Ανέστη ο Κύριος όντως! Απάντηση στους αρνητές της Ανάστασης
(Από το βιβλίο: Απολογητικαί Μελέται τόμος Ε, Παναγιώτη Τρεμπέλα σελ. 548-617)
Α) Αι περί της Αναστάσεως ιστορικαί μαρτυρίαι.
α) Η μαρτυρία του Παύλου.
Η αρχαιοτέρα γραπτή μαρτυρία περί της αναστάσεως του Ιησού Χριστού ευρίσκεται εις τας επιστολάς του Παύλου, αίτινες, ως γνωστόν, εγράφησαν προ των Συνοπτικών ευαγγελίων. Ποιαν σπουδαιότητα ενέχει η μαρτυρία του Παύλου, ανεπτύξαμεν ήδη εν τω Γ' κεφάλαιω. Περιοριζόμεθα δια τούτο να παρατηρήσωμεν ενταύθα ειδικώτερον, ότι η περί αναστάσεως του Χριστού μαρτυρία του Παύλου καθίσταται επί μάλλον αξιόλογος και σοβαρά δια τους κάτωθι λόγους:
1) Διότι παρουσιάζει την αλήθειαν ταύτην της αναστάσεως ως βάσιν του απόστολικού του κηρύγματος και ως στοιχείον αυτού εκ των ων ουκ άνευ. Αρκεί να ρίψωμεν εν βλέμμα επί των πρώτων στίχων του ιε' κεφαλαίου της Α' προς Κορινθίους επιστολής και θα πεισθώμεν ευθύς περί τούτου. Ομιλεί εκεί ο Απόστολος περί του Ευαγγελίου, ο ευηγγελίσατο τοις Κορινθίοις και εν τω οποίω παρέδωκεν αυτοίς εν πρώτοις, «ότι Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών κατά τας γραφάς και ότι ετάφη και ότι εγήγερται τη τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς, και ότι ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδεκα· έπειτα ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ, εξ ων οι πλείους μένουσιν έως άρτι, τινές δε και εκοιμήθησαν, έπειτα ώφθη Ιακώβω, είτα τοις απόστόλοις πάσιν· έσχατον δε πάντων ωσπερεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί». Ποιαν σπουδαιότητα απέδιδεν εις το σημείον τούτο του απόστολικού κηρύγματος ο θείος Παύλος, απόδεικνύεται ακόμη και εξ’ οόων ευθύς κατωτέρω διατείνεται, εν στίχοις 12-19, όπου, ως ήδη είπομεν, δεν δυσκολεύεται να διακηρύξη, ότι «ει Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών».
2) Διότι εκ της μαρτυρίας του Παύλου απόδεικνύεται σαφέστατα, ότι το γεγονός της αναστάσεως του Χριστού απετέλει την βάσιν του κηρύγματος και των άλλων Απόστόλων. Καθ' όσον, όταν ο Παύλος διακηρύττη, ότι «είτε ούν εγώ, είτε εκείνοι, ούτω κηρύσσομεν και ούτως επιστεύσατε», επάγων μάλιστα τους λόγους αυτούς ως συμπέρασμα των όσων περί του περιεχομένου του Ευαγγελίου του έγραψε προς τους Κορινθίους (ένθα ανωτ. στίχ. 11), δεν καταλείπει την ελαχίστην αμφιβολίαν περί του ότι τόσον το Ευαγγέλιον το κηρυττόμενον υπό του Παύλου, όσον και το Ευαγγέλιον το υπό των λοιπών Απόστόλων κηρυττόμενον, ήτο εν και το αυτό. Τούτο άλλως τε εμφαίνεται και εκ της προς Γαλάτας επιστολής (κεφ. β' 2 και 9), όπου ρητώς αναφέρεται ότι ο Παύλος μετά δεκατέσσαρα έτη από της επιστροφής αυτού εις Χριστόν ανελθών εις Ιεροσόλυμα εξέθεσε το υπ' αυτού κηρυττόμενον Ευαγγέλιον εις τους δοκούντας, τουτέστιν εις τον Ιάκωβον, εις τον Κηφάν και εις τον Ιωάννην, οίτινες δεξιάς έδωκαν αυτώ κοινωνίας, εύροντες κατά παάτα σύμφωνον προς το υπ’ αυτών κηρυττόμενον Ευαγγέλιον και το του Παύλου Ευαγγέλιον.
Αυτός άλλως τε ο Harnack ([1]) ομολογεί «ότι ανήκει εις τα πλέον βέβαια χριστιανικά γεγονότα, ότι ο απόστολος Παύλος δεν υπήρξεν ο πρώτος θέσας επί της πρώτης γραμμής την σπουδαιότητα του θανάτου του Χριστού και την σπουδαιότητα της αναστάσεώς του, αλλά συνηντήθη εν τη ομολογία ταύτη μετά της αρχεγόνου κοινότητος». «Τα γεγονότα αυτά του θανάτου και της αναστάσεως του Χριστού ο κύκλος των προσωπικών μαθητών του Ιησού και η πρώτη Χριστιανική κοινότης εκράτουν ως θεμελιώδη». «Επί του διπλού δε θεμελίου των λίθων τούτων εστηρίχθη ολόκληρος η Χριστολογία». «Ότι αι δύο αύται βεβαιώσεις («απέθανε δια τας αμαρτίας ημών και ανέστη δια την δικαίωσιν ημών») υπήρξαν δια την αρχέγονον κοινότητα τα ουσιώδη σημεία της πίστεώς της, ουδεις ακόμη εξεδήλωσεν αμφιβολίαν τινά . Αυτός ο Strauss δεν το αμφισβητεί και ο F. C. Baur αναγνωρίζει ότι η αρχαιοτάτη Χριστιανωσύνη ωκοδομήθη επί της ομολογίας τούτων».
3) Διότι η μαρτυρία του Παύλου βασισθειςα επί της συμμαρτυρίας των αυτοπτών της αναστάσεως παρουσιάζεται π α λ α ι ο τ ά τ η, δυναμένη να αναχθή και εις αυτήν την πρώτην πενταετίαν μετά την ανάστασιν του Ιησού. Και Ιδού πώς. Η Α' προς Κορινθίους εγράφη κατά μεν τους ενωρίτερον χρονολογούντας αυτήν τω 53 μ.Χ., κατά δε τους βραδύτερον τω 57, η εν αυτή δε μαρτυρία αναφέρεται εις προηγούμενον κήρυγμα του Παύλου γενόμενον κατά την πρώτην και επίσκεψιν αυτού εις Κόρινθον, σημειωθειςαν περί το 50 μ.Χ. Ούτω φθάνομεν εις είκοσι περίπου έτη μετά το πάθος του Κυρίου. Αλλ' ως δύναται να συναχθή εκ της μαρτυρίας ταύτης, ο Παύλος είχεν επικοινωνήσει προς τους αυτόπτας της αναστάσεως και από του στόματος αυτών έμαθε τα των εμφανίσεων του αναστάντος Ιησού. Η φράσις «ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ, εξ ών οι πλείους μένουσιν έως άρτι, τινές δε και εκοιμήθησαν», αποδεικνύει σαφώς και αδιαμφισβητήτως ότι ο Παύλος εγνώρισε καλώς τους πεντακοσίους τούτους αυτόπτας, άρα δε και επεκοινώνησε προς αυτούς. Έχομεν λοιπόν πάντα λόγον να πειθώμεθα, ότι μάρτυς, μάλιστα τόσης περιωπής, οποίος υπήρξεν ο Παύλος, βεβαιών, ότι ο αναστάς Κύριος ενεφανίσθη τω Κηφά και τω Ιακώβω, εφρόντισε να εξακριβώση τούτο εξ’ αυτού του στόματος του Κηφά και του Ιακώβου, τους οποίους άλλως τε συνήντησεν, ως βέβαιοι ο ίδιος, τρία μόλις έτη μετά την επιστροφήν αυτού εις Χριστόν, και επέμεινε προς αυτούς η μέρας δεκαπέντε (Γαλατ. α' 18) ([2]). Λαμβανομένου δε υπ' όψει, ότι η επιστροφή του Παύλου, εάν δεν εγένετο εν έτος μετά την σταύρωσιν του Χριστού, ως διατείνεται ο Harnack ([3]), πάντως όμως εγένετο περί το 36 μ. Χ., η πρώτη συνάντησις του Παύλου προς τους κορυφαίους Αποστόλους συνέπεσε το πέμπτον ή το πολύ το όγδοον από της αναστάσεως του Ιησού έτος ([4]). Ούτω η μαρτυρία την οποίαν δίδει ο Παύλος εις την Α' προς Κορινθίους επιστολήν ανάγεται εις χρόνους παλαιοτάτους και μικρόν της αναστάσεως του Κυρίου απέχοντας.
4) Η εις παλαιοτάτους χρόνους αναγωγή της μαρτυρίας του Παύλου επιμαρτυρείται και εκ της φράσεως «τη τρίτη ημέρα», καθώς και εκ της φράσεως «κ α τ ά τ α ς
γ ρ α φ ά ς», ήτις επαναλαμβάνεται εν αυτή δις. Και είναι μεν αληθές, ότι ισχυρίσθησαν τινές των ορθολογιστών, ότι εκ της φράσεως ταύτης εμφαίνεται, ότι η περί αναστάσεως του Χριστού πίστις του Παύλου προεκλήθη δια των Γραφών, αλλ' ο ισχυρισμός ούτος ελέγχεται ασύστατος, όταν ληφθή υπ' όψει, ότι η αυτή φράσις χρησιμοποιείται υπό του Παύλου προκειμένου και περί του θανάτου του Χριστού («απέθανε... κατά τας γραφάς»). Η φράσις αυτή έχει την αρχήν της εις αυτά τα πρώτα κηρύγματα, τα οποία ο Πέτρος απηύθυνε προς τους Ιουδαίους. Καθώς εμφαίνεται και εξ αυτής της κατά την ημέραν της Πεντηκοστής δημηγορίας του κορυφαίου (Πράξ. β' 24-28), ο Πέτρος αντιληφθεις, ποίαν σημασίαν είχον δια τους Ιουδαίους αι από των Γραφών αποδείξεις, ήδη από της πρώτης αυτού δημηγορίας ταύτης εχρησιμοποίησε το είδος τούτο της επιχειρηματολογίας και απέδειξεν, ότι η ανάστασις του Ιησού Χριστού ήτο σύμφωνος προς τας προρρήσεις των Γραφών. Λόγω δε της συχνής χρήσεως της επιχειρηματολογίας ταύτης και εξ’ αιτίας της ιδιαιτέρας ισχύος αυτής δια τους Ιουδαίους κατά την κρατούσαν μεταξύ των κριτικών γνώμην εν αυτώ τω πρώτω συμβόλω της πίστεως, τω ενωρίτατα ([5]) εν τη εκκλησιαστική χρήσει εισαχθέντι, εβεβαιούτο, ότι ο Χριστός ανέστη κατά τας Γραφάς. Και εκ του αρχεγόνου τούτου συμβόλου λαμβάνει τους πρώτους τούτους στίχους της μαρτυρίας αυτού ο Παύλος, ως εμφαίνεται εκ του ότι ουδαμού αλλαχού χρησιμοποιείται υπ' αυτού η φράσις «κατά τας γραφάς». Είναι εξ’ άλλου αξιοσημείωτον, ότι η φράσις «κατά την γραφήν» απαντά παρά τη επιστολή του Ιακώβου (β' 8), εξ ού εμφαίνεται η Ιεροσολυμιτική προέλευσις αυτής. Αλλά και ο όρος «οι δώδεκα» ουδέποτε χρησιμοποιείται υπό του Παύλου, ο οποίος προτιμά μάλλον τον όρον «οι απόστολοι». Ο όρος «οι δώδεκα» είναι ευαγγελικός και ανάγει ημάς εις την Ιεροσολυμιτικήν παράδοσιν. Αλλ' εάν ο Παύλος εις την Α' προς Κορινθίους μαρτυρίαν αυτού παρεισάγη παράθεσιν εξ αποστολικού συμβόλου, διακηρύττοντος, ότι ο Κύριος απέθανε δια τας αμαρτίας ημών κατά τας γραφάς, ότι έταφη, ότι ανέστη τη τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς, και ότι ενεφανίσθη εις τον Πέτρον και εις τους δώδεκα, αποδεικνύεται εκ τούτου, ότι η μαρτυρία αυτού στηρίζεται και επί εγγράφου πηγής, απ' αυτών των πρώτων αυτοπτών του Κυρίου και της αναστάσεως αυτού ελκούσης την καταγωγήν της και εισαχθειςης από των πρώτων ετών της θεμελιώσεως της εκκλησίας εις επίσημον χρήσιν καθ' άπασαν την εκκλησίαν.
5) Αλλά και ο τρόπος, καθ' ον παρέχεται υπό των επιστολών του Παύλου η περί της αναστάσεως του Χριστού μαρτυρία, καθιστά αυτήν οξιολογωτάτην. Διότι ο απόστολος θίγει όλως εν παρόδω, και μόνον διότι άγεται εις τούτο υπ’ αυτής της σειράς του λόγου, το μέγα τούτο της αναστάσεως γεγονός. Δεν πειράται ν' αποδείξη τούτο. Ουδέ καν προσπαθεί να επιβεβαιώση αυτό. Από όλας τας επιστολάς αυτού μόνον εις μίαν, εις την Α' προς Κορινθίους, κρίνει άξιον να ομιλήση ιδιαιτέρως περί του γεγονότος αυτού. Πράττει δε τούτο ουχί διότι υπήρχεν ανάγκη να βεβαιωθώσι περισσότερον οι προς ούς έγραφε Χριστιανοί περί της αληθείας ταύτης, αλλά διότι εσκόπει ν' απόδείξη, ότι τόσον αυτός, όσον και οι λοιποί Απόστολοι, εκήρυττον το αυτό Ευαγγέλιον, να επιβεβαιώση δ' εξ άλλου άλλην τινά αλήθειαν, περί ης αμφέβαλλον πως οι Κορίνθιοι, την αλήθειαν της καθολικής αναστάσεως των νεκρών. Εκ τούτων αποδεικνύεται σαφώς, ότι τόσον ο Παύλος, όσον και εκείνοι προς τους οποίους έγραφεν, ήσαν πλήρως πεπεισμένοι περί του ότι όντως ανέστη ο Κύριος ([6]). Και το συμπέρασμα τούτο εδραιούται περισσότερον, εαν ληφθή υπ' όψει, ότι μίαν εκ των επιστολών αυτού, την προς Ρωμαίους, γράφει προς εκκλησίαν, προς την οποίαν δεν είχεν ο ίδιος κηρύξει, άλλην δε, την προς Γαλάτας, απευθύνει προς εκκλησίας, εις ας κατά σμήνη είχον επιδράμει οι ψευδάδελφοι αναστατούντες τους Χριστιανούς και κλονίζοντες αυτούς από της αληθούς πίστεως. Ενώ λοιπόν εις την προς Ρωμαίους επιστολήν, δια πρώτην φοράν επικοινωνών προς τους εν Ρώμη, ευρίσκεται εις την ανάγκην να εκθέση εν πλάτει το Ευαγγέλιον αυτού, και όχι απλώς να διατυπώση, αλλά και να αποδείξη τας θεμελιώδεις αυτού αληθείας, περί της αληθείας της αναστάσεως του Χριστού δεν θεωρεί επάναγκες να ομιλήση ιδιαιτέρως, προφανώς διότι ουδεμία υπήρχε περί αυτής αμφιβολία καθ' όλον τον χριστιανικόν κόσμον. Εις δε την προς Γαλάτας επιστολήν ομιλεί περί τόσων άλλων ζητημάτων και τόσας άλλας αληθείας δια συλλογισμών πυκνών και συμπαγών αποδεικνύει, μόνον δε δια μίαν αλήθειαν δεν ευρίσκεται εις την ανάγκην να αγωνισθή, δια την αλήθειαν της αναστάσεως του Κυρίου. Τουθ' όπερ αποδεικνύει εμφανώς, ότι ουδέ παρ' αυτοίς τοις Ιουδαΐζουσι Χριστιανοίς ημφεσβητείτο το μέγα τούτο γεγονός! Αλλ' εάν τοιαυτή είναι η πεποίθησις των πρώτων Χριστιανών και εάν, όπως ομολογείται υπό πάντων, επί του θανάτου και της αναστάσεως του Ιησού Χριστού εθεμελιώθη η πρώτη εκκλησία και ωκοδομήθη ολόκληρος ο Χριστιανισμός, τα δύο αυτά γεγονότα πρέπει να είναι ιστορικά και βέβαια. Δεν δυνάμεθα σοβαρώς να υποστηρίξωμεν μετά του Sehmiedel ([7]) ότι «είναι αδιαμφισβήτητον, ότι η εκκλησία εθεμελιώθη ουχί αμέσως επί του γεγονότος της αναστάσεως του Ιησού, αλλ' επί της πίστεως εις την ανάστασίν του και αυτή η πίστις, ειργάζετο μετ' ίσης ενεργείας, αδιάφορον αν η ανάστασις ήτο γεγονός πραγματικόν ή ου». Διότι ως ορθώς παρετήρησεν ο εκ των νεωτεριζόντων (modernistes) καθολικών Εδουάρδος Le Roy ([8]) «παν ό,τι είναι καθαρώς απατηλή χίμαιρα, καθαρώς νοσηρά φαντασιοπληξία, άνευ αξίας τινός αληθείας, δύναται αναμφιβόλως να διεγείρη προς στιγμήν την πίστιν. Αλλά τοιαυτή πίστις δεν είναι οικοδομητική ούτε καρποφόρος εξ επόψεως ηθικής· δεν παράγει ουδέν στερεόν· δεν μεταδίδεται πολύ μακράν· δεν επισυνάγει πολλάς ψυχάς εν μια κοινωνία, ζωοποιούση αυτάς· δεν ανθίσταται εις την φθοροποιόν και διαλυτικήν επίδρασιν του χρόνου, εις την δοκιμασίαν της, κυκλοφορίας της εν τη πρακτική χρήσει. Εξοφλείται πάντοτε εις το τέλος του λογαριασμού δι' αποτυχίας, όπου αποκαλύπτεται ο ψευδής χαρακτήρ της». Μόνον περί της αληθείας δύναται να λεχθή, ότι «ουδέν διαρκέστερον αυτής». Και μόνον περί αυτής ισχύει, ότι «παν όπερ εξυπηρετεί αυτήν, διασώζεται ως κεφάλαιον ασθενές, αλλ' ασφαλές. Ουδέν εν τω μικρώ θησαυρώ της απόλλυται. Τουναντίον παν ό,τι ψευδές καταρρέει. Το ψεύδος δεν θεμελιούται, ενώ το μικρόν οικοδόμημα της αληθείας είναι χαλύβδινον και ανυψούται συνεχώς» ([9]).
6) Τέλος κατά τας λεπτομερείας του περιεχομένου της εξεταζομένη η μαρτυρία αυτή παρουσιάζεται επιβεβαιουμένη πλήρως και υπό της αφηγήσεως των ευαγγελιστών. Διότι μαρτυρεί 1) την εμφάνισιν την γενομένην εις τον Πέτρον, την υπό του Λουκά μαρτυρουμένην, τοποθετών μάλιστα αυτήν εν τη αυτή θέσει, εν τη οποία τοποθετεί αυτήν και ο Λουκάς εν τη σειρά των εμφανίσεων. 2) Την εμφάνισιν προς τους δώδεκα, ήτις και κατά τους τρεις εκ των ευαγγελιστών εγένετο κατά την αυτήν της αναστάσεως ημέραν. Πράγματι η εμφάνισις αυτή μαρτυρείται πρώτον μεν υπό του Λουκά (κδ' 36), επιβεβαιούται δε και υπό της αφηγήσεως της εν τω τέλει του κατά Μάρκον Ευαγγελίου και παρουσιάζεται εξ ολοκλήρου η αυτή προς την υπό του Ιωάννου (κ' 19) αναφερομένην. 3) Άλλην τινά εμφάνισιν συντελεσθειςαν εν μέσω ευρυτάτου κύκλου πιστών, των οποίων ο αριθμός υπερέβαινε τους πεντακοσίους και η οποία πιθανώτατα είναι η υπό του Ματθαίου ιστορουμένη ως λαβούσα χώραν εν Γαλιλαία ([10]). 4) Την εις τον Ιάκωβον, περί της οποίας δεν μαρτυρούσιν οι ευαγγελισταί και 5) Άλλην μίαν ακόμη εμφάνισιν έμπροσθεν όλων των Αποστόλων λαβούσαν χώραν, ιστορουμένην και ταύτην υπό των ευαγγελιστών.
Ούτω πάσαι αι υπό του Παύλου αναφερόμεναι εμφανίσεις, πλην μόνης της προς τον Ιάκωβον γενομένης, αναφέρονται και υπό των ευαγγελιστών. Δεν μνημονεύονται δε υπό του Παύλου μόνον αι εις τας μυροφόρους και εις τους προς Εμμαούς πορευομένους εμφανίσεις· τούτο δε διότι ο απόστολος δεν προτίθεται να παραθέση πλήρη κατάλογον των εμφανίσεων ([11]). Τουναντίον πιθανώτατον παρουσιάζεται ότι ποιείται εκλογήν των εγκυροτέρων εκ των εμφανίσεων, και τοιαύται ήσαν η εμφάνισις εις τον Πέτρον, του οποίου το κύρος εν Κορίνθω ήτο ηδραιωμένον (Α' Κορινθ. α' 12), η εις τους δώδεκα, η εις το σύνολον των πρώτων πιστών ήτοι η εις τους πεντακοσίους, των οποίων οι πλειςτοι επέζων, η εις τον Ιάκωβον, του οποίου το κύρος ήτο μέγα παρά τοις εξ’ Ιουδαίων Χριστιανοίς, η εις τους Αποστόλους πάντας, και τέλος η εις αυτόν τον Παύλον. Τας τρεις άλλας, ως φέρουσας ιδιωτικόν χαρακτήρα και μη γενομένας εις αποστόλους, παραλείπει.
Συμπεραίνοντες παρατηρούμεν και πάλιν δι' ολίγων, ότι είναι εξόχως σπουδαία η υπό των επιστολών του Παύλου παρεχομένη περί της αναστάσεως μαρτυρία, μάλιστα δια τους εξής λόγους:
1) Διότι παρουσιάζει το γεγονός της αναστάσεως στοιχείον του αποστολικού κηρύγματος ουσιωδέστατον και θεμελιωδέστατον, αυτήν την βάσιν του κηρύγματος ουχί ενός αλλά πάντων των Αποστόλων·
2) διότι παρουσιάζει το γεγονός της αναστάσεως μαρτυρούμενον υπό των αυτοπτών (Κηφά, Ιακώβου, πεντακοσίων αδελφών) εις εποχήν παλαιοτάτην και μόλις πέντε ή εξ έτη της σταυρώσεως και της αναστάσεως απέχουσαν·
3) διότι είκοσι μόλις έτη μετά τον θάνατον του Χριστού (οπότε συμπίπτει ο χρόνος της συγγραφής των τεσσάρων επιστολών του Παύλου) παρουσιάζει ολόκληρον την εκκλησίαν από της Ρώμης μέχρι των Ιεροσολύμων και από της Αγκύρας μέχρι της Κορίνθου ομολογούσαν εν ένι στόματι και μια καρδία την μεγάλην αλήθειαν της Αναστάσεως.
β) Αι μαρτυρίαι των Ευαγγελίων.
Είναι βεβαίως περιττόν να είπωμεν, ότι δεν θα επανέλθωμεν ενταύθα επί των επιχειρημάτων, άτινα εν τω Γ' κεφαλαίω παρεθέσαμεν και εκ των οποίων απεδείχθη εμφανέστατα η σπουδαιότης και σοβαρότης των Ευαγγελίων ως συγγραφών και πηγών ιστορικών. Ενταύθα θα εξετασθή ειδικώς η περί της αναστάσεως του Χριστού ευαγγελική μαρτυρία δια να αποδειχθή η αφέλεια, η απλότης, η ειλικρίνεια και η καλή πίστις των εξιστορούντων τα κατά την ανάστασιν εξ’ αυτών τούτων των ευαγγελικών κειμένων αναπηδώσα και αποκαλυπτομένη.
1. Αι κατά τα Ευαγγέλια εμφανίσεις. Κατά τους ευαγγελιστάς ο Ιησούς αναστάς ενεφανίσθη:
1) Εις την Μαγδαληνήν Μαρίαν (Μάρκ. ιστ' 9-11 και Ιωαν. κ' 11-18) και
2) Εις τας μυροφόρους γυναίκας (Ματθ. κη' 9-10) κατά την πρωίαν της Κυριακής.
3) Εις τους δύο μαθητάς, τους εις Εμμαούς πορευομένους, κατά το απόγευμα της αυτής ημέρας (Μάρκ. ιστ' 12-13, Λουκ. κδ' 13-15).
4) Εις τον Σίμωνα Πέτρον ολίγω αργότερον (Λουκ.κδ' 34).
5) Εις τους δεκα Αποστόλους απόυσιάζοντος του Θωμά κατά την εσπέραν της αυτής ημέρας (Μάρκ. ιστ' 14, Λουκ. κδ' 36-43, Ιωαν. κ' 19-25).
6) Εις τους ένδεκα παρόντος και του Θωμά μετά οκτώ ημέρας (Ιωαν. κ' 26-29).
7) Εις επτά αποστόλους παρά την λίμνην της Τιβεριάδος (Ιωαν. κα' 1-23).
8) Εις τους ένδεκα εν τω όρει της Γαλιλαίας, «ου ετάξατο αυτοίς ο Ιησούς» (Ματθ. κη' 16)·
και 9) Εις τους αποστόλους πάντας εις Βηθανίαν κατά την ημέραν της αναλήψεως (Μαρκ. ιστ' 19-20, Λουκ. κδ' 50, Πραξ. α’ 6-11), την οποίαν τινές εταύτισαν προς την ως άνω εν Γαλιλαία σημειωθειςαν.
2. Πενιχρότης των ευαγγελικών πληροφοριών. Η πρώτη εντύπωσις, την οποίαν προ πάσης αξετάσεως αυτών παρέχουσιν αι μαρτυρίαι αύται, είναι η πτωχεία και πενιχρότης των πληροφοριών, τας οποίας παρέχουσι δυσαναλόγως προς την σοβαρότητα και σπουδαιότητα, η οποία εξ αρχής απεδόθη υπό των Αποστόλων και της πρώτης εκκλησίας εις το γεγονός της αναστάσεως. Το μόνον επεισόδιον, όπερ εκτίθεται μετά τίνος λεπτομερείας, είναι το της εμφανίσεως του αναστάντος Κυρίου εις τους δύο μαθητάς, τους πορευομένους εις τους Εμμαούς. Ιδιαιτέρως αξιοσημείωτον τυγχάνει ότι περί της ενδόξου ζωής, εις την οποίαν μετά την ανάστασιν εισήλθεν ο Κύριος, δεν αφηγούνται οι ευαγγελισταί παρά ελάχιστα τινά και όλως ανεπαρκή. Η φύσις της ζωής ταύτης, η έκτακτος, η νέα, η απηλλαγμένη των κοινών συνθηκών υπό τας οποίας έζησε πρότερον ο Ιησούς, η όλως άγνωστος εις τους μήπω εισελθόντας εις αυτήν και μετασχόντας ταύτης, περί της οποίας δεν είναι εις θέσιν να σχηματίσωσι σαφή ιδέαν οι εισέτι το φθαρτόν σκήνος του σώματος περιβεβλημένοι θνητοί, εξηγεί πλήρως, διατί εις τας περί αναστάσεως παραδόσεις των αυτοπτών, τας περισωθειςας εις τα ευαγγελικά κείμενα, ευρίσκομεν κάτι το ασαφές, το μη επαρκώς πλήρες ([12]). Αντιλαμβάνονται οι Απόστολοι, ότι βλέπουσι και ακούουσι τον διδάσκαλον· πείθονται, ότι είναι αυτός, διότι συλλαμβάνουσι τας χείρας του και τους πόδας του. Αλλά συγχρόνως κατανοούσιν, ότι η ζωή, την οποίαν ήδη ζη ο διδάσκαλος είναι διάφορος της προτέρας. Και βυθίζονται ούτω εις απορίαν, διότι ο Ιησούς είναι και δεν είναι συγχρόνως ο αυτός προς εκείνον, τον οποίον εγνώρισαν και μετά του οποίου συνέζησαν επί τριετίαν ολόκληρον. Τα χαρακτηριστικά ταύτα των ευαγγελικών περί αναστάσεως αφηγήσεων συντρίβουσι κυριολεκτικώς τον ισχυρισμόν του Α. Meyer ([13]), κατά τον οποίον εγένοντο προσθήκαι εις τας περί αναστάσεως πρωταρχικάς παραδόσεις, επί τω σκοπώ όπως ικανοποιηθώσι νεόφυτοι και νεωστί προσηλυτισθέντες εις την πίστιν απλήστως έχοντες προς το υπερφυσικόν, αλλά και η απολογητική τάσις της πρώτης εν Ιεροσολύμοις κοινότητος, αισθανομένης την ανάγκην να παρουσιάση τας προφητείας πληρωθειςας εν τω προσώπω του Ιησού Χριστού. Εάν ο ισχυρισμός ούτος ήτο ακριβής, γεννάται το ερώτημα, πώς τόσαι προθέσεις, τόσαι ανάγκαι, τόσαι αιτίαι προς επέκτασιν και διαπλάτυνσιν του αρχικού περί αναστάσεως υλικού, αλλά και τόσαι προσθήκαι και παρεμβολαί γενόμεναι εις αυτό κατέληξαν εις τας τόσον ισχνάς, πτωχάς, βραχείας και τον χαρακτήρα αποσπασμάτων φερούσας αφηγήσεις ([14]); Είναι τόσον πτωχαί και βραχείαι αύται, ώστε πέντε γραμμαί, τας οποίας ο Παύλος γράφει σχεδόν ειπείν εν παρόδω εις την Α' προς Κορινθίους επιστολήν του προσθέτουσιν αρκετά εις το σύνολον των εκ των Ευαγγελίων πληροφοριών. Τοσαυτή ευσυνειδησία και ακρίβεια εκδηλούται εκ μέρους των ευαγγελιστών και τόσον πολύ εμμένουσιν ούτοι εις το να καταγράψωσιν εν τοις Ευαγγελίοις αυτών ό,τι αυτοί και μόνοι είτε αμέσως είτε εξ αυθεντικών πληροφοριών αξιοπίστων αυτοπτών αντελήφθησαν.
Ταύτα περί των μαρτυριών των Ευαγγελίων γενικώς.
3. Συμφωνία ανεπιτήδευτος. άαν ήδη μελετήσωμεν μετά προσοχής τας περί της αναστάσεως ευαγγελικάς αφηγήσεις, διακρίνομεν πρωτίστως, ότι αύται ανεπιτηδεύτως συμπίπτουσιν περί ωρισμένον αριθμόν βεβαίων γεγονότων παρουσιάζουσαι αξιοθαύμαστον συμφωνίαν. Τοιαύτα γεγονότα και σημεία των αφηγήσεων θα ηδύναντο να σημειωθώσι τα επόμενα:
Το πρώτον εκ τούτων κατά τον L. de Grandmaison ([15]) τυγχάνει αρνητικόν μεν, αλλ' εξόχως αξιοσημείωτον. Είναι δε τούτο η έλλειψις χρονολογικής ενδείξεως, εμφαινούσης την ώραν, κατά την οποίαν έλαβε χώραν η ανάστασις, καθώς και η έλλειψις πάσης περιγραφής αυτού του γεγονότος της αναστάσεως. Οι ευαγγελισταί περιορίζονται απλώς να μας είπουν ότι την πρωίαν της Κυριακής ο Ιησούς είχεν αναστή. Ποίαν ώραν της νυκτός εσημειώθη η ανάστασις και πώς το νεκρόν του Κυρίου σώμα εζωοποιήθη και εγκατέλιπε τον τάφον, ουδεις των ευαγγελιστών πειράται να ορίση ή να περιγράψη. Επί γεγονότος δε, το οποίον τόσον ζωηρώς θα προσείλκυε το ενδιαφέρον και την προσοχήν των πρώτων Χριστιανών, εάν πράγματι οι αφηγούμενοι αυτό δεν περιωρίζοντο εις ό,τι εξ’ αυτοψίας είχον αντιληφθή και διακριβώσει, ήτο φυσικόν η φαντασία να εκτραπή και να συμπληρώση τα κενά, τα οποία παρουσιάζοντο εν τη εκτυλίξει αυτού. Θα έπρεπεν η φαντασία να επισωρεύση λεπτομερείας καταπλησσούσας εν τη περιγραφή της αναστάσεως συντελούμενης δια τινος ενεργείας βραδείας ή αιφνιδίας, εν μέσω συναθροίσεως αγγέλων η αγίων, θεωμένων την αναζωογόνησιν του αδρανούς και νεκρού σώματος του Ιησού και προσπιπτόντων εις προσκύνησιν αυτού μεθ' ύμνων και δοξολογιών, των οποίων το περιεχόμενον θα εστιχουργείτο υπό της ποιητικής πτήσεως. Πράγματι δε τοιαύτην εκτροπήν, προδίδουσαν καταδήλως την πλαστότητα, παρουσιάζει το απόκρυφον κατά Πέτρον ευαγγέλιον ([16]). Περί της αφηγήσεως του ευαγγελίου τούτου εν αντιθέσει προς την αφήγησιν των κανονικών Ευαγγελίων ομολογεί αυτός ο P. W. Schmiedel, ότι «η ανάστασις του Ιησού, η οποία εις τα κανονικά Ευαγγέλια μετ' επιφυλάξεως αξιοσημείωτου πάντοτε προϋποτίθεται, ότι έλαβεν ήδη χώραν, και ουδέποτε περιγράφεται, εις το ευαγγέλιον του Πέτρου παρουσιάζεται ως λαμβάνουσα χώραν υπό τα όμματα των Ρωμαίων και των Ιουδαίων των φρουρούντων τον τάφον, καθ' ένα δε τρόπον, τον οποίον δεν δύναται τις να χαρακτηρίση παρά αλλόκοτον»([17]).
Δεύτερον χαρακτηριστικόν σημείον, επί του οποίου συμπίπτουσιν αι αφηγήσεις των κανονικών Ευαγγελίων, είναι η κενότης του τάφου, η διαπιστωθειςα την τρίτην από του πάθους ημέραν υπό των επισκεφθεισών τον τάφον λίαν πρωί της μιας σαββάτων μυροφόρων γυναικών, μεταξύ των οποίων διακρίνεται Μαρία η Μαγδαληνή.
Τρίτον σημείον αυτομάτου συμφωνίας των ευαγγελιστών είναι η γέννησις της πίστεως εις την ανάστασιν παρά ταις γυναιξί πρώτον, αίτινες εις μάτην προσπαθούσι να μεταδώσωσι την πίστιν ταύτην και εις τους Αποστόλους. Αυταί πρώται επισκέπτονται τον τάφον. Εις αυτάς πρώτας εμφανίζεται ο αναστάς Κύριος, αφού προηγουμένως αυταί είδον οπτασίαν αγγέλων. Αυταί αναγγέλλουσι την ανάστασιν εις τους μαθητάς, οίτινες απιστούσιν εις ταύτας. Ο ρόλος δε της Μαγδαληνής, η αγγελοφάνεια και η δυσπιστία των μαθητών εξαίρονται παρ' απάσαις ταις πηγαίς της ευαγγελικής ιστορίας.
Τέταρτον χαρακτηριστικόν σημείον συμφωνίας των ευαγγελιστών είναι, ότι ο Ιησούς αναστάς δεν ενεφανίσθη εις ουδένα εκ των εχθρών του, αλλά μόνον εις τους φίλους και μαθητάς αυτού.
Πέμπτον ενεφανίσθη εις τους μαθητάς μετά την εις τας μυροφόρους εμφάνισιν. Και ενεφανίσθη εξ απροόπτου, ουχί εις περιβάλλον παρεσκευασμένον και υποβοηθούν τους αποστόλους, όπως πιστεύσωσιν εις την ανάστασιν. Αι συνθήκαι της εμφανίσεως είναι τοιαύται, ώστε αυτοί αμφιβάλουσι, φοβούνται νομίζοντες ότι η εμφάνισις οφείλεται εις πνεύμα ή φάντασμα τι και μόνον τότε πείθονται, όταν υποβάλλωσιν εις την άμεσον αυτών αφήν το σώμα του Διδασκάλου. Η δυσπιστία των και οι φόβοι των κατανικώνται δια της επιμονής του αναστάντος, ο οποίος δεν εμφανίζεται στιγμιαίως, ίνα ευθύς εξαφανισθή, αλλ' αναστρέφεται, συνομιλεί και συντρώγει μετά των μαθητών.
Έκτον σημείον συμφωνίας τυγχάνει η υπό πάντων των ευαγγελιστών μαρτυρουμένη απότομος μεταβολή των μαθητών, πιστευσάντων ακραδάντως εις την ανάστασιν. Η ψυχολογική αυτή μεταβολή, καθ' ην οι κατεπτοημένοι τέως και καταπεπτωκότες μαθηταί παρουσιάζονται δια μιας θαρραλέοι, απτόητοι, ακατάβλητοι και ανυπέρβλητοι εις ηρωϊσμόν, οφείλεται εις την θριαμβευτικήν πεποίθησιν, την οποίαν εσχημάτισαν περί της αναστάσεως του Διδασκάλου, και η οποία εμπνέει αυτούς καθ' όλην την μετέπειτα δράσιν αυτών, καθιστώσα αυτούς μεν προθύμους εις πάσαν θυσίαν, την δε πορείαν αυτών ακαταπόνητον και νικηφόρον.
4. Διαφοραί και κενά . Εν ταις λεπτομερείαις όμως παρουσιάζονται κενά και διαφοραί τινες. Και αι μεν διαφοραί επιβεβαιούσαι την απ' αλλήλων ανεξαρτησίαν των ευαγγελιστών εν ταις αφηγήσεσιν αυτών δεν παρουσιάζονται ασυμβίβαστοι. Τα δε κενά είναι πολλάκις τοιαύτα, ώστε η μία αφήγησις να προϋποθέτη την ετέραν και η μετ' αλλήλων συμπλήρωσις να εξαίρη επί μάλλον το ανεπιτήδευτον της συμφωνίας.
Ούτω, ίνα αρχίσωμεν από το γεγονός της ταφής, ο Ιωσήφ κατά μεν τον Ματθαίον και τον Ιωάννην ήτο απλώς άνθρωπος πλούσιος από Αριμαθαίας, «μαθητής του Ιησού κεκρυμμένος δε δια τον φόβον των Ιουδαίων, κατά τους άλλους δε δύο ευαγγελιστάς ήτο και βουλευτής, μη συγκατατεθειμένος τη βουλή και τη πράξει των Ιουδαίων. Είναι προφανές ότι ουδετέρα των λεπτομερειών τούτων αποκλείει την άλλην. Ο Ιωσήφ ηδύνατο να είναι συγχρόνως και πλούσιος και μαθητής του Ιησού εν τω κρυπτώ και βουλευτής.
Κατά τους συνοπτικούς ο τάφος ήτο λαξευτός εντός βράχου και η ειςοδος αυτού εκαλύπτετο δια λίθου μεγάλου προσκυλιομενου επ' αυτής. Κατά τον Ιωάννην το μνημείον ευρίσκετο εν κήπω και ήτο ανεγηγερμενον μάλλον επί του εδάφους, εξ’ ου και ο λίθος δεν χαρακτηρίζεαι ως απoκεκυλισμένος, ως παρά τοις λοιποίς συνοπτικοίς, αλλ’ ως η ρ μ έ ν ο ς, ο δε Ιωάννης, ο προδραμών τάχιον του Πέτρου εις το μνημείον, παρουσιάζεται ως παρακύπτων, ίνα ίδη το εσωτερικόν του μνημείου. Αμφότεραι εν τούτοις αι αφηγήσεις δύνανται να συμβιβασθώσιν, εφ' όσον και η αφήγησις του Ιωάννου ομιλεί περί του μνημείου ως ευρυχώρου κοιλότητος, εντός της οποίας δεν καταβαίνει αλλ' εισέρχεται ελευθέρως ο Πέτρος πρώτον και μετ' αυτόν ο Ιωάννης.
Περί της φρουράς, η οποία ετέθη εν τω τάφω σιγώσιν οι άλλοι ευαγγελισταί, και μόνον ο Ματθαίος ομιλεί περί αυτής. Αλλ' η σιγή των άλλων ευαγγελιστών δεν αποτελεί απόδειξιν, ότι η φρουρά δεν ετέθη, διότι οι ευαγγελισταί συγγράφοντες δεν προετίθεντο να εκθέσωσι πάντα ανεξαιρέτως τα γεγονότα. Αποδεικνύει μόνον, ότι η υπό μόνου του Ματθαίου αναφερομένη λεπτομέρεια αυτή δεν περιελαμβάνετο και εις την αρχέγονον αποστολικήν κατήχησιν την δια ζώσης παραδιδομένην, ήτις απετέλεσε πηγήν της συνοπτικής αφηγήσεως, και ότι ο Ματθαίος γνωρίζων ταύτην εχρησιμοποίησεν αυτήν ως σύμφωνον προς τον ιδιάζοντα συγγραφικόν σκοπόν του. Ούτε δύναται ν' αποτελέση σοβαράν ένστασιν κατά της εν προκειμένω αξιοπιστίας του Ματθαίου, το ότι δια των ενεργειών των αρχιερέων και Φαρισαίων προς σφράγισιν του τάφου, των σημειωθεισών «τη απαύριον» του θανάτου του Ιησού, «ήτις εστί μετά την παρασκευήν», παρεβιάσθη η αργία της μεγάλης εορτής του Πάσχα και του Σαββάτου. Ως ορθώς παρετηρήθη ([18]), οι Ιουδαίοι άρχοντες και οι Φαρισαίοι ήσαν επιδέξιοι περί το να εξευρίσκωσι περιπτώσεις εξαιρέσεων και παραβιάσεων του νόμου, προκειμένου μάλιστα περί ανάγκης οποία ήτο η απασχολούσα αυτούς. Αβάσιμος τυγχάνει και η ετέρα ένστασις, η στηριχθειςα επί της εκδοχής, ότι οι Φαρισαίοι και οι αρχιερεις δεν θα ηδύναντο να εννοήσωσι τους περί της αναστάσεως αυτού λόγους του Σωτήρος, αφού και αυτοί οι μαθηταί κατά την βεβαίωσιν του Ιωάννου, καθ' ον χρόνον επεσκέπτοντο το κενόν μνημείον, «ουδέπω ήδεισαν την γραφήν, ότι δει αυτόν εκ νεκρών αναστήναι» (Ιωαν.κ' 9). Διότι και εάν έτι υποθέσωμεν, ότι οι μαθηταί δεν είχον εννοήσει την έννοιαν των περί της αναστάσεως αυτού λόγων του Κυρίου, δεν έπεται εκ τούτου ότι και οι εν Ιεροσολύμοις εντριβεις περί τον νόμον, οι θεολόγοι και διανοούμενοι της εποχής εκείνης, παρέμειναν όλως ξένοι προς την έννοιαν αυτών, εφ' όσον και η εικών του Ιωνά, προς την οποίαν ο Χριστός παρωμοίασε την από του πάθους και του θανάτου του απολύτρωσίν του, ήτο αρκούντως σαφής, αλλά και κρατούσαι κατά την εποχήν εκείνην δοξασίαι υπέτρεφον την υπόνοιαν, ότι ήτο δυνατόν ν' αναστή τις εκ νεκρών και να επανέλθη μεταξύ των ζώντων. Τούτο εμφαίνεται εκ των λόγων, τους οποίους κατά τον Μάρκον είπεν Ηρώδης ο Αντύπας περί του Ιησού, όταν ήκουσε περί των θαυμάτων αυτού. Εβεβαίωσε δηλαδή ο Ηρώδης, ότι «Ον εγώ απεκεφάλισα Ιωάννην, ούτος ηγέρθη εκ νεκρών» (Μάρκ. στ' 16).
Ώς προς τα αρώματα, ταύτα κατά την αφήγησιν του Λουκά είχον ήδη ετοιμάσει αι επί το μνήμα ερχόμεναι γυναίκες. Πότε είχον ετοιμάσει ταύτα δεν αναφέρει ο τρίτος ευαγγελιστής, Ομιλεί όμως περί τούτου ο Μάρκος, ύστις καθορίζει τον χρόνον της προετοιμασίας δια της φράσεως «διαγενομένου του σαββάτου», ήτοι η αγορά των αρωμάτων εγένετο την εσπέραν του Σαββάτου. Πώς ήδη αι μυροφόροι αγοράζουσιν αρώματα, ενώ ήδη παρά τον τάφον ευρίσκεται η κουστωδία, εξηγείται πλήρως δια της εκδοχής, ότι τηρήσασαι μετά πάσης ακριβείας την αργίαν του Σαββάτου, παρέμειναν εγκεκλεισμέναι εν τω οίκω αυτών, ως εκ τούτου δε δεν έλαβον γνώσιν περί του ότι ετέθη παρά τον τάφον του Ιησού φρουρά. Η άγνοιά των αυτή ευρίσκεται σύμφωνος πληρέστατα και προς την άλλην απορίαν αυτών, την οποίαν ερχόμεναι εις το μνημείον εκδηλούσι λέγουσαι· «Τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου;» Το ότι δε ο Ματθαίος καθορίζει ως σκοπόν της επισκέψεως ταύτης των μυροφόρων το να θεωρήσωσι τον τάφον, χωρίς να προσθέτη τίποτε περί της προθέσεως αυτών όπως αλείψωσι δια μύρων τον Ιησούν, δεν αποτελεί πραγματικήν διαφωνίαν προς τους άλλους δύο συνοπτικούς. Εκείνοι ομιλούσι και περί προθέσεως μη πραγματοποιηθειςης, αυτός δε περί του γεγονότος, παρατρέχει δε την λεπτομέρειαν της προσκομίσεως και μύρων, η οποία όλως φυσικώς τίθεται εις δευτερεύουσαν μοίραν υπό της αφηγήσεώς του τονιζούσης εξόχως, ότι παρά τον τάφον ήτο εγκατεστημένη κουστωδία, η οποία και εάν έτι δεν ανίστατο ο Ιησούς, δεν θα επέτρεπεν εις τας μυροφόρους να πλησιάσωσι και να πραγματοποιήσωσι την πρόθεσίν των.
Προκειμένου περί της ώρας, καθ' ην αι μυροφόροι έρχονται εις το μνημείον, ο μεν Μάρκος καθορίζει ταύτην δια του λίαν πρωί, ανατείλαντος του ηλίου, οι δε άλλοι τρεις ευαγγελισταί καθορίζουσιν αυτήν δια του σκοτίας έτι ούσης ή όρθρου βαθέος ή οψέ σαββάτων. Ούτω συμφωνούσι μεν πάντες ως προς την ημέραν, παρουσιάζουσιν όμως διαφοράν τινα ως προς την ώραν. Αλλ’ η διαφορά αυτή δεν είναι ασυμβίβαστος. Εξηγείται πλήρως εάν ληφθώσιν υπ' όψει πρώτον μεν, ότι ως φαίνεται πιθανώτατον εκ της όλης αφηγήσεως των ευαγγελιστών αι μυροφόροι ήλθον εις το μνημείον καθ' ομίλους, ήτοι άλλαι μεν, εν αις και η Μαρία η Μαγδαληνή, ήλθον ενωρίτερον, άλλαι δε βραδύτερον πως· δεύτερον δε, ότι και κατά την αφήγησιν του Μάρκου ο ήλιος μόλις θα είχεν ανατείλει, αφού και εν αυτή προστίθεται το «λίαν πρωί», είναι δε γνωστόν, ως παρατηρούσιν οι Jacquier και Bourchany ([19]), ότι εν τη Ιουδαία το λυκαυγές δεν παρατείνεται επί μακρόν, αλλά το μεταξύ του βαθέος όρθρου και της ανατολής του ηλίου παρεμπίπτον διάστημα είναι βραχύτατον.
Ως προς τα ονόματα των μυροφόρων, αίτινες ήλθον εις τον τάφον, πάντες οι ευαγγελισταί συμφωνούσιν, ότι η Μαρία η Μαγδαληνή είναι μεταξύ των γυναικών τούτων. Αλλ' η μεν αφήγησις του Ιωάννου παρουσιάζει αυτήν ερχόμενην μόνην εις τον τάφον, ενώ κατά τας αφηγήσεις των άλλων ευαγγελιστών η Μαγδαληνή φθάνει εις τον τάφον εν συνοδεία μετά των άλλων μυροφόρων. Εν τούτοις αυτή η αφήγησις του Ιωάννου παρέχει σαφεστέραν ένδειξιν περί του ότι η Μαγδαληνή δεν ήλθεν εκεί μόνη. Εις τους λόγους, τους οποίους προς τον Σίμωνα Πέτρον απευθύνει, η Μαρία ομιλεί και εξ’ ονόματος των συντρόφων της. «Ήραν, λέγει, τον Κύριον εκ του μνημείου, και ουκ ο ί δ α μ ε ν πού έθηκαν αυτόν» (Ιωαν. κ' 2). Ενώ ολίγας γραμμάς κατωτέρω η αυτή Μαρία απευθυνόμενη προς τους ερωτήσαντας αυτήν αγγέλους, λέγει, «ότι ήραν τον Κύριόν μου και ουκ οίδα πού έθηκαν αυτόν» (στιχ. 13).
Ως προς την περιγραφήν της αποκυλίσεως του λίθου υπό του αγγέλου, αυτή έλαβε χώραν προ της αφίξεως των μυροφόρων εις το μνημείον. Εάν λοιπόν οι τρεις ευαγγελισταί παραλείπωσι να ομιλήσωσι περί αυτής, δεν δημιουργεί τούτο πραγματικήν αντίφασιν μεταξύ αυτών και του Ματθαίου. Ο Ματθαίος προϋποθέτει λεπτομέρειαν, εξυπηρετούσαν τον σκοπόν της αφηγήσεώς του, η οποία κατά το σημείον τούτο κατέτεινε να αναιρέση την συκοφαντίαν των Ιουδαίων, ότι έλαβε χώραν κλοπή. Οι άλλοι όμως ευαγγελισταί, οι οποίοι ουδένα λόγον ποιούνται περί της συκοφαντίας ταύτης, περιορίζονται απλώς εις το να διαπιστώσωσι τα υπό πάντων μαρτυρούμενα γεγονότα της κενότητος του τάφου και της αγγελοφανείας, ως αντελήφθησαν ταύτα αι πρότερον παντός άλλου επισκεφθειςαι τον τάφον μυροφόροι.
Διαφωνία τις παρουσιάζεται και ως προς τον αριθμόν των αγγέλων. Κατά την αφήγησιν των δύο πρώτων συνοπτικών αι μυροφόροι ευρίσκονται ενώπιον ενός αγγέλου, ενώ κατά τον Λουκάν οι άγγελοι ήσαν δύο, και κατά τον Ιωάννην η Μαγδαληνή κατά μεν την πρώτην επίσκεψιν αυτής δεν είδε άγγελον τινά , κατά δε την δευτέραν μετά την αυτοψίαν του Πέτρου και του Ιωάννου και την αποχώρησιν αυτών είδεν εις το βάθος του μνημείου δύο αγγέλους εν λευκοίς καθεζομένους. Πάσαι εν τούτοις αι αφηγήσεις συμφωνούσι περί του ότι έλαβε χώραν αγγελική οπτασία και περί του ότι ο εις η οι δύο οφθέντες άγγελοι περιεβάλλοντο εσθήτα αστράπτουσαν ή στολήν λευκήν προκαλούσαν το θάμβος. Η περί τον αριθμόν των αγγέλων διαφωνία εξηγείται η εάν εκλάβωμεν μετά του Godet ([20]), ότι έλαβον χώραν δύο αγγελοφάνειαι, μια μεν πρότερον εις τας μυροφόρους υπό ενός αγγέλου, ετέρα δ' έπειτα εις την Μαγδαληνήν, κατά την παρ' Ιωάννη χρονολογικήν σειράν· ή εάν δεχθώμεν, ότι οι περί ενός αγγέλου ομιλούντες ευαγγελισταί περιορίζονται εις τον πρωταγωνιστούντα άγγελον, χωρίς ν’ αποκλείωσι και την κατά τον αυτόν χρόνον παρουσίαν και δευτέρου αγγέλου. Πάντως πρόκειται περί διαφοράς εις τας λεπτομερείας ουχί δε περί αντιφάσεως τινός.
Ετέρα πάλιν διαφορά παρουσιάζεται και ως προς τους λόγους τους απευθυνθέντας εις τας μυροφόρους υπό των αγγέλων. Το ουσιώδες μέρος της αγγελικής αναγγελίας «ηγέρθη, ο υ κ έ σ τ ι ν ώδε» είναι το αυτό παρά πάσι τοις συνοπτικοίς. Αλλ’ ο μεν Λουκάς παρουσιάζει τους αγγέλους βεβαιούντας μόνον την ανάστασιν, χωρίς να προσκαλή δια των μυροφόρων τους μαθητάς, όπως μεταβώσιν εις Γαλιλαίαν, ένθα θα συνήντων τον αναστάντα διδάσκαλον. Κατά τον Μάρκον όμως και τον Ματθαίον διαβιβάζεται και η παραγγελία αυτή εις τους μαθητάς. Τούτο εξηγείται πλήρως εκ του ότι οι δύο ούτοι συνοπτικοί αφηγούνται κυρίως τας εν Γαλιλαία εμφανίσεις, ενώ ο Λουκάς περιορίζεται εις τας εν Ιεροσολύμοις τοιαύτας. Εντεύθεν εκείνοι μεν έχουσιν ιδίους λόγους, δι' ους έπρεπε να αναφέρωσι και τα αγγελικά ταύτα ρήματα, ο Λουκάς δε ηδύνατο ν' αποσιωπήση αυτά.
Αλλά και η υπό του Ιωάννου εξιστορουμένη εμφάνισις του Χριστού εις την Μαγδαληνήν, εάν προσέξωμεν εις τα περιστατικά της, παρουσιάζεται εντελώς διακεκριμένη της εμφανίσεως της ολίγον ύστερον σημειωθειςης ενώπιον ολοκλήρου του κύκλου των Μυροφόρων συμπεριλαμβάνοντος και την Μαγδαληνήν. Η Μαγδαληνή κατάπληκτος επί τω ακούσματι της φωνής του Διδασκάλου, σπεύδει μετά της αυτής και πρότερον οικειότητος, προφέρουσα τον ανθρώπινον τίτλον ραββουνί, να κρατήση τους πόδας του Ιησού, αλλ' εκείνος την απότρέπει. Είναι αυτή η πρώτη εμφάνισις και μας βεβαιοί ρητώς περί τούτου ο Μάρκος. Μετ’ ολίγας όμως στιγμάς επαναφαίνεται ο Ιησούς εις τας μυροφόρους πάσας. Ο Ματθαίος ο αφηγούμενος τα κατά την εμφάνισιν ταύτην δεν παρουσιάζει τας μυροφόρους εκπληττομένας, ουδέ τον Ιησούν εμποδίζοντα αυτάς ίνα κρατήσωσιν αυτού τους πόδας. Εάν λάβωμεν υπ' όψει, ότι αι Μυροφόροι συναντηθειςαι εν τω μεταξύ μετά της Μαγδαληνής έμαθον παρ' αυτής, ότι είδε τον αναστάντα διδάσκαλον, κατανοούμεν πλήρως, πως αυταί δεν εκδηλούσι την τόσην κατάπληξιν, την οποίαν προ ολίγου κατά τον Ιωάννην εξεδήλωσεν η Μαγδαληνή. Επί πλέον διαγινώσκομεν, το διατί ο Ιησούς αφίνει αυτάς να κρατήσωσι τους πόδας αυτού. Διδαχθειςαι αύται από το πάθημα της Μαγδαληνής προσέρχονται προς τον Ιησούν μετά πάσης ευλαβείας, ίνα αποδώσωσιν εις Αυτόν προσκύνησιν λατρείας. Δεν τον πλησιάζουσιν ως πρόσωπον οικείον, αλλ' ως Κύριον και Δεσπότην. Και ο Ιησούς επιτρέπει εις αυτάς τούτο. Ούτω και ενταύθα αι δύο αφηγήσεις, του Ματθαίου και του Ιωάννου, συμπληρούσιν απρομελετήτως αλλήλας και προϋποθέτουσιν η μια την άλλην. Εκάτερος των ευαγγελιστών διέσωσε την απεικόνισιν τμήματος τινός της όλης σκηνής. Παρατιθέμεναι δε αι δύο αύται απεικονίσεις συγκολλώνται φυσικώς προς αλλήλας και συνδέονται αρμονικώς εις θαυμασίαν συμφωνίαν.
Το αυτό παρατηρείται και εν τη αφηγήσει του Λουκά, παρουσιάζοντος τον Πέτρον μόνον τρέχοντα επί το μνημείον (κδ' 12). Διατί σπεύδει να έλθη ο Πέτρος, δεν μας λέγει ο ευαγγελιστής. Αλλ' ο Μάρκος, καίτοι δεν μνημονεύει της εις το μνημείον επισκέψεως ταύτης του Πέτρου, αναφέρει όμως, ότι ο νεανίσκος παρήγγειλεν εις τας μυροφόρους, ίνα το περί συναντήσεως του Ιησού εις την Γαλιλαίαν μήνυμα διαβιβάσωσιν ιδιαιτέρως εις τον Πέτρον («είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω»), τουθ' όπερ πλήρως εξηγεί την σπουδήν ταύτην του Πέτρου. Εάν δε προχωρήσωμεν και στίχους τινάς κατωτέρω εν τη αφηγήσει του Λουκά, εν στίχω 24 («και απήλθον τινες των συν ημίν επί το μνημείον και εύρον ούτω»), θα’ δώμεν, ότι και ο Λουκάς αρκετά εμφανώς υπαινίττεται, ότι τον Πέτρον εις την εις το μνημείον μετάβασιν ηκολούθησε τουλάχιστον και άλλος τις, τουθ’ όπερ συμφωνεί πλήρως προς την αφήγησιν του Ιωάννου, καθ' ην την εις τον τάφον επίσκεψιν εκείνην εποιήσαντο ο τε Πέτρος και ο Ιωάννης ομού.
Αφ' ετέρου μάλιστα εν ταις αφηγήσεσι του Μάρκου και του Λουκά, πάσαι αι εμφανίσεις του αναστάντος Ιησού παρουσιάζονται γενόμεναι εν συνεχεία και κατά την αυτήν ημέραν. Ρίπτοντες όμως εν βλέμμα επί των πρώτων στίχων των Πράξεων, πειθόμεθα εκείθεν πλήρως, ότι ο Λουκάς εγνώριζε καλώς τα μεταξύ των διαφόρων εμφανίσεων του αναστάντος Κυρίου παρεμπεσόντα χρονικά διαστήματα και ότι η εν τοις τελευταίοις στίχοις του Ευαγγελίου του (50-53) ιστορουμένη εμφάνισις και ανάληψις εγένετο τεσσαράκοντα όλας ημέρας μετά την πρώτην τοιαύτην την εν στίχοις 36-49 ιστορουμένην. Μακράν λοιπόν του να μαρτυρή η εν τω Ευαγγελίω του Λουκά αφήγησις άγνοιαν και σύγχυσιν των κατά τας εμφανίσεις συμβάντων, τουναντίον παρουσιάζει αφέλειαν και απλότητα, ήτις μόνον εις τους καλή τη πίστει ομιλούντας δύναται να παρατηρηθή.
Ωσαύτως εν τη περιγραφή των αισθημάτων, τα οποία εδοκίμασαν oι Απόστολοι, όταν το πρώτον εις αυτούς συνηγμένους ενεφανίσθη ο Ιησούς, παρουσιάζεται εκ πρώτης όψεως ελαφρά τις διαφωνία μεταξύ των ευαγγελιστών Ιωάννου και Λουκά. Διότι ο μεν Ιωάννης βέβαιοι, ότι «ε χ ά ρ η σ α ν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον», ο δε Λουκάς παρουσιάζει τούτους πτοηθέντας και εμφόβους γενομένους. Παρατιθεμένων όμως αμφοτέρων των αφηγήσεων τούτων δεν δυσκολευόμεθα να διακρίνωμεν, πως αμφότεραι συμπληρούσιν αλλήλας και περιγράφουσιν από συμφώνου ίδια εκάστη περιστατικά ενός και του αυτού συμβάντος. Ούτως ενώ ο Λουκάς περιορίζεται να μας είπη ότι οι μαθηταί εταράχθησαν και κατελήφθησαν υπό φόβου νομίσαντες ότι εθεώρουν φάντασμα τι, η λεπτομέρεια την οποίαν προσθέτει ο Ιωάννης, ότι ο Ιησούς εισήλθε των θυρών κεκλεισμένων, μας διεξηγεί πλήρως το διατί οι μαθηταί τοιαύτην κατ' αρχάς εσχημάτισαν αντίληψιν και τοιούτον εδοκίμασαν αίσθημα. Επόμενον λοιπόν ήτο εν τη αρχή να ταραχθώσι. Μετά την πληροφορίαν όμως, ήτις μετεδόθη εις αυτούς, όταν ο Κύριος επέδειξεν εις αυτούς τας χείρας και τους πόδας, επόμενον ήτο να χαρώσιν. Ακριβώς δε ο Ιωάννης τότε σημειοί, ότι εχάρησαν οι μαθηταί, όταν ο Κύριος είχε δείξει προς αυτούς τας χείρας του και την πλευράν του. Ο Λουκάς αναφέρει, ότι ο Κύριος εζήτησε παρά των μαθητών βρώσιμον τι και αυτοί «επέδωκαν αυτώ ιχθύος οπτού μέρος». Τούτο ευρίσκεται εν πλήρει συμφωνία και προς την αφήγησιν του Μάρκου, κατά την οποίαν ο Κύριος εφανερώθη τοις ένδεκα «α ν α κ ε ι μ έ ν ο ι ς», ήτοι καθ' ον χρόνον ευρίσκοντο ανακεκλιμένοι περί τράπεζαν. Αλλά και ο Πέτρος, όταν διαβεβαιοί τον Κορνήλιον, ότι μετά των λοιπών συμμαθητών του συνέφαγον και συνέπιον μετά του Κυρίου μετά το αναστήναι αυτόν εκ νεκρών (Πράξ. ι’ 41), υπαινίττεται και το γεγονός τούτο.
Τέλος ως προς τας εμφανίσεις προεβλήθη ο ισχυρισμός, ότι υπάρχουσι δύο παραδόσεις ευαγγελικαί, εκ των οποίων η μεν μία τοποθετεί τας εμφανίσεις εις την Γαλιλαίαν, η δε άλλη τοποθετεί ταύτας εις τα Ιεροσόλυμα ([21]). Και η μεν πρώτη εκ των παραδόσεων τούτων διερμηνεύεται υπό του Μάρκου (ιδ' 28 και ιστ' 1-8) και του Ματθαίου (κστ' 32 και κη'), απαντώνται δ' ενδείξεις περί αυτής και παρά τω Ιωάννη (κα'), η δ' ετέρα διερμηνεύεται υπό του Λουκά (κδ', Πράξ. α' 1-9) και του Ιωάννου (κ'), χρονολογεί δε τας εμφανίσεις από της τρίτης από του θανάτου του Κυρίου ημέρας μέχρι της τεσσαρακοστής. Και ότι μεν υπάρχουσι δύο παραδόσεις, εκ των οποίων η μία μεν στρέφεται κυρίως περί τας εν Γαλιλαία εμφανίσεις, η άλλη δε περί τας εν Ιεροσολύμοις τοιαύτας, δεν δυσκολευόμεθα να αποδεχθώμεν. Αλλ' ότι αύται αποκλείουσιν αλλήλας αποδεικνύεται ασύστατον ευθύς από της πρώτης εξετάσεως των ευαγγελικών κειμένων. Πράγματι∙ εάν ο Ματθαίος και ο Μάρκος αφηγούνται τας εν Γαλιλαία αφηγήσεις, είναι όμως προφανές, ότι εγνώριζον αμφότεροι, ότι ο Ιησούς ενεφανίσθη το πρώτον εις Ιεροσόλυμα. Και το μεν κατά Μάρκον υπό την σημερινήν αυτού μορφήν συνδυάζει προδήλως τας δύο παραδόσεις, μνημονεύον της τε επισκέψεως των μυροφόρων εις τον τάφον και της εμφανίσεως του Ιησού εις την Μαγδαληνήν κατ' αυτήν την πρώτην της Αναστάσεως ημέραν καθώς και της υπό του Λουκά μαρτυρουμένης εμφανίσεως εις τους δύο μαθητάς, τους εις Εμμαούς πορευομένους και της εις τους ένδεκα. Το δε κατά Ματθαίον, εκτός του ότι ομιλεί περί της εμφανίσεως του Ιησού εις τας Μυροφόρους, υπαινίττεται και άλλην τίνα , κατά την οποίαν ώρισε το όρος της Γαλιλαίας, ένθα έλαβε χώραν η κατά τον Ματθαίον τελευταία εμφάνισις του Ιησού. Αύτη κατά την αφήγησιν του Ματθαίου εγένετο «εις την Γαλιλαίαν, εις το όρος ου ετάξατο αυτοίς ο Ιησούς» (Ματθ. κη' 16). Αλλ' ως ορθώς παρετηρήθη υπό του Jacquier ([22]), εις ούδεν χωρίον του Ευαγγελίου του Ματθαίου, ούτε εις εκείνο, καθ' ο κατά την εσπέραν του μυστικού δείπνου είπεν εις τους μαθητάς αυτού «προάξω υμάς εις την Γαλιλαίαν» (Ματθ. κστ' 32), ομιλεί περί του όρους και περί παραγγελίας εις τους μαθητάς όπως μεταβώσιν εις αυτό. Πιθανώς λοιπόν εις τίνα των άλλων εμφανίσεων, περί των οποίων δεν ομιλεί, αλλά προϋποθέτει ο Ματθαίος, να εγένετο ο καθορισμός και η παραγγελία αυτή. Το τέταρτον εξ άλλου Ευαγγέλιον επιμένει μεν επί των εις Ιεροσόλυμα εμφανίσεων, δεν αγνοεί όμως και τας εν Γαλιλαία τοιαύτας, αφού ομιλεί περί της εν τη Τιβεριάδι εμφανίσεως. Παρουσιάζει λοιπόν και τούτο τας δύο παραδόσεις συνδεδυασμένας. Τέλος κατά το τρίτον Ευαγγέλιον, ως τούτο συμπληρούται και ερμηνεύεται υπό των Πράξεων, παρέχεται πλαίσιον ευρύ, εντός του οποίου δύνανται ανέτως να τοποθετηθώσι και αι εν Γαλιλαία εμφανίσεις, αφού ο Κύριος παρουσιάζεται ως «δι' ημερών τεσσαράκοντα οπτανόμενος εις τους μαθητάς και συναλιζόμενος» και συνιστών εις τους Απόστολους, ίνα μη χωρίζωνται από Ιεροσολύμων (Πράξ. α' 3-4), τουθ' όπερ συνυπονοεί, ότι μετά τον θάνατον του Ιησού οι μαθηταί δεν παρέμενον απαρεγκλίτως εις Ιεροσόλυμα, διότι κατά την τελευταίοι ταύτην περίπτωσιν δεν θα ήτο αναγκαίον να τονισθή ιδιαιτέρως εις αυτούς η εις Ιεροσόλυμα παραμονή.
Αι δύο λοιπόν παραδόσεις ου μόνον δεν αποκλείουσιν, αλλά τουναντίον και συμπληρούσιν αλλήλας, εύρηνται δε και συνδεδυασμέναι μετ' αλλήλων.
Δεν πρέπει άλλως τε να λησμονήται, ότι ουδεις των ευαγγελιστών παρέχει πλήρη αφήγησιν περί πασών των εμφανίσεων του αναστάντος διδασκάλου, αλλ' έκαστος αναφέρει εκείνας μόνας, αίτινες εξυπηρετούν τον σκοπόν, δι' ον συνέγραφε το Ευαγγέλιόν του. Ούτω ο Ματθαίος γράφων δια τους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς και δια τους μη πιστούς Ιουδαίους αποδεικνύει μεν την ανάστασιν αναιρών την μεταξύ των Ιουδαίων διαφημισθειςαν περί κλοπής συκοφαντίαν και τονίσας ότι είχε τεθή παρά τον τάφον φρουρά, προτιμά δε ν' αφηγηθή την εν τω όρει της Γαλιλαίας εμφάνισιν του Ιη- σού, διότι κατ' αυτήν εδόθη υπό του Ιησού εις τους Αποστόλους η εντολή ίνα μαθητεύσωσι πάντα τα έθνη. Δεν αποσκοπεί ο Ματθαίος να ομιλήση περί της εμφανίσεως ταύτης καθ' εαυτήν, διότι άλλως δεν θα ωμίλει περί ταύτης ούτω γενικώς μη κατονομάζων μηδέ το όρος όπου εσημειώθη αυτή. Ο Ματθαίος θέλει να επιθέση την αρμόζουσαν σφραγίδα εις το Ευαγγέλιον αυτού, εν τω οποίω ως σκοπόν έθετο να αποδείξη, ότι δια του Μεσσίου Ιησού η βασιλεία του θεού ήλθε και έμελλε να κηρυχθή εις όλα τα έθνη. Εάν δε αναφέρη και την εις τας μυροφόρους εμφάνισιν, πράττει τούτο ίνα επαναληφθή η προς τους Αποστόλους εντολή, όπως μεταβώσιν εις την Γαλιλαίαν.
Ο Μάρκος έγραφε δια τους Ρωμαίους και είχεν ως σκοπόν συγγραφικών ν' αποδείξη ότι ο Ιησούς ήτο υιός του θεού. Η προδηλοτέρα δ' απόδειξις τούτου ήτο η ανάστασις. Εντεύθεν ο Μάρκος σημειοί ιδιαιτέρως, ότι ο θάνατος του Ιησού εβεβαιώθη δια πληροφορίας δοθειςης υπό του κεντυρίωνος, ούτινος η μαρτυρία δια τους Ρωμαίους αναγνώστας θα παρουσιάζετο και ως μάλλον έγκυρος. Επί πλέον ενδιατρίβει υπέρ τους άλλους συνοπτικούς επί της ταφής και επί της διαπιστώσεως υπό των μυροφόρων, ότι ο τάφος ήτο κενός, ίνα επακολουθήση η περί αναστάσεως βεβαίωσις του νεανίσκου.
Ο Λουκάς έγραφε δι' Έλληνας, οι οποίοι δεν επίστευον εις ανάστασιν νεκρών. Δεν αναφέρει δια τούτο τας εις τας γυναίκας εμφανίσεις, διότι παρ' Έλλησι των γυναικών η μαρτυρία δεν ήτο έγκυρος ουδ' ελαμβάνετο υπ' όψει ενώπιον των δικαστηρίων. Επιμένει εις το ότι ο Ιησούς ενεφανίζετο εις τους μαθητάς του επί τεσσαράκοντα ημέρας. Επειδή δε οι δυσπίστως έχοντες προς την ανάστασιν Έλληνες ηδύνατο να υποθέσωσιν, ότι ο εμφανιζόμενος εις τους μαθητάς δεν ήτο ο Ιησούς αλλά φάσμα τι η ψυχή μη φέρουσα σώμα, περιγράφει την εν Ιεροσολύμοις λαβούσαν χώραν εμφάνισιν εις τους ένδεκα, καθ' ην ούτοι και δια της ψαύσεως, αλλά και δια της βρώσεως του τεμαχίου του οπτού ιχθύος επειςθησαν, ότι ο Ιησούς είχε σάρκα και οστά. Δεν αναφέρει δε ουδεμίαν των εν Γαλιλαία εμφανίσεων, διότι το γενικόν σχέδιον είναι ν' αφηγηθή την δράσιν του Κυρίου πρώτον εν Γαλιλαίοι, είτα να παρουσιάση αυτόν εις Ιεροσόλυμα πάσχοντα και ανισταμένον και ακολούθως να εμφανίση το Ευαγγέλιον αυτού από Ιεροσολύμων κομιζόμενον εις τον κόσμον ολόκληρον και εγκαθιστάμενον εν αυτή τη Ρώμη. Ότι εγνώριζε και τας εις Γαλιλαίαν εμφανίσεις του αναστάντος Κυρίου, δυνάμεθα να εικάσωμεν τούτο εκ του ότι ο Λουκάς ήτο μαθητής του Παύλου, ο οποίος κατά κοινήν ομολογίαν εγνώριζε την Γαλιλαϊκήν παράδοσιν. Αλλ' ο Λουκάς, εφ' όσον έφερε τον Ιησούν εις Ιεροσόλυμα, δεν θέλει να επαναφέρη αυτόν εις Γαλιλαίαν. Εντεύθεν και παραλείπει εκ των λόγων, τους οποίους ο άγγελος είπεν εις τας μυροφόρους, το παρά Μάρκω και Ματθαίω μαρτυρούμενον «προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν».
Ο Ιωάννης τέλος γράφει και αυτός προς Έλληνας. Παρουσιάζει δια τούτο την ιστορίαν της αναστάσεως καθ' όλην την εξέλιξιν αυτής. Πρωτίστως παρέχει τα πειστήρια τα πείθοντα, ότι ο Ιησούς απέθανε. Διαπιστοί ο ίδιος το κενόν του τάφου και εν ταις εμφανίσεσιν εκθέτει λεπτομερείας, εκ των οποίων βεβαιούται, ότι το σώμα του αναστάντος Κυρίου ήτο πραγματικόν και δη αυτό τούτο το επί του σταυρού.
Ούτω εσχηματίσθησαν εν ταις ευαγγελικαίς αφηγήσεσι τα διάφορα κενά και ιδιάζουσαι παρ' ενί εκάστω των ευαγγελιστών λεπτομέρειαι και διαφάραι, αι οποίαι δεν καταλήγουσιν εις αντιφάσεις η πραγματικήν ασυμφωνίαν, αλλά παρουσιάζουσι τας αφηγήσεις κεχωρισμένας και ανεξαρτήτους αλλήλων. Δεν έχομεν ενώπιον μας μάρτυρας κατά προμεμελετημένον σχέδιον και προκατηρτισμένην συμφωνίαν ομιλούντας. Έκαστος ομιλεί ανεξαρτήτως των λοιπών, χωρίς να επιζητή, όπως συμφωνήση προς τους συναδέλφους του η όπως μη φανή διαφωνών και αντιλέγων προς αυτούς. Εν άλλαις λέξεσιν οι ευαγγελισταί παρουσιάζουσιν ουχί επιτετηδευμένην τίνα συμφωνίαν, αλλά συμφωνίαν αφελεστάτην και φυσικωτάτην. «Προδήλως, λέγει ο Godet, ουδεις είχε κρατήσει πρωτόκολλον ακριβές περί παντός ό,τι είχε συμβή κατά τας μετά την ανάστασιν ημέρας. Έκαστος ευαγγελιστής ήντλησεν εκ του θησαυρού των κοινών αναμνήσεων ό,τι αυτός εθεώρει σπουδαιότερον, και ανέγραψεν ό,τι ανταπεκρίνετο καλύτερον προς τον σκοπόν του συγγράμματός του. Δεν εσκέφθη ποτέ τας αντιρρήσεις της μεταγενεστέρας κριτικής. Η απλότης είναι θυγάτηρ της καλής πίστεως»([23]).
5. Ο χαρακτήρ των εμφανίσεων του Χριστού. Το φυσικόν και ανεπιτήδευτον, αλλά και αρμονικόν συγχρόνως της συμφωνίας ταύτης καθίσταται έτι μάλλον φανερόν, εάν ηθέλομεν σπουδάσει τον χαρακτήρα των εμφανίσεων του αναστάντος Ιησού. Εις τας πρώτας εμφανίσεις του (εις τας μυροφόρους, εις τους εις Εμμαούς πορευομένους, εις τον Πέτρον, εις τους δέκα) έχει ενώπιόν του ο Χριστός καρδίας συντετριμμένας υπό το κράτος της θλίψεως, αποτεθαρρημένας τελείως, τας οποίας παρηγορεί και ενθαρρύνει. Εις τας ευθύς επομένας (εις τον θωμάν, παρά την Τιβεριάδα, εις τον Ιάκωβον, εν μέρει δε και εν τω όρει της Γαλιλαίας) στηρίζει τους μαθητάς εις τρόπον ώστε να εμμένωσιν αδιάσειστοι εις την πίστιν της αναστάσεως και αναθέτει εις αυτούς την αποστολικήν διακονίαν προσθέτων και έτερον διάσημον μέλος, τον Ιάκωβον, εις την αποστολικήν χορείαν. Τέλος δε εις τας δύο άλλας (εις το όρος της Γαλιλαίας και εις την Βηθανίαν) σκορπίζει τας ευλογίας αυτού εις τους Αποστόλους του και εις ολόκληρον την πρώτην Εκκλησίαν, ήτις ευρίσκεται συνηθροισμένη εκεί, αφίνει εις αυτούς τον τελευταίον χαιρετισμόν και τας τελευταίας παραγγελίας και επαγγελίας αυτού.
Τοιουτοτρόπως εις μεν τας πρώτας εμφανίσεις του ο Ιησούς π α ρ η γ ο ρ ε ί· εις τας ευθύς επομένας στηρίζει εις την πίστιν· εις τας τελευταίας δε προσελκύει τα βλέμματα των μαθητών εις το μέλλον και παρασκευάζει αυτούς εις το μέγα έργον, δια το οποίον τους είχε προορίσει. «Ακριβώς κατ' αυτόν τον τρόπον έπρεπεν ο Χριστός να ομιλήση και να ενεργήση, εάν πραγματικώς ενήργησε και ελάλησεν ως αναστάς», λέγει ο Godet ([24]). Ο δε Gess προσθέτει τα εξής αξιοσημείωτα: «Η πρόοδος αυτή εις τας εμφανίσεις, η τόσον σοφώς κατά βαθμούς χωρήσασα, δεν επιτρέπει να αποδώσωμεν εις τας εμφανίσεις του Ιησού αρχήν καθαρώς υποκειμενικήν. Εάν όλαι αι εμφανίσεις εξιστορούντο υπό ενός ευαγγελιστού, θα ηδύνατο τις να υπόθεση, ότι ο συγγραφεύς ομιλεί συμφώνως προς σχέδιον τόσον καλώς διατεταγμένον. Αφού όμως η βαθμιαία αυτή πρόοδος των εμφανίσεων εξάγεται εκ του συνδυασμού του πρώτου, του τρίτου και του τέταρτου Ευαγγελίου, τοιαύτη τις εξήγησις αποκλείεται» ([25]).
Ικανά ταύτα, ίνα παρουσιάσωσιν εις ημάς τας ευαγγελικάς αφηγήσεις ου μόνον επί της καλής πίστεως στηριζομένας, αλλά και προς αυτήν την πραγματικότητα πλήρως ανταποκρινομένας.
([1]) Das Wassen des Christentums, αγγλ. μεταφ. σελ. 153 και εξής.
([2]) Ο Ε. Reuss (Histoire evangelique… Le Nouveau Testament I, Paris 1876 σελ. 701), περί ου ουδείς θα εδικαιούτο να έπη ότι κρίνει μετά προκαταλήψεως, αναγνωρίζει την τοιαύτην σπουδαιότητα της μαρτυρίας του Παύλου παρατηρών παρά τας εμφανείς ορθολογιστικάς τάσεις αυτού τα εξής: «Και εάν ακόμη ουδέν εκ των ευαγγελίων μας δεν θα είχε δια την αφήγησίν του την εγγύησιν μαρτυρίας αυτού του αμέσου, θα έμενεν η μαρτυρία του Παύλου, ούτινος αι βεβαιώσεις δεν δύνανται να είναι παρά επανάληψις των βεβαιώσεων των προσώπων εκείνων, τα οποία ο Παύλος κατονομάζει εν τη μαρτυρία αυτού. Θα ηδυνάμεθα ν’ αναγνωρίσωμεν, ότι πολλά πράγματα εν τη εξιστορήσει ταύτη είναι δι’ ημάς ακατανόητα· ότι δεν θα επιτύχωμεν ποτέ να μας δοθή εξήγησις περί της φύσεως της υπάρξεως του αναστάντος Ιησού· ότι το λογικόν μας σταματά, οσάκις αποπειράται να εννοήση και να εναρμονίση τα στοιχεία των διαφόρων αφηγήσεων. Παρά ταύτα θ’ απέμενε πάντοτε το αδιαμφισβήτητον γεγονός, ότι η εκκλησία εθεμελιώθη επί του θεμελίου τούτου, ότι είναι λοιπόν, ίνα ούτω είπωμεν, μια ζώσα διαπίστωσις αυτού και κατά αλήθειαν εξήλθεν αυτή εκ του τάφου του Χριστού, μετά του οποίου κατά πάσαν πιθανότητα θα ήτο άλλως τεθαμμένη εκεί δια παντός.
([3]) Παρά Turton μν. έργ. σελ. 370.
([4]) Προβλ. F. H. Chase εν τοις Cambridge Theological Essays, London 1905 σελ. 392.
([5]) Το εν τη Δύσει γνωστόν υπό το όνομα αποστολικόν σύμβολον τοποθετείται υπό των κριτικών μεταξύ του 100-150. Ούτω ο μεν Kattenbusch, συγγραφεύς της αξιοθαύμαστον φιλοπονίαν ελεγχούσης μελέτης Das Apost. Symbolum (Leipzig 1894, 1898) ανάγει αυτό εις το 100, ο δε Harnack (εν άρθρω Apost. Symbol. εν τη Εγκυκλοπ. του Herzog) τοποθετεί τούτο εις το 150. Αμφότεροι οι συγγραφείς ούτοι φρονούσιν, ότι το σύμβολον τούτο εκομίσθη εις την ανατολήν περί το 270 και εξ’ αυτού προήλθον διάφορα ανατολικά σύμβολα, εν οις και το της Νικαίας. Ο Loofs όμως (εν άρθρω αυτού εν Gottingische Gelehrte Anzeigen του 1895) υποστηρίζει, ότι τα της Ανατολής σύμβολα τα ομοιάζοντα προς το λεγόμενον αποστολικόν είναι παράλληλα προελθόντα εκ συμβόλου τινός της Μ. Ασίας. Αξιοσημείωτον τυγχάνει, ότι εις τα σύμβολα ταύτα απαντάται κατά γενικόν κανόνα η φράσις «τη τρίτη ημέρα», εις τα πλείστα δε τούτων ως εις το της Νικαίας και η φράσις «κατά τας Γραφάς». Λεπτομέρεια τοιαύτη ως η εκφραζόμενη δια της φράσεως «τη τρίτη ημέρα» δεν συνέτρεχεν ουδείς λόγος να δημιουργηθεί και να διατηρηθεί μετά τόσης επιμελείας εις πάντα τα σύμβολα, ούτε πάλιν εξηγείται η στερεότυπος επανάληψις της φράσεως «κατά τα Γραφάς» εις τα πλείστα των συμβόλων, εάν αμφότεραι αι φράσεις αύται δεν είχον αποστολικήν την προέλευσιν και δεν προήρχοντο εκ του αρχεγόνου και παλαιοτάτου συμβόλου.
([6]) Η αξία της μαρτυρίας του Παύλου δεν δύναται να μειωθή, εάν το όλον τούτο τεμάχιον της Α’ προς Κορινθίους προσλαμβάνη χαρακτήρα θεολογικόν. Πλεισταχού ο Παύλος δεν ποιείται διάκρισιν των στοιχείων απολογητικής, στηριζομένης επί ιστορικών τεκμηρίων, και θεολογίας. Όπως δε δεν θα ηδύνατο τις ν’ αμφισβήτηση την μαρτυρίαν του Παύλου περί του θανάτου του Χριστού, επί τω λόγω ότι παρουσιάζεται ο θάνατος ούτος υπό του Παύλου ως απολυτρωτικός, ούτω δεν δύναται να προσβάλη και την περί αναστάσεως μαρτυρίαν, επειδή παρουσιάζει ταύτην ο Παύλος ως εγγύησιν και προοίμιον της αναστάσεως πάντων ημών.
([7]) Resurrection and Ascension Narratives εν Ε. Β. Του T. Cheyne IV στήλη 4086.
([8]) Dogme et Critique, Paris 1907 σελ. 224.
([9]) E. Renan, Histore du people d’ Israel τόμ V. Paris 1891 σελ. 421.
([10]) Εις την εν τω όρει της Γαλιλαίας σημειωθείσαν εμφάνισιν του Ιησού φαίνεται, ότι εκτός των αποστόλων ήσαν και άλλοι παρόντες. Διότι ο Ματθαίος ομιλών περί των αισθημάτων των μαθητών κατά την ώραν της εμφανίσεως λέγει «οι δε εδίστασαν». Ο δισταγμός ούτος εξηγείται φυσικώτατα, εάν ληφθεί ως δεδομένον, ότι ο κύκλος των μαθητών κατά την στιγμήν εκείνην ήτο πολυπληθής. Φυσικόν ήτο οι απώτερον και ουχί εγγύς προς τον εμφανιζόμενον διδάσκαλον ευρισκόμενοι να διστάσωσιν περί του αν ήτο αυτός. Υπερπεντακόσιοι άνθρωποι συνωθούμενοι περί πρόσωπόν τι δεν βλέπουσιν αυτό εξ ίσου πάντες. ‒ Έπειτα το ότι ως τόπος κατάλληλος δια την εμφάνισιν ταύτην εξελέγη το όρος της Γαλιλαίας, συνηγορεί και τούτο υπέρ της παραδοχής, ότι περισσότεροι των ένδεκα ευρίσκοντο εκεί. Εάν επρόκειτο μόνον δια τους ένδεκα, τόπος κατάλληλος δια την εμφάνισιν ηδύνατο να είναι ο στενός χώρος ενός δωματίου. ‒ Εις ταύτα δέον να προστεθή και το γεγονός, ότι εν τη Γαλιλαία, όπου εσημειώθη η εμφάνισις αύτη, πλείστοι υπήρξαν οι απ’ αρχής ενωτισθέντες μετ’ ένθουσιασμού των ρημάτων του διδασκάλου. Εκεί ο Ιησούς είχε πολύ περισσότερους οπαδούς ή όσους εν Ιεροσολύμοις. Δι’ αυτό τούτο παρεσκευάσθη η εμφάνισις αύτη εν τω όρει της Γαλιλαίας, ίνα παρίστανται εν αυτή και πάντες οι εκ Γαλιλαίας πιστοί (Turton μν. εργ. σελ. 371 και Godet, La resurrection de Jesus- Christ σελ. 9).
([11]) Ο Παύλος εν τη Α’ προς Κορινθίους δεν ομιλεί ως ιστορικός. Έγραφεν, ίνα αποδείξη την διδασκαλίαν της καθολικής αναστάσεως και το γεγονός της αναστάσεως του Χριστού αποτελεί εν εκ των επιχειρημάτων του. Την έκθεσιν λοιπόν των κατά την ανάστασιν του Κυρίου συνέστειλεν εις ότι ήτο αναγκαίον και επαρκές δια την απόδειξίν του. Η εν Α’ προς Κορινθίους μαρτυρία του δε είναι ούτω διατετυπωμένη, ώστε δεν αποκλείει την ύπαρξιν και άλλων εμφανίσεων του αναστάντος Κυρίου εκτός των μνημονευομένων υπ’ αυτού. Πράγματι, ως ορθώς παρατηρεί ο F. H. Chase (ενθ’ ανωτ. σελ. 396), το «έπειτα» εν τω χωρίω της Α’ προς Κορινθίους («ώφθη Κηφά, ε ί τ α τοις δώδεκα· έ π ε ι τ α ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ… έ π ε ι τ α ώφθη Ιακώβω…») σημείοι την τάξιν των εμφανίσεων, δεν αποκλείει όμως την ύπαρξιν και άλλων εμφανίσεων κατά τα παρεμπίπτοντα μεταξύ των μνημονευομένων εμφανίσεων διαστήματα. Τούτο αναγνωρίζεται και υπ’ αυτού του Loisy ομολογούντος, ότι ο απόστολος προτίθεται «να δηλώση τας κ υ ρ ί α ς εμφανίσεις του αναστάντος Χριστού» (Les Evangiles synoptiques II σελ. 738). Ο Παύλος απαριθμεί μόνον τας εμφανίσεις εκείνας, αι οποίαι είχον εκλεγή ειδικώς, ίνα είναι μαρτυρία περί της αναστάσεως, επειδή τούτων θα ηδύνατο υπέρ πάσαν άλλην να γίνη επίκλησις δημοσία. Η εις Μαρίαν την Μαγδαληνήν, η εις τας μυροφόρους και η εις Εμμαούς δεν μνημονεύονται, διότι εκτός του ότι η μαρτυρία των γυναικών εν τω εθνικώ κόσμω δεν ελαμβάνετο σοβαρώς υπ’ όψει, αλλά και οι εις ους εγένοντο αι εμφανίσεις αύται δεν διεκρίνοντο ως αρχηγοί ή γνωστοί κήρυκες εν τη πρώτη χριστιανική γενεά.
([12]) L. de Grandmaison ένθ’ ανωτ. 1488.
([13]) Die Auferstehung Christi, Tühingen 1905 σελ. 14.
([14]) L. de Grandmaison ένθ’ αν.
([15]) DA 1489.
([16]) Ιδού πώς το κατά Πέτρον απόκρυφον ευαγγέλιον αφηγείται τα κατά την ανάστασιν του Ιησού (ε’ 35-45): «Τη δε νυκτί η επέφωσκεν η Κυριακή, φυλασσόντων των στρατιωτών ανά δυο-δυο κατά φρουράν, μεγάλη φωνή εγένετο εν τω ουρανώ και είδον ανοιχθέντας τους ουρανούς και δύο άνδρας κατελθόντας εκείθεν πολύ φέγγος έχοντας και εγγίσαντας τω τάφω. Ο δε λίθος εκείνος ο βεβλημένος επί τη θύρα αφ’ εαυτού κυλισθείς απεχώρησε παρά μέρος και ο τάφος ηνοίγη και αμφότεροι οι νεανίσκοι εισήλθον. Ιδόντες ουν οι στρατιώτσι εκείνοι εξύπνησαν τον κεντυρίωνα και τους πρεσβυτέρους· παρήσαν γαρ και αυτοί φυλάσσοντες. Και εξηγουμένων αυτών α είδον πάλιν ορώσιν εξελθόντας από του τάφου τρεις άνδρας, και τους δύο τον ένα υπορθούντας και σταυρόν ακολουθούντα αυτοίς, και των μεν δύο την κεφαλήν χωρούσαν μέχρι του ουρανού, του δε χειραγωγουμένου υπ’ αυτών υπερβαίνουσαν τους ουρανούς. Και φωνής ήκουον εκ των ουρανών λεγούσης· Εκήρυξαν τοις κοιμωμένοις· και υπακοή ηκούετο από του σταυρού, το Ναι. Συνεσκέπτοντο ουν αλλήλοις εκείνοι απελθείν και εμφανίσαι ταύτα τω Πιλάτω. Και έτι διανοουμένων αυτών φαίνονται πάλιν ανοιχθέντες οι ουρανοί και άνθρωπος τις κατελθών και εισελθών εις το μνήμα. Ταύτα ιδόντες οι περί τον κεντυρίωνα νυκτός έσπευσαν προς Πιλάτον». (Έκδοσις O. von Gebhadt, Leipzig 1893 σελ. 45-46).
([17]) Resurrection… narratives εν Encyclopaidia Biblica του Cheyne et Black τόμ. IV στηλ. 4047.
([18]) Jacquier - Bourchany ένθ’ ανωτ. σελ. 37.
([19]) Ένθ’ ανωτ. σελ. 41 (La resurrection de Jésus - Christ. Les miracles evangeliques, Jacquier- Bourchany, Paris 1911).
([20]) Commentaire sur l’ evangile de sain Jean έκδ. γ’ τόμ. III σελ. 634.
([21]) Εις την οξείαν διάκρισιν των δύο τούτων παραδόσεων προσέφυγον οι αρνηταί της αναστάσεως του Κυρίου, ίνα εξηγήσωσι πιθανοφανέστερον, πως προήλθεν ο περί της αναστάσεως μύθος. Η εν Ιεροσολύμοις ταφή του Κυρίου καθίστα δύσκολον την παραπλάνισην της φαντασίας των μαθητών, εφ’ όσον διέμενον εν τη πόλει ταύτη, διότι ήτο ευέλεγκτος η πλάνη αυτών, ευθύς ως θ’ αντίκρυζον ούτοι τον τάφον του Κυρίου. Ως εκ τούτου υπεστηρίχθη εξ ενός μεν, ότι αι περί ταφής του Κυρίου υπό του Ιωσήφ και Νικοδήμου και περί επισκέψεως του τάφου αυτού υπό των μυροφόρων, καθώς και αι περί κενού τάφου αφηγήσεις των ευαγγελιστών είναι μύθοι, ούτω δ’ εκλαμβάνουσιν αυτάς οι Schmiedel (Encyclop. Biblica εν αρθ. Resurrection… τόμ. IV στήλη 4066 και εξής), Α. Meyer (Die Auferstehung Christi σελ. 117 και εξής) και ο Loisy (Jesus et la tradition evangelique Paris 1910 σελ. 205) εξ’ ετέρου δε, ότι αι εμφανίσεις του Ιησού εσημειώθησαν εν Γαλιλαία μόνον, κατά χρόνον ακαθόριστον μετά τον θάνατον αυτού. Πρώτος ο Πέτρος είδεν ημέραν τινά περί τας πρώτας αυγάς ταύτης τον διδάσκαλόν του, καθ’ ον χρόνον ηλίευεν επί της λίμνης της Τιβεριάδος. Ο Πέτρος, όστις ήτο οπτασιαστής, έσχεν ίσως επανειλημμένας οπτασίας του Ιησού και μετέδωκε την περί αναστάσεως του Ιησού σχηματισθείσαν ούτω πίστιν του και εις τους ένδεκα. Της πρώτης ωθήσεως δοθείσης, η πίστης αύτη ηύξησεν υπ’ αυτής της ανάγκης, την οποίαν ησθάνοντο οι μαθηταί να ενισχυθώσιν εν αυτή. Υποβλεφθέντες δ’ ούτω υπό του Πέτρου και οι ένδεκα επίστευσαν, ότι είδον και αυτοί τον Ιησούν και επανήλθον εις τα Ιεροσόλυμα μετά τινα χρόνον, ίνα αναγγέλωσι την ανάστασιν του Διδασκάλου των. Τοιούτον υπήρξε το πρώτον στάδιον της μορφώσεως της περί αναστάσεως του Ιησού παραδόσεως. Αλλά μετ’ ολίγον υπό την επίδρασιν της πολεμικής προς τους Ιουδαίους, τους αμφισβητούντας την ανάστασιν, αλλά και της φαντασίας του πλήθους των πρώτων χριστιανών ανεπτύχθη διαμορφωθείσης και της Ιεροσολυμιτικής παραδόσεως, η οποία ομιλεί περί ταφής του Ιησού εις ίδιον μνημείον, περί ανευρέσεως του μνημείου τούτου κενού, περί επισκέψεως αυτού υπό των μυροφόρων, περί εμφανίσεως αγγέλων βεβαιούντων, ότι ο Ιησούς ανέστη, περί εμφανίσεως του αναστάντος κατ’ αυτήν την πρώτην ημέραν της αναστάσεως εις τας μυροφόρους και εις τους ένδεκα, περί προσκλήσεως των τελευταίων τούτων υπ’ αυτού, όπως ψαύσωσι τας χείρας του και την πλευράν του κλπ. Πάσαι αύται αι διηγήσεις δημιουργηθείσαι κατά διαφόρους εποχάς προς σκοπούς απολογητικούς είναι κατά τους τοιαύτα διατεινομένους ορδολογιστάς άνευ βάσεως ιστορικής και επενοήθησαν ινα δι’ αυτών στηριχθή επί μάλλον η πίστις εις την ανάστασιν του Ιησού. Αγνοούνται δε και υπό του Παύλου, ο οποίος ούτε τας εμφανίσεις εις τας μυροφόρους γνωρίζει, ούτε περί κενού τάφου και περί φρουράς τεθείσης εν αυτώ ομιλεί, αλλά μόνον περί των εν Γαλιλαία εμφανίσεων εις τον Πέτρον και εις τους λοιπούς αποστόλους και μαθητάς μαρτυρεί. Εις τους ασυστάτους τούτους ισχυρισμούς δίδεται μεν ανωτέρω η απάντησις, θα δοθή δε και κατωτέρω, και μόνον ως προς τον τελευταίον τούτον, τον αφορώντα εις τον Παύλον Ισχυρισμόν, θα ηρκούμεθα να σημειώσωμεν την ομολογίαν του Loisy, καθ’ ην «καίτοι ο Παύλος δεν δεικνύει ούτε τον τόπον ούτε τον χρόνον των εμφανίσεων, παρέχει επαρκώς να εννοήσει τις ότι εγένοντο αύταις εις μέρη διάφορα και κατά ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα, μάλλον ή ήττον άνισα και μεμακρυσμένα» (Les Evangiles synoptiques II σελ. 739). Αλλ’ εάν αι εμφανίσεις του Ιησού εγένοντο και κατά τον Loisy εις διάφορα μέρη, διατί εκ των μερών τούτων θ’ αποκλείσωμεν τα Ιεροσόλυμα; Άλλως τε και ο Παύλος, μολονότι δεν καθορίζει τον τόπον των εμφανίσεων του Ιησού, φαίνεται, ότι δεν αγνοεί και τας εν Ιεροσολύμοις εμφανίσεις. Η εις τον Σίμωνα Πέτρον και τους ένδεκα εμφανίσεις είναι αι αυταί περί των οποίων ομιλεί ο Λουκάς, ενώ η εις τους πεντακοσίους φαίνεται να είναι η εις το όρος της Γαλιλαίας. Ο Παύλος λοιπόν είναι, όπως και ο Ιωάννης, αντιπρόσωπος αμφοτέρων των παραδόσεων.
([22]) Jncquier - Bourchany ένθ ανωτ. σελ. 116.
([23]) Gorlet, Commentaire sur l’ Evangile de Saint Jean 3erne edition t. II p. 655.
([24]) ένθ’ ανωτ.
([25]) Gess, Christi Zeugniss I σελ. 193-194. πρβλ. και Ε. Beuss, Histoire evangelique § 118.
Β) Η αξιοπιστία των μαρτύρων της Αναστάσεως.
Μολονότι δι’ όσων είπομεν αι περί της αναστάσεως μαρτυρίαι παρουσιάζονται ανώτεραι πάσης υπονοίας και αδιάσειστοι εις κύρος ιστορικόν και εις αυθεντίαν γνησιότητος, δεν θεωρούμεν περιττόν να εξετάσωμεν και τας αντιρρήσεις, τας οποίας εκάστοτε προέβαλον οι πολέμιοι του ιστορικού γεγονότος της αναστάσεως, παρέχοντες ούτω την ευκαιρίαν εις τον φίλον· αναγνώστην, ίνα κρίνη μόνος περί του ποία πλάστιγξ κρατεί της αληθείας το άσταθμον βάρος.
Δύο τίνα ενδέχεται να συμβαίνουν, καθ’ ην περίπτωσιν η μαρτυρία περί της αναστάσεως δεν είναι κατά πάντα αληθής. Οι μάρτυρες της αναστάσεως ή από σκοπού και εκ προ μελέτης λαλούσι το ψεύδος, οπότε δεν είναι παρά ελεεινοί ψεύσται, ανάξιοι όχι μόνον της εμπιστοσύνης μας, αλλά και οιασδήποτε δικαιολογίας ή επιεικείας· ή απεπλανήθησαν και αυτοί, εν χρηστώ δε συνειδότι πλέον λαλούσι περί εκείνου, το οποίον υποκειμενικώς μεν, όσον αφορά εις αυτούς, είναι αληθές, αντικειμενικώς όμως δεν είναι πραγματικόν. Εις την τελευταίαν ταύτην περίπτωσιν είναι μεν ανάξιοι της εμπιστοσύνης μας, συγχρόνως όμως δεν παύουσι να είναι άξιοι των συμπαθειών μας, αυτού ακόμη του θαυμασμού μας. Εάν επλανήθησαν, η πολιτεία των όμως υπήρξε πολιτεία ανθρώπων ευσυνειδήτων.
Ας εξετάσωμεν τας υποθέσεις ταύτας και ας ίδωμεν κατά πόσον εκάστη εξ αυτών δύναται να στηριχθή επί βάσεως βεβαίας η έστω και πιθανής.
α) Οι μάρτυρες της Αναστάσεως δεν είναι ψεύσται.
Την πρώτην εκ των ανωτέρω υποθέσεων υιοθέτησαν πρώτοι οι Ιουδαίοι, οίτινες κατά τον Ματθαίον έπεισαν τους εις τον τάφον του Ιησού φρουρήσαντας στρατιώτας να είπωσιν, ότι «οι μαθηταί αυτού νυκτός ελθόντες έκλεψαν αυτόν ημών κοιμωμένων» (Ματθ. κη' 13). Εκ των νεωτέρων ο Reimarus (εις τα Wolfenbuetteler Fragmente eines ungenanntenn), μολονότι αναγνωρίζει, ότι η υπό των μαθητών κλοπή του σώματος του Ιησού είναι όλως απίθανος ([1]), εν τούτοις διατείνεται, ότι οι μαθηταί επενόησαν τον μύθον της αναστάσεως δια να αναστηλώσωσι το οικοδόμημα των ελπίδων αυτών, τας οποίας έβλεπον κατερειπουμένας δια του θανάτου του Διδασκάλου των. Κατά τους μετέπειτα χρόνους η υπόθεσις αυτή παρουσιάσθη υπό διαφόρους μορφάς. Ούτω η υπεξαίρεσις του σώματος του Ιησού υπό μεν του Renan απεδόθη εις Μαρίαν την Μαγδαληνήν, υπό δε των Oskar Holtzmann ([2]), Η. Holtzmann ([3]) και W. Heitmuller ([4]) εις τον Ιωσήφ τον από Aριμαθαίας, συγκατατεθέντα μεν όπως προσωρινώς τοποθετηθή εν τω οικογενειακώ του τάφω το σώμα του Ιησού, αλλά μη θελήσαντα εν τέλει να τηρηθή εκεί διαπαντός το πτώμα ενός κατάδικου ή και επιζητήσαντα να ασφαλίση αυτό κατά πάσης βεδηλώσεως, δι’ ο και εφρόντισεν όπως μεταφερθή τούτο εις Αριμαθαίαν· και υπό του Α. Reville ([5]) εις τούς Ιουδαίους ή εις τους ανθρώπους του συνεδρίου επί τω σκοπώ όπως προληφθή να καταστή ο τάφος τόπος προσκυνήματος υπό των μαθητών και άλλων θιασωτών του Ιησού.
Αλλ’ η περί κλοπής ή υπεξαιρέσεως του σώματος θεωρία ουδ' ως αξία συζητήσεως υπόθεσις δύναται να θεωρηθή, ως άλλως τε εμφαίνεται εκ του ότι και αυτοί οι ριζοσπαστικώτεροι των νεωτέρων ορθολογιστών απεκήρυξαν ταύτην ([6]). Θα ηδύνατο εν τούτοις να παρατηρηθή κατά της υποθέσεως ταύτης, ότι:
1) Εμπεριέχει αντίφασιν.
Αφού οι στρατιώται εκοιμώντο, πώς θα ήτο δυνατόν να χρηματίσωσι μάρτυρες αξιόπιστοι, αφού ούτε είδον, ούτε ήκουσαν, ούτε άλλως πως δια των αδρανουσών υπό το κράτος του ύπνου αισθήσεων αυτών αντελήφθησαν, τι συνέβη δια να κενωθή ο τάφος; ([7]).
2) Aπoκηρύττεται από την στάσιν των αρχόντων.
Αληθώς, ούτε η φρουρά του τάφου εισήχθη εις δίκην, μολονότι οι Ρωμαϊκοί νόμοι ετιμώρουν αυστηρώς τους παραμελούντας το καθήκον αυτών φύλακας (Πράξ. ιβ' 19), ούτε κατά των μαθητών εστήθη ποτέ επισήμως κατηγορία τις, ότι διαρρήξαντες τας επί του τάφου σφραγίδας έκλεψαν το σώμα του φρουρούμενου νεκρού.
Το επιχείρημα τούτο προσλαμβάνει ιδιάζουσαν σοβαρότητα κατά της υποθέσεως, ότι η κλοπή διενηργήθη υπό ανθρώπων του συνεδρίου, ως υπεστήριξεν ο Reville. Πράγματι, καθώς παρατηρεί ο V. Rose ([8]), όταν οι Απόστολοι εκήρυττον δημοσία την ανάστασιν, ήτο όλως απίθανον, ότι τα μέλη του συνεδρίου θα εσίγων και δεν θα έσπευδον να διαψεύσωσι τους Απόστολους επιδεικνύοντες το υπό την κατοχήν των πτώμα του Ιησού. «Είναι κατανοητόν, ερωτά ο Rose, ότι έναντι του κηρύγματος τούτου του μοναδικού περί της αναστάσεως ανθρώπου, τον οποίον ηθέλησαν να εξοντώσωσι σταυρούντες αυτόν, οι άρχοντες αυτοί οι μοχθηροί και γεμάτοι από περιφρόνησιν δια τον Ιησούν θα έμενον σιωπηλοί και αδρανείς; Το πειστήριον ήτο εις τας χείρας των· ηδύναντο να καταρρίψωσι δια μιάς μόνης χειρονομίας, δι' ενός λόγου, την νέαν πίστιν, της οποίας αι ραγδαίαι πρόοδοι ανησύχουν αυτούς και αφού εφόνευσαν τον προφήτην να καταρρίψωσιν εις ερείπια το έργον του διαπαντός. Εάν τα μέλη του συνεδρίου εσιώπησαν, εάν δεν αντέταξαν την παταγώδη ταύτην διάψευσιν, έπραξαν τούτο, διότι δεν ήσαν εις θέσιν να παράσχωσιν αυτην» ([9]).
3) Καθίσταται απίθανος ένεκα του δυσκόλου της κλοπής.
Αυτός ο Reimarus ερωτά ([10]), πού θα εύρισκον το θάρρος οι μαθηταί του Ιησού δια να ενεργήσωσι τοιαύτην κλοπήν, μάλιστα κατά τας ημέρας του Πάσχα, καθ’ ας η πόλις και τα πέριξ αυτής κατεπλημμυρούντο από προσκυνητάς ([11]), των οποίων ο αριθμός υπερέβαινε κατά πολύ τα δύο εκατομμύρια; Εν μέσω τοιαύτης ανθρωποπλημμύρας πώς θα καθίστατο δυνατόν να τηρηθή μυστική η μεταφορά ενός νεκρού;
4) Εκρίθη υπό των συγχρόνων ανάξιος προσοχής.
Ο Ματθαίος αναγράφων την συκοφαντικήν μαρτυρίαν των φυλάκων του τάφου προσθέτει, ότι «διεφημίσθη ο λόγος ούτος παρ' Ιουδαίοις μ έ χ ρ ι τ η ς σ ή μ ε ρ ο ν» (Ματθ. κη' 15). Τοσούτον διεοπάρη η φήμη αυτή, ώστε μετά τριάκοντα ολόκληρα έτη από του θανάτου του Ιησού, οπότε συνεγράφη το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ο λόγος ούτος εξακολουθεί να διαφημίζεται. Και όμως κατέστη αδύνατον να κατισχύση και να γίνη πιστευτός. Εις αυτά τα Ιεροσόλυμα ολίγας μόλις μετά την σταύρωσιν εβδομάδας θεμελιούται η πρώτη εκκλησία αριθμούσα ολοκλήρους χιλιάδας μελών. Είκοσι δε μόλις έτη ύστερον ο Παύλος γράφει επιστολάς προς εκκλησίας εγκαθιδρυμένας εις αυτά τα επισημότερα κέντρα του τότε γνωστού κόσμου, εις την Κόρινθον και εις την Ρώμην. Εις τας πόλεις αυτάς ήνθει τότε ο αρχαίος πολιτισμός και το περί αναστάσεως κήρυγμα δεν ήτο δυνατόν να γίνη δεκτόν ανεξετάστως. Πάντως θα ευρίσκοντο πλείστοι, οίτινες θα εξήταζον μετ' επιμελείας την μαρτυρίαν του αποστολικού κηρύγματος, ήτις άλλως τε αφεώρα εις γεγονός υπερφυσικόν, ανθρωπίνως αδύνατον, άρα δε και ήκιστα πιθανόν. Και δεν ήτο λοιπόν δυνατόν οι απατεώνες να διαφύγωσι την έρευναν και εξέτασιν ταύτην, και να μη αποκαλυφθώσι δι’ αυτής. Παρά ταύτα εις τα κέντρα αυτά του τότε πεπολιτισμένου κόσμου, οι αποδεχθέντες το περί αναστάσεως κήρυγμα δεν παρουσιάζονται απλώς πολυάριθμοι, αλλά και πεπαιδευμένοι πολλοί εξ αυτών. Προ παντός η προς Ρωμαίους επιστολή δια του βαθέος περιεχομένου αυτής μαρτυρεί περί του ότι οι εν Ρώμη Χριστιανοί υπήρχον ουκ ολίγον ανεπτυγμένοι.
5) Καταρρίπτεται από το άσκοπον του μύθου της Αναστάσεως.
Αληθώς από τον μύθον της Αναστάσεως δεν θα περιέμενον τίποτε να κερδήσουν οι μαθηταί του Ιησού. Ήσαν μια δράξ ανθρώπων τόσον λιποψύχων, ώστε δεν είχον το σθένος να προλάβωσι τον σταυρικόν θάνατον του Διδασκάλου. Πώς λοιπόν τώρα θα επερίμεναν να πείσωσιν ολόκληρον τον κόσμον οι ολίγοι αυτοί περί του ότι ο Διδάσκαλος ανέστη; Προς τί να επιβιβασθώσιν επί μιας τοιαύτης εύθραυστου και απέλπιδος σχεδίας; ([12]).
6) Δεν εξηγεί την ψυχολογικήν μεταβολήν των Αποστολών.
Και ομολογουμένως· πώς οι τέως έμφοβοι Απόστολοι, οι διασκορπισθέντες επί τη εμφανίσει της σπείρας, οι συγκεκλεισμένοι εν τω οίκω αυτών δ ι α τ ο ν
φ ό β ο ν τ ω ν Ι ο υ δ α ί ω ν, πώς δια μιας γίνονται γενναίοι και ατρόμητοι ενώπιον του λυσσώδους εκείνου όχλου των Ιουδαίων; Πώς αψηφούσι πάντα κίνδυνον και είναι έτοιμοι τα πάντα να υπομείνωσι δι' εκείνον, τον οποίον ζώντα ακόμη είχον αρνηθή; Πώς ο Ιάκωβος και ο Ιούδας, οι λεγόμενοι αδελφοί του Κυρίου, καθ’ ον χρόνον έζη ο Ιησούς, αρνούνται να πιστεύσωσιν εις αυτόν (Ιωαν. ζ' 6), τώρα δε, οπότε απέθανε, μεταβάλλονται εις ενθουσιώδεις κήρυκας της πίστεώς του; Αναμφιβόλως εσημειώθη εξαίσιον τι και θαυμάσιον γεγονός, ικανόν να συντελέση την αιφνιδίαν ταύτην και όλως απροσδόκητον μεταβολήν και αλλοίωσιν εις τα αισθήματα και τας ψυχικάς διαθέσεις των μαθητών, και το γεγονός τούτο είναι η ανάστασις του Ιησού.
7) Δεν συμβιβάζεται προς την αυταπάρνησιν τών Αποστόλων.
Ότι οι κήρυκες της αναστάσεως ήσαν εκτεθειμένοι εις πλείστους κινδύνους και εις δεινά και εις διωγμούς, είναι εκτός πάσης αμφισβητήσεως. Ο Παύλος απαριθμεί τα δεινά ταύτα επανειλημμένως εν ταις επιστολαίς του (Β' Κορινθ. ια' 23-27. Ρωμ. η' 35. Α' Κορινθ. δ' 9-13. Γαλάτ. α' 13 και στ' 17) και διακηρύττει περί εαυτού και των λοιπών συναδέλφων του, ότι θέατρον εγεγόνεισαν τω κόσμω, πάντων περίψημα εως άρτι. Αλλά και αι Πράξεις των Αποστόλων ουχί άπαξ παρουσιάζουσι τους Αποστόλους απειλούμενους και φυλακιζομένους και διωκομένους και κινδυνεύοντας. Πώς θα εξηγείτο η αυταπάρνησις και η αυτοθυσία των Αποστόλων, εάν το κήρυγμα της αναστάσεως ήτο μύθος επινοηθείς υπ’ αυτών; Αυτοθυσίαν και αυταπάρνησιν μόνον δια τας πεποιθήσεις αυτού είναι δυνατόν να επιδείξη τις. Οι μαθηταί έχουσιν απόλυτον πεποίθησιν, ότι ο διδάσκαλος ανέστη. Δεν αμφιβάλλουσι περί αυτού. Είναι ειλικρινείς και ευσυνείδητοι. Διότι άλλως θα ήτο αδύνατον να επιδείξωσι τόσον ηρωισμόν και τόσην αυταπάρνησιν. Ο Baur και ο Strauss, οι διαβόητοι ούτοι αρνηταί της Αναστάσεως, αναγνωρίζουσι τούτο. «Η ιστορία οφείλει να σημειώση, λέγει ο πρώτος, ότι δια την πίστιν των μαθητών η Ανάστασις του Ιησού Χριστού ήτο αλήθεια βέβαια και αδιάσειστος, Εις την πίστιν αυτήν ο Χριστιανισμός εύρε βάσιν στερεάν δι' όλην αυτού την Ιστορικήν εξέλιξιν» ([13]), «Ο ιστορικός οφείλει να αναγνωρίση, λέγει ο δεύτερος, ότι οι μαθηταί επίστευον αδιστάκτως ότι ο Ιησούς ανέστη και τούτο αρκεί τελείως να εξηγήση ό,τι έκαμαν και ειργάσθησαν ως Απόστολοι... Ότι ο απόστολος Παύλος ήκουσεν εκ του στόματος του Πέτρου, του Ιακώβου και άλλων ακόμη, ότι ενεφανίσθη εις αυτούς και ότι όλοι εκείνοι, καθώς και οι πεντακόσιοι αδελφοί υπήρξαν πλήρως πεπεισμένοι, ότι είχον ιδεί ζώντα τον Ιησούν, όστις είχεν αποθάνει, δεν προτιθέμεθα να το αρνηθώμεν» ([14]).
8) Δεν συμβιβάζεται προς την προφανή ειλικρίνειαν και αγιότητα των Αποστόλων.
Τον ευθύν και τίμιον μάρτυρα δεν είναι δύσκολον να διακρίνωμεν από του ανειλικρινούς και δολίου. Η ανθρώπινη ψυχή, ήτις επλάσθη δια την αλήθειαν, κατέχει και ιδιαιτέραν τινά αίσθησιν, δι' ης ουχί δυσκόλως διακρίνει τον μάρτυρα του ψεύδους από της αληθείας τον κήρυκα. Οι μάρτυρες λοιπόν της αναστάσεως, καθώς και οι κήρυκες του χυδαίου ψεύδους, το οποίον εχάλκευσαν οι γραμματείς και οι Αρχιερείς, εκρίθησαν από τους συγχρόνους. Συνέπεια δε της κρίσεως ταύτης υπήρξε να αναγνωρισθώσιν οι Απόστολοι ως ευθείς, ως ειλικρινείς, ως άγιοι άνδρες.
Φίλε αναγνώστα, δεν είναι δύσκολον και συ να σχηματίσης πεποίθησιν εξ ιδίας αντιλήψεως περί του χαρακτήρος των ανδρών τούτων, οίτινες εχρημάτισαν μάρτυρες της Αναστάσεως. Δεν είναι ανάγκη να ίδης αυτούς. Αρκεί να ανοίξης τα συγγράμματά των· αρκεί να αναγνώσης ολίγας γραμμάς από τας επιστολάς, τας οποίας έγραψαν ο Ιάκωβος, ο Πέτρος, ο Ιωάννης. Την θείαν πνοήν της αρετής των θα αντιληφθής παρευθύς και θα αισθανθής σεαυτόν εισαγόμενον δια της αναγνώσεως ταύτης εις σφαίραν τίνα ειλικρινείας και αγιότητος, από την οποίαν είναι αποκεκλεισμένη πάσα πανουργία και πας δόλος.
9) Αποκλείεται τελείως υπό της μαρτυρίας του Παύλου.
Η υπόνοια περί δολιότητος των Αποστόλων συντρίβεται κυριολεκτικώς, ευθύς ως ήθελεν αντικρύσει την μεγάλην φυσιογνωμίαν του Παύλου. Ποίος δεν αισθάνεται την υποχρέωσιν να αναγνωρίση την απόλυτον ειλικρίνειαν του μάρτυρος τούτου; Ουδείς απολύτως προηγούμενος δεσμός συνέδεεν αυτόν προς τον Εσταυρωμένον. Τουναντίον δε εν τω ου κατ' επίγνωσιν ζήλω του κατεδίωκε σφοδρώς τους οπαδούς αυτού. Προς τι λοιπόν να μας δολιευθή και ο μάρτυς ούτος; Το να κηρύττη ο Παύλος την ανάστασιν του Χριστού ισοδυναμεί προς το να καταδικάζη όλην την προγενεστέραν διαγωγήν του και προς το να απαρνηθή όλας τας τιμάς και την εν τω Ιουδαισμώ επιρροήν του, τα οποία η παίδευσίς του, η καταγωγή του, η ανατροφή του υπισχνούντο εις αυτόν. Και μόνον λοιπόν η εις Χριστόν επιστροφή ενός τοιούτου μάρτυρος, μόνη η μεταστροφή του Σαύλου εις Παύλον είναι αρκετή απόδειξις της αναστάσεως του Ιησού Χριστού ([15]). Μία τοιαύτη μεταστροφή δεν είναι δυνατόν να εξηγηθή φυσικώς. Αυτός ο πρώτος εισηγητής της φυσικής εξηγήσεως της επιστροφής του Παύλου, όστις δια να στηρίξη την εξήγησίν του ταύτην εζήτησε να παρουσιάση τον Παύλον ως φύσιν επιληπτικήν, ο Baur, εις τα τέλη της ζωής του ανεγνώρισε την πλάνην του και δεν εδυσκολεύθη να προβή εις την εξής ομολογίαν: «Δεν δυνάμεθα να ίδωμεν άλλο τι εν τη επιστροφή του Παύλου παρά εν θαύμα· ουδεμία ανάλυσις διαλεκτική η ψυχολογική δεν δύναται να διαλευκάνη το εσωτερικόν μυστήριον της πράξεως ταύτης» ([16]). Και εάν λοιπόν η επιστροφή του Παύλου αποτελή θαύμα, το θαύμα τούτο δεν δύναται άλλως να εξηγηθή παρά μόνον δια του θαύματος της αναστάσεως.
Τοιουτοτρόπως η πρώτη εκ των δύο υποθέσεων, δια των οποίων θα ηδύνατο να προσβληθή το κύρος της αναστάσεως, απεδείχθη όλως αβάσιμος. Απομένει ήδη η δευτέρα, καθ' ην οι μαθηταί απεπλανήθησαν και εδίδαξαν ως αληθές, εν χρηστώ συνειδότι πάντοτε, εκείνο, το οποίον αντικειμενικώς υπήρξε ψευδές. Η υπόθεσις αυτή διετυπώθη υπό διαφόρους μορφάς, τας οποίας ο φίλος ανογνώστης θα ίδη ευθύς κατωτέρω εκτιθεμένας και κρινομένας.
β) Οι μάρτυρες της αναστάσεως δεν απεπλανήθησαν.
Ι. Ο πραγματικός θάνατος του Ιησου.
Την υπόθεσιν, ότι οι κήρυκες της αναστάσεως υπήρξαν θύματα αθώας τινός πλάνης, υπεστήριξαν εκ των νεωτέρων πρώτοι οι Paulus, Herder, Schleiermacher, Hase ([17]) και άλλοι τινές, oλιγώτερον γνωστοί και διάσημοι. Ισχυρίσθησαν δε ούτοι, ότι ο Χριστός δεν είχεν αποθάνει επί του σταυρού, αλλά λιποθυμήσας περιήλθεν εις, βαθύν λήθαργον. Και όταν λοιπόν ετέθη εις τον τάφον, η δροσερότης του βράχου και των αρωμάτων η αναληπτική ευωδία επανέφερον αυτόν εις την ζωήν.
Τον ανεκάλεσαν εκ της λιποθυμίας. Και ο Χριστός ενεφανίσθη εις τους μαθητάς την τρίτην από της σταυρώσεως ημέραν, εσχημάτισαν δ' εκείνοι την πεποίθησιν, ότι ο Διδάσκαλος, τον οποίον ενόμιζον νεκρόν, ανέζησε και ανέστη. Και η υπόθεσις αύτη απεκηρύχθη ου μόνον υπό του Keim αποδείξαντος το σαθρόν ταύτης ([18]), αλλά και υπό πλείστον εκ των ριζοσπαστικωτέρων ορθολογιστών εν οίς και οι Schmiedel ([19]), Α. Meyer ([20]) και Strauss ([21]), του Αλβέρτου Reville χαρακτηρίσαντος ταύτην «πλοκήν φυσικών και ηθικών απιθανοτήτων» ([22]) (un tissu d' invraisemblances materielles et morales). Αποδεικνύεται δ' αύτη αβάσιμος όλως και αστήρικτος δια τους κάτωθι αδιασειςτους αληθώς λόγους:
1) Διότι αναιρείται από την αντίληψιν των πιστοποιησάντων τον θάνατον του Ιησού.
Είναι όλως απίθανον, ότι τόσα πρόσωπα, εχθροί και φίλοι του Ιησού, θα παρεπλανώντο εκλαμβάνοντες την λιποθυμίαν του ως θάνατον. Οι στρατιώται πρωτίστως, οι εντεταλμένοι επί της εκτελέσεως, ασφαλώς ήσαν έμπειροι περί τα τοιαύτα, διότι είχον λάβει μέρος επανειλημμένως εις τοιαύτας θανατικάς εκτελέσεις. Άλλως τε το δια της λόγχης πλήγμα το μετά δεξιότητος αναμφιβόλως διευθυνθέν επί της πλευράς του Ιησού υπό έμπειρου στρατιώτου, ήτο και μόνον ικανόν να επιφέρη τον θάνατον εις τον Ιησούν. Απετέλει τούτο το τελειωτικόν πλήγμα, την ευεργετικήν βολήν όπως θα ελέγομεν σήμερον, το οποίον εδίδετο κατ' επιταγήν του νόμου δια να επιταχύνη τον θάνατον η δια να επιβεβαιώση αυτόν, ακριβώς όπως εδίδετο τούτο και εις τους κατά τας μονομαχίας πίπτοντας ξιφομάχους ([23]).
Αλλ' εκτός των στρατιωτών και ο κεντυρίων, παρ' ου εζήτησε πληροφορίας ο Πιλάτος, και οι παραλαβόντες το σώμα του Ιησού, ίνα θάψωσιν αυτό, και οι αρχιερείς οι ζητήσαντες κουστωδίαν προς φρουράν του τάφου, πάντες ούτοι είναι πεπεισμένοι, ότι ο Ιησούς, μολονότι τόσον συντόμως παρά πάσαν προσδοκίαν, απέθανε πραγματικώς. Η Ιουδαϊκή δε παράδοσις, η διασωθείσα εις το Ταλμούδ, περί ης ωμιλήσαμεν εν τω πρώτω μέρει, δεν εκφράζει την παραμικράν αμφιβολίαν, περί του ότι ο Ιησούς εθανατώθη.
2) Διότι αντιτίθεται εις τα περιστατικά της ταφής.
Το σώμα του Χριστού πριν ή αποτεθή εις τον τάφον ηλείφθη δια μίγματος σμύρνης και αλόης εις μεγάλην μάλιστα ποσότητα («ως λίτρας εκατόν»), ακολούθως δ' ενετυλίχθη δι' οθονίων από κεφαλής μέχρι ποδών. Εάν ο Ιησούς έζη ακόμη, παρατηρεί ορθώς ο Hettinger ([24]) , ο θάνατος θα επήρχετο ωρισμένως εξ ασφυξίας.
3) Διότι προσκρούει εις φυσικάς δυσκολίας.
Ο καθηλούμενος επί του σταυρού, και εάν ακολούθως κατεβιβάζετο εκείθεν ζων, δεν ήτο εύκολον να διαφύγη τον θάνατον. Ο Ιώσηπος ([25]) αναφέρει εν σχέσει προς το ζήτημα τούτο γεγονός λίαν αξιοσημείωτον. Κατά την πολιορκίαν της Ιερουσαλήμ, επανελθών ποτε ο Ιώσηπος εκ περιπολίας, την οποίαν διηύθυνε προς αναγνώρισιν τινά, εζήτησεν από τον Τίτον να επιτρέψη εις αυτόν, όπως περιθάλψη τρεις εκ των συμπολιτών αυτού, οίτινες είχον σταυρωθή, αλλ' έζων ακόμη, καταβιβάζων αυτούς από τους σταυρούς των. Του Τίτου συγκατανεύσαντος, ο Iώσηπος έσπευσε να παράσχη εις τους από του σταυρού αποσπασθέντας πάσαν ιατρικήν περίθαλψιν, δια της οποίας όμως μετά μακράν και παρατεταμένην θεραπείαν, μόνον ένα κατώρθωσε να σώση, των άλλων δύο υποκυψάντων εις τα τραύματα αυτών. Πώς λοιπόν ο Ιησούς, όστις είχε δοκιμάσει κατά την προηγηθείσαν της σταυρώσεως αυτού νύκτα αγωνίαν φοβερωτάτην, συγκλονίσασαν ολόκληρον τον οργανισμόν του μέχρι σημείου, ώστε ο ιδρώς να ρέη απ' αυτού ωσεί θρόμβοι αίματος· όστις μετά την φραγγέλωσιν, την επί του σταυρού καθήλωσιν εδέχθη τέλος και το πλήγμα της Ρωμαϊκής λόγχης, πώς εστάθη δυνατόν, χωρίς να τύχη ουδεμιάς περιθάλψεως, εις το βάθος κατάκλειστου τάφου εγκαταλελειμμένος, νήστις επί τρεις ημέρας, να συνέλθη μόνος εκ της λιποθυμίας του και να διαφύγη τον θάνατον; Πώς δε θα είχε την δύναμιν ν' αποκυλίση μόνος τον ογκώδη λίθον του τάφου και να συρθή ακολούθως εκείθεν μέχρι του οίκου, όπου ευρίσκοντο οι μαθηταί; ο Reville αναγνωρίζει τούτο παρατηρών τα εξής: «Φυσικώς δύναται τις να κατατάξη μεταξύ των αδυνάτων πραγμάτων, το ότι άνθρωπος συντετριμμένος ήδη εκ του κόπου, εξηντλημένος από τας κακομεταχειρίσεις, καθηλωμένος επί σταυρού επί πλείστας ώρας, αποσπασθείς εκείθεν, ταφείς και εγκαταλειφθείς εις τάφον κεκλεισμένον, ήτο εις κατάστασιν να εξέλθη εξ αυτού μόνος μετά τριάκοντα εξ ώρας και να κάμη αμέσως τα μικρά και μεγάλα ταξείδια, τα οποία προϋποθέτουσιν αι αφηγήσεις των Ευαγγελίων». Δια τούτο «η εξήγησις η συναγομένη εκ φυσικής επανόδου εις την ζωήν του Ιησού, καταβιβασθέντος από τον σταυρόν πριν ή ο θάνατος επιτελέση το έργον του, είναι ακριβώς η μόνη την οποίαν αντίπαλοι και φίλοι δεν εσκέφθησαν» ([26]).
4) Διότι αντιτίθεται προς το περιστατικό των εμφανίσεων.
Τας εμφανίσεις του αναστάντος Χριστού χαρακτηρίζει κυρίως η ταχύτης, μεθ' ης ο αναστάς παρουσιάζεται εις τους μαθητάς του και γίνεται κατόπιν αφανής από των οφθαλμών αυτών. Η ταχύτης αύτη είναι ομολογουμένως καταπληκτική, υπερβάλλουσα και την μεγαλυτέραν ευκινησίαν παντός υγιούς και καλώς έχοντος οργανισμού. Και δια να ομιλήσωμεν συγκεκριμένως, ο αναστάς Ιησούς συνοδοιπορεί ανεμποδίστως εις Εμμαούς και διατρέχει δίωρον διάστημα μετά πάσης ελευθερίας. Εν μια στιγμή γίνεται αφανής από τους οφθαλμούς των δύο εκείνων μαθητών, οίτινες ήδη τον ανεγνώρισαν, και ενώ ούτοι σπεύδοντες και τρέχοντες επανέρχονται εις Ιεροσόλυμα δια να αναγγείλωσιν εις τους μαθητάς το χαρμόσυνον συμβάν, πληροφορούνται εκεί, ότι ο διδάσκαλος είχε παρουσιασθή εν τω μεταξύ εις τον Σίμωνα Πέτρον. Ας μας εξηγήσουν ταύτα κατά λόγους φυσικούς. Ας μας είπουν, που εύρε την αντοχήν, ο μόλις προ μικρού από βαθείας ανακύψας λιποθυμίας, ο έχων καθηλκωμένους τους πόδας, να διατρέξη το από Ιερουσαλήμ μέχρις Εμμαούς διάστημα ανεμποδίστως, να επανέλθη δ' ακολούθως εις Ιεροσόλυμα, προς συνάντησιν των μαθητών, ταχύτερον των δύο εκείνων μαθητών;
5) Διότι δεν εξηγεί την εντύπωσιν των Αποστόλων.
Η εντύπωσις, την οποίαν αποκομίζουσιν οι Απόστολοι, όταν είδον τον αναστάντα διδάσκαλον, είναι ότι ο Ιησούς απεδείχθη ο νικητής του θανάτου και του Άδου ο καθαιρέτης. Και διασαλπίζουσι λοιπόν εις τα πέρατα του κόσμου, ότι ο Χριστός, ο αρχηγός της ζωής, ανέστη. Και εγείρεται το ερώτημα· εάν ο Χριστός επανήρχετο φυσικώς εις την ζωήν, θα ήτο δυνατόν άραγε τοιαύτη να είναι η εντύπωσις των μαθητών; οι μαθηταί θα έβλεπον καθηλκωμένον τινά, παλαίοντα μεταξύ ζωής και θανάτου, μη δυνάμενον να περιπατήση, υποφέροντα πολύ από τας προσφάτους ακόμη πληγάς της φραγγελώσεως και της καθηλώσεως, έχοντα ανάγκην περιποιήσεων συντόνων, όπως διατηρηθή εις την ζωήν. Το θέαμα τούτο, το υπό πάσαν έποψιν οικτρόν, μόνον δάκρυα θα προεκάλει, ουδέποτε δε ενθουσιασμόν. Ο Strauss το ομολογεί. «Τι να σκεφθή τις περί του Μεσσίου αυτού του ημιθανοίς, όστις σύρεται έξω του τάφου του άτονος και εξηντλημένος; Τοιούτος τις άνθρωπος θα ήτο δυνατόν να προξενήση εις τους μαθητάς αυτού την εντύπωσιν του νικητού του θανάτου και του τάφου, του αρχηγού της ζωής, εντύπωσιν, ήτις είναι η βάσις όλης της δραστηριότητος, την οποίαν έπειτα ανέπτυξαν εκείνοι; Τοιαύτη φυσική επάνοδος εις την ζωήν δεν θα εχρησίμευεν ή να εξασθενίση την εντύπωσιν, την οποίαν ο Ιησούς είχε προξενήσει εις τους μαθητάς προηγουμένως δια του βίου του και δια του θανάτου του, και δεν θα ηδύνατο ποτέ, να μεταβάλη την λύπην αυτών εις ενθουσιασμόν και τον θαυμασμόν αυτών εις λατρείαν» ([27]).
6) Διότι αντιτίθεται προς την λεπτομέρειαν της εν τω τάφω καταλείψεως των οθονίων.
Περί του ότι καθίστατο αδύνατον εις τον ανακύψαντα εκ της λιποθυμίας και έχοντα καθηλκωμένας τας χείρας να αποσπάση τα εφ' ολοκλήρου του σώματος σφιγκτώς προσκεκολλημένα οθόνια δια του μίγματος της σμύρνης και της αλόης, δεν είναι ανάγκη να είπωμεν τι. Αλλά και εάν υποθέσωμεν, ότι τούτο κατέστη δυνατόν εις τον συνελθόντα εκ του ληθάργου του Ιησούν, προβάλλεται ετέρα δυσκολία, ήτις δεν αίρεται και εάν ακόμη υποθέσωμεν, ότι τα νεκρικά οθόνια δεν εγκατελείφθησαν εις τον τάφον. Διότι γεννάται αμέσως το ερώτημα: ο Ιησούς πού εύρεν ενδύματα να περιβληθή, όταν εξήλθεν από του τάφου; Ούτως η άλλως τα νεκρικά ενδύματα, και εάν δεν κατελείποντο εις τον τάφον, ήσαν ου μόνον ακατάλληλα, αλλά και ανεπαρκή δια τον Ιησούν. Παρίσταται λοιπόν ανάγκη αμεσωτάτης προμηθείας ενδυμάτων. Ποίος θα έκαμνε ταύτην; Οι εχθροί του; Αδύνατον. Οι φίλοι του; Αλλά πώς τότε αυτοί θα εσχημάτισαν εν χρηστώ συνειδότι την πεποίθησιν, ότι ο διδάσκαλος ανέστη; ([28])
7) Διότι δεν συμβιβάζεται προς το ευάριθμον των εμφανίσεων.
Εάν όντως ο Ιησούς επανήλθε φυσικώς εις την ζωήν, γεννάται αμέσως και το ερώτημα: τι εγίνετο και πού διέτριβε κατά τα διαστήματα, τα παρεμπίπτοντα μεταξύ των διαφόρων εμφανίσεων του; Πώς κατώρθωνε να μη τον βλέπη ουδείς, ούτε αυτοί οι μαθηταί Του; Τι δε απέγινε μετά την τεσσαρακοστήν ημέραν, αφ' ης πλέον δεν επαναβλέπουσιν αυτόν οι μαθηταί; Κατά τίνα τρόπον εξηφανίσθη όλως αιφνιδίως, αφήσας τους μαθητάς να πιστεύωσιν, ότι ο Διδάσκαλος ανελήφθη εις τους ουρανούς; Είμεθα ούτω ηναγκασμένοι να παραδεχθώμεν, ότι ο Ιησούς υπέθαλψε την αθώαν πλάνην των μαθητών του και μετήλθε παν μέσον δια να στηρίξη το ψεύδος της αναστάσεως εις τους αποστόλους αυτού. Με άλλας λέξεις ευρισκόμεθα ηναγκασμένοι να καταστήσωμεν τον Ιησούν υπεύθυνον δόλου και απάτης και ανειλικρινούς προς τους μαθητάς συμπεριφοράς.
«Όταν μελετήση τις εκ του σύνεγγυς πως, παρατηρεί και ο Reville, τον χαρακτήρα του Ιησού, όταν δυνηθή να εκτιμήση την ευθύτητά του, την ειλικρίνειάν του, το θάρρος του, θα θεωρήση, έστω και προς στιγμήν επιτετραμμένον να σκεφθή περί του Ιησού, ότι αφήκε τους μαθητάς του να πιστεύωσιν, ότι ανέστη, όταν αυτός εγνώριζεν, ότι δεν συνέβη τοιούτον τι;» ([29]).
ΙΙ. Οι μαθηταί δεν απεπλανήθισαν υπό της φαντασίας.
Την υπόθεσιν περί αποπλανήσεως των μαθητών εζήτησαν, υπό άλλην βεβαίως μορφήν, να υποστηρίξωσιν εκ των αρχαιοτέρων μεν ο Κέλσος (κατά τον Β' αιωνα), εκ των νεωτέρων δε ο Strauss, ο Ewald, ο Hausrath, ο Holsten, ο Pfleiderer, ο Renan και άλλοι τινές. Η θεωρία, την οποίαν υπεστήριξαν ούτοι εν σχέσει προς την ανάστασιν, δύναται να περιληφθή εις τα εξής:
Μετά την σταύρωσιν και την ταφήν του Ιησού Χριστού οι απόστολοι, οίτινες κατ' αρχάς κατεπτοήθησαν και κατήντησαν εις απόγνωσιν, δεν ήργησαν να αναλάβωσι το θάρρος των. Ενεθυμήθησαν τας υποσχέσεις, τας οποίας ο Χριστός έδωκεν εις αυτούς έτι ων εν τη ζωή, περί του ότι θα επανήρχετο να εγκαθιδρύση επί της γης την βασιλείαν αυτού, αναγινώσκοντες δε τας προφητείας εύρον πολλάς εξ αυτών, αίτινες επεβεβαίουν τας υποσχέσεις ταύτας και αίτινες δια τούτο εστήριξαν αυτούς εν τη ελπίδι επικειμένου και προσεγγίζοντος θριάμβου. Τοιουτοτρόπως η πίστις αυτών ανεζωπυρήθη. Ευρίσκοντο τότε εις Ιεροσόλυμα· αλλ’ ο φόβος των Ιουδαίων εξηνάγκασεν αυτούς να φύγωσιν από την πόλιν εκείνην, ήτις ήτο πλήρης κινδύνων τρομερών δι’ αυτούς, και να υπάγωσιν εις την προσφιλή των Γαλιλαίαν, όπου η δια- βίωσις θα ήτο ησυχωτέρα. Εκεί όμως ευρέθησαν εν μέσω τόπων, εκάστη σπιθαμή των οποίων συνεδέετο και προς ανάμνησιν τινα πράξεως ή λόγου του προσφιλούς διδασκάλου. Από της στιγμής αυτής πιστεύουσιν, ότι βλέπουν τον Χριστόν επί της θαλασσίας ακτής, επί των κορυφών των ορέων· φαντάζονται αυτόν παραγγέλλοντα εις τούτους και πάλιν, όπως κατά τας πρώτας ημέρας της γνωριμίας των, να ρίψωσι το αμφίβληστρον εις την θάλασσαν! Είναι τόσον ζωηρά η αναπαράστασις της εικόνος του Διδασκάλου, ώστε επίστευσαν, ότι έβλεπον τον ίδιον δεδοξασμένον, τοιούτον, οποίον ανέμενον να επανίδωσιν αυτόν, όταν θα επανήρχετο. Κατ' αρχάς αι εμφανίσεις αύται παρεστάθησαν εις αυτούς ως εντελώς εσωτερικαί, ως οπτασίαι τινές όμοιαι προς εκείνας, τας οποίας αναφέρει η Π. Διαθήκη. Συνάγεται δε τούτο εκ του ότι ο Παύλος κατατάσσει τας εις αυτόν εμφανίσεις του Ιησού, τας εις μεταγενεστέρους χρόνους σημειωθείσας, προς τας εμφανίσεις, αίτινες ευθύς μετά την σταύρωσιν και την ταφήν του Ιησού εσημειώθησαν εις τους αποστόλους. Αλλ' αι εμφανίσεις αύται αι προς τον Παύλον, παρατηρεί ο Strauss, υπήρξαν υποκειμενικαί και ο Παύλος ήτο άνθρωπος προδιατεθειμένος εις οπτασίας! τα εσωτερικά εν τούτοις φαινόμενα ταύτα αφηγούμενοι οι μαθηταί κατήντησαν βαθμιαίως να προσδώσωσιν εις αυτά έννοιαν τινά σωματικήν. Μετέβαλον, χωρίς να το εννοήσωσι, τας εσωτερικάς οπτασίας εις εξωτερικάς εμφανίσεις.
Ούτω πως εζήτησαν οι εν Γερμανία ορθολογισταί να εξηγήσωσι το γεγονός της αναστάσεως. Κατά την υπόθεσιν αυτήν ο Πέτρος υπήρξεν ο πρώτος δους ώθησιν εις τας παραισθήσεις ταύτας των μαθητών. Ο Renan όμως επιζητών να είναι περισσότερον σύμφωνος προς τα Ευαγγέλια, τα οποία παρουσιάζουσι τας εμφανίσεις του Ιησού γενομένας σχεδόν όλας εις τα Ιεροσόλυμα, κατ’ άλλον τρόπον εξέθηκε την υπόθεσιν ταύτην. Κατ' αυτόν ουχί ο Πέτρος αλλ' η Μαγδαληνή Μαρία είδε πρώτη τον Διδάσκαλον και παρέσυρεν εις την οδόν των παραισθήσεων την φαντασίαν των μαθητών. Απ' αυτής ο Ιησούς είχεν εκβάλει επτά δαιμόνια. Τις οίδε, μήπως ίχνη της προτέρας νευρικής ασθενείας της εναπελείφθησαν εις αυτήν! Και εν τη νευρική της εξάψει η Μαρία η Μαγδαληνή βλέπει όλως φαντασιωδώς το ίνδαλμα του διδασκάλου και νομίζει παραπλανωμένη, ότι όντως ανέστη ο προσφιλής ραββουνί ([30]).
Αυτή είναι η υπόθεσις, την οποίαν ενεκολπώθησαν μεταγενεστέρως οι σοβαρότεροι του γεγονότος της αναστάσεως πολέμιοι. Αλλά και η υπόθεσις αύτη δεν είναι περισσότερον βάσιμος των προηγουμένως κριθεισών. Ανεξαρτήτως δε των άλλων λόγων, οίτινες θα ηδύναντο να προβληθώσι κατ' αυτής, και τους οποίους θα απαριθμήσωμεν ευθύς κατωτέρω, αύτη υπέρ πάσας τας λοιπάς υποθέσεις συντρίβεται κυριολεκτικώς επί του κενού τάφου. Διότι εάν όντως η φαντασία παρέσυρε τους μαθητάς μέχρι του να νομίζωσιν, ότι έβλεπον και ήκουον ζώντα τον Διδάσκαλον, μία επίσκεψις εις τον περιέχοντα το νεκρόν του σώμα τάφον ήτο ικανή να κατάστηση εις αυτούς αμέσως αισθητήν την αδυσώπητον πραγματικότητα και να διασκεδάση οριστικώς τας πλάνας της φαντασίας των. Οι αρνούμενοι την ανάστασιν ορθολογισταί αντελήφθησαν επαρκώς την σοβαρότητα της παρατηρήσεως ταύτης. Ακριβώς δε δι' αυτό προέκριναν μεν να τοποθετήσωσι τας πρώτας εμφανίσεις του Ιησού μακράν των Ιεροσολύμων, εύρον δ' έπειτα αναγκαίον να αρνηθώσι την ταφήν του Κυρίου. Κατά τον Loisy «Η ταφή του Κυρίου υπό του Ιωσήφ και η ανακάλυψις του κενού τάφου την μεθεπομένην του παθήματος δεν παρέχουσιν ουδεμίαν εγγύησιν αυθεντίας. Έχει δια τούτο το δικαίωμα να εικάση τις, ότι την εσπέραν του πάθους το σώμα του Ιησού απεσπάσθη από τον σταυρόν υπό των στρατιωτών και ερρίφθη εις κοινή τινα τάφρον, όπου ουδείς θα ηδύνατο να σκεφθή να αναζητήση αυτό» ([31]). Ο Kirsopp Lake εξ άλλου υπεστήριξε την υπόθεσιν, ότι αι μυροφόροι γυναίκες ηπατήθησαν ως προς τον τάφον του Ιησού. «Τα περίχωρα της Ιουδαίας, παρατηρεί ούτος, είναι πλήρη τάφων διηνοιγμένων εις βράχους και δεν θα ήτο εύκολον να διακρίνη τις το εν μνημείον από το άλλο, εάν δεν υπήρχον διακριτικά σημεία επί εκάστου τούτων» ([32]). Ο δε Schmiedel προς βεβαίωσιν του ότι ο τάφος δεν ανευρέθη πράγματι κενός την τρίτην ημέραν επικαλείται την σιγήν μεν του Παύλου περί της ταφής του Ιησού ως απόδειξιν του ότι η ταφή δεν εγένετο, την σιωπήν δε των μυροφόρων («ουδενί ουδέν είπον» Μαρκ. ιστ' 8) εις απόδειξιν του ότι αύται δεν ηδυνήθησαν ν' ανεύρωσι τον πραγματικόν τάφον του Ιησού, και τέλος το ότι αι πρώται εμφανίσεις του αναστάντος εσημειώθησαν εις την Γαλιλαίαν και συνεπώς ήτο αδύνατον να διαπιστωθή η ταυτότης του σώματος λόγω της εν τω μεταξύ επελθούσης σήψεως ([33]). Και περί μεν του ότι αι πρώται εμφανίσεις του αναστάντος Κυρίου δεν εσημειώθησαν εις την Γαλιλαίαν, αλλ’ αι περί εμφανίσεων δύο παραδόσεις (η Ιεροσολυμιτική και η Γαλιλαική) συμπληρούσιν αλλήλας, είπομεν ήδη.
Η ταφή του Κυρίου και ο κενός τάφος.
Περί του ότι δε η ταφή του Ιησού είναι γεγονός μεμαρτυρημένον, όσον ελάχιστα γεγονότα, πείθεται τις, όταν λάβη υπ' όψει ότι και οι τέσσαρες ευαγγελισταί αναφέρουσι τούτο ([34]), ο δε Πέτρος ομιλεί περί αυτού κατ' αυτήν την ημέραν της Πεντηκοστής, κατά τοιούτον δε τρόπον, ώστε οι λόγοι αυτού να δύνανται να χαρακτηρισθώσιν ως πρόκλησις προς τους απιστούντας Ιουδαίους, ίνα ερευνήσωσι τα κατά τον κενόν τάφον. Ο Παύλος δε όχι μόνον αναφέρει τούτο (Α' Κορινθ. ιε' 4) αλλά και στηρίζει ολόκληρον θεολογικήν θεωρίαν επί της προϋποθέσεως της ταφής του Ιησού (Ρωμ. στ' 4, Κολος. β' 12). Είπομεν δ' ήδη, ότι η περί της ταφής του Κυρίου μαρτυρία εισήχθη ενωρίτατα εις το πρωταρχικόν σύμβολον της πίστεως, ως υπαινίττεται τούτο και η μαρτυρία του Παύλου. Δικαίως δια τούτο ο Ε. von Dobschütz παρετήρησεν, ότι «το ετάφη είναι εν των αρχαιοτέρων σημείων του αποστολικού κηρύγματος, ο Παύλος δε εύρεν ήδη τούτο καθωρισμενον» ([35]). Η υπόθεσις εξ άλλου του Lake, ότι αι μυροφόροι υπέστησαν σύγχυσιν περί τον πραγματικόν τάφον του Ιησού, δεν δύναται να θεωρηθή σοβαρά, και δι’ άλλους μεν λόγους, αλλά και διότι και επί τη υποθέσει, ότι αύται επλανώντο και δεν ανεύρισκον τον πραγματικόν τάφον, ήτο αδύνατον ίνα πλανηθώσιν οι διενεργήσαντες την ταφήν Ιωσήφ και Νικόδημος. αλλά και ο περί σιγής των μυροφόρων ισχυρισμός του Schmiedel στερείται σοβαρότητας, διότι το χωρίον του Μάρκου «ουδενί ουδέν είπον» αναφέρεται εις τας πρώτας στιγμάς της επισκέψεως του τάφου, ουδαμώς δ' αποκλείει την λύσιν της σιγής, όταν αι μυροφόροι ευρεθείσαι εις oικείον περιβάλλον ανέκτησαν την ψυχραιμίαν αυτών. Τέλος η περί κοινού τάφου υπόθεσις του Loisy ορθώς εχαρακτηρίσθη υπό του Hugueny([36]) ως επινόησις καθαρώς Παρισινή, μη στηριζόμενη επί ουδεμιάς πραγματικής αποδείξεως, αλλ’ αντιλεγομένη υπό πολλών ενδείξεων σοβαρών Ιστορικώς μεμαρτυρημένων. Αληθώς· το όλως απίθανον της υποθέσεως ταύτης αποδεικνύεται εκ του ότι οι σύγχρονοι τότε Ιουδαίοι δεν αντέταξαν αυτήν η άλλην τινά παρομοίαν υπόθεσιν προς διάψευσιν του περί αναστάσεως κηρύγματος, αλλά διεφήμισαν, ότι οι μαθηταί έκλεψαν το σώμα του Ιησού (Ματθ. κη' 15). Οι μεταγενέστεροι δε Ιουδαίοι κατά τον δωδεκατον αιώνα ([37]) ομιλούσι περί κλοπής του σώματος του Ιησού και περί ταφής αυτού εν τω κήπω υπό ρυάκιόν τι, ούτινος έστρεψαν προηγουμένως το ρεύμα, ίνα επαναφέρωσιν αυτό πάλιν μετά την ταφήν, ώστε να μη δύναται ν’ ανευρεθή ο νέος τάφος, αγνοούσι δ' ολοτελώς την υπόθεσιν του κοινού τάφου. Τούτο δε διότι ο κοινός τάφος δεν ήτο εν χρήσει παρ' Ιουδαίοις. Καθώς εξακολουθεί σημειών ο Hugueny ([38]), το Δευτερονόμιον (κα' 23) παραγγέλλει ρητώς, ίνα το πτώμα του επί ξύλου κρεμασθέντος ταφή προ της νυκτός, χωρίς όμως να λέγη τι και περί του τρόπου της ταφής. Η Μίσχνα όμως καθορίζει ότι «ο τιμωρηθείς δεν θάπτεται εις τον τάφον της οικογενείας του. Το δικαστήριον είχε δύο κοιμητήρια δημόσια, εν δια τους καταδίκους τους αποκεφαλιζομένους ή σταυρουμένους και έτερον δια τους λιθοβολουμένους ή κατακαιομένους. Όταν η σαρξ διελύετο, ελαμβάνοντο τότε τα οστά ίνα ταφώσιν εις το οικογενειακόν μνημείον» ([39]). Υπήρχε λοιπόν ίδιον κοιμητήριον δια τους καταδίκους, αλλά και τάφοι ιδιαίτεροι δι' ένα έκαστον των καταδίκων, διότι άλλως θα καθίστατο αδύνατος η ανεύρεσις των οστών μετά την διάλυσιν του σώματος. Ο κοινός τάφος, ένθα φύρδην μίγδην ερρίπτοντο πολλά πτώματα, είναι άγνωστος. αλλά και προς τον Ρωμαικόν νόμον δεν συμφωνεί η περί κοινού τάφου υπόθεσις. Διότι ο Ρωμαικός νόμος ώριζε να δίδεται το πτώμα του εκτελεσθέντος εις οποιονδήποτε θα εζήτει αυτό. Και εάν δε παραθεωρήσωμεν την ευαγγελικήν μαρτυρίαν περί του Ιωσήφ και του Νικοδήμου ως αναλαβόντων να κηδεύσωσι τον Ιησούν, πάντως θα ευρίσκετο άλλος τις να ζητήση από την Ρωμαικήν αρχήν το σώμα του Ιησού. Είναι εντελώς απίθανον, ότι εις την τόσην επί του Πάσχα συρροήν κόσμου, υποδεχθέντος τον Ιησούν κατά την προ πέντε ημερών από του θανάτου του είσοδόν του εις Ιεροσόλυμα μετά τόσου ενθουσιασμού, μεταξύ του οποίου θα υπήρχον και πλείστοι ευεργετηθέντες υπό του Ιησού, δεν θα ευρίσκετο ουδέ εις φίλος, συμπαθών προς τον νεκρόν του και αναλαμβάνων την φροντίδα της ταφής αυτού. Η ταφή λοιπόν του Ιησού είναι γεγονός αδιάσειστον και η ανεύρεσις του τάφου κενού κατά την τρίτην ημέραν μαρτυρείται αυθεντικώς. Η φήμη δε της κλοπής του σώματος του Ιησού αποτελεί μίαν επί πλέον ένδειξιν, ότι ο τάφος ανευρέθη κενός.
