, αυτό όπως διασώζεται στον κώδικα της διαθήκης (Εξ. 21-23) έχει καταπληκτική ομοιότητα με τους νόμους της Βαβυλώνας και της Ασσυρίας, απ’ τους οποίους οι μεν βαβυλωνιακοί εκδόθηκαν πολύ πριν την έξοδο των Ισραηλιτών, οι δε ασσυριακοί λίγο μετά απ’ αυτή.
Έτσι η βάση της Πεντατεύχου, η ουσία των παραδόσεων που ενσωματώθηκαν σ’ αυτή και ο πυρήνας της νομοθεσίας ανέρχονται σε χρόνους κατά τους οποίους ο Ισραήλ αποτέλεσε λαό. Στην εποχή αυτή δεσπόζουσα μορφή ήταν βεβαίως ο Μωυσής, ο οποίος υπήρξε ο διοργανωτής, θρησκευτικός εμπνευστής και πρώτος νομοθέτης του λαού. Οι παλαιές παραδόσεις, οι οποίες αναφέρονται σε αυτόν και στα γεγονότα που σχετίζονται με τον ίδιο, απέβη σαν εθνική εποποιία. Η μωσαϊκή θρησκεία άφησε διαπαντός την σφραγίδα της στην πίστη και την λατρεία του λαού και ο μωσαϊκός νόμος παρέμεινε ρυθμιστής του γενικότερου βίου του. Οι προσαρμογές που επέβαλλε η αλλαγή συνθηκών με την πάροδο του χρόνου έγιναν σύμφωνα με το πνεύμα του μεγάλου νομοθέτη και διασφαλίστηκαν μέσω της αυθεντίας του.
Την ιστορικότητα του γεγονότος αυτού εκφράζει η παράδοση μέσω της σύνδεσης της Πεντατεύχου με το όνομα του Μωυσή. Την σύνδεση αυτή διατηρεί η Πεντάτευχος πολύ σταθερά. Εντούτοις, μέχρι την ιουδαϊκή περίοδο είναι πολύ λιγότερο κατηγορηματική ως προς την απόδοση της έκδοσης των βιβλίων στον Μωυσή. Όταν αναφέρει ότι «ο Μωυσής έγραψεν», εκφράζεται γενικόλογα. Ουδέποτε αναφέρεται μέσω της φράσης αυτής στη συλλογή της Πεντατεύχου. Όσες φορές, όμως, η ίδια η Πεντάτευχος χρησιμοποιεί -και αυτό σπάνια- τη φράση αυτή, εννοεί συγκεκριμένο τεμάχιο˙ έτσι το Εξ, 24,4 (πρβλ. στ. 7) εννοεί τον ελωχειμικό κώδικα (Εξ. 21-23) της διαθήκης˙όπως πάλι το Εξ. 34,27 αναφέρεται στον γιαχβικό κώδικα της διαθήκης στο Εξ. 34,10-26. Η ένδειξη στο Εξ. 17,24 αφορά στη διήγηση για τη νίκη κατά των αμαληκιτών, απαντά στους στ. 8-13, και το Αριθμ. 33,2 εισάγει την πορεία στην Αίγυπτο, η οποία εμπεριέχεται στη συνέχεια του κεφαλαίου.
Βέβαια, δεν μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει τις μαρτυρίες αυτές που συνηγορούν υπέρ ορισμένης συγγραφικής δράσης του Μωυσή ή των συνεργατών του. Κατά την εποχή του -για να μην αναφέρουμε κάτι για την Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία-, υπήρχε στην Χαναάν συγγραφική παραγωγή, την οποία έχουν αποκαλύψει σ’ εμάς τα ουγαριτικά κείμενα και η οποία μεταδιδόταν με διάφορα συστήματα γραφής. Είναι, λοιπόν, ευλογοφανές ότι κάποιες από τις διηγήσεις και κάποιοι από τους νόμους έχουν καταγραφεί αρκετά νωρίς.
Θα ήταν μάταιο να προσπαθήσουμε να καθορίσουμε την έκταση αυτής της πρώτης καταγραφής. Αντιθέτως, μας ενδιαφέρει περισσότερο να διαπιστώσουμε την πρωταρχική μωσαϊκή προέλευση των παραδόσεων που αποτελούν την Πεντάτευχο. Αυτές παρέμειναν ζωντανές, φέρουν την σφραγίδα της επίδρασης του εκάστοτε περιβάλλοντος -όπου διασώθηκαν εξελισσόμενες- και των εκάστοτε νέων συνθηκών, στις οποίες έπρεπε κάποιος αναπόφευκτα να ανταποκριθεί. Αυτές οι παραδόσεις απέβησαν αναπόσπαστες του βίου και του λαού και, επειδή ήταν ζωντανές, διατήρησαν τον ουσιαστικό χαρακτήρα της μωσαϊκής τους προέλευσης.
(Χαστούπη Αθανασίου,Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, εκδ. Έννοια,Αθήνα 2017, σελ.55-57 και 71-73)
Β) (Παπαδοπούλου Νικολάου, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, εκδ. Έννοια, Αθηνα 2008, σελ. 74)
Συγγραφεύς και χρόνος συγγραφής
Παρά την έλλειψιν αμέσου εσωτερικής μαρτυρίας σχετικής προς τον συγγραφέα, τόσον η Ιουδαϊκή όσον και η χριστιανική παράδοσις αποδίδουν την συγγραφήν της Πεντατεύχου εις τον Μωυσήν.
Ούτος κατά την συγγραφήν του βιβλίου εχρησιμοποίησε δια μεν τα προ αυτού γεγονότα προφορικάς και γραπτάς παραδόσεις, παραθέτων αυτάς είτε αυτουσίως, είτε επεξειργασμένας, δια δε τα κατ' αυτόν, εις τα οποία αυτός πρωταγωνιστεί, την προσωπικήν πείραν.
Δεχόμενος τις την εκ του καλάμου του Μωυσέως προέλευσιν της Πεντατεύχου δεν αποκλείει την εκ των υστέρων εμφιλοχώρησιν επουσιωδών προσθηκών και ενίων μεταβολών.
Κατά πάσαν πιθανότητα ο Μωυσής επί τη βάσει των προ αυτού προφορικών και γραπτών πηγών και των εν είδει απομνημονευμάτων καταγεγραμμένων προσωπικών αυτού εντυπώσεων, συνέθεσε το βιβλίον περί το τέλος του βίου του, των περί θανάτου και ταφής αυτού διηγήσεων προερχομένων εκ μεταγενεστέρας χειρός.
(Καλαντζάκη Σταύρου, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη). ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΤΕΥΧΟΥ
1. Η παράδοση της συγγραφής της από το Μωυσή
Η αρχαία ιουδαϊκή παράδοση με κυρίους εκπροσώπους της τους μεγάλους ιουδαίους ιστορικούς Φίλωνα και Ιώσηπο αποδίδει τη συγγραφή της Πεντατεύχου στο Μωυσή. Το Ταλμούδ είναι σαφές επ' αυτού, όταν αναφέρει ότι «ο νόμος αποτελεί ενιαίο έργο αποκεκαλυμμένο από το Θεό και γραμμένο καθ’ ολοκληρίαν από το Μωυσή εκτός από τους οκτώ τελευταίους στίχους του» (Baba Bathra 14b).