Και ταύτα μεν περί της κενότητος του τάφου. Αλλ' η υπόθεσις της υπό της φαντασίας παραπλανήσεως των μαθητών ελέγχεται αβάσιμος και δια τους κάτωθι λόγους:
1) Αντιτίθεται εις την παράδοσιν, ότι ο Ιησούς ανέστη τη τρίτη ημέρα.
Η παράδοσις αύτη είναι αυθεντικώς μεμαρτυρημένη. Αλλ' εάν δεχθώμεν, ότι η πίστις εις την ανάστασιν υπήρξεν αποτέλεσμα παρατεταμένης τινός προσδοκίας και προόδου, η οποία απήτησεν εβδομάδας ολοκλήρους ή και μήνας να απαρτισθή, πρέπει συγχρόνως ν' απορρίψωμεν, ότι ήδη από την πρωίαν της τρίτης ημέρας εσημειώθησαν αι πρώται εμφανίσεις του αναστάντος και μέχρι της εσπέρας της αυτής ημέρας είχεν εδραιωθή ου μόνον παρά ταις μυροφόροις, αλλά και τοις μαθηταίς η πεποίθησις, ότι ο διδάσκαλος ανέστη.
2) Διαστρέφει την αφήγησιν του Παύλου.
Ο Παύλος ποιείται σαφή διάκρισιν μεταξύ των αποκαλύψεων και οπτασιών, αίτινες κατά το χωρίον Β' Κορινθ. ιβ' 1-5 (πρβλ. και Πραξ. κβ’ 17) εγένοντο εις αυτόν, και της εμφανίσεως του Ιησού Χριστού, της γενομένης προς αυτόν εν τη αρχή της αποστολικής του διακονίας παρά την Δαμασκόν (Α' Κορινθ. θ' 1), και την οποίαν εμφάνισιν ο Απόστολος προφανώς θεωρεί ως εμφάνισιν του αναστάντος εκ νεκρών Χριστού, και ουχί ως πνευματικήν τινα οπτασίαν. Ουδέ πρέπει να λησμονήται, ότι ο Παύλος εν τω χωρίω Α' Κορινθ. ιε' 12-19 παρουσιάζει την εις αυτόν εμφάνισιν του Κυρίου επί της εις Δαμασκόν αγούσης οδού ως της αυτής φύσεως προς τας ευθύς μετά την ανάστασιν εμφανίσεις εις τον Πέτρον και τους αποστόλους, δι' ο και χρησιμοποιεί τον αυτόν όρον ώ φ θ η τόσον δι’ αυτήν, όσον και δι' εκείνας. Άλλως τε την εμφάνισιν ταύτην χρησιμοποιεί και ως επιχείρημα, όπως αποδείξη, ότι είναι και αυτός απόστολος ως οι άλλοι, διότι και αυτός είδε τον Κύριον (Α' Κορινθ. θ' 1). Αλλά το επιχείρημα τούτο θα παρέμενεν άνευ βάσεως, εάν ο Παύλος κατά την εμφάνισιν ταύτην εν τη εις Δαμασκόν οδώ δεν είχεν ίδει πράγματι τον Κύριον. Διότι κατά μόνην την περίπτωσιν ταύτην είδεν ο Παύλος τον Κύριον, πρότερον δε, ότε ο Κύριος έζη επί της γης, πιθανώτατα δεν είχεν ίδει αυτόν, αλλά και εάν είχεν ίδει αυτόν ως οι πλείστοι των Ιουδαίων, τούτο δεν θ' απετέλει σοβαράν βάσιν επιχειρήματος. Εξ ετέρου προσεκτική ανάγνωσις του χωρίου, ένθα ο απόστολος αφηγείται τας εμφανίσεις του αναστάντος Χριστού, πείθει, ότι τας εμφανίσεις ταύτας εξεδέχετο οωματικάς, εμφανίσεις του Ιησού μετά του αναστάντος σώματος αυτού. Διότι όταν λέγη, ότι ο Χριστός α π έ θ α ν ε και ε τ ά φ η και ε γ ή γ ε ρ τ α ι και ώ φ θ η, προφανώς θέλει να δηλώση, ότι το σώμα του Χριστού ετάφη και ανέστη, και ότι αυτός ο ταφείς Ιησούς ηγέρθη και ενεφανίσθη εις τον Κηφάν κλπ. Εξ άλλου δια να προσάγη ο Παύλος την ανάστασιν του Χριστού ως απόδειξιν της καθολικής των νεκρών αναστάσεως, προφανέστατα αποδεικνύει, ότι τας εμφανίσεις ταύτας του Χριστού δεν εξεδέχετο ως εμφανίσεις πνευματικάς, ως εμφανίσεις του πνεύματος του Ιησού, αλλ' ως εμφανίσεις του αναστάντος σώματος αυτού ([40]). Και είναι μεν αληθές, ότι ο Παύλος χαρακτηρίζει το σώμα του Ιησού Χριστού ως δεδοξασμένον (Φιλιπ. γ' 21), αλλ' όμως είναι προφανές, ως ήδη είπομεν, ότι το δεδοξασμένον σώμα του Κυρίου ήτο κατά τον Παύλον αυτό το σώμα το σταυρωθέν και ταφέν. Καίτοι δε μετεμορφώθη, δεν ήτο άϋλον. Διότι ναι μεν ομιλεί ο Παύλος περί σώματος πνευματικού, το οποίον θα προσλάβωμεν μετά την αναστασίν μας καθ' ομοίωσιν προς το σώμα του αναστάντος Κυρίου (Α' Κορινθ. ιε' 44-49), αλλά το σώμα τούτο ονομάζει πνευματικόν ουχί διότι τούτο θα είναι άϋλόν τι η αιθέριον, αλλά διότι θα είναι σώμα ζωοποιούμενον υπό του Πνεύματος. Όπως ακριβώς όταν λέγη ο Παύλος, ότι το σώμα, όπερ φέρομεν ήδη, είναι ψυχικόν, δεν εννοεί προφανώς δι’ αυτού ότι σύγκειται εκ ψυχής, αλλ' ότι ζωοποιείται και εξουσιάζεται υπό της ψυχής, ούτω και δια του όρου πνευματικόν δεν ηθέλησε να σημάνη, ότι το σώμα εκείνο θα είναι αερώδες τι και άϋλον, αλλ’ ότι δεν θα δεσπόζηται υπό φυσικών ενστίκτων και θα είναι τέλειον όργανον του Πνεύματος διατελούν υπό την πλήρη κυριαρχίαν αυτού και χωρούν πάσαν αυτού την ενέργειαν. Εάν δε αλλαχού τονίζη, ότι σαρξ και αίμα βασιλείαν Θεού κληρονομήσαι ου δύνανται, και εάν εκλάβωμεν τους όρους τούτους ως μη χρησιμοποιηθέντας υπό την έννοιαν των παραγόντων και οργάνων της αμαρτίας, πάντως δι’ αυτών δηλούται, ότι σώμα διατελούν υπό τους σημερινούς φυσικούς όρους και δεσποζόμενον υπό ενστίκτων φυσικών και υποκείμενον εις την φθοράν και τον θάνατον δεν δύναται να εισέλθη εις την μέλλουσαν βασιλείαν, εάν μη προηγουμενως αφθαρτισθή.
3) Δεν συμβιβάζεται προς την δυσπιστίαν των μαθητών.
Εάν επρόκειτο περί παραπλανήσεως υπό της φαντασίας, πώς θα εξηγείτο τότε η παροιμιώδης δυσπιστία, μετά της οποίας οι μαθηταί αντικρύζουσι το γεγονός της Αναστάσεως; Οι φαντασιοκόποι είναι εύπιστοι και αφίνουν εαυτούς άνευ αντιστάσεως τινός να σύρωνται υπό της νοσηράς των φαντασίας. Οι μάρτυρες όμως της αναστάσεως είναι δύσπιστοι, σκεπτικισταί, ζητούντες μετ' επίμονον έρευναν να πεισθώσι και να πληροφορηθώσιν. Ούτως όταν αι μυροφόροι αναγγέλλωσιν εις αυτούς τα κατά την οπτασίαν του τάφου, «εφάνησαν ωσεί λήρος τα ρήματα αυτών και ηπίστουν αυταίς» (Λουκ. κδ' 11). Όταν δε μετ' όλίγον ενεφανίσθη και εις αυτούς ο διδάσκαλος, «εδόκουν πνεύμα θεωρείν». Και μόλις όταν εψηλάφησαν αυτόν και όταν τον είδον να συντρώγει εν τη τραπέζη των, επίστευσαν ότι όντως ο διδάσκαλος ανέστη. Την αυτήν δυσπιστίαν δεικνύει έπειτα και ο Θωμάς, μηδαμώς παρασυρόμενος από την ομόφωνον μαρτυρίαν των συμμαθητών του και την σύμφωνον βεβαίωσιν του κύκλου των μυροφόρων.
4) Δεν συμβιβάζεται προς των χαρακτήρα των εμφανίσεων.
Εάν οι Απόστολοι έβλεπον μόνον την εικόνα του Διδασκάλου, θα ηδύνατο τις να υποθέση, ότι υπήρξαν θύματα φαντασιοπληξίας τινός. Εάν διέκρινον μόνον φωτεινήν τινα και αιθερίαν μορφήν αιωρουμένην εις τον αέρα μεταξύ γης και ουρανού, η υπόθεσις του Renan και του Strauss θα είχε βάσιν τινα. Αυτοί όμως ψηλαφώσι το σώμα του Ιησού, βλέπουσιν αυτόν να παρακάθηται εις την τράπεζάν των και να συντρώγη μετ' αυτών, ακούουσιν αυτόν να δίδη διαφόρους παραγγελίας και εντολάς, τω απευθύνουσιν ερωτήσεις και ακούουσι τας απαντήσεις του. Αναπτύσσει εις αυτούς ο Χριστός την έννοιαν των Γραφών· ο Πέτρος εννοεί πολύ καλά την σημασίαν της τριπλής ερωτήσεως «φιλείς με, Πέτρε;», εννοούσιν όλοι την έννοιαν των λόγων του Ιησού περί βαπτίσματος και περί της επελεύσεως του Αγίου Πνεύματος. Τοιαύτα γεγονότα και περιστατικά δεν δύνανται να ανήκωσιν εις τους κόσμους της φαντασίας.
5) Δεν ανταποκρίνεται προς τας ψυχικάς διαθέσεις των Αποστολων.
Αι ψυχικαί διαθέσεις, υπό τας οποίας διετέλουν οι Απόστολοι, δεν καθίστων αυτούς κατ' ουδένα λόγον επιδεκτικούς των φαντασιοπληξιών, τας οποίας τοις αποδίδουν. Το έδαφος βέβαια, επί του οποίου η φαντασία παντός φαντασιοκόπου κινείται και πλάττει, είναι οι πόθοι αυτού, αι ελπίδες του, τα σχέδιά του, οι φόβοι του· πάσαι δε αι παραισθήσεις και παρακρούσεις του δεν είναι παρά ενσάρκωσίς τις των φόβων ή των ελπίδων τούτων. Αλλ' οι Απόστολοι προφανώς παν άλλο σκέπτονται και ελπίζουσιν ή να ίδωσι τον Ιησούν ανιστάμενον εκ του τάφου. Δι’ αυτούς ο Ιησούς ήτο πλέον ο Ναζωραίος, εις τον οποίον ματαίως τόσας ελπίδας είχον στηρίξει και δια τον οποίον τόσας θυσίας είχον υποστή άνευ κέρδους τινός. Η εικών εμπόρου τινός ατυχήσαντος εις επιχείρησιν, εν τη οποία κατέθεσε και τον τελευταίον οβολόν επί τη ελπίδι αποκομίσεως κέρδους τεραστίου, το αίσθημα της πικρίας και της απογνώσεως, το οποίον εις την καρδίαν αυτού κυριαρχεί, μόλις θα ήσαν αρκετά να παραστήσωσι την ψυχολοχικήν κατάστασιν, εις ην μετά την σταύρωσιν περιήλθον οι Απόστολοι. Εάν επί τέλους τα Ευαγγέλια μας έλεγον, ότι οι μαθηταί επανείδον τον Διδάσκαλον περιβεβλημένον κοσμικήν δόξαν και καθήμενον επί θρόνου βασιλικού, θα ηδύνατό τις να ισχυρισθή, ότι αι παλαιαί περί Μεσσίου ελπίδες των μαθητών ανέζησαν και έδωκαν τροφήν εις την φαντασίαν των. Αλλά να τον βλέπωσι αναζώντα ουχί δια να συμβασιλεύση μετ' αυτών, αλλά δια να καλέση αυτούς εις νέας θυσίας και εις νέους αγώνας αιματηρούς, τούτο εξέρχεται όλως του κύκλου των προσδοκιών και των ελπίδων των μαθητών.
Επί πλέον ορθούται αδυσώπητος η μαρτυρία του Παύλου. Ο νεαρός ούτος Ταρσεύς, όστις έρχεται εις την Δαμασκόν ωθούμενος από το άσπονδον μίσος, όπερ έτρεφε κατά της χριστιανικής εκκλησίας, ηδύνατο να φαντάζηται τας διαφόρους εκκλησίας πλέουσας εις το αίμα· ήτο δυνατόν να ίδη δια της φαντασίας του τον Ιησούν ανασταυρούμενον, αλλά να φαντασθή αυτόν ομιλούντα εξ ουρανού και καλούντα αυτόν εις το αποστολικόν αξίωμα, τούτο ήτο όλως αδύνατον.
6) Δεν συμβιβάζεται προς την δράσιν των Αποστόλων.
Η φαντασιοπληξία, την οποίαν αποδίδουσιν εις τους Αποστόλους, είναι όλως ασυμβίβαστος προς την μετέπειτα δράσιν των και προς την επιτυχίαν, μεθ' ης έφερον εις πέρας το αποστολικόν αυτών έργον. Η φαντασιοπληξία είναι φαινόμενον παθολογικόν, παραισθήσεις δε και παρακρούσεις πάσχουσιν οι παράφρονες η οι ανισόρροποι.
Θα ήτο άραγε δυνατόν να κατηγορήσωμεν του Παύλου ανισορροπίαν; και θα ήτο δυνατόν εις φαντασιόπληκτος να αναπτύξη την αξιοθαύμαστον δραστηριότητα και φρόνησιν και σύνεσιν, την οποίαν προϋποθέτει η μεγαλεπήβολος δράσις του μεγάλου τούτου των εθνών Αποστόλου; Αλλά και πας όστις ήθελε ρίψει εν βλέμμα εις τας δύο καθολικάς επιστολάς του Πέτρου ή εις τα πρώτα κεφάλαια των Πράξεων, όπου ιστορείται η δράσις του κορυφαίου, δεν θα επείθετο ευθύς, ότι ο υιός του Ιωνά είναι αδύνατον να υπήρξε διάνοια ανισόρροπος και παραπαίουσα; Ή μήπως και οιαδήποτε ανάγνωσις του τετάρτου Ευαγγελίου δεν μας παρουσιάζει τον Ιωάννην διάνοιαν υψήγορον, διαυγή, φωτεινήν, ξένην όλως προς πάσαν φαντασιοπληξίαν;
7) Δεν εξηγεί την εις πολλούς συγχρόνως εμφάνισιν του Ιησού.
Το να υπόκειται πρόσωπον τι εις την φαντασιοπληξίαν, είναι και δυνατόν και εύκολον. Το να ευρίσκεται όμως και δεύτερον πρόσωπον, το οποίον να συμμερίζεται καθ' όλην την γραμμήν, μέχρι και αυτών των ασημάντων λεπτομερειών, τας φαντασιοπληξίας του πρώτου προσώπου, τούτο αποτελεί ψυχολογικόν φαινόμενον εντελώς ανεξήγητον. Θα ήτο τούτο αληθώς μυστηριώδες τι και καταπληκτικόν, όπως μυστηριώδες θα ήτο το να ίδωσι καθ' ύπνους δύο ή και περισσότερα πρόσωπα εν και το αυτό όνειρον, κατά τον αυτόν δε χρόνον και εν τη αυτή στιγμή.
Αλλ' ιδού, ότι αι εμφανίσεις του Ιησού σημειούνται συγχρόνως ενώπιον πολλών, και βλέπει ο εις ό,τι συγχρόνως έβλεπε και ο άλλος, ακούει δε ο έτερος ό,τι κατά τον αυτόν χρόνον ήκουον και πάντες οι λοιποί. Ποίαν λοιπόν σχέσιν δύνανται να έχωσιν αι εμφανίσεις αυταί προς τα φαινόμενα της φαντασιοπληξίας;
8) Δεν συμβιβάζεται προς την δράσιν της πρώτης Εκκλησίας.
Δια να παραδεχθώμεν, ότι ολόκληρος ο χορός των Αποστόλων και των πρώτων μαθητών, πάντες οι υπερπεντακόσιοι εκείνοι πιστοί παρεπλανήθησαν υπό της φαντασίας των, πρέπει συγχρόνως να ομολογήσωμεν, ότι η χριστιανική κοινότης των Ιεροσολύμων υπήρξεν άθροισμα φαντασιοπλήκτων και φαντασιοκόπων! Η ζωή εν τούτοις της πρώτης εκείνης εκκλησίας περιλαμβάνει παν ό,τι υψηλόν και αξιοθαύμαστον. Ουδεμία ανόητος υπερβολή, ουδέν άσκεπτον και παράτολμον διάβημα, ουδεμία εκδήλωσις νευρικής υπερδιεγέρσεως, ούτε κραυγαί ή φωναί υστερικαί ή στεναγμοί και οιμωγαί και λιποθυμίαι, ούτε ενθουσιασμός ακράτητος και άλογος παρατηρείται εις την κοινωνίαν των αγίων εκείνων ανθρώπων. Η αξιοθαύμαστος διαύγεια της κρίσεως, η κινούσα τους Αποστόλους, η αυτή κυριαρχεί και μεταξύ πάντων των μελών της Σιωνίτιδος Εκκλησίας. Η αυτή δραστηριότης, η αυτή γαλήνη και ειρήνη και πνευματική ηρεμία. Και με ποίον δικαίωμα έπειτα την ουρανίαν πολιτείαν των αξιοθαυμάστων εκείνων ανθρώπων θα εχαρακτηρίζομεν ως κοινωνίαν φαντασιοπλήκτων;
9) Δεν εξηγεί το ευάριθμον των εμφανίσεων.
Την δήθεν έξαψιν της φαντασίας των μαθητών, εξ ης προέκυψαν αι οπτασίαι του αναστάντος διδασκάλου, ο Renan χαρακτηρίζει ως παροξυσμόν ισχυρόν. Περί δε των αυτοπτών της αναστάσεως δεν διστάζει να ισχυρισθή, ότι εμεθύσκοντο οι μεν υπό των δε και εξηπάτων αλλήλους δια των φαντασιοπληξιών αυτών. Και δεν δυσκολεύεται να προσθέση, ότι «αι οπτασίαι επολλαπλασιάζοντο αδιακόπως».
Αλλά από τον ισχυρότατον τούτον ψυχικόν παροξυσμόν υπερπεντακοσίων προσώπων, πώς προήλθον τόσον ολίγαι εμφανίσεις του Ιησού; Και το πράγμα καθίσταται επί πλέον ανεξήγητον, εάν λάβωμεν υπ' όψει, ότι την τεσσαρακοστήν ημέραν από της αναστάσεως παύουσιν αποτόμως αι προς τους Αποστόλους εμφανίσεις του Χριστού. Αλλά πώς; Άπαξ η φαντασία των πρώτων Χριστιανών εισήλθεν εις την οδόν της αποπλανήσεως, κατά τίνα τρόπον θα ήτο δυνατόν αποτόμως και αμέσως να τεθή εκ νέου επί της οδού της ευθυκρισίας; δεν θα ευρίσκετο ουδείς από τους υπερπεντακοσίους εκείνους, του οποίου η φαντασία να εξακολουθή πάσχουσα και μετά την τεσσαρακοστήν ημέραν;
Τοσαύτα και περί της υποθέσεως τον δια της φαντασίας οπτασιών του Ιησού.
([1]) Fragmente σελ. 427 και εξής.
([2]) Eν τω υπ' αυτού κατά το 1901 δημοσιευθέντι βίω του Ιησού.
([3]) Eν τω Hand – Commentar αυτού εις τους συνοπτικούς τω εκδοθέντι τω 1889 και 1901.
([4]) Jesus 1913 σελ. 104.
([5]) Jesus de Nazarclh, Paris 1907 I σελ. 461 και εξής.
([6]) Ούτω το ανόητον αυτής ανεγνώρισαν oι P. W. Schiniedel (ενθ' ανωτ. Encycl. Biblica τόμ. IV στηλ. 4066-4067), Α. Meyer (Die Auferstehung Christi σελ. 117) και αυτός ο Strauss (Das Leben Jesu für das deutsche Volk bearbeitel, Leipzig 1864). ο Devivier (μν. εργ. σελ. 193) περιλαμβάνει ως έπεται τους λόγους, δι’ ους η υπόθεσις της κλοπής παρουσιάζεται ασύστατος: 1 ) Δεν είχον λόγον οι απόστολοι να προδώσιν εις την κλοπήν. Διότι ή επίστευον εις επικειμένην ανάστασιν του Διδασκάλου, οπότε έδει ν' αναμείνωσι και ουδεμία ανάγκη ήτο να προδώσιν εις κλοπήν· ή δεν επίστευον, οπότε φυσικώτερον ήτο να εγκαταλίπωσιν ολοτελώς την υπόθεσιν και την μνήμην ανθρώπου, προς τον οποίον πλέον δεν είχον την παραμικράν πίστιν· η αμφεταλαντεύοντο, οπότε η κοινή λογική θα τους ωδήγει να περιμείνωσι την έκβασιν και τας συνεπείας αυτής. 2) Τουναντίον οι απόστολοι είχον λόγους ισχυρούς, υποχρεούντας αυτούς να μη προβώσιν εις το εγχείρημα της κλοπής. Ήσαν δ' ούτοι. α) Το ότι εκυκλούντο υπό άσπονδων εχθρών του Ιησού, παρ' ων εν περιπτώσει, ανακαλύψεως θ’ ανέμενον σκληράς τιμωρίας και τον θάνατον αυτόν. Β) Το ότι θα παρημποδίζοντο υπό του φόβου του κρίματος της θείας δικαιοσύνης εφ' όσον θα απετόλμων απάτην ούτω βλάσφημον και ασεβή. γ) Το ότι δεν είχον σοβαράς ελπίδας άνθρωποι αγράμματοι, και άνευ επιρροής να επιτύχωσιν εις σχέδιον ούτω ριψοκίνδυνον και άνοπτον, κατά το οποίον απατεών τις, σταυρωθείς υπό των συμπατριωτών του, θα επεβάλλετο υπ’ αυτών εις την λατρείας των ανθρώπων ως αληθής Θεός· και δ) Το ότι, εάν ο Ιησούς δεν ανίστατο, φυσικόν ήτο να κινήση μάλλον την αγανάκτησιν των μαθητών, διότι εξηπατήθησαν ούτοι και καταισχυνθέντες εβυθίσθησαν εις την αθλιότητα. 3) Αλλά και εάν οι απόστολοι απεφάσιζαν την κλοπήν, ήτο αδύνατον να αχθή αυτή εις πέρας. Διότι εφ' όσον εφρουρείτο ο τάφος, έπρεπε να χρησιμοποιήσωσιν ή β ί α ν κατά των φυλάκων, πράγμα αδύνατον δι’ ανθρώπους δειλούς, εγκαταλείποντας τον διδάσκαλον εν Γεσθημανή, ή δ ω ρ ο δ ο κ ί α ν, πράγμα το οποίον ου μόνον απήτει χρήματα, ων εστερούντο οι απόστολοι, αλλά και δεν ήτο και ευχερής, διότι εις και μόνον εκ των φυλάκων εάν ηρνείτο, η δωροδοκία θα προεδίδετο, ή α π ά τ η ν, ήτις καθίστατο αδύνατος, διότι πώς θα επλησίαζον τον τάφον, πώς θα απεκύλιον τον τεράστιον λίθον και πώς θα υπεξήτουν το σώμα αποσπώντες μάλισπα απ’ αυτού τα οθόνια και καταλείποντες ταύτα, χωρίς να γίνωσιν αντιληπτοί;
([7]) «Α! εκοιμώντο, λέγεται, οι φύλακες! Παρατηρεί ο ιερός Αυγουστίνος. Αλλ’ όταν ομιλήτε ούτω, μήπως κοιμάται, το λογικόν σας περισσότερον παρ’ όσον οι φύλακες; Εάν εκοιμώντο, τι είδον; Και εάν δεν είδον τίποτε, τίνος είναι μάρτυρες; Τι είδους μάρτυρες είναι οι μάρτυρες οι κοιμώμενοι! Εις τι περιλαμβάνεται η μαρτυρία των; Ιδού. Είναι ως να έλεγον: Μαρτυρούμεν, ότι οι μαθηταί του Ιησού υπεξήρεσαν το σώμα του˙ και η μαρτυρία μας είναι απολύτως αδιαμφισβήτητος, διότι, όταν το σώμα υπεξηρέθη, εκοιμώμεθα ύπνον τοσούντον βαθύ, ώστε ούτε ηκούσαμε, ούτε είδομεν τίποτε!» (Tract. In Psalmos παρά Duplessy μν. εργ. σελ. 316).
([8]) Eludes sur les Εvangiles έκδ. 4, Paris 1905 σελ. 311-316.
([9]) Αυτόθ. σελ. 315.
([10]) Ένθ’ ανωτ.
([11]) Ιωσήπου περί Ιουδ. Πολ. II 19.
([12]) Turton, μνημ. εργ. σελ. 388.
([13]) Drei ersteti Jahrhunderlc έκδ. β' σελ. 39.
([14]) Vie nouvelle I σελ. 382-383.
([15]) Hettinger, Apologetique σελ. 508.
([16]) Das Christentum und die Christlievhe Kirche der drei ersten Jahrhunderte έκδ. γ’ σελ. 45.
([17]) Την υπόθεσιν ταύτην ο Paulus ανέπτυξεν εν Das Leben Jesu als Grundlage einer reinen Geschichte des Urchristentums, Heidelberg 1828. Ο Hase δε υπεστήριξε ταύτην εν τω Leben Jesu (εκδοθέντι το πρώτον το 1819 και εις πέμπτην έκδοσιν τω 1865) και εν τη Gesehichte Jesu (Leipzig 1876). Κατά τον παρόντα αιώνα υποστηρίχθη η υπόθεσις αύτη υπό των W. Sand (Le vérite sur la mort de Jesus—Christ, Paris 1902), R. Calluaud (Le probleme de la resurrection de Christ, Paris 1909) και των θεοσόφον εν γένει.
([18]) Jesus von Nazara τόμ. IΙΙ σελ. 573-576.
([19]) ένθ΄ανωτ.
([20]) ένθ΄ανωτ.
([21]) Eν Streitsehriften zur Verteidung meiner Schrift über das Leben Jesu, Tubingen 1837.
([22]) Jésus de Nazareth τόμ. ΙΙ σελ. 455.
([23]) Hettinger, Apologétique σελ. 505.
([24]) ένθ’ ανωτ.
([25]) Ιωσήπου βίος 75.
([26]) ένθ’ ανωτ. τόμ. ΙΙΙ σελ. 455-456.
([27]) Vie nouvelle I σελ. 394-395.
([28]) Turton μν. εργ. σελ. 408.
([29]) A. Reville ένθ’ ανωτ. σελ. 456.
([30]) Renan, Les apotres σελ. 2-5.
([31]) Quelgues lettres sur les questions actuelles, Paris 1908 σελ. 93. Και αλλαχού ο αυτός σημειοί τα εξής: «Δύναται τις να υποθέση, ότι οι στρατιώται κατεβίβασαν το σώμα από του σταυρού προ της εσπέρας και έρριψαν αυτό εν κοινώ τινι λάκκω όπου φύρδην μίγδην ερρίπτοντο τα λείψανα των εκτελουμένων. Ο,τιδήποτε και αν είναι περί τού τελευταίου τούτου σημείου, οι όροι της ενταφιάσεως υπήρξαν τοιούτοι, ώστε μετά τινας ημέρας θά ήτο αδύνατον να αναγνωρισθή το σώμα του Σωτήρος και αν έτι ανεζητείτο» (Les Évangiles Synoptiques, Introduction κεφ. VII σελ. 223).
([32]) The historical evidence for the Resurrection of Jesus Christ, London 1907 σελ. 250.
([33]) ένθ’ ανωτ. (Encyclopaedia Biblica) IV στήλη 4066.
([34]) Ματθ. κζ' 57-61, Μαρκ. ιε' 42-47, Λουκ. κγ' 50-55, Ιωαν. ιθ' 38-42.
([35]) Osten und Plingsten, Leipzig 1903 σελ. 11.
([36]) ένθ’ ανωτ. σελ. 50.
([37]) Εν συλλογή των αντιχριστιανικών Ιουδαϊκών μυθευμάτων των προ του ιγ' αιώνος γνωστών υπό τον τίτλον Toledoth – Jeshu.
([38]) ένθ’ ανωτ. σελ. 51.
([39]) Sanhedrin VI, 4, 9, 10.
([40]) Πρβλ. Turton ένθ' άνωτ. σελ. 395.
ΙΙΙ. Αι εμφανίσεις του Χριστού δεν υπήρξαν φαινόμενα πνευματιστικά.
Πολύ μετριωτέρα της υποθέσεως των Strauss και Rcnan υπήρξεν άλλη τις υπόθεσις, η οποία δεν αποδίδει μεν την περί αναστάσεως πίστιν των Αποστόλων εις την φαντασιοπληξίαν αυτών, δεν αποδέχεται όμως και την εκ νεκρών ανάστασιν του Χριστού. Οι υποστηρίξαντες την υπόθεσιν ταύτην Keini, Schenkel, Schweitzer και Lotze αποδέχονται μεν, ότι όντως και αληθώς έλαβον χώραν εμφανίσεις του Ιησού εις τους μαθητάς, αλλ' ήσαν αύται καθ' ολοκληρίαν πνευματικαί. Δια να ανυψώση το καταπεπτωκός θάρρος των Αποστόλων ο θεός επέτρεψεν, ίνα ο νεκρός μεν τω σώματι, ζων δε τω πνεύματι Ιησούς, εμφανίσθη εις αυτούς δια να πληροφορήση τούτους περί της εν ουρανοίς ενδόξου του ζωής και περί του ευρυτάτου μέλλοντος της Εκκλησίας αυτού. Βεβαίως δε αι τοιαύται εμφανίσεις δεν προϋποθέτουσι το θαύμα της εκ νεκρών αναστάσεως του Ιησού. Αι πνευματικαί αύται εμφανίσεις, κατά τον Keim, υπήρξαν οιονεί τα ουράνια τηλεγραφήματα, τα οποία ο Θεός απηύθυνεν εις τους Αποστόλους ([1])
Aλλά και η υπόθεσις αύτη ελέγχεται αβάσιμος και ασύστατος:
1) Από το άσκοπον αυτής.
Και εάν αποδεχθώμεν, ότι ο Ιησούς, καίπερ μη αναστάς, έδωκεν ουρανόθεν σημεία ζωής και απέστειλεν ουράνια τινα τηλεγραφήματα προς τους Αποστόλους, πάλιν το θαύμα της υπερφυσικής επικοινωνίας του Ιησού προς τους μαθητάς μετά τον θάνατον και την ταφήν αυτού μένει. Προς τίνα λοιπόν σκοπόν να αρνηθώμεν την ανάστασιν; Εάν την αρνηθώμεν επί τω λόγω, ότι η ανάστασις ενός νεκρού είναι αδύνατος, με ποίον δικαίωμα θα διετεινόμεθα, ότι τα εξ ουρανού τηλεγραφήματα του νεκρού μεν τω σώματι, ζώντος δε τω πνεύματι Ιησού είναι δυνατά;
2) Από την ασυμφωνίαν αυτής προς τα Ευαγγελικά κείμενα.
Διά της νέας ταύτης υποθέσεως ενώ δεν κερδίζομεν τίποτε κατά των αρνουμένων το υπερφυσικόν, εξ άλλου προσκρούομεν εξ ολοκλήρου εις την αφήγησιν των Ευαγγελίων. Και αληθώς· δια της υποθέσεως ταύτης δεν εξηγείται, ούτε πώς αι εμφανίσεις παρουσιάζουσι τον Ιησούν αναστρεφόμενον και συντρώγοντα μετά των Αποστόλων του και ψηλαφώμενον υπ' αυτών, ούτε πώς ευρέθη ο τάφος κενός. Εάν επρόκειτο περί πνευματικής όλως εμφανίσεως του Ιησού, τι λοιπόν απέγινε το σώμα του;
3) Από το περιεχόμενον των ουρανίων τούτων τηλεγραφημάτων.
Εάν παραδεχθώμεν, ότι πρόκειται περί ουρανίων τηλεγραφημάτων, τότε γεννάται το ερώτημα: πώς από το περιεχόμενον των τηλεγραφημάτων τούτων επείσθησαν οι Απόστολοι, ότι ο Διδάσκαλος ανέστη; τα τηλεγραφήματα αυτά θα έπρεπε να μεταδώσωσι πραγματικάς πληροφορίας εις τους Αποστόλους και να μη έχωσι τοιούτο περιεχόμενον, ώστε αυτοί πάντοτε να ειδοποιώνται δι' αυτών, ότι ο διδάσκαλος πράγματι ανέστη. Εφ' όσον δε ο εξ ουρανού επιστέλλων αυτά έβλεπεν, ότι οι Απόστολοι παρενόουν ταύτα, θα έπρεπε να διασαφηνίση το περιεχόμενόν των, να επικοινωνήση προς αυτούς και δια φωνής ακόμη δια να εξαγάγη τούτους της πλάνης. προς τι οι Απόστολοι και δι' αυτών η Εκκλησία, του ουρανού ανεχομένου και υποθάλποντος, να πιστεύσωσιν εις εν ψεύδος; ([2])
Τοσαύτα και περί της υποθέσεως ταύτης, ήτις καταντά να μεταβιβάση την ευθύνην της αποπλανήσεως των Αποστόλων εις αυτόν τον αψευδή Θεόν, τον δια τοιούτων τηλεγραφημάτων προς αυτούς επικοινωνήσαντα.
Γ) Η υπόθεσις των εθνικών επιδράσεων.
Οι οπαδοί του συγκρητισμού εξέλαβον τας περί αναστάσεως του Ιησού Χριστού αφηγήσεις, ως μύθον προελθόντα εξ επιδράσεως και δανείων εκ των ειδωλολατρικών μυστηριακών θρησκειών. Είναι εν τούτοις αξιοσημείωτον, ότι σήμερον η υπόθεσις των αμέσων δανείων εκ των εθνικών θρησκειών θεωρείται γενικώς απαράδεκτος και τούτο διότι είναι πρόδηλος η οξεία αντίθεσις, εις την οποίαν από των πρώτων βημάτων της εμφανίσεως αυτού περιήλθεν ο Χριστιανισμός προς τον ειδωλολατρικόν κόσμον. Δέχονται δια τούτο ότι υπάρχουν έμμεσα, ούτως ειπείν, δάνεια, τα οποία δια του Ιουδαϊκού περιβάλλοντος, ως ενδιαμέσου τινός αγωγού μετεδόθησαν εις τον γεννώμενον Χριστιανισμόν. Και η περί αναστάσεως του Χριστού ιδέα είναι λοιπόν, λέγουν, δυνατόν να εδέχθη – ουδείς κατά τον L. de Grandmaison ([3]) λέγει ότι ωρισμένως και βεβαίως εδέχθη – την επίδρασιν εκ των τότε ευρύτατα διαδεδομένων ανά τον εθνικόν κόσμον ιδεών περί θεών σωτήρων αποθνησκόντων και ανισταμένων. Ο Η. Gunkel ([4]) εκθέτει την υπόθεσιν ταύτην ως εξής: ο Ιησούς δεν είναι ο μόνος ή ο πρώτος των θείων όντων, εις την ανάστασιν του οποίου επίστευσαν οι άνθρωποι. Η πίστις εις τον θάνατον θεών επακολουθούμενον υπό επανόδου τούτων εις την ζωήν, υφίστατο κυρίως μεν εν Αιγύπτω, έπειτα δε και εν Βαβυλώνι, Συρία, και Φοινίκη. Αρχεγόνως επρόκειτο περί φαινομένων φυσικών λαμβανομένων ως στιγμών θείας ζωής. Οι θεοί του ήλιου ή της βλαστήσεως αναγεννώνται την πρωΐαν ή το έαρ. Αναμφιβόλως είναι δύσκολον να υποθέσωμεν, ότι τα σύμβολα και αι ιδέαι αύται έσχον άμεσον επίδρασιν επί των μαθητών του Χριστού. Αλλ' εν τω Ιουδαϊσμώ αυτώ δεν υπήρχεν ίχνος τι ιδεών συγγενών; Βεβαίως ο επίσημος Ιουδαϊσμός της εποχής του Ιησού ηγνόει πάντα ταύτα. Αλλά ποίος θα είπη, ότι η ιδέα αύτη δεν κατέστη δυνατόν να σχηματισθή εις ιδιαιτέρους τινάς κύκλους απομεμακρυσμένους; Τοσούτω δε μάλλον, όσω ο χρόνος, καθ' ον τοποθετείται η ανάστασις του Χριστού, καθιστά την υπόθεσιν πιθανωτέραν. Η ανάστασις του Χριστού λέγεται, ότι έλαβε χώραν την πρωΐαν της Κυριακής του Πάσχα κατά την ανατολήν του ήλιου. Τυχαία είναι η σύμπτωσις αυτή; ο νεκρός θεός εις τας ανατολικάς θρησκείας ανεγεννάτο την πρωΐαν μετά του ηλίου, του οποίου ήτο η προσωποποίησις, και κατά το έαρ. Ας προχωρήσωμεν έτι πλέον. Ο Χριστός ανέστη την τρίτην ημέραν ή κατά την τρίτην ημέραν. Διατί; οι πρώτοι Χριστιανοί έλεγον: Διότι τούτο είχε προφητευθή. Αλλ' εάν θέλη τις να εξηγήση πόθεν προέρχεται η ιδέα αύτη της τρίτης ημέρας και η σπουδαιότης, η αποδιδομένη εις αυτήν, πρέπει να ανατρέξωμεν εις τας ξένας θρησκείας. Ο αριθμός τρία είναι πράγματι ιερός αριθμός εις πολλάς ανατολικάς θρησκείας. Και εν τη Ιουδαϊκή παραδόσει παίζει εξ ίσου ρόλον τινά... Εν δε τη Ελληνική μυθολογία ο Απόλλων την τετάρτην ημέραν μετά την γέννησίν του μεταβαίνει εις τον Παρνασσόν· και φονεύει τον όφιν Πύθωνα. Εν συνόλω και κατά την Γραφήν τρείς ή τρείς και ήμισυς είναι ο χρόνος του κακού θριαμβεύοντος, του χάους, της κακοποιού δυνάμεως, τον οποίον διαδέχεται η νίκη του αγαθού, του φωτός, της αγαθοποιού δυνάμεως. Ο χειμών, τον οποίον διαδέχεται το έαρ, και η αναγέννησις του ηλίου διαρκεί τρεις μήνας ή τι πλέον. Εκ τούτου συνάγεται λοιπόν εξήγησίς τις του θαυμασίου αριθμού τρία εφαρμοζομένου εις την ανάστασιν του Ιησού και η εξήγησις αύτη είναι, ότι πριν ή ο Ιησούς υπάρξη, υφίστατο εις τα περιβάλλοντα τα Ιουδαϊκοσυγκρητιστικά πίστις εις τον θάνατον και την ανάστασιν του Χριστού ([5]). Και με ολίγας λέξεις ο θάνατος και η ανάστασις του Ιησού Χριστού αποτελούσιν είτε κατά το σύνολον είτε κατά μέγα μέρος μύθον αντιγραφέντα εκ των νεκραναστάσεων των μυστηριακών θεών, αι οποίαι απαντούν εις τας ειδωλολατρικάς μυστηριακάς θρησκείας.
Αλλά και η υπόθεσις αύτη ελέγχεται ασύστατος δια τους κάτωθι λόγους:
1) Εκ της ανεπαρκείας των πηγών της επιδράσεως.
Ομολογείται, ως είπομεν ήδη, ότι η άμεσος εκ των εθνικών θρησκειών επίδρασις είναι απίθανος και τουτ' αυτό αδύνατος. Ομολογείται ωσαύτως ότι και η έμμεσος επίδρασις δεν εγένετο δια του επισήμου Ιουδαϊσμού, αλλ' εξ ιδιαιτέρων τινών κύκλων μεμακρυσμένων. Ο επίσημος Ιουδαϊσμός δηλαδή έμεινεν ανεπηρέαστος και θα επηρεάζετο ο Χριστιανισμός, ο οποίος ευθύς εξ αρχής προς τα ειδωλολατρικά στοιχεία έλαβε θέσιν εχθρικωτέραν και αυτού του Ιουδαϊσμού;
2) Εκ της βεβιασμένης συμφωνίας των αριθμών.
Η Γραφή ομιλεί περί τριών και ημίσεος καιρών. Και υποστηρίζεται, ότι τρεις και ήμισυς καιροί εκπροσωπούσι την χρονικήν περίοδον της κυριαρχίας του κακού. Ποία συμφωνία δύναται πράγματι να υπάρξη μεταξύ τριών και ημίσεος καιρών αφ' ενός και τριών ημερών ουχί πλήρων αφ' ετέρου; Ή, πώς δύναται να ταυτισθή ο αριθμός των τεσσάρων ημερών του Απόλλωνος προς τας τρεις μη πλήρεις ημέρας της ταφής και αναστάσεως του Κυρίου;
3) Εκ της αοριστίας και αισχρότητος των ειδωλολατρικών μύθων.
Περί των σωτήρων των αρχαίων εθνικών μυστηριακών θρησκειών, εάν περιορισθώμεν να συμβουλευθώμεν ένα μόνον συγγραφέα της αρχαιότητος, ενδέχεται να πλανηθώμεν και να νομίσωμεν, ότι αι περί αυτών πληροφορίαι είναι ωρισμέναι και συγκεκριμέναι. Όταν όμως ερωτήσωμεν πλείονας του ενός εκ των αρχαίων συγγραφέων, τότε, καθώς παρατηρεί ο Η. Pinard de la Boullay ([6]), διαπιστούμεν μεταξύ των πληροφοριών των διαφοράς σχεδόν απελπιστικάς. Εάν δε συγκρίνωμεν και εγγράφους μαρτυρίας διαφόρων εποχών, η ασυμφωνία οξύνεται. Όπως εις τα νέφη η πραγματική πνοή του ανέμου προσδίδει διαφόρους μορφάς, Ούτω και εις τας περί των θεών τούτων μυθολογικάς παραδόσεις κρατεί η αυτή αστάθεια και ρευστότης.
Η ιστορία ενός εκάστου των μυθικών τούτων θεών χάνεται εις την αοριστίαν των μύθων. Ο θάνατος δε και η αναβίωσίς του έχουν την πλαστικότητα των συμβόλων και την αισχρότητα των φυσικών μύθων. Υπό τα διάφορα ονόματα των θεών τούτων συμβολίζονται αι αφανείς και ανώνυμοι της φύσεως δυνάμεις, αι στερούμεναι ηθικής τινος αξίας, αι οποίαι καθορίζουσι τας κυρίας φάσεις του δράματος κατά το οποίον εκτυλίσσονται τα παθήματα και ο θρίαμβος του μυστηριακού θεού. Εις τα δράματα ταύτα περιγράφονται περιπέτειαι φανταστικαί, και, εκλαμβανόμενα ταύτα αλληγορικώς, εκφράζουσιν ή την αρχήν του κόσμου ή τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα ή τας μεταβολάς της βλαστήσεως και καρποφορίας της γης.
Πρέπει, όμως, να ληφθή επί πλέον υπ' όψει και τούτο: εις την αρχήν όλων τούτων των μύθων δεν είναι εν μόνον πρόσωπον, αλλά ζεύγος τι θεού και θεάς, η πρώτη δε θέσις ανήκει εις την γυναίκα και η περί αυτήν υφανθείσα εν τη αρχή απεχθής και μυσαρά ιστορία δεν κατέστη δυνατόν να εξαλειφθή δια των στοιχείων της αλληγορίας, τα οποία μεταγενεστέρως συνυφάνθησαν. Όλως τουναντίον εν τη ιστορία των παθημάτων και της αναστάσεως του Ιησού Χριστού έχομεν το συγκεκριμένον και σαφώς καθωρισμένον, το οποίον παρουσιάζουν μόνον τα αυθεντικά ιστορικά γεγονότα. Έχομεν· ενταύθα αληθή άνθρωπον, πρόσωπον ιστορικόν, εις επακριβώς ωρισμένην εποχήν γεννώμενον και θνήσκον, διωκόμενον υπό των εχθρών του, ιστορικών και τούτων προσώπων, και σταυρούμενον υπό τα όμματα των μαθητών του και υπό την έγκρισιν της Ρωμαϊκής εξουσίας. Τίποτε το αόριστον, το αλληγορικόν, το αναφερόμενον εις συμβολισμόν τινα. Ο Ιησούς Χριστός, πρόσωπον ιστορικόν, είναι Θεός ενανθρωπήσας, ο οποίος αποθνήσκει και ανίσταται δια να οδηγήση τους πιστούς του εις νέαν εσωτερικήν ηθικήν ζωήν και μετά θάνατον εξασφαλίση εις αυτούς την αιώνιον βασιλείαν. Τοιαύτην ιδέαν και τοιούτον απολυτρωτικόν θάνατον και ανάστασιν του Σωτήρος Θεού εις ουδεμίαν των μυστηριακών θρησκειών ανευρίσκομεν. Και αυτό ακόμη το επίθετον Σωτήρ δεν αποτελεί τον χαρακτηρισμόν των μυστηριακών τούτων θεοτήτων και δεν αποδίδεται εις αυτάς προ της εποχής του Χριστιανισμού ([7]). Εις ουδεμίαν δε των μυστηριακών τούτων θρησκειών δυνάμεθα ν’ ανακαλύψωμεν θεόν ενδιαφερόμενον να εξιλεώση την αμαρτωλόν ανθρωπότητα. Η σωτηρία, την οποίαν υπόσχονται αι μυστηριακαί θρησκείαι του ειδωλολατρικού κόσμου, είναι όλως εξωτερική και πρόσκαιρος, αναφερομένη εις τας καταδρομάς της ειμαρμένης, και δεν είναι συνδεδεμένη προς πνευματικήν αναγέννησιν του μύστου, ουδέ προς εσωτερικήν επιστροφήν αυτού.
4) Στηρίζεται επί αναχρονισμού.
Αι μεγάλαι επιστολαί του Παύλου, αι οποίαι αποτελούν τα πρώτα γραπτά μνημεία, εις τα οποία επιβεβαιούται ρητώς το πάθος και η ανάστασις του Ιησού Χριστού και αναπτύσσεται η απολυτρωτική και κοσμοσωτήριος σημασία τούτων, εδημοσιεύθησαν κατ' αυτό το πρώτον ήμισυ του πρώτου χριστιανικού αιώνος. Αλλά κατά την εποχήν ταύτην όχι μόνον αι λατρείαι των Ινδιών και της Βαβυλώνος ήσαν ελάχιστα γνωσταί εις τον Ελληνορρωμαικόν κόσμον, αλλά και αυταί αι ανατολικαί λατρείαι του Διονύσου, του Μίθρα, της Ίσιδος και της Κυβέλης, ήσαν ελάχιστα διαδεδομέναι. Η ανά τον εθνικόν κόσμον διάδοσις των θρησκειών τούτων συνετελέσθη μεταγενέστερον. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να δεχθώμεν την επίδρασιν τούτων επί του Χριστιανισμού κατά χρόνον, καθ' ον ουδ' αυτός ακόμη ο εθνικός κόσμος είχεν υποκύψει υπό την επίδρασιν ταύτην; ([8])
5) Εκ της επί μέρους συγκρίσεως του αναστάντος Ιησού, προς τους πάτρωνας των εθνικών θρησκειών.
Απλή αντιπαραβολή μεταξύ των λεπτομερειών του θανάτου και της αναστάσεως του Κυρίου αφ' ενός, και του δράματος των παθημάτων και του θριάμβου ενός εκάστου εκ των πατρώνων των μυστηριακών θρησκειών αφ' ετέρου, πείθει ότι ουδέ σύγκρισις δύναται να χωρήση μεταξύ τούτων και ουδεμία ουδέ πόρρωθεν δύναται να σημειωθή πραγματική αναλογία μεταξύ αυτών.
Ούτως, εξ όλων των θεών των θανόντων, ο Όσιρις είναι ο περισσότερον μαρτυρούμενος, είτε δια την αφθονίαν των εγγράφων πηγών των αφορωσών εις την Αιγυπτιακήν θρησκείαν είτε διότι ο Πλούταρχος αφιέρωσεν ιδίαν πραγματείαν περί αυτού. Ο Όσιρις είναι η προσωποποίησις της βλαστήσεως, της εύφορου φύσεως της Αιγύπτου και του ζωοπαρόχου ύδατος του Νείλου. Αυτός τακτοποιεί το χάος βοηθούμενος υπό της αδελφής άμα και συζύγου αυτού Ίσιδος, αλλ' ο αδελφός αυτού Σήθ ή Τυφών, όστις είναι η προσωποποίησις της καυστικής ερήμου, τον επιβουλεύεται και δι' απάτης κατορθώνει να εγκλείση αυτόν εις κιβώτιον, όπερ ερρίφθη εις τον Νείλον, και να σφετερισθή τον θρόνον αυτού. Ολίγον έπειτα ο Σήθ κατακόπτει εις τεμάχια το πτώμα του Οσίριδος και διασκορπίζει αυτά. Τούτο δε αποτελεί το πάθος του Οσίριδος. Ποίαν σχέσιν δύναται να έχη τούτο προς το πάθος του Κυρίου;
Αλλά και τα επακολουθήσαντα το πάθος του Οσίριδος ουδεμίαν σχέσιν η ομοιότητα παρουσιάζουσι προς τα μετά το πάθος του Κυρίου. Διότι κατά την αιγυπτιακήν μυθολογίαν, η Ίσις, ανευρούσα εις το Δέλτα του Νείλου πάντα τα τεμάχια του πτώματος του Οσίριδος, χάρις εις την μαγικήν αυτής δεξιότητα, δεν επιτυγχάνει μεν παρά τας αποπείρας αυτής όπως ζωοποιήση το ανασυσταθέν πτώμα, ανασυνθέτει όμως αυτό και επιτυγχάνει να γονιμοποιηθή υπ’ αυτού και να γεννήση υιόν αυτού τον Ώρον, όστις έμελλε να εκδικήση τον πατέρα αυτού. Πράγματι ο Ώρος ως πρώτην φροντίδα αυτού εκδηλοί ν' αποδώση τας οφειλομένας επικηδείους τιμάς εις τον νεκρόν του πατρός του, χάρις δε εις την ταρίχευσιν και τας τιμάς ταύτας, ο Όσιρις δύναται να θεοποιηθή και να ζήση νέαν τινα ζωήν εις άλλον κόσμον. Τα μυστήρια ούτω του Οσίριδος εξετυλίσσοντο εις τρία δράματα ή τρεις κυρίας αναπαραστάσεις· τας αναπαραστάσεις του θανάτου, της ταφής και του θριάμβου του Οσίριδος. Περί αναστάσεως όμως του Οσίριδος δεν γίνεται λόγος, αλλά μόνον περί θεοποιήσεως αυτού. Ο Όσιρις ανίστατο εις το πρόσωπον του υιού αυτού Ώρου ([9]).
Δ ι ό ν υ σ ο ς ο Ζ α γ ρ ε ύ ς είναι ο πάτρων των Ορφικών μυστηρίων. Εγεννήθη εκ του Διός βιάσαντος την θυγατέρα αυτού Περσεφόνην και παρίσταται κερασφόρος. Ο Ζεύς, φοβούμενος τας παγίδας της ζηλοτύπου Ήρας, ενεπιστεύθη την ασφάλειαν του μικρού Διονύσου εις τους εν Κρήτη Κουρήτας. Παρά ταύτα όμως ο μικρός Διόνυσος κατεσπαράχθη υπό των Τιτάνων και κατετεμαχίσθη υπ' αυτών. Και άλλα μεν εκ των τεμαχίων τούτων κατεβροχθίσθησαν υπό των Τιτάνων, άλλα δε ετάφησαν κατά διαταγήν του Διός υπό του Απόλλωνος. Μόνη δε η καρδία του μικρού Διονύσου παρέμεινε πάλλουσα και μετεφέρθη υπό της Αθηνάς εις τον Δία. Και κατά μίαν μεν έκδοσιν κατεβροχθίσθη αύτη υπ' αυτού του Διός, κατ' άλλην δε υπό της Σεμέλης και εδόθη ούτω γέννησις εις δεύτερον Διόνυσον. Ιδού, τί θέλουν να παρουσιάσωσιν ως πάθος και ανάστασιν του Διονύσου, παρατηρεί ο de la Boullaye ([10]). Καταδιωχθείς υπό της δικαίας οργής μιας θεάς ο μικρός ούτος θεός, ο Διόνυσος, αποθνήσκει χωρίς να σκέπτεται τι περί των ανθρώπων, οι οποίοι ακόμη δεν έχουν δημιουργηθή, αναγεννάται δε ως άλλος Διόνυσος εις άλλην προσωπικότητα ([11]).
Ο Ά δ ω ν ι ς, θεός Σύρος, προερχόμενος εκ Μεσοποταμίας, όπου υπό το όνομα Θαμμούζ κατείχε σπουδαίαν θέσιν εις το πάνθεον του Σουμερίων, υπήρξε νέος ωραίος αγαπώμενος συγχρόνως υπό τε της Αφροδίτης και της Περσεφόνης. Φονευθείς δε υπό αγριοχοίρου τινός διεκδικείται υπ' αμφοτέρων των θεών, έως ου ο Ζεύς αποφασίζει να διέρχεται ο Άδωνις τέσσαρας μήνας μετά της μιας θεάς και τέσσαρας μετά της ετέρας, τους δε λοιπούς τέσσαρας να διαθέτη κατά την αρέσκειάν του. Κατά τας τελετάς του Θαμμούζ – Αδώνιδος επειδή ούτος καθ' έκαστον έτος έπρεπε ν' αποθάνη καταβαίνων εις τον Άδην και τιθέμενος εις την διάθεσιν της Περσεφόνης, εγίνετο κλαυθμός και κοπετός επί του ερωμένου της Αφροδίτης (της άλλως γνωστής εν Συρία υπό το όνομα Αστάρτη και εν Βαβυλώνι υπό το όνομα Ιστάρ), ήτις ήτο η προσωποποίησις της γενετηρίου δυνάμεως και η οποία καθ' έκαστον έτος μετέβαινεν εις τον Άδην προς αναζήτησιν του ερωμένου αυτής. Κατά την διάρκειαν της απουσίας της Αφροδίτης εγίνοντο θρήνοι επικήδειοι μετά πενθίμων ωδών περί το άγαλμα του θεού. Η όλη τελετή μετά των ηρώων αυτής εξεικόνιζε την φύσιν μετά της βλαστήσεως και γονιμοποιήσεως της γης, η οποία υπό τον καύσωνα του θέρους κάμπτεται και θερίζεται, ίνα ταφή κατά τον χειμώνα ουχί όμως και άνευ ελπίδος τινός επανόδου ([12]).
Ο Ά τ τ ι ς και η Κ υ β έ λ η είναι θεότητες Φρυγικαί, εκ των οποίων κυρίως η Κυβέλη λατρεύεται, γνωστή από των μέσων του πρώτου μ. Χ. αιώνος μέχρι του τετάρτου ως θεά υπό το όνομα «μεγάλη μήτηρ θεά», ή «η μήτηρ των θεών και των ανθρώπων». Ο Άττις παραμένει και ζη εν τη σκιά της Κυβέλης, αντικείμενον και θύμα άμα της αγάπης της. Υπάρχουσι διάφοροι εκδόσεις του περί Άττεως και Κυβέλης μύθου. Κατά την παρ' Οβιδίου, Ιουλιανού του παραβάτου και Σαλλουστίου προτιμωμένην, ο Άττις, εκτεθείς άμα τη γεννήσει του εις τους καλαμώνας του ποταμού Γάλλου, εσώθη υπό της Κυβέλης, η οποία εράται τούτου και αποσπά απ' αυτού την υπόσχεσιν, ότι δεν θα ηγάπα ποτέ άλλην γυναίκα. Αλλ' ο νεαρός ποιμήν, συναρπαγείς υπό του κάλλους της νύμφης Σαγγαρίας, δείκνυται άπιστος προς την θεάν. Η Κυβέλη όμως ειδοποιηθείσα υπό λέοντος, εν εκρήξει ζηλοτυπίας, συντελεί τον όλεθρον της αντιζήλου και οδηγεί εις παραφροσύνην τον Άττιν, όστις εις τας πρώτας στιγμάς της απελπισίας αυτού ακρωτηριάζει εαυτόν. Η Κυβέλη τότε αναλαμβάνει αυτόν αχώριστον σύντροφόν της. Κατ' άλλους όμως ο Άττις υπέκυψεν υπό το τραύμα αυτού, αλλ' η Κυβέλη επέτυχε να παραμείνη το σώμα του αδιάφθορον παραχωρήσαντος επί πλέον του Διός, ίνα η κόμη του Άττεως εξακολουθή αυξάνουσα, ο δε μικρός δάκτυλός του κιήται πάντοτε.
Πάντως αι παλαιότεραι εκδόσεις του περί Άττεως μύθου δεν ομιλούσι περί θανάτου και αναστάσεως αυτού. Τα χαρακτηριστικά τα παρουσιάζοντα τον Άττιν θνήσκοντα και ανιστάμενον είναι πολύ μεταγενέστεραι προσθήκαι. Τα περί αναστάσεως μάλιστα του Άττεως δεν απαντώσιν εις ουδεμίαν των ειδωλολατρικών εκδόσεων του μύθου, αλλά μνημονεύονται το πρώτον υπό του Firmicus Maternus εις το μεταξύ του 346 και 350 συγγραφέν έργον αυτού De errore profanarum religionum. Μεταξύ των κυρίων τελετών των μυστηρίων της Κυβέλης, κατά τα οποία εξετυλίσσοντο θεάματα αιματηρά και αυτοακρωτηριασμοί εις τιμήν της θεάς, ήτο και το κριοβόλιον ή το ταυροβόλιον, ούτινος όμως «ουδέν ίχνος απαντάται προ του β' αιώνος μετά Χριστόν» ([13]).
Τέλος ως προς τον Μίθραν θα έπρεπε να σημειωθή, ότι κατά τους περί αυτόν μύθους ο θεός ούτος, όστις είναι η προσωποποίησις του ήλιου, φονεύει τον ταύρον, του οποίου το αίμα γονιμοποιεί την γην και προκαλεί την γέννησιν των φυτών, των ζώων και των ανθρώπων. Δεν γίνεται όμως ουδείς λόγος περί πάθους η αναστάσεως του Μίθρα. Και μόνον κατά την ερμηνείαν την υπό του Loisy διδομένην ο Μίθρας είναι συγχρόνως ο θύτης και το θύμα, ο θεός ο θύων και ο ταύρος ο θυόμενος ([14]).
Εκ της ανωτέρω συντόμου επισκοπήσεως γίνεται φανερόν ότι ουδεμία αναλογία ή ομοιότης πραγματική υφίσταται μεταξύ του πάθους και της αναστάσεως του Ιησού Χριστού και των εις τας μυστηριακάς θρησκείας του εθνισμού μυθολογουμένων περί των πατρώνων ή των σωτήρων θεών. Τοιαύτη δε είναι η απόστασις η χωρίζουσα τους μύθους τούτους από των περιστατικών της ταφής και αναστάσεως του Κυρίου, ώστε, ως ορθώς παρατηρεί ο de la Boullaye ([15]), ουδ’ αυτός ο Κέλσος εις την κατά του Χριστιανισμού εμπαθή συγγραφήν αυτού δεν έσχε την σκέψιν να παρομοιάση την αναστάσιν του Κυρίου προς τους μύθους τούτους των μυστηριακών θρησκειών, εις τους οποίους συγγραφείς σύγχρονοι προς ημάς διατείνονται, ότι οφείλει την αρχήν αυτής. Ευρίσκει ο Κέλσος ανάλογα προς την ανάστασιν του Κυρίου τους μύθους του Ορφέως, του Ηρακλέους, του Θησέως ([16]), ουχί όμως και τους μύθους, εις τους oποίους ανατρέχουσι σήμερον οι ορθολογισταί.
Συμπέρασμα. Πάσαι λοιπόν αι αντιρρήσεις και υποθέσεις αι διατυπωθείσαι κατά του γεγονότος της αναστάσεως απεδείχθησαν αβάσιμοι και αστήρικτοι. Οι μάρτυρες αυτού κατ' ουδένα λόγον δύνανται να κατηγορηθώσιν επί ανειλικρινεία και δολιότητι, όπως δεν δύναται να υποστηριχθή δι' αυτούς ότι υπήρξαν θύματα αθώας τινός πλάνης ή παρανοήσεως. Τοιουτοτρόπως το γεγονός της αναστάσεως παραμένει απρόσβλητον και αδιάσειστον. Μαρτυρούμενον από ολόκληρον λεγεώνα μαρτύρων, επιβεβαιούμενον από την συμμαρτυρίαν ολοκλήρου της πρώτης χριστιανικής γενεάς, ήτις ήκουσε τους αυτόπτας και αυτηκόους του γεγονότος τούτου και έκρινεν αυτούς, επισφραγισθέν δι’ αυτού του αίματος των μαρτύρων αυτού, αποτελεί γεγονός, όμοιον του οποίου, υπό την έποψιν των ιστορικών μαρτυριών των κατοχυρουσών το κύρος αυτού, δεν έχει να παρουσίαση άλλο η ιστορία. Ποία ήδη τυγχάνει η σημασία του γεγονότος τούτου εννοεί τις, όταν ενθυμηθή, ότι, όταν εκ των Γραμματέων και Φαρισαίων τινές εζήτησαν από τον Ιησούν Χριστόν να δείξη εις αυτούς σημείον, ικανόν να βεβαιώση την θείαν προέλευσιν και αποστολήν Αυτού, ο Κύριος αποκριθείς είπε· «Γενεά πονηρά και μοιχαλίς σημείον επιζητεί· και σημείον ου δοθήσεται αυτή, ει μη το σημείον Ιωνά του προφήτου» (Ματθ. ιβ' 39). Δεν ανεφέρθη ο Χριστός εις τόσα άλλα σημεία, τα οποία καθημερινώς ενήργει μεταξύ των Ιουδαίων. Σημείον έκτακτον, μοναδικόν, υπεροχώτατον μεταξύ των πολυαρίθμων θαυμάτων του, όσον ουδέν άλλο μαρτυρούν την θείαν προέλευσιν και καταγωγήν αυτού, προεκήρυξε την ανάστασίν Του, την οποίαν εξεικόνισεν η επί τριήμερον παραμονή του Ιωνά εν τη κοιλία του κήτους.
Και αληθώς. Εάν η Γραφή ιστορή και περί άλλων τινών, ότι εγκατέλιπον τον τάφον και επανήλθον εις την ζωήν, νεκρός όμως αναστάς εκ του τάφου δια μόνης της εν εαυτώ εγκρυπτομένης δυνάμεως, νεκρός κατ’ ευθείαν υπό του Θεού αυτού ανακληθείς εις την ζωήν, εις και μόνος υπήρξεν, ο Ιησούς Χριστός. Δεν ανέστη δια προσταγής προφήτου ή άλλου τινός απεσταλμένου του Θεού. Δεν ανέστη δια δεήσεως, την οποίαν προ του τάφου αυτού ανέπεμψε θεοφιλής τις και υπό του Θεού κεχαριτωμένος άνθρωπος. Ανέστη δια της ιδίας δυνάμεως. Ανέστη υπό της αοράτου και πανσθενούς δεξιάς του Πατρός Του. Ακριβώς δε δια τούτο η ανάστασίς Του αύτη αποτελεί την επισημοτέραν μαρτυρίαν περί της θείας προελεύσεως και αποστολής αυτού. Είναι η θεία σφραγίς, την οποίαν αυτή η δεξιά του Υψίστου επέθεσεν, επικυρούσα επισημότατα και των άλλων θαυμάτων του Ιησού τον υπερφυσικόν χαρακτήρα. Αυτός ο Πατήρ μαρτυρεί δι' αυτής περί της θείας φύσεως και της απείρου μεγαλειότητος του Υιού Του. Δι' αυτό δε και ο Απόστολος Παύλος δεν διστάζει να διακηρύξη περί εαυτού και των άλλων Αποστόλων, ότι «ευρισκόμεθα και ψευδομάρτυρες του Θεού, ότι εμαρτυρήσαμεν κατά του Θεού, ότι ήγειρε τον Χριστόν, ον ουκ ήγειρεν, είπερ άρα νεκροί ουκ εγείρονται» (Α' Κορ. ιε' 15).
Και δεν μαρτυρείται μόνον η θεότης του Ιησού κατά τρόπον έξοχον, υπ' αυτού του Πατρός μαρτυρουμένη, δια της αναστάσεως. Επιβεβαιούται και η δια του Χριστού απολύτρωσις και σωτηρία των ανθρώπων. Ο Ιησούς αποδεικνύεται δια της αναστάσεώς Του και Σωτήρ και Λυτρωτής του κόσμου. Εάν όσοι προ αυτού ανέστησαν, προς καιρόν μόνον απεσπάσθησαν της κυριαρχίας του θανάτου, μετ' ολίγα δε έτη ο τάφος ανήρπασεν εκ νέου τα θύματά του εκείνα, περί του Ιησού Χριστού όμως δεν δύναται να λεχθή το αυτό. Το πλήγμα, όπερ δια της αναστάσεως αυτού κατήνεγκε κατά του θανάτου, υπήρξε θανάσιμον και η νίκη οριστική. Η δύναμις του Άδου παρέλυσεν ολοσχερώς και απεδείχθη ακαταγώνιστος και ανυπέρβλητος η δύναμις, η ενοίκουσα εν τω ταπεινώ και αδυνάτω σχήματι του Εσταυρωμένου μας, όστις ούτως ανεδείχθη εν ταυτώ καταπαλαιστής του θανάτου ένδοξος και της ανθρωπότητος ο αναμενόμενος Σωτήρ.
Εντεύθεν εξηγείται, διατί η πληροφορία περί του ότι ο Ιησούς ανέστη, μετατρέπει ένα διώκτην αδιάλλακτον της Εκκλησίας του εις κήρυκα ενθουσιώδη της θεότητός του, αποσπά δε από το στόμα ενός δυσπιστούντος μαθητού την αιωνίαν και ακατάλυτον ομολογίαν της πίστεως: «ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Ό,τι δε εσημειώθη εις τα βάθη της καρδίας των δύο εκείνων Αποστόλων, τούτο ακριβώς επανελήφθη και εξακολουθητικώς επαναλαμβάνεται εις τα βάθη της καρδίας πάντων των πιστών. Το γεγονός της αναστάσεως υπήρξεν η θεμελιώδης αλήθεια της πίστεως, εφ' ης ως επί βράχου αρραγούς και αδιασείστου εθεμελιώθη η την θεότητα του Ιησού λατρεύουσα Εκκλησία, και η πίστις εις την αλήθειαν ταύτην καταλαμβάνουσα μέχρι σήμερον την καρδίαν παντός ανθρώπου, φέρει εις τα χείλη αυτού και την σωτήριον ομολογίαν: ο Κύριός μου και ο Σωτήρ μου.
([1]) Keim, Geschichte Jesu von Nazara III, 605.
([2]) Αι αυταί παρουσιάζονται δυσκολίαι και εάν παραδεχθώμεν, ότι αι εμφανίσεις του Ιησού αποτελούσιν υλοποίησιν τινα πνευματικήν, καθώς λέγουν οι πνευματισταί, ήτις παρηρμηνεύθη υπό των μαθητών ως σωματική ανάστασις. Εν τοιαύτη περιπτώσει πρέπει να παραδεχθή τις 1) ότι ψ ε ύ δ ε τ α ι ο εμφανιζόμενος εις τους μαθητάς διδάσκαλος και ότι το πνεύμα του Ιησού δολιεύεται τους αποστόλους, όταν ζητή να πείση τούτους δια της αφής, ότι φέρει το αυτό σώμα, όπερ και επί του Σταυρού· 2) ότι ψεύδεται και το παρά τον τάφον του Ιησού εμφανισθέν πνεύμα, το διαβεβαιούν τας μυροφόρους, ότι ο Ιησούς «ηγέρθη, ουκ εστίν ώδε· ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν»· και 3) πάλιν γεννάται το πρόβλημα του κενού τάφου. Τι έγινε λοιπόν το σώμα του Ιησού, αφού ο Ιησούς πράγματι δεν ανέστη;
Νεωτέρα τις υπόθεσις, την οποίαν υπηνίξατο μεν ο Weizsacker (εν τω συγγράμματι αυτού Das Apostolische Zeitaller σελ. 5), υιοθέτησε δε και υπεστήριξεν ο Martineau (The Seat of Authority in Religion σελ. 363-377), παρουσιάζει τας περι εμφανίσεων αφηγήσεις των Ευαγγελίων ως θρύλον μεταγενέστερον βασισθέντα επί παρεξηγήσεως του κηρύγματος των αποστόλων. Οι Απόστολοι επίστευον απλώς, ότι ο Εσταυρωμένος Ιησούς «ζη ακόμη και αναμένει τον υπό του Πατρός ωρισμένον χρόνον δια να πληρώση τας επαγγελίας»· ζη, ουχί όπως πάντες οι κοινοί θνητοί, οίτινες μετά τον θάνατον αυτών κατέχονται εν τω Άδη, αλλά ζη μετά των εξαιρετικών εκείνων πνευμάτων, οποία υπήρξαν ο Ενώχ, ο Μωϋσής, ο Ηλίας, εν τω κόσμω των αγγέλων. Η πίστις αύτη ανεπτύχθη παρ' αυτοίς ευθύς ως συνήλθον από την βαθείαν θλίψιν και απόγνωσιν, ήτις κατέλαβεν αυτούς μετά την σταύρωσιν του Ιησού. Ανεπτύχθη δε τοσούτω μάλλον ενωρίτερον, όσω περισσότερον επιβλητική υπήρξεν η προσωπικότης του Ιησού. Ποτέ δεν θα επίστευον, ότι ο θάνατος θα εξήλειφε μίαν τοιαύτην υπέροχον φυσιογνωμίαν. Η πίστις αύτη, ότι ο Ιησούς εξηκολούθει να ζη, εδημιούργησε την πίστιν εις την ανάστασιν του Χριστού. Πράγματι οι πρώτοι μαθηταί είπον, ότι είχον ίδει τον Ιησούν. Διότι μόνον ούτω θα ηδύναντο να μεταδώσουν και εις τους άλλους την πίστιν, ότι ο Ιησούς εξηκολούθει να ζη εν τω ουρανώ. Λέγοντες όμως οι πρώτοι μαθηταί, ότι είδον τον Ιησούν ενόουν ό,τι και ο Παύλος, όστις μετά 25 έτη γράφων διετείνετο, ότι είδε τον Κύριον κατά τον χρόνον της επιστροφής και της αποστολικής κλήσεώς του. Η οπτασία αύτη του Παύλου υπήρξε καθ' ολοκληρίαν πνευματική. Επειδή δε ο Παύλος θεωρεί και τας λοιπάς εις τους Αποστόλους εμφανίσεις του Ιησού ως συγγενείς και όμοιας προς την ιδικήν του, έπεται λοιπόν ότι και αι υπό των λοιπών αποστόλων οπτασίαι του Ιησού υπήρξαν πνευματικαί και όλως υποκειμενικαί. Πώς όμως από τας τοιαύτας πνευματικάς οπτασίας προήλθεν ο θρύλος της πραγματικής εμφανίσεως του Ιησού εις τους αποστόλους; Προήλθεν από την αξίωσιν των εις την πίστιν ελκυομένων Εθνικών ή Ιουδαίων δια κάτι ισχυρότερον των υποκειμενικών οπτασιών εις απόδειξιν, ότι ο Ιησούς έζη ακόμη. Υπό την επίδρασιν της αξιώσεως ταύτης ουχί αυτοί οι απόστολοι, αλλ' οι ακροαταί αυτών μετέβαλον τας πνευμοπικάς οπτασίας εις πραγματικάς, οι απόστολοι δε κατόπιν δεν εφρόντισαν να επανορθώσωσι την παρανόησιν ταύτην (πρβλ. Bruce μν. εργ. σελ. 314).
Αλλ' η νεωτάτη αύτη θεωρία διαστρέφει προφανώς την αφήγησιν του Παύλου. Ότι ο Παύλος λέγων εμφανίσεις του Ιησού μετά την ανάστασιν εννοεί πραγματικάς τοιαύτας, απεδείξαμεν ήδη. Προσθέτομεν δε μόνον ενταύθα, ότι εν εκ των κυριωτέρων επιχειρημάτων, τα οποία οι ψευδάδελφοι προέβαλλον δια να καταρρίψωσι το κύρος του απαστολικού αξιώματος του Παύλου, ήτο, ότι ο Παύλος δεν είχεν ίδει τον Κύριον. Όταν λοιπόν ο Παύλος αναιρών ως ασύστατον τον ισχυρισμόν τούτον των ψευδαδέλφων ηρώτα προκλητικώς «ουχί Ιησούν τον Κύριον εώρακα της δόξης;», δεν ηδύνατο ποτέ να εννοή οπτασίας πνευματικάς, εσωτερικάς, υποκειμενικάς. Εάν δεν είχεν ίδει πραγματικώς τον Ιησούν, το επιχείρημα των ψευδαδέλφων παραμένει αδιάσειστον και απρόσβλητον. – Έπειτα η αφήγησις του Παύλου καθορίζει σαφώς, ότι ο Κύριος ηγέρθη τ η τ ρ ί τ η η μ έ ρ α. Πολύ ορθώς δε παρατηρεί ο Menegoz, ότι «η μνεία της τρίτης ημέρας δεν θα είχεν ουδεμίαν σημασίαν, εάν ο Παύλος δεν είχεν αποδεχθή την πίστιν της κοινότητος των Ιεροσολύμων, ότι ο Ιησούς τη τρίτη ημέρα εξήλθε ζων εκ του τάφου» (Le peche et la redemption d’ apres Saint Paul σελ. 261).
Δοθέντος, ότι ο Παύλος εννοεί πραγματικάς εμφανίσεις, ανατρέπεται λοιπόν εξ ολοκλήρου η νεωτάτη αύτη θεωρία του Martineau, διότι, καθώς ήδη ανεπτύξαμεν, ο Παύλος αναφέρων ότι ο Ιησούς ώφθη Κηφά και Ιακώβω, ασφαλώς εξ αυτών των ιδίων αυτοπτών επληροφορήθη τούτο. Άλλως τε διαβεβαιών ο Παύλος, ότι το Ευαγγέλιον αυτού ήτο κατά πάντα όμοιον προς το των λοιπών αποστόλων, εννοεί προφανώς, ότι και η ανάστασις του Χριστού, ήτις απετέλει ουσιώδες στοιχείον του Ευαγγελίου του Παύλου, αναμφιβόλως απετέλει την βάσιν του κηρύγματος και των λοιπών αποστόλων. Ούτω δεν καταλείπεται η παραμικρά αμφιβολία, ότι τόσον ο Παύλος, όσον και οι λοιποί απόστολοι, αυτοί και ουχί οι μαθηταί αυτών, εκήρυξαν εξ αρχής και ενωρίτατα την πίστιν εις την πραγματικήν του Ιησού ανάστασιν.
Επι πλέον μόλις είναι ανάγκη και να είπωμεν, ότι η θεωρία αύτη του Martineau επαναφέρει ημάς κατ' ευθείαν εις την περί δόλου θεωρίαν του Reimarus, περί ης εγένετο ήδη λόγος και ήτις σήμερον ουδεμιάς αξιούται προσοχής. Διότι ου μόνον οι πρώτοι μαθηταί, οι εν γνώσει μετατρέψαντες τας υποκειμενικάς οπτασίας εις αντικειμενικάς, και πραγματικάς, αλλά και οι απόστολοι, οι μη λαβόντες φροντίδα να επανορθώσωσι την παρανόησιν, αποδεικνύονται ένοχοι δόλου. Οσονδήποτε ευσεβή και αν υπήρξαν τα ελατήρια, άτινα ώθησαν τους πρώτους των αποστόλων μαθητάς εις το να τολμήσωσι την παραχάραξιν του αποστολικού κηρύγματος, η απάτη δεν παύει ποτέ να μένη τοιαύτη.
Τοσαύτα και περί της θεωρίας ταύτης, την οποίαν εθεωρήσαμεν αξίαν λόγου τινός, μόνον και μόνον διότι πρόσφατος και νεωτάτη ούσα αποδεικνύει την απορίαν επιχειρημάτων, εις ην καταντώσιν οι την αλήθειαν της αναστάσεως αρνούμενοι.
([3]) Άρθρον εν Α. D' Ales, Dictionnaire apologetique de la foi catholique, τόμ. ΙΙ στήλ. 1504.
([4]) Zum religionsgeschirhtlichen Verstaendnis des Ν. Τ. σελ.76-82.
([5]) Πρβλ. και L. de Grandmaison ένθ' ανωτ.
([6]) Jesus Messie, Paris 1930 σελ. 46.
([7]) L. de Grandmaison, Jesus-Christ τόμ. Σελ. 531.
([8]) Προβλ. Pinard de la Boullaye ένθ’ ανωτ. Σελ. 17.
([9]) Προβλ. Léon. De Drandmaison, Jesus-Christ II σελ. 511 και εξής˙ Pinard de la Boullaye ένθ’ ανωτ. Σελ. 53-54.
([10]) ένθ’ ανωτ. σελ. 53.
([11]) Πλείονα περί των Ορφικών μυστηρίων και του Διονύσου ίδε Π. Τρεμπέλα, Μυστηριακαί Θρησκείαι και Χριστιανισμός, Αθήναι 1932 σελ. 104 και εξής.
([12]) L. de Grandmaison ένθ' ανωτ. σελ. 520 και εξής· Pnard de la Boullaye ένθ' ανωτ. σελ. 53.
([13]) L. Tourtain, Les cultes paiens dans l’ Empire romain τόμ. Ι2 σελ. 88. Περί ταυροβολίου ίδε και Π. Τρεμπέλα ένθ’ ανωτ. σελ. 51 και εξής. Περί των μυστηρίων της Κυβέλη πρβλ. και L. de Grandmaison ένθ’ ανωτ. σελ. 524 και εξής και La Boullaye ένθ’ ανωτ. σελ. 53-54.
([14]) De la Boullaye μν. εργ. σελ. 54, 11, 884.
([15]) ένθ’ ανωτ. σελ. 55.
([16]) Ωριγένους κατά Κέλσου βιβλ. ΙΙ 55 Migne.
(Από το βιβλίο: Απολογητικαί Μελέται τόμος Ε, Παναγιώτη Τρεμπέλα σελ. 548-617)
...................................................
(Από το βιβλίο:Στα ίχνη του Ι.Χ.Θ.Υ.Σ.,Στράτου Θεοδοσίου-Μάνου Δανέζη,εκδ. Δίαυλος.)
Η Ανάσταση στη μυθολογία των ανατολικών λαών
ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΝΑΣΗΚΩΜΑ, έγερση ή αφύπνιση. Κατά τον Λουκιανό (Περί Ορχήσ. 45)* είναι η επαναφορά (έγερση) του νεκρού, και κατά τον Χριστιανισμό η επάνοδος στη ζωή από τον κόσμο των νεκρών μιας θείας ή ανθρώπινης ύπαρξης.
Μεταφορικά σημαίνει –εκτός από το ξαναζωντάνεμα– και την απελευθέρωση (ανάσταση του έθνους).
Αρχίζοντας από τα πανάρχαια χρόνια μπορούμε να πούμε –σύμφωνα βέβαια με τις σημερινές γνώσεις μας– ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος από τη στιγμή που άρχισε να παρατηρεί τη ζωή πάνω στη Γη κατάλαβε ότι όπως ο ίδιος, έτσι και η υπόλοιπη ζωική και φυτική ζωή εξαρτιόταν από το τρίπτυχο, ζωή–ανάπτυξη–θάνατος. Η επιβίωση του ανθρώπου ήταν συνυφασμένη με τη βλάστηση της γης, αφού τόσο αυτός όσο και πολλά από τα υπόλοιπα ζώα τρέφονταν από τα δώρα της φύσης.
Συνεπώς η ζωή τού πρωτόγονου ανθρώπου εκείνη τη μακρινή εποχή εξαρτιόταν αφ' ενός μεν από τη διαδοχική εναλλαγή των εποχών του έτους, αφ' ετέρου δε από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. Οι κλιματολογικές εποχές και η εναλλαγή των καιρικών συνθηκών αντιπροσώπευαν τον ίδιο τον κύκλο της ζωής. Ο δριμύς και παγερός χειμώνας αντιπροσώπευε τον θάνατο, ενώ η γλυκιά άνοιξη ήταν η αναγέννηση και η ανάσταση της φύσης. Τον χειμώνα η φύση νέκρωνε, ενώ την άνοιξη ανασταινόταν, σαν μια «ζωντανή» ύπαρξη, που για τον τότε άνθρωπο αντιπροσώπευε το θείον. Εξάλλου είναι πλέον γνωστό, από τις μελέτες των ειδικών επιστημόνων, ότι η θεοποίηση της φύσης ήταν το πρώτο στάδιο ερμηνείας του κόσμου από τους ανθρώπους οποιασδήποτε φυλής σε όλα τα πλάτη του κόσμου. Δηλαδή ο πρωτόγονος άνθρωπος πίστευε ότι έπρεπε να επηρεάζει –με μαγικές επικλήσεις και πράξεις– τη φύση, ώστε ο μυστηριακός κύκλος της ζωής να επαναληφθεί. Άρα, θεός και φύση ταυτίζονταν ή μάλλον θεός και κλιματολογικές εποχές. Συνεπώς, η κυριότερη επιδίωξη του ανθρώπου εστιαζόταν στο γεγονός της ανάστασης του θεού. Γι' αυτόν τον λόγο ο άνθρωπος εκείνης της περιόδου ασκούσε σε ειδική ιεροτελεστία όλες τις πράξεις που απέβλεπαν στον επηρεασμό της φύσης για την αναγέννησή της. Το μυστηριακό τελετουργικό στοιχείο συνυφαινόταν απόλυτα με το υπερβατικό, την ανάσταση του θεού. Ο πρωτόγονος άνθρωπος έχοντας στοιχειωδώς συνειδητοποιήσει τη συνεχή και αναγκαστική διαδοχή των κλιματολογικών εποχών του έτους –απαραίτητη γνώση για την επιβίωσή του– απέδωσε στη διαδοχή του χειμώνα και της άνοιξης σχέση αιτίου και αιτιατού. Πιστεύοντας ότι μέσω της μυστικιστικής ιεροτελεστίας πραγματοποιούσε την ανάσταση του θεού, δεν μπορούσε παρά να συμπεριλάβει ταυτόχρονα και τον θάνατό του ως απαραίτητη προϋπόθεση αυτής καθ' εαυτής της ανάστασής του. Μ' αυτόν τον τρόπο η μαγική ιεροτελεστία εμιμείτο τη γέννηση, τα πάθη, τον θάνατο και την ανάσταση του θεού που τον ταύτιζε, όπως είπαμε, με τη φύση. Δεν ήταν δυνατόν εκείνη τη μακρινή εποχή να συλλάβει ο πρωτόγονος νους του ανθρώπου ιδέες αφηρημένες ενός αιώνιου, πανάγαθου και αόρατου θεού. Γι' αυτόν τον λόγο δημιούργησε την ανάγκη των απτών, ορατών θεών, απαραίτητων για την τέλεση των κατάλληλων ιεροτελεστιών. Άλλωστε η γεωργία και αργότερα το εμπόριο γέννησαν την ιδέα όχι μόνον του ενός θεού, αλλά ουσιαστικά την ιδέα της πολυθεΐας με τη λατρεία των θεών της φύσης, της γεωργίας και του εμπορίου. Έτσι, εμφανίστηκαν τα πρώτα πέτρινα ή ξύλινα είδωλα των θεών και η μαγεία κατέληξε σε θρησκεία, μια πανάρχαια εσωτερική εκδήλωση της ανθρώπινης ψυχής, η οποία σχετίζεται με την επενέργεια ανώτερων δυνάμεων που κατευθύνουν και προστατεύουν τη ζωή στη Γη.
Πιστεύοντας ακράδαντα στη δύναμη και στην αποτελεσματικότητα των μαγικοθρησκευτικών ιεροτελεστιών τους και αναπαραστάσεων, οι πρωτόγονοι άνθρωποι εκλιπαρούσαν τους θεούς μιμούμενοι διάφορες πράξεις, που κάλυπταν τις βασικές ασχολίες της καθημερινής ζωής τους. Έτσι ο τρόπος της σποράς, ο θερισμός, σκηνές του κυνηγιού έγιναν δρώμενα, με αποκορύφωμα τον θάνατο του θεού και την επακόλουθη ανάστασή του. Πολλές φορές κατά τη ρυθμική ιεροτελεστία κάποιος «υπεδύετο» τον ίδιο τον Θεό και απ' αυτό το τελετουργικό δημιουργήθηκε ο λειτουργός ιερέας του.
Ο πρωτόγονος άνθρωπος παρατηρώντας προσεκτικά τον κύκλο ζωής των φυτών, με τον σπόρο, το φύτεμά του στη μητέρα Γη και τη βλάστησή του, ανακάλυψε, με το πέρασμα των αιώνων, τον αντίστοιχο αρχέγονο κύκλο της ζωικής σεξουαλικής αναπαραγωγής. Το σπέρμα –ο σπόρος της ζωής– ριχνόταν από το αρσενικό στη μήτρα του θηλυκού, όπως ο σπόρος που φυτεύεται στη Γη, και από τη μητέρα εδημιουργείτο μια νέα ζωή. Από τον άψυχο σπόρο η γη γεννούσε, όπως ακριβώς οι ζωντανοί οργανισμοί. Συνεπώς η γη ήταν ζωντανή και για να γεννά, έπρεπε να έρχεται σε επαφή με το αρσενικό. Απ' αυτό το γεγονός ο άνθρωπος προσωποποίησε τη Γη με τη θηλυκή μορφή, ενώ ο γονιμοποιός αρσενικός ήταν ο Ουρανός με τη βροχή ή κάποιος ποταμός –όπως ο θεϊκός Νείλος στην Αίγυπτο. Μ' αυτόν τον τρόπο το πρόβλημα της «ανάστασης» της ζωής βασίστηκε και συνδυάστηκε με τη σεξουαλική αναπαραγωγή. Αφού η μητέρα Γη γεννούσε και το σπέρμα του Ουρανού ήταν η βροχή, τότε οι άνθρωποι –που η ζωή τους εξαρτιόταν από τη βλάστηση– έπρεπε είτε να εξευμενίζουν, είτε να προκαλούν τον θεό Ουρανό να συνευρίσκεται περισσότερες φορές με τη μητέρα Γη για πλουσιότερη παραγωγή.
Στη Θεογονία του Ησίοδου η ευρύστερνη Γαία και ο Ουρανός αποτελούν το πρώτο θεϊκό ζευγάρι, που το ενώνει ο Έρως και στον ερωτικό-κοσμογονικό συμβολισμό ο Ουρανός αγκαλιάζει και γονιμοποιεί τη Γη μέσω της βροχής. Παρουσιάζεται σαν μια δύναμη πανίσχυρη και αναπαραγωγική, που ένωνε και πλήθυνε τους Θεούς και υμνήθηκε από τον μυθικό Ορφέα ως γέννημα του Χάους ή του Ερέβους και του φωτεινού τμήματος της ημέρας. Εξάλλου, αυτό ακριβώς το γεγονός συμβολίζει και η ένωση της Σεμέλης, που προσωποποιεί τη Γη, με τον Δία, τον ουράνιο θεό, ο οποίος γονιμοποιεί την ερωμένη του με τους κεραυνούς, προάγγελους της πολύτιμης βροχής. Με τον ίδιο τρόπο γονιμοποιείται η γήινη Δανάη, αφού ο ουράνιος Δίας μεταμορφώνεται σε χρυσή βροχή. Συμβολικά, ο ουράνιος θεός μέσω των ευεργετικών υδάτων απαλύνει τον ξεραμένο από την ανομβρία κόλπο της γης για την ανάπτυξη της ζωής.
Σημειώνουμε ότι όλες σχεδόν οι λατρείες της Ανατολής είχαν ως υπόβαθρό τους έναν ιδιαίτερο μυστικισμό, που άφηνε ελεύθερο το κτηνώδες στον άνθρωπο. Απ’ αυτό το γεγονός ξεκίνησαν τα ομαδικά όργια στην ύπαιθρο, για να τους βλέπει ο Ουρανός, να ερεθίζεται και να αναζητά τη συντροφιά της Γης. Επίσης διαδομένη είναι η πρακτική –ακόμα και σήμερα στις πρωτόγονες φυλές– να κατασκευάζουν γυναικεία ομοιώματα με υπερτονισμένα τα γεννητικά όργανα και τα στήθη τους, Όταν η ανομβρία συνεχιζόταν, οι φυλές, με επικεφαλής τον μάγο-ιερέα, έβγαζαν τα είδωλα αυτά στην ύπαιθρο για να τα αντικρύσει ο Ουρανός, να ερεθιστεί και να ενωθεί –μέσω της βροχής– με τη Γη. Ακριβώς έτσι, γεννήθηκε, όπως ήδη αναφέραμε, η μιμητική μαγεία, που αποτέλεσε τη βάση του λατρευτικού μέρους σχεδόν όλων των αρχαϊκών πρωτόγονων θρησκειών. Επομένως, οι χονδροειδείς και ακαλαίσθητες –κατά τη σύγχρονη αισθητική μας– γυναικείες παραστάσεις, έργα συνήθως πρωτόγονων πολιτισμών, σήμερα ξέρουμε ότι κατασκευάστηκαν ακριβώς έτσι, για να αποτελέσουν τα «σύνεργα» ερεθισμού του θεού Ουρανού. Η γυναικεία αυτή παράσταση με τα τεράστια στήθη και γλουτούς είναι η φυσική απεικόνιση της Μεγάλης Μητέρας-Γης, οι έρωτες της οποίας συνδέονται με την ετήσια αναγέννηση της φύσης που συμβαίνει την ωραιότερη εποχή του έτους, τη λουλουδιασμένη άνοιξη.
Το κοσμογονικό θέμα του αρχέγονου ζεύγους Ουρανός και Γη, εντοπίζεται σχεδόν σε όλους τους αρχέγονους πολιτισμούς.
Σύμφωνα με τον Ρουμάνο καθηγητή Mircea Eliade, τα απερίγραπτα όργια θα τα συναντήσουμε σε πολλές γιορτές που σχετίζονται με την καλλιέργεια της γης και την εν γένει γονιμότητα της φύσης. Ίσως, μ' αυτά να σχετίζονται οι θυσίες, αφού οι θυσίες, σε όλους τους λαούς, ήταν μια τελετουργική επανάληψη της Δημιουργίας, Ο κοσμογονικός μύθος προϋποθέτει τον τελετουργικό θάνατο ενός ανθρώπινου όντος για την αναγέννηση της εκδηλωμένης στη συγκομιδή δύναμης, που συνεχίζει την επανάληψη της πράξης της Δημιουργίας που έδωσε ζωή στους σπόρους, Η ενεργοποιημένη δύναμη των φυτών αναγεννάται χάρη σε μια αναστολή τον χρόνου και την επιστροφή στην αρχική στιγμή της κοσμογονικής πληρότητας (Μ. Eliade, 1992, σελ. 323).
Πέρα απ' όσα αναφέραμε παραπάνω, οι παραστάσεις αυτών ακριβώς των θεοτήτων συμβολίζουν πανάρχαιες θεότητες της φύσης. Στην Έφεσο, για παράδειγμα, στο Αρτεμίσιο –το περίφημο ιερό της Αρτέμιδος– υπήρχε το άγαλμα της θεάς σαν μια παραλλαγή της φιλήδονης φοινικικής θεάς Αστάρτης. Το ακαλαίσθητο άγαλμα της θεάς με τους αναρίθμητους μαστούς (σύμβολο γονιμότητας) υπενθύμιζε αφ' ενός μεν μια μητρική θεότητα, από περιοχή μητριαρχικού πολιτισμού, αφ' ετέρου δε συμβόλιζε την πανάρχαια θεότητα της μητέρας φύσης και τους δεσμούς της με το ζωικό βασίλειο.
Βέβαια ο Ed. Schure στο βιβλίο του «Οι Μεγάλοι Μύσται» (1926) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Οι περιπτύξεις του Ουρανού και της Μητέρας Γης, στη γλώσσα των Μυστηρίων εκφράζουν και τις βροχές των ψυχών ή των πνευματικών μονάδων που έρχονται να γονιμοποιήσουν τους γήινους γόνους, τις οργανωμένες αρχές που δίχως αυτές η ύλη θα έμενε μια αδρανής και διάχυτη μάζα».
Όλες γενικώς οι «φυσικές» θρησκείες της Ανατολής δημιουργήθηκαν από τη ροπή του πρωτόγονου ανθρώπου προς τη δεισιδαιμονία και τη μαγεία και δεν έχουν καμία σχέση με τη θρησκεία της αλήθειας και του φωτός που δίδαξε ο Ιησούς Χριστός. Οι Αρχαίοι Έλληνες, πάλι, μπορεί να πίστευαν με θέρμη στο απολλώνειο φωτεινό στοιχείο, συνδύαζαν όμως ταυτόχρονα και το μυστηριακό-υποχθόνιο διονυσιακό, αφού οι λαμπρές ελληνικές θεότητες δανείστηκαν στοιχεία από τις αντίστοιχες δαιμονικές ασιατικές. Συνεπώς το βακχικό μεθύσι, ουσιαστικό γνώρισμα της διονυσιακής λατρείας καθώς και τα δρώμενα στα Μυστήρια της Δήμητρας οδηγούσαν στην υπέρλογη ορμή προς την αυτοθέωση και στην άρση των ορίων μεταξύ του ανθρώπινου και του θεϊκού. Για τα απόκρυφα διονυσιακά Μυστήρια ο Γιαν Κοττ στην ανάλυσή του για τις «Βάκχες», από το έργο του «Θεοφαγία», αναφέρει: «Ο μύθος σύμφωνα με τον οποίο η αρχομένη γονιμοποίηση της φύσης και η ετήσια ανανέωσή της σχετίζονται με την επίσκεψη στη γη του γιου τον Θεού, με τον φόνο και την ανάστασή του, είναι ένας από τους πιο διαδεδομένους και σταθερούς μύθους, που συναντάμε σε πολύ απομακρυσμένους και διαφορετικούς πολιτισμούς, όπως στον μεσογειακό και τον πολυνησιακό, των Μάγια και των κανιβάλων Ουιτότο». Η λατρεία του θεού Διόνυσου που εισέδυσε στην κυρίως Ελλάδα πιθανώς από τη Θράκη τον 8ο π.Χ. αιώνα, σχεδόν αυτόματα συνδυάστηκε και συγχώνευσε προγενέστερες παγανιστικές αγροτικές τελετές γύρω από τον θάνατο και την ανάσταση των γονιμοποιών θεών της φύσης. Πάνω σ' αυτό ακριβώς το θέμα ο Γιαν Κοττ συνεχίζει: «Ο αναστημένος Διόνυσος κατέβηκε στην κόλαση για να απελευθερώσει τη νεκρή του μητέρα Σεμέλη. Ύστερα ανέβηκε στον Όλυμπο κι έγινε δεκτός στον κύκλο των αθανάτων. Η Σεμέλη μεταμορφώθηκε στην Περσεφόνη, που μόλις αρχίζει ο χειμώνας πηγαίνει στον Κάτω Κόσμο και ξαναγυρίζει στον Επάνω, με το τέλος τον χειμώνα για να σμίξει με τον ανοιξιάτικο Διόνυσο».
Ουσιαστικά ο ανθρωπομορφισμός ήταν αδύνατο να ικανοποιήσει τις βαθύτερες ανάγκες της ανθρώπινης ψυχής. Συνεπώς, εκ των πραγμάτων γεννήθηκε η ανάγκη για μύηση. Τα Ορφικά Μυστήρια –με την ιερή γραμματεία τους σε ποιητική μορφή-έφεραν νέα θρησκευτικά στοιχεία για την αθανασία της ψυχής, την ανάταση του ανθρώπου, τη μετενσάρκωση και για την ανταπόδοση των πράξεων. Ύψιστο αίτημα, η απαλλαγή του ανθρώπου από το γήινο-κτηνώδες και η ενίσχυση του ουράνιου-θείου στοιχείου του. Με την επίδραση του Ορφισμού οι θρησκευτικές αντιλήψεις της εποχής ξεκαθαρίζουν για τους μυημένους (καθαρούς). Ο άνθρωπος έχει προσωπική ευθύνη απέναντι στους θεούς, το αγαθό διακρίνεται από το κακό και είναι απαραίτητος ο σεβασμός προς το θείον. Στα Ελευσίνια Μυστήρια οι πιστοί εξαγνίζονταν από τις αμαρτίες τους και έπαιρναν μια γεύση της μετά θάνατον ζωής, ενώ στα Διονυσιακά Μυστήρια οι πιστοί μέσω του θρησκευτικού ενθουσιασμού γνώριζαν την έκσταση και το στοιχείο της απαλλαγής από τα δεσμά της ανθρώπινης φύσης. Σύμφωνα με τον νεοπλατωνικό φιλόσοφο Πρόκλο, νόημα και σκοπός των μυστηρίων είναι η γονιμοποίηση της ψυχής από τον Θεό, ο οποίος γεννά εντός αυτής τον Λόγον, την ελευθερώνει από τη δύναμη της ύλης και έτσι καθιστά δυνατή τη γέννηση του πνεύματος στον μυημένον άνθρωπο.
Παρόμοια προς τα Μυστήρια του Διονύσου ήταν τα Μυστήρια της Ίσιδας και του Όσιρη στην Αίγυπτο, όπως της Κυβέλης και του Άττη στη Μικρά Ασία. Τα θεϊκά αυτά ζευγάρια είναι θεοί της βλάστησης και κύριοι του Κάτω Κόσμου. Επιδίωξη των μυστηρίων τους ήταν η εξασφάλιση αθανασίας και μακαριότητας σε κάποια μελλοντική ζωή. Μεγάλη δύναμη είχαν και τα Μυστήρια του Μίθρα, λόγω της ισχυρής μονοθεϊστικής ροπής τους και του διαρχικού χαρακτήρα των δοξασιών τους. Γι' αυτόν τον λόγο πολλοί Ρωμαίοι αυτοκράτορες μυήθηκαν σ' αυτά και προσπάθησαν να κάνουν τον Μιθραϊσμό επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας. Απ' αυτούς ξεχωρίζουν οι φιλόσοφοι Μάρκος Αυρήλιος και Ιουλιανός. Ο Μάρκος Αυρήλιος ήταν ανιψιός του αυτοκράτορα Αδριανού, υιοθετήθηκε από τον διάδοχό του Αντωνίνο τον Ευσεβή, τον οποίον και διαδέχτηκε στον θρόνο το 161 μ.Χ. σε ηλικία 40 ετών. Ελληνομαθής, ελληνολάτρης και στωικός φιλόσοφος, ο Μάρκος Αυρήλιος (161–180 μ.Χ.) έγραψε στα ελληνικά. Το ίδιο και ο Ιουλιανός, ανιψιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου, που όμως αν και ανέβηκε στο θρόνο σε ηλικία 30 ετών βασίλεψε μόνον για 19 μήνες (361–363 μ.Χ.), αφού έπεσε μαχόμενος στη Μαράγκα της Αρμενίας, Ο Ιουλιανός δεν αρκέστηκε μόνον στη συγγραφή στα ελληνικά, αλλά παράλληλα οραματίστηκε την αναβίωση του Ελληνισμού, που θαύμαζε απεριόριστα. Και οι δύο τους, όπως και άλλοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, θέλησαν να αναβιώσουν τα αρχαία ελληνικά και μιθραϊκά Μυστήρια.
Ο Ρωμαίος σοφιστής, συγγραφέας και ρήτορας Λεύκιος Απουλήιος (Lucius Apuleius, 2ος μ.Χ. αιώνας) περιγράφει την έκσταση στη μύηση των μυστηρίων του Μίθρα, ως εξής:
«Διέβην τάς πύλας τοῦ Ἅδου, διῆλθον τό κατώφλιον τῆς Περσεφόνης, ὠχήθην ἐφ' ὃλων τῶν στοιχείων καί ἐπέστρεψα ἐπί τῆς γῆς. Ἐν μέσῃ νυκτί εἶδον λάμποντα τόν ἣλιον. Προσήγγισα εἰς τούς κάτω καί τούς ἂνω θεούς καί προσηυχήθην εἰς αἀτούς πρόσωπον πρός πρόσωπον».
«Διάβηκα τίς πύλες τοῦ Ἂδη, κατέβηκα τό κατώφλι τῆς Περσεφόνης, πέρασα ἀπ' ὃλες τίς σκιές καί ἐπέστρεψα στην γῆ. Στό μέσον τῆς νύκτας εἶδα τόν ἣλιο νά λάμπη. Πλησίασα τούς θεούς τοῦ Κάτω καί τοῦ Ἐπάνω Κόσμου, ἦλθα κοντά τους πρόσωπο με πρόσωπο καί προσευχήθηκα σ' αὐτούς»
Απ' όσα αναφέραμε παραπάνω, η ιδέα της ταφής και της ανάστασης φαίνεται ότι υπήρχε στη σκέψη του ανθρώπου από τα πανάρχαια χρόνια. Πρόκειται για τον θάνατο και την αναγέννηση του θεού της βλάστησης, μια ιδέα που υπάρχει σε όλες τις μυστηριακές λατρείες της Ανατολής. Μετά τον θάνατο του θεού, ακολουθούσε η γιορτή της ζωής, κατά τη διάρκεια της οποίας εξυμνούσαν την ανάστασή του με οργιαστικές τελετές. Οι αρχαιότεροι μύθοι της ταφής και της ανάστασης βρίσκονται στους θρύλους της Μεσοποταμίας, με έντονα συμβολικά και αλληγορικά στοιχεία. Το μυστήριο του θανάτου και της ανάστασης, βαθιά ριζωμένο στα κατάβαθα της ανθρώπινης φύσης, δημιουργούσε στις αρχαίες λατρείες το υπόβαθρο των κατάλληλων εκφραστικών μέσων, για τα ζεύγη των θεών που το εκπροσωπούσαν. Οι ανατολικές θρησκείες της εποχής, θεοποιούσαν τα φυσικά ένστικτα και τη δημιουργική δύναμη της αναπαραγωγής με τον μυθικό κύκλο, που διαμόρφωνε τον πανάρχαιο κοσμικό μύθο της αιώνιας επιστροφής, του θανάτου και της ανάστασης, συνδεόμενα άμεσα με την αναγέννηση της φύσης. Αυτοί οι θεοί ήταν θεότητες της βλάστησης ή της καρποφορίας και οι Μεσοποτάμιοι τούς θεωρούσαν θεϊκά ζευγάρια. Στον σουμεριακό μύθο το αντίστοιχο ζευγάρι Γης και Ουρανού αποτελούσαν η θεά Ιναννά και ο θεός Ντουμμουζί (Ο γιος της ζωής). Οι Βαβυλώνιοι τούς αντικατέστησαν με τη θεά Ιστάρ και τον Ταμμούξ, οι Φοίνικες με την Αστάρτη και τον Βάαλ, και τέλος οι κάτοικοι της Ουγκαρίτ με τον Βάαλ και την Ανάτ ή τον Βάαλ –που ταυτίζεται με τον Ενλίλ ή Μπελ (Bel)– και τη Μπέλιτ, θεά της γεωργικής γονιμότητας. Αντίστοιχα στη Βίβλο, η σύζυγος του θεού αναφέρεται ως Ασεράχ. Η θηλυκή θεότητα Ασεράχ ή Αστάρτη στις παραστάσεις της με τα γυμνά στήθη συμβολίζει τη θεά της γονιμότητας, τη θηλάζουσα θεά (dea nutrix) σ' έναν συμβολισμό, που ταιριάζει με την πανάρχαια λατρεία της γονιμότητας.
Οι Αιγύπτιοι αντιπαρέθεσαν την Ίσιδα και τον Όσιρη. Οι Χιττίτες αναφέρονταν στον μύθο του Τελεπινού και της Χατέπινους, ενώ στην Ελλάδα ο αντίστοιχος μύθος διασώθηκε μέσα από τον έρωτα της Αφροδίτης με τον Άδωνη και με τα Μυστήρια της Δήμητρας και της Περσεφόνης, όπου η Κόρη κατεβαίνει στον Άδη για να «αναστηθεί» έπειτα. Άλλωστε ο ομηρικός ύμνος στη θεά Δήμητρα εξιστορεί την αρπαγή της Περσεφόνης από τον θεό του Κάτω Κόσμου, Πλούτωνα και τη λύση που έδωσε ο Δίας για να ηρεμήσει τη θεά της γεωργίας, Δήμητρα και να επανέλθει η βλάστηση στη γη. Σ' αυτόν τον μυθολογικό πυρήνα βασίστηκε η λατρεία της θεάς μητέρας Γης (Γη-μήτηρ=Δη-μήτηρ) και της Κόρης στα Μεγάλα Ελευσίνια Μυστήρια, όπου οι μυημένοι, από τη 15η Βοηδρομιώνα και για εννιά ημέρες, τιμούσαν την επιστροφή της Περσεφόνης από τον Άδη στον Επάνω Κόσμο. Η μετάβαση από τον παγερό χειμώνα στην ανθοστόλιστη άνοιξη συνδέεται από τα πανάρχαια χρόνια με τη Μητέρα θεά, τη θεά της γονιμότητας. Ειδικά στις ελληνικές εκφάνσεις του μύθου, αυτήν ακριβώς την εποχή του έτους η Μεγάλη Μητέρα θεά θρηνεί την κόρη της (Περσεφόνη) ως θεά Δήμητρα, ή τον αδικοχαμένο αγαπημένο της (Άδωνη) ως θεά Αφροδίτη, προσδοκώντας την ανάστασή του, που ουσιαστικά ισοδυναμεί με την ανάσταση της φύσης.
Στον πρωταρχικό σουμεριακό μύθο, η θεά Ιναννά, που ενσαρκώνει τη μητέρα Γη, κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο. Εκεί ο φύλακας Νέτι την απειλεί. Παρεμβαίνει όμως η αδελφή της θεάς η Ερεσκιγκάλ, η θεά του Κάτω Κόσμου, και οι πύλες του ανοίγουν. Η Ιναννά αντικρύζει τους Ανουννάκι –τα πνεύματα του Κάτω Κόσμου– που «στρέφουν τα μάτια του θανάτου» επάνω της και τη νεκρώνουν. Ο καλός θεός Ενκί, ειδοποιημένος από τον τοποτηρητή της Ιναννά, τον Νινσουμπούρ, τρεις ημέρες μετά την εξαφάνισή της, παρεμβαίνει και δημιουργώντας τα παράξενα πλάσματα Κουργκαρρού και Καλατουρρού τα στέλνει στον Κάτω Κόσμο με την τροφή και το νερό της ζωής. Αυτά ραντίζουν το νεκρωμένο σώμα της θεάς εξήντα φορές κατά διαταγή του Ενκί και μ' αυτόν τον τρόπο η θεά αναστήθηκε. Επειδή όμως είναι απαράβατος νόμος του Κάτω Κόσμου να μη φεύγει κανείς από εκεί χωρίς αντικαταστάτη, τη θέση της θεάς στον Κάτω Κόσμο πήρε ο σύντροφός της ο Ντουμμουζί, τον οποίον τελικά ελευθέρωσε ο θεός Ήλιος Ουτού. Ο Ντουμμουζί είναι ο θεός που πεθαίνει και ξαναγεννιέται. Ο μύθος αυτός, στον οποίον το ζευγάρι Ιναννά-Ντουμμουζί αποτελούν την αρχαιότερη μορφή του, φαίνεται πως επέζησε διαμέσου των αιώνων και εμφανίζεται σε όλες τις μυστηριακές θρησκείες της Ανατολής, καθώς και στα Μυστήρια της αρχαίας Ελλάδας.
Στο βαβυλωνιακό πάνθεον το αντίστοιχο ζευγάρι αποτελούσαν n θεά Ιστάρ –η θεότητα σύμβολο της μητέρας Γης– και ο θνητός σύζυγός της, ο Ταμμούζ. Ο θάνατος και η ταφή του είναι ο σπόρος που πέφτει στη γη για να βλαστήσει. Μετά τον θάνατο του Ταμμούζ, η Ιστάρ έκανε απελπισμένες προσπάθειες να τον αναστήσει, επειδή από τη στιγμή του θανάτου του έπεσε ξηρασία και ακαρπία στη Γη. Η Ιστάρ κατεβαίνει τελικά μόνη της στον Κάτω Κόσμο και απειλεί θεούς και δαίμονες ότι αν δεν αναστηθεί ο Ταμμούζ, θα σπάσει τις πύλες του Κάτω Κόσμου και θα ελευθερώσει τους νεκρούς:
Φύλακα των πυλών άνοιξε την πύλη
άνοιξε την πύλη για να περάσω.
Αν δεν ανοίξεις, αν δεν μ' αφήσεις να περάσω
την πύλη θα σπάσω και θα ρίξω κάτω τις αμπάρες·
θα συντρίψω τις κολόνες, θα παραμερίσω τις πόρτες,
και θ' αναστήσω τους νεκρούς που έχουν φύγει απ' τη ζωή
τους ζωντανούς να φάνε,
αφού οι νεκροί είναι πιο πολλοί από τους ζωντανούς.
Τα πνεύματα του Κάτω Κόσμου την κράτησαν όμως εκεί. Λόγω αυτής της τροπής των πραγμάτων, ο Παπσουκκάλ –ο σύμβουλος των θεών– ζήτησε τη βοήθειά τους για να ελευθερωθεί η Ιστάρ. Οι θεοί κινήθηκαν αστραπιαία, ο θεός Έα έδωσε ζωή στον Ασουσουναμίρ, τον ευνούχο, και τον έστειλε να ζητήσει από την Ερεσκιγκάλ το νερό της ζωής. Η Ερεσκιγκάλ πρόσταξε τον ευνοούμενό της, τον Ναμτάρ, να ραντίσει μ' αυτό την Ιστάρ· μ' αυτόν τον τρόπο η θεά ελευθερώνεται. Ο μεγάλος θεός Ήλιος Ουτού ελευθέρωσε και τον Ταμμούζ μετά από παρέλευση τριών ημερών. Και αυτό ακριβώς το χρονικό διάστημα της παραμονής τού Ταμμούζ στον Κάτω Κόσμο, από τους μελετητές της Συγκριτικής Ιστορίας των Θρησκειών, συσχετίζεται με την τριήμερη ταφή και ανάσταση του Κυρίου, χωρίς κατ' ουδένα τρόπο να συσχετίζεται ο Ιησούς Χριστός με τον Ταμμούζ. Άλλωστε, ο Ταμμούζ περιοδικά ξαναγυρίζει στον Κάτω Κόσμο. Συνεπώς, η κάθοδος του Ταμμούζ στον Άδη σχετίστηκε με τον θάνατο και την ακαρπία της γης, ενώ η ανάστασή του με την άνθιση της φύσης. Όταν λοιπόν ο μύθος πέρασε στις γειτονικές χώρες, ιδιαίτερη σημασία δόθηκε από τις γυναίκες στον θάνατο του Ταμμούζ και έτσι θρηνούσαν γοερά τον χαμό του.
Κατά τη Βαβυλώνια αιχμαλωσία οι Ισραηλίτες γνώρισαν τις γιορτές που τελούσαν οι Βαβυλώνιες στις όχθες του Ευφράτη για την ταφή και την ανάσταση του Ταμμούζ (Θαμμούζ). Ο προφήτης Ιεζεκιήλ (Η', 14) αναφέρει ότι στις γιορτές έπαιρναν μέρος και Ισραηλίτισσες, που θρηνούσαν τον αδικοχαμένο Ταμμούζ.
«Καί εἰσήγαγέ με ἐπί τά πρόθυρα τῆς
πύλης οἲκον Κυρίου τῆς βλεπούσης
πρός βορρᾶν, και ἰδού ἐκεῖ γυναῖκες καθήμεναι θρηνοῦσαι τόν Θαμμούζ».
«Μέ ὁδήγησε στά πρόθυρα
τῆς πύλης τοῦ οἲκου τοῦ Κυρίου
πού βλέπει στόν βορρᾶ καί vά,
ἐκεῖ, γυναῖκες κάθονται καί
θρηνοῦν τόν Θαμμούζ».
Φαίνεται πως στα χρόνια της Βαβυλώνιας αιχμαλωσίας οι Ιουδαίοι γνώρισαν και δανείστηκαν πολλά στοιχεία από τη βαβυλωνιακή παράδοση, καθώς και από τη θρησκεία των Μάγων –των ιερέων του Ζωροαστρισμού–, όπως την πίστη για μια μελλοντική ανάσταση των νεκρών, που την είχε επακριβώς καθορίσει ο Ζαρατούστρα στην Αβέστα. Σύμφωνα μ' αυτήν την παράδοση, η ψυχή εγκατέλειπε το σώμα τρεις ημέρες μετά τον θάνατο του φθαρτού υλικού σώματος.
Η μόνη διαφορά ανάμεσα στον σουμεριακό και τον βαβυλωνιακό μύθο είναι ότι στον πρώτο η θεά Ιναννά κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο με τη βοήθεια της θεάς Ερεσκιγκάλ, ενώ στον αντίστοιχο βαβυλωνιακό μύθο η θεά Ιστάρ απειλεί ότι θα γκρεμίσει τις πύλες και θα ελευθερώσει τους νεκρούς αν δεν της ανοίξουν. Το τελευταίο γεγονός έκανε πάλι πολλούς μελετητές της Συγκριτικής Ιστορίας των Θρησκειών να συσχετίσουν τον βαβυλωνιακό μύθο με την κάθοδο του Χριστού στον Κάτω Κόσμο όταν φωνάζει:
Αρατε πύλας οἱ ἂρχοντες ὑμῶν
καί εἰσελεύσεται ὁ βασιλεύς τῆς δόξης.
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον Ρουμάνο ανθρωπολόγο και καθηγητή της Ιστορίας των Θρησκειών στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου Mircea Eliade: «Ο μύθος τον Ταμμούζ όπως οι μύθοι των αντίστοιχων θεών, αποκαλύπτει μια κοσμική ιδιότητα που ξεπερνάει σημαντικά τη ζώνη της φυτικής ζωής· αποκαλύπτει, από τη μια, την ουσιαστική ενότητα ζωή-θάνατος και από την άλλη, τις ελπίδες που ο άνθρωπος δικαιούται να αντλήσει απ' αυτή τη βασική ενότητα όσον αφορά τη μετά θάνατον ζωή του. Από αυτή την άποψη μπορούμε να δούμε το μύθο των δεινών, του θανάτου και της ανάστασης των «θεών» της βλάστησης σαν πρότυπο της ανθρώπινης φύσης· αποκαλύπτει τη «Φύση» πιο αποτελεσματικά και πιο οικεία από ό,τι θα το είχαν κατορθώσει η εμπειριο-ρασιοναλιστική παρατήρηση και εμπειρία. Για να διατηρείται και ν' ανανεώνεται η αποκάλυψη, πρέπει να γιορτάζεται και να επαναλαμβάνεται ο μύθος: η εμφάνιση και εξαφάνιση της βλάστησης εξετασμένες σαν κοσμικά φαινόμενα...» (Πραγματεία πάνω στην Ιστορία των Θρησκειών, 1992, σελ. 396).
Θρήνοι και μοιρολόγια αντίστοιχα προς τη λατρεία του Ταμμούζ απαντώνταν στην Ελλάδα για τον αδικοχαμένο Άδωνη, τον μεγάλο έρωτα της θεάς Αφροδίτης. Το ίδιο συμβαίνει με τον θάνατο του Βάαλ στη μυθολογία της Ουγκαρίτ και με τον Νεργκάλ των Ασσυρίων. Στη Φοινίκη, η ταφή και η ανάσταση περιστρεφόταν γύρω από τον θεό της γονιμότητας Βάαλ. Όταν ο θεός του Κάτω Κόσμου, ο Μοτ αιχμαλώτισε τον Βάαλ, επικράτησε ανομβρία και ξηρασία στη Γη. Τότε οι άλλοι θεοί με επικεφαλής τον Ελ, τον θεό Ήλιο και πατέρα τού Βάαλ αναζήτησαν τον χαμένο θεό και μετά επτά χρόνια τον βρήκαν και τον έφεραν στον Επάνω Κόσμο. Μ' αυτόν τον τρόπο ο κύκλος ζωής-βλάστησης επανήλθε στη Γη. Στο μεταξύ η Άναθ, η αδελφή του Βάαλ σκότωσε τον Μοτ με το σπαθί της, τον έκαψε και σκόρπισε την τέφρα του στους τέσσερις ανέμους. Ο μύθος όμως αναφέρει ότι ο Μοτ επανήλθε στη ζωή και η πάλη ανάμεσα στους δύο θεούς ξανάρχισε, σ' ένα ατέλειωτο αιώνιο παιχνίδι ζωής και θανάτου, ταφής και ανάστασης.
Στη Φρυγία και τη Λυδία το ζευγάρι αποτελούσαν η μητέρα των θεών Κυβέλη και ο πανέμορφος άγριος Άττις. Τον Αττη –που στη Φρυγία και τη Θράκη τον ταύτιζαν με τον Σαβάζιο, ο οποίος με τη σειρά του από τον 4ο αιώνα ταυτίζεται με τον Διόνυσο– κατά την παράδοση τον ξέσκισε ένας αγριόχοιρος, αλλά μετά ακολούθησε η ανάσταση του. Η λατρεία του ήταν οργιαστική και ετελείτο σε δύο φάσεις. Κατά την πρώτη οι πιστοί με θορυβώδεις εκδηλώσεις εξέφραζαν το πένθος τους για τον θάνατο του πανέμορφου θεού, ενώ κατά τη δεύτερη γιόρταζαν με όργια την ανάστασή του. Στο τελετουργικό της λατρείας τού Άττη, μίμοι-ιερουργοί τοποθετούσαν σε φορείο το ξύλινο είδωλο του θεού ύπτιο, ενώ με ρυθμικές κινήσεις και θρήνους εκδήλωναν το πένθος τους για τον θεϊκό νεκρό. Οι ιερείς έπλεναν το άγαλμα του θεού στο ποτάμι και το περιέφεραν πάνω σε μια άμαξα. Ακολουθούσε η μίμηση της ανάστασης και ο ιερέας έχριε με ιερό μύρο τους θρηνώντες. Μ' αυτόν τον τρόπο τις εκδηλώσεις της απελπισίας διαδέχονταν οι γιορτές της χαράς. Ο Άττις ανασταινόταν και έτσι η χαρά και το φως ξαναγύριζαν μαζί με την άνοιξη στη Γη. Η λατρεία της Κυβέλης και του Άττη ήταν οργιαστική και πολλές φορές οι πιστοί τους αυτοευνουχίζονταν. Ο αυτοευνουχισμός προερχόταν από την άγρια έξαψη που μεθούσε εκείνους που συμμετείχαν στους οργιαστικούς εορτασμούς των θεών της βλάστησης. Οι τελετές αυτές, όπως βλέπουμε, αποτελούν επανάληψη μιμοδραματικής αναπαράστασης των πανάρχαιων ταφικών εθίμων. Παράλληλα πολλοί μελετητές της Συγκριτικής Ιστορίας των Θρησκειών τονίζουν ότι τη μιμοδραματική αυτή τελετουργία τού πάσχοντος, θνήσκοντος και στη συνέχεια αναστάντος θεού την υιοθέτησε –τουλάχιστον ως προς το τελετουργικό της– και ο Χριστιανισμός. Ο εθνομουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας αναφέρει ότι: «Ανέκαθεν η Μητέρα Θεά θρηνεί αυτήν την εποχή τον νεκρό γιο της ή την κόρη της ή τον αγαπημένο της...., περιμένοντας την ανάστασή τους, δηλαδή την ανάσταση της φύσης. Το στοιχείο αυτό το συναντάμε σε διάφορους πολιτισμούς έτσι όπως επιβίωσε μέσα στη χριστιανική θρησκεία και ιδιαίτερα στον θρήνο της Παναγίας: Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα...» (Αγγελικοπούλου, Β., 1998).
Αυτό ήταν επόμενο, αφού οι πιστοί από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα διατηρούν και διαιωνίζουν το τελετουργικό της θρησκείας τους, που πέρασε και στη λατρεία του αληθινού Θεού. Μόνο κάτω απ' αυτήν την έννοια η χριστιανική ταφή και ανάσταση έχει ως πρότυπό της την αντίστοιχη ταφή και ανάσταση του Ταμμούζ και των άλλων «θνησκόντων» θεών της Ανατολής, αν και στην ουσία αυτοί ως θεοί της Βλάστησης αναφέρονταν κυρίως στην αναγεννάμενη φύση.
Εξάλλου, όπως αναφέρεται στον Άτλαντα της Παγκόσμιας Ιστορίας (Καθημερινή 1997, σελ. 73): «Οι περισσότερες από τις αρχαίες θρησκείες έσβησαν, αν και ενίοτε επηρέασαν τις θρησκείες που επιβίωσαν, και λατρευτικές πρακτικές διασώζονται σήμερα σε άλλες θρησκείες».
Στην Αίγυπτο, ο αντίστοιχος μύθος συνδέεται με την Ίσιδα και τον Όσιρη. ενώ η γονιμοποιός δύναμη της Γης είναι ο ποταμός Νείλος, αφού η Αίγυπτος ήταν η μοναδική αρχαία χώρα στην οποία τη θέση του αρσενικού Ουρανού κατείχε η θηλυκή θεότητα Νουτ.
Η Ίσιδα ήταν η προσωποποίηση της Γης, ενώ ο αδελφός και σύζυγός της, Όσιρις ήταν η προσωποποίηση του Νείλου, που γονιμοποιούσε τη γη της Αιγύπτου. Ο Ώρος, ο γιος τους, ήταν η προσωποποίηση της βλάστησης. Ο Όσιρις πεθαίνει –δολοφονημένος από τον αδελφό του, τον κακό θεό Σετ. Ο Ώρος, όμως, μεγαλώνει και γίνεται Όσιρις συντηρώντας έτσι τον ατέλειωτο κύκλο ζωής και θανάτου. Στη θεϊκή λατρεία των αρχαίων Αιγυπτίων όλα βρίσκονται σε μια αδιάρρηκτη σχέση και αλληλεξάρτηση και κάτω από την τριπλή θεότητα Ίσις-Όσιρις-Ώρος δεν βρίσκονταν τρεις χωριστές οντότητες, αλλά τρεις όψεις ενός και του αυτού θεού. Οι μελετητές της Συγκριτικής Ιστορίας των Θρησκειών βλέπουν μιαν αντιστοιχία του Ώρου με τον Ιησού Χριστό και μια αντίστοιχη ταύτιση της Παρθένου Μαρίας με την Ίσιδα, αφού κατά τον H.G. Wells «πλεῖστα ὃσα συνεισέφερε ἡ ἀλεξανδρινή λατρεία εἰς τήν χριστιανικήν σκέψιν καί τό τυπικόν τῆς χριστιανικῆς θρησκείας».
Ομοίως και ο Παναγής Λεκατσάς στο βιβλίο του «Το Θείον Βρέφος» (1996) αναιρεί: «Ἡ εὐνοούμενη παράσταση τῆς Ἲσιδας και Ἰστάρ εἶναι ἡ πιό γνώριμη παράσταση τῆς Βρεφοκρατούσας Θεϊκῆς Μητέρας. Τό ἂμεσο ἀντίστοιχο τῆς Ἲσιδας τῶν Αἰγυπτίων, της Δήμητρας τῶν Ἑλλήνων καί τῆς ἰνδικής Ganga ἢ Θεάς τοῦ Ποταμού, εἶναι ἡ πιό γνώριμη στην Κίνα γυναικεία θεότητα, ἡ Shing Moo ἢ Ἁγία Μητέρα: ἡ φεγγαρική βασίλισσα τῶν Οὐρανών, ἡ γεννήτρια των 33333 πλασμάτων. Τίποτα δέ σάστισε τόσο τούς ἱεραπόστολους σάν πρωτοφτάσανε στήν Κίνα, ὃσο ἡ εἰκόνα τῆς δέσποινας αὐτῆς, ὃπου ἀνακαλύψανε (ἢ νομίσαν πώς ἀνακαλύψανε) τήν πιό ἐκπληκτική ὁμοιότητα μέ τήν Παρθένο Μαρία».
Στους Χετταίους (Χιττίτες) ο θεός που πεθαίνει και ανασταίνεται είναι ο Τελεπινός (Τελίπινους), που αποτελεί ζευγάρι με τη θεά Χατέπινους. Στον λαό αυτόν, όμως, το μυστήριο παρουσιάζει μια σημαντική διαφορά από τους μύθους των γειτονικών λαών. Στο ξύπνημα, στην ανάσταση δηλαδή του θεού, σημαντικό ρόλο παίζει η μέλισσα. Το γεγονός αυτό οδήγησε πολλούς ερευνητές στη σκέψη ότι ίσως το ιερατείο των Χετταίων είχε συλλάβει τον σπουδαίο ρόλο που παίζουν τα έντομο στον κύκλο της ανανέωσης της φύσης.
Ο αντίστοιχος βαβυλωνιακός μύθος στην Ελλάδα, όπως ήδη αναφέραμε, σχετίζεται με τον μεγάλο έρωτα της θεάς Αφροδίτης, τον αδικοχαμένο Άδωνη –φοινικικής καταγωγής. Άλλωστε στην ίδια τη Φοινίκη με την είσοδο του Ήλιου στο θερινό ηλιοστάσιο τιμούσαν τον Άδωνη, αφού ταυτόχρονα άνθιζε το «ρόδο της Δαμασκού», μια ιδιαίτερη ανεμώνη που ήταν αφιερωμένη στη λατρεία του. Αυτή ακριβώς η λατρεία του Άδωνη και της Αφροδίτης αντιστοιχούσε στον ετήσιο κύκλο του θανάτου και της ανάστασης της φύσης με τη βλάστηση και την καρποφορία και φυσικά ανάγεται στους τελετουργικούς τύπους που αναφέρονται στη γονιμότητα.
Ο Άδωνις ήταν ένας νέος με θεϊκή ομορφιά, που όταν τον πρωτοαντίκρυσε η Αφροδίτη θέλησε να τον κρατήσει για πάντα κοντά της. Δυστυχώς όμως ο πανέμορφος νέος βρήκε τραγικό θάνατο κατά το κυνήγι ενός κάπρου. Η παράδοση αναφέρει ότι από το αίμα του Άδωνη φύτρωσαν τα κατακόκκινα τριαντάφυλλα, ενώ από τα δάκρυα της Αφροδίτης, για τον χαμό του αγαπημένου της, οι ανεμώνες ή αντίστοιχα ότι από το αίμα του Άδωνη φύτρωσαν ανεμώνες, όπως είχαν φυτρώσει βιολέτες και ρόδα από το αίμα του Άττη, όταν οι δύο αυτοί νεαροί θεοί ψυχορραγούσαν.
Τα Αδώνια –οι διήμερες γιορτές προς τιμήν του Άδωνη– γιορτάζονταν συνήθως την άνοιξη, όταν η φύση βρισκόταν στο μεγαλείο της, η βλάστηση οργίαζε και τα άνθη –μετά τον άγονο χειμώνα– είχαν καλύψει τη γη.
Την πρώτη ημέρα της γιορτής μαυροφορεμένες γυναίκες στόλιζαν το ξύλινο ομοίωμα του θεού με λουλούδια κλαίγοντας και μοιρολογώντας. Η γιορτή είχε λαϊκό χαρακτήρα και στην περιφορά του ξύλινου ομοιώματος του θεού νεαρές κοπέλες το έραιναν με άνθη, ενώ κατά διαστήματα έψελναν τραγούδια και θρήνους αφιερωμένους στον αδικοχαμένο Άδωνη και στον άτυχο έρωτά του με την Αφροδίτη.
Τότε ακριβώς παρουσιάζονταν και «οι κήποι τον Αδώνιδος». Οι γυναίκες κατά την περιφορά τού πρόωρα χαμένου θεού, μαζί με το κέρινο ομοίωμά του, παρουσίαζαν και φυτά σε μικρές γλάστρες, που είχαν παρασκευαστεί από προηγούμενες ημέρες –μάραθο, στάρι ή κριθάρι– έτσι ώστε να ανθίσουν την ημέρα της περιφοράς του ομοιώματος του θεού. Η πένθιμη αυτή τελετή κατά το Ν.Γ. Πολίτη (1920) αποτελούσε τη συμβολική πράξη της καταστροφής της βλάστησης κατά τον παγερό χειμώνα και της αναγέννησής της κατά την άνοιξη.
Ο Άδωνις έχει την προσωνυμία του «ποιμένα του ουρανού», του «ουράνιου ποιμένα» και ακόμα του «αληθινού Υιού». Όταν κατεβαίνει στον Άδη, ανακηρύσσεται άρχοντας των νεκρών και έτσι παίρνει και την προσωνυμία «ποιμένας της γης». Κατά την ανάστασή του, όταν τερματίζεται η παραμονή του στο βασίλειο των νεκρών και κατευθύνεται στον Επάνω Κόσμο, ανασταίνεται και παίρνει μαζί του και τους νεκρούς.
Τη δεύτερη ημέρα της γιορτής, μετά τον συμβολικό του θάνατο, οι γυναίκες έπλεναν το άγαλμά του, το άλειφαν με αρώματα και το τύλιγαν σ' ένα σκουροπράσινο σάβανο. Στη συνέχεια το έφερναν πίσω με τραγούδια χαράς λέγοντας ότι ο θεός αναστήθηκε.
Σύμφωνα με τους μελετητές της Συγκριτικής Ιστορίας των Θρησκειών, οι αντίστοιχες αναλογίες με τη χριστιανική θρησκεία είναι εντυπωσιακές, αφού, όπως σημειώσαμε, το τελετουργικό των αρχαίων θρησκειών πέρασε στη λατρεία του Θεανθρώπου και όλο αυτό το τελετουργικό θυμίζει τη Μεγάλη Παρασκευή σ' έναν χριστιανικό ναό. Το ξύλινο ομοίωμα του Χριστού έχει αποτεθεί πάνω στον ανθοστολισμένο Επιτάφιο, ενώ ολόγυρα μαυροφορεμένες γυναίκες μοιρολογούν. Κατά την περιφορά του Επιταφίου, οι μυροφόρες ραίνουν τον νεκρό Ιησού με λουλούδια και οι πιστοί ακολουθούν μέσα σε πένθιμη και κατανυκτική ατμόσφαιρα. Όπως βλέπουμε, το αρχαϊκό αυτό τελετουργικό ριζωμένο στη συνείδηση των πιστών από αρχαιοτάτων χρόνων ήταν επόμενο να διατηρηθεί και να παγιωθεί και στη λατρεία του Σωτήρος Χριστού. Οι μελετητές των αρχαίων θρησκειών υποστηρίζουν ότι το έθιμο της προσφοράς λουλουδιών στους νεκρούς οφείλεται στους Χαναναίους. Τα δε λουλούδια συνδέονται με τη μυστικιστική αντίληψη του θανάτου και της ανάστασης.
Οι ειδικοί μελετητές των Θρησκειών υποστηρίζουν ότι όπως ο Άττις, ο Άδωνις, ο Όσιρις και οι άλλοι θεοί της Ανατολής, έτσι και ο Ιησούς πέθανε και ύστερα αναστήθηκε. Οι ομοιότητες αυτές ισχυρίζονται ότι συνετέλεσαν στο να εξαπλωθεί ο Χριστιανισμός στον μικρασιατικό ελληνικό κόσμο, αφού ο νέος Σωτήρας είχε την ίδια αποστολή, τα ίδια καθήκοντα και τις ίδιες ιδιότητες που είχαν οι θεότητες των μυστηριακών θρησκειών της Ανατολής. Ο H.G. Wells στην Παγκόσμια Ιστορία του γράφει σχετικά ότι: «Δέν πρέπει νά ἐκπληττώμεθα, ἐάν ὁ διστακτικός προσήλυτος καί μαθητής ἐντός ὀλίγου ἐπανῆλθεν εἰς τάς παλαιάς γνωστάς του ἰδέας τοῦ ναοῦ καί τοῦ βωμοῦ, τῆς ἀγρίας θεότητος καί τῶν ἐξιλαστήριων ἱεροτελεστιῶν, τοῦ ἁγιασμένου ἱερέως καί τῆς μαγικῆς εὐλογίας..... Φυσικόν ἦτο, ἐπίσης διά τόν Χριστιανισμόν νά ἐγκολπωθῇ τάς μεθόδους τῶν λαϊκῶν θρησκειῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Οἱ ἱερείς του ἀπεδέχθησαν τά χαρακτηριστικά ἐνδύματα τῶν Αἰγυπτίων ἱερέων... καί ἡ μία ἀπομίμησις ἠκολούθησεν τήν ἂλλην. Ὀλίγον κατ' ὀλίγον ἡ ἀρχική ἐπαναστατική διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ ἐτάφη ὑπό τόν ὂγκον τῶν ἐξωτερικών δανείων τύπων λατρείας, οἱ ὁποίοι ὁλονέν συνεσσωρεύοντο».
Στο ίδιο κεφάλαιο της Παγκόσμιας Ιστορίας του ο H.G. Wells θεωρεί ότι για ένα απροσδιόριστο χρονικά διάστημα έλαβε χώρα μια σημαντική θεοκρασία μεταξύ των αρχαίων ανατολικών θρησκειών και του Χριστιανισμού. Πιστεύει ότι για να αποφύγει ο Χριστιανισμός το ιουδαϊκό Σάββατο υιοθέτησε τη μιθραϊκή ημέρα του Ήλιου, την οποία ονόμασε Κυριακή, την άφθονη χρήση κεριών στις θρησκευτικές ιερουργίες, την παράδοση της προσκύνησης των ποιμένων και ένα πλήθος άλλων δευτερευουσών τελετουργικών ιεροτελεστιών.
Ομοίως και ο Γ. Κορδάτος, στο βιβλίο του «Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός» (Β' τόμος, 1975), αναφέρει: «Ὁ χριστιανισμός ὂχι μόνον πήρε πολλά δάνεια ἀπό τήν ἀρχαία ἐλληνική φιλοσοφία γιά νά μπορέσει νά τά βγάλει πέρα στήν ἰδεολογική του πάλη, μά καί πῆρε καί πολλά λατρευτικά στοιχεία ἀπό τόν ἀρχαῖο κόσμο καί πολλές ἀπό τίς ἑορταστικές του συνήθειες».
Και συνεχίζει γράφοντας: «Οἱ χριστιανοί μιά πού οἱ πιό πολλοί προέρχονταν ἀπό τόν ἑλληνορωμαϊκό κόσμο, ἒφεραν μαζί τους καί τήν τελετουργική διακόσμηση τῶν ναῶν τους καί κυρίως τῶν μυστηριακῶν τελεστηρίων. Ἒτσι οἱ χριστιανικοί ναοί στό ἐσωτερικό τους κράτησαν τό βωμό καί πολλά σύμβολα τοῦ Ὀρφισμοῦ καί τῆς μυστηριακής λατρείας τοῦ Διονύσου. Ἓνα μεγάλο μέρος ἀπό τό τυπικό τῆς παράστασης τῆς ἀρχαίας τραγωδίας –δηλ. τό διονυσιακό τελετουργικό στοιχεῖο της– μεταφέρθηκε καί στους χριστιανικούς ναούς» (σελ. 297).
Ο Παναγής Λεκατσάς στο «Θείον Βρέφος» (1996) υποστηρίζει ότι ουσιαστικά ο θνήσκων θεός, που πεθαίνει στο τέλος της μιας χρονιάς και ξαναγυρίζει στην αρχή της άλλης, είναι ένα είδος αποδιοπομπαίου τράγου. Αυτός παίρνει μαζί του όλα τα κακά, και εξαγοράζει με τον θάνατό του τη σωτηρία του κόσμου από τη συντέλεια, ανανεώνοντάς τον αντίστοιχα με τη γέννησή του, ενώ ταυτόχρονα εγκαινιάζει μια νέα –πιθανώς– ευτυχέστερη περίοδο. Αυτό σημειώνει και ο συγγραφέας Γ. Β. Σιέττος. που γράφει χαρακτηριστικά ότι: «Η ύπαρξη αυτών των αρχαίων μύθων περί βασανισμών, θανάτου και ανάστασης ενός θεού μαρτυρά μια βαθιά ριζωμένη αντίληψη στο θρησκευτικό αίσθημα των ανθρώπων, ότι δηλ, κάτι δεν πάει καλά στην ηθική τάξη του κόσμου και ότι μόνο η εξαγνιστική θυσία ενός θεϊκού όντoς μπορεί να διορθώσει την κατάσταση· τέλος με τα πάθη και την ανάσταση του Γιου του Θεού ο μύθος βρίσκει την πραγμάτωση και δικαίωσή του» (Χριστιανικά Μυστήρια, 1995, σελ. 91).
Τέλος, ο Δ.Γ. Χιώνης στο βιβλίο του «Η αποκάθαρση του Χριστιανισμού από τα εβραϊκά στοιχεία» (1996) γράφει σχετικά: «Πρέπει να τονιστεί εδώ πως πολλά απ' τα στοιχεία της τελετουργικής λατρείας του Άδωνι, αν όχι βέβαια όλο το πλαίσιο των τελετών, κληρονόμησαν, οι Χριστιανοί, και με τα οποία στοιχεία έντυσαν μάλιστα τα πάθη του Χριστού, όπως μας λέει ο Frajer. Τέλος, αν κρίνουμε, από το έντονο πάθος των νεκρώσιμων για τον Άδωνι θρήνων και κοπετών, θα δούμε, ότι επρόκειτο για συγκλονιστικό θρησκευτικό δράμα, με γλυκειά και χαρμόσυνη απολυτρωτική μέσω της Ανάστασης απόληξη, που την εσωτερική, θεολογική και δογματική πλοκή του μας την κρύψανε, όπως μας αποκρύψανε όλα τα αντίστοιχα θρησκευτικά απόρρητα των Ελευσίνιων Μυστηρίων».
Σχεδόν παρόμοια είναι η αντιμετώπιση του ίδιου θέματος από το Μ.Σ. Μεγαλομμάτη (1996), ο οποίος σχετικά αναφέρει: «Το φανατισμένο άρρωστο πάθος των οπαδών του Άδωνη για τα "Πάθη" του Άδωνη (είδος μεσίτη-σωτήρα-μεσσία), οι νεκρολατρικές και χθόνιες τελετουργίες και περιφορές του Επιτάφιου του Άδωνη, η ετήσια "ανάστασή" του (και οι σχετικές τελετουργίες) ως συμβατή με την άνοιξη και τον κύκλον του έτους, η πίστη στη νίκη του Άδωνη επί του Κάτω Κόσμου, όλα αυτά που κατάγονται από τον βαβυλωνιακό Ντουμουζί και τον Νεργκαλισμό της Κούτχα, ανευρίσκονται αυτούσια μέσα στον Χριστιανισμό».
Για μας το σημαντικό δεν είναι να απορρίψουμε τα πάντα με μια μονοκονδυλιά. Το κυριότερο είναι να δεχτούμε αφ' ενός μεν την ύπαρξη του ενός και μοναδικού Θεού, αφ' ετέρου δε ότι θέματα όπως η «άμωμη σύλληψη», η «ανάσταση», η «ανάληψη» κ.ά. ήταν ήδη γνωστά στις μυστηριακές λατρείες της Ανατολής και της Ελλάδας. Και βέβαια να θεωρήσουμε όλα αυτά ως τα απαραίτητα γεγονότα προπαρασκευής του κόσμου για την έλευση επί της Γης του «Υιού και Λόγου» του Θεού, του μοναδικού Ιησού Χριστού.
Μέσα απ' αυτή τη θέση, μπορούμε να πούμε ότι η χριστιανική θρησκεία, που νίκησε και εξαφάνισε τους μεγάλους θεούς του Ολύμπου και της Ανατολής, σε αρκετές περιπτώσεις αναγκάστηκε να συμβιβαστεί προς τα λαϊκά πατροπαράδοτα έθιμα και τις μεταφυσικές αντιλήψεις του λαού. Αρχικά έδειξε την ανοχή της σε κάποια λαϊκά λατρευτικά έθιμα, ενώ στη συνέχεια ενέταξε κάποια άλλα στο εκκλησιαστικό τυπικό, ειδικότερα από τη στιγμή που πύκνωσαν τις τάξεις της οι Εθνικοί και έκοψε τούς ισχυρούς δεσμούς που την ένωναν με τον Ιουδαϊσμό. Ίσως ορμώμενοι απ' αυτά τα μυστηριακά κατάλοιπα, οι Έλληνες ορθόδοξοι χριστιανοί, αλλά και οι καθολικοί της Νότιας Ευρώπης, βιώνουν δραματικά τον σταυρικό θάνατο του Ιησού Χριστού και το μυστήριο της Αναστάσεώς του, λαμπρύνοντας το Πάσχα, ενώ αντίθετα οι Βόρειο-Ευρωπαίοι χριστιανοί κλίνουν προς το μυστήριο της Γέννησης του Κυρίου, τιμώντας με μεγαλοπρέπεια τα Χριστούγεννα.
Τα κατάλοιπα της πανάρχαιας λατρείας του Άδωνη φαίνονται και στους παρακάτω στίχους του αρχαιολάτρη ποιητή μας Άγγελου Σικελιανού, που αναφέρει ότι μέσα στα λουλούδια του Επιτάφιου:
«Τό ὁλόαχνο σμάλτο
τοῦ πεθαμένου του Ἄδωνη ἦταν σάρκα
πού πόνεσε βαθιά».
Παρόμοια συλλαμβάνει το ίδιο θέμα και ο Κωστής Παλαμάς:
«Στά ἐντάφια λευκά σάβανα
γυρτός ὁ ἐσταυρωμένος
εἶν' ὁλόμορφος Ἄδωνις
ροδοπεριχυμένος».
Αυτά τα πανάρχαια έθιμα επηρέασαν και τον Σεφέρη, που έγραφε στο ημερολόγιο το: «Συχνά, ὃταν πηγαίνω στην Ἀκολουθία της Μεγάλης Παρασκευής, μοῦ είναι, δύσκολο νά προσδιορίσω ἂν ὁ θεός που κηδεύεται εἶναι ὁ Χριστός ἤ ὁ Ἄδωνις».
Όπως εξάλλου αναφέρει ο καθηγητής ΓΚ. Σπυριδάκης (1966): «Εἰς τόν βίον τοῦ λαοῦ τοῦ τε ἑλληνικοῦ καί ἂλλων τῆς Εὐρώπης, παρατηρεῖται ἡ ὓπαρξις θρησκευτικῶν καί λατρευτικῶν ἐκδηλώσεων, αἱ ὁποῖαι προέρχονται ἐκ της Ἀρχαιότητος, εἰδικώτερον δέ ἀπό τούς ἑλληνορωμαϊκούς καί τούς κατόπιν πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Τότε πολλά στοιχεῖα τῆς λαϊκῆς σήμερον θρησκείας και λατρείας παρελήφθησαν ἀκόμη καί ἀπό τούς Ἀνατολικούς λαούς, τούς Ρωμαίους κ.ἂ., καί τά ὁποῖα ἀργότερον περιεκαλύφθησαν πολλαχοῦ ὑπό χριστιανικῶν. Ταῦτα δέ εἶναι καί τά περισσότερον χαρακτηριστικά εἰς τήν λαϊκήν σήμερον θρησκευτικήν πίστιν, τήν εὑρισκομένην εἰς στενωτέραν συνάφειαν πρός τήν ἐπίσημον θρησκείαν, τήν χριστιανικήν· π.χ. ἑορταστικά ἒθιμα κατά τήν πρώτην τοῦ ἒτους, τά Χριστούγεννα, τά Θεοφάνεια, τό Πάσχα· εἶτα ἡ λαϊκή λατρεία της Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων, ὡς τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, τοῦ προφήτου Ἠλία, τοῦ Ἁγ. Γεωργίου κ.ἂ., προσέτι και ἐπῳδαί, εὐχαί κλπ.».
Τα ίδια υποστηρίζει ο R. Jolivet (1955): «Ὁ Χριστιανισμός ἐδανείσθη ἀπό τήν Ἑλληνική παράδοσι τυπικά λατρευτικά στοιχεῖα, τά ὁποῖα ἀφομοίωσε ὡς βοηθητικό ὑλικό ἐξωτερικεύσεως, ἀλλά δέν τά προήγαγε σέ πρότυπη μορφή. Ὃπου δέ ἐνεσωμάτωσε στοιχεῖα τῆς Ἑλληνικῆς σκέψεως, τά διεμόρφωσε σέ ἐσωτερική εὐθυγράμμισι πρός τήν πορεία του κι' ἒτσι περιέσωσε τήν ἱστορική ὑπόληψι καί τήν πνευματική διατήρησι τοῦ Ἑλληνισμοῦ» (Π .Δ. Ηλιάδης, 1960).
Στα Μυστήρια του Διονύσου, στα Ελευσίνια Μυστήρια και στους θρήνους για το χαμό του Άδωνη ή των άλλων «θνησκόντων θεών», κυριαρχούσαν οι άγριες κραυγές πόνου του όχλου και η πομπή του ξύλινου ξόανου του νεκρού θεού με τα ομοιώματα γεννητικών οργάνων περιφέρονταν γύρω από το ιερό των Ελευσίνιων Μυστηρίων. Όλοι περίμεναν να πέσει η νύχτα για ν' αρχίσουν οι μυστηριακές τελετές, όπου οι μέχρι τότε κλεισμένες στο γυναικωνίτη γυναίκες επιδίδονται σε όργια, αφού ο πανάρχαιος μύθος του θανάτου και της γέννησης με την αναζωογόνηση της βλάστησης, ουσιαστικά ήθελε να εξυψώσει το μυστηριακό και το κτηνώδες της γενετήσιας ορμής.
Οποία διαφορά λοιπόν μεταξύ του Εσταυρωμένου Ιησού και των «θνησκόντων» θεών της Ανατολής! Πόσο ψηλά βρίσκεται ο Θεάνθρωπος και πόσο μεγάλο φαίνεται το μήνυμα και η ιδέα της Ανάστασής του και της τελικής λύτρωσης που τον κάνει να στέκεται στο βάθρο του ως νικητής του χρόνου!
Ο Ιησούς Χριστός υβρίστηκε, ταπεινώθηκε, ραπίστηκε, υπέφερε μόνος χωρίς βοήθεια ή συμπόνια και τέλος σταυρώθηκε για να σώσει τους ανθρώπους από τις αμαρτίες τους.
Τι υπέρτατο μεγαλείο!
Ακόμα και στον σταυρό του μαρτυρίου του, ο Εσταυρωμένος θεός της αγάπης προσευχόταν στον επουράνιο Πατέρα του υπέρ των δημίων του, λέγοντας: «πάτερ, ἂφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἲδασι τί ποιοῦσι».
Στη Σταύρωση του Θεανθρώπου, η ανθρώπινη φύση του έφτασε στις πιο απρόσιτες και ανυπέρβλητες κορυφές του θεϊκού μεγαλείου. Ο σταυρικός του θάνατος αποτελεί άλλωστε το αποκορύφωμα της διδασκαλίας του και την υπέρτατη θυσία του για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ουσιαστικά αυτή ακριβώς η σταυρική θυσία ξεχωρίζει τον Ιησού Χριστό από τους θεούς της Ανατολής και τον Χριστιανισμό από τις αντίστοιχες ηλιολατρικές θρησκείες.
Επομένως μ' αυτό το δραματικό στη φύση του γεγονός συντελέστηκε η μεγαλειώδης διαφορά του Εσταυρωμένου Ιησού ως προς τους αρχαίους «θνήσκοντες» θεούς και η πιο σπουδαία στιγμή στις σχέσεις του επουράνιου Πατέρα με τον άνθρωπο. Εξάλλου ο Απόστολος Παύλος παρουσίασε την Ανάσταση του Κυρίου σαν σωτήρια πραγματικότητα, σαν την κορωνίδα του λυτρωτικού του θανάτου.
Αντίθετα με τα παραπάνω, η θλίψη της Αφροδίτης για τον χαμό του αγαπημένου της, όπως και τα κλάματα της Δήμητρας για την αρπαγή της Περσεφόνης, δείχνουν το πένθος για τη νέκρωση της φύσης. Τα δάκρυά τους κατά τους πιστούς αντιστοιχούσαν στη βροχή που ποτίζει τη γη για να δώσει τη νέα βλάστηση. Στον Κάτω Κόσμο, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, πέρασαν η Περσεφόνη, ο Διόνυσος, ο Ορφέας και ο Άδωνις που όλοι συνέδεσαν το όνομά τους με απόκρυφες εσχατολογικές λατρείες. Οι πιστοί τους ανέμεναν την ανάσταση του θεού, που μέσω αυτής θα περνούσε τον κόσμο από το σκοτάδι στο φως, από τον άγριο χειμώνα στην ήπια άνοιξη, αφού ουσιαστικά μέσα από τα πάθη όλων αυτών των θεοτήτων έπασχε στην πραγματικότητα η θεοποιημένη φύση. Η φύση, η μητέρα Γη, που έτρεφε τα παιδιά της και συνεπώς –κατά τους αρχαίους– έκρυβε όλο εκείνο το μυστήριο της δημιουργικής δύναμης και της συνεχούς αναγέννησής της.
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και εστιάζεται ο μεγαλειώδης εορτασμός του Πάσχα από τους Έλληνες και τους άλλους Ορθοδόξους της Ανατολής. Το Πάσχα για την Ελλάδα και την Ανατολή σημαίνει αναγέννηση, πανδαισία χρωμάτων και μεθυστικών αρωμάτων από την ολάνθιστη φύση. Ολόγυρα υπάρχει ένα πανέμορφο σκηνικό που προκαλεί μια έντονη διάθεση εορτασμού. Γι αυτόν τον λόγο όλη η χαρμόσυνη διαδικασία του ελληνικού Πάσχα έρχεται ως φυσικό συμπλήρωμα μιας ψυχικής ανατάσεως. Η άνοιξη, τα έντονα χρώματα, η ανάσταση της φύσης και μαζί τού Σωτήρος Χριστού αναζωογονεί τους πιστούς και τους οδηγεί σ' έναν ανεπανάληπτο εορτασμό.
Σύμφωνα με τον Δ.Γ. Χιώνη: «Ακόμα, κατά τον Ορφέα, η Ανάσταση του νεκρού Θεού σήμαινε την αρχή της ηθικής ζωής που τρεφότανε από τον καρπό του νεκραναστηθέντα σωτήρα. Έτσι, με την αναγεννημένη καρδιά του αναστηθέντος Θεού στον κόσμο, σκορπούσε η αγάπη, η ειρήνη και η καλοκαρδία, μέσα από τα οποία θα ερχότανε επιταχυνόμενη σωτηρία των μυημένων πιστών, γιατί μόνον έτσι η ψυχή του αποθανόντος Μύστη θα ανερχόταν προς το υψηλό ουράνιο στερέωμα και θα παρέμενε πλησίον του Θεού Σωτήρα» (Από τον Ορφέα ως το Χριστό. Εκδ. Άμιλλα, Αθήνα, σελ.79).
Σε όλους αυτούς τους μύθους που αναφέραμε, το αρσενικό, αφού γονιμοποιήσει το θηλυκό –που προσωποποιείται σε θεά υποκαθιστώντας τη μητέρα Γη– προσφέρεται θυσία στο πνεύμα της γονιμότητας. Τελικά, όλο το τελετουργικό της λατρείας των θεών ανήκει στον κύκλο των μαγικών πράξεων και επικλήσεων για την, πρόκληση βροχής, με άμεση συνέπεια την γονιμοποίηση της γης.
Όπως για όλα τα αρχαία Μυστήρια, έτσι και για τα Αδώνια ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά. Κάποια μαρτυρία υπάρχει από τον Λατίνο πολιτικό και συγγραφέα του 4ου μ.Χ. αιώνα τον Ιούλιο Φίρμικο Ματερνό (Julius Firmicus Maternus), ο οποίος, όταν το 347 μ.Χ. ασπάστηκε τον Χριστιανισμό, αφιέρωσε το έργο του «Περί των θρησκευτικών πλανών» (De errore profanarum religionum) στους αυτοκράτορες της Δύσης Κώνστα Α' (323–350 μ.Χ.) και της Ανατολής Κωνστάντιο Β' (317–361 μ.Χ.) με σκοπό να τους παροτρύνει να καταργήσουν την ειδωλολατρεία. Στο έργο του αυτό αναφέρει ότι η αναπαράσταση της ταφής και της ανάστασης του Άδωνη κρατούσε μια εβδομάδα και περιελάμβανε τον θάνατο του θεού, τον επιτάφιο θρήνο και την τελετή της ανάστασης. Κατά τη διάρκεια της τελετής μαυροφορεμένες γυναίκες θρηνούσαν γύρω από το ξύλινο ομοίωμα του Άδωνη. Σε μια καθορισμένη στιγμή σταματούσαν οι θρήνοι και τα μοιρολόγια. Ο ιερέας μύρωνε τα χείλη των παρόντων πιστών, ταυτόχρονα ο χώρος του ναού φωτιζόταν και τότε ο ιερέας αναφωνούσε: «Θαρσεῖτε, μύσται τοῦ θεοῦ σεσωσμένοι· ἒσται γάρ ἡμῖν ἐκ πόνων σωτηρία» (Ἒχετε θᾶρρος εὐσεβεῖς πιστοί πού ἒχετε μυηθεῖ στά μυστήρια τοῦ θεοῦ· διότι θά ὑπάρξει γιά ἐσᾶς σωτηρία ἀπό τούς πόνους»).
Τέλος, ακολουθούσαν χαρμόσυνες εκδηλώσεις των πιστών.
Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά όλους αυτούς τους μύθους των αρχαίων λαών της λεκάνης της Μεσογείου, βλέπουμε ότι στο μυστήριο της ταφής και της ανάστασης, το κοινό σημείο είναι ότι εκείνο που πεθαίνει και ανασταίνεται είναι το αρσενικό. Βέβαια ο αρχέγονος σουμεριακός μύθος ομιλεί για τη θεά Ιναννά, που πρώτη κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο, αλλά και σ' αυτόν τον μύθο πάλι ο σπόρος που γονιμοποιεί τη γη είναι αρσενικός, αφού τελικά τη θέση της πήρε ο θεός Ντουμμουζί. Όλοι, λοιπόν, οι μύθοι των λαών της Ανατολής αναφέρονται στους θεούς της γονιμότητας. Συνεπώς η ανάσταση, στην οποία οι λαοί αυτοί πίστευαν συνδεόταν με τη διαρκή ανανέωση της Φύσης, η οποία αλληλοδιαδόχως –με το πέρασμα των εποχών του έτους– αρχικά απονεκρώνεται και στη συνέχεια αναζωογονείται. Η κάθοδος της μητέρας Γης στον Κάτω Κόσμο γίνεται πάντα τον χειμώνα. Για να επανέλθει στον Επάνω Κόσμο, πρέπει να, «ταφεί» ο σπόρος για να δώσει καινούργιο βλαστό. Και ο σπόρος πάντοτε προέρχεται από το αρσενικό. Η κάθοδος του Ντουμμουζί ή του Ταμμούζ και των άλλων θεών στον Κάτω Κόσμο αντιστοιχεί στην περίοδο της σποράς. Τα δάκρυα των πολύπαθων θεών και οι θρήνοι των πιστών γυναικών αντιστοιχούν στη βροχή που ποτίζει τη γη και δίνει τη νέα ζωή, με τα καινούργια βλαστάρια, που «ανασταίνονται» από τον φαινομενικά άψυχο σπόρο. Συνεπώς, γύρω από το φαινόμενο του θανάτου, της «ταφής» του σπόρου, και της βλάστησης, δηλαδή της ανάστασης μιας καινούργιας ζωής, δημιουργήθηκαν τα λεγόμενα «Μυστήρια» κατά τα οποία ενώπιον των μυστών αναπαριστάνονταν οι διάφορες φάσεις της φυσικής λειτουργίας της αναπαραγωγής, ενώ ο λαός συμμεριζόταν τις περιπέτειες του θνήσκοντος θεού και τη χαρά της αναζωογόνησής του. Όταν αργότερα το ιερατείο αποτέλεσε μια πανίσχυρη κλειστή κάστα ανθρώπων, το γεγονός της ταφής και της ανάστασης του γονιμοποιού θεού έγινε μια πολύπλοκη μυσταγωγία, με μυστηριακές λατρείες και ιδιαίτερο τελετουργικό, κτήμα μόνο των ιερέων και των μυημένων, που δημιούργησαν τα λεγόμενα Μυστήρια, στις γιορτές των οποίων ο λαός συμμετείχε χωρίς όμως να πολυκαταλαβαίνει πια το ουσιαστικό περιεχόμενο τους. Ειδικά στα Ελευσίνια Μυστήρια, η Περσεφόνη είναι εκείνη που κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο, δηλαδή το θηλυκό. Ο μύθος αυτός συμβολίζει τη μοναδική περίπτωση κατά την οποίαν ο σπόρος συμβολίζεται με τη θηλυκή θεά. Βέβαια ο ελληνικός κόσμος πίστευε στην ταφή και την ανάσταση ταυ Διόνυσου–Ζαγρέα, που ο μύθος του αποτελούσε κεντρική μυστηριακή λατρεία των Ορφικών. Ο Ζαγρεύς Διόνυσος, τέκνο του Δία και της Περσεφόνης, έλαβε από τον πατέρα του –ήδη από την παιδική του ηλικία– την εντολή να κυριαρχήσει στον κόσμο· γι' αυτόν τον λόγο μισήθηκε από την Ήρα, η οποία με κάθε τρόπο αποζητούσε τον αφανισμό του. Τελικά έβαλε τους Τιτάνες –αντιπάλους του Δία– να τον κυνηγούν. Το θεϊκό παιδί μεταμορφωνόταν σε διάφορα ζώα και κατόρθωνε να διαφεύγει. Κάποτε, όμως, τη στιγμή που είχε μεταμορφωθεί σε ταύρο, οι Τιτάνες τον συνέλαβαν, και αφού τον τεμάχισαν, άρχισαν να βράζουν και να τρώνε τα μέλη του. Ο Δίας παίρνοντας την καρδιά τού γιου του, που του την έφερε η θεά Αθηνά, την κονιορτοποίησε και ράντισε μ' αυτήν τη Σεμέλη, που έτσι έμεινε έγκυος και γέννησε τον Νέο Διόνυσο, σ' αυτόν τον ατέλειωτο κύκλο θανάτου, ανάστασης, γέννησης και ζωής. Ο Δίας, στη συνέχεια, από την τέφρα των κατακεραυνωμένων Τιτάνων δημιούργησε το ανθρώπινο γένος, στο οποίο είναι αναμεμειγμένο το μοχθηρό τιτανικό στοιχείο με το θείο αίμα του Ζαγρέα. Μ' αυτόν τον τρόπο ερμηνεύεται η διάσταση της ανθρώπινης φύσεως και η διαρκής αντιπαράθεση του ανθρώπου προς το καλό και το κακό.
Ο Ζαγρεύς* είναι ο θεός Σωτήρας των Ορφικών και το πάθος του αποτελεί τον πυρήνα των μυστηριακών τελετών τους. Σύμφωνα με τον Δ.Γ. Χιώνη η λατρεία του είναι: η κατ' εξοχήν σωτηριακή θρησκεία, που στηρίζεται στον θνήσκοντα θεό που μέσα από την πολυδύναμη μορφή του Διόνυσου Ζαγρέα θα ταυτιστεί με τον Χριστό. Πάνω σ' αυτό, λέει ο Ιουστίνος: «Ἰησοῦν Χριστόν–Σταυρωθέντα καί ἀποθανόντα καί ἀναστάντα– οὐ παρά τούς παρ' ὑμῖν λεγομένους υἱούς τοῦ Δία καινόν τι φέρομεν».
Αλλά και ο ίδιος είναι υποχρεωμένος να ξαναγυρίσει στη σύγκριση του Ιησού με τον Διόνυσο Ζαγρέα: «υἱόν τοῦ υπέρτατου θεοῦ τόν διασπαραχθέντα καί ἀποθανόντα ἀναστήναι, εἰς οὐρανόν τε ἀνεληλυθέντα ἱστορῶσι καί οἲνον ἐν τοῖς μυστηρίοις αὐτοῦ παραφέρωσιν» («Τόν υἱόν τοῦ ὑπέρτατου θεοῦ πού κατακρεουργήθηκε, ἀπέθανε, ἀναστήθηκε καί ἀναλήφθηκε στόν οὐρανό ἐξιστορούν καί οἶνον προσφέρουν στίς τελετές του», Από τον Ορφέα ως τον Χριστό, Εκδ. Άμιλλα, Αθήνα, σελ. 71).
Σημειώνουμε ότι ένας θεός, που πάσχει, πεθαίνει, ενώ στη συνέχεια ξαναγεννιέται ανάμεσα στους ανθρώπους και συμμερίζεται τη μοίρα τους, είναι πολύ κοντά τους, με άμεση συνέπεια να κατέχει κυρίαρχο ρόλο στα μυστήριά τους.
Ο αντίστοιχος σουμεριακό-βαβυλωνιακός μύθος συμβολίζεται και στην Ελλάδα από την ταφή και την ανάσταση του Άδωνη, του πανέμορφου θνητού αγαπημένου της θεάς Αφροδίτης.
Εκτός όμως από τον Άδωνη αναλογίες αντίστοιχες υπάρχουν και με τον Μίθρα τον θεό Ήλιο των αρχαίων Περσών, που η λατρεία του ήταν πολύ διαδεδομένη μεταξύ των Ρωμαίων λεγεωνάριων. Ο Μιθραϊσμός, σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Πομπήιος 24), εισήχθη στη Ρώμη, το 67 π.Χ., από πειρατές της Κιλικίας, και ως πολεμικός θεός απέκτησε πλήθος πιστών μεταξύ των στρατιωτών, καθώς και την εύνοια πολλών Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Ο Κόμμοδος, ο Διοκλητιανός, ο Γαλέριος, ο Λικίνιος, ο Μάρκος Αυρήλιος, ο Ιουλιανός κ.ά ήταν οπαδοί του θεού Μίθρα. Ο Μίθρα ήταν ο Sol Invictus, ο Αήττητος Ήλιος, επομένως αήττητος θα ήταν και ο προστάτης του αυτοκράτορας, γι' αυτόν τον λόγο υποστηρίχτηκε από τους εκάστοτε Ρωμαίους αυτοκράτορες και έτσι ο Μιθραϊσμός απέκτησε πολλούς πιστούς.
Η πρώτη ιστορικά επιβεβαιωμένη ένδειξη της λατρείας του στην Ανατολή ανάγεται στον 14ο π.Χ. αιώνα και άντεξε στην πίεση του Χριστιανισμού μέχρι τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Συνεπώς ο θεός αυτός βασίλευσε στις καρδιές των ανθρώπων για 19 ολόκληρους αιώνες. Ο Μίθρα, σύμφωνα με τα ιερά κείμενα, γεννήθηκε σε μια σπηλιά, βοσκοί παραβρέθηκαν στη γέννησή του και Μάγοι –οι ιερείς του Ζωροαστρι–σμού– τον προσκύνησαν, αφού τον θεωρούσαν ενσάρκωση του μεγάλου θεού Αχού–ρα Μάζντα. Κατά την τελετουργία του αντίστοιχου Μυστικού Δείπνου, όπως ανέφερε πρώτος ο R. Ambelain, στο βιβλίο του «Ιησούς ή το θανάσιμο μυστικό των Ναϊτών», (σελ. 220), και αναπαράγεται από τότε στην ελληνική βιβλιογραφία, ο Μίθρα λέγει: «Αυτός που δεν θα φάει από το σώμα μου και δεν θα πιεί από το αίμα μου έτσι ώστε να ταυτιστεί μαζί μου και εγώ μαζί του δεν θα λάβει τη σωτηρία» (Martin Vermaseren, «Μίθρα»). Που, όπως λέει, δεν είναι βέβαια διαφορετικό από την αντίστοιχη τελετουργία του Ορφέα, του Διόνυσου ή του Άδωνη, αφού στους Ορφικούς Ύμνους αναφέρεται:
«Αυτός που δεν θα φάει από το σώμα μου και δεν θα πιεί από το αίμα μου, δεν θα ταυτιστεί ποτέ μαζί μου κι εγώ μαζί του και δεν θα λάβει τη σωτηρία της ψυχής του» (Ορφ. Ε', 242–248)*.
Αν, λοιπόν, τα παραπάνω αληθεύουν, η αντιστοιχία είναι καταπληκτική, αφού στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο διαβάζουμε: «ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἶμα ἒχει ζωήν αἰώνιον, καί ἐγώ ἀναστήσω αὐτόν ἐν τῇ ἐσχάτῇ ἡμέρα (Ιωάν. ΣΤ', 54).
Τελικά, όταν ο Μίθρα ανεβαίνει στον ουρανό κάθεται δίπλα στον ουράνιο πατέρα του τον Αχούρα Μάζντα και λέει: «όποιος προσεύχεται σε μένα προσεύχεται στον Αχούρα Μάζντα τον Πατέρα μου». Χωρίς αμφιβολία μπορούμε να πούμε ότι μεγάλο μέρος από τα πιστεύω τού Ζωροαστρισμού και του Μιθραϊσμού, όπως οι ιδέες που συνδέονται με την έννοια του θανάτου, του Παραδείσου, της κόλασης ή της τελικής κρίσης βρίσκονται αποτυπωμένες στο τυπικό και των άλλων μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών. Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο Χριστιανισμός για να επικρατήσει, έκανε τελικά κάποιες υποχωρήσεις και υιοθέτησε πολλά από τα σύμβολα του Μιθραϊσμού. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν μία πιο ακραία θέση, θεωρώντας ότι οι δύο θρησκείες μάλλον συγχωνεύτηκαν και δεν δανείστηκαν καθόλου στοιχεία η μία από την άλλη, εφ' όσον και οι δυο είχαν κοινή ανατολική προέλευση. Ο Μιθραϊσμός πάντως δεν έσβησε εύκολα, αφού θεμελιώδεις αρχές του υιοθετήθηκαν αρχικά από τους Μανιχαίους και στη συνέχεια από τους Βαλεντιανούς, τους Ουγενότους κ.ά. Πιθανόν η βασική ιδέα του που διασώθηκε μέχρι σήμερα να είναι «το δόγμα της δυαρχίας: ότι το κακό είναι υπαρκτό, όπως και το καλό και ότι η ζωή του ανθρώπου είναι ένας αγώνας ανάμεσα στο καλό και στο κακό» (Γ.Β. Σιέττος, 1985, σελ. 76, Α. Mackey, 1953, τ. 3, σελ. 1312).
Σε κάθε περίπτωση με τον θάνατο, την ταφή και την ανάστασή τους, οι «βλαστικοί» αρχαίοι θεοί συμβολίζουν γενικά τη χειμερία νάρκη του φυτικού βασιλείου και τη θριαμβευτική επάνοδό του στη ζωή μέσα σ' ένα ανοιξιάτικο περιβάλλον.
Ξέχωρα από τους λαούς της Μέσης Ανατολής και τους Έλληνες με τις θρησκευτικές δοξασίες περί ταφής και ανάστασης, άλλες μεγάλες θρησκείες της Εγγύς και Άπω Ανατολής ομιλούν για «μετεμψύχωση» και «μετενσάρκωση». Οι Ουπανισάδες –τα ιερά ινδικά κείμενα– ομιλούν για τη μετενσάρκωση, ενώ ο Βουδισμός αναφέρεται στο «κάρμα», που είναι η κατάσταση στην οποία φτάνουν ολοκληρωμένες οι ψυχές μετά από έναν κύκλο συνεχών μετενσαρκώσεων. Το τελευταίο στάδιο αυτών των μετενσαρκώσεων είναι το Νιρβάνα, η απόλυτη τελειότητα. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι και οι Αιγύπτιοι αναφέρονταν στη μετεμψύχωση, την οποία αντιμετώπιζαν σαν μια κυκλική «κάθαρση» της ψυχής μέχρι την τελείωση του ατόμου.
Όσον αφορά την Παλαιά Διαθήκη, η πίστη στην ανάσταση των νεκρών είναι διάχυτη σε πολλά χωρία της που έμμεσα ή άμεσα αναφέρονται σ' αυτήν. Πάντως στην Παλαιά Διαθήκη, προτυπωτικές της Ανάστασης του Κυρίου, αναφέρονται τρεις μόνον χαρακτηριστικές περιπτώσεις νεκρανάστασης:
α. Του γιου της χήρας της Σαρεπτά στη Σιδώνα, που τον ανάστησε, ύστερα από θερμή προσευχή, ο προφήτης Ηλίας (Γ' Βασιλειών ΙΖ', 20–24).
β. Του γιου μιας γυναίκας από την πόλη Σουνάμ, της Σουναμίτιδας χήρας, που τον ανάστησε πάλι μετά από θερμή προσευχή ο προφήτης Ελισσαίος (Δ' Βασιλειών Δ', 32–37).
γ. Υπάρχει επίσης η αφήγηση για τη νεκρανάσταση κάποιου άγνωστου άντρα που τον έρριξαν οι συγγενείς του στον τάφο τού προφήτη Ελισσαίου, για να πάρει δύναμη απ' αυτόν και τελικά να αναστηθεί (Δ' Βασιλειών ΙΓ', 21).
Χαρακτηριστικό βέβαια είναι και το χωρίο που αναφέρει ο προφήτης Ησαΐας, μάλλον ποιητικής μορφής, που προαναγγέλλει την ανάσταση των δικαίων κατά την έλευση του Μεσσία: «ἀναστήσονται οἱ νεκροί, καί ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις...» (Ησαΐας ΚΣΤ', 19).
Επίσης υπάρχει το συμβολικό όραμα του προφήτη Ιεζεκιήλ (ΛΖ', 1–14), που δεν αναφέρεται σε πραγματικό γεγονός του παρελθόντος, αλλά σε εσχατολογική προσδοκία, όπου τα γυμνά οστά ξαναζωντάνεψαν, αφού γέμισαν με σάρκες και νεύρα, και τελικά θα επέλθη η λύτρωση των συμπατριωτών του, καθώς προσπαθεί να τους ανακουφίσει κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας τους. Παράλληλα προφητεύει τη γενική ανάσταση των νεκρών, στην οποία ήδη πίστευαν οι Ιουδαίοι –εκτός από τους Σαδδουκαίους. Ο Ιώβ, όπως φαίνεται από το σχετικό χωρίο (Ιώβ ΙΘ', 26) πιστεύει στην ανάσταση των νεκρών, η οποία επιβεβαιώνεται κατηγορηματικά –μετά τους Μακκαβαίους (167 π.Χ.)– από τον προφήτη Δανιήλ (IB', 2): «Πολλοί τῶν καθευδό–ντων ἐν γῆς χώματι ἐξεγερθήσονται, οὗτοι εἰς ζωήν αἰώνιον, καί οὗτοι εἰς ὀνειδισμόν καί εἰς αἰσχύνην αἰώνιον» («Πολλοί ἀπ' αὐτούς πού ἐτάφησαν στήν γῆ θά ἐγερθοῦν, ἂλλοι εἰς τήν αἰώνιον ζωήν καί ἂλλοι στην αἰώνια καταφρόνηση καί χλεύη»). Η πίστη αυτή υπάρχει και σε άλλα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, όπως στο Β' Μακκαβαίων (Ζ', 9 και IB', 43–45) και στη Σοφία Σολομώντα (Α', 13. Γ', 7. Δ', 20. Ε', 14 και ΙΣΤ', 13), όπου βέβαια η πίστη αυτή χρησιμοποιείται ως μέσο και κίνητρο για τη μετά θάνατο δικαίωση του κάθε πολεμιστή.
Στο Ταλμούδ της Ιερουσαλήμ* αναφέρεται ότι η ψυχή παραμένει για τρεις ημέρες γύρω από το σώμα μετά τον θάνατο, προσπαθώντας να ξαναμπεί μέσα σ' αυτό. Απομακρύνεται οριστικά απ' αυτό μόνο μετά από τις τρεις ημέρες, όταν το φθαρτό σώμα αρχίζει να αλλοιώνεται. Αρχικά, στον πρώιμο Ιουδαϊσμό δεν αναγνωριζόταν ούτε αθανασία της ψυχής, ούτε ανάσταση του σώματος. Μετά τον θάνατο, ο νεκρός πήγαινε στον Σεώλ, αντίστοιχο με τον ελληνικό Άδη.
* Καί τήν Τυνδάρεω ἀνάσιασιν καί τήν Διός ἐπί τούτῳ κατ' Ἀσκληπιού ὀργήν.
* Ντουμμουζί, Ταμμούζ, Δαγών, Όσιρις, Άδωνις, Άττις, Σαβάζιος, Τελεπινός, Διόνυσος-Ζαγρεύς κ.ά. είναι τα διάφορα ονόματα που αντιπροσωπεύουν τον αρσενικό θεό, ο οποίος θυσιάζεται για να ακολουθήσει μετέπειτα η ανάσταση του.
* Δεν μπορέσαμε να διασταυρώσουμε αυτήν την πληροφορία και παραπομπή, μολονότι ελέγξαμε τα Ορφικά και τους Ορφικούς Ύμνους (βλέπε βιβλιογραφία). Φαίνεται, όμως, ότι αυτή η αναφορά πρέπει να είναι ψευδεπίγραφη, γιατί στα Σχόλια των Ορφικών (Orphicorum Fragmenta, 243) ανακαλύψαμε την εξής καταγραφή: «Ἁνεγνώσθη βιβλίον πολύστιχον,..., ἅς ὁ συγγραφεύς συμφερομένας πειρᾶται δεικνύειν τῇ τῶν Χριστιανῶν ἀχράντῳ καί ὑπερφυεῖ καί θειοτάτῃ θρησκείᾳ...» (Ἀνεγνώσθη βιβλίον πολύστιχον ... ὃπου ὁ συγγραφεύς προσπαθεῖ νά ἀποδείξει ὃτι ὑπάρχουν θρησκεῖες πού συμφωνοῦν μέ τήν ἀμόλυντο, ὑπερφυεῖ καί θεϊκότατη θρησκεία τῶν χριστιανῶν...), Lob. 1346. Πιθανώς, λοιπόν, να αναφέρθηκε αρχικά από τον Ambelain αυτή η πληροφορία και από τότε αβίαστα αναπαράγεται στην Ελληνική βιβλιογραφία από εκείνους τους συγγραφείς (αντιγραφείς!) που ποτέ δεν ανατρέχουν στην πρωτογενή βιβλιογραφία.
* Το Ταλμούδ της Ιερουσαλήμ έχει γραφεί στα αραμαϊκά. Είναι μικρότερο σε έκταση από το αντίστοιχο βαβυλωνιακό Ταλμούδ και θεωρείται υποδεέστερό του. Γι' αυτόν τον λόγο δεν άσκησε μεγάλη επίδραση στους Εβραίους. Γενικά, όμως, είναι αξιόλογο έργο γιατί δίνει πολλές πληροφορίες για τη ζωή των Ισραηλιτών στην Παλαιστίνη τους πρώτους πέντε μετά Χριστόν αιώνες.
II ιστορικότητα της Ανάστασης
Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΕΛΣΟΣ, Ο ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ, Ο ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, παλαιότερα, ο Ραϊμάρους, ο Στράους, ο Ρενάν και διάφοροι άλλοι ορθολογιστές μελετητές και οπαδοί της αντιρρητικής θεολογίας, πιο πρόσφατα, δεν αναγνωρίζουν καμία αντικειμενική αξία στην Ανάσταση του Ιησού. Τη θεωρούν σαν ένα φαινόμενο καθαρής παραίσθησης!
Πέρα απ' αυτούς, την τελευταία δεκαετία αναφαίνονται εκ μέρους μη ορθοδόξων θεολόγων καινοφανείς διακηρύξεις που αμφισβητούν αυτήν καθ' εαυτή την ιστορικότητα της Ανάστασης του Κυρίου.
Ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός βιώνει μυστηριακά –μέσω της λειτουργικής ζωής– την Ανάσταση του Κυρίου, η οποία αποτελεί το ανεπανάληπτο γεγονός της υπέρβασης του θανάτου εκ μέρους του θεανθρώπου. Από τη Σταύρωση του Σωτήρα Χριστού ανέτειλε η Ανάστασή του και απ' αυτήν η σωτηρία των ανθρώπων. Εξάλλου η πίστη στην Ανάσταση του Κυρίου είναι το θεμέλιο του Χριστιανισμού και το κεντρικό σημείο της όλης χριστιανικής διδασκαλίας, αφού η Εκκλησία μας περιλαμβάνοντάς την στο Σύμβολο της Πίστεως, την ανεκήρυξε βασικό δόγμα της θρησκείας μας. Χωρίς τα Πάθη του Ιησού και την Ανάστασή του, που επικυρώνει τη διδασκαλία του, δεν θα υπήρχε η χριστιανική θρησκεία και το έργο του Ιησού θα παρέμενε ανεκπλήρωτο. Η Ανάσταση του Κυρίου υπερκέρασε το επίγειο βασίλειο του Ισραήλ και έδειξε σε όλους την αίγλη της Βασιλείας των Ουρανών.
Αντιθέτως, κύκλοι της αντιρρητικής Δυτικής Θεολογίας αμφισβητούν την ιστορικότητα της Ανάστασης και αποστασιοποιούνται από βασικές θέσεις της Χριστιανοσύνης. Οι ορθολογιστές και υπερκριτικοί, που δεν δέχονται τη δυνατότητα του υπερφυσικού, έστω όπως το οριοθετήσαμε στις αρχές της έρευνάς μας, αντιμάχονται εξ αρχής την Ανάσταση του Χριστού, κλονίζοντας ταυτόχρονα τα θεμέλια της του Χριστού Εκκλησίας.
Για τους περισσότερους χριστιανούς η Ανάσταση του Κυρίου παραμένει το μεγαλύτερο θαύμα στην ιστορία της ανθρωπότητας, η απόδειξη της θεότητας του Κυρίου, η κατάργηση του θανάτου και ο θρίαμβος της ζωής. Αυτό σημαίνει ότι δεν νοείται χριστιανός, ο οποίος να μην δέχεται την Ανάσταση του Κυρίου.
Παρ' όλα αυτά, όμως, οι σκεπτικιστές, οι αντιρρησίες και οι αμφισβητίες του θαύματος της Ανάστασης, τη θεωρούν ως τη «μεγαλύτερη παραίσθηση» των αιώνων. Υποστηρίζουν, χωρίς καμιά απόδειξη και ιστορική τεκμηρίωση, ότι ο Ιησούς μπορεί να λιποθύμησε ή να έπεσε σε βαθύ κώμα ή να έπαθε νεκροφάνεια πάνω στον Σταυρό. Συνήλθε, όμως, στον τάφο Του, δραπέτευσε απ' αυτόν με τη βοήθεια κάποιων μαθητών του και, φυσικά, εμφανίστηκε ολοζώντανος στους υπόλοιπους. Ο λόγος, όμως, φέρνει τον αντίλογο. Επομένως, χωρίς να ξεχνούν την υπερβατικότητα της Ανάστασης του Κυρίου, άλλοι ερευνητές, πιστοί χριστιανοί, διατυπώνουν την άποψη ότι ήταν αδύνατον μετά τη φοβερή μαστίγωση και την, έστω σύντομη, σταύρωση Του να επέζησε ο ταλαιπωρημένος σωματικά Ιησούς. Πώς άλλωστε ο Ρωμαίος κεντηρίων βεβαίωσε τον θάνατο του Ιησού; Και ακόμη πώς θα μπορούσε να δραπευτεύσει ο ημιθανής Ιησούς από τον τάφο του έστω και με τη βοήθεια φίλων του, όταν φύλαγαν τον τάφο του οι στρατιώτες;
Επίσης θεωρούνται αβάσιμες και οι θεωρίες που ανέπτυξαν οι Paulus, Herdez, Hase, ότι ο Ιησούς απλώς έπαθε νεκροφάνεια*, και αφού συνήλθε μέσα στον τάφο του, εφ' όσον δεν είχε πεθάνει, προσποιήθηκε τον αναστάντα.
Συνεπώς ο δόλος στρέφεται στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, που –όπως τονίζουν οι εγκυρότεροι μελετητές του– δεν ήταν ίδιον του χαρακτήρα Του. Άλλωστε ένας αδύναμος από το μαρτύριο Ιησούς, πώς ήταν δυνατόν –αφού επέζησε από το λόγχισμα του κεντυρίωνα– να ξετυλιχθεί από τα σάβανα, να βρει ρούχα να ντυθεί και τελικά να κυλίσει τον μεγάλο λίθο που έφραζε την είσοδο του μνήματος; Βέβαια όλες αυτές οι απόψεις βασίζονται σε διάφορα απόκρυφα –αμφισβητούμενης αξιοπιστίας και εγκυρότητας– κείμενα που παρουσιάζουν αποσπασματικά στιγμές του βίου του Κυρίου. Για παράδειγμα, το απόκρυφο κείμενο «Βίβλος Αναστάσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» γράφε χαρακτηριστικά: «Ἐγώ, ὁ Φιλογενής, τότε τούς εἶπα: –Ὑπάρχει ἓνα μνημεῖο στό λαχανόκηπό μου, φέρτε τον ἐκεῖ καί βάλτε τον μέσα, ἐγώ ὁ ἲδιος θά τόν προσέχω. Εἶχα στή σκέψη μου καί στήν καρδιά μου, ὃταν φύγουν οἱ Ἰουδαῖοι καί πᾶνε ὃλοι στά σπίτια τους, νά μπῶ μέσα στόν τάφο τοῦ Κυρίου μου, καί ἀφοῦ τόν μεταφέρω μακριά, νά τόν συνεφέρω μέ διάφορα καρυκεύματα, φάρμακα και μυρωδάτες ἀλοιφές» (Κοπτικό χειρόγραφο No 6804, Ι Βρετανικό Μουσείο).
Σε τέτοια κείμενα αναφέρονται οι αρνητές-σκεπτικιστές Δυτικοί θεολόγοι δημιουργώντας τις όποιες αντιρρητικές υποθέσεις τους για την Ανάσταση του Κυρίου.
Οι αρνητές της Ανάστασης του Ιησού υποστηρίζουν ακόμη, χωρίς τεκμηρίωση, ότι το σώμα του Χριστού μπορεί να έγινε βορά των άγριων σκυλιών ή κάποιοι να το παράχωσαν σε άγνωστη τοποθεσία ή τέλος να το έκλεψαν οι μαθητές του, που μ' αυτόν τον τρόπο θέλησαν να παραπλανήσουν τους υπόλοιπους ανθρώπους, ώστε να πιστέψουν ότι ο Κύριος αναστήθηκε. Ο Reimarus κυρίως, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, θεωρεί ότι οι μαθητές του Χριστού έκλεψαν το σώμα του από τον τάφο λέγοντας ότι αναστήθηκε για να δώσουν ένα θεϊκό υπερφυσικό τόνο στις δοξασίες τους. Ο αντίλογος επικεντρώνεται, όμως, στο γεγονός ότι ο Χριστιανισμός, η θρησκεία που διαδόθηκε και εδραιώθηκε στις καρδιές των πιστών –παρά τους σκληρούς διωγμούς– είναι απίθανο να βασίστηκε σε μια τέτοια απάτη. Εξάλλου όλοι οι Απόστολοι –οι δήθεν υπεύθυνοι της απάτης– βάδισαν ηρωικά προς τον θάνατο χωρίς ποτέ κανείς τους να αποκαλύψει το παραμικρό για κάποιου είδους πλεκτάνη.
Πώς ήταν δυνατόν οι πανικόβλητοι μαθητές του Ιησού μετά τον χαμό τού διδασκάλου τους να βρήκαν τη δύναμη να κλέψουν το σώμα του από τον τάφο;
Πώς ήταν δυνατόν να αψηφήσουν και να αποφύγουν τη ρωμαϊκή φρουρά;
Πώς κατόρθωσαν να κυλίσουν τον μεγάλο λίθο της εισόδου του μνήματος χωρίς να γίνουν αντιληπτοί; Και αν πράγματι το σώμα του Χριστού κλάπηκε γιατί δεν τιμωρήθηκε η φρουρά;
Αυτά είναι βασικά ερωτήματα που δεν έχουν εύκολες απαντήσεις, γι' αυτόν τον λόγο την εικασία της κλοπής του σώματος του Χριστού από τους μαθητές του απέρριψαν εξ αρχής ως αβάσιμη ακόμη και ορθολογιστές ερευνητές, όπως οι Strauss, Meyer, Schmiedel, Devivier κ.ά.
Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι το σώμα του Κυρίου μπορεί να κλάπηκε, ακόμη και από τους Εβραίους για να σταματήσουν τον Χριστιανισμό πάνω στην άνθισή του. Αυτή η άποψη είναι τελείως απίθανη γιατί οι Εβραίοι αυτό ακριβώς φοβόντουσαν, όπως άλλωστε αναφέρουν οι Ευαγγελιστές, αφού κάλλιστα μπορούσαν να εμφανίσουν τον νεκρό Ιησού αργότερα, όταν άρχισε το κήρυγμα των Αποστόλων για την Ανάσταση του διδασκάλου τους. Οι αρνητές της Ανάστασης του Ιησού Χριστού ισχυρίζονται επιπλέον ότι το σώμα του Κυρίου τοποθετήθηκε επίτηδες σε άλλον τάφο, απ' όπου εύκολα το πήραν οι μαθητές του. Αλλά κι αυτή η εκδοχή δεν στέκει, γιατί ποτέ δεν ακούστηκε τίποτα γι' αυτήν τη δήθεν απάτη.
Ο Γ. Κορδάτος στο βιβλίο του «Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός» (Τόμος Α', 1975), υποστηρίζει ότι ο Ιησούς ημιθανής μεταφέρθηκε σε κάποιο κρυφό μέρος από τους ανθρώπους του Ιωσήφ της Αριμαθαίας και του Νικόδημου. Εκεί με διάφορες εντριβές που έκαναν στο σώμα του και με διάφορα διεγερτικά ποτά που του έδωσαν να πιεί, τελικά τον συνέφεραν. Παρέμεινε στο κρησφύγετο του κάμποσες ημέρες για να αναρρώσει και μετά πήγε να δει τους συντρόφους του. Οι Απόστολοι όταν τον είδαν πίστεψαν ότι έγινε θαύμα. Δεν ήταν όμως ασφαλής και έτσι οι συνοδοί του με πολλές προφυλάξεις τον μετέφεραν από την Ιουδαία στη Γαλιλαία. Φαίνεται όμως ότι η υγεία του είχε κλονιστεί σοβαρά. Έτσι, λοιπόν, σύμφωνα με τον Κορδάτο, ο Ιησούς σαράντα ημέρες μετά τη σταύρωσή του, πέθανε, ίσως από κάποια αθεράπευτη μόλυνση, που του δημιούργησαν οι πληγές των χεριών του.
Ίδιες περίπου απόψεις εκφράζει ο Rodney Hoare στο βιβλίο του «The Testimony of the Shroud» (1978). Κατ' αυτόν, ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και ο Νικόδημος μετέφεραν τον ημιθανή Ιησού από το μνήμα του στο σπίτι του Νικόδημου. Τον περιποιήθηκαν πολύ και τη Δευτέρα το πρωί ο Ιησούς άρχισε να αναπνέει, αφού επανήλθε στη ζωή μετά από το κώμα στο οποίο είχε περιπέσει κατά τη σταύρωσή του. Ο κεντυρίων, ίσως να είχε δωροδοκηθεί και να κέντησε ελαφρά με τη λόγχη του τον Ιησού, ενώ ταυτόχρονα πιστοποίησε τον θάνατό του, χωρίς αυτός να έχει επέλθει. Όταν ανέλαβε τις δυνάμεις του, του είπαν ότι ξαναγύρισε στη ζωή από τον Άδη, και αυτό πίστευε ο Ιησούς για το υπόλοιπο της ζωής του. Εμφανίστηκε στους μαθητές του, στην οικογένειά του και τέλος «χάθηκε» πάνω στο βουνό ίσως μέσα στην ομίχλη, ή μέσα σ' ένα σύννεφο, για να δώσει κάποιον μυστηριώδη τόνο στην εξαφάνισή του. Κατά τον R. Hoare αυτή ήταν η πιο σωστή πράξη εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Οι αρχές έψαχναν να τον βρουν μετά μάλιστα τις φήμες ότι είχε αναστηθεί. Εάν ήθελε να ζήσει έπρεπε να απομακρυνθεί από την ευρύτερη περιοχή της Ιερουσαλήμ. Ίσως πήγε στην κοινότητα των Εσσαίων στη Νεκρή Θάλασσα, συνδυάζοντας την παρουσία του με την επιστροφή τού «Διδάσκαλου της Δικαιοσύνης» που τόσο πολύ ανέμενε η αδελφότητα. Ίσως πάλι ταξίδεψε στο εξωτερικό, αφού υπάρχει η ακραία θέση ότι επισκέφτηκε μακρινά μέρη, όπως το Πακιστάν ή τη Βόρεια Αμερική! Πιο βολικό βέβαια θα ήταν να είχε πεθάνει λίγο μετά τη σχετική ανάρρωσή του, μη δυνάμενος να ξεπεράσει τα τραύματά του ή απογοητευμένος, όπως λέγει ο R. Hoare, από τον Θεό που υπηρετούσε, ο οποίος τον εγκατέλειψε στον σταυρό του μαρτυρίου του. Ίσως πάλι παντρεύτηκε και έζησε τα υπόλοιπα χρόνια του βίου του στην αφάνεια. Πάντως, κατά τον R. Hoare (1978), Ανάσταση δεν υπήρξε.
Όλα αυτά βέβαια εμπίπτουν στη σφαίρα της φαντασίας του συγγραφέα και στο γενικό πλαίσιο σκέψης των ορθολογιστών υπερκριτικών ερευνητών και συγγραφέων, οι οποίοι με κανένα τρόπο δεν μπορούν να αποδεχτούν το μυστήριο της εκ νεκρών Ανάστασης του Κυρίου και την εκ μέρους του πάταξη του θανάτου.
Επιπλέον, οι αρνητές του θείου λόγου σημειώνουν τις ασάφειες και τις αντιφάσεις των Ευαγγελίων, ως ενδεικτικό στοιχείο της αρνητικής τους θέσης ως προς την Ανάσταση του Χριστού. Ισχυρίζονται ότι τα ελλιπή και σχεδόν αινιγματικά στοιχεία που υπάρχουν για την Ανάσταση του Χριστού δημιουργούν τεράστια προβλήματα στους μελετητές-ιστορικούς, Ο αντίλογος όμως υποστηρίζει ότι αυτές ακριβώς οι ασάφειες είναι το δυνατότερο στοιχείο της αλήθειας. Οι Ευαγγελιστές δεν συνεννοήθηκαν για να παρουσιάσουν μια πλαστή ιστορία, ούτε υπήρχε συνεργασία μεταξύ τους για να παρουσιάσουν κάτι το ομοιόμορφο. Οι αναφορές τους δείχνουν ακόμα την πίστη τους στο μέγα γεγονός της Ανάστασης του Κυρίου, με το να παρουσιάζουν και να παραδέχονται ουσιαστικές λεπτομέρειες, ότι αρχικά δηλαδή δεν επίστευσαν σ' αυτήν ούτε οι μαθητές του και προς στιγμήν παραγνώρισαν τον αναστάντα διδάσκαλο τους. Οι αντιρρησίες επιμένουν ότι όσον αφορά την Ανάσταση του Κυρίου αυτόπτες μάρτυρες δεν υπήρξαν, ούτε κανείς Ευαγγελιστής περιγράφει λεπτομερώς το μέγα γεγονός της Ανάστασης του Ιησού. Επίσης, όλες οι αφηγήσεις και οι αναφορές για τα πρόσωπα που είδαν τον αναστημένο Χριστό, για το μήνυμα που μετέφεραν στους μαθητές του και για τον τόπο, όπου έγιναν οι συναντήσεις διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους. Τι κι αν η Εκκλησία υποστηρίζει ότι τα τέσσερα Ευαγγέλια και οι Επιστολές του Αποστόλου Παύλου είναι οι ιστορικές πηγές της Ανάστασης του Κυρίου; Οι αρνητές υποστηρίζουν ότι ο κενός τάφος ήταν επινόηση του Μάρκου, που –όπως αναφέραμε έγραψε το πρώτο Ευαγγέλιο– και την άποψη αυτή υιοθέτησαν και οι άλλοι Ευαγγελιστές. Όσον αφορά την άποψη του Αποστόλου Παύλου (Α' προς Κορινθίους Επιστολή) όπου σαφώς αναφέρεται ότι ο Ιησούς εμφανίστηκε σε πολλά άτομα, οι αντιρρητικοί θεολόγοι, χωρίς να βγάζουν ψεύτη τον Απόστολο των Εθνών, αναρωτιούνται μεταξύ τους τι ακριβώς είδαν αυτοί οι «αυτόπτες» μάρτυρες. Τι είδους εμπειρία ένιωσαν και πώς αισθάνθηκαν την «υλοποίηση» της Ανάστασης του Ιησού Χριστού;
Πάντως, όσο κι αν η επιστήμη έχει κάνει τεράστιες προόδους και άλματα, δεν μπορούν τα πάντα να εξηγηθούν ορθολογιστικά. Δεν είναι δυνατόν οι υπερφυσικές αλήθειες της πίστεως να ερμηνεύονται με καθαρά λογικές και ενδεικτικά σωστές επιστημονικές προτάσεις. Αυτό είναι αδύνατον και απ' αυτόν τούτον τον ορισμό της Επιστήμης. Πιθανώς πολλά θαύματα των θρησκειών να εξηγούνται σήμερα από τη σύγχρονη Φυσική, παράλληλα, όμως, είναι πιθανόν πολλά θαύματα της σύγχρονης Επιστήμης να βασίζονται στην πανάρχαια λησμονημένη γνώση, τη θαμμένη στα βάθη της μακροχρόνιας υλιστικής περιόδου που διανύει η ανθρωπότητα.
Οι ορθολογιστές πρεσβεύουν ότι πραγματικά μετά την Ανάσταση του Χριστού, οι Απόστολοι σκορπίστηκαν φοβισμένοι και κρύφτηκαν στα σπίτια τους στη Γαλιλαία. Ο καιρός πέρασε, ο φόβος τους καταλάγιασε και εκεί στην ησυχία σκέπτονταν και ξανασκέπτονταν τον αγαπημένο τους διδάσκαλο. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι δεν υπήρχε πια ανάμεσά τους! Οι συνεχείς σκέψεις τους προς Εκείνον, τους δημιούργησαν την ιδέα της Ανάστασής του και στις ιδιαίτερες συνομιλίες τους ανέφεραν τον ξαναζωντανεμένο διδάσκαλο τους. Ο αββάς Loisy αναφέρει ότι εκεί στη Γαλιλαία «το ξύπνημα ή μάλλον το ξεπήδημα της πίστης τους, που προξένησε τα οράματα τους, δημιούργησε την πίστη στην ανάσταση του διδασκάλου τους». Μετά απ' όλα αυτά, όπως αναφέρουν οι ορθολογιστές, οι μαθητές του Ιησού ενίσχυσαν το μυστήριο της Ανάστασης του Κυρίου με τις δήθεν εμφανίσεις του γύρω από τον τάφο του, κατόπιν στην Ιουδαία και τέλος στη Γαλιλαία. Πάνω στο ίδιο πλαίσιο ο H.G. Wells στην Παγκόσμια Ιστορία του αναφέρει: «Ἡ ψυχή τῶν μαθητῶν τον εἶχε βυθισθῇ ἐπί ὀλίγον χρόνον εἰς βαθύτατον σκότος. Κατόπιν ἢρχισε να ψιθυρίζεται μεταξύ των καί νά διαδίδωνται ἱστορίαι μᾶλλον ἀντιφατικαί, ὃτι τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ δέν ὑπῆρχε μέσα εἰς τόν τάφον, εἰς τόν ὁποῖον εἶχε τοποθετηθῇ καί ὃτι πρῶτον ἓνας καί ἒπειτα ἂλλος εἶχον ἲδει τόν Ἰησοῦν ζωντανόν. Εἰς τό τέλος οἱ μαθηταί ἐπαρηγοροῦντο μέ τήν πεποίθησιν, ὃτι εἶχεν ἀναστηθῆ ἐκ νεκρῶν, ὃτι εἶχεν ἐμφανισθή εἰς πολλούς καί ὃτι τόν εἶδαν ν' ἀνεβαίνῃ εἰς τούς οὐρανούς».
Ο Ε. Συρέ (1926) κατ' ουδένα τρόπο δεν αμφισβητεί την Ανάσταση του Ιησού, προσπαθεί όμως να ανακαλύψει το εσωτερικό νόημά της. Αυτός, όπως και πολλοί άλλοι θεοσοφιστές, θεωρεί εξωπραγματική την ιδέα της ανάστασης του υλικού σώματος. Πιστεύει και πρεσβεύει ότι ανάσταση δεν είναι η επάνοδος στη γήινη ζωή του υλικού φθαρτού σώματος, αλλά η αναγέννηση της θεϊκής ψυχής. Και σ' αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται το πνευματικό μεγαλείο της.
Ωστόσο την τελευταία πενταετία του 20ού αιώνα, έχει αναπτυχθεί εκ νέου μια πλούσια και έντονη αντιρρητική θεολογία, που στρέφεται κυρίως εναντίον του μεγάλου γεγονότος της Ανάστασης του Ιησού Χριστού. Φλογερά άρθρα παρουσιάζονται σε εφημερίδες και περιοδικά –γενικά μόνο από καθολικούς και προτεστάντες θεολόγους– και Συνέδρια διοργανώνονται στα πλαίσια της σχετικής με την Ανάσταση του Ιησού Χριστού θεωρητικής διαμάχης. Όλα αυτά μοιάζουν σαν να θέλουν να αποδείξουν ότι τώρα με την είσοδο του 21ου αιώνα, πρέπει να αμφισβητηθεί και –εάν είναι δυνατόν– να αποκλειστεί ο υπερβατικός χαρακτήρας της χριστιανικής θρησκείας, αμφισβητώντας την Ανάσταση, που είναι το κυρίαρχο δόγμα του Χριστιανισμού.
Όπως αναφέρει ο μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδας κ. Χριστόδουλος: «Είναι η γνωστή προσπάθεια, εκλογίκευσης της πίστεως, που αφαιρεί από τις ιερές διηγήσεις κάθε στοιχείο θαυματουργό και θείο. Στην περίπτωση της Αναστάσεως η προσπάθεια προχώρησε πιο βαθιά. Έφθασε στο σημείο να αμφισβητήσει την ιστορικότητά της, πλάθοντας εν ονόματι της επιστήμης, μύθους που αντιστρατεύονταν την ίδια τη λογική» (1996).
Η διδασκαλία του Ιησού, το κήρυγμά του, η αγάπη προς τους ανθρώπους και τον ουράνιο πατέρα του και εν τέλει ο σταυρικός του θάνατος, λίγο πολύ είναι στοιχεία που μπορεί κάποιος να συναντήσει και σε άλλες θρησκείες. Η υπερβατικότητα της Ανάστασής του όμως, με σημασία οντολογική και σωτήρια για τον άνθρωπο, είναι μοναδική και ανυπέρβλητη. Γι' αυτόν τον λόγο εξάλλου αμφισβητήθηκε έντονα από τους αντιπάλους του, αφού με δυσκολία έγινε πιστευτή και απ' αυτούς ακόμη τους μαθητές του. Όταν οι γυναίκες τούς μετέδωσαν την είδηση της Ανάστασης του Κυρίου αμφέβαλαν και έσπευσαν να δουν με τα μάτια τους τον κενό τάφο. Ο δε Απόστολος Θωμάς δεν πίστεψε ούτε τους άλλους Αποστόλους που τον διαβεβαίωσαν για τον αναστάντα Κύριον. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, οι πλανημένοι, αλλά βαθιά φιλοσοφημένοι Γνωστικοί προτιμούσαν να δέχονται τον Ιησού σαν το ανώτερο εκείνο αθάνατο πνεύμα, που με τον γήινο θάνατό του απλώς απαλλάχτηκε από το φθαρτό κέλυφος του.
Βεβαίως η απάντηση της Ορθοδοξίας στους Δυτικούς επιστήμονες που αναπτύσσουν αντιρρητική Θεολογία έχει δοθεί από το θαυμάσιο άρθρο του μακαριότατου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδας κ. Χριστόδουλου, όπου με 29 ερωτήσεις-απαντήσεις για το Θείο Δράμα, δίνει συντριπτικές απαντήσεις στους αμφισβητίες. Επιπλέον υπενθυμίζει ότι τα θέματα αυτά, που ξεπηδούν από την αλλοτριωμένη Δυτική αντιρρητική ετεροδοξία, είναι ανιαρή αναμάσηση ξεπερασμένων θεωριών από την εποχή του Στράους, που προ πολλού έχουν λάβει τις σωστές απαντήσεις και εκ των πραγμάτων έχουν αναιρεθεί (Το Βήμα, 14η Απριλίου 1996).
Μήπως είναι ψέμα, ότι η Ανάσταση του Ιησού ήταν η φλόγα που φώλιασε στη ψυχή των Αποστόλων και τους όπλισε με εκείνη την ανυπέρβλητη δύναμη μέσω της οποίας υπερπήδησαν όλες τις δυσκολίες και μετέφεραν το μήνυμα της διδασκαλίας Του στα πέρατα του κόσμου; Πάνω σ' αυτό το γεγονός ο Γερμανός μαρξιστής φιλόσοφος Ερνστ Μπλοχ έγραφε: «Ο Χριστιανισμός κατάφερε να κυριαρχήσει σβήνοντας το ρωμαϊκό παγανισμό με όπλο του όχι την ηθική του κηρύγματος του Όρους των Ελαιών, αλλά την πεποίθηση ότι ο Ιησούς είχε αναστηθεί εκ νεκρών. Την εποχή όπου οι Συγκλητικοί της Ρώμης παράβγαιναν ποιος θα βάψει με περισσότερο αίμα ταύρου το χιτώνα του –πιστεύοντας ότι αυτό τους προστάτευε από το θάνατο–, ο Χριστιανισμός ως αντίπαλο δόγμα αντιπαράθετε την αιώνια ζωή και όχι την ηθική».
Διάφοροι υλιστές ψυχοερευνητές –η μόδα της εποχής– υποστηρίζουν για τη φύση της Ανάστασης του σώματος του Χριστού ότι φάνηκε να υλοποιείται ή να εξαϋλώνεται κατά βούληση.
Και τι δεν υποστηρίζουν! «Ύλη διαμέσου της ύλης», «τηλεμεταφορά», ένα φαινόμενο που θεωρούν ότι είναι βεβαιωμένο στην εποχή μας, και «αμφιθεσία», δηλαδή εμφανίσεις ενός ανθρώπου σε δύο ή περισσότερους χώρους ταυτοχρόνως, που ισχυρίζονται ότι αναφέρεται ακόμα και στους Βίους των Αγίων της Εκκλησίας μας. Οι οπαδοί της αντιρρητικής Θεολογίας στο γενικότερο πλαίσιο της αναζήτησης του «ιστορικού Ιησού», επικεντρώνονται στην Ανάσταση του Ιησού υποστηρίζοντας ότι ο κενός τάφος, και μετέπειτα αυτή η πίστη των οπαδών του Ιησού στην Ανάστασή του ήταν τα έξυπνα ευρήματα για να εδραιωθεί η διδασκαλία της νέας θρησκείας. Κατά τον K.L. Woodward (1996): «Σύμφωνα με την άποψη των οπαδών της αντιρρητικής θεολογίας, η Ανάσταση απάδει προς το σύγχρονο πνεύμα καθώς δεν συμβιβάζεται με το αρχέγονο ιουδαϊκό κήρυγμα που εκπορεύτηκε από την Ιουδαία». Οι αρνητές θεολόγοι, και όχι μόνον, διοργανώνουν σχετικά Συνέδρια, όπως τον Φεβρουάριο του 1995 στο Όρεγκον (Η.Π.Α.) με τίτλο «Ο Ιησούς το 2000», ενώ και η Καθολική Αρχιεπισκοπή της Νέας Υόρκης διοργάνωσε τον Απρίλιο του 1996 ένα Σεμινάριο με θέμα την «Ανάσταση του Ιησού», αναμένοντας ίσως κάποιες νέες φιλοσοφικές απαντήσεις στο προαιώνιο υπερβατικό γεγονός. Δεκάδες μελέτες έχουν γραφεί που αρνούνται την υλική Ανάσταση του Ιησού –αυτό ακριβώς είναι το γεγονός που αντίκειται στις ορθολογικές δοξασίες τους– και οι αντιρρησίες επιμένουν ότι τώρα ενώπιον του 21ου αιώνα έφτασε ο καιρός να αντικατασταθεί ο δογματικός Ιησούς της πίστης, από τον πραγματικό Ιησού που αποκάλυψε η στυγνή ακαδημαϊκή έρευνα.
Κάτω απ' αυτό το πρίσμα, ο θεολόγος και ψυχαναλυτής Οϊγκέν Ντρέβερμαν (Eugen Drewermann), βοηθός καθηγητής της Θεολογικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Paderbom (Ρηνανία-Βεστφαλία) στη Γερμανία, βασιζόμενος στα δεδομένα της Ψυχολογίας, προσπάθησε να αμφισβητήσει και να απομυθοποιήσει την Ανάσταση του Κυρίου, καταρρίπτοντας ένα προς ένα τα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως. Επιπλέον έδωσε σειρά «πρωτότυπων» διαλέξεων –που τελικά τού στέρησαν τη θέση του στο Πανεπιστήμιο στις οποίες αναφερόταν με τρόπο ορθολογιστικό στα σημαντικότερα συμβάντα του βίου του Ιησού Χριστού. Παραλληλίζοντας δε τους δαίμονες του Ευαγγελίου με τις νευρώσεις, τους φόβους και τις αγωνίες της σύγχρονης κοινωνίας μας, ο Ντρέβερμαν ανέλυσε τα θαύματα του Χριστού, όπως περιγράφονται στην Καινή Διαθήκη, δίνοντάς τους μια «καινοφανή» διάσταση κάτω από το πρίσμα των δικών του πρωτότυπων απόψεων.
Ο 58χρονος σήμερα, το 2000 μ.Χ., Οϊγκέν Ντρέβερμαν –εκτός από θεολόγος και ψυχαναλυτής– είχε χειροτονηθεί ιερέας της Καθολικής Εκκλησίας. Εξαιτίας, όμως των «προχωρημένων» θέσεών του και των διαφορετικών ερμηνειών που έδινε σε θρησκευτικά θέματα, του απαγορεύτηκε το 1992 από την Αγία Έδρα να ασκεί τα ιερατικά του καθήκοντα. Ο ίδιος έχει αναλάβει σταυροφορία εναντίον του δογματισμού της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας υποστηρίζοντας ότι η Καθολική Εκκλησία δεν μπορεί πλέον να δώσει απαντήσεις στα σύγχρονα ερωτήματα και ουσιαστικά αποτελεί τροχοπέδη στην εξελικτική πορεία του ανθρώπου. Ισχυρίζεται ότι η Αγία Γραφή πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα την εξέλιξη των ιδεών και την Ψυχολογία, ενώ θεωρεί αδιανόητο η νέα κατήχηση να υποστηρίζει ότι η Μαρία –η μητέρα του Ιησού– ήταν βιολογικά παρθένος. Αυτό μαζί με πλήθος άλλα παραδείγματα θεωρεί ότι αποπροσανατολίζουν τους μαθητές, αφού δεν μπορούν πια να συσχετίσουν αυτά που μαθαίνουν στα Θρησκευτικά με το περιεχόμενο άλλων μαθημάτων, όπως η Ιστορία, η Βιολογία, η Φυσική και η Χημεία.
Ο Οϊγκέν Ντρέβερμαν, βρίσκεται σε συνεχείς προστριβές με την Αγία Έδρα, αφού διατυπώνει την άποψη ότι οι θρησκευτικές αρχές της Ρώμης πρέπει αφ' ενός μεν να αποκτήσουν δημοκρατική διάρθρωση, αφ' ετέρου δε να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις τις οποίες πεισματικά αρνούνται. Επίσης κατηγορεί τη Ρώμη για την «άχρωμη» στάση της στο θέμα της ομοφυλοφυλίας, των αμβλώσεων και του διαζυγίου. Τέλος, θεωρεί ότι αυτήν την περίοδο οι άνθρωποι προετοιμάζονται για μια διαφορετική αντίληψη της θρησκείας· μιας θρησκείας που θα είναι έτοιμη να δώσει απαντήσεις μ' έναν διαφορετικό πλέον τρόπο σε ερωτήματα που έχουν σχέση με τις επιστήμες και τη φύση, με την τεχνολογία και τον ψυχισμό (Συνέντευξη στη «Suddeutsche Zeitung, 1995). Την ίδια περίοδο ο Ντρέβερμαν δήλωσε στην εφημερίδα Φιγκαρό: «έχουμε να κάνουμε με μια Εκκλησία που ζητεί εξουσία και χρήματα εκεί όπου ο Ιησούς ήθελε τη φτώχεια, που δικαιολογεί τη θανατική ποινή όταν ο Ιησούς απαγόρευε στους ανθρώπους να κρίνουν τους ομοίους τους».
Άλλωστε σ' ένα από τα πρόσφατα βιβλία του με τίτλο «Φονική Πρόοδος», συνδυάζει την Οικολογία με την Ψυχολογία του βάθους και επιτίθεται με το γνωστό καυστικό ύφος του εναντίον του ανθρωποκεντρισμού της Δυτικής φιλοσοφίας που, βασισμένη στην Παλαιά Διαθήκη, έκανε τον άνθρωπο το κέντρο του Σύμπαντος σε βάρος όλων των άλλων εμβίων όντων.
Οι σύγχρονοι μαρξιστές μελετητές του Χριστιανισμού, αντίπαλοι γενικά της Ανάστασης του σώματος του Ιησού, πιστεύουν ότι αυτή καθ' εαυτή η Ανάσταση αποτελεί ένα άχρηστο και περιττό φορτίο της χριστιανικής πίστης, που παρασύρει τους πιστούς πέρα από το πραγματικό νόημα του κινήματος του Ιησού, που ουσιαστικά ήταν ένας μεγάλος κοινωνικός μεταρρυθμιστής.
Παρόμοιες είναι και οι θέσεις του γνωστού Γερμανού Καινοδιαθηκολόγου Gerd Ludemann, καθηγητή στο Tübingen (1994). Ο G. Ludemann ορθολογιστικά παρουσιάζει χειροπιαστά «λογικά» –κατά την κρίση του– συμπεράσματα με τα οποία αμφισβητεί την ιστορικότητα της Ανάστασης του Χριστού. Κατά την άποψή του, η Ανάσταση του Κυρίου είναι «κενός λόγος» τον οποίο οφείλει να απορρίψει ο ερευνητής που θέλει να μελετήσει ψυχρά και επιστημονικά τα γεγονότα.
Κανένα δέος μπροστά στο θεϊκό μεγαλείο της Ανάστασης του Θεανθρώπου! Ούτε καν η αυτονόητη διάθεση για χριστιανό και μάλιστα θεολόγο να δεχτεί την εισδοχή του θείου παράγοντα στη φθαρτή ζωή μας. Απλώς ορθολογιστικές σκέψεις και επιστημονικοφανή επιχειρήματα, που πηγάζουν από έναν πεπερασμένο ανθρώπινο νου. Τα πάντα αρχίζουν και τελειώνουν με την Ψυχολογία. Γι' αυτόν τον λόγο σημειώνουμε το γεγονός πως οι νεότεροι ορθολογιστές και υπερκριτικοί θεολόγοι θέλοντας να υποτάξουν στα λογικοφανή επιχειρήματά τους και στις γενικότερες φιλοσοφικές θέσεις τους την πραγματικότητα των ιερών κειμένων, καταλήγουν τελικά να αρνούνται τα πάντα.
Κατά τον Ludemann (1995), ο Ιησούς παρέμεινε στον τάφο του, όπου και έλιωσε το φθαρτό του σώμα. Ο αναστημένος Ιησούς που εμφανίστηκε στον Απόστολο Πέτρο, δεν ήταν παρά ένα όραμα του Αποστόλου, που ήταν επόμενο να «αντικρύσει», εφ' όσον βασανιζόταν από τις τύψεις του, επειδή είχε αρνηθεί τρεις φορές τον διδάσκαλο του. Οι δύο μαθητές τού Κυρίου που τον συνάντησαν στον δρόμο προς τους Εμμαούς και οι συναντήσεις των Αποστόλων με τον διδάσκαλο τους μετά την Ανάσταση του, δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Ισχυρίζεται ότι οι μαθητές του δεν είδαν τον Μεσσία– απλώς τον φαντάστηκαν. Αυτό συνέβη, λέει ο Ludemann, λόγω ισχυρής συναισθηματικής φόρτισης, και υποστηρίζει ότι κατά την Ψυχολογία αυτό συμβαίνει σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους που είναι έντονα λυπημένοι, όταν χάσουν κάποιο πολύ αγαπημένο τους πρόσωπο. Συνεπώς, ακόμα και η εμφάνιση του Κυρίου σε πεντακόσιους πιστούς οπαδούς του αποδίδεται από τον Ludemann σε ομαδική παράκρουση. Με την ίδια λογική, όμως, σημειώνουμε εμείς, πρέπει συμπερασματικά να απορρίψει και τα Ευαγγέλια, αφού αυτά ακριβώς εμφανίζουν τον Ιησού να συνομιλεί με τους μαθητές του, να τρώει, να πίνει μαζί τους και να γίνεται ως και αντικείμενο ψηλάφησης ακόμα!
Οι ετερόδοξοι Δυτικοί ορθολογιστές θεολόγοι δεν έχουν συνειδητά αποδεχτεί την Ανάσταση του Ιησού και τους ενοχλεί ιδιαίτερα το υπερβατικό αυτό γεγονός. Ο καθολικός ιερέας Τζέραλντ Ο' Κόλλινς, του Γρηγοριανού Πανεπιστημίου των Ιησουϊτών της Ρώμης, ισχυρίζεται ότι ανάσταση δεν σημαίνει αναβίωση του φθαρτού σώματος: «Πρόκειται για ένα σώμα δοξασμένο που μεταμορφώθηκε με δύναμη θεϊκή, κάτι που κανείς από μας δεν έχει δει». Τα πράγματα όμως δεν είναι ακριβώς έτσι, τα Ευαγγέλια, όπως αναφέραμε παραπάνω, άλλοτε παρουσιάζουν τον αναστημένο Ιησού να γευματίζει με τους μαθητές του, άλλοτε να τον αγγίζουν για να δουν τις πληγές του και άλλες φορές αφήνουν αδιόρατα να εννοηθεί ότι το σώμα του Κυρίου δεν είναι πια από ανθρώπινη σάρκα. Όπως αναφέρει ο K.L. Woodward σε σχετικό άρθρο του (1996), ο Στίβεν Ντέιβις από το Κολέγιο Κλάρεμοντ Μακένα της Καλιφόρνια (Η.Π.Α.) πάνω στην άποψη του Ο' Κόλλινς λέει ότι «ένα δοξασμένο σώμα, είναι πάντα σώμα, αφού δεν παύει να αποτελεί υλικό αντικείμενο που το βλέπεις». Άλλοι πάλι θεολόγοι υποστηρίζουν ότι μόνον εκείνοι που είχαν βαθιά πίστη μπόρεσαν να αντικρύσουν τον Ιησού μετά την Ανάστασή του και μέσω θεόπεμπτης ενόρασης.
Κατά τον μακαριότατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδας κ. Χριστόδουλο (1996): «Ο Χριστός σταυρωθείς επί του Ξύλου δι' άκραν υπακοήν προς το θέλημα του Πατρός, ωδήγησε την ανθρώπινη φύση του σε έναν άκτιστο τρόπο ύπαρξης, που δεν γνωρίζει φθαρτότητα ή φθορά. Το αναστημένο σώμα του Χριστού είναι σώμα πνευματικό (Α' Κορ. ΙΕ', 44), ελευθερωμένο από κάθε φυσική αναγκαιότητα. Είναι αισθητό σώμα, έχει «σάρκα και οστέα», μεταλαμβάνει τροφής, ψηλαφάται, αλλά ταυτοχρόνως μπαίνει στο δωμάτιο «των θυρών κεκλεισμένων», αναλαμβάνεται στον ουρανό, και καθίζει εκ δεξιών του Πατρός. Αυτή η διπλή ιδιότητα σημαίνεται στα Ευαγγέλια με τη χαρακτηριστική φράση: «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μάρκ. ΙΣΤ’ 13). Το σώμα αυτό δεν έχει φθαρτότητα και έχει αθανασία. Έτσι θα είναι και τα δικά μας σώματα κατά την κοινή ανάσταση. «Δεῖ γάρ τό φθαρτόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν και τό θνητόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν» (Α' Κορ. ΙΕ', 53)».
Ο Άλαν Σήγκαλ, καθηγητής Θεολογίας στο Κολέγιο Μπάρναρντ της Νέας Υόρκης, και Εβραίος ο ίδιος, υποστηρίζει ότι ενώ η εβραϊκή Βίβλος αποφεύγει εν γένει τις αναφορές για μεταθανάτια ζωή, εντούτοις πολλοί νεαροί Εβραίοι που θυσίασαν τη ζωή τους κατά την εθνική εξέγερση των Μακκαβαίων (167 π.Χ.) πίστευαν ότι ο δίκαιος Θεός τους ήταν δυνατόν να τους επαναφέρει στη ζωή. Επομένως ο Σήγκαλ υποστηρίζει ότι ο Ιησούς παρουσιάστηκε στην Παλαιστίνη, μία περίοδο που πολλοί Εβραίοι πίστευαν ότι οι δίκαιοι ήταν δυνατόν να αναστηθούν, χωρίς όμως να εξηγούν πώς ακριβώς θα γινόταν αυτό το υπερκόσμιο και υπερβατικό γεγονός.
Για μας όλη αυτή η τάση αναζήτησης για τον ιστορικό Ιησού και ειδικά για την Ανάστασή του, για την οποία πολλά ειπώθηκαν στο Σεμινάριο της Νέας Υόρκης, έχουν να κάνουν με την ελλιπή και αλλοτριωμένη Δυτική ετεροδοξία. Ερευνάτε τας Γραφάς, θα τους λέγαμε, και ειδικότερα τα ανυπέρβλητα κείμενα των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας. Ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Γρηγόριος Νύσσης κ.ά. δίνουν όλες εκείνες τις απαντήσεις που ζητούν οι σημερινοί οπαδοί της λεγόμενης αντιρρητικής θεολογίας.
Εξάλλου, πέρα από τις «ρηχές» τοποθετήσεις των αμφισβητιών θεολόγων είναι πάντα επίκαιρη η προειδοποίηση του Ομότιμου Καθηγητή της Θεολογίας κ. Σάββα Αγουρίδη ότι: «ἡ κατ' ἰδίαν μελέτη τῆς Γραφῆς, πνευματικῶς ἒξω ἀπό τό πλαίσιο τό λειτουργικό, συνεπάγεται κινδύνους» (Ερμηνευτική, 1979).
Σύμφωνα δε με τον καθηγητή Γρηγόρη Καλοκαιρινό (1995), η αποδοχή της Ανάστασης του Κυρίου είναι θέμα πίστης: «Σ' αυτό το σημείο, δεν χωράνε φιλοσοφικές αναλύσεις, ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και φυσικά δεν υπάρχουν... παραστατικά στοιχεία».
Δεν είναι δυνατόν να προσπαθεί κάποιος και μάλιστα ειδικός θεολόγος να πλησιάσει τα κείμενα της Καινής Διαθήκης απομονώνοντάς τα από το γενικότερο αποκαλυπτικό θείο μήνυμα. Δεν ερμηνεύονται ιερά κείμενα ρηχά και επιφανειακά, εφαρμόζοντας μόνο μια ιστορικο-κριτική ερμηνευτική μέθοδο, που έχει ως πιθανή βάση της τα νεότερα δεδομένα της Ψυχολογίας. Συνεπώς πάνω σ' αυτό το πλαίσιο, τοποθετήσεις όπως του καθηγητή της Θεολογίας G. Ludemann είναι τελείως έξω από τις θέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αφού δεν μπορούν να συμβιβάσουν το λογικό-φυσικό με το υπέρλογο-υπερφυσικό στοιχείο της θείας αποκάλυψης.
Όσο κι αν υποβοηθούν οι ιστορικές και κριτικές ερμηνείες της Καινής Διαθήκης, αυτή η προσέγγιση των ιερών κειμένων –που αποτελούν αιώνιες μαρτυρίες πίστεως– γίνονται από τους καθηγητές Ε. Drewermann και G. Ludemann με τελείως ακατάλληλο τρόπο. Αν τεθεί υπό αμφισβήτηση το χαρμόσυνο γεγονός της Ανάστασης του Ιησού Χριστού, τότε δυναμιτίζονται τα θεμέλια του Χριστιανισμού. Άλλωστε η ουσία της Ανάστασης του Κυρίου συνάγεται από τη φράση του Απόστολου Παύλου στην Πρώτη προς Κορινθίους Επιστολή του:
«εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, κενόν ἂρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή δέ καί ή πίστις ὑμῶν... εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν• ἒτι ἐστέ ἐν ταῖς ἁμαρ–τίαις ὑμῶν. ἂρα καί οἱ κοιμηθέντες ἐν Χριστῷ ἀπώλοντο»
(Α 'Κορινθίους ΙΕ', 17–18).
«ἐάν ὁ Χριστός δέν ἀναστήθηκε, τότε εἶναι χωρίς νόημα τό κήρυγμα μας, εἶναι καί ἡ πίστις σας χωρίς νόημα.... Ἐάν δέ ὁ Χριστός δέν ἒχει ἀναστηθεῖ, δέν ἒχει καμία ἀξια ἡ πίστις σας– βρίσκεστε ἀκόμη μέσα στις αμαρτίες σας. Ἂρα καί ἐκεῖνοι πού πέθαναν μέ πίστη στόν Χριστό ἒχουν χαθῆ».
Η Ανάσταση του Χριστού, σύμφωνα με τον σεβασμιότατο μητροπολίτη Κορίνθου κ. Παντελεήμονα (1995), είναι: «το κέντρο τον βιώματος των πιστών στη Βασιλεία τον Χριστού, είναι το κέντρο της παρούσας ζωής και ο στόχος μας της μέλλουσας, στον μελλοντικό αιώνα με το Χριστό, διαβίωσής μας. Για τον ίδιο λόγο και η γιορτή τον Πάσχα για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς είναι το αποκορύφωμα όλων των εορτών και το κέντρο όλον τον εορταστικού ορθόδοξου χριστιανικού έτους, με τις 52 Κυριακές του χρόνου, όπου κάθε Κυριακή είναι ένας πνευματικός εορτασμός και ανάμνησης της Ανάστασης τον Κυρίου».
Ομοίως, ο καθηγητής Χ. Γιανναράς αναφέρει: «Η ορθόδοξη λατρεία δεν ασχολείται με «αποδείξεις» της ανάστασης τον Χριστού. Δεν ζητάει να πείσει κανέναν, να υποβάλει ιδεολογήματα, να ξεκλέψει ψυχολογική συναρπαγή. Είναι μόνο γιορτή. Όποιος θέλει και μπορεί συνεορτάζει, αγγίζει μέσα από τη βεβαιότητα της χαράς την πραγματική της αιτία. Είναι μια άλλη οδός γνώσης, μόνο εμπειρική, καθόλου ιδεολογική.....»(1996).
Είναι αδιαμφισβήτητο, λοιπόν, γεγονός ότι ο Χριστιανισμός και η Ορθοδοξία γενικότερα δεν έχουν ανάγκη από επιστημονικές αναλύσεις και ψυχολογικές διερευνήσεις. Εξάλλου υπάρχουν έντονες αντιδράσεις πάνω στις «καταστρεπτικές» για τον Χριστιανισμό ως πίστη, τοποθετήσεις του καθηγητή Gerd Ludemann. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο πραγματοποιήθηκε μια συνάντηση στην Ευαγγελική Ακαδημία της γερμανικής πόλης Pfalz (18–19 Μαρτίου του 1995) μεταξύ Ευαγγελιστών θεολόγων με θέμα την Ανάσταση του Κυρίου ως κεντρικό σημείο της χριστιανικής πίστης.
Δυστυχώς, στη σύγχρονη εποχή μας η αποκοπή πολλών σημερινών «χριστιανών», από τις εκκλησιαστικές ρίζες τους, η αλλοίωση του φρονήματός τους και η εκκοσμίκευση του τρόπου ζωής τους, τους κάνουν να αρνούνται τη θεότητα του Ιησού Χριστού, να υποτιμούν ή ακόμα και να αμφισβητούν την υπερβατικότητα των θαυμάτων του, καθώς και το μέγα γεγονός της Ανάστασής του.
Πέρα από τους χριστιανούς Προτεστάντες καθηγητές, και Εβραίοι μελετητές αμφισβητούν την ιστορικότητα της Ανάστασης. Ο Γκέζα Βερμές (Geza Vermes), καθηγητής Εβραϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, προσπάθησε να αφαιρέσει όλα εκείνα τα στοιχεία που αναδεικνύουν τον μεσσιανικό χαρακτήρα του Ιησού και μιλούν για την Ανάστασή Του από το απόσπασμα του Φλάβιου Ιώσηπου, όπου αναφέρεται: «Την τρίτη ημέρα τους παρουσιάστηκε ξαναζωντανεμένος γιατί οι ιεροί προφήτες είχαν προβλέψει το γεγονός και μυριάδες άλλα θαύματα σχετικά με το άτομό του.....».
Ας δούμε όμως τι λέει ένας επιφανής Ταλμουδιστής, ο ραββίνος Γιάκομπ Νόισνερ, του Πανεπιστημίου Ν. Φλόριντας στην Τάμπα (Η.Π.Α.): «Η θρησκεία αναφέρεται σε παρεμβάσεις τον Θεού επί της Γης και αυτή η πίστη δεν επιδέχεται αμφισβήτηση ούτε υπόκειται σε επαληθεύσεις των ιστορικών γεγονότων. Αν δικαιούμαστε να απορρίψουμε ως μη ανταποκρινόμενα στην ιστορική αλήθεια τα περισσότερα τμήματα των Ευαγγελίων, τότε τι πρέπει να κάνουμε με το δικό μας πατέρα του Ιουδαϊσμού, το Μωυσή;» (K.L. Woodward, 1996).
Τέλος, στο βιβλίο του «Ο Αληθινός Ιησούς» (The Real Jesus), ο Τίμοθυ Τζόνσον αντιμάχεται όλους εκείνους τους μελετητές που ο καθένας τους δημιουργεί τον δικό του «ανακατεσκευασμένο», όπως λέγει, Ιησού, από τον γλυκύτατο Ναζωραίο της Καινής Διαθήκης. Υποστηρίζει ότι για τον Ιησού Χριστό η ιστορική έρευνα δεν μπορεί να δώσει, μετά τόσες και τόσες έρευνες, τίποτα το ουσιαστικό. Άλλωστε ακόμα και γεγονότα βασισμένα σε ακλόνητα ιστορικά δεδομένα, μπορεί καμιά φορά να μην είναι κι αυτά αληθινά. Θεωρεί ότι ο Ιησούς «με την Ανάστασή του πήρε μια εντελώς καινούργια υπόσταση, μια νέα μορφή παρουσίας, με την οποία απέκτησε κι αυτός τη δύναμη του Θεού για να τη μοιραστεί στη συνέχεια με άλλους» και συνεχίζει λέγοντας ότι «σημαντική διάσταση της Ανάστασης είναι το να γίνει ο πιστός κοινωνός της νέας ζωής του Ιησού μέσω της δύναμης του Αγίου Πνεύματος» (K.L. Woodward, 1996).
Ας δούμε, όμως, πόσο ωραία περιγράφει ο Σπύρος Μελάς τα Πάθη του Κυρίου και την Ανάσταση του, ενώ ταυτόχρονα δίνει και το στίγμα της επιστήμης για το υπερφυσικό αυτό γεγονός, στο πασχαλιάτικο «Ελεύθερο Βήμα» της 19ης Απριλίου του 1925: «Ὁ ἀκάνθινος στέφανος γίνεται ὁλόχρυσο ἀκτινωτό στεφάνι εἰς τό μέτωπόν του, ἡ λόγχη τοῦ μαρτυρίου σημαία ζωῆς, ὁ στεναγμός τοῦ πάθους παιάν θριάμβου, τό αἶμα του ζωογόνος δροσιά. Φῶς νίκης ἀπιστεύτου διαλύει τά σκοτάδια του Ἂδου. Ἐπατήθη ὁ θάνατος. Εἰς μάτην ὁ ορθός λόγος ζητεῖ νά φυλακίσῃ τό ὑπερφυσικόν εἰς τ' ἀσφυκτικά τετραγωνάκια τά ὁποῖα ἡ ἐπιστημονική πειθαρχία χαράσσει ἐπάνω εἰς τό ἀχανές πεδίον της ἐρεύνης. Εἰς μάτην ζητεῖ νά ἐξοστρακίσει τό θαῦμα. Δέν πιστεύω ἐγώ εἰς τά θαύματα, φωνάζει κάπου ἡ Ἡρωδιάς του Ουάιλδ. Εἶδα τόσα πολλά.... Ἡ ἐπιστήμη μοιάζει μέ αὐτήν τήν Ἡρωδιάδα. Βλέπει τόσα πολλά γύρω της. Αὐτός ὁ ἀέναος βιολογικός κύκλος, ὁ διαρκῶς ἐπαναλαμβανόμενος, ἀπό τ' ἂπειρα ὂντα εἰς τήν ἐνόργανον καί ἀνόργανον φῦσιν, από τοῦ μεγαλυτέρου τῶν ἂστρων μέχρι τοῦ ἐλαχίστου τῶν κυττάρων, εἰς ὃλας τάς δυνατάς διαιρέσεις τοῦ χρόνου, ἐντός ἐνός λεπτοῦ ἡ ἐνός αἰῶνος, ἒχει καμμίαν ἐξήγησιν; Ὑπάρχει θαῦμα περισσότερον συγκλονιστικόν, ὑπάρχει θέαμα πλέον ὑπερφυσικόν ἀπό τήν βλάστησιν τῆς νέας χλόης, ἀπό τό χαρμόσυνον κέντημα τῶν μαργαριτῶν, ἀπό τά ἂλικα ποτάμια της παπαρούνας, ἀπό τά τριανταφυλλάκια τῆς βραγιᾶς πού λυγίζουν τούς κλώνους;..... Καί ὑπάρχει θαῦμα μεγαλύτερον ἀπό τήν γλυκυτάτην διάθεσιν πού γεννᾶ εἰς τήν ψυχήν τό θέαμα τῆς ἐρατεινῆς αὐτῆς ἀνανεώσεως, ἀπό τήν ἐκστασιν εἰς τήν ὁποίαν ρίχνει καί τήν πλέον κουρασμένην καρδίαν τό λουλούδισμα τῶν πάντων;»
Το μήνυμα της Ανάστασης μάς προσκαλεί να αποδεχτούμε τη λογική της εκούσιας θυσίας, ως μορφή ζωής, που νικά κάθε είδους θάνατο. Για την Ορθοδοξία δεν υπάρχει η μελαγχολία των Παθών ή της Ταφής, αλλά η χαρά της πίστης για την Ανάσταση.
Εξάλλου οι κατευθυντήριες γραμμές της Ορθοδοξίας, όπως δόθηκαν στην Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη το 1986 στο Σαμπεζύ της Γενεύης, είναι οι ακόλουθες: «Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἐπειδή ζούμεν κάθε ἡμέραν τήν θείαν συγκατάβασιν, μαχόμεθα ἐναντίον κάθε φανατισμού καί μισαλλοδοξίας μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λαῶν. Ἐπειδή, διακηρύσσομεν συνεχῶς τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ καί τήν θέωσιν τοῦ ἀνθρώπου, ὑπερασπιζόμεθα τά ἀνθρώπινα δικαιώματα γιά ὃλους τούς ἀνθρώπους καί ὃλους τούς λαούς. Ἐπειδή βιοῦμεν τήν θείαν δωρεάν τῆς ἐλευθερίας, μέ τό ἀπολυτρωτικό ἒργο τοῦ Χριστοῦ, δυνάμεθα να προβάλωμεν πληρέστερον τήν καθολικήν ἀξίαν της διά κάθε ἂνθρωπον και λαόν».
Για την Ορθοδοξία δεν υπάρχουν συμβιβασμοί. Όπως κατά την ενσάρκωσή Του ο Θεάνθρωπος προσέλαβε την ανθρώπινη φύση ως πραγματική εγγύηση για τη δυνατότητα της κατά χάριν θεώσεώς της, έτσι και κατά την ιστορική Του έγερση αναστήθηκε ακέραιη η ανθρώπινη φύση ως χειροπιαστή πραγματικότητα θριάμβου κατά του θανάτου (Κ. Νικολακόπουλος, 1995).
Μ' αυτήν την έννοια πολύ ωραία αναφέρει ο θεολόγος-θεατρολόγος Ιωσήφ Βιβιλάκης τις δικές του σκέψεις για την Ανάσταση του Κυρίου: «Ο Χριστός θανατώνει το θάνατο και αναδεικνύεται ως νέος Αδάμ, ως νέος άνθρωπος που ζει σε άμεση σχέση με το Θεό. Έτσι, όπως ο προπάτορας Αδάμ συμπεριλαμβάνει την εκπεσμένη θνητή ανθρώπινη φύση, ο Χριστός γίνεται όντως η ανάσταση και η ζωή, αφθαρτοποιώντας τη θνητή σάρκα..... έτσι η Ανάσταση καθίσταται κλειδί για την κατανόηση του μυστηρίου της θείας οικονομίας» (1995).
Τελικά, το γεγονός της Ανάστασης του Ιησού Χριστού, αποτελεί τη βάση της χριστιανικής πίστης και το περιεχόμενο του ευαγγελικού κηρύγματος. Χωρίς την Ανάσταση η πίστη μας θα ήταν μια δυνατή ιδεολογία, όχι όμως «καινή κτίση». Με την Ανάσταση ο Χριστός σφραγίζει το έργο της απολυτρώσεως που εγκαινιάστηκε με την ενσάρκωση και εκπληρώθηκε με τον Σταυρό. Ο «Πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν» (Κολ. 1,18) εισήλθε πρώτος στον νέον κόσμο, ο οποίος θεμελιώνει την προσδοκία όλων μας για την ανάσταση της έσχατης ημέρας (Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Φθιώτιδος κ. Νικόλαος Πρωτοπαππάς, 1995).
* Είναι φανερό ότι όλα τα προηγούμενα αποτελούν εμπαθή σενάρια, τα οποία αναπτύσσονται αυθαίρετα χωρίς να στηρίζονται σε ιστορικά ή επιστημονικά στοιχεία, ή έστω ενδείξεις. Τέτοιου είδους πρακτικές είναι ανάξιες ανθρώπων που υποτίθεται ότι ερευνούν τον βίο του Ιησού στο όνομα της επιστημονικής δεοντολογίας και αλήθειας.
(Από το βιβλίο:Στα ίχνη του Ι.Χ.Θ.Υ.Σ. Στράτου Θεοδοσίου-Μάνου Δανέζη, εκδ. Δίαυλος)
Ερμηνεία πατερική & θεολογική των Ευαγγελίων των Παθών
Από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένα στη δημοτική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Έκδοση Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (Άγιος Σώστης)
Σημείωση:
Στη μετάφραση κάποιων χωρίων των Πατέρων της Εκκλησίας χρησιμοποιήσαμε ως βοήθημα και τις Πατερικές Εκδόσεις Ε.Π.Ε. (Εκδοτικός Οίκος Ελευθερίου Μερετάκη «Το Βυζάντιον»)
Η παρούσα εργασία είναι εντελώς ανεξάρτητη των εκδόσεων
«ο Σωτήρ»
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ
(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Α. Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ κστ 1 – κζ 10
(Υπόμνημα στο κατά Ματθαίον, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 452-482 εκδόσεις «ο Σωτήρ», μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Ζ = Ζιγαβηνός Ευθύμιος
Απ = Απολλινάριος Θφ = Θεοφύλακτος Βουλγαρίας
Αυ = Αυγουστίνος Ιε = Ιερώνυμος
Β = Βασίλειος ο Μέγας Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Γν = Γρηγόριος Νύσσης Ω = Ωριγένης
Δ = Δαμασκηνός Ιωάννης DB = Dict. Of the Bible,Hastings
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας
(Σύγχρονοι Θεολόγοι ερμηνευτές)
The New-Century Bible, St Matthew Edited by G.H. Box on the basis of the earlier edition by Prof W.F. Slater, Edirburgh 1922 (σημειώνεται με το S)
M.J. Lagrange. Evangile selon s. Matthieu, Deuxieme edition Paris 1923 (σημειώνεται με το L.)
Alf. Plummer. An exegetical commentary on the Gospel according to S. Matthew, London 1911 (σημειώνεται με το p.)
W. Allen A critical and exegetical Commentary on the Gospel according to S. Matthew Third edition 1922 (σημειώνεται με το a).
A. Commentary critical, expository and practical κ.λ.π by I. Owen, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
L. Cl. Fillion La sainte Bible commentee VII (σημειώνεται με το F).
J.A. Bengel Gnomon of the N.T. Testament translated by I. Bryce. Τόμ. Α (σημειώνεται με το b).
C.L. W. Grimm Lexicon Graeco-Latinum in libros N. Lipsiae 1903. (σημειώνεται με το g).
Ν. Δαμαλά Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 26
Ματθ. 26,1 Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς πάντας(1) τοὺς λόγους τούτους(2) εἶπεν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ·
Ματθ. 26,1 Και όταν ετελείωσε ο Ιησούς όλους αυτούς τους λόγους, είπε προς τους μαθητάς του•
(Μετάφραση στίχων υπό Ιωάννου Κολιτσάρα εδώ και στο εξής)
(1) Είχε πει κάθετί που είχε πρόθεση να πει. Και δεν προχώρησε στο Πάθος του ούτε ταχύτερα ούτε αργότερα από το σημείο αυτό (b).
(2) Με αυτό ο Ματθαίος δηλώνει ότι δεν πρόκειται πλέον να επακολουθήσει κάποιος λόγος του Ιησού από αυτούς που οπωσδήποτε είναι μακρότεροι (p). Η φράση σημαίνει τους λόγους που περιλαμβάνονται στα κεφάλαια κδ και κε (F).
Ματθ. 26,2 οἴδατε ὅτι μετὰ δύο ἡμέρας(1) τὸ πάσχα(2) γίνεται, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(3) παραδίδοται(4) εἰς τὸ σταυρωθῆναι(5).
Ματθ. 26,2 “γνωρίζετε ότι έπειτα από δύο ημέρας γίνεται η εορτή του πάσχα και ο υιός του ανθρώπου θα παραδοθή δια να σταυρωθή”.
(1) Ή, η φράση είναι δύσκολη. Υποτίθεται γενικώς, ότι σημαίνει αύριο. Αλλά παρόλο που το «μετά από τρεις ημέρες» φαίνεται ταυτόσημο με το «την τρίτη ημέρα», είναι αμφίβολο εάν κάποιος Ιουδαίος θα χρησιμοποιούσε τη φράση μετὰ δύο ἡμέρας, με την έννοια του αύριο. Είναι δυνατόν το μετὰ δύο ἡμέρας, να χρησιμοποιείται με την ίδια έννοια όπως και η αντίστοιχη αραμαϊκή έκφραση που σημαίνει «μετά από κάποιο χρόνο» (a). Ή, «αφού το νομικό πάσχα συμπίπτει στις 14 του μήνα, είναι φανερό, ότι αυτό ειπώθηκε στους μαθητές την δωδεκάτη» (Ζ).
(2) Πάσχα, στα εβραϊκά Πέσαχ δηλαδή διάβαση. Η μεγαλύτερη θρησκευτική γιορτή των Ιουδαίων, που ορίστηκε για ανάμνηση της εξόδου τους από την Αίγυπτο. Δες Εξόδ. ιβ 13,27 κλπ. (F).
(3) Με τη φράση «ο υιός του ανθρώπου παραδίνεται για να σταυρωθεί» δείχνεται ότι ο Μεσσίας γνώριζε εξ’ ολοκλήρου την επιβουλή και τα ολέθρια σχέδια των εχθρών του και την αναπόφευκτη επιτυχία τους. Δείχνει «ότι όλα τα έπασχε γνωρίζοντας αυτά εκ των προτέρων» (Χ).
(4) Το παραδίδοται ή υπαινίσσεται την πράξη του προδότη ή αναφέρεται στην παράδοση του Χριστού σύμφωνα με την προορισμένη και προγνωρισμένη απόφαση του Θεού (Πράξ. β 23).
(5) «Πάλι βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για το πάθος Του, μόλις υπενθύμισε τη βασιλεία και την ανταπόδοση που θα γίνει εκεί και την αιώνια κόλαση· σαν να τους έλεγε· γιατί φοβάστε για τα πρόσκαιρα δεινά, αφού σας περιμένουν τόσα αγαθά;… Δεν είπε όμως ότι μετά από δύο ημέρες παραδίνομαι, αλλά τι είπε; Γνωρίζετε ότι μετά από δύο ημέρες γίνεται το Πάσχα… και τότε πρόσθεσε ότι «θα παραδοθεί για να σταυρωθεί» δείχνοντας ότι αυτό που γίνεται είναι μυστήριο και γιορτή και πανήγυρις, που τελείται για τη σωτηρία της οικουμένης» (Χ).
Ματθ. 26,3 τότε συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς(1) καὶ οἱ γραμματεῖς(2) καὶ οἱ πρεσβύτεροι(3) τοῦ λαοῦ, εἰς τὴν αὐλὴν(4) τοῦ ἀρχιερέως(5) τοῦ λεγομένου(6) Καϊάφα(7),
Ματθ. 26,3 Τότε οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι προεστοί του λαού, που συμμετείχαν στο Μεγάλο Συνέδριον, συγκεντρώθηκαν εις την οικίαν του αρχιερέως, ο οποίος ωνομάζετο Καϊάφας.
(1) «Και πόσοι ήταν οι αρχιερείς; Διότι ο νόμος θέλει να είναι ένας· αλλά τότε ήταν πολλοί» (Χ). «Κατάργησαν δηλαδή οι Ιουδαίοι το νόμο, και έκαναν ετήσια την αρχιεροσύνη. Επομένως ήταν λογικό, να είναι πολλοί αυτοί που αρχιεράτευσαν από τη μία, και ολοκλήρωσαν από την άλλη το λειτούργημα που τους έλαχε, τους οποίους τώρα ονόμασε ο ευαγγελιστής αρχιερείς» (Ζ).
(2) «Γραμματείς λέει τους νομοδιδασκάλους» (Ζ).
(3) «Πρεσβύτερους του λαού λέει τους γέροντες και τους πιο συνετούς» (Ζ). Η όλη φράση αρχιερείς… δηλώνει το συνέδριο ολόκληρο (F).
(4) Εδώ μάλλον εννοείται το ίδιο το σπίτι, το μέγαρο (g) παρόλο που μόνο για βασιλικά ανάκτορα χρησιμοποιούνταν η λέξη στους κλασσικούς, ενώ στην Κ.Δ. πουθενά αλλού δεν υπάρχει με την έννοια του ανακτόρου (δ).
(5) Ο αρχιερέας ήταν ο προϊστάμενος του συνεδρίου (F). «Ενώ επιχειρούν παράνομα πράγματα, έρχονται στον αρχιερέα, θέλοντας να πάρουν την εξουσία από εκεί, από όπου θα έπρεπε να εμποδιστούν» (Χ).
(6) Το κύριο όνομά του ήταν Ιωσήφ (Ιωσήπου Ιουδ. Αρχ. 18,2,2), κοινώς όμως λεγόταν Καϊάφας (δ). Είχε διοριστεί αρχιερέας από τον Ρωμαίο επίτροπο Βαλέριο Gratus, προκάτοχο του Πιλάτου και διατήρησε το αξίωμα για 17 έτη. Καθαιρέθηκε από τον Βιτέλλιο το 789 από κτίσεως Ρώμης, δηλαδή το 37 μ.Χ. (F).
(7) Όχι Κηφάς, όπως ερμηνεύουν κάποιοι, αλλά αντιστοιχεί σε αραμαϊκή λέξη που σημαίνει καταπίεση, αυτός που υποτάσσει (δ).
Ματθ. 26,4 καὶ συνεβουλεύσαντο ἵνα τὸν Ἰησοῦν δόλῳ(1) κρατήσωσι καὶ ἀποκτείνωσιν.
Ματθ. 26,4 Και κατόπιν συσκέψεως απεφάσισαν ομοφώνως να συλλάβουν με δόλον τον Ιησούν και να τον φονεύσουν.
(1) «Σύλληψη με δόλο είπε, εννοώντας να τον πιάσουν κρυφά, διότι από την ολοφάνερη σύλληψη φυλαγόντουσαν, λόγω των μαθητών του και αυτών που τον ακολουθούσαν για άλλους λόγους» (Ζ). Συμβούλιο λοιπόν ανάξιο (b).
Ματθ. 26,5 ἔλεγον δέ· μὴ ἐν τῇ ἑορτῇ(1), ἵνα μὴ θόρυβος γένηται(2) ἐν τῷ λαῷ(3).
Ματθ. 26,5 Είπαν δε μεταξύ των, να μη τον συλλάβουν κατά την εορτήν του πάσχα, δια να μη γίνη θόρυβος και αναταραχή στον λαόν.
(1) «Έλεγαν όμως· Όχι στη γιορτή, δηλαδή να γίνει η σύλληψη. Επειδή δηλαδή στη γιορτή του Πάσχα συγκεντρώνονταν όλοι από παντού, συνέβαινε να είναι πολλοί γύρω από τον Ιησού» (Ζ). Επιθυμούσαν να αναβάλλουν το πράγμα, έως ότου ο λαός, ο οποίος σε μεγάλο αριθμό είχε συρρεύσει στα Ιεροσόλυμα για το Πάσχα, αναχωρήσει μετά τη γιορτή (b).
(2) «Παρατήρησε λοιπόν ότι αυτοί φοβούνται, όχι το Θεό, ούτε μήπως η αμαρτία τους γίνει μεγαλύτερη λόγω της γιορτής, αλλά παντού υπολογίζουν τα ανθρώπινα» (Χ). «Εκείνοι μεν λοιπόν έτσι αποφάσισαν πριν τη γιορτή, να τον φονεύσουν μετά τη γιορτή. Αυτός όμως, δείχνοντας ότι πάσχει, όχι όταν ήθελαν αυτοί, αλλά όταν θέλησε αυτός, επέτρεψε σε αυτούς να τον συλλάβουν κατά τον καιρό του Πάσχα, έτσι ώστε, όταν γινόταν το τυπικό Πάσχα, τότε να εκπληρωθεί και το αληθινό Πάσχα» (Θφ).
(3) «Αλλά παρόλο που αποφάσισαν έτσι, όμως δεν περίμεναν· αλλά αφού βρήκαν τον προδότη, άρπαξαν την ευκαιρία και αφού η λύσσα του φθόνου τους γέμισε με μανία, και το συμφέρον αγνόησαν και στη γιορτή τον φόνευσαν και έδειξαν έτσι την υπερβολή της μανίας εναντίον του» (Ζ).
2) Η χρίση στην Βηθανία (κστ 6-16)
Ματθ. 26,6 Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γενομένου(1) ἐν Βηθανίᾳ(2) ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ(3),
Ματθ. 26,6 Όταν δε ο Ιησούς ήλθε εις την Βηθανίαν, εις την οικίαν Σιμωνος του λεπρού,
(1) Δεν καθορίζεται ακριβώς ο χρόνος της άφιξης στη Βηθανία ούτε από τον Ματθαίο ούτε από τον Μάρκο. Ο Ιωάννης καθορίζει, ότι το γεγονός έλαβε χώρα έξι ημέρες πριν το Πάσχα (S). Αναφέρουν ο Ματθαίος και ο Μάρκος καθυστερημένα το γεγονός, διότι εξ’ αφορμής αυτού φαίνεται να αποφάσισε ο προδότης να προβεί στο έγκλημά του. Δες στ 8-9 και Ιω. ιβ 4 (F).
(2) «Αναφέρει τη Βηθανία, για να μάθουμε, ότι έρχεται εκούσια στο πάθος· διότι αυτός που πριν διέφευγε από αυτούς, τώρα που κατ’ εξοχήν φούντωσε ο φθόνος τους, τότε έρχεται κοντά, σε απόσταση δεκαπέντε σταδίων· έτσι και το ότι πριν αναχωρούσε αυτός ήταν λόγω του θείου σχεδίου» (Σχ).
(3) Το λεπρού δεν σημαίνει ότι και κατά το χρόνο αυτόν ο Σίμων εξακολουθούσε να είναι λεπρός. Ο Ματθαίος ονομάζεται τελώνης και όταν είχε παύσει να συλλέγει τους φόρους και ήταν μαθητής του Χριστού. «Για να τον ξεχωρίσουν από τον Φαρισαίο (Σίμωνα), πρόσθεσαν το διακριτικό από τη λέπρα» (Ζ). Είναι άλλος λοιπόν ο Σίμων αυτός ο λεπρός και άλλος ο Σίμων ο Φαρισαίος στο Λουκά ζ 37. Το Σίμων είναι πάρα πολύ συνηθισμένο όνομα που αποδίδεται τουλάχιστον σε δέκα διαφορετικά πρόσωπα στην Κ.Δ. και σε είκοσι περίπου στον Ιώσηπο (p). Τίποτα το παράδοξο λοιπόν εάν κατά σύμπτωση οι δύο διαφορετικές χρίσεις του Ιησού συνέπεσαν να γίνουν σε σπίτια, των οποίων οι ιδιοκτήτες είχαν το ίδιο όνομα. Ο Σίμων αυτός ο λεπρός πιθανότατα σύζυγος της Μάρθας, της αδελφής του Λαζάρου, ίσως νεκρός ήδη (S).
Ματθ. 26,7 προσῆλθεν αὐτῷ γυνὴ(1) ἀλάβαστρον(2) μύρου ἔχουσα βαρυτίμου, καὶ κατέχεεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν(3) αὐτοῦ ἀνακειμένου.
Ματθ. 26,7 προσήλθε εις αυτόν μία γυναίκα με ένα δοχείον από αλάβαστρον γεμάτο από μύρον πολύτιμον και έχυνε αυτό άφθονον εις την κεφαλήν του, καθώς αυτός είχε καθίσει εις την τράπεζαν του φαγητού.
(1) Σύμφωνα με άλλους «τρεις είναι οι γυναίκες που άλειψαν με μύρο τον Κύριο. Πρώτη μεν αυτή στον Λουκά (Λουκ. ζ 37) η οποία ήταν και αμαρτωλή και το έκανε αυτό στα μέσα του κηρύγματος και στην οικία του Σίμωνα του Φαρισαίου… δεύτερη αυτή στον Ιωάννη (ιβ 3), η αδελφή του Λαζάρου, που είχε βίο σεμνό· και η οποία έφερε το μύρο σαν ευχαριστήριο δώρο για το ότι ο αδελφός της ήλθε πάλι στη ζωή… και τρίτη είναι αυτή για την οποία γράφουν ο Ματθαίος και ο Μάρκος ομοίως» (Ζ).
Σύμφωνα με άλλους «η γυναίκα αυτή, στους μεν τρεις ευαγγελιστές, μου φαίνεται, ότι είναι μία και η αυτή· στον Ιωάννη όμως όχι, αλλά κάποια άλλη θαυμαστή, η αδελφή του Λαζάρου» (Χ). Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή δηλαδή η γυναίκα εδώ ταυτίζεται με την πόρνη του Λουκά ζ 37. Πιο σωστό είναι ότι η γυναίκα αυτή είναι διαφορετική μεν από αυτήν του Λουκά, για τους λόγους που εκθέτει άριστα ο Ζ., ταυτίζεται όμως με αυτήν του Ιωάννου ιβ 1-8 (δ).
(2) Ο και η αλάβαστρος κατ’ έλλειψη του λίθος, λέγεται κατά πρώτον ένας λίθος γυψώδης και γεμάτος ίνες από αιγυπτιακή πόλη που ονομάζεται Αλάβαστρο, στην οποία κατασκευάζονταν τα αγγεία αυτά από τον λίθο αυτόν που βρισκόταν κοντά σε αυτήν (δ). Δοχείο κατασκευασμένο από αλαβάστρινη πέτρα, στο οποίο φυλάγονταν τα μύρα (g)· «είδος αγγείου στο οποίο έβαζαν μύρα» (Ζ).
(3) Από το κεφάλι άρχισε η Μαρία, και έπειτα με το περίσσευμα άλειψε τα πόδια όπως ο Ιωάννης αναφέρει στο ιβ 3 (δ).
Ματθ. 26,8 ἰδόντες δὲ οἱ μαθηταὶ(1) αὐτοῦ ἠγανάκτησαν(2) λέγοντες· εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη(3);
Ματθ. 26,8 Οι δε μαθηταί, όταν είδαν τούτο, ηγανάκτησαν και έλεγαν• διατί χάνεται ματαίως το πολύτιμον αυτό μύρον;
(1) Ο ρυπαρός Ιούδας έκανε πρώτα την ένσταση αυτή προς τους άλλους μαθητές από πλεονεξία και οι περισσότεροι από τους μαθητές βρήκαν εύλογη την ένσταση (δ). Από τον Μάρκο μαθαίνουμε ότι κάποιοι μόνο από τους μαθητές αγανάκτησαν (F).
(2) «Είναι αξιοθαύμαστη η γυναίκα που δεν λυπήθηκε ένα τόσο μεγάλο έξοδο» (Ζ). «Αλλά οι μαθητές, επειδή δεν γνώριζαν τη διάθεσή της, την κατηγορούσαν άκαιρα» (Χ). «Αγανάκτησαν αλλά μεταξύ τους, όπως είπε ο Μάρκος, ο οποίος πρόσθεσε και ότι είπαν, μπορούσε αυτό να πουληθεί πάνω από τριακόσια δηνάρια και ότι «ἐνεβριμῶντο αὐτῇ», δηλαδή την μάλωναν, την κατηγορούσαν για την κατάχρηση» (Ζ).
(3) «Μάταια ξόδεψε πολύτιμο πράγμα» (Ζ).
Ματθ. 26,9 ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μύρον πραθῆναι πολλοῦ καὶ δοθῆναι τοῖς πτωχοῖς(1).
Ματθ. 26,9 Διότι θα ημπορούσε αυτό να πωληθή αντί πολλών χρημάτων και να δοθή το αντίτιμον στους φτωχούς”.
(1) Ο μεν Ιούδας από φιλαργυρία και από πόθο να κλέψει μέρος του χρήματος, ενώ οι άλλοι μαθητές «παρακινήθηκαν από φιλανθρωπία, επειδή πολλές φορές άκουσαν τον διδάσκαλο να λέει πολλά για την ελεημοσύνη και έδειχναν ήδη μεγάλη φροντίδα για τους φτωχούς και ήξεραν, ότι ο Θεός έλεος θέλει και όχι θυσία» (Ζ). Ελεημοσύνες από τους προσκυνητές κατά την γιορτή αυτή, θα αποτελούσε ευσεβές καθήκον, και υπήρχαν πολλοί φτωχοί και μέσα και γύρω από τα Ιεροσόλυμα (S).
Ματθ. 26,10 γνοὺς(1) δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς(2)· τί κόπους(3) παρέχετε τῇ γυναικί; ἔργον γὰρ καλὸν(4) εἰργάσατο εἰς ἐμέ.
Ματθ. 26,10 Ο Ιησούς όμως αντελήφθη την δυσφορίαν των και τους είπε• διατί στενοχωρείτε την γυναίκα; Διότι αυτή έκαμε εις εμέ ένα καλόν και αξιέπαινον έργον.
(1) Δεν προϋποθέτει γνώση υπερφυσική, αφού οι μαθητές εκδήλωσαν τη διαφωνία τους με σαφήνεια (L).
(2) Ο Κύριος «βλέποντας τις σκέψεις της, την αφήνει. Διότι πράγματι ήταν πολλή η ευλάβεια και απερίγραπτη η προθυμία της· για αυτό με πολλή συγκατάβαση επέτρεψε να χυθεί το μύρο και στο κεφάλι του» (Χ). «Ανεχόταν ο Κύριος, όχι επειδή είχε ανάγκη το μύρο, αλλά για να μην εξασθενίσει την πίστη της» (Ζ).
(3) Παρέχετε ενόχληση (g). «Επειδή οι μαθητές μαλώνοντας τη γυναίκα, την οδηγούσαν στο να μετανιώσει για αυτό που έκανε, τους μαλώνει και αυτός με τη σειρά του, ονομάζοντας «κόπους» την λύπη από τη μεταμέλεια» (Ζ) αλλά και την πικρία από την επιτίμηση.
(4) Η ευλαβής αφοσίωση στο πρόσωπο του Κυρίου ήταν έργο καλό (S). «Αφού επαίνεσε το έργο της, πρώτον μεν αναιρεί την πρόφαση των μαθητών σχετικά με τους φτωχούς, έπειτα υπεραπολογείται και για το έργο της» (Ζ).
Ματθ. 26,11 τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν(1), ἐμὲ δὲ(2) οὐ πάντοτε ἔχετε.
Ματθ. 26,11 Διότι τους πτωχούς τους έχετε πάντοτε μαζί σας και ημπορείτε, οπόταν θέλετε να τους βοηθάτε, εμέ όμως δεν θα με έχετε πάντοτε μαζί σας.
(1) «Για τους φτωχούς έγραψε καθαρότερα ο Μάρκος. Διότι όταν, λέει, θέλετε, μπορείτε να τους ευεργετήσετε» (Ζ).
(2) Δηλαδή στις συνθήκες της επίγειας ζωής (S). Και συνεπώς οι φίλοι του και οι μαθητές του δεν θα μπορούσαν να εκδηλώσουν την αγάπη τους με τρόπο τόσο αισθητό (F). «Λέγοντας λοιπόν ότι, εμένα όμως δεν θα με έχετε πάντα, έβαλε μέσα τους την υπενθύμιση της μετά από λίγο σφαγής του» (Ζ).
Ματθ. 26,12 βαλοῦσα γὰρ αὕτη τὸ μύρον τοῦτο ἐπὶ τοῦ σώματός μου, πρὸς τὸ ἐνταφιάσαι(1) με ἐποίησεν(2).
Ματθ. 26,12 Διότι αυτή η γυναίκα, που έχυσε το μύρον τούτο στο σώμα μου, το έκαμε σαν προετοιμασίαν δια τον ενταφιασμόν μου.
(1) «Αντί να πει· για ενταφιασμό μου, σαν να προφητεύει ακριβώς το θάνατό μου που πλησιάζει» (Ζ). «Προανήγγειλε το πάθος με το να προσφέρει τα αναγκαία για την κηδεία» (Χ). Πρέπει να υπονοήσουμε τη λέξη συμβολικά. Το ενταφιάζω δεν πρέπει να το πάρουμε με την στους Αιγυπτίους έννοια του ταριχεύω, αλλά απλώς με την έννοια προβαίνω στις τελετές της ταφής, μία από τις οποίες ήταν και η χρίση του σώματος μετά το πλύσιμό του (L).
(2) Μάλλον με την έννοια του αποδείχτηκε ότι το έκανε (δ). Η γυναίκα είχε πρόθεση να εκδηλώσει σεβασμό βαθύ στον Κύριο που ήταν στο τραπέζι και να τιμήσει αυτόν με τρόπο που συνηθιζόταν τότε. Χωρίς όμως να το φαντάζεται, επιτέλεσε πράξη που αναφερόταν στις προετοιμασίες της ταφής. Μετά τη χρίση αυτή και όσα απέμεναν για ταφή του Κυρίου θα ακολουθούσαν σύντομα (L). «Το έκανε αυτό η γυναίκα από κάποια θεία παρακίνηση (έμπνευση), προτυπώνοντας το θάνατό του και την ταφή του σώματος… Δείχνει δηλαδή η γυναίκα, με το να χύσει το μύρο, ότι το σώμα μου θα ενταφιαστεί» (Θφ).
Ματθ. 26,13 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ(1) τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο(2) ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ(1), λαληθήσεται καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη(3) εἰς μνημόσυνον(4) αὐτῆς.
Ματθ. 26,13 Σας διαβεβαιώνω δε, ότι οπουδήποτε και αν κυρηχθή το ευαγγέλιον τούτο-και θα κηρυχθή εις όλον τον κόσμον-θα διαλαληθή επίσης και αυτό που έκαμε σήμερον αυτή εις αλησμόνητον ανάμνησίν της”.
(1) Οπουδήποτε στον κόσμο, σε κάθε μέρος και τόπο, οπότε το ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ είναι επεξήγηση του ὅπου = δηλαδή σε όλο τον κόσμο (δ). «Αυτό και της γυναίκας ήταν παρηγοριά και έπαινος και των μαθητών ενθάρρυνση· της μεν, επειδή θα εξυμνείται σε όλη την οικουμένη, των δε, ότι το κήρυγμα θα περιλάβει όλη την οικουμένη» (Ζ).
(2) Το οποίο ο Ιησούς κήρυττε (b). Η χαρμόσυνη αγγελία για τον Ιησού Χριστό, τον ιδρυτή της επί γης ουράνιας βασιλείας (g). Ή, το ευαγγέλιο το αφηγούμενο το πάθος μου (F).
(3) Είναι αξιοσημείωτο, ότι παρά την βεβαίωση, ότι η πράξη της γυναίκας αυτής θα διαλαληθεί σε όλο τον κόσμο, δεν αναφέρεται το όνομά της. Η αποσιώπηση οφείλεται στο ότι η γυναίκα αυτή ζούσε ακόμη, τον χρόνο που ο Ματθαίος και ο Μάρκος συνέγραφαν τα ευαγγέλιά τους, και δεν θα ήθελε να γίνει γνωστό το όνομά της (p).
(4) Η μνήμη των αγαθών μπορεί να μείνει αμάραντη και όταν ακόμη τα ονόματά τους είναι άγνωστα (b). «Και όντως, όσοι γνωρίζουν το Χριστό, γνωρίζουν και αυτό που έκανε αυτή και μαζί με το ευαγγέλιο κηρύχτηκε το έργο της και διέτρεξε όλη τη γη η μνήμη της» (Ζ). Για μνημόσυνό της = ώστε να διατηρείται η μνήμη της (g). Για τιμητική ανάμνησή της (ο).
Ματθ. 26,14 Τότε(1) πορευθεὶς εἷς τῶν δώδεκα(2), ὁ λεγόμενος(3) Ἰούδας Ἰσκαριώτης, πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς
Ματθ. 26,14 Τότε ένας από τους δώδεκα, ο λεγόμενος Ιούδας Ισκαριώτης, επήγε προς τους αρχιερείς•
(1) Μη μπορώντας, να ωφεληθεί από το μύρο, ζήτησε από την προδοσία να πάρει μισθό (δ). Η πρόταση του Ιούδα στους αρχιερείς παρουσιάζεται ως συνέπεια του επεισοδίου της χρίσης. Οποιαδήποτε άλλα ελατήρια και αν ώθησαν αυτόν στην προδοσία του, αποτυχημένα σχέδια που εμπνεύστηκαν από φιλαργυρία θα παρουσιάζονταν ως συνδυασμένα με τα ελατήρια αυτά (p).
«Τότε. Πότε; Όταν λέγονταν αυτά· όταν είπε, στον ενταφιασμό μου· και ούτε από αυτό συγκινήθηκε, ούτε ακούγοντας ότι θα κηρυχτεί παντού το ευαγγέλιο φοβήθηκε… Αλλά όταν γυναίκες έδειξαν τέτοια τιμή τότε αυτός εργαζόταν τα έργα του διαβόλου» (Χ).
(2) «Σαν να έλεγαν ότι ήταν από τον πρώτο κύκλο των μαθητών του, οι οποίοι είχαν εκλεγεί μεταξύ των καλυτέρων, από τον κύκλο στον οποίο ανήκαν ο Πέτρος και ο Ιωάννης. Δεν παραλείπουν να πουν, ότι ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές. Έτσι δεν αποκρύπτουν τίποτα από όσα θεωρούνται αξιοκατάκριτα. Διότι για ένα πράγμα ενδιαφέρονταν, για μόνη την αλήθεια και όχι να συγκαλύψουν αυτά που έγιναν» (Χ).
(3) = Αυτός που ήταν γνωστός μεταξύ των μαθητών με το όνομα αυτό (δ). «Προσθέτει το επώνυμο από την περιοχή που καταγόταν, διότι υπήρχε και άλλος Ιούδας, αυτός του Ιακώβου» (Ζ).
Ματθ. 26,15 εἶπε(1)· τί θέλετέ μοι δοῦναι, καὶ ἐγὼ(2) ὑμῖν παραδώσω αὐτόν(3);
Ματθ. 26,15 είπε· “τι θέλετε να μου δώσετε και εγώ θα σας τον παραδώσω;”.
(1) Δεν είναι πιθανό το συνέδριο να είχε ήδη επικηρύξει τον Ιησού με προσφορά αποζημίωσης σε εκείνον, ο οποίος θα συντελούσε στον όλεθρό του. Αλλά η εχθρότητά τους προς τον Ιησού ήταν ολοφάνερη και ίσως ο σκοπός τους του να τον συλλάβουν θα είχε γίνει γνωστός ευρύτερα. Για αυτό ο Ιούδας προβαίνει στην πρότασή του (p).
(2) Και εγώ = εγώ ο οποίος μόνος μπορώ να σας βγάλω από τη δυσκολία (L). «Δες πόσο μεγάλη είναι η κακία του Ιούδα, πώς πηγαίνει αυτοπροαίρετα και το κάνει αυτό χάριν του αργυρίου, και μάλιστα για τόσο αργύριο» (Χ). Η προσφορά του Ιούδα έχει μέσα της χαρακτήρα εκτάκτως κυνικό και που προκαλεί αγανάκτηση (F).
(3) «Δεν είπε· τον Ιησού ή το Χριστό, αλλά αυτόν· διότι μισούσε λοιπόν το όνομά του» (Ζ).
Ματθ. 26,16 οἱ δὲ ἔστησαν(1) αὐτῷ τριάκοντα ἀργύρια(2). καὶ ἀπὸ τότε ἐζήτει εὐκαιρίαν ἵνα αὐτὸν παραδῷ.
Ματθ. 26,16 Εκείνοι δε του εμέτρησαν τριάκοντα αργυρά νομίσματα. Και από τότε ζητούσε ευκαιρία, δια να τον παραδώση.
(1) Ή, «ζύγισαν» (Ζ). Ζύγισαν επειδή κατά τους παλαιούς χρόνους όταν υπήρχε έλλειψη νομισμάτων συνήθιζαν τα μέταλλα από τα οποία κατασκευάζονταν τα νομίσματα να τα ζυγίζουν και να πληρώνουν ίσο βάρος μετάλλου με αυτό των νομισμάτων που έπρεπε να πληρώσουν (g).
Ή, «λέει έστησαν αντί να πει συμφώνησαν, όρισαν να δώσουν, όχι όπως οι πολλοί νομίζουν ότι ζύγισαν» (Θφ). Μάλλον η πρώτη εκδοχή, διότι το ποσό καταβλήθηκε αμέσως, όπως φαίνεται από την επιστροφή που έγινε.
(2) Δες Ζαχαρίου ια 12. Τα τριάντα αργύρια ήταν σίκλοι (=στατήρες)=120 δηνάρια (S). Σίκλοι είναι νόμισμα ιουδαϊκό ισότιμο με φράγκα χρυσά 2,83 (F). Τριάντα σίκλοι ή δίδραχμα ήταν η τιμή η καθορισμένη για πληρωμή σε περίπτωση απώλειας δούλου. Εξόδου κα 32 («θα δώσει αργύριο τριάντα δίδραχμα»). Ήταν λοιπόν υπό μία έννοια το τίμημα ενός ανθρώπου. Ο Ιούδας θα ζήτησε περισσότερα, αλλά οι αρχιερείς θα έπεισαν ίσως αυτόν, ότι σύμφωνα με το νόμο έπρεπε στο ποσό αυτό να αρκεστεί (L).
3) Σχετικά με την προετοιμασία του Πάσχα (κστ 17-19)
Ματθ. 26,17 Τῇ δὲ πρώτῃ τῶν ἀζύμων(1) προσῆλθον οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ λέγοντες αὐτῷ· ποῦ(2) θέλεις ἑτοιμάσωμέν σοι(3) φαγεῖν τὸ πάσχα;
Ματθ. 26,17 Κατά δε την παραμονήν του πάσχα, η οποία ελέγετο και πρώτη ημέρα του πάσχα, διότι ετοίμαζαν οι Εβραίοι τα άζυμα, ήλθαν οι μαθηταί προς τον Ιησούν λέγοντες• “που θέλεις να σου ετοιμάσωμεν, δια να φάγης το πάσχα;”
(1) «Πρώτη των αζύμων ονομάζουν την ημέρα πριν το Πάσχα, την δεκάτη τρίτη μεν του μήνα και πέμπτη ημέρα της εβδομάδας… Πρέπει όμως να ξέρουμε ότι, παρόλο που άρχιζαν τα άζυμα στις δεκατέσσερις του μήνα, αλλά όμως τη γιορτή των αζύμων την τελούσαν στις δεκαπέντε. Διότι λέει ο νόμος (Λευϊτ. κγ 6), την δεκάτη πέμπτη ημέρα του μήνα θα είναι γιορτή των αζύμων για τον Κύριο» (Ζ). Πρώτη των αζύμων λέγεται η πρώτη από τις επτά ημέρες των αζύμων (Εξόδου ιβ 15) δηλαδή η 14 του μηνός Νισάν, κατά την οποία η ζύμη έφευγε, αφανιζόταν από τα σπίτια των Ιουδαίων (δ).
Οι Ιουδαίοι διέκριναν το Πάσχα και τα άζυμα, αλλά στην ελληνιστική γλώσσα μπορούσαν να πουν τα άζυμα, όπως και τα διονύσια, για να δηλώσουν ολόκληρη την εορτή. Και η φράση η εορτή των αζύμων που είναι στον Ιώσηπο (Αρχ. 14 ΙΙ,1) έχει την ίδια σημασία με το εορτή του Πάσχα. Η ημέρα αυτή στα μάτια ενός εθνικού ήταν η πρώτη ημέρα της γιορτής, για έναν Ιουδαίο όμως ήταν η παραμονή της γιορτής, διότι η ημέρα της γιορτής άρχιζε για τους Ιουδαίους το απόγευμα της 14 του Νισάν (L).
Το απόγευμα της 14 σφάζονταν οι πασχαλινοί αμνοί στο ναό και το ιουδαϊκό πασχάλιο δείπνο ακολουθούσε κατά το απόγευμα της ίδιας ημέρας, μετά τη δύση του ηλίου (S).
«Διότι το Πάσχα (=ο αμνός) θυσιαζόταν όχι την δεκάτη τρίτη, αλλά την δεκάτη τετάρτη. Διότι λέει ο νόμος. Στον πρώτο μήνα, την δεκάτη τετάρτη ημέρα του μήνα, στο μέσο του απογεύματος θα είναι το πάσχα για τον Κύριο» (Ζ). Η δεκάτη τετάρτη εκκλησιαστικά μεν άρχιζε από τη δύση του ηλίου κατά την 13 ημέρα, κοινώς όμως από την ανατολή του ηλίου της 14. Ο Κύριος το αντίτυπο του νομικού Πάσχα, τον μυστικό δείπνο, ο οποίος είναι το χριστιανικό και αληθινό Πάσχα, το τέλεσε κατά την Πέμπτη 13 του Νισάν (δ), κατά το απόγευμα, από την οποία από τη δύση του ηλίου είχε αρχίσει η 14 του Νισάν δηλαδή η πρώτη των αζύμων.
«Διότι συνηθίζουν από το απόγευμα πάντα να μετρούν την ημέρα».
(2) «Και από εδώ είναι φανερό ότι δεν είχε σπίτι, δεν είχε κατάλυμα» (Χ).
(3) Ο Ιησούς κατείχε τη θέση του πατέρα της οικογένειας, και περιβαλλόταν από την οικογένεια των μαθητών του (b).
Ματθ. 26,18 ὁ δὲ εἶπεν· ὑπάγετε εἰς τὴν πόλιν(1) πρὸς τὸν δεῖνα(2) καὶ εἴπατε αὐτῷ· ὁ διδάσκαλος λέγει, ὁ καιρός μου(3) ἐγγύς ἐστι· πρὸς σὲ(4) ποιῶ(5) τὸ πάσχα(6) μετὰ τῶν μαθητῶν μου.
Ματθ. 26,18 Ο δε Ιησούς είπεν• “πηγαίνετε εις την πόλιν προς τον δείνα και πείτε του• ο διδάσκαλος λέγει• Ο καιρός μου δια να τελειώσω το έργον μου πλησιάζει. Εις το σπίτι σου απόψε, παραμονήν του εβραϊκού πάσχα, θα εορτάσω μαζί με τους μαθητές μου το νέον πάσχα”.
(1) «Πόλη πρέπει να εννοήσουμε τα Ιεροσόλυμα» (Ζ), διότι ήδη ήταν στη Βηθανία (δ).
(2) Η λέξη αυτή μπήκε αντί για κύριο όνομα (b). «Αποσιώπησε το όνομα του άνδρα, έτσι ώστε να μην μάθει το σπίτι ο Ιούδας και τρέξει στους εχθρούς και τους οδηγήσει σε αυτόν προτού να παραδώσει το μυστικό δείπνο στους μαθητές» (Ζ). Ο Κύριος τήρησε μυστικά τον τόπο και το χρόνο, για να αποφύγει πρόωρη σύλληψη. Ο Ιούδας αγνοούσε πιθανότατα τον τόπο μέχρι τη στιγμή, κατά την οποία ο Κύριος τον οδήγησε στο υπερώο (p).
(3) «Καιρό του που πλησιάζει, εννοούμε αυτόν του θανάτου» (Ζ). Από αυτό αποδεικνύεται ακόμη μία φορά, ότι «δεν έρχεται χωρίς τη θέλησή του στο πάθος» (Χ). Ο καιρός μου = ο μυστηριώδης χρόνος, κατά τον οποίο ο προορισμός του επρόκειτο να εκπληρωθεί (L) και τον οποίο είχε προ πολλού προβλέψει και προαναγγείλει (b). Δεν πρέπει να υποθέσουμε, ότι ο κύριος της οικίας κατανόησε την βαθειά σημασία των λέξεων αυτών (ο).
(4) «Αντί να πει στο σπίτι σου» (Θφ). Ο τόνος είναι εμπιστευτικός και φιλικός (L). Ως προς τον ιδιοκτήτη της οικίας κάποιοι από τους νεώτερους ταυτίζοντας το υπερώο του μυστικού δείπνου με το υπερώο στις Πράξεις (α 13), τείνουν να δεχτούν, ότι η οικία ήταν «της Μαρίας, της μητέρας του Μάρκου» (Πράξ. ιβ 12) και συνεπώς αυτός στον οποίο στάλθηκαν οι μαθητές είναι ο σύζυγος της Μαρίας και πατέρας του Μάρκου. Γιατί όμως η οικία ονομάζεται της Μαρίας και γιατί αποσιωπάται το όνομα του συζύγου ολοτελώς; Υπέρ του ότι πρόκειται για την οικία της Μαρίας συνηγορεί και το επεισόδιο που εξιστορείται στο Μάρκου ιδ 51 σχετικά με το νέο που άφησε το σεντόνι στα χέρια αυτών που επιχείρησαν να τον συλλάβουν, και αρκετοί από τους νεώτερους εικάζουν, ότι ο νέος αυτός ήταν ο Μάρκος (p).
(5) Έχω απόφαση να κάνω (δ).
(6) Ο Κύριος γνώριζε, ότι δεν θα μπορούσε να επιτελέσει το Πάσχα, διότι πριν από αυτό θα συλλαμβανόταν και θα σταυρωνόταν. Αλλά έχει πρόθεση να φάει μαζί με τους μαθητές του κάποιο δείπνο αντιπροσωπευτικό του Πάσχα (p), το οποίο θα ήταν αντίτυπο του νομικού Πάσχα.
Ματθ. 26,19 καὶ ἐποίησαν οἱ μαθηταὶ ὡς συνέταξεν(1) αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα(2).
Ματθ. 26,19 Και έκαμαν οι μαθηταί, όπως ο Ιησούς τους είχε οδηγήσει και ετοίμασαν τα κατά το πάσχα.
(1) «Όπως παρήγγειλε» (Ζ).
(2) Δηλαδή ετοίμασαν το δωμάτιο για το δείπνο (S). Όχι τον αμνό. Σχεδόν είναι βέβαιο ότι πασχάλιος αμνός δεν υπήρχε. Η σφαγή του έπρεπε να γίνει στο ναό την Παρασκευή το απόγευμα με την παρουσία όλου του ομίλου, των μαθητών και του Διδασκάλου. Δύο μαθητές δεν αρκούσαν σε αυτό και επιπλέον δεν μπορούσε να γίνει αυτό δύο ημέρες πριν το Πάσχα. Και οι δύο μαθητές που στάλθηκαν δεν περίμεναν, ότι το δείπνο θα γινόταν το απόγευμα της Πέμπτης, αλλά ετοίμασαν το δωμάτιο για το απόγευμα της Παρασκευής (p).
Το παχάλιο δείπνο (κστ 20-29)
Ματθ. 26,20 Ὀψίας(1) δὲ γενομένης ἀνέκειτο(2) μετὰ τῶν δώδεκα.
Ματθ. 26,20 Όταν δε ήλθε η εσπέρα, ο Κύριος μαζί με τους δώδεκα εξάπλωσε κοντά στο τραπέζι.
(1) «Οψία ονόμασε το απόγευμα» (Ζ) της ίδιας ημέρας 13 Νισάν. Κανένας λόγος δεν γίνεται εδώ και στα επόμενα για νομικό Πάσχα (δ). «Από εδώ ισχυρίζονται κάποιοι» πολύ σωστά, «ότι δεν έφαγε τότε το νομικό πάσχα ο Χριστός και φέρνουν αποδείξεις· ότι ήταν τότε 13 του μήνα· έπρεπε όμως στις 14 να φάνε το πάσχα. Και ότι ο μεν νόμος διέταζε να τρώνε όρθιοι το πάσχα· αυτός όμως ήταν γερμένος. Και ότι κάθε άρτος ζυμωτός αφαιρούνταν πριν τη θυσία και καιγόταν τελείως στη φωτιά, ενώ τώρα και άρτος βρίσκεται και διαμοιράζεται. Και ότι επιτρεπόταν μόνο ψητό να φάνε· ενώ εδώ παρατίθεται και ζωμός» (Ζ).
(2) «Δεν έτρωγαν το Πάσχα. Διότι δεν έτρωγαν με τον τρόπο που γινόταν το Πάσχα, αλλά ήταν ξαπλωμένοι στο δείπνο. Πώς όμως, αν έτρωγαν το Πάσχα, θα το έτρωγαν παράνομα; Διότι δεν έπρεπε να φάνε ξαπλωμένοι» (Αμμώνιος).
Ματθ. 26,21 καὶ ἐσθιόντων(1) αὐτῶν εἶπεν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν(2) ὅτι εἷς(3) ἐξ ὑμῶν(4) παραδώσει(5) με.
Ματθ. 26,22 Και καθώς έτρωγαν είπε• “σας διαβεβαιώνω, ότι ένας από σας θα με προδώση”.
(1) Η λέξη υπονοεί, ότι επρόκειτο για συνηθισμένο δείπνο και όχι για το τελετουργικό πασχάλιο δείπνο (S).
(2) Με βεβαιότητα σας πληροφορώ (δ).
(3) «Δες πώς φροντίζει τον προδότη. Διότι δεν είπε, ο τάδε θα με προδώσει, αλλά ένας από εσάς, ώστε και πάλι να του δώσει ευκαιρία μετανοίας με το ότι έμεινε άγνωστος. Και προτιμά να τους φοβίσει όλους για να γλυτώσει αυτόν» (Χ).
(4) «Από εσάς τους δώδεκα, που ήσασταν παντού παρόντες μαζί μου, των οποίων τα πόδια έπλυνα, στους οποίους τόσα πολλά υποσχέθηκα» (Χ).
(5) «Παράδοση να εννοήσεις την προδοσία. Διότι τον παρέδωσε σε θάνατο και τον πρόδωσε στους εχθρούς» (Ζ).
Ματθ. 26,22 καὶ λυπούμενοι(1) σφόδρα ἤρξαντο λέγειν αὐτῷ ἕκαστος αὐτῶν· μήτι ἐγώ εἰμι, Κύριε(2);
Ματθ. 26,22 Εκείνοι λυπήθηκαν παρά πολύ και ήρχισαν να λέγουν ο καθένας δια τον εαυτόν του• “μήπως είμαι εγώ, Κυριε;”
(1) Το να τρώει κάποιος ψωμί με κάποιον στους ανατολικούς λαούς τον εξασφάλιζε από κάθε εχθρική πράξη και εκδήλωση (p). Αλλά οι Απόστολοι «πίστευαν πάρα πολύ τον Διδάσκαλο ότι είναι αψευδέστατος» (Ζ) και μολονότι ο Κύριος απευθύνει τον λόγο του αυτόν σε αυτούς που τρώνε μαζί του τον άρτο, δεν εκδηλώνεται η παραμικρή αμφιβολία για την αλήθεια αυτών που βεβαιώνει ο Κύριος. «Λύπη αφόρητη κυρίευσε τότε την αγία εκείνη ομάδα» (Χ).
(2) «Ο καθένας από αυτούς, ρωτούσε φοβούμενος για τον εαυτό του, αν και δεν αισθάνονταν κάτι τέτοιο για τον εαυτό τους» (Χ), «και φοβήθηκαν ο καθένας, μήπως γίνει τέτοιος (προδότης) έχοντας τυφλωθεί στο νου» (Ζ).
Ματθ. 26,23 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ὁ ἐμβάψας μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τῷ τρυβλίῳ(1) τὴν χεῖρα(2), οὗτός με παραδώσει.
Ματθ. 26,23 Ο δε Κύριος απεκρίθη• “Εκείνος που βούτηξε μαζί μου το χέρι στον ζωμό του πιάτου, αυτός θα με παραδώση.
(1) «Τρυβλίο είναι είδος πιάτου» (Ζ). Ήταν πιθανώς ένα πιάτο, στο οποίο όλοι βούταγαν το ψωμί τους και συνεπώς όλοι βούταγαν στο πιάτο μαζί με τον Ιησού (p). Οπότε η φράση αυτός που βούτηξε μαζί μου έχει την ίδια σημασία με τη φράση αυτός που τρώει μαζί μου (a). Είναι όμως δυνατόν, κατά τη στιγμή που ο Κύριος έλεγε τα λόγια αυτά, το χέρι του να συναντήθηκε στο πιάτο με το χέρι του Ιούδα, και έτσι η φράση να έγινε αντιληπτή στον προδότη, όχι όμως και στους άλλους Αποστόλους (p). «Επειδή ήταν αναιδής ο Ιούδας, βούταγε στο ίδιο τρυβλίο, δηλαδή πιατέλα» (Θφ).
(2) Με το χέρι λαμβανόταν από το κοινό πιάτο η τροφή για να μεταφερθεί στο στόμα σύμφωνα με τον τρόπο λήψης της τροφής που επικρατούσε τότε στην Ανατολή (ο).
Ματθ. 26,24 ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑπάγει(1) καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ(2)· οὐαὶ δὲ(3) τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι᾿ οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται· καλὸν(4) ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη(5) ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος(6).
Ματθ. 26,24 Ο μεν υιός του ανθρώπου απέρχεται από τη ζωή αυτήν, όπως ακριβώς είναι γραμμένο εις την Αγίαν Γραφήν περί αυτού• αλίμονο όμως στον άνθρωπο εκείνον, δια του οποίου ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται• προτιμότερο θα ήτο δι' αυτόν να μη είχε γεννηθή ο άνθρωπος εκείνος”.
(1) Πηγαίνει στον προορισμένο σε αυτόν δρόμο, που οδηγεί προς το θάνατο (a). «Λέγεται αντί για το πορεύεται, μεταβαίνει από την εδώ ζωή» (Ζ). Μαζί με αυτήν την έννοια μπορεί να συνδυάζεται και η απώτερη σκέψη της μετάβασης στη δόξα του Πατέρα μέσω του θανάτου. Πράγματι η λέξη υπάγω έχει μερικές φορές και την έννοια του επιστρέφω ή πηγαίνω σπίτι (Ματθ. ε 24,η 4,13,θ 6,ιγ 44,ιθ 21,κ 14)· και η έννοια αυτή μπορεί καλά να περιληφθεί και εδώ (p).
(2) «Όπως γράφτηκε στους προφήτες για αυτόν, πώς πρόκειται να πεθάνει» (Ζ). Οι προφητείες και οι τύποι της Π.Δ. φανέρωσαν τις βουλές του Θεού για τον υιό του ανθρώπου και τις βουλές αυτές ο υιός του ανθρώπου θέλει να εκπληρώσει (p).
(3) Η θεία πρόγνωση της αμαρτίας του προδότη δεν μειώνει την αποστροφή για αυτήν (b). «Όχι διότι είχε προοριστεί, για αυτό παρέδωσε· αλλά διότι παρέδωσε, για αυτό είχε προοριστεί, επειδή ο Θεός προγνώριζε αυτό που οπωσδήποτε θα γινόταν· διότι επρόκειτο όντως να αποβεί τέτοιος (ο Ιούδας) όχι από τη φύση του, αλλά από την ελεύθερη βούλησή του» (Ζ).
«Είναι λοιπόν αυτός άξιος άπειρων τιμωριών, παρόλο που σώθηκε η οικουμένη. Διότι δεν μας έφερε τη σωτηρία η προδοσία του Ιούδα, αλλά η σοφία του Χριστού και η άπειρη ικανότητά του να χρησιμοποιεί τις πονηρίες των άλλων για το δικό μας συμφέρον» (Χ).
«Διότι δεν το έπραξε αυτό με σκοπό να συνεργήσει στη βουλή του Θεού, αλλά το έκανε υπηρετώντας τη δική του κακία» (Θφ). Οι πονηροί άνθρωποι ασυναίσθητα υπηρετούν τη βουλή του Θεού, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί την κακία τους. Πράξ. β 23 (ο). Όχι μόνο δεν εξαναγκάστηκε ο Ιούδας να ενεργήσει όπως ενήργησε, αλλά προσφέρθηκαν σε αυτόν πάρα πολλές ευκαιρίες μετανοίας. Μέχρι την τελευταία στιγμή ο Κύριος προσπαθεί να αναχαιτίσει αυτόν.
(4) «Τον συνέφερε» (Ζ). Η ζωή σε κάθε ανθρώπινο ον είναι θείο δώρο. Είναι δυνατόν όμως να γίνει κατάχρηση της ευλογίας αυτής σε τέτοιο βαθμό ώστε να μετατραπεί αυτή σε κατάρα.
(5) Είτε μη συλλαμβανόμενος καθόλου στην κοιλιά της μητέρας του είτε πεθαίνοντας πριν ακόμη γεννηθεί (b). «Λέγοντας λοιπόν ότι καλό ήταν αν δεν γεννιόταν ο άνθρωπος εκείνος, δείχνει ότι η ανυπαρξία είναι καλύτερη από την ύπαρξη με αμαρτίες» (Θφ).
«Αλλά θα πει κάποιος· αν ήταν καλό να μη γεννηθεί αυτός, για ποιο λόγο επέτρεψε να έλθει στον κόσμο και αυτός και όλοι οι πονηροί; Πρέπει να κατηγορήσεις τους πονηρούς, οι οποίοι, ενώ ήταν ελεύθεροι να μη γίνουν τέτοιοι, έγιναν πονηροί· εσύ όμως αφήνοντας αυτό, λεπτολογείς και περιεργάζεσαι τα έργα του Θεού, παρόλο που ξέρεις, ότι δεν γίνεται αναγκαστικά κανείς πονηρός» (Χ).
«Και ο Ιούδας λοιπόν, δεν έγινε κακός επειδή γεννήθηκε, αλλά επειδή έδειξε ραθυμία, και έγινε κακός από τη μοχθηρή του γνώμη και την κακή του προαίρεση. Κανέναν λοιπόν ο Θεός δεν αναγκάζει να γίνει καλός, αν δεν είναι με τη θέλησή του καλός· αλλά προτείνει μεν τα σωτήρια και βοηθά αυτόν που επιλέγει αυτά, επιτρέπει όμως να πηγαίνει ο καθένας ως αυτεξούσιος, όπου θέλει» (Ζ).
(6) «Δες πάλι και μέσα στους ελέγχους την απερίγραπτη πραότητα. Διότι ούτε εδώ δεν μιλά ορμητικά, αλλά μάλλον με συμπάθεια και πάλι συγκαλυμμένα· αν και όχι μόνο η προηγούμενη αναισθησία του, αλλά και η εν συνεχεία αναίδειά του, ήταν άξια μεγάλης αγανάκτησης. Διότι μετά από αυτόν τον έλεγχο λέει· Μήπως είμαι εγώ Κύριε;» (Χ).
Ματθ. 26,25 ἀποκριθεὶς δὲ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν εἶπε· μήτι ἐγώ εἰμι(1), ῥαββί(2); λέγει αὐτῷ(3), σὺ εἶπας(4).
Ματθ. 26,25 Ελαβε δε τον λόγον ο Ιούδας, ο οποίος και τον παρέδωσε, και είπε• “μήπως είμαι εγώ, διδάσκαλε;” Απήντησε εις αυτόν ο Ιησούς• “Συ είπες, ότι είσαι συ”.
(1) «Ω πόση αναισχυντία! Ρωτά επιχειρώντας να διαφύγει την προσοχή των μαθητών. Διότι από την αρχή μεν δεν ρώτησε, όταν ο Χριστός είπε, ένας από εσάς· διότι νόμιζε ότι ακόμη διαφεύγει της προσοχής του διδασκάλου· όταν όμως ο Κύριος πρόσθεσε και σημάδι, κατάλαβε, ότι είχε αναγνωριστεί. Και αφού λοιπόν ρώτησαν οι άλλοι, ρωτά και αυτός» (Ζ).
(2) Δεν αναφέρεται στη Γραφή, ότι ο Ιούδας είχε ονομάσει ποτέ μέχρι τώρα τον Κύριο ραββί (b). «Παίρνοντας θάρρος από την επιείκεια του διδασκάλου, ότι οπωσδήποτε δεν θα τον ελέγξει ολοφάνερα, τον ονόμασε ραββί, δηλαδή διδάσκαλο» (Ζ).
(3) «Αν και μπορούσε να πει· βρωμερέ και αχρείε, βδελυρέ και βέβηλε· αφού τόσο καιρό κυοφορείς το κακό και πήγες στους αρχιερείς και έκανες σατανικά συμβόλαια και συμφώνησες να πάρεις αργύριο και από εμένα έχεις ελεγχθεί και τολμάς ακόμη να ρωτάς; Αλλά τίποτα από αυτά δεν είπε… ορίζοντας σε μας τα όρια και τους κανόνες της ανεξικακίας» (Χ).
(4) Η απάντηση αποτελεί αόριστη και αμφίβολη επιβεβαίωση, που αφήνει το πράγμα συσκιασμένο. Θα ήταν ακατανόητο εάν ο Χριστός απαντούσε με απλή και σαφή βεβαίωση. Τέτοια βεβαίωση γινομένη ενώπιον όλων των μαθητών θα προκαλούσε έκρηξη μανιώδους οργής εναντίον του Ιούδα και ίσως για κάποιον τουλάχιστον χρόνο θα ματαίωνε τη σχεδιαζόμενη προδοσία. Με την αμφίβολη βεβαίωση στον μεν Ιούδα δίνονταν νύξεις που τον βεβαίωναν ότι η σχεδιαζόμενη προδοσία ήταν γνωστή στο Διδάσκαλο, στους δε μαθητές δημιουργούνταν αβεβαιότητα για το τι σήμαινε η απάντηση και έτσι δινόταν και πάλι η ευκαιρία στον προδότη να συνέλθει και να αναχαιτιστεί, χωρίς συγχρόνως και να εκτεθεί (a).
Είναι εξάλλου δυνατόν να απάντησε ο Ιησούς σε μόνο τον Ιούδα και να μην ακούστηκε το «εσύ το είπες» από τους άλλους, αν λάβουμε υπ όψη, ότι οι ερωτήσεις των μαθητών που απευθύνονταν με θερμότητα και τόνο διαμαρτυρίας δημιουργούσαν κάποιο θόρυβο (L).
Ματθ. 26,26 Ἐσθιόντων(1) δὲ αὐτῶν λαβὼν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον(2) καὶ εὐχαριστήσας(3) ἔκλασε(4) καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς καὶ εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό(5) ἐστι(6) τὸ σῶμά μου(7)·
Ματθ. 26,26 Ενώ δε αυτοί έτρωγαν, επήρε ο Ιησούς τον άρτον και αφού ευχαρίστησε τον έκοψε εις τεμάχια και έδιδε στους μαθητάς και είπε• “λάβετε φάγετε• τούτο είναι το σώμα μου”.
(1) Από τις αφηγήσεις για τη σύσταση της Ευχαριστίας συμπεραίνουμε, ότι έγινε αυτή απόγευμα και στο μέσο του δείπνου. Την ώρα που έτρωγαν πήρε τον άρτο ο Ιησούς (p). Μετείχε και ο Ιούδας; Τουλάχιστον του σώματος του Χριστού φαίνεται να μετείχε.
«Και όταν ακόμη μετείχε στα μυστήρια, έμενε ο ίδιος. Ο Χριστός όμως δεν τον εμπόδισε, αν και τα γνώριζε όλα· για να μάθεις ότι δεν παραλείπει τίποτα από αυτά που συντελούν στη διόρθωση» (Χ).
«Πρόσθεσε το «την ώρα που έτρωγαν», για να φανερώσει την απανθρωπιά του Ιούδα, ότι στο τραπέζι και στη συμμετοχή στα ίδια φαγητά, όταν, ακόμη και θηρίο να ήταν, θα έπρεπε να γίνει πραότερος, τότε, ούτε και όταν ελεγχόταν δεν κατάλαβε, αλλά παρόλο που γεύτηκε και το σώμα του, δεν μετανιώνει» (Θφ).
(2) Αυθεντική γραφή χωρίς το άρθρο: «Παίρνοντας άρτο, δηλαδή αυτόν που ήταν δίπλα του ή και άλλον που ήταν και αυτός τοποθετημένος κοντά του επειδή ήταν ο διδάσκαλος» (Ζ). Τον άρτον= τον ένα άρτο. Θεωρήθηκε ο ένας άρτος ότι συμβολίζει την ενότητα του χριστιανικού σώματος παρά τις διαφορές των επί μέρους μελών. Ο ωραίος αυτός συμβολισμός εξαφανίζεται με τη χρησιμοποίηση ξεχωριστών οστιών στην αγία Κοινωνία (p).
(3) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα γράφουν ευλογήσας. Τα ρήματα ευλογώ και ευχαριστώ εναλλάσσονται στους ευαγγελιστές εδώ και στη διατροφή του όχλου. Αλλά και τα δύο καταλήγουν στο ίδιο, διότι η ευλογία προς τον μεγαλύτερο είναι ευχαριστία για τις δωρεές από αυτόν (δ). Και τα δύο ρήματα σημαίνουν ευχαριστήρια προσευχή (p). «Και ευχαριστεί διδάσκοντάς μας πώς πρέπει να τελούμε το μυστήριο αυτό και δείχνοντας, ότι δεν έρχεται χωρίς τη θέλησή του στο πάθος» (Χ).
«Και πρέπει να ευχαριστούμε πριν από αυτό το μυστήριο», διότι αυτό τελείται «για ευεργεσία της δικής μας φύσης. Διότι αν η θυσία του τυπικού αμνού χάρισε στους Ιουδαίους και απαλλαγή από την καταστροφή και ελευθερία από τη δουλεία, πολύ περισσότερο η θυσία του αληθινού αμνού στους Χριστιανούς» (Ζ).
(4) Το κόψιμο του άρτου συμβολικά αναφέρεται στο Πάθος (S). Και από αυτόν τον δρόμο που έγινε η διαμοίραση ονομάστηκε αυτό το μυστήριο της Ευχαριστίας και κλάση του άρτου (δ).
(5) Δηλαδή αυτός ο κομμένος άρτος, τον οποίο τρώτε όλοι (a). Αυτό σε αντίθεση με τις σκιές της Π.Δ. Αυτό το οποίο σας παραγγέλλω να πάρετε (b). «Δείχνοντας είπε, «αυτό είναι το σώμα μου», και «αυτό είναι το αίμα μου», για να μη νομίσεις ότι αυτά που φαίνονται είναι συμβολικά, αλλά με κάποια ανέκφραστη ενέργεια του Θεού, που μπορεί να κάνει τα πάντα, μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα πραγματικά του Χριστού αυτά που προσφέρθηκαν» (Κ).
(6) «Δεν είπε· αυτό είναι το σύμβολο του σώματός μου και αυτό του αίματός μου, αλλά αυτό είναι το σώμα μου και το αίμα μου, διδάσκοντάς μας να μην βλέπουμε τη φύση αυτού που έχουμε μπροστά μας, αλλά ότι, με την ευχαριστία που έγινε μεταβάλλονται σε σάρκα και αίμα» (Θεόδωρος Μοψουεστίας).
«Διότι δεν είπε, αυτό είναι αντίτυπο (τύπος), αλλά αυτό είναι το σώμα μου· διότι με κάποια απερίγραπτη ενέργεια μεταβάλλεται, έστω και αν φαίνεται σε μας άρτος. Επειδή δηλαδή είμαστε αδύναμοι και δεν θα δεχόμασταν να τρώμε κρέας ωμό και σάρκα ανθρώπου, για αυτό φαίνεται μεν σε μας άρτος, στην πραγματικότητα όμως είναι σάρκα» (Θφ).
«Δεν προχωρά στο σώμα του Λόγου (δεν πάει να γίνει σώμα) την ώρα που το τρώμε και το πίνουμε, αλλά ευθύς αμέσως μεταβάλλεται στο σώμα του Λόγου, όπως ειπώθηκε από τον Λόγο, «αυτό είναι το σώμα μου»» (Γν).
(7) «Και πώς δεν θορυβήθηκαν ακούγοντας αυτό; Διότι και στο παρελθόν τους είχε προείπει πολλά και σπουδαία για το θέμα αυτό» (Χ).
Ματθ. 26,27 καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον(1) καὶ εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· πίετε ἐξ αὐτοῦ(2) πάντες(3)·
Ματθ. 26,27 Και αφού επήρε το ποτήριον και ηυχαρίστησε έδωκε αυτό στους μαθητάς και είπε• πίετε από αυτό όλοι,
(1) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα το γράφουν χωρίς άρθρο. Το άρθρο και εδώ και πριν (τον άρτο) πιθανώς προστέθηκε για να δηλωθεί ο άρτος της Ευχαριστίας και το ποτήριο (a). Η διανομή κοινού ποτηρίου δεν είναι χαρακτηριστικό του Πάσχα, όπου ο καθένας είχε το δικό του ποτήρι. Ίσως να πάρθηκε από την εβδομαδιαία τελετή του Κιδδούς, όπου κοινό ποτήριο χρησιμοποιούνταν (S).
(2) Η ξεχωριστή παροχή του Σώματος και του Αίματος παριστάνει τον επικείμενο θάνατο του Κυρίου, στον οποίο το αίμα του χύθηκε από το σώμα του (b).