Με την ιουδαϊκή συμφωνεί απόλυτα και η αρχαία χριστιανική παράδοση, όπως προκύπτει από τις σχετικές αναφορές της Κ. Διαθήκης. Ο Χριστός εκφράζει ακράδαντη πίστη στη μωσαϊκότητα της Πεντατεύχου, όπως φανερώνουν οι λόγοι του˙ «ει γαρ επιστεύετε Μωυσεί, επιστεύετε αν εμοί˙ περί γαρ εμού εκείνος έγραψεν. Ει δε τοις εκείνου γράμμασιν ου πιστεύετε, πώς τοις εμοίς ρήμασιν πιστεύσετε;» (Ιω. 5, 46-47). Το αυτό ισχύει ομοίως με τις χαρακτηριστικές αναφορές του˙ «αρξάμενος από Μωυσέως και από πάντων των προφητών διηρμήνευσεν αυτοίς εν πάσαις ταις γραφαίς τα περί εαυτού» (Λουκ. 24,27) και «ου Μωυσής έδωκεν υμίν τον νόμον;» (Ιω. 7,19), καθώς και άλλες παρεμφερείς (Ματθ. 8,4. 19,8. Μάρκ. 1,44. 7,10. 10,5. 12,26. Λουκ. 5,14. 16,31. 20,37. 24,44. Ιω. 7,23).
Η ίδια πεποίθηση διακατέχει επίσης και τους αποστόλους του (Ιω. 1,45. Πράξ. 3,22. 13,39. 15,5-21. 26,22. 28,23. Ρωμ. 10,5. 19,1. Α' Κορ. 9,9. Β’ Κορ. 3,15. Αποκ. 15,3). Περαιτέρω στην Κ. Διαθήκη η Πεντάτευχος ονομάζεται νόμος, όπως υποδηλώνουν οι παρακάτω εκφράσεις της, όπου «Μωυσής» και «νόμος» είναι όροι ισοδύναμοι: «βίβλος Μωυσέως» (Μάρκ. 12,26), «το βιβλίον του νόμου» (Γαλ. 3,10), «ο νόμος» (Ματθ. 12,5. Λουκ. 16,16. Ιω. 7,19), «ο νόμος Μωυσέως» (Λουκ. 2,22. Ιω. 7,23), «ο νόμος τον Κυρίου» (Λουκ. 2,23∙ 24).
Η παραδοσιακή αυτή θέση ως προς τη μωσαϊκή προέλευση της Πεντατεύχου στηρίζεται σε μαρτυρίες τόσο του ιδίου του κειμένου της όσο και άλλων βιβλίων της Π. Διαθήκης. Οι μαρτυρίες χωρίων από τα πεντατευχικά βιβλία έχουν ιδιαίτερη αξία, γιατί δείχνουν ότι σπουδαία αποσπάσματά τους είναι γραμμένα από το Μωυσή. Αυτός προβαίνει κατ’ εντολή του Θεού ή με πρωτοβουλία του στην καταγραφή σε βιβλίο διαφόρων διατάξεων (Εξ. 24,4-8. 34,27. Δευτ. 31,9∙ 24εξ.) και γεγονότων (Εξ. 17,14. ΑριΘμ. 33,1-2. Δευτ. 31,22), που αφορούν στο λαό του οποίου ηγείται. Από τα υπόλοιπα βιβλία της Π. Διαθήκης, όσα χρησιμοποιούν εκφράσεις, όπως «βιβλίον Μωυσέως», «βιβλίον νόμου Μωυσέως» ή απλώς «νόμος» και «βιβλίον νόμου του Θεού (Κυρίου)» υπαινίσσονται σαφώς την Πεντάτευχο. Πρόκειται για τα «Ιστορικά» βιβλία του Ιησού του Ναυή (1,7-8. 9,2. 11,15. 22,9. 23,6. 24,25-26), των Κριτών (3,4), των Βασιλειών Γ' (2,3) και Δ' (14,6. 22,8), των Παραλειπομένων Α' (16,40) και Β' (17,9. 31,3), του Β' Έσδρα (3,2. 6,18), του Νεεμία (8,1. 23,1) και του Τωβίτ (6,13. 7,13).
Τα «Ποιητικά» βιβλία, πλην της Σοφίας Σειράχ (24,23), και τα «Προφητικά», πλην του Δανιήλ (9,11-13) και του Μαλαχία (3,24), δεν αναφέρονται ονομαστικά στο Μωυσή αλλά στο νόμο του, στον οποίο αναγνωρίζουν ασφαλώς την αυθεντία του νόμου του Θεού, που καταγράφει στην Πεντάτευχο κατ’ εντολή του˙ «είπε δε Κύριος προς Μωυσήν˙ κατάγραψον τούτο εις μνημόσυνον εν βιβλίω» (Ιησ. Ν. 17,14).
Οι εν λόγω εκφράσεις χαρακτηρίζουν την Πεντάτευχο κατά τον πλέον σαφή τρόπο. Διότι δίδουν έμφαση στη νομοθεσία της («νόμος»), βεβαιώνουν για το μόνιμο σχήμα της («βιβλίον») και υποδεικνύουν τον ανθρώπινο συγγραφέα της («Μωυσής») και δι’ αυτού το θείο («Θεός/Κύριος»).
Συνεπώς, η αρχαία θρησκευτική παράδοση ιουδαίων και χριστιανών, επικαλούμενη αυτές τις βιβλικές μαρτυρίες και αναφορές των ιερών Γραφών της, οδηγείται λογικά στην πεποίθηση ότι ο Μωυσής υπήρξε ο βασικός συγγραφέας της Πεντατεύχου, χωρίς αυτό να σημαίνει βεβαίως ότι αποτελεί καθ’ ολοκληρίαν προϊόν της γραφίδας του, όπως διαφαίνεται στη συνέχεια.
2. Οι επιφυλάξεις ως προς τη μωσαϊκότητά της
Οι πρώτες επιφυλάξεις για τη γνησιότητα εν μέρει ή εν όλω της Πεντατεύχου ανιχνεύονται στους πρώιμους χριστιανικούς χρόνους εντός και εκτός της Εκκλησίας, σε χριστιανούς αιρετικούς και παγανιστές εθνικούς αντιστοίχως. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων αιώνων δεν αναφέρεται καμμία περίπτωση αμφισβήτησης της μωσαϊκότητάς της και γενικά της θείας προέλευσης της Π. Διαθήκης από μέρους των αποστολικών και γενικά των προ της Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας πατέρων της Εκκλησίας. Εξαίρεση απετέλεσαν μόνον οι διάφορες αιρέσεις, που ανήκαν είτε μέσα στους κόλπους του χριστιανικού Γνωστικισμού είτε εκτός αυτών, ή ακόμη και μεμονωμένα πρόσωπα του εθνικού κόσμου, τα οποία διακρίνονταν για τις εχθρικές διαθέσεις τους προς την Π. Διαθήκη, την αντιχριστιανική πολεμική τους και την αντιπάθειά τους προς τον Ιουδαϊσμό.
Απ’ αυτούς οι Γνωστικοί με τις διάφορες παραφυάδες τους (Σιμών ο Μάγος, Βασιλείδης, Καρποκράτης˙ Οφίτες, Νικολαΐτες, Καϊνίτες κ.ά.), ως φιλοσοφικό σύστημα —που απείλησε μάλιστα σοβαρά την Εκκλησία—, αντιμετώπισε εξαρχής την Π. Διαθήκη συνολικά με φιλοσοφική διάθεση, η οποία προδιέγραφε την αρνητική κριτική εναντίον της. Γι’ αυτό και οι παρατηρήσεις τους σε αμφισβητούμενα, κατ' αυτούς, ως προς τη μωσαϊκή τους προέλευση πεντατευχικά χωρία, έχοντας ως κίνητρό τους τη φιλοσοφία, οδηγούσαν σε παραποίηση της αλήθειας.
Ειδικά ο Μαρκίων, που είχε επηρεασθεί από τη διδασκαλία τους, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα φιλοσοφικά του ενδιαφέροντα, δεν άσκησε αμερόληπτα ούτε καν επιστημονική κριτική στην Π. Διαθήκη, την οποία απέρριπτε, θεωρώντας το νόμο της αλλοιωμένο. Αντιβιβλική και αντιχριστιανική ήταν επίσης και η συμπεριφορά δύο ανδρών του εθνικού περιβάλλοντος, του Κέλσου και του Πορφυρίου —του δευτέρου ανήκοντος στον 3ο αιώνα. Οι αντιρρήσεις αμφοτέρων έναντι του ιερού κειμένου και ειδικά της μωσαϊκότητας της Πεντατεύχου δεν ήταν προϊόν επιστημονικής έρευνας αλλά καθαρά προκατειλημμένης διάθεσης και εχθρότητας.
Απέναντι στην αρνητική αυτή στάση των ως άνω αιρετικών και παγανιστών, η οποία γενικευόταν ασαφώς και αορίστως όχι μόνο στην Πεντάτευχο αλλά και σ’ ολόκληρη τη Βίβλο, οι αιρετικοί, που δεν ήταν ενταγμένοι σε γνωστικούς κύκλους, αντιμετώπιζαν με πιο υπεύθυνο και μεθοδικό τρόπο το βιβλικό κείμενο κινούμενοι από δογματικούς μάλλον παρά γραμματολογικούς λόγους. Απ’ αυτούς οι Ναζηραίοι και οι Εβιωνίτες απέρριπταν ορισμένους λόγους της Πεντατεύχου, που δε τους θεωρούσαν ως προερχομένους από το χέρι του Μωυσή και κατέληγαν στην άρνηση της μωσαϊκότητάς της, ενώ εξέφραζαν την απέχθειά τους και έναντι των προφητών.
Ο αιρετικός Πτολεμαίος διατύπωσε, στη γνωστή προς Φλώρα επιστολή του, την ακραία άποψη ότι ο νόμος, που ενσωματώθηκε στα πέντε πρώτα βιβλία της Π. Διαθήκης, δε δόθηκε από ένα συγγραφέα, αφού μερίδιο στη συγγραφή του είχαν εκτός από το Θεό, ο Μωυσής ακόμη και οι πρεσβύτεροι του λαού. Εμφανιζόμενος δε ως ατελής σ’ αυτά δεν μπορούσε λογικά να προέρχεται από τον τέλειο Θεό. Ομοίως και ο αιρετικός συγγραφέας των Ψευδοκλημεντείων, εμφορούμενος από ένα πνεύμα φιλοσοφικού ορθολογισμού, διέκρινε γνήσια και μη αποσπάσματα στην Πεντάτευχο. Διότι θεωρούσε ότι ο θειος νόμος δόθηκε μεν από το Μωυσή αλλ’ είναι προϊόν συγγραφής άλλων, από τους οποίους προέρχονται τα σφάλματά του. Μέσα στο ίδιο αρνητικό κλίμα έναντι της Π. Διαθήκης εργάσθηκαν και άλλες μικρότερες αιρετικές ομάδες, οι οποίες απέρριπταν εκτός από το νόμο και τους προφήτες.
Από τον 3ο μέχρι και το 16ο αι. της θρησκευτικής μεταρρύθμισης, αναπτύσσεται ένας προβληματισμός ως προς τη σύνθεση της Πεντατεύχου, που γίνεται ολοένα και εντονότερος στους κύκλους των πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων καθώς και σ’ εκείνους των ιουδαίων εξηγητών, χωρίς βεβαίως να εκλείψουν οι ανταγωνιστές του Χριστιανισμού και οι αρνητές των Γραφών του. Κατ’ αυτή την περίοδο, χρήζει μνείας το γεγονός ότι ορισμένοι εκκλησιαστικοί πατέρες και συγγραφείς υιοθέτησαν την ιουδαϊκή άποψη ότι ο Έσδρας αποκατέστησε τα βιβλία της Π. Διαθήκης, που είχαν χαθεί ή καταστραφεί κατά την πτώση της Ιερουσαλήμ το 586 π.Χ.
Με την υιοθέτηση αυτή ασφαλώς δεν εννοούσαν —αν και αυτή την εντύπωση έδιδαν— ότι ο Έσδρας με θεία έμπνευση έγραψε εκ νέου και καθ’ ολοκληρίαν τα ιερά βιβλία, αλλ’ ότι τα εξέδωσε ή τα αναπαρήγαγε από διάφορες πηγές. Κατά συνέπεια δεν προέκυψε πρόβλημα άρνησης από μέρους των της μωσαϊκής συγγραφής του νόμου. Ωστόσο ορισμένοι συνάδελφοί τους και μάλιστα αξιόλογοι βιβλικοί ερμηνευτές (Ευσέβιος, Ιερώνυμος, Θεόδωρος Μοψουεστίας, Αναστάσιος Σιναΐτης κ.ά.), ενδιατρίβοντας στο κείμενο της Πεντατεύχου και γενικά των Γραφών, είχαν επισημάνει ορισμένα χωρία και φράσεις, που δύσκολα μπορούσαν ν’ αποδοθούν στο Μωυσή, χωρίς όμως ν’ αρνηθούν την αυθεντία του ως συγγραφέα της.
Ανάλογες επισημάνσεις είχαν γίνει και από ραββίνους εξηγητές της Διασποράς κυρίως κατά τους μέσους χρόνους, όπως μεταξύ άλλων από το μετριοπαθή Abraham ibn Ezra και τους ακραίους ορθολογιστές Hiwi al Balkhi, Ibn Hazm και Isaac ben Jasos. Οι τελευταίοι αυτοί διατείνονταν ότι είχαν παρατηρήσει στο βιβλικό κείμενο σωρεία δυσχερειών, εσφαλμένων διηγήσεων και χρονολογιών, αντιθέσεων κ.τ.ό., με αποτέλεσμα ν’ αρνούνται ότι η Βίβλος είναι πράγματι ο λόγος του Θεού.
Καθόλο αυτό το χρονικό διάστημα οι προσπάθειες των διαφόρων ερευνητών του πεντατευχικού κειμένου είχαν το χαρακτήρα απλών επισημάνσεων, οι οποίες, ανεξάρτητα αν ήταν ορθές ή λανθασμένες, αόριστες ή συγκεκριμένες, αυθαίρετες ή τεκμηριωμένες, εντόπιζαν πάντως την ύπαρξη ενός προβλήματος στη σύνθεση της Πεντατεύχου.