(3) Δίνοντας το ένα ποτήριο στον μαθητή που ήταν δίπλα του εφιστά ο Κύριος την προσοχή αυτού και των άλλων μαθητών ώστε να πιει ο καθένας από αυτό τόσο ώστε να απομένει στο ποτήριο για μετάληψη του περιεχομένου από όλους. «Όλοι χωρίς εξαίρεση οι μαθητές μου που εκπροσωπούν την όλη εκκλησία» (δ). Η Γραφή εκφράστηκε έτσι, προβλέποντας την καινοτομία της Ρώμης (b).
Ματθ. 26,28 τοῦτο(1) γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου(2) τὸ τῆς καινῆς(3) διαθήκης(4) τὸ περὶ(5) πολλῶν(6) ἐκχυνόμενον(7) εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν(8).
Ματθ. 26,28 διότι τούτο είναι το αίμα μου, με το οποίον επικυρώνεται η νέα διαθήκη και το οποίον χύνεται δια την συγχώρησιν των αμαρτιών.
(1) Αυτός ο οίνος (a).
(2) Το πραγματικό αίμα του Χριστού προβάλλεται ήδη ως παρόν, ακριβώς όπως το αίμα των θυμάτων υπήρχε στο μωσαϊκό ρητό που παρατίθεται στο Εβραίους θ 20. Αυτό το αίμα της Διαθήκης την οποία διέταξε σε σας ο Θεός. Και το ρητό αυτό επαναλαμβάνεται και εδώ (b). «Αυτά είναι το ίδιο το σώμα μου και το ίδιο το αίμα μου. Διότι όπως ακριβώς θέωσε την σάρκα που πήρε, έτσι με τρόπο απόρρητο μεταβάλλει και αυτά ώστε να γίνουν το ίδιο το ζωοποιό σώμα του και το ίδιο το τίμιο αίμα του» (Ζ).
(3) «Διότι το μεν αίμα του τυπικού αμνού, ήταν της παλαιάς διαθήκης· ενώ το αίμα του αληθινού αμνού, είναι της νέας» (Ζ).
(4) Το αίμα μου, το οποίο χύνεται για επικύρωση της Νέας Διαθήκης (a). Διαθήκης συνθήκης ή διάθεσης κατά την τελευταία θέληση. Η λέξη με την έννοια της συνθήκης αρμόζει μάλλον στην παλαιά οικονομία, η οποία είχε τη μορφή συνθήκης, ενώ η λέξη με την έννοια, την οποία έχει και σε μας αυτή, αρμόζει στη νέα οικονομία, στην οποία παρέχεται σε μας η πλήρης υιοθεσία (b).
«Αίμα Καινής Διαθήκης το ονομάζει, δηλαδή της υπόσχεσης της επαγγελίας του νόμου του καινούργιου. Αυτό… διαφυλάσσει την συμφωνία της Νέας Διαθήκης. Και όπως ακριβώς η Παλαιά είχε πρόβατα και μοσχάρια, έτσι και αυτή έχει το αίμα το δεσποτικό. Δείχνει όμως και με αυτό, ότι πρόκειται να πεθάνει· γι’ αυτό και θυμάται τη Διαθήκη και υπενθυμίζει την προηγούμενη Διαθήκη· διότι και εκείνη είχε εγκαινιαστεί με αίμα» (Χ).
(5) «Αντί να πει: για χάρη πολλών» (Ζ).
(6) «Εκείνο μεν το αίμα χυνόταν μόνο για χάρη των Εβραίων, ενώ αυτό για όλους τους ανθρώπους. Διότι πολλούς ονομάζει εδώ τους πάντες· διότι πράγματι οι πάντες είναι πολλοί. Ή, είπε «πολλών» σε σύγκριση με το έθνος των Εβραίων· διότι είναι περισσότεροι από αυτούς (τους Εβραίους) αυτοί που από όλους (από όλα τα έθνη) ελευθερώνονται και σώζονται, για τους οποίους ο Χριστός πέθανε» (Ζ). Για όλους χύθηκε, αλλά μόνο αυτοί που πιστεύουν αποκομίζουν τις ωφέλειες από αυτό.
(7) Ήδη το πάθος είχε αρχίσει (F).
(8) «Διότι εκείνο μεν χυνόταν για την σωτηρία μόνο των πρωτότοκων παιδιών, ενώ αυτό για την άφεση των αμαρτιών όλων των ανθρώπων» (Ζ). Ο Ματθαίος προσθέτοντας το «για άφεση αμαρτιών» δείχνει ότι αντιλήφθηκε τη διαθήκη ως διαθήκη μεταξύ του Θεού και των πολλών και με αυτήν άφεση αμαρτιών εξασφαλιζόταν σε αυτούς· και σφραγίδα της συμφωνημένης αυτής άφεσης ήταν το εκχυνόμενο ήδη αίμα (a), όπως και το «αίμα της Παλαιάς Διαθήκης ήταν σφραγίδα της διαθήκης εκείνης και μαρτυρία και βεβαίωση της συνθήκης του λαού» (Ζ).
Ματθ. 26,29 λέγω δὲ ὑμῖν(1) ὅτι οὐ μὴ πίω(2) ἀπ᾿ ἄρτι(3) ἐκ τούτου τοῦ γεννήματος(4) τῆς ἀμπέλου(5) ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ὅταν αὐτὸ πίνω μεθ᾿ ὑμῶν(6) καινὸν(7) ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρός μου(8).
Ματθ. 26,29 Σας λέγω δε ότι δεν θα ξαναπιώ από το προϊόν αυτό της αμπέλου από την στιγμήν αυτήν και μέχρι της ημέρας εκείνης, όταν εις την ατελείωτον χαράν της βασιλείας του Πατρός μου θα το πίνω μαζί σας νέον.
(1) Ο λόγος αυτός του Κυρίου συναντιέται σε όλους τους συνοπτικούς με ασήμαντες διαφορές σε κάποιες λέξεις, και εισάγεται και στις τρεις αφηγήσεις με την βεβαίωση «λέω σε εσάς» ή «Αλήθεια λέω σε εσάς» (p). Φαίνεται να είναι ένας πανηγυρικός αποχαιρετισμός. Αλλά αντί της υπόσχεσης για μια μελλοντική επάνοδο, έχουμε τον υπαινιγμό αυτόν για τη μελλοντική χαρά και ευφροσύνη στο μεσσιανικό βασίλειο (a). Η κύρια έννοια του στίχου: Το δείπνο αυτό είναι πρόγευση της τέλειας κοινωνίας, η οποία θα πραγματοποιηθεί στο τραπέζι του Μεσσία (S).
(2) «Και αυτός λοιπόν ήπιε από αυτό» (Χ). «Αν όμως μετείχε του ποτηρίου, μετάλαβε άρα και από τον άρτο» (Ζ). «Διότι για να μην πουν, ακούγοντας αυτά, τι λοιπόν; Πίνουμε αίμα και τρώμε σάρκα; και θορυβηθούν τότε… πρώτος αυτός έκανε αυτό, εισάγοντας αυτούς χωρίς ταραχή στην κοινωνία των μυστηρίων» (Χ). Ή, θα ήταν παράδοξο και τελείως ασυνήθιστο αυτός που είχε την πρώτη θέση στο πασχάλιο τραπέζι να μην πιει και αυτός από το ποτήρι (p).
(3) «Από τώρα» (Ζ).
(4) Αυθεντική γραφή γένημα από το γίνεσθαι.= Αυτό που γίνεται από το αμπέλι.
(5) Το γέννημα της αμπέλου δεν σημαίνει αναγκαστικά το πασχαλινό κρασί. Κοινή φράση στην Π.Δ. για δήλωση του κρασιού απλώς. (Δες τους Ο΄(μετάφραση των εβδομήντα) στο Ησ. λβ 12, Αββακ. γ 17 και Αριθμ. στ 4).
(6) Ο Κύριος εκφράζει εδώ την ελπίδα για πλήρη ικανοποίηση και ανάπαυση και κοινή χαρά. Όλα τα αγαθά τα οποία η φράση βασιλεία του Θεού εκφράζει, συμβολίζονται εδώ με δείπνο και κοινή τράπεζα (Ησ. κε 6,Λουκ. ιγ 29,ιδ 15,κβ 30,Αποκ. γ 20,ιθ 9). Εκεί οι μαθητές θα μετέχουν της χαράς του Κυρίου και ο Κύριος της χαράς της δικής τους= «μαζί με εσάς» (p) «όταν θα πίνει αυτό καινούργιο μαζί μας ο Λόγος στη βασιλεία του Πατέρα, αποκαλύπτοντας και διδάσκοντας αυτά που τώρα με μέτριο τρόπο (όχι τόσο καθαρά) έδειξε. Διότι είναι πάντα καινούργιο αυτό που τώρα γνωρίζουμε. Και ποιό είναι το ποτό και η απόλαυση; Για μας μεν το να μάθουμε ενώ για εκείνον το να διδάξει και να ανακοινώσει στους μαθητές του το λόγο. Διότι η διδασκαλία είναι τροφή και για εκείνον ο οποίος τρέφει» (Γ).
(7) Το ιουδαϊκό Πάσχα αντικαταστάθηκε από το Κυριακό Δείπνο, και αυτό θα αντικατασταθεί στο αιώνιο μέλλον από άλλο ουράνιας φύσης. Η λέξη «νέο» στο χωρίο αυτό προφανώς σημαίνει νέο στη φύση και όχι στην ηλικία (b). Το παν στη βασιλεία εκείνη είναι καινούργιο (Αποκ. γ 12,ε 9,κα 1,5). Θα είναι χαρά δοξασμένη, διαφορετική τελείως από τις χαρές, τις οποίες δοκιμάζουμε εδώ και θα υπερβαίνει κάθε κατανόηση.
«Η πόση του κρασιού δεν εκπληρώνει μόνο ανάγκη αλλά και προσφέρει ποικίλλη ευχαρίστηση στην αίσθηση· μετά όμως από την ανάσταση των νεκρών, αφού θα απομακρυνθεί η φθορά των ανθρωπίνων σωμάτων, και η ίδια η φύση των πραγμάτων θα μεταβληθεί ώστε να είναι νέα, ώστε και αυτή η ευφροσύνη μας θα είναι νέα… αφού ο ίδιος ο Σωτήρας μας Χριστός θα βάζει μέσα στις ψυχές αυτών που τον σέβονται την έμφυτη και δική του ευφροσύνη» (Αμμώνιος).
(8) «Διότι τότε θα επιτελέσει το Πάσχα τελειότερα και καθαρότερα» (Ζ).
Ματθ. 26,30 Καὶ ὑμνήσαντες(1) ἐξῆλθον εἰς τὸ ὄρος(2) τῶν ἐλαιῶν.
Ματθ. 26,30 Και αφού έψαλαν ύμνους, εξήλθαν στο όρος των Ελαιών.
(1) «Ας το ακούσουν όλοι εκείνοι, οι οποίοι αφού φάνε σαν χοίροι κλωτσούν το υλικό τραπέζι και σηκώνονται μεθυσμένοι, ότι πρέπει να ευχαριστούν και να τελειώνουν με ύμνο. Ακούστε επίσης όλοι όσοι δεν περιμένετε την τελευταία ευχή των μυστηρίων· διότι αυτή η ευχή είναι σύμβολο της προσευχής εκείνης. Ευχαρίστησε και ύμνησε και προτού να δώσει στους μαθητές, ώστε και εμείς να ευχαριστούμε. Ευχαρίστησε και ύμνησε και αφού έδωσε, ώστε και εμείς να κάνουμε το ίδιο» (Χ).
Ύμνησαν όχι αναγκαία και απαραίτητα το πασχάλιο αλληλούια, δηλαδή τους Ψαλμούς 115-118, αλλά κάποιον Ψαλμό από εκείνους, οι οποίοι ήταν σε συνήθη χρήση στο ναό (S). Συχνά για τον Κύριο γράφτηκε, ότι προσευχήθηκε πάνω στη γη· ουδέποτε όμως άλλοτε ότι ύμνησε (b).
(2) «Τον περισσότερο χρόνο διανυκτέρευε έξω στα βουνά· και το έκανε αυτό, από τη μία μεν για να προσεύχεται απερίσπαστα· από την άλλη πάλι και για να κάνει τους μαθητές κοινωνούς λόγων πιο μυστικών. Προτού όμως βγει στο όρος είπε πολλά, από τα οποία άλλα μεν εξιστόρησαν ο Λουκάς και άλλα ο Ιωάννης» (Ζ).
Ματθ. 26,31 τότε λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· πάντες ὑμεῖς σκανδαλισθήσεσθε(1) ἐν ἐμοὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ, γέγραπται(2) γάρ, πατάξω(3) τὸν ποιμένα, καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα τῆς ποίμνης(4)·
Ματθ. 26,31 Τότε λέγει προς αυτούς ο Ιησούς• όλοι σεις κατά την νύκτα αυτήν θα σκανδαλισθήτε και θα κλονισθή η πίστις σας προς εμέ. Διότι έτσι έχει γραφή εις την Παλαιάν Διαθήκην• Με την ιδικήν μου συγκατάθεσιν θα χτυπηθή ο ποιμήν, δηλαδή εγώ, και θα διασκορπισθούν τα πρόβατα του ποιμνίου, δηλαδή σεις.
(1) «Αντί να πει θα ταρακουνηθείτε στην πίστη σας σε εμένα» (Ζ).
(2) Στο Ζαχαρίου ιγ 7.
(3) Και το εβραϊκό κείμενο και οι Ο΄ έχουν προστακτική (a). «Λέγεται ο πατέρας ότι χτύπησε τον υιό, επειδή επέτρεψε να χτυπηθεί αυτός, δηλαδή να φονευτεί. Δηλώνεται λοιπόν και από εδώ, ότι» (Ζ), «σταυρωνόταν με απόφαση του Θεού και από κάθε πλευρά δείχνει ότι ο εαυτός του δεν είναι ξένος με την Παλαιά Διαθήκη, ούτε με το Θεό που κηρύσσεται σε αυτήν και ότι αυτό που γινόταν ήταν θεία οικονομία και ότι όλα τα σχετικά με αυτό τα είχαν προαναγγείλει οι προφήτες φωτισμένοι από ψηλά» (Χ).
(4) Το «ποίμνης» δεν υπάρχει στο εβραϊκό κείμενο, αλλά μόνο στους Ο΄ σύμφωνα με τον αλεξανδρινό κώδικα. Φαίνεται όμως πιθανότερο, ότι υπήρχε κείμενο των Ο΄ με την προσθήκη αυτή παρά ότι ο αλεξανδρινός κώδικας συμμορφώθηκε με το κείμενο του Ματθαίου (a).
Ματθ. 26,32 μετὰ δὲ(1) τὸ ἐγερθῆναί με προάξω(2) ὑμᾶς(3) εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
Ματθ. 26,32 Όταν όμως αναστηθώ, θα σας προϋπαντήσω εις την Γαλιλαία, όπου και θα συναντηθούμε.
(1) Αντιθετικός σύνδεσμος=τώρα μεν θα διασκορπιστείτε, μετά την ανάστασή μου όμως (δ). «Αφού προείπε τα λυπηρά, προλέγει και τα παρηγορητικά» (Ζ).
(2) «Αντί να πει: θα σας προλάβω εκεί περιμένοντας» (Ζ). «Θα σας προφθάσω» (Θφ). Θα πάει λοιπόν εκεί πριν από αυτούς.
(3) Ο διασκορπισμός θα λάβει χώρα βεβαίως, αλλά εξίσου βέβαια θα γίνει και μία νέα συνάντηση.
Ματθ. 26,33 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· εἰ πάντες σκανδαλισθήσονται ἐν σοί(1), ἐγὼ δὲ οὐδέποτε σκανδαλισθήσομαι(2).
Ματθ. 26,33 Ο Πέτρος όμως αποκριθείς του είπε• εάν όλοι θα σκανδαλισθούν δ' όσα θα συμβούν εις σε, εγώ όμως ποτέ δεν θα σκανδαλισθώ.
(1) «Από πολλή αυθάδεια ο Πέτρος μόνος υπόσχεται ότι δεν θα σκανδαλιστεί» (Θφ). Θα έπρεπε μάλλον να πει: Εάν όλοι δεν σκανδαλιστούν με σένα, εγώ θα σκανδαλιστώ (b). «Έπρεπε πολύ περισσότερο να παρακαλέσει και να πει· Κύριε, βοήθησέ μας» (Ζ). Ο Πέτρος είναι ειλικρινής σε όσα υπόσχεται, υπερτιμά όμως τις δυνάμεις του (F).
(2) «Τι λες, Πέτρε; Ο προφήτης είπε ότι θα σκορπιστούν τα πρόβατα· ο Χριστός βεβαίωσε αυτό που ειπώθηκε. Και συ λες όχι;… Για αυτό λοιπόν τον αφήνει να πέσει, διδάσκοντάς τον από εδώ σε όλα να πείθεται στο Χριστό και να θεωρεί την απόφαση Αυτού περισσότερο αξιόπιστη από τη δική του συνείδηση. Και οι υπόλοιποι μαθητές όμως δεν ωφελήθηκαν λίγο από την άρνησή του, διότι κατανόησαν την ανθρώπινη αδυναμία και την αλήθεια του Θεού» (Χ).
«Σε τρία λοιπόν μαζί φταίει (ο Πέτρος)· πρώτον, ότι αντιμίλησε και στον προφήτη και στο Χριστό· δεύτερον, ότι έβαλε τον εαυτό του μπροστά από τους άλλους· τρίτον, ότι εμπιστεύτηκε τον εαυτό του μόνο και όχι τη βοήθεια του Θεού. Για αυτό και αφήνεται να πέσει, για να μαζευτεί και να μάθει να μην εμπιστεύεται πάρα πολύ τον εαυτό του. Αυτό όμως που λέει ο Λουκάς, ότι Σίμων, Σίμων, να ο σατανάς ζήτησε εσάς και τα υπόλοιπα, τα είπε σε άλλο χρόνο, πριν να βγει στο όρος των ελαιών» (Ζ).
Ματθ. 26,34 ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω σοι(1) ὅτι ἐν ταύτῃ τῇ νυκτὶ(2) πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι(3) τρὶς ἀπαρνήσῃ(4) με.
Ματθ. 26,34 Είπε εις αυτόν ο Ιησούς• “σε διαβεβαιώνω, ότι αυτήν την νύκτα, πριν ο πετεινός λαλήση, τρεις φορές θα με έχης αρνηθή”.
(1) Με έμφαση ο Πέτρος αρνείται ότι θα σκανδαλιστεί, αλλά και η απάντηση του Κυρίου είναι εξίσου έντονη και εμφαντική. Το «σού λέω» μαρτυρείται και από τα τέσσερα ευαγγέλια. Και στον μεν Μάρκο και Ματθαίο προηγείται από αυτό το Αμην μία φορά, ενώ στον Ιωάννη δύο φορές.
(2) Ήταν λοιπόν τότε νύχτα· και ήταν εκπληκτικότερο η άρνηση να λάβει χώρα σε καιρό νύχτας παρά σε καιρό ημέρας (b).
(3) Η αλεκτοροφωνία σημείωνε την τρίτη ρωμαϊκή φυλακή της νύχτας δηλαδή από τα μεσάνυχτα μέχρι την τρίτη πρωινή. Συνεπώς η τριπλή άρνηση θα γινόταν πριν το ξημέρωμα (S).
(4) «Άρνηση λέει το ότι δεν τον ξέρει» (Ζ). Ο Κύριος γνωρίζει εμάς καλύτερα από όσο εμείς γνωρίζουμε τους εαυτούς μας (b).
Ματθ. 26,35 λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος(1)· κἂν(2) δέῃ με σύν σοι ἀποθανεῖν, οὐ μη(3) σε ἀπαρνήσομαι(4). ὁμοίως δὲ καὶ πάντες οἱ μαθηταὶ(5) εἶπον(6).
Ματθ. 26,35 Λέγει εις αυτόν ο Πέτρος• “και αν ακόμη χρειασθή να αποθάνω μαζί σου, δεν θα σε απαρνηθώ”. Και όλοι οι μαθητές τα ίδια και παρόμοια έλεγαν.
(1) «Όσο διαβεβαιώνει ο Χριστός, τόσο ο Πέτρος ισχυρίζεται αντίθετα· διότι ήταν σφοδρό μέσα του το πάθος της εμπιστοσύνης στον εαυτό του· για αυτό και υφίσταται πολύ άσχημο ναυάγιο, αφού αφέθηκε έρημος από τη βοήθεια του Θεού και αποδείχτηκε ότι είναι αδύναμος» (Ζ).
(2) Ό,τι ο Μάρκος εκφράζει με το «ἐκ περισσοῦ ἔλεγε μᾶλλον» ο Ματθαίος το περιέλαβε στο «και» το οποίο συνέδεσε με το εάν (p).
(3) Ο Πέτρος λοιπόν γνωρίζει ότι η άρνηση είναι αμαρτία (b), και για αυτό ξεκάθαρα αποκρούει το ενδεχόμενό της.
(4) «Έπρεπε να πει, εάν έχω τη δική σου βοήθεια» (Χ). «Από εδώ λοιπόν μαθαίνουμε μεγάλο δόγμα, ότι ούτε η ανθρώπινη προθυμία κατορθώνει κάτι χωρίς τη θεία δύναμη, ούτε η θεία δύναμη φέρνει κέρδος χωρίς την ανθρώπινη προθυμία. Και παραδείγματα και των δύο είναι ο Πέτρος και ο Ιούδας» (Ζ).
«Διότι ο μεν Ιούδας αν και απόλαυσε πολλή βοήθεια τίποτα δεν ωφελήθηκε, επειδή δεν θέλησε, ούτε πρόσφερε και αυτός ό,τι εξαρτιόταν από αυτόν· ενώ αυτός, αν και έδειξε προθυμία, επειδή δεν πήρε καμιά βοήθεια κατέπεσε. Για αυτό παρακαλώ, ούτε να επαναπαύεστε αναθέτοντας τα πάντα στο Θεό, ούτε να καταβάλετε προσπάθεια, νομίζοντας ότι με τους κόπους σας θα κατορθώσετε τα πάντα» (Χ).
(5) «Μιμήθηκαν και αυτοί τον Πέτρο» (Ζ).
(6) Του Σωτήρα η πραότητα δεν δίνει απάντηση σε αυτούς (b).
Η αγωνία της Γεθσημανή (κστ 36-46)
Ματθ. 26,36 Τότε(1) ἔρχεται μετ᾿ αὐτῶν ὁ Ἰησοῦς εἰς χωρίον(2) λεγόμενον Γεθσημανῆ(3), καὶ λέγει τοῖς μαθηταῖς· καθίσατε αὐτοῦ(4) ἕως οὗ ἀπελθὼν προσεύξωμαι(5) ἐκεῖ(6).
Ματθ. 26,36 Τότε έρχεται μαζί με αυτούς ο Ιησούς εις μίαν περιοχήν, που ελέγετο Γεθσημανή, και λέγει στους μαθητάς• “καθήστε εδώ και περιμένετε, έως ότου υπάγω και προσευχηθώ εκεί”.
(1) Μετά την προφητεία για τον Πέτρο και τους μαθητές (δ). Ίσως οι ευαγγελιστές δεν είχαν τέτοια πρόθεση, φανερώνουν όμως τραγική ειρωνεία τοποθετώντας την προσευχή του Κυρίου στη Γεθσημανή αμέσως μετά την καυχησιόλογη αυτοπεποίθηση του Πέτρου και των συμμαθητών του. Οι Απόστολοι είναι τόσο βέβαιοι για τη δική τους δύναμη, ώστε δεν θέλουν να παραδεχτούν ότι είναι ενδεχόμενο να πέσουν, και όταν ακόμη προειδοποιούνται για αυτό από το Χριστό. Ο υιός του ανθρώπου όμως δέεται προς τον Πατέρα του, ζητώντας ενίσχυση με την προσευχή για τη δοκιμασία που πλησιάζει (p).
(2) Εδώ λέγεται μάλλον με την έννοια του αγρού ή κτήματος (g).
(3) Η λέξη αποδίδεται στην ελληνική με το ελαιοτριβείο. Ετυμολογείται στο εβραϊκό από τις λέξεις γκατ σιέμεν και πήρε φαίνεται το όνομα πιθανώς από το ότι στην αρχή υπήρχε εκεί ελαιοτριβείο (F).
(4) Στο μέρος αυτό, το οποίο μιλώντας τούς έδειχνε (δ). «Επειδή ήταν συνεχώς μαζί του, για αυτό λέει, μείνετε εδώ» (Χ).
(5) «Ως άνθρωπος προσευχήθηκε διδάσκοντας τους ανθρώπους στους πειρασμούς να προσεύχονται και να υψώνονται στο Θεό και να επικαλούνται πιο έντονα τη βοήθειά του» (Ζ).
(6) «Δεν τους πήρε στην προσευχή, αλλά μόνος πηγαίνει στην προσευχή, διδάσκοντας, ότι πρέπει αυτός που πρόκειται να προσευχηθεί θερμά, να προσεύχεται μεμονωμένος» (Ζ). Ή, πιο σωστά, στο στίχο 38 λέει γρηγορεῖτε μετ᾿ ἐμοῦ, αλλά πουθενά δεν λέει, προσεύχεσθε μαζί μου. Οι μαθητές δεν μπορούσαν να συνενωθούν με ισότητα μαζί του σε προσευχή. Αυτός είναι ο Μονογενής Υιός, ο ένας Μεσίτης (b).
Ματθ. 26,37 καὶ παραλαβὼν τὸν Πέτρον καὶ τοὺς δύο υἱούς Ζεβεδαίου(1) ἤρξατο λυπεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν(2).
Ματθ. 26,37 Και αφού επήρε μαζί του τον Πέτρον και τους δύο υιούς του Ζεβεδαίου, ήρχισε να λυπήται και να καταλαμβάνεται από μεγάλην στενοχωρίαν.
(1) «Γιατί δεν τους παίρνει όλους; Για να μην καταβληθούν. Αλλά παίρνει αυτούς οι οποίοι είχαν γίνει θεατές της δόξας του (στη Μεταμόρφωση)» (Χ). Φαίνεται ότι αισθάνθηκε ήδη την ανάγκη της συντροφιάς και της συμπάθειας των τριών πιο αγαπημένων του μαθητών. Υπήρξαν αυτοί μάρτυρες της δόξας του (Ματθ. ιζ 1,2) και ήδη καλούνται να γίνουν μάρτυρες και της ταπείνωσής του. Παρόλ’ αυτά μάλλον για τους εαυτούς τους παρά για τον εαυτό του τούς κάλεσε μαζί του (p).
(2) «Ο Μάρκος λέει ότι άρχισε να εκθαμβείται, δηλαδή να δειλιάζει· διότι επέτρεψε στη φύση του (την ανθρώπινη) να πάθει το δικό της. Αδημονώ λοιπόν τώρα θα εννοήσουμε το λυπάμαι πολύ. Την μεν λύπη λοιπόν την φανερώνει δείχνοντας ότι όπως ακριβώς σε όλα είναι Θεός, έτσι και σε όλα είναι άνθρωπος· και είναι φυσικό γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης να λυπάται για το θάνατο και μάλιστα τον βίαιο και να φοβάται αυτόν» (Ζ). «Διότι και παρά φύσιν μπήκε ο θάνατος και για αυτό η φύση μας αποφεύγει αυτόν» (Θφ).
Και το λυπάμαι και το εκθαμβούμαι σημαίνουν την παρουσία και το αποτέλεσμα αντικειμένου τρομερού, ενώ το αδημονώ ο Ησύχιος το ερμηνεύει με το θαυμάζω, απορώ, και ο Ευστάθιος λέει ότι αδήμων σημαίνει αυτός που κυριεύτηκε από άδος, από πλεονασμό λύπης (b). Ή, από το α και το δήμος= αυτός που είναι έξω από την πατρίδα και στενοχωρείται. Αδημονώ=στενοχωριέμαι, λυπάμαι πολύ (δ).
«Υπάρχει δειλία φυσική κατά την οποία η ψυχή δεν θέλει να χωριστεί από το σώμα, λόγω της φυσικής συμπάθειας και οικειότητας που από την αρχή τοποθέτησε μέσα της ο δημιουργός. Και υπάρχει δειλία παρά φύσιν, που δημιουργείται από προδοσία των λογισμών και από απιστία… Αυτήν τη δειλία, επειδή είναι παρά φύσιν ο Χριστός δεν την δέχτηκε στον εαυτό του» (Ζ).
Η ανθρώπινη φύση του Κυρίου εγκαταλείφθηκε κατά τον καιρό των παθών από τη θεία, όχι επειδή χωρίστηκε όσον αφορά την υπόσταση, αλλά επειδή με τη θέλησή της απομακρύνθηκε η θεότητα και άφησε την ανθρώπινη φύση μόνη της, για να πάθει και να πεθάνει (δ).
Ματθ. 26,38 τότε λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς(1)· περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου(2) ἕως θανάτου(3)· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε μετ᾿ ἐμοῦ(4).
Ματθ. 26,38 Τότε λέγει εις αυτούς ο Ιησούς• “πλημμυρισμένη από βαθυτάτην λύπην είναι η ψυχή μου, ώστε κινδυνεύω να αποθάνω από αυτήν. Μείνατε εδώ και αγρυπνήστε μαζί μου”.
(1) «Φανερότερα αποκαλύπτει την ασθένεια της φύσης ως άνθρωπος» (Ζ).
(2) Δες Ψαλμ. μα 6,12. Για το «ψυχή μου» δες Ιω. ιβ 27.
(3) Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: τέτοια λύπη, ώστε θα ωθούσε αυτή έναν συνηθισμένο θνητό σε αυτοκτονία (b). Ή «το έως θανάτου λέγεται αντί για το σαν σε θάνατο» (Ζ). Ή, πιο πιθανό, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να νομίζει κάποιος ότι δεν θα αντέξει σε αυτήν, αλλά θα πεθάνει (δ), ώστε σχεδόν πεθαίνω (g).
(4) «Τους διατάζει να αγρυπνούν μαζί του για παρηγοριά, όπως συνηθίζουμε σε αυτούς που βρίσκονται σε δυσκολίες» (Ζ). Στις μεγάλες δοκιμασίες η απομόνωση ανακουφίζει, παρόλ’ αυτά ζητάμε και φίλοι να βρίσκονται κάπου εκεί κοντά. Ο Ιησούς παραγγέλλει στους μαθητές να αγρυπνούν μαζί του, παρόλο που γνώριζε, ότι δεν θα παρείχαν σε αυτόν κάποια βοήθεια (b). Καλεί αυτούς να αγρυπνήσουν μαζί του και να ακούσουν τις προσευχές του. Ότι προσευχήθηκε μεγαλόφωνα και ίσως με κραυγή ισχυρή, ώστε οι μαθητές να μπορούν να ακούσουν, είναι προφανές. Το χωρίο προς Εβραίους ε 7 ίσως αναφέρεται στην παρούσα περίπτωση (p).
Ματθ. 26,39 καὶ προελθὼν μικρὸν(1) ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ(2) προσευχόμενος καὶ λέγων· πάτερ μου(3), εἰ δυνατόν ἐστι(4), παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον(5) τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ(6).
Ματθ. 26,39 Και αφού προχώρησε ολίγον, έπεσε με το πρόσωπον αυτού καταγής προσευχόμενος και λέγων• “Πατερ μου, αν είναι δυνατόν, ας περάση από εμέ το ποτήριον τούτο. Πλην όμως ας μη γίνη όπως θέλω εγώ, αλλά όπως θέλεις συ”.
(1) «Ο Λουκάς είπε και το μέτρο της απόστασης, ότι δηλαδή αποσπάστηκε από αυτούς όσο το ρίξιμο μιας πέτρας» (Ζ).
(2) Όχι μόνο στα γόνατά του, αλλά στο πρόσωπό του, τελείως μπρούμυτα. Η βαθύτατη ταπείνωση (b).
(3) Ο Ιησούς προσεύχεται ως Υιός (b).
(4) «Ως άνθρωπος είπε, εάν είναι δυνατόν, αντί να πει αν είναι πιθανόν. Διότι είναι ανθρώπινο το να δειλιάζει. Διότι ως Θεός ήξερε αν ήταν δυνατόν, είτε αδύνατον» (Ζ). «Με το να πει λοιπόν, αν είναι δυνατόν να περάσει, έδειξε την ανθρώπινη φύση του» (Χ). «Όταν έγινε άνθρωπος είχε τη σάρκα που δείλιαζε, χάριν της οποίας συνένωσε το δικό του θέλημα με την ανθρώπινη αδυναμία, έτσι ώστε αφού εξαφανίσει και αυτό, να καταστήσει πάλι τον άνθρωπο θαρραλέο απέναντι στο θάνατο» (Α).
Αν είναι δυνατόν= Εάν μπορούσε αυτό να συμβιβαστεί με τη θεία οικονομία. «Αν είναι δυνατόν, χωρίς να πάθω τον θάνατο, να κατορθώσω τη ζωή για αυτούς που έπεσαν σε αυτόν, αν είναι δυνατόν να πεθάνει ο θάνατος χωρίς να πεθάνω εγώ» (Κ). Εάν είναι δυνατόν από την άποψη της εκπλήρωσης των θείων σχεδίων και σκοπών που αφορούν στην απολύτρωση των ανθρώπων (ο). Η αίτηση λοιπόν γίνεται υπό όρους και δηλώνει πλήρη παράδοση στα χέρια του Πατέρα (F).
(5) «Ποτήριο λέει αυτό του θανάτου» (Ζ). Το ποτήρι που προσφέρεται από τον Πατέρα και είναι πλήρες μέχρι τα χείλη με το ρόφημα του πάθους (b).
(6) «Με το να πει όμως, αλλά όχι όπως εγώ θέλω αλλά όπως εσύ, έδειξε το πόσο γεμάτος ήταν από αρετή και φιλοσοφία, διδάσκοντάς μας να ακολουθούμε το Θεό και όταν ακόμη η φύση μας μάς τραβάει στο αντίθετο», «και να προτιμάμε το θέλημα του Θεού από το δικό μας θέλημα ως ωφελιμότερο» (Ζ). Και άλλη εκδήλωση υποταγής και πλήρους αυταπάρνησης (F).
«Το ότι βεβαίως δεν θέλει να το πιει αυτό, δηλαδή να υποστεί με πολλή ευχαρίστηση το πάθος, αποτελεί κατηγορία κατά της ασέβειας εκείνων που τον σταύρωσαν. Γιατί δεν θα μπορούσαν ασφαλώς να πουν, ότι Επειδή προτίμησε να πεθάνει, εμείς γίναμε μάλλον υπηρέτες της θέλησής του. Γιατί θα τους αποδείξει ότι θέλουν να ψεύδονται η επιθυμία του να αποφύγει το ποτήρι» (Κ).
Ματθ. 26,40 καὶ ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητὰς(1) καὶ εὑρίσκει αὐτοὺς καθεύδοντας(2), καὶ λέγει τῷ Πέτρῳ(3)· οὕτως(4) οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι(5) μετ᾿ ἐμοῦ(6)!
Ματθ. 26,40 Και έρχεται στους μαθητάς και τους ευρίσκει να κοιμώνται και λέγει στον Πέτρο• “έτσι λοιπόν σεις που προ ολίγου είπατε ότι και την ζωήν σας θα εθυσιάζετε δι' εμέ, δεν ημπορέσατε ούτε μίαν ώρα να αγρυπνήσετε μαζί μου!
(1) Επιστρέφει ο Κύριος προς τους μαθητές και ο ανθρώπινος πόθος να έχει κάποια συντροφιά στη δύσκολη εκείνη στιγμή εκδηλώνεται φανερά (S).
(2) Όπως ο Λουκάς λέει κοιμόντουσαν λόγω της μεγάλης λύπης, η οποία είναι πολύ εξαντλητική.
(3) «Δεν απευθύνεται βεβαίως τυχαία στον Πέτρο κυρίως, αν και οι άλλοι είχαν αποκοιμηθεί· αλλά θίγει αυτόν και εδώ» (Χ), «επειδή ήταν πιο προπετής (=προτρέχω με αυθάδεια), λέγοντας, έτσι υποσχέθηκες;» (Ζ).
(4) Δεν πρέπει να χωρίσουμε αυτό με ερωτηματικό από το ισχύσατε, όπως χωρίζει ο Ζ., αλλά πρέπει να συνδέσουμε αυτά αναπόσπαστα· οὕτως οὐκ ἰσχύσατε; = Τόσο λίγη δύναμη δεν βρήκατε μέσα σας; (δ). Αποδειχτήκατε τόσο αδύνατοι; (b).
(5) Αυτομάτως προσευχές θα ξεπηδούσαν, εάν αγρυπνούσαν. Δες τον ακόλουθο στίχο (b).
(6) «Και το «μαζί μου» όμως δεν το είπε τυχαία, αλλά σαν να έλεγε· Δεν μπόρεσες να αγρυπνήσεις μαζί μου, και θα θυσιάσεις τη ζωή σου για μένα;» (Χ).
Ματθ. 26,41 γρηγορεῖτε(1) καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν(2)· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής(3).
Ματθ. 26,41 Αγρυπνείτε και προσεύχεσθε, δια να μη περιπέσετε εις πειρασμόν• το μεν πνεύμα είναι πρόθυμον, αλλ' η ανθρωπίνη σαρξ είναι ασθενής.
(1) Εάν οι μαθητές ενέδιδαν στον ύπνο και παραμελούσαν την προσευχή κατά τη δοκιμασία αυτή, πώς θα περίμεναν να διαφύγουν τον πειρασμό, τον οποίο μετά από λίγο θα αντιμετώπιζαν; (S). Έπρεπε να είναι άγρυπνοι, για να διακρίνουν αμέσως τις εφόδους του εχθρού, και να προσεύχονται, για να τους δοθεί η χάρη, η οποία θα τους εξασφάλιζε τη νίκη (F).
(2) Το να μην μπουν σε πειρασμό έπρεπε να είναι το αντικείμενο της προσευχής τους (b). «Μην εμπιστεύεστε τον εαυτό σας, ούτε να υπόσχεστε μεγάλα, αλλά να προσέχετε και να προσεύχεστε, να μην μπείτε σε πειρασμό» (Ζ). «Από κοινού λοιπόν σε όλους λέει να προσεύχονται να μην πέσουν σε πειρασμό κόβοντας παντού την αυθάδειά τους και κάνοντάς τους να βρίσκονται σε αγωνία» (Χ).
(3) «Η μεν ψυχή δείχνει προθυμία και τολμά μπροστά στον κίνδυνο· η σάρκα όμως επειδή είναι ασθενής μαζεύεται από φόβο και δεν έχει δύναμη» (Ζ). «Μολονότι θες να παραβλέψεις το θάνατο, αλλά δεν θα μπορέσεις, μέχρις ότου απλώσει ο Θεός το χέρι του· διότι σε παρασύρει το σαρκικό φρόνημα» (Χ). «Για αυτό πρέπει να μην παίρνουμε πολύ θάρρος βλέποντας την προθυμία της ψυχής, αλλά να έχουμε μετριοφροσύνη βλέποντας την ασθένεια της σάρκας» (Ζ).
Σάρκα= η φτωχή μας φύση όταν την δούμε στην ασθένεια και την αδυναμία της (F). Οι μαθητές είχαν τη διάθεση να υπακούσουν, αλλά έχαναν από την ασθένεια της σάρκας. Δεν τους καλεί να προσευχηθούν για αυτόν. Τους συνιστά να προσευχηθούν για αυτούς την προσευχή, την οποία τους συνέστησε να απευθύνουν: Μη μας βάλεις σε πειρασμό. Αντιμετώπιζε ήδη και αυτός τον πειρασμό και ενδυναμώθηκε πλήρως με την προσευχή. Επιθυμεί και αυτοί να προστατευθούν κατά του επερχομένου πειρασμού με το ίδιο μέσο της προσευχής.
Ματθ. 26,42 πάλιν ἐκ δευτέρου(1) ἀπελθὼν προσηύξατο λέγων(2)· πάτερ μου(3), εἰ οὐ δύναται τοῦτο τὸ ποτήριον παρελθεῖν ἀπ᾿ ἐμοῦ ἐὰν μὴ αὐτὸ(4) πίω, γενηθήτω τὸ θέλημά σου(5).
Ματθ. 26,42 Και πάλιν δευτέραν φορά απήλθε και προσηυχήθη λέγων• “πάτερ μου, εάν δεν είναι δυνατόν να παρέλθη από εμέ αυτό το ποτήριον και οπωσδήποτε πρέπει να το πίω, ας γίνη το θέλημά σου”.
(1) Είναι πλεονασμός η φράση πάλιν εκ δευτέρου (δ).
(2) Είναι φανερό από το παράδειγμα αυτό του Κυρίου ότι η παραγγελία του στο Ματθ. στ 7 δεν απαγορεύει την επανάληψη των προσευχών έστω και αν αυτές γίνονται με τις ίδιες λέξεις (p). «Παρατείνει την προσευχή και την διατυπώνει με τα ίδια λόγια, προβάλλοντας σε εμάς ως υπόδειγμα και υπογραμμό τα δικά του. Γιατί πρέπει, νομίζω, να μην λιποψυχούμε, αλλά μάλλον να προσερχόμαστε στο Θεό συχνά, και όταν επαναλαμβάνουμε τα ίδια να μην ντρεπόμαστε, μέχρι που να ικανοποιηθούν τα αιτήματά μας» (Κ).
(3) Παίρνει ήδη ως δεδομένο, ότι πρέπει να πιει το ποτήρι και πρόθυμα υποτάσσεται στη θεία βουλή (δ).
(4) Ο μόνος δηλαδή τρόπος του να παρέλθει το ποτήρι είναι να το πιω.
(5) «Εδώ δείχνει ότι συμφωνεί πλήρως με το θέλημα του Θεού και ότι παντού αυτό πρέπει να ακολουθούμε και αυτό να επιζητούμε» (Χ).
Ματθ. 26,43 καὶ ἐλθὼν εὑρίσκει αὐτοὺς πάλιν καθεύδοντας· ἦσαν γὰρ αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοὶ βεβαρημένοι(1).
Ματθ. 26,43 Και ήλθεν πάλιν προς τους μαθητάς του και τους εύρε να κοιμώνται, διότι τα μάτια των ήσαν βαρειά από την νύστα.
(1) «Ήταν βαριά όχι από τον ύπνο μόνο, αλλά και από τη λύπη, όπως είπε ο Λουκάς» (Ζ). «Διότι μαζί με το ότι ήταν προχωρημένη η νύχτα, και τα μάτια τους ήταν βαριά από τη λύπη» (Χ).
Ματθ. 26,44 καὶ ἀφεὶς αὐτοὺς(1) ἀπελθὼν πάλιν προσηύξατο ἐκ τρίτου τὸν αὐτὸν λόγον εἰπών·
Ματθ. 26,44 Και αφήσας αυτούς επήγε πάλιν και προσευχήθη τρίτην φοράν και είπε τα ίδια λόγια προς τον Πατέρα.
(1) «Δεν τους έλεγξε, αλλά απομακρύνθηκε λίγο, για να δηλώσει την απερίγραπτη ασθένειά τους, αφού ούτε μετά την επίπληξη μπορούσαν να υπομένουν. Δεν τους ξυπνά όμως για να τους επιπλήξει και πάλι, για να μην τους πληγώσει ενώ είναι ήδη πληγωμένοι» (Χ).
Ματθ. 26,45 τότε ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοῖς· καθεύδετε τὸ λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε(1)! ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα(2) καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν(3).
Ματθ. 26,45 Τότε έρχεται προς τους μαθητάς αυτού και τους λέγει• κοιμάσθε, λοιπόν, και αναπαύεσθε! Ιδού έφθασεν η ώρα και ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται εις χέρια αμαρτωλών.
(1) «Το λέει αυτό για να τους κάνει να ντραπούν και για να τους ελέγξει, επειδή κοιμούνται σε καιρό κινδύνου και ξέχασαν τις πολλές του παραγγελίες να ξαγρυπνούν και να προσεύχονται, σαν να έλεγε· επειδή μέχρι τώρα δεν αγρυπνήσατε, κοιμηθείτε λοιπόν τώρα και αναπαυτείτε, αν μπορείτε» (Ζ).
«Εάν σας αρέσει και σας δίνει τη δυνατότητα ο καιρός, κοιμηθείτε» (Θφ). Μπορούμε όμως την πρόταση να την πάρουμε και ως ερωτηματική, οπότε η επιτίμηση με αυτήν είναι ολοφάνερη. Μπορούμε να πάρουμε τα ρήματα ότι εκφέρονται σε προστακτική πτώση ή και σε οριστική. Δηλαδή: αφού μπορείτε σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές να κοιμάστε, ας κοιμάστε λοιπόν και ας αναπαύεστε. Ή, εξακολουθείτε λοιπόν να κοιμάστε και να αναπαύεστε. Αλλά να ο κίνδυνος κατέφθασε.
(2) Η οποία συχνά προαναγγέλθηκε. Στο στίχο 18 είχε πει λιγότερο καθορισμένα ο καιρός μου (b). Η προορισμένη και προφητευμένη ώρα έφθασε ήδη· δες ιζ 22 (S).
Η ώρα της σύλληψής μου (δ), ή «η ώρα της προδοσίας» (Ζ). «Δείχνει πάλι ότι αυτό που γινόταν ήταν σχέδιο της οικονομίας του Θεού» (Χ).
Ματθ. 26,46 ἐγείρεσθε ἄγωμεν(1)· ἰδοὺ ἤγγικεν ὁ παραδιδούς με.
Ματθ. 26,46 Σηκωθήτε, πηγαίνομεν• ιδού επλησίασε αυτός, που πρόκειται να με παραδώση.
(1) «Και από εδώ έδειξε, ότι με τη θέλησή του θα πεθάνει. Διότι αν και ήξερε από πριν ότι έρχονται ο προδότης και όσοι ήταν μαζί του, όχι μόνο δεν έφυγε, αλλά και ετοιμάζεται να βγει να τους συναντήσει λέγοντας, ας πάμε προς αυτούς» (Ζ). Το ας πάμε λοιπόν, δεν σημαίνει ας φύγουμε τον κίνδυνο, αλλά ας πορευτούμε για να τον αντιμετωπίσουμε.
Η σύλληψη του Μεσσία (κστ 47-56)
Ματθ. 26,47 Καὶ ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος(1) ἰδοὺ Ἰούδας εἷς τῶν δώδεκα(2) ἦλθε, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων(3) ἀπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ(4).
Ματθ. 26,47 Και ενώ ακόμη αυτός ωμιλούσε, ιδού ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, ήλθε, και μαζί με αυτόν πολύς όχλος, όλοι ωπλισμένοι με μαχαίρια και ξύλα, σταλμένοι από τους αρχιερείς και πρεσβυτέρους του λαού.
(1) Και οι τρεις συνοπτικοί αναφέρουν ότι την ώρα που έλεγε ο Ιησούς στους μαθητές του τα λόγια που αναφέρθηκαν, κατέφθασε ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, οδηγώντας αυτούς που συνέλαβαν τον Ιησού· όπως και οι τρεις συμφωνούν ότι με φίλημα παρέδωσε αυτόν. Τίποτα από όσα λέχθηκαν για τον Ιούδα δεν διέγειρε τόσο πολύ τον αποτροπιασμό της χριστιανοσύνης, όσο το συμβάν του ασυγκίνητα προδοτικού αυτού φιλήματος (p).
(2) «Λέγεται και αυτό μαζί με τα άλλα σαν γνώρισμα που δηλώνει ότι ήταν από την ομάδα των δώδεκα. Και είναι μεν αυτό κατηγορία του Ιούδα» (Ζ).
«Είπε όμως αυτό ο ευαγγελιστής θαυμάζοντας, ότι, παρόλο που ήταν διαλεγμένος και είχε τοποθετηθεί μαζί με τους πρώτους, όμως παρέδωσε τον εαυτό του στο διάβολο» (Θφ). Οι ευαγγελιστές παρουσιάζονται υπέροχα συγκρατημένοι όσον αφορά τον προδότη. Για αυτούς είναι αρκετό το να μνημονεύσουν, ότι αυτός ήταν από τους δώδεκα. Δες και Μάρκ. ιδ 10,20,43,Λουκ. κβ 3,47,Ιω. στ 71.
(3) «Το «με μαχαίρια και ξύλα» το λέει στηλιτεύοντας την πονηρία τους, ότι τέτοια ήταν τα σκεύη τους» (Σχ).
(4) Προηγούνταν ο Ιούδας μαζί με τον όχλο αυτών που στάλθηκαν από το συνέδριο για αυτόν τον λόγο, και ακολουθούσε ο αναφερόμενος από τον Ιωάννη χιλίαρχος μαζί με τη σπείρα, οι οποίοι είχαν εντολή να βοηθήσουν αυτούς, εάν υπήρχε αντίσταση (δ).
Ματθ. 26,48 ὁ δὲ παραδιδοὺς αὐτὸν ἔδωκεν(1) αὐτοῖς σημεῖον λέγων· ὃν ἂν φιλήσω(2), αὐτός ἐστι· κρατήσατε αὐτόν(3).
Ματθ. 26,48 Εκείνος δε που θα τον παρέδιδε, ο Ιούδας, είχε δώσει εις αυτούς σημείον λέγων• “εκείνον που θα φιλήσω, αυτός είναι ο Ιησούς• να τον συλλάβετε”.
(1) Αντί για υπερσυντέλικο. «Δίνει σημάδι ο Ιούδας, διότι και νύχτα ήταν και δεν μπορούσαν να τον αναγνωρίσουν. Άλλωστε… ίσως πολλοί από τους δούλους του αρχιερέα δεν γνώριζαν καθόλου τον Ιησού» (Θφ).
(2) «Πω, πω! Πόση πονηρία δέχτηκε η ψυχή του προδότη. Διότι με ποια μάτια έβλεπε τότε τον διδάσκαλο; Με ποιο στόμα τον φιλούσε; Πόσο μολυσμένη σκέψη! Τι σκέφτηκε; Τι τόλμησε να κάνει; Ποιο σύμβολο (γνώρισμα) έδωσε για την προδοσία» (Χ).
«Ίσως να νόμισε ο Ιούδας, ότι μπορούσε να κρυφτεί, δίνοντάς του φίλημα ως δείγμα αγάπης, έχοντας όμως την καρδιά του γεμάτη από ανόσιες σκέψεις» (Κ). Προφανώς δεν υπήρχε πρόθεση να συλληφθούν οι μαθητές. Η σύλληψή τους θα αύξανε τον κίνδυνο του θορύβου και της ταραχής, ενώ αν έλλειπε ο αρχηγός τους αυτοί ήταν ακίνδυνοι. Για αυτό υπήρχε η ανάγκη κάποιου σημαδιού για αυτούς που θα συλλάβουν τον Ιησού, με το οποίο θα διέκριναν αυτόν από την υπόλοιπη συντροφιά (p).
(3) «Επειδή φοβήθηκε μήπως διαφύγει από τους εχθρούς του, πράγμα το οποίο έκανε πολλές φορές, έδωσε παραγγελία λέγοντας κρατήστε τον και μεταφέρετέ τον με ασφάλεια (Μάρκ. ιδ 44)» (Ζ). Μία επιπλέον ύβρις εκ μέρους του προδότη ήταν το να επιστήσει την προσοχή στο ότι ο Κύριος μπορούσε να διαφύγει τρεπόμενος σε φυγή. Πάντως τα λόγια αυτά αποδεικνύουν πόσο ο Ιούδας ενδιαφερόταν να πετύχει η προδοσία του. Ο Ιησούς είχε εκθέσει αυτόν στο Δείπνο, οι έντεκα είχαν υποπτευθεί από τα λεγόμενα, ότι αυτός κάτι κακό μελετούσε· και ο Ιούδας ήδη είναι στην παράταξη των εχθρών (p).
Ματθ. 26,49 καὶ εὐθέως προσελθὼν τῷ Ἰησοῦ εἶπε· χαῖρε(1), ῥαββί, καὶ κατεφίλησεν(2) αὐτόν.
Ματθ. 26,49 Και αμέσως επλησίασε τον Ιησούν και είπε• “χαίρε, διδάσκαλε”, και με υποκριτικήν εγκαρδιότητα τον εφίλησε πολλές φορές.
(1) «Λες χαίρε σε αυτόν που παγιδεύτηκε σε θάνατο από εσένα; Δεν ντρέπεσαι ούτε για τον τρόπο της προδοσίας; Αλλά μπορούσε από αυτό να δει, ότι έχοντας μέσα του τον ψεύτη, δηλαδή τον σατανά, και λέγοντας το «χαίρε» ψευδόταν» (Κ).
(2) Η πρόθεση «κατά» επιτείνει την έννοια του εφίλησε. Τον φίλησε περισσότερες από μία φορές, λες και το φίλημα προερχόταν από αγαθή διάθεση (b). Το φίλημα ήταν συνήθως χαιρετισμός σε ξένο ή διδάσκαλο, τον οποίο υποδέχονταν (S).
Ματθ. 26,50 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἑταῖρε(1), ἐφ᾿ ᾧ πάρει(2); τότε προσελθόντες ἐπέβαλον τὰς χεῖρας ἐπὶ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐκράτησαν αὐτόν.
Ματθ. 26,50 Ο δε Ιησούς είπεν εις αυτόν• “φίλε, σκέψου, δια ποίον έργον έχεις έλθει εδώ;” Τότε πλησίασαν οι άλλοι, έβαλαν τα χέρια των επάνω στον Ιησού και τον συνέλαβαν.
(1) Ο Αμμώνιος λέει ότι το εταίρος δεν ανταποκρίνεται επακριβώς στο φίλος. Και εταίροι είναι αυτοί που για πολύ καιρό συνδέθηκαν σε συναναστροφή και σε επάγγελμα (b). Σύντροφε, μαθητή. Ανταποκρίνεται στο Ραββί, το οποίο είπε ο Ιούδας (F). «Ενώ είχε λάβει τέτοια απόδειξη της δύναμης του Χριστού (ο Ιούδας) και της επιείκειας και της πραότητας και της ημερότητας, έγινε χειρότερος από κάθε θηρίο» (Κ).
(2) Αυθεντική γραφή εφ’ ο πάρει, που ανταποκρίνεται περισσότερο στην έννοια «κάνε αυτό που έχεις σκοπό και άσε τα προσχήματα. Διότι σκοπός μεν ήταν η προδοσία· ενώ πρόσχημα το φίλημα και ο λόγος» (Ζ). Σύντροφε, κάνε αυτό για το οποίο ήλθες, δηλαδή την προδοσία σου. «Δεν το πράττεις αυτό έχοντας σκοπό την αγάπη, αλλά με πονηρή διάθεση» (Σχ).
Σύμφωνα με την πιθανότερη αυτή εκδοχή, «το ἐφ᾿ ᾧ πάρει δεν πρέπει να το διαβάσουμε ερωτηματικά· διότι ήξερε ο Ιησούς για ποιο λόγο ήλθε» (Ζ). Μπορεί όμως και ερωτηματικά να διαβαστεί η πρόταση = «αντί να πει για ποιό σκοπό ήλθες εδώ; Άραγε ως φίλος; Τότε όμως δεν έπρεπε να έλθεις με μαχαίρια. Αλλά ως εχθρός; Και πώς φιλάς;» (Θφ). Για ποιο σκοπό ήλθες και είσαι εδώ; Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ήλθες; (b). Για να με φιλήσεις ήλθες; Ή, φίλημα μου δίνεις για αυτό που ήλθες να κάνεις; (L). Η τελευταία εκδοχή εάν πάρουμε ερωτηματικά τον λόγο του Κυρίου είναι η πιθανότερη, η του Ζ. όμως είναι η πιο πιθανή από όλες.
Ματθ. 26,51 καὶ ἰδοὺ εἷς(1) τῶν μετὰ Ἰησοῦ ἐκτείνας τὴν χεῖρα(2) ἀπέσπασε τὴν μάχαιραν(3) αὐτοῦ, καὶ πατάξας τὸν δοῦλον(4) τοῦ ἀρχιερέως ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον(5).
Ματθ. 26,51 Και ιδού ένας από εκείνους που ήταν μαζί με τον Ιησούν, άπλωσε το χέρι, τράβηξε το μαχαίρι του, εκτύπησε τον δούλον του αρχιερέως και του έκοψε το αυτί.
(1) «Ο Ιωάννης δήλωσε και αυτόν που το έκανε λέγοντας· ο Σίμων Πέτρος λοιπόν» (Ζ). Ο Ματθαίος δεν μνημονεύει το όνομα. Ίσως είχε περισσότερους από έναν λόγους να αποσιωπήσει αυτό. Ίσως κίνδυνος απειλούνταν κατά του Πέτρου εκ μέρους των Ιουδαίων που απίστησαν (b). Ο Ιωάννης γράφοντας μετά τον θάνατο του Πέτρου φρόντισε και σε αυτό να συμπληρώσει την παράδοση των ευαγγελίων (δ).
(2) «Ο Λουκάς έγραψε ότι, βλέποντας αυτοί που ήταν γύρω του αυτό που θα γινόταν, είπαν σε αυτόν· Κύριε, θέλεις να τον χτυπήσουμε με μαχαίρι;… Ενώ οι άλλοι ρωτούσαν ακόμη, ο Πέτρος μη αναμένοντας την απάντηση, επειδή ήταν θερμότατος, έδωσε το χτύπημα…» (Ζ).
(3) «Διότι είχαν δύο μαχαίρια, όπως είπε ο Λουκάς, που τα πήραν από το δείπνο όπως φαίνεται, τα οποία ήταν μεγάλα, ώστε να τα χρησιμοποιήσουν για άμυνα εναντίον αυτών που επρόκειτο να τους επιτεθούν» (Ζ).
(4) Ίσως αυτός πρώτος άπλωσε τα χέρια στον Ιησού να τον πιάσει (p).
(5) Υποκοριστικό του οὖς (=αυτί) όπως και ομμάτιον, οφρύδιον και τα όμοια (δ). «Χτύπησε μεν εναντίον του κεφαλιού, έκοψε όμως το αυτί» (Ζ).
Ματθ. 26,52 τότε λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀπόστρεψόν(1) σου(3) τὴν μάχαιραν(2) εἰς τὸν τόπον(4) αὐτῆς· πάντες γὰρ οἱ λαβόντες(5) μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ ἀποθανοῦνται(6).
Ματθ. 26,52 Τότε λέγει εις αυτόν ο Ιησούς• βάλε το μαχαίρι σου πίσω εις την θέση του• διότι όσοι επήραν μαχαίρι εναντίον του πλησίον των, θα πεθάνουν με μαχαίρι.
(1) «Αφού τον μάλωσε δίδαξε να μην χρησιμοποιούν μαχαίρι ούτε χάριν του Θεού» (Ζ).
(2) «Με το μαχαίρι βεβαίως εμπόδισε κάθε όπλο» (Ζ).
(3) Το μαχαίρι σ ο υ είναι τελείως ξένο με την υπόθεσή μ ο υ (b).
(4) Λέξη που εκφράζει έννοια γενική, εδώ όμως σημαίνει τη θήκη του μαχαιριού (L).
(5) Αυτοί που παίρνουν, όταν ο Θεός δεν δίνει αυτό σε αυτούς (b). Αυτοί που παίρνουν για να το χρησιμοποιήσουν (δ).
(6) Η χρήση του μαχαιριού δεν συμβιβάζεται με το πνεύμα του ευαγγελίου. Δες Ιω. ιη 36 και Αποκ. ιγ 10 (S). Οι λόγοι αυτοί του Σωτήρα καθορίζοντας γενικό κανόνα αποτελούν συγχρόνως και «προφητεία της καταστροφής των Ιουδαίων που του επιτέθηκαν» (Ζ).
Ματθ. 26,53 ἢ δοκεῖς ὅτι οὐ δύναμαι ἄρτι παρακαλέσαι τὸν πατέρα μου(1), καὶ παραστήσει μοι πλείους ἢ δώδεκα(2) λεγεῶνας(3) ἀγγέλων(4);
Ματθ. 26,53 Ή νομίζεις ότι δεν μπορώ εγώ αυτήν την στιγμήν να παρακαλέσω τον Πατέρα μου και να παρατάξη ολογυρά μου περισσότερες από δώδεκα λεγεώνας αγγέλων;
(1) Ο Κύριος δεν θέλει καμία βοήθεια εναντίον της βίας που ασκείται ήδη σε αυτόν. Μπορούσε να ζητήσει, και ήταν βέβαιος ότι θα την έπαιρνε, ακατανίκητη δύναμη από τον ουρανό. Γνωρίζει όμως, ότι το ποτήρι του παθήματος πρέπει να το πιει και ότι η ώρα για αυτό ήλθε και δεν θα ζητήσει πλέον, ώστε το ποτήρι να φύγει από αυτόν (p). «Διότι δεν ήλθε για να χρησιμοποιήσει ως Θεός την δική του και έμφυτη δύναμη εναντίον αυτών που τον εξύβριζαν σαν μεθυσμένοι, αλλά ήλθε μάλλον για να γίνει σε μας διδάσκαλος της άκρας ανεξικακίας και να γίνει τύπος της ανώτερης από όλες αοργησίας» (Κ).
(2) Δώδεκα όσος ήταν ο αριθμός των μαθητών. Σε καθέναν από τους Αποστόλους αντιστοιχεί ανά μία λεγεώνα (b).
(3) «Λεγεώνα είναι τάγμα στρατιωτικό πολυάριθμο» (Ζ), που αποτελείται από έξι χιλιάδες άνδρες (b).
(4) «Αν ένας άγγελος φόνευσε εκατόν ογδόντα πέντε χιλιάδες οπλισμένους» (Χ) και «πολύ σύντομα, παλαιότερα» (Δ΄ Βασιλ. ιθ 35) (Ζ), «χρειάζονταν δώδεκα λεγεώνες για χίλιους ανθρώπους; Καθόλου. Αλλά προσαρμόζει τον λόγο προς τον φόβο και την αδυναμία τους» (Χ).
Ματθ. 26,54 πῶς οὖν πληρωθῶσιν αἱ γραφαὶ(1) ὅτι οὕτω δεῖ γενέσθαι(2);
Ματθ. 26,54 Εάν όμως κάτι τέτοιο γίνη, πως θα πραγματοποιηθούν αι Γραφαί, αι οποίαι προλέγουν ότι έτσι πρέπει να συμβούν τα γεγονότα;
(1) «Αν δεν φονευτώ έτσι, πώς θα εκπληρωθούν οι γραφές οι προφητικές, όσες εξιστορούν σχετικά με το θάνατό μου;» (Ζ). Ή, εάν έτσι κάνω, πώς θα εκπληρωθούν οι Γραφές; (δ). Εάν ζητήσω την αγγελική βοήθεια είναι δυνατόν να επαληθευτούν οι Γραφές; (S). Οι Γραφές είχαν προαναγγείλει (Ψαλμ. κα, Ησ. νγ), ότι με το πάθημα ο Μεσσίας θα κατακτούσε (p).
(2) «Ότι έτσι πρέπει να πεθάνω» (Ζ). «Όχι όμως επειδή το προφήτευσαν οι Γραφές, για αυτό οι Ιουδαίοι ήταν κακοί, αλλά επειδή επρόκειτο οι Ιουδαίοι να κάνουν αυτά από πονηρή προαίρεση, για αυτό στις Γραφές τοποθετήθηκαν αυτά από το Πνεύμα» (Θφ).
Ματθ. 26,55 Ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τοῖς ὄχλοις(1)· ὡς ἐπὶ λῃστὴν(2) ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με· καθ᾿ ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἐκαθεζόμην διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ οὐκ ἐκρατήσατέ με(3).
Ματθ. 26,55 Εκείνην την ώρα είπεν ο Ιησούς προς τους όχλους• σαν να ήμουν ληστής, εβγήκατε με μαχαίρια και ρόπαλα να με συλλάβετε• κάθε ημέραν εκαθόμουν κοντά σας διδάσκων στον ναόν και δεν με επιάσατε.
(1) Το θείο θάρρος του Σωτήρα δείχνεται και από αυτό, ότι μετά τον Πέτρο απευθύνεται και στους όχλους και μαλώνει και αυτούς (δ).
(2) Σε ληστή έτοιμο να αντισταθεί με τα όπλα στο χέρι (F).
(3) «Όταν δίδασκα, δεν με πιάσατε· όταν σιώπησα, ήλθατε εναντίον μου. Στο ιερό ήμουν, και κανείς δεν συνέλαβε, τώρα τόσο αργά και μέσα στη νύχτα ήλθατε με μαχαίρια και ξύλα; Τι χρειάζονταν αυτά τα όπλα εναντίον εκείνου που ήταν πάντα μαζί σας; Από αυτά διδάσκει ότι, εάν δεν παραδιδόταν με τη θέλησή του, ούτε τότε θα μπορούσαν να τον πιάσουν» (Χ). «Όπως ακριβώς δηλαδή τότε δεν μπόρεσαν να τον πιάσουν, έτσι ούτε τώρα, αν οπωσδήποτε δεν το ήθελε» (Ζ).
Ματθ. 26,56 τοῦτο δὲ(1) ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαὶ τῶν προφητῶν(2). Τότε οἱ μαθηταὶ πάντες ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον(3).
Ματθ. 26,56 Αλλά αυτό όλο έγινε, δια να εκπληρωθούν όλα όσα έγραψαν οι προφήται. Τότε οι μαθηταί όλοι τον αφήκαν και έφυγαν.
(1) Ο Ματθαίος συνηθίζει κατεξοχήν τη χρήση της φράσης «αυτό όλο έγινε για να εκπληρωθεί». Ο Μάρκος έχει απλώς «αλλά για να εκπληρωθούν οι γραφές», μοναδική περίπτωση στο Μάρκο, στην οποία ο Κύριος αναφέρεται στην εκπλήρωση των γραφών. Πρόκειται λοιπόν για λόγο, τον οποίο είπε ο ίδιος ο Κύριος, και όχι για εξήγηση, την οποία παρέχει ο ευαγγελιστής (S).
(2) «Είδες πώς μέχρι την τελευταία ώρα, και την ώρα ακόμη που παραδινόταν, όλα τα έκανε για διόρθωση εκείνων, θεραπεύοντας, προφητεύοντας, απειλώντας (διότι με μαχαίρι, λέει, θα πεθάνουν), δείχνοντας ότι θεληματικά πάσχει (διότι κάθε μέρα ήμουν μαζί σας, λέει, διδάσκοντας), δηλώνοντας την προς τον Πατέρα συμφωνία, Για να εκπληρωθούν οι Γραφές των προφητών» (Χ).
(3) «Όταν μεν συνελήφθη έμεναν· όταν όμως είπε αυτά προς τους όχλους, έφυγαν. Διότι είδαν λοιπόν, ότι δεν ήταν δυνατόν να διαφύγει, αφού με τη θέλησή του παρέδιδε τον εαυτό του σε αυτούς και έλεγε ότι αυτό γίνεται σύμφωνα με τις Γραφές» (Χ). «Και παρόλο που ο Ιωάννης ακολουθούσε, αλλά δεν ακολουθούσε ως μαθητής αλλά ως γνωστός του αρχιερέα» (Θφ).
Ματθ. 26,57 Οἱ δὲ κρατήσαντες τὸν Ἰησοῦν ἀπήγαγον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα(1), ὅπου οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι συνήχθησαν(2).
Ματθ. 26,57 Εκείνοι δε αφού έπιασαν τον Ιησού, τον έφεραν στον Καϊάφαν, τον αρχιερέα, όπου οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι συγκεντρώθηκαν.
(1) Ήδη στο στίχο 3 ο Ματθαίος μόνος από τους συνοπτικούς, παρέχει σε εμάς το όνομα του αρχιερέα και διακρίνει, όπως και οι υπόλοιποι, δύο δίκες ενώπιον του συνεδρίου, μία ανεπίσημη κατά τη νύχτα, που είχε χαρακτήρα προανάκρισης, και άλλη επίσημη κατά την ανατολή της ημέρας. Εδώ περιγράφεται η νυκτερινή συνάντηση, η οποία έγινε στο σπίτι του Καϊάφα, του εν ενεργεία αρχιερέα, μαζί με τον οποίο σε συνεχόμενο διαμέρισμα συζούσε και ο πεθερός του Άννας, ο οποίος, παρόλο που καθαιρέθηκε από τους Ρωμαίους, θεωρούνταν από πολλούς των Ιουδαίων ως ο πραγματικός αρχιερέας (p).
(2) Το συνήχθησαν δεν σημαίνει ότι ήταν ήδη μαζεμένοι, σαν να ήταν το συνέδριο συναθροισμένο πριν ακόμη ο Ιησούς συλληφθεί (L). Συνεπώς το συνήχθησαν του Ματθαίου δεν είναι ασυμβίβαστο με το συνέρχονται του Μάρκου, με το οποίο ο δεύτερος ευαγγελιστής φανερώνει σαφώς, ότι τα μέλη του συνεδρίου άρχισαν να προσέρχονται κατά τη στιγμή εκείνη.
Ματθ. 26,58 ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει αὐτῷ(1) ἀπὸ μακρόθεν ἕως τῆς αὐλῆς(2) τοῦ ἀρχιερέως, καὶ εἰσελθὼν ἔσω(3) ἐκάθητο μετὰ τῶν ὑπηρετῶν ἰδεῖν τὸ τέλος(4).
Ματθ. 26,58 Ο δε Πέτρος τον ακολουθούσε από μακριά έως την αυλή του αρχιερέως και εισελθών κάθισε μέσα μαζί με τους υπηρέτας, δια να ιδή ποίον τέλος θα είχε αυτή η υπόθεσις.
(1) «Αυτός και ο Ιωάννης ακολουθούσαν. Αλλά οι μεν τρεις ευαγγελιστές μνημονεύουν σε συμφωνία μόνο τον Πέτρο, επειδή ήταν αναγκαίο, για να δείξουν ότι εκπληρώθηκε η προφητεία του Σωτήρα σχετικά με την άρνησή του» (Ζ). Ο Πέτρος ακολουθούσε και δείχνει αυτό το αγωνιώδες του ενδιαφέρον και την αγάπη υπέρ του διδασκάλου του. Ίσως υπήρχε μέσα του και η ελπίδα, ότι θα παρείχε σε αυτόν κάποια βοήθεια αν δινόταν η ευκαιρία (ο).
(2) Ο Πέτρος μέχρι στιγμής δείχνει αρκετό θάρρος, όχι μόνο αντιστεκόμενος προς αυτούς που ήλθαν εναντίον του Ιησού κατά την ώρα της σύλληψης, αλλά και μπαίνοντας στο ίδιο το σπίτι του αρχιερέα (p). Και «οι μεν τρεις ευαγγελιστές λένε ότι οι τρεις αρνήσεις του Πέτρου έγιναν στην αυλή του Καϊάφα· ενώ ο Ιωάννης λέει στην αυλή του Άννα του πεθερού του· και δεν είναι αυτό διαφωνία· διότι και οι δύο είχαν ένα σπίτι και μία αυλή, που είχε σε αυτήν δύο ιδιαίτερες κατοικίες» (Ζ).
(3) Των ευγενών και πλουσίων οι οικοδομές είχαν δύο αυλές, τη μία εξωτερική μεταξύ της εισόδου και της πλατείας, η οποία λεγόταν και προαύλιο, και άλλη εσωτερική που κυκλωνόταν από τα κτίσματα του ανακτόρου (g). Ο Πέτρος φθάνοντας μέχρι την εξωτερική αυλή δεν παρέμεινε εκεί, όπου ήταν αυτοί που συνέλαβαν τον Ιησού, αλλά μπήκε στην εσωτερική αυλή.
(4) Δηλώνει το ελατήριο της πράξης αυτής του Πέτρου (a). Για να δει την έκβαση (δ). Πίσω από την εσωτερική αυλή, στην οποία βρισκόταν ήδη ο Πέτρος ή σε κάποιο διαμέρισμα στη μία πλευρά της διεξαγόταν η ανάκριση του Ιησού, αλλά τόσο ανοιχτά προς την αυλή ώστε πρόσωπα τα οποία βρίσκονταν είτε στην αυλή είτε στην αίθουσα του δικαστηρίου μπορούσαν να δουν και να ακούσουν τα λεγόμενα ή ενεργούμενα σε καθέναν από τους δύο αυτούς τόπους. Αυτό εξηγεί πώς ο Ιησούς μπόρεσε να ακούσει την άρνηση του Πέτρου και να ρίξει σε αυτόν ένα βλέμμα μετά την τριπλή του άρνηση σύμφωνα με το Λουκά κβ 61 (ο).
Ματθ. 26,59 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ τὸ συνέδριον ὅλον ἐζήτουν ψευδομαρτυρίαν(1) κατὰ τοῦ Ἰησοῦ ὅπως θανατώσωσιν αὐτόν,
Ματθ. 26,59 Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και όλα τα μέλη του συνεδρίου, που ήσαν παρόντα, ζητούσαν ψευδομαρτυρία εναντίον του Ιησού, δια να τον καταδικάσουν εις θάνατον.
(1) «Κατά τη δική τους μεν άποψη μαρτυρία, στην πραγματικότητα όμως ψευδομαρτυρία. Ή και επειδή ήξεραν ότι δεν θα βρουν μαρτυρία εναντίον του άμεμπτου, επομένως ζητούσαν ψευδομαρτυρία… και έγιναν οι ίδιοι και δικαστές και κατήγοροι και προσπαθούσαν να τον καταδικάσουν από μόνοι τους» (Ζ). Με αυτά ο ευαγγελιστής δηλώνει τις διεστραμμένες προθέσεις τους. Χρειάζονταν μαρτυρία, είτε ψευδή είτε αληθινή, η οποία θα δικαιολογούσε την σε θάνατο καταδίκη του (p).
Ματθ. 26,60 καὶ οὐχ εὗρον· (1)καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων, οὐχ εὗρον(2). ὕστερον δὲ προσελθόντες δύο(3) ψευδομάρτυρες(4)
Ματθ. 26,60 και δεν ευρήκαν. Μολονότι δε πολλοί ψευδομάρτυρες είχαν προσέλθει να καταθέσουν, δεν ευρήκαν καμμίαν αληθοφανή ψευδομαρτυρίαν. Ύστερον δε προσελθόντες δύο ψευδομάρτυρες.
(1) Γραφή που μαρτυρείται από τα αλεξανδρινά χειρόγραφα και κάποια άλλα: «καὶ οὐχ εὗρον πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων», όπου παραλείπεται το δεύτερο οὐχ εὗρον. Πολλοί προσφέρονταν να μαρτυρήσουν, αλλά όταν εμφανίζονταν μπροστά στο συνέδριο είτε λόγω εξέγερσης της συνείδησής τους είτε διότι εγκαταλείπονταν από τη συνηθισμένη τους πονηρία δεν παρείχαν επαρκή στοιχεία κατηγορίας ή και αντέφασκαν μεταξύ τους. Σε αυτό έχουμε απόδειξη όχι μόνο της τέλειας αθωότητας του Κυρίου, αλλά και της θείας παρέμβασης για προστασία της αθωότητάς του από τη δυσφημία κακών ανθρώπων (ο).
(2) «Μαρτυρούσαν δηλαδή αντίθετα μεταξύ τους» (Ζ). «Διότι δεν ήταν ίσες οι μαρτυρίες, λέει· τόσο προσποιητό ήταν το δικαστήριο και όλα ήταν γεμάτα με θόρυβο και ταραχή» (Χ).
(3) «Πολλοί μεν έδωσαν μαρτυρία για αυτήν την υπόθεση, δύο όμως συμφώνησαν» (Ζ). Η σημασία του αριθμού δύο είναι ότι βρέθηκε το ελάχιστο της μαρτυρίας που ζητούσε ο νόμος (σύμφωνα με τα Δευτερον. ιζ 6,ιθ 15, Αριθμών λε 30) (p). Μόνο όμως μετά από πολλά τελικά ήλθαν και αυτοί οι δύο (δ).
(4) Χαρακτηρίζει αυτούς ως ψευδομάρτυρες, διότι και αυτών η μαρτυρία, όπως θα δούμε, δεν ήταν αληθινή.
Ματθ. 26,61 εἶπον· οὗτος ἔφη, δύναμαι καταλῦσαι(1) τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ(2) καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν(3) οἰκοδομῆσαι(4) αὐτόν.
Ματθ. 26,61 κατέθεσαν• “αυτός είπε• ημπορώ να κρημνίσω τον ναό του Θεού και εις τρεις ημέρας να τον οικοδομήσω πάλιν”.
(1) «Δεν είπε γκρεμίζω, αλλά γκρεμίστε, ούτε μιλούσε για το ναό τον χειροποίητο, αλλά για το δικό του σώμα. Για αυτό λοιπόν και αυτούς τους ονόμασε ψευδομάρτυρες ο ευαγγελιστής» (Ζ).
(2) Το «Θεού» προστέθηκε για επιβάρυνση του μεγέθους της βλασφημίας στο ότι μιλά έτσι για το ναό (ο).
(3) Σε διάστημα τριών ημερών. Ενώ ο Σωτήρας είπε εν τρισί= μετά από τρεις (δ).
(4) «Και πάλι δεν είπε· θα οικοδομήσω, αλλά θα σηκώσω. Επομένως ήταν φανερά ψευδομάρτυρες αυτοί» (Θφ).
Ματθ. 26,62 καὶ ἀναστὰς(1) ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αὐτῷ· οὐδὲν ἀποκρίνῃ; Τι(2) οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν;
Ματθ. 26,62 Και εγερθείς ο αρχιερεύς είπεν εις αυτόν• “Τίποτε δεν αποκρίνεσαι; Τι καταθέτουν αυτοί εις βάρος σου;”
(1) Ο Καϊάφας αισθάνεται, ότι το δικαστήριο δεν κατείχε σοβαρά πειστήρια της κατηγορίας. Για αυτό σηκώνεται όρθιος για πρόκληση μεγαλύτερης εντύπωσης και προσκαλεί επισήμως τον Ιησού να δώσει κάποια απόκριση.
(2) Χωρισμένη ερώτηση (b). Είναι άτοπη η συγχώνευση των δύο ερωτήσεων σε μία: «Δεν απαντάς τι αυτοί μαρτυρούν εναντίον σου» (δ).
Ματθ. 26,63 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιώπα(1). καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αὐτῷ· ἐξορκίζω(2) σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος(3) ἵνα ἡμῖν εἴπῃς εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστὸς(4) ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ(5).
Ματθ. 26,63 Ο δε Ιησούς εσιωπούσε. Και λαβών τον λόγον ο αρχιερεύς είπε εις αυτόν• “σε ορκίζω στον Θεόν τον ζώντα να μας είπης εάν συ είσαι ο Χριστός, ο Μεσσίας, ο Υιός του Θεού”.
(1) «Διότι ήταν ανώφελη η απολογία, αφού κανείς δεν άκουγε. Διότι αυτό ήταν πρόσχημα μόνο δικαστηρίου· στην πραγματικότητα ήταν έφοδος ληστών, οι οποίοι επιτίθονταν σαν σε κάποιο σπήλαιο και γενικώς στο δρόμο» (Χ). «Βλέποντας λοιπόν και το δικαστήριο παράνομο… και επειδή ήξερε ότι μάταια απαντά σε τέτοιους ανθρώπους, σιωπούσε» (Ζ). «Διότι αυτούς που δεν τους έπειθαν θαύματα, πώς θα τους έπειθαν απολογίες;» (Θφ).
(2) Αντί για αυτό οι αρχαιότεροι θα έλεγαν εξορκύω (g). Είναι ισοδύναμο με το απλό ορκίζω, βάζω σε όρκο (δ).
(3) Και ο οποίος τιμωρεί τους επίορκους (δ).
(4) Ο Καϊάφας θα είχε ακούσει ότι ο λαός συζητούσε με θαυμασμό για τον Ιησού θεωρώντας αυτόν ως τον Μεσσία, και ότι κατά τη θριαμβευτική του είσοδο στα Ιεροσόλυμα τον είχαν επευφημήσει ως τέτοιο. Η ερώτηση λοιπόν του Καϊάφα είναι πολύ φυσική (p).
(5) «Προσθέτει όμως και το «ο υιός του Θεού», διότι και οι βασιλιάδες και οι προφήτες ονομάζονταν χριστοί, επειδή χρίονταν» (Ζ). Είναι αξιοσημείωτο, ότι στον τίτλο του Μεσσία επισυνάπτει ο αρχιερέας και τον τίτλο ο υιός του Θεού, σαν να ήταν αυτοί συνώνυμοι. Δεν ήταν αυτή η γενική αντίληψη περί Μεσσία μεταξύ των Ιουδαίων. Στους Ψαλμούς του Σολομώντα, όπου ίσως για πρώτη φορά γίνεται η χρήση του τίτλου αυτού για δήλωση του μεγάλου ελευθερωτή, ο Μεσσίας είναι ο υιός του Δαβίδ και όχι ο υιός του Θεού. Είναι ένας δεύτερος Σολομώντας χωρίς τις αμαρτίες του Σολομώντα. Αλλά στο βιβλίο του Ενώχ (105,2 και 62,14) είναι ο υιός του Θεού. Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε, ότι και ο Καϊάφας, όπως και ο Ναθαναήλ (Ιω. α 49) είχε αυτήν την ιδέα για το Μεσσία. Ίσως όμως συνδύασε τους δύο αυτούς τίτλους πονηρά και σκόπιμα. Εάν συλλάμβανε τον Ιησού να ομολογεί ότι ήταν ο Υιός του Θεού, θα ήταν πολύ σοβαρότερο από το εάν ομολογούσε ότι ήταν απλώς ο Μεσσίας (p).
Ματθ. 26,64 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς(1)· σὺ εἶπας(2)· πλὴν(3) λέγω ὑμῖν(4), ἀπ᾿ ἄρτι(5) ὄψεσθε(6) τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον(7) ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως(8) καὶ ἐρχόμενον(9) ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ(10).
Ματθ. 26,64 Λέγει εις αυτόν ο Ιησούς• “το είπες συ, και όπως είπες είναι, ότι είμαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού• πλην όμως σας λέγω τούτο, από τώρα θα δείτε τον υιόν του ανθρώπου να κάθεται, ως Θεάνθρωπος που είναι, εκ δεξιών του παντοδυνάμου Θεού και να έρχεται επάνω εις τας νεφέλας του ουρανού”.
(1) «Αν και ήξερε, ότι δεν θα γίνει πιστευτός, όμως συμφωνεί, για να μην μπορούν να λένε ύστερα, ότι εάν ομολογούσε αφού τον εξόρκισε, θα πιστεύαμε» (Ζ).
(2) Με το «ο Χριστός, ο υιός του Θεού», ο Καϊάφας μη όντας σε θέση να εμβαθύνει στο μυστήριο της ενανθρώπησης, θα εννοούσε κάτι πολύ διαφορετικό από εκείνο, το οποίο ο Κύριος θα σήμαινε με τη φράση αυτή. Ο Κύριος λοιπόν δεν μπορούσε να πει ότι δεν ήταν ο Χριστός, ο υιός του Θεού, όπως εννοούσε αυτόν ο Καϊάφας ο οποίος δεν είχε την πραγματική και αληθινή ιδέα περί Σωτήρος και υιού του Θεού. Από την άλλη όμως δεν μπορούσε και να δώσει πλήρη συγκατάθεση λέγοντας: Ναι είμαι, όπως με φρονείς εσύ. Για αυτό χρησιμοποιεί απάντηση, με την οποία ούτε αρνείται ούτε συμφωνεί πλήρως. «Αντί να πει, το δικό σου στόμα το ομολόγησε λοιπόν» (Κ).
(3) Παρόλο που δεν πιστεύετε αυτό (b).
(4) Το «λέω σε εσάς» όπως και το προηγούμενο «εξορκίζω εσένα», είναι ιδιαίτερα εδώ στον Ματθαίο, ο οποίος έτσι προσδίδει ιδιαίτερη έμφαση τόσο στην ερώτηση του αρχιερέα, όσο και στην απόκριση του Ιησού.
(5) «Αντί να πει, μετά από λίγο» (Ζ). Από αυτή τη στιγμή και εμπρός (b). Από τώρα, όταν λήγει μετά από λίγο η κατάσταση της ταπείνωσής μου (δ).
(6) «Αυτόν που εσείς φονεύετε» (Ζ). «Θα δείτε, είπε, όχι επειδή μπορούν να τον δουν έτσι, αλλά τα λέει διαμαρτυρόμενος» (Ζ).
(7) Αυτόν ο οποίος τώρα στέκεται κρινόμενος θα δείτε να κάθεται. «Είναι σύντομος ο καιρός της εναντίον μου επιβουλής. Διότι όχι σε πολύ χρόνο θα γίνω ανώτερος από τους εχθρούς μου» (Ζ).
(8) Της Δύναμης, δηλαδή του Θεού. Δύναμη φανερώθηκε σαφώς και ευρέως σε όλα τα έργα του Θεού (b).
(9) Θα με δείτε να κάθομαι και να έρχομαι. Η επιστροφή του για να κρίνει συνδυάζεται με την καθέδρα του στα δεξιά. Στη δόξα του Ιησού αυτό είναι το πρώτο, ότι είναι ο Υιός του Θεού· το ότι θα έλθει για να κρίνει είναι το τελευταίο. Το πρώτο είναι το θεμέλιο του δεύτερου. Το δεύτερο η ενδοξότερη απόδειξη του πρώτου (b). Θα τον δείτε να έρχεται να σας κρίνει από μεν τα έργα του έμμεσα στη μερική κρίση που θα γίνει στην Ιουδαία στα χρόνια του Τίτου, και άμεσα στην καθολική κρίση (δ).
(10) Ο Κύριος προκλήθηκε ήδη από την ανώτατη θρησκευτική αρχή στο μεγάλο συνέδριο σε διακήρυξη για τον εαυτό του. Και για πρώτη φορά διακηρύσσει ότι εκείνος τον οποίο είχαν πρόθεση να φονεύσουν είναι ο Μεσσίας και ο Υιός του Θεού.
Ματθ. 26,65 τότε ὁ ἀρχιερεὺς διέῤῥηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ(1) λέγων ὅτι ἐβλασφήμησε· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων(2); ἴδε νῦν ἠκούσατε τὴν βλασφημίαν(3) αὐτοῦ.
Ματθ. 26,65 Τότε ο αρχιερεύς έσχισε τα ενδύματά του λέγων ότι ο Χριστός εβλασφήμησε. Τι μας χρειάζονται πλέον οι μάρτυρες; Ιδού όλοι σας ακούσατε την βλασφημίαν του.
(1) «Το έκανε αυτό, κάνοντας σφοδρότερη την κατηγορία και για να τονίσει αυτό που λέχθηκε με την ενέργειά του» (Χ). «Συνηθίζουν οι Ιουδαίοι όταν δουν ή ακούσουν κάτι κακό και φρικτό, να σχίζουν τα ρούχα τους, το οποίο ακριβώς και τώρα ο αρχιερέας έκανε, επειδή άκουσε δήθεν βλασφημία όχι ανεκτή· ταυτόχρονα όμως και χωρίς τη θέλησή του, με αυτά που έκανε, προφήτευσε, ότι θα σχιστεί (καταργηθεί) η αρχιερωσύνη των Ιουδαίων» (Ζ).
Για τη συνήθεια αυτή των Ιουδαίων δες Δ΄ Βασ. ιη 37, στο Ησ. λζ 1,Ιερεμ. μγ 24 και Ιωήλ β 13. Για το ότι επίσης ο αρχιερέας δεν επιτρεπόταν για προσωπικό του πένθος να σχίζει τα ρούχα του δες Λευϊτ. ι 6, κα 10. Καθένας όμως θα ανέμενε από αυτόν να πράξει αυτό, όταν μια βαριά βλασφημία γινόταν εναντίον του Θεού παρόντος αυτού (δ.,p). Έσχισε τα ρούχα του σαν αυτά να έγιναν πολύ στενά και σφιχτά λόγω της έντασης των αισθημάτων (b). Ιμάτια είναι τα εξωτερικά φορέματα. Αλλά ο Μάρκος διασαφηνίζει ότι ο αρχιερέας έσχισε τους χιτώνες, δηλαδή τα εσωτερικά φορέματα (p).
(2) Πράγματι δεν είχαν πλέον ανάγκη μαρτύρων. Είχαν ανάγκη όμως ταπεινής, ειλικρινούς και μαθητικής διάθεσης, για να εξετάσουν τις αξιώσεις του Κυρίου για το μεσσιακό αξίωμα υπό το φως των καταπληκτικών θαυμάτων του και της καθαρότητας και πνευματικότητας της διδασκαλίας του (ο).
(3) «Αφού αύξησε την κατηγορία αυτού που λέχθηκε και ονόμασε αυτό βλασφημία και τον καταδίκασε προκαταβολικά και έγινε ήδη δρόμος και για τους άλλους στο να τον καταδικάσουν, λοιπόν, αφού ήταν φανερό το πλημμέλημα, αναγκάζει και αυτούς να αποφασίσουν» (Ζ).
Ματθ. 26,66 τί ὑμῖν δοκεῖ(1); οἱ δὲ ἀποκριθέντες εἶπον· ἔνοχος θανάτου ἐστί(2).
Ματθ. 26,66 Λοιπόν τι γνώμη έχετε; Εκείνοι δε αποκριθέντες όλοι μαζί είπαν• είναι ένοχος να καταδικασθή εις θάνατον.
(1) «Δεν εκδίδει την απόφαση από μόνος του, αλλά την ζητά από εκείνους, σαν αυταπόδεικτη για ομολογημένα αμαρτήματα και βλασφημία» (Χ), «σχεδόν εξαναγκάστηκαν και εκβιάστηκαν να εκδώσουν την απόφαση» (Κ).
(2) «Οι ίδιοι κατηγορούν, οι ίδιοι καταδικάζουν, οι ίδιοι αποφασίζουν, όλα έγιναν οι ίδιοι τότε» (Χ). «Αυτό ακριβώς που ήθελαν, αυτό και αποφάσισαν. Από διεφθαρμένη λοιπόν γνώμη, διεφθαρμένη και η απόφαση» (Ζ). Και ο Ιωσήφ μαζί με το Νικόδημο; Είτε η γενική του συνεδρίου κατακραυγή έπνιξε τις ασθενείς αντιρρήσεις και αρνήσεις τους είτε δεν προσήλθαν στη νυχτερινή αυτή συνεδρία και δεν έδωσαν τη συγκατάθεσή τους. Το πρώτο φαίνεται πιθανότερο σύμφωνα με το Λουκά κγ 51 (ο).
Ματθ. 26,67 τότε(1) ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον(2) αὐτοῦ καὶ ἐκολάφισαν(3) αὐτόν, οἱ δὲ(4) ἐῤῥάπισαν(3)
Ματθ. 26,67 Τότε έπτυσαν αυτόν στο πρόσωπον και τον εκτύπησαν στον τράχηλον, άλλοι δε τον ερράπισαν
(1) Σαν να μην ήταν καμία ύβρις άδικη για αυτόν (b).
(2) «Σε ποιο πρόσωπο ποια ατιμία προξένησαν» (Ζ). «Στο πρόσωπο εκείνο το οποίο η θάλασσα βλέποντάς το, τό σεβάστηκε, το οποίο όταν το αντίκρισε επάνω στο σταυρό ο ήλιος έκρυψε τις ακτίνες του, το πρόσωπο εκείνο έφτυναν και ράπιζαν και χτυπούσαν στο κεφάλι, γεμάτοι με κάθε αφθονία από τη μανία τους» (Χ). Αυτό υπενθυμίζει το Ησαΐου ν 6 «το πρόσωπό μου δεν το απέστρεψα από την αισχύνη των εμπτυσμάτων».
(3) «Κολαφισμός μεν είναι το χτύπημα στον τράχηλο με ανοιχτή παλάμη, ώστε να κάνει θόρυβο· ενώ ράπισμα είναι το χτύπημα κατά του προσώπου» (Ζ). Ή, κόλαφος στη δωρική= κόνδυλος στην αττική διάλεκτο που δηλώνει τόσο τη γροθιά όσο και το ράπισμα (δ). «Του κατέφεραν τα πιο υβριστικά από όλα τα πλήγματα, κολαφίζοντας, ραπίζοντας και στα χτυπήματα αυτά πρόσθεταν και τον εξευτελισμό των φτυσιμάτων» (Χ).
(4) Αυτοί που τον έφτυσαν και τον κολάφισαν ήταν μέλη του συνεδρίου πιθανότατα, ενώ αυτοί που τον ραπίζουν τώρα και τον εμπαίζουν και τον διακωμωδούν είναι οι υπηρέτες και οι στρατιώτες, στους οποίους μετά το πέρας της συνεδρίασης του συνεδρίου παραδόθηκε ο Ιησούς.
Ματθ. 26,68 λέγοντες(1)· προφήτευσον(2) ἡμῖν Χριστέ, τίς ἐστιν ὁ παίσας σε;
Ματθ. 26,68 λέγοντες• προφήτευσε σε μας, Χριστέ, ποιός είναι εκείνος που σε κτύπησε;
(1) «Επίσης και λόγια ξεστόμιζαν γεμάτα διακωμώδηση, λέγοντας· Προφήτευσε… επειδή προφήτη τον έλεγαν οι πολλοί» (Χ).
(2) «Τον περιγελούσαν ως ψευδοπροφήτη. Το έκαναν αυτό αφού κάλυψαν με ρούχο το πρόσωπό του ώστε να μην βλέπει, όπως είπαν ο Μάρκος και ο Λουκάς» (Ζ), «έτσι λοιπόν τα έκαναν αυτά» (Χ). Μπορεί όμως αυτό να έγινε και την ώρα που ο Χριστός ήταν ακάλυπτος, οπότε το ερώτημα έμπαινε ως προς το όνομα αυτού που ράπιζε, εφ όσον αυτοί που κακοποιούν ήδη τον Ιησού ήταν πρόσωπα τελείως άγνωστα σε αυτόν (L). Νομίζουν ότι ήδη θριάμβευσαν κατά του θύματός τους. Πόσο όμως απατώνται!
«Αυτοί μεν νόμιζαν ότι είχαν νικήσει, οι ίδιοι όμως προπαντός και ντροπιάστηκαν και ηττήθηκαν και χάθηκαν. Ενώ αυτός που φαινόταν ότι νικιέται, αυτός κατ’ εξοχήν και έλαμψε και νίκησε κατά κράτος» (Κ).
Η άρνηση του Πέτρου (κστ 69-75)
Ματθ. 26,69 Ὁ δὲ Πέτρος ἔξω ἐκάθητο ἐν τῇ αὐλῇ(1)· καὶ προσῆλθεν αὐτῷ μία παιδίσκη(2) λέγουσα· καὶ σὺ ἦσθα(3) μετὰ Ἰησοῦ τοῦ Γαλιλαίου.
Ματθ. 26,69 Ο δε Πέτρος εκάθητο έξω εις την αυλήν και τον επλησίασε εκεί μία μικρά δούλη, η οποία του είπε• “και συ ήσουν μαζί με τον Ιησού τον Γαλιλαίον”.
(1) Στην εσωτερική αυλή του ανακτόρου, και έξω από την αίθουσα, όπου είχε συναχθεί το συνέδριο. Η άρνηση του Πέτρου από μεν τον Ματθαίο και τον Μάρκο αναφέρεται μετά το τέλος της δίκης, ενώ από τον Λουκά και τον Ιωάννη πριν από αυτήν. Αναμφίβολα έλαβε χώρα κατά τη διάρκειά της (ο).
(2) Ο πειρασμός δεν ήταν μεγάλος, εάν αποβλέψουμε σε μόνη εκείνη, η οποία απευθύνει το ερώτημα. Ήταν όμως πολύ μεγαλύτερος, εάν δούμε σε όλους, όσοι ήταν εκεί παρόντες (b).
(3) =Ως μαθητής και οπαδός (δ).
Ματθ. 26,70 ὁ δὲ ἠρνήσατο(1) ἔμπροσθεν αὐτῶν πάντων(2) λέγων· οὐκ οἶδα τί λέγεις(3).
Ματθ. 26,70 Αυτός δε ηρνήθη εμπρός εις όλους εκείνους λέγων• “δεν ξέρω τι λες”.
(1) «Τι καινούργια και παράδοξα πράγματα! Όταν μεν είδε να συλλαμβάνεται μόνο ο διδάσκαλος, έβραζε τόσο πολύ, ώστε απέσπασε το μαχαίρι… όταν όμως ήταν περισσότερο φυσικό να αγανακτήσει και να ανάψει και να εξοργιστεί, ακούγοντας τέτοιου είδους κακολογίες, τότε γίνεται αρνητής. Αλλά όμως ο μαθητής, ηττημένος από το φόβο, όχι μόνο δεν δείχνει αγανάκτηση, αλλά και αρνείται και δεν αντέχει την απειλή ενός κοριτσιού ταλαίπωρου και ασήμαντου» (Χ).
Είχε επιδείξει ο Πέτρος θάρρος κατά τη σύλληψη του διδασκάλου του και μετά την επίθεσή του κατά του δούλου του αρχιερέα ήταν πολύ τολμηρό να μπει στο σπίτι του αρχιερέα. Αλλά ήδη δεν ήταν προετοιμασμένος για το είδος του πειρασμού που τον περίμενε (p). «Μια αδύναμη υπηρετριούλα τον φόβισε, επειδή εγκαταλείφθηκε από τη θεία χάρη» (Ζ).
(2) Περίπτωση πολύ επιβαρυντική (F). Η απάντηση του Πέτρου, όπως αναφέρεται από τους διάφορους ευαγγελιστές, διαφέρει μεν στον καθέναν από αυτούς στις λέξεις, όχι όμως και στην έννοια, η οποία είναι σε όλους η ίδια (ο).
(3) =Δεν καταλαβαίνω τι θες να πεις με τα λόγια σου (δ).
Ματθ. 26,71 ἐξελθόντα δὲ αὐτὸν εἰς τὸν πυλῶνα(1) εἶδεν αὐτὸν ἄλλη(2) καὶ λέγει αὐτοῖς· ἐκεῖ(3) καὶ οὗτος ἦν μετὰ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου.
Ματθ. 26,71 Όταν δε εξήλθε εις την θολωτήν μεγάλην πόρτα της αυλής, τον είδε μία άλλη δούλη και είπεν εις αυτούς• “εκεί και αυτός ήτο μαζί με τον Ιησούν τον Ναζωραίον”.
(1) «Βγήκε όχι έξω από τον πυλώνα, αλλά στον πυλώνα, δηλαδή στο προαύλιο, όπως είπε ο Μάρκος» (Ζ). Εδώ σημαίνει το μπροστινό μέρος της οικίας, όπου μέσω της πύλης μπαίνει κάποιος σε αυτήν (g). Ο Πέτρος θέλει να αποφύγει αυτούς που είναι στην αυλή και ήλθε στον πυλώνα (δ). Η φυγή από τον πειρασμό, όταν αυτή γίνεται πολύ αργά, συνεπάγεται νέο κίνδυνο (b).
(2) Ο Μάρκος λέει, ότι η ίδια γυναίκα η θυρωρός η οποία για δεύτερη φορά προκάλεσε τον Πέτρο (p). Άλλη, αλλά συγχρόνως και η πρώτη, η οποία υποκίνησε αυτήν την άλλη, καθώς και κάποιον άνδρα που στεκόταν εκεί δίπλα (b).
(3) Αυθεντική γραφή που προσαρμόζεται μάλλον με τα συμφραζόμενα «καὶ λέγει τοῖς ἐκεῖ· καὶ οὗτος…».
Ματθ. 26,72 καὶ πάλιν ἠρνήσατο μεθ᾿ ὅρκου(1) ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον(2).
Ματθ. 26,72 Και πάλιν ηρνήθη με όρκον ότι “δεν γνωρίζω τον άνθρωπον”.
(1) «Όχι μόνο αρνήθηκε αλλά και με όρκο» (Ζ).
(2) Σαν ο Πέτρος να μην γνώριζε ούτε το όνομα του Ιησού (b).
Ματθ. 26,73 μετὰ μικρὸν δὲ προσελθόντες οἱ ἑστῶτες(1) εἶπον τῷ Πέτρῳ· ἀληθῶς καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ(2)· καὶ γὰρ ἡ λαλιά(3) σου δῆλόν σε ποιεῖ.
Ματθ. 26,73 Έπειτα από ολίγον επλησίασαν τον Πέτρο εκείνοι, που εστέκοντο εις την αυλήν και του είπαν• “χωρίς αμφιβολίαν και συ είσαι ένας από αυτούς, διότι και η προφορά σου σε φανερώνει”.
(1) Οι υπηρέτες που στέκονταν στα πρόθυρα και άλλοι (δ).
(2) Ενεστώτας. Ο πειρασμός αυξάνει. Προηγουμένως είπαν στον Πέτρο. Ήσουν. Τώρα είσαι (b).
(3) Διότι είχαν κάποιο ιδιαίτερο γνώρισμα στην ενδυμασία τους οι Γαλιλαίοι, αλλά και κάποια ιδιώματα στη διάλεκτο» (Ζ). Η λέξη λαλιά μπορεί να σημαίνει και την προφορά, καθώς και τα ιδιώματα της διαλέκτου (L). Οι ιδιωματισμοί της προφοράς των Γαλιλαίων γελοιοποιούνται στο Ταλμούδ (S). Οι Γαλιλαίοι μπέρδευαν τα λαρυγγικά γράμματα και τα πρόφεραν κακώς (δ). Λαλιά εδώ είναι η διάλεκτος, η προφορά των λέξεων, ο τρόπος που προφέρει κάποιος τις λέξεις (g).
Ματθ. 26,74 τότε ἤρξατο καταθεματίζειν(1) καὶ ὀμνύειν ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον· καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησε(2).
Ματθ. 26,74 Τότε ήρχισε αυτός να καταριέται και να ορκίζεται ότι• “δεν γνωρίζω τον άνθρωπον”. Και αμέσως λάλησε ο πετεινός.
(1) «Καταθεματίζω είναι το αναθεματίζω» (Ζ). Δεν είναι το κατάθημα επίταση του ανάθεμα όπως ο Οικουμένιος λέει στο Πράξεις κγ 12 («νομίζουμε λοιπόν ότι αυτή η λέξη, το κατάθεμα, λέγεται πολλές φορές για επίταση. Διότι πράγματι αυτό δεν ανατίθεται (=αφιερώνεται) στο διάβολο, αλλά κατατίθεται σε αυτόν αφού υποτάσσεται σε αυτόν και καταδικάζεται μαζί του») αλλά μάλλον είναι σχηματισμός που προήλθε από αποκοπή δημώδη (κατ(αν)άθεμα) (δ)= με τις χειρότερες κατάρες καταριέμαι, βαριά καταριέμαι (g).
Εδώ η έννοια είναι: επικαλούνταν ο Πέτρος πάνω στον εαυτό του κατάρα, εάν η βεβαίωση «την οποία παρείχε, δεν ήταν αληθινή» (a).
(2) Ο Μάρκος λέει· «για δεύτερη φορά λάλησε ο πετεινός. Και αυτό είναι πάρα πολύ και αληθινό και σύμφωνο. Διότι, επειδή σε κάθε μετακίνηση ο πετεινός συνήθιζε να φωνάζει και τρεις και τέσσερις φορές, θέλοντας ο Μάρκος να δηλώσει ότι η φωνή δεν τον συγκράτησε ούτε τον έκανε να θυμηθεί, λέει αυτό. Επομένως και τα δύο είναι αληθινά. Διότι πριν ακόμη να συμπληρώσει την πρώτη μετακίνηση ο πετεινός, έκανε την τρίτη άρνηση» (Χ). Με άλλα λόγια η δεύτερη φωνή του πετεινού δεν έγινε σε ώρα που απείχε από την πρώτη φωνή, αλλά ήταν φωνή του ίδιου λαλήματος, όπως λέμε κοινώς. Κάθε λάλημα του πετεινού αποτελείται από συνεχείς και επανειλημμένες εκφωνήσεις.
Ματθ. 26,75 καὶ ἐμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ ῥήματος Ἰησοῦ εἰρηκότος αὐτῷ ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με· καὶ ἐξελθὼν ἔξω(1) ἔκλαυσε πικρῶς(2).
Ματθ. 26,75 Τότε θυμήθηκε ο Πέτρος τον λόγον του Ιησού, ο όποιος του είχε πη• “πριν ο αλέκτωρ λαλήσει τρεις φορές συ θα με απαρνηθής”. Και εξελθών έξω από την αυλήν έκλαυσε πικρά.
(1) Δεν «τολμούσε να κλάψει φανερά, για να μην κατηγορηθεί, με τα δάκρυα» (Χ). Και «βγήκε έξω φοβούμενος, μήπως κλαίγοντας συλληφθεί και αυτός» (Ζ).
(2) «Έκλαψε όχι απλά, αλλά πικρά» (Ζ). Τα δάκρυα είναι πικρά ή γλυκά, ανάλογα με τη συγκίνηση από την οποία προέρχονται (b).
Ματθ. 27,1 Πρωΐας(1) δὲ γενομένης συμβούλιον ἔλαβον πάντες(2) οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ κατὰ τοῦ Ἰησοῦ ὥστε θανατῶσαι αὐτόν·
Ματθ. 27,1 Όταν δε έγινε πρωί έκαμαν συμβούλιο όλοι οι πρεσβύτεροι του λαού εναντίον του Ιησού, δια να εύρουν αιτίαν, ώστε να τον θανατώσουν.
(1) Από πολλές απόψεις η συνεδρίαση της νύχτας μπορεί να θεωρηθεί ως η σπουδαιότερη, διότι σε αυτήν τα πάντα αποφασίστηκαν. Γι αυτό ο Ματθαίος και ο Μάρκος δίνουν σε αυτήν την πρώτη θέση. Η πρωινή όμως συνεδρία ήταν η επίσημη και έγκυρη. Γι αυτό και ο Λουκάς αυτήν και μόνο μνημονεύει (p). Σύμφωνα με τη Μίσνα και την Τοσεφτά (Sanh. IV) οι υποθέσεις που συνεπάγονταν ως ποινή το θάνατο, έπρεπε να εκδικάζονται σε καιρό ημέρας και σε ημέρα έπρεπε να δημοσιεύονται οι αποφάσεις για αυτές (L).
(2) Η συνεδρία αυτή ήταν πληρέστερη της νυχτερινής διότι σε αυτήν προσήλθαν όλα τα μέλη του συνεδρίου.
(3) Μάλλον με την έννοια του: με σκοπό να τον θανατώσουν. Ο σκοπός δηλαδή του συμβουλίου αυτού ήταν πώς θα εκτελούνταν η ποινή (δ). «Δες τον διάβολο πώς όλους τους τούς κυρίευσε τέτοιες μέρες πείθοντάς τους να φονεύουν, σε μέρες που έπρεπε να κάνουν θυσίες και προσφορές και αγνότητα και κάθαρση» (Θφ).
Ματθ. 27,2 καὶ δήσαντες(1) αὐτὸν ἀπήγαγον καὶ παρέδωκαν αὐτὸν Ποντίῳ Πιλάτῳ τῷ ἡγεμόνι(2).
Ματθ. 27,2 Και αφού τον έδεσαν, τον έσυραν από εκεί και τον παρέδωσαν στον Πόντιον Πιλάτο, τον Ρωμαίο ηγεμόνα.
(1) Είχε δεθεί στον κήπο και ο Άννας είχε στείλει αυτόν δεμένο στον Καϊάφα (Ιω. ιη 12,24). Αλλά κατά τη διάρκεια όλης αυτής της μακράς ανάκρισης και διαδικασίας είχε λυθεί. Αμέσως όμως μόλις την επομένη εξαγγέλθηκε επίσημα η απόφαση και για επίσπευση της εκτέλεσής της θα στελνόταν στον Πιλάτο, δέθηκε και πάλι (p).
(2) Ή, επίτροπο της Ρώμης (δ). Ο Πόντιος Πιλάτος είχε διοριστεί επίτροπος της επαρχίας της Ιουδαίας το 26 μ.Χ. και ανακλήθηκε το 36 μ.Χ. (S). Μόνος ο Πιλάτος είχε εξουσία ζωής και θανάτου, αυτό που αλλιώς ονομαζόταν jus gladii (=το δίκαιον του ξίφους) και μόνο εάν αυτός επικύρωνε την απόφαση, θα γινόταν αυτή εκτελεστή.
Ματθ. 27,3 Τότε ἰδὼν Ἰούδας(1) ὁ παραδιδοὺς(2) αὐτὸν ὅτι κατεκρίθη(3), μεταμεληθεὶς(4) ἀπέστρεψε(5) τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς πρεσβυτέροις
Ματθ. 27,3 Τότε ο Ιούδας, ο οποίος τον είχε παραδώσει, όταν είδε ότι ο Ιησούς κατεδικάσθη από το συνέδριον, κατελήφθη από μεταμέλειαν και σαν να ησθάνετο αβάστακτον βάρος δια τα τριάκοντα αργύρια, τα έδωσε πίσω στους αρχιερείς και πρεσβυτέρους
(1) Ο ευαγγελιστής έχει πρόθεση να γίνει το οικτρό τέλος του Ιούδα μάθημα διδακτικό, συγχρόνως όμως να δειχτεί η εμμονή στο κακό των Ιουδαίων αρχόντων, οι οποίοι τη στιγμή που ο προδότης αναγνωρίζει την αδικία, αυτοί συντελούν αυτήν (L). Κανείς άλλος από τους ευαγγελιστές δεν διηγείται το τραγικό αυτό επεισόδιο (F). Πότε έλαβε χώρα αυτό μόνο με εικασία μπορούμε να ορίσουμε. Δεν είναι πιθανόν, ότι η δίκη και καταδίκη του Κυρίου στο μέγαρο του Καϊάφα να προκάλεσε τις τύψεις του προδότη. Μάλλον όταν οδηγήθηκε μπροστά στον Πιλάτο ο Κύριος και καταδικάστηκε στο να σταυρωθεί, τότε θα αφυπνίστηκε η συνείδηση του ξεπεσμένου μαθητή (ο).
(2) Η μετοχή του ενεστώτα αντί για ουσιαστικό (δ).
(3) Ο Ιούδας, ο οποίος ήθελε να δει το τέλος, όπως ο Πέτρος υπό το κράτος τελείως διαφορετικών συναισθημάτων, πείστηκε, όταν είδε τον Ιησού να σύρεται δέσμιος, ότι ο θάνατός του ήταν αναπόφευκτος. Είτε διότι εξ’ αρχής δεν είχε προβλέψει ότι τα πράγματα θα εξελίσσονταν μέχρι τέτοιου σημείου, είτε διότι η θέα του Ιησού κακοποιημένου και οδηγούμενου στο θάνατο συγκίνησε την ψυχή του, μεταμελήθηκε (L).
(4) «Αργά και με βραδύτητα έγινε αυτοκατάκριτος» (Χ).
«Έπρεπε πριν την προδοσία να μεταμεληθεί. Αλλά τέτοιος είναι ο διάβολος. Πριν μεν την αμαρτία δεν αφήνει να δει το κακό, για να μην γίνει μετάνοια· αφού όμως ολοκληρωθεί η αμαρτία, αφήνει να δει, για να λυπήσει και να οδηγήσει στην απόγνωση» (Ζ).
«Μεταμελήθηκε επειδή το πράγμα κατέληξε διαφορετικό από ό,τι υπολόγιζε» (Θφ). Είναι αξιοσημείωτο ότι ο ευαγγελιστής δεν χρησιμοποιεί το ρήμα μετανόησε το οποίο συνήθως εκφράζει μετάνοια ειλικρινή. Μεταμελήθηκε σημαίνει εδώ επιπόλαιη μεταβολή. Ο Ιούδας αισθάνθηκε απλώς τύψεις συνειδήσεως (F). Η μεταμέλειά του υπήρξε όμοια με αυτήν του Σαούλ και πολλών άλλων, μεταμέλεια για αδικία εν όψει των αμέσων της συνεπειών, όχι όμως και μίσος της αμαρτίας για αυτήν την ίδια, όπως φέρνει η αληθινή μετάνοια (ο).
(5) Άλλη γραφή: έστρεψεν, το οποίο δεν χρησιμοποιείται αλλού στην Κ.Δ. με ενεργητική έννοια. Δες και Ησ. λη 8 (a).
Ματθ. 27,4 λέγων· ἥμαρτον(1) παραδοὺς αἷμα(2) ἀθῷον(3). οἱ δὲ εἶπον· τί πρὸς ἡμᾶς(4); σὺ ὄψει(5).
Ματθ. 27,4 λέγων• “ημάρτησα, διότι παρέδωσα αίμα αθώον”. Εκείνοι δε είπον• “και τι μας μέλει εμάς; Συ θα δώσης λόγον δι' αυτό”.
(1) Έτσι και στον άδη και οι κατάκριτοι θα αισθάνονται (b). «Και ο Ιούδας λέγοντας, ότι αμάρτησα παραδίδοντας αίμα αθώο, μαρτύρησε ότι άδικα πεθαίνει, και οι Ιουδαίοι λέγοντας, τι μας νοιάζει εμάς; δικό σου θέμα είναι αυτό, συμφώνησαν με την μαρτυρία αυτού και η αλήθεια από τους εχθρούς ομολογήθηκε» (Ζ).
(2) Εξυπακούεται: «για να χυθεί» (Ζ). Παρέδωσα για να χυθεί το αίμα.
(3) Αφού κατά τρόπο οικτρό καλύφθηκε μέσα στο ίδιο του το σκοτάδι δεν αναγνωρίζει πλέον τον Ιησού ως Μεσσία (b).
(4) Σημείωσε πώς προσπερνούν απαρατήρητα το ζήτημα της αθωότητας του θύματός τους (b). «δεν σταματούν (οι Ιουδαίοι) νωρίτερα, μέχρις ότου ολοκληρώσουν την αμαρτία. Διότι η μεν αμαρτία του Ιούδα ήδη ολοκληρώθηκε, διότι ήταν η προδοσία· εκείνων όμως όχι ακόμη» (Χ).
(5) Οι ασεβείς, παρόλο που συνεταιρίζονται στην επιτέλεση εγκλημάτων, εγκαταλείπουν τους συντρόφους τους, όταν αυτά συντελεστούν. Οι αγαθοί, παρόλο που δεν παίρνουν μέρος σε εγκλήματα, προσπαθούν μετά το έγκλημα να σώσουν την ψυχή του ενόχου (b). Συ όψει= Εσύ θα δεις, δικό σου μέλημα θα είναι· δική σου φροντίδα θα είναι (g), δικός σου λογαριασμός, όπως θα λέγαμε.
«Το να πουν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι, εσύ θα δεις, είναι μέγιστη κατηγορία για αυτούς. Και με αυτό φαίνονται να μαρτυρούν την τόλμη και την παρανομία. Οπότε, κρίνουν μεν αυτόν (τον Ιούδα), μεθυσμένοι όμως από το πάθος δεν θέλησαν να απομακρυνθούν από το σατανικό εγχείρημα» (Σχ). Καμία συμπάθεια προς αυτόν από τους αρχιερείς και πρεσβυτέρους. Αγαπούσαν αυτοί την προδοσία αλλά όχι και τον προδότη (ο).
Ματθ. 27,5 καὶ ῥίψας τὰ ἀργύρια(1) ἐν τῷ ναῷ(2) ἀνεχώρησε, καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο(3).
Ματθ. 27,5 Και αφού έριψεν με αγανάκτησιν τα αργύρια στον ναόν, έφυγε απελπισμένος και επήγε και εκρεμάσθη.
(1) «Κατανοήστε (οι φιλάργυροι) τι έπαθε εκείνος· πώς και τα χρήματα έχασε και την αμαρτία διέπραξε· πώς και τη φιλαργυρία δεν απόλαυσε και την ψυχή του έχασε. Διότι τέτοια είναι η τυραννία της φιλαργυρίας. Ούτε το αργύριο χάρηκε, ούτε την παρούσα ζωή, ούτε τη μέλλουσα· αλλά τα έχασε όλα μαζί, και αφού πήρε πονηρή δόξα από αυτούς τους ίδιους, έτσι απαγχονίστηκε» (Χ).
(2) Ναός κυριολεκτικά σημαίνει θυσιαστήριο. Μπορεί όμως να σημαίνει και τα κτίσματα γύρω από το θυσιαστήριο (L). Ήταν λοιπόν ο Ιούδας τότε στο ιερό, μαζί με τους αρχιερείς και τους πρεσβυτέρους (b).
(3) «Διότι δεν άντεξε τη συνείδησή του να τον μαστιγώνει» (Χ). Η ίδια φράση χρησιμοποιείται στο Β΄ Βασ. ιζ 23 από τους Ο΄ και για τον Αχιτόφελ (b), τον φίλο προδότη του Δαβίδ. «Το ότι μεν εξομολογήθηκε την αμαρτία ενώπιον όλων και το ότι έριξε τα αργύρια είναι δείγματα μεταμέλειας· το ότι όμως απαγχονίστηκε είναι δείγμα απόγνωσης. Διότι αναγνώρισε μεν το κακό και μεταμελήθηκε και εξομολογήθηκε· δεν ζήτησε όμως συγγνώμη από αυτόν που μπορούσε να δώσει αυτήν… Έπρεπε λοιπόν να καταφύγει στον ανεξίκακο· αυτός όμως κατέφυγε μάλλον στο θάνατο για να απαλλαχτεί γρηγορότερα από την αξιοκατάκριτη και επώδυνη ζωή» (Ζ).
«Επειδή δεν άντεχε τους ελέγχους που θα αντιμετώπιζε ύστερα, βγάζει τον εαυτό του από τη ζωή» (Θφ).
«Εσύ όμως πρόσεξε, σε παρακαλώ, την αλήθεια παντού να λάμπει, και με αυτά που οι αντίθετοι κάνουν και παθαίνουν. Διότι και αυτό το ίδιο το τέλος του προδότη ράβει τα στόματα εκείνων που τον κατέκριναν και δεν τους επιτρέπει να έχουν ούτε το παραμικρό ίχνος δικαιολογίας» (Χ).
Ως προς την συμφωνία της αφήγησης του Ματθαίου με τις πληροφορίες στο Πράξεις α 18, σημειώνουμε, ότι ο μεν Ματθαίος αναφέρει το είδος του θανάτου του Ιούδα, ενώ οι Πράξεις τον τρόπο με τον οποίο πέθανε αυτός (ο).
Ματθ. 27,6 οἱ δὲ ἀρχιερεῖς λαβόντες τὰ ἀργύρια εἶπον· οὐκ ἔξεστι(1) βαλεῖν αὐτὰ εἰς τὸν κορβανᾶν(2), ἐπεὶ τιμὴ αἵματός(3) ἐστι(4).
Ματθ. 27,6 Οι δε αρχιερείς επήραν τα αργύρια και είπαν• “δεν επιτρέπεται να τα βάλωμε στο ταμείον του ναού, διότι είναι τιμή αίματος, το οποίον μετ' ολίγον θα χυθή”.
(1) Ο κορβανάς θα βεβηλωνόταν εάν ριχνόταν σε αυτόν δώρο από ακάθαρτη προέλευση σύμφωνα με το Δευτερον. κγ 19 (L). Σωστά κρίνουν. Όφειλαν όμως να προχωρήσουν και παραπέρα και να εξετάσουν εάν η διαγωγή τους στην υπόθεση αυτή δεν ήταν περισσότερο αξιόμεμπτη ενώπιον του δίκαιου και άγιου Θεού. Και εδώ παρουσιάζονταν να διυλίζουν τον κώνωπα και να καταπίνουν την κάμηλο (ο).
(2) Ή «Κορβανάς ήταν το θησαυροφυλάκιο του ναού, το δωροδοχείο. Νομίζω ότι είναι αυτό που λεγόταν γαζοφυλάκιο» (Ζ). Ή είναι Αραμαϊκός τρόπος έκφρασης. Χρησιμοποιείται στο Ιωσήπου Ιουδ. Πόλ. 2,9,4 «τον ιερό θησαυρό, που ονομάζεται κορβανάς»= κατ’ εξοχήν αυτά που προσφέρονταν (a). Μάλλον η πρώτη εκδοχή πιο επιτυχής.
(3) «Πληρωμή φόνου» (Ζ). Αμοιβή για φόνο που έγινε (g).
(4) «Είδες και πάλι εδώ, ότι κατακρίνονται από τη συνείδησή τους; Διότι επειδή γνώριζαν, ότι είχαν αγοράσει τον φόνο, δεν έβαλαν στον κορβανά, αλλά αγόρασαν τον αγρό του κεραμέως για να θάβουν τους ξένους» (Χ).
Ματθ. 27,7 συμβούλιον δὲ λαβόντες(1) ἠγόρασαν ἐξ αὐτῶν τὸν ἀγρὸν(2) τοῦ κεραμέως(3) εἰς ταφὴν τοῖς ξένοις(4)·
Ματθ. 27,7 Αφού δε έκαμαν συμβούλιον ηγόρασαν με αυτά τον αγρόν του κεραμιδά, ως τόπον ταφής των ξένων.
(1) «Ούτε κάνουν αυτό έτσι απλά, αλλά αφού έκαναν συμβούλιο, και παντού ενεργούν έτσι, ώστε κανείς να μην είναι αθώος του τολμήματος, αλλά να είναι όλοι υπεύθυνοι» (Χ).
(2) Το άρθρο δηλώνει, ότι ο αγρός ήταν πασίγνωστος ως τέτοιος (b).
(3) Ίσως κάποιος κεραμιδάς χρησιμοποίησε αυτόν για εξαγωγή αργίλλου κατάλληλου για την εργασία του (b). Ή, ιδιοκτήτης του ήταν κάποιος κεραμιδάς (δ).
(4) Των εθνικών; Δεν βλέπει κάποιος όμως γιατί το συνέδριο θα απασχολούνταν με την ταφή των μη Ιουδαίων η οποία αφορούσε μάλλον την ρωμαϊκή εξουσία. Μάλλον πρόκειται για τους μη ντόπιους Ιουδαίους, οι οποίοι πέθαιναν ως ταξιδιώτες διαβαίνοντας από τα Ιεροσόλυμα (L), για τους παρεπιδημούντες στα Ιεροσόλυμα Ιουδαίους και τους προσήλυτους, για τους οποίους απέμενε το συνέδριο να φροντίσει (δ).
Ματθ. 27,8 διὸ ἐκλήθη ὁ ἀγρὸς ἐκεῖνος ἀγρὸς αἵματος(1) ἕως τῆς σήμερον(2).
Ματθ. 27,8 Γι' αυτό και ο αγρός εκείνος έχει ονομασθή μέχρι σήμερα “αγρός αίματος”.
(1) Αγρός που αγοράστηκε με τιμή αίματος (g,δ).
(2) Ο Ματθαίος έγραψε κάποιο χρόνο μετά την αγορά αυτήν (b).
«Έγινε όμως και αυτό μαρτυρία εναντίον τους και έλεγχος της προδοσίας. Διότι το όνομα του μέρους διακήρυττε σε όλους την δολοφονία τους λαμπρότερα και από σάλπιγγα… Διότι εάν τα έβαζαν στον κορβανά, δεν θα γινόταν τόσο ολοφάνερο το πράγμα· αυτοί όμως με το να αγοράσουν αγρό, έκαναν φανερό το παν και στις μετέπειτα γενιές» (Χ).
Ματθ. 27,9 τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἱερεμίου(1) τοῦ προφήτου λέγοντος(2)· καὶ ἔλαβον(3) τὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὴν τιμὴν τοῦ τετιμημένου(4) ὃν ἐτιμήσαντο ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ(5),
Ματθ. 27,9 Τότε εξεπληρώθη αυτό που είχε λεχθεί δια του προφήτου Ιερεμίου, ο όποιος έλεγε• και έλαβον τα τριάκοντα αργύρια, την τιμήν του ανεκτιμήτου, τον οποίον μερικοί από τους υιούς Ισραήλ τόσον είχαν εκτιμήσει,
(1) «Αυτό δεν γράφεται στο βιβλίο του Ιερεμία που διαβάζεται» (Ζ). Η παράθεση είναι προφανώς από το Ζαχαρίου ια 12. Λύσεις που προτάθηκαν:
1) Υποστήριξαν κάποιοι παλαιότεροι σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, ότι δεν έχουν όλοι οι κώδικες των ευαγγελίων τη φράση «τὸ ῥηθὲν διὰ Ἱερεμίου τοῦ προφήτου», αλλά μόνο «διὰ τοῦ προφήτου». Ο Αυγουστίνος όμως δεν αποδέχεται αυτό, διότι στους περισσότερους από τους κώδικες υπήρχε.
2) «Στο απόκρυφο βιβλίο του Ιερεμίου γράφεται» αυτό (Ζ,Ω). Η παράθεση δηλαδή γίνεται από απόκρυφο σύγγραμμα που φέρεται στο όνομα του Ιερεμία (S). Οι πιο συντηρητικοί κριτικοί δεν βρίσκουν ορθό το να παραθέτει ο θεόπνευστος συγγραφέας από απόκρυφη πηγή (L). 3) Άλλοι εισηγούνται, ότι η παράθεση έγινε από χαμένο σύγγραμμα του Ιερεμίου ή από τα λόγια του που σώζονται στην παράδοση· άλλοι ότι το δεύτερο μέρος του βιβλίου του Ζαχαρίου ήταν κατ’ αρχάς ανώνυμο και αποδιδόταν από κάποιους στον Ιερεμία κλπ. (p). Η πιο πιθανή εκδοχή: Και ο Ιερεμίας (λθ 7-10 «κτῆσαι σεαυτῷ τὸν ἀγρόν μου… καὶ ἔστησα τὸ ἀργύριον ἐν ζυγῷ. (=αγόρασε και πάρε ιδικόν σου αυτόν τον αγρόν… και εζύγισα το αργύριον εις ζυγόν) και στο ιη 2 «ἀνάστηθι, καὶ κατάβηθι εἰς οἶκον τοῦ κεραμέως, καὶ ἐκεῖ ἀκούσῃ τοὺς λόγους μου» (=Σηκω και κατέβα στο εργαστήριον του αγγειοπλάστου και εκεί θα ακούσης τους λόγους μου) κάνει λόγο για αγορά αγρού και για πληρωμή αργυρίου και για οίκο κεραμέως και ο ιερός ευαγγελιστής την από τον Ζαχαρία παράθεση τη συνδύασε με τις παραπάνω φράσεις του Ιερεμία.
(2) Πρόκειται για ελεύθερη μετάφραση του εβραϊκού πρωτοτύπου που παρουσιάζει διαφορές με τους Ο΄(p). Σύμφωνα με τους Ο΄:
«καὶ ἐρῶ πρὸς αὐτούς· εἰ καλὸν ἐνώπιον ὑμῶν ἐστι, δότε στήσαντες τὸν μισθόν μου ἢ ἀπείπασθε· καὶ ἔστησαν τὸν μισθόν μου τριάκοντα ἀργυροῦς καὶ εἶπε Κύριος πρός με· κάθες αὐτοὺς εἰς τὸ χωνευτήριον, καὶ σκέψαι εἰ δόκιμόν ἐστιν, ὃν τρόπον ἐδοκιμάσθην ὑπέρ αὐτῶν. Καὶ ἔλαβον τοὺς τριάκοντα ἀργυροῦς καὶ ἐνέβαλον αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον Κυρίου εἰς τὸ χωνευτήριον.
(=Και θα είπω προς αυτούς• Εάν και σεις το ευρίσκετε καλόν και δίκαιον, ορίσατε και δώσατε τον μισθόν μου, ειδ' άλλως αρνηθήτε. Ωρισαν λοιπόν και επλήρωσαν τον μισθόν μου, ένα ευτελές πόσον, τριάκοντα αργυρούς σίκλους. Είπε τότε ο Κυριος προς εμέ• “ρίξε αυτούς στο χωνευτήριον και εξέτασε να ίδης, εάν είναι γνήσιος ο άργυρος, με τον οποίον εξετιμήθην από αυτούς”. Ελαβα πράγματι τους τριάκοντα αργυρούς σίκλους, τους έρριψα στον οίκον του Κυρίου στο χωνευτήριον).
Ποιό είναι το κείμενο του Ζαχαρίου κατά το εβραϊκό πρωτότυπο;
«Και ο Κύριος είπε σε μένα· ρίξε αυτήν στον κεραμέα, αυτήν την λαμπρή τιμή, στην οποία εκτιμήθηκες από αυτούς. Και πήρα τα τριάντα αργύρια και έριξα αυτά στον οίκο του Κυρίου, στον κεραμέα» (L).
Με άλλα λόγια οι Ο΄ ερμηνεύουν την αντίστοιχη εβραϊκή λέξη χωνευτήριον είτε σημαίνοντας τον κλίβανο (=φούρνο) στον οποίο ο κεραμιδάς (=αγγειοπλάστης) έψηνε τα αγγεία, είτε είχαν διαφορετική γραφή κάποιου κώδικα υπ’ όψη, σύμφωνα με την οποία χρησιμοποιήθηκε λέξη που έμοιαζε στον ήχο με εκείνη την οποία οι Ο΄ μετέφρασαν με το χωνευτήριο, η οποία όμως σημαίνει τον κεραμέα (δ).
Η έννοια του χωρίου: Με τον Ζαχαρία ο Θεός διάλεξε ποιμένα, έτσι ώστε στο όνομά του να ποιμάνει τα πρόβατα Ισραήλ. Αφού διώχτηκε από τους κακούς ποιμένες ο καλός ποιμένας παίρνει εντολή από το Θεό να ζητήσει το μισθό του, εάν θα ήθελαν να δώσουν αυτόν σε αυτόν. Οι κακοί ποιμένες κανονίζουν μισθό γελοίο, τον οποίο ο Θεός διατάσσει σε αυτόν να τον ρίξει στον κεραμέα. Ο ποιμένας αυτός είναι ο τύπος του Ιησού, του οποίου την τιμή η ιουδαϊκή ιεραρχία όρισε σε ποσό ευτελές και ελάχιστο. Η ομοιότητα είναι καταπληκτική και το κείμενο του προφήτη εφαρμόζεται στο συνέδριο ως αυστηρή καταδίκη. Υπήρχε επιπλέον η καταπληκτική σύμπτωση του κεραμέως στο κείμενο του Ζαχαρία και του κεραμέως του αγρού (L).
Ο καλός ποιμένας είναι ο Χριστός. Είχε εκτιμηθεί σε ευτελές ποσό, τριάντα αργύρια, από τους άρχοντες του λαού. Το ποσό αυτό λοιπόν θα ριχνόταν λοιπόν στον κεραμέα ή σύμφωνα με ελαφρά μεταβολή στο εβραϊκό της λέξης που σημαίνει τον κεραμέα, στο θησαυροφυλάκιο (a).
(3) Στο προφητικό κείμενο παρουσιάζεται να λέγεται αυτό μάλλον εξ’ ονόματος του καλού ποιμένα= έστησαν τον μισθόν μου και είπε Κύριος πρός με κλπ. Ο ευαγγελιστής εδώ αναφέρει αυτό στους αρχιερείς: Έλαβον οι αρχιερείς. Η ενέργεια λοιπόν του προφήτη που ρίχνει τον μισθό στον κεραμέα θεωρείται από τον ευαγγελιστή ότι προφητεύει την ενέργεια του συνεδρίου που απέρριψε την τιμή του αίματος, η οποία επιστράφηκε από τον Ιούδα (a).
(4) Αντί για το «λαμπρή» ή «μεγάλη τιμή» που γράφεται στο πρωτότυπο ειρωνικά, ο ευαγγελιστής λέει εδώ την τιμή του τετιμημένου= «την πληρωμή» ή «του πάντιμου Χριστού» (Ζ), ή αυτού που υποβλήθηκε σε πώληση και εκτίμηση για την εξακρίβωση του τιμήματός του (g).
(5) Τον οποίο αποτίμησαν, κανόνισαν το τίμημά του άνθρωποι από τους υιούς Ισραήλ. «Διότι ήταν μεν ατίμητος, αποτιμήθηκε όμως από τους υιούς Ισραήλ. Δηλαδή κανόνισαν την τιμή του οι γιοι Ισραήλ, αφού συμφώνησαν με τον Ιούδα να δώσουν τριάντα αργύρια» (Θφ).
Ματθ. 27,10 καὶ ἔδωκαν(1) αὐτὰ εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως(2), καθὰ συνέταξέ μοι Κύριος.
Ματθ. 27,10 και έδωκαν αυτά δια τον αγρόν του κεραμιδά, όπως με καθοδήγησε ο Κύριος”.
(1) Στον Ζαχαρία γράφει «έδωκα», και από τον προφήτη κάποιοι διόρθωσαν αυτό και στον ευαγγελιστή, και από αυτό προέκυψε η διαφορετική γραφή σε κάποια χειρόγραφα αντί για το έδωκαν (b). Στον Ζαχαρία «έδωκα» εγώ ο προφήτης. Εδώ «έδωκαν» αυτοί που αποτίμησαν.
(2) Αντί για το γραφόμενο στον προφήτη «εις τον κεραμέα» ή σύμφωνα με τους Ο΄ στο χωνευτήριο, ο ευαγγελιστής εδώ γράφοντας εκ των υστέρων και έχοντας υπ’ όψη την έκβαση εξηγεί το «εις τον κεραμέα» του εβραϊκού πρωτοτύπου με τη φράση στον αγρό του κεραμέως (δ).
(3) Οι Ο΄ έχουν την ίδια φράση στο Εξόδου θ 12 (b). Αντί για το «είπε ο Κύριος προς εμένα», αυτό επειδή λέγεται από τον προφήτη, που βεβαιώνει, ότι αυτό έγινε κατά πρόγνωση Θεού και κατά συμμόρφωση προς τις διαταγές του (L).
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα
Β. Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ιδ 1- ιδ 72
(Υπόμνημα στο κατά Μάρκον, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 258-291 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Θφ =ΘεοφυλακτοςΒουλγαρίας
Β = Βασίλειος ο Μέγας β = Βίκτωρ Αντιοχείας
Γν = Γρηγόριος Νύσσης Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας Σγ = Σεβηριανός Γαβάλων
Ζ = Ζιγαβηνός εις τον Μάρκον Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζμ = Ζιγαβηνός εις τον Ματθαιον Ω = Ωριγένης
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
The New-Century Bible St. Mark by S.D.F. Salmond, Edinburgh 1922 (σημειώνεται με το σ).
The International Critical Commentary, Ezra P. Gould, A critical and exegetical Commentary on the Gospel according to S. Mark, Edinburgh 1921 (σημειώνεται με το γ).
J.A. Bengel Gnomon of the N.T. Testament translated by I. Bryce. Τόμ. Α (σημειώνεται με το b).
C.L. W. Grimm Lexicon Graeco-Latinum in libros N. Lipsiae 1903. (σημειώνεται με το g).
Ν. Δαμαλά Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ
Μαρκ. 14,1 Ἦν δὲ τὸ πάσχα καὶ τὰ ἄζυμα(1) μετὰ δύο ἡμέρας(2). καὶ ἐζήτουν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς πῶς αὐτὸν ἐν δόλῳ κρατήσαντες ἀποκτείνωσιν(3).
Μαρκ. 14,1 Έπειτα από δύο ημέρας, ήτο Πάσχα και τα άζυμα. Και ζητούσαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς, πως με απάτην και χωρίς θόρυβον να τον πιάσουν και να τον θανατώσουν.
(1) «Πάσχα και άζυμα λέει το πάσχα τώρα ο ευαγγελιστής, διότι κατά το πάσχα μαζί με τα κρέατα του αμνού, έτρωγαν και άζυμα» (Ζ). Η λέξη Πάσχα σημαίνει κάποιες φορές τον πασχαλινό αμνό (όπως στο Μάρκ. ιδ 12,Λουκ. κβ 7), ο οποίος σφαζόταν στις 14 του μηνός Νισάν και τρωγόταν περίπου στη δύση (όταν άρχιζε η 15 Νισάν) σε ανάμνηση της ημέρας, κατά την οποία οι Ισραηλίτες διατάχτηκαν να ετοιμαστούν για αναχώρηση από την Αίγυπτο (Εξόδου ιβ,Αριθμοί θ,Δευτερον. ιστ)· μερικές φορές σημαίνει τις προετοιμασίες του πασχαλινού δείπνου όπως στα Μάρκ. ιδ 16,Λουκ. κβ 8,13 και μερικές φορές τη γιορτή του Πάσχα, που διαρκούσε από 14-21 του μηνός Νισάν όπως εδώ και στα Ματθ. κστ 2,Λουκ. β 41,κβ 1, Ιω. β 13,23,στ 4 κλπ.
Η λέξη άζυμα επίσης σημαίνει άλλοτε μεν τον άζυμο άρτο τον οποίο οι Ιουδαίοι έτρωγαν κατά τις επτά ημέρες του Πάσχα (Ματθ. κστ 17,Μάρκ. ιδ 12,Λουκ. κβ 1,7)· άλλοτε πάλι την ίδια τη γιορτή του Πάσχα, όπως εδώ. Το ιδιαίτερο στο χωρίο αυτό είναι ότι χρησιμοποιούνται και οι δύο όροι (Πάσχα-άζυμα) για δήλωση της γιορτής (σ).
(2) «Την Τετάρτη συγκροτήθηκε το συμβούλιο. Και για αυτό νηστεύουμε και εμείς τις Τετάρτες» (Θφ). Υπολογίζοντας από την Παρασκευή, ημέρα του Πάθους, κατά το απόγευμα της οποίας τρωγόταν ο αμνός, η ημέρα που εννοείται εδώ είναι η Τετάρτη, που φυλάσσεται από την αρχαία εκκλησία με νηστεία για ανάμνηση του ανίερου συμβουλίου (Ματθ. κστ 3) των εχθρών του Ιησού. Δες Διδαχή κεφ. 8 και Αποστολικές Διαταγές 5,15 (σ).
(3) Πόσο πεισματάρηδες και γεμάτοι φονικές διαθέσεις ήταν οι εχθροί του Ιησού! Δεν αρκούνταν στο να εξορίσουν ή φυλακίσουν αυτόν, αλλά επιζητούν να τον φονεύσουν. Και αυτό διότι ο σκοπός τους ήταν να κατασιγάσουν τελείως το στόμα του, αλλά και να τον εκδικηθούν για τους ελέγχους του για διόρθωσή τους.
Μαρκ. 14,2 ἔλεγον δὲ μὴ ἐν τῇ ἑορτῇ(1), μήποτε θόρυβος(2) ἔσται τοῦ λαοῦ(3).
Μαρκ. 14,2 Έλεγαν δε να μη τον συλλάβουν κατά την εορτή, μήπως και γίνη θόρυβος και ταραχή του λαού.
(1) «Εκείνοι μεν λοιπόν ήθελαν να περάσει ο καιρός της γιορτής, δεν τους επιτράπηκε όμως, αλλ’ αυτός ο ίδιος φυλάγοντας για τον εαυτό του τον καιρό του πάθους, ευδόκησε να σταυρωθεί κατά το Πάσχα. Διότι αυτός ήταν το αληθινό Πάσχα. Γι’ αυτό είναι δυνατόν να θαυμάσουμε την δύναμή του. Διότι όταν μεν ήθελαν εκείνοι να τον πιάσουν, δεν μπορούσαν· όταν όμως εκείνοι δεν ήθελαν λόγω της γιορτής, τότε αυτός με τη θέλησή του παρέδωσε τον εαυτό του» (Θφ), και «πέρα από κάθε ελπίδα φρόντισε να έλθει εις πέρας αυτό που τόσο πολύ επιθυμούσαν και με τη θέλησή του παρέδωσε τον εαυτό του» (β).
Θέλησε να πεθάνει κατά τις ημέρες του Πάσχα, ώστε τα παθήματά του να γίνουν δημοσιότερα και όλος ο Ισραήλ, χωρίς να εξαιρούνται ούτε αυτοί που ήταν στη διασπορά, πολλοί από τους οποίους είχαν συρρεύσει στη γιορτή, να γίνουν αυτόπτες μάρτυρες αυτών και των σημείων που θα επακολουθούσαν σε αυτά. Επιπλέον, ώστε το Αντίτυπο να ανταποκριθεί πιο ξεκάθαρα προς τον τύπο. Ο Χριστός, το Πάσχα μας, θυσιάστηκε για μας όπως ο αληθινός πασχάλιος αμνός του Θεού και μας ελευθέρωσε από τον οίκο της δουλείας, κατά τον ίδιο χρόνο, κατά τον οποίο και ο πασχαλινός αμνός που προτύπωνε αυτόν θυσιαζόταν και μνημονευόταν η απελευθέρωση του Ισραήλ από την Αίγυπτο.
(2) Λέγεται η λέξη για να δηλώσει την ταραχή που προκαλείται από εξέγερση του πλήθους (γ). Αυτό ήταν το σχέδιό τους, πριν ακόμη παρουσιαστεί σε αυτούς ο προδότης, με τη βοήθεια του οποίου τα σχετικά με την εκτέλεση του σχεδίου απλοποιούνταν και εξασφαλίζονταν (σ).
(3) Δεν λένε: Όχι στη γιορτή, για να μην διαταραχτεί ο λαός στις εκδηλώσεις τις ευλαβείς του εορτασμού του Πάσχα και διασκορπιστεί η προσοχή τους από αυτές, αλλά για να μην δημιουργηθεί θόρυβος και αντίδραση. Εκείνοι οι οποίοι επιθυμούν τίποτα περισσότερο παρά τον έπαινο των ανθρώπων, δεν φοβούνται κάτι άλλο περισσότερο από την εξέγερση και τη δυσαρέσκειά τους.
Μαρκ. 14,3 Καὶ ὄντος(1) αὐτοῦ ἐν Βηθανίᾳ ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ(2), κατακειμένου(1) αὐτοῦ ἦλθε γυνὴ(3) ἔχουσα ἀλάβαστρον(4) μύρου νάρδου(5) πιστικῆς(6) πολυτελοῦς(7), καὶ συντρίψασα(8) τὸ ἀλάβαστρον κατέχεεν αὐτοῦ κατὰ τῆς κεφαλῆς.
Μαρκ. 14,3 Και όταν αυτός ευρίσκετο εις την Βηθανίαν, στο σπίτι Σιμωνος του λεπρού, την ώραν που είχε γείρει και έτρωγε στο τραπέζι ήλθε μια γυναίκα, που κρατούσε ένα αλαβάστρινον δοχείον γεμάτο μύρο κατασκευασμένον από γνησίαν και πολύτιμον νάρδον. Και αφού έσπασε το αλαβάστρινο δοχείον έχυνε πλούσια όλο το μύρο επάνω εις την κεφαλήν του.
(1) Από τις δύο μετοχές η πρώτη (ὄντος) δηλώνει γενικώς τον χρόνο και τον τόπο κατά τον οποίο και στον οποίο έγινε η χρίση (στη Βηθανία, στην οικία του Σίμωνα), η δεύτερη την ώρα (κατακειμένου=την ώρα που είχε γύρει στο δείπνο). Ο Κύριος καλείται σε δείπνο από κάποιον από τους φίλους του. Και μολονότι γνωρίζει καλά, ότι το πάθος του ήταν κοντά, δεν κυριεύεται από μελαγχολικά συναισθήματα, ώστε να αποχωρήσει και να απομονωθεί από κάθε συντροφιά, αλλά συναναστρέφεται ελεύθερα και με οικειότητα με τους φίλους του, όπως συνήθως.
(2) Ο Σίμων αυτός ο λεπρός δεν μνημονεύεται αλλού (γ). Ήταν ίσως ένας από εκείνους, τους οποίους είχε θεραπεύσει ο Ιησούς (σ). Μολονότι είχε θεραπευτεί, είναι γνωστός ως λεπρός. Όσοι θεραπεύτηκαν από τον Ιησού από βαριά πνευματική ασθένεια και σκανδαλώδη αμαρτήματα, ας μη λησμονούν, ότι η ανάμνηση της προηγούμενης ζωής τους δεν εξαλείφθηκε από τη μνήμη εκείνων, οι οποίοι υπήρξαν μάρτυρες αυτής. Και ας φροντίζουν λοιπόν, όπως ο Σίμων με το υγιές πλέον σώμα του παρουσιαζόταν ένδοξη μαρτυρία της δύναμης του Ιησού, έτσι και αυτοί με την αγία ζωή τους να γίνονται δόξα και τιμή του Σωτήρα των αμαρτωλών.
(3) Σχετικά τώρα με τη γυναίκα «φαίνεται μεν ότι είναι μία και η ίδια γυναίκα σε όλους τους ευαγγελιστές, δεν ήταν όμως. Αλλά στους τρεις μεν, φαίνεται ότι είναι μία και η ίδια, στον Ιωάννη όμως όχι, αλλά κάποια άλλη θαυμαστή, η αδελφή του Λαζάρου. Και αυτά μεν λέει ο επίσκοπος της βασιλεύουσας πόλης ο Ιωάννης (ο Χρυσόστομος).
Ο Ωριγένης όμως πάλι λέει ότι είναι άλλη αυτή στον Ματθαίο και τον Μάρκο που έχυσε στο κεφάλι το μύρο στην οικία του Σίμωνα του λεπρού, και άλλη αυτή που γράφεται στον Λουκά, η αμαρτωλή που έχυσε στα πόδια το μύρο στην οικία του Φαρισαίου. Ο Απολινάριος και ο Θεόδωρος λένε ότι είναι μία και η ίδια σε όλους τους ευαγγελιστές, αλλά ο Ιωάννης κατέγραψε ακριβέστερα την ιστορία».
Η πιο σωστή εκδοχή: «Ο Ματθαίος και ο Μάρκος και ο Ιωάννης φαίνονται ότι μιλούν για την ίδια· διότι λένε ότι αυτό έγινε στη Βηθανία… Ο Λουκάς όμως μιλά για άλλην… λέγοντας ότι αυτή είναι αμαρτωλή και αυτό έγινε στην πόλη· εκείνη όμως δεν ήταν αμαρτωλή… και συνέβη στη Βηθανία το χωριό» (β).
(4) Η ονομασία δινόταν σε αγγεία που χρησιμοποιούνταν για διατήρηση μύρων σε αυτά, διότι κατασκευάζονταν συχνά αυτά από την ύλη του αλάβαστρου. Το αλάβαστρο των παλαιών ήταν διαφορετικό από εκείνο, το οποίο είναι γνωστό σε μας ως αλάβαστρο. Όχι θειικό ασβέστιο, αλλά ανθρακούχος σταλαγμίτης. Θεωρούνταν ως ύλη ικανή να διατηρήσει το άρωμα των μύρων (σ).
(5) Μύρο από νάρδο, το γνωστό ινδικό φυτό, το οποίο ο Πλίνιος (12,25) περιγράφει ως θάμνο που έχει βαριά μεν και παχιά τη ρίζα, αλλά κοντή και εύθραυστη, πολύ λιπαρή, που έχει πολύ δυνατή οσμή. Από τη ρίζα αυτή κατασκευαζόταν το πολύτιμο λάδι (δ).
(6) «Πιστική ονομάζει, όπως φαίνεται, την ανόθευτη και εγγυημένη στην καθαρότητα» (Ζμ) ή (λιγότερο πιθανή εκδοχή) «και αυτό ήταν κάποια ονομασία του μύρου» (Ζ). Πιστικός= ανήκει στην πίστη, δηλαδή αυτός στον οποίο μπορεί κάποιος να πιστέψει, πιστός, αληθινός, γνήσιος (δ). Υπήρχε και ψευδονάρδος με την οποία η γνήσια νάρδος συχνά νοθευόταν (γ). Δες Πλινίου Nat Hist. ΧΙ,12.
(7) Το αντίθετο του ευτελούς= πολύτιμης, άξιας πολλών χρημάτων (δ).
(8) «Έσπασε το αγγείο… επειδή είχε στενό άνοιγμα» (Ζμ). Έσπασε τον λαιμό το στενό του αγγείου, για να χύνεται ευκολότερα το μύρο (δ) Το έσπασε, για να μην μείνει σε αυτό κάτι από το μύρο (b). Ο Χριστός πρέπει να τιμάται από εμάς με ό,τι έχουμε και δεν πρέπει να σκεπτόμαστε, για να πάρουμε πάλι, έστω και κάτι ελάχιστο από την τιμή ή αξία, την οποία του αφιερώνουμε. Η γυναίκα συνέτριψε και το αλάβαστρο και δεν σκέφτηκε να πάρει αυτό πάλι κενό. Ανήκε και αυτό στον Χριστό. Προσφέρουμε στο Χριστό το πολύτιμο μύρο των στοργικότερων και πιο αφοσιωμένων συναισθημάτων; Ας του τα δώσουμε όλα. Ας τον αγαπήσουμε με όλη την καρδιά μας. Ας μην του κατακρατήσουμε τίποτα.
Μαρκ. 14,4 ἦσαν δέ τινες ἀγανακτοῦντες(1) πρὸς ἑαυτοὺς(2) λέγοντες· εἰς τί ἡ ἀπώλεια(3) αὕτη τοῦ μύρου γέγονεν;
Μαρκ. 14,4 Μερικοί από τους μαθητάς εκυριεύθησαν από αγανάκτησιν και έλεγαν μεταξύ των• διατί έγινε αυτή η άσκοπος σπατάλη του πολυτίμου αυτού μύρου;
(1) «Ο Ιωάννης λέει ότι ο Ιούδας αγανάκτησε. Είναι λογικό ότι και οι άλλοι μεν Απόστολοι κατηγόρησαν τη γυναίκα, επειδή άκουγαν το Χριστό να διδάσκει συνέχεια για ελεημοσύνη. Ο Ιούδας όμως δεν αγανάκτησε εναντίον της γυναίκας για τον ίδιο σκοπό, αλλά εξαιτίας της φιλαργυρίας και αισχροκέρδιάς του. Γι’ αυτό και ο Ιωάννης αυτόν μόνο αναφέρει, επειδή με δόλιο σκοπό κατηγόρησε τη γυναίκα» (Θφ).
(2) Δεν τολμούσαν να εκφράσουν την γνώμη και αγανάκτησή τους αυτή, αλλά μεταξύ τους έλεγαν (δ). Η αγανάκτησή τους εκδηλώθηκε με ψιθύρους που μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα μεταξύ τους (σ).
(3) Η κρίση υπολογιστικού συμφεροντολογικού πνεύματος προκαλούσε σκοτάδι ώστε να μη διακριθεί η ανώτερη αξία της αγάπης (σ). Δεν υπήρχαν στην καρδιά του Ιούδα ούτε κάποια ψήγματα από το θησαυρό της αγάπης προς τον Διδάσκαλο, ο οποίος πλεόναζε στην καρδιά της αφοσιωμένης αυτής γυναίκας και για αυτό θεωρεί ως σπατάλη άσκοπη τη διάθεση του μύρου και δίνει το σύνθημα των άδικων επικρίσεων.
Μαρκ. 14,5 ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μύρον πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων(1) καὶ δοθῆναι τοῖς πτωχοῖς· καὶ ἐνεβριμῶντο(2) αὐτῇ.
Μαρκ. 14,5 Διότι ημπορούσε τούτο το μύρον να πωληθή περισσότερο από τριακόσια δηνάρια και να δοθούν τα χρήματα αυτά στους πτωχούς• Και επέπλητταν την γυναίκα.
(1) «Με το να πουν ότι μπορούσε να πουληθεί για τριακόσια δηνάρια, έδειξαν πόσα ξόδεψε στο μύρο αυτή και πόση προθυμία έδειξε» (β). Η αξία ήταν μεταξύ 10-12 χρυσές λίρες, αλλά η αγοραστική τότε αξία του δηναρίου έκανε πολύ μεγαλύτερο το ποσό (σ). Η πραγματική αξία του δηναρίου τότε ήταν αυτή του ημερομισθίου. Αυτό εξηγεί την αγανάκτηση των μαθητών (γ).
(2) «Δηλαδή αγανακτούσαν, την μάλωναν» (Θφ). Τόσο το αγανακτούντες του στίχου 4, όσο και το ἐνεβριμῶντο, με τα οποία εκφράζονται εδώ τα συναισθήματα των μαθητών, είναι πολύ έντονα (γ). Η αγανάκτησή τους, που στην αρχή περιορίστηκε σε ψιθύρους, ξέσπασε τελικά και σε επιτιμήσεις εναντίον της γυναίκας.
Μαρκ. 14,6 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἄφετε αὐτήν· τί αὐτῇ κόπους παρέχετε(1); καλὸν(2) ἔργον εἰργάσατο ἐν ἐμοί.
Μαρκ. 14,6 Ο δε Ιησούς είπεν• αφήσατέ την• διατί την ενοχλείτε και την στενοχωρείτε; Αυτή καλόν και αξιέπαινον έργον έκαμε εις εμέ.
(1) «Ελέγχει ο Κύριος τους Αποστόλους, επειδή άκαιρα εμποδίζουν την προθυμία της γυναίκας. Διότι γιατί, λέει, την ενοχλείτε;» (Θφ). Αφήστε την ήσυχη· μην οργίζεστε και ενοχλείτε τη γυναίκα (δ). Παρέχει κόπους στο λαό του Θεού το να παραγνωρίζονται και να επικρίνονται τα αγαθά έργα, τα οποία για δόξα του πράττουν. Οι επικρίσεις όμως αυτές διαθέτουν δυσμενώς τον Ιησού Χριστό. Εδώ πήρε το μέρος της αγαθής, της ζηλώτριας, της αφοσιωμένης γυναίκας και αντιτάχτηκε σε όλους τους μαθητές του. Κάνετε τα πάντα για δόξα του Χριστού και από αγάπη προς τον Χριστό. Και μην ταράζεστε, μη δοκιμάζετε την ελάχιστη δυσαρέσκεια, εάν οι άλλοι σας επικρίνουν. Αρκεί η συνείδησή σας να σας μαρτυρεί αγαθά. Και να είστε βέβαιοι, ότι ο Χριστός χαμογελά σε εσάς, είναι με το δικό σας μέρος και όχι με το μέρος των επικριτών σας, έστω και αν αυτοί παρουσιάζονται ότι εκπροσωπούν το Χριστό και υπέχουν τη θέση των δώδεκα μαθητών του.
(2) Ωραία ηθικά πράξη (σ). Η ευωδία καρδιάς που αγαπά διαβιβάστηκε σε αυτόν με το πολύτιμο μύρο (γ).
Μαρκ. 14,7 πάντοτε γὰρ(1) τοὺς πτωχοὺς ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν(2), καὶ ὅταν θέλητε δύνασθε(3) αὐτοὺς εὖ ποιῆσαι(4)· ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε(5).
Μαρκ. 14,7 Διότι τους πτωχούς τους έχετε πάντοτε κοντά σας και όταν θέλετε, ημπορείτε να τους ευεργετήσετε. Εμὲ όμως δεν με έχετε πάντοτε μαζί σας.
(1) Λέει στη συνέχεια το λόγο, για τον οποίο με τη χρίση έκανε καλό έργο η γυναίκα.
(2) Η προς τους πτωχούς συμπάθεια και αγαθοεργία είναι πρωτεύον καθήκον. Υπάρχουν όμως και επίκαιρες πράξεις, στις οποίες και το καθήκον αυτό πρέπει να παραχωρεί τη θέση του. Όταν τέτοια σύγκρουση καθηκόντων παρουσιάζεται, η προτίμηση πρέπει να δίνεται σε εκείνο, το οποίο όχι οποτεδήποτε αλλά μόνο σε δεδομένη στιγμή μπορεί να συντελεστεί (σ). Υπάρχουν περιπτώσεις, κατά τις οποίες τα έργα της ευλαβούς λατρείας πρέπει να καταλαμβάνουν τον τόπο των έργων της αγαθοεργίας και να προτιμούνται από αυτά.
(3) Ποτέ δεν φτάνει κάποιος σε τέτοια έσχατη ανάγκη, ώστε να μην μπορεί να δώσει στον πλησίον του κάτι (b).
(4) Έχετε καιρό για το έργο αυτό της ελεημοσύνης (δ). Όσοι έχουν αγαθή διάθεση να πράττουν το καλό, δεν στερούνται ποτέ ευκαιριών για αγαθοεργία.
(5) Παρόντα μαζί σας, όπως τώρα. Δεν είναι δυνατόν πάντοτε μία τέτοια τιμή να προσφερθεί σε μένα (b), ο οποίος μετά από λίγο θα θανατωθώ για σας (δ).
Μαρκ. 14,8 ὃ ἔσχεν(1) αὕτη ἐποίησε· προέλαβε(2) μυρίσαι(3) μου τὸ σῶμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν(4).
Μαρκ. 14,8 Αυτή δε η γυναίκα εκείνο που είχε και ημπορούσε να κάμη δι' εμέ, το έκαμε. Επρόλαβε να αλείψη το σώμα μου με μύρον, δια να το προετοιμάση προς ενταφιασμόν.
(1) «Αντί να πει: αυτό που μπορούσε» (Ζμ). Ό,τι είχε στη δύναμή της να πράξει, το έπραξε (b).
(2) Λόγω του ότι η πράξη της γυναίκας έγινε σε χρόνο κοντά στο Πάθος, πήρε σημασία, την οποία η γυναίκα ούτε προέβλεπε ούτε είχε πρόθεση. Ασυναίσθητα απέδωσε στον Κύριο την ώρα που ακόμη ζούσε, τις τιμές της ταφής (γ), «σαν να παρακινήθηκε από το Θεό» (Θφ). Αμέσως πριν το θάνατό μου και πριν από κάθε άλλη (μυροφόρα), μού άλειψε το σώμα με μύρο, που έχει σχέση με τον ενταφιασμό μου (δ).
(3) Ήταν συνήθεια μεταξύ των Ιουδαίων μετά την πλύση του πτώματος να αλείφουν αυτό με αρώματα και μύρα (σ). Δεν άρμοζε στο σώμα του Χριστού, το οποίο δεν γνώρισε διαφθορά, να μυριστεί μετά θάνατον· γι’ αυτό χρίστηκε πριν το θάνατο (b).
(4) Η προετοιμασία για την ταφή (γ). Για να με προετοιμάσει για ταφή. Η χρίση με το μύρο πήρε την έννοια της προετοιμασίας για την ταφή. Δες πώς η καρδιά του Χριστού ήταν γεμάτη από τις σκέψεις του πλησιάζοντος θανάτου του και πόσο οικεία μιλούσε για αυτόν σε κάθε περίσταση, αλλά και τώρα, όταν λίγες μόνο ημέρες τον χώριζαν από αυτόν. Ο θάνατός του και η ταφή του ήταν οι ταπεινότερες και χαμηλότερες βαθμίδες της ταπείνωσής του και εφόσον οι εξευτελισμοί και περιφρονήσεις που θα υπέμενε σε αυτόν θα απέβαιναν για σωτηρία του κόσμου, είναι ευπρόσδεκτα σε αυτόν τα δείγματα της ευλάβειας και της τιμής, τα οποία σαν δίκαιες εκδηλώσεις καρδιών ευγνωμόνων κατά τις τελευταίες αυτές στιγμές τού προσφέρονται και τα οποία μπορούν να σχετιστούν με τα πάθη του.
Μαρκ. 14,9 ἀμὴν λέγω ὑμῖν(1), ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον(2) τοῦτο εἰς ὅλον τὸν κόσμον(3), καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη(4) λαληθήσεται εἰς μνημόσυνον αὐτῆς(5).
Μαρκ. 14,9 Σας διαβεβαιώνω, ότι όπου εάν κηρυχθή, εις όλον τον κόσμον, τούτο το Ευαγγέλιον, θα διαλαληθή συγχρόνως και αυτό που έκαμεν αυτή, δια να μένη αλησμόνητη η ανάμνησίς της.
(1) Προβλέπει ο Κύριος ότι η ωραιότητα αυτής της πράξης, η οποία δεν εκτιμήθηκε τώρα από τους μαθητές του, είναι τέτοια, ώστε θα μνημονεύεται καθολικώς σε κάθε χρόνο και τόπο (γ). Όσο ευρέως θα διαδοθεί το ευαγγέλιο, τόσο ευρέως θα διαδοθεί και η φήμη αυτής της πράξης (σ).
(2) Το ευαγγέλιο είναι και το κατ’ εξοχήν κήρυγμα αγάπης. Η πράξη όμως της γυναίκας αυτής ήταν εκδήλωση ανυπολόγιστης αφοσίωσης και αγάπης και για αυτό δεν είναι δυνατόν να παραλειφθεί η αναφορά της ως μέρους της ευαγγελικής ιστορίας (σ). Παρόλο που μέσω του ευαγγελίου αποσκοπείται κυρίως η τιμή και δόξα του Χριστού, παρόλ’ αυτά και η δόξα και τιμή των αγίων του και των δούλων του δεν παραβλέπεται.
(3) «Προφητεύει εδώ ο Κύριος δύο προφητείες, ότι και το ευαγγέλιο θα κηρυχτεί σε όλο τον κόσμο και ότι η πράξη της γυναίκας θα κηρυχτεί μαζί με αυτό» (Θφ).
«Προαναγγέλλει την έξοδο στα έθνη και με αυτόν τον τρόπο παρηγορεί αυτούς για το θάνατο· αφού βεβαίως μετά το σταυρό θα είναι η δύναμη, ώστε να ξεχυθεί σε όλη τη γη το κήρυγμα» (β).
(4) Η αντωνυμία λέγεται με ανάδειξη και έμφαση (b).
(5) Για να μνημονεύεται αυτή με τιμή μεταξύ των ανθρώπων (σ). «Εγώ, λέει, τόσο πολύ απέχω από το να καταδικάσω αυτήν ότι κακώς έπραξε ή να την κατηγορήσω ότι δεν ενήργησε καλά, ώστε δεν θα αφήσω κρυφό αυτό που έγινε. Αλλά ο κόσμος θα μάθει αυτό που διαπράχτηκε μέσα σε ένα σπίτι και κρυφά. Διότι αυτό που έγινε φανερώνει υψηλό φρόνημα και είναι τεκμήριο πολλής πίστης» (β).
Το αντιστάθμισμα, το οποίο παίρνουν αυτοί που κάνουν το καλό απέναντι στις εναντίον τους επικρίσεις, είναι υπερεπαρκές. Έτσι η αφοσιωμένη αυτή γυναίκα ανταμείφθηκε και εδώ πλούσια για τη θυσία του μύρου. Απόκτησε με αυτήν όνομα, το οποίο είναι ακριβότερο από το πολύτιμό της μύρο. Αυτούς που δοξάζουν το Χριστό, θα τους τιμήσει ο Πατέρας.
Μαρκ. 14,10 Καὶ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης(1), εἷς τῶν δώδεκα(2), ἀπῆλθε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς(3) ἵνα παραδῷ αὐτὸν(4) αὐτοῖς.
Μαρκ. 14,10 Και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους δώδεκα, γεμάτος αγανάκτηση, επήγε κατ' ευθείαν προς τους αρχιερείς και τους επρότεινε να παραδώση εις αυτούς τον Χριστόν.
(1) «Όταν η γυναίκα έδειξε τη δική της φιλοτιμία, τότε παραλογίζεται ο μαθητής» (Θφ).
Μετά το δείγμα της μέγιστης αφοσιώσεως προς τον Ιησού ακολουθεί δείγμα μέγιστης αγνωμοσύνης και δυσμένειας. Τέτοια ανάμιξη καλών και κακών σημειώνεται και στο βίο των ακολούθων του Χριστού. Έχουν και αυτοί πιστούς φίλους, αλλά και ψευδείς και υποκριτές τέτοιους.
(2) «Δεν λέγεται άσκοπα το «ένας από τους δώδεκα», αλλά για να δείξει, ότι και αυτός ήταν ένας από τους εξέχοντες, εκλεκτός» (Θφ).
Ανήκε στην οικογένεια του Χριστού, είχε διδαχτεί και παιδαγωγηθεί από το Χριστό, για να γίνει διάκονος της βασιλείας των ουρανών. Και όμως ήλθε προς τους αρχιερείς, για να παράσχει σε αυτούς τις υπηρεσίες του εναντίον του βασιλιά των ουρανών. Εάν όμως μεταξύ των δώδεκα, τους οποίους ο ίδιος ο Χριστός διάλεξε, εισχώρησε ο διάβολος, ασφαλώς δεν πρέπει να εκπληττόμαστε εάν δεν συναντούμε στην επί γης βασιλεία του Χριστού κοινωνία τελείως αγνή και απαλλαγμένη από κάθε ζιζάνιο (Henry). Δ
εν φαίνεται από την αφήγηση του Μάρκου, ότι υπήρχε κάποια σχέση ανάμεσα στο παρόν και το προηγούμενο επεισόδιο, σαν να οδηγήθηκε δηλαδή ο Ιούδας στην απόφαση και το διάβημα της προδοσίας από τη σπατάλη του μύρου, αν και ο Ιωάννης μάς λέει, ότι ο Ιούδας ειδικότερα λυπήθηκε για αυτήν. Αλλά το συμβούλιο του συνεδρίου, το δείπνο και η χρίση και η επιβουλή του Ιούδα απλώς μπαίνουν μαζί σαν τα γεγονότα αυτής της ημέρας. Η χρονολογική σχέση εξηγεί τα πάντα (γ).
(3) Τα πρόσωπα, που είχαν μέγιστη επιρροή και ήταν περισσότερο αρμόδια για υποθέσεις αυτού του είδους (σ). Δεν έστειλαν οι αρχιερείς να τον ζητήσουν, ούτε αυτοί του πρότειναν πρώτοι να συνεργαστεί μαζί τους. Αυτός μόνος πήγε προς αυτούς. Δεν μπορούσαν ποτέ εκείνοι να φανταστούν, ότι ένας από τους μαθητές του Χριστού θα γινόταν συνεργάτης τους. Εκείνοι οι οποίοι δεν ακολουθούν ειλικρινά το Χριστό, μπορεί να αποβούν χειρότεροι από ό,τι και οι πλέον διεφθαρμένοι των ανθρώπων μπορούν να φανταστούν. Όσο δεν εκτιμά κάποιος την υψηλή κλήση στην οποία ο Θεός τον κάλεσε και όσο περισσότερο δεν χρησιμοποιεί το αξίωμά του για υπηρεσία του Θεού, αλλά για δικούς του σκοπούς, τόσο είναι εκτεθειμένος και υποκείμενος σε παραβάσεις μιαρές και αφάνταστες. Εάν ο Ιούδας δεν ήταν Απόστολος, δεν θα γινόταν ούτε προδότης.
(4) «Τι λοιπόν σημαίνει το «να παραδώσει αυτόν»; Δηλαδή να φανερώσει σε αυτούς πότε είναι μόνος. Διότι εκείνοι φοβόντουσαν να επιτεθούν σε αυτόν την ώρα που δίδασκε, λόγω του όχλου. Εκείνος λοιπόν υποσχόταν να τον παραδώσει σε αυτούς όταν θα ήταν μόνος του» (Θφ).
Μολονότι ήταν από τον στενότερο κύκλο των μαθητών, γνωρίζοντας όσο ελάχιστοι τον Ιησού και έχοντας διατελέσει ακροατής όλης της διδασκαλίας του, δεν προσφέρεται να γίνει μάρτυρας κατηγορίας εναντίον του, αλλά μόνο προδότης του. Αυτό αποδεικνύει την απόλυτη αθωότητα του Κυρίου μας. Ούτε ο προδότης, που για τριετία παρακολούθησε από κοντά αυτόν, είχε να καταμαρτυρήσει κάτι εναντίον του.
Μαρκ. 14,11 οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐχάρησαν(1), καὶ ἐπηγγείλαντο αὐτῷ ἀργύρια(2) δοῦναι· καὶ ἐζήτει(3) πῶς εὐκαίρως(4) αὐτὸν παραδῷ.
Μαρκ. 14,11 Αυτοί δε όταν ήκουσαν την πρότασιν εχάρησαν. Υπεσχέθησαν δε να του δώσουν χρήματα. Και εζητούσε ο Ιούδας, πως εις πρώτην ευκαιρίαν και χωρίς θόρυβον να τον παραδώση εις χέρια των.
(1) «Χάρηκαν όχι μόνο επειδή επρόκειτο να τον συλλάβουν χωρίς θόρυβο, αφού θα τον παρέδιδε ο Ιούδας στην κατάλληλη ευκαιρία, αλλά και επειδή άρχισε να μισείται και από τους μαθητές» (Ζ).
(2) Καμιά αφορμή δεν είχε δώσει σε αυτόν ο Διδάσκαλος, υπάρχουν μάλιστα πολλές ενδείξεις στα ευαγγέλια, ότι επιδείκνυε την ίδια εύνοια προς αυτόν, την οποία και προς τους υπόλοιπους Αποστόλους. Εμπιστεύθηκε μάλιστα σε αυτόν θέση, η οποία του άρεσε, διότι του ανέθεσε τη φύλαξη του γλωσσόκομου (ταμείου). Όχι λοιπόν το μίσος προς τον Διδάσκαλο ή κάποια έριδα με αυτόν, ώθησε αυτόν στην προδοσία, αλλά μόνο η αγάπη του χρήματος. Σωστά η φιλαργυρία χαρακτηρίστηκε ως «ρίζα όλων των κακών». Αυτή ήταν από την αρχή ιδιαίτερη του Ιούδα αδυναμία. Ο διάβολος διακρίνοντας το ασθενές αυτό σημείο πύκνωσε σε αυτό τις επιθέσεις του, έως ότου κατέκτησε ολοτελώς τον μαθητή.
Οι μικρές αδυναμίες του χαρακτήρα μας χρήζουν της ιδιαίτερης προσοχής μας, διότι με αυτές δεν είναι δύσκολο να νικηθούμε από το σατανά. Όπως ο Ιούδας όχι με απότομο άλμα έφθασε στην προδοσία, έτσι και εμείς με αλλεπάλληλα μικρά και ασήμαντα βήματα, που γίνονται με την ώθηση του σατανά που εκμεταλλεύεται τις μικρές αδυναμίες μας, δεν είναι αδύνατο να βρεθούμε στο χείλος της αβύσσου. Ας προσέχουμε μήπως κάποια ρίζα πικρίας υπάρχει σε εμάς και ας σπεύδουμε να αποβάλλουμε αυτήν χωρίς αναβολή, διότι αυτή «φυτρώνοντας επάνω» θα επιφέρει σε εμάς την καταστροφή.
(3) Μάλλον άρχισε να ζητά (σ). Η διάνοιά του απασχολείται ήδη πώς θα πετύχαινε το μιαρό σχέδιό του. Είναι υπερβολικά κακό να μελετά κάποιος και να ζητά ευκαιρία, ώστε να συντελέσει αμαρτία που προαποφασίστηκε από αυτόν. Η προμελέτη αυτή γεμίζει ολόκληρο το εσωτερικό του με αμαρτία, διαφθείρει αυτό ολοένα και περισσότερο, καθιστά τη θέλησή του σταθερά προσδεδεμένη στο κακό, και όταν η προεσκεμμένη αμαρτία αυτή συντελεστεί, ο πνευματικός θάνατος επακολουθεί βέβαια.
(4) Σε κατάλληλο χρόνο· όταν δοθεί ευκαιρία (g), ώστε να προληφθεί η εξέγερση του λαού.
Μαρκ. 14,12 Καὶ τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ τῶν ἀζύμων(1), ὅτε τὸ πάσχα ἔθυον(2), λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· ποῦ θέλεις ἀπελθόντες ἑτοιμάσωμεν(3) ἵνα φάγῃς τὸ πάσχα(4);
Μαρκ. 14,12 Και κατά την πρώτην ημέραν, παραμονήν του πάσχα, που ελέγετο ημέρα των αζύμων (διότι κατ' αυτήν ετοίμαζαν οι Εβραίοι τα άζυμα δια το πάσχα, έσφαζαν δε και τον πασχάλιον αμνόν) είπον οι μαθηταί στον Κυριον• “που θέλεις να πάμε να ετοιμάσωμεν, δια να φάγης το πάσχα;”
(1) Την ημέρα δηλαδή κατά την οποία ο ένζυμος άρτος απομακρυνόταν και άρχιζε η χρήση άζυμου άρτου. Η φράση συναντιέται και στον Ιώσηπο (Ιουδ. Πολ.) και η πρώτη των αζύμων θεωρούνταν ως προπαρασκευή της εορτής των Αζύμων, η οποία άρχιζε ακριβώς την 15 του Νισάν δηλαδή μετά τη δύση της 14 Νισάν. Και οι τρεις ευαγγελιστές υπονοούν την ίδια ημέρα, την 14 Νισάν, η οποία άρχιζε από τη δύση της 13 Νισάν. Κατά τους μεταιχμαλωσιακούς χρόνους ήταν συνήθεια ο αρχηγός της οικογένειας να ερευνά το σπίτι με αναμμένο λυχνάρι κατά την εσπέρα της 13 Νισάν για εξαφάνιση κάθε ένζυμου άρτου. Η αποχή από τον ένζυμο άρτο άρχιζε από το μεσημέρι της 14 Νισάν (σ).
(2) Ο πασχαλινός αμνός σφαζόταν στην αυλή των ιερέων με επισημότητα (σ). Στην αρχή όμως σφαζόταν από τον οικοδεσπότη. Δες Εξόδ. ιβ 21,Δευτερ. ιστ 5 (γ). Και τρωγόταν μετά τη δύση της 14 Νισάν.
(3) Οι προπαρασκευές για το Πάσχα ήταν πολυσύνθετες και περιλάμβαναν την εξεύρεση τόπου, την προμήθεια αζύμων, κρασιού, νερού, πικρών χόρτων, το φαγώσιμο το γνωστό με το όνομα Χαροσέθ, την τακτοποίηση του τραπεζιού κλπ, εκτός του αμνού που μεταφερόταν κατά το τελευταίο στάδιο από το ναό για ψήσιμο. Έτσι η ερώτηση που απευθύνεται εδώ από τους μαθητές δεν υπονοεί απαραίτητα, ότι επρόκειτο κατά την ίδια εκείνη εσπέρα να φάνε το Πάσχα, και τόσο μάλλον, όσο από την αφήγηση των Συνοπτικών φαίνεται μάλλον ότι καμιά προετοιμασία για το Πάσχα δεν είχε γίνει πριν το πρωί της Πέμπτης (σ).
(4) Πήραν ως δεδομένο, ότι ο Διδάσκαλός τους θα έτρωγε το Πάσχα παρόλο που κατά την εποχή αυτή διωκόταν από τους αρχιερείς και η ζωή του κινδύνευε. Γνώριζαν, ότι από καμιά απειλή δεν ήταν δυνατόν να εμποδιστεί από του να τηρήσει διάταξη του νόμου, που εξέφραζε την θέληση του Πατέρα του. Πράγματι λοιπόν ο Κύριος, μολονότι γνωρίζει ότι ώρες μόνο χώριζαν αυτόν από το πάθος του, δεν εκδηλώνει την παραμικρή λύπη ή αδιαθεσία για προετοιμασία του δείπνου, στο οποίο θα εορταζόταν το αληθινό Πάσχα. Οποιαδήποτε δυσάρεστη είδηση ή προβλεπόμενος κίνδυνος δεν πρέπει να μας αποτρέπει ή εμποδίζει, ώστε να μετέχουμε σε τελετές λατρείας ή εκδηλώσεις ευχαριστήριες προς τον Θεό, όσες φορές μας παρουσιάζεται ευκαιρία για αυτό.
Μαρκ. 14,13 καὶ ἀποστέλλει δύο τῶν μαθητῶν(1) αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοῖς· ὑπάγετε εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἀπαντήσει ὑμῖν ἄνθρωπος κεράμιον ὕδατος βαστάζων(2)· ἀκολουθήσατε αὐτῷ,
Μαρκ. 14,13 Και έστειλε δύο από τους μαθητάς του και τους είπε• πηγαίνετε εις την απέναντι πόλη και θα σας συναντήση κάποιος άνθρωπος, που θα κρατά μία πήλινη στάμνα με νερό• ακολουθήστε τον.
(1) «Ο Μάρκος είπε και τον αριθμό αυτών που στάλθηκαν, ότι ήταν δύο· ο Λουκάς όμως πρόσθεσε και τα ονόματα αυτών λέγοντας, ότι Και έστειλε τον Πέτρο και τον Ιωάννη» (Ζμ).
(2) «Και για ποιό λόγο στέλνει σε άνθρωπο ο οποίος δεν γνώριζε; Και από εδώ δείχνει με όλα όσα κάνει, ότι μπορούσε να μην πάθει. Διότι αυτός που έπειθε το νου αυτού ώστε να τον υποδεχτεί, και αυτό από μία απλή κουβέντα, τι δεν θα έκανε στους σταυρωτές του, εάν βεβαίως ήθελε να μην πάθει;» (β).
Οι οδηγίες που δόθηκαν από τον Ιησού θεωρήθηκαν ως υπερφυσική πρόγνωση (σ). Ο τρόπος λοιπόν της αφήγησης εδώ φαίνεται να υποδηλώνει ότι ο ευαγγελιστής εξιστορεί την λεπτομέρεια ως παράδειγμα υπερφυσικής γνώσης αυτών που θα συμβούν (γ). Θαυμαστό σημάδι: 1) ότι κάποιο πρόσωπο θα τους συναντήσει, 2) ότι το πρόσωπο αυτό θα ήταν άνδρας, 3) ότι θα ήταν μόνος, 4) ότι η συνάντηση θα γινόταν αμέσως, 5) ότι θα βάσταζε αγγείο, 6) ότι το αγγείο εκείνο θα ήταν στάμνα, 7) ότι θα περιείχε νερό, 8) και ότι ο άνδρας θα κατευθυνόταν στο σπίτι, το οποίο αναζητούσαν οι μαθητές (b).
Μαρκ. 14,14 καὶ ὅπου ἐὰν εἰσέλθῃ, εἴπατε τῷ οἰκοδεσπότῃ ὅτι ὁ διδάσκαλος λέγει· ποῦ ἐστι(1) τὸ κατάλυμά(2) μου(3) ὅπου τὸ πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν μου(4) φάγω(5);
Μαρκ. 14,14 Και εις όποιο σπίτι εισέλθη, πέστε στον νοικοκύρη, ότι ο διδάσκαλος λέγει• που είναι το κατάλυμά μου, όπου θα φάγω το πάσχα με τους μαθητάς μου;
(1) Λαμβάνεται ως δεδομένο στην ερώτηση, ότι υπήρχε κάποιο δωμάτιο υποδοχής προετοιμασμένο με πρόνοια του Κυρίου (b).
(2) Η λέξη σημαίνει ετυμολογικά τόπο ανάπαυσης, και έπειτα πανδοχείο ή αίθουσα φαγητού (γ).
(3) Το προορισμένο για μένα (σ).
(4) Όπου ο Χριστός γίνεται δεκτός, περιμένει ώστε της ίδιας υποδοχής, την οποία του κάνουν, να τύχουν και οι μαθητές του. Όταν υποδεχόμαστε το Θεό ως Θεό μας, υποδεχόμαστε και το λαό του ως δικό μας λαό.
(5) «Κανείς από τους δύο (ούτε ο Μάρκος, ούτε ο Λουκάς) δεν είπε, πώς θα φάω το Πάσχα, αλλά πού είναι το κατάλυμά μου, όπου θα φάω το πάσχα με τους μαθητές μου; ώστε να γίνει επαρκής η προετοιμασία. Μόνο ο Ματθαίος είπε το «Σε σένα θα κάνω το Πάσχα». Μπορεί όμως να δηλώνει αυτήν την προετοιμασία του Πάσχα, όχι το να φάνε το Πάσχα. Διότι ο Ιωάννης δηλώνει ότι κατά την ημέρα και ώρα του πάθους δεν είχε ακόμη φαγωθεί το Πάσχα από τους Ιουδαίους, επειδή ακριβώς, όπως έλεγε, έπρεπε κατά την ίδια ημέρα να τελεστεί και το τυπικό Πάσχα και το αληθινό» (β).
Μαρκ. 14,15 καὶ αὐτὸς ὑμῖν δείξει ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον ἕτοιμον(1)· ἐκεῖ ἑτοιμάσατε ἡμῖν.
Μαρκ. 14,15 Και αυτός θα σας δείξη ένα μεγάλο ανώγαιο με τα καθίσματα και το τραπέζι στρωμένο, έτοιμο καθ' όλα. Εκεί ετοιμάσατέ μας.
(1) Θα έδειχνε σε αυτούς ευρύχωρο δωμάτιο στο πάνω διαμέρισμα της οικίας, κατάλληλο για την περίσταση και τη συνοδεία του Ιησού, «στρωμένο έτοιμο», δηλαδή ετοιμασμένο με τα απαραίτητα χαμηλά τραπέζια και τα χαλιά ή τα ανάκλιντρα (σ). Ο Χριστός δεν επιτήδευσε ποτέ προετοιμασία για τα συνηθισμένα γεύματά του. Αντιθέτως βλέπουμε αυτόν πάνω στη χλόη να τρώει μαζί με το πλήθος και στο πηγάδι του Ιακώβ παρατίθενται πρόχειρα οι τροφές στη μετοχή των οποίων καλείται από τους μαθητές του. Αλλά τώρα προκειμένου να ετοιμαστεί το ιερό δείπνο του Πάσχα αναζητά «ανώγαιον μέγα εστρωμένον», για να τιμήσει αυτό. Ο Θεός, όταν η εξωτερική λαμπρότητα και ιεροπρέπεια είναι εκδήλωση εσωτερικού σεβασμού και ειλικρινούς ευλάβειας, ευαρεστείται και σε αυτήν, όταν όμως αυτή παραμελείται ή και λείπει, ας εξετάζουμε με προσοχή, μήπως και το εσωτερικό πνεύμα της λατρείας μας έχει υποστεί χαλάρωση και μείωση στις ψυχές μας.
Μαρκ. 14,16 καὶ ἐξῆλθον(1) οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ ἦλθον(1) εἰς τὴν πόλιν, καὶ εὗρον(2) καθὼς εἶπεν αὐτοῖς, καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα(3).
Μαρκ. 14,16 Και βγήκαν οι μαθηταί αυτού, ήλθαν εις την πόλιν και ευρήκαν όπως τους είχε πη ο Χριστός και ετοίμασαν το πάσχα.
(1) Βγήκαν από το μέρος, όπου έγινε ο διάλογος αυτός με τον διδάσκαλο και ήλθαν στην πόλη.
(2) Στηρίχτηκαν και βεβαιώθηκαν στην πίστη και ένιωσαν κατάπληξη με χαρά (b).
(3) Ετοίμασαν το δείπνο, στο οποίο το αληθινό Πάσχα, η θεία ευχαριστία, η αναπαράσταση της θυσίας του αμνού του Θεού παραδόθηκε. «Για ποιό λόγο λοιπόν επιτέλεσε το μυστήριο αυτό κατά τον καιρό του Πάσχα; Για να μάθεις από παντού ότι και της παλαιάς (διαθήκης) είναι νομοθέτης και ότι αυτά που βρίσκονται σε εκείνην (την παλαιά) σκιαγραφήθηκαν από πριν για αυτά εδώ (της καινής). Για αυτό λοιπόν, εκεί όπου ήταν ο τύπος (του ιουδαϊκού πάσχα) ο Κύριος τοποθετούσε την αλήθεια» (β)
Μαρκ. 14,17 Καὶ ὀψίας γενομένης ἔρχεται μετὰ τῶν δώδεκα(1).
Μαρκ. 14,17 Και όταν εβράδυασε, ήλθε εκεί ο Ιησούς με τους δώδεκα μαθητάς.
(1) Συμπεριλαμβανομένου και του Ιούδα, που ήδη συλλογιζόταν, πώς θα άρπαζε την ευκαιρία για παράδοση του Ιησού.
Μαρκ. 14,18 καὶ ἀνακειμένων αὐτῶν καὶ ἐσθιόντων εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει(1) με, ὁ ἐσθίων μετ᾿ ἐμοῦ(2).
Μαρκ. 14,18 Και την ώραν που είχαν ξαπλώσει κοντά στο τραπέζι και έτρωγαν, είπεν ο Ιησούς• “ένας από σας θα με παραδώση• ένας, ο οποίος τρώγει τώρα μαζή μου”.
(1) Θα με παραδώσει στις εξουσίες.
(2) Με αυτό δεν καθορίζει προσωπικώς τον ένα, ο οποίος θα παρέδιδε αυτόν, αλλά γενικώς βεβαιώνει, ότι ο προδότης θα ήταν ένας από τους δώδεκα, ο οποίος συνέτρωγε μαζί με τον διδάσκαλο και τους υπόλοιπους μαθητές. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από τα επακολουθούντα ερωτήματα, τα οποία δείχνουν ότι ο προδότης ήταν ακόμη άγνωστος (γ).
«Ο Μάρκος πρόσθεσε ότι «αυτός που τρώει μαζί μου», για να μη νομίσουν, ότι λέει για έναν από αυτούς που πίστεψαν σε αυτόν, δεν συναριθμούνταν όμως με τους δώδεκα μαθητές. Ταυτόχρονα όμως και στον Ιούδα αφανώς έδωσε απόδειξη, ότι γνώριζε την καρδιά του» (Ζμ).
Ήταν η τελευταία στοργική προσπάθεια του Ιησού, για να συγκρατήσει τον μαθητή από τον όλεθρο.
Μαρκ. 14,19 οἱ δὲ ἤρξαντο λυπεῖσθαι(1) καὶ λέγειν αὐτῷ εἷς καθ᾿ εἷς· μήτι ἐγώ(2); καὶ ἄλλος· μήτι ἐγώ(3);
Μαρκ. 14,19 Εκείνοι δε ήρχισαν να λυπούνται και να τον ερωτούν ο ένας ύστερα από τον άλλον• “μήπως είμαι εγώ;” και άλλος• “μήπως είμαι εγώ;”
(1) «Προτίμησε δηλαδή ο Χριστός να φοβίσει και να λυπήσει όλους τους άλλους, προκειμένου να επιστρέψει τον χαμένο μαθητή» (Ζμ). «Άρχισαν να λυπούνται οι μαθητές για τον λόγο του Κυρίου, τον οποίο είπε ότι ένας από σας θα με παραδώσει. Παρόλο δηλαδή που ήταν έξω από αυτό το πάθος, όμως αγωνιούσαν, πιστεύοντας στον καρδιογνώστη Θεό περισσότερο παρά στους εαυτούς τους» (Θφ).
«Διότι νομίζω ότι θυμούνταν, εφόσον ήταν άνθρωποι, ότι είναι τρεπτή (μεταβαλλόμενη) η προαίρεση αυτών που ακόμη προκόβουν και είναι δυνατόν να θέλει τα αντίθετα από αυτά που προηγουμένως είχε πρόθεση» (Ω). Άρχισαν να λυπούνται διότι αυτό που ειπώθηκε από τον Κύριο ήταν μομφή για όλη την αδελφότητα. Ένας Απόστολος να προδώσει τον διδάσκαλό του ήταν κατ’ εξοχήν θλιβερό και αξιοθρήνητο γεγονός. Οι ψυχές που είναι ενάρετες και σκέπονται από τη χάρη λυπούνται και για τις αμαρτίες των άλλων, όταν μάλιστα οι άλλοι αυτοί συμμετείχαν στις ίδιες δωρεές από το Θεό, τις οποίες έτυχαν και αυτοί.
(2) Διερωτιούνταν ποιος ήταν. Κανείς από αυτούς δεν υποπτεύθηκε ότι ήταν ο Ιούδας, και πολύ λιγότερο ακούστηκε κάποιος να ρωτά: Κύριε, μήπως είναι ο Ιούδας; Είναι δυνατόν ο υποκριτής να διάγει στον κόσμο, χωρίς κανείς όχι μόνο να ανακαλύπτει αυτόν αλλά ούτε καν να τον υποπτεύεται. Όπως το πλαστό και κίβδηλο νόμισμα, κυκλοφορεί κρυμμένο, χωρίς να κινεί κανενός την υπόνοια. Στο τέλος όμως θα αποκαλυφθεί και η καταισχύνη του θα μοιάζει με αυτήν του Ιούδα.
(3) Παρόλο που οι μαθητές δεν είχαν συνείδηση, ότι όχι μόνο κάποια σκέψη παρόμοια, αλλά ούτε η παραμικρή κλίση δεν είχε σημειωθεί στο εσωτερικό τους, όμως μη έχοντας πεποίθηση στη δική τους εσωτερική πληροφορία, ρωτούν τον Διδάσκαλο, που γνωρίζει εμάς καλύτερα από όσο εμείς γνωρίζουμε τους εαυτούς μας: Μήπως είμαι εγώ; Δεν γνωρίζεις πόσο ισχυρά θα πειραστείς, ούτε πόσο ο Θεός θα σε αφήσει σε μόνες τις δυνάμεις σου και συνεπώς: Μην υψηλοφρονείς, αλλά να φοβάσαι.
Μαρκ. 14,20 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ ἐμβαπτόμενος(1) μετ᾿ ἐμοῦ εἰς τὸ τρυβλίον(2).
Μαρκ. 14,20 Αυτός δε απεκρίθη και τους είπε• είναι ένας από σας τους δώδεκα, αυτός ο οποίος βουτά το ψωμί του μαζί με εμέ στο πιάτο και τρώγει.
(1) «Δηλαδή αυτός που βουτά» (Ζμ). Χρησιμοποιεί το ρήμα σε μέση φωνή με την έννοια του: αυτός που με το ίδιο του το χέρι βουτά (b). Με τη νέα αυτή ένδειξη καθορίζεται, ότι ο προδότης καθόταν κοντά στον Ιησού (γ). Ο ενεστώτας= αυτός που συνεχώς βουτά (δ).
(2) Είδος πιατέλας που περιέχει καρύκευμα. Κατά την εορτή του Πάσχα το καρύκευμα (χαροσέθ) κατασκευαζόταν από σύκα, φοίνικες, μπαχαρικά και ξύδι (γ).
Μαρκ. 14,21 ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑπάγει(1) καθὼς γέγραπται(2) περὶ αὐτοῦ· οὐαὶ(3) δὲ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ, δι᾿ οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται· καλὸν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη(4) ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος(5).
Μαρκ. 14,21 Ο μεν υιός του ανθρώπου προχωρεί προς τον λυτρωτικόν θάνατον σύμφωνα με τας προφητείας, που έχουν γραφή δι' αυτόν. Αλοίμονον όμως στον άνθρωπο εκείνον, δια του οποίου ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται στους σταυρωτάς του. Προτιμότερον θα ήτο δι' αυτόν να μη είχε γεννηθή ο άνθρωπος εκείνος”.
(1) «Σαν να ήταν δηλαδή αποδημία ο θάνατος του Χριστού, όχι θάνατος» (Θφ).
«Όπως ακριβώς και στους Ιουδαίους έλεγε, Πηγαίνω σε αυτόν που με έστειλε. Και η λέξη αυτή σημαίνει το εκούσιο (με τη θέλησή του)» (β). Επανειλημμένως χρησιμοποιείται το ρήμα αυτό από τον Ιωάννη αναφορικά με το θάνατο του Κυρίου. Δες Ιω. η 14,21,ιγ 3,33,ιδ 4 (σ).
(2) Ο θάνατος του Ιησού δεν υπήρξε ένα απλό ατύχημα στο στάδιό του ούτε το αποτέλεσμα της σύγκρουσης εκείνης με τον κόσμο, στην οποία όλοι οι προφήτες και οι δίκαιοι υπόκεινται, αλλά ήταν η εκπλήρωση της βουλής του Θεού και της μαρτυρίας των μεσσιακών προφητειών όπως οι Ησ. νγ, Ψαλμ. κα (σ).
(3) Δεν αποτελεί κατάρα με την έννοια ευχής ή προσευχής, ώστε η εκδίκηση αυτή να έλθει πάνω στον προδότη, αλλά επίσημη αναγγελία της θείας κρίσης (γ). Η πράξη του Ιούδα δεν ήταν τυχαία ούτε πράξη ανάγκης. Βεβαίως εκπληρώθηκε η βουλή του Θεού και με αυτήν την ίδια την προδοσία αυτού. Χωρίς όμως και να καταργηθεί η ελευθερία του και η ευθύνη του ούτε να ελαφρωθεί η ενοχή του (σ).
Αν και ο Θεός μπορεί να κατευθύνει τις αμαρτίες των ανθρώπων για υπηρεσία των σχεδίων του, δεν ελαφρώνει αυτό την ενοχή των αμαρτωλών και την βαριά τιμωρία, η οποία τους περιμένει. Η σοφία του γνωρίζει όχι μόνο να ματαιώνει τις βουλές των ασεβών, αλλά να χρησιμοποιεί και τις ενέργειές τους για δόξα δική του. Ό,τι είναι δόξα της σοφίας του, δεν αποτελεί και δικαιολογία για τους αμαρτωλούς. Διότι αυτοί πάντοτε ελεύθερα και κακόβουλα ενήργησαν. «Με καθορισμένη απόφαση και πρόγνωση του Θεού πιάστηκε» για να θανατωθεί ο Ιησούς, «με χέρια όμως ανόμων που τον κάρφωσαν, θανάτωσαν» αυτόν οι σταυρωτές του (Πραξ. β 23).
(4) «Το «καλό θα ήταν να μην γεννιόταν» ειπώθηκε ως προς την κόλαση, την οποία θα υποστεί ο προδότης. Διότι είναι καλύτερο καθόλου να μην γεννηθεί κάποιος παρά να γεννηθεί για κόλαση. Όσον αφορά λοιπόν εκ τους αποτελέσματος, φαίνεται καλύτερο, αν δεν υπήρξε καθόλου ο Ιούδας. Διότι ο μεν Θεός έπλασε αυτόν για έργα αγαθά. Επειδή όμως αυτός εξέπεσε σε τέτοια κακία, όπως φαίνεται, καλύτερο ήταν να μη γεννιόταν καθόλου» (Θφ). «Διότι από την κακή ύπαρξη είναι προτιμότερη η ανυπαρξία» (β).
Ειπώθηκε αυτό, όχι μόνο για να αφυπνιστεί η συνείδηση του Ιούδα και να οδηγηθεί αυτός σε μετάνοια, αλλά και για επιστηθεί η προσοχή των άλλων μαθητών, για να προφυλάγονται από αμαρτία όμοια με αυτήν του Ιούδα. Πράγματι· πόσο εύκολα οι κοντά στο Χριστό εξαπατούνται παρασυρόμενοι στο να αγαπούν περισσότερο το χρυσό και να μεταβάλλουν το ταμείο της χάριτός του σε γλωσσόκομο μαμμωνά! Η καταστροφή, που αναμένει αυτούς που προδίδουν το Χριστό και προτιμούν από αυτόν τα αργύρια, είναι τόσο μεγάλη, ώστε θα ήταν προτιμότερο να μην ζούσε κάποιος, παρά να υποστεί την καταστροφή και τιμωρία αυτή.
(5) Είναι αξιοσημείωτο, ότι ο Κύριος ακριβώς πριν τη σύσταση της θείας ευχαριστίας έβαλε τους μαθητές στη δοκιμασία και εξέταση του εαυτού τους, η οποία οδήγησε στο ερώτημα: Μήπως είμαι εγώ; Να δοκιμάζει ο άνθρωπος τον εαυτό του και έτσι να τρώει από τον άρτο και να πίνει από το ποτήριο.
Η σύσταση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας ιδ 22-25
Μαρκ. 14,22 Καὶ ἐσθιόντων(1) αὐτῶν λαβὼν ὁ Ἰησοῦς ἄρτον εὐλογήσας(2) ἔκλασε καὶ ἔδωκε αὐτοῖς(3) καὶ εἶπε· λάβετε φάγετε(4)· τοῦτό(5) ἐστι(6) τὸ σῶμά μου.
Μαρκ. 14,22 Και ενώ αυτοί έτρωγαν επήρε ο Ιησούς τον άρτον, δοξολόγησε τον ουράνιο Πατέρα, έκοψε τον άρτο εις τεμάχια, έδωκε εις αυτούς και είπε• λάβετε φάγετε• αυτό είναι το σώμα μου.
(1) Την ώρα που έτρωγαν και κατά τη διάρκεια του δείπνου. Κανείς όμως από τους ευαγγελιστές δεν αναφέρει το χρόνο ακριβέστερα (γ).
(2) Αντικείμενο του ευλόγησε είναι ή τον Θεό (=ύμνησε, σύμφωνα με τη συνηθισμένη του έννοια) ή τον άρτο= επικαλέστηκε ευλογία πάνω στον άρτο. Μάλλον με την πρώτη έννοια σύμφωνα με τα Λουκ. κβ 19 και Α Κορ. ια 24, όπου αντί για το ευλογήσας υπάρχει το ευχαριστήσας (γ).
«Ευλόγησε, αντί να πει ευχαρίστησε» (Θφ). «Για αυτό και ευλόγησε… ώστε εκείνοι με την ευλογία και ευχαριστία να μάθουν ότι είναι μεγάλα αληθινά και άξια κάθε ευχαριστίας αυτά που οικονόμησε με το πάθος» (β).
(3) Δίνοντας από ένα τεμάχιο σε καθέναν από τους μαθητές.
(4) Πολλοί από τους μεγαλογράμματους κώδικες παραλείπουν το φάγετε.
(5) Αυτό το τεμάχιο του άρτου το οποίο στον καθένα έδωσε (σ). «Αυτό το οποίο τώρα παίρνετε» (Θφ).
(6) «Δεν είναι ο άρτος αντίτυπο (τύπος) του σώματος του Κυρίου· αλλά μεταβάλλεται στο ίδιο εκείνο το σώμα του Χριστού. Διότι και ο Κύριος λέει· Ο άρτος τον οποίο εγώ θα δώσω, είναι η σάρκα μου. Δεν είπε· Είναι αντίτυπο της σάρκας μου, αλλά είναι η σάρκα μου… Και πώς; θα πει κάποιος· διότι δεν φαίνεται σάρκα. Λόγω της δικής μας, άνθρωπέ μου, αδυναμίας. Επειδή δηλαδή ο άρτος και το κρασί είναι συνηθισμένα σε μας· αν όμως ήταν μπροστά μας αίμα και αν βλέπαμε σάρκα, δεν θα αντέχαμε, αλλά θα αποναρκωνόμασταν· για αυτό συγκαταβαίνοντας σε μας ο φιλάνθρωπος, τη μεν μορφή του ψωμιού και του κρασιού τη φυλάει· τα μεταμορφώνει όμως στη δύναμη σάρκας και αίματος» (Θφ).
«Το ψωμί αγιάζεται με το λόγο του Θεού και την προσευχή και αμέσως μεταβάλλεται στο σώμα του Λόγου» (Γν).
Μαρκ. 14,23 καὶ λαβὼν τὸ(1) ποτήριον εὐχαριστήσας(2) ἔδωκεν αὐτοῖς, καὶ ἔπιον ἐξ αὐτοῦ πάντες.
Μαρκ. 14,23 Και αφού επήρε το ποτήριο με τον οίνον ευχαρίστησε τον Πατέρα, έδωκεν εις αυτούς και έπιον από αυτό όλοι.
(1) Πιο αυθεντική γραφή χωρίς το άρθρο.
(2) Αντί για το ευλογήσας του προηγούμενου στίχου μπήκε εδώ το ευχαριστήσας και καθορίζεται έτσι ότι και εκεί το ευλογήσας αναφέρεται όχι στον άρτο αλλά στο Θεό.
Μαρκ. 14,24 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης(1) τὸ περὶ πολλῶν(2) ἐκχυνόμενον(3).
Μαρκ. 14,24 Και είπε εις αυτούς• τούτο είναι το αίμα μου, με το οποίον επικυρώνεται η νέα διαθήκη, και το οποίον χύνεται δια την σωτηρία πολλών.
(1) «Αίμα καινής Διαθήκης είπε για να το διακρίνει από το αίμα της Παλαιάς. Διότι και η Παλαιά Διαθήκη και εκείνη είχε αίμα, με το οποίο ραντίστηκε και ο λαός και το βιβλίο του νόμου» (Θφ).
Οι λόγοι αυτοί «το αίμα της διαθήκης» λέχθηκαν και κατά την επικύρωση του Νόμου, θεωρουμένου ως συνθήκης μεταξύ Θεού και Ιουδαίων (Εξοδ. κδ 8). Ο Μωϋσής ράντισε το λαό με το αίμα της θυσίας, σαν σφραγίδα της συνθήκης μεταξύ Θεού και αυτών κατά την παράδοση του νόμου. Και ήδη νέα εισάγεται διαθήκη (δες Λουκ. κβ 20 και Α Κορ. ια 25), στην οποία ο νόμος έχει γραφτεί στις καρδιές (Ιερεμ. λη 31-35) και η οποία επισφραγίστηκε με το αίμα Εκείνου, ο οποίος πέθανε για τη σύναψή της (γ).
Ο Ιησούς συνιστούσε τώρα νέα διαθήκη, ασύγκριτα ανώτερη από αυτήν του Σινά και η οποία έπρεπε να επικυρωθεί με αίμα αλλά και ασύγκριτα ανώτερη θυσία (σ).
(2) Γραφή παλαιότερη υπέρ πολλών. «Λέγοντας όμως ότι «για πολλούς» χύνεται το αίμα, εννοεί το «για όλους», διότι πολλοί είναι οι όλοι, όπως ακριβώς και ο Παύλος έλεγε ότι μέσω του ενός θα γίνουν δίκαιοι οι πολλοί (Ρωμ. 5,19)· αυτό λοιπόν και εδώ δηλώνει ότι ένας για χάρη πολλών πάσχει αυτό» (β).
Ή, για όλους μεν χύθηκε, αλλά δεν οικειοποιούνται όλοι την μέσω αυτού απολύτρωση, αλλά πολλοί. Χύθηκε για χάρη πολλών, για να δικαιώσει πολλούς για να οδηγήσει πολλούς υιούς σε δόξα (Εβρ. β 10). Είναι θυσία που επαρκεί για πολλούς, άπειρης και ανεκτίμητης αξίας. Και έσωσε και θα σώσει πολλούς. Διαβάζουμε για «όχλο πολύ, τον οποίο κανείς δεν μπορούσε να αριθμήσει, από κάθε έθνος και φυλές και γλώσσες και λαούς», ότι «έπλυναν τις στολές τους και λεύκαναν αυτές με το αίμα του αρνίου» (Αποκάλ. ζ 9,14). Και ακόμη η πηγή είναι ανοιχτή και αστείρευτη. Πόσο παρηγορητικό είναι για τους φτωχούς, τους μετανοημένους αμαρτωλούς, ότι το αίμα του Χριστού χύθηκε για χάρη πολλών! Και εάν υπέρ πολλών, γιατί όχι και υπέρ εμού; Εάν υπέρ των αμαρτωλών, υπέρ των εξ’ εθνών αμαρτωλών, υπέρ του πρώτου των αμαρτωλών, γιατί όχι και υπέρ εμού; (Henry).
Δες Μάρκ. ι 45 «και να δώσει τη ζωή του λύτρο για χάρη πολλών». Το χύσιμο του αίματος ανταποκρίνεται στην κλάση του άρτου και αναφέρεται στην αυτοθυσία του Ιησού ως αμνού άμωμου (Α΄ Πέτρ. α 19). Η σωτήρια σημασία του θανάτου του και η σχέση της με την πνευματική απολύτρωση του λαού του Θεού (δες Μάρκ. ι 45) «από τη γενιά αυτή τη διεστραμμένη» (Πράξ. β 40), υπονοείται με την από τον Μάρκο περιγραφή του αίματος του Ιησού, αίματος της καινής διαθήκης, ότι χύνεται για χάρη πολλών (σ).
Για χάρη πολλών σημαίνει ότι τον θάνατό του υπέστη ο Κύριος χάριν των άλλων. Η πρόθεση «υπέρ» μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με την έννοια της «αντί», για να δηλώσει δηλαδή έννοια αντιπροσωπευτική. Όχι όμως τόσο κατηγορηματικά και αναγκαία, όσο εκφράζει αυτήν η πρόθεση «αντί» (γ).
(3) Η πρόθεση «εκ» σε συνδυασμό και με την έννοια του «χυνόμενον» δηλώνει θάνατο βίαιο (γ)
Μαρκ. 14,25 ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐκέτι οὐ μὴ πίω ἐκ τοῦ γεννήματος τῆς ἀμπέλου(1) ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὅταν αὐτὸ πίνω καινὸν(2) ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ(3).
Μαρκ. 14,25 Σας διαβεβαιώνω, ότι δεν θα πίω πλέον από το προϊόν αυτό της αμπέλου, μέχρι της ημέρας εκείνης, όταν θα το πίνω νέον και ασύγκριτα πιο χαρμόσυνον εις την βασιλείαν του Θεού.
(1) Οι λέξεις αναφέρονται στο ότι αυτή ήταν η ύστατη περίσταση, κατά την οποία ο Ιησούς θα έπινε κρασί μαζί με τους μαθητές του, και αποτελούν σαφή υπαινιγμό για τον επικείμενο θάνατό του (σ).
(2) Το καινούργιο δεν σημαίνει το κρασί της νέας παραγωγής, για δήλωση του οποίου θα χρησιμοποιούνταν η λέξη νέο· αλλά δηλώνει νέο είδος κρασιού. Όταν θα γίνουν τα πάντα καινούργια, στην παλιγγενεσία και ανακαίνιση, πρόκειται να είναι εκεί κάποιο νέο κοινό τραπέζι και κοινωνία του Χριστού με τους μαθητές του, στην οποία η απόλαυση νέων πνευματικών επικοινωνιών και αγαλλιάσεων θα λαμβάνει χώρα (γ).
Συστήθηκε το μυστήριο με προοπτική της μακαριότητας των ουρανών, για να είναι μία πρόγευση εκείνης και συνεπώς για να γευόμαστε το ποτήριο αυτό που μας μεθάει ως άριστο με τις αγαλλιάσεις και την ευφροσύνη της πνευματικής ζωής, του οποίου την γλυκύτητα όταν αισθανθεί και γευτεί κάποιος, καμία πλέον έλξη δεν αισθάνεται από τη γεύση του ποτηρίου των τέρψεων και ηδονών των αισθήσεων.
(3) «Στη βασιλεία του Θεού, δηλαδή στον όγδοο αιώνα, θα πιεί ο Κύριος μαζί με τους μαθητές του τα μυστήρια και τη σοφία, διδάσκοντας καινούργια πράγματα και αποκαλύπτοντας αυτά που τώρα είναι κρυμμένα» (Θφ).
Οι άγιοι που πεθαίνουν παίρνουν ύστατο το μυστήριο ως εφόδιο ζωής, και αποχαιρετούν μαζί με αυτό και την παρούσα ζωή με ειρήνη εισερχόμενοι στην χαρά και δόξα από την άμεση επικοινωνία με το Χριστό, η οποία ξεπερνάει κάθε πνευματική αγαλλίαση του παρόντος βίου. Όταν ο ήλιος ανατέλλει αποχαιρετιούνται τα λυχνάρια.
Μαρκ. 14,26 Καὶ ὑμνήσαντες(1) ἐξῆλθον εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν(2).
Μαρκ. 14,26 Και αφού έψαλαν ύμνους, βγήκαν στο όρος των Ελαιών.
(1) Λιγότερο πιθανή η ερμηνεία: Έψαλλαν τον ύμνο που ψαλλόταν από τους Ιουδαίους κατά το δείπνο του Πάσχα δηλαδή το μέγα αλληλούια, που αποτελείται από τους ψαλμούς 112-117,135. Το δεύτερο μέρος αυτού, Ψαλμ. 114-117, ή σύμφωνα με τον Σαμμαΐ Ψαλμ. 113-117, ψαλλόταν κατά τους χρόνους αυτούς μετά το πασχάλιο δείπνο (γ). Ή, πιο σωστά, αφού ο Κύριος δεν έφαγε το ιουδαϊκό πάσχα, «ευχαρίστησαν και προτού πιουν, ευχαρίστησαν και αφότου ήπιαν, για να μάθουμε και εμείς, ότι πρέπει να ευχαριστούμε και να υμνούμε και πριν την τροφή και μετά την τροφή. Ταυτόχρονα όμως δείχνει και αυτό, ότι είναι ευχάριστος σε αυτόν ο θάνατος για χάρη μας, αφού βεβαίως υμνεί το Θεό βγαίνοντας για να παραδοθεί» (Θφ).
Είναι πρέπον μετά τη θεία ευχαριστία να υμνούμε το Θεό, σαν έκφραση της χαράς μας εν τω Θεώ μέσω του Ιησού Χριστού και της ευγνωμοσύνης μας για την μεγάλη αγάπη με την οποία ο Θεός μας αγάπησε μέσω του Χριστού. Και σε καιρό επίσης θλίψεως και δεινών δεν είναι άκαιρο να ψάλλουμε ύμνους. Οι μαθητές βρίσκονταν σε λύπη και ο Χριστός έμπαινε στις σκληρές ώρες του πάθους. Και όμως συνέψαλλαν ύμνο. Η πνευματική μας χαρά δεν πρέπει να διακόπτεται από τις εξωτερικές θλίψεις. Ο Παύλος και ο Σίλας στο δεσμωτήριο υμνούσαν το Θεό και τους άκουγαν οι δέσμιοι.
(2) Βγήκαν στο όρος των Ελαιών, για να μην επιτεθούν οι εχθροί του στο ανώγαιο και ενοχληθεί αυτός που τους φιλοξένησε. Δεν βγήκαν στην πόλη, για να μην σημειωθεί κάποια εξέγερση του λαού. Δεν πήγε να κοιμηθεί μολονότι ήταν ώρα ύπνου, διότι η καρδιά του ήταν στραμμένη ολόκληρη προς το πάθημά του και δεν «θα δώσει ύπνο στα μάτια του και στα βλέφαρά του νυσταγμό και ανάπαυση στους κροτάφους του» έως ότου φέρει σε πέρας το έργο, το οποίο ο Πατέρας του ζητούσε από αυτόν. Αποσύρθηκε έξω από την πόλη, στο όρος των Ελαιών. Μετά τη θεία Ευχαριστία ενδείκνυται να αποσυρόμαστε και εμείς σε προσευχή και μελέτη, προσκολλώμενοι μόνοι σε μόνο το Θεό.
Μαρκ. 14,27 καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντες σκανδαλισθήσεσθε(1) ἐν ἐμοὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ(2) ὅτι γέγραπται, πατάξω(3) τὸν ποιμένα καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα·
Μαρκ. 14,27 Και λέγει εις αυτούς ο Ιησούς ότι “όλοι σας εξ αιτίας των τραγικών γεγονότων κατά την νύκτα αυτήν θα κλονισθήτε εις την προς εμέ πίστιν σας. Διότι έχει γραφή από τον προφήτην• Εγώ ο Θεός και Πατήρ θα επιτρέψω να κτυπηθή ο ποιμήν και θα διασκορπισθούν τα πρόβατα.
(1) Ο Ιούδας είχε φύγει και οι υπόλοιποι μαθητές ήταν ίσως ικανοποιημένοι διότι έμεναν σταθεροί προς τον Διδάσκαλο. Αλλά ο Χριστός τους ειδοποιεί, ότι, εάν διαφυλάχτηκαν από τη χάρη από την αποστασία του Ιούδα, δεν πρέπει όμως να καυχιούνται για τη σταθερότητά τους, διότι μετά από λίγο και αυτοί θα κλονίζονταν. Παρόλο που ο Θεός μας προφυλάσσει από βαριές πτώσεις, στις οποίες βλέπουμε άλλους να παρασύρονται, όμως και εμείς μπορούμε να ντρεπόμαστε για τους εαυτούς μας, όταν βλέπουμε ότι δεν προοδεύσαμε και δεν γίναμε καλύτεροι από ό,τι είμαστε τώρα.
(2) Αυθεντική γραφή χωρίς το «ἐν ἐμοὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ», και πιθανότατα παρεμβλήθηκε αυτό στο Μάρκο από τους αντιγραφείς από τον Ματθαίο. Έχουμε ανάγκη να προετοιμαζόμαστε πάντα για τις αιφνίδιες δοκιμασίες, στις οποίες ανέλπιστα σε μια στιγμή είναι δυνατόν να πέσουμε. Ο Χριστός και οι μαθητές συνέφαγαν το Δείπνο με ησυχία και ειρήνη. Και όμως μετά από λίγο η νύχτα εκείνη έγινε για τους μαθητές νύχτα σκανδαλισμού. Πόσο εύκολα μπορεί να σηκωθεί μία καταιγίδα! Δεν γνωρίζουμε, τι μπορεί να φέρει μία ημέρα ή μία νύχτα ή και μία μόνο ώρα, ούτε τι μεγάλο συμβάν, κρίσιμο για την αιώνια τύχη μας, μπορεί να εγκυμονείται σε μία μόνη στιγμή.
(3) «Για να μην φανεί ότι είναι μία σκληρή κατηγορία (το όλοι θα σκανδαλιστείτε) λέει και προφητεία» (β). Το εβραϊκό πρωτότυπο γράφει: «Πάταξε τον ποιμένα». Αλλά εφόσον ο Θεός παραγγέλλει να πέσει το μαχαίρι εναντίον του ποιμένα, το πατάξω αυτό αποδίδει την έννοια του χωρίου (γ).
«Το θα χτυπήσω τον ποιμένα ο Πατέρας το λέει. Επειδή δηλαδή παραχώρησε να χτυπηθεί, λέγεται ότι αυτός χτύπησε αυτόν που κατά παραχώρησή του χτυπήθηκε» (Θφ).
Μαρκ. 14,28 ἀλλὰ μετὰ τὸ ἐγερθῆναί(1) με προάξω(2) ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
Μαρκ. 14,28 Αλλά μετά την ανάστασίν μου θα προπορευθώ και θα σας περιμένω εις την Γαλιλαίαν”.
(1) Λέξη με την οποία συνήθως στα ευαγγέλια δηλώνεται η ανάσταση. Εδώ όμως αποκτά και ειδική έννοια από το πατάξω που προηγήθηκε, και σημαίνει το σήκωμα αυτού από τη γη, στην οποία έπεσε αφού χτυπήθηκε (γ).
(2) «Δεν τους άφησε όμως πάλι να είναι μέχρι τα λυπηρά· αλλά θα σας προλάβω, είπε, στη Γαλιλαία» (β). «Δηλαδή θα σας προλάβω» (Θφ). Και το ρήμα αυτό αποκτά ειδική έννοια εδώ από την προηγηθείσα εικόνα ποιμένα και προβάτων. Θα προπορευτεί μπροστά τους, όπως ο ποιμένας οδηγεί το ποίμνιό του. Δηλαδή θα πάρει πάλι απέναντί τους τη θέση του ως ποιμένα (γ).
Παρόλο που θα με εγκαταλείψετε, παρόλο που θα πέσετε, εγώ θα προνοήσω για σας να μην είναι η πτώση σας οριστική. Θα συναντηθούμε πάλι στη Γαλιλαία. Θα σας προλάβω όπως ο ποιμένας προηγείται των προβάτων του. Ο αρχηγός της σωτηρίας μας γνωρίζει πώς να ανασυγκροτεί τα στρατεύματά του, όταν αυτά από δειλία διασκορπιστούν.
Μαρκ. 14,29 ὁ δὲ Πέτρος ἔφη αὐτῷ· καὶ εἰ πάντες σκανδαλισθήσονται, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγώ(1).
Μαρκ. 14,29 Αλλ' ο Πέτρος είπε εις αυτόν• και εάν όλοι κλονισθούν εις την πίστιν, εγώ όμως δεν θα κλονισθώ.
(1) Ο σφοδρός και θερμός στην καρδιά Απόστολος δεν μπορεί να υποφέρει την σκέψη της λόγω δειλίας αδυναμίας και με τη βιασύνη, την οποία του δημιουργεί το πλήρες αυτοπεποίθησης αίσθημά του ξεσπά σε θερμά και παράφορα λόγια διαμαρτυρίας (σ). «Ενώ ο προφήτης είπε, ενώ ο Χριστός βεβαίωσε το λόγο, ο Πέτρος… έχει θάρρος στον εαυτό του», «αν και θα έπρεπε να παρακαλέσει και να πει, βοήθησέ μας ώστε να μην αποσχιστούμε… Αυτό λοιπόν θέλοντας να περιορίσει ο Χριστός επέτρεψε την άρνηση» (β).
Εάν η υπόσχεση αυτή γινόταν με ταπεινή εξάρτηση από τη χάρη του Χριστού, θα ήταν εξόχως ωραίος λόγος. Αλλά όπως ειπώθηκε, μαρτυρεί μεγάλο βαθμό αυτοπεποίθησης εγωιστικής. Ο Πέτρος έχει την ιδέα, ότι είναι ασφαλής και αήττητος από τους πειρασμούς και ελεύθερος από την διαφθορά, στα οποία όλοι οι άλλοι υπόκεινται. Θα έπρεπε να πει: Εάν και οι άλλοι σκανδαλιστούν, φόβος υπάρχει να σκανδαλιστώ και εγώ. Αλλά ο Πέτρος φρονεί ότι μόνος μπορεί να αντισταθεί σε πειρασμό, στον οποίο όλοι οι συμμαθητές του πρόκειται να υποκύψουν. Παρόλ’ αυτά τι διαφορά μεταξύ του Πέτρου και του Ιούδα! Ο Πέτρος εξανίσταται στην προφητεία της πτώσης. Ο Ιούδας σιγά και τίποτα τέτοιο δεν λέει στην προφητεία της προδοσίας. Αυτός αμάρτησε με προμελέτη και εσκεμμένα. Ο Πέτρος εκ συναρπαγής (παρασυρόμενος).
Μαρκ. 14,30 καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω σοι ὅτι σὺ(1) σήμερον ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ πρὶν ἢ δὶς(2) ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς(3) ἀπαρνήσῃ με.
Μαρκ. 14,30 Και λέγει εις αυτόν ο Ιησούς• σας διαβεβαιώνω, ότι συ σήμερα, αυτήν εδώ την νύκτα πριν, η ο πετεινός λαλήση δύο φορές, θα με απαρνηθής τρεις φορές.
(1) Μπαίνει μπροστά με έμφαση.
(2) Η αλεκτοροφωνία ταυτίζεται με την τρίτη από τις τέσσερις ρωμαϊκές φυλακές (=φυλάξεις,σκοπιές) (δες Μάρκ. ιγ 35). Η φυλακή αυτή που εκτεινόταν από τα μεσάνυχτα μέχρι τις 3 π.μ. ονομάζεται στο ευαγγέλιο του Μάρκου αλεκτοροφωνία (ιγ 35) (σ). Είναι το μόνο ευαγγέλιο, στο οποίο σημειώνεται το «δύο φορές», τόσο στην προαναγγελία του Ιησού, όσο και στην εξιστόρηση των αρνήσεων. Οι δύο εκείνες απαίσιες αλεκτοροφωνίες είχαν εντυπωθεί στη μνήμη του Πέτρου και έτσι καταγράφτηκαν στο ευαγγέλιο αυτό, το οποίο συγγράφηκε σύμφωνα με τις αναμνήσεις του (γ).
(3) Όχι μία αλλά τρεις. Όταν το πόδι μας αρχίζει να γλιστράει, είναι δύσκολο να ανακτήσουμε το σταθερό βάδισμά μας στον ολισθηρό κατήφορο.
Μαρκ. 14,31 ὁ δὲ Πέτρος ἐκ περισσοῦ(1) ἔλεγε μᾶλλον· ἐάν με δέῃ συναποθανεῖν σοι, οὐ μή σε ἀπαρνήσομαι(2). ὡσαύτως δὲ καὶ πάντες(3) ἔλεγον.
Μαρκ. 14,31 Αλλ' ο Πέτρος με το παραπάνω επέμενε να λέγη και να ξαναλέγη• εάν χρειασθή να αποθάνω και εγώ μαζί με σε, δεν θα αρνηθώ. Τα ίδια έλεγαν και όλοι οι μαθηταί.
(1) Η πρόθεση «εκ» προσθέτει στην έννοια του περισσοῦ (g). Οι λέξεις «ἐκ περισσοῦ ἔλεγε μᾶλλον» δηλώνουν, ότι η διαμαρτυρία του Πέτρου πήρε μεγαλύτερο τόνο και σφοδρότητα. Οι λόγοι του διδασκάλου πλήγωσαν αυτόν βαθειά και αυτό εξώθησε αυτόν σε περισσότερες διαβεβαιώσεις (σ).
«Όσο ο Χριστός κουραζόταν να του το λέει, τόσο εναντιωνόταν ο Πέτρος περισσότερο. Από πού όμως του συνέβη αυτό; Από την πολλή αγάπη… Φανέρωνε ελαφρώς και κάποια φιλοτιμία (=φιλοδοξία, ζήλος, ισχυρογνωμοσύνη) το πράγμα. Δες λοιπόν μετά την πτώση πώς είναι συνεσταλμένος. Διότι πριν μεν αυτήν, αναθέτει τα πάντα στον εαυτό του. Μετά όμως από αυτά, το τελείως αντίθετο, «Τι προσέχετε εμάς, λες και με τη δική μας δύναμη ή ευσέβεια κάναμε να περπατήσει αυτός;» (Πράξ. γ 12). Από εδώ όμως μαθαίνουμε μεγάλο δόγμα· ότι δεν αρκεί η προθυμία του ανθρώπου αν δεν πάρει την ουράνια βοήθεια. Και πάλι τίποτα δεν θα κερδίσουμε από την ουράνια βοήθεια, αν δεν υπάρχει προθυμία» (β).
(2) Εάν ο Πέτρος μάλιστα μετά τις φοβερές προφητείες του Διδασκάλου έλεγε: «Κύριε, δώσε μου χάρη να με προφυλάξει από το να σε αρνηθώ· μη με βάλεις στον πειρασμό αυτόν, αλλά σώσε με από τον πονηρό», ίσως δεν θα επέτρεπε ο Κύριος την πτώση του. Αυτός που νομίζει ότι στέκεται, ας προσέχει μην πέσει.
(3) Είμαστε εύκολοι να νομίζουμε για τους εαυτούς μας, ότι μπορούμε να αντισταθούμε στους μεγαλύτερους πειρασμούς και να ακολουθήσουμε το Χριστό στους δυσκολότερους κινδύνους. Αλλά το φρόνημά μας αυτό προέρχεται από το ότι αγνοούμε τον εαυτό μας. Οι μαθητές, οι οποίοι πριν λίγο δυσπιστούσαν στους εαυτούς τους και ρωτούσαν τον Κύριο Μήπως είμαι εγώ, τώρα θεωρούν τους εαυτούς τους ασφαλείς. Αλλά εκείνοι πέφτουν ταχύτερα και ανοητότερα, οι οποίοι εμπιστεύονται τους εαυτούς τους. Και εκείνοι είναι οι λιγότερο ασφαλείς, οι οποίοι νομίζουν τους εαυτούς τους ασφαλέστατους. Ο σατανάς είναι πολύ ενεργητικός στο να αποπλανά αυτούς. Και ο Θεός επιτρέπει την πτώση τους για να ταπεινωθούν.
Η αγωνία της Γεθσημανή ιδ 32-42
Μαρκ. 14,32 Καὶ ἔρχονται(1) εἰς χωρίον(2) οὗ τὸ ὄνομα Γεθσημανῆ(3), καὶ λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· καθίσατε ὧδε(4) ἕως προσεύξωμαι(5).
Μαρκ. 14,32 Και έρχονται εις κάποιαν περιοχή, που ωνομάζετο Γεσθημανή, και λέγει στους μαθητάς του, καθήσατε εδώ, έως ότου προσευχηθώ.
(1) Δεν καθορίζεται ακριβώς η ώρα, κατά την οποία ήλθαν. Εάν κρίνουμε από τον ύπνο των μαθητών, πρέπει να ήταν αργά. Ίσως κοντά στα μεσάνυχτα. Έως τώρα είδαμε την προπαρασκευή για το πάθος του Κυρίου. Από τη στιγμή αυτή εισερχόμαστε στην αιματηρή σκηνή. Στους στίχους αυτούς έχουμε την αφήγηση της αγωνίας του στον κήπο. Η αγωνία όμως αυτή υπήρξε η αρχή των θλίψεων του Κυρίου μας. Είχε πει πριν κάποιες ημέρες. Τώρα η ψυχή μου έχει ταραχτεί (Ιω. ιβ 27). Αλλά ήδη η τρικυμία ξέσπασε σφοδρή. Αγωνιά πριν ακόμη οι εχθροί του τον ταράξουν, παραμένοντας όμως δείχνει, ότι ελεύθερα και χωρίς να εξαναγκάζεται από κάποιον προσφέρει θυσία τη ζωή του. Κανείς δεν παίρνει αυτήν από αυτόν, αλλά αυτός θυσιάζει αυτήν από μόνος του (Ιω. ι 18).
(2) Υποκοριστικό του χώρα που δηλώνει μικρό περίκλειστο χώρο, αγρό (γ). Και σε μη οικείο πρόσωπο εάν ανήκε, μπορούσαν κατά τις ημέρες του Πάσχα χωρίς δυσκολία να μπουν σε αυτόν. Από την αφήγηση όμως του Ιωάννου φαίνεται, ότι ήταν τόπος στον οποίο συνήθιζε να πηγαίνει μαζί με τους μαθητές του ο Ιησούς, και από αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο κήπος ανήκε σε φιλικό πρόσωπο (σ).
(3) Η λέξη Γεθσημανή σημαίνει ελαιοτριβείο. Εκεί ο Κύριός μας άρχισε το πάθος του· εκεί ευδόκησε να συντρίψει και να συνθλίψει τον εαυτό του, για να ξεχυθεί από αυτόν καινούργιο λάδι σε όλους τους πιστούς, ώστε να γίνουν αυτοί συμμέτοχοι «της ρίζας και του παχέος χυμού αυτής της καλής ελιάς» (Ρωμ. ια 17).
(4) Στην είσοδο του κήπου αφήνει τους οχτώ αποστόλους και μόνο τους τρεις παίρνει μαζί του.
(5) «Συνήθιζε πάντα να προσεύχεται μόνος του, δίνοντας και σε μας παράδειγμα, να επιζητούμε την ησυχία στις προσευχές» (Θφ).
Η καταμόνας προσευχή υπήρξε το ύψιστο καταφύγιο του Ιησού που αντιμετωπίζει ήδη το θάνατο (σ). Έρχεται να προσευχηθεί και μόνος, παρόλο που πριν λίγο είχε συμπροσευχηθεί με τους μαθητές του (Ιω. ιζ 1). Η συμπροσευχή με την οικογένειά μας δεν δικαιολογεί την παράλειψη και της κατ’ ιδίαν προσευχής.
Μαρκ. 14,33 καὶ παραλαμβάνει τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην(1) μεθ᾿ ἑαυτοῦ, καὶ ἤρξατο ἐκθαμβεῖσθαι(2) καὶ ἀδημονεῖν(3)
Μαρκ. 14,33 Και παίρνει μαζί του τον Πέτρον, τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην και ήρχισε να καταλαμβάνεται από κατάπληξιν και μεγάλην οδύνην και να αισθάνεται μεγάλη ψυχικήν στενοχωρίαν.
(1) Είχαν δει και οι τρεις τη δόξα της Μεταμόρφωσης και έπρεπε από αυτό να ήταν προετοιμασμένοι στο να γίνουν μάρτυρες και της αγωνίας του. Εκείνοι είναι καλύτερα προετοιμασμένοι να πάθουν μαζί με το Χριστό, οι οποίοι μέσω της πίστης είδαν και τη δόξα του. Εάν ελπίζουμε να συμβασιλεύσουμε μαζί του, γιατί δεν πρέπει να περιμένουμε να πάθουμε και μαζί του; Ο Πέτρος καυχήθηκε πριν λίγο, ότι ήταν έτοιμος και το θάνατο μαζί του να αντιμετωπίσει. Και οι υιοί Ζεβεδαίου είχαν βεβαιώσει, ότι μπορούν να πιουν μαζί του το ποτήριό του (Μάρκ. ι 39). Και τώρα παίρνει και τους τρεις αυτούς μαζί του για να τους πείσει, για το ότι δεν ήξεραν τι έλεγαν τότε. Οι πιο αγαπητοί και έμπιστοι πρέπει πρώτοι από τους υπόλοιπους να δοκιμάζονται, για να συναισθανθούν και πρώτοι την ασθένεια και ανοησία τους.
(2) ἐκθαμβεῖσθαι= εκπλήσσομαι από τη λύπη· το οποίο δηλώνει μεγάλο βαθμό λύπης (δ), αναμιγμένης με κάποιο είδος απορίας και έκπληξης. «Έκθαμβος, έκπληκτος» (Ησύχιος). «Το ρήμα θαμβώ, σημαίνει εκπλήσσομαι με τη θέα κάποιου» (Ευστάθιος).
Η έκπληξη και απορία αυτή προβάλλει σε μας αξιοσημείωτο πρόβλημα. Η σκληρή δοκιμασία του που πλησιάζει δεν τον θλίβει μόνο, αλλά και τον εκπλήσσει. Η απόρριψή του από τους ανθρώπους, το εναντίον του σκληρό μίσος τους, η εγκατάλειψή του από όλους, και από αυτούς ακόμη τους δικούς του, επερχόμενα όλα μαζί εναντίον του, αυτού, ο οποίος αγάπησε τους πάντες και ουδέποτε υπήρξε φίλαυτος ή ασυγκίνητος μπροστά στις ανάγκες και θλίψεις των άλλων, προκαλούν έκπληξη σε αυτόν (γ).
(3) Δεύτερη έντονη και εκφραστική λέξη, που δηλώνει την ανήσυχη στενοχώρια, που ακολουθεί σε ισχυρό πλήγμα της καρδιάς. Σημαίνει κατάσταση της ψυχής, στην οποία και αυτός που αδημονεί δεν αναπαύεται στη συναναστροφή με τους άλλους, αλλά και οι άλλοι δοκιμάζουν στενοχώρια από τη συναναστροφή του.
Μαρκ. 14,34 καὶ λέγειν αὐτοῖς· περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου(1)· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε(2).
Μαρκ. 14,34 Και λέγει εις αυτούς• η ψυχή μου είναι πλημμυρισμένη από λύπην, ώστε κινδυνεύω να αποθάνω από αυτήν. Μείνατε εδώ και αγρυπνείτε.
(1) Η έννοια της όλης φράσης: Η λύπη μου κινδυνεύει να με θανατώσει (γ). Η λέξη ψυχή σημαίνει εδώ την έδρα των συγκινήσεων και συναισθημάτων (σ).
«Λυπάται και αδημονεί παρόμοια με μας. Επειδή δηλαδή πήρε πάνω του όλο τον άνθρωπο με τα φυσικά ιδιώματά του, οπωσδήποτε και θα λυπηθεί και θα αδημονήσει κατά τρόπο φυσικό. Διότι οι άνθρωποι από τη φύση μας νιώθουμε αηδία μπροστά στο θάνατο» (Θφ).
Εκτός αυτού εμπλέκεται ήδη σε αγώνα σκληρό με τις δυνάμεις του σκότους. Πριν από λίγο είχε πει· «έρχεται ο άρχοντας του κόσμου και σε μένα δεν έχει τίποτα» (Ιω. ιδ 30). Κρίνεται τώρα το μέγα έργο της απολύτρωσης των ανθρώπων και ο σατανάς συγκεντρώνει όλες τις δυνάμεις του για να καταρρίψει τον Λυτρωτή. «Τώρα ο άρχοντας του κόσμου αυτού θα διωχτεί έξω» (Ιω. ιβ 31) και το φίδι διενεργεί τη λυσσοδέστερη και σκληρότερη έφοδό του κατά του σπέρματος της γυναίκας, ώστε με το κεντρί του να τον πλήξει στην καρδιά.
Επιπλέον κουβαλά τώρα πάνω του την αμαρτία ολόκληρου του κόσμου, για σωτηρία και δικαίωση του οποίου έγινε αυτός κατάρα, αναλαμβάνοντας ως εγγυητής μας να πληρώσει αυτός το βαρύ χρέος μας. Αισθανόταν ήδη ολόκληρη την κακία των αμαρτιών, οι οποίες έπεσαν πάνω του, πόσο μισητές ήταν αυτές στον Πατέρα του, πόσο ολέθριες υπήρξαν για τους ανθρώπους. Και «τον κυρίευσαν κακά αναρίθμητα, και έπεσαν πάνω του οι ανομίες» των ανθρώπων, σαν να ήταν ανομίες δικές του «και δεν μπορούσε να δει. Διότι πλήθυναν περισσότερο από τις τρίχες του κεφαλιού του και η καρδιά του τον εγκατέλειψε» (Ψαλμ. λθ 13).
Κατά τον ίδιο χρόνο προέβλεπε όλες τις λεπτομέρειες των παθών του· την προδοσία του Ιούδα, την άρνηση του Πέτρου, την κακεντρέχεια των Ιουδαίων, την μαύρη αχαριστία τους, τους εξευτελισμούς, τους εμπαιγμούς, την σταύρωση και όλα τα τρομερά συνακόλουθά της. Εάν οι μάρτυρες προχωρούσαν προς το μαρτύριό τους χαίροντες, είχαν παρηγοριές και ενισχύσεις θείες, τις οποίες αρνείται ο Θεός στον εγκαταλελειμμένο και από αυτόν Υιό του. Και ήταν διαφορετικό το μαρτύριο εκείνων από το μαρτύριο το οποίο ως θυσία εξιλαστήρια για τις αμαρτίες του κόσμου υπομένει ο υιός του ανθρώπου. Για εκείνους ο σταυρός ήταν ευλογία και δόξα. Για τον Χριστό υπήρξε καταισχύνη και κατάρα. Παρολ’ αυτά τίποτα το άτακτο, κανένα σημάδι απόγνωσης, κανένας λόγος κατάρας ή ασυγκράτητου παραπόνου δεν σημειώνεται στη βαθειά αυτή συγκίνηση του πνεύματός του.
Οσοδήποτε και αν συγκινείται, είναι πάντοτε κυρίαρχος του εαυτού του, διότι η φύση του είναι αγνή και ξένη προς τη διαφθορά την δική μας. Εάν το νερό δεξαμενής έχει ίζημα (=κατακάθι) ακάθαρτο στον πυθμένα του, παρόλο που παρουσιάζεται διαυγές, όταν μένει ήσυχο, θολώνεται όταν ταραχτεί. Αλλά στην καρδιά του Ιησού τίποτα το ακάθαρτο και ρυπαρό δεν έχει ποτέ εισχωρήσει. Και το νερό της που ήδη βίαια ταρακουνιέται παραμένει πάντοτε διαυγές και αθόλωτο.
(2) Αισθανόταν την ανάγκη να συναγρυπνήσουν μαζί του, όχι ως βοηθοί κατά των εχθρών του, αλλά ως παρήγοροι ανάμεσα στον κατακλυσμό της θλίψης, ο οποίος πλημμύριζε την ψυχή του. Θα ήθελε, αν ήταν δυνατόν, να είναι συντροφευμένος κατά τις έσχατες αυτές στιγμές του (γ). Ενδείκνυται να είμαστε συμπαραστάτες των αδελφών μας, όταν βρίσκονται σε αγωνία και θλίψη.
Μαρκ. 14,35 καὶ προελθὼν μικρὸν ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τῆς γῆς(1), καὶ προσηύχετο ἵνα, εἰ δυνατόν ἐστι(2), παρέλθῃ ἀπ᾿ αὐτοῦ ἡ ὥρα(3).
Μαρκ. 14,35 Και αφού προχώρησε ολίγον έπεσε πρηνής, με το πρόσωπον αυτού εις την γην και προσηύχετο να περάση από αυτόν η σκληρά ώρα των παθών, εάν τούτο ήτο δυνατόν.
(1) Η στάση του αυτή εκφράζει την ευλάβεια (Εβρ. ε 7), με την οποία απηύθυνε τις προσευχές του αυτές. Ήταν «στις ημέρες της σάρκας του», στην κατάσταση της ταπείνωσής του, προς την οποία συμμόρφωσε τον εαυτό του εξ’ ολοκλήρου. Είναι πρέπον να πέφτουμε χαμηλά όταν εμφανιζόμαστε ενώπιον του Υψίστου.
(2) Εάν ήταν δυνατόν να γίνει αυτό, χωρίς να ματαιωθεί το σωτήριο σχέδιο της βουλής του Θεού (σ).
«Πώς λοιπόν εδώ λέει, «αν είναι δυνατόν»; Δείχνει σε μας την ασθένεια της ανθρώπινης φύσης, που δεν θέλει εύκολα να απομακρυνθεί από την παρούσα ζωή, αλλά αρνείται και διστάζει να φύγει από αυτήν, εξ’ αιτίας της αγάπης προς την παρούσα ζωή, που από την αρχή ο Θεός έβαλε μέσα της» (Χ).
Εάν ήταν δυνατόν να αχθεί σε πέρας το έργο της απολύτρωσης χωρίς τη θυσία και το θάνατό του. Εάν είναι δυνατόν ο Θεός να δοξαστεί, ο άνθρωπος να σωθεί και η σωτηριώδης βουλή του Θεού να πραγματοποιηθεί, χωρίς τα παθήματα της ώρας αυτής, ας περάσει η ώρα. Δεν είναι κυρίως η πικρία του θανάτου και η αγωνία της σταύρωσης εκείνα, τα οποία ο Ιησούς θέλει να περάσουν από αυτόν, αλλά η πικρία που τον περιλούζει της αμαρτίας και ενοχής των ανθρώπων, η οποία καθιστούσε το σταυρό εξέδρα όπου όλη η φρίκη της αμαρτίας μαζεύτηκε, για να κάνει την καταπληγωμένη και ματωμένη καρδιά του κατά τις ώρες του θανάτου του το θύμα που βαστάζει την αμαρτία του ανθρωπίνου γένους (γ).
(3) Η καθορισμένη ώρα από την βουλή του Πατέρα και η οποία προβλήθηκε από αυτόν. Η ώρα ή ώρα του, είναι λέξεις που συχνά συναντιούνται στο τέταρτο ευαγγέλιο με περισσότερες από μία σημασίες, συνήθως όμως αναφορικά με το θάνατο. Δες Ιω. β 4,ζ 30,η 20,ιβ 23,27,ιγ 1,ιστ 21,ιζ 1 (σ).
Μαρκ. 14,36 καὶ ἔλεγεν· ἀββᾶ(1) ὁ πατήρ, πάντα δυνατά σοι· παρένεγκε(2) τὸ ποτήριον ἀπ᾿ ἐμοῦ τοῦτο· ἀλλ᾿ οὐ τί ἐγὼ θέλω(3), ἀλλ᾿ εἴ τι σύ(4).
Μαρκ. 14,36 Και έλεγε•Πάτερ, Πάτερ μου, όλα είναι δυνατά εις σε, απομάκρυνε από εμέ το ποτήριον τούτο. Όμως ας γίνει όχι εκείνο που θέλω εγώ, αλλά εκείνο που θέλεις συ.
(1) «Το μεν «αββά» λοιπόν είναι εβραϊκή λέξη, που σημαίνει «ο πατέρας»· γι’ αυτό και προστέθηκε η ερμηνεία του» (Ζμ). Στην αρχή λέει το Αββά, την λέξη, την οποία και ο Σωτήρας χρησιμοποίησε… προσθέτει όμως και το «ο πατέρας», σαν εξήγηση για τους από τα έθνη χριστιανούς που αγνοούσαν τη γλώσσα (δ).
(2) Επειδή δηλαδή είσαι παντοδύναμος, απομάκρυνε εσύ και όχι εγώ.
(3) Η επιθυμία του, φυσική στην ανθρώπινη φύση, ήταν να περάσει το ποτήριο, μετά όμως από όλα αυτά η απόφαση που προκαταβολικά κυριαρχεί σε αυτόν, είναι να υποταχτεί στο θέλημα του Πατέρα του. «Μην εξετάσεις τι εγώ θέλω, αλλά τι εσύ». Επομένως απολύτως υποτάσσεται και κατά την ανθρώπινη φύση του στη θεία θέληση (δ).
(4) Αυθεντική γραφή «αλλά συ».
«Η φράση «όχι τι εγώ θέλω, αλλά τι εσύ» είναι ελλιπής. Διότι λείπει το «να γίνει». Είναι δηλαδή πλήρης η φράση «ας γίνει όχι αυτό που εγώ θέλω, αλλά αυτό που εσύ» (Ζμ).
Αν και αισθανόταν βαθύτατα την αφόρητη πικρία των παθημάτων, όμως ελεύθερα υποβαλλόταν σε αυτά, διότι ήθελε αυτό ο Πατέρας. «Να ήλθα», λέει προς τον Πατέρα του, «να κάνω το θέλημά σου, Θεέ μου, και θέλησα και το νόμο σου μέσα στην καρδιά μου» (Ψαλμ. λθ 8). Το θέλημα του Πατέρα ζήτησε πάντοτε. «Δεν ζητώ το θέλημα το δικό μου, αλλά το θέλημα του Πατέρα που με έστειλε» (Ιω. ε 30), διακήρυξε άλλοτε στους Ιουδαίους. Και το θέλημα αυτό υπήρξε «η τροφή του», όπως είπε στους μαθητές (Ιω. δ 34). Και σε αυτό και τώρα εμμένει.
Με το παράδειγμα αυτό του Χριστού συμμορφούμενοι και εμείς, οφείλουμε να πίνουμε τα πικρά ποτήρια, τα οποία μας δίνει ο Θεός, έστω και αν αυτά είναι πικρότατα. Είναι αξιόπιστος ο Θεός, ο οποίος δεν θα μας αφήσει να πειραστούμε περισσότερο από όσο μπορούμε. Παρόλο που η φύση μας ανταγωνίζεται και παλεύει αρνούμενη αυτά, η χάρη πρέπει να υποτάσσει αυτήν.
Μαρκ. 14,37 καὶ ἔρχεται καὶ εὑρίσκει(1) αὐτοὺς καθεύδοντας(2), καὶ λέγει τῷ Πέτρῳ(3)· Σίμων(4), καθεύδεις; οὐκ ἰσχύσατε(5) μίαν ὥραν(6) γρηγορῆσαι;
Μαρκ. 14,37 Και έρχεται και ευρίσκει τους μαθητάς να κοιμώνται και λέγει στον Πετρον• Σίμων κοιμάσαι; Δεν μπορέσατε να αγρυπνήσετε μίαν ώρα;
(1) Ζητά και πάλι τη συντροφιά των τριών (σ). Ο Ιησούς δεν απασχολείται μόνο με τον εαυτό του κατά τις κρίσιμες αυτές στιγμές, αλλά ενδιαφέρεται εξίσου και για τους μαθητές του. Και διακόπτει και αυτήν ακόμη την αγωνιώδη προσευχή του, για να παρακολουθήσει και αυτούς αν είναι άγρυπνοι. Δεν ήταν μόνο για αυτόν κρίσιμη η ώρα, αλλά και για εκείνους. Είχε προειδοποιήσει αυτούς ότι θα σκανδαλίζονταν και θα τον εγκατέλειπαν, ενώ ο Σίμων θα τον αρνούνταν (γ). Εκείνους, τους οποίους ο Ιησούς αγαπά, τους φέρνει στην καρδιά του και όταν ζει και όταν πεθαίνει και δεν τους λησμονεί ούτε κατά τις ώρες της έσχατης αγωνίας του.
(2) Εάν και ο Ιησούς κοιμόταν, όπως και οι μαθητές, τι θα γινόταν η εκκλησία του και πόσο μεγάλη θα ήταν η πτώση, στην οποία μετά από λίγο παρασύρθηκαν οι Απόστολοι! Είναι ανυπολόγιστη η ευτυχία μας, διότι η σωτηρία μας βρίσκεται στα χέρια Εκείνου, ο οποίος αγρυπνεί και δεν δίνει νυσταγμό στα βλέφαρά του προκειμένου να σώσει την ποίμνη του.
(3) «Βρήκε τους τρεις να κοιμούνται, μαλώνει όμως τον Πέτρο, σχεδόν σαν να του λέει τα εξής· Εσύ δεν ήσουν που υποσχόσουν ότι θα πεθάνεις μαζί μου; Μία ώρα δεν μπόρεσες να ξαγρυπνήσεις, και θα καταφρονήσεις το θάνατο;» (Θφ).
(4) Ονομάζει αυτόν όχι με το Πέτρε, αλλά με το Σίμων. Ίσως διότι αυξάνει η κατηγορία με τη χρήση του παλαιού οικείου ονόματος της φιλίας (σ). Ίσως και διότι το όνομα της χάριτος (Πέτρε) ενσωμάτωνε ιδιότητες ξένες με τις αδυναμίες, τις οποίες έδειχνε τώρα ο Πέτρος και τις υπενθύμιζε το φυσικό όνομα Σίμων. (Δες και «Σίμων ζήτησε ο Σατανάς…»).
(5) Τους μαλώνει στοργικά, όπως μαλώνουν εκείνοι οι οποίοι γνωρίζουν να αγαπούν. Είναι σαν να τους έλεγε: Δεν θα εκπλησσόμουν εάν όλοι αδιαφορούσαν για μένα· εάν ολόκληρη η γη κοιμόταν τώρα. Από σας όμως περίμενα κάτι καλύτερο. Εάν ένας από σας ήταν ασθενής και περνούσε αγωνιώδεις στιγμές, θα ήταν υπερβολικά αρνητικό και ψυχρό να μην αγρυπνείτε μαζί του. Και όταν αγωνιά ο Διδάσκαλός σας, που αγρύπνησε τόσες φορές για σας, και σας καθοδήγησε και σας διέθρεψε και σας δίδαξε και σας γέννησε, τόσο λίγο δείχνεται συμπάθεια στην αγωνία του; Ξύπνησα, όταν στο πλοίο κινδυνεύατε (Μάρκ. η 26) και αγωνιούσατε, ενώ τώρα εσείς κοιμάστε, όταν εγώ αγωνιώ για σας και την σωτηρία σας.
(6) Πόσο λίγο τους ζήτησε. Μία ώρα να αγρυπνήσουν μαζί του. Δεν τους ζήτησε ακόμη να πεθάνουν για αυτόν, ούτε να μπουν σε αγωνία μαζί του. Αλλά αν οι μαθητές θα μπορούσαν να προβάλλουν ως δικαιολογία ότι ήταν μεν βεβαρημένοι «από την λύπη» (Λουκ. κβ 45), δεν είχαν όμως ακόμη επισκιαστεί από τη χάρη, η οποία απέρρευσε από το σταυρό, τι θα πουν όσοι σε περιόδους χάριτος ζηλότυπα μεν διεκδικούν τη διαδοχή τους, περνούν όμως τη ζωή τους αμέριμνοι, χωρίς να σκοτίζονται για τίποτα, την ώρα που η εκκλησία, το σώμα του Χριστού αγωνιά, αντιμετωπίζοντας από έξω μάχες και από μέσα φόβους;
Μαρκ. 14,38 γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε(1), ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν(2)· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σάρξ ἀσθενής(3).
Μαρκ. 14,38 Αγρυπνείτε και προσεύχεσθε, δια να μη πέσετε εις πειρασμόν• το μεν πνεύμα είναι πρόθυμον, αλλά η σαρξ, η ανθρωπίνη φύσις, είναι ασθενής”.
(1) Στο στίχο 34 ζήτησε από αυτούς να ξαγρυπνούν σε σχέση με τη μεγάλη θλίψη, την οποία δοκίμαζε. Τώρα συνιστά σε αυτούς αυτό και για τους εαυτούς τους (γ). Η εγρήγορση και η προσευχή βοηθούν και ενδυναμώνουν η μία την άλλη. Και με τις δύο αυτές μπορούν να προστατευτούν από τον επικείμενο πειρασμό. Έξοχη διασαφήνιση της έννοιας του αιτήματος της Κυριακής προσευχής «Σώσε μας από τον πονηρό» (σ).
Πριν ακόμη ο πειρασμός ξεσπάσει, αγρυπνείτε και προσεύχεστε, για να πάρετε δυνάμεις και να αντισταθείτε κατά του πειρασμού. Κατά την ώρα των βίαιων εφόδων του πειρασμού θα είναι πλέον αργά, εάν δεν είστε από πριν ενισχυμένοι και καθοπλισμένοι.
(2) Ο πειρασμός ενεδρεύει κυρίως όχι στις εξωτερικές περιστάσεις, οι οποίες αποτελούν μόνο δοκιμασία ή ώθηση, αλλά στις εσωτερικές συνθήκες, στις πονηρές επιθυμίες της καρδιάς, στην ασθένεια της σάρκας. Η εξωτερική επίθεση εναντίον της σταθερότητάς τους θα ερχόταν αμέσως και δεν θα έπρεπε να καμφθούν. Για αυτό όφειλαν να προσεύχονται, για να μην ενδώσει η εσωτερική τους ασθένεια (γ).
Πόσο πλανιόμαστε όταν επαναπαυόμαστε στις εύκολες αποφάσεις, τις οποίες παίρνουμε μακριά από τον πειρασμό, όταν συμφωνούμε με το νόμο του Θεού κατά τον έσω άνθρωπο και το πνεύμα μας ελεύθερο από κάθε ερεθισμό διατίθεται πρόθυμα προς το αγαθό! Όταν έρθει η ώρα του πειρασμού, τα βίαια κύματα του άλλου νόμου που υπάρχει στα μέλη μας στην πρώτη τους ορμή διασπούν σαν αχυρένιο φράγμα τις προηγούμενες αποφάσεις μας και ξεχνώντας τότε τα πάντα «όχι αυτό που θέλουμε, αυτό πράττουμε, αλλά αυτό που μισούμε, αυτό κάνουμε» (Ρωμ. ζ 22,15).
(3) «Το μεν πνεύμα σας είναι πρόθυμο στο να μην με αρνηθείτε· και για αυτό και εσείς μου υπόσχεστε αυτό. Αλλά η σάρκα είναι ασθενής· επομένως εάν δεν δώσει ο Κύριος δύναμη στη σάρκα με την προσευχή, θα κινδυνεύσετε» (Θφ).
Το πνεύμα και η σάρκα δεν αντιτίθενται αλλού στο ευαγγέλιο του Μάρκου. Σημαίνουν τα δύο άκρα της ανθρώπινης φύσης. Πνεύμα=το υψηλότερο τμήμα του ανθρώπου· η πνευματική του φύση. Σάρκα=η ζωώδης φύση με τα πάθη της (γ). Η αδυναμία μας στην υποταγή στο νόμο του Θεού συνίσταται στην απιστία και προδοσία της ίδιας μας της φύσης, η οποία εφόσον δεν καλλιεργήσαμε την με το βάπτισμα αναγέννησή μας εξακολουθεί να κουβαλά τα λείψανα της διαφθοράς, την οποία κληρονομήσαμε από τον παλαιό Αδάμ.
Στον αγώνα μας κατά την ώρα του πειρασμού η διεφθαρμένη φύση μας μάς προδίδει και συμμαχώντας με τον εχθρό μεταφέρει τις εξωτερικές επιθέσεις του, σε αυτό το εσωτερικό μας. Οι έφοδοι δεν είναι πλέον μόνο εξωτερικές, αλλά εξαπολύονται εναντίον μας και από μέσα μας. Η ασθένεια της διεφθαρμένης μας σάρκας γίνεται ο δυσκολότερος εχθρός μας. Να γιατί αγρυπνώντας πριν τον πειρασμό πρέπει και σε αυτήν την ησυχία με θεοφιλή μέριμνα να προσευχόμαστε κράζοντας: Κύριε, μη μας βάλεις σε πειρασμό, αλλά σώσε μας από τον πονηρό.
Μαρκ. 14,39 καὶ πάλιν ἀπελθὼν προσηύξατο τὸν αὐτὸν λόγον(1) εἰπών.
Μαρκ. 14,39 Και πάλιν αφού απεμακρύνθη ολίγον, προσηυχήθη και είπε τον ίδιον λόγον.
(1) Περιληπτικά περιγράφει το περιεχόμενο της δεύτερης προσευχής του Κυρίου. Ο Ματθαίος έχει άλλη διατύπωση, που παρουσιάζει ζωηρότερη την απόφαση του Κυρίου να υποταχτεί στο θέλημα του Πατέρα.
«Είναι φυσικό να είπε και εκείνον το λόγο και αυτόν» (Ζμ).
Ο Κύριος προσευχήθηκε για πολύ. Το «μία ώρα δεν μπορέσατε να ξαγρυπνήσετε» το οποίο είπε στους μαθητές, υποδηλώνει αυτό. Αλλά οσοδήποτε μακρότερα και αν προσευχήθηκε, τα πολλά τα οποία είπε προς τον Πατέρα του, για το επικείμενο πάθος του στράφηκαν και η απόφασή του η σταθερή να υποταχτεί στο θέλημα του Πατέρα του διαδηλώθηκε με αυτά. Και επανέλαβε και δύο και τρεις φορές τα ίδια, διδάσκοντάς μας με το παράδειγμά του να εμμένουμε στην προσευχή και να μην κουραζόμαστε σε αυτήν (Λουκ. ιη 1).
Και αν η απάντηση του Θεού στις προσευχές μας δεν έρχεται γρήγορα, οφείλουμε εμείς να συνεχίζουμε αυτές, διπλασιάζοντας και τριπλασιάζοντας αυτές, βέβαιοι ότι ο Θεός θα ανταποκριθεί σε αυτές, όπως ανταποκρίθηκε και στον υιό του που αγωνιούσε στη Γεθσημανή. Εάν δεν απομάκρυνε το πικρό ποτήριο από αυτόν, τον ενίσχυσε να το πιει, «και αφού εισακούστηκε ο Κύριος από την ευλάβεια έμαθε από αυτά που έπαθε την υπακοή και αφού τελειώθηκε έγινε αίτιος αιώνιας σωτηρίας σε όλους όσους τον υπακούουν» (Εβρ. ε 8-9).
Μαρκ. 14,40 καὶ ὑποστρέψας εὗρεν αὐτοὺς πάλιν καθεύδοντας· ἦσαν γὰρ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν καταβαρυνόμενοι(1), καὶ οὐκ ᾔδεισαν τί ἀποκριθῶσιν(2) αὐτῷ.
Μαρκ. 14,40 Και επιστρέψας ευρήκε αυτούς πάλιν να κοιμώνται, διότι τα μάτια των κατεβαρύνοντο και έκλειαν από νύσταν και δεν εγνώριζαν, τι να του αποκριθούν.
(1) Η μετοχή του ενεστώτα δηλώνει όχι συντελεσμένη την κατάσταση, αλλά στην πρόοδό της (γ). Τα μάτια τους ήταν κυριευμένα από βαριά νύστα, εναντίον της οποίας δεν μπορούσαν να αντιδράσουν. Υποδηλώνει παρόλ’ αυτά η μετοχή, ότι προσπάθησαν οι μαθητές να μείνουν άγρυπνοι και αντιστάθηκαν κατά της νύστας, αλλά νικήθηκαν από αυτήν.
(2) Δεν ήξεραν τι να απαντήσουν για δικαιολογία της νύστας τους. Τόσο η ντροπή τους όσο και η με λήθαργο νύστα τους, τούς έκανε βουβούς.
Μαρκ. 14,41 καὶ ἔρχεται τὸ τρίτον καὶ λέγει αὐτοῖς· καθεύδετε λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε(1)! ἀπέχει(2)· ἦλθεν ἡ ὥρα· ἰδοὺ παραδίδοται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὰς χεῖρας τῶν(3) ἁμαρτωλῶν·
Μαρκ. 14,41 Και έρχεται τρίτη φοράν και τους λέγει• κοιμάσθε λοιπόν και αναπαύεσθε! Αρκεί πλέον ο ύπνος• ήλθε η ώρα• ιδού ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται εις τα χέρια των αμαρτωλών.
(1) Λιγότερο πιθανή ερμηνεία· προστακτική ενεστώτα= «Ειρωνευόμενος λέει αυτό προς αυτούς· επειδή δηλαδή ήξερε ότι έρχεται ο προδότης, λέει προς αυτούς ότι Τώρα είναι καιρός να κοιμάστε, κοιμηθείτε· να ο εχθρός έρχεται. Το είπε αυτό κοροϊδεύοντας τον ύπνο τους» (Θφ). Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: Κρύβεται κάποια ειρωνεία στα λόγια. Ο Ιησούς χρησιμοποίησε το όπλο αυτό και απέναντι στους Φαρισαίους. Δες Μάρκ. ζ 9 (σ). Η ειρωνεία δεν είναι ασυμβίβαστη και με τη βαθύτατη ψυχική αγωνία (Meyer). Δύσκολα όμως συμβιβάζεται με τον πράο, μακρόθυμο και στοργικό χαρακτήρα του ταπεινού στην καρδιά Κυρίου.
Πιο σωστό λοιπόν είναι το «καθεύδετε και αναπαύεσθε» να το πάρουμε ως οριστική πτώση, που εκφράζει την έκπληξη, την οποία δοκιμάζει ο Κύριος αντιμετωπίζοντας την αμεριμνησία των μαθητών σε τόσο κρίσιμες στιγμές, που δεν αντιλαμβάνονται το μέγεθος των πολυειδών κινδύνων που τους κυκλώνουν, μολονότι ο Κύριος επανειλημμένα προειδοποίησε αυτούς και τους επέστησε την προσοχή τους. Υπέρ της εκδοχής αυτής συνηγορεί και η έννοια του παρεμβαλλόμενου «το λοιπόν»=έως τώρα· ύστερα και από ό,τι σας είπα προηγουμένως, όταν σας προέτρεπα με το Γρηγορείτε.
(2) Ή, λιγότερο πετυχημένα «αρκούν τα σχετικά με εμένα, δηλαδή τελειώνουν» (Ζμ). Ή, πιο σωστά, αρκεί πλέον ο ύπνος (δ) «είναι αρκετός» (Κυρίλλου εις Αγγαίον 2,9). Αρκετά πλέον κοιμηθήκατε (g).
(3) Ή, στα χέρια των γνωστών οργάνων των αρχιερέων (δ). Ή το άρθρο δηλώνει την όλη τάξη και όχι ορισμένα άτομα αυτής (γ).
Μαρκ. 14,42 ἐγείρεσθε(1), ἄγωμεν· ἰδοὺ ὁ παραδιδούς με ἤγγικε(2).
Μαρκ. 14,42 Σηκωθήτε, πηγαίνομεν• ιδού επλησίασε αυτός που με παραδίδει.
(1) Οι τρεις μαθητές βρίσκονταν ακόμη στο έδαφος, παρόλο που είχαν ξυπνήσει. Ο Κύριος στεκόταν όρθιος από πάνω τους. Και τους προτρέπει τώρα να σηκωθούν και να τον ακολουθήσουν (σ).
(2) Να πώς ακούστηκε η εναγώνια προσευχή του. Ζητούσε σε αυτήν να περάσει από αυτόν το ποτήριο του παθήματος. Και τώρα φέρνει αυτό με σταθερό το χέρι στα χείλη του και αρχίζει να το πίνει ηρωικά και με ακλόνητη υποταγή στον Πατέρα του.
Μαρκ. 14,43 Καὶ εὐθέως, ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος(1), παραγίνεται Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, εἷς τῶν δώδεκα(2), καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ὄχλος(3) πολὺς μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων(4), ἀπεσταλμένοι παρὰ τῶν ἀρχιερέων καὶ γραμματέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων(5).
Μαρκ. 14,43 Και αμέσως, ενώ ο Κύριος μιλούσε, φθάνει ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους δώδεκα, και μαζί του όχλος πολύς με μαχαίρια και ρόπαλα, σταλμένοι από τους αρχιερείς και τους γραμματείς και τους πρεσβυτέρους.
(1) Άρχισε πρώτα να πάσχει στην ψυχή του με την αγωνία, αλλά έπειτα έπαθε και στο σώμα του, για να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη για την αμαρτία, η οποία αρχίζει στην καρδιά και αφού μολύνει αυτήν κάνει τα μέλη του σώματος δούλα στην αδικία.
(2) «Το ένας από τους δώδεκα δεν προστέθηκε μάταια, αλλά για κατηγορία του προδότη, ότι αν και ήταν από την πρώτη ομάδα λύσσαξε κατά του δεσπότη» (Θφ).
«Για να δείξει την κακότητα του προδότη. Διότι αυτός που είχε τιμηθεί ίσα με τους Αποστόλους έγινε η αφορμή για αυτούς που φόνευσαν το Χριστό» (β). Δες και θαύμασε· ο πρώτος ο οποίος φάνηκε μαζί με τους εχθρούς του, ήταν ένας από τους δώδεκα, ο οποίος μία ή δύο ώρες πριν συνέτρωγε μαζί του! Χωρίς αυτόν δεν θα τον έβρισκαν στον τόπο εκείνο που είχε καταφύγει.
(3) Η λέξη δηλώνει ότι επρόκειτο για άτακτο σώμα ανδρών, που πιθανώς αποτελούνταν κυρίως από λευίτες, τους φύλακες του ναού, που συνοδεύονταν και από δούλους των αρχιερέων (σ). Ο Ιωάννης μιλά και για σπείρα, πιθανότατα κάποιο απόσπασμα που εκπροσωπούσε την δύναμη των ρωμαίων στρατιωτών, που παραβρισκόταν τότε στα Ιεροσόλυμα (γ).
Των στρατιωτών αυτών τις υπηρεσίες είχαν εξασφαλίσει με διάβημά τους στον Πιλάτο οι Ιουδαϊκές αρχές (σ). Και δεκαπλάσιοι εάν ήταν, δεν θα μπορούσαν να τον συλλάβουν, εάν δεν παραχωρούσε αυτό. Εφ’ όσον όμως είχε έλθει πλέον η ώρα του, το πλήθος αυτό ήταν περιττό. Όταν πρόκειται να συλληφθεί ένας αμνός στον αγρό για σφαγή, ποιά η ανάγκη να χρησιμοποιηθεί για αυτό πλήθος οπλοφόρων; Για τον αμνό του Θεού βγήκε όχλος πολύς με μαχαίρια και ξύλα.
(4) Ήταν οπλισμένοι με μαχαίρια και ρόπαλα για εξουδετέρωση κάθε τυχόν αντίστασης.
(5) Ήταν απεσταλμένοι από το συνέδριο. Οι λέξεις αρχιερείς, γραμματείς, πρεσβύτεροι σημαίνουν το συνέδριο από τις τάξεις, οι οποίες αποτελούσαν αυτό (γ). Αυτοί, οι οποίοι διακήρυτταν ότι ανέμεναν τον Μεσσία και ήταν έτοιμοι να τον υποδεχτούν, αυτοί τον συλλαμβάνουν τώρα με την απόφαση να τον εξοντώσουν.
Μαρκ. 14,44 δεδώκει δὲ ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν σύσσημον(1) αὐτοῖς λέγων· ὃν ἂν φιλήσω(2), αὐτός ἐστι· κρατήσατε αὐτὸν καὶ ἀπαγάγετε ἀσφαλῶς(3).
Μαρκ. 14,44 Είχε δώσει εις αυτούς εκ των προτέρων ο Ιούδας ένα σύνθημα λέγων• εκείνος που θα φιλήσω, αυτός είναι• πιάστε τον και μεταφέρτε τον ασφαλώς.
(1) Από το συν και σήμα=κοινά συμφωνημένο σημάδι, σύνθημα (δ). Ο Ιησούς βεβαίως ήταν καλά γνωστό πρόσωπο. Αλλά οι εχθροί του φοβούνταν, μήπως στο σκοτάδι και την σύγχυση διαφύγει και επιθυμούσαν να εξασφαλιστούν από κάθε πλευρά (γ).
(2) Το σημάδι που δόθηκε από τον Ιούδα δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο, αλλά ο συνηθισμένος τρόπος του χαιρετισμού (γ). Ο συνηθισμένος χαιρετισμός μαθητών προς ραββίνο ήταν φίλημα (σ). Φαίνεται λοιπόν ότι και ο Κύριος δεν αρνήθηκε να επιτρέψει στους μαθητές του τον βαθμό αυτό της οικειότητας. Αλλά ο Ιούδας, όταν διέρρηξε όλους τους νόμους της αγάπης και του καθήκοντος, βεβήλωσε το ιερό αυτό σημάδι χρησιμοποιώντας αυτό αισχρά ως μέσο προδοσίας.
«Δες και την αναισθησία του Ιούδα, πώς νόμισε ότι θα διαφύγει της προσοχής του Κυρίου με το φίλημα, με το να νομιστεί σαν δήθεν φίλος» (Θφ).
(3) «Επειδή φοβήθηκε, μήπως διαφύγει ο Κύριος από τους εχθρούς, το οποίο έκανε πολλές φορές, παρήγγειλε «κρατήστε τον και μεταφέρετέ τον με ασφάλεια»» (Ζμ).
(4) Το ἀσφαλῶς=αποκλείοντας κάθε ενδεχόμενο διαφυγής. Ο Ιούδας από τη στιγμή που αναμίχτηκε στην υπόθεση αυτή, ήθελε να φτάσει επιτυχώς σε πέρας και να μη συμβεί κάποια αποτυχία, από την οποία και αυτός θα γινόταν καταγέλαστος.
Μαρκ. 14,45 καὶ ἐλθὼν(1) εὐθέως προσελθὼν(1) αὐτῷ λέγει· χαῖρε, ῥαββί(2), καὶ κατεφίλησεν(3) αὐτόν.
Μαρκ. 14,45 Και αφού ήλθε εκεί ο Ιούδας, αμέσως πλησίασε τον Κύριο και του είπε• “χαίρε διδάσκαλε”, και εφίλησε και ξαναφίλησε αυτόν με υποκριτικήν στοργήν.
(1) Αφού ήλθε στον τόπο, όπου ήταν ο Ιησούς, πλησιάζοντάς τον λέει (δ). Πλησίασε τον Ιησού. Ασφαλώς, εάν δεν είχε εξαχρειωθεί τελείως η καρδιά του, όταν θα ατένιζε την όψη του Διδασκάλου, θα αναχαιτιζόταν είτε από την μεγαλοπρεπή επιβολή της είτε από τη γλυκιά ηρεμία της. Τι αναλγησία και ποιος βαθμός κυνικότητας έπρεπε να υπάρχει στον διεφθαρμένο αυτόν άνθρωπο για να προχωρήσει ασυγκίνητος για επιτέλεση της τόσο μαύρης του πράξεως εναντίον προσώπου που τόσο τον ευεργέτησε. Ο Πέτρος αρνήθηκε τον Διδάσκαλο, αλλά όταν «αφού στράφηκε ο Κύριος τον κοίταξε», «βγήκε έξω και έκλαψε πικρά» (Λουκ. κβ 61). Αλλά ο Ιούδας προχωρεί κατά πρόσωπο του διδασκάλου και προδίδει αυτόν.
(2) Υπάρχει και η γραφή «λέγει· ραββί, ραββί»· για σημάδι δήθεν χαράς, ότι βρήκε αυτόν τον οποίο ζητούσε (δ). «Νόμισε ίσως ότι θα μπορέσει να κρυφτεί δίνοντας φίλημα σαν τύπο αγάπης. Και έβαλε πρώτο το χαίρε σε αυτόν που παγίδευσε στον θάνατο. Ο Κύριος όμως όταν τον φιλούσε δεν τον αποστράφηκε, αλλά του έδειξε ότι δεν ήλθε με τον τρόπο της φιλίας, αλλά χάριν ασεβείας, και παρέδωσε με τη θέλησή του τον εαυτό του» (β).
(3) Μέλι στο στόμα και χολή στην καρδιά.
Μαρκ. 14,46 οἱ δὲ ἐπέβαλον ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ ἐκράτησαν αὐτόν.
Μαρκ. 14,46 Εκείνοι δε άπλωσαν επάνω του τα χέρια των και τον έπιασαν.
Μαρκ. 14,47 Εἷς δέ τις(1) τῶν παρεστηκότων σπασάμενος τὴν μάχαιραν ἔπαισε τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον.
Μαρκ. 14,47 Κάποιος δε από αυτούς, που έστεκαν εκεί κοντά, τράβηξε την μάχαιραν, εκτύπησε τον δούλον του αρχιερέως και του έκοψε το αυτί.
(1) Το ένας, με έννοια αριθμητική= Ένας, όχι περισσότεροι από τους μαθητές· το τις με έννοια αόριστη=κάποιος. «Αποσιωπά το όνομα αυτού ο Μάρκος, για να μην φανεί ότι επαινεί τον διδάσκαλό του Πέτρο, ότι έδειξε ζήλο υπέρ του Χριστού» (Θφ).
Επέδειξε πράγματι ο Πέτρος ζήλο υπέρ του διδασκάλου, αλλά άκριτο και όχι με επίγνωση. Ασύνετα εξέθεσε τον εαυτό του και τους συμμαθητές του στη μανία και λύσσα του όχλου εκείνου. Τι θα μπορούσαν να αντιτάξουν η μία ή δύο μάχαιρες, τις οποίες ενδεχομένως είχαν οι μαθητές (Λουκ. κβ 38) κατά του οπλισμένου εκείνου πλήθους; Ο Πέτρος δείχνει ζήλο χωρίς επίγνωση υπέρ του Διδασκάλου αγνοώντας ακόμη, ότι «η θρησκεία δεν επιτρέπεται να επιβληθεί βίαια, αλλά πρέπει να υπερασπίζεται κάποιος αυτήν όχι φονεύοντας, αλλά πεθαίνοντας» (Λακτάντιος). Όσοι χρησιμοποιούν μαχαίρι, με μαχαίρι θα πεθάνουν και οι άνθρωποι επαυξάνουν και επισπεύδουν τα δεινά τους αμυνόμενοι με μέσα αιματηρά.
Μαρκ. 14,48 καὶ ἀποκριθεὶς(1) ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με(2)·
Μαρκ. 14,48 Έλαβε τότε ο Ιησούς τον λόγο και τους είπε• σαν να επρόκειτο δια ληστή, βγήκατε με μαχαίρια και ρόπαλα να με συλλάβετε;
(1) =παίρνοντας το λόγο.
(2) Διαμαρτύρεται κατά της ενέργειάς τους, η οποία άρμοζε μάλλον σε ληστή παρά σε θρησκευτικό διδάσκαλο, ο οποίος δημόσια δίδασκε στο ναό και τόσες έδωσε σε αυτούς ευκαιρίες, για να συλλάβουν αυτόν, εάν πράγματι είχαν βάσιμη εναντίον του κατηγορία (σ).
Μαρκ. 14,49 καθ᾿ ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἤμην ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων, καὶ οὐκ ἐκρατήσατέ με(1). ἀλλ᾿ ἵνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαί(2).
Μαρκ. 14,49 Κάθε ημέραν ήμουνα κοντά σας και δίδασκα εις τας αυλές του ναού και δεν με πιάσατε. Αλλά όλα αυτά έγιναν, δια να εκπληρωθούν όσα αι προφητείαι γράφουν”.
(1) «Όταν στο ιερό δίδασκε, δεν μπόρεσαν να τον πιάσουν, παρόλο που τον είχαν στα χέρια τους, διότι δεν ήταν ακόμη ο καιρός του πάθους. Όταν όμως θέλησε, τότε παρέδωσε τον εαυτό του, για να εκπληρωθούν οι Γραφές των προφητών ότι σαν πρόβατο στη σφαγή οδηγήθηκε, χωρίς να μαλώνει ούτε να κραυγάζει αλλά ακολουθώντας με τη θέλησή του» (Θφ).
Υπαινίσσεται με τα λόγια αυτά ο Κύριος, ότι πρέπει να υπήρχε κάποια ύποπτη και απόκρυφη αιτία, η οποία εξασθενούσε τη θέση των εχθρών του οι οποίοι αισθανόμενοι την αδυναμία τους στην εναντίον του προσπάθεια χρησιμοποιούν βία και μυστικότητα (γ).
(2) Οι γραφές που προλέγουν ότι θα τον μεταχειρίζονταν ως κακοποιό. Δες Ησ. νγ 6-9,12 (γ). Με κάθε προσοχή ο Κύριος παρακολουθεί αυτά που είναι στις Γραφές. Θα δεχόταν να υποστεί οτιδήποτε, αλλά ουδέποτε θα ανεχόταν να εκπέσει ή να αθετηθεί ούτε ένα κόμμα ή μία τελεία από το λόγο του Θεού. Και όπως πρόσεχε στη Γραφή σε όλο το πάθημά του, έτσι έχει τα βλέμματά του σε αυτήν και στην κατάσταση της δόξας του. Διότι τι άλλο πράττει ο Χριστός ως αιώνιος βασιλιάς και αρχιερέας κυβερνώντας τον κόσμο παρά να εκπληρώνει και να επαληθεύει τις Γραφές; Και με βάση τι άλλο θα κρίνει τον κόσμο παρά με τον θεόπνευστο λόγο στις Γραφές;
Μαρκ. 14,50 καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον πάντες(1).
Μαρκ. 14,50 Και οι μαθηταί τον εγκατέλειψαν και έφυγαν όλοι.
(1) Οι μαθητές. Εάν επέμεναν να μείνουν και αυτοί μαζί του, επόμενο ήταν να ακολουθήσει και για αυτούς η ίδια τύχη, η οποία ανέμενε τον Σωτήρα. Αλλά έλειπε από αυτούς ο βαθμός της πίστης ο οποίος θα τους ενέπνεε το θάρρος να αντιμετωπίσουν έναν τέτοιο κίνδυνο. Η πίστη τους μπροστά στα απροσδόκητα αυτά γεγονότα υπέστη κάποια ελάττωση. Αφού κυριεύτηκαν από σύγχυση και αμφιβολία, στερήθηκαν τη δύναμη η οποία θα τους ενθάρρυνε στην ώρα αυτή του πειρασμού (γ).
Εάν το ότι είχαν διαμείνει μαζί του «στους πειρασμούς του» (Λουκ. κβ 28), οι οποίοι αποτελούσαν ασύγκριτα μικρότερη για αυτόν δοκιμασία από όσο το πάθημά του, είχε τόσο ανακουφίσει αυτόν, μπορούμε να υπολογίσουμε πόσο θα λύπησε αυτόν, ότι εγκαταλείφθηκε από τους πιο αγαπητούς του κατά τις σκληρές αυτές ώρες, όταν θα μπορούσαν να παράσχουν κάποια υπηρεσία σε αυτόν και να μαρτυρήσουν υπέρ αυτού, όταν συκοφαντούνταν. Όσοι πάσχουν για τον Χριστό, ας μην παραξενεύονται, εάν έρχονται και για αυτούς στιγμές, στις οποίες εγκαταλείπονται από όλους. Δεν είναι καλύτεροι από το Διδάσκαλό τους, ούτε μπορεί να γίνει για αυτούς εξαίρεση, ώστε να τους μεταχειριστούν καλύτερα είτε οι εχθροί είτε οι φίλοι τους. Όταν ο Παύλος κινδύνευε «κανείς δεν ήλθε σε αυτόν στην πρώτη του απολογία, αλλά όλοι τον εγκατέλειψαν» (Β Τιμ. δ 16). «Ήταν παρών όμως ο Κύριος και τον ενδυνάμωσε».
Μαρκ. 14,51 Καὶ εἷς τις(1) νεανίσκος ἠκολούθησεν αὐτῷ, περιβεβλημένος σινδόνα ἐπὶ γυμνοῦ(2)· καὶ κρατοῦσιν αὐτὸν οἱ νεανίσκοι(3).
Μαρκ. 14,51 Και κάποιος νέος τον ηκολούθησε γυμνός, τυλιγμένος μ’ ένα σινδόνι. Και τον έπιασαν οι νέοι που συμμετείχαν στο απόσπασμα.
(1) Ένας και μόνος, αφού οι υπόλοιποι μαθητές έφυγαν. Και αυτός ήταν κάποιος. Από το στίχο 47, όπου και πάλι χρησιμοποιείται το «ένας κάποιος», μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι όπως εκεί, έτσι και εδώ, η παράλειψη της αναφοράς του ονόματος, δεν αποδεικνύει, ότι ο νέος αυτός ήταν άγνωστος στον Μάρκο (γ). Πολλές εικασίες έγιναν για το ποιος ήταν ο νέος εκείνος. Μία από αυτές είναι ότι «αυτός ο νέος είναι εύλογο ότι ήταν από το σπίτι εκείνο, στο οποίο έφαγαν το πάσχα» (Θφ).
Εάν δεχτούμε, ότι το σπίτι αυτό ήταν αυτό που σύμφωνα με το Πράξ. ιβ 12 χρησίμευσε μετέπειτα για τις συνάξεις των πιστών, δηλαδή το σπίτι της Μαρίας, μητέρας του Μάρκου, θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε, γιατί παρεμβλήθηκε στο δεύτερο ευαγγέλιο και μόνο σε αυτό η αφήγηση ενός ασήμαντου επεισοδίου, που δεν έχει καμία ουσιώδη σχέση με τη σύλληψη του Κυρίου, και η αποφυγή της κατονομασίας του νέου (σ).
Ήταν ίσως αυτός ο ίδιος ο Μάρκος. Και υπέρ της εκδοχής αυτής φαίνεται ευνοϊκή και η διαφορετική γραφή των αλεξανδρινών κωδίκων «συνηκολούθει αὐτῷ», η οποία μπορεί να ερμηνευτεί ότι από την αρχή της εξόδου του Ιησού μαζί με τους μαθητές στον κήπο της Γεθσημανή, τον ακολουθούσε.
(2) «Ήταν τυλιγμένος με το σεντόνι με γυμνό το σώμα δηλαδή» (Ζμ).
(3) Η περιβολή του νέου κίνησε την αστεία περιέργεια και την επιθυμία αστεϊσμού των νεώτερων στον όχλο, οι οποίοι όρμησαν και τον συνέλαβαν (δ). Να πούμε, ότι υποδηλώνει αυτό και τις διαθέσεις της βαρβαρότητας, οι οποίες κυριαρχούσαν στον όχλο εκείνο, στα χέρια του οποίου βρισκόταν τώρα ο Ιησούς; Δεν θα απείχαμε από την αλήθεια. Και υπέρ της εκδοχής αυτής παρουσιάζεται ευνοϊκή και η από τους αλεξανδρινούς κώδικες παράλειψη της λέξης «νεανίσκοι». Αλλά και την λέξη αυτή εάν δεχτούμε ως αυθεντική, μπορούμε να υποθέσουμε, ότι και οι νέοι ενθαρρυνόμενοι από την κακή συμπεριφορά την οποία οι πρεσβύτεροι έδειχναν προς τον Ιησού, όρμησαν κατά του αόπλου και ακίνδυνου εκείνου νέου, ώστε και αυτοί να τον μεταχειριστούν σύμφωνα με το παράδειγμα που έπαιρναν από εκείνους που χλεύαζαν και κορόιδευαν τον Ιησού.
Μαρκ. 14,52 ὁ δὲ καταλιπὼν τὴν σινδόνα γυμνὸς(1) ἔφυγεν(2) ἀπ᾿ αὐτῶν.
Μαρκ. 14,52 Εκείνος όμως αφήκε το σινδόνι εις τα χέρια των και καθώς ήτο νύχτα έφυγε γυμνός ανάμεσα από αυτούς.
(1) Έφυγε γυμνός, ενώ η νύχτα δε στερούνταν το φως της σελήνης. Ο φόβος νίκησε την ντροπή μπροστά στο μεγάλο αυτόν κίνδυνο (b).
(2) «Και αυτός εγκατέλειψε τον Κύριο» (Θφ). Έφυγε και ο νέος για να απομείνει τελείως μόνος ο Σωτήρας μαζί με τον προδότη και τα όργανα των αρχιερέων.
Μαρκ. 14,53 Καὶ ἀπήγαγον τὸν Ἰησοῦν πρὸς τὸν ἀρχιερέα καὶ συνέρχονται(1) αὐτῷ(2) πάντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ γραμματεῖς(3).
Μαρκ. 14,53 Και οδήγησαν τον Ιησού στον αρχιερέα• και μαζεύονται εις την οικία του αρχιερέα όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς.
(1) Ιστορικός ενεστώτας για την ζωηρότητα της διήγησης όπως συνηθίζει ο Μάρκος (δ). Η συνέλευση αυτή του συνεδρίου φαίνεται είχε από πριν αποφασιστεί με την πρόβλεψη της σύλληψης του Ιησού κατά τη νύχτα εκείνη (γ). Για να χορτάσουν το πάθος τους αρνούνται στους εαυτούς τους τη φυσική ανάπαυση του ύπνου και συρρέουν όλοι δίπλα στον αρχιερέα.
(2) Στον αρχιερέα· η δοτική πτώση δηλώνει το χάριν αυτού, αφού αυτός το διέταξε (δ). Το σπίτι του έπρεπε να είναι θυσιαστήριο υπέρ της καταπιεζόμενης αθωότητας και τώρα απέβη θρόνος της αδικίας. Καθόλου παράδοξο αφού είχαν μεταβάλλει τον οίκο του Θεού σε σπήλαιο ληστών.
(3) Οι οποίοι συναποτελούσαν το συνέδριο.
Μαρκ. 14,54 καὶ ὁ Πέτρος ἀπὸ μακρόθεν(1) ἠκολούθησεν αὐτῷ ἕως ἔσω εἰς τὴν αὐλὴν(2) τοῦ ἀρχιερέως, καὶ ἦν συγκαθήμενος μετὰ τῶν ὑπηρετῶν(3) καὶ θερμαινόμενος(4) πρὸς τὸ φῶς(5).
Μαρκ. 14,54 Και ο Πέτρος ηκολούθησεν τον Ιησούν από μακράν μέχρι την εσωτερικήν αυλήν του αρχιερέως. Και εκάθητο μαζί με τους υπηρέτας και εθερμαίνετο πλησίον στο φως, που έρριπτε η φωτιά.
(1) Κυριευμένος από πανικό στην αρχή έφυγε μαζί με τους υπόλοιπους συμμαθητές, αλλά μετά από λίγο επέστρεψε και από κάποια απόσταση ακολούθησε τον Ιησού (σ). Κάποιοι σπινθήρες αγάπης και ενδιαφέροντος για τον Διδάσκαλο υπάρχουν ακόμη στην καρδιά του Πέτρου. Αλλά η δειλία τον έχει ήδη κυριεύσει. Ακολουθεί από μακριά. Τα πρώτα βήματα προς την άρνηση έγιναν ήδη. Διότι το να ακολουθεί από μακριά ισοδυναμεί με το να οπισθοχωρεί αργά και σταθερά.
(2) Στην εσωτερική αυλή, γύρω από την οποία είχαν χτιστεί τα δωμάτια του οικήματος (σ).
(3) Πιθανώς μαζί με τους λευϊτικούς φύλακες, οι οποίοι είχαν φέρει εκεί τον Κύριο που αυτοί συνέλαβαν και κάθονταν τώρα δίπλα στη φωτιά (σ). Οι κλητήρες του συνεδρίου, παρόμοιοι με τους Ρωμαίους ραβδούχους (γ). Συχνά κάποια πτώση συντελείται ευκολότερα ανάμεσα σε τέτοιους υπηρέτες, τους οποίους κάποιος φοβάται λιγότερο, παρά μπροστά στους κυρίους τους (b). Κάθισε μαζί με τους υπηρέτες, συγκαλυπτόμενος ανάμεσά τους και κρυβόμενος και θερμαινόμενος μαζί τους με προσποιητή αδιαφορία. Ο Πέτρος ρίχνει τον εαυτό του σε πειρασμό, προς τον οποίο προχωρά με ελαστικότητα και επανειλημμένες αβαρίες που προμηνύουν την πτώση που πλησιάζει.
(4) Συχνά κάτω από τη φροντίδα για το σώμα, παραμελείται η ψυχή (b).
(5) «Κοντά στο φως που προερχόταν από τη φωτιά, ώστε να φαίνεται σε αυτούς που κάθονταν μαζί του και σε όλους όσους ήταν στην αυλή» (Ζ).
Μαρκ. 14,55 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον ἐζήτουν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ μαρτυρίαν εἰς τὸ θανατῶσαι(1) αὐτόν, καὶ οὐχ εὕρισκον(2)·
Μαρκ. 14,55 Οι αρχιερείς και όλον το συνέδριον εζητούσαν να εύρουν ενοχοποιητικήν μαρτυρίαν εναντίον του Ιησού, δια να τον θανατώσουν, και δεν εύρισκαν.
(1) Δεν ενεργούσαν ως δικαστές, αλλά προαποφασισμένοι να καταδικάσουν αυτόν σε θάνατο, ζητούσαν μαρτυρία εναντίον του. Φαινομενικά ήταν δικαστές, στην πραγματικότητα όμως ήταν κατήγοροι και απηνείς διώκτες (γ). Ζητούσαν με παραπλανητικές ερωτήσεις, με ευμενή ή βλοσυρά βλέμματα προς τους μάρτυρες, είτε εκφοβίζοντας είτε με υποσχέσεις προσελκύοντας, είτε με δόλια ερωτήματα παγιδεύοντας αυτούς να βρουν μαρτυρία κατά του Ιησού «Οι αυτοκατάκριτοι επινοούν σχήμα δήθεν δικαστηρίου για να φανούν ότι με κρίση τον φονεύουν» (Θφ).
(2) Δεν εύρισκαν μαρτυρία που να είχε τυπικά τη μορφή της δικαστικής αλήθειας. Δες πιο κάτω στίχους 56,59 που χαρακτηρίζονται οι μαρτυρίες σαν μη ίσες (δ).
Μαρκ. 14,56 πολλοὶ γὰρ(1) ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἴσαι(2) αἱ μαρτυρίαι οὐκ ἦσαν.
Μαρκ. 14,56 Διότι πολλοί παρουσιάσθησαν και κατέθεσαν εναντίον του ψευδομαρτυρίας, αλλά δεν ήσαν αι καταθέσεις των σύμφωνοι μεταξύ των.
(1) Αυτό αιτιολογεί και επιβεβαιώνει αυτό που ειπώθηκε ότι «δεν εύρισκαν μαρτυρία» που να δικαιολογεί την σε θάνατο καταδίκη του. Εμφανίζονταν μεν πολλοί ψευδομάρτυρες, αλλά οι μαρτυρίες τους δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους.
(2) Δηλαδή οι ίδιες, σύμφωνες σε όλα (δ), να ταυτίζονται μεταξύ τους και να συμπίπτουν. Κατά τον μωσαϊκό νόμο (Δευτερ. ιθ 15) απαιτούνταν οι σύμφωνες μαρτυρίες δύο τουλάχιστον μαρτύρων για να στηρίξουν την εις θάνατον καταδίκη.
Μαρκ. 14,57 καί τινες(1) ἀναστάντες ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ λέγοντες
Μαρκ. 14,57 Και μερικοί προσήλθαν και εψευδομαρτυρούσαν εναντίον αυτού λέγοντες
(1) Ο Ματθαίος καθορίζει αυτούς ως δύο στον αριθμό.
Μαρκ. 14,58 ὅτι ἡμεῖς ἠκούσαμεν αὐτοῦ λέγοντος, ὅτι ἐγὼ καταλύσω τὸν ναὸν τοῦτον τὸν χειροποίητον καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν ἄλλον ἀχειροποίητον οἰκοδομήσω(1).
Μαρκ. 14,58 ότι ημείς τον ακούσαμε να λέγη• Εγώ θα κρημνίσω τον ναό αυτόν, τον κτισμένον από χέρια ανθρώπων, και εντός τριών ημερών θα ανοικοδομήσω άλλον αχειροποίητον.
(1) «Και αυτοί που φάνηκαν ότι κάτι λένε, ψευδή είπαν. Διότι ο Κύριος δεν είπε θα γκρεμίσω εγώ το ναό, αλλά Γκρεμίστε. Και ούτε χειροποίητο είπε, αλλά απλώς ναό» (Θφ). Η μαρτυρία αυτή είχε μεν ως βάση γνήσιο λόγο του Κυρίου αλλά ήταν νοθευμένη και με ψεύδη, τα οποία παρουσίαζαν τον Κύριο ως περιφρονητή του ναού και προτιθέμενο βέβηλα να ανατρέψει αυτόν.
Μαρκ. 14,59 καὶ οὐδὲ οὕτως(1) ἴση ἦν ἡ μαρτυρία αὐτῶν.
Μαρκ. 14,59 Αλλά ούτε και έτσι δεν ήτο σύμφωνη η κατάθεσή τους.
(1) Αν και οι μαρτυρίες αυτές συμφωνούσαν στο κύριο σημείο, παρουσιάζονταν όμως σε ουσιώδεις λεπτομέρειες συγκρουόμενες και ασύμφωνες. Η εξέταση κατ’ αντιπαράσταση για διακρίβωση της αληθινής έννοιάς της τήν επισκότιζε και έκανε αυτήν ανίσχυρη. Κατά τον Ματθαίο η μαρτυρία ήταν: Μπορώ να γκρεμίσω το ναό του Θεού και σε τρεις μέρες να τον χτίσω. Σύμφωνα με αυτήν δεν εκδηλώνεται πρόθεση γκρεμίσματος του ναού, αλλά μάλλον διάθεση μεγαλοπρεπέστερης ανοικοδόμησής του. Βάση κατηγορίας, που να συνεπάγεται την ποινή του θανάτου δεν υπήρχε. Το πολύ μπορούσε να χαρακτηριστεί ο Ιησούς σαν κάποιος φαντασιόπληκτος. Με την παραπάνω μαρτυρία δεν είναι εξ’ ολοκλήρου σύμφωνη η κατά τον Μάρκο μαρτυρία, η οποία παρουσιάζεται μεν ότι επιβαρύνει κάπως τον Ιησού, αλλά εφόσον ήταν μεμονωμένη δεν μπορούσε να θεωρηθεί ισχυρή.
Μαρκ. 14,60 καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἰς τὸ μέσον(1) ἐπηρώτα τὸν Ἰησοῦν λέγων(2)· οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; τί οὗτοί(3) σου καταμαρτυροῦσιν;
Μαρκ. 14,60 Τότε σηκώθηκε ο αρχιερεύς, εστάθη στο μέσον, και ερωτούσε τον Ιησούν λέγων• δεν απαντάς τίποτε; Τι είναι αυτά, που σε κατηγορούν αυτοί εδώ;
(1) Υπαινίσσεται, ότι το συνέδριο ήταν συγκροτημένο σε δικαστήριο που περιστοίχιζε τον επί κεφαλής αυτού αρχιερέα.
(2) «Ο αρχιερέας αφού σηκώθηκε ρωτά τον Ιησού θέλοντας να τον τραβήξει σε απολογία, ώστε από την απολογία να τον πιάσει» (Θφ). Μπορούμε να φανταστούμε με ποιο ύφος αγέρωχο και περιφρονητικό ο αλαζόνας αυτός αρχιερέας έθεσε στον Ιησού το ερώτημα που ακολουθεί: «Πλησίασε, κατηγορούμενε. Ακούς τι καταθέτουν ενόρκως εναντίον σου. Τι έχεις εσύ τώρα να πεις για τον εαυτό σου;».
(3) Τι είναι αυτό, το οποίο μαρτυρούν αυτοί εναντίον σου;
Μαρκ. 14,61 ὁ δὲ ἐσιώπα καὶ οὐδὲν ἀπεκρίνατο(1). πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς ἐπηρώτα αὐτὸν(2) καὶ λέγει αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς(3) τοῦ εὐλογητοῦ(4);
Μαρκ. 14,61 Αυτός δε σιωπούσε και δεν έδωσε καμίαν απάντηση. Πάλιν ο αρχιερεύς τον ερωτούσε και του έλεγε• Συ είσαι ο Χριστός, ο υιός του ευλογημένου και δοξασμένου Θεού;
(1) «Ο Σωτήρας και Κύριός μας Ιησούς Χριστός ψευδομαρτυρούμενος μεν σιωπούσε, κατηγορούμενος δε τίποτα δεν απάντησε, πείθοντας ότι όλος ο βίος του και οι πράξεις του απέναντι στους Ιουδαίους, έγιναν καλύτερες από φωνή που ελέγχει την ψευδομαρτυρία και από λέξεις που απολογούνται προς τις κατηγορίες» (Ω).
«Αυτός όμως σιωπά ξέροντας ότι δεν θα προσέξουν τα λόγια του, το οποίο και ο Λουκάς λέει, ότι ερωτώμενος ο Κύριος είπε· Εάν πω σε σας, δεν θα πιστέψετε· εάν πάλι ρωτήσω, δεν θα απαντήσετε» (Θφ).
Σιωπά όχι διότι έχει υποστεί τη σύγχυση ή κατάπληξη του ενόχου, ούτε διότι βρισκόμενος σε απορία δεν έχει πώς να υπερασπίσει τον εαυτό του, αλλά για να εκπληρωθεί η Γραφή, η οποία τον παρουσίασε ως αμνό άφωνο εναντίον αυτού που τον κουρεύει (Ησ. νγ 7) και για να αποδειχτεί σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση του γνήσιος υιός του Δαβίδ, ο οποίος, όταν οι εχθροί του τον συκοφαντούσαν, έγινε «σαν άνθρωπος που δεν ακούει και δεν έχει στο στόμα του ελέγχους» (Ψαλμ. λζ 15). Και έγινε έτσι σε μας παράδειγμα υπομονής και μακροθυμίας, διότι «ενώ δεχόταν λοιδορίες δεν λοιδορούσε και αυτός με τη σειρά του» (Α΄ Πέτρ. β 22).
(2) Ο αρχιερέας κάτω από το κράτος της απορίας και στενοχώριας, στην οποία βρισκόταν, επιχειρεί και πάλι να αποσπάσει ενοχοποιητική ομολογία από το στόμα του Κυρίου, που μπορεί να διευκολύνει τον τερματισμό της υπόθεσης (σ).
(3) Η προσθήκη της φράσης «ο υιός του ευλογητού» στον τίτλο Χριστός, αυτό αποτελούσε την κατά το συνέδριο ασεβή και βλάσφημη αξίωση του Κυρίου. Απλώς η αξίωση, ότι ήταν ο Μεσσίας, χωρίς την πρόσθετη αξίωση, ότι είναι και ο με έννοια αποκλειστική και απόλυτη υιός του Θεού, δεν αποτελούσε σώμα εγκλήματος (γ).
Πράγματι και πολλοί άλλοι ψευδομεσσίες φάνηκαν, χωρίς να κατηγορηθούν στο συνέδριο ως ένοχοι βλασφημίας που συνεπαγόταν θάνατο. Άλλωστε «χριστοί ονομάζονταν και οι ιερείς και οι προφήτες και οι βασιλείς», για αυτό ο αρχιερέας «προσθέτει με ξεχωριστή έννοια το «ο υιός του ευλογητού», θέλοντας να πει του Θεού» (β).
(4) «Δηλαδή του Θεού, του ευλογητού, του υμνητού» (Ζμ). Του ενός, ο οποίος πρέπει να λατρεύεται. Πουθενά αλλού στην Κ.Δ. δεν συναντιέται παρά μόνο ως κατηγόρημα του Θεού σε δοξολογίες (γ). Είναι ιουδαϊκή περίφραση ευλαβείας που χρησιμοποιείται για αποφυγή της ονομασίας του Θεού, με το κύριο όνομα Ιεχωβά. Παρόλ’ αυτά εδώ κρύβεται ίσως η πρόθεση να εξυψωθεί η μεγαλειότητα του Θεού και να παρουσιαστεί εμφανέστερα η βλασφημία, την οποία αποτολμούσε ο κρινόμενος Κύριος οικειοποιούμενος και διεκδικώντας τον τίτλο ο υιός του Θεού (σ).
Μαρκ. 14,62 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν(1)· ἐγώ εἰμι(2)· καὶ ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν καθήμενον τῆς δυνάμεως(3) καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν(4) τοῦ οὐρανοῦ(5).
Μαρκ. 14,62 Ο δε Ιησούς είπε• “εγώ είμαι• και θα ιδήτε τον υιόν του ανθρώπου να κάθεται εις τα δεξιά του παντοδυνάμου Θεού και να έρχεται πάλιν επάνω εις τας νεφέλας του ουρανού”.
(1) Στο ερώτημα που τέθηκε σε αυτόν επίσημα και με σαφήνεια από τον θρησκευτικό αρχηγό του έθνους ο Κύριος απαντά αμέσως. Εάν έμενε τότε σε σιγή, θα παρουσιαζόταν κατά την κρίσιμη αυτή στιγμή της ζωής του να παραιτείται από τις μεσσιακές του αξιώσεις (γ).
Μέχρι τώρα σπανίως ο Κύριος διακήρυξε για τον εαυτό του ρητά, ότι ήταν ο Χριστός, ο υιός του Θεού. Η διδασκαλία του και τα θαύματά του μαρτυρούσαν και αποδείκνυαν αυτό. Αλλά τώρα θεωρεί επιβεβλημένη την ομολογία, διότι θα παρουσιαζόταν να αποσιωπά ή και να αρνείται την αλήθεια αυτός ο οποίος ήλθε στον κόσμο, για να μαρτυρήσει για την αλήθεια, για να αποφύγει το πάθημα και το σταυρό μη υποτασσόμενος στο θέλημα του Πατέρα του. Και ομολόγησε γενόμενος έτσι παράδειγμα και ενθάρρυνση των ακολούθων του, να ομολογούν αυτόν μπροστά στους ανθρώπους περιφρονώντας οποιονδήποτε κίνδυνο ή απειλή.
(2) «Η απάντηση ότι «εγώ είμαι» γίνεται για έλεγχο του αρχιερέα. Όχι επειδή θα μπορούσε να πιστέψει… αλλά ώστε να μη απομείνει ούτε αυτό (ως δικαιολογία), ότι δηλαδή δεν άκουσαν με σαφήνεια να δηλώνει για τον εαυτό του ότι είναι ο Χριστός» (β).
Με το εγώ είμαι ο Μάρκος εξηγεί το εβραϊκό «εσύ είπες» του Ματθαίου στους αναγνώστες του από τα έθνη (δ). Είναι πιθανόν ότι κοίταξαν προς τον Ιησού οι δικαστές του με χαμόγελο περιφρόνησης και χλευασμού, όταν τον άκουσαν να λέει Εγώ είμαι, το οποίο μάλιστα ο Κύριος θα απήγγειλε με σοβαρότητα και μεγαλοπρεπή επισημότητα, η οποία δεν υπήρξε αρεστή στους δικαστές του. «Ο άθλιος αυτός, θα είπαν αυτοί, είναι ο Μεσσίας, ο οποίος πρόκειται να έλθει με δύναμη και δόξα!» Και στην εντύπωσή τους αυτή και τους μορφασμούς ή και τους χλευαστικούς λόγους στα οποία η εντύπωση αυτή εκδηλώθηκε, αναφέρονται οι μετά το «εγώ είμαι» ακόλουθοι λόγοι του Κυρίου.
Είναι σαν να τους έλεγε με αυτούς: Αν και τώρα με βλέπετε στην ταπεινή και περιφρονημένη αυτή κατάσταση και νομίζετε ως γελοίο να αποκαλώ τον εαυτό μου Μεσσία και υιό του Θεού, παρόλ’ αυτά κοντά είναι η ημέρα, κατά την οποία θα με δείτε να έρχομαι πάνω στα σύννεφα του ουρανού.
(3) «Της δύναμης του Πατέρα· διότι δύναμη εδώ λέει τον Πατέρα» (Θφ).
«Όταν όμως λέει «στα δεξιά της δύναμης», εννοεί την δόξα που θα φανεί από τον ουρανό, και όχι σωματική μορφή. Διότι δεν βλέπεται ο Θεός, που είναι τελείως αόρατος, ώστε και η στα δεξιά καθέδρα να λέγεται ότι γίνεται ορατή σωματικά. Αλλά αυτός που θα φανεί σε μέγιστη δόξα που θα ναι ορατή, είπε ότι θα γίνει ορατός στα δεξιά» (β).
Αν και τώρα τον έβλεπαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, εντός ολίγου θα τον έβλεπαν στο θρόνο της θεότητας. Παραθέτει εδώ ο Κύριος το Δανιήλ ζ 13 εφαρμόζοντας αυτό στον εαυτό του. Σαν να έλεγε σε αυτούς: Θα δείτε να εκπληρώνονται σε μένα οι πιο υψηλές και υπερφυσικές από τις προφητείες για το Μεσσία. Θα με δείτε να κάθομαι στα δεξιά της δύναμης δηλαδή να έχω θέση εγγύτατη στο θρόνο του Θεού (γ). Το «δυνάμεως» είναι ευλαβές ιουδαϊκό συνώνυμο του Θεού (σ).
(4) Υπάρχει και η γραφή: μετά των νεφελών «αντί της επί των νεφελών» (Ζ).
(5) Η όλη διαβεβαίωση του Κυρίου δηλώνει τη θέση και την εξουσία, την οποία πρόκειται να κατέχει και να ασκεί στον ουρανό παρεμβαίνοντας ως Μεσσίας βασιλιάς στα πράγματα του επίγειου κόσμου. Ο Ματθαίος προσθέτει «απ’ άρτι» και ο Λουκάς «από του νυν» (γ). Δεν δηλώνεται λοιπόν εδώ μόνον η κατά την Δευτέρα παρουσία ένδοξη έλευση του Κυρίου, όταν «θα έρθει όχι χωρίς σώμα, αλλά τέτοιος ώστε να γίνει ορατός και να αναγνωριστεί από τους σταυρωτές του» (Θφ).
Τα λόγια αυτά του Σωτήρα αναφέρονται σε ό,τι θα λάμβανε χώρα στον πνευματικό κόσμο συνεχώς από τη στιγμή εκείνη. Θα εγκαθιδρυόταν μετά το θάνατό του η μεσσιακή βασιλεία, στην οποία ο Υιός του ανθρώπου θα κυβερνούσε και θα βασίλευε από τον ουράνιο θρόνο του, ασκώντας την εξουσία και δύναμή του ως Μεσσίας (γ).