3. Η κριτική του κειμένου της και οι δυσχέρειές του
Μετά τη θρησκευτική μεταρρύθμιση το πρόβλημα της σύνθεσης της Πεντατεύχου εισέρχεται σε μια νέα φάση προσέγγισής του. Αντιμετωπίζεται δηλ. κατά τρόπο συστηματικό από την επιστημονική έρευνα. Η φιλολογική κριτική του βιβλικού κειμένου αναλαμβάνει σταδιακά να διερευνήσει όλες τις πτυχές του, οι οποίες είχαν ακροθιγώς επισημανθεί και στη συνέχεια αναδειχθεί, μετατρέποντας τις απλές επιφυλάξεις των ασχολουμένων με αυτές ερευνητών σε σοβαρές αντιρρήσεις, που προέκυπταν από την αδυναμία τους να συμβιβάσουν ορισμένες δυσχέρειες του πεντατευχικού κειμένου με τη συγγραφή του από το Μωυσή.
Οι κυριότερες απ’ αυτές τις δυσχέρειες εντοπίζονται: 1. Σε διπλές ή παράλληλες διηγήσεις (Γεν. 1,1-2,4α και 2,4β-25. 21,31 και 26,33. Εξ. κεφ. 3 και 6), 2. σε αναχρονισμούς (Γεν. 14,14. 40,15), 3. σε αντιφάσεις (αντινομίες), 4. στην αναφορά του θανάτου και της ταφής του Μωυσή (Δευτ. 34,5εξ.), 5. σε εκφράσεις ενδεικτικές μεταμωσαϊκής εποχής (Γεν. 12,6. 13,7. Δευτ. 3,14. 34,6 κ.ά.), 6. σε περιγραφές εδαφικές-γεωγραφικές, ενδεικτικές ενός συγγραφέα που έζησε στην Παλαιστίνη (Γεν. 50,10Εξ. Αριθμ. 22,1. 32,32. 35,14. Δευτ. 1,1∙ 5. 3,8. 4,46 κ.ά.), 7. στη συστηματική χρήση του γ’ προσ. στην αφήγηση, 8. στην απουσία οποιουδήποτε υπαινιγμού για την ταύτιση του συγγραφέα με το πρόσωπο του Μωυσή και σε άλλες δευτερεύουσες, οι οποίες αποκλείουν ένα και μόνο συγγραφέα.
12. Η σύνδεση των προφορικών παραδόσεων με το πρόσωπο και την εποχή του Μωυσή
Οι περί ων ο λόγος προφορικές παραδόσεις ανάγουν τα ίχνη τους στην εποχή του Μωυσή, αν όχι και παλαιότερα ακόμη. Ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένες με το πρόσωπό του και δι’ αυτού με την θρησκευτική πίστη, τη λατρευτική ζωή και την εθνική κληρονομιά του αρχαίου Ισραήλ, το οποίο εκπροσωπούσε ως θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης του, και κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα και από γενεά σε γενεά. Ως εκ της θέσεώς του αυτής ήταν ο πλέον αρμόδιος να συλλέξει το υλικό για τη σύνθεση του πεντατευχικού έργου. Και, ως φαίνεται, αυτό έπραξε, καταγράφοντας με τη μορφή προφανώς χρονικών ή απομνημονευμάτων, παράλληλα με το αρχαίο υλικό, που παρέλαβε αυτούσιο ή επεξεργάσθηκε, και εκείνο που απεκόμισε από τις εντυπώσεις του ως αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας των ιστορικών γεγονότων της εποχής του καθώς και από τη συμμετοχή του σε νομοθετικές και άλλες ρυθμίσεις του λαού του.
Η ζωντανή αυτή μωσαϊκή παράδοση, ιστορική και νομοθετική, που αποτελεί ασφαλώς τον πυρήνα της Πεντατεύχου, δεχόταν αναπόφευκτα τις επιδράσεις της νοοτροπίας και των συνθηκών του εκάστοτε περιβάλλοντος, στο οποίο μεταβιβαζόταν. Έτσι προσελάμβανε διάφορες αποχρώσεις χωρίς όμως ν’ αλλοιώνει το πνεύμα τους, αφού διατηρούσε απαράλλακτες τις εντολές της αυτής θρησκείας, τις αρχές του αυτού δικαίου και τους κανόνες της αυτής λατρείας.
Μ’ αυτό τον τρόπο όμως τα «στρώματα» δεν παρέμειναν στην αρχική γραπτή μορφή διαμόρφωσής τους, αλλά υπέστησαν επεξεργασία και δέχθηκαν προσθήκες κατά τις εκδόσεις του κειμένου τους. Αυτές οι προσθήκες, εν πολλοίς μεταγενέστερες, εμφανίζονται σήμερα ως ερμηνευτικές δυσχέρειες (διπλές διηγήσεις, αναχρονισμοί, αντιφάσεις, επαναλήψεις, ασυμφωνίες κ.ά.), οι οποίες παρά ταύτα δε θίγουν την ουσία του περιεχομένου τους.
Συμπέρασμα
Με βάση τα μέχρι τούδε δεδομένα, δεν έχει προκύψει ικανοποιητική λύση στο πρόβλημα σύνθεσης της Πεντάτευχου και της μωσαϊκότητάς της. Η φιλολογική κριτική έρευνα, που ασχολείται μ αυτό 250 χρόνια και πλέον, από τότε που ανέκυψε, με την εισήγηση του Jean Astruc περί «γραπτών μνημείων» στο πεντατευχικό κείμενο, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο συγγραφέας της Πεντάτευχου δεν είναι δυνατόν να περιορίζεται σ’ ένα μόνον πρόσωπο, πολύ δε περισσότερο στο Μωυσή.
Αυτό βεβαίως το συμπέρασμα ως προς το δεύτερο σκέλος του, αμφισβητείται ευρέως σήμερα από συντηρητικούς κυρίως κύκλους βιβλικών θεολόγων. Οι τελευταίοι, μολονότι λαμβάνουν σοβαρά υπόψη και χρησιμοποιούν στην επιστημονική τους έρευνα τα πορίσματα του προβλήματος αυτού, εντούτοις έχουν διαφορετική άποψη ως προς τη μωσαϊκότητα της Πεντατεύχου. Διότι το ενδιαφέρον τους μετατοπίζεται από τη φιλολογική ενότητα της Πεντατεύχου στην αντίστοιχη θεολογική, η οποία θεωρείται αναμφισβήτητη.
Η θεολογική αυτή ενότητα, στην οποία συνέβαλε επιτυχώς η προσπάθεια του τελευταίου εκδότη της Πεντατεύχου να εναρμονίσει τις ποικίλες ως προς την προέλευση, τη μορφή και το περιεχόμενο παραδόσεις, που είχαν ήδη ενσωματωθεί στα «στρώματα», που την απάρτισαν, στηρίζεται ασφαλώς επί του πεντατευχικού κειμένου. Στηρίζεται δηλ. στη μωσαϊκότητα της Πεντατεύχου, η οποία περιλαμβάνει παραδόσεις αρχαιότερες, που συνδέονται με τον ίδιο το Μωυσή, αλλά και νεότερες, που ανάγονται διά μέσου των κατά καιρούς αμέσων ή εμμέσων μαθητών-συνεργατών του στη μωσαϊκή εποχή. Άρα η συμμετοχή του υπήρξε σημαντική στη φιλολογική παραγωγή του έργου αυτού.