Μαρκ. 14,63 ὁ δὲ ἀρχιερεὺς διαῤῥήξας τοὺς χιτῶνας(1) αὐτοῦ λέγει· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων;
Μαρκ. 14,63 Ο δε αρχιερεύς έσχισε τα ρούχα του δια την ύβριν τάχα εναντίον του Θεού που ήκουσε και είπε• τι μας χρειάζονται πλέον οι μάρτυρες;
(1) «Ο αρχιερέας λοιπόν εκπληρώνει ιουδαϊκή συνήθεια. Διότι όταν συναντούσαν κάτι φοβερό και άσχημο, έσχιζαν τους χιτώνες. Και εδώ λοιπόν επειδή βλασφήμησε τάχα ο Κύριος και έγινε μεγάλο κακό, σχίζει τους χιτώνες ο αρχιερέας» (Θφ).
«Έτσι οι αποκαλύψεις των μυστηρίων σε αυτούς που δεν ακούνε, δεν αποβαίνουν σε ωφέλεια, αλλά σε καταδίκη» (β).
Το σχίσιμο των χιτώνων ήταν σημάδι άλλοτε μεν μεγάλης θλίψης, όπως στην περίπτωση του Ιακώβ (Γεν. λζ 29), άλλοτε πάλι φρίκης (Δ Βασιλ. ιη 37)(σ). Η λέξη χιτώνες χρησιμοποιείται εδώ για να δηλώσει τα ρούχα γενικά, χωρίς να περιορίζεται η έννοια της λέξης στα εσωτερικά ενδύματα (γ).
Οι επίσημοι φορούσαν δύο χιτώνες, τους οποίους ο αρχιερέας έσχισε εδώ (δ). Πολύ έξυπνη και δεν απέχει από την αλήθεια η παρατήρηση: Το σχίσιμο των ιματίων του αρχιερέα σήμαινε την απόσχιση και της ιερωσύνης από αυτόν, όπως και το σχίσιμο του καταπετάσματος κατά το θάνατο του Κυρίου σήμαινε την κατάργηση του Ναού και την πλήρη απομάκρυνση του Θεού από αυτόν. Του Χριστού τα ιμάτια, και όταν ακόμη σταυρώθηκε, διατηρήθηκαν ακέραια και δεν σχίστηκαν. Διότι όταν η λευϊτική ιερωσύνη σχίστηκε και καταργήθηκε, ο Κύριος έλαβε ακατάλυτη και αιώνια την ιερωσύνη.
Μαρκ. 14,64 ἠκούσατε πάντως τῆς βλασφημίας(1)· τί ὑμῖν φαίνεται(2); οἱ δὲ πάντες(3) κατέκριναν αὐτὸν εἶναι ἔνοχον θανάτου(4).
Μαρκ. 14,64 Ηκούσατε βέβαια την βλασφημίαν• τι γνώμην έχετε; Αυτοί δε όλοι μ' ένα στόμα κατεδίκασαν αυτόν, ότι είναι ένοχος θανάτου δια την βλασφημίαν, που εξεστόμισε.
(1) Αυθεντική γραφή ηκούσατε της βλασφημίας. Η κατά τον αρχιερέα βλασφημία συνίστατο κυρίως στο ότι ο Ιησούς διεκδικούσε μία τόσο υψηλή θέση, «στα δεξιά της δύναμης» (γ).
(2) Ο αρχιερέας αναγκάζοντας τον κατηγορούμενο σε ομολογία και στηριζόμενος σε αυτήν μόνη, για να κηρύξει ολοκληρωμένη την διαδικασία παραβίαζε θεμελιώδεις αρχές της δικονομίας παραμερίζοντας και αυτό το δικονομικό αξίωμα του μωσαϊκού νόμου, σύμφωνα με το οποίο πάνω σε δύο ή τρεις μάρτυρες θα σταθεί κάθε λόγος. Και με το σχίσιμο των ρούχων του και με τα λόγια του προς τους δικαστές προκαταλαμβάνει το δικαστήριο και με το κύρος του από το αξίωμα επηρεάζει αυτούς πειθαναγκάζοντάς τους στο να εκφέρουν καταδικαστική απόφαση.
Εάν ήθελε αμερόληπτα και με δικαιοσύνη να ενεργήσει όφειλε να ζητήσει ξεχωριστά τις ψήφους αρχίζοντας από τους νεώτερους και αφήνοντας τον καθένα ανεπηρέαστα να διατυπώσει τη γνώμη του.
«Από εκείνους ζητά την απόφαση… και προλαβαίνει τους ακροατές λέγοντας, διότι εσείς ακούσατε την βλασφημία, σχεδόν καταναγκάζοντας και βεβαιώνοντας με κακό τρόπο, μάλλον δε πιέζοντας τους παρόντες να βγάλουν την απόφαση εναντίον του επειδή είπε βλασφημία και έκανε τον εαυτό του Θεό» (β).
(3) Με βοή, όπως φαίνεται, έτσι ώστε οι ψήφοι του Ιωσήφ και του Νικοδήμου, ίσως όμως και κάποιων άλλων, που δεν συμφώνησαν στην απόφασή τους, ούτε λήφθηκαν υπ’ όψη, ούτε καν ακούστηκαν εν μέσω της βοής.
(4) Η κατά της βλασφημίας ποινή ήταν ο θάνατος με λιθοβολισμό. Δες Λευϊτ. κδ 16, Ιω. ι 30, Πράξ. ζ 58 (σ).
Μαρκ. 14,65 Καὶ ἤρξαντό τινες(1) ἐμπτύειν(2) αὐτῷ καὶ περικαλύπτειν(3) τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ κολαφίζειν αὐτὸν καὶ λέγειν αὐτῷ· προφήτευσον ἡμῖν τίς ἐστιν ὁ παίσας σε. καὶ οἱ ὑπηρέται(4) ῥαπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλον(5).
Μαρκ. 14,65 Και ήρχισαν μερικοί να τον φτύνουν, να του σκεπάζουν ολόγυρα το πρόσωπόν του, ώστε να μη βλέπη, να καταφέρουν ισχυρά ραπίσματα και γρονθοκοπήματα και να του λέγουν• “προφήτεψέ μας ποιός είναι εκείνος που σε εκτύπησε”. Και οι υπηρέται εκτυπούσαν αυτόν με ραπίσματα.
(1) Οι «κάποιοι» αυτοί φαίνεται να ήταν κάποια μέλη του συνεδρίου, από τους οποίους δινόταν το σύνθημα για τις εναντίον του Ιησού ύβρεις σε αυτούς που τον συνέλαβαν και τον φρουρούσαν, οι οποίοι ήταν και οι βιαιότεροι δράστες αυτών των υβριστικών εκδηλώσεων (σ).
Οι κατάδικοι βρίσκονται υπό την ειδική προστασία του νόμου και από όλα τα πολιτισμένα έθνη εκδηλώνεται προς αυτούς συμπάθεια και οίκτος. Είναι αρκετή η τιμωρία που τους επιβλήθηκε, όταν μάλιστα αυτή συμβαίνει να είναι η εσχάτη των ποινών. Μετά από λίγο ο Ιησούς πρόκειται να στερηθεί της ζωής του. Δεν φτάνει αυτό; Αλλά καμία συμπάθεια δεν δείχνεται προς αυτόν, ο οποίος τόσο οίκτο αισθανόταν για τα απολωλότα πρόβατα οίκου Ισραήλ και τόση ευσπλαχνία εκδήλωσε σε όλη τη ζωή του.
(2) Το φτύσιμο ήταν ιουδαϊκός τρόπος εκδήλωσης εσχάτης περιφρόνησης και βδελυγμίας. Δες Αρ. ιβ 14, Δευτερ. κε 9 (σ).
(3) Για να μην βλέπει αυτός που χτυπιόταν αυτούς που τον κολάφιζαν και να μπορούν έτσι κοροϊδευτικά να προκαλούν αυτόν, να δείξει τις προφητικές του ιδιότητες (σ).
(4) Οι κλητήρες του συνεδρίου. Εφ’ όσον τα μέλη του συνεδρίου και οι αρχιερείς λησμόνησαν την αξιοπρέπειά τους και τη θέση τους, επόμενο ήταν από αυτούς λαμβάνοντας το σύνθημα και οι υπηρέτες να κάνουν παιχνίδι και αντικείμενο διασκέδασης τον μελλοθάνατο.
(5) Υπάρχει και η γραφή «έλαβον»=Τον υποδέχτηκαν ή τον παρέλαβαν με ραπίσματα. Το πρόσωπο εκείνο, το οποίο ήταν το ωραιότερο από όλους τους υιούς των ανθρώπων και το οποίο ευλαβούνται οι άγγελοι, εξευτελίστηκε και κακοποιήθηκε από τους ευτελέστερους και χυδαιότερους ανθρώπους.
Η άρνηση του Πέτρου ιδ 66-72
Μαρκ. 14,66 Καὶ ὄντος τοῦ Πέτρου κάτω(1) ἐν τῇ αὐλῇ, ἔρχεται μία τῶν παιδισκῶν τοῦ ἀρχιερέως,
Μαρκ. 14,66 Ενώ δε ο Πέτρος ευρίσκετο κάτω εις την αυλήν, ήλθε μία από τας υπηρετρίας του αρχιερέως
(1) Στην αυλή, όπου είχε αναφθεί η φωτιά, στεκόταν ο Πέτρος, την ώρα που ο διδάσκαλος ήταν μπροστά στον αρχιερέα σε κάποιο δωμάτιο διασκέψεων υψηλότερο από το επίπεδο της αυλής (σ). Έτσι εξηγείται η χρήση του επιρρήματος κάτω=σε αντίθεση με αυτούς που συνεδρίαζαν πάνω στο σπίτι (δ). Μαζί με τους υπηρέτες του αρχιερέα καθόταν δίπλα στη φωτιά. Κακές συντροφιές παρέχουν πάντοτε πολλές αφορμές για αμαρτία. Και εκείνοι, οι οποίοι χωρίς ανάγκη αναμιγνύονται με αυτές, πέφτουν στο έδαφος του διαβόλου και πρέπει να περιμένουν είτε να πειραστούν και να παγιδευτούν, όπως ο Πέτρος, είτε να γελοιοποιηθούν και χλευαστούν, όπως και ο Κύριος που σύρθηκε ανάμεσά τους. Σπάνια βγαίνει κάποιος από τέτοιες συντροφιές χωρίς ενοχή ή λύπη ή και χωρίς να υποστεί και τα δύο αυτά. Ο Πέτρος μιλούσε εξ’ ιδίας πείρας, όταν έλεγε: «Σωθείτε από τη γενιά αυτή τη διεστραμμένη» (Πράξ. β 40).
Μαρκ. 14,67 καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον θερμαινόμενον ἐμβλέψασα αὐτῷ(1) λέγει· καὶ σὺ(2) μετὰ τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζαρηνοῦ(3) ἦσθα(4).
Μαρκ. 14,67 και όταν είδε τον Πέτρον να ζεσταίνεται, τον εκύτταξε με πολλή προσοχή και του είπε• και συ ήσουν μαζί με τον Ιησού τον Ναζαρηνό.
(1) Η υπηρέτρια ήταν, όπως καθορίζει ο Ιωάννης (ιη 17) η θυρωρός, η οποία, όπως φαίνεται, είχε εξ’ αρχής σημειώσει την είσοδο του Πέτρου στην αυλή, και τώρα προσελκύστηκε και πάλι η προσοχή της, όταν είδε τον Πέτρο να στέκεται δίπλα στη φωτιά (σ). Και κατεβαίνοντας από το σπίτι, όπου στο μεταξύ είχε ανεβεί, απευθύνει τα λόγια αυτά στον Πέτρο.
(2) Το «και» λέγεται σε σχέση με τους υπόλοιπους μαθητές και ακόλουθους του Ιησού.
(3) Το ότι μπαίνει μετά και χωρίζεται από το «του Ιησού» που προηγήθηκε, δίνει έμφαση σε αυτό. Η προσθήκη αυτή «του Ναζαρηνού» εμπερικλείει την περιφρόνηση των εχθρών του Ιησού σε σχέση με το για αυτούς παράλογο και βλάσφημο των μεσσιακών του αξιώσεων (γ).
(4) Υπηρέτρια ήταν αυτή που είπε τον λόγο αυτόν στον Πέτρο. Και είπε αυτόν απλά, όχι κραυγάζοντας και εκδηλώνοντας πρόθεση να συλληφθεί και ο Πέτρος και να εισαχθεί σε δίκη. Το πολύ στο να κοροϊδέψει και γελοιοποιήσει αυτόν απέβλεπε η μικρή υπηρέτρια. Έπεσε λοιπόν μέσα σε πειρασμό ο Πέτρος, αλλά όχι τόσο φοβερό, ώστε να οδηγηθεί σε άρνηση του Διδασκάλου. Θα μπορούσε να προσπεράσει και χωρίς απάντηση την παρατήρηση εκείνη της υπηρέτριας. Θα μπορούσε ακόμη να πει: Και εάν είμαι, υποθέτω ότι αυτό δεν αποτελεί έγκλημα. Αλλά ο πανικός του Πέτρου μεγαλοποίησε στην ψυχή του τον κίνδυνο.
Μαρκ. 14,68 ὁ δὲ ἠρνήσατο(1) λέγων· οὐκ οἶδα οὐδὲ ἐπίσταμαι τί σὺ λέγεις(2). καὶ ἐξῆλθεν ἔξω εἰς τὸ προαύλιον(3), καὶ ἀλέκτωρ ἐφώνησε(4).
Μαρκ. 14,68 Εκείνος όμως ηρνήθη λέγων• “δεν γνωρίζω ούτε εννοώ τι λέγεις”. Και βγήκε έξω στο προαύλιον και ο πετεινός ελάλησε.
(1) Η αμαρτία του Πέτρου ήταν μεγάλη και μόνο το ότι έγινε πριν την περίοδο της χάρης και της επέλευσης του Αγίου Πνεύματος αποτελεί ελαφρυντικό για αυτήν. Αρνήθηκε το Χριστό μπροστά στους ανθρώπους, σε χρόνο μάλιστα, κατά τον οποίο έβλεπε αυτόν να συκοφαντείται και όφειλε να ομολογήσει αυτόν και να μαρτυρήσει ενώπιον του δικαστηρίου υπέρ αυτού. Ο Χριστός επανειλημμένα είχε πει στους μαθητές του ότι οφείλουν να πάσχουν για χάρη του και να σηκώνουν το σταυρό τους και να τον ακολουθούν. Και όμως ο Πέτρος φοβήθηκε τόσο πολύ, ώστε στην πρώτη απειλή ψεύδεται, αρνείται, καταριέται με σκοπό να μην πάθει κάτι για το Χριστό. «Έδειξε αδυναμία ο Πέτρος, παρόλο που ήταν θερμότερος, και αρνείται τον Κύριο επειδή ταράχτηκε από τη δειλία. Και όλα αυτά ενώ μία υπηρέτρια τον φόβισε. Αυτό όμως το επέτρεψε ο Θεός να το πάθει από συγκατάβαση, έτσι ώστε και αυτός να είναι συμπαθής σε αυτούς που φταίνε, διδασκόμενος από τον εαυτό του την βιαιότητα της ανθρώπινης ασθένειας» (Θφ).
(2) Ο Πέτρος κάνει την άρνησή του, όσο το δυνατόν κατηγορηματικότερη. Αρνείται κάθε γνώση ή κατανόηση των λεγομένων από την υπηρέτρια. Ούτε γνωρίζω ούτε καταλαβαίνω τι εσύ λες (γ). Ούτε γνωρίζω ούτε μπορώ να συμπεράνω ή να καταλάβω τι εσύ λες (σ).
(3) Ο χώρος μπροστά από την πύλη, ο οποίος οδηγούσε από το δρόμο στην εσωτερική αυλή (γ).
(4) «Ούτε η φωνή τον συγκράτησε και του θύμισε» (β). Κάποιοι μεγαλογράμματοι κώδικες παραλείπουν τη φράση «καὶ ἀλέκτωρ ἐφώνησε». Είναι ίσως γραφή που παρεμβλήθηκε και που βασίζεται στο «και για δεύτερη φορά λάλησε ο πετεινός» του στίχου 71 (σ).
Μαρκ. 14,69 καὶ ἡ παιδίσκη ἰδοῦσα αὐτὸν πάλιν ἤρξατο λέγειν(1) τοῖς παρεστηκόσιν ὅτι οὗτος ἐξ αὐτῶν(2) ἐστιν.
Μαρκ. 14,69 Και η υπηρέτρια, όταν τον ξαναείδε, ήρχισε να λέγη εις αυτούς που έστεκαν εκεί, ότι αυτός είναι από εκείνους.
(1) Σύμφωνα με τον Μάρκο η ίδια υπηρέτρια άρχισε να λέει… Ήταν η θυρωρός, η οποία επιστρέφοντας στη θέση της και βλέποντας στο προαύλιο τον Πέτρο επανέλαβε την κατηγορία (σ). Παρατηρείται παρόλ’ αυτά εκ πρώτης όψεως κάποια διαφωνία μεταξύ των ευαγγελιστών.
«Ο Μάρκος λέει ότι πρώτα η υπηρέτρια (φόβισε τον Πέτρο)· έπειτα πάλι η ίδια· και μετά οι παρόντες. Ο Λουκάς όμως λέει ότι πρώτα η υπηρέτρια και έπειτα άλλος και μετά κάποιος άλλος· ο Ιωάννης πρώτα λέει την υπηρέτρια την θυρωρό, έπειτα κάποιους, μετά ένας από τους δούλους του αρχιερέα συγγενής, του οποίου έκοψε ο Πέτρος το αυτί» (Ζμ).
Και αν ακόμη δεχτούμε ως πραγματική τη διαφωνία: «κανένα εμπόδιο δεν είναι αυτό για εμάς όσον αφορά την αλήθεια του ευαγγελίου· διότι μήπως διαφωνούν σε κάτι μεγάλο και από το οποίο εξαρτάται η σωτηρία μας; Μήπως ο μεν είπε, ότι σταυρώθηκε ο Κύριος, ενώ ο άλλος όχι; Θεός φυλάξοι» (Θφ).
«Όμως, εάν προσέχουμε, ούτε έτσι δεν θα βρεθεί κάποια διαφωνία. Διότι στην πρώτη μεν άρνηση είναι η ίδια υπηρέτρια, που αναφέρεται στους τέσσερις ευαγγελιστές· στη δεύτερη, ο Ιωάννης είπε ότι κάποιοι ρώτησαν τον Πέτρο, οι οποίοι ήταν και η υπηρέτρια, για την οποία είπε ο Ματθαίος, και η πρώτη υπηρέτρια, για την οποία μίλησε ο Μάρκος, και ο άλλος για τον οποίο εξιστόρησε ο Λουκάς. Όσον αφορά την τρίτη άρνηση ομοίως οι Μάρκος και Ματθαίος είπαν ότι τον ρώτησαν οι παρόντες, μέσα στους οποίους επρόκειτο να είναι και ο άλλος, του Λουκά· και αυτός είναι ο δούλος του αρχιερέα που λέει ο Ιωάννης» (Ζμ).
(2) Το «από αυτούς» δείχνει, ότι το να μιλούν εναντίον του Ιησού και των μαθητών του ήταν πολύ συνηθισμένο και συχνότατο (b).
Μαρκ. 14,70 ὁ δὲ πάλιν ἠρνεῖτο. καὶ μετὰ μικρὸν πάλιν οἱ παρεστῶτες ἔλεγον τῷ Πέτρῳ· ἀληθῶς ἐξ αὐτῶν εἶ· καὶ γὰρ Γαλιλαῖος εἶ(1) καὶ ἡ λαλιά σου ὁμοιάζει(2).
Μαρκ. 14,70 Ο δε Πέτρος πάλιν ηρνήθη. Και έπειτα από ολίγον πάλιν οι παριστάμενοι έλεγαν στον Πέτρον• πράγματι είσαι από αυτούς, διότι είσαι Γαλιλαίος, και η προφορά σου ομοιάζει με την προφοράν των Γαλιλαίων.
(1) «Διότι είχαν κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμα στη στολή τους οι Γαλιλαίοι» (Ζμ).
(2) Αρκετοί μεγαλογράμματοι και κάποιοι μικρογράμματοι κώδικες παραλείπουν το «καὶ ἡ λαλιά σου ὁμοιάζει»= οι κάτοικοι της βόρειας Παλαιστίνης είχαν κάποιους ιδιωτισμούς στη διάλεκτο, από τους οποίους εύκολα διακρίνονταν από τους κατοίκους της Ιουδαίας (σ).
Μαρκ. 14,71 ὁ δὲ ἤρξατο ἀναθεματίζειν(1) καὶ ὀμνύναι ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὃν λέγετε.
Μαρκ. 14,71 Αυτός δε ήρχισε να καταριέται και να ορκίζεται, ότι “δεν ξέρω τον άνθρωπο αυτόν, που λέτε”.
Μαρκ. 14,72 καὶ(2) ἐκ δευτέρου ἀλέκτωρ ἐφώνησε. καὶ ἀνεμνήσθη ὁ Πέτρος τὸ ῥῆμα ὃ(3) εἶπεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι δίς, ἀπαρνήσῃ με τρίς· καὶ ἐπιβαλὼν(4) ἔκλαιε(5).
Μαρκ. 14,72 Και δευτέραν φοράν ο πετεινός λάλησε. Και θυμήθηκε ο Πέτρος τον λόγο, που του είχε πει ο Ιησούς, ότι πριν ο πετεινός λαλήση δύο φορές, θα με απαρνηθής τρεις φορές. Και ήρχισε να κλαίη.
(1) Άρχισε «να καταριέται» (Ζμ). Σημαίνει να επικαλείται θείες τιμωρίες εναντίον του, εάν δεν βεβαίωνε αληθινά, ότι δεν γνώριζε τον Ιησού. (γ).
(2) Αυθεντική γραφή: Και ευθύς εκ δευτέρου= Κατά τη στιγμή ακριβώς της τρίτης άρνησής του, όταν οι όρκοι και οι κατάρες μόλις είχαν βγει από τα χείλη του, άκουσε ο Πέτρος το λάλημα του πετεινού (σ).
(3) Υπάρχει και η γραφή: ως είπεν= όπως του το είπε.
(4) Πολλές προτάθηκαν εξηγήσεις για την ερμηνεία της λέξης: «Κάλυψε το κεφάλι» (Θφ). Ή, αφού έβαλε σε κάτι το μυαλό του (Αριστοτ.)= θυμήθηκε το λόγο του Ιησού (δ)· εξέτασε αυτό που είπε ο Κύριος (g). Ή, πιο πιθανή ερμηνεία «άρχισε με σφοδρότητα» (Θφ)· «επέβαλεν, άρχισε, επιχείρησε» (Σουΐδας).
(5) Πόσο βαριά υπήρξε η παρεκτροπή του Πέτρου. Ήταν Απόστολος και ένας από τους τρεις πρώτους, αν όχι και ο πρώτος μεταξύ τους, αυτόπτης και αυτήκοος και εκείνων των περιστατικών στα οποία οι εννέα άλλοι δεν ήταν με τον Διδάσκαλο. Όσο μεγαλύτερο είναι το αξίωμά μας στην εκκλησία, τόσο μεγαλύτερη είναι και η αμαρτία μας, εάν ζούμε ανάξια σε αυτήν. Επιπλέον ο Διδάσκαλος προειδοποίησε αυτόν για τον κίνδυνο· και εάν έδινε μεγαλύτερη προσοχή στα λόγια του Διδασκάλου και λιγότερη εμπιστοσύνη στον εαυτό του, δεν θα έπεφτε στον πειρασμό. Είχε υποσχεθεί επίσημα στον Διδάσκαλο εκείνη τη νύχτα, ότι δεν θα αρνιόταν αυτόν και ότι θα πέθαινε μαζί του. Και όμως έσπασε την υπόσχεση αυτή. Μόλις προ ολίγου είχε μετάσχει της θείας Ευχαριστίας και δεν πέρασαν παρά κάποιες ώρες για να αρνηθεί τον Λυτρωτή, ο οποίος του είχε δώσει για τροφή και ποτό το Σώμα του και το Αίμα του. Αλλά και ο πειρασμός, όπως είπαμε, σχετικά δεν ήταν δυνατός. Όχι κάποιος δικαστής ή αρχιερέας ή πρεσβύτερος ή αξιωματικός της αρχιερατικής αυλής κατηγόρησε αυτόν ως μαθητή του Ιησού, αλλά μία ή δύο ανόητες υπηρέτριες. Και τέλος ο Πέτρος επανέλαβε τρεις φορές την άρνησή του και μάλιστα με όρκο.
«Ας ντραπούν οι Ναυατιανοί (=αιρετικοί του γ΄αιώνα με αρχηγό τον Ναυάτο), που δεν δέχονται αυτούς που αμάρτησαν μετά το βάπτισμα και την μετάληψη των μυστηρίων. Διότι να ο Πέτρος, και ενώ μετέλαβε το άχραντο σώμα και αίμα και αρνήθηκε, έγινε δεκτός με τη μετάνοια. Διότι τα ελαττώματα των αγίων για αυτό γράφτηκαν, έτσι ώστε και εμείς, αν ποτέ από απροσεξία σφάλλουμε, να μπορούμε να στρέφουμε το βλέμμα μας στα παραδείγματα και με μετάνοια να σπεύδουμε να διορθωθούμε» (Θφ).
Ο Πέτρος έκλαψε, και όπως σημείωσε ο Ματθαίος έκλαψε πικρά. Η λύπη για την αμαρτία πρέπει να είναι μεγάλη και βαθειά. Αυτοί που αμάρτησαν γλυκά, πρέπει να κλάψουν πικρά. Διότι αργά ή γρήγορα η αμαρτία θα γίνει σε αυτούς πικρή. Η βαθειά αυτή θλίψη είναι δείγμα πραγματικής μετάνοιας και ριζικής μεταβολής και αλλαγής σκέψεων και αποφάσεων, που εγγυούνται για το ότι στο μέλλον δεν θα πάθουμε υποτροπή στην αμαρτία.
Ο Πέτρος ο οποίος έκλαψε πικρά διότι αρνήθηκε το Χριστό, όχι μόνο δεν τον αρνήθηκε πλέον ποτέ, αλλά και μετά από λίγες εβδομάδες ανάμεσα στο λαό της Ιερουσαλήμ για τον Ιησού, για τον οποίο μπροστά σε κάποιους λίγους είχε πει Δεν ξέρω τον άνθρωπο, διακήρυξε και είπε: «Ας το γνωρίζει όλος ο οίκος Ισραήλ ότι ο Θεός έκανε αυτόν (τον Ιησού) και κύριο και Χριστό» (Πράξ. β 36). Να το γνώρισμα της αληθινής μετάνοιας: να οδηγηθούμε με τη χάρη στις αντίθετες με την αμαρτία μας αρετές.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Γ. Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ κβ 1- κβ 71
Υπόμνημα στο κατά Λουκάν, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 590-625 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Θφ = Θεοφύλακτος
Β = Βασίλειος ο Μέγας Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας Σγ = Σεβηριανός
Ζ = Ζιγαβηνός Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Η = Ησύχιος Ω = Ωριγένης
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
F. Godet, Commentaire sur l’ Evangile de S. Luc 1888 (σημειώνεται με το g)
M.J. Lagrange. Evangile selon s. Luc, Deuxieme edition Paris 1921 (σημειώνεται με το L.)
Alf. Plummer. A critical and exegetical commentary on the Gospel according to S. Luc, Fifth edition (1928) (σημειώνεται με το p.)
J.A. Bengel Gnomon of the N.T. Testament translated by A. Fausset. Τόμ. II (σημειώνεται με το b)
.J. Owen, A Commentary on the Gospel of Luc, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
Ν. Δαμαλά Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ
Λουκ. 22,1 Ἤγγιζε(1) δὲ ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων(2) ἡ λεγομένη πάσχα(3).
Λουκ. 22,1 Επλησίαζε δε η εορτή, κατά την οποίαν οι Ισραηλίται επί επτά ημέρας έτρωγαν ψωμί άζυμο και η οποία ελέγετο πάσχα.
(1) Δες Ματθ. κστ 1-5, 14-16 και Μάρκ. ιδ 1-2,10-11 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) «Ήταν άλλη η κυρίως εορτή των αζύμων που ήταν μετά τη γιορτή του Πάσχα… Εορτή των αζύμων όμως λεγόταν και αυτή του Πάσχα, διότι κατά το Πάσχα μαζί με τα κρέατα του αμνού έτρωγαν και άζυμα. Επομένως λοιπόν, επειδή τότε για πρώτη φορά γευόντουσαν και τα άζυμα, για αυτό ονόμαζαν άζυμα και το Πάσχα» (Ζ).
Η φράση εορτή των αζύμων συναντιέται συχνά στους Ο΄ (Εξοδ. κγ 15,Δευτερ. ιστ 16,Β΄ Παραλ. η 13 κλπ), αλλά πουθενά αλλού στην Κ.Δ. δεν βρίσκεται. Κατά ακρίβεια το Πάσχα, που γιορταζόταν στις 14 Νισάν, διακρινόταν από την εορτή των αζύμων, η οποία διαρκούσε από τις 15 μέχρι τις 21 του Νισάν (Λευϊτ. κγ 5,6, Αριθμ. κη 16,17, Β΄ Παραλ. λ 15,21, Α Έσδρα α 10-19).
Ήταν όμως και οι δύο γιορτές τόσο στενά συνδεδεμένες, ώστε γενικώς θεωρούνταν σαν μία γιορτή. Όχι μόνο ο Λουκάς, γράφοντας κυρίως για τους εξ εθνών, ταυτίζει αυτές, αλλά και ο Ματθαίος (κστ 17) και ο Ιώσηπος ξεκάθαρα λέει: «γιορτάζουμε γιορτή για οχτώ ημέρες, η οποία λέγεται των Αζύμων» (Αρχ. ΙΙ,15,1. Δες και ΧΙV, 2,1), αν και αλλού (ο.π. ΙΙΙ 10,5 και ΙΧ 13,3) διακρίνει αυτές (p).
(3) Η λέξη Πάσχα σημαίνει διάβαση. Κατά τον g. υπενθυμίζει τον τρόπο, με τον οποίο σώθηκαν οι Ισραηλίτες, όταν ο Αιώνιος δ ι έ β η (=πέρασε) κοντά στα σπίτια τους, τα οποία είχαν αλειφθεί με το αίμα του αρνίου, χωρίς να χτυπήσει (θανατώσει) τα πρωτότοκα παιδιά τους. Η λέξη αυτή, η οποία αρχικά σήμαινε τον αμνό, αργότερα δήλωνε και το ίδιο το πασχάλιο δείπνο και έπειτα και ολόκληρη την εορτή (g).
Είναι αξιοσημείωτο ότι κατά τον ίδιο μήνα («αρχή μηνών» και «τη δεκάτη ημέρα αυτού του μήνα» Εξοδ. ιβ 1-2), κατά την οποία ο Θεός μέσω του Μωϋσή έβγαλε τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο, παραδίδεται και ο Χριστός στους εχθρούς του, έτσι ώστε το αντίτυπο να ανταποκριθεί με σαφήνεια στον τύπο του που προηγήθηκε. Η απελευθέρωση εκείνη των Ιουδαίων από την Αίγυπτο ήταν τύπος και προεικόνιση της απολύτρωσης ολόκληρου του ανθρώπινου γένους, η οποία θα συντελούνταν από τον Μεσσία, ο οποίος θα ήταν συγχρόνως και ο αμνός του Θεού ο άμωμος, που θυσιάστηκε για απολύτρωση και εξαγορά μας, ώστε να διακηρύττει ο θείος Παύλος «το Πάσχα μας για χάρη μας θυσιάστηκε ο Χριστός».
Λουκ. 22,2 καὶ ἐζήτουν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς τὸ πῶς(1) ἀνέλωσιν(2) αὐτόν· ἐφοβοῦντο(3) γὰρ(4) τὸν λαόν.
Λουκ. 22,2 Και ζητούσαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς, με ποιόν τρόπον να τον φονεύσουν, χωρίς να εκτεθούν• διότι εφοβούντο τον λαό.
(1) «Ζητούσαν μέθοδο, πώς φονεύοντάς τον, δεν θα κινδυνεύσουν» (Θφ). Χείριστη επιδίωξη (b). «Πώς κρυφά ή με καλή αφορμή εννοείται» (Ζ).
(2) Από τις αγαπημένες λέξεις του Λουκά. Εδώ και στο κγ 32, όπως και 18 φορές στις Πράξεις έχει την έννοια του θανατώνω (p).
(3) «Φοβούνταν το λαό να τον σκοτώσουν φανερά ή χωρίς κατάλληλη αφορμή» (Ζ).
(4) Αυτό καθορίζει την αιτία, για την οποία ζητούσαν πρόσφορο τρόπο και κατάλληλη ευκαιρία, να τον φονεύσουν (b).
Λουκ. 22,3 Εἰσῆλθε(1) δὲ ὁ σατανᾶς(2) εἰς Ἰούδαν(3) τὸν ἐπικαλούμενον Ἰσκαριώτην(4), ὄντα ἐκ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν δώδεκα(5),
Λουκ. 22,3 Εμπήκε δε ο σατανάς στον Ιούδα, τον επονομαζόμενον Ισκαριώτην, ο οποίος ήτο ένας από τους δώδεκα Αποστόλους.
(1) «Ο Ιωάννης λέει ότι Μετά το ψωμί, τότε μπήκε σε εκείνον ο σατανάς (Ιω. ιγ 27). Δεν είναι όμως αυτό εναντιολογία. Διότι πρώτα μεν ο σατανάς έκανε απόπειρα και δοκίμασε τον άθλιο· ύστερα όμως επειδή κατάλαβε ότι έχει αποκοπεί, μιας και ήταν αδιόρθωτος, αφού πήρε θάρρος, όρμηξε πάνω του» (Ζ).
Ο Ιωάννης, ο οποίος χαρακτηρίζει τους βαθμούς του εγκλήματος, διακρίνει τη στιγμή, κατά την οποία ο Σατανάς έριξε στην καρδιά του Ιούδα την πρώτη σκέψη του εγκλήματος (Ιω. ιγ 2) και τη στιγμή κατά την οποία μπήκε σε αυτόν μέχρι σημείου ώστε να υποδουλώσει τη θέλησή του (Ιω. ιγ 27) (g). Η εκ μέρους του σατανά κατακυρίευση του Ιούδα είχε δύο κύριες εκδηλώσεις, την πρώτη στην πράξη της συμφωνίας με τους αρχιερείς (Λουκ. κβ 3) και την δεύτερη στην εκτέλεση της συμφωνίας (Ιω. ιγ 27). Και στις δύο αυτές ενέργειες προέβη ο Ιούδας αφού κυριεύτηκε από το σατανά (δ).
(2) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα γράφουν χωρίς άρθρο σατανάς με τη σημασία πονηρότατο πνεύμα όπως ο άρχοντας του σκότους (Μαρκ. γ 23) (δ).
(3) «Όχι όμως ώστε να γίνει δαιμονισμένος αυτός, αλλά ώστε να τον κατακυριεύσει και να τον δουλαγωγεί» (Ζ). Καμία νύξη δεν παρέχεται για το ότι ο Ιούδας έγινε ήδη όμοιος με τους δαιμονισμένους, ώστε να μην είναι πλέον κύριος του εαυτού του και των πράξεών του. Ο Ιούδας άνοιξε την πόρτα στο σατανά, δεν αντιστάθηκε σε αυτόν και ο σατανάς δεν απομακρύνθηκε από αυτόν (p). Η παρέμβαση αυτή του σατανά δεν αποκλείει καθόλου την ελευθερία του Ιούδα (g). Αυτός που προδίδει λοιπόν το Χριστό ή την αλήθειά του βρίσκεται υπό την έμπνευση και επήρεια του σατανά. Και δεν θα απείχε κάποιος από την αλήθεια, εάν βεβαίωνε και για αυτόν, ότι «μπήκε ο σατανάς» σε αυτόν.
(4) «Ισκαριώτη είπε αυτόν, για να τον διακρίνει από τον άλλο Ιούδα» (Ζ).
(5) Λεπτομέρεια που επιβαρύνει την ποταπότητα της προδοσίας του (ο). Πρόσθεσε αυτό «για να δείξει ότι ήταν από την πρώτη ομάδα των μαθητών» (Ζ)· «ήταν από τους στενούς και γνήσιους μαθητές, για να μην έχει κανείς θάρρος στον εαυτό του, αλλά πάντοτε να προσέχει τη δική του ζωή, επειδή έχει φοβερό αντίπαλο» (Θφ).
Έξυπνη και η επόμενη: Ήταν «όχι από τους δώδεκα, αλλά από τον αριθμό· συμπλήρωνε τον αριθμό, δεν είχε αποστολικό αξίωμα» (Τίτος Βοστρών).
Πιο σωστά: από τον αξιομνημόνευτο, τον εξόχως τιμημένο και σεβαστό και διακεκριμένο αριθμό. Δεν είναι λοιπόν αδύνατο να υψωθεί κάποιος από τον ίδιο το Χριστό σε θέση διακεκριμένη, όπως ο Ιούδας, και απροσεχτώντας να γλιστρήσει από εκεί αποστερούμενος των χαρισμάτων, των οποίων αξίωσε αυτόν όχι κάποιος άλλος, αλλά ο ίδιος ο Θεός.
Λουκ. 22,4 καὶ ἀπελθὼν συνελάλησε τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι καὶ στρατηγοῖς(1) τὸ πῶς αὐτὸν παραδῶ αὐτοῖς(2).
Λουκ. 22,4 Και αυτός επήγε και συνεννοήθηκε με τους αρχιερείς και τους γραμματείς και τους στρατηγούς της φρουράς του ναού, πως θα παρέδιδε εις αυτούς ασφαλώς τον Χριστό.
(1) «Τους στρατηγούς που φυλάνε το ιερό» (Ζ). Μόνος ο Λουκάς αναφέρει τους στρατηγούς μεν στο ευαγγέλιο και τον στρατηγό του ιερού στις Πράξεις (δ 1,ε 24,26). Ο Ιώσηπος (Ιουδ. Πολ. VI 5,3) αναφέρει ότι «οι φύλακες του ιερού ανήγγειλαν στον στρατηγό» και γνώριζε ίσως κατώτερους στρατηγούς, αν και δεν ονομάζει αυτούς στον πληθυντικό.
Η Μίσχνα όμως ονομάζει τον επικεφαλής στρατηγό (Segan) και γνωρίζει και τους στρατηγούς (seganim). Ήταν αυτοί αξιωματικοί της αστυνομίας του ναού που βρίσκονταν υπό την διεύθυνση του Προστάτη του ιερού (Β΄ Μακ. γ 4), έχοντας ως έργο να τηρούν την τάξη στο ναό. Όλο το προσωπικό αυτό ήταν στρατολογημένο από τους Λευΐτες (L). Ήταν οι στρατηγοί οι αξιωματικοί κατά κάποιο τρόπο της λευϊτικής φρουράς του ιερού (δ). Οι αξιωματικοί αυτοί έλαβαν γνώση της συμφωνίας, διότι θα έπαιρναν μέρος και στη σύλληψη του Ιησού (p). Η πείρα τους άλλωστε ήταν πολύτιμη για την παρούσα περίπτωση (ο).
(2) Η συνομιλία περιστράφηκε στον καταλληλότερο τρόπο της παράδοσης του Σωτήρα (δ).
Λουκ. 22,5 καὶ ἐχάρησαν(1), καὶ συνέθεντο(2) αὐτῷ ἀργύρια δοῦναι·
Λουκ. 22,5 Και εχάρησαν αυτοί και συνεφώνησαν να του δώσουν χρήματα.
(1) Χάρηκαν σαν για γεγονός, το οποίο επιθυμούσαν και το οποίο ήταν τελείως απροσδόκητο σε αυτούς (b).
(2) Δες Πράξ. κγ 20 και Ιω. θ 22. Εξ’ ολοκλήρου κλασικό. Ο Μάρκος αντί για αυτό γράφει επηγγείλαντο (p).
Λουκ. 22,6 καὶ ἐξωμολόγησε(1), καὶ ἐζήτει εὐκαιρίαν(2) τοῦ παραδοῦναι αὐτὸν αὐτοῖς ἄτερ(3) ὄχλου(4).
Λουκ. 22,6 Και αυτός τους διαβεβαίωσε με όλη του την καρδιά, να τους βοηθήση. Και ζητούσε κατάλληλον ευκαιρίαν να παραδώση εις αυτούς τον Χριστό κρυφά από τον λαό.
(1) «Με την καρδιά του ομολόγησε, με βεβαιότητα υποσχέθηκε» (Ζ)· «αντί να πει έκανε τέλεια ομολογία και συμφωνία» (Θφ). Το αντικείμενο λαμβάνεται από την ακόλουθη φράση= υποσχέθηκε να παραδώσει αυτόν (δ).
(2) «Κατάλληλο καιρό» (Ζ).
(3) Το ἄτερ είναι ποιητικό και σπάνιο στον πεζό λόγο= χωρίς (δ). Λέγεται μοναδική φορά. Συναντιέται και στο Β΄ Μακ. ιβ 15 μόνο (p).
(4) Ή, «χωρίς θόρυβο» (Ζ). Ή, «όταν θα ήταν μόνος» (Θφ)· χωρίς να είναι παρόν και πλήθος λαού (g,δ.). Δύσκολο είναι να καθορίσει κάποιος, από πού γίνεται στη βασιλεία του Θεού μεγαλύτερη βλάβη και αντίδραση· από τους κηρυγμένους φανερά εχθρούς του Χριστού ή από τους ανειλικρινείς φίλους του, οι οποίοι αφού απολαύσουν τα προνόμια της βασιλείας του, αποδεικνύονται στο τέλος κίβδηλοι και τον προδίδουν. Ιούδες υπήρξαν και υπάρχουν πολλοί. Για αυτούς είπε ο θείος ευαγγελιστής Ιωάννης «από εμάς βγήκαν, αλλά δεν ήταν από εμάς».
Αλλά όπως τότε η σοφία του Θεού μετέστρεψε την μέσω του Ιούδα στημένη από τον σατανά παγίδα εναντίον του Κυρίου, σε όλεθρο και συντριβή του ίδιου του σατανά και σε σωτηρία του κόσμου, έτσι και μετέπειτα και πάντοτε οι δοκιμασίες, στις οποίες εισάγεται η εκκλησία από τους προδότες λειτουργούς και τα τέκνα της, μόνο στο να κάνουν αυτήν λαμπρότερη συντελούν.
Λουκ. 22,7 Ἦλθε δὲ ἡ ἡμέρα τῶν ἀζύμων(1), ἐν ᾗ ἔδει(2) θύεσθαι τὸ πάσχα(3),
Λουκ. 22,7 Ήλθε η ημέρα των αζύμων, κατά την οποία έπρεπε να θυσιάσουν δε και να ψήσουν τον πασχάλιον αμνόν
(1) Δες Ματθ. κστ 17. Σύμφωνα με τον από τους Ιουδαίους χρησιμοποιούμενο τρόπο του υπολογισμού των ημερών, η ημέρα κατά την οποία θυσιαζόταν ο αμνός, δηλαδή η 14 Νισάν άρχιζε κατά το νόμο την παραμονή, από τη δύση δηλαδή του ηλίου της 13 Νισάν, και εκτεινόταν μέχρι τη δύση του ηλίου της 14 Νισάν, οπότε μετά τη δύση άρχιζε η 15 Νισάν. Το απόγευμα λοιπόν κατά το οποίο εμείς θα λέγαμε, ότι εξακολουθεί η 13 Νισάν, όπως και η ακόλουθη στο απόγευμα αυτό νύχτα ανήκαν στην 14 Νισάν. Το ρήμα λοιπόν «ήλθε» αναφέρεται όχι στο πρωί της 14 Νισάν, αλλά στο απόγευμα (5-6 μ.μ.) της 13 Νισάν (g).
(2) Το «έπρεπε» αναφέρεται στην ανάγκη και το πρέπον, αυτό που επέβαλλε η διάταξη του νόμου (p).
(3) =να προσφερθεί για θυσία το πασχαλινό αρνί (δ). Η ημέρα, κατά την οποία οι αμνοί σφάζονταν άρχιζε από τη δύση της 13 και τελείωνε κατά τη δύση της 14 Νισάν. Συνήθως όμως σφάζονταν οι αμνοί γύρω στις 2.30-5.30 μ.μ. της 14 Νισάν στην αυλή των ιερέων. Ο επικεφαλής κάθε ομίλου, που συμμετείχε στον αμνό, έσφαζε το ζώο και το αίμα του φυλασσόταν σε κύπελλο από κάποιον ιερέα και χυνόταν δίπλα στο θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων (p)
Λουκ. 22,8 καὶ ἀπέστειλε Πέτρον καὶ Ἰωάννην(1) εἰπών· πορευθέντες ἑτοιμάσατε(2) ἡμῖν τὸ πάσχα ἵνα φάγωμεν.
Λουκ. 22,8 Και έστειλε ο Ιησούς τον Πέτρον και τον Ιωάννη και τους είπε• πηγαίνετε και ετοιμάσατέ μας το Πάσχα, δια να φάγωμεν.
(1) Μόνος ο Λουκάς αναφέρει ονομαστικά αυτούς που στάλθηκαν. Η μελετώμενη από τον Ιούδα προδοσία ίσως συντέλεσε, ώστε ο Κύριος να διαλέξει τους δύο αυτούς μεταξύ των πλέον εμπίστων του αποστόλων (p).
(2) Εννοεί την προετοιμασία του δωματίου και όλων όσων αναφέρονται στο πασχάλιο δείπνο (ο).
Λουκ. 22,9 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ποῦ(1) θέλεις ἑτοιμάσωμεν(2);
Λουκ. 22,9 Αυτοί δε του είπαν• πού θέλεις να ετοιμάσωμεν;
(1) Πού= σε ποιο σπίτι και κατάλυμα, όπως λέει παρακάτω (δ). «Διότι ούτε αυτός είχε δικό του σπίτι, ούτε όμως αυτοί, αφού ήδη τα αρνήθηκαν όλα» (Ζ).
(2) Ο Strauss αναγνωρίζει, ότι λόγω της κατά το Πάσχα συρροής προσκυνητών και από τη διασπορά ήταν φύσει αδύνατον να βρει κάποιος το πρωί της πρώτης των αζύμων (14 Νισάν) τόπο για εορτασμό κατά την εσπέρα του Πάσχα. Φρόντιζαν λοιπόν για την εξεύρεση τόπου τουλάχιστον μία ημέρα πριν. Γι αυτό και ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς σε απόσπασμά του για το Πάσχα που διασώθηκε στο Πασχάλιο χρονικό δίνει στην 13 Νισάν το όνομα Προετοιμασία. Έπεται λοιπόν από αυτό, ότι το ερώτημα αυτό των μαθητών έγινε στον Ιησού μάλλον κατά το απόγευμα της 13 Νισάν παρά κατά το πρωί της 14 Νισάν (g).
Λουκ. 22,10 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἰδοὺ εἰσελθόντων ὑμῶν εἰς τὴν πόλιν συναντήσει ὑμῖν ἄνθρωπος(1) κεράμιον ὕδατος βαστάζων(2)· ἀκολουθήσατε αὐτῷ εἰς τὴν οἰκίαν οὗ εἰσπορεύεται,
Λουκ. 22,10 Ο δε Ιησούς τους είπε• ιδού καθώς θα εισέλθετε εις την πόλιν, θα σας συναντήση ένας άνθρωπος, που θα βαστάζη μια πήλινη στάμνα νερό• ακολουθήστε τον στο σπίτι, που θα μπει.
(1) «Δεν τους είπε πηγαίνετε στον τάδε, τυχόν, αλλά τους έδωσε ως σημάδι έναν άνθρωπο που απλώς ήταν φορτωμένος με ένα πήλινο δοχείο. Τι θα πούμε λοιπόν για αυτό; Ήδη ο προδότης είχε υποσχεθεί στους Ιουδαίους ότι θα τον παραδώσει. Για να μην μάθει λοιπόν τον άνθρωπο και τρέξει και το αναφέρει σε εκείνους που τον πλήρωσαν, δίνει σημάδι» (Κ), «για να μην μάθει το όνομα ο Ιούδας και φανερώσει το σπίτι στους Φαρισαίους και έλθουν και τον συλλάβουν, πριν ακόμη φτάσει το δείπνο, πριν ακόμη παραδώσει τα πνευματικά του μυστήρια» (Θφ).
(2) Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: Μεταξύ του σημαδιού αυτού και των ιουδαϊκών συνηθειών, υπάρχει ίσως κάποια αξιοσημείωτη σχέση. Το απόγευμα ακριβώς της 13 Νισάν, πριν ακόμη φανούν τα αστέρια, ο κάθε οικοδεσπότης κατά τη συνήθεια έπρεπε να μεταβεί στην πηγή και να αντλήσει νερό καθαρό, προορισμένο για την κατασκευή των αζύμων. Αποτελούσε αυτό πραγματική θρησκευτική τελετή, την οποία τελούσαν απαγγέλλοντας τη φράση: Εδώ είναι το νερό των αζύμων. Μετά από αυτό άναβαν λυχνάρι και κατά την νύχτα που ακολουθούσε ερευνούσαν το σπίτι προσεχτικά, για να εξαφανίσουν και το ελάχιστο ίχνος ένζυμου άρτου (g).
Πιο σωστά: Είναι προφανές, ότι ο άνθρωπος που βαστάζει τη στάμνα του σπιτιού, δεν είναι ο οικοδεσπότης αλλά κάποιος υπηρέτης. Η μεταφορά νερού ήταν ειδικό έργο των δούλων ή των γυναικών (Δευτερ. κθ 10,Ιησ. Ν. θ 21-27,Γεν. κδ 11,Ιω. δ 7). Ο οικοδεσπότης εδώ βρίσκεται στην οικία. Δες σ. 10,11. Συνεπώς η γνώμη ότι πρόκειται για το νερό των αζύμων, παρουσιάζεται αβάσιμη (p).
Λουκ. 22,11 καὶ ἐρεῖτε τῷ οἰκοδεσπότῃ τῆς οἰκίας(1)· λέγει σοι ὁ διδάσκαλος, ποῦ ἐστι τὸ κατάλυμα(2) ὅπου τὸ πάσχα(3) μετὰ τῶν μαθητῶν μου φάγω;
Λουκ. 22,11 Και θα πείτε στον οικοδεσπότη του σπιτιού• σε ερωτά ο διδάσκαλος, που είναι το κατάλυμα, όπου μαζί με τους μαθητάς μου θα φάγω το Πασχα;
(1) Βεβαίως ο Ιησούς γνώριζε τον οικοδεσπότη αυτόν. Διότι αλλιώς οι φράσεις ο Διδάσκαλος, μαζί με τους μαθητές μου, θα ήταν ακατανόητες σε αυτόν (g). Και είχε ίσως προσυνεννοηθεί ο Κύριος μαζί του, ότι θα τελούσε σε αυτόν το Πάσχα. Η πρόγνωση όμως των λεπτομερειών αυτών, («θα βαστάει στάμνα με νερό» κλπ.) οι οποίες έγιναν σε στιγμή που δεν μπορούσε να προβλεφθεί φυσικά, είναι προφανώς υπερφυσική. Δες Μάρκ. ιδ 13.
(2) Κατάλυμα είναι ο τόπος της ξενοδόχησης, όπως λέει ο Ευστάθιος. Δες Λουκ. β 7. Έτσι αποκαλεί την αίθουσα όπου θα δειπνούσε με τους μαθητές (δ).
(3) Ο χρόνος της σφαγής του πασχάλιου αμνού δεν είχε φτάσει. Και εφόσον ο Ιησούς και οι μαθητές του είχαν αποκηρυχτεί ως αποσυνάγωγοι στην Ιερουσαλήμ, δεν είναι πιθανόν, ότι οι ιερείς θα βοηθούσαν τους μαθητές στην τήρηση του τυπικού αυτής της σφαγής. Επιπλέον δύσκολα θα επαρκούσε ο χρόνος και για τη σφαγή και για το ψήσιμο του αμνού. Με το τελευταίο αυτό δείπνο εγκαινιαζόταν νέα τάξη πραγμάτων μάλλον παρά συμπληρωνόταν η παλαιά. Και η σημασία του θα τονιζόταν και θα εξυψωνόταν, εάν το κεντρικό σύμβολο του παλαιού Πάσχα (ο πασχάλιος αμνός) έλειπε ολοτελώς από το δείπνο, όταν Εκείνος, τον οποίο συμβόλιζε ο αμνός αυτός συνιστούσε την ανάμνηση της θυσίας εκείνης, την οποία το παλαιό αυτό σύμβολο προεικόνιζε. Από τους στίχους 15-19 φαίνεται, ότι το Πάσχα και το ρήμα φάγω του στίχου αυτού αναφέρονται στον άρτο και τον οίνο της θείας ευχαριστίας (p).
Λουκ. 22,12 κἀκεῖνος ὑμῖν δείξει ἀνώγαιον(1) μέγα ἐστρωμένον(2)· ἐκεῖ ἑτοιμάσατε.
Λουκ. 22,12 Και εκείνος θα σας δείξει ένα μεγάλο ανώγειον τακτοποιημένον και με στρωμένα τα ανάκλιντρα γύρω από το τραπέζι του φαγητού. Εκεί να ετοιμάσετε.
(1) Υπάρχει και η γραφή ανάγαιον που προήλθε μάλλον από λάθος του αντιγραφέα. Διότι το ανάγαιον βρίσκεται μόνο στον Ησύχιο αναφερόμενο («ανάγαιον ανά την γην» δηλαδή χτισμένο πάνω στη γη). Η λέξη αυτή δεν είναι της κοινής διαλέκτου, στην οποία μόνο το ανώγαιον και το κατώγαιον περισώθηκε, που δηλώνουν το πάνω και κάτω πάτωμα, όπως η δική μας λέξη ισόγειο (δ).
(2) Ο οικοδεσπότης θα σας δείξει θάλαμο μεγάλο στο πάνω πάτωμα, στρωμένο, δηλαδή ο οποίος έχει τα κρεβάτια καλυμμένα με στρώματα, στα οποία ξαπλωμένοι έτρωγαν (δ).
Λουκ. 22,13 ἀπελθόντες δὲ εὗρον καθὼς εἴρηκεν αὐτοῖς(1), καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα(2).
Λουκ. 22,13 Επήγαν δε οι δύο μαθηταί, ευρήκαν όπως τους είχε πει ο Κύριος και ετοίμασαν τα του πάσχα.
(1) Ακριβώς όπως τους τα είχε πει από πριν. Οι ευαγγελιστές υπονοούν, ότι η πρόγνωση του Ιησού εδώ ήταν υπερφυσική και δεν οφειλόταν σε κάποιο προκαθορισμό και τακτοποίηση από πριν (p).
(2) Δες Ματθ. κστ 19. Ετοίμασαν μάλλον το δωμάτιο και τα σχετικά με το δείπνο εκείνου του απογεύματος, κατά το οποίο παραδόθηκε το μυστήριο του αληθινού Πάσχα. Όπως ήδη ειπώθηκε, δεν υπήρχε χρόνος για σφαγή και προετοιμασία του πασχαλινού αμνού.
Λουκ. 22,14 Καὶ(1) ὅτε ἐγένετο ἡ ὥρα, ἀνέπεσε(2), καὶ οἱ δώδεκα ἀπόστολοι σὺν αὐτῷ(3).
Λουκ. 22,14 Και όταν ήλθε η ώρα εξηπλώθη και μαζί με αυτόν οι δώδεκα απόστολοι.
(1) Δες Ματθ. κστ 20-29 και Μάρκ. ιδ 17-25 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Η συνήθεια τού να τρώνε το Πάσχα όρθιοι (Εξ. ιβ 11) είχε προ πολλού εγκαταλειφθεί. Αρχικά εισήχθη να τρώνε το Πάσχα καθισμένοι, και μετέπειτα και ξαπλωμένοι. Η από τους ραβίνους εξήγηση που δινόταν για την μεταβολή αυτή ήταν η εξής: Είναι συνήθεια των δούλων να τρώνε όρθιοι. Και τώρα τρώνε ξαπλωμένοι, για να γίνεται κατανοητό, ότι βγήκαν αυτοί από τη δουλεία στην ελευθερία. Επίσης και η συνήθεια του να προμηθεύονται τον πασχαλινό αμνό από πολλές ημέρες πριν το Πάσχα είχε καταργηθεί (p).
(3) Και οι 12 μαζί του μη εξαιρουμένου του Ιούδα. Διότι είναι δυνατόν εκείνοι, που έχουν το σατανά στην καρδιά και είναι γεμάτοι από κάθε κακία, να εξακολουθούν να κατέχουν θρησκευτικό αξίωμα και να επιτελούν τις εξωτερικές διακονίες που αυτό επιβάλλει. Και εφόσον η κακία τους παραμένει κρυμμένη στην καρδιά τους και δεν ξεσπά σκανδαλωδώς και προς τα έξω, ώστε να επιφέρει την έκπτωσή τους, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί σε αυτούς τα εξωτερικά τους προνόμια και δικαιώματα που απορρέουν από το αξίωμά τους. Γι αυτό αν και ο Ιούδας έγινε ήδη ένοχος της προδοτικής συμφωνίας, επειδή όμως δεν ήταν δημόσια γνωστή η ένοχη αυτή πράξη του, ο Κύριος δέχεται αυτόν να παρακαθίσει με τους υπόλοιπους συμμαθητές στον μυστικό δείπνο.
Λουκ. 22,15 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς. ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα(1) τοῦτο τὸ πάσχα(2) φαγεῖν μεθ᾿ ὑμῶν(3) πρὸ τοῦ με παθεῖν(4)·
Λουκ. 22,15 Και είπε προς αυτούς• πάρα πολύ επεθύμησα προτού να σταυρωθώ, να φάγω μαζί σας τούτο το πάσχα.
(1) Εβραϊκή σύνταξη συνηθισμένη στους Ο΄. Αυτή η έκφραση αποτελεί διπλασιασμό της ιδέας του ρήματος (g) =πολύ επιθύμησα (δ). Ο συνδυασμός του «επιθυμία επεθύμισα» με το «πριν να πάθω» είναι αξιοσημείωτος. Η γνώση του φρικτού πάθους δεν εξουδετέρωσε την ένταση της επιθυμίας (p). Υπάρχει στα λόγια αυτά του Κυρίου ανάμικτο συναίσθημα χαράς με λύπη (g).
«Σαν να έλεγε αυτό· Αυτό είναι το τελευταίο μου δείπνο μαζί σας… διότι δεν θα ξαναφάω άλλοτε μαζί σας· όπως ακριβώς και αυτοί που πρόκειται να αποδημήσουν κάνουν τους τελευταίους χαιρετισμούς στους δικούς τους και γνήσιους γλυκύτερα και ποθεινότερα. Αλλά και για άλλο λόγο επιθύμησα αυτό το Πάσχα να φάω μαζί σας, διότι σε αυτό πρόκειται να παραδώσω σε εσάς τα μεγάλα μυστήρια, αυτά της Καινής Διαθήκης» (Θφ).
«Επιθυμία επιθύμησα, λέει, αυτό το Πάσχα να φάω· δηλαδή να παραδώσω σε σας τα καινούργια πράγματα και να δώσω Πάσχα κατά το οποίο πρόκειται να σας κάνω πνευματικούς» (Χ).
Το μυστήριο της θείας ευχαριστίας, το οποίο επρόκειτο να παραδώσει σε αυτούς, θα ήταν από τότε και μέχρι τη συντέλεια ο δεσμός, με τον οποίο οι ακόλουθοί του θα συνδέονταν και με αυτόν και μεταξύ τους και θα αποτελούσε περισσότερο από κάθε άλλον θεσμό την αισθητή ανάμνηση του θανάτου, τον οποίο από αγάπη αναδέχτηκε για την ανθρωπότητα. Δεν ήταν λοιπόν φυσικό η περίπτωση αυτή να προσελκύει το ενδιαφέρον του Κυρίου και να διεγείρει στην πλήρη αγάπης καρδιά του τον πόθο αυτόν για τον οποίο μιλά ο παρών στίχος; (ο).
Επιθυμούσε να μεταδώσει σε μας τις χάρες που προήλθαν από το πάθος του. Επιθυμούσε να δώσει σε μας τον εαυτό του ως πνευματική μας τροφή. Επιθυμούσε να δείξει σε μας την αγάπη του.
(2) Αυτό το Πάσχα, δηλαδή το της Κ.Δ. και όχι εκείνο της Π.Δ., το οποίο και μαζί τους δύο φορές ήδη προηγουμένως έφαγε (δ). Κάποιοι από τους καθολικούς στην προσπάθεια να υποστηρίξουν ότι ο Ιησούς έφαγε και το εβραϊκό Πάσχα, ισχυρίστηκαν, ότι στο δείπνο αυτό έλειπε μεν ο αμνός, έγινε όμως χρήση αζύμων· και στηρίχτηκαν σε κάποια μαρτυρία της Μίσχνας (Pesachim 10), κατά την οποία μόνο τα άζυμα ήταν απαραίτητα για τέλεση του Πάσχα, εφόσον λόγω της μεγάλης συρροής προσκυνητών στα Ιεροσόλυμα μπορούσε να παρουσιαστεί έλλειψη επαρκούς αριθμού αμνών ή και κατσικιών (g).
Αλλά εφόσον βρισκόμαστε στο απόγευμα της 13 Νισάν, κατά το οποίο έπρεπε να εξαφανίζεται κάθε υπόλειμμα ένζυμου άρτου και δεν είχαν ακόμη προετοιμαστεί τα άζυμα, πώς έγινε χρήση αζύμων;
(3) Ό,τι άρχισε τότε να γίνεται στο στρωμένο ανώγαιο εξακολουθεί να συνεχίζεται ανά τους αιώνες. Στον ουρανό και στη γη η ίδια πράξη τελεσιουργείται ακόμη, διότι μία είναι η ιερωσύνη και μία η θυσία. Η ανά την οικουμένη εκκλησία είναι το απέραντο και σε όλη τη γη εκτεινόμενο ανώγαιο. Σε όλες τις χώρες, κάτω από όλους τους ουρανούς, στα όρη και τις πεδιάδες, στις ερήμους και στις πόλεις, όπου μαζεύονται οι Χριστιανοί για λατρεία, εκεί είναι και το ανώγαιο και η πασχάλια τράπεζα και ο Κύριος το αληθινό Πάσχα, θύτης συγχρόνως και θύμα.
(4) «Δηλώνει με αυτό ότι με τη θέλησή του πάσχει. Διότι μπορούσε οπωσδήποτε, εφόσον ήξερε ότι πρόκειται να πάθει, να αποχωρήσει κρυφά, όπως ακριβώς έκανε και σε προηγούμενους καιρούς» (Θφ).
Προτού να πάθω. Μην ξεχνάμε, ότι το καινούργιο Πάσχα, το οποίο παρέδωσε ο Κύριος σε αυτόν τον μυστικό δείπνο, αποτελεί έξοχο και μοναδικό εφόδιο και προετοιμασία για τις δοκιμασίες και τα παθήματα και τον ίδιο το θάνατο.
Λουκ. 22,16 λέγω γὰρ(1) ὑμῖν ὅτι οὐκέτι οὐ μὴ φάγω ἐξ αὐτοῦ ἕως ὅτου πληρωθῇ(2) ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ(3).
Λουκ. 22,16 Σας λέγω δε τούτο, ότι αυτό είναι το τελευταίον μου πάσχα και δεν θα φάγω πλέον μαζί σας από αυτό, μέχρι ότου τούτο ολοκληρωθή εις την βασιλείαν του Θεού.
(1) Επιθύμησε ζωηρά να φάει το Πάσχα αυτό, διότι το Πάσχα αυτό είναι το τελευταίο του Πάσχα, κατά το οποίο θα λάμβανε την ευκαιρία να συστήσει το μυστήριο (L).
(2) =να γίνει πλήρες (δ).
(3) Ή, εννοεί την μέσω του μυστηρίου ένωση με την πάνω στη γη βασιλεία του Θεού, δηλαδή με την εκκλησία. Δηλαδή το Πάσχα το οποίο θα γίνει πλήρες και του οποίου ο Χριστός θα μετάσχει είναι η θεία ευχαριστία, στην οποία ενώνεται με τους πιστούς στην πάνω στη γη βασιλεία του Θεού, στην εκκλησία (p) και η οποία είναι αληθινά το δείπνο, το οποίο αντικαθιστά τον τύπο του ιουδαϊκού Πάσχα με θεία πραγματικότητα (L).
«Διότι γίνεται πλήρες το Πάσχα σε μας που τιμούμε την ανώτερη από το νόμο διάβαση, το Πάσχα το αληθινό· και τους ενωμένους με το Χριστό δεν τους αγιάζει ένας αμνός από αγέλη· αλλά μάλλον αυτός ο ίδιος κατά τρόπο άγιο ιερουργείται με την μυστική ευλογία, κατά την οποία ευλογούμαστε και ζωοποιούμαστε. Διότι έγινε σε εμάς άρτος ζωντανός που κατέβηκε από τον ουρανό και έδωσε ζωή στον κόσμο» (Σχ).
Ή, πιο σωστά, ο Κύριος θέλει να μιλήσει για δείπνο νέο, το οποίο θα γίνει μετά τη συντέλεια (g), όταν η ένωση με τον Σωτήρα θα γίνει καθαρά πνευματική και ανάλογη με την τότε κατάσταση των αγίων (δ).
«Κάποιοι λοιπόν ως βασιλεία του Θεού δέχτηκαν την μέλλουσα κατάσταση· και θα πίνει ο Κύριος στο μέλλον μαζί μας την αποκάλυψη των μυστηρίων του» (Θφ).
Έτσι και ο θεολόγος Γρηγόριος «στο λόγο του για το Πάσχα λέει· το δόσιμο του καινούργιου ποτηρίου είναι η αποκάλυψη των θείων νοημάτων που μας υποσχέθηκε στη μελλοντική και προσδοκώμενη βασιλεία των ουρανών, όταν καταργούνται μεν τα κάτοπτρα και τα αινίγματα και φανερώνεται η πρόσωπο με πρόσωπο θέα, όπως λέει ο απόστολος» (Σευήρος).
Λουκ. 22,17 καὶ δεξάμενος(1) τὸ ποτήριον(2) εὐχαριστήσας εἶπε· λάβετε τοῦτο καὶ διαμερίσατε ἑαυτοῖς(3)·
Λουκ. 22,17 Και αφού έλαβε από τους μαθητάς το ποτήριον με τον οίνον, ευχαρίστησε τον Θεόν και το έδωκε εις αυτούς και τους είπε• λάβετε τούτο και μοιράσατέ το μεταξύ σας.
(1) Δόθηκε σε αυτόν και το δέχτηκε όταν του προσφέρθηκε. Αντιτίθεται με το του στίχου 19 «αφού πήρε τον άρτο… ομοίως και το ποτήριο» (p).
(2) Τι ποτήριο είναι αυτό; Αυτοί που δέχονται, ότι ο Ιησούς τέλεσε το εβραϊκό Πάσχα, δέχονται αυτό ως το πρώτο ή το δεύτερο πασχαλινό ποτήριο (p). Κατά το τυπικό της τέλεσης του ιουδαϊκού Πάσχα κατά την πρώτη φάση του ο πατέρας του σπιτιού κυκλοφορούσε μεταξύ των μελών του ποτήριο γεμάτο κρασί (σύμφωνα με άλλους καθένας είχε το ποτήρι του) με την επίκληση αυτή «Να είσαι ευλογημένος, Κύριε και Θεέ μας, βασιλιά του κόσμου, που δημιούργησες τον καρπό του αμπελιού». Μετά έτρωγαν τις πικρίδες (είδος σαλάτας), οι οποίες υπενθύμιζαν τα δεινά της δουλείας στην Αίγυπτο και ακολουθούσε η από το Εξόδου ιβ αφήγηση της συστάσεως του Πάσχα και της απελευθέρωσης της Αιγύπτου και αφού ψάλλονταν οι ριβ και ριγ Ψαλμοί κυκλοφορούσε το δεύτερο ποτήριο (g). Δεν μπορούμε παρόλ’ αυτά να είμαστε βέβαιοι για το ποιο ήταν ακριβώς το τυπικό της τέλεσης του ιουδ. Πάσχα κατά τις ημέρες του Κυρίου και επιπλέον μέχρι ποιού σημείου ο Κύριος τήρησε το τυπικό αυτό κατά τη νέα αυτή και εκτάκτως υψηλή τελετουργία (p).
Από αυτούς που δεν δέχονται ότι ο Κύριος τέλεσε το ιουδ. Πάσχα εκφράστηκαν διάφορες γνώμες.
Ελάχιστα πιθανή η εκδοχή, ότι το ποτήριο αυτό είναι το ίδιο το ποτήριο της θείας ευχαριστίας, που αναφέρεται στο στίχο 20. Και ο μεν δ. υποστηρίζει ότι ο Κύριος παίρνοντας το ποτήριο αυτό, το οποίο του πρόσφεραν οι μαθητές μετέλαβε και είπε στους μαθητές «πάρτε και διαμοιράστε το», αλλά τώρα μεν αμέσως το άφησε κάτω, και αφού οι μαθητές κοινώνησαν του καθαγιασμένου άρτου, τότε σύμφωνα με αυτά που λέγονται στο στίχο 20 έδωσε αυτό σε αυτούς για να μετάσχουν σε αυτό. Τελείως απίθανη εκδοχή.
Ο p. αναφερόμενος και στα Α΄ Κορ. ι 16,21, όπου ο θείος Παύλος μνημονεύει δύο φορές το ποτήριο πρώτο και μετά τον άρτο (αν και στην αφήγησή του για τη σύσταση του μυστηρίου στο Α΄Κορ. ια 33 ακολουθεί τη συνηθισμένη σειρά), επιπλέον επίσης και στο βιβλίο της Διδαχής όπου το ποτήριο μπαίνει πρώτο (κεφ. θ 2) προσκλίνει στη γνώμη, που και άλλοι υποστήριξαν, ότι το ποτήριο αυτό είναι το ποτήριο της θείας Ευχαριστίας και ότι ο στίχος 20 όπου γίνεται πάλι λόγος για το ποτήριο, δεν είναι αυθεντικός αλλά αποτελεί παρεμβολή από την αφήγηση του Παύλου. Αλλά οι από τους κώδικες μαρτυρίες για την αυθεντικότητα αυτού του στίχου και της συνδεδεμένης με αυτόν φράσης του προηγούμενου στίχου: «Το οποίο δίνεται για σας, αυτό να κάνετε για τη δική μου ανάμνηση», είναι τόσο γενικές και σαφείς και ισχυρές, ώστε και ο Tischendorf και ο Soden και ο Souter και άλλοι δέχτηκαν αδίστακτα αυτόν ως αυθεντικό.
Πιθανότερη και σωστότερη παρουσιάζεται η εκδοχή, κατά την οποία ο Κύριος τέλεσε όχι το ιουδαϊκό Πάσχα, αλλά άλλο από τα ιερά δείπνα που επανειλημμένα κατά τη διάρκεια του έτους συνηθίζονταν από τους Ιουδαίους. Τέτοια ήταν τα δείπνα των σαββάτων και των αγίων ημερών, πριν από τα οποία κυκλοφορούσε το λεγόμενο Kiddush-ποτήριο. Και το ποτήριο αυτό ευλογούμενο δινόταν από χέρι σε χέρι σε όλους που ήταν στο τραπέζι πριν το κόψιμο του ψωμιού στην αρχή του φαγητού. Εκτός από τα δείπνα αυτά ήταν τα λεγόμενα chaburah δείπνα= φιλικά δείπνα, κατά τα οποία πριν το κυρίως δείπνο προσφέρονταν ορεκτικά ευλογούμενα και εάν προσφερόταν μαζί με αυτά και κρασί, ευλογούνταν και αυτός από τον καθένα από τους συμμετέχοντες στο τραπέζι (δες Dix, The shape of the Liturgy σελ. 51,54,88). Σύμφωνα με αυτά το ποτήριο αυτό είναι ή το Kiddush ή αυτό που συνηθιζόταν στην αρχή των ιερών φιλικών δείπνων.
(3) Το διαμοιράστε ακολουθούμενο από το «ἑαυτοῖς» εκφράζει πολύ ισχυρότερα το γεγονός της μεταξύ τους διανομής. Η διανομή θα γινόταν με το να πιει ο καθένας και να δώσει στη συνέχεια στον επόμενο παρά με το να χύνεται από το κοινό ποτήριο στο ποτήρι του καθενός (p).
Λουκ. 22,18 λέγω γὰρ(1) ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ πίω(2) ἀπὸ τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου(3) ἕως ὅτου ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔλθῃ(4).
Λουκ. 22,18 Διότι σας λέγω, ότι δεν θα ξαναπιώ από το προϊόν αυτό της αμπέλου, έως ότου έλθη η χαρμόσυνος βασιλεία του Θεού.
(1) Το γαρ σημαίνει: Διότι είναι η τελευταία φορά που πίνουμε μαζί το ίδιο ποτήριο.
(2) Υπάρχει και η γραφή «ου μη πίω από του νυν» ή «από του νυν ου μη πίω». Εκ πρώτης όψεως θα φαινόταν, ότι ο Κύριος δεν ήπιε από ο ποτήριο. Κατά την επικρατούσα όμως ιουδαϊκή συνήθεια θα ήταν πρωτοφανές και παράδοξο το προϊστάμενο του δείπνου πρόσωπο να μην μετάσχει. Και το «από τώρα» άλλωστε εξηγείται καλύτερα υπό την προϋπόθεση, ότι ο Κύριος, αφού ήπιε, είπε αυτό.=Ήπια τώρα. Αλλά από τη στιγμή αυτή και στο εξής δεν θα πιω πλέον (p).
(3) Κάποιοι θεωρούν τη φράση ότι αναφέρεται στην ιουδαϊκή ευλογία του πρώτου πασχάλιου ποτηρίου. Είναι όμως τελείως αβέβαιο, εάν η γνωστή σε μας ευλογία, ήταν σε χρήση και κατά την εποχή του Σωτήρα (p). Ολόκληρος ο στίχος αυτός στους άλλους συνοπτικούς μπαίνει μετά τη σύσταση της Ευχαριστίας. Είναι δυνατόν οι λόγοι σε αυτόν να επαναλήφθηκαν από τον Σωτήρα. Παρόλ’ αυτά πιθανότερο φαίνεται να λέχθηκαν μετά τη σύσταση της θείας Ευχαριστίας, οπότε ο Λουκάς βάζει αυτούς εδώ προληπτικά, όπως πράττει συνήθως όταν συνδέει σύμφωνα με τη συγγένεια των ιδεών λόγους του Κυρίου που δεν ειπώθηκαν με τη σειρά που αυτός παρουσιάζει (ο).
(4) Οι λέξεις αυτές είναι εκείνες, από τις οποίες ο Παύλος άντλησε το δικό του υπόμνημα στο Α΄ Κορ. ια 26: «μέχρις ότου έλθει» (g). Μετά το ιουδαϊκό Πάσχα είναι η θεία ευχαριστία, της οποίας εκείνο ήταν τύπος και αυτή η πραγματικότητα. Μετά την Ευχαριστία υπάρχει το καινούργιο κρασί της θείας ευφροσύνης στην ουράνια βασιλεία (L).
Λουκ. 22,19 καὶ λαβὼν ἄρτον εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· τοῦτό(1) ἐστι(2) τὸ σῶμά μου τὸ ὑπὲρ ὑμῶν(3) διδόμενον(4)· τοῦτο(5) ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν(6).
Λουκ. 22,19 Και αφού επήρε εις τα χέρια του άρτον, ευχαρίστησε τον Θεόν, έκοψεν εις τεμάχια τον άρτον, έδωκεν εις αυτούς και είπεν• “αυτό, που σας δίδω τώρα, είναι αυτό τούτο το σώμα μου, το οποίον μετ' ολίγον παραδίδεται θυσία. Τούτο να πράττετε πάντοτε, δια να φέρετε ζωηρά εις την μνήμην σας την θυσίαν, την οποίαν εγώ προσφέρω.
(1) Το «αυτό» δεν είναι δυνατόν να σημαίνει την πράξη του κοψίματος και φαγώματος του άρτου, ούτε κάτι άλλο παρά μόνο «ο άρτος αυτός» (p).
(2) Για τη σημασία του «εστί» δες το στίχο 20, όπου το ποτήριο ταυτίζεται με την Κ.Δ., όπως και το «ειμί» το οποίο λέει ο Κύριος στο Ιω. η 12,θ 5,ιδ 6,ιε 1,5 (p).
(3) Όπως στην Π.Δ. ένα μέρος από το ίδιο θύμα (αρνί) προσφερόταν στο Θεό, ενώ το υπόλοιπο μέρος τρωγόταν από τους Ισραηλίτες, έτσι το ένα εκείνο σώμα, το οποίο ο Ιησούς πρόσφερε στον Πατέρα, λαμβάνεται από τους Χριστιανούς στο άγιο Δείπνο (b).
«Όταν λοιπόν λέει «το οποίο δίνεται για χάρη σας» να το εννοήσεις αντί για το «για χάρη της δικής σας φύσης των ανθρώπων». Το μεν παλαιό λοιπόν Πάσχα τελούνταν για την απαλλαγή της δουλείας στην Αίγυπτο… το καινούργιο όμως Πάσχα τελείται για άφεση αμαρτιών» (Θφ).
(4) Δηλαδή παραδίνεται σε θάνατο μετά από λίγο (δ).
(5) Το οποίο εγώ ήδη έπραξα, δηλαδή το να παίρνετε άρτο, να ευχαριστείτε, να τον κόβετε και να μετέχετε σε αυτόν.
(6) Συνεχώς να πράττετε αυτό για να θυμάστε και σεις και όλοι οι άλλοι μετά από εσάς την απολύτρωση την οποία πέτυχα με το θάνατό μου. Η ευχαριστία πρόκειται να είναι συνεχής ανάμνηση εκείνου, ο οποίος ελευθέρωσε τους ανθρώπους από τη δουλεία της αμαρτίας, όπως και το Πάσχα ήταν ετήσια ανάμνηση της ελευθέρωσης από τη δουλεία της Αιγύπτου (Εξόδ. ιβ 24-27,ιγ 8,14) (p). Η ευγνώμων ανάμνηση του προσώπου του Ιησού, να το συναίσθημα το οποίο πρέπει να κυριαρχεί σε μας κατά την πράξη αυτή (g).
«Ο αρχιερέας μας είναι εκείνος ο οποίος πρόσφερε τη θυσία που μας καθαρίζει. Εκείνη προσφέρουμε και τώρα, η οποία προσφέρθηκε τότε, αυτήν που δεν χάνεται ποτέ. Αυτό γίνεται για ανάμνηση αυτού που έγινε τότε. Διότι αυτό, λέει, να κάνετε στη δική μου ανάμνηση. Δεν τελούμε άλλη θυσία όπως ο αρχιερέας τότε, αλλά την ίδια πάντα· ή μάλλον επιτελούμε ανάμνηση θυσίας» (Χ).
Λουκ. 22,20 ὡσαύτως(1) καὶ τὸ ποτήριον(2) μετὰ τὸ δειπνῆσαι(3) λέγων· τοῦτο τὸ ποτήριον(4) ἡ καινὴ διαθήκη ἐν τῷ αἵματί μου(5), τὸ ὑπὲρ ὑμῶν(6) ἐκχυνόμενον(7).
Λουκ. 22,20 Επίσης όταν ετελείωσε το δείπνον επήρε το ποτήριον και είπε• “αυτό που περιέχεται μέσα στο ποτήριον δεν είναι πλέον οίνος. Είναι η Καινή Διαθήκη, που επικυρώνεται με το αίμα μου, το οποίον εντός ολίγου θα χυθή δια την σωτηρίαν σας.
(1) Το ωσαύτως δηλώνει, ότι έλαβε το ποτήριο, ευχαρίστησε και έδωσε αυτό σε αυτούς, όπως έγινε και για τον άρτο (p).
(2) Με άρθρο. Είτε διότι το ποτήριο αναφέρθηκε ήδη στο στίχο 17, είτε μάλλον διότι σημαίνεται το γνωστό ποτήριο, το οποίο κάθε Χριστιανός γνώριζε, ότι ήταν μέρος της Ευχαριστίας που συστάθηκε από τον Κύριο. Δες Α΄Κορ. ια 25 (g).
(3) Συναντιέται μόνο εδώ και στο Α΄Κορ. ια 25, όχι όμως και στους Ματθαίο και Μάρκο. Δείχνεται με αυτό ότι μετά το κόψιμο και την μετάδοση του άρτου, εξακολούθησαν για κάποιο χρόνο να τρώνε, μετά από το οποίο η μετάληψη του τιμίου αίματος επήλθε σαν η επισφράγιση και συμπλήρωση του όλου δείπνου (δ).
(4) Λέει αυτό που περιέχει αντί για το περιεχόμενο.
(5) Από το υποκείμενο διαθήκη θα συμπεράνουμε την μετοχή διατιθεμένη= η Κ.Δ. που συνάπτεται με το αίμα μου (g). Η διαθήκη που επικυρώνεται με το αίμα του (Τερτυλλιανού Adv. Marc. IV 40). Η επικύρωση συνθήκης συνοδευόταν συνήθως με χύσιμο αίματος. Και ό,τι είχε γραφτεί με αίμα, θεωρούνταν ανεξάλειπτο (p). Η νέα διαθήκη μεταξύ Θεού και ανθρώπων θεμελιώνεται στο χύσιμο του αίματος του Κυρίου (g). Η νέα διαθήκη είναι στο χυνόμενο αίμα του Ιησού (L).
(6) Το ὑμῶν (=για εσάς) και εδώ και στο στίχο 19 σημαίνει τους αποστόλους ως αντιπροσώπους όλων των πιστών (p). «Η φράση «το οποίο χύνεται για σας» συνδέεται με το ποτήριο· και το ποτήριο είναι το αίμα του» (Ζ).
(7) Το οποίο μετά από λίγο θα χυθεί στο σταυρό. «Και αυτός λοιπόν ήπιε από αυτό. Διότι για να μην πουν, ακούγοντας αυτά: Τι λοιπόν; Αίμα πίνουμε και σάρκα τρώμε; Και θορυβηθούν τότε… για να μην ταραχτούν λοιπόν και τότε, πρώτος αυτός έκανε αυτό εισάγοντάς τους ατάραχα στην κοινωνία των μυστηρίων» (Χ), αν και οι λόγοι στο στίχο 18 φαίνονται μάλλον να αποκλείουν, ότι ο Κύριος ήπιε από το ποτήριο, όπως δεν δηλώνεται, ότι έφαγε και από τον καθαγιασμένο άρτο.
«Μην αμφιβάλλεις ότι αυτό είναι αλήθεια, τη στιγμή που ο ίδιος ξεκάθαρα λέει, Αυτό είναι το σώμα μου και Αυτό είναι το αίμα μου. Αλλά δέξου μάλλον με πίστη τον λόγο του Σωτήρα· διότι εφόσον αυτός είναι η αλήθεια, δεν ψεύδεται. Για να μην περιέλθουμε δηλαδή σε πλήρη νάρκωση βλέποντας πάνω στις άγιες τράπεζες των εκκλησιών να είναι μπροστά μας σάρκα και αίμα, ερχόμενος ο Θεός βοηθός στις δικές μας αδυναμίες, βάζει μέσα σε αυτά δύναμη ζωής και τα μεταβάλλει σε ενέργεια της δικής του σάρκας» (Κ).
Λουκ. 22,21 πλὴν(1) ἰδοὺ(2) ἡ χεὶρ(3) τοῦ παραδιδόντος με μετ᾿ ἐμοῦ ἐπὶ τῆς τραπέζης.
Λουκ. 22,21 Αλλ' ιδού το χέρι εκείνου, που με παραδίδει στους σταυρωτάς μου, είναι μαζί μου εις την τράπεζαν αυτήν.
(1) Το «πλην» εδώ δηλώνει μετάβαση· γενίκευση ή αλλαγή θέματος. Από τη σημασία του θανάτου του μεταβαίνει στον τρόπο, με τον οποίο θα πεθάνει (p). Ή, με αυτό δηλώνεται ξεκάθαρα, ότι ο Ιούδας αποτελούσε εξαίρεση στον κύκλο αυτόν των μαθητών και φίλων (g). Ο Λουκάς μετά την αφήγηση του μυστικού δείπνου αναφέρει πρωθύστερα τα σχετικά με τον Ιούδα (δ). Σύμφωνα με τον Λουκά λοιπόν ο Ιούδας παρέμεινε στην τέλεση του θείου Δείπνου και μετείχε σε αυτό και από τα δύο είδη. Οι αφηγήσεις όμως του Ματθαίου και του Μάρκου δεν οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα (g).
(2) Χαρακτηριστικό της έκπληξης, η οποία θα προκαλούνταν στους μαθητές από την απροσδόκητη αυτή αποκάλυψη (g).
(3) Λέγεται εδώ το μέρος αντί για το όλο· το χέρι αντί για τον προδότη, διότι το χέρι παραδίδει (L). Ή, η φράση το χέρι… στο τραπέζι, έχει την ίδια σημασία με τη φράση του Ματθαίου «αυτός που βουτά μαζί μου στο πιάτο το χέρι» και σημαίνει απλώς: είναι ομοτράπεζός μου (g).
Λουκ. 22,22 καὶ(1) ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου πορεύεται κατὰ τὸ ὡρισμένον(2)· πλὴν(3) οὐαὶ(4) τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ(5) δι᾿ οὗ παραδίδοται.
Λουκ. 22,22 Και ο μεν υιός του ανθρώπου προχωρεί τον δρόμον του, όπως ο ουράνιος Πατήρ ώρισε. Αλλά αλίμονο στον άνθρωπο εκείνον, δια του οποίου ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται στους σταυρωτάς.
(1) Ο στίχος είναι σχεδόν κατά λέξη ο ίδιος όπως στους Ματθαίο και Μάρκο. Υπάρχει και η γραφή «ότι ο υιός μεν»=Το ότι είναι αιτιολογικό και εξηγεί πώς τέτοιο καταπληκτικό γεγονός πρόκειται να λάβει χώρα (p).
(2) Και ο θάνατος του Χριστού, αλλά και το ότι θα συνοδευτεί με προδοσία αποτελούν μέρος της θείας βουλής (p). Είναι αυτό αποφασισμένο από το Θεό (g). Σύμφωνα με πρόγνωση και απόφαση του Θεού ο Κύριος παραδόθηκε σε θάνατο, αλλιώς ούτε ο Ιούδας δεν θα μπορούσε να παραδώσει αυτόν ούτε οι άρχοντες του Ισραήλ θα μπορούσαν με οποιονδήποτε τρόπο να θίξουν αυτόν. Ο Κύριος δεν σύρθηκε βίαια στο μαρτύριο, αλλά παραδόθηκε εκούσια και πρόθυμα σε αυτό. Αποκαλύπτεται εδώ η μεγάλη αλήθεια, ότι και η κακία των ανθρώπων που εκδηλώθηκε με την πιο απαίσια μορφή της στη διάπραξη της σταύρωσης του Κυρίου, απέβη εις δόξαν του Θεού, αφού έφερε σε πέρας την βουλή του, ώστε ο γιος του Ιησούς Χριστός να πεθάνει για τη σωτηρία του κόσμου. Η σοφία του Θεού γνωρίζει να κατευθύνει την πανουργία των ανθρώπων κατά το θέλημά του.
(3) Καθαρά αντιθετικό. Αντίθεση μεταξύ του υιού του ανθρώπου και του προδότη (L).
(4) Αν και ο Θεός γνωρίζει πριν από όλους τους αιώνες, ότι ο Ιούδας θα είναι ο προδότης του Ιησού, αυτό δεν αναιρεί την ελευθερία ή την ευθύνη του προδότη (p), διότι ο δυστυχής αυτός χρησιμοποιεί την ελευθερία του για να προδώσει τον διδάσκαλο (g).
«Έχει οριστεί μεν το να πάθει, αλλά εσύ γιατί βρέθηκες κακός, ώστε να είσαι έτοιμος για προδοσία; Για αυτό λοιπόν σού έχει φυλαχτεί ως κληρονομιά το «αλλοίμονο», διότι βρέθηκες κατάλληλος για προδοσία» (Θφ).
«Διότι ο μεν (Χριστός) έδωσε τον εαυτό του για χάρη μας σύμφωνα με την ευδοκία του Θεού Πατέρα, για να μας σώσει από κάθε κακό· αυτός όμως επειδή παρέδωσε τον σωτήρα των όλων Χριστό και λυτρωτή στα χέρια των φονιάδων θα κληρονομήσει την τιμωρία που πρέπει στο διάβολο» (Κ).
Ούτε η υπομονή και ανεξικακία που δείχνουν οι μάρτυρες στο μαρτύριο ούτε το θέλημα του Θεού που προόρισε τα παθήματά τους μπορούν να αποτελέσουν δικαιολογία για εκείνους, οι οποίοι έλαβαν μέρος στα βασανιστήριά τους ή τους καταδίωξαν. Αν και ο Θεός είχε προαποφασίσει την προδοσία του Χριστού και ο Χριστός πρόθυμα υπέστη αυτήν, η αμαρτία και η ενοχή του Ιούδα δεν μειώθηκε από αυτό. Ενήργησε και αυτός και αυτοί με τους οποίους συνεργάστηκε ως ελεύθερα άτομα. Σχεδίασαν, συμβουλεύτηκαν μεταξύ τους ανταλλάσοντας μεταξύ τους γνώμες, κατέληξαν σε αποφάσεις, και χρησιμοποίησαν μέσα για εκτέλεσή τους και γενικά ενήργησαν ακριβώς, όπως πράττουν οι άνθρωποι σε όλες τις ενέργειες της ζωής τους, ελεύθερα και αβίαστα.
(5) Το «εκείνον» σημειώνει τον Ιούδα ως ξένο πλέον από τον κύκλο των δώδεκα. Δες Ιω. ιγ 26,27,30 (p).
Λουκ. 22,23 καὶ αὐτοὶ ἤρξαντο συζητεῖν πρὸς ἑαυτοὺς τὸ τίς ἄρα εἴη(1) ἐξ αὐτῶν(2) ὁ τοῦτο μέλλων πράσσειν(3).
Λουκ. 22,23 Και αυτοί ήρχισαν να συζητούν μεταξύ των, ποίος τάχα από αυτούς θα ήτο εκείνος, που έμελλε να διαπράξη αυτό το έγκλημα.
(1) Η ευκτική πτώση σε πλάγια ερώτηση είναι χαρακτηριστική του Λουκά στην Κ.Δ. (L).
(2) Φαίνεται ότι κανείς δεν υποπτεύθηκε τον Ιούδα. Ίσως όμως και ο Κύριος μάλλον ψιθύρισε το «Εσύ το είπες», ώστε να ακούστηκε από μόνον τον Ιούδα. Πιθανώς επίσης καθόταν αυτός κοντά στον Ιησού κατέχοντας την μία πλευρά δίπλα του, ενώ ο Ιωάννης κατείχε την άλλη (p).
Δείχνει επιπλέον αυτό την κρυψίνοια του Ιούδα, ο οποίος πέτυχε πλήρως να κρύψει μέχρι την τελευταία στιγμή όχι μόνο το απαίσιο σχέδιο της προδοσίας, αλλά και τον όλο του χαρακτήρα μέχρι σημείου ώστε κανείς από τους μαθητές να μην εκφράσει υπόνοια τώρα για αυτόν (ο).
(3) «Ο Ματθαίος μεν και ο Μάρκος λένε ότι αυτοί απόρησαν για αυτό πριν τη διανομή του άρτου και του ποτηρίου. Ο Λουκάς όμως μετά την διανομή. Είναι φανερό λοιπόν, ότι αυτό έγινε και πριν και μετά» (Ζ).
Ή, αυτού του είδους το πρωθύστερο προτιμήθηκε από τον Λουκά, επειδή μετά τη σύσταση του μυστηρίου τοποθετεί σειρά λόγων του Κυρίου (από το στίχο αυτόν μέχρι και τον στίχο 38) και δεν θέλησε από αυτούς να αφαιρέσει και τους σχετικά με τον Ιούδα λόγους του Κυρίου (L).
Λουκ. 22,24 Ἐγένετο(1) δὲ καὶ(2) φιλονεικία ἐν αὐτοῖς(3), τὸ τίς αὐτῶν δοκεῖ(4) εἶναι μείζων(5).
Λουκ. 22,24 Έγινε όμως και φιλονεικία μεταξύ των περί του ποίος από αυτούς εθεωρείτο πρώτος.
(1) «Και άλλοτε πολυασχολήθηκαν οι μαθητές για τέτοιο πράγμα» (Ζ). Δες Ματθ. ιη 1-5, Μάρκ. θ 33-37,Λουκ. θ 46-48, όπως και Ματθ. κ 24-28 και Μάρκ. ι 41-45. Από τους νεώτερους ερμηνευτές κάποιοι ταυτίζουν τα εδώ λόγια του Κυρίου με αυτά που ειπώθηκαν στους Ματθαίο και Μάρκο εξ’ αφορμής της αίτησης των πρωτείων από τους υιούς Ζεβεδαίου (L).
Ο Ιησούς ήταν δυνατόν λόγια τέτοιας σημασίας να τα επανέλαβε περισσότερες από μία φορές (p). Η σύγκριση των λόγων του Κυρίου στους στίχους 26, 27 με την αφήγηση του Ιωάννη για το πλύσιμο των ποδιών των μαθητών του Κυρίου και των λόγων του Κυρίου με αφορμή αυτό (Ιω. ιγ 12-20) δεν αφήνει αμφιβολία για τη σχέση της έριδας αυτής που αναφέρει ο Λουκάς με το πλύσιμο των ποδιών των αποστόλων (g).
(2) Τα μόρια «δε και» συνδέουν την ακόλουθη συζήτηση με την προηγούμενη (στίχος 23), όχι όμως χρονολογικά (g). Το «δ ε» δείχνει, ότι η συζήτηση για την οποία θα γίνει λόγος, υπήρξε διαφορετικού χαρακτήρα από την προηγούμενη, έγινε όμως και αυτή στο δείπνο (όπως υποδηλώνεται με το «και»). Είναι ελάχιστα πιθανόν, ότι αυτή έγινε μετά το πλύσιμο των ποδιών και την παράδοση της ευχαριστίας. Πιθανότερο φαίνεται, ότι έγινε στην αρχή του δείπνου και το πλύσιμο των ποδιών υπήρξε συμβολικός έλεγχος και διδασκαλία εποπτική κατά της φιλονεικίας αυτής (p).
(3) Με ποια αφορμή έγινε αυτή; Ελάχιστα πιθανώς διότι «επειδή πληροφορήθηκαν ήδη για το τέλος του διδασκάλου, ζήτησαν Ποιος από αυτούς θεωρείται ότι είναι μεγαλύτερος, για να γίνει διδάσκαλος των άλλων» (Ζ). Λιγότερο πιθανή η: «επειδή είναι εύλογο να έλεγαν μεταξύ τους ότι Εσύ πρόκειται να τον προδώσεις και πάλι εκείνος αυτό, ότι Εσύ· από αυτό οδηγήθηκαν στο να λένε· Εγώ είμαι καλύτερος και Εγώ είμαι μεγαλύτερος, και τα παρόμοια» (Θφ).
Αρκετά πιθανή ερμηνεία, η φιλονεικία προήλθε ίσως από το ερώτημα ποιος θα έπαιρνε την τιμητική θέση κοντά στον Διδάσκαλο κατά το επίσημο και ιερό αυτό δείπνο (g.p.).
(4) Ποιος είναι κατά τη γνώμη και απόφαση όλων (b). Ή, ποιος σύμφωνα με την αξία του πρέπει να θεωρείται (L).
(5) Το συγκριτικό υπονοεί δύο τα συγκρινόμενα, τον μεγαλύτερο και υπεροχότερο και όλους του υπόλοιπους που είναι σε ίση μοίρα (p)= αυτός που έχει τα πρωτεία μεταξύ τους (δ).
Λουκ. 22,25 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς(1)· οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν κυριεύουσιν αὐτῶν(2), καὶ οἱ ἐξουσιάζοντες αὐτῶν εὐεργέται καλοῦνται(3)·
Λουκ. 22,25 Ο δε Κύριος τους είπε• “οι βασιλείς των εθνών κυριαρχούν επάνω εις τα έθνη με την δύναμιν και την βίαν. Και αυτοί, που έχουν εξουσίαν επάνω εις τα έθνη και ταλαιπωρούν τα έθνη, ανακηρύσσονται από τους κόλακας, κατ' ανάγκην δε και από τον λαόν, ευεργέται.
(1) «Καταπραΰνει την ταραχή τους με δύο παραδείγματα, ένα μεν αυτό των εθνικών, τους οποίους αποστρέφονταν, δείχνοντας ότι με αυτούς θα μοιάσουν, αν τέτοια φρονούν· και το άλλο παράδειγμα ο εαυτός του. Διότι μέσω του εαυτού του τούς οδηγεί σε ταπεινοφροσύνη, δείχνοντας τον εαυτό του να τους διακονεί» (Θφ).
(2) Η εξουσία στα έθνη περιγράφεται όπως στο Μάρκο (ι 42). Δες τις εκεί σημειώσεις. Οι βασιλιάδες των εθνικών παρουσιάζονται ως κύριοι και αξιώνουν τις τιμές των κυρίων (L).
(3) Το ρήμα πρέπει να το πάρουμε ως μέσο μάλλον παρά ως παθητικό=Οι βασιλιάδες παίρνουν τον τίτλο αυτόν ή αξιώνουν από τους άλλους να τους τον δώσουν και προσφερόμενο τον δέχονται. Στους ελληνιστικούς χρόνους παρέχονταν αφειδώς στους ηγεμόνες οι τίτλοι του Σωτήρα, του Ευεργέτη στη Συρία και την Αίγυπτο τόσο στα νομίσματα όσο και στις επιγραφές (L).
Αποκαλούν οι ίδιοι τους εαυτούς τους ευεργέτες, αλλά και αυτοί που τους κολακεύουν έτσι ονομάζουν αυτούς. Και ενώ διαφημίζονται ως ευεργέτες στην πραγματικότητα και αλήθεια υπηρετούν τα συμφέροντά τους και ασχολούνται με το να ευεργετήσουν το βαλάντιό τους και το άτομό τους, όχι όμως και τη χώρα τους. Παρόλ’ αυτά ούτως ή άλλως με την οικειοποίηση του τίτλου ευεργέτης μαρτυρούν, ότι η άσκηση εξουσίας στους άλλους πρέπει να αποσκοπεί στην ευεργεσία τους.
Λουκ. 22,26 ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως(1), ἀλλ᾿ ὁ μείζων ἐν ὑμῖν γινέσθω(2) ὡς ὁ νεώτερος(3), καὶ ὁ ἡγούμενος(4) ὡς ὁ διακονῶν(5).
Λουκ. 22,26 Σεις όμως δεν πρέπει να κάνετε όπως εκείνοι, αλλά ο μεγαλύτερος μεταξύ σας ας γίνει όπως ο νεώτερος, ο οποίος αφού είναι νεώτερος έχει την υποχρέωση να υπηρετή τους άλλους. Και ο ανώτερος μεταξύ σας, ας υπηρετή σαν δούλος τους άλλους.
(1) Στη φυσική ανθρώπινη κοινωνία ο Ιησούς αντιτάσσει τον τύπο κάποιας νέας κοινωνίας, στον κόλπο της οποίας ο μόνος τίτλος μεγαλείου θα είναι οι πλουσιοπάροχες υπηρεσίες προς τους άλλους (g). Η χρησιμοποίηση των αναφερθέντων τίτλων σε τέτοιους τυραννικούς ηγεμόνες κάνει αυτούς ακατάλληλους να χρησιμοποιούνται και από τους ακόλουθους του Χριστού. Αυτοί οφείλουν να μιμούνται τον διδάσκαλό τους ο οποίος δεν ζήτησε καμία από τις επίγειες διακρίσεις, αλλά ήταν τη στιγμή εκείνη ανάμεσά τους σαν ο διάκονος (ο).
Το να πράττει κάποιος το αγαθό στους άλλους είναι πολύ περισσότερο τιμητικό παρά το να φαίνεται μεγάλος. Και αυτό και μόνο αποτελεί την ασφαλή οδό, για να γίνει κάποιος μέγας. Και αυτό οφείλουν οι μαθητές του Κυρίου να πιστεύουν και να φρονούν, ότι η μεγίστη τους τιμή θα είναι να πράττουν οτιδήποτε αγαθό μπορούν στον κόσμο. Και θα γίνονταν πράγματι ευεργέτες του κόσμου, διότι εν μέσω κινδύνων και διωγμών θα έφερναν σε αυτόν το ευαγγέλιο. Θα έφερναν στην ανθρωπότητα ασύγκριτα μεγαλύτερες ευλογίες και ευεργεσίες από όσο οι βασιλιάδες, οι οποίοι αποκαλούνταν ευεργέτες και οι οποίοι κυριαρχούσαν στα έθνη. Το να πράττεις το αγαθό! Ποιός δεν μπορεί να γίνει ευεργετικός στον πλησίον;
Εάν η ανάβαση σε ηγεμονικό και βασιλικό θρόνο είναι προνόμιο λίγων, το να ευεργετεί κανείς και με την ευεργεσία να γίνεται μέγας, είναι προνόμιο όλων.
(2) Ας αποδεικνύει τον εαυτό του ότι είναι. Δες ι 36,ιβ 40,ιστ 11,ιθ 17 (p).
(3) «Νεώτερο λέει τον τελευταίο» (Ζ), αυτόν που λόγω της ηλικίας οφείλει α υπηρετεί τους άλλους (δ). Είναι παράλληλο με το «διακονώ» διότι στους Ιουδαίους οι ταπεινότερες και κοπιαστικότερες εργασίες δίνονταν στα νεώτερα μέλη της σύναξης. Δες Πράξ. ε 6,10 (g).
(4) Στην Κ.Δ. το ηγούμαι σημαίνει είμαι αρχηγός· πάντοτε σε μετοχή ενεστώτα και συχνότατα στο Λουκά. Χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε αρχηγό, εκκλησιαστικό ή πολιτικό. Δες Πράξ. ζ 10,ιδ 12,ιε 22,Ματθ. β 6,Εβρ. ιγ 7,17,24. Στους Ο΄ συναντιέται συχνά (p).
(5) Η ιδέα που εκφράζεται στο στίχο είναι: Το πραγματικό μεγαλείο συνίσταται στη σπουδή και προθυμία με την οποία διαθέτει κάποιος τον εαυτό του στην υπηρεσία των άλλων.
Λουκ. 22,27 τίς γὰρ(1) μείζων, ὁ ἀνακείμενος ἢ ὁ διακονῶν(2); οὐχὶ ὁ ἀνακείμενος; ἐγὼ δε(3) εἰμι ἐν μέσῳ ὑμῶν ὡς ὁ διακονῶν(4).
Λουκ. 22,27 Διότι ποίος είναι ανώτερος; Εκείνος που κάθεται στο τραπέζι και τρώγει η εκείνος που όρθιος τον υπηρετεί; Δεν είναι ανώτερος αυτός που κάθεται στο τραπέζι; Ασφαλώς. Και όμως εγώ ο διδάσκαλος και ο Κύριός σας, είμαι μεταξύ σας ως υπηρέτης.
(1) Αποδεικνύει αυτό που είπε προηγουμένως με το ίδιο του το παράδειγμα (b). «Δίνει σε αυτούς υπόδειγμα του λόγου τον εαυτό του» (Ζ).
(2) Ποιος είναι μεγαλύτερος αυτός που ξαπλώνει στο δείπνο και μετέχει στο τραπέζι ή αυτός που υπηρετεί; (δ).
(3) Ο σύνδεσμος «δε» είναι αντιθετικός=Και όμως εγώ.
(4) «Αφού αυτός έκρινε αυτούς ως μεγαλύτερους μιας και κάθονταν στο τραπέζι, ο ίδιος διακόνησε, θεωρώντας ως έσχατο τον εαυτό του, όταν έπλυνε τα πόδια τους» (Ζ).
«Αυτός που υπηρετείται από κάθε κτίση λογική και αγία, αυτός που είναι σύνθρονος και συμβασιλεύει με το Θεό και Πατέρα, παίρνοντας τη θέση υπηρέτη, έπλυνε τα πόδια των μαθητών» (Κ).
Η ίδια έννοια με αυτήν του Ματθ. κ 27 και Μάρκ. ι 45 μερικότερα εκφράζεται εδώ στο δείπνο και με αφορμή το πλύσιμο των ποδιών των μαθητών (δ). Βεβαίως αυτό δεν λέγεται άσχετα και με τον όλο βίο του Κυρίου, ο οποίος υπήρξε βίος αυτού που διακονούσε τους μαθητές του και όλους τους ανθρώπους.
Λουκ. 22,28 ὑμεῖς δε(1) ἐστε οἱ διαμεμενηκότες(2) μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τοῖς πειρασμοῖς(3) μου·
Λουκ. 22,28 Σεις, οι μαθηταί μου, είσθε εκείνοι που εμείνατε μαζί μου όλο το διάστημα των δοκιμασιών μου και των διωγμών, και δεν εκλονισθήκατε εις την πίστιν.
(1) Πώς συνδέεται με τα προηγούμενα; Ή, «όπως ακριβώς για αυτόν που τον παρέδωσε φύλαξε το «ουαί (αλλοίμονο)», έτσι για αυτούς μιλά αντίθετα, ότι Εσείς όμως είστε αυτοί που μείνατε μαζί μου στους πειρασμούς μου· για αυτό και σας υπόσχομαι αμοιβές» (Θφ).
Ίσως τονίζοντας ο Κύριος τη λέξη «εσείς» σκέφτεται τον Ιούδα, ο οποίος δεν παρέμεινε μαζί του (g). Ή, πιθανότερα, αφού τους μάλωσε, διότι έθεσαν μεταξύ τους ζήτημα πρωτείων, δείχνει τώρα σε αυτούς και πού συνίστανται τα προνόμια, τα κοινά σε όλους, μη δίνοντας ως προς αυτό σε κανέναν κάποια προτίμηση. Τα προνόμιά τους συνίστανται στο ότι παραμένουν σταθερά στο πλευρό του, την ώρα που διακονεί και υπηρετεί τους άλλους (p). Αφού τους μάλωσε για την αδυναμία που εκδήλωσαν, τώρα ενθαρρύνει αυτούς με την υπόσχεση της αληθινής και αιώνιας δόξας στη βασιλεία του Πατέρα. Φροντίζει ώστε να μην αποθαρρυνθούν από την απαγόρευσή του να επιδιώκουν επίγειες τιμές και αξιώματα (ο).
(2) Η πρόθεση «δια» και ο παρακείμενος εκφράζει την ιδέα της επίμονης και σταθερής και διαρκούσας ακόμη παραμονής κοντά του=Εσείς έχετε επίμονα παραμείνει μαζί μου και εξακολουθείτε να παραμένετε. Δες α 22,Εβρ. α 11,Β Πέτρ. γ 4 (p).
Οι μαθητές του παρέμειναν πλησίον του σε όλες τις θλίψεις του και συμμετείχαν και αυτοί σε αυτές. Μικρή ήταν η βοήθεια, την οποία οι μαθητές μπορούσαν να παράσχουν σε αυτόν. Οπωσδήποτε όμως δέχτηκε αυτήν με χαρά, παρόλο που το ότι παρέμεναν κοντά του ήταν και αυτό δωρεά της χάρης του. Και η ευμένεια αυτή του Ιησού παρουσιάζεται ζωηρότερα, όταν λάβει κάποιος υπόψη τις τόσες πλάνες, παρανοήσεις, αδυναμίες, λησμοσύνες των μαθητών, για τις οποίες ο Κύριος επανειλημμένα τους είχε ελέγξει. Αλλά ο διδάσκαλος τώρα παραβλέπει και ξεχνά όλα αυτά, και το μόνο, το οποίο θυμάται, είναι, ότι αυτοί έμειναν μαζί του στους πειρασμούς του.
(3) Πειρασμούς εδώ ονομάζει τις στερήσεις του, τις εναντίον του συκοφαντίες, τις ενέδρες, την απόρριψή του εκ μέρους του λαού και των αρχόντων του (g), τις δοκιμασίες του σε όλο το διάστημα της δημόσιας δράσης του και ιδιαίτερα κατά τον τελευταίο αυτό χρόνο της (p). Η όλη λοιπόν ζωή του Κυρίου ήταν πλήρης πειρασμών και διαμέσου αυτών μπήκε στη δόξα. Και αυτός είναι και ο κλήρος όλων των πιστών (b).
Διακηρύττει εδώ ο Κύριος ότι αντιμετώπισε πολλούς πειρασμούς. Η ζωή του ήταν πλήρης από πειρασμούς· από τον χρόνο, κατά τον οποίο ο σατανάς πείραξε αυτόν πάρα πολύ έντονα στην έρημο μέχρι τη στιγμή κατά την οποία διεξήγαγε τον τελικό αγώνα με τον άρχοντα του σκότους πάνω στο σταυρό (δες Ιω. ιδ 30) ο Μεσσίας πολεμήθηκε από το διάβολο και τα όργανά του. Η φράση στο Λουκά δ 13 «ο διάβολος απομακρύνθηκε από αυτόν μέχρι τον κατάλληλο καιρό» δεν δηλώνει, ότι ο σατανάς στο μεταξύ αποσύρθηκε τελείως, αλλά ότι απομακρύνθηκε από τέτοιους βίαιους και σκληρούς πειρασμούς, όπως ήταν αυτοί στην έρημο (ο).
Λουκ. 22,29 κἀγὼ(1) διατίθεμαι(2) ὑμῖν(3) καθὼς(4) διέθετό μοι ὁ πατήρ(5) μου βασιλείαν(6),
Λουκ. 22,29 Και εγώ, δια να ανταμείψω την αφοσίωσιν σας, σας υπόσχομαι βασιλεία, όπως και ο Πατήρ ώρισε και έδωσε εις εμέ βασιλεία και αξίωμα βασιλέως.
(1) Για ανταμοιβή της πιστής εμμονής σας και εγώ (b). Αυτά πράξατε εσείς για μένα. Με συντροφεύσατε στους αγώνες μου. Και εγώ λοιπόν θα κάνω εσάς συντρόφους μου στη δόξα μου (g). Δες Αποκ. γ 10: «Επειδή φύλαξες τον λόγο της υπομονής μου, και εγώ θα σε φυλάξω από την ώρα του πειρασμού που πρόκειται να έλθει σε όλη την οικουμένη» .
(2) «Αντί να πει υπόσχομαι» (Ζ). Το διατίθεμαι λέγεται συνήθως για δόσιμο με διαθήκη εξ’ αιτίας θανάτου. Όπως π.χ. την βασιλεία εις την Αλεξάνδρα διέθετο (Ιωσήπου Αρχ. ΧΙΙ 16,1). Εδώ όμως δεν μπορεί το ρήμα να σχετιστεί με τη διαθήκη (σ. 20), αφού το διέθετο που ακολουθεί δεν μπορεί να λεχθεί για διαθήκη του Πατέρα (L).
(3) Το αντικείμενο του διατίθεμαι είναι κοινό με το διέθετο που ακολουθεί. Υπόσχομαι «βασιλεία ουράνια, με τις ελπίδες της οποίας τους δυναμώνει περισσότερο ώστε να έχουν γενναιοψυχία και υπομονή» (Ζ). Όχι κάποια ανεξάρτητη από τη δική του, αλλά αυτήν την ίδια τη δική του βασιλεία, της οποίας οι μαθητές θα αποβούν συμμέτοχοι και κοινωνοί (ο). Λιγότερο πιθανώς υπόσχομαι σε σας, να τρώτε και να πίνετε στο τραπέζι μου (δ).
(4) Δεν πρέπει να πάρουμε το «καθώς» με την έννοια της πλήρους ομοιότητας, αλλά μάλλον με την έννοια του εφ’ όσον· από τη στιγμή, κατά την οποία· μια και έχω εγώ την βασιλεία και δύναμη να ενεργώ… (L).
(5) «Δηλαδή ξεχώρισε για μένα βασιλεία» (Θφ).
(6) Το άναρθρο της λέξης, μάς οδηγεί να θεωρήσουμε αυτήν με την έννοια της εξουσίας της βασιλικής και όχι του βασιλείου (g). Δες Αποκ. ιζ 12. Η βασιλεία με κάθε έννοια της λέξης ανήκει στον υιό, συμβασιλεύουν όμως με αυτόν ως αδελφοί και φίλοι και οι πιστοί (δ). Η βασιλική λοιπόν εξουσία την οποία θα έχουν οι πιστοί, θα είναι κάποια πληρεξουσιότητα που παρέχεται σε αυτούς από το Χριστό (g). Σε κάθε βασιλεία προϋποτίθεται ότι αυτοί που μετέχουν σε αυτήν περνούν τρόπο ζωής ηγεμονικό και λαμπρό με διατροφή πλούσια, και έχουν και βασιλική δύναμη που ασκείται από αυτούς. Και τα δύο υπόσχεται ο Κύριος στη συνέχεια στους μαθητές του (b).
Λουκ. 22,30 ἵνα ἐσθίητε(1) καὶ πίνητε ἐπὶ τῆς τραπέζης μου(2) ἐν τῇ βασιλείᾳ μου, καὶ καθίσεσθε(3) ἐπὶ θρόνων κρίνοντες(4) τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ.
Λουκ. 22,30 Και μία απολαυή αυτής της υποσχέσεώς μου είναι να τρώγετε και να πίνετε επί της τραπέζης μου εις την βασιλείαν μου. Και το επίσης σπουδαίον, θα καθίσετε επάνω εις θρόνους, δια να δικάζετε τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ.
(1) «Άρα και μετά την ανάσταση των νεκρών… θα χρειαστούμε πάλι φαγητά και τραπέζι; Καθόλου. Αλλά από τα δικά μας πράγματα υποδηλώνει τα πνευματικά» (Κ).
«Αυτό ειπώθηκε από μεταφορά από αυτούς που τιμώνται από τους βασιλιάδες το κόσμου. Διότι αυτοί που δειπνούν μαζί με τους βασιλείς θεωρούνται ότι είναι πρώτοι από όλους» (Θφ).
«Υπάρχουν όμως και κάποιοι, που δέχονται βέβαια τιμές από εκείνους που έχουν εξουσία, αλλά όμως δεν κάθονται και σε κοινό τραπέζι. Ότι λοιπόν θα απολαμβάνουν τις πρώτες τιμές δίπλα σε αυτόν, το δείχνει με παράδειγμα από τα δικά μας» (Κ).
Θα έχουν πλήρη ικανοποίηση των ψυχών τους με τη θέα και απόλαυση του Θεού. Και από αυτό θα έχουν, σαν σε δείπνο, την άριστη συντροφιά και κοινωνία με τελειότητα αγάπης. Διαφορετική γραφή «ίνα έσθητε».
(2) Οι Ιουδαίοι γενικώς θεωρούσαν την Μεσσιακή βασιλεία ως συμπόσιο. Δες Λουκ. ιγ 29,ιδ 15 (p).
«Τραπέζι μεν θα μπορούσαν να είναι τα αιώνια και απόρρητα αγαθά, που είναι ετοιμασμένα για αυτούς που αγαπούν το Θεό· ενώ το να τρώνε και να πίνουν, είναι η απόλαυση αυτών των αγαθών» (Ζ).
Δηλώνεται η στενότατη με τον Κύριο κοινωνία και ένωση και κατά συνέπεια μετοχή των ύψιστων πνευματικών αγαθών (δ).
(3) Διαφορετικές γραφές, καθίζεσθε, καθίσησθε, καθέζησθε, καθήσθε. Δες για την έννοια του στίχου Ματθ. ιθ 28 και τις εκεί σημειώσεις.
(4) Θεωρήθηκε από κάποιους το κρίνω με την έννοια του κυβερνώ και όχι του δικάζω. Η εσχατολογική σημασία του χωρίου αυτού δεν ευνοεί την εκδοχή αυτή. Σύμφωνα με το Α΄ Κορ. στ 2,3 οι πιστοί θα κρίνουν τον κόσμο και αυτούς τους (πονηρούς) αγγέλους. Στη γενική κρίση στους αποστόλους θα έχει ανατεθεί η κρίση των ισραηλιτικών φυλών (g). Πιο εύστοχη ερμηνεία: τις 12 φυλές του Ισραήλ δηλαδή του πνευματικού Ισραήλ, του νέου Ισραήλ της χάριτος (ο).
Λουκ. 22,31 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος(1)· Σίμων Σίμων(2), ἰδοὺ ὁ σατανᾶς(3) ἐξῃτήσατο(4) ὑμᾶς(5) τοῦ σινιάσαι(6) ὡς τὸν σῖτον·
Λουκ. 22,31 Είπε δε ακόμη ο Κύριος• Σίμων, Σίμων, ιδού ο σατανάς εζήτησε την άδειαν από τον Θεόν να σας συγκλονίση και σας ξεσκονίση, ωσάν το σιτάρι μέσα στο κόσκινο.
(1) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν αυτό. Ποια είναι η σύνδεση με τα παραπάνω; Ή, ίσως στο μεταξύ ο Πέτρος είπε κάτι τέτοιο, σαν αυτό που αναφέρει ο Ιωάννης (ιγ 36), και το οποίο αποσιωπάται από τον Λουκά (p). Ή, για να μην τυχόν εφόσον θα δοξάζονταν οι ένδεκα (σύμφωνα με τον προηγούμενο στίχο) αποδώσουν αυτό στις δικές τους δυνάμεις και νομίσουν ότι από μόνοι τους μόνοι αυτοί μεταξύ τόσων χιλιάδων Ιουδαίων παρέμειναν κοντά στον Κύριο στους πειρασμούς του, έδειξε ο Κύριος ότι και αυτοί, εάν δεν προστατεύονταν από την πλούσια βοήθεια του Κυρίου, θα συμπαρασύρονταν στην ίδια αποστασία στην οποία και οι άλλοι (Βέδας).
«Μη νομίσετε, λέει, ότι είναι δικό σας όλο αυτό το κατόρθωμα· διότι ο διάβολος πίεζε πάρα πολύ ζητώντας να σας βγάλει από τη δική μου στοργή και να σας αποδείξει προδότες. Αλλά εγώ παρακάλεσα» (Θφ).
Δες για την προαναγγελία της άρνησης του Πέτρου και Ματθ. κστ 30-35 και Μάρκ. ιδ 26-30 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Ο Λουκάς συμφωνεί με τον Ιωάννη (ιγ 36-38) τοποθετώντας την προαναγγελία αυτή στο υπερώο. Ο Ματθαίος και ο Μάρκος όμως τοποθετούν αυτήν την ώρα που ο Κύριος μαζί με τους μαθητές βρισκόταν στο δρόμο βαδίζοντας από το υπερώο στη Γεθσημανή. Δεν αποκλείεται παρόλ’ αυτά να επαναλήφθηκε η προφητεία αυτή του Κυρίου, όπως κάποιοι δέχτηκαν, αν και πολλοί από τους νεώτερους θεωρούν ως απίθανη την επανάληψη αυτή.
(2) Πολύ έντονη σύνδεση ή επανάληψη της ίδιας λέξης (b). Η επανάληψη του ονόματος προκαλεί εντύπωση (p). Γιατί χρησιμοποιεί το όνομα Σίμων και όχι το Πέτρος; Διότι ο Ιησούς τού μιλά ως προς άνθρωπο ασθενή, ο οποίος δεν άξιζε τότε να ονομαστεί με το όνομα της χάριτος (L).
Ο Σίμων ο οποίος έως τώρα ήταν το στόμα και των υπόλοιπων μαθητών, που μιλούσε εξ’ ονόματος και αυτών στον διδάσκαλο, γίνεται τώρα και αυτί αυτών και ό,τι σκόπευε ο Κύριος να πει σε όλους, απευθύνει αυτό στον Πέτρο, ώστε και οι υπόλοιποι να το ακούσουν.
(3) Ο σατανάς που δεν ικανοποιήθηκε από το ότι μπήκε στον Ιούδα και κυρίευσε αυτόν (b).
«Διότι συνηθίζει αυτός (ο σατανάς) να ζητά τους ικανότερους για πάλη, όπως τον Ιώβ» (Ζ).
Πιθανώς ο σατανάς κατηγόρησε τους μαθητές στον Θεό ότι με ιδιοτέλεια ακολουθούν το Χριστό και αποβλέπουν σε κοσμικές δόξες και διακρίσεις από αυτόν ως Μεσσία και κοσμικού βασιλιά, όπως τον περίμεναν. Και ζήτησε, όπως άλλοτε για τον Ιώβ, την άδεια να τους δοκιμάσει.
(4) Η πρόθεση «εξ» στο ρήμα έχει μέσα της την ιδέα του επιζητά να πέσουν από τα χέρια του Ιησού στα δικά του χέρια (g).
«Με επιθυμία επιτέθηκε στον Ιώβ. Έτσι σκεφτόταν να επιτεθεί στον Πέτρο. Για αυτό και έλεγε ο Χριστός· Πόσες φορές σε ζήτησε ο σατανάς, να σε κοσκινήσει σαν το σιτάρι; Είδες πόση επιθυμία είχε;» (Χ).
Παρόλ’ αυτά δεν μπορούσε τίποτα να πράξει εναντίον τους εάν δεν δινόταν σε αυτόν η άδεια. Αυτό δηλώνει το «ζήτησε».
(5) Το εσάς στον πληθυντικό περιλαμβάνει όλους τους μαθητές (ο).
(6) «Αντί να πει να θορυβήσει, να κάνει άνω κάτω, να ταράξει» (Ζ), «να ταρακουνήσει, να κοσκινίσει» (Ησύχιος), «να σας φέρει από εδώ, να σας φέρει από εκεί, να σας τραντάξει, να σας δονήσει, να σας κουνήσει πάνω κάτω, να σας βασανίσει, πράγμα που γίνεται σε αυτά που κοσκινίζονται» (Χ).
«Διότι «σινίον» σε κάποιους ονομάζεται αυτό που εμείς λέμε κόσκινο, στο οποίο το στάρι πηγαίνοντας πέρα δώθε ταράζεται» (Ζ). Ήθελε να αποδείξει αυτούς ότι είναι άχυρο και όχι στάρι. Θέλησε με τους πειρασμούς, τους οποίους θα τους επέφερε, να παρασύρει αυτούς στην αμαρτία και στην πλήρη άρνηση του Χριστού.
Λουκ. 22,32 ἐγὼ δὲ(1) ἐδεήθην(2) περὶ σοῦ ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου(3)· καὶ σύ ποτε(4) ἐπιστρέψας(5) στήριξον(6) τοὺς ἀδελφούς(7) σου(8).
Λουκ. 22,32 Και εγώ προσευχήθηκα για σένα, να μη χαθή η πίστις σου. Και συ, όταν κάποτε μετανοημένος επιστρέψης κοντά μου, στήριξε τους αδελφούς σου.
(1) Το «εγώ δε» και ο αόριστος που ακολουθεί βρίσκονται σε έντονη αντίθεση με το σατανά και την αίτησή του (p). «Ο μεν σατανάς έδειξε πολλή φροντίδα εναντίον σας· εγώ όμως ζήτησα για σένα» (Θφ). Η προσευχή του Κυρίου δεν παρεμπόδισε την έφοδο αυτή του σατανά, αλλά κατανίκησε την επίδρασή της (ο).
(2) «Ζήτησα από τον Πατέρα μου ως άνθρωπος» (Ζ). «Αυτό το είπε όσον αφορά την ανθρώπινη φύση του· διότι ως Θεός, τι ανάγκη είχε να ζητήσει;» (Θφ). Τι υπέροχο δείγμα στοργής και μέριμνας για τους μαθητές. Αυτές τις ώρες, οι οποίες αμέσως προηγούνταν της αγωνίας στη Γεθσημανή και του σκληρού θανάτου του, να εκδηλώνει τόσο ενδιαφέρον για τους μαθητές (ο).
(3) «Για να μην χάσεις τελείως την πίστη σου σε εμένα στον καιρό της αρνήσεως» (Ζ). Δεν λέει, για να μην κλονιστείς στην πίστη, αλλά για να μην εκλείπει ολοτελώς η πίστη σου (b).
«Φανερώνει όμως με αυτά, ότι αν είχε παραδοθεί στο σατανά για δοκιμασία, θα μπορούσε να αποδειχτεί τελείως άπιστος» (Κ).
«Διότι τι δεν θα έκανε ο εχθρός μας διάβολος, αν δεν ήταν ο Κύριος μαζί μας;… Διότι είναι πονηρό το θηρίο και αχόρταγο, και αν συνεχώς δεν του έβαζε ο Θεός χαλινάρια, όλα θα τα ανέτρεπε και θα τα ανακάτωνε» (Χ).
Ήταν λοιπόν δυνατόν να ρίξει αυτόν ο σατανάς σε απελπισία όμοια με εκείνη, η οποία οδήγησε σε απώλεια τον Ιούδα (g). Ο Σωτήρας λοιπόν προγνωρίζοντας την άρνηση του Πέτρου παρακάλεσε για αυτόν τον Πατέρα (δ). Πόσο φως ρίχνει ο λόγος αυτός του Κυρίου στην ισχυρή πραγματικότητα των σκηνών του αόρατου κόσμου και της επίδρασης αυτών σε σχέση με τα γήινα! (g).
Λόγω της μεσιτείας και προσευχής του Χριστού η πίστη των μαθητών του, αν και κλονίζεται μερικές φορές, δεν εκλείπει όμως. Εάν αφήνονταν στους εαυτούς τους, θα έπεφταν. Φυλάσσονται όμως με τη δύναμη του Θεού και την προσευχή του Χριστού. Η προσευχή όμως και μεσιτεία του Χριστού δεν είναι μόνο γενική, για όλους συνολικά τους πιστούς, αλλά και ατομική, αναφερόμενη και στον καθένα από τους πιστούς.
(4) Χρησιμοποιείται αυτό και για σύντομο χρόνο που παρεμβάλλεται, όπως έδειξε ο Ευστάθιος. Στο χωρίο αυτό δηλώνει απλώς αόριστο χρόνο=κάποτε, οποτεδήποτε και αν γίνει η επιστροφή σου, είτε μετά από πολύ είτε μετά από σύντομο χρόνο (b).
(5) «Παρακάλεσα για σένα. Ποια λοιπόν αμοιβή θα ανταποδώσεις για αυτήν την φροντίδα και την πρόνοια; Άραγε ποια αμοιβή ζητάει; Αυτήν την ίδια πάλι. Διότι και εσύ, λέει, όταν επιστρέψεις στήριξε τους αδελφούς σου» (Χ). «Όταν επιστρέψεις μετά την άρνηση εννοείται με κλάμα πικρό, δηλαδή όταν αποκατασταθείς πάλι στην πρώτη θέση» (Ζ). «Όταν επιστρέψεις δηλαδή όταν μετανοήσεις και δακρύσεις και φύγεις από την άρνηση» (Θφ).
(6) «Δηλαδή γίνε στήριγμα και διδάσκαλος αυτών που έρχονται σε εμένα με την πίστη» (Κ).
«Διότι εσύ, Πέτρο, όταν επιστρέψεις θα γίνεις σε όλους καλό υπόδειγμα για μετάνοια, και κανείς από όσους πιστεύουν σε εμένα δεν θα απελπιστεί όταν στρέψει τα μάτια του σε εσένα που ήσουν μεν απόστολος, αλλά αρνήθηκες και πάλι πήρες τα πρωτεία με τη μετάνοια» (Θφ).
Πέτρο, όταν αποκατασταθείς με τη χάρη του Θεού και οδηγηθείς σε μετάνοια, κάνε και συ ό,τι εξαρτάται από σένα για να στηριχτούν και άλλοι. Όταν πληροφορηθείς, ότι η κλονισμένη πίστη σου δεν εξαλείφθηκε, εργάσου να στηρίξεις και άλλους στην ίδια πίστη. Όταν απολαύσεις εσύ το έλεος και τους οικτιρμούς του πανάγαθου Θεού, που δέχεται τη μετάνοια των αμαρτωλών, ενθάρρυνε και άλλους να ελπίζουν στο έλεος αυτό και με πεποίθηση ακλόνητη ότι θα πάρουν αυτό να προστρέχουν στον σπλαχνικό Πατέρα. Όσοι έτυχαν της επίσκεψης του θείου ελέους και σώθηκαν από την άβυσσο της καταστροφής, οφείλουν να διακηρύττουν το πέλαγος της θείας αγαθότητας και στους άλλους και να ενθαρρύνουν και να προτρέπουν αυτούς να επιστρέψουν και αυτοί στο Θεό και να απολαύσουν τις δωρεές της αγαθότητάς του.
«Και θαύμασε πάλι τη σοφή διατύπωση του λόγου και την υπερβολή της θείας αγαθότητας. Για να μην οδηγήσει δηλαδή σε απογοήτευση τον μαθητή, με τη σκέψη ότι θα απομακρυνθεί από τα αξιώματα της αποστολής, επειδή επρόκειτο να τον αρνηθεί, τον γεμίζει με καλή ελπίδα, και ότι θα επιτύχει τα αγαθά που του είχε υποσχεθεί. Γιατί του είπε, ότι «και εσύ όταν επιστρέψεις στήριξε τους αδελφούς σου». Πόσο απερίγραπτη φιλανθρωπία! Δεν είχε γίνει ακόμη η αμαρτία, και έλαβε την συγχώρεση, και τον κατέταξε πάλι στα αποστολικά αξιώματα» (Κ).
(7) «Αδελφούς του είπε λοιπόν τους άλλους αποστόλους ή αυτούς που επρόκειτο μέσω αυτού να πιστέψουν» (Ζ).
(8) Τους αδελφούς σου είπε και όχι τους αδελφούς μας. Διότι με άλλο τρόπο έχει αυτούς αδελφούς ο Πέτρος και με διαφορετικό τελείως ο Κύριος (b).
Λουκ. 22,33 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ(1)· Κύριε, μετὰ σοῦ(1) ἕτοιμός εἰμι(3) καὶ εἰς φυλακὴν καὶ εἰς θάνατον(4) πορεύεσθαι.
Λουκ. 22,33 Ο Πέτρος όμως τού είπε• Κυριε, είμαι έτοιμος να βαδίσω μαζί σου εις φυλακήν και εις θάνατον.
(1) «Από πολλή αγάπη δείχνει θράσος ο Πέτρος και υπόσχεται αυτά που μέχρι τώρα ήταν αδύνατα σε αυτόν» (Θφ).
«Επειδή λοιπόν ήταν εύλογο να έχει αυτός μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, αφού ήξερε για τον εαυτό του ότι αγαπά το Χριστό περισσότερο από όλους, για αυτό επιτρέπει ο Θεός να πέσει, να απαρνηθεί τον διδάσκαλο, για αυτό και κλαίει πικρά, και κάνει ομοίως και τα άλλα, τα μετά το κλάμα. Διότι τι δεν έκανε; Μετά από όλα αυτά έβαλε τον εαυτό σου σε μύριους κινδύνους, δείχνοντας με όλα την ανδρεία του και το παράστημα της ψυχής του» (Χ).
(2) Μπαίνει μπροστά με έμφαση.
(3) Ο Πέτρος έχει αυτοπεποίθηση (b).
«Έπρεπε, εφόσον άκουσε τέτοια λόγια από την αυτοαλήθεια, να ζητήσει από αυτόν δύναμη και βοήθεια· αυτός όμως από θερμότητα πιο πολύ αντιλέγει ότι τίποτα τέτοιο δεν θα πάθει» (Ζ).
Παρόλ’ αυτά δείχνει την αγαθή διάθεση του Πέτρου. Ο Ιούδας ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε όπως ο Πέτρος, όταν άκουσε από τον Κύριο να προαναγγέλλεται η προδοσία, την οποία είχε πρόθεση να κάνει. Η καρδιά εκείνου ήταν τόσο πλήρως διατεθειμένη προς την προδοσία όσο η καρδιά του Πέτρου ήταν διατεθειμένη να μην αρνηθεί το Χριστό.
(4) Οι περισσότερο θλιβερές δοκιμασίες είναι η φυλάκιση και ο θάνατος (b).
Λουκ. 22,34 ὁ δὲ εἶπε· λέγω σοι(1), Πέτρε(2), οὐ φωνήσει σήμερον(3) ἀλέκτωρ πρὶν ἢ τρὶς(4) ἀπαρνήσῃ μὴ εἰδέναι με(5).
Λουκ. 22,34 Ο δε Κύριος του είπε• σε διαβεβαιώνω, Πέτρο, ότι δεν θα λαλήση κατά την νύκτα αυτήν ο πετεινός, πριν συ τρεις φορές με απαρνηθής και διακηρύξης ότι δεν με γνωρίζεις.
(1) Ο Ματθαίος και ο Μάρκος γράφουν Αμήν λέγω σοι· ο Ιωάννης Αμήν, αμήν, λέγω σοι. Ο επίσημος τόνος, με τον οποίο ειπώθηκε αυτή η σαφώς προκαθορισμένη προφητεία, προξένησε βαθειά εντύπωση σε όλους (p).
(2) Όχι άσκοπα αντικαταστάθηκε το όνομα Σίμων με το όνομα Πέτρος= Εσύ τον οποίο ύψωσα τόσο πολύ, τον οποίο έκανα Πέτρο, θα πέσεις λοιπόν τόσο χαμηλά; (g). Η όμοια με πέτρα και βράχο πίστη και δύναμη δεν βρίσκεται στην αυτοπεποίθηση, αλλά στην ταπεινή πεποίθηση πάνω στον Κύριο (p).
(3) «Σήμερα είπε διότι ήταν η νύχτα που ακολουθούσε την ημέρα εκείνη» (Ζ). Η ημέρα της 14 (Νισάν) είχε ήδη αρχίσει από το απόγευμα της 13, όπως είπαμε παραπάνω. Σήμερα αν και σου φαίνεται, Πέτρο, ότι είσαι έτοιμος (b).
(4) Δες Ματθ. κστ 34 και Μάρκ. ιδ 30 και τις εκεί σημειώσεις για την αλεκτοροφωνία.
(5) «Του φανερώνει και το είδος του πειρασμού, ότι θα είναι άρνηση. Από εδώ λοιπόν μαθαίνουμε δόγμα, ότι δε αρκεί η πρόθεση του ανθρώπου χωρίς τη βοήθεια του Θεού· όπως ακριβώς λοιπόν και ο Πέτρος επειδή εγκαταλείφθηκε για λίγο, αν και φαινόταν ότι αγαπά και έχει θερμότητα, αλλά όμως όταν τον άφησε ο Θεός, του βαλε τρικλοποδιά ο εχθρός. Και πάλι, δεν αρκεί η βοήθεια του Θεού, αν δεν υπάρχει και η ανθρώπινη πρόθεση· όπως ακριβώς λοιπόν και ο Ιούδας τίποτα δεν ωφελήθηκε, αν και όλα τα έκανε ο Κύριος για να τον κερδίσει. Διότι έλειπε η αγαθή προαίρεση (πρόθεση)» (Θφ).
Ο Χριστός γνωρίζει εμάς καλύτερα από όσο εμείς γνωρίζουμε τους εαυτούς μας. Γνωρίζει το υποκρυπτόμενο σε μας κακό, όπως και ό,τι στο μέλλον θα πράξουμε, μολονότι εμείς ούτε καν υποπτευόμαστε αυτό. Είναι ευεργετικό για μας ότι ο Χριστός γνωρίζει καλύτερα από εμάς, πού και πόσο είμαστε ασθενείς και συνεπώς γνωρίζει πού και πόσο χρειαζόμαστε να μας βοηθήσει.
Λουκ. 22,35 Καὶ εἶπεν(1) αὐτοῖς· ὅτε ἀπέστειλα ὑμᾶς(2) ἄτερ(3) βαλλαντίου(4) καὶ πήρας καὶ ὑποδημάτων, μή τινος ὑστερήθητε(5); οἱ δὲ εἶπον· οὐθενός(6).
Λουκ. 22,35 Και είπεν εις αυτούς• όταν σας έστειλα κατά την πρώτην περιοδείαν σας χωρίς χρήματα, χωρίς ταξιδιωτικό σακκίδιο και χωρίς υποδήματα, μήπως εστερηθήκατε τίποτε; Εκείνοι δε απήντησαν• όχι,τίποτε δεν εστερηθήκαμε.
(1) Με τις λέξεις αυτές υποδηλώνεται η αρχή νέου θέματος, δεν υπάρχει όμως κάποια ένδειξη για κάποια οποιαδήποτε σύνδεση με τα προηγούμενα (p). Όσα ακολουθούν παρόλ’ αυτά μπορούν να εισαχθούν στο θέμα των δοκιμασιών που προαναγγέλθηκαν στο στίχο 31 και του κοσκινίσματος που αναφέρονται σε όλους τους αποστόλους («ζήτησε ε σ ά ς να σας κοσκινίσει») (L).
(2) Τα ακόλουθα λόγια ταυτίζονται κατά λέξη με τις οδηγίες και εντολές στο κεφάλαιο ι 4, που δόθηκαν κατά μεν τον Ματθαίο στους δώδεκα, κατά δε τον Λουκά στους εβδομήντα. Παρόλ’ αυτά και οι εντολές που δόθηκαν στους 12 αποστόλους (Λουκ. θ 3), δεν είναι μεν αυτολεξεί οι ίδιες, στην ουσία όμως είναι όμοιες με αυτές (p). Με την ερωτηματική μορφή του λόγου προσελκύεται η προσοχή των μαθητών (ο).
(3) ««Άτερ» λέει αντί να πει χωρίς» (Ζ).
(4) «Και όμως τότε δεν ανέφερε το βαλάντιο. Ναι αλλά μαζί με το χρυσάφι και το ασήμι συνυπονόησε και αυτό. Διότι αφού εμπόδισε να έχουν εκείνα, είναι φανερό, ότι και αυτό το εμπόδισε. Αφού όταν δεν υπάρχει θησαυρός, είναι άρα περιττό το θησαυροφυλάκιο» (Ζ).
(5) «Υστέρηση λέει την έλλειψη (φτώχεια)» (Ζ).
(6) Είναι αξιοσημείωτο, ότι τίποτα εδώ δεν λέγεται για τρυφή και για πλούσια διατροφή. Ρωτούνται απλώς και μόνο, εάν στερήθηκαν κάτι (ο). Είναι ωφέλιμο σε μας να βλέπουμε ξανά συχνά την προστασία την οποία η θεία Πρόνοια κατά το παρελθόν επέδειξε σε μας και να θυμόμαστε πώς ο Θεός μάς πέρασε μέσα από τις δυσκολίες, τις οποίες συναντήσαμε. Το «ουδενός», το οποίο απαντούν οι μαθητές είναι αξιοσημείωτο και από την άποψη, ότι, μολονότι ζούσαν κατά την περιοδεία τους με συνδρομή των άλλων, χωρίς αυτοί να κουβαλάνε τίποτα μαζί τους, καμία στέρηση δεν δοκίμασαν. Ενδέχεται η διατροφή τους να μην ήταν πλούσια και εξεζητημένη, έμειναν όμως εξ’ ολοκλήρου ικανοποιημένοι και χορτασμένοι από αυτήν.
Λουκ. 22,36 εἶπεν οὖν αὐτοῖς· ἀλλὰ νῦν(1) ὁ ἔχων βαλλάντιον ἀράτω(2), ὁμοίως καὶ πήραν(3), καὶ ὁ μὴ ἔχων(4) πωλήσει τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ καὶ ἀγοράσει μάχαιραν(5).
Λουκ. 22,36 Είπε λοιπόν εις αυτούς• τα πράγματα τώρα αλλάζουν. Εκείνος που έχει βαλάντιον, ας το πάρει μαζί του. Το ίδιο ας κάμη και εκείνος που έχει σακκίδιο• ας το πάρει γεμάτο τρόφιμα και ας πωλήση το ένδυμά του εκείνος που δεν έχει μάχαιραν, δια να αγοράση.
(1) Μέχρι τότε οι απόστολοι προστατευόμενοι και από την εύνοια, την οποία απολάμβανε ο Κύριος σε μεγάλη μερίδα του λαού, περνούσαν ζωή σχετικά εύκολη. Αλλά η σύγκρουση του Κυρίου με τις ιουδαϊκές αρχές, η οποία μετά από λίγο θα κορυφωνόταν στο δράμα του Γολγοθά, έμελλε να αλλάξει τελείως την θέση αυτή των μαθητών. Για να κάνει λοιπόν σε αυτούς έντονα αισθητή τη νέα κατάσταση, την οποία οι απόστολοι θα αντιμετώπιζαν, μεταχειρίζεται τις ακόλουθες εικόνες, με σκοπό να συστήσει σε αυτούς την λήψη προληπτικών και προφυλακτικών μέτρων (g).
«Από τώρα, λέει, ντυθείτε ώστε να φροντίζετε και οι ίδιοι τα δικά σας… Διότι δεν θα είναι για σας τέτοια τα πράγματα, εύκολα και άκοπα, αλλά θα πέσετε και σε πείνα και δίψα και σε πολλούς εχθρούς. Διότι αυτά υπαινίσσεται με το βαλάντιο και το σάκκο και το μαχαίρι. Για αυτό σηκωθείτε, διότι και θα πεινάσετε και θα χρειαστείτε φαγητά· το οποίο υπαινίσσεται με το σάκκο. Και να έχετε ανδρεία, διότι θα πέσετε σε πολλούς εχθρούς· το οποίο φανερώνει με το μαχαίρι» (Θφ).
(2) Υπάρχει και η γραφή ἀρεῖ, που προήλθε μάλλον από τη φροντίδα, ώστε να μην παρουσιάζεται ως διαταγή «αλλά ότι είναι προφητεία όπου ο Κύριος προλέγει» (Β. στον δ.). Από αυτό προήλθαν και οι γραφές «πωλήσει… αγοράσει» αντί για τις «πωλησάτω… αγορασάτω» που μαρτυρούνται όχι μόνο από τα αλεξανδρινά αλλά και από πολλά άλλα χειρόγραφα.
(3) Δεν μπορούν πλέον να υπολογίζουν στην ευμενή υποδοχή, της οποίας απόλαυσαν στο παρελθόν και οφείλουν να προετοιμάζονται με βάση την προϋπόθεση, ότι θα τους μεταχειρίζονται σαν συνηθισμένους ταξιδιώτες, υποχρεωμένους να πληρώνουν την τροφή τους και το κατάλυμά τους (g).
(4) Αντικείμενο του μη έχων είναι το μάχαιραν (g). Αλλά και αν συνδέσουμε το μη έχων με το βαλάντιον και πήραν, καλή έννοια αποδίδεται. Μόνο εκείνος, ο οποίος δεν έχει χρήματα ή δισάκι, θα πουλούσε αναγκαστικά και το ρούχο του για να αγοράσει κάτι. Παρόλ’ αυτά σε επικίνδυνες εποχές και περιστάσεις ακόμη και το ιμάτιο είναι λιγότερο απαραίτητο από το μαχαίρι (p).
(5) «Τα λέει αυτά, όχι για να κουβαλάνε οπωσδήποτε μαχαίρια, αλλά υπαινίσσεται τους πολέμους και τους κινδύνους και εισηγείται να είναι σε όλα προετοιμασμένοι» (Θφ).
Είναι σαν να λέει: Θα βρείτε ανθρώπους όχι μόνο μη διατεθειμένους να προσφέρουν φιλοξενία σε σας, αλλά τελείως αντίθετα να διάκεινται εξ’ ολοκλήρου εχθρικά απέναντί σας (b).
«Επομένως έτσι να φροντίζετε για τους εαυτούς σας, σαν να πρόκειται να προσκρούσετε σε πολέμους και κινδύνους» (Θφ). Το μαχαίρι μπήκε εδώ αλληγορικά για να δηλώσει τη σύνεση και σοφία, με την οποία έπρεπε να αντιμετωπίζουν τους κινδύνους (ο). Αξιοσημείωτη και η επόμενη ερμηνεία.
«Αυτός που διατάζει να ευλογούμε αυτούς που λοιδορούν, να ανεχόμαστε αυτούς που επηρεάζουν, να ευχόμαστε για αυτούς που διώκουν, έπειτα μας εξοπλίζει και με μαχαίρι μόνο; Και ποια λογική θα μπορούσε να έχει αυτό;… Θέλει να φανερώσει την έφοδο των Ιουδαίων και ότι πρόκειται να τον συλλάβουν. Και αυτό δεν θέλησε μεν να το πει φανερά, αλλά με αινίγματα, για να μην τους θορυβήσει πάλι αυτούς… Με τα μαχαίρια υπαινίσσεται την τωρινή επιβουλή και ότι πρόκειται να πάθει από τους Ιουδαίους όσα έπαθε. Και αυτό είναι φανερό από τα εξής. Διότι αφού είπε, Ας αγοράσει μαχαίρι, πρόσθεσε, Διότι πρέπει τα γραμμένα σχετικά με εμένα να συντελεστούν, ότι «κατατάχτηκε μεταξύ των ανόμων»» (Χ).
«Ούτε λοιπόν τελείως τα αποσιώπησε, για να μην ταραχτούν από την άμεση έφοδο, ούτε πάλι τελείως τα έκανε γνωστά, για να μην κυριευτούν από κάποια δειλία» (Σχ).
Πάντως η μάχαιρα του Πνεύματος είναι εκείνη, με την οποία πρέπει να είναι πάντοτε οπλισμένοι οι μαθητές του Χριστού. Αφού ο Χριστός έπαθε για μας πρέπει και εμείς με το ίδιο φρόνημα και την ίδια απόφαση να οπλιστούμε (Α΄Πετρ. δ 1). Πρέπει να οπλιστούμε με την προσδοκία διωγμών και βασανιστηρίων, ώστε να μην εκπλησσόμαστε, όταν συναντάμε αυτά, αλλά υποτασσόμενοι με αυταπάρνηση στο θέλημα του Θεού να υφιστάμεθα αυτά γενναία.
Λουκ. 22,37 λέγω γὰρ(1) ὑμῖν ὅτι ἔτι(2) τοῦτο τὸ γεγραμμένον(3) δεῖ(4) τελεσθῆναι ἐν ἐμοί, τὸ καὶ μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη(5)· καὶ γὰρ(6) τὰ περὶ ἐμοῦ(7) τέλος(8) ἔχει.
Λουκ. 22,37 Διότι σας λέγω ότι πρέπει να εκπληρωθή εις εμέ τώρα και τούτο ακόμα, που έχει γραφή, το• Και μεταξύ ανόμων και κακούργων συγκαταριθμήθηκε. Πρέπει να γίνη και αυτό, διότι όσα έχουν προφητευθή περί εμού παίρνουν τώρα τέλος.
(1) Το «γαρ» εισάγει την εξήγηση της μεταβολής που επήλθε από το «όταν απέστειλα» μέχρι το «τώρα» (p)= Για αυτό θα σας αποστραφούν τώρα, διότι ετοιμάζουν την μεγίστη ποινή και ύβρη εναντίον μου, τον σκληρό θάνατο μαζί με τους κακούργους· και αυτό θα εξαγριώσει αυτούς εναντίον σας (δ).
(2) Τα αλεξανδρινά και λίγα άλλα χειρόγραφα παραλείπουν αυτό. Αυτό ακόμη= Μετά από τόσα άλλα (b). Τα άλλα όλα, ύβρεις, διωγμοί, απιστία, πώρωση εκπληρώθηκαν. Και μένει ακόμη αυτό το οποίο πρέπει να εκπληρωθεί (δ).
(3) Δες Λουκ. κ 17,Β΄Κορ. δ 13. Συχνότερα συναντιέται «τα γεγραμμένα» Λουκ. ιη 31,κα 22,Πράξ. ιγ 29,Αποκ. κ 12,κβ 19 (p). Αυτό που έχει γραφτεί στο Ησαΐου νγ 12. Η πληροφορία την οποία είχε ο Κύριος και ως άνθρωπος, ότι τα παθήματα τα οποία επρόκειτο να υποστεί, είχαν προφητευτεί και προαναγγελθεί από τους προφήτες, διότι είχαν προαποφασιστεί από τον Πατέρα του, έκανε σε αυτόν ευπρόσδεκτο το σκληρό μαρτύριο και βάδιζε προς αυτό σταθερά και με όλη τη θέλησή του.
Όταν και εμείς βρισκόμαστε σε δοκιμασίες και θλίψεις, ας μην λησμονούμε, ότι ο ουράνιος Πατέρας μας όχι μόνο είναι εν πλήρη γνώση αυτών και επιτρέπει αυτές για το καλό μας, αλλά και προτού αυτές μας συμβούν, προγνώριζε αυτές και είχε προαποφασίσει να υποστούμε αυτές. Η πληροφορία αυτή θα μας καθιστά ελαφρό το φορτίο των θλίψεων και θα μας ενισχύει πολύ στο να υπομένουμε αυτές.
(4) Λουκ. δ 43 και θ 22.
(5) Το «και» αποτελεί μέρος της παράθεσης= ακόμη και με άνομους κατατάχτηκε (p). «Διότι σαν άνομο και κακούργο τον σταύρωσαν ανάμεσα στους άνομους και κακούργους ληστές» (Ζ). Το ελογίσθη σημαίνει ότι, αν και δεν ήταν πράγματι άνομος, κατατάχτηκε μεταξύ των ανόμων.
(6) Μάλλον αιτιολογικό. Διότι «τα γραμμένα σχετικά με εμένα στο νόμο και τους προφήτες παίρνουν τώρα τέλος» (Ζ). Ή, το «και γαρ»=Και πράγματι αυτά που αφορούν σε μένα φθάνουν στο τέλος τους (L).
(7) Υπάρχει και η γραφή «το περί εμού». Ή, το περί εμού γεγραμμένον. Ή, αυτό που αφορά εμένα (L).
(8) Ή, εκπληρούνται και πραγματοποιούνται ή έφθασαν στο τέλος τους· αναφέρεται στο τραγικό τέλος της δράσης του Κυρίου (g). Η φράση παρόλ’ αυτά «τέλος έχει» χρησιμοποιείται για χρησμούς και προφητείες που εκπληρώνονται (p).
Λουκ. 22,38 οἱ δὲ εἶπον· Κύριε, ἰδοὺ μάχαιραι ὧδε δύο(1). ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἱκανόν ἐστι(2).
Λουκ. 22,38 Οι δε μαθηταί, είπαν• Κύριε, ιδού, υπάρχουν εδώ δύο μάχαιραι. Ο δε Κύριος τους είπε• φθάνει έως εδώ• ας σταματήσωμε την συζήτησιν.
(1) «Επειδή δεν κατάλαβαν, τι δήλωνε το… να αγοράσει μαχαίρι, δείχνουν δύο μαχαίρια» (Ζ).
Βρήκαν αυτά στο δωμάτιο ή είχαν φέρει αυτά μαζί τους (b). Δεν πρόκειται για μαχαίρια τραπεζιού, αλλά για ξίφη κατάλληλα για άμυνα εναντίον ληστών ή εναντίον κάθε επίθεσης. Ένα από αυτά ήταν του Πέτρου, ο οποίος με χτύπημα μάλλον έκοψε με αυτό το αυτί του Μάλχου (p).