Εξάλλου, ποιος άλλος, εκτός από το Μωυσή, ήταν αρμοδιότερος και καλύτερα προετοιμασμένος να συντάξει ένα τέτοιο σπουδαίο έργο σχετικό με την αυθεντική ιστορία της εξόδου των ισραηλιτών από την Αίγυπτο και με το νομοθετικό διακανονισμό του τρόπου ζωής τους στην έρημο. Ασφαλώς αυτός, γνωστού όντος ότι υπήρξε αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας όσων διαλαμβάνονται στην Πεντάτευχο. Αυτός κατεξοχήν, εκτός από τη μόρφωση και το κύρος του, διέθετε γνώσεις και εμπειρία και είχε τη δυνατότητα, που του παρείχε η υψηλή θέση του ως ηγέτη, νομοθέτη και προφήτη, να το πραγματοποιήσει. Συνεπώς, η παράδοση, ιουδαϊκή και χριστιανική, που συνδέει το πρόσωπό του με την προέλευση της Πεντατεύχου, υπήρξε ανέκαθεν ισχυρή στη συνείδηση των ιουδαίων και των χριστιανών πιστών, παρά τις όποιες αντιρρήσεις της βιβλικής κριτικής έρευνας.
Συνοψίζοντας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι μαρτυρίες που αντλούμε από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και ιδιαίτερα από την ίδια την Πεντάτευχο, πείθουν ότι το περιεχόμενό της υπήρξε προϊόν συγγραφής του Μωυσή. Αυτό σημαίνει ουσιαστικά ότι αυτός έγραψε το κύριο και σημαντικότερο μέρος των νόμων και των γεγονότων της και όχι βεβαίως αυτολεξεί το υπό τη σημερινή μορφή του σωζόμενο στη Βίβλο. Η δε συγγραφή του σε υποτυπώδη υλικά γραφής και με πενιχρά γραφικά μέσα την εποχή εκείνη, έλαβε χώρα προφανώς κατά το χρονικό διάστημά της οδοιπορίας και παραμονής των ισραηλιτών στην έρημο μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο, δηλ. μεταξύ ca. 1290 και 1250 π.Χ.
Εξυπακούεται ότι κατά τη διάρκεια σύνθεσης της Πεντατεύχου, το κείμενό της δέχθηκε αναπόφευκτα μεταγενέστερες προσθήκες, νομοθετικής και ιστορικής φύσεως, χωρίς ασφαλώς ν’ αλλοιώνουν την ουσία του και να θίγουν το μωσαϊκό χαρακτήρα και την ενότητά του. Την πραγματικότητα αυτή εκφράζουν εύγλωττα οι ακόλουθοι λόγοι ενός σπουδαίου βιβλικού θεολόγου, του R. Wilson: «η Πεντάτευχος με την παρούσα μορφή της είναι ιστορικό έργο, προερχόμενο από τη μωσαϊκή εποχή. Ο Μωυσής υπήρξε ο βασικός συγγραφέας της, οι δε προσθήκες, που δέχθηκε από αναθεωρήσεις ή εκδόσεις μεταγενεστέρων συντακτών ενέχουν την αυτή θεία έμπνευση και εμπεριέχουν την αυτή θεία αλήθεια, όπως και το υπόλοιπο μέρος της».
(Καλαντζάκη Σταύρου, καθηγητού Πανεπιστημίου, Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 267-272 και 280-283)
Έπραξαν άγια.
Όταν οι στρατιώτες του Γεωργίου Καραϊσκάκη έπιασαν έναν συνάδελφό τους που είχε λιποτακτήσει κατά την ώρα της μάχης κι ετοιμάζονταν να τον σκοτώσουν, ο μεγάλος στρατηγός του 21 τους σταμάτησε και τους είπε:
— Σταθήτε μια στιγμή. Σας αφίνω να τον κάνετε ό,τι θέλετε. Αλλά σας λέω τούτο μονάχα: Αν τον σκοτώσετε, θα πράξετε δίκαια. Αν τον συγχωρήσετε, θα πράξετε άγια.
Οι στρατιώτες «έπραξαν άγια» και δεν έθιξαν ούτε μια τρίχα του λιποτάκτη.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο766)
Να πεθάνω
Κάποτε ο μέγας μαθηματικός της αρχαιότητος Ευκλείδης φιλονίκησε με τον αδελφό του κι εκείνος εξωργισμένος έφυγε απ’ το σπίτι φωνάζοντάς του:
— Να πεθάνω, αν δεν σ’ εκδικηθώ κάποτε.
Κι ο Ευκλείδης, που είχε συνέλθει στο μεταξύ, του αποκρίθηκε συντετριμμένος και με πραότητα:
— Κι έγώ να πεθάνω, αν δεν σου μαλακώσω την οργή με τον υπομονή μου κι αν δε σε κάνω να μ’ αγαπήσης περισσότερο.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο216)
Τα κουρέλια της υπερηφανείας.
Η ταπεινολογία, δηλαδή το να παριστάνη κανείς τον ταπεινόφρονα ενώ δεν είναι, αποτελεί το χειρότερο είδος της υπερηφανείας, κι οι Πατέρες της Εκκλησίας τη χτυπούν με ιδιαίτερη αυστηρότητα.
Ένας απ αυτούς, ο Μέγας Βασίλειος, αναφέρει σχετικά και το εξής ανέκδοτο του Σωκράτη. Ο φιλόσοφος Αντισθένης ήθελε να φαίνεται ότι περιφρονεί τον πλούτο. Κάποτε λοιπόν που ο Σωκράτης βρισκόταν μαζί του, πρόσεξε ότι ο Αντισθένης είχε τον μανδύα του κατά τέτοιο τρόπο διευθετημένο, ώστε να φαίνωνται από μέσα τα εσώρουχά του που ήταν από κουρέλια. Και τότε του είπε:
—Αντισθένη, βλέπω πίσω από τον μανδύα σου την υπερηφάνειά σου.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο224)
Μάθημα σε ματαιοδόξους
Ο αυτοκράτωρ της Βραζιλίας Δον Πέντρο, που εβασίλευσε από το 1822 ως το 1831, πουλούσε στους υπηκόους του τίτλους ευγενείας αντί δέκα χιλιάδων δολλαρίων τον ένα.
Πολλοί έσπευσαν ν’ αγοράσουν τίτλους, θέλοντας να επιδειχθούν στους συμπολίτες τους. Συγκεντρώθηκε έτσι στα βασιλικά ταμεία ένα αρκετά μεγάλο ποσό, που ο Δον Πέντρο, όμως, δεν το χρησιμοποίησε για τον εαυτό του. Μ’ εκείνα τα χρήματα έβαλε κι έχτισαν ένα μεγάλο φρενοκομείο στην πρωτεύουσά του. Και στην είσοδο του ιδρύματος έγραψε με χρυσά γράμματα: «Οι ματαιόδοξοι το προσφέρουν στους τρελλούς».
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973 Νο352)
Οι προγονόπληκτοι
Ο διάσημος συγγραφεύς του βιβλίου «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» Ιωνάθαν Σουΐφτ (1667-1745), που ήταν εξαιρετικά δηκτικού πνεύματος, δεν ανεχόταν όσους καυχόντουσαν για την καταγωγή τους, χωρίς οι ίδιοι ν’ αξίζουν τίποτε.