(2) «Αυτός όμως όταν τους είδε ότι δεν κατάλαβαν, είπε· είναι αρκετό. Αν και βεβαίως δεν ήταν αρκετό. Διότι αν μεν έπρεπε να χρησιμοποιήσουν ανθρώπινη βοήθεια εναντίον αυτών που ληστρικά επιτίθενταν, ούτε εκατό μαχαίρια δεν ήταν αρκετά· αν όμως όχι αυτό, αλλά χρειαζόταν πιο θεϊκή βοήθεια, ήταν περιττά και τα δύο. Αλλά ο Κύριος δεν θέλησε να ελέγξει αυτούς ότι δεν κατάλαβαν, αλλά λέγοντας, είναι αρκετό, προσπέρασε. Όπως ακριβώς λοιπόν και εμείς, όταν μιλώντας σε κάποιον δούμε αυτόν να μην κατάλαβε αυτό που είπαμε, λέμε· Καλά, άσε· αν και βεβαίως δεν είναι καλά. Αλλά για να μην ενοχλούμε, τον αφήνουμε… Προσπερνά λοιπόν ο Κύριος και αφήνει, αφήνοντας την κατανόηση των λεγομένων στην έκβαση των πραγμάτων… διότι ύστερα κατάλαβαν αυτό οι μαθητές μετά την ανάσταση. Κάποιοι επίσης είπαν ότι με ειρωνεία είπε ο Κύριος το Είναι αρκετό» (Θφ).
Λιγότερο πιθανή η τελευταία αυτή εκδοχή που διατυπώνεται από τον Κ. ως εξής:
«Χαμογελά κατά κάποιο τρόπο με αυτό που είπαν, γνωρίζοντας καλά ότι οι μαθητές μη καταλαβαίνοντας, όπως είπα, τη σημασία αυτών που είπε, νόμισαν ότι είπε πως έχουν ανάγκη από μαχαίρια… Βλέποντας λοιπόν ο Σωτήρας προς εκείνα που επρόκειτο να συμβούν στους Ιουδαίους εξαιτίας της εναντίον του ασέβειας, χαμογελά με αυτό που είπαν… Ναι, λέει, θα αρκέσουν δύο ξίφη για την αντιμετώπιση του πολέμου που επρόκειτο να έλθει εναντίον τους, για τον οποίο δεν θα μπορούσαν να ωφελήσουν ούτε πολλές χιλιάδες ξιφών (στην άλωση των Ιεροσολύμων το 70 μ.Χ από τον Τίτο)» (Κ)
Η Γεθσημανή κβ 39-46
Δες Ματθ. κστ 36-41 και Μάρκ. ιδ 32-38 και τις εκεί σημειώσεις. Ο κάθε ευαγγελιστής έχει και κάποιες ιδιαίτερες λεπτομέρειες στην αφήγησή του, που δείχνουν την ανεξαρτησία των πηγών του. Ο Λουκάς περιγράφει ειδικά τις έκτακτες φυσικές συνέπειες της αγωνίας του Κυρίου. Η αφήγησή του από την άλλη είναι πολύ σύντομη. Ο Ιωάννης αποσιωπά ολόκληρη τη σκηνή, σημειώνει όμως ξεκάθαρα (ιη 1) τον τόπο. Σε περικοπή του επίσης αξιολογότατη (ιβ 23-28) ο ευαγγελιστής αυτός μας αποκαλύπτει την αληθινή φύση αυτού του αγώνα, ο οποίος είχε αρχίσει ήδη πριν από πολλές ημέρες στην καρδιά του Ιησού. Και η προς Εβραίους επιστολή (ε 7-9) εμπεριέχει υπαινιγμό προφανέστατο της αφήγησης της Γεθσημανή, στον οποίο απαστράπτει όσο πουθενά αλλού η πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης του Κυρίου, το οποίο αποβαίνει τόσο περισσότερο αξιοσημείωτο, όσο το σύγγραμμα αυτό είναι από εκείνα, τα οποία εξαίρουν συγχρόνως και την θεία φύση του Κυρίου (g).
Στη Γεθσημανή η ψυχή του Κυρίου δοκίμασε την θλίψη που προκλήθηκε από την αμαρτία, για την οποία ήλθε να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη και αισθάνθηκε την οργή, την οποία ο Πατέρας εκδήλωσε κατά της παράβασης του ανθρώπινου γένους. Εκεί ο Κύριος έδωσε πάλη με τον άρχοντα του σκότους, ο οποίος έλαβε για δοκιμασία του εγκαταλελειμμένου στις δυνάμεις του υιού του ανθρώπου όλα τα πλεονεκτήματα, τα οποία θα επιθυμούσε, για να ανατρέψει αυτόν, αλλά αφού ηττήθηκε «ο άρχοντας του κόσμου τούτου διώχτηκε έξω».
Λουκ. 22,39 Καὶ ἐξελθὼν(1) ἐπορεύθη κατὰ τὸ ἔθος(2) εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν· ἠκολούθησαν δὲ αὐτῷ καὶ(3) οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.
Λουκ. 22,39 Και αφού βγήκεν επήγε, όπως συνήθιζε, στο όρος των Ελαιών• τον ηκολούθησαν δε και οι μαθηταί του.
(1) Στο «αφού βγήκε» περιλαμβάνεται η έξοδος από το υπερώο από τη μία και από την πόλη από την άλλη (g).
(2) Χωρίς να επιζητήσει να διαφύγει τον Ιούδα, ο οποίος θα ερχόταν αναμφίβολα να τον αναζητήσει εκεί (g). Δεν ήταν πλέον αναγκαίο να φυλαχτεί ο Ιούδας σε άγνοια των κινήσεων του Κυρίου και για αυτό ακολουθεί ο Κύριος την συνήθη πράξη του (p).
(3) Παρά τον κίνδυνο που τους απειλούσε (g).
Λουκ. 22,40 γενόμενος δὲ ἐπὶ τοῦ τόπου εἶπεν αὐτοῖς· προσεύχεσθε(1) μὴ εἰσελθεῖν(2) εἰς πειρασμόν.
Λουκ. 22,40 Όταν δε έφθασε στον γνωστόν τόπον, που συνήθως ήρχετο, τούς είπε• προσεύχεσθε και παρακαλείτε τον Θεό να μη πέσετε εις πειρασμόν.
(1) «Συμβούλευσε τους μαθητές εκείνα που χρειάζονταν στην περίσταση εκείνη» (Κ). Βλέπει ο Κύριος να πλησιάζει και για τους μαθητές ο καιρός της δοκιμασίας και τους προσκαλεί να προσευχηθούν, προτρέποντας αυτούς σε αυτό και με το παράδειγμά του (g)
(2) Η χρήση του ρήματος εισέρχομαι προκειμένου για πειρασμό με την έννοια του υποκύπτω στον πειρασμό κατανοείται, εάν αντιταχθεί με τη σκέψη το ρήμα αυτό με το διέρχομαι (=περνώ μέσα από)(g). Δες στίχο 46. Ο πειρασμός εδώ συνίστατο σε κλονισμό της πίστης στον Ιησού ως Μεσσία και Σωτήρα, και θα προερχόταν και από την ταπείνωση και τους εξευτελισμούς, στα οποία ο Ιησούς θα υποβαλλόταν, όταν θα θριάμβευαν για λίγο εις βάρος του οι εχθροί του (ο).
Λουκ. 22,41 καὶ αὐτὸς ἀπεσπάσθη(1) ἀπ᾿ αὐτῶν ὡσεὶ λίθου βολήν(2), καὶ θεὶς τὰ γόνατα(3) προσηύχετο(4)
Λουκ. 22,41 Και αυτός απεμακρύνθη από αυτούς, όσον περίπου ημπορεί ένας να ρίψη τον λίθο και αφού γονάτισε προσηύχετο.
(1) Με την έννοια του απομακρύνθηκε (δ) με πρόθεση γεμάτη από πόθο και θερμότητα (b). Υποδηλώνει κίνηση απότομη και κάπως βίαιη και ταυτόχρονα ένα είδος παθητικότητας= κατά κάποιο τρόπο σύρθηκε μακριά από τους δικούς του από τη συγκίνηση που τον κυρίευσε (g).
(2) Δηλαδή γύρω στα τριάντα μέτρα, έτσι ώστε οι μαθητές κάτω από το φως της πανσέληνου μπορούσαν να βλέπουν τον Διδάσκαλό τους (L).
(3) Η φράση τιθέναι τα γόνατα δεν είναι κλασική. Είναι μάλλον λατινισμός (=genua ponere=έπεσε στα γόνατα)(p).
(4) Ο παρατατικός δηλώνει τη συνεχιζόμενη προσευχή (p).
«Προσεύχεστε, είπε, για να μην μπείτε σε πειρασμό. Αλλά για να μην τους ωφελήσει μόνο με λόγια, αλλά και να γίνει παράδειγμα αυτού του πράγματος (της προσευχής), αφού απομακρύνθηκε λίγο, πέφτοντας στα γόνατα προσευχήθηκε» (Κ).
Λουκ. 22,42 λέγων· πάτερ, εἰ βούλει(1) παρενεγκεῖν(2) τοῦτο τὸ ποτήριον(3) ἀπ᾿ ἐμοῦ(4)· πλὴν μὴ τὸ θέλημά μου(5), ἀλλὰ τὸ σὸν(6) γινέσθω.
Λουκ. 22,42 λέγων• πάτερ, εάν θέλης να απομακρύνης από εμέ το πικρόν τούτο ποτήριον, απομάκρυνε το, πλην όμως ας μη γίνη το θέλημά μου, αλλά το ιδικόν σου θέλημα.
(1) «Βλέπεις ότι με ευλάβεια τέτοια που ταιριάζει σε άνθρωπο ζήτησε ο Χριστός την απομάκρυνση του πειρασμού; Διότι λέει, «εάν θέλεις απομάκρυνέ το». Σαν να είναι δηλαδή ένας από εμάς, αναθέτει στη θέληση του Πατέρα το τέλος εκείνων που επρόκειτο να συμβούν» (Κ).
«Διότι για να γίνει πιστευτό, ότι αληθινά έγινε άνθρωπος, επέτρεψε στη φύση να κάνει το δικό της και επιθυμεί τη ζωή και αυτός ως άνθρωπος και εύχεται να απομακρυνθεί το ποτήριο· διότι αγαπά πολύ τη ζωή ο άνθρωπος· και με αυτά τα λόγια ανατρέπει τις αιρέσεις που λένε ότι κατά φαντασία έγινε άνθρωπος» (Θφ).
(2) Υπάρχει και η γραφή παρένεγκε και παρενέγκαι. Η ελλειπτική μορφή του λόγου, που προέρχεται από τη σφοδρή συγκίνηση αυτού που μιλά και ονομάζεται από τους γραμματικούς αποσιώπηση, συναντιέται και στο Λουκά ιθ 42 (ο).
(3) Στην Π.Δ. η μεταφορά του ποτηρίου για την καλή ή κακή τύχη κάποιου προσώπου είναι συνηθέστατη (Ψαλμ. ι 6,ιε 5,κβ 5,οε 9 κλπ). Στην Κ.Δ. χρησιμοποιείται ειδικά για το πάθος του Χριστού. Δες Μάρκ. ιδ 36,Ιω. ιη 11,Ματθ. κ 23,23,Μάρκ. ι 38,39 (p).
«Γιατί βρίσκεται να ατονεί η φύση του ανθρώπου, ακόμη και στον ίδιο το Χριστό, όσο εξαρτάται από αυτήν, αλλά επαναφέρεται από το Λόγο που ενώθηκε με αυτήν σε γενναιότητα που ταιριάζει στο Θεό».
«Το πάθος δηλαδή της λύπης… δεν εκδηλωνόταν στην ίδια τη θεία και απαθή φύση του Λόγου· διότι ήταν αδύνατο, επειδή βρίσκεται πέρα από κάθε πάθος· λέμε όμως ότι ο Λόγος, που έλαβε σάρκα και κατέβηκε στα ανθρώπινα μέτρα, θέλησε φαινομενικά να υπομείνει τα δικά της πάθη. Όπως λοιπόν λέγεται ότι πείνασε, αν και είναι ζωή και ζωοποιός, και είναι ο ίδιος ο άρτος ο ζωντανός, και κοπίασε από τον μακρό δρόμο, αν και είναι Κύριος των δυνάμεων, έτσι λέγεται και ότι περιέπεσε σε αγωνία και φάνηκε ότι λυπήθηκε. Γιατί δεν έπρεπε αυτός που κατέβηκε σε ταπείνωση και περιβλήθηκε τα ανθρώπινα μέτρα, να εμφανίζεται ότι αποφεύγει τα ανθρώπινα» (Κ).
(4) Ο Κύριος δεν αρνείται ούτε για μια στιγμή να συντελέσει τη σωτηρία της ανθρωπότητας. Ζητά μόνο εάν εκτός του σταυρού ο Πατέρας με την απεριόριστή του δύναμη και σοφία, δεν θα μπορούσε να βρει και άλλο μέσο συνδιαλλαγής (g).
(5) Όταν λέει ο Ιησούς το θέλημά μου δεν εννοεί ούτε ολόκληρο το θέλημά του ούτε το οριστικό θέλημά του, το οποίο έγινε τέτοιο μετά από απόφαση. Λέγοντας θέλημά μου εννοεί το θέλημα του φυσικού ενστίκτου, που τοποθετήθηκε μέσα μας από το Θεό, και το οποίο ένστικτο αποστρέφεται το πάθος. Η αντίσταση λοιπόν του θελήματος μπροστά στη σκληρή τιμωρία, όπως ήταν εκείνη, την οποία ο Ιησούς είχε μπροστά του, είναι κάτι το φυσικό και νόμιμο. Η αντίσταση μάλιστα αυτή ήταν τόσο αναγκαία, ώστε χωρίς αυτήν δεν θα υπήρχε θυσία στην υπακοή. Η θυσία αρχίζει ακριβώς με τη σύγκρουση αυτή μεταξύ της φωνής της φύσεως και του ανώτερου θελήματος που συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του έργου, το οποίο ο Θεός επιβάλλει.
Αλλά η σύγκρουση αυτή δεν συνεπάγεται ενοχή και αμαρτία, εφ’ όσον η φωνή της φύσης δεν κυριαρχεί πάνω στη φωνή του πνεύματος, το οποίο παραμένει προσκολλημένο στο θείο θέλημα και το οποίο τελικά κυριαρχεί. Η σύγκρουση λοιπόν εδώ δεν είναι μεταξύ του Ιησού και του Θεού, αλλά μεταξύ δύο στοιχείων μέσα στον ίδιο τον Ιησού Χριστό, στη φύση και στο πνεύμα, το οποίο ούτε για μια στιγμή δεν χωρίζεται από το θείο θέλημα (g)
«Διότι η μεν μνήμη του θανάτου, εισδύοντας στη μνήμη, τάραζε τον Ιησού, ενώ η δύναμη της θεότητας υπέτασσε το πάθος αμέσως στην αρχή του, και το μεταμόρφωνε σε γενναιότητα. Γιατί κινήθηκαν και μέσα στο Χριστό τα ανθρώπινα με δύο τρόπους· διότι έπρεπε αυτός και με αυτά να φαίνεται ότι έχει όλα τα ανθρώπινα, εκτός μόνο από την αμαρτία, και ότι έγινε αληθινά άνθρωπος, όχι φαινομενικά και κατά φαντασία, αλλά με τρόπο φυσικό μάλλον, έχοντας γεννηθεί από γυναίκα. Όμως τον φόβο και την δειλία, που σε εμάς είναι πάθη φυσικά, επειδή προκλήθηκαν από τις αμαρτίες, τα απέφυγε. Επίσης ενεργούσαν στο Χριστό τα ανθρώπινα, όχι για να δυναμώσουν με την ενέργειά τους αυτή, αλλά για να διακόπτωνται με τη δύναμη του Λόγου και να μεταβάλλεται σε μία άλλη ανώτερη και θεϊκότερη κατάσταση η ανθρώπινη φύση, με πρώτο τον Χριστό. Διότι έτσι ήταν δυνατόν, και όχι αλλιώς, και σε εμάς να διαβούμε το δρόμο της θεραπείας» (Κ).
(6) «Να μη γίνει το θέλημά μου το ανθρώπινο, αλλά το δικό σου, το οποίο δικό σου βεβαίως δεν είναι χωρισμένο από το δικό μου θέλημα. Διότι εφόσον είχε δύο φύσεις ο ένας Χριστός, είχε οπωσδήποτε και φυσικά θελήματα και το θείο και το ανθρώπινο, δηλαδή θελήσεις. Ήθελε μεν λοιπόν η ανθρώπινη φύση τη ζωή· διότι αυτό είναι φυσικό· έπειτα ακολουθώντας το θείο θέλημα… καταδέχτηκε το θάνατο. Και έτσι έγινε ένα αυτό που ήθελε, δηλαδή ο σωτήριος θάνατος» (Θφ).
Λουκ. 22,43 (1) ὤφθη(2) δὲ αὐτῷ ἄγγελος ἀπ᾿ οὐρανοῦ(3) ἐνισχύων(4) αὐτόν.
Λουκ. 22,43 Παρουσιάσθηκε δε εις αυτόν την ώραν εκείνην άγγελος από τον ουρανόν, ο οποίος του ενίσχυε τας σωματικάς του δυνάμεις.
(1) Οι στίχοι 43 και 44 παραλείπονται από τον βατικανό και αλεξανδρινό κώδικα και σημειώνονται με σημάδι αμφιβολίας σε κάποια βυζαντινά χειρόγραφα. Υπάρχουν όμως στον σιναϊτικό και τον κώδικα του Βέζα και σε 13 άλλους μεγαλογράμματους κώδικες και στις δύο παλαιότερες μεταφράσεις Ιτάλα και Πεσιτώ. Ο στίχος 44 παρατίθεται και από τον Ιουστίνο και τον Ειρηναίο. Είναι τελείως απίθανο στίχοι που περιέχουν τέτοιες λεπτομέρειες να προστέθηκαν με παρεμβολή. Είναι πιθανότερο, ότι οι στίχοι αυτοί, οι οποίοι εκ πρώτης όψεως φαίνονται να αντιτίθενται στη θεότητα του Ιησού, παραλείφθηκαν σκόπιμα υπό την πρόφαση, ότι τίποτα παρόμοιο δεν συναντιέται στους δύο άλλους συνοπτικούς (g).
(2) Το ώφθη δηλώνει εμφάνιση ορατή στα μάτια ( L). Αντιτίθεται στα συμφραζόμενα και στην έννοια, με την οποία χρησιμοποιεί αλλού το ρήμα ο Λουκάς, το να υποθέσουμε ότι πρόκειται για εσωτερικό φαινόμενο και αόρατη πνευματική παρουσία. Δες Λουκά α11,θ 31,κδ 34,Πράξ. β 3,ζ 2,26,30,35,θ 17,ιγ 31,ιστ 9,κστ 16 (p).
(3) Ήλθε από τον ουρανό (L). Το από τον ουρανό δεν θα το πρόσθετε, εάν επρόκειτο για αόρατη παρουσία αγγέλου (p). Είναι ήδη ο υιός του ανθρώπου, που αντιπροσωπεύει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος και βαστάζει στους ώμους του όλα τα βάρη μας.
Η θεία φύση, μολονότι ενωμένη μαζί του, έχει αποσυρθεί κατά τρόπο μυστηριώδη και απρόσιτο στην ανθρώπινη διάνοια και έχει αφήσει μόνο τον υιό του ανθρώπου να αντιπαλαίψει με την ταραγμένη και από σφοδρά κύματα σαλευομένη θάλασσα που τον κυκλώνει. Ήδη ο Ιησούς είναι «λίγο ελαττωμένος από τους αγγέλους (ως άνθρωπος)» και για αυτό υποβάλλεται και στην από άγγελο ενίσχυση. Τι ταπείνωση και τι συγκατάβαση για εμάς!
(4) Ενισχύω σημαίνει συνήθως παίρνω δύναμη (Πράξ. θ 18). Παρόλ’ αυτά λαμβάνεται και με έννοια ενεργητική στους Ο΄ και στον Ιπποκράτη. Η ενίσχυση μπορεί να εννοηθεί ότι παρέχεται είτε στο σώμα είτε στην ψυχή. Στην παρούσα περίσταση η ψυχή πάσχει και μέσω αυτής πάσχει και το σώμα. Στην ψυχή λοιπόν κομίζεται η ενίσχυση από τον άγγελο. Πώς; Αυτό είναι μυστικό του Θεού (L).
Ενισχύοντας αυτόν πάντως όχι με προτροπή και παρόρμηση (b). Δεν αποτελούσαν ρητορικό σχήμα οι προ ολίγων στιγμών λεχθέντες από τον Κύριο λόγοι: Είναι περίλυπη η ψυχή μου έως θανάτου. Όπως στην έρημο υπό το κράτος τα πείνας, έτσι και τώρα υπό το βάρος της αγωνίας ο Κύριος αισθανόταν τον εαυτό του κοντά στο θάνατο. Η παρουσία του αγγέλου έκανε να περάσει μέσα από αυτόν μία ζωογόνα πνοή. Μία δροσιά θεϊκή διαπερνά την ψυχή και το σώμα του και αναλαμβάνοντας δυνάμεις συνεχίζει μέχρι τέλους τον αγώνα αυτόν, από τη βία του οποίου εξαντλούνταν οι φυσικές του δυνάμεις μέχρι θανάτου (g).
Ίσως ο άγγελος σκούπισε τον ιδρώτα του και τα δάκρυά του· ίσως του πρόσφερε κάποιο ποτό δυναμωτικό, όπως και μετά τον πειρασμό στην έρημο τον διακονούσαν οι άγγελοι· ίσως τον βάσταξε στους βραχίονές του και τον βοήθησε να σηκωθεί από το έδαφος ή τον συνέφερε έτοιμο να λιποθυμήσει.
Λουκ. 22,44 καὶ γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ(1) ἐκτενέστερον(2) προσηύχετο. ἐγένετο δὲ ὁ ἱδρὼς(3) αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος(4) καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν(5).
Λουκ. 22,44 Και περιέπεσε εις αγωνίαν και προσηύχετο τώρα θερμότερα και εκτενέστερα, και ο άφθονος ιδρώς, που έτρεχε από το πρόσωπον και το σώμα του, έγινε πηκτός σαν θρόμβοι αίματος, που πίπτουν εις την γην.
(1) Λέγεται μία φορά. Ο Μάρκος αντί του γενόμενος εν αγωνία γράφει ἐκθαμβεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν, ενώ ο Ματθαίος λυπεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν (p). Η λέξη βγαίνει από το αγών (= αγώνας). Λέγεται για τις ισχυρότερες συγκινήσεις και ταραχές της ψυχής (Grimm.).
(2) Από το εκτείνω= διαρκέστερα, άρα λοιπόν και εντονότερα και με μεγαλύτερη θερμότητα (δ). Δεν εννοεί αυτό, ότι πριν η προσευχή ήταν κάπως ψυχρή και χλιαρή, αλλά ότι τώρα η προσευχή του προσέλαβε ιδιαίτερη σφοδρότητα, που εκδηλωνόταν και σε σχήματα εξωτερικά και σε φωνή ισχυρότερη και σε λυγμούς που διέκοπταν αυτήν. Κατά τη στιγμή αυτή φαίνεται έλαβε χώρα το βεβαιούμενο από την Γραφή, ότι «πρόσφερε δεήσεις και ικεσίες με κραυγή ισχυρή και δάκρυα» (Εβρ. ε 7).
(3) «Ότι η προσευχή ήταν από την ανθρώπινη φύση, η οποία κατά παραχώρηση έπασχε το κοινό πάθος της φιλοζωΐας, και όχι από τη θεότητα, όπως λένε οι Αρειανοί (οπαδοί του αιρετικού Αρείου), είναι φανερό από το ότι ίδρωσε και ένιωσε τέτοια αγωνία ώστε… και θρόμβοι αίματος να πέσουν από αυτόν» (Θφ).
(4) «Θρόμβοι αίματος είναι οι παχύτατες σταγόνες του αίματος. Και το είπε αυτό δηλώνοντας όχι ότι ίδρωσε με αίμα, αλλά ότι έπεφταν από αυτόν παχιοί ιδρώτες από την αγωνία» (Ζ).
«Διότι υπάρχει παροιμία, σε αυτούς που κουράζονται πάρα πολύ, ότι με αίμα ίδρωσε· όπως ακριβώς και σε αυτούς που οδύρονται πικρά, με αίματα κλαίει. Αυτό λοιπόν θέλοντας να δηλώσει και ο ευαγγελιστής, ότι δεν έσταζε με κάποιες λεπτές σταγόνες… αλλά με σταγόνες παχιές ιδρώτα, πήρε για εικόνα αυτού που έγινε τους θρόμβους του αίματος» (Θφ).
Εδώ συγκρίνεται ο ιδρώτας του Σωτήρα κατά το εξωτερικό σχήμα με τον θρόμβο του αίματος για ένδειξη της μεγάλης του αγωνίας, και δεν ταυτίζεται πράγματι σαν να ήταν αιματηρός ιδρώτας (δ). Ο ιατρός Αρεταίος κατά τον Hobart συνέκρινε το πηκτό με τους θρόμβους («παχύ και πηχτό σαν τους θρόμβους»). Η ιατρική παρόλ’ αυτά γνωρίζει και «αιματώδη ιδρώτα», όπως αποκαλεί αυτόν ο Αριστοτέλης (L).
Και υπάρχουν περιπτώσεις, κατά τις οποίες το αίμα βίαια μαστιζόμενο από την αγωνία ξεπηδά από τα αγγεία που το συγκρατούν προς τα έξω αναμιγνυόμενο με τον ιδρώτα (g). Για τον Κάρολο Θ΄ της Γαλλίας αναφέρεται ότι κατά τις δύο τελευταίες εβδομάδες της ζωής του (Μάιος 1574) αίμα ξεπηδούσε από όλους τους πόρους του δέρματος έτσι ώστε σε κάποια περίπτωση βρέθηκε λουσμένος με αιματηρό ιδρώτα (p).
(5) Ότι κατέβαινε παχύς ιδρώτας από την αγωνία το παρατήρησε στο φως της πανσελήνου κάποιος από τους μαθητές που ήταν μαζί του και πιο κοντά (δ).
«Και δήλωνε όπως ακριβώς και με την έντονη προσευχή και με την πολλή αγωνία και την παχύτητα των ιδρώτων, ότι ο Σωτήρας ήταν άνθρωπος κατά τρόπο φυσικό και αληθινό και όχι φαινομενικά και φανταστικά και υπηρέτησε τα φυσικά και αδιάβλητα πάθη (αδιάβλητα=αυτά που δεν μπορούν να κατηγορηθούν ως αμαρτωλά)» (Σχ).
Ο ιδρώτας μπήκε μαζί με την αμαρτία και υπήρξε μέρος της κατάρας στο προπατορικό αμάρτημα (Γεν. γ 19). Όταν λοιπόν ο Χριστός έγινε για χάρη μας αμαρτία και κατάρα, ίδρωσε με ιδρώτα πηχτό, έτσι ώστε με τον ιδρώτα του προσώπου του να φάμε εμείς άρτο και για να εξαγιάσει και να γλυκάνει όλες τις δοκιμασίες μας.
Λουκ. 22,45 καὶ ἀναστὰς ἀπὸ τῆς προσευχῆς, ἐλθὼν πρὸς τοὺς μαθητὰς εὗρεν αὐτοὺς κοιμωμένους ἀπὸ τῆς λύπης(1),
Λουκ. 22,45 Και αφού εσηκώθηκε από την προσευχήν, ήλθε προς τους μαθητάς και τους εύρε να κοιμώνται, από την κατάπτωσιν που τους είχε προκαλέσει η πολλή λύπη.
(1) Είναι γνωστό πράγματι, ότι λύπη μεγάλη φέρνει διάθεση για ύπνο λόγω της εξάντλησης, προ παντός μετά από μακρά και ζωηρή ένταση (g).
Λουκ. 22,46 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί καθεύδετε; ἀναστάντες προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν(1).
Λουκ. 22,46 Και τους είπε• διατί κοιμάσθε; Σηκωθήτε και προσεύχεσθε, δια να μην πέσετε εις πειρασμόν.
(1) «Συμβουλεύει να προσεύχονται στους πειρασμούς, ώστε να μη νικηθούν από αυτούς. Διότι αυτό σημαίνει το να μην μπουν σε πειρασμό· δηλαδή το να μην τους καταπιεί ο πειρασμός ούτε να μπουν μέσα στην επικράτειά του» (Θφ).
Η σύλληψη του Ιησού κβ 47-53
Λουκ. 22,47 Ἔτι δὲ αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ ὄχλος, καὶ ὁ λεγόμενος Ἰούδας(1), εἷς τῶν δώδεκα(2), προῆγεν(3) αὐτούς, καὶ ἤγγισε τῷ Ἰησοῦ φιλῆσαι(4) αὐτόν· τοῦτο(5) γὰρ σημεῖον δεδώκει αὐτοῖς· ὃν ἂν φιλήσω, αὐτός ἐστιν.
Λουκ. 22,47 Ενώ δε αυτός μιλούσε, ιδού έφθασε ο όχλος και αυτός που ελέγετο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, επήγαινεν εμπρός ως οδηγός των και επλησίασε τον Ιησούν, δια να τον φιλήση. Διότι αυτό τους είχε δώσει ως σημείον. Τους είχε δηλαδή πει• όποιον φιλήσω, αυτός είναι ο Ιησούς.
(1) «Γιατί όμως λέει «ο λεγόμενος Ιούδας»; Μήπως δηλαδή δεν γνώριζε τον άνδρα που συγκαταλεγόταν μεταξύ εκείνων που είχαν επιλεγεί; Αλλά σαν να είχε μισήσει ήδη και το όνομά του, λέει· αυτός που λεγόταν Ιούδας» (Κ).
(2) «Και προσθέτει σε αυτό και το «Ένας από τους δώδεκα», για να δείξει και να κατηγορήσει τη φαυλότητα του προδότη. Γιατί αυτός που είχε τιμηθεί εξίσου με τους αποστόλους, έγινε αφορμή σε εκείνους που ήθελαν να σκοτώσουν το Χριστό» (Κ).
(3) Περισσότερο μαρτυρημένη γραφή προήρχετο= προηγούνταν του όχλου (δ).
(4) «Τους έδωσε δηλαδή σημάδι· εκείνον που θα φιλήσω, αυτός είναι. Ξέχασε εντελώς τη δόξα του Χριστού· νόμισε ίσως ότι μπορούσε να κρυφτεί· και προβάλλει μεν μπροστά φίλημα σαν τύπο αγάπης, έχοντας όμως γεμάτη την καρδιά με ανίερες σκέψεις. Σαν μεθυσμένος λοιπόν πλησιάζει το Χριστό· και την εξαιρετική αγάπη προσδοκούσε να την καταστήσει όργανο δόλου και απάτης. Με αυτόν τον τρόπο βεβαίως και πολύ εύλογα έκανε ακόμη βαρύτερη στον εαυτό του την καταδίκη, διότι δεν ντράπηκε ούτε το σχήμα και σύμβολο της προδοσίας, το φίλημα» (Θφ).
(5) Ολόκληρη η φράση μέχρι τέλους μαρτυρείται από ελάχιστους μεγαλογράμματους κώδικες και παραλείπεται και από αρκετούς μικρογράμματους.
Λουκ. 22,48 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἰούδα, φιλήματι(1) τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου(2) παραδίδως;
Λουκ. 22,48 Ο δε Ιησούς τού είπε• Ιούδα, με φίλημα προδίδεις τον υιόν του ανθρώπου;
(1) «Τι κάνει λοιπόν ο Κύριος; Δέχεται αυτό το εχθρικό φίλημα. Οι κεραυνοί πάλι αμελούσαν να ξεσπάσουν πάνω στον αχάριστο και δόλιο, διότι ο Σωτήρας μας δίδασκε να δείχνουμε ανεξικακία σε τέτοιους ανθρώπους. Τον ελέγχει μόνο· Ιούδα με φίλημα προδίδεις; Ούτε αυτό το είδος της προδοσίας δεν ντρέπεσαι; Αναμιγνύεις την προδοσία που είναι έργο εχθρού με φίλημα φίλου;… Και τα έλεγε αυτά διότι μέχρι την τελευταία στιγμή καιγόταν για αυτόν. Για αυτό και ούτε ύβρισε, ούτε είπε· απάνθρωπε και αχάριστε, αλλά, Ιούδα, επαναφέροντάς τον με το κύριο όνομά του. Και ούτε θα τον έλεγχε αν και αυτό δεν ήταν για βελτίωσή του» (Θφ).
«Δες πώς με τρόπο πάρα πολύ ελεγκτικό αγγίζει την αναιδή ψυχή και λέει λόγια ικανά να μαλακώσουν και πέτρινο νου. Όταν δηλαδή όρμηξε να τον φιλήσει, τι λέει; Ιούδα με φίλημα, παραδίνεις τον υιό του ανθρώπου; Ούτε αυτόν τον τρόπο της προδοσίας δεν ντρέπεσαι; Και τα έλεγε αυτά ο Χριστός για να τον ελέγξει και θυμίζοντας του την προηγούμενη συνήθεια. Αλλά όμως αν και τόσα έκανε ο Κύριος και είπε, δεν έγινε καλύτερος εκείνος, όχι από την αδυναμία αυτού που έδωσε τις συμβουλές, αλλά από τη δική του ραθυμία. Ο Χριστός όμως, αν και όλα αυτά τα προγνώριζε, δεν παρέλειψε από την αρχή μέχρι το τέλος να δείξει όλα όσα εξαρτιόνταν από αυτόν» (Χ).
«Και όταν μεν τον φιλούσε (ο Ιούδας) δεν τον αποστράφηκε, αλλά με τη συνηθισμένη του πραότητα τον έλεγχε. Έδειξε όμως σε αυτόν, για να μη νομίζει ότι κρύβεται, ότι δεν τον δέχεται για αυτό, το οποίο υποκρίνεται με το φιλί, αλλά για εκείνο, για το οποίο και ήλθε και θέλει να εκτελέσει» (Απολλινάριος).
(2) «Αλλά και ποιόν προδίδεις; Τον υιό του ανθρώπου, δηλαδή τον ήμερο, τον πράο, τον συγκαταβατικό, που έγινε άνθρωπος για σένα» (Θφ).
Υπενθυμίζει στον Ιούδα, ότι είναι ο Μεσσίας αυτός, τον οποίο μεταχειριζόταν με το καταπληκτικό αυτό επικάλυμμα της προδοσίας (p). «Ιούδα με φίλημα παραδίνεις τον υιό του ανθρώπου;» Σαν να του έλεγε: Έπρεπε λοιπόν ο υιός του ανθρώπου να προδοθεί και να παραδοθεί από έναν μαθητή του, σαν να υπήρξε για αυτόν σκληρός και άδικος διδάσκαλος και σαν τα μαθήματα, τα οποία αυτός έλαβε από αυτόν, να ήταν άξια καταφρόνησης και αποκήρυξης; Χρειαζόταν λοιπόν και με φίλημα να παραδοθεί;
Έπρεπε το σύμβολο αυτό και η εκδήλωση της φιλίας και της αγάπης να καταστεί μέσο και όργανο προδοσίας; Βεβηλώθηκε ποτέ και υβρίστηκε άλλοτε τόσο πολύ το δείγμα αυτό της αγάπης; Και χρειαζόταν η βεβήλωση αυτή να γίνει από έναν μαθητή δικό μου, ο οποίος την διδασκαλία μου στήριξα στην αγάπη και τη ζωή μου ολόκληρη παρουσίασα όχι μόνο ύμνο αλλά και θυσία στην αγάπη; Ω! ναι· τίποτα άλλο δεν πικραίνει τόσο πολύ τον Ιησού, όσο το να προδίδεται από εκείνους, οι οποίοι προσποιούνται φιλία και αφοσίωση σε αυτόν και για ευτελή συμφέροντα ή ηδονές αρνούνται την αγάπη του.
Λουκ. 22,49 ἰδόντες δὲ οἱ περὶ αὐτὸν τὸ ἐσόμενον εἶπον αὐτῷ· Κύριε, εἰ πατάξομεν ἐν μαχαίρᾳ(1);
Λουκ. 22,49 Όταν δε είδαν οι μαθηταί, που ήσαν γύρω από τον Ιησούν, αυτό που θα συνέβαινε, του είπαν• Κύριε, μας δίνεις την άδεια να τους κτυπήσωμεν με μάχαιραν;
(1) Ειπώθηκε ότι αφού ήταν παράνομο να κουβαλά κάποιος μαχαίρια κατά τις εορτές, έχουμε εδώ άλλο σημάδι, ότι το τελευταίο μυστικό Δείπνο δεν ήταν πασχάλιο δείπνο. Εάν όμως το μαχαίρι ήταν μαχαίρι μεν τραπεζιού, μεγάλο όμως, ώστε με αυτό να σφαχτεί το αρνί, το επιχείρημα καταπίπτει (p).
Λουκ. 22,50 καὶ ἐπάταξεν εἷς τις ἐξ αὐτῶν(1) τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως(2) καὶ ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ οὖς τὸ δεξιόν.
Λουκ. 22,50 Και κάποιος από αυτούς εκτύπησε με μάχαιραν τον δούλον του αρχιερέως και του απέκοψε το δεξί αυτί.
(1) Μόνος ο Ιωάννης αναφέρει και το όνομα του μαθητή (Πέτρος) και το όνομα του δούλου (Μάλχος). Όταν έγραφε το ευαγγέλιό του ο Ιωάννης δεν ήταν επικίνδυνο να φανερωθεί το όνομα του αποστόλου, που χτύπησε τον δούλο του αρχιερέα. Ως γνωστός του αρχιερέα (Ιω. ιη 15) ο Ιωάννης πιθανότατα γνώριζε άμεσα τον δούλο και το όνομά του (p).
(2) Πιθανώς ο Μάλχος πρωτοστάτησε στη σύλληψη του Ιησού και ο Πέτρος απέβλεπε στο να χτυπήσει με το μαχαίρι εναντίον του κεφαλιού του (p).
Λουκ. 22,51 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἐᾶτε ἕως τούτου(1)· καὶ ἁψάμενος τοῦ ὠτίου αὐτοῦ ἰάσατο αὐτόν(2)·
Λουκ. 22,51 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και τους είπε• φθάνει έως εδώ, μη προχωρείτε άλλο. Και αφού ήγγισε το αυτί του δούλου, τον εθεράπευσε.
(1) Η ασάφεια της φράσης αποτελεί απόδειξη, ότι ειπώθηκε αυτή. Λόγος που επινοήθηκε θα ήταν σαφέστερος. Εάν απευθύνθηκε προς τους μαθητές (όπως υπονοεί το προηγούμενο «αποκριθείς»= είτε στην ερώτηση των μαθητών αποκρίθηκε, είτε στην πράξη του Πέτρου)(p) η έννοια είναι: αφήστε την αντίσταση μέχρις εδώ, μέχρι την πληγή του δούλου και τίποτα άλλο μην κάνετε (δ). Μην προχωράτε περισσότερο! Όχι άλλο παρόμοιο χτύπημα! Αυτό είναι παραπάνω από ό,τι πρέπει.
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία· αφήστε τους ανθρώπους αυτούς να προχωρήσουν μέχρι αυτό, δηλαδή μέχρι του να με συλλάβουν (g). Εάν απευθύνθηκε προς εκείνους οι οποίοι είχαν έλθει να τον συλλάβουν, μπορεί να σημαίνει: Ανεχτείτε την μέχρι του σημείου αυτού βία εκ μέρους των ακολούθων μου· η βία αυτή εντός ολίγου θα επανορθωθεί (p). Παρόλ’ αυτά ο Κύριος από τον στίχο 52 απευθύνεται σε αυτούς που ήλθαν σε αυτόν (g).
(2) «Θεράπευσε ως Θεός εκείνον που δέχτηκε το χτύπημα, δίνοντας σε εκείνους που είχαν πάει να τον συλλάβουν θεοπρεπές και αυτό το θαύμα» (Κ).
Μόνος ο Λουκάς ο ιατρός αναφέρει την θεραπεία και περιγράφει το μοναδικό αυτό θαύμα της χειρουργικής (p). Πρέπει λοιπόν ο Ιησούς να θεράπευσε τον Μάλχο, διότι αλλιώς ο Ιησούς δεν θα είχε το θάρρος να πει στον Πιλάτο: «αν ήταν από τον κόσμο αυτόν η βασιλεία μου, οι υπηρέτες οι δικοί μου θα αγωνίζονταν να μην παραδοθώ στους Ιουδαίους» (Ιω. ιη 36). Με την άμεση θεραπεία του Μάλχου, η ηθική κατάσταση, που βλάφτηκε από το σφάλμα του Πέτρου, αποκαταστάθηκε στο ακέραιο (g).
Με τη θεραπεία αυτή ο Κύριος έδειξε σαφώς και σε εκείνους, οι οποίοι έρχονταν να τον συλλάβουν, πρώτον την δύναμή του· εκείνος λοιπόν, ο οποίος είχε τη δύναμη να θεραπεύει και να αποκαθιστά το καταστραμμένο, πολύ περισσότερο είχε τη δύναμη να καταστρέφει. Μπορούσε λοιπόν αν ήθελε, να τους χτυπήσει.
Έδειξε, δεύτερον, την καλοσύνη και αγαθότητά του. Μας δίδαξε εμπράκτως να ευεργετούμε αυτούς που μας μισούν. Εκείνοι οι οποίοι αποδίδουν αγαθό αντί κακού, πράττουν ό,τι και ο Χριστός έπραξε. Και θα νόμιζε μεν κάποιος, ότι από τα δείγματα αυτά της δύναμής του και της αγάπης του θα συγκινούσε αυτούς που έρχονταν εναντίον του, ώστε να εμποδιστούν από το να τον συλλάβουν ως κακοποιό αυτόν, ο οποίος αποδείχτηκε και στα μάτια τους αγαθοποιός. Αλλά οι καρδιές τους είχαν σκληρυνθεί.
Λουκ. 22,52 εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς παραγενομένους ἐπ᾿ αὐτὸν ἀρχιερεῖς(1) καὶ στρατηγοὺς τοῦ ἱεροῦ(2) καὶ πρεσβυτέρους(3)· ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξεληλύθατε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων(4);
Λουκ. 22,52 Είπε δε ο Ιησούς στους αρχιερείς και τους στρατηγούς του ιερού και τους πρεσβυτέρους, που είχαν έλθει και αυτοί εναντίον του• βγήκατε οπλισμένοι με μαχαίρια και ρόπαλα, σαν να επηγαίνετε εναντίον ληστού;
(1) Αυτοί που ήλθαν δεν είναι κάποιοι νέοι που μόλις τη στιγμή εκείνη ήλθαν, αλλά μέρος του όχλου του στίχου 47, τους οποίους ο Λουκάς καθορίζει τώρα ακριβέστερα. Καθόλου απίθανο, ότι ακολούθησαν και αρχιερείς το απόσπασμα που ήλθε για τη σύλληψη του Ιησού. Η αγωνία, από την οποία ήταν κυριευμένοι και αυτοί και οι στρατηγοί του ιερού και οι πρεσβύτεροι έως ότου επιτευχθεί η σύλληψη, η οποία μπορούσε να ματαιωθεί είτε από κακό υπολογισμό του χρόνου, είτε από το λαό είτε και από θαύμα, θα τους ωθούσε να παρακολουθήσουν αυτοπροσώπως τις κινήσεις του αποσπάσματος (p).
(2) Δες Λουκ. κβ 4.
(3) Ο Ιωάννης μιλά και για σπείρα και για χιλίαρχο (Ιω. ιη 3,12) δηλαδή για απόσπασμα της ρωμαϊκής κοχόρτιδος (g). Αλλά ο Κύριος απευθύνεται προς του Ιουδαίους άρχοντες ως κυρίως υπευθύνους για τα διεξαγόμενα (p). Οι λόγοι αυτοί προέρχονται από ιερή και δίκαιη αγανάκτηση, την οποία άνθρωπος αθώος, που δεν έπραξε ποτέ κανένα αδίκημα, αλλά πάντοτε εκδήλωσε σε όλους αγαθά συναισθήματα και διαθέσεις, δοκιμάζει αντικρίζοντας οπλισμένο συρφετό, έτοιμο να τον μεταχειριστεί ως ληστή και συνήθη κακοποιό (ο).
(4) Πιθανώς τα ξύλα ήταν ρόπαλα.
Λουκ. 22,53 καθ᾿ ἡμέραν ὄντος μου μεθ᾿ ὑμῶν ἐν τῷ ἱερῷ οὐκ ἐξετείνατε τὰς χεῖρας ἐπ᾿ ἐμέ(1). ἀλλ᾿ αὕτη ἐστὶν ὑμῶν ἡ ὥρα(2) καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ σκότους(3).
Λουκ. 22,53 Όταν εγώ κάθε ημέραν ήμουν μαζί σας στο ιερόν, δεν απλώσατε τα χέρια σας επάνω μου. Αλλά αυτή είναι η ώρα, που την επέτρεψε ο Θεός ως ώραν ιδικήν σας. Και είναι ώρα του σκότους και της νυκτός.
(1) Η έννοια της κατηγορίας αυτής του Κυρίου κατά των Ιουδαίων αρχόντων είναι η εξής: Κάθε μέρα σας παρέχονταν πολλές ευκαιρίες, όταν ήμουν στο ιερό· ήσασταν και εσείς εκεί· και το μέρος ήταν το δημοσιότερο και κεντρικότερο της πόλης και σεις δεν επιχειρήσατε να με αγγίξετε. Αυτό λοιπόν που κάνετε τώρα είναι αδικαιολόγητο (p).
(2) Αυτός είναι ο κατάλληλος χρόνος για σας (Grimm). Ή, «αυτή είναι η ώρα, κατά την οποία πήρατε δύναμη εναντίον μου από το Θεό» (Ζ)· αυτή είναι η ώρα που κατά παραχώρηση του Θεού σάς δόθηκε για να πετύχετε το σκοπό σας (p).
(3) Και συμπίπτει η ώρα αυτή με την ώρα που παραχωρήθηκε στην εξουσία του σκότους (p). Και αυτή είναι η εξουσία του σκότους, του κακού, το οποίο μπορεί ελεύθερα κατά την ώρα αυτή να αναπτυχθεί (g).
«Σκοτάδι εδώ λέει τον διάβολο· διότι πήρε και αυτός τότε εξουσία εναντίον του» (Ζ).
Το σύνολο της φράσης μπορεί να εννοηθεί έτσι: Το σκοτάδι ευνοεί το έγκλημα. Διότι ο άνθρωπος προκειμένου να αμαρτήσει έχει ανάγκη να κρυφτεί όχι μόνο από τους άλλους, αλλά και από τον ίδιο τον εαυτό του. Για αυτό η νύχτα είναι ο καιρός, κατά τον οποίο ο σατανάς αναπτύσσει όλη τη δύναμή του στην ανθρωπότητα· είναι η ώρα του. Αλλά είναι και η δική σας ώρα, λέει ο Ιησούς, διότι είστε όργανά του στην πράξη την οποία συντελείτε (g). Μπορεί να εννοηθεί και διαφορετικά: Αυτή είναι η ώρα που σας δόθηκε εξουσία να με συλλάβετε και η εξουσία αυτή είναι του σατανά, του οποίου εσείς είστε όργανα (δ.L.).
Η άρνηση του Πέτρου (κβ 54-62)
Λουκ. 22,54 Συλλαβόντες δὲ αὐτὸν ἤγαγον καὶ εἰσήγαγον(1) αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀρχιερέως(2). ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει μακρόθεν(3).
Λουκ. 22,54 Αφού δε τον έπιασαν, τον έφεραν εις την πόλη και τον έβαλαν στο σπίτι του αρχιερέως. Ο δε Πέτρος ακολουθούσε μακράν.
(1) Τον συνέλαβαν έξω από την πόλη. Για αυτό λέγεται το ρήμα ήγαγον (=έφεραν), από την μακρινή αυτή απόσταση· και μετά τον έβαλαν μέσα στην οικία του αρχιερέα. Ούτε ο Μάρκος ούτε ο Λουκάς αναφέρουν το όνομα του αρχιερέα αυτού (L).
(2) Είναι αδύνατον να καθορίσουμε, εάν ο Λουκάς εννοεί τον Άννα ή τον Καϊάφα. Αλλά η αφήγηση του Ιωάννη (ιη 12-24) κάνει πολύ πιθανό, ότι ο Άννας και ο γαμπρός του Καϊάφας παρέμεναν στο ίδιο σπίτι έχοντας ο καθένας ιδιαίτερο διαμέρισμα (p). Κατά τον Λουκά ο Ιησούς οδηγήθηκε στον αρχιερέα, όπου υπέστη τις κακοποιήσεις αυτών που τον φύλαγαν, και το πρωί έλαβε χώρα η συνεδρία του Συνεδρίου, κατά την οποία καταδικάστηκε (δες στίχους 64-66).
Σε συνδυασμό με τις πληροφορίες και των άλλων ευαγγελιστών, των οποίων τις αφηγήσεις δεν αποκλείει ο Λουκάς, η σειρά των γεγονότων που ακολούθησαν μετά τη σύλληψη του Ιησού έχει ως εξής: Ο Ιησούς από τη Γεθσημανή γύρω στα μεσάνυχτα οδηγήθηκε ενώπιον του Άννα, όπου έγινε κάποια προανάκριση με σκοπό να αποσπαστεί κάποιος λόγος από τον Ιησού που μπορούσε να χρησιμεύσει για στήριξη της κατηγορίας (Ιω. ιη 19-23). Επειδή η συνεδρίαση αυτή δεν κατέληξε σε κάποιο αποτέλεσμα, η παράδοση δεν αναφέρει αυτήν και έτσι αποσιωπήθηκε από τους συνοπτικούς, τους οποίους στο σημείο αυτό ολοφάνερα αποσκοπεί να συμπληρώσει ο Ιωάννης λέγοντας «και οδήγησαν αυτόν στον Άννα π ρ ώ τ α».
Την ώρα που γινόταν από τον Άννα η προανάκριση, συγκλήθηκαν με βιασύνη τα μέλη του συνεδρίου και κατά τη συνεδρίασή του που ακολούθησε αμέσως στον Καϊάφα, καταδικάστηκε σε θάνατο ο Ιησούς. Την συνεδρίαση αυτή που έγινε γύρω στις 3 το πρωί αφηγούνται λεπτομερώς ο Ματθαίος και ο Μάρκος. Ο Ιωάννης αποσιώπησε αυτήν ως γνωστή από την αφήγηση των δύο αυτών συνοπτικών. Το πρωί συνήλθαν πάλι σε επίσημη συνεδρίαση τα μέλη του συνεδρίου στον τόπο τον συνηθισμένο κοντά στο ναό, και την συνεδρία αυτή αναφέρει ο Λουκάς, ενώ συντομότατα μιλούν για αυτήν και οι Ματθ. και Μάρκος. Ήταν αναγκαία αυτή πρώτον μεν διότι σύμφωνα με έναν ραββινικό κανόνα καμιά ποινή θανάτου που επιβλήθηκε σε καιρό νύχτας δεν ήταν έγκυρη (Sanhedrin 9,1). Δεύτερον επίσης διότι η απόφαση της νύχτας δεν είχε παρθεί στον επίσημο τόπο των συνεδριών. Και τρίτον διότι έπρεπε να συσκεφθούν για τα μέσα και τον τρόπο της ενεργείας, με τα οποία θα πετύχαιναν την επικύρωση της απόφασης από τον Πιλάτο (g).
(3) Το ότι ακολουθεί είναι δείγμα αγάπης, το ότι ακολουθεί από μακριά είναι απόδειξη φόβου (στον p.). Τον ακολουθεί από μακριά για να είναι εκτός κινδύνου. Ο Πέτρος άρχισε ήδη να κλονίζεται. Εξακολουθεί να δείχνει ενδιαφέρον για τον Διδάσκαλο, δεν αντιμετωπίζει όμως τον κίνδυνο με αυταπάρνηση και ανδρεία. Ακολουθεί τον Ιησού και έτσι καθησυχάζει τη συνείδησή του, ότι δεν αρνήθηκε αυτόν. Αλλά τον ακολουθεί από μακριά, το οποίο δηλώνει, ότι ο μαθητής άρχισε να κάμπτεται και να προβαίνει σε αβαρίες. Πού και πότε έγιναν οι αρνήσεις του Πέτρου;
Οι αφηγήσεις των ευαγγελιστών θα παρουσίαζαν δυσκολίες ανεπίλυτες, εάν ο Άννας και ο Καϊάφας δεν κατοικούσαν στο ίδιο σπίτι. Η πρώτη από τις αρνήσεις εξιστορείται από τον Ιωάννη κατά τρόπο που υπονοεί, ότι έλαβε χώρα κατά την εμφάνιση του Ιησού ενώπιον του Άννα. Οι άλλες δύο έγιναν μετά τη συνεδρίαση αυτή και συνεπώς ανάμεσα στην εμφάνιση μπροστά στον Άννα και στη συνεδρίαση του συνεδρίου στον Καϊάφα (g).
Λουκ. 22,55 ἁψάντων(1) δὲ πυρὰν ἐν μέσῳ τῆς αὐλῆς καὶ συγκαθισάντων αὐτῶν ἐκάθητο ὁ Πέτρος ἐν μέσῳ αὐτῶν(2).
Λουκ. 22,55 Αφού δε οι στρατιώται και οι υπηρέται άναψαν φωτιά στο μέσον της αυλής και κάθισαν γύρω από αυτήν, εκάθητο και ο Πέτρος ανάμεσα εις αυτούς.
(1) Υπάρχει και η γραφή περιαψάντων (δες και Γ΄ Μακαβ. γ 7), οπότε θα έχουμε λέξη που λέγεται μοναδική φορά. Αλλά και το άπτω μόνο από τον Λουκά χρησιμοποιείται στην Κ.Δ. (p). Περιαψάντων=γύρω τους, άναψαν κυκλικά (δ).
(2) Υπάρχει και η γραφή «μέσος αυτών». Κάθισε ανάμεσά τους, σαν να ήταν ένας από αυτούς. Και μολονότι εσωτερικά δεν ήθελε να συγκαταριθμείται στους δούλους του αρχιερέα, παρόλ’ αυτά τώρα επιδιώκει να τον θεωρούν οι άλλοι ως έναν από αυτούς. Δεύτερη υποχώρηση του Πέτρου. Ο Πέτρος άρχισε ήδη να προσποιείται ότι είναι ξένος και τελείως άγνωστος στον Διδάσκαλο. Λίγα πλέον βήματα χωρίζουν αυτόν από την πλήρη άρνηση.
Λουκ. 22,56 ἰδοῦσα δὲ αὐτὸν παιδίσκη(1) τις καθήμενον πρὸς τὸ φῶς καὶ ἀτενίσασα αὐτῷ εἶπε· καὶ οὗτος(2) σὺν αὐτῷ ἦν.
Λουκ. 22,56 Μια δε νεαρά υπηρέτρια όταν τον είδε να κάθεται στο φως που έριχνε η φωτιά, τον κοίταξε προσεκτικά και είπε• και αυτός ήτο μαζί με εκείνον.
(1) Και οι 4 ευαγγελιστές χρησιμοποιούν τη λέξη αυτή για το πρόσωπο, το οποίο άρχισε την κατά του Πέτρου επίθεση. Όχι ο Πιλάτος ούτε κάποιο από τα μέλη του συνεδρίου ούτε κάποιος από τους στρατιώτες, αλλά μια μικρή υπηρέτρια καταφόβισε τον απόστολο που πριν λίγες ώρες εκδήλωσε τέτοια αυτοπεποίθηση (p).
(2) Σε σχέση με ποιόν άλλον λέγεται εδώ το «και αυτός»; Ίσως με τον Ιωάννη, ο οποίος ήταν εκεί κατά την ώρα αυτή και ήταν γνωστός στον αρχιερέα και με τη σύσταση αυτού η θυρωρός έβαλε τον Πέτρο στην αυλή (Ιω. ιη 16), και ίσως από τη σύσταση αυτή συμπέρανε αυτή, ότι και ο Πέτρος ήταν ακόλουθος του Ιησού όπως και ο Ιωάννης που τον σύστησε.
Λουκ. 22,57 ὁ δὲ ἠρνήσατο λέγων· γύναι, οὐκ οἶδα αὐτόν(1).
Λουκ. 22,57 Ο δε Πέτρος ηρνήθη, λέγων• γυναίκα δεν τον ξέρω αυτόν.
(1) Η πρώτη άρνηση του Πέτρου είναι σαφέστερη στον Λουκά από όσο στους άλλους δύο συνοπτικούς, οι οποίοι αντί για την αντωνυμία «αυτόν» έχουν τη φράση «τι λέγεις». Αλλά ο Λουκάς περισσότερο κατηγορηματικός από τους άλλους από την αρχή, δεν θα προχωρήσει παραπέρα (L).
«Δες όμως και την φιλαλήθεια του ευαγγελιστή, πώς δηλαδή δεν χαρίζεται στον Πέτρο, αλλά διηγείται το πάθος του όπως είναι, ότι οι μεν άλλοι αφού εγκατέλειψαν τον διδάσκαλο έφυγαν, ενώ ο απόστολος και μαθητής που ήταν πρώτος από όλους αυτούς, ο ίδιος εκείνος που λεγόταν Πέτρος, χωρίς βάσανα και απειλή κάποιου άρχοντα, τρεις φορές τον αρνήθηκε» (Ε).
Μετριάζει στη συνέχεια ο Λουκάς το βάρος της άρνησης του Πέτρου αποσιωπώντας και τον όρκο που συνόδευσε την δεύτερη άρνηση (Ματθ.) και τον αναθεματισμό μαζί με τον όρκο, με τα οποία συνοδεύτηκε η τρίτη άρνηση (Ματθ. Μάρκ.)(p).
Λουκ. 22,58 καὶ μετὰ βραχὺ ἕτερος ἰδὼν αὐτὸν ἔφη(1)· καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ. ὁ δὲ Πέτρος εἶπεν· ἄνθρωπε, οὐκ εἰμί.
Λουκ. 22,58 Και έπειτα από ολίγον και άλλος τον είδε και είπε• και συ είσαι από αυτούς. Ο Πέτρος όμως είπε• άνθρωπε, όχι δεν είμαι από αυτούς.
(1) Μετά την πρώτη του άρνηση ο Πέτρος φοβισμένος αποσύρθηκε στον πυλώνα ή το προαύλιο (Ματθ. Μάρκ). Αλλά και εκεί η ίδια υπηρέτρια ανακοινώνει στους παριστάμενους, ότι «και αυτός από αυτούς είναι» (Μάρκος), οπότε και μία άλλη υπηρέτρια (Ματθ.), καθώς και ένας άλλος (Λουκάς) και γενικώς οι παριστάμενοι (Ιω.) είπαν· «Και συ από αυτούς είσαι». Με άλλα λόγια η δεύτερη κατηγορία, που προκάλεσε τη δεύτερη άρνηση ξεκίνησε πιθανώς από την θυρωρό, η οποία πρόδωσε τον Πέτρο ότι σχετίζεται με τον Ιωάννη και συστάθηκε από αυτόν σε άλλη υπηρέτρια, η οποία τελικά επεσήμανε τον Πέτρο με το δάχτυλο στους υπόλοιπους δούλους (g).
Λουκ. 22,59 καὶ διαστάσης(1) ὡσεὶ ὥρας μιᾶς ἄλλος τις(2) διισχυρίζετο(3) λέγων· ἐπ᾿ ἀληθείας καὶ οὗτος μετ᾿ αὐτοῦ ἦν· καὶ γὰρ Γαλιλαῖός ἐστιν.
Λουκ. 22,59 Και αφού πέρασε μία περίπου ώρα, και κάποιος άλλος ισχυρίζετο και έλεγε• αλήθεια, και τούτος εδώ ήτο μαζί με αυτόν, που δικάζεται μέσα. Διότι, όπως φαίνεται και από την προφορά του, είναι Γαλιλαίος.
(1) Το κλασικό διίστημι είναι ιδιαίτερο μόνο του Λουκά στην Κ.Δ. (Λουκ. κδ 51,Πράξ. κζ 28, Στους Ο΄ στα Εξόδ. ιε 8 και Παροιμ. ιζ 9 κλπ) (p)= πέρασε (L), πέρασε μία ώρα (Grimm).
(2) Ο Ιωάννης λέει, ότι αυτός ήταν συγγενής του Μάλχου. Οι άλλοι δύο όμως συνοπτικοί αναφέρουν, ότι οι παριστάμενοι προκάλεσαν τον Πέτρο (p). Ο συγγενής του Μάλχου αφού πρώτος αναγνώρισε τον Πέτρο έπιασε κουβέντα μαζί του, και από την προφορά του Πέτρου, όλοι οι παριστάμενοι πείστηκαν, ότι αυτός ήταν Γαλιλαίος (g). Και οι 3 συνοπτικοί αναφέρουν το χαρακτηριστικό αυτό που αναφέρεται στην από τη Γαλιλαία καταγωγή του Πέτρου.
(3) Κλασικό που συναντιέται μόνο εδώ και στο Πράξ. ιβ 15(p). Όταν κάποιος σημειώσει το πρώτο ολίσθημα, εύκολα παρασύρεται και στο δεύτερο και το τρίτο. Εκείνος μάλιστα ιδιαίτερα, από τα χείλη του οποίου ξέφυγε το πρώτο ψεύδος, μπαίνει σε ισχυρό πειρασμό για να πει και το δεύτερο, ώστε να μην παρουσιαστεί ψεύτης στα μάτια εκείνων, που άκουσαν το πρώτο του ψέμα. Και ολοένα από ψέμα σε ψέμα προχωρώντας παρουσιάζεται τολμηρότερος στην παραποίηση της αλήθειας και της πραγματικότητας. Κάθε νέα άρνηση του Πέτρου είναι εντονότερη και περισσότερο κατηγορηματική από την προηγούμενή της.
Λουκ. 22,60 εἶπε δὲ ὁ Πέτρος· ἄνθρωπε(1), οὐκ οἶδα ὃ λέγεις. καὶ παραχρῆμα(2), ἔτι λαλοῦντος αὐτοῦ, ἐφώνησεν ἀλέκτωρ(3).
Λουκ. 22,60 Αλλ' ό Πέτρος είπε• άνθρωπε δεν ξέρω τι λέγεις. Και αμέσως, ενώ αυτός ακόμη μιλούσε, φώναξε ο πετεινός.
(1) Εκφράζεται έκπληξη και αγανάκτηση (ο).
(2) Και οι 4 ευαγγελιστές σημειώνουν, ότι γρήγορα στην τρίτη άρνηση ακολούθησε το λάλημα του πετεινού. Ο Λουκάς χρησιμοποιεί το αγαπητό σε αυτόν παραχρήμα και ο Μάρκος το ευθύς (p).
(3) Χωρίς άρθρο· μόνο κάποιοι μικρογράμματοι προσθέτουν και το άρθρο. Το λάλημα αυτό του πετεινού γίνεται αφετηρία της επιστροφής του Πέτρου. Ασήμαντα γεγονότα και αφορμές, μπορούν να έχουν μεγάλες συνέπειες και επιδράσεις.
Λουκ. 22,61 καὶ στραφεὶς ὁ Κύριος(1) ἐνέβλεψε τῷ Πέτρῳ(2), καὶ ὑπεμνήσθη ὁ Πέτρος(3) τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου(4), ὡς εἶπεν αὐτῷ ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι ἀπαρνήσῃ με τρίς·
Λουκ. 22,61 Και την στιγμήν ακριβώς εκείνην έστρεψε ο Κύριος το βλέμμα του και κοίταξε βαθύτατα τον Πέτρο. Και εθυμήθηκε ο Πέτρος τον λόγο, που του είπε ο Κύριος, ότι πριν λαλήση ο πετεινός, θα με απαρνηθής τρεις φορές.
(1) Ο Χριστός εδώ ονομάζεται Κύριος, διότι εκδηλώνεται κατά τη στιγμή αυτή η υπερφυσική του γνώση από τη μία, που διαπιστώνει την άρνηση του Πέτρου, και η σωτήρια χάρη του από την άλλη, που καλεί τον μαθητή σε επιστροφή και συντελεί την ανόρθωσή του.
(2) Μόνο ο Λουκάς αναφέρει αυτή τη λεπτομέρεια. Πώς έγινε δυνατόν να διασταυρωθούν τα βλέμματα του Κυρίου και του Πέτρου; Ήταν ίσως η στιγμή, κατά την οποία μετά την προανάκριση στον Άννα οδηγούνταν ο Ιησούς προς τον Καϊάφα δεμένος (Ιω. ιη 24), για να δικαστεί από το συνέδριο και συνεπώς διέσχιζε ο Κύριος μαζί με τους συνοδούς του την αυλή, μέσω της οποίας επικοινωνούσαν τα δύο διαμερίσματα της οικίας (g). Ή, και από την πόρτα ή από το παράθυρο ήταν δυνατόν να ρίξει το βλέμμα του ο Ιησούς προς τον Πέτρο που βρισκόταν στην αυλή (p). Το ενέβλεψε= με προσοχή παρατήρησε (δ).
Ο Κύριος βρισκόταν μπροστά στους παράνομους δικαστές του και όμως την ίδια ώρα παρακολουθούσε και λάμβανε σαφή και ακριβή γνώση του τι έλεγε ο Πέτρος. Ο Χριστός σημειώνει ό,τι εμείς λέμε και πράττουμε, ενώ εμείς πολύ λίγο σκεφτόμαστε τι πράττει. Παρόλ’ αυτά την ώρα που εμείς αδιαφορούμε για αυτόν, εκείνος μας συμπαθεί. Δες, όταν ο Πέτρος αρνήθηκε το Χριστό, ο Χριστός δεν τον αρνείται, αν και μπορούσε να του γυρίσει οριστικά την πλάτη του και να μην ρίξει πλέον κανένα βλέμμα σε αυτόν. Αν και ο Πέτρος είναι ήδη ένοχος βαρέως εγκλήματος, παρόλ’ αυτά ο Ιησούς αποφεύγει να τον εκθέσει και να τον ντροπιάσει. Δεν του φωνάζει, αλλά ρίχνει βλέμμα σε αυτόν, τη σημασία του οποίου μόνος ο Πέτρος μπορούσε να καταλάβει.
Ήταν βλέμμα επιτιμητικό.= Δεν με ξέρεις, Πέτρε; Κύτταξέ με στο πρόσωπο και πες, αν δεν με ξέρεις.
Ήταν βλέμμα γεμάτο στοργή και συμπάθεια.=Πτωχέ Πέτρε, πόσο αδύναμος αποδείχτηκες! Πόσο έπεσες και πού θα βρισκόσουν τώρα, εάν δεν προσευχόμουν για σένα.
Ήταν βλέμμα καθοδήγησης. Ο Χριστός οδήγησε τον Πέτρο με το βλέμμα του αυτό. Δεν μπορούσε να απλώσει προς αυτόν τα χέρια, αλυσοδεμένος όπως ήταν, για να σώσει τον Πέτρο, όπως άλλοτε τον έσωσε, όταν βυθιζόταν στη θάλασσα, όπου έκραξε ο Πέτρος, Κύριε σώσε με. Αλλά έριξε σε αυτόν βλέμμα αγάπης, το οποίο έκανε τον Πέτρο να συναισθανθεί ότι βυθιζόταν και τώρα σε άβυσσο πιο ολέθρια και ότι υπήρχε περισσότερο επείγουσα ανάγκη να επικαλεστεί ο Πέτρος το αόρατο χέρι του Λυτρωτή, το οποίο θα τον ανείλκυε από την άβυσσο.
(3) «Ο Πέτρος λοιπόν τόσο ναρκώθηκε από την ανθρώπινη ασθένεια, ώστε δεν ήλθε σε συναίσθηση ούτε από τη φωνή του πετεινού, αλλά και μετά τη φωνή του πετεινού πάλι αρνήθηκε, και πάλι, μέχρις ότου από το αγαθό βλέμμα του Ιησού οδηγήθηκε στο να θυμηθεί» (Θφ).
(4) Ο Χριστός εδώ επανειλημμένα ονομάζεται ο Κύριος, διότι μεγάλη είναι η υπερφυσική γνώση, η δύναμη και η χάρη που εκδηλώνεται από αυτόν στην προκειμένη πτώση του Πέτρου.
Λουκ. 22,62 καὶ ἐξελθὼν ἔξω(1) ὁ Πέτρος ἔκλαυσε πικρῶς(2).
Λουκ. 22,62 Και εξελθών τότε ο Πέτρος έξω από την αυλή του σπιτιού του αρχιερέως έκλαψε πικρά.
(1) Αξιόλογη η παρατήρηση: «Διότι βγήκε μεν και όταν έκανε την πρώτη άρνηση, όπως λέει ο Μάρκος. Έπειτα ήταν λογικό να μπει πάλι μέσα, για να μη δώσει περισσότερη υπόνοια ότι είναι του Ιησού. Και πάλι όταν ήλθε σε συναίσθηση, έτσι τώρα βγαίνει και κλαίει πικρά» (Θφ).
Αναζητά ο Πέτρος κάποιο τόπο απομόνωσης και εκεί κατηγορώντας τον εαυτό του και χύνοντας δάκρυα μετανοίας επικαλείται τη συγχώρεση της μεγάλης του αμαρτίας (ο).
(2) Ο Χριστός είχε ρίξει βλέμματα και στους αρχιερείς, αλλά καμία επίδραση ευεργετική δεν είχαν αυτά πάνω τους. Ο Πέτρος είχε μέσα του σπέρμα θείο, επιδεκτικό καρποφορίας. Το βλέμμα του Ιησού συνοδευόταν και από τη χάρη, η οποία ενήργησε την επιστροφή του Πέτρου.
Σκηνή ύβρεων (κβ 63-65)
Εφόσον ο Λουκάς αποσιωπά την ενώπιον του Καϊάφα κατά τη νύχτα εξέταση και καταδίκη του Ιησού, είναι αδύνατον να καθορίσουμε εάν τοποθετεί τον εμπαιγμό αυτόν πριν ή μετά την δίκη και καταδίκη αυτή. Ο ευαγγελιστής γνωρίζει, ότι ο Ιησούς μετά την άρνηση του μαθητή του, υβρίστηκε και χλευάστηκε από αυτούς που τον συνέλαβαν, και μετά από αυτά οδηγήθηκε ενώπιον του συνεδρίου (p). Δες Ματθ. κστ 67,68 και Μάρκ. ιδ 65 και τις εκεί σημειώσεις.
Λουκ. 22,63 Καὶ οἱ ἄνδρες(1) οἱ συνέχοντες(2) τὸν Ἰησοῦν ἐνέπαιζον αὐτῷ δέροντες(3),
Λουκ. 22,63 Και οι άνδρες, που εφρουρούσαν τον Ιησούν τον ενέπαιζαν και τον έδερναν.
(1) Όχι τα μέλη του συνεδρίου, αλλά οι δούλοι ή οι στρατιώτες, που φρουρούσαν τον Ιησού (p).
(2) Το ρήμα συνέχω σπανιότατο με την έννοια του κρατώ κάποιον σε φύλαξη. Δες Α΄ Μακ. ιγ 15. Στους παπύρους βρίσκονται πολλές περιπτώσεις του συνέχω με αυτήν την έννοια (L).
(3) Δέροντες· έτυπτον· παίσας. Το δέρω χρησιμοποιείται με την έννοια του χτυπώ το όλο σώμα· το τύπτω με την έννοια του χτυπώ κάποιο μέρος· και το παίω με την έννοια του τραυματίζω με βιαιότητα και έτσι προκαλώ πόνο (b). Και με λίγα λόγια δεν έδιναν σε αυτόν ούτε στιγμή ανάπαυσης, αν και είχε ανάγκη αυτής, αφού ολόκληρη τη νύχτα ήταν άϋπνος.
Λουκ. 22,64 καὶ περικαλύψαντες αὐτὸν ἔτυπτον αὐτοῦ τὸ πρόσωπον(1) καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· προφήτευσον(2) τίς ἐστιν ὁ παίσας σε;
Λουκ. 22,64 Και αφού του σκέπασαν ολόγυρα την κεφαλήν, δια να μη βλέπη, τον εκτυπούσαν στο πρόσωπον και τον ερωτούσαν, λέγοντες• είπες ότι είσαι προφήτης• λοιπόν προφήτευσε, ποιός είναι εκείνος που σε εκτύπησε;
(1) «Πω, πω! Ο Κύριος του ουρανού και της γης δείχνει υπομονή καθώς χτυπιέται σαν ένας από εμάς, και ανέχεται τον χλευασμό των ασεβών, παραδίνοντάς μας υπόδειγμα άκρας ανεξικακίας» (Κ).
(2) «Ο δεσπότης των προφητών ως ψευδοπροφήτης χλευάζεται. Διότι το «Προφήτευσε σε μας, ποιος είναι αυτός που σε χτύπησε», σε αυτό οδηγεί, ότι τον χλευάζουν δηλαδή ως πλάνο και ότι απέδιδε στον εαυτό του το χάρισμα της προφητείας» (Θφ). Διαφορετικές γραφές: Τα αλεξανδρ. χειρόγραφα παραλείπουν τη φράση «ἔτυπτον αὐτοῦ τὸ πρόσωπον».
Λουκ. 22,65 καὶ ἕτερα πολλὰ βλασφημοῦντες(1) ἔλεγον εἰς αὐτόν.
Λουκ. 22,65 Και άλλας πολλάς ύβρεις και χυδαιολογίας του έλεγαν, βλασφημούντες αυτόν.
(1) Αυτοί οι οποίοι τον καταδίκασαν ως βλάσφημο, ήταν οι ευτελέστεροι και ασεβέστεροι των βλασφήμων.
Ο Ιησούς μπροστά στο συνέδριο το πρωί (κβ 66-71
Λουκ. 22,66 Καὶ ὡς ἐγένετο ἡμέρα(1), συνήχθη τὸ πρεσβυτέριον(2) τοῦ λαοῦ, ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς, καὶ ἀνήγαγον(3) αὐτὸν εἰς τὸ συνέδριον(4) ἑαυτῶν
Λουκ. 22,66 Και αμέσως μόλις ανέτειλεν ο ήλιος και έγινε ημέρα, μαζεύτηκαν οι πρεσβύτεροι του λαού, οι αρχιερείς και οι γραμματείς και ανέβασαν αυτόν εμπρός στο συνέδριόν των
(1) Ότι έγινε και το πρωί νέα συνεδρίαση, το γράφουν και οι άλλοι δύο συνοπτικοί (L).
(2) Η λέξη πρεσβυτέριον ή δεν σημαίνει αποκλειστικά τους πρεσβυτέρους, αλλά το συνέδριο ολόκληρο, οπότε οι λέξεις που ακολουθούν χωρίς άρθρο (αρχιερείς και γραμματείς) είναι επεξηγηματικοί προσδιορισμοί (L).
Ή, το πρεσβυτέριον δηλώνει τη μία τάξη του συνεδρίου, τους πρεσβυτέρους, που θεωρούνται ως ξεχωριστό σώμα και σχημάτιζαν μία από τις τρεις τάξεις, από τις οποίες αποτελούνταν το όλο συνέδριο (g.p.). Το άναρθρο των λέξεων «αρχιερείς και γραμματείς» κάνει πιθανότερη την πρώτη εκδοχή, αν και η λέξη πρεσβυτέριον μόνο εδώ και στο Πράξ. κβ 5 συναντιέται.
(3) Υπάρχει και η γραφή απήγαγον. Τόσο το ανήγαγον, όσο και το απήγαγον δηλώνουν πλήρη αλλαγή τόπου. Οδήγησαν τον Ιησού από την οικία του Καϊάφα στην επίσημη αίθουσα του συνεδρίου (που λεγόταν Λισκάθ Χαγκαζίθ), την οποία τοποθετούν μπροστά από το ναό, αλλά η οποία βρισκόταν πιθανώς δυτικότερα (g).
(4) Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η λέξη έχει τοπική σημασία δηλαδή στον τόπο των επίσημων συνεδριάσεων, αλλά σε αυτήν την περίπτωση η επακολουθούσα αντωνυμία ἑαυτῶν θα περίττευε (L). Μάλλον λοιπόν έχει την έννοια του πλήρους συνεδρίου= το μέγα συνέδριο (p).
Λουκ. 22,67 λέγοντες(1)· εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, εἰπὲ ἡμῖν(2).εἶπε δὲ αὐτοῖς· ἐὰν ὑμῖν εἴπω, οὐ μὴ πιστεύσητε(3),
Λουκ. 22,67 λέγοντες• εάν είσαι συ ο Χριστός, πες μας. Ο δε Ιησούς τους είπε• εάν σας πω τι είμαι, δεν θα πιστεύσετε.
(1) Ο Λουκάς δεν μιλά για την παρουσία μαρτύρων, διότι κατά τη συνεδρίαση αυτή δεν παρήλασαν μάρτυρες. Ότι όμως ζητήθηκε και η μαρτυρία αυτών κατά τη συνεδρίαση της νύχτας, υπονοείται από τον στίχο 71 (L).
(2) Εάν εσύ είσαι ο Χριστός, πες το μας (δ). Δεν συνδέουν εδώ το ερώτημα με τη φράση «ο υιός του ευλογητού» (Μάρκος). Κυρίως τώρα τα μέλη του συνεδρίου ενδιαφέρονται για κατηγορία, η οποία μπορεί να ισχύσει στον Πιλάτο, ο οποίος δεν ενδιαφερόταν για την κατηγορία της βλασφημίας (L).
Βεβαίως η αξίωση του Ιησού ότι ήταν ο Μεσσίας τίποτα το βλάσφημο δεν έκρυβε. Για αυτό βεβαίως κατά τη συνεδρίαση της νύχτας που προηγήθηκε, ο αρχιερέας το ερώτημα «εσύ είσαι ο Χριστός» το συμπληρώνει με τη φράση ο υιός του Θεού (g). Στην πρωινή όμως συνεδρίαση αναζητούνται, όπως είπαμε, και τα μέσα με τα οποία ο Πιλάτος θα πειθόταν να επικυρώσει την θανατική ποινή που επιβλήθηκε.
«Αλλά θα μπορούσε κάποιος να πει προς αυτούς· εάν μεν ρωτάς επειδή αγνοείς, δεν έπρεπε τότε πριν μάθεις την αλήθεια να χτυπάς και να υβρίζεις αυτόν, μήπως συγκρουστείς με το Θεό· αν όμως υποκρίνεσαι την άγνοια, γνωρίζοντας καλά ότι αυτός είναι ο Χριστός, θα ακούσεις λοιπόν την ιερή Γραφή που λέει «ο Θεός δεν εξαπατιέται»» (Σχ.).
(3) Η έννοια της φράσης με τη συνέχειά της στο στίχο 68 είναι η εξής: Δεν μπορώ να μιλήσω σε σας ούτε ως προς δικαστές, τους οποίους θα ζητούσα να πείσω, διότι είστε ήδη αποφασισμένοι να μην με πιστέψετε, ούτε ως προς μαθητές, τους οποίους θα επιχειρούσα να διδάξω, διότι δεν είστε διατεθειμένοι να συζητήσετε μαζί μου (g). Εάν σας πω ότι είμαι ο Χριστός δεν θα το πιστέψετε. Και εάν επιχειρήσω να συζητήσω μαζί σας το ζήτημα αυτό, θα αρνηθείτε να μου απαντήσετε (p).
Λουκ. 22,68 ἐὰν δὲ καὶ ἐρωτήσω(1), οὐ μὴ ἀποκριθῆτέ μοι ἢ ἀπολύσητε(2)·
Λουκ. 22,68 Εάν δε και σας ερωτήσω, δεν θα μου απαντήσετε ούτε και θα με αφήσετε ελεύθερον.
(1) «Πολλές φορές που ρωτήθηκαν, σιώπησαν, όπως για το βάπτισμα του Ιωάννη και για το ρητό «Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου» » (Θφ). Εάν προβάλλω σε σας ερωτήσεις, με τις οποίες θα αποδειχτεί η αθωότητά μου και θα διαπιστωθεί ο αληθινός χαρακτήρας μου και η θεία μου αποστολή, δεν θα απαντήσετε, αλλά θα υπεκφύγετε αυτές (ο).
(2) Ούτε θα μου απαντήσετε, αλλά ούτε και θα με αφήσετε ελεύθερο. Οι λέξεις «μοι ή απολύσητε» παραλείπονται από τα αλεξανδρινά χειρόγραφα. Η αποσιώπηση αυτή προήλθε αναμφίβολα από τη σύγχυση των δύο «ητε» στα οποία καταλήγουν τα δύο ρήματα (αποκριθήτε,απολύσητε) (g).
Λουκ. 22,69 ἀπὸ τοῦ νῦν(1) ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(2) καθήμενος(3) ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ(4).
Λουκ. 22,69 Αλλά από τώρα ο υιός του ανθρώπου θα κάθεται αιωνίως εις τα δεξιά του παντοδυνάμου Θεού.
(1) Αρχίζει ήδη από τη στιγμή αυτή η δόξα του (p). Το ότι δεν τον ελευθερώνουν αλλά θα τον σταυρώσουν αποτελεί την οδό προς την δόξα (b).
«Για την εναντίον μου ασέβειά σας, σάς δόθηκε λίγος καιρός, αυτός μέχρι τη σταύρωση. Γιατί μετά από αυτό αμέσως θα επιστρέψω πάλι στην τιμή μου και θα καθίσω στον ίδιο θρόνο μαζί με τον Θεό και Πατέρα μαζί με τη σάρκα μου» (Κ).
Υπάρχει και η γραφή «από του νυν δε». Το ασύνδετο όμως σχήμα έχει περισσότερη έμφαση (δ).
(2) Η τελευταία φορά κατά την οποία ο Ιησούς ονομάζει τον εαυτό του υιό του ανθρώπου (b). Υπαινίσσεται την εικόνα της κρίσης στο Δανιήλ ζ 13 (g). «Από τώρα δεν υπάρχει για σας καιρός λόγων και διδασκαλίας για το ποιος είμαι· διότι αν θέλατε, θα με γνωρίζατε από τα θαύματα που έγιναν· από τώρα όμως είναι καιρός κρίσεως» (Θφ).
(3) Το έσται καθήμενος= διαρκώς θα κάθεται (δ).
(4) Είναι σαν να είπε ο Κύριος: Την πλήρη απάντηση στο ερώτημά σας θα την δώσει ο Θεός, υψώνοντας εμένα τον υιό του ανθρώπου, ο οποίος τώρα παρίσταμαι στο κριτήριό σας ως δικαζόμενος, στο θρόνο της δύναμής του (g). Για τη φράση «εκ δεξιών της δυνάμεως» δες Ματθ. κστ 64 και Μάρκ. ιδ 62. Παραπέμπει αυτούς και στην έλευση της δευτέρας του παρουσίας.
Αυτή θα είναι για αυτούς η πειστική και καταπληκτική απόδειξη για το ότι είναι ο Χριστός. Αλλά η απόδειξη αυτή τότε θα τους προκαλέσει σύγχυση και τρόμο, αφού τώρα παρεχόμενη από τα θαύματά του δε θέλησαν να την παραδεχτούν για σωτηρία τους. Είναι σαν να τους έλεγε: Τότε, όταν θα με δείτε να κάθομαι στα δεξιά του Πατέρα μου και να έρχομαι πάνω στο θρόνο της δόξας μου για να σας κρίνω, δεν θα έχετε πλέον την τόλμη να ρωτάτε εάν είμαι ή δεν είμαι ο Χριστός.
Λουκ. 22,70 εἶπον δὲ πάντες· σὺ(1) οὖν(2) εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ(3); ὁ δὲ πρὸς αὐτοὺς ἔφη· ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐγώ εἰμι(4).
Λουκ. 22,70 Είπον δε όλοι• συ, λοιπόν, είσαι ο Υιός του Θεού;. Ο δε Ιησούς απήντησε εις αυτούς• το λέγετε και σεις οι ίδιοι, ότι εγώ είμαι ο Υιός του Θεού.
(1) Εσύ που στέκεσαι μπροστά μας και κάθεσαι στο εδώλιο του κατηγορουμένου είσαι λοιπόν ο Υιός του Θεού;
(2) Βγάζουν το συμπέρασμα από τα αμέσως προηγούμενα λόγια του Κυρίου.
(3) Ο Ιησούς με τα λόγια του αυτά είχε υψώσει το μεσσιακό αξίωμα σε ύψη υπερφυσικά και υπερουράνια. Ο Μεσσίας ήταν λοιπόν ίσος με τον Θεό. Για να κάθεται στα δεξιά του Θεού, έπρεπε να είναι ίσος με αυτόν. Αυτή ήταν η γνώμη του ραββίνου Ακίβα που εξίσωνε τον Μεσσία με το Θεό. Αλλά ο Γαλιλαίος Ιωσής φώναξε «Ακίβα, έως πότε θα βεβηλώνεις την δόξα;». Αυτή ακριβώς είναι και τώρα η εντύπωση του συνεδρίου. Ονόμασε μεν τον εαυτό του ο Ιησούς υιό του ανθρώπου, αλλά με αξιώσεις και δικαιώματα, που καθιστούν αυτόν τον υιό του Θεού (L).
(4) Η φράση: Εσείς λέτε, ότι εγώ είμαι, δεν χρησιμοποιείται στην ελληνική γλώσσα, αλλά βρίσκεται σε συχνή χρήση στους ραββίνους. Με αυτήν την απάντηση γίνεται παραδεκτό ως δική του διαβεβαίωση ολόκληρο το περιεχόμενο του ερωτήματος που τέθηκε (g).
Λουκ. 22,71 οἱ δὲ εἶπον· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτυρίας; αὐτοὶ γὰρ ἠκούσαμεν ἀπὸ τοῦ στόματος αὐτοῦ(1).
Λουκ. 22,71 Αυτοί δε είπαν• τι μας χρειάζεται πλέον μαρτυρία; Διότι όλοι ηκούσαμε από το στόμα του, να λέγη ότι είναι ο Υιός του Θεού. Αυτό είναι βλασφημία, που τιμωρείται με θάνατον.
(1) Οι ίδιοι ακούσαμε ότι αξιώνει, ότι είναι ο Μεσσίας και ο Υιός του Θεού.
«Αυτοί που δεν πείθονται, καθόλου δεν ωφελούνται από το να αποκαλύπτονται σε αυτούς οι πιο μυστικές διδασκαλίες, αλλά μάλλον δέχονται περισσότερη καταδίκη» (Θφ).
Ανάγκη μαρτυρίας για το ότι διακήρυττε τον εαυτό του τον Χριστό, τον υιό του Θεού, βεβαίως δεν είχαν. Χρειαζόταν όμως να εξετάσουν, μήπως αυτό, το οποίο ο από αυτούς δικαζόμενος ομολογούσε για τον εαυτό του, ανταποκρινόταν πλήρως στην αλήθεια. Τα πειστήρια λοιπόν και οι αποδείξεις, οι οποίες τους είχαν παρασχεθεί, με τα θαύματα, την διδασκαλία και τον εν γένει βίο του Ιησού, ήταν τέτοια, ώστε έπρεπε να βάλουν αυτούς σε σοβαρή σκέψη πριν τον καταδικάσουν ως βλάσφημο.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Δ. Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ιγ 1 - 30, & ιη 1-27
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 476-498 & 619-639 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Θφ = Θεοφύλακτος
αμ = Αμμώνιος Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός Κβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ
Ιω. 13,1 Πρό δὲ τῆς ἑορτῆς τοῦ πάσχα(1) εἰδὼς(2) ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐλήλυθεν αὐτοῦ ἡ ὥρα(3) ἵνα μεταβῇ(4) ἐκ τοῦ κόσμου τούτου πρὸς τὸν πατέρα(5), ἀγαπήσας(6) τοὺς ἰδίους(7) τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ(8), εἰς τέλος(9) ἠγάπησεν(10) αὐτούς.
Ιω. 13,1 Προ της εορτής δε του Πάσχα, επειδή εγνώριζεν ο Ιησούς καθαρότατα, ότι έφθασε η ώρα, να μεταβή από τον κόσμον αυτόν προς τον Πατέρα, και τώρα με στοργικωτάτην και τελεία αγάπην ηγάπησε τους μαθητάς του, τους οποίους καθό ιδικούς του ιδιαιτέρως είχε αγαπήσει στον κόσμον αυτόν.
(1) Το Πάσχα σήμαινε συνήθως το πασχαλινό δείπνο που γινόταν το απόγευμα της 14 προς την 15 του μηνός Νισάν (Εξοδ. ιβ·Λευιτ κγ 5, Αριθμ. κη 16). Ο Ιωάννης δέχεται τον όρο γιορτή του Πάσχα ευρύτερα, περιλαμβάνοντας με αυτόν και ολόκληρη την ημέρα της 14 Νισάν, κατά την οποία εξαφανιζόταν από τους Ισραηλίτες από τα σπίτια τους κάθε ένζυμος άρτος και για αυτό συνυπολογιζόταν και αυτή στις ημέρες που ανήκαν στην γιορτή (Δες Λευϊτ. κγ 5-11), όπου η 15 Νισάν ονομάζεται «επαύριον του Πάσχα».
Η χρήση των αζύμων όμως άρχιζε το απόγευμα της 14 προς την 15 Νισάν και διαρκούσε για επτά ημέρες, δηλαδή μέχρι τις 21. Εάν λοιπόν συμπεριλάβουμε και ολόκληρη την ημέρα της 14ης στη φράση «της εορτής του Πάσχα», τότε η όλη φράση «προ της εορτής του Πάσχα» μας τοποθετεί το αργότερο στο απόγευμα της 13 προς την 14. Και αυτό αποτελεί την ορθότερη εκδοχή. Υποστηρίχτηκε όμως και από πολλούς ερμηνευτές, ότι εορτή εδώ εννοεί ο Ιωάννης την έναρξη του Πάσχα με το πασχάλιο δείπνο, κατά την οποία τρωγόταν ο πασχάλιος αμνός και άρχιζε η χρήση των αζύμων. Οπότε η φράση «προ της εορτής του Πάσχα» μας τοποθετεί στο απόγευμα της 14, λίγες στιγμές πριν την έναρξη του πασχάλιου δείπνου (g).
Η τελευταία αυτή εκδοχή δεν συμβιβάζεται με πολλά γεγονότα τόσο της Ιωάννειας, όσο και της Συνοπτικής αφήγησης, τα οποία παρουσιάζουν την ημέρα της Σταύρωσης ως ημέρα εργάσιμη.
(2) Ο λόγος για τον οποίο εκδήλωσε σε αυτούς τόσο θερμά την αγάπη του ήταν διότι έβλεπε να έρχεται το τέλος του. Η πρόβλεψη επικείμενου χωρισμού κάνει τη στοργή θερμότερη και ζωηρότερη στις εκδηλώσεις της. Η μετοχή λοιπόν είναι αιτιολογική μάλλον παρά χρονική.
«Προγνώριζε το πάθος, για αυτό πρέπει να πούμε ότι θεληματικά υπέμεινε τον τόσο υβριστικό θάνατο» (αμ).
«Δεν γνώρισε τότε… προ πολλού γνώριζε» (Χ), «και πριν από όλους τους αιώνες» ως Θεός, «την ώρα του θανάτου του» (Θφ).
(3) Αυτή η φράση που τόσο συχνά χρησιμοποιείται καθορίζεται εδώ ως η ώρα της αναχώρησης του Κυρίου από τον κόσμο αυτόν. Πρέπει λοιπόν να θεωρείται ως ευφημισμός που δηλώνει το θάνατό του. Δες ζ 30,η 20,ιβ 27,ιζ 1(ο). Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα αντί για το ελύληθεν η ώρα γράφουν ήλθεν η ώρα.
(4) «Με μεγαλοφροσύνη ο ευαγγελιστής ονομάζει τον θάνατό του μετάβαση» (Χ).
Το μεταβαίνω δηλώνει την μετακίνηση από μία θέση σε άλλη, σαν από ένα σπίτι σε άλλο, από ένα δωμάτιο σε άλλο. Ο Κύριος δεν επρόκειτο να αναχωρήσει στον ουρανό, σαν σε τόπο όπου δεν υπήρξε ποτέ πριν, αλλά η αναχώρησή του ήταν μετάβαση από μία θέση σε άλλη του σύμπαντος, το οποίο ο παντοδύναμος λόγος του έφερε στην ύπαρξη και το οποίο ως Θεός πανταχού παρών γέμιζε πάντοτε με την παρουσία του (ο).
(5) «Αφού πέθανε και αναστήθηκε, μετέβη από τη γη στον ουρανό» (Ζ) και ως θεάνθρωπος ήδη επανήλθε στον αρχικό του ένδοξο θρόνο της θεότητας (ο). Η ανάληψη του Κυρίου λέγεται και στα ιδ 12,28,ιστ 10,28 έλευση προς τον Πατέρα (β).
(6) Αναφέρεται στο χρόνο από την κλήση των μαθητών μέχρι τη στιγμή εκείνη. «Αγάπησε τους μαθητές μέχρι τον τότε καιρό» (Ζ). Η κατά το παρελθόν αγάπη αυτή τίθεται ως λόγος για την εμμονή εκείνη στην αγάπη, την οποία η ανείπωτη αγωνία της Γεθσημανή και ο σταυρός δεν μπόρεσαν να μειώσουν (ο).
(7) «Δικούς του λέει τους μαθητές επειδή ήταν δικοί του λόγω της υπακοής τους» (Ζ)· «όσον αφορά την οικειότητα με αυτούς· επειδή και άλλους λέει δικούς του όσον αφορά τη δημιουργία, όπως όταν λέει· οι δικοί του δεν τον δέχτηκαν» (Χ).
«Διότι δικά του, του Κυριόυ μας Ιησού Χριστού, είναι τα πάντα που έγιναν από αυτόν, τα λογικά και νοερά κτίσματα, οι δυνάμεις οι ουράνιες και οι θρόνοι και οι κυριότητες (=αγγελικά τάγματα) και αν υπάρχει κάτι άλλο ομογενές με αυτά, όσον αφορά στο λόγο της δημιουργίας· δικά του πάλι είναι και τα πάνω στη γη λογικά όντα, εφόσον είναι δεσπότης όλων αυτών, έστω και αν κάποιοι δεν τον προσκυνούν ως δημιουργό» (Κ).
Το ιδίους αναφέρεται κυρίως στους δώδεκα μαθητές του. Αλλά αληθεύει και για όλους τους πιστούς, διότι οι 12 αυτοί έγιναν πατριάρχες και αντιπρόσωποι όλων των φυλών του νέου Ισραήλ της χάριτος. Ο Κύριος έχει στον κόσμο λαό δικό του. Δικό του διότι τού τον έδωσε ο Πατέρας, δικό του διότι αυτός ο ίδιος ο Κύριος εξαγόρασε αυτόν με το αίμα του και έκανε αυτόν κληρονομιά δική του. Δικό του τέλος διότι και ο λαός αυτός αφιερώνει τον εαυτό του στο Χριστό, τον οποίο αναγνωρίζει και λατρεύει ως Κύριό του.
(8) Ή «επειδή ήταν δικοί του και αυτοί που πέθαναν, οι γύρω από τον Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ και όσοι ήταν σαν εκείνους, αλλά εκείνοι τότε δεν βρίσκονταν στον κόσμο» (Χ).
Ή, πιο σωστά, αντιτίθεται επίτηδες με το προηγούμενο «προς τον πατέρα», κοντά στον οποίο το παν είναι σε ειρήνη και ασφάλεια, ενώ στον κόσμο το παν είναι σε αγώνα και κίνδυνο (g).
(9) Ή, για τελευταία φορά εκδήλωσε σε αυτούς με μοναδικό σημάδι, το πλύσιμο των ποδιών, την αγάπη του (G). Ή, «το «εις τέλος» δηλώνει το πάρα πολύ» (Ζ). «Έδειξε τελειότατη την αγάπη» (Κ). Για αυτήν την έννοια τους «εις τέλος» δες και Ιησού Ναυή ι 20 («έως εις τέλος»=ολοκληρωτική) Α΄Παραλ. κη 9,Β΄Παραλ. ιβ 12, σε πολλά μέρη στους Ψαλμούς,Β΄ Μακ. η 29). Η φράση λοιπόν σημαίνει την εκδήλωση της αγάπης μέχρι την τέλεια έκχυσή της, μέχρι εξάντλησής της με κάποια έννοια (g).
Ο Χριστός τρέφει στοργική αγάπη για τους δικούς του μαθητές, οι οποίοι βρίσκονται ήδη στον κόσμο. Αν και αυτοί παραμένουν στον κόσμο αυτόν, ο οποίος είναι κόσμος αμαρτίας και διαφθοράς, σκότους και απομάκρυνσης, αυτός τους αγαπά. Πηγαίνει τώρα στους δικούς του, οι οποίοι ζουν στον ουρανό, δηλαδή στα πνεύματα των δικαίων, που έχουν τελειωθεί στον ουρανό. Αλλά ενδιαφέρεται για τους δικούς του στη γη, διότι αυτοί έχουν κατεξοχήν ανάγκη της φροντίδας και προστασίας του. Το ασθενές και αδύνατο παιδί συγκεντρώνει ιδιαιτέρως τις φροντίδες και περιποιήσεις των γονέων του.
Ήταν δείγμα εξαιρετικό της αγάπης του στους δικούς του στον κόσμο, ότι κατά τις κρίσιμες αυτές ημέρες της αναχώρησής του από τον κόσμο, για τις οποίες «η ψυχή του ταράχτηκε» συχνά, δεν λησμονεί αυτούς. Λησμονεί σε αυτές την θυελλώδη θάλασσα του μαρτυρίου, τα απειλητικά κύματα της οποίας πρόκειται σε λίγο να αντιμετωπίσει, για να παρηγορήσει τους δικούς του μαθητές. Λησμονεί τον πόνο του για να μετριάσει τον δικό τους πόνο. Και πριν ακόμη χύσει από τον Σταυρό το αίμα του, λούζει αυτούς και την όλη εκκλησία του με το Πάσχα της τίμιας σάρκας του και του αχράντου αίματός του, το οποίο παραδίνει σε αυτήν με το μυστήριο της θείας ευχαριστίας ως πηγή αιώνιας και ανεξάντλητής ζωής.
(10) Αναφέρεται κυρίως στην έμπρακτη εκδήλωση της αγάπης. Στην απτή αυτή εκδήλωση της αγάπης αναφέρεται και ο χρονικός προσδιορισμός «πριν τη γιορτή του πάσχα».
«Επειδή δηλαδή επρόκειτο τώρα να πεθάνει και να τους αφήσει, αυξάνει σε ένταση την αγάπη για να έχουν να τον θυμούνται πολύ περισσότερο. Και σημάδι αύξησης της αγάπης ήταν το να πλύνει τα πόδια τους· διότι αυτός που αγαπά κάποιον θερμά δεν αρνείται σε αυτόν ούτε την έσχατη υπηρεσία» (Ζ).
«Για ποιο λόγο τέλος πάντων δεν το έκανε αυτό από την αρχή; Τα σπουδαιότερα τα κάνει αργότερα, ώστε να μεγαλώσει την εξοικείωση και να βάλει μέσα τους από πριν πολλή παρηγοριά για τα κακά που επρόκειτο να ακολουθήσουν» (Χ).
13,2 καὶ δείπνου(1) γενομένου(2), τοῦ διαβόλου ἤδη(3) βεβληκότος(4) εἰς τὴν καρδίαν(5) Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτου ἵνα αὐτὸν παραδῷ(6),
Ιω. 13,2 Και όταν είχε ετοιμασθή το δείπνον, όταν πλέον και ο διάβολος είχε βάλει μέσα εις την καρδίαν του Ιούδα του Ισκαριώτου, υιού του Σιμωνος, την κακήν σκέψιν και απόφασιν, να τον παραδώση στους εχθρούς του,
(1) Χωρίς άρθρο. Δεν πρόκειται λοιπόν για το πασχάλιο δείπνο, οπότε θα έμπαινε και το άρθρο αλλά για συνηθισμένο δείπνο.
(2) «Δεν πρέπει με αυτό να εννοήσουμε, ότι το δείπνο ήδη τελείωσε… αλλά ότι ήταν ήδη έτοιμο και πάνω στο τραπέζι για χρήση αυτών που θα κάθονταν» (Αυ). Το πλύσιμο των ποδιών λοιπόν έγινε κατά την αρχή του δείπνου (b). Υπάρχει και η γραφή γινομένου=κατά τη διάρκεια του δείπνου.
(3) Σύμφωνα με τους συνοπτικούς (Ματθ. κστ 14,Μάρκ. ιδ 10,Λουκ. κβ 3-6) ο Ιούδας είχε συμφωνήσει με τους αρχιερείς την προδοσία σε προηγούμενη ημέρα της ίδιας εβδομάδας (β).
(4) Δες και Λουκ. κβ 3.
«Εάν κάποιος ρωτήσει τι έβαλε ο Σατανάς στην καρδιά του Ιούδα, αυτό αναμφίβολα ήταν το να παραδώσει αυτόν. Αυτό έγινε με πνευματική υποβολή· και μπήκε όχι από το αυτί, αλλά με τις σκέψεις· όχι λοιπόν μέσα από δρόμο σωματικό, αλλά πνευματικό» (Αυ).
Από ποιο δρόμο ο σατανάς εισχωρεί στις καρδιές των ανθρώπων και με ποιες μεθόδους εξακοντίζει τις υποβολές του και αναμιγνύει αυτές χωρίς να το καταλαβαίνουμε, με τις δικές μας σκέψεις, οι οποίες αυτομάτως γεννιούνται στις καρδιές μας, δεν μπορούμε να πούμε. Υπάρχουν όμως μερικές αμαρτίες τόσο μεγάλες, για τις οποίες παρέχονται από τον κόσμο και την σάρκα και γενικά το εξωτερικό αισθητό περιβάλλον τόσο ασθενείς πειρασμοί, ώστε είναι πλέον σαφές γι αυτές, ότι ο σατανάς έβαλε το σπέρμα τους στις καρδιές, που ήταν διατεθειμένες να χρησιμεύσουν ως φωλιές κατάλληλες να γονιμοποιήσουν αυτό.
Έτσι και ο Ιούδας καμία αφορμή δεν είχε πάρει από τον Διδάσκαλο για να προδώσει αυτόν, και μάλιστα αντί ενός τόσο ευτελούς τιμήματος. Η πράξη όμως, στην οποία προέβη, ήταν τόσο εχθρική κατά του Θεού, ώστε μόνος ο σατανάς μπορούσε να σφυρηλατήσει αυτήν στην προσπάθειά του να εξαφανίσει το βασίλειο του Λυτρωτή, αλλά αντί για αυτό βρήκε αυτός τον δικό του όλεθρο και εξαφάνιση.
(5) Ο σκοπός του Ιούδα ήταν ακόμη κρυμμένος (b).
(6) Μαρτυρημένη και η γραφή «εις την καρδίαν ίνα παραδοί αυτόν Ιούδας Σίμωνος Ισκαριώτης» που εκφράζει το ίδιο νόημα. Γιατί αναφέρει αυτό εδώ ο ευαγγελιστής;
Ή, «το είπε αυτό ο ευαγγελιστής γεμάτος από έκπληξη, για να δείξει, ότι αυτόν που είχε ήδη πάρει την απόφαση να τον προδώσει, αυτόν έπλυνε» (Χ), «γεμάτος από έκπληξη για την υπερβολική ανεξικακία του Σωτήρα» (Ζ), «για να δειχτεί η απανθρωπιά του Ιούδα, ότι ούτε η συμμετοχή στο ίδιο τραπέζι δεν τον έκανε να ντραπεί» (Θφ)· παρουσιάζει έτσι αντίθεση μεταξύ του έργου του Κυρίου, που εκδηλώνει την τελειότατη αγάπη του, και του έργου του σατανά που ωθεί σε τέτοια μισητή και ολέθρια πράξη (ο).
Ή, για να δικαιολογήσει τους διάφορους υπαινιγμούς, τους οποίους ο Κύριος έκανε παρόντος του προδότου κατά τη διάρκεια της ακόλουθης σκηνής. Δες στ. 10,18,21,26,27 (g). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
Ιω. 13,3 εἰδὼς(1) ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα δέδωκεν αὐτῷ ὁ πατὴρ εἰς τὰς χεῖρας(2), καὶ ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐξῆλθε(3) καὶ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπάγει(4),
Ιω. 13,3 ο Ιησούς, αν και εγνώριζε πολύ καλά ότι ο Πατήρ του είχε παραδώσει τα πάντα εις τα χέρια του και ότι από τον Θεόν εξήλθε, δια να έλθη στον κόσμον και προς τον Θεόν τώρα επιστρέφει,
(1) «Παρόλο δηλαδή, λέει, που δεν αγνοούσε…» (Κ). Η συνείδηση της δόξας του και η δουλική υπηρεσία του πλυσίματος των ποδιών θαυμάσια συμπίπτουν (b). Η μετοχή είναι μάλλον εναντιωματική. Μπορούμε όμως να την πάρουμε και ως αιτιολογική: Λόγω του μεγαλείου αυτού ο Ιησούς ταπεινώνεται. Αισθανόμενος τον εαυτό του ως τον μέγιστο, καταλαβαίνει ότι σε αυτόν απομένει να δώσει το υπόδειγμα του πραγματικού μεγαλείου ταπεινούμενος στον ρόλο του πλέον μικρού (g).
(2) Δες γ 35. «όπως αρμόζει σε άνθρωπο είπε το «όλα τα έδωσε»» (Ζ), φανερώνοντας «την δόξα και εξουσία και την κυριαρχία στα πάντα που υπήρχε μέσα σε αυτόν» (Κ), τα οποία και ως άνθρωπος πήρε σύμφωνα με τα Ματθ. κη 18 και Φιλιπ. β 9.
«Επομένως αυτά που δεν ήταν πριν στα χέρια του Ιησού, δόθηκαν από τον Πατέρα στα χέρια του· και όχι κάποια μεν, ενώ κάποια όχι, αλλά όλα. Αυτό ακριβώς βλέποντάς το ο Δαβίδ κατά τρόπο πνευματικό, λέει το… Κάθισε στα δεξιά μου, έως ότου βάλω τους εχθρούς σου υποπόδιο των ποδιών σου. Διότι και οι εχθροί του Ιησού ήταν μέρος των πάντων, τους οποίους γνώριζε ο Ιησούς με την πρόγνωσή του, ότι θα του δοθούν από τον Πατέρα» (Ω).
Το ίδιο «παρουσιάζοντάς το σαφέστερα ο Απόστολος λέει «όταν λοιπόν πει ότι όλα υποτάχτηκαν, είναι φανερό ότι εννοεί εκτός από αυτόν που τα υπέταξε σε αυτόν τα πάντα» (Ω).
Υπάρχει και η γραφή Έδωκεν αντί δέδωκεν. Η εξομάλυνση και διαιτησία όλων των μεταξύ Θεού και ανθρώπων διαφορών ανατέθηκε στα χέρια του. Και η διακυβέρνηση της βασιλείας του Θεού μεταξύ των ανθρώπων εμπιστεύθηκε σε αυτόν. Έτσι ώστε όλες οι ενέργειες και πράξεις, και οι κυβερνητικές και οι δικαστικές περνούν όλες από τα χέρια του, διότι αυτός είναι «ο κληρονόμος όλων».
(3) «Δηλαδή γεννήθηκε από την ουσία του Θεού και Πατέρα» (Κ), «ως υιός Θεού και Θεός» (Ζ). Δηλώνεται η θεία καταγωγή του και προέλευση.
(4) «Δηλαδή πάλι ανεβαίνει στους ουρανούς, για να κάθεται, εννοείται, στον ίδιο θρόνο μαζί με αυτόν που τον γέννησε» (Κ). Η επανάληψη της λέξης γίνεται με έμφαση.
«Εδώ και θαυμάζοντας λέει ότι ο τόσο μέγας και τόσο ανώτερος, εκείνος που ήλθε από τον Θεό και μεταβαίνει προς αυτόν, ο κυρίαρχος των πάντων, έπραξε αυτό, και ούτε παρόλ’ αυτά θεώρησε ανάξιο να κάνει μία τέτοια πράξη» (Χ).
«Αν και ήξερε για τον εαυτό του ότι είναι παντοκράτορας και υιός Θεού και έχει τόσο μεγάλη εξουσία και τόσο σπουδαία αξία, όμως συγκατέβη σε άκρα ταπείνωση, φανερώνοντας από τη μία την αγάπη στους μαθητές και διδάσκοντάς τους ταυτόχρονα από την άλλη να ταπεινοφρονούν» (Ζ).
Όπως ήλθε από τον Θεό για να είναι αντιπρόσωπός του στη γη, έτσι μετέβη πάλι στον ουρανό για να είναι εκεί αντιπρόσωπος δικός μας. Και αποτελεί μέγιστη ενίσχυση για μας να σκεφτόμαστε με ποιες τιμές και με ποια δόξα έγινε δεκτός εκεί. «Έφθασε μέχρι τον παλαιό των ημερών και οδηγήθηκε μπροστά σε αυτόν» (Δανιήλ ζ 13). Και λέχθηκε σε αυτόν από τον παλαιό των ημερών: «Κάθισε στα δεξιά μου» (Ψαλμ. ρθ 1).
Ιω. 13,4 ἐγείρεται(1) ἐκ τοῦ δείπνου(2) καὶ τίθησι τὰ ἱμάτια(3), καὶ λαβὼν λέντιον(4) διέζωσεν(5) ἑαυτόν.
Ιω. 13,4 σηκώνεται από το τραπέζι, και βγάζει τα εξωτερικά του ενδύματα και αφού επήρε μίαν ποδιά, εζώσθη με αυτήν.
(1) «Όχι δηλαδή πριν κάτσουν, αλλά αφού έγειραν όλοι, τότε σηκώθηκε και ζώστηκε ποδιά» (αμ).
Πιθανότατα το πλύσιμο των ποδιών έγινε με αφορμή την έριδα των μαθητών για πρωτεία στο Λουκ. κβ 23-27 (g,ο,β). Και διδάσκει «αυτούς την μητέρα των αγαθών, την ταπεινοφροσύνη» (Χ) και «τόσο πολύ δίνει την εντύπωση ότι μειονεκτεί σε σχέση με τους άλλους όσον αφορά τη δόξα, ώστε να πρέπει να κατατάσσεται στην τάξη του δούλου, και δεν αισθάνεται φρίκη να εκπληρώνει ούτε αυτήν την υπηρεσία που αρμόζει σε υπηρέτη, με το να πλένει τα πόδια των αδελφών και να ζώνεται με πετσέτα για την ανάγκη. Διότι δες με προσοχή πόσο δουλικό είναι αυτό το πράγμα, εννοώ βεβαίως σε σχέση με τις κοσμικές συνήθειες και τις έξω ασχολίες» (Κ).
(2) Αυτό δεν συνυπονοεί αναγκαία ότι είχε αρχίσει το φαγητό, αλλά μόνο ότι οι συμμετέχοντες είχαν πάρει τις θέσεις τους στο τραπέζι (ο). «Διότι δεν σηκώθηκε πριν κάτσουν οι μαθητές, αλλά αφού ξάπλωσαν όλοι» (Χ), «μόνος αυτός ενώ εκείνοι ξεκουράζονταν» (Θφ).
Πάντως υποδηλώνει ότι το πλύσιμο αυτό των ποδιών δεν ήταν το συνηθισμένο που γινόταν πριν το δείπνο, και δεν πρέπει για αυτό να θεωρηθεί σαν ο προπαρασκευαστικός για το δείπνο καθαρισμός των ποδιών. Δες Λουκ. ζ 44,Γεν. ιη 4,ιθ 2,κδ 32,μγ 23,Κριτών ιθ 21,Α΄Τιμοθ. ε 10 (β).
(3) «Όχι όλα, αλλά το εξωτερικό ένδυμα (πανωφόρι) ή και το μετά από αυτό, για να είναι πιο άνετος (ευκίνητος)» (Ζ). Διατήρησε τον χιτώνα, το ένδυμα του δούλου.
(4) Πανί που χρησιμοποιήθηκε και ως μάκτρο (πετσέτα) και ως ποδιά (ο). Ζώστηκε με αυτό διότι επρόκειτο αφενός μεν να ρίχνει νερό στα πόδια, αφετέρου δε να μεταφέρει βαστάζοντας με τα δύο χέρια τον νιπτήρα. Η λέξη συναντιέται μόνο εδώ και στον επόμενο στίχο. «Ζώστηκε ποδιά… έτσι ώστε… μετά το πλύσιμο, με πιο κατάλληλο ύφασμα να σκουπίσει τα πόδια των μαθητών» (Ω).
(5) Εγείρεται… τίθησι τα ιμάτια… διέζωσε… Κάθε χαρακτηριστικό της ακόλουθης εικόνας προδίδει τις αναμνήσεις του αυτόπτη· ο Ιωάννης περιγράφει την σκηνή αυτή σαν να την είχε μπροστά στα μάτια του την ίδια στιγμή (g).
Ιω. 13,5 εἶτα βάλλει ὕδωρ(1) εἰς τὸν νιπτῆρα(2), καὶ ἤρξατο νίπτειν(3) τοὺς πόδας τῶν μαθητῶν καὶ ἐκμάσσειν τῷ λεντίῳ ᾧ ἦν διεζωσμένος.
Ιω. 13,5 Έπειτα ρίπτει νερό εις την λεκάνην, και ήρχισε να πλύνη τα πόδια των μαθητών και να τα σπογγίζη με την πετσέτα, με την οποία ήτο ζωσμένος.
(1) Και τα χαρακτηριστικά αυτά προδίδουν τον αυτόπτη μάρτυρα.
«Πρόσεχε πώς όχι μόνο με το ότι έπλυνε τα πόδια τους, αλλά και με άλλο τρόπο δείχνει την ταπεινοφροσύνη… βγάζοντας τα ρούχα. Και δεν σταμάτησε μόνο σε αυτά, αλλά ζώστηκε και ποδιά… και ο ίδιος γέμισε τη λεκάνη και δεν πρόσταξε κάποιον άλλον να την γεμίσει, αλλά όλα αυτά τα κάνει ο ίδιος» (Χ), «έτσι ώστε και εμείς όταν διακονούμε (υπηρετούμε) όλα να τα κάνουμε εμείς οι ίδιοι με κάθε προθυμία, έχοντας στραμμένο το βλέμμα μας σε εκείνον, και να μην έχουμε έπαρση» (Ζ).
(2) Υπήρχε πρόχειρη στο δωμάτιο του δείπνου λεκάνη των ποδιών, μεταλλική ή ξύλινη, όπως και σε μας η λεκάνη των χεριών. Για αυτό μπαίνει με άρθρο (b)= η λεκάνη στο δωμάτιο. Η λέξη είναι από αυτές που λέγονται μοναδική φορά και δεν συναντιέται στην ελληνική γραμματεία στη Βιβλική ή την εθνική (β).
(3) Δεν λέγεται με ποια σειρά και ποιου πρώτα έπλυνε τα πόδια.
«Εμένα πάντως μου φαίνεται ότι πρώτου του προδότη έπλυνε τα πόδια» (Χ). Είναι όμως αβέβαιο αυτό. Ο Ωριγένης φρονεί, ότι τελευταίος κατά σειρά υπήρξε ο Πέτρος, ο Αυγουστίνος όμως το αντίθετο φρονεί, ότι το πλύσιμο των ποδιών άρχισε από τον Πέτρο ως κορυφαίο των αποστόλων (χ).
Πάντως ο Κύριος έπλυνε και τα πόδια του Ιούδα. Της πραγματικής και αληθινής χήρας, της αφοσιωμένης στον Κύριο, καθορίζεται ως προσόν και το «αν έπλυνε πόδια αγίων» (Α΄Τιμ. ε 10). Αλλά ο Κύριος εδώ έπλυνε τα πόδια αμαρτωλού, του χειρότερου των αμαρτωλών, αυτού που σχεδίαζε να προδώσει εκείνον, ο οποίος τόση στοργή και συγκατάβαση έδειχνε μέχρι την τελευταία στιγμή σε αυτόν τον αχάριστο.
Ιω. 13,6 ἔρχεται οὖν(1) πρὸς Σίμωνα Πέτρον, καὶ λέγει αὐτῷ ἐκεῖνος· Κύριε, σύ μου(2) νίπτεις τοὺς πόδας(3);
Ιω. 13,6 Έρχεται, λοιπόν, και προς τον Σίμωνα Πέτρο και λέγει εις αυτόν εκείνος• Κύριε, συ ο Διδάσκαλος και ο Κύριος θα μου πλύνης τα πόδια;
(1) Το φυσικότερο είναι να θεωρήσουμε, ότι άρχισε ο Κύριος να πλένει από άλλον μαθητή, «έπειτα ήλθε προς τον Πέτρο» (Ζ).
«Διότι είναι ευκολότερο να καταλάβουμε έτσι τα λόγια του ευαγγελίου, διότι αφού είπε (στο σ. 5) άρχισε να πλένει και να σκουπίζει με την ποδιά που ήταν ζωσμένος, τότε προσθέτει «έρχεται λοιπόν προς τον Σίμωνα Πέτρο, σαν να είχε ήδη πλύνει τα πόδια κάποιων και μετά από αυτούς ήλθε τώρα στον Πέτρο» (Αυ). Παρόλ’ αυτά μπορεί να συμβιβαστεί η φράση και με την εκδοχή, ότι από τον Πέτρο άρχισε= «Όταν λοιπόν άρχισε να πλένει τα πόδια των μαθητών, ήλθε σε αυτόν, από τον οποίο άρχισε, δηλαδή στον Πέτρο» (Αυ).
Άρχισε να πλένει και έτσι (=οὖν) ήλθε στον Πέτρο. Πιθανότερη η πρώτη εκδοχή.
(2) Με πολλή έμφαση. «Πρόσεχε λοιπόν και του Πέτρου τα λόγια πόση έμφαση έχουν» (Θφ). «Εσύ, ο υιός του Θεού» (Ζ), εμένα του αμαρτωλού και ανάξιου «εμένα του δούλου, του αμαθή» (Θφ).
«Περιέβαλε μάλλον τον Δεσπότη με εξαιρετική τιμή και επέδειξε την ευλάβεια που άρμοζε σε δούλο και μαθητή… και αφού έλαβε συναίσθηση της δικής του αναξιότητας και κατεπλάγη από το αξίωμα αυτού που ερχόταν μπροστά του, φώναξε· Κύριε εσύ μου πλένεις τα πόδια;» (Β).
(3) Προσφέροντας σε μένα υπηρεσία, η οποία ακόμη και μεταξύ των θνητών ανθρώπων ανατίθεται στους δούλους; (ο). «Δεν πλένεις τα χέρια ούτε άλλο πιο έντιμο μέλος, αλλά τα πόδια, το τελευταίο όλων, αυτό που περισσότερο από όλα βρωμίζεται;» (Θφ).
«Το είπε αυτό με έκπληξη και πάρα πολλή ευλάβεια» (Ζ). Παρόλ’ αυτά «ήταν μέγιστη θρασύτητα το να αντιλέγει ο δούλος στον Κύριό του, τα πλάσμα στο Θεό του» (Αυ). Σημείωσε, ότι ο Χριστός συγκαταβαίνει σε μας. Και οι συγκαταβάσεις του είναι τόσο μεγάλες ώστε, όταν σοβαρά τις μελετάμε προκαλούν σε μας εντύπωση, απορία και κατάπληξη.
Ιω. 13,7 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὃ ἐγὼ(1) ποιῶ(2), σὺ(1) οὐκ οἶδας ἄρτι, γνώσῃ δὲ μετὰ ταῦτα(3).
Ιω. 13,7 Απήντησε ο Ιησούς και του είπε• τι σημαίνει αυτό, το οποίον εγώ κάμνω, δεν το καταλαβαίνεις τώρα, θα το γνωρίσης και θα το εννοήσης ύστερα από αυτά.
(1) Ζωηρή αντίθεση που ανταποκρίνεται στην έννοια των «συ» και «μου» (που είπε ο Πέτρος) που προηγήθηκαν.
(2) «Αυτό που εγώ διδάσκω με αυτό το πράγμα» (Ζ), «την ωφέλεια της διδασκαλίας και πώς είναι ικανό να σας οδηγήσει σε κάθε ταπεινοφροσύνη» (Χ), την έννοια ή τη σημασία αυτού του οποίου εγώ πράττω (ο). Ο σιναϊτικός γράφει: α εγώ ποιώ.
(3) «Όταν δηλαδή θα το εξηγήσει πιο αναλυτικά» (Κ). «Διότι όχι σε πολλή ώρα [στους στίχους 13-17] θα πει για αυτό, ότι «Αν εγώ έπλυνα…» (Ζ).
Ή, λιγότερο πιθανή εκδοχή «Μετά από αυτά· πότε; Όταν στο δικό μου όνομα θα βγάλεις δαιμόνια, όταν θα με δεις να αναλαμβάνομαι στους ουρανούς, όταν από το Πνεύμα θα μάθεις ότι κάθομαι στα δεξιά, τότε θα καταλάβεις αυτό που τώρα γίνεται» (Χ). «Διότι τότε θα μάθεις ποιος όντας, τι έργο έκανα και γιατί;» (Ζ).
Ο Κύριός μας πράττει πολλά, των οποίων την έννοια και σημασία ούτε αυτοί οι μαθητές του δεν μπορούν να καταλάβουν αμέσως αλλά αντιλαμβάνονται αυτήν έπειτα. Τι έκανε ο Κύριος όταν έγινε άνθρωπος για μας και τι πέτυχε όταν έγινε για χάρη μας «σκουλήκι και όχι άνθρωπος, όνειδος ανθρώπων και περιφρόνηση λαού». Τι έπραξε όταν ζούσε τη δική μας ζωή, όταν έγινε άνθρωπος, και τι όταν θυσίασε τη ζωή του αυτή, όλα αυτά, όταν έγιναν, ήταν ακατανόητα στους μαθητές, έγιναν όμως γνωστά από αυτούς ύστερα από αυτά. Οι επακόλουθες ενέργειες τα θείας Πρόνοιας εξηγούν τις προηγούμενες ενέργειές της. Και βλέπουμε μετέπειτα, πού απέβλεπαν και ποια ωφέλεια επέφεραν γεγονότα, τα οποία όταν μας συνέβαιναν, θεωρούνταν από μας σταυρός ανυπόφορος.
Ιω. 13,8 λέγει αὐτῷ Πέτρος· οὐ μὴ νίψῃς(1) τοὺς πόδας μου εἰς τὸν αἰῶνα(2). ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐὰν μὴ νίψω σε(3), οὐκ ἔχεις μέρος μετ᾿ ἐμοῦ(4).
Ιω. 13,8 Λέγει εις αυτόν ο Πέτρος• ποτέ στον αιώνα τον άπαντα δεν θα δεχθώ να μου πλύνης εσύ τα πόδια. Απήντησεν εις αυτόν ο Ιησούς• εάν δεν σου πλύνω τώρα τα πόδια, δεν είναι δυνατόν να έχεις πλέον μέρος μαζί μου.
(1) Η γλυκύτητα με την οποία απάντησε ο Ιησούς ενθάρρυνε τον Πέτρο και ενώ προηγουμένως είχε προβάλλει με κάποιο δισταγμό το ερώτημα, τώρα αρνείται κατηγορηματικά. Εάν η άρνηση αυτή του Πέτρου προέρχεται από μετριοφροσύνη, είναι όμως όχι λιγότερο αληθινό ότι η μετριοφροσύνη αυτή δεν είναι απαλλαγμένη από προσωπικό θέλημα και αλαζονεία (g).
«Ενώ οι υπόλοιποι μαθητές εμπιστεύτηκαν τον εαυτό τους στον Ιησού, και σε τίποτα δεν του αντιμίλησαν, αυτός (ο Πέτρος), με όσα λέει, αν και φάνηκε ότι σωστά μπήκε μπροστά, όχι μόνο τον Ιησού κατηγορεί ότι παράλογα άρχισε να πλένει τα πόδια των μαθητών, αλλά και τους συμμαθητές. Διότι αν αυτός μεν, όπως νόμισε, έκανε το σωστό με το να θέλει να εμποδίζει, εκείνοι όμως δεν είδαν αυτό, κατηγόρησε και εκείνους ότι δεν έκαναν το σωστό που παρέδωσαν τα πόδια τους στον Ιησού» (Ω).
Όταν είπε ο Ιησούς «θα καταλάβεις μετά από αυτά», «δεν είπε ο Πέτρος· Δίδαξέ με, για να αφήσω, αλλά είπε αυτό που ήταν πολύ πιο έντονο, ούτε να μάθει ανεχόταν, αλλά αρνείται πάλι λέγοντας, Δεν θα μου πλύνεις τα πόδια» (Χ). «Αν και έλεγε αυτό στον διδάσκαλο με υγιή πρόθεση και γεμάτη σεβασμό, το έλεγε όμως κατά τρόπο βλαβερό για τον εαυτό του» (Ω).
(2) «Αντί να πει ποτέ» (Ζ).
(3) «Αν δεν καταδεχτείς, λέει, το παράδοξο αυτό και ασυνήθιστο μάθημα της ταπεινοφροσύνης…» (Κ).
Η άρνηση του Πέτρου να δεχτεί τν ταπεινωτική υπηρεσία, την οποία ο Κύριος τού προσφέρει, ισοδυναμεί με απόρριψη του πνεύματος του έργου του και με απόφαση να εμμείνει ο Πέτρος στην αγάπη του σαρκικού μεγαλείου, από την οποία ο Ιησούς με την πράξη του αυτή ζητούσε να καθαρίσει τους μαθητές του (g).
(4) «Δεν θα βρεις θέση και κληρονομιά μαζί μου» (Κ). Έχω μέρος μαζί με κάποιον ή είμαι συμμέτοχός του, σημαίνει συμμετέχω στο έργο του και τελικά στην αμοιβή του (β)· σημαίνει την συμμετοχή του κατώτερου στα κέρδη, τα πλούτη, τη δόξα του αρχηγού του (g). «Επειδή από πολλή αγάπη ο Πέτρος επέμενε, από αυτήν πείθει αυτόν» (Ζ), απειλώντας «αυτό που κατεξοχήν ο Πέτρος φοβόταν και έτρεμε, το να αποκοπεί από τον ίδιο τον Κύριο» (Χ).
Είναι ευτυχία ανέκφραστη να γίνει κάποιος συμμέτοχος του Χριστού, να λάβει μέρος στα ανεκτίμητα εκείνα προνόμια τα οποία προέρχονται από την ένωση με το Χριστό και από τη στενή σχέση μαζί του. Αυτή είναι η αγαθή μερίδα, της οποίας και μόνης υπάρχει ανάγκη. Για να γίνουμε όμως συμμέτοχοι του Χριστού είναι αναγκαίο ο Κύριος να μας πλύνει. Όλους εκείνους, τους οποίους ο Χριστός κάνει δικούς του, δικαιώνει και αγιάζει αυτούς, και με την δικαίωση και τον αγιασμό αυτόν συντελείται το πλύσιμό τους. Εάν δεν υποβληθούν σε αυτό το πλύσιμο που διενεργεί ο Κύριος, είναι αδύνατον να έχουν μέρος μαζί του. Στην αγάπη του ο Κύριος επιζητά και αξιώνει να καθαρίσει τους αμαρτωλούς συγκαταβαίνοντας στην αθλιότητά τους έτσι ώστε με το Πνεύμα του, όταν αυτοί δεν αντιστέκονται, να τους λευκάνει περισσότερο από το λευκό μαλλί και το χιόνι.
Ιω. 13,9 λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος(1)· Κύριε, μὴ τοὺς πόδας μου μόνον(2), ἀλλὰ καὶ τὰς χεῖρας καὶ τὴν κεφαλήν(3).
Ιω. 13,9 Λέει εις αυτόν ο Σίμων Πέτρος• Κύριε, τότε πλύνε μου όχι μόνον τα πόδια, αλλά και τα χέρια και το κεφάλι.
(1) «Και όταν αρνείται [ο Πέτρος] είναι σφοδρός και όταν δέχεται γίνεται σφοδρότερος· και τα δύο όμως από αγάπη» (Χ).
«Διότι και η άρνηση οφείλεται στο ότι τιμά πάρα πολύ τον Κύριο, και το ότι δέχεται οφείλεται στο ότι δεν θέλει να χωριστεί από αυτόν» (Θφ).
Η απειλή του Κυρίου «υποτάσσει τον Πέτρο και τον κάνει να ζητά περισσότερο αυτό που πριν αρνιόταν, και να προσφέρει τόση ικεσία, όση προηγουμένως πρόσφερε άρνηση, ή μάλλον και περισσότερη» (Ζ).
Η μετάπτωση αυτή του Πέτρου παρουσιάζεται σύμφωνη με τον όλο του χαρακτήρα, όπως περιγράφεται σε μας από τους συνοπτικούς. Η τέλεια αυτή συμφωνία των διασκορπισμένων εδώ και εκεί χαρακτηριστικών αυτών και η γεμάτη ζωή εικόνα που ξεπηδά από αυτά αποδεικνύουν αξιοθαύμαστα την πλήρη πραγματικότητα της ευαγγελικής ιστορίας (g).
«Καταλαβαίνοντας δηλαδή [ο Πέτρος] και του Σωτήρα την αξία και τη μικρότητα της δικής του φύσης, αρνιόταν μεν στην αρχή. Όταν όμως έμαθε τη βλάβη, αμέσως τρέχει στο να θέλει αυτό που ήθελε αυτός που είχε την εξουσία (ο Κύριος)» (Κ).
Οι αγαθοί άνδρες, όταν βλέπουν την πλάνη τους, δεν επιμένουν σε αυτήν, αλλά σπεύδουν να την ομολογήσουν και να επανορθώσουν κάθε κακή συνέπεια από αυτήν.
(2) «Αν πρόκειται, λέει, να ξεπέσω… από την κοινωνία με εσένα και να βρίσκομαι κάπου μακριά από τα ελπιζόμενα αγαθά, αν δεν συμφωνήσω με σένα και πλύνω τα πόδια, τότε θα σου προσφέρω και τα υπόλοιπα μέλη» (Κ), δηλαδή και τα χέρια και το κεφάλι. Ο χωρισμός από το Χριστό είναι το φοβερότερο κακό στα μάτια όλων εκείνων, οι οποίοι φωτίστηκαν ώστε να διακρίνουν τις πνευματικές αξίες και να εκτιμούν αυτές.
(3) Ο Πέτρος δεν κατάλαβε ακόμη την έννοια της πράξης αυτής του διδασκάλου του. Φαντάζεται τώρα ότι το πλύσιμο για το οποίο ο Κύριος μιλούσε αφορούσε στον καθαρισμό του σώματος, ή το πολύ θεωρεί αυτό ως σύμβολο πνευματικού καθαρισμού. Για αυτό και απαντά έτσι (β). Όλοι εκείνοι, οι οποίοι αληθινά ποθούν να καθαριστούν πνευματικά και να αγιαστούν, επιθυμούν να καθαριστούν και να αγιαστούν εξ’ ολοκλήρου και να έχουν όλο τον εσωτερικό τους άνθρωπο με όλες του τις δυνάμεις άμεμπτο και ολοτελώς αγιασμένο (Α΄ Θεσ. ε 23).
Ιω. 13,10 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὁ λελουμένος(1) οὐ χρείαν ἔχει ἢ τοὺς πόδας(2) νίψασθαι, ἀλλ᾿ ἔστι καθαρὸς ὅλος(3)· καὶ ὑμεῖς καθαροί ἐστε(4), ἀλλ᾿ οὐχὶ πάντες(5).
Ιω. 13,10 Του λέγει ο Ιησούς• εκείνος που είναι λουσμένος εις ολόκληρον το σώμα, δεν έχει ανάγκην παρά μόνον τα πόδια να πλύνη, διότι είναι καθαρός κατά το υπόλοιπον σώμα. Και σεις, είσθε καθαροί, αλλά όχι όλοι.
(1) Συχνά το λούω χρησιμοποιείται για να δηλώσει πλύσιμο του όλου σώματος (Λευϊτ. ιδ 9,ιστ 4,ιζ 16,Αριθμ. ιθ 7,Δευτερ. κγ 11,Πράξ. θ 37). Οι καλεσμένοι συνήθιζαν πριν έλθουν στο γεύμα ή το δείπνο να παίρνουν λουτρό, και όταν έφταναν στο σπίτι, που ήταν καλεσμένοι, είχαν ανάγκη να πλύνουν μόνο τα πόδια. Στη συνήθεια αυτή αναφερόμενος και ο Κύριος υπενθυμίζει στον Πέτρο, ότι πλανιόταν φανταζόμενος, ότι το πλύσιμο των ποδιών από τον Διδάσκαλο απέβλεπε σε σωματικό καθαρισμό.
(2) Τα οποία πλένονται τελευταία από το υπόλοιπο σώμα, αλλά λερώνονται πρώτα (b). Υπάρχει και η γραφή «ει μη τους πόδας».
(3) «Επειδή είναι ήδη λουσμένος» (Ζ). Το καθαρός συχνά λέγεται για εξωτερική καθαριότητα (Ματθ. κγ 26,κζ 59). Στη συνέχεια εδώ λέγεται προφανώς για να δηλώσει πνευματική καθαρότητα («εσείς είστε καθαροί»), όπως και στο ιε 3, όπου πάλι για τρίτη και τελευταία φορά συναντιέται στον Ιωάννη (β). Και εδώ η λέξη μπορεί να εκληφθεί με διπλή έννοια. Ο Ιησούς μεταφέρεται αμέσως, όπως και στο διάλογο με τη Σαμαρείτιδα από το υλικό πεδίο στο πνευματικό. Και λέει, ότι όπως μετά το πρωινό του λουτρό ο καθένας θεωρεί τον εαυτό του καθαρό για ολόκληρη την ημέρα και περιορίζεται στο να πλύνει τα πόδια, όταν επιστρέφει από έξω, για να καθαρίσει τις ακαθαρσίες που από την πορεία τυχόν κόλλησαν στα πόδια, έτσι και εκείνος, ο οποίος προσκολλήθηκε σοβαρά στον Ιησού, χωρίστηκε μια για πάντα από την αμαρτία, και δεν έχει ανάγκη να καθαριστεί ξανά ολόκληρος, αλλά μόνο μερικώς να καθαρίζεται από τους ελαφρούς μολυσμούς στους οποίους από συναρπαγή γλιστράει (g).
«Με άλλα λόγια στο άγιο βάπτισμα ο άνθρωπος λούστηκε ολόκληρος· και όμως, για όσο θα ζει έπειτα στην ανθρώπινη αυτή κατάσταση, δεν μπορεί να μην πατά πάνω στο έδαφος με τα πόδια του. Τα ανθρώπινα λοιπόν συναισθήματά μας, τα οποία είναι αχώριστα από την επίγεια θνητή ζωή μας, μοιάζουν με πόδια, με τα οποία ερχόμαστε σε επαφή με τα ανθρώπινα· έτσι ώστε αν πούμε, ότι δεν έχουμε αμαρτία, πλανούμε τους εαυτούς μας. Για αυτό κάθε μέρα αυτός που προσεύχεται για μας (Ιησούς) πλένει τα πόδια μας και εμείς έχουμε ανάγκη κάθε μέρα να πλένουμε τα πόδια μας» (Αυ).
Δες ποια είναι η ενίσχυση και τα προνόμια εκείνων, οι οποίοι μπήκαν στην κατάσταση της δικαίωσης. Έχουν λουστεί από τον Χριστό και έχουν καθαριστεί από κάθε μολυσμό. Και αν στο μεταξύ γλιστρίσουν, αρκεί η μετάνοιά τους να διατηρήσει αυτούς στην κατάσταση της δικαιοσύνης. Παρόλο που έχουμε ανάγκη να μετανοούμε κάθε μέρα διότι κάθε μέρα αμαρτάνουμε, όμως τα χαρίσματα του Θεού είναι αμεταμέλητα.
(4) «Επειδή ήδη καθαριστήκατε από την διδασκαλία, την οποία σας δίδαξα και αποβάλατε κάθε κακία και πονηρία» (Ζ).
«Δεν ήταν ακόμη απαλλαγμένοι από τα αμαρτήματα, ούτε είχαν αξιωθεί του Πνεύματος… αφού η κατάρα του χειρογράφου παρέμενε, μιας και το θύμα δεν είχε οδηγηθεί ακόμη στη θυσία… Επειδή λοιπόν απέρριψαν από την ψυχή τους κάθε πονηρία και βρίσκονταν κοντά του με ειλικρινή διάθεση, για αυτό λέει σύμφωνα με τον προφητικό λόγο (Ησαΐου α 16) «ο λουσμένος είναι ήδη καθαρός». Διότι εκεί δεν εννοεί το Ιουδαϊκό λουτρό με νερό, αλλά τον καθαρμό της συνείδησης» (Χ).
«Δεν χρειάζεστε λοιπόν να καθαριστείτε, από αυτά από τα οποία καθαριστήκατε, αλλά να πλύνετε μόνο τα πόδια» (Ζ). «Επομένως και αυτοί επειδή με κάθε ακακία και αδολότητα ήταν μαζί με τον Χριστό, πολύ λογικά ονομάζονται από τον Κύριο λουσμένοι και καθαροί» (Θφ).
(5) «Είναι μεν κρυμμένο αυτό που λέει, κάνει όμως ωφέλιμο στον προδότη τον έλεγχο. Διότι αν και δεν το είπε με σαφήνεια… αλλά μέσα στον καθένα υπήρχε η συνείδηση που δίκαζε και κέντριζε αυτόν που αμάρτησε» (Κ).
Ακόμη και μεταξύ των μαθητών του Χριστού, των στενότατα συνδεδεμένων με το έργο του, υπάρχουν μερικοί οι οποίοι δεν είναι καθαροί. Ο Κύριος γνωρίζει ποιοι είναι δικοί του και ποιοι δεν είναι (Β΄Τιμ. β 19). Το μάτι του Χριστού μπορεί να χωρίσει τα πολύτιμα από τα ευτελή, τα καθαρά από τα ακάθαρτα.
Ιω. 13,11 ᾔδει γὰρ(1) τὸν παραδιδόντα(2) αὐτόν· διὰ τοῦτο εἶπεν(3)· οὐχὶ πάντες καθαροί ἐστε.
Ιω. 13,11 Και είπεν ο Κύριος ότι δεν είσθε καθαροί όλοι, διότι εγνώριζε εκείνον ο οποίος έμελλε να τον παραδώση.
(1) Δείχνει τον λόγο για τον οποίο δεν ήταν καθαροί όλοι.
(2) Ο ενεστώτας υποδηλώνει, ότι η κίνηση για προδοσία είχε ήδη αρχίσει (β). Έτσι ο υπαινιγμός αυτός του Κυρίου αποτελούσε την πρώτη αποκάλυψη της προδοσίας του Ιούδα από όσες έγιναν κατά τη διάρκεια του δείπνου. Εκφράζοντας έτσι τη λύπη, την οποία του προκαλούσε η σκέψη του εγκλήματος αυτού, καταβάλλει ο Κύριος ύστατη προσπάθεια για επιστροφή του Ιούδα σε μετάνοια (g).
«Διότι γνώριζε αυτόν που θα τον παρέδιδε ότι δεν ήταν καθαρός· πρώτον μεν επειδή δεν τον ένοιαζε για τους φτωχούς, αλλά ήταν κλέφτης· ύστερα όμως επειδή, όταν έγινε το δείπνο, ο διάβολος είχε ήδη μπει στην καρδιά του για να παραδώσει αυτόν, ο Ιούδας Σίμωνος Ισκαριώτης δεν έδιωξε αυτό που μπήκε μέσα του» (Ω).
Παρόλ’ αυτά «αν και ήξερε ότι δεν ήταν αγαθός απέναντί του ούτε ευγνώμων μαθητής, αλλά εγκυμονούσε από τη μία το δηλητήριο από την διαβολική πικρία, μελετούσε από την άλλη προσεχτικά με ποιο τρόπο θα τον παραδώσει, τον τίμησε σε ίσο βαθμό με τους άλλους… φυλάγοντας μέχρι το κάθετί τα της δικής του αγάπης… και έπλυνε και τα πόδια του, καθιστώντας αδικαιολόγητη την ασέβειά του, ώστε να φανεί ότι η αποστασία ήταν καρπός της πονηρίας που φώλιαζε μέσα του» (Κ).
(3) Η επανάληψη αυτή αποβλέπει στο να προσδώσει έμφαση στην εξαίρεση του Ιούδα από τον αριθμό των καθαρών από την αμαρτία (ο). Του Ιούδα τα πόδια πλύθηκαν και καθαρίστηκαν όπως και του Πέτρου. Αλλά έμεινε αυτός εντελώς ξένος από το πνεύμα που αναγεννά την καρδιά, του οποίου το πλύσιμο των ποδιών ήταν απλός τύπος. Προσερχόμαστε όλοι στο μυστήριο του Δείπνου, μετέχουμε όλοι των ίδιων καθαγιασμένων στοιχείων, αλλά πόσοι βγαίνουν καθαροί από το τραπέζι του Κυρίου; (μ).
Ιω. 13,12 Ὅτε οὖν(1) ἔνιψε τοὺς πόδας αὐτῶν(2) καὶ ἔλαβε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ(3), ἀναπεσὼν πάλιν(4) εἶπεν αὐτοῖς· γινώσκετε τί πεποίηκα ὑμῖν(5);
Ιω. 13,12 Όταν, λοιπόν, έπλυνε τα πόδια των και ξαναφόρεσε τα εξωτερικά του ενδύματα, κάθισε πάλιν κοντά στο τραπέζι και τους είπε• γνωρίζετε τι νόημα έχει αυτό, το οποίον έκαμα εις σας;
(1) Ξαναπιάνει ο ιερός ευαγγελιστής την διήγηση του πλυσίματος των ποδιών που διακόπηκε με τους στίχους 6-11 (κ).
(2) Το αυτών υποδηλώνει ότι έπλυνε τα πόδια όλων (β).
(3) Τα οποία κατά τον στίχο 4 είχε βγάλει.
(4) Πήρε πάλι τη θέση του, την οποία καθισμένος είχε στο τραπέζι. Το ρήμα λέγεται και με την έννοια της αιφνίδιας και γρήγορης κίνησης (ο). Υπάρχει και η γραφή: τους πόδας αυτών έλαβε… και ανέπεσε.
(5) «Ή πρέπει να το διαβάσουμε ως ερώτηση, για να φανερώσει το μέγεθος αυτού που έγινε· ή σε προστακτική, για να διεγείρει το νου τους, έτσι ώστε με το να τους κάνει να προσέξουν την πράξη αυτή, να την καταλάβουν» (Ω). Μάλλον ερωτηματικά. «Αντί να πει, Καταλάβατε την αιτία και το σκοπό αυτού που έγινε;» (Θμ). «Όχι πλέον προς τον Πέτρο μόνο, αλλά προς όλους μιλά» (Χ). Καταλαβαίνετε το μάθημα, το οποίο η πράξη μου αυτή αποσκοπούσε να σας διδάξει; (ο).
«Τους ρωτά ενώ αγνοούν, για να προκαλέσει την προσοχή· μετά δηλαδή την πράξη, θέλει λοιπόν να διδάξει αυτό που αγνοείται» (Ζ).
«Ήδη ο μακάριος Πέτρος έχει εκπληρωμένη την υπόσχεση… την οποία πήρε με την απάντηση… θα μάθεις μετά από αυτά (στίχοι 7,8). Εδώ είναι εκείνο το «μετά από αυτά». Τώρα είναι ο καιρός να πει αυτό που προ ολίγου ανέβαλε… Και αρχίζει ήδη να δείχνει στους μαθητές, τι ήταν εκείνο, το οποίο έπραξε» (Αυ).
Παρόλ’ αυτά ο ακόλουθος σύντομος διάλογος δεν αποσαφηνίζει εξ’ ολοκλήρου στις παχυλές διάνοιες των μαθητών τη σημασία της πράξης αυτής του Κυρίου. Η πλήρης σημασία και έννοιά της θα κατανοηθεί από τους μαθητές μετά το θάνατο και την ανάσταση του Κυρίου, όταν αυτοί θα πάρουν το Πνεύμα της αλήθειας (χ).
Ιω. 13,13 ὑμεῖς φωνεῖτέ με(1), ὁ Διδάσκαλος(2) καὶ ὁ Κύριος(3), καὶ καλῶς λέγετε· εἰμὶ γάρ(4).
Ιω. 13,13 Σεις με ονομάζετε, ο Διδάσκαλος και ο Κύριος και καλά λέτε. Διότι πράγματι είμαι.
(1) «Εσείς με ονομάζετε έτσι» (Ζ). «Αποδέχεται τη γνώμη τους» (Χ) και έτσι «έκανε τον λόγο να μην προκαλεί κάποια ενόχληση· και προσθέτοντας ότι ε ί μ α ι, βεβαίωσε αυτές τις ονομασίες και απέδειξε ότι λέγονται όχι χαριστικά, αλλά αληθινά» (Ζ).
(2) Η ονομαστική πτώση ή λέγεται αντί για κλητική (β) ή πρέπει να ερμηνευτεί Εσύ ο Διδάσκαλος και ο Κύριος (g). Πριν τα χρόνια του Χιλλέλ δεν υπήρχε σε χρήση ο τίτλος αυτός του Ραββί ή Διδασκάλου, όπως φαίνεται από το ότι οι προγενέστεροι του Χιλλέλ διδάσκαλοι αποκαλούνται με γυμνό το όνομά τους (Lightfoot,Hor. Herb. On Matt κγ 8). Οπότε έχει μέσα της ειδική βαρύτητα η αντίθεση του Ιησού εναντίον του τίτλου αυτού (Ματθ. κγ 8-10) και κατά των άλλων τίτλων πατέρας, καθηγητής, κύριος, οι οποίοι παρομοίως χρησιμοποιούνταν, αν και όχι τόσο ευρέως και επίσημα (C).
Ο Χριστός είναι ο διδάσκαλός μας, που μας διδάσκει όλες τις σωτηριώδεις αλήθειες, ο οποίος κατέχει όπως κανείς ποτέ άλλος το προφητικό αξίωμα και αποκαλύπτει σε μας το θέλημα του Θεού. Συγχρόνως ο Κύριός μας έχει εξουσία απόλυτη πάνω μας και κυριαρχικά δικαιώματα απεριόριστα, διότι είμαστε πλάσματά του, αλλά και ιδιοκτησία του που εξαγοράστηκε με το αίμα του.
(3) «Εξηγεί εκ των προτέρων το δικό του αξίωμα και, παρουσιάζοντας τη δόξα που έχει από τη φύση του, φέρνει σε δύσκολη θέση με την πράξη του αυτόν που επιζητεί τη δόξα» (Κ). Και ο μεν τίτλος Διδάσκαλος αναφέρεται στη διδασκαλία, ενώ ο Κύριος στην κυριαρχία του Ιησού σε ολόκληρη την ζωή των δούλων του (g). Η τοποθέτηση και των δύο μαζί και μάλιστα με άρθρο προσδίδει ιδιαίτερη έννοια σε αυτούς.
Διότι «κανείς βεβαίως δεν θα κατηγορούσε αυτόν (τον Ιησού) όταν ονόμαζε τον εαυτό του Διδάσκαλο, έστω και αν δεν πίστευε αυτόν παρά μόνο ως απλό άνθρωπο. Αλλά το να ονομάζει τον εαυτό του και Κύριο των μαθητών του, ποιός θα ανεχόταν αυτό για απλό άνθρωπο; Αλλά αυτός που μιλά είναι Θεός» (Αυ).
«Διότι η ονομασία «Κύριος» δεν είναι απλό όνομα τιμής, όπως ακριβώς σε εμάς (που λεγόμαστε μεν κύριοι) αλλά παραμένουμε δούλοι στη φύση μας… αλλά είναι από τη φύση του Κύριος, αφού εξουσιάζει τα πάντα ως Θεός. Είναι επίσης από τη φύση του και διδάσκαλος. Διότι κάθε σοφία είναι από τον Κύριο και κάθε σύνεση από αυτόν» (Κ).
(4) «Για να μη φανεί ότι τα λόγια του λέγονται για ευχαρίστησή τους, προσθέτει· Διότι είμαι» (Χ).
«Υπάρχει ένα παράγγελμα που απευθύνθηκε προς τους ανθρώπους· Να σε εγκωμιάζει ο διπλανός σου και όχι το δικό σου στόμα. Διότι η αυταρέσκεια είναι επικίνδυνη για αυτόν που προσέχει τον εαυτό του να μην πέσει σε αλαζονεία. Αλλά Εκείνος, ο οποίος είναι υπεράνω όλων, οσοδήποτε και αν συστήσει τον εαυτό του, είναι αδύνατον να υψώσει τον εαυτό του πάνω από την πραγματική του αξία. Ούτε μπορεί ο Θεός δίκαια να χαρακτηριστεί αλαζόνας. Διότι είναι δική μας ωφέλεια να γνωρίσουμε αυτόν, όχι δική του. Ούτε πάλι μπορεί κάποιος να γνωρίσει αυτόν, αν αυτός ο ίδιος δεν αποκαλύψει τον εαυτό του. Εάν λοιπόν απείχε από το να συστήσει τον εαυτό του, για να αποφύγει δήθεν την αλαζονεία, θα αρνιόταν σε μας την δυνατότητα να τον γνωρίσουμε» (Αυ).
Ιω. 13,14 εἰ οὖν ἐγὼ(1) ἔνιψα ὑμῶν τοὺς πόδας(2), ὁ Κύριος καὶ ὁ Διδάσκαλος(3), καὶ ὑμεῖς ὀφείλετε(4) ἀλλήλων νίπτειν τοὺς πόδας(5).
Ιω. 13,14 Εάν, λοιπόν, εγώ, ο Κύριος και ο Διδάσκαλος, έπλυνα τα πόδια σας, οφείλετε και σεις να πλένετε ο ένας του άλλου τα πόδια.
(1) «Από εδώ λοιπόν κάνει συλλογισμό» (Ζ). Χρησιμοποιεί επιχείρημα από το ισχυρότερο (a fortiori).
(2) «Και δεν είπε (τα πόδια) των δούλων, των αγραμμάτων και αμαθών, αλλά άφησε αυτό να το συλλογίζονται» (Θφ).
(3) Η έννοια του συλλογισμού: «Όταν λοιπόν εγώ, ο μέγας στη δόξα και τόσο μεγάλος δεν φαίνομαι να δίστασα να κατέβω σε αυτήν την τόσο μικροπρεπή ταπείνωση, ώστε να πλύνω ακόμη και τα πόδια σας· πώς θα αρνηθείτε να κάνετε και σεις αυτό μεταξύ σας;» (Κ).
(4) «Φυσιολογικά έπρεπε να πει· Πόσο μάλλον εσείς οι δούλοι;» (Χ). «Αλλά δεν είπε ότι Εάν εγώ, ο εκ φύσεως κύριος, έπλυνα τα πόδια σε εσάς, που από τη φύση σας είστε δούλοι, πολύ περισσότερο εσείς, οι ομόδουλοι, οφείλετε να πλένετε τα πόδια μεταξύ σας… Αλλά αφού δήλωσε αυτά με τα έργα, άφησε τη διάκριση αυτών στη συνείδηση των ακροατών» (Ζ).