Κάποτε λοιπόν είπε γι' αυτούς και το εξής ωραίον:
— Αυτοί που δεν έχουν να επιδείξουν τίποτε άλλο παρά τη δόξα των προγόνων τους μοιάζουν με τις... πατάτες. Όπως ξέρετε, το τμήμα της πατάτας το οποίον αξίζει, βρίσκεται στο.. χώμα. Επάνω δε απ’ το χώμα βρίσκονται τα άχρηστα πράσινα φύλλα.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973 Νο254)
Ο περισσότερος κόσμος της εποχής μας είναι μορφωμένος κοσμικά και τρέχει με την κοσμική μεγάλη ταχύτητα.
Επειδή όμως του λείπει ο φόβος του Θεού – «αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Ψαλμ. 110, 10) –, λείπει το φρένο, και με ταχύτητα, χωρίς φρένο, καταλήγει σε γκρεμό. Οι άνθρωποι είναι πολύ προβληματισμένοι και οι περισσότεροι πολύ ζαλισμένοι. Έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους. Σιγά‐σιγά κατευθύνονται προς το να μην μπορούν να ελέγχουν τον εαυτό τους.
Αν αυτοί που έρχονται στο Άγιον Όρος είναι τόσο πολύ συγχυσμένοι, τόσο μπερδεμένοι, με τόσο άγχος , σκεφθήτε οι άλλοι που είναι μακριά από τον Θεό, από την Εκκλησία, πώς θα είναι! Και βλέπεις σε όλα τα κράτη φουρτούνα, ζάλη μεγάλη! Ο καημένος ο κόσμος – ο Θεός να βάλει το χέρι Του! – βράζει σαν την χύτρα ταχύτητος. Και οι μεγάλοι πώς τα φέρνουν! Μαγειρεύουν‐μαγειρεύουν, τα ρίχνουν όλα στην χύτρα ταχύτητος και σφυρίζει τώρα η χύτρα! Θα πεταχθή σε λίγο η βαλβίδα! Είπα σε κάποιον που είχε μία μεγάλη θέση:
«Γιατί μερικά πράγματα δεν τα προσέχετε; Τί θα γίνει;».
«Πάτερ μου, μου λέει, λίγο χιόνι ήταν πρώτα το κακό, τώρα έχει γίνει ολόκληρη χιονοστιβάδα. Μόνο ένα θαύμα μπορεί να βοηθήση».
Αλλά και με τον τρόπο που πηγαίνουν μερικοί να βοηθήσουν την κατάσταση, κάνουν μεγαλύτερη την χιονοστιβάδα του κακού. Αντί να λάβουν ορισμένα μέτρα για την παιδεία κ .λπ., κάνουν χειρότερα. Δεν κοιτάζουν πώς να διαλύσουναυτήν την χιονοστιβάδα, αλλά την κάνουν μεγαλύτερη. Βλέπεις, το χιονάκι είναι λίγο στην αρχή. Αν κυλήση στον κατήφορο , γίνεται ένας σβώλος . Ο σβώλος, καθώς μαζεύει και άλλο χιόνι , ξύλα , πέτρες κ .λπ., γίνεται σιγά‐σιγά μεγαλύτερος‐μεγαλύτερος, και τελικά γίνεται ολόκληρη χιονοστιβάδα . Έτσι και το κακό λίγο‐λίγο έχει γίνει πια χιονοστιβάδα και κυλάει, τώρα θέλει βόμβα για να σπάση.
– Αγωνιάτε, Γέροντα;
– Άχ , τί άσπρισαν τα γένια μου πρόωρα; Εγώ πονάω δυο φορές , μία , όταν προβλέπω μία κατάσταση και φωνάζω, για να προλάβουμε ένα κακό που πρόκειται να γίνη, και μία , όταν δεν δίνουν σημασία – ίσως όχι από περιφρόνηση –, και συμβαίνη μετά το κακό και μου ζητούν τότε την συμπαράστασή μου.
Τώρα καταλαβαίνω τί τραβούσαν οι Προφήτες. Μεγαλύτεροι Μάρτυρες ήταν οι Προφήτες! Πιό μεγάλοι Μάρτυρες από όλους τους Μάρτυρες, παρʹ όλου που δεν πέθαναν όλοι με μαρτυρικό θάνατο. Γιατί οι Μάρτυρες για λίγο υπέφεραν, ενώ οι Προφήτες έβλεπαν μία κατάσταση και υπέφεραν συνέχεια. Φώναζαν‐φώναζαν, και οι άλλοι τον χαβά τους. Και όταν έφθανε η ώρα και ερχόταν η οργή του Θεού εξ αιτίας τους, βασανίζονταν και εκείνοι μαζί τους . Τουλάχιστον όμως τότε τόσο έφθανε το μυαλό των ανθρώπων. Άφηναν τον Θεό και προσκυνούσαν τα είδωλα. Σήμερα που καταλαβαίνουν, είναι η μεγαλύτερη ειδωλολατρία.
Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι ο διάβολος βάλθηκε να καταστρέψη τα πλάσματα του Θεού. Έχει κάνει παγοινιά (Παγοινιά ή παγγεν(ε)ία (πάντες από κοινού, πάν το κοινόν): εργασία την οποία αναλαμβάνουν όλοι μαζί οι αδελφοί μίας Μονής ή μίας Σκήτης.) , να καταστρέψη τον κόσμο.
Λύσσαξε, γιατί άρχισε να μπαίνη στον κόσμο η καλή ανησυχία. Είναι πολύ αγριεμένος, γιατί γνωρίζει ότι είναι λίγη η δράση του (Βλ. Αποκ. 12, 12). Τώρα κάνει όπως ένας εγκληματίας πού, όταν τον κυκλώνουν, λέει: «Δεν έχω σωτηρία! Θα με πιάσουν!». και τα κάνει όλα γυαλιά‐καρφιά. Ή όπως οι στρατιώτες, που εν καιρώ πολέμου, όταν τελειώσουν τα πυρομαχικά, βγάζουν την λόγχη ή το σπαθί και ρίχνονται και ό,τι γίνει. Σού λέει: «Έτσι κι αλλιώς χαμένοι είμαστε, ας σκοτώσουμε όσο πιο πολλούς μπορούμε».
Ο κόσμος καίγεται! Το καταλαβαίνετε; Έπεσε πολύς πειρασμός. Τέτοια πυρκαγιά έχει βάλει ο διάβολος, που ούτε όλοι οι πυροσβέστες αν μαζευθούν, δεν μπορούν να κάνουν τίποτε, αναγκάζονται οι άνθρωποι να στραφούν στον Θεό και να Τον παρακαλέσουν να ρίξη μία βροχή γερή, για να σβήση. Έτσι και για την πνευματική πυρκαγιά που άναψε ο διάβολος, μόνον προσευχή χρειάζεται, για να βοηθήση ο Θεός.
Όλος ο κόσμος πάει να γίνη μία περίπτωση. Γενικό ξεχαρβάλωμα! Δεν είναι να πής: «Σʹ ένα σπίτι χάλασε λίγο το παράθυρο ή κάτι άλλο, ας το διορθώσω». Όλο το σπίτι είναι ξεχαρβαλωμένο. Έχει γίνει χαλασμένο χωριό. Δεν ελέγχεται πια η κατάσταση. Μόνον από πάνω, ό,τι κάνει ο Θεός. Τώρα είναι να δουλεύη ο Θεός με το κατσαβίδι, με χάδια, με σκαμπίλια, να το διορθώση. Μία πληγή έχει ο κόσμος που κιτρίνισε και θέλει σπάσιμο, αλλά ακόμη δεν ωρίμασε καλά. Πάει να ωριμάση το κακό, όπως τότε στην Ιεριχώ (Βλ. Ι. Ναυή 6, 24) που ήταν για απολύμανση.
Αγ. Παϊσίου Αγιορείτου: ΛΟΓΟΙ Α’ «Με Πόνο και Αγάπη» ‐ σ.14
Πόσες φορές δεν μας μπαίνουν λογισμοι για τους πνευματικούς μας;
''..Καμιά φορά ο Γέροντας είχε ένα φυσικό λόξυγκα. Το εκμεταλλεύτηκε αυτό ο διάβολος κι άρχισε να μου λέει με τον λογισμό:
«Ααα! Αυτό που κάνει τώρα ο Γέροντας φανερώνει ότι έχει δαιμόνιο μέσα του. Το δαιμόνιο είναι που κάνει αυτό τον λόξυγκα».
Πω! Πω! Τι πικρία, τι φαρμάκι, που ήρθε μέσα στη ψυχή μου! «Ακούς εκεί, να μου λέγει έτσι ο λογισμός!». Εγώ δεν είχα τέτοιους λογισμούς. Μόλις μου ήρθαν, αναστατώθηκα. Μπαα! Αδύνατον να παραδεχθώ για τον Γέροντά μου αυτόν τον λογισμό!
«Θα σε σφάξω!»,
είπα μέσα μου κι έκανα αγώνα εναντίον του με την αντίρρηση. Όταν το είπα αυτό στον Γέροντα, που ήταν ασκητής πεπειραμένος και θαυμάσιος, χαμογελούσε:
— Μη στεναχωριέσαι, παιδί μου! Άσ’ τον να λέει ό,τι θέλει αυτός. Καμιά σημασία. Λέγε την Ευχούλα. Θα σου πει κι άλλα.
Από το ’να αυτί να μπαίνουν κι απ’ τ’ άλλο να βγαίνουν. Το ξέρασμα του άδου είναι ατελείωτο. Με τον διάβολο, δεν τα βγάζει κανείς πέρα τόσο εύκολα.
Μην κάνεις αντιρρητικό λόγο, διότι είσαι μικρός και άπειρος. Μόνο να περιφρονείς τον λογισμό, να λέγεις την Ευχή συνεχώς και θα φύγει από μόνος του.
“Μπαινάκιας και Βγαινάκιας”!
Μόνο περιφρόνα τον λογισμό, λέγε την Ευχή και θα φύγει μόνος του.
Δεν ήξερα όμως πως η καταφρόνηση των λογισμών είναι η καλύτερη λύση και απάντησα:
— Όχι, Γέροντα! Με τον δικό μου λογισμό θα δώσω μάχη. Δεν θα τον αφήσω να μου πει εμένα για σας, τον Γέροντά μου!
— Χμ!... έκανε εκείνος και χαμογελούσε. Θα έλεγε μέσα του:
«Τούτος ο μικρός δεν ξέρει τί του γίνεται!...». Και μ’ άφησε ν’ αγωνιστώ με την αντίρρηση.''
~ Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου:
«Ο Γέροντας μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης
(1897–1959)»,μέρος 2ο, κεφ. ι΄, σελ. 310–314.
Εάν δεν μάθεις να παραμένεις ανενόχλητος από τις περιπέτειες της ζωής, συνεχώς θα ταράσσεσαι και το αίτιο θα είναι η αντίθεση του εαυτού σου με εκείνο που σου έρχεται.
Μάθε λοιπόν να είσαι ήρεμος και αδιάφορος ως προς όλα.
Ό,τι θα σου έρθει, και ο μεγαλύτερος πειρασμός και η μεγαλύτερη δυσκολία και ο μεγαλύτερος θάνατος , ύψος, βάθος , ό,τι και αν είναι αυτό δέξου το εσύ σαν κάτι το καλώς ερχόμενο , γνωρίζει ο Θεός.
Με αυτό θα συνεργήσει ο Θεός να πας στην δική του Βασιλεία. Να συμφιλιώνεσαι με τις περιπέτειες της ζωής.
Όποιος δεν ξέρει να ζει και να κινείται άνετα μέσα στις δυσκολίες, δεν θα γίνει ποτέ άνθρωπος της προσευχής.
Αυτό σημαίνει ότι δεν θα προσευχηθώ για να μου φύγουν οι δυσκολίες , όπως κάνουμε συνήθως εμείς οι άνθρωποι,
αλλά θα προσευχηθώ να συμφιλιωθώ με τις θλίψεις και τις δυσκολίες που μου έρχονται , για να μπορέσω να μείνω με τον Θεό.
Από το βιβλίο «Περί Προσευχής» Αρχ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου
Γλώσσα και καρδιά.
Ενός φιλαργύρου είχε αρρωστήσει βαρειά το μονάκριβο παιδί. Οι φίλοι του τότε τον συμβούλευσαν ή ν’ απαγγείλη όλο το Κοράνι ή να κάνη μερικές ελεημοσύνες στους φτωχούς για να τον λυπηθή ο Θεός και να σωθή το παιδί του.
Εκείνος προτίμησε ν’ απαγγείλη όλο το Κοράνι.
Ένας ευσεβής άνθρωπος που το πληροφορήθηκε είπε τότε:
-Προτίμησε ν’ απαγγείλη όλο το Κοράνι, γιατί το έχει στην άκρη της γλώσσας του, ενώ τα λεφτά του τα έχει στο βάθος της καρδιάς του και του είναι δύσκολο να τα βγάλη.
«Ουχί πάς ο λέγων μοι, Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν μου».
(Ο Κύριος)
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο490)
Το κρασοπότηρο
Μερικοί μέθυσοι πήγαν κάποτε σ' έναν όσιον που ζούσε στα χρόνια του Μεγάλου Βασιλείου — ο οποίος αναφέρει και το γεγονός αυτό — και του ζήτησαν να τους γιατρέψη με νερό αγιασμένο από τις διάφορες παθήσεις που είχαν εξ αιτίας του πιοτού.
Ο όσιος τους άκουσε και τους απάντησε:
— Πραγματικά σας χρειάζεται νερό για να γίνετε καλά. Αλλά μη το ρίχνετε στο σώμα σας. Να το ρίχνετε στα ποτήρια σας αντί για κρασί. Έτσι να είσθε βέβαιοι ότι θα γίνετε όλοι καλά σε λίγο καιρό.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο144)
Ισχυρά βούλησις
«Εις την Ζάκυνθον, εμπήκα ναυτικός εις την μοίραν του Μωριά κι αρχίσαμε να κτυπάμε τους Τούρκους. Ένα καιρό έμεινα ημέρες χωρίς να καπνίσω.
Δεν ημπορούσα να βαστήξω. Παίρνω την πίπα μου κι άρχισα να ξύνω την νικοτίνη δια να φτιάξω τσιγάρο.
Κάποια στιγμή όμως είπα στον εαυτό μου στενοχωρημένος:
Όρσε άνθρωπος που θέλει να λευτερώση τον τόπο του και δεν μπορεί να λευτερωθή ο ίδιος από ένα συνήθειο. Θεέ μου, συγχώρεσέ με».
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο117)
Ζητιάνος βασιλιάς.
Ο Μέγας Πέτρος της Ρωσίας για να αντιληφθή αν ο λαός του ήταν φιλόξενος, ντύθηκε κάποτε ζητιάνος και επεσκέφθη ένα χωριό. Οι χωρικοί δεν του έδωσαν σημασία. Βράδυασε στο χωριό χωρίς κανείς να τον πλησιάση, οπότε ένας φτωχός χωρικός τον λυπήθηκε, τον πήρε στο σπίτι και του έδωσε από το φτωχό του φαγητό.
Το πρωί ο ζητιάνος ευχαρίστησε και έφυγε. Το άλλο πρωί στην πλατεία του χωριού στάθηκε ένα αμάξι αυτοκρατορικό. Ένας αυλικός εζήτησε το φιλόξενο χωρικό και με το λαμπρό αμάξι, τον ωδήγησε στα ανάκτορα της Πετρουπόλεως, όπου ο βασιλιάς, για να τον τιμήση, τον εγκατέστησε εκεί με όλη του την οικογένεια. Όταν αυτό το έμαθαν οι συγχωριανοί του, μετάνοιωσαν για τη διαγωγή τους.
Η φιλοξενία είναι πατριαρχική αρετή, που σαν επίγραμμα πρέπει να κοσμή την αυλόπορτα του φτωχού και του πλουσίου.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973 Νο346)
535 Ένα ποσόν ιερό!
Ένα τυφλό κορίτσι έφερε στον εφημέριο της Εκκλησίας του μια δωρεά για το ιεραποστολικό έργο της Εκκλησίας. Ο Εφημέριος άνοιξε το φάκελλο και βρήκε μέσα 500 δραχμές. Έκπληκτος για το μεγάλο ποσόν, είπε στο κορίτσι:
— Αυτά είναι πολλά για σένα. Είσαι ένα φτωχό και τυφλό κορίτσι και με κόπο κερδίζεις κάθε δραχμή. Δεν μπορείς να δώσης τόσα πολλά. Κράτησε λίγα από αυτά.
Αλλά το κορίτσι αρνήθηκε.
— Ακριβώς επειδή είμαι τυφλή, είπε, μπορώ να εξοικονομήσω αυτό το ποσόν. Πλέκω καλάθια. Άλλοι χρειάζονται φως το βράδυ για την δουλειά τους, ενώ εγώ δεν το χρειάζομαι. Έτσι βάζω κάθε βράδυ στον κουμπαρά μου τα λεπτά που θα χρειαζόμουν για φωτισμό, αν δεν ήμουν τυφλή. Είναι τα λεφτά των ματιών μου!
Συγκινημένος ο Εφημέριος δέχτηκε το ποσόν.
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973, Νο535)
Το κιβώτιον της αγάπης
«Ένας πρακτικώτατος τρόπος είναι να κάνωμε ένα ειδικό κιβώτιο (κουμπαρά) για τους φτωχούς, που θα είναι τοποθετημένο στο μέρος όπου καθένας προσεύχεται. Έτσι κάθε φορά που θα μπης εκεί, για να προσευχηθής, πρώτα να καταθέτης την ελεημοσύνη σου στο «κιβώτιον πενήτων» και τότε ν’ απευθύνης την προσευχή σου στο Θεό. Και πρέπει να ξέρης πώς το να βρίσκεται δίπλα στο κρεβάτι σου όπου προσεύχεσαι, το κιβώτιο της ελεημοσύνης, δεν είναι κατώτερο από το να έχης κρεμάσει εκεί το ιερό Ευαγγέλιο. Γιατί αν σαν φυλαχτό, κρεμάσης το ιερό Ευαγγέλιο, χωρίς να κάνης τίποτε απ’ όσα λέγει (όπως είναι και η ελεημοσύνη) δεν θα ωφεληθής τόσο, όσο από το κιβώτιον πενήτων. Δίπλα σ’ αυτό το ιερό κιβώτιον να βρίσκεται και το κρεβάτι σου, και η νύχτα θα περνά χωρίς κακά όνειρα, αρκεί μόνον να μη μπή εκεί τίποτε που προέρχεται από αδικία.
(Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος)
(Ψιχία από της τραπέζης, Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθήνα 1973 Νο255)
Συχνά πλανιόμαστε, όταν πιστεύουμε ότι είμαστε υπομονετικοί και πράοι, επειδή δεν καταδεχόμαστε να απαντήσουμε στην πρόκληση του αδελφού μας.
Πρέπει να ξέρουμε όμως, ότι την ώρα που κρατάμε αυτήν την πικρόχολη σιωπή ή όταν κάνουμε μια κοροϊδευτική χειρονομία, τότε ουσιαστικά χλευάζουμε τους ταραγμένους αδελφούς μας και με αυτό το απαθές προσωπείο τούς εξοργίζουμε, και μάλιστα πολύ περισσότερο από ό,τι θα είχε κάνει η οργισμένη αντίδρασή μας.
Νομίζουμε ότι δεν είμαστε διόλου ένοχοι απέναντι στο Θεό, επειδή δεν απαντήσαμε άσχημα και δεν πέσαμε στα μάτια των ανθρώπων.
Στα μάτια του Θεού όμως δεν μετράνε μόνο τα λόγια, αλλά κυρίως και πρωταρχικά αξιολογείται η προαίρεση…
Κατά τον ίδιο τρόπο, σε τίποτα δεν εξυπηρετεί η σιωπή μας την ώρα της αντιδικίας, αν αυτή παίρνει τη θέση της βρισιάς και της αντιλογίας ή αν την συνδυάζουμε με κάποιες χειρονομίες, οι οποίες θα εξοργίσουν ασφαλώς περισσότερο αυτόν που προσπαθούμε να κατευνάσουμε και έτσι θα γίνουμε αιτία της καταστροφής του.
Γινόμαστε μεγαλύτεροι εγκληματίες και μόνο από το γεγονός ότι φροντίζουμε να καλύψουμε φίλαυτα την αδιαφορία μας, θέλοντας να δικαιωθούμε.
Και αυτό το κάνουμε τη στιγμή που βλέπουμε πως ο αδελφός μας κινδυνεύει άμεσα και εμείς θα μπορούσαμε ασφαλώς να του συμπαρασταθούμε.
Μια τέτοια σιωπή θα είναι ασφαλώς για όλους ολέθρια…
Συχνά, μια προσποιητή υπομονή εξωθεί πιο βίαια προς την οργή από ό,τι θα έκαναν τα υβριστικά λόγια.
Μια μοχθηρή σιωπή ξεπερνά σε πίκρα και τις πιο δυνατές βρισιές.
Επιπλέον, υπομένουμε πιο εύκολα τα χτυπήματα από ένα δηλωμένο εχθρό, παρά τα ψεύτικα καλοπιάσματα κάποιου υποκριτή.
(αββά Κασσιανού, εκδ. Ετοιμασία τόμος Β σελ. 30-32)