(5) Το παράγγελμα δεν πρέπει να εκληφθεί κατά λέξη. Συμβολίζει προφανώς την αδελφική αγάπη και τέλεια συγκατάβαση, τις οποίες οι μαθητές του Κυρίου υποχρεώνονται να εφαρμόζουν μεταξύ τους (F). Οφείλετε «να υπηρετείτε ο ένας τον άλλον με κάθε διακονία (υπηρεσία)» (Θφ). Δεν συνιστά με το παράγγελμα αυτό ο Κύριος κάποια τελετή, σαν αυτήν που από τον δ΄ αιώνα επικράτησε για ανάμνηση του γεγονότος αυτού στην εκκλησία, την ακολουθία του Νιπτήρος κατά την Μ. Πέμπτη.
Αλλά «διδάσκει με αυτά το να μην αγαπά κανείς να υποτιμά τους άλλους από αλαζονεία, αλλα να θεωρεί ότι ο άλλος που είναι δούλος σαν αυτόν, είναι ανώτερος από αυτόν και να τον βάζει πρώτο σε όλα… Διότι τίποτα δεν χωρίζει τόσο και αδελφούς και φίλους, όσο η ασυγκράτητη επιθυμία των άθλιων ασήμαντων τιμητικών διακρίσεων… ενώ με αυτό [το να πλένουν μεταξύ τους τα πόδια] θα περιοριστεί μεν κάθε τρόπος αλαζονείας, και θα φύγει μακριά κάθε είδος κοσμικής φιλοδοξίας» (Κ).
Διδασκόμαστε από το παράδειγμα αυτό του Κυρίου να είμαστε ταπεινοί στην καρδιά, όπως αυτός (Ματθ. ια 29) και να συμπεριφερόμαστε προς όλους με κάθε ταπεινοφροσύνη. Οφείλουμε να έχουμε φρόνημα ταπεινό μεν για τον εαυτό μας, υψηλό δε και τιμητικό για τον πλησίον μας. Το να πλένουμε τα πόδια μεταξύ μας σημαίνει να μην αποφεύγουμε ούτε τις ευτελέστερες και ταπεινοτικότερες υπηρεσίες, τις οποίες επιβάλλει η αγάπη, όταν πρόκειται με αυτές να εξυπηρετήσουμε την πραγματική ωφέλεια του πλησίον, μιμούμενοι σε αυτό τον Παύλο, ο οποίος αν και ήταν ελεύθερος από όλους, υποδούλωσε σε όλους τον εαυτό του, αλλά και τον ίδιο τον Κύριό μας, ο οποίος δεν ήλθε να διακονηθεί, αλλά να διακονήσει.
«Από το να πλένουμε τα πόδια, το οποίο φαίνεται να είναι έσχατη υπηρεσία, συμπεραίνουμε ότι οφείλουμε να τελούμε και τις άλλες, πολύ περισσότερο τις πιο έντιμες» (Θφ). «Διότι ο Θεός μάς κατέστησε τον έναν οφειλέτη του άλλου, κάνοντας ο ίδιος αρχή αυτής της οφειλής και μάλιστα σε οφειλέτες κατώτερης μοίρας. Διότι αυτός μεν ήταν Κύριος. Ενώ εμείς αν το κάνουμε αυτό, το κάνουμε στους συνδούλους μας» (Χ).
Ιω. 13,15 ὑπόδειγμα(1) γὰρ δέδωκα ὑμῖν, ἵνα καθὼς ἐγὼ(2) ἐποίησα ὑμῖν, καὶ ὑμεῖς(2) ποιῆτε(3)·
Ιω. 13,15 Διότι εγώ σας έδωσα ένα τέλειο παράδειγμα, να πράττετε και σεις όπως και εγώ έπραξα εις σας.
(1) Παράδειγμα το οποίο προβάλλεται σε μίμηση (G). Χρησιμοποιείται η λέξη για το ευγενές παράδειγμα του θανάτου του Ελεαζάρου στο Β΄Μακ. στ 28 (β). «Με αυτήν την πράξη έδωσα σε σας υπόδειγμα της ταπείνωσης με αγάπη» (Ζ).
Η μορφή της πράξης ήταν κάτι τυχαίο, που πάρθηκε από τις συνθήκες της στιγμής, και για αυτό ήταν παροδική. Η βαθύτερη ηθική έννοιά της αποτελεί το στοιχείο αυτής το μόνιμο, το οποίο ακριβώς είναι και το υπόδειγμα που προβλήθηκε σε μας από τον Κύριο (g). Υπάρχει και η γραφή: υπόδειγμα γαρ δέδωκα.
(2) «Και όμως δεν είναι το ίδιο· διότι αυτός μεν είναι Διδάσκαλος και Κύριος, ενώ εμείς ομόδουλοι μεταξύ μας» (Χ). «Αυτός μεν ήταν πάνω από κάθε έννοια και λόγο· ενώ εμείς είμαστε γη και στάχτη και τέφρα και σκόνη και αν υπάρχει και κάτι άλλο ευτελέστερο από αυτά» (Ζ). Το «όπως εγώ… έτσι και εσείς» πρέπει να ερμηνευτεί λοιπόν: «με την ίδια προθυμία» (Χ) και ακρίβεια.
Πόσο καλός διδάσκαλος είναι ο Χριστός! Διδάσκει τόσο με το παράδειγμα, όσο και με το λόγο και για αυτόν τον σκοπό ήλθε στον κόσμο, για να μας δώσει υπόδειγμα και κανόνα όλων εκείνων των χαρίτων και των υποχρεώσεων, τις οποίες η αγία του θρησκεία διδάσκει. Και είναι υπόδειγμα χωρίς την παραμικρή έλλειψη ή λανθασμένη απόδοση. Για αυτό έκανε τους νόμους και τη διδασκαλία του περισσότερο κατανοητή και επιβλητική. Ο Χριστός είναι αρχηγός και Κύριος, όπως άλλοτε σε κάποιο βαθμό υπήρξε και ο Γεδεών, ο οποίος είπε στους άνδρες του: «Από μένα θα δείτε και έτσι θα κάνετε… και όπως θα κάνω, έτσι θα κάνετε και σεις» (Κριτών ζ 17)· ή όπως υπήρξε ο Αβιμέλεχ, ο οποίος είπε στο λαό: «Αυτό που είδατε να κάνω, γρήγορα κάντε το όπως εγώ» (Κριτών θ 48).
(3) «Από αγάπη ταπεινούμενοι και υπηρετώντας» (Ζ).
«Μάθαμε ταπείνωση από τον Ύψιστο. Και εμείς λοιπόν ως ταπεινοί ας πράττουμε μεταξύ μας ό,τι Εκείνος, ο Ύψιστος έπραξε στην ταπείνωσή του» (Αυ). «Αναγκαία λοιπόν συμβουλεύει αυτά τους αποστόλους. Επειδή δηλαδή επρόκειτο να απολαμβάνουν τιμή, άλλοι μεν μεγαλύτερη άλλοι δε μικρότερη, για να μην υπερηφανεύονται ο ένας απέναντι στον άλλον, σε όλους γκρεμίζει τα (υψηλά) φρονήματα» (Θφ).
Ιω. 13,16 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν(1), οὐκ ἔστι(2) δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ(3), οὐδὲ ἀπόστολος μείζων τοῦ πέμψαντος αὐτόν(4).
Ιω. 13,16 Σας διαβεβαιώνω, ότι δεν υπάρχει δούλος ανώτερος από τον κύριό του ούτε απεσταλμένος μεγαλύτερος από εκείνον, που τον έστειλε.
(1) Εισάγει με αυτό αλήθεια ειδικής σοβαρότητας.
(2) «Αυτό που είπε παραπάνω, αυτό και εδώ λέει για να τους κάνει να νιώσουν ντροπή» (Χ). «Εάν εγώ ο ασύγκριτα μεγαλύτερος, τόσο ταπεινώθηκα, πολύ περισσότερο εσείς» (Ζ).
(3) «Για όσο είναι δούλος αυτού… Διότι είναι κατωτερότητα το να είναι κανείς δούλος» (Ζ). «Όταν όμως γίνει ανώτερος, τότε ούτε δούλος είναι, ούτε απεσταλμένος» (Θφ). Στο Λουκ. στ 10 λέει «δεν υπάρχει μαθητής πάνω από τον διδάσκαλο». Ο Ματθαίος συνδυάζει και τις δύο μορφές του λόγου, και του Ιωάννη και του Λουκά. Και εδώ το επιχείρημα είναι από το ισχυρότερο.
(4) «Για όσο είναι… απεσταλμένος εκείνου. Διότι είναι κατωτερότητα… και το να στέλνεται κάποιος» (Ζ). Απόστολος κυριολεκτικά είναι ο απεσταλμένος για μεταβίβαση εντολής κάποιου ή για εκτέλεση παραγγελίας (ο). Ο Ιωάννης μόνο εδώ χρησιμοποιεί την λέξη. Κατά τους Συνοπτικούς ο Ιησούς έδωσε τον τίτλο στους δώδεκα (Λουκ. στ 13) και αυτοί ονομάζουν αυτούς έτσι. Ο Ιωάννης ονομάζει αυτούς οι μαθητές ή οι δώδεκα. Πιθανώς εδώ να υπαινίσσεται ειδικά τους δώδεκα (β).
Ιω. 13,17 εἰ ταῦτα(1) οἴδατε(2), μακάριοί ἐστε(3) ἐὰν ποιῆτε(4) αὐτά.
Ιω. 13,17 Εάν καταλαβαίνετε καλά αυτά, θα είσθε μακάριοι, εάν τα εφαρμόζετε.
(1) «Αυτά που ειπώθηκαν» (Ζ).
(2) «Αν μπορείτε να τα καταλάβετε με σαφήνεια» (Κ). Εάν καταλαβαίνετε πλήρως και εκτιμάτε (β).
(3) «Και ο Σωτήρας λοιπόν είπε ότι αυτός που έπραξε και δίδαξε θα αποκληθεί μέγας, και πολύ δίκαια, στη βασιλεία των ουρανών» (Κ). Μακάριοι διότι θα αποκτήσετε πραγματική υπεροχή ενώπιον του Θεού από τώρα και στη μέλλουσα οικονομία (g).
(4) «Διότι δεν αρκεί να ξέρουμε μόνο, αλλά πρέπει και να πράττουμε» (Ζ). «Διότι περισσότερο αξιαγάπητο και αξιοζήλευτο είναι όχι το να γνωρίζουμε την αρετή, αλλά να την εφαρμόζουμε» (Κ).
«Διότι το να γνωρίσουν μεν ανήκει σε όλους, το να πράξουν όμως δεν είναι έργο όλων» (Χ).
Είναι μεν μέγα προσόν να έχουμε γνώση των καθηκόντων μας, αλλά μόνη η γνώση δεν είναι αρκετή να μας κάνει μακάριους. Η γνώση αποτελεί φωτισμό για πράξη και εφαρμογή, αλλιώς αποβαίνει όχι μόνο ανωφελής και μάταιη, αλλά επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τη θέση μας, διότι «μεγαλύτερη καταδίκη θα έχουμε» εφόσον «αν κάποιος ξέρει να κάνει το καλό και δεν το κάνει, είναι αμαρτία σε αυτόν» (Ιακ. δ 17).
Ιω. 13,18 οὐ περὶ πάντων ὑμῶν λέγω(1)· ἐγὼ(2) οἶδα(3) οὓς ἐξελεξάμην(4)· ἀλλ᾿(5) ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ(6), ὁ τρώγων(7) μετ᾿ ἐμοῦ τὸν ἄρτον(8) ἐπῆρεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν πτέρναν αὐτοῦ(9).
Ιω. 13,18 Και αυτά δεν τα λέγω δι' όλους σας. Εγώ ξέρω πολύ καλά ποίας ποιότητος άνθρωποι ήσαν αυτοί τους οποίους εξέλεξα. Εγνώριζα πολύ καλά ότι και ένας ανάξιος εισεχώρησε μεταξύ σας, δια να εκπληρωθή έτσι η προφητεία της Γραφής• Εκείνος που τρώγει συνεχώς μαζή μου ως φίλος το ψωμί στο αυτό τραπέζι, εσήκωσε την πτέρναν του και με εκλώτσησε.
(1) Όταν μιλώ για σας ως μακάριους (b). Λέγοντας αυτά δεν περιμένω, ότι όλοι σας θα τηρήσετε αυτά. «Λέγοντας ότι θα είναι μακάριοι αυτοί που γνωρίζουν μεν το καλό, και προσπαθούν να το κάνουν πράξη, πρόσθεσε αμέσως, Δεν λέω για όλους, υπαινισσόμενος τον προδότη· διότι δεν ανήκει στους αξιοζήλευτους ο θεομίσητος, ούτε θα μπορούσε να καταταχτεί ποτέ μαζί με τους μακάριους αυτός που κατέστησε την ψυχή του ένοχη για τόσο μεγάλη ασέβεια» (Κ).
«Πω, πω μέγεθος ανεξικακίας! Δεν ελέγχει ακόμη τον προδότη, αλλά συγκαλύπτει το πράγμα, δίνοντας έτσι σε αυτόν ευκαιρία για μετάνοια. Και ελέγχει και δεν ελέγχει, λέγοντας τα εξής· Αυτός που τρώει κλπ» (Χ).
«Αν και είπε σε διάφορους καιρούς πολλά παρόμοια, που κεντούσαν μόνο τη συνείδηση του προδότη, και από τη μία δίδασκαν, ότι δεν είναι κρυφή η επιβουλή του, ταυτόχρονα δε πάλι τον καλούσαν σε μετάνοια και διόρθωση, δεν τον έπεισε» (Ζ).
(2) Μπαίνει μπροστά με έμφαση. Εγώ ο Κύριος (b).
(3) «Γνωρίζω ως Θεός» (Ζ). Και εδώ δηλώνεται η υπερφυσική γνώση του Κυρίου. Υπάρχει και η γραφή: Εγώ γαρ οἶδα.
(4) Και η γραφή τίνας εξελεξάμην. Ή, πιο σωστά, αναφέρεται στην εκλογή των 12, όταν και «τον Ιούδα διάλεξε και τον ανέμιξε με τους άλλους μαθητές, χωρίς να αγνοεί ότι και προδότης θα αποδειχτεί και θα πέσει μέσα στα δίχτυα της φιλοκερδείας» (Κ).
«Γνωρίζω ποιος είναι ο καθένας από αυτούς που διάλεξα. Γνωρίζω λοιπόν και ποιος είναι ο Ιούδας και δεν μου είναι κρυφό, το ότι ο διάβολος έχει ήδη βάλει στην καρδιά του τά εναντίον μου» (Ω).
Σημείωσε, ότι υπάρχει ανάμιξη κακών μαζί με τους καλούς στις άριστες κοινωνίες· υπήρξε ένας Ιούδας μεταξύ των αποστόλων και θα εξακολουθεί να γίνεται έτσι έως ότου φτάσουμε στη μακάρια εκείνη κοινωνία, στην οποία τίποτα το ακάθαρτο ή υποκριτικό δεν θα μπει. Ή, λιγότερο πιθανή εκδοχή «Γνωρίζω ποιους διάλεξα να συμμετέχουν μαζί μου στην μακαριότητα. Και ο προδότης Ιούδας δεν είναι από αυτούς τους διαλεγμένους» (Αυ).
«Αν όμως ο Κύριος διάλεξε τον Ιούδα και αυτός έκανε παράβαση, τίποτα δεν σημαίνει αυτό· διότι όταν ήταν καλός αυτός τον διάλεξε και μεταβλήθηκε όπως ο Αδάμ και ο Σαούλ. Διότι ο Θεός δεν αναιρεί το αυτεξούσιο (ελευθερία βούλησης), αλλά επιτρέπει στον καθένα, να κάνει όπως θέλει» (αμ).
(5) Ο λόγος είναι ελλειπτικός. Ή, επίσης διάλεξα και τον Ιούδα για να εκπληρωθεί η γραφή. Ή, αλλά αυτό έγινε για να εκπληρωθεί η γραφή (g). Ή, αλλά επίσης η προδοσία αυτή θα έλθει για να… (β).
(6) Το εκβατικό ἵνα, για το οποίο δες παραπάνω. «Ας μη νομίσει κάποιος ότι για αυτό φτάνουν εις πέρας τα προφητευμένα από τους άγιους προφήτες, για να εκπληρωθούν δηλαδή οι γραφές. Διότι αν είναι αλήθεια αυτό, τίποτα καθόλου δεν θα εμποδίσει αυτούς που αναγκαστικά υπηρέτησαν τις γραμμένες προφητείες, από το να έχουν δικαιολογημένη την αμάρτία, ή μάλλον καλύτερα, να θεωρούν ότι ούτε καν αμάρτησαν. Διότι αν έπρεπε να εκπληρωθούν, θα πει κάποιος, και εκπληρώνονταν με αυτούς, άρα αυτοί μέσω των οποίων εκπληρώθηκαν θα μπορούσαν να είναι ελεύθεροι από κάθε ευθύνη.
Από την άλλη πάλι η θεία γραφή θα φαινόταν λοιπόν οπωσδήποτε και βοηθός της αμαρτίας, καλώντας κατά κάποιο τρόπο αναγκαστικά κάποιους σε εκείνα τα οποία λέγονταν από αυτήν, έτσι ώστε να φτάσει σε τέλος αυτό που είχε παλιά προφητευτεί… Για αυτό λοιπόν, δεν πιστεύουμε ότι για αυτήν την αιτία διαπράχτηκαν τα έργα από κάποιους, για να εκπληρωθούν δηλαδή οι γραφές· αλλά το Πνεύμα μίλησε επειδή προγνώριζε ότι οπωσδήποτε θα γίνουν αυτά που θα συμβούν» (Κ).
(7) Η παράθεση μάλλον κατά το εβραϊκό, οπωσδήποτε όμως όχι από τους Ο΄ από το Ψαλμ. μ 10. «Αυτός που έτρωγε τα ψωμιά μου ύψωσε όσο μπορούσε υψηλότερα την φτέρνα του και κατάφερε εναντίον μου κλωτσιά. Οι μεν Ο΄ λοιπόν έτσι ερμήνευσαν το ρητό από το εβραϊκό· ο Χριστός όμως ερμηνεύοντας το ίδιο ρητό από το ίδιο κείμενο, τα ίδια λέει και αυτός, με άλλες ισοδύναμες λέξεις» (Ζ).
Ο Δαβίδ έγραψε το χωρίο για τον Αχιτόφελ, στενό του φίλο, από τον οποίο αχάριστα προδόθηκε. Δες Β΄ Βασ. ιε 31 και εξής. Λόγος με διπλό αποτέλεσμα, ο οποίος κατά το θείο σχέδιο επρόκειτο ομοίως να εκπληρωθεί με την προδοσία του Ιούδα (F). Ο Αχιτόφελ από την άποψη αυτή υπήρξε τύπος του Ιούδα (ο).
«Εξηγήθηκε με διαφορετικά λόγια το ρητό από τον τεσσαρακοστό ψαλμό που είναι ως εξής: «καὶ γὰρ ὁ ἄνθρωπος τῆς εἰρήνης μου, ἐφ᾿ ὃν ἤλπισα, ὁ ἐσθίων ἄρτους μου, ἐμεγάλυνεν ἐπ᾿ ἐμὲ πτερνισμόν. (=και ο επιστήθιος φίλος μου, στον οποίον είχα στηρίξει τας ελπίδας μου, αυτός ο οποίος έτρωγε εις την τράπεζάν μου το φάγητόν μου, κατέφερε εναντίον μου μεγάλο λάκτισμα).
Ο Σωτήρας λοιπόν λέει ότι το ρητό αυτό ειπώθηκε για αυτόν και τον Ιούδα· εξ αιτίας αυτού θα αναρωτηθείς πώς ο Ιούδας ήταν άνθρωπος ειρήνης και ο Σωτήρας ήλπισε σε αυτόν. Νομίζω λοιπόν ότι με αυτά δηλώνεται, ότι κάποτε είχε πιστέψει γνήσια… και δεν νομίζω ότι θα του εμπιστευόταν το ταμείο αν ήταν από τη αρχή κλέφτης· ήταν λοιπόν άξιος να του το εμπιστευτεί και του το εμπιστεύτηκε (αν και προγνώρισε ότι θα πέσει)· Και ήταν τόσο πολύ άνθρωπος ειρήνης του Χριστού, ώστε κάποτε ο Ιησούς είχε αγαθές ελπίδες για αυτόν ότι θα είναι καλός απόστολος. Άκου δηλαδή αυτό που λέει «στον οποίο ήλπισα»» (Ω).
(8) «Αυτός που τρέφεται από εμένα, αυτός που απολαμβάνει μαζί μου το τραπέζι, το οποίο ακόμη και τους εχθρούς τους κάνει να ντρέπονται» (Θφ).
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Ιωάννης δεν λέει ο εσθίων αλλά ο τρώγων, λιγότερο συνηθιζόμενη λέξη, την οποία χρησιμοποιεί 4 φορές (στ 54,56,57,58) για την περίπτωση που τρώνε την σάρκα του Κυρίου στη θεία Ευχαριστία. Θα ήταν λοιπόν έξω από τη συνήθειά του να μην χρησιμοποιήσει αυτήν προκειμένου για το φαγητό στο μυστικό δείπνο (β). Το να τρώει κάποιος άρτο στο τραπέζι κάποιου ανώτερου θεωρούνταν ταυτόσημο με το να παίρνει δείγμα και εγγύηση εμπιστοσύνης, και να παρέχει υπόσχεση πίστης και αφοσίωσης (Β΄ Βασιλ. θ 7,14,Δ Βασιλ. κε 29)· το να προδώσει λοιπόν εκείνον, με τον οποίο έφαγε κάποιος άρτο, ήταν σοβαρή κατάργηση των παραδόσεων της φιλοξενίας (β).
Ας θυμόμαστε, ότι δεν είναι μαθητές του Χριστού όλοι εκείνοι, όσοι τρώγουν τον άρτο του. Υπάρχει και η γραφή: «Τον άρτον μου», αντί για «μετ᾿ ἐμοῦ τὸν ἄρτον».
(9) «Το εμεγάλυνεν επ’ εμέ πτέρναν αὐτοῦ, παραφράστηκε στο ἐπῆρεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν πτέρναν αὐτοῦ, ώστε να είναι το ίδιο το Εμεγάλυνε με το ἐπῆρεν. Και αν πρέπει να αποσαφηνίσουμε τη φράση ἐπῆρεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν πτέρναν αὐτοῦ και εμεγάλυνεν επ’ εμέ πτέρναν αὐτοῦ, θα πούμε, ότι αυτό κάνει αυτός που απλώνει το πόδι σε κάποιον» (Ω).
Σήκωσε εναντίον μου τη φτέρνα του για να με κλωτσήσει. Η μεταφορά πιθανώς πάρθηκε από ζώο δύστροπο και σκληρό, το οποίο ξαφνικά στρέφεται και κλωτσά τον κύριό του, τη στιγμή που αυτός το περιποιείται και ίσως του προσφέρει τη συνηθισμένη τροφή (ο). Η φράση «σηκώνω την φτέρνα εναντίον κάποιου» δηλώνει λοιπόν ή «το δολερό και ύπουλο και κρυφό της επιβουλής» (Χ)= την ώρα που ανύποπτος φιλοξενεί κάποιος κάποιον στο τραπέζι δέχεται από αυτόν πλήγμα. Ή, δηλώνει το κτηνώδες μίσος (g)· την κτηνώδη βία (β).
Ο Ιούδας ως αποστάτης υπήρξε ένοχος της ευτελέστερης και απαισιότερης επιβουλής κατά του Χριστού. Απαρνήθηκε τον Χριστό και έστρεψε τα νώτα του προς αυτόν αφού αποχωρίστηκε από τον κύκλο των μαθητών του. Επιπλέον περιφρόνησε τον Χριστό με το να τινάξει κατά κάποιο τρόπο τη σκόνη των ποδιών του κατά πρόσωπον του διδασκάλου, υβρίζοντας αυτόν και το ευαγγέλιό του. Τέλος έγινε εχθρός του κλωτσώντας τον όπως πράττουν αυτοί που με τα χέρια παλεύουν εναντίον των αντιπάλων τους, τους οποίους θέλουν να ανατρέψουν.
Ιω. 13,19 ἀπ᾿ ἄρτι(1) λέγω ὑμῖν(2) πρὸ τοῦ γενέσθαι, ἵνα ὅταν γένηται πιστεύσητε(3) ὅτι ἐγώ εἰμι(4).
Ιω. 13,19 Σας αναγγέλω αυτά από τώρα, πριν πραγματοποιηθούν, ώστε όταν η προδοσία γίνη, να πιστεύσετε ότι εγώ είμαι ο Χριστός.
(1) Αντιτίθεται με τον χρόνο, στον οποίο θα πραγματοποιηθεί το προφητευμένο γεγονός (g).
(2) Η προαναγγελία για τον προδότη εισάγεται τώρα από τον Ιησού τόσο σαφώς, ενώ ο υπαινιγμός του στίχου 10 ήταν ασαφής.
(3) «Λέω από τώρα αυτά που είναι μεν ήδη πολύ κοντά, δεν έχουν όμως ακόμη ολοκληρωθεί, αυτά σάς τα γνωστοποιώ, έτσι ώστε όταν συμβεί να γίνουν, συνδυάζοντας τα προφητευμένα από εμένα με την έκβαση των πραγμάτων… να πιστέψετε… Ταυτόχρονα λοιπόν ο Κύριος… και τον προδότη επιχειρεί προσεχτικά να επανορθώσει, κάνοντας τον έλεγχο κρυμμένο με πολλή ασάφεια, και την έκβαση της προδοσίας, την λέει ότι θα είναι σημάδι και σαφέστατη απόδειξη ότι αυτός είναι ο Χριστός» (Κ).
Δες Ιω ιστ 4,ιδ 29, «Και πρόσεξε αν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους τόσο σπουδαίους μαθητές του Ιησού, ότι δεν είχαν ακόμη πιστέψει… Όπως ακριβώς αν λέγονταν σε έναν σοφό κάποια λόγια και μετά προσθέτονταν και τα εξής· Αυτά θα σε κάνουν σοφό, δεν θα εννοούσαμε οπωσδήποτε ότι έγινε από μη σοφός σοφός, αλλά από σοφός σοφότερος επειδή ακολουθεί η προκοπή και οδεύει στην τελειότητα· έτσι να εννοήσεις, σε παρακαλώ, ότι και ο πιστός μπορεί να γίνει πιστότερος. Διότι και οι απόστολοι όταν πλησίασαν κάποτε τον Κύριο δεν κατηγορούσαν τους εαυτούς τους ως απίστους όταν έλεγαν σε αυτόν το, Κύριε, πρόσθεσέ μας πίστη. Διότι με το «πρόσθεσε» σαφώς αποδεικνύεται, ότι είχαν πίστη που χωρούσε προσθήκη» (Ω).
(4) Ή, «ώστε όταν εκπληρωθεί αυτή η Γραφή να πιστέψετε, ότι εγώ είμαι, αυτός για τον οποίο εκείνη προφήτευσε» (Ζ) «και είπε, αυτός που τρώει μαζί μου τον άρτο σήκωσε εναντίον μου τη φτέρνα του» (Αυ). Ή, όπως στο η 24= Εγώ είμαι ο προαναγγελμένος Μεσσίας (F)· «να πιστέψετε, ότι εγώ είμαι ο προφητευμένος Χριστός» (Ω), «για τον οποίον αυτά τα λόγια προφήτευσε η θεία γραφή» (Κ).
Ή, μπαίνει απόλυτα χωρίς να υπονοείται κάποιο κατηγορούμενο όπως και στο η 58, σαν αντίστοιχο της ίδιας φράσης, με την οποία στην Π.Δ. ο Θεός ονομάζει τον εαυτό του. Δες Ιεζεκ. κδ 24. Με τη σαφή και βέβαιη πρόγνωση αυτών που μέλλουν να συμβούν ο Χριστός έδωσε αδιαμφισβήτητη απόδειξη, ότι είναι ο αληθινός Θεός, μπροστά στον οποίο τα πάντα είναι γυμνά και ακάλυπτα. Προείπε ότι ο Ιούδας θα παρέδιδε αυτόν σε ώρα, κατά την οποία καμιά υπόνοια για αυτόν δεν ήταν δυνατόν να εισχωρήσει σε κάποιον και έτσι απέδειξε ότι είναι εκείνος, του οποίου ο λόγος είναι «κριτικός ενθυμήσεων και εννοιών καρδιάς» και ο οποίος εξετάζει καρδιές και νεφρούς.
Ιω. 13,20 ἀμὴν ἀμὴν(1) λέγω ὑμῖν, ὁ λαμβάνων(2) ἐάν τινα πέμψω, ἐμὲ λαμβάνει(3), ὁ δὲ ἐμὲ λαμβάνων λαμβάνει τὸν πέμψαντά με.
Ιω. 13,20 Σας διαβεβαιώνω, ότι εκείνος που δέχεται κάποιον που εγώ θα στείλω, δέχεται εμέ. Και εκείνος που δέχεται εμέ, δέχεται αυτόν που μ' έστειλε.
(1) Η σχέση με τα προηγούμενα είναι διαφορετική σύμφωνα με τους διάφορους ερμηνευτές: Ή, λέει αυτά «παρηγορώντας τους περισσότερο επειδή πρόκειται εντός ολίγου να διατρέξουν την οικουμένη» (Ζ), «και να πάθουν πολλά δεινά» (Χ).
Ή, πιο σωστά, ο στίχος αυτός πρέπει να συνδεθεί με αυτά που ειπώθηκαν στους στίχους 16-17= Είπα, ότι δεν υπάρχει απόστολος ανώτερος από αυτόν που τον έστειλε. Σας βεβαιώνω όμως ακόμη, ότι οι απόστολοί μου δεν είναι μικρότεροι από εμένα. Για αυτό είναι και μακάριοι (g).
(2) Συναντιέται η ίδια βεβαίωση και στους Συνοπτικούς. Δες Ματθ. ι 40,Μαρκ. θ 37,Λουκ θ 48 με μικρές λεκτικές παραλλαγές. Ο Ιωάννης αντικαθιστά το από τον Ματθαίο χρησιμοποιούμενο ρήμα δέχομαι με το λαμβάνω και το αποστέλλω με το πέμπω (β).
(3) Γενικώς παραδεκτή αρχή, ότι η τιμή που απονέμεται σε κάποιον πρέσβη, μεταβαίνει στο πρόσωπο του κυριάρχου του, τον οποίον αυτός αντιπροσωπεύει (β).
«Όποιος δέχεται αυτόν που θα στείλει ο Ιησούς, δέχεται τον Ιησού που είναι στο πρόσωπο αυτού που στάλθηκε· και αυτός που δέχεται τον Ιησού δέχεται τον Πατέρα. Άρα αυτός που δέχεται αυτόν που θα στείλει ο Ιησούς, δέχεται τον Πατέρα που έστειλε τον Ιησού» (Ω).
Ο Χριστός ήδη έφευγε από τον κόσμο αυτόν, θα άφηνε όμως μία τάξη ανθρώπων ως πράκτορες και αντιπροσώπους του για να κηρύττουν το λόγο του. Εκείνοι λοιπόν οι οποίοι δέχονται τον λόγο αυτόν και τους κήρυκές του στο όνομα του Χριστού και από αγάπη προς αυτόν, δέχονται αυτόν τον ίδιο το Χριστό. Το να πιστεύει κάποιος στη διδασκαλία του Χριστού και να υπακούει στις εντολές του και να δέχεται την σωτηρία που προσφέρεται στο όνομά του και με τους όρους, με τους οποίους αυτή προσφέρεται, ισοδυναμεί με το να δέχεται εκείνους, τους οποίους ο Χριστός αποστέλλει, άρα και με το να δέχεται αυτόν τον ίδιο τον Κύριο Ιησού.
Ιω. 13,21 Ταῦτα εἰπὼν(1) ὁ Ἰησοῦς ἐταράχθη(2) τῷ πνεύματι(3), καὶ ἐμαρτύρησε(4) καὶ εἶπεν· ἀμὴν ἀμὴν(5) λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν(6) παραδώσει με(7).
Ιω. 13,21 Αφού είπε αυτά ο Ιησούς, εταράχθη εσωτερικώς πολύ, και καθαρά και ξάστερα εμαρτύρησε περί αυτού και είπε• σας αποκαλύπτω και σας διαβεβαιώνω, ότι ένας από σας θα με παραδώση.
(1) Τα προηγούμενα λόγια, στα οποία δύο φορές υπαινίχθηκε τον προδότη.
(2) Από λύπη «για την απώλεια του προδότη. Ταράχτηκε δηλαδή από την πολύ μεγάλη συμπάθεια, στενοχωρούμενος υπερβολικά για αυτόν» (Ζ).
Ή, «ταράχτηκε εύλογα, αγανακτώντας για την δυστροπία του Ιούδα» (Κ). Είναι δυνατόν και τα δύο συναισθήματα να διεγέρθηκαν στον Κύριο. (Δες «καὶ περιβλεψάμενος αὐτοὺς μετ᾿ ὀργῆς, συλλυπούμενος ἐπὶ τῇ πωρώσει τῆς καρδίας αὐτῶν = Και αφού περιέφερε γύρω εις αυτούς με οργήν το βλέμμα του, ενώ συγχρόνως τους ελυπείτο ειλικρινώς δια την πώρωσιν της καρδιάς των» Μάρκ. γ 5).
(3) Προτιμά τον όρο αυτόν από τον όρο ψυχή που λέει στο ιβ 27. Ή, διότι θέλει να σημάνει, ότι εκ βάθους ψυχής ταράχτηκε (ο). Οι εχθρότητες των αντιπάλων δεν μπορούν να πληγώσουν την ψυχή τόσο πολύ όσο οι προδοσίες των φίλων (τ).
Ή, για να σημάνει, ότι η ταραχή είχε έδρα τις ανώτερες πνευματικές δυνάμεις του Κυρίου, και ήταν θρησκευτικής φύσης και ένα είδος φρίκης, την οποία δοκιμάζει η αγνή καρδιά αυτού που έρχεται σε επαφή με το όργανο του σατανικού εγκλήματος της προδοσίας (g).
«Το πάθος ερχόταν στην επικράτεια του πνεύματος. Όπως δηλαδή ο άγιος ζει με το πνεύμα το οποίο αρχίζει τα πράγματα της ζωής και κάθε πράξη και προσευχή και τον ύμνου προς το Θεό, έτσι οτιδήποτε κάνει και οποτεδήποτε, το κάνει με το πνεύμα, αλλά και αν πάσχει, πάσχει με το πνεύμα» (Ω).
Η προδοσία του Ιούδα έθιγε τον Ιησού στα τρυφερότερα βάθη της ψυχής του. Σημείωσε ότι οι πτώσεις των μαθητών του Χριστού ταράζουν αυτόν βαθύτατα. Οι αμαρτίες των χριστιανών λυπούν πολύ τον Κύριό τους.
(4) Ή «διαμαρτυρήθηκε για την προδοσία» (Ζ). Ή, πιο σωστά, με αυτό αντιθέτει την θετική και σαφή διακήρυξη, η οποία πρόκειται να επακολουθήσει, με τους αόριστους υπαινιγμούς των στίχων 10 και 18 (g)= Έδωσε σαφή και ορισμένη μαρτυρία. Λέγεται για τον Ιησού που προλέγει αυτό που σίγουρα θα του συμβεί (G). Αποκαλύπτει με αυτήν ο Ιησούς μυστικό, το οποίο ήταν γνωστό μόνο στον διάβολο και τον Ιούδα (μ).
(5) Η φράση χαρακτηρίζει την θεία βεβαιότητα της προαναγγελίας αυτής απέναντι στην δυσκολία, την οποία θα δοκίμαζαν οι απόστολοι για να την παραδεχτούν (g)= Όσο απίθανο και αν σας φαίνεται, σας βεβαιώνω κατηγορηματικότατα, ότι…
(6) «Με πολλή έμφαση ο Χριστός λέει αυτό και με αυτό ή κατηγορεί την αχαριστία αυτού που τόλμησε τέτοιο πράγμα, ή δείχνει το μέγεθος της κακίας του διαβόλου, που τόσο πολύ κατάφερε, ώστε να αρπάξει έναν και από αυτούς τους αποστόλους» (Κ).
«Ένας, λέει, που ξέπεσε από την ομάδα και βγήκε από ανάμεσά σας, θα με παραδώσει» (Θφ).
Ένας από σας, οι οποίοι πήρατε από εμένα τέτοιες εξαιρετικές χάρες· για τους οποίους είχα κάθε λόγο να φρονώ, ότι θα μένατε σταθεροί στην προς εμένα αγάπη· οι οποίοι εκδηλώσατε έναν τέτοιο σεβασμό σε μένα· Ποια αδικία έγινε εκ μέρους μου, ώστε ο ένας από εσάς να με προδώσει;
(7) Δες στ 64. Όλοι οι ευαγγελιστές (Ματθ. κστ 21,Μάρκ. ιδ 18,Λουκ. κβ 21) συμφωνούν, ότι η σαφής αυτή προαναγγελία της προδοσίας έγινε για πρώτη φορά κατά τον Μυστικό δείπνο και ότι σε αυτήν δεν αποκαλύφθηκε ξεκάθαρα το όνομα του προδότη.
Ιω. 13,22 ἔβλεπον οὖν εἰς ἀλλήλους(1) οἱ μαθηταί, ἀπορούμενοι(2) περὶ τίνος λέγει(3).
Ιω. 13,22 Εκύτταζαν τότε ο ένας τον άλλον οι μαθηταί και ευρίσκοντο εις απορίαν δια ποίον τα έλεγε αυτά.
(1) «Σε όλους δημιουργεί το φόβο με το να μην αναφέρει το όνομα· εκείνοι όμως κυριεύονται από απορία, μολονότι δεν αισθάνονταν τίποτα το κακό για τον εαυτό τους· διότι θεωρούσαν πιο αξιόπιστη τη γνώμη του Χριστού από τους δικούς τους λογισμούς. Για αυτό και έβλεπαν ο ένας τον άλλον».
«Ο καθένας, όσο ήταν δυνατόν στην ανθρώπινη φύση, έβλεπε μέσα στην προαίρεση του άλλου, απορώντας, αν μπορούσε η ψυχή που έκανε τέτοια πράγματα… να μεταβληθεί τόσο πολύ και να ξεχάσει τα μαθήματα του Διδασκάλου, ώστε να φτάσει και στην προδοσία του» (Ω).
Ό,τι λυπεί τον Χριστό, είναι και πρέπει να είναι αιτία λύπης σε όλους εκείνους, οι οποίοι είναι δικοί του. Ιδιαιτέρως οι σκανδαλώδεις πτώσεις εκείνων, οι οποίοι φέρουν το όνομά του, πρέπει να λυπούν τους μαθητές του Διδασκάλου. «Ποιός σκανδαλίζεται και δεν καίγομαι εγώ;».
(2) «Αν μεν ήταν φανερή στους μαθητές του Ιησού η κακία του Ιούδα, τότε θα γνώριζαν ποιος ήταν αυτός που θα παραδώσει τον Διδάσκαλο όταν είπε ο Σωτήρας ότι ένας από σας θα με παραδώσει. Τώρα όμως βλέπονται μεταξύ τους οι μαθητές, απορώντας για ποιον λέει» (Ω).
«Έκπληξη και φόβος μαζί τρέχει μέσα στους μαθητές και βλέπονται μεταξύ τους, εγκυμονώντας διπλή ταραχή από τα λεγόμενα. Διότι ο καθένας μεν, όπως ήταν λογικό, ανατρέχοντας στην δική του ψυχή, φοβήθηκε όχι και λίγο, αλλά και βλέποντας και τους άλλους μαζί, δεν δέχονταν μικρότερη από την άλλη αγωνία» (Κ).
Έβλεπαν οι μαθητές τα πρόσωπα ο ένας του άλλου, προσπαθώντας να μαντεύσουν από την έκφρασή τους, ποιος ήταν ο ένοχος. Αλλά ενώ όλοι οι άλλοι έχοντας ελεύθερη και ανένοχη τη συνείδηση μπορούσαν να υψώνουν το κεφάλι αδίστακτα και να παρουσιάζουν όψη απαλλαγμένη και από το παραμικρό κοκκίνισμα, ο Ιούδας, ο οποίος ήταν ο ένοχος, είχε τόσο αποθρασυνθεί και είχε καταλήξει σε τόση αναισχυντία ώστε δεν παρουσίαζε στην όψη του κανένα σημάδι, που να προδίδει την ενοχή του. Για αυτό η ομάδα των μαθητών κυριεύεται από απορία.
(3) Οι συνοπτικοί αναφέρουν τα ίδια και παρουσιάζουν τον καθένα από τους αποστόλους να ρωτάει: «Μήπως είμαι εγώ, Κύριε;» (Ματθ. κστ 22).
«Παρόλο που ο καθένας τους γνώριζε για τον εαυτό του ότι είναι καθαρός και δεν διαπίστωναν τίποτα πονηρό στο νου τους, όμως θεωρούσαν πιο αξιόπιστο τον λόγο του Κυρίου από τους δικούς τους λογισμούς» (Θφ).
Ιω. 13,23 ἦν δὲ ἀνακείμενος(1) εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ἐν τῷ κόλπῳ τοῦ Ἰησοῦ(2), ὃν ἠγάπα(3) ὁ Ἰησοῦς·
Ιω. 13,23 Κατά την ώραν εκείνην είχε γείρει στο στήθος του Ιησού ένας από τους μαθητάς του, τον οποίον ιδιαιτέρως αγαπούσε ο Ιησούς.
(1) «Επειδή αυτός ο μαθητής πήρε εντολή από τον Πέτρο και ρώτησε κρυφά, Ποιος είναι αυτός που θα τον παραδώσει· ήταν αναγκαίο να πει πού καθόταν ώστε να μπορεί να ρωτάει κρυφά» (Ζ).
(2) Οι αρχαίοι έγερναν μάλλον στο τραπέζι παρά κάθονταν, και ο κάθε ένας που μετείχε στο τραπέζι είχε τον αριστερό βραχίονα στηριγμένο σε προσκέφαλο, έτσι ώστε να στηρίζει με το αριστερό χέρι το κεφάλι, και είχε το δεξί χέρι ελεύθερο για να τρώει με αυτό. Τα πόδια απλώνονταν προς τα πίσω. Έτσι ο καθένας είχε το κεφάλι να πλησιάζει στο στήθος αυτού που ήταν ξαπλωμένος στα αριστερά του. Την θέση αυτή κατείχε ο Ιωάννης. Δεξιά του Χριστού (g).
Ως προς τις τιμητικές θέσεις πρέπει να σημειωθεί, ότι ο οικοδεσπότης ή το κύριο πρόσωπο καθόταν στο κέντρο και η τιμητική θέση ήταν πάνω από αυτόν δηλαδή στα αριστερά του, και η μετά από αυτήν άλλη τιμητική θέση ήταν στα δεξιά του. Δεν είναι βέβαιο, ποιος κατείχε την προς τα αριστερά του Ιησού τιμητική θέση. Κάποιοι σκέφτηκαν, ότι κατείχε αυτήν ο Πέτρος. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση θα μπορούσε αυτός αμέσως, χωρίς την παρέμβαση του Ιωάννη, να ρωτήσει τον Ιησού. Το γεγονός όμως ότι έκανε νεύμα στον Ιωάννη, υποδηλώνει ότι δεν ήταν πολύ κοντά του. Πιθανότερο είναι ότι την πιο τιμητική αυτή θέση κατείχε ο Ιούδας, όπως υποδηλώνεται από το ότι ο Ιησούς μπορούσε να μιλά σε αυτόν κατ’ ιδίαν, χωρίς τα της συνομιλίας να ακούγονται από τους άλλους μαθητές. Δες στίχο 27 και Ματθ. κστ 25. Το ότι επίσης αυτός είχε και το ταμείο, παρείχε ίσως σε αυτόν και κάποια προτίμηση απέναντι στους συμμαθητές του (β).
Πάντως και η θέση του Ιωάννου ήταν τιμητική και «της τιμής αυτής αξιώθηκε επειδή κρίθηκε άξιος ξεχωριστής αγάπης από τον Διδάσκαλο» (Ω).
(3) «Ο Ιωάννης είναι αυτός, ο συγγραφέας του παρόντος βιβλίου, ο οποίος, επειδή λέει για τον εαυτό του ότι ήταν αγαπημένος, έκρυψε το όνομά του, παραδίδοντάς το στη σιωπή, για να μην φανεί ότι καυχιέται» (Κ).
Ο Ιωάννης επιμελέστατα αποφεύγει να αναφέρει τον εαυτό του. Είναι επιθυμητότερο το να αγαπιέσαι από τον Ιησού παρά να διακρίνεσαι με το όνομά σου (b). Για πρώτη τώρα φορά ο Ιωάννης αναφέρεται στον εαυτό του σαν έναν από τους μαθητές τον οποίο αγαπούσε ιδιαιτέρως ο Ιησούς. Η φράση «ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς» αναφέρεται και πάλι στα ιθ 26,κα 7,20 και 24, και από το κα 24 τίθεται έξω αμφιβολίας, ότι ο μαθητής τον οποίο αγαπούσε ο Ιησούς είναι αυτός ο ίδιος ο ευαγγελιστής (ο). ὃν ἠγάπα = «Αυτόν αγαπούσε ο Ιησούς, περισσότερο δηλαδή, επειδή ήταν άξιος να αγαπιέται περισσότερο, λόγω πλούτου αρετής μεγάλης» (Ζ).
«Πρόσεξε επίσης σε αυτόν και την έλλειψη καύχησης. Διότι δεν είπε το όνομα, αλλά ότι Αυτόν που αγαπούσε, όπως ακριβώς και ο Παύλος, όταν έλεγε· Γνωρίζω άνθρωπο πριν από δεκατέσσερα χρόνια» (Χ).
Ιω. 13,24 νεύει(1) οὖν(2) τούτῳ Σίμων Πέτρος πυθέσθαι(3) τίς ἂν εἴη(4) περὶ οὗ λέγει.
Ιω. 13,24 Έκανε, λοιπόν, νόημα εις αυτόν ο Σίμων Πέτρος, να ερωτήση ποιός άραγε είναι αυτός, δια τον οποίον λέγει ο διδάσκαλος.
(1) «Θα μπορούσαμε να θαυμάσουμε εύλογα και σε αυτό πάλι, την πολλή ακρίβεια, όσον αφορά την ευλάβεια, των αγίων μαθητών… Ο Πέτρος, δεν έκανε μεν καθόλου ο ίδιος την ερώτηση, αλλά αφήνει την ερώτηση στον κοντινό και αγαπημένο για το λαμπρότερο της αγνότητας» (Κ).
Ο Πέτρος «επειδή από πολλή θερμότητα βρίσκεται σε πολλές περιπτώσεις μεν να είναι ορμητικός, αλλά να μαλώνεται, για αυτό το λόγο τώρα φοβήθηκε να ρωτήσει, για να μην τον μαλώσει και τώρα ο Κύριος ως προπετή» (Θφ). Είχε πρόσφατα επιτιμηθεί ο Πέτρος.
(2) Γνωρίζοντας ο Πέτρος ότι ο Ιωάννης αγαπιόταν από τον Κύριο και βλέποντας πόσο κατάλληλη ήταν ήδη η θέση του στο τραπέζι, για να ζητήσει πληροφορίες από τον Ιησού, για αυτά (λοιπόν…), «δεν του έκανε νεύμα με τη σκέψη ότι είναι ανώτερος, αλλά για την πολλή αγάπη του» (Χ).
(3) Υπάρχει και η γραφή «Σίμων Πέτρος και λέγει αυτώ Ειπέ τίς εστίν περὶ οὗ λέγει». Μολονότι μαρτυρείται σοβαρά δεν συμφωνεί όμως με το νεύει. Αυτός που κάνει νεύμα δεν μιλάει συγχρόνως και με τη γλώσσα. Η συνηθισμένη γραφή (την οποία έχει και ο Αλεξανδρινός κώδικας) μαρτυρείται από αρκετούς μεγαλογράμματους κώδικες και από τις Συριακές μεταφράσεις (την Πεσιτώ, του Σινά κλπ).
(4) =Ποιος μπορεί να είναι. Εκφράζει η ερώτηση ένα είδος αμφιβολίας. (=Πώς είναι δυνατόν μαθητής από τον κύκλο μας να προβεί σε κάτι τέτοιο;).
Ιω. 13,25 ἐπιπεσὼν δὲ ἐκεῖνος ἐπὶ τὸ στῆθος(1) τοῦ Ἰησοῦ λέγει αὐτῷ· Κύριε(2), τίς ἐστιν;
Ιω. 13,25 Αφού δε έπεσε εκείνος στο στήθος του Ιησού, τον ηρώτησε• Κύριε, ποιός είναι εκείνος που θα σε παραδώση;
(1) Το επιπεσών υποδηλώνει απότομη κίνηση, σύμφωνη με την ζωηρότητα του συναισθήματος που την προκάλεσε (g). Υπάρχει και η γραφή αναπεσών δὲ ἐκεῖνος ούτως ἐπὶ τὸ στῆθος = «Έτσι· όπως ήταν γερμένος, δηλαδή δεν σηκώθηκε, αλλά μόνο γύρισε προς το μέρος του» (Ζ) και «γέρνοντας ήσυχα προς τον διδάσκαλο, ψιθυρίζει κρυφά» (Κ) και «ρωτά σχεδόν στο αυτί του, ώστε να μην γίνει φανερός ο προδότης» (Χ).
(2) Αν και ψιθύρισε τη φράση στο αυτί του Ιησού, αποκαλεί αυτόν Κύριο. Η οικειότητα την οποία είχε προς τον Διδάσκαλο, δεν μείωνε τον προς αυτόν σεβασμό του. Όσο στενότερη σχέση και κοινωνία έχουν οι ευσεβείς ψυχές με τον Χριστό, τόσο περισσότερο αισθάνονται την αξία και το μεγαλείο του και τη δική τους αναξιότητα και ευτέλεια, όπως άλλοτε και ο Αβραάμ, ο οποίος συνομιλώντας πριν την καταστροφή των Σοδόμων και Γομόρρας με το Θεό διακήρυξε για τον εαυτό του ταπεινά: «Εγώ είμαι χώμα και στάχτη» (Γεν. ιη 27).
Ιω. 13,26 ἀποκρίνεται ὁ Ἰησοῦς(1)· ἐκεῖνός ἐστιν ᾧ ἐγὼ βάψας τὸ ψωμίον(2) ἐπιδώσω(3). καὶ ἐμβάψας τὸ ψωμίον δίδωσιν(4) Ἰούδᾳ Σίμωνος Ἰσκαριώτῃ.
Ιω. 13,26 Απεκρίθη ο Ιησούς• είναι εκείνος προς τον οποίον εγώ θα του δώσω ψωμί, αφού προηγουμένως το βουτήξω στον ζωμόν. Και αφού βούτηξε στο πιάτο ένα κόματι ψωμί, το έδωσε στον Ιούδα τον Ισκαριώτη, τον υιό του Σίμωνος.
(1) «Και ο Χριστός έτσι αποκρίθηκε» (Χ), στο αυτί του Ιωάννη (b), ώστε να ακουστεί μόνο από αυτόν «και ούτε τότε δεν έκανε φανερό» (Χ) τον Ιούδα, «αλλά με το ψωμί δήθεν τον κάνει φανερό» (Θφ). Όπως φαίνεται από το στίχο 28 ίσως και ο ίδιος ο Ιωάννης δεν κατανόησε πλήρως την απάντηση του Κυρίου.
(2) Υπάρχει και η γραφή: βάψω το ψωμίον και δώσω. Το ψωμίον= ένα τεμάχιο. Πουθενά αλλού στην Κ.Δ. δεν συναντιέται η λέξη εκτός από το χωρίο αυτό (β).
(3) Ήταν δείγμα οικειότητας το να επιτρέψει κάποιος σε ξένο να βουτήξει το ψωμί του σε κοινό πιάτο (Ρουθ β 14). Ακόμη και μέχρι σήμερα στην Ανατολή συνηθίζεται ως ένδειξη τιμητικής εύνοιας προς τον φιλοξενούμενο το να δίνουν σε αυτόν τεμάχιο εκλεκτό από το κεντρικό πιάτο. Αυτό έπραξε και ο Ιησούς για τον Ιούδα, ο οποίος πιθανώς ήταν γερμένος στα αριστερά του. Ο τρόπος αυτός της φιλοφροσύνης ήταν τόσο συνηθισμένος, ώστε δεν απόσπασε ιδιαιτέρως την προσοχή των μαθητών κατά την προκειμένη περίπτωση (β).
(4) Ο Ιησούς έδωσε αυτό με μέγιστη μακροθυμία· και οι άλλοι μαθητές αναμφίβολα σκέφτηκαν για τον Ιούδα, ότι ευλογήθηκε αυτός περισσότερο από τους άλλους (b).
«Δέξου, λέει, τον άρτο, του οποίου μετέλαβες μαζί μου, έλα σε συναίσθηση του κοινού τραπεζιού. Αλλά δεν κατάλαβε, αφού είχε ναρκωθεί η ψυχή του από το πάθος» (Θφ).
Σύμφωνα με τον Ματθαίο (κστ 25) ο Ιούδας ρώτησε τον Κύριο «μήπως είμαι εγώ, ραββί;» και ο Κύριος απάντησε σε αυτόν· «Συ είπας». Πιθανότατα το δόσιμο του ψωμιού και η στιχομυθία αυτή συνέπεσαν. Και εφόσον ο Ιούδας ήταν γερμένος δίπλα στον Ιησού, δεν έγινε αυτή αντιληπτή.
«Ο Σωτήρας δεν δίνει στον Ιωάννη κάποιο άλλο σημάδι του πράγματος, παρά αυτό που από παλιά προφητεύτηκε από την φωνή του προφήτη· αυτός που έτρωγε τους άρτους μου σήκωσε ψηλά τη φτέρνα του και με κλώτσησε. Διότι αφού βούτηξε δίνει το ψωμί, δείχνοντας με αυτό αυτόν που έτρωγε τον άρτο του» (Κ).
Υπάρχει και η γραφή: βάψας οὖν το ψωμίον.
Ιω. 13,27 καὶ μετὰ τὸ ψωμίον(1) τότε(2) εἰσῆλθεν(3) εἰς ἐκεῖνον(4) ὁ σατανᾶς. λέγει οὖν(5) αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὃ ποιεῖς(6), ποίησον(7) τάχιον(8).
Ιω. 13,27 Και στον Ιούδαν, αφού επήρε το ψωμί εισήλθεν εις αυτόν ο σατανάς. Αδιόρθωτον καθώς τον είδε ο Κυριος, του είπε• αυτό που πρόκειται να κάμης, κάμε το το ταχύτερον.
(1) Η ένδειξη αυτή της εύνοιας του Ιησού προς τον Ιούδα δεν τον συγκίνησε.
«Ο προδότης λοιπόν δεν ντράπηκε τους ελέγχους που από πριν έγιναν κρυφά και μυστικά, αλλα ούτε την ακαταμάχητη ισχύ της αγάπης, ούτε τιμή και δόξα και χάρη, ούτε την ευλογία την από το Χριστό» (Κ).
«Ας υποθέσουμε, ότι η συμμετοχή στο ίδιο τραπέζι δεν τον έκανε να νιώσει ντροπή (τον Ιούδα), το ότι όμως πήρε το τεμάχιο άρτου από τον Κύριο ποιού την προσοχή ήταν δυνατόν να μην προσελκύσει; Αλλά όχι εκείνον· για αυτό και ο σατανάς τότε μπήκε σε αυτόν γελώντας με αυτόν για την αναισχυντία του» (Χ).
(2) Δίνοντας το ψωμί στον Ιούδα ο Κύριος έκανε την ύστατη έκκληση στη συνείδησή του. Η στιγμή λοιπόν ήταν κρίσιμη και εκφράζεται αυτό από τον Ιωάννη με το «τότε» (g).
«Ας μη νομίσει πάλι κάποιος, ότι το ψωμί έγινε η αιτία στον προδότη να δεχτεί το σατανά… αλλά επειδή όλη η αγάπη σε αυτόν ολοκληρώθηκε και τίποτα και με το παραπάνω δεν έλειψε που συντελούσαν στην τιμή και στη διάθεση, ακολουθούσε ο Ιούδας τα ίδια σχέδια… και δεν μετακινεί την καρδιά του από την παράνομη απόφαση… αλλά ακόμη χειρότερα δίψασε το τέρμα της ασέβειας και νικήθηκε από κακά τολμήματα, για αυτό μπήκε λοιπόν ο σατανάς» (Κ).
Πολλοί γίνονται χειρότεροι από τις δωρεές της αγαθότητας του Κυρίου και στηρίζονται ακόμη περισσότερο στην αμετανοησία τους με τα μέσα εκείνα, τα οποία η θεία αγαθότητα παρέχει σε αυτούς για μετάνοια.
(3) «Επειδή βρήκε την καρδιά του ολάνοιχτη όπως ακριβώς κάποια πύλη που έμεινε χωρίς την προσοχή του φύλακα και είδε απύλωτο το νου του» (Κ).
«Προηγουμένως μεν δεν μπήκε ο σατανάς στον Ιούδα, αλλά μπήκε μόνο στην καρδιά του, για να παραδώσει τον Διδάσκαλο, στο σημείο όμως που τώρα εξετάζουμε μετά το ψωμί μπήκε σε εκείνον. Για αυτό ακριβώς και εμείς να φυλαγόμαστε μήπως κάποτε ο διάβολος βάλει στην καρδιά μας οποιοδήποτε από τα πυρωμένα βέλη του. Διότι εάν βάλει, παραφυλάει μετά από αυτό να μπει και αυτός» (Ω).
«Προηγουμένως τον παρενοχλούσε από έξω με το πάθος της φιλαργυρίας. Τώρα όμως τον κυρίευσε ολοκληρωτικά» (Θφ).
«Διότι δεν έχει πλέον σύμβουλο τον σατανά αλλά ήδη τον κάνει δεσπότη και εξουσιαστή όλης της καρδιάς του αυτόν που στην αρχή ψιθύριζε στη διάνοιά του. Διότι μπήκε σε αυτόν σύμφωνα με το λόγο του ευαγγελίου» (Κ). «Διότι έως ότου ανήκε στην ομάδα των μαθητών…του έκανε επιθέσεις από έξω, όταν όμως τον φανέρωσε ο Κύριος… πήδηξε λοιπόν μέσα του τελείως ελεύθερα» (Χ).
«Διότι δεν μπορούμε να υποθέσουμε, ότι δεν ήταν σε αυτόν (ο σατανάς) όταν ήλθε στους Ιουδαίους και έκανε συμφωνία μαζί τους για την τιμή της προδοσίας… Η πρώτη είσοδος του σατανά στον Ιούδα έγινε, όταν φύτεψε στην καρδιά του τη σκέψη της προδοσίας του Χριστού. Αλλά τώρα μετά το ψωμί μπήκε σε αυτόν όχι πλέον για να πειράζει αυτόν που ανήκει σε άλλον, αλλά για να κατακυριεύσει αυτόν ως δικό του» (Αυ).
«Μπήκε στα τρίσβαθα της καρδιάς του και κυρίευσε την ψυχή του» (Θφ).
«Διότι είναι άλλο το να βάλει κάτι μέσα [ο σατανάς] και άλλο το να μπει σε αυτόν, όπως ακριβώς είναι άλλο το να χτυπήσει κάποιος με το χέρι από έξω, και άλλο το να δώσει σε κάποιον καίριο χτύπημα και να βάλει μέσα το ξίφος» (αμ).
Αν και ο διάβολος είναι στο εσωτερικό κάθε πονηρού ανθρώπου, που ενεργεί τα έργα του (Εφεσ. β 2), παρόλ’ αυτά μερικές φορές εισέρχεται φανερότερα και ισχυρότερα, όταν παρασύρει αυτούς σε πράξεις υπερβολικά πονηρές, για τις οποίες ο ανθρωπισμός και η συνείδηση του φυσικού ανθρώπου νιώθει αποστροφή. Οι προδότες του Χριστού έχουν το σατανά μέσα τους. Ο Χριστός μιλά για την αμαρτία του Ιούδα ως μεγαλύτερη από την αμαρτία των διωκτών του.
(4) Σημειώνει ήδη τον Ιούδα με αντωνυμία η οποία απομακρύνει αυτόν σε απόσταση (b). Το «εκείνος» δηλώνει την ξένου φρονήματος διάνοια του Ιούδα (β).
(5) Εφόσον δείχτηκε και απέναντι σε αυτήν την εύνοια αναίσθητος και κατακυριεύτηκε από τον σατανά, «δεν έπρεπε, αφού ήταν τέτοιος και εξακολουθούσε για τόσο χρόνο να παραμένει αδιόρθωτος, να τον κρατά μέσα. Για αυτό λοιπόν και τον έβγαλε έξω» (Χ).
Το «οὖν» παρουσιάζει την με τα ακόλουθα λόγια του Κυρίου απομάκρυνση του Ιούδα ως συνέπεια της κατακυρίευσής του από τον σατανά.
(6) =Ό,τι προτίθεσαι να πράξεις (ο). Ο Ιούδας θα μπορούσε να αντιληφθεί από την ακτίνα αυτή της παγγνωσίας του Κυρίου, ότι είναι γνωστός (b).
(7) «Δεν είναι λόγια κάποιου που προστάζει, ούτε που συμβουλεύει, αλλά κάποιου που επιτιμά και δείχνει, ότι αυτός μεν ήθελε να τον διορθώσει, αλλά επειδή εξακολουθούσε να μένει αδιόρθωτος, τον αφήνει» (Χ).
Δεν επιθυμεί ο Κύριος να πράξει ο Ιούδας αυτό, αλλά εφόσον επέμενε να πράξει αυτό, να το πράξει γρήγορα (b). «Διότι λέγοντας το «κάνε» είναι σαν να λέει το εξής: Να, σε αφήνω, κάνε ό,τι θες, δεν εμποδίζω τη γνώμη σου, δεν σε κρατώ πια» (Θφ).
Ο Χριστός γνώριζε, ότι ήδη ο σατανάς μπήκε στον Ιούδα και κυρίευσε εξ’ ολοκλήρου αυτόν. Για αυτό και τον παραδίδει σαν να μην έχει πλέον κάποια ελπίδα σωτηρίας. Όταν το πονηρό πνεύμα γίνει δεκτό θεληματικά από κάποιον άνθρωπο, τότε το αγαθό Πνεύμα κατά λόγο δικαιοσύνης αποσύρεται και αποχωρεί.
«Επειδή αυτό αποφάσισες, λέει, βιάσου στην εναντίον μου επιβουλή· διότι δεν με λυπεί το να πάθω» (αμ).
(8) Λέγεται επιρρηματικά αντί για το θᾶσσον ή θᾶττον (=γρηγορότερα) (G).= Γρηγορότερα από όσο έχεις πρόθεση (ο)· γρηγορότερα από το χρόνο, τον οποίο εσύ από μόνος σου όρισες.
«Δεν ήθελε πλέον να αναβάλλει ούτε να καθυστερεί, αλλά όσο το δυνατόν να επιταχύνει [το σωτήριο σχέδιο]· δεν το είπε αυτό δειλιάζοντας, όπως νομίζουν κάποιοι που δεν κατάλαβαν με ποιο τρόπο είπε: Πατέρα αν είναι δυνατόν ας περάσει αυτό το ποτήριο, αλλά το είπε αναλαμβάνοντας, για να το πω έτσι, με πολύ θάρρος τον αγώνα» (Ω).
Ιω. 13,28 τοῦτο δὲ οὐδεὶς ἔγνω(1) τῶν ἀνακειμένων πρὸς τί εἶπεν αὐτῷ·
Ιω. 13,28 Αυτόν τον τελευταίον λόγον κανείς από τους μαθητάς, που εκάθητο στο τραπέζι, δεν εκατάλαβε, προς ποίον σκοπόν τον είπε ο Κυριος.
(1) Το «ὃ ποιεῖς, ποίησον τάχιον» που ειπώθηκε δυνατά έγινε από όλους ακουστό όχι όμως και αντιληπτό. Κανείς. Ίσως ο Ιωάννης σιωπηρά εξαιρεί τον εαυτό του (g). Αλλά ίσως και αυτός ο Ιωάννης δεν αντιλήφθηκε επαρκώς την έννοια των λόγων αυτών του Σωτήρα ούτε υπέθετε τόσο επικείμενη την προδοσία, ώστε να εκλάβει το σήκωμα από το τραπέζι και την έξοδο του Ιούδα ότι έγινε για τον σκοπό αυτόν (ο).
«Άραγε ούτε ο Ιωάννης; Ούτε αυτός. Διότι δεν περίμενε ότι μαθητής θα μπορούσε να φτάσει σε τόσο μεγάλο βαθμό παρανομίας. Επειδή δηλαδή ήταν μακριά από αυτήν την πονηρία, ούτε για άλλους δεν μπορούσαν να υποπτευθούν τέτοια πράγματα» (Χ).
Τόσο πολύ ο Ιούδας υπήρξε επιδέξιος στο να αποκρύψει υποκριτικά τον εαυτό του και τόσο πολύ η λεπτότητα του Κυρίου προς αυτόν δείχτηκε μεγάλη μέχρι τέλους (F). Αλλά και οι μαθητές παρά τις ατέλειες, τις οποίες έδειχναν πριν ακόμη έλθει σε αυτούς το Πνεύμα το Άγιο, αγαπούσαν αρκετά ο ένας τον άλλον, ώστε δεν ήταν δυνατόν να συλλάβει ο ένας κατά του άλλου τόσο βαριά υπόνοια. «Η αγάπη δεν σκέφτεται το κακό». Αντιθέτως πολλοί και από εκείνους που έχουν το όνομα του Χριστιανού, όταν ακούνε σκληρές κατηγορίες που εκφέρονται αόριστα, είναι έτοιμοι να πουν· σε αυτόν αναφέρεται αυτή· εκείνος έπραξε αυτό· ο άλλος είναι ο ένοχος.
Ιω. 13,29 τινὲς γὰρ ἐδόκουν, ἐπεὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχεν ὁ Ἰούδας, ὅτι λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, ἀγόρασον ὧν χρείαν ἔχομεν εἰς τὴν ἑορτήν(1), ἢ τοῖς πτωχοῖς ἵνα τι δῶ(2).
Ιω. 13,29 Επειδή δε ο Ιούδας είχε το κουτί του κοινού ταμείου, μερικοί ενόμισαν ότι του είπε ο Ιησούς• Αγόρασε αυτά που μας χρειάζονται δια την εορτήν η ότι του είπε να δώση κάτι στους πτωχούς.
(1) Τέτοια περιστατικά δεν συμφωνούν με την ιδέα, ότι το απόγευμα εκείνο ήταν αυτό του πασχάλιου δείπνου (b). Έχουμε εδώ κάποια ένδειξη για το ότι το Δείπνο αυτό δεν ήταν το πασχάλιο, διότι αν ήταν το πασχάλιο, δεν θα μπορούσε να αγοραστεί κάτι (β).
(2) Άλλη εξήγηση αυτών που ειπώθηκαν στον Ιούδα υπήρξε, ότι προτράπηκε από τον Κύριο να δώσει κάποιες ελεημοσύνες στους φτωχούς, κατά τη συνήθειά του (Ιω. ιβ 6), ίσως ώστε με τη βοήθεια αυτή να μπορέσουν οι ελεούμενοι να προμηθευτούν τον πασχάλιο αμνό για την επομένη.
«Διότι φρόντιζε πολύ για τους φτωχούς… δείχνοντας ότι και αυτός που είναι ακτήμων και έχει σταυρωθεί για τον κόσμο πρέπει να φροντίζει πολύ για αυτό το πράγμα» (Θφ).
Από το τελευταίο αυτό φαίνεται, ότι ο Κύριος, μολονότι ζούσε από τις συνεισφορές των άλλων (Λουκ. η 3), όμως έδινε και στους φτωχούς ελεημοσύνη, λίγο από το λίγο που είχε. Παρόλο που αν δεν παρείχε την ελεημοσύνη αυτήν, θα μπορούσε πλήρως να δικαιολογηθεί, όχι μόνο διότι και αυτός ήταν φτωχός και δεν είχε που να γύρει το κεφάλι, αλλά και διότι από τους πενιχρούς εκείνους πόρους συντηρούσε ολόκληρο τον κύκλο των δώδεκα δωρεάν. Επιπλέον διδασκόμαστε από εδώ, ότι ο καιρός των θρησκευτικών εορτών είναι και ο καταλληλότερος για την άσκηση έργων αγάπης.
Ιω. 13,30 λαβὼν οὖν τὸ ψωμίον(1) ἐκεῖνος εὐθέως ἐξῆλθεν(2)· ἦν δὲ νύξ(3).
Ιω. 13,30 Όταν, λοιπόν, εκείνος επήρε το ψωμί, εβγήκε αμέσως έξω από το υπερώον. Είχε δε πέσει πλέον η νύκτα.
(1) Τονίζει αυτό ο ευαγγελιστής υπαινισσόμενος ότι ο Ιούδας αντιλήφθηκε τη σημασία της προσφοράς του ψωμιού από τον Ιησού και ότι ο διδάσκαλος γνώριζε ήδη τις προθέσεις του (β).
(2) «Τρέχοντας πηγαίνει στο θέλημα του διαβόλου και πηδά έξω από το σπίτι σαν μανιακός και ταραγμένος… Διότι είναι φοβερός ο σατανάς στο να προστάζει να φέρουν αμέσως εις πέρας τα πονηρά, αυτοί που μία φορά κυριεύτηκαν από αυτόν και μπήκαν κάτω από την εξουσία του… Και τον Ιούδα λοιπόν μετά το ψωμί, τον αναγκάζει αμέσως, σαν να τον έβαλε κάτω από το χέρι του, να προχωρήσει σε αυτήν την τόσο ανίερη πράξη» (Κ).
Η ιδέα ότι ήταν ήδη γνωστός στον Διδάσκαλο και νέα βίαιη έφοδος του Σατανά που τον κυρίευσε, ώθησαν αυτόν να βγει για άμεση πραγματοποίηση της προδοσίας.
«Ο προδότης σε αυτό μόνο υπακούει τον διδάσκαλο· διότι αφού πήρε το ψωμί, δεν ανέβαλε ούτε καθυστέρησε αλλά βγήκε αμέσως να κάνει γρήγορα το έργο της προδοσίας. Και αληθινά βγήκε· διότι όχι μόνο… βγήκε από το σπίτι, στο οποίο γινόταν το δείπνο, αλλά και τελείως βγήκε από τον Ιησού» (Ω).
Δεν υπήρχε ανάγκη να διώξει αυτόν ο Χριστός, ο οποίος κανέναν «δεν βγάζει έξω». Μόνος του ο Ιούδας έδιωξε τον εαυτό του.
(3) «Και εκείνος που βγήκε, ήταν και αυτός νύχτα» (Αυ).
«Η αισθητή νύχτα… είναι εικόνα της νύχτας που έγινε στην ψυχή του Ιούδα, όταν… ο Σατανάς μπήκε σε αυτόν… Για αυτούς λοιπόν των οποίων πλένονταν τα πόδια από τον Ιησού δεν ήταν νύχτα, αλλά ημέρα λαμπρότατη» (Ω). Σημειώνει κατά τη συνήθειά του ο Ιωάννης (δες α 29) και τον χρόνο της εξόδου, αλλά βρίσκει τώρα ιδιαιτέρως αξιοσημείωτο αυτόν, για να βάλει μπροστά στον αναγνώστη την δραματική φρίκη της στιγμής. Ο Ιούδας βγήκε στο σκοτάδι. Η συμβολική έννοια αυτού είναι δύσκολο να μην ήλθε στην διάνοια του ευαγγελιστή. Δες Λουκ. κβ 53 (β). Ή, λιγότερο πιθανή εκδοχή
«Γιατί μου αναφέρεις το χρόνο; Για να μάθεις την θρασύτητα, ότι δηλαδή ούτε ο χρόνος δεν συγκράτησε την ορμή του» (Χ).
Αν και ήταν νύχτα, ακατάλληλη ώρα για εργασία, όμως ο σατανάς που μπήκε στην καρδιά του απομάκρυνε από τη διάνοια του προδότη κάθε δυσκολία, η οποία ενδεχομένως θα του παρουσιαζόταν στη σκέψη από το κρύο και το σκοτάδι της νύχτας. Αυτό θα μπορούσε να ντροπιάσει εμάς για την χαλαρότητα και νωθρότητα, την οποία δείχνουμε στη διακονία του Κυρίου, την ώρα που οι υπηρέτες του σατανά είναι τόσο πρόθυμοι και ριψοκίνδυνοι, όταν τον υπηρετούν.
Ως προς το ερώτημα σε ποιο σημείο της αφήγησης του Ιωάννη πρέπει να τοποθετηθεί η σύσταση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας δόθηκαν από διάφορους διάφορες απαντήσεις. Αρκετά πιθανή παρουσιάζεται η τοποθέτηση της σύστασης του μυστηρίου στο ενδιάμεσο μεταξύ των στίχων 32 και 33 όπου διαφαίνεται να σταματά κάπως η συνέχεια της αφήγησης. Αν λάβουμε όμως υπόψη, ότι σύμφωνα με τον Λουκά τα αποκαλυπτικά λόγια του Σωτήρα για τον προδότη εκφωνήθηκαν μετά τη σύσταση της θείας Ευχαριστίας και ότι τόσο κατά τον Λουκά, όσο και κατά τον Παύλο (Λουκ. κβ 20 και Α΄Κορ. ια 25), το κόψιμο και μοίρασμα του άρτου της ευχαριστίας έγινε την ώρα που έτρωγαν αυτοί, ενώ η ευλογία και μετάδοση του ποτηρίου μετά το δείπνο, παρουσιάζεται πιθανότερο, ότι ο Ιούδας βγήκε μετά την ευλογία του άρτου και πριν την ευλογία του ποτηρίου. Το δόσιμο άλλωστε σε αυτόν του ψωμιού από τον Ιησού προϋποθέτει, ότι το δείπνο δεν είχε ακόμη τελειώσει (g).
………………………………………………
(παραλείπεται η ανάλυση των στίχων ιγ 31 – ιζ 26 διότι αποτελούν μακρά και αυτοτελή ομιλία του Κυρίου)
………………………………………………
Ιω. 18,1 Ταῦτα εἰπὼν(1) ὁ Ἰησοῦς ἐξῆλθε(2) σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ πέραν τοῦ χειμάῤῥου(3) τῶν Κέδρων(4), ὅπου ἦν κῆπος(5), εἰς ὃν εἰσῆλθεν(6) αὐτὸς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.
Ιω. 18,1 Αφού είπε αυτά ο Ιησούς, βγήκε μαζί με τους μαθητάς του πέραν από τον χείμαρρον των Κέδρων, όπου υπήρχε κήπος, στον οποίον εισήλθαν αυτός και οι μαθηταί του.
(1) «Τι λες; Και βέβαια με τον Πατέρα συνομιλούσε· και βέβαια προσευχόταν. Γιατί λοιπόν δε λες, ότι όταν σταμάτησε την προσευχή, ήλθε εκεί; Διότι δεν ήταν προσευχή, αλλά ομιλία που έγινε για τους μαθητές» (Χ).
Όταν είπε τα λόγια αυτά δηλαδή αφού κήρυξε τον λόγο και απηύθυνε την προσευχή του, δεν αφήνει να χαθεί καιρός, αλλά βγήκε αμέσως από την οικία και την πόλη και έρχεται στον κήπο της Γεθσημανή. Έρχεται ήδη ως μέγας αρχιερέας να προσφέρει και την εξιλαστήρια θυσία του. Είχε πει ό,τι έπρεπε να πει ως ο μέγας προφήτης και ήδη προχωρά να επιτελέσει το έργο του και ως μέγας αρχιερέας προσφέροντας τη ζωή του λύτρο για χάρη πολλών. Και όταν πλέον θα συντελούσε και τη θυσία αυτή, θα ξαναέπαιρνε και το βασιλικό του αξίωμα.
(2) Ή, από την αίθουσα του δείπνου, «άφησε το σπίτι στο οποίο μυσταγώγησε (εισήγαγε στα θεία μυστήρια) τους μαθητές του» (Κ), όπως θεωρούν αυτοί που δέχονται, ότι όλα όσα περιλαμβάνονται στα κεφάλαια ιγ 31-ιζ λέχθηκαν μέσα στο σπίτι.
Ή, βγήκε από την πόλη, πέρα από τον χείμαρρο των Κέδρων. Πάντως είχε πει στην πόλη τα λόγια, που είναι γραμμένα στα προηγούμενα κεφάλαια (b). «Βγαίνει ήδη με προθυμία, χωρίς να τινάζει μακριά του τον καιρό του πάθους, ούτε βεβαιως να φοβάται τον θάνατο για χάρη όλων» (Κ).
«Μέσα στα μεσάνυχτα οδοιπορεί και περνά ποταμό και βιάζεται να έλθει στον τόπο που ήταν γνωστός στον προδότη, λιγοστεύοντας τον κόπο εκείνων που τον επιβουλεύονταν και απαλλάσσοντας αυτούς από κάθε ταλαιπωρία, και δείχνει στους μαθητές του ότι με τη θέλησή του έρχεται προς αυτό που πρόκειται να συμβεί» (Χ). Μας δίδαξε με το παράδειγμά του, ότι πρέπει να αφήνουμε πίσω μας τους θορύβους και τις μέριμνες και τις ανέσεις των πόλεων, ακόμη και αυτών των αγίων πόλεων, εάν θα θέλαμε πρόθυμα να σηκώσουμε το σταυρό μας και να διατηρήσουμε την επικοινωνία μας με το Θεό στενότερη και περισσότερο θερμή.
(3) Η κοίτη αυτού του χειμάρρου που υπήρχε μεταξύ της πόλης (του λόφου του ναού) και του όρους των Ελαιών αρχίζει σε κάποια μικρή απόσταση βορειοδυτικά των Ιεροσολύμων και μέσω της κοιλάδας Ιωσαφάτ καταλήγει στη Νεκρά θάλασσα. Ο χείμαρρος σχεδόν πάντοτε είναι ξηρός και μόνο μετά από βαρύτατη πολυβροχία παρουσιάζεται να έχει νερό. Ονομάζεται χείμαρρος τόσο από τον Ιώσηπο όσο και από τους Ο΄ (Νεεμ. β 15,Α΄Μακ. ιβ 37).
(4) Υπάρχει και η γραφή των Κεδρών, η οποία μολονότι δεν μαρτυρείται ισχυρά φαίνεται πιο σωστή. Διότι το Κεδρών είναι όνομα κύριο (χείμαρρος Κεδρώνος στον Ιώσηπο), στα Εβραϊκά Kidron= μαύρος θολωμένος, νερό σκούρο και δεν προέρχεται από την ελληνική λέξη κέδρος, σαν να υπήρχαν στο χείμαρρο κέδροι. Δεν υπάρχουν όμως κέδροι εκεί. Είναι δυνατόν όμως η ονομασία αυτή να υιοθετήθηκε και από τους Ιουδαίους σαν περισσότερο κατάλληλη στην προφορά στην ελληνική (μ).
Στην από τρίτο χέρι διόρθωση του σιναϊτικού κώδικα, στον βατικανό, στον Ωριγένη και στον Χρυσόστομο χρησιμοποιείται ως γενική πληθυντικού, στην πρώτη γραφή του σιναϊτικού και στον κώδικα του Βέζα ως γενική ενικού (χ).
(5) Δεν ονομάζει αυτόν, όπως οι Ματθ. (κστ 36) και Μάρκ. (ιδ 32) «του οποίου το όνομα ήταν Γεθσημανή». Ούτε μιλά για την αγωνία στη Γεθσημανή, γνωστή από την αφήγηση των συνοπτικών (Ματθ. κστ 36,Μάρκ. ιδ 32,Λουκ. κβ 39). Η φράση όμως στο στίχο 11 «το ποτήριο που μου έδωσε ο Πατέρας» υπαινίσσεται αυτήν και υποδηλώνει ότι η αποσιώπησή της δεν οφειλόταν σε άγνοια (β).
Κάποιοι υπέθεσαν ότι η σκηνή στο Ιω. ιβ 27 ταυτίζεται με την αγωνία στη Γεθσημανή και ότι ο Ιωάννης προληπτικά αφηγείται αυτήν και όχι κατά τη χρονολογική της σειρά. Αλλά οι δύο αυτές περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο Κύριος δοκίμασε αγωνία, παρουσιάζουν και πολλά σημεία ανομοιότητας, που μας εμποδίζουν να δεχτούμε, ότι αναφέρονται και οι δύο στο ίδιο επεισόδιο (ο).
«Σε παράδεισο (=κήπο) συνέβη η αρχή των λυπηρών για μας, σε κήπο επίσης αρχίζει και το πάθος του Χριστού, και φέρνει την επανόρθωση όλων όσων μάς συνέβησαν παλιά» (Σχ).
Κρίνει άξιο σημείωσης, ότι το μέρος ήταν κήπος, όχι μόνο διότι εκεί έλαβε χώρα η σύλληψη, αλλά και διότι σε κήπο έγινε η ανάσταση, και εκεί έγινε και η σταύρωση. Οι Πατέρες ίσως διευκρίνισαν σωστά τον συμβολισμό. Το Πάθος και η ανάσταση, τα οποία συντέλεσαν τη σωτηρία του κόσμου, αντιτίθενται στην πτώση στον κήπο της Εδέμ (χ). Όταν περπατάμε στους κήπους μας, ας παίρνουμε αφορμή να μελετάμε το πάθος του Κυρίου, στο οποίο οφείλουμε όλες τις τέρψεις, που απολαμβάνουμε στους κήπους μας, διότι με αυτό απομακρύνθηκε και φυγαδεύτηκε η κατάρα πάνω στο έδαφος της γης, που ήλθε εξαιτίας της παράβασης του ανθρώπου.
(6) Το ρήμα δείχνει ότι επρόκειτο για χώρο περιφραγμένο. Αναμφίβολα ανήκε σε κάποιο φιλικό πρόσωπο.
Ιω. 18,2 ᾔδει δὲ καὶ Ἰούδας(1) ὁ παραδιδοὺς(2) αὐτὸν τὸν τόπον(1), ὅτι(3) πολλάκις συνήχθη(4) καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐκεῖ μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ(5).
Ιω. 18,2 Εγνώριζε δε και ο Ιούδας, ο προδότης, αυτόν τον τόπον, διότι πολλές φορές μαζί με τους μαθητάς του ο Ιησούς είχεν έλθει εκεί.
(1) Αφού είπε στον Ιούδα, αυτό που κάνεις κάντο γρήγορα (ιγ 27) μεταβαίνει την ίδια νύχτα, σε τόπο, όπου γνώριζε ο Ιούδας ότι συνήθιζε να βγαίνει «κάνοντας στον προδότη την εύρεση του μέρους χωρίς ταλαιπωρία» (Κ).
(2) Ο ενεστώτας δηλώνει, ότι ο Ιούδας κατά την ώρα εκείνη ενεργούσε το έργο της προδοσίας (β).
(3) «Έπειτα λέει και από πού ήξερε αυτόν» (Ζ) ο Ιούδας.
(4) Μπορεί να αναφέρεται στις αμέσως προηγούμενες ημέρες (δες Λουκ. κα 37) «τὰς δὲ νύκτας ἐξερχόμενος ηὐλίζετο εἰς τὸ ὄρος τὸ καλούμενον ἐλαιῶν·(=κατά δε τις νύκτες έβγαινεν από την Ιερουσαλήμ και έμενε στο όρος, που εκαλείτο “όρος των Ελαιών”).
Πιθανότερο όμως φαίνεται, ότι ο ευαγγελιστής έχει υπόψη και τις προηγούμενες επισκέψεις του Ιησού στα Ιεροσόλυμα (g,β). Εφόσον λοιπόν και άλλοτε είχαν διανυκτερεύσει στον κήπο εκείνο οι μαθητές, παρουσιάζεται φυσικό το ότι κοιμούνται κατά τη διάρκεια της αγωνίας του κυρίου και πριν τη σύλληψη αυτού.
(5) «Διότι πολλές φορές μετέβαινε μαζί τους σε ιδιαίτερο μέρος, συνομιλώντας για αναγκαία πράγματα… επιζητώντας πάντα τόπο απαλλαγμένο από θορύβους, ώστε να μην αποσπάται ο νους τους από την ακρόαση» (Χ)
Ιω. 18,3 ὁ οὖν(1) Ἰούδας λαβὼν τὴν σπεῖραν(2) καὶ ἐκ τῶν ἀρχιερέων καὶ Φαρισαίων ὑπηρέτας(3) ἔρχεται ἐκεῖ μετὰ φανῶν(4) καὶ λαμπάδων(5) καὶ ὅπλων(6).
Ιω. 18,3 Ο Ιούδας, λοιπόν, αφού επήρε μαζί του το ρωμαϊκόν στρατιωτικό απόσπασμα και υπηρέτας από τους αρχιερείς και Φαρισαίους, ήλθε εκεί με φανάρια και λαμπάδες και όπλα.
(1) Εφόσον γνώριζε τον τόπο, λοιπόν…
(2) «Αυτό ονομάζεται σύνταγμα των πεζών και στους Ρωμαίους κοόρτις» (Πολ. 11,23,Ι). Το ένα δέκατο της λεγεώνας (G) ή κατά τον Πολύβιο που ταυτίζει την σπείρα με την manipulus, το 1/3 της κοόρτιος. Εδώ και αλλού στην Κ.Δ. (δες ιδιαίτερα Πράξ. κα 31) πρόκειται για σώμα που αριθμεί 1000 άνδρες (240 ιππείς και 760 πεζούς), που βρίσκονται κάτω από διαταγές χιλιάρχου. Δεν πρέπει παρόλ’ αυτά να υποτεθεί, ότι ο Ιωάννης εννοεί εδώ, ότι ολόκληρη η δύναμη αυτή διατέθηκε για σύλληψη του Ιησού. Μόνο ένα απόσπασμα της σπείρας αυτής διατέθηκε για τον σκοπό αυτόν. Η σπείρα ολόκληρη, κατά τις γιορτές, όταν η πόλη κατακλυζόταν από πλήθος πολύ, ήταν στρατοπεδευμένη στην ακρόπολη Αντωνία, που βρισκόταν στην βορειοδυτική γωνία του ναού, έτοιμη να αποκαταστήσει την τάξη σε περίπτωση διασάλευσής της (β).
Οι συνοπτικοί δεν μιλάνε για την σπείρα αυτή. Παρόλ’ αυτά το μήνυμα της γυναίκας του Πιλάτου σχετικά με το όνειρο, για το οποίο μιλά ο Ματθαίος αποδεικνύει, ότι από την προηγούμενη ημέρα ο Πιλάτος είχε ασχοληθεί με την υπόθεση αυτή. Η λεπτομέρεια λοιπόν αυτή επιβεβαιώνει τη συμμετοχή του Ρωμαϊκού στρατού στη σύλληψη (g).
(3) Αυτοί ήταν οι κλητήρες του συνεδρίου, οι εντεταλμένοι και για την τήρηση της τάξης στο εσωτερικό του ναού υπό την επίβλεψη του συνεδρίου, οι οποίοι θα μπορούσαν να ονομαστούν και η αστυνομία του ναού. Δες Ματθ. κστ 55 (β,g,F). Αυτοί κυρίως θα συλλάμβαναν τον Ιησού, ενώ η σπείρα θα επενέβαινε για ενίσχυσή τους σε περίπτωση αντίστασης (g).
Δες ποιους εχθρούς είχε και έχει ο Χριστός και το ευαγγέλιό του· πόσο πολυπληθείς και πόσο ισχυρούς, οπότε και πόσο τρομερούς. Εκκλησιαστικές και πολιτικές αρχές συνδυάστηκαν εναντίον του. «στάθηκαν σε παράταξη οι βασιλιάδες της γης και οι άρχοντες συγκεντρώθηκαν στον ίδιο τόπο εναντίον του Χριστού» (Ψαλμ. β 2).
(4) Λέγεται μοναδική φορά. Πιθανώς με την έννοια όπως και σε μας σήμερα. Δηλαδή με φανάρια. Σύμφωνα με τον β φανός=η δάδα από ξύλινες λωρίδες δεμένες μαζί. Δηλαδή ό,τι εμείς ονομάζουμε λαμπάδα.
(5) =πυρσοί από ρυτίνη (g), ή λύχνος, του οποίου η φλόγα τροφοδοτείται με λάδι (G). Ό,τι εμείς ονομάζουμε λυχνάρι. Δηλώνουν οι λαμπάδες τα λυχνάρια, τα φανάρια (δ). Ήταν ο καιρός της πασχάλιας πανσέληνου, έφεραν όμως τα φώτα, ώστε με αυτά να ερευνήσουν τα σκοτεινά καταφύγια του κήπου, στην περίπτωση που ο Ιησούς θα επιχειρούσε να κρυφτεί (ο).
«Φέρνουν λαμπάδες και φανάρια, για να μην τους ξεφύγει κρυβόμενος στο σκοτάδι» (Θφ).
Αλλά ο δεύτερος Αδάμ δεν κρύφτηκε όπως ο πρώτος είτε λόγω φόβου είτε από ντροπή μέσα στα δέντρα του κήπου. Ήταν ανόητο να ανάβουν φανούς και λαμπάδες για να αναζητήσουν και να βρουν με αυτά τον ήλιο της δικαιοσύνης.
(6) «Έφερναν τα όπλα, φοβούμενοι τους ακόλουθους του Ιησού» (Ζ)· «είτε για να εκφοβίσουν είτε για να επιτεθούν σε οποιονδήποτε, ο οποίος θα τολμούσε να αντιταχτεί υπερασπίζοντας τον Χριστό» (Αυ).
Αλλά το στράτευμα του Κυρίου χρησιμοποιεί όπλα πνευματικά στη διεξαγωγή του αγώνα του. Και τα όπλα αυτά, ενώ φαίνονται προς στιγμήν ότι υποκύπτουν στη βία των όπλων του κόσμου, τελικά υπερισχύουν πάντοτε θριαμβευτικά.
Ιω. 18,4 Ἰησοῦς οὖν(1) εἰδὼς(2) πάντα τὰ ἐρχόμενα ἐπ᾿ αὐτόν(3), ἐξελθὼν(4) εἶπεν αὐτοῖς(5)· τίνα ζητεῖτε;
Ιω. 18,4 Ο Ιησούς, λοιπόν, γνωρίζων όλα εκείνα, που έμελλαν να συμβούν εις αυτόν, βγήκε έξω από τον κήπο και είπε εις αυτούς• Ποίον ζητείτε;
(1) Το διάβημα του Ιησού επέρχεται ως αποτέλεσμα της προσέγγισης αυτής αυτών που ήταν οπλισμένοι και είχαν εχθρικές διαθέσεις προς αυτόν (ο).
(2) «(Γνώριζε) Ως Θεός» (Ζ). Ο Ιωάννης επωφελείται κάθε ευκαιρίας, για να τονίσει ότι ο Ιησούς προγνώριζε τα συμβάντα της δημόσιας δράσης του (β).
«Δεν περίμενε να τα μάθει αυτά από την παρουσία εκείνων, αλλά ατάραχα, μιας και τα ήξερε όλα αυτά, έτσι και έλεγε και έκανε» (Χ).
Βγαίνει όχι έκπληκτος ή ταραγμένος και φοβισμένος, αλλά θαυμαστά άτρομος και με ψυχραιμία, ατάραχος και γενναίος, για να αντιμετωπίσει την επερχόμενη θύελλα και ρωτά ήρεμα και με πραότητα, «ποιον ζητάτε;». Όταν ο λαός προσέφερε σε αυτόν στέμμα βασιλικό και έσπευδε να ανακηρύξει αυτόν βασιλιά (Ιω. στ 15) αποσύρεται και φεύγει. Αλλά όταν έρχονται για να τον οδηγήσουν στο σταυρό, προχωρεί και παραδίνεται. Διότι ήλθε στον κόσμο για να πάθει και να προσφέρει τη ζωή λύτρο για χάρη του κόσμου, και επρόκειτο μετά το σκληρό θάνατό του να βασιλεύσει αιώνια.
Το παράδειγμα αυτό του Χριστού δεν μας διδάσκει να ρίχνουμε τους εαυτούς μας απρομελέτητα στους κινδύνους, διότι δεν γνωρίζουμε, όπως γνώριζε αυτός, εάν ήλθε και η δική μας ώρα, όπως είχε έλθει η δική του. Αλλά όταν καλούμαστε από τις περιστάσεις να υποστούμε θλίψεις και μαρτύριο, και δεν είναι δυνατόν να αποφύγουμε αυτά παρά μόνο αμαρτάνοντας, τότε οφείλουμε όπως και ο Χριστός να αναδεχόμαστε το σταυρό, στον οποίο ο Πατέρας μας καλεί.
(3) Δηλαδή όλες τις ταπεινώσεις και όλα τα φυσικά ή ηθικά βάσανα, τα οποία τον ανέμεναν (F). Μόλις είχε σηκωθεί από το έδαφος όπου είχε πέσει μπρούμυτα στην αγωνία του και γνώριζε καλά πόσο πικρό ήταν το ποτήρι εκείνο, το οποίο είχε παρακαλέσει τον Πατέρα του να απομακρύνει από αυτόν. Αλλά όμως, με υποταγή στο θέλημα του Πατέρα και με πλήρη γνώση του σταυρικού παθήματος προχωρεί προς αυτούς που έρχονται να τον συλλάβουν (ο). Είναι βέβαιος για το τι ήθελε ο Πατέρας του και δέχεται το θέλημα αυτό του Πατέρα ολόψυχα και την σύλληψή του την κάνει προσφορά εκούσια (τ).
(4) Βγήκε είτε από ανάμεσα από τους μαθητές, οι οποίοι τον κύκλωναν είτε πιο φυσικά από τον κήπο (g), στον οποίο είχε μπει (β). Από τις σκιές του κήπου, από τις οποίες καλυπτόταν μαζί με τους μαθητές (μ).
«Βγαίνει λοιπόν και πολύ πρόθυμα για να τους συναντήσει, και δείχνει με αυτό ότι ούτε αγνοούσε αυτό που τολμούσαν και ότι αν και προγνώριζε ότι ήταν ευκολότερο να κρυφτεί και να διαφύγει, με δική του πρωτοβουλία προχωρά στο πάθος, χωρίς να πέφτει σε κίνδυνο που δεν ήθελε, τον οποίο προκάλεσε η υπεροχή κάποιων» (Κ).
(5) Δεν απευθύνεται προς τον Ιούδα αλλά στους ενόπλους, που ήλθαν να τον συλλάβουν. Το φίλημα που μνημονεύουν οι συνοπτικοί (Ματθ. κστ 49,Μάρκ. ιδ 45,Λουκ. κβ 47), το οποίο κατά τον β, δόθηκε από τον Ιούδα όχι στο μάγουλο αλλά στο χέρι του Ιησού, τοποθετείται από τον Τατιανό αμέσως πριν από την έξοδο του Ιησού από τον κήπο και πριν το ερώτημα αυτό. Συμφωνούν στην τοποθέτηση αυτή και οι F,g,β. Ο ο, τοποθετεί αυτό μετά την ερώτηση και απάντηση του Ιησού που λέγονται στους στίχους 7-8.
Ιω. 18,5 ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον(1). λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι(2). εἱστήκει δὲ(3) καὶ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν μετ᾿ αὐτῶν.
Ιω. 18,5 Του απήντησαν εκείνοι• Ιησούν τον Ναζωραίον. Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς• εγώ είμαι. Μαζί δε με αυτούς εστέκετο και ο Ιούδας, ο προδότης.
(1) Όπως φαίνεται από τα Λουκά δ 34,ιη 37,κδ 19,Μάρκ. ι 47,ιδ 67,ιστ 6,Ματθ. κστ 71,Πράξ. β 22 με την ονομασία αυτή ήταν γενικώς γνωστός ο Κύριος. Και η εντολή λοιπόν που δόθηκε από τους αρχιερείς και τους Φαρισαίους στους ενόπλους ήταν να συλλάβουν τον Ιησού τον Ναζωραίο (β). Η ονομασία ήταν εν μέρει καθοριστική, εν μέρει όμως και έκφραση περιφρόνησης (τ).
(2) Έχουμε στο Εγώ είμαι φράση, η οποία μπορεί να σημαίνει όχι περισσότερο από το Εγώ είμαι ο άνθρωπος τον οποίο ζητάτε. Μπορεί όμως να σημαίνει και το ιερό όνομα του Θεού «Εγώ είμαι». Για τους στρατιώτες είχε η φράση την πρώτη σημασία. Για εμάς τους πιστούς έχει την δεύτερη (τ).
(3) Παρενθετική πρόταση. Είχε επιτελέσει ο Ιούδας το έργο του, εφόσον είχε αναλάβει την υποχρέωση να οδηγήσει τους απεσταλμένους του συνεδρίου στον τόπο, όπου θα έβρισκαν τον Ιησού (β). Η εντύπωση λοιπόν που προκλήθηκε από την απάντηση του Ιησού, έγινε αισθητή εντονότερα από κάθε άλλον στον άπιστο μαθητή, και από αυτόν αναμφίβολα μεταδόθηκε η συγκίνηση και στους άλλους (g).
Η φωνή του Ιησού είναι τρομερότερη για τους αποστάτες παρά για τους κοινούς και συνηθισμένους αμαρτωλούς. «Δες πώς δεν εκφράζει δυσαρέσκεια ο ευαγγελιστής, πώς δεν βρίζει τον προδότη, αλλά διηγείται το γεγονός, με σκοπό να δείξει ένα μόνο, ότι το παν συνέβη επειδή το επέτρεψε ο Ιησούς» (Χ).
Ιω. 18,6 ὡς οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὅτι ἐγώ εἰμι(1), ἀπῆλθον εἰς τὰ ὀπίσω(2) καὶ ἔπεσον χαμαί(3).
Ιω. 18,6 Όταν, λοιπόν, είπεν εις αυτούς, ότι εγώ είμαι, εκείνοι καταπτοημένοι οπισθοχώρησαν και έπεσαν κάτω.
(1) «Και μόνη η φωνή του, που απάγγειλε τα λόγια Εγώ είμαι, χωρίς κάποιο όπλο χτύπησε, απώθησε και έριξε κάτω το πλήθος εκείνο, μαζί με όλη την αγριότητα του μίσους τους και τον τρόμο των όπλων τους. Εγώ είμαι, λέει, και ρίχνει χάμω τους πονηρούς. Τι θα κάνει όταν θα έλθει ως κριτής αυτός, ο οποίος έκανε αυτό όταν παρέδιδε τον εαυτό του για να κριθεί; Ποια θα είναι η δύναμή Αυτού, όταν θα έλθει να βασιλεύσει, αυτός ο οποίος τέτοια δύναμη είχε, όταν ήλθε να πεθάνει;» (Αυ).
Φανερώνοντας «ότι η δύναμη κάθε ανθρώπου δεν είναι τίποτα εντελώς, μπροστά στην ανείπωτη και θεία ισχύ, μιλώντας με πράο και ήμερο λόγο, ξαπλώνει χάμω στη γη τον όχλο που τον ζητούσαν, για να μάθουμε αυτό, ότι δηλαδή η φύση αυτών που πλάστηκαν ενώ δεν αντέχει και ένα μόνο λόγο του Θεού, και αυτόν φιλάνθρωπο, πώς θα υποφέρει την απειλή σύμφωνα με αυτό που είναι γραμμένο στους ψαλμούς «Εσύ είσαι φοβερός και ποιος θα σου αντισταθεί από την οργή σου;» (Κ).
Το αποτέλεσμα από τα λόγια αυτά δεν υπήρξε απλό φυσικό γεγονός, που προκλήθηκε από κάποιο στιγμιαίο συναίσθημα φρίκης μπροστά στη θαρραλέα στάση του Ιησού· υπήρξε αποτέλεσμα αληθινά υπερφυσικό, επειδή ο Ιησούς θέλησε να φανερώσει την δύναμή του την ίδια ώρα κατά την οποία δεχόταν την ταπείνωση (F).
Δεν πρόκειται για ενέργεια άμεση της παντοδυναμίας του Θεού, που ανατρέπει τους ανθρώπους αυτούς, αλλά θα ήταν πλάνη να δει κάποιος εδώ ένα τυχαίο συμβάν. Το αποτέλεσμα αυτό ήταν σύμφωνο με τη θέληση Εκείνου ο Οποίος το παρήγαγε. Κάνοντας ο Ιησούς αισθητή τη δύναμή του ήθελε να δείξει σε αυτούς, ότι διέτρεχαν κίνδυνο εάν επιχειρούσαν να συλλάβουν μαζί με αυτόν και τους μαθητές (g).
(2) Δεν σημαίνει αυτό, ότι στράφηκαν και έφυγαν, αλλά ότι οπισθοδρόμησαν έμφοβοι και μπροστά στη μεγαλειότητα του προσώπου του έπεσαν στο έδαφος (ο).
Μπορούσε να ρίξει αυτούς στο έδαφος νεκρούς. Μπορούσε να διατάξει τη γη και να καταπιεί αυτούς, όπως άλλοτε τον Κορέ. Αλλά δεν ήθελε να γίνει αυτό. Πρώτον μεν διότι είχε έλθει η ώρα του, και δεύτερον διότι ήθελε να μας δώσει παράδειγμα υπομονής και μακροθυμίας απέναντι στους χειρότερους ανθρώπους, αλλά και συμπάθειας και αγάπης προς αυτούς τους άσπονδους εχθρούς του. Ρίχνοντας αυτούς στο έδαφος, παρείχε σε αυτούς ευκαιρία να μετανοήσουν, αλλά η καρδιά τους ήταν σκληρή και η πρόσκληση αυτή για μετάνοια απέβη μάταιη.
(3) «Ο λόγος του τούς έριξε κατά γης» (Χ).
«Έδειξε λοιπόν ότι αν δεν το ήθελε αυτός, όχι μόνο να τον πιάσουν δεν μπορούσαν, αλλά ούτε καν να τον δουν» (Ζ).
Ιω. 18,7 πάλιν οὖν(1) αὐτοὺς ἐπηρώτησε(2)· τίνα ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπον· Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον(3).
Ιω. 18,7 Πάλι, λοιπόν, τους ηρώτησε• ποίον ζητείτε; Εκείνοι είπον• Ιησούν τον Ναζωραίον.
(1) Παρεμβλήθηκε κάποιο χρονικό διάστημα, αρκετό να συνέλθουν εκείνοι από το φόβο τους και να σηκωθούν από το έδαφος… Ενώ λοιπόν στέκονταν αναποφάσιστοι και αδρανείς, ο Κύριος απευθύνει σε αυτούς και πάλι το ερώτημα «ποιόν ζητάτε;» (ο).
(2) Σε τόνο τώρα γλυκύτερο από τον οποίο ενθαρρύνθηκαν οι υπηρέτες των αρχιερέων να πλησιάσουν ξανά ο Ιησούς τους ρωτά (g).
«Αφού είχε δείξει τη δύναμή του σε εκείνους, οι οποίοι ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν να τον συλλάβουν, καλεί τώρα αυτούς να τον συλλάβουν, για να εργαστεί το θέλημά του μέσω εκείνων οι οποίοι αγνοούσαν αυτό» (Αυ).
«Τους έριξε μεν κάτω μπρούμυτα, δηλώνοντας και την δύναμή του και ότι θεληματικά έρχεται προς το πάθος… Επειδή όμως επέμεναν στην κακία και μετά το θαύμα αυτό, τότε λοιπόν παραδίδει τον εαυτό του» (Θφ).
(3) Γνώριζαν ήδη αυτοί σε ποιον μιλούσαν, αλλά εξαιτίας του φόβου εμποδίζονται να πουν: ζητάμε εσένα. Και επαναλαμβάνουν ό,τι είπαν και πριν (ο,β).
Ιω. 18,8 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς(1)· εἶπον ὑμῖν(2) ὅτι ἐγώ εἰμι. εἰ οὖν ἐμὲ ζητεῖτε, ἄφετε τούτους(3) ὑπάγειν(4)·
Ιω. 18,8 Απεκρίθη ο Ιησούς• σας είπα ότι εγώ είμαι• εάν, λοιπόν, ζητάτε εμέ, αφήσατε αυτούς να φύγουν.
(1) «Ο ίδιος φανερώνει τον εαυτό του, διδάσκοντας και τους μαθητές να μην ψεύδονται ούτε στους κινδύνους, και πληροφορώντας ότι εκούσια παραδίδει τον εαυτό του στους φονιάδες» (Ζ).
(2) Η απάντηση είναι αυστηρή και εξουσιαστική (β). Είναι σαν να έλεγε σε αυτούς: Γιατί λοιπόν δεν προβαίνετε στη σύλληψή μου; (ο).
(3) Λόγος στοργικής φροντίδας (F). «Και πρόσεξε πώς ούτε μέχρι την τελευταία ώρα δεν μειώνει την αγάπη προς τους μαθητές» (Θφ). Η μέριμνά του για τους πιστούς του μαθητές είναι χαρακτηριστικό του καλού Ποιμένα (β).
(4) Να φύγουν ή να πάνε στο σπίτι τους (β). Μιλά σε αυτούς με εξουσία. Είναι σαν να τους έλεγε: Αφήστε τους να φύγουν, διότι αλλιώς διατρέχετε κίνδυνο, εάν αγγίξετε αυτούς. Δείχνει έτσι στοργή προς τους μαθητές του, οι οποίοι ήταν ακόμη ανώριμοι να αντιμετωπίσουν τέτοιο πειρασμό. Η πίστη τους ήταν ακόμη ασθενής και επιπλέον είχαν έργο να επιτελέσουν. Πρέπει να φύγουν τώρα, διότι μετά από λίγο θα κληθούν να διατρέξουν τον κόσμο ολόκληρο, για να κηρύξουν το ευαγγέλιο.
Έτσι ο Κύριος παρέχει και σε μας μεγάλη ενθάρρυνση να τον ακολουθούμε. Διότι αν και η οδός στην οποία μας καλεί να βαδίσουμε, είναι οδός θλίψεων, παρόλ’ αυτά ο σταυρός, τον οποίο θα μας καλεί να βαστάξουμε, πάντοτε θα είναι ανάλογος με τις δυνάμεις μας. Και όπως τώρα προφυλάσσει τους μαθητές του, έτσι θα προφυλάξει και εμάς. Μας δίνει επίσης ο Κύριος παράδειγμα, να μη φροντίζουμε σε ώρα κινδύνου μόνο για την ασφάλεια του εαυτού μας, αλλά και για την ασφάλεια των πλησίον μας και μάλιστα περισσότερο για την ασφάλεια αυτών παρά για τη δική μας.
Ιω. 18,9 ἵνα πληρωθῇ ὁ λόγος ὃν εἶπεν(1), ὅτι οὓς δέδωκάς μοι, οὐκ ἀπώλεσα ἐξ αὐτῶν οὐδένα(2).
Ιω. 18,9 Και είπε τούτο, δια να εκπληρωθή ο λόγος, τον οποίον προ ολίγου είχεν είπει στον Πατέρα του, ότι εκείνους τους οποίους μου έδωκες τους επροφύλαξα και δεν εχάθηκε κανένας από αυτούς.
(1) Ο Ιησούς λοιπόν ήταν προφήτης. Έτσι και στο στίχο 32 (b). Προκειμένου να παραθέσει λόγο του Ιησού Χριστού χρησιμοποιεί την ίδια φράση, την οποία και σε παράθεση χωρίου από την Π.Δ. Για τον Ιωάννη οι λόγοι του Ιησού είχαν κύρος και έμπνευση όπως και αυτοί της Π.Δ. για την πρόγνωση των μελλόντων. Ο λόγος στον οποίο εδώ αναφέρεται εδώ ο Ιωάννης είναι αυτός στο ιζ 12 (β).
(2) Η έννοια των λόγων αυτών, την οποία αδύνατον ήταν να μην γνώριζε ο Ιωάννης, αφορούν στη σωτηρία και προστασία από το πνευματικό κακό και την πνευματική απώλεια.
«Απώλεια εδώ λέει όχι αυτήν του θανάτου, αλλά εκείνη την αιώνια. Ο ευαγγελιστής λοιπόν το πήρε αυτό και για τη στιγμή εκείνη» (Χ).
Ο Ιωάννης εφαρμόζει τα λόγια αυτά και στην προκειμένη περίπτωση, όπου πρόκειται για απελευθέρωση και προστασία των μαθητών από σωματικό κίνδυνο ή εφαρμόζοντας πιο ελεύθερα τον λόγο του Χριστού= δεν έχασα, ακόμη και σε αυτήν την μέγιστη περίπτωση του κινδύνου (b).
Ή, η εκπλήρωση σε αυτήν εδώ την περίπτωση πρέπει να θεωρηθεί ότι συμβολίζει την μεγαλύτερη απολύτρωση των μαθητών από τον πονηρό κόσμο (ο).
Ή, πιο σωστά, εάν οι μαθητές συλλαμβανόμενοι από τους Ιουδαίους «πέθαιναν τώρα, ο Ιησούς θα έχανε αυτούς», διότι θα πέθαιναν χωρίς «να πιστέψουν σε αυτόν, όπως πιστεύει κάθε πιστός που δεν χάνεται» (Αυ).
Το παράδειγμα του Πέτρου, του θαρραλεότερου από όλους τους μαθητές, αποδεικνύει, ότι εάν πραγματοποιούνταν κατά την παρούσα στιγμή η σύλληψη των μαθητών, θα αποτελούσε αυτή σύνθημα πτώσης τους βαθιάς, ίσως άρνησης ανεπανόρθωτης (g). Διότι αν συλλαμβάνονταν, μπορούσαν να τον απαρνηθούν από ασθένεια, όπως ο Πέτρος μετά από αυτά (δ). Η διαφυγή λοιπόν από την σύλληψη οφειλόταν όντως σε θεία προστασία.
Διότι «θα μπορούσε κάποιος να θαυμάσει πώς και αυτούς δεν τους συνέλαβαν μαζί του και δεν τους κατέσφαξαν, και μάλιστα τη στιγμή που ο Πέτρος παρόργισε αυτούς με εκείνα που έκανε στον δούλο. Ποιος λοιπόν τους συγκρατούσε; Κανείς μεν άλλος, παρά η δύναμη αυτή που τους έριξε κατά γης. Πράγμα λοιπόν που και ο ευαγγελιστής δήλωσε, ότι δεν ήταν αποτέλεσμα της θέλησης των Ιουδαίων, να μην πάθουν τίποτα, αλλά της δύναμης και απόφασης αυτού που συλλήφθηκε» (Χ).
«Η φράση «για να εκπληρωθεί ο λόγος τον οποίο είπε, ότι Δεν έχασα από αυτούς κανέναν», αυτό σημαίνει, λέει, το ότι δεν κατασφάχτηκαν οι μαθητές». Διότι λόγω της αδυναμίας τους, τούς βγάζει έξω από πειρασμούς» (Θφ). Σημείωσε εδώ, ότι και θαυματουργικά ακόμη επεμβαίνει ο Κύριος, για να προστατεύσει τους μαθητές του και τους δούλους του από τους εχθρούς τους και να μην αντιμετωπίσουν πειρασμό που να υπερβαίνει τις δυνάμεις τους. Οι μαθητές δεν είχαν λάβει επαρκή χάρη, για να αντέξουν στην επαπειλούμενη δοκιμασία. Για αυτό και επενέβη ο Κύριος από τη μία με την υπερφυσική θεραπεία του Μάλχου, από την άλλη με τη θεία του δύναμη η οποία έριξε φοβισμένους στο έδαφος αυτούς που ήλθαν να τον συλλάβουν.
Θα ρωτούσε ίσως κάποιος γιατί τώρα δεν παρέχει σε αυτούς την αναγκαία χάρη, για να αντέξουν και στον πειρασμό που απειλεί με μαρτύριο. Μη λησμονούμε όμως, ότι η λήψη της χάρης γίνεται σύμφωνα και με την βαθμιαία αύξηση αυτού που την δέχεται. Όταν κάποιος είναι ακόμη νήπιος εν Χριστώ, δεν είναι δυνατόν να μεταδοθεί σε αυτόν η χάρη, η οποία παρέχεται σε αυτόν που γιγαντώθηκε στην κατά Χριστόν ζωή.
Ο πνευματικός ναός χτίζεται με διαδοχική τοποθέτηση και οικοδομή των αναγκαίων λίθων, και δεν ανυψώνεται με τη μία σε πλήρες πνευματικό οικοδόμημα σαν με κάποιο μαγικό ραβδί. Πάντως από την περίπτωση αυτή διδασκόμαστε, ότι ο Κύριος παρουσιάζεται ασπίδα μας απέναντι σε κάθε εχθρική δύναμη. Και η εδώ λύτρωση των μαθητών από τον σωματικό κίνδυνο αποτελεί βέβαιη εγγύηση, ότι το ίδιο δεξί χέρι του Κυρίου θα τους οδηγούσε με ασφάλεια στην ουράνια βασιλεία.
Ιω. 18,10 Σίμων οὖν Πέτρος(1) ἔχων μάχαιραν(2) εἵλκυσεν αὐτήν, καὶ ἔπαισε τὸν τοῦ ἀρχιερέως δοῦλον(3) καὶ ἀπέκοψεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον(4) τὸ δεξιόν· ἦν δὲ ὄνομα τῷ δούλῳ Μάλχος(5).
Ιω. 18,10 ο Σίμων Πέτρος, που είχε κατά την ώραν εκείνην μάχαιραν, την έσυρε και εκτύπησε τον δούλον του αρχιερέως και του έκοψε το δεξί αυτί. Το όνομα δε του δούλου εκείνου ήτο Μαλχος.
(1) Το επεισόδιο της επίθεσης εναντίον του δούλου του αρχιερέα αναφέρεται και από τους συνοπτικούς (Ματθ. κστ 51,Μάρκ. ιδ 47, Λουκ. κβ 50). Αλλά ο Ιωάννης μόνος αναφέρει, ότι ο Σίμων έπραξε αυτό· οι άλλοι ευαγγελιστές αποσιωπούν το όνομα του Πέτρου (b).
«Πρόσθεσε ο Ιωάννης και το όνομα αυτού που χτυπήθηκε και το μέρος που χτυπήθηκε διότι ήταν πολύ σπουδαίο το γεγονός» (Ζ), «όπως και ο Λουκάς είναι ο μόνος ο οποίος αναφέρει, ότι ο Κύριος άγγιξε το αυτί του και τον θεράπευσε» (Αυ).
(2) Το ότι δεν έχει άρθρο υποδηλώνει, ότι ο Πέτρος συνέβη τη στιγμή εκείνη να κουβαλά μαχαίρι. Δεν κουβαλούσε αυτό πάντοτε. Ίσως να ήταν ένα από αυτά που αναφέρονται στο Λουκ. κβ 38. Δεν επιτρεπόταν από το νόμο να κουβαλούν όπλα σε ημέρες γιορτών. Το ότι στο δείπνο υπήρχαν δύο μαχαίρια και από αυτά το ένα πήρε μαζί του ο Πέτρος, τείνει να αποδείξει ότι το δείπνο αυτό δεν ήταν αυτό του Πάσχα (β)(το επιχείρημα όμως αυτό δεν είναι αδιαμφισβήτητο).
Ο Πέτρος ενθαρρύνθηκε φαίνεται από το ότι είδε τους στρατιώτες να πέφτουν χάμω. Η δύναμη του διδασκάλου κατέστησε αυτόν τολμηρό. Το διάβημά του, οσοδήποτε και αν προήλθε από αγάπη προς τον Διδάσκαλο, δεν μαρτυρεί πίστη ακλόνητη και σταθερή. Και αυτό φαίνεται καθαρά μετά από λίγο, όταν στην αυλή του αρχιερέα αρνείται τον Διδάσκαλο τρεις φορές. Οι αληθινοί και γνήσιοι Χριστιανοί ήρωες υπερασπίζουν την υπόθεση του ευαγγελίου όχι μόνο όταν βλέπουν τον Κύριο να υπερισχύει και να έχει δύναμη, αλλά όταν και προς στιγμήν φαίνεται να νικιέται και να είναι σε αδυναμία.
(3) Με άρθρο. Αυτό δηλώνει ότι ο Μάλχος ήταν ένας από τους προεξάρχοντες δούλους και ακόλουθους του αρχιερέα (ο). Για αυτό και ο Χρυσόστομος ταυτίζει αυτόν με αυτόν που «ύστερα από λίγο πρόκειται να χαστουκίσει» τον Ιησού.
(4) Ο σιναϊτικός, βατικανός και κάποιοι άλλοι μεγαλογράμματοι γράφουν ωτάριον αντί για ωτίον. «Δεν αναφέρει τυχαία το δεξί αυτί, αλλά, κατά τη γνώμη μου, επειδή θέλει να δείξει την ορμή του αποστόλου, ότι δηλαδή σχεδόν όρμησε εναντίον του ίδιου του κεφαλιού του» (Χ). Το χτύπημα δόθηκε εναντίον του κεφαλιού του δούλου, κόπηκε όμως μόνο το αυτί του διότι αυτός προφυλασσόμενος έγειρε προς τα αριστερά (β).
«Εάν τώρα πεις, πώς αυτός που διατάχτηκε ούτε να ραπίζει, γίνεται ανθρωποκτόνος; Βεβαιότατα έλαβε εντολή μεν να μην αμύνεται, εδώ όμως δεν αμύνθηκε για τον εαυτό του, αλλά για τον διδάσκαλο. Έπειτα δεν ήταν ακόμη τέλειοι και πνευματικά ολοκληρωμένοι» (Χ).
Ο Πέτρος εδώ παρουσιάζεται να τηρεί τον λόγο, τον οποίο είπε στον Διδάσκαλο βεβαιώνοντας αυτόν, ότι ήταν έτοιμος να βαδίσει μαζί του και στη φωτιά και στο θάνατο. Ο ζήλος του όμως υπέρ του Διδασκάλου προφανώς είναι ζήλος όχι με επίγνωση. Διότι, εάν η πρόθεσή του να χτυπήσει το Μάλχο στο κεφάλι πραγματοποιούνταν, ασφαλώς οι στρατιώτες θα ορμούσαν εναντίον ολόκληρου του ομίλου των μαθητών για να κατασπαράξουν αυτούς, ενώ ο διδάσκαλος θα εμφανιζόταν στα μάτια της ρωμαϊκής εξουσίας σαν όχι καλύτερος του Βαραββά.
(5) «Η έννοια του ονόματος Μάλχος είναι ο προορισμένος να βασιλεύσει» (Αυ). Μάλχος από το εβραϊκό μέλεκ= βασιλιάς. Το «ότι θεράπευσε αυτόν ο Ιησούς αμέσως, όπως μάθαμε από τον Λουκά» (Ζ), εξηγεί το γιατί ο Πέτρος δεν συνελήφθη αμέσως ως ένοχος στάσης κατά της εξουσίας.
«Θα μάθουμε λοιπόν από αυτό που έγινε, μέχρι ποίου σημείου φτάνει, χωρίς να μπορεί να κατηγορηθεί, ο ζήλος της ευσέβειας προς το Χριστό… Διότι το υπόδειγμα αυτής της πράξης δεν μας επιτρέπει να αγωνιζόμαστε για την ευσέβεια στο Χριστό με το να υψώνουμε σιδερένια όπλα ή να σηκώνουμε πέτρες εναντίον κάποιων ή βεβαίως να χτυπούμε με ξύλο αυτούς που μας αντιτίθενται· διότι τα όπλα μας δεν είναι σαρκικά σύμφωνα με το λόγο του Παύλου, αλλά να συμπεριφερόμαστε με ηπιότητα μάλλον ακόμη και στους φονιάδες» (Κ).
Ιω. 18,11 εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ· βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην(1)· τὸ ποτήριον(2) ὃ δέδωκέ μοι ὁ πατήρ(3), οὐ μὴ πίω αὐτό(4);
Ιω. 18,11 Είπε αμέσως τότε ο Ιησούς στον Πετρον• βάλε την μάχαιραν εις την θήκην• το ποτήριον, το οποίον μου έδωκε ο Πατήρ, θέλεις συ να μη το πίω;
(1) «Το παράγγελμα του Χριστού γεννά θεσμό ευαγγελικού τρόπου ζωής και δύναμη εντολής, όχι αυτής που ειπώθηκε στους αρχαιότερους σύμφωνα με το νόμο του Μωϋσή, αλλά αυτής που ο Χριστός έβαλε, η οποία τόσο πολύ εμποδίζει να χρησιμοποιούμε μαχαίρια, ή μάλλον λέει ότι δεν πρέπει καν να αμυνόμαστε και μεις με τη σειρά μας, ώστε, αν κάποιος θα ήθελε να μας χαστουκίσει στο ένα σαγόνι, να απαιτήσουμε επιπλέον και στο δεύτερο αν τύχει, στρέφοντάς του και το άλλο, και με αυτό κόβει από τη ρίζα της κατά κάποιο τρόπο από την ψυχή την ανθρώπινη δειλία» (Κ).
Ο Πέτρος έπρεπε να βάλει το μαχαίρι στη θήκη του, διότι επρόκειτο να δοθεί σε αυτόν το μαχαίρι του Πνεύματος. Τα όπλα της στρατείας μας δεν είναι σαρκικά, αλλά πνευματικά. Είναι παρόλ’ αυτά ισχυρά και ακατανίκητα. Όταν ο Κύριος με έναν μόνο λόγο ανάγκασε αυτούς που ήλθαν να τον συλλάβουν, να οπισθοχωρήσουν και να πέσουν χάμω, έδειξε στον Πέτρο με ποιο όπλο έπρεπε να οπλιστεί. Το όπλο αυτό ήταν ο κοφτερότερος από μαχαίρι λόγος του Θεού, ο ζωντανός και ενεργής. Με αυτόν και ο Πέτρος όχι πολύ χρόνο ύστερα θα έριχνε νεκρούς στο έδαφος τον Ανανία και τη Σαπφείρα, που είπαν ψέματα στο Πνεύμα του Θεού.
(2) «Το ποτήρι του θανάτου δηλαδή» (Ζ).
Είναι ποτήριο. Δεν είναι θάλασσα, δεν είναι θάλασσα ερυθρά, ούτε νεκρά θάλασσα, διότι δεν είναι άδης, αλλά φως, και η δοκιμασία του είναι στιγμιαία. Είναι ποτήριο που δίνεται από τον Πατέρα. Και όταν δίνεται και σε εμάς, από τον Πατέρα μάς παρέχεται. Δίνεται ως δωρεά και ως χάρις, αφού «αυτόν που αγαπά ο Κύριος τον εκπαιδεύει». Εκπαιδεύει ως Πατέρας έχοντας εξουσία πάνω μας, αλλά και αγάπη πατρική προς εμάς. Και όταν παρέχει σε μας το ποτήριο δεν μας το δίνει, για να μας βλάψει, αλλά για να μας ωφελήσει, και ως πάνσοφος και πανάγαθος γνωρίζει αλάνθαστα τι ωφελεί και τι βλάπτει τα παιδιά του.
(3) «Το οποίο παραχώρησε να έλθει σε μένα ο Πατέρας· διότι αυτό σημαίνει το έδωσε» (Ζ).
«Δείχνει ότι αυτό που γίνεται δεν οφείλεται στην δύναμη εκείνων, αλλά στο ότι αυτός το επιτρέπει και δηλώνει ότι δεν είναι κάποιος αντίθεος, αλλά υπάκουος μέχρι θανάτου στον Πατέρα» (Χ).
Η όλη φράση υπενθυμίζει την προσευχή του Ιησού στη Γεθσημανή, όπως αυτή αναφέρεται από τους συνοπτικούς (Ματθ. κστ 39,Μάρκ. ιδ 36,Λουκ. κβ 42).
(4) Σε αυτό, δηλαδή στο να μην πιει το ποτήρι, αποσκοπούσε ο αγώνας του Πέτρου (b). Η προσθήκη της αντωνυμίας «αυτό» δεν είναι πλεονασμός αλλά εμφατική επανάληψη της λέξης ποτήρι, στην οποία αναφέρεται (ο). Η όλη πρόταση είναι ερωτηματική. Ο Abbott προτιμά να θεωρήσει αυτήν ως αναφώνηση με θαυμαστικό (β).
Ιω. 18,12 Ἡ οὖν σπεῖρα καὶ ὁ χιλίαρχος καὶ οἱ ὑπηρέται τῶν Ἰουδαίων(1) συνέλαβον τὸν Ἰησοῦν(2) καὶ ἔδησαν αὐτόν(3),
Ιω. 18,12 Τότε, λοιπόν, το στρατιωτικόν απόσπασμα και ο χιλίαρχος και οι υπηρέται των Ιουδαίων έπιασαν τον Ιησού και τον έδεσαν.
(1) Η σύλληψη του Ιησού έγινε από τους Ρωμαίους στρατιώτες που ενεργούσαν σε συνεργασία με τους υπηρέτες των Ιουδαίων, που αποτελούσαν την αστυνομία του ναού των Ιουδαίων (β). Επειδή λοιπόν οι υπηρέτες των Ιουδαίων εκτελούσαν διαταγές του συνεδρίου, προφανώς η σύλληψη του Ιησού έγινε με διαταγή του ανώτατου δικαστηρίου των Ιουδαίων (ο).
(2) Σύμφωνα με τα Ματθ. κστ 50,51 και Μάρκ. ιδ 46,47 η σύλληψη του Ιησού έγινε πριν ακόμη ο Πέτρος σύρει το μαχαίρι του εναντίον του Μάλχου. Στον Ιωάννη το επεισόδιο τοποθετείται λίγο πριν τη σύλληψη. Τέτοιες ελαφρές διαφορές δεν θίγουν ούτε στο ελάχιστο την αξιοπιστία των ιερών συγγραφέων, αλλά αντίθετα επιβεβαιώνουν αυτήν αφού με αυτές διαπιστώνεται ότι καμία συνεννόηση δεν υπήρχε μεταξύ τους (ο).
(3) Πιθανώς έδεσαν τα χέρια του πίσω του (β). Η λεπτομέρεια αυτή δεν αναφέρεται από τους άλλους συνοπτικούς (μ). Τον έδεσαν για να τον εξευτελίσουν. Οι δούλοι δένονταν έτσι. Δένεται ήδη και ο Ιησούς, μολονότι είναι ο πρωτότοκος. Τον έδεσαν για να μην τους διαφύγει, αφού και ο Ιούδας τούς είχε πει «κρατήστε τον». Αλλά ο Χριστός δέχεται πρόθυμα να δεθεί, για να λυθούμε εμείς από τα δεσμά της αμαρτίας. Στα δεσμά του αυτά οφείλουμε εμείς την ελευθερία μας από τις αλυσίδες του σκότους.
Οι τύποι της Π.Δ. και οι προφητείες εκπληρώνονται και στο σημείο αυτό. Ο Ισαάκ δέθηκε, για να προσφερθεί ως θυσία· ο Ιωσήφ δέθηκε και «ταπείνωσαν με αλυσίδες τα πόδια του· μέσα από σίδερο πέρασε η ψυχή του» (Ψαλμ. ρδ 18). Και ο Σαμψών δέθηκε από τους Φιλισταίους. Αλλά και για τον Μεσσία είχε προφητευτεί ότι θα δενόταν. Δες Ησ. νγ 8. Και δέθηκε ώστε και οι προς αυτόν δεσμοί της αγάπης μας να γίνουν αδιάσπαστοι. Του Παύλου οι χαιρετισμοί προς τους Χριστιανούς είναι και χαιρετισμοί του Χριστού προς όλους μας: «Να θυμάστε τα δεσμά μου» (Κολ. δ 18). Να θυμάστε αυτά, για να δεθείτε μαζί με αυτόν μακριά από κάθε αμαρτία, αιχμάλωτοι σε κάθε καθήκον. «Είναι ήδη κυριευμένοι από ανήμερο θυμό και φλέγονται από ακαταμάχητο θράσος… και αφού συνέλαβαν τον Κύριο να υποχωρεί ήδη σε αυτούς στο οτιδήποτε, τον δένουν με δεσμά» (Κ), «σαν ακριβώς να διαφήμιζαν το συμβάν και καυχιόντουσαν, ότι έστησαν μεγάλο τρόπαιο» (Θφ).
Καθένας θα περίμενε, ότι το θαύμα της θεραπείας του αυτιού του Μάλχου θα τους έκανε ευλαβείς απέναντι στον Ιησού. Λύσσα καταραμένη και ασυγκράτητη, την οποία το μέγεθος του θαύματος που έγινε δεν μπόρεσε να την καταπραΰνει, ούτε η τρυφερότητα που έδειξε ο Κύριος να την μαλακώσει.
Ιω. 18,13 καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν πρὸς Ἄνναν(1) πρῶτον(2)· ἦν γὰρ πενθερὸς τοῦ Καϊάφα(3), ὃς ἦν ἀρχιερεὺς τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου.
Ιω. 18,13 Και τον επήγαν δεμένο πρώτον προς τον Άνναν· διότι ήτο και πενθερός του Καϊάφα, ο οποίος ήτο αρχιερεύς κατά το ιστορικόν εκείνο έτος.
(1) Ο Άννας είχε διατελέσει αρχιερέας κατά τα έτη 6-15 μ.Χ. Όπως φαίνεται από ενδείξεις από τον Ιώσηπο (Αρχαιολογία 18,2,1), ήταν πρόσωπο μεγάλης επιρροής, και επανειλημμένα ονομάζεται και στην Κ.Δ. αρχιερέας (δες Λουκ. γ 2,Πράξ. δ 6) σε χρόνο, κατά τον οποίο το αξίωμα του αρχιερέα κατεχόταν από τον Καϊάφα (G). Υπήρξε αρχηγός αρχιερατικής οικογένειας και διηύθυνε εκ του αφανούς τους διάφορους γιους και γαμπρούς του, οι οποίοι διαδοχικά κατέλαβαν το αρχιερατικό αξίωμα. Είναι πιθανόν και ο Άννας και κάποια μερίδα του Ιουδαϊκού λαού να θεωρούσαν ως επέμβαση παράνομη της ρωμαϊκής εξουσίας την αντικατάσταση των αρχιερέων και συνεπώς είναι ενδεχόμενο να νομιζόταν, ότι η συγκατάθεση του Άννα ήταν απαραίτητη για το πνευματικό κύρος των πράξεων του συνεδρίου παρά το ότι ο Καϊάφας ήταν ο πρόεδρος αυτού (τ).
Αφότου ο Άννας καθαιρέθηκε από τον Gratus διαδέχτηκαν αυτόν οι 5 γιοι του, ο Ελεάζαρ από το 16-17, ο Ιωνάθαν από το 36-37, ο Θεόφιλος από το 37-41, ο Ματθίας από το 41-44. Κατά το ενδιάμεσο διάστημα από το 18-36 το αρχιερατικό αξίωμα κατεχόταν από τον Καϊάφα (χ).
Φυσικό ήταν μετά την σύλληψη να οδηγήσουν τον Κύριο στις φυλακές έως ότου συγκληθεί το δικαστήριο. Αλλά έσπευδαν να καταδικάσουν αυτόν οδηγώντας αυτόν όχι σε δικαστές ειρήνης και δικαιοσύνης, αλλά σε δικαστές μαινομένους και από πριν αποφασισμένους να τον θανατώσουν.
(2) Με αυτό σιωπηλά συμπληρώνει την αφήγηση των συνοπτικών, κατά την οποία ο Ιησούς οδηγήθηκε κατ’ ευθείαν στον Καϊάφα. Όπως φαίνεται λοιπόν από τον στίχο 24 το «πρώτον» αυτό υπαινίσσεται την ακόλουθη προσαγωγή του Ιησού στον Καϊάφα, και μετά από αυτό σύμφωνα με τον στίχο 28 στον Πιλάτο. Κατά τον g, και άλλους από τους νεώτερους ερμηνευτές, ενώ διαρκούσε η νύχτα, κατά την οποία συνελήφθη ο Ιησούς, έγιναν δύο ξεχωριστές συνεδριάσεις, η μία στον Άννα και η άλλη στον Καϊάφα.
Οι συνοπτικοί αναφέρουν τη δεύτερη, η οποία ήταν και η επίσημη, κατά την οποία και απαγγέλθηκε η καταδικαστική απόφαση. Ο Ιωάννης συμπληρώνοντας αυτούς ασχολείται περισσότερο με την πρώτη, χωρίς να αποκλείει και την δεύτερη, αφού ξεκάθαρα αναφέρει ότι ο Άννας έστειλε τον Ιησού δεμένο στον Καϊάφα τον αρχιερέα (Ιω. ιη 24) και αφού μετά τη προσαγωγή του Ιησού ενώπιον του Καϊάφα, ζητείται και σύμφωνα με τον Ιωάννη από τον Πιλάτο η επικύρωση της καταδικαστικής απόφασης κατά του Ιησού.
Δεδομένου επίσης ότι σύμφωνα με τους νόμους των Ιουδαίων δεν επιτρεπόταν να απαγγελθεί από το συνέδριο καταδικαστική απόφαση θανάτου παρά την επόμενη ημέρα από αυτήν της εμφάνισης του κατηγορουμένου στο δικαστήριο (Sanhedrin IV,1,V 5) παρουσιαζόταν αναγκαίο για τήρηση των προσχημάτων μετά την προκληθείσα προκαταρκτική συνεδρίαση της νύχτας να επακολουθήσει το πρωί και η κανονική επίσημη συνεδρίαση, κατά την οποία θα απαγγελλόταν η καταδικαστική απόφαση.
(3) Ο λόγος για τον οποίο οδηγήθηκε ο Ιησούς στον Άννα πρώτα, υπήρξε μάλλον η συγγένειά του με τον Καϊάφα, για την οποία τα δύο αυτά πρόσωπα ήταν κατά κάποιο τρόπο ένα (g).
Ιω. 18,14 (1) ἦν δὲ Καϊάφας ὁ συμβουλεύσας τοῖς Ἰουδαίοις(2) ὅτι συμφέρει ἕνα ἄνθρωπον ἀπολέσθαι(3) ὑπὲρ τοῦ λαοῦ.
Ιω. 18,14 Ο δε Καϊάφας ήτο εκείνος που είχε συμβουλεύσει τους Ιουδαίους, ότι συμφέρει προς χάριν του λαού να θανατωθή και χαθή ένας άνθρωπος.
(1) Ανάμεσα στους στίχους 13 και 14, παρεμβάλλουν η Συριακή μετάφραση του Σινά και η φιλοξενιακή της Συρίας, την φράση: ο Άννας απέστειλε τον Ιησού προς Καϊάφαν. Παρομοίως και ο μικρογράμματος κώδικας 225 προσθέτει μετά το «πρώτον» του προηγούμενου στίχου τη φράση «απέστειλεν ουν αυτόν ο Άννας δεδεμένον προς Καϊάφαν τον αρχιερέα». Φαίνεται επίσης η γραφή να μαρτυρείται και από τον Κύριλλο. Οι προσθήκες αυτές οφείλονται πιθανώς στην από τους αντιγραφείς προσπάθεια συμβιβασμού της αφήγησης του Ιωάννη με αυτήν των συνοπτικών (β).
(2) Διαπιστώνοντας ο Ιωάννης ότι το πρόσωπο αυτό είναι το ίδιο με αυτό στο κεφάλαιο ια (ια 50-51), θέλει να υποδηλώσει, ότι καμία δίκαιη κρίση δεν ήταν δυνατόν να αναμένει κάποιος από αυτόν για τον Ιησού, αφού «σαν ακριβώς από τη δική του συμβουλή και από τις ανίερες σκέψεις του ο άθλιος έπραξε το ανιερότερο από όλα τα κακά δράμα» (Κ).
(3) Ο σιναϊτικός, βατικανός, τρεις άλλοι μεγαλογράμματοι και πολλές μεταφράσεις, αντί για το απολέσθαι γράφουν αποθανεῖν.
Ιω. 18,15 Ἠκολούθει δὲ τῷ Ἰησοῦ Σίμων Πέτρος(1) καὶ ὁ ἄλλος μαθητής(2). ὁ δὲ μαθητὴς ἐκεῖνος ἦν γνωστὸς τῷ ἀρχιερεῖ(3), καὶ συνεισῆλθε τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν αὐλὴν(4) τοῦ ἀρχιερέως(5)·
Ιω. 18,15 Ακολουθούσε δε τον Ιησού ο Σίμων Πέτρος και ο άλλος μαθητής, δηλαδή ο Ιωάννης. Ο δε μαθητής εκείνος ήτο γνωστός στον αρχιερέα και δι' αυτό εμπήκε μαζί με τον Ιησού ελεύθερα εις την αυλήν του αρχιερέως.
(1) Ο Πέτρος αφού απομακρύνθηκε καταρχάς, όταν διασκορπίστηκαν οι μαθητές κατά την σύλληψη του Ιησού, αναθάρρησε εντός ολίγου και ενθυμούμενος τις υποσχέσεις, τις οποίες έδωσε στον Ιησού, ακολούθησε αυτόν από μακριά, όπως αναφέρει άλλος ευαγγελιστής. Όσοι ακολούθησαν τον Ιησού μέσα στις τιμές και στη δόξα του και συμμετείχαν στις τιμές αυτές, όταν ο λαός έκραζε το Ωσαννά, όφειλαν να ακολουθήσουν αυτόν και τώρα μέσα στις ύβρεις και τους εξευτελισμούς και να συμμετάσχουν και σε αυτά. Όσοι αληθινά αγαπούν τον Ιησού, τον ακολουθούν πάντοτε παρ’ όλους τους ανέμους και παρά κάθε δυσκολία των δρόμων, από τους οποίους ο Διδάσκαλος περνά.
(2) «Αυτός που έγραψε αυτά» (Χ).
«Ο Ιωάννης ήταν αυτός, ο θεοφιλής όντως δημιουργός αυτού του συγγράμματος. Δεν ονομάζει όμως ξεκάθαρα τον εαυτό του, αρνούμενος να δώσει την εντύπωση ότι του αρέσει να καυχιέται» (Κ).
«Διότι και εδώ διηγείται μεγάλο κατόρθωμα, ότι δηλαδή, ενώ όλοι απομακρύνθηκαν, αυτός ακολουθούσε αυτόν. Για αυτό, κρύβει τον εαυτό του και αναφέρει πριν από αυτόν τον Πέτρο· και τώρα όμως αναγκάστηκε να αναφέρει τον εαυτό του, για να μάθεις ότι με μεγαλύτερη ακρίβεια από τους άλλους ευαγγελιστές διηγείται τα όσα συνέβησαν στην αυλή, επειδή βρισκόταν μέσα» (Χ).
Εφόσον δεχόμαστε την γραφή «ο άλλος μαθητής», το έναρθρο αποκλείει να είναι κάποιος άλλος από τον μαθητή εκείνον, του οποίου ο Ιωάννης συστηματικά αποσιωπά το όνομα. Το άρθρο όμως παραλείπεται από τα αλεξανδρινά χειρόγραφα. Για αυτό σε κάποιους ερμηνευτές προκλήθηκε αμφιβολία για το αν ο άλλος μαθητής είναι ο Ιωάννης.
Ο Abbott ως άλλο μαθητή θεώρησε τον Ιούδα, ο οποίος από τις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν της προδοσίας επόμενο ήταν να γίνει γνωστός στον αρχιερέα. Το ότι όμως ο Ιούδας παρενέβη για να μπει και ο Πέτρος και μάλιστα το ότι δέχτηκε ο Πέτρος τέτοια εξυπηρέτηση από τον Ιούδα παρουσιάζεται εξόχως απίθανο. Άλλοι παρατήρησαν, ότι μπορούσε άλλος μαθητής να είναι κάποιος από τους μυστικούς μαθητές του Ιησού, όπως ο Νικόδημος και ο Ιωσήφ ο Αριμαθαίας, που μετείχε στο συνέδριο ως μέλος του και για αυτό ήταν γνωστός στον αρχιερέα. Πιθανότερο παρόλ’ αυτά φαίνεται ότι πρόκειται για τον Ιωάννη.
(3) «Πρόσεξε λοιπόν πως κόβει το εγκώμιο του εαυτού του. Για να μην σκεφτείς δηλαδή κάτι μεγάλο για αυτόν, ακούγοντας ότι μπήκε ο Ιωάννης μαζί με τον Ιησού, λέει, ότι ήταν γνωστός του αρχιερέα. Δεν μπήκα δηλαδή, λέει, επειδή ήμουν πιο γενναίος από τους άλλους, αλλά ως γνώριμος του αρχιερέα» (Θφ).
Ο Νόννος στην παράφρασή του εισηγείται την ιδέα, ότι η γνωριμία του Ιωάννη με τον αρχιερέα οφειλόταν στο επάγγελμά του ως «ιχθυοβόλου (=ψαρά)», που προμήθευε στον αρχιερέα ψάρια. Την εκδοχή αυτή θεώρησαν πιθανή και πολλοί από τους νεώτερους.
Ο Bernard αναφέρεται στη συγγένεια της Θεοτόκου και της αδελφής της Σαλώμης με την Ελισάβετ, η οποία ήταν από τις θυγατέρες Ααρών (Λουκ. α 5). Για αυτό και ο Ιωάννης συνδεόταν από τη μητέρα του συγγενικά με κάποια ιερατική οικογένεια, οπότε πιθανότατα ήταν γνωστός και στον αρχιερέα. Το ότι όμως η Σαλώμη ήταν αδελφή της Θεοτόκου αμφισβητείται σοβαρά και από πολλούς.
(4) Πρόκειται εδώ για την εσωτερική αυλή του αρχιερατικού ανακτόρου, στο οποίο πιθανότατα έμεναν και οι δύο, και ο Άννας και ο Καϊάφας. Είναι ο τετράγωνος χώρος που σχηματιζόταν από τα κτίσματα που ήταν γύρω του χτισμένα, στα οποία διέμεναν οι αρχιερείς Άννας και Καϊάφας (μ).
(5) Αν και ο τίτλος αποδιδόταν ευρύτερα σε όλα τα μέλη των οικογενειών, από τις οποίες προνομιακά λαμβάνονταν κάθε φορά οι αρχιερείς (Schurer), παρόλ’ αυτά από τους στίχους 13 και 14 συμπεραίνουμε, ότι ο Ιωάννης αποδίδει τον τίτλο στον εν ενεργεία αρχιερέα, τον αρχιερέα του χρόνου εκείνου. Από αυτό έπεται, ότι όσα εξιστορούνται μετά το στίχο 15 έγιναν στο σπίτι του Καϊάφα. Εξ’ αιτίας αυτού φαίνεται πιθανόν, ότι ο Άννας και ο Καϊάφας έμεναν στο ίδιο οίκημα, έχοντας ο καθένας το διαμέρισμά του.
Ιω. 18,16 ὁ δὲ Πέτρος εἱστήκει πρὸς τῇ θύρᾳ ἔξω(1). ἐξῆλθεν οὖν ὁ μαθητὴς ὁ ἄλλος, ὃς ἦν γνωστὸς τῷ ἀρχιερεῖ(2), καὶ εἶπε τῇ θυρωρῷ(3), καὶ εἰσήγαγε τὸν Πέτρον(4).
Ιω. 18,16 Ο Πέτρος όμως, άγνωστος καθώς ήτο, εστέκετο έξω, κοντά εις την θύρα. Εβγήκε τότε έξω εις την πόρτα ο άλλος μαθητής, ο οποίος ήτο γνωστός στον αρχιερέα, μίλησε εις την θυρωρό και επέτρεψε εκείνη την είσοδο στον Πέτρον.
(1) Πρόκειται για την πόρτα, η οποία οδηγούσε στο δρόμο και με την οποία έμπαινε κάποιος στο προαύλιο του οικοδομήματος. Ο Πέτρος μη μπορώντας να μπει μέσα, όπου ο Ιησούς στεκόταν ανάμεσα στους εχθρούς του, στεκόταν δίπλα στην πόρτα έξω, επιθυμώντας να είναι όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον διδάσκαλο και αναμένοντας ευκαιρία για να τον πλησιάσει περισσότερο. Διδασκόμαστε από εδώ, ότι όταν συναντούμε δυσκολίες στο να ακολουθούμε τον Κύριο, οφείλουμε να δείχνουμε όλη την αγαθή μας διάθεση και να επιμένουμε να πράττουμε ό,τι μας είναι δυνατόν.
Αλλά η διάθεση του Πέτρου ήταν μεν αγαθή, αλλά όχι και ισχυρή. Για αυτό μπαίνοντας στην αυλή έπεσε μέσα σε παγίδα. Δεν θυμήθηκε το λόγο του Διδασκάλου, ότι «θα με απαρνηθείς τρεις φορές». Και εξέθεσε τον εαυτό του στον κίνδυνο ασύνετα. Ας προσέχουμε και εμείς να μην ρίχνουμε τους εαυτούς μας αλόγιστα σε πειρασμό. Εάν οι περιστάσεις μάς καλούν σαφώς να αντιμετωπίσουμε κινδύνους, μπορούμε να ελπίζουμε, ότι ο Θεός θα μας βοηθήσει μέσα σε αυτούς. Εάν όμως δεν καλούμαστε από τα πράγματα να δοκιμαστούμε από κάποιο πειρασμό, ρίχνοντας τους εαυτούς μας σε αυτόν πρέπει να φοβόμαστε μήπως ο Θεός μας εγκαταλείψει και οδηγηθούμε σε ντροπή.
(2) Ο βατικανός και άλλοι δύο μεγαλογράμματοι κώδικες γράφουν ο γνωστός του αρχιερέως.
(3) Οι Ιουδαίοι είχαν συνηθέστατα θυρωρούς (Ιωσήπου Ιουδ. Αρχ. VII.2,1). Εδώ η θυρωρός είναι μικρή υπηρέτρια όπως στο Πράξ. ιβ 13 και Β΄ Βασ. δ 6.
(4) Υποκείμενο μπορεί να είναι ο μαθητής ο άλλος. Εισήγαγε τον Πέτρο στην αυλή. Ο Ιωάννης «ήταν προσκολλημένος στο Χριστό και τον ακολουθούσε» (Χ) «μη θέλοντας να χωριστεί από αυτόν» (Θφ). Για αυτό και δεν εισήγαγε αμέσως τον Πέτρο. Όταν όμως ο Ιησούς οδηγήθηκε μπροστά στον αρχιερέα, έλαβε καιρό ο Ιωάννης και βγήκε και είπε στη θυρωρό.
Ιω. 18,17 λέγει οὖν(1) ἡ παιδίσκη(2) ἡ θυρωρὸς τῷ Πέτρῳ· μὴ(3) καὶ σὺ(4) ἐκ τῶν μαθητῶν εἶ τοῦ ἀνθρώπου τούτου(5); λέγει ἐκεῖνος· οὐκ εἰμί(6).
Ιω. 18,17 Αλλά η μικρά δούλη, που ήτο θυρωρός, καθώς είδε τον Πετρον, του λέγει• μήπως και συ είσαι από τους μαθητάς του ανθρώπου αυτού; Απήντησεν εκείνος• δεν είμαι.
(1) Ενώ οι συνοπτικοί διηγούνται σε συνέχεια τις τρεις αρνήσεις του Πέτρου, πιθανώς διότι στην προφορική κατήχηση το γεγονός αυτό αποτελούσε ένα ιδιαίτερο απομνημόνευμα, ο Ιωάννης κατανέμει τις τρεις περιπτώσεις της άρνησης στη σειρά της διήγησης μεταβαίνοντας αλληλοδιαδόχως από τον Πέτρο στον Ιησού και από τον Ιησού στον Πέτρο. Η αφήγηση όμως του Ιωάννη περισσότερο διαρθρωμένη αποδίδει βεβαίως την αληθινή σειρά των γεγονότων και αποδεικνύει τον αυτόπτη μάρτυρα.
Οι τρεις αρνήσεις έχουν τρία ιστορικά σημεία αφετηρίας ξεχωριστά, τα οποία βρίσκονται περισσότερο ή λιγότερο διανεμημένα μεταξύ των 4 ευαγγελιστών, δηλαδή: 1) Η είσοδος του Πέτρου στην αυλή με την παρέμβαση φίλου, 2) η ανάμνηση την οποία είχαν διατηρήσει για τον Πέτρο αυτοί που τον είδαν κατά την ώρα της σύλληψης και 3) η Γαλιλαϊκή του διάλεκτος και προφορά. Στις περιπτώσεις αυτές τις εξωτερικές, οι οποίες προκάλεσαν τη δοκιμασία, προστιθόταν και μια εσωτερική, η οποία διευκόλυνε την πτώση· η ανάμνηση του χτυπήματος, το οποίο ο Πέτρος έδωσε εναντίον του Μάλχου, και το οποίο εξέθετε αυτόν περισσότερο από τους άλλους στον κίνδυνο να συμπεριληφθεί στην ίδια δίκη, στην οποία και ο διδάσκαλος (g).
(2) Δούλη νεαρή και ειδικότερα η δούλη στην οποία ήταν ανατεθειμένη η φύλαξη της πόρτας (Ματθ. κστ 69,Μάρκ. ιδ 66,69)(G).
(3) Μόνος ο Ιωάννης αναφέρει, ότι η θυρωρός κατ’ αρχάς ρώτησε τον απόστολο. Η μορφή του ερωτήματος δείχνει, ότι η θυρωρός ανέμενε απάντηση αρνητική. Δες στ 67 και ιη 25, όπου υπάρχει η ίδια μορφή ερωτήματος.
(4) Όπως ο Ιωάννης, για τον οποίο γνώριζε η παιδίσκη ότι ήταν μαθητής του Ιησού (F).
«Το «μήπως και συ» για αυτό ειπώθηκε, επειδή ο Ιωάννης ήταν μέσα. Με τόση φιλικότητα δηλαδή συνομιλούσε μαζί του η γυναίκα» (Χ).
Δες πόσο ελαφρά ήταν η επίθεση του πειρασμού. Την ερώτηση απηύθυνε μία μικρή και ανόητη υπηρέτρια, που δεν είχε κάποιο αξίωμα αξιόλογο, αλλά ήταν απλή θυρωρός. Και το ερώτημα που έθεσε, τέθηκε μάλλον με αμέλεια και χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα. Ο Πέτρος θα είχε κάποιο λόγο να φοβηθεί, εάν παρουσιαζόταν εκεί ο Μάλχος και έλεγε: Αυτός είναι που μου έκοψε το αυτί και θέλω το κεφάλι του σε πιάτο. Εφόσον όμως μία υπηρέτρια τον ρωτούσε, ο Πέτρος θα μπορούσε να πει: Και τι σημαίνει, εάν είμαι;
(5) Αποτελεί έκφραση περιφρόνησης (F).
(6) «Ορίστε· ο μεγίστης δύναμης στύλος ταρακουνήθηκε από τα θεμέλια σε απλό φύσημα του ανέμου» (Αυ).
«Τι λες, Πέτρο; Δεν είπες πριν ότι, Αν χρειαστεί και τη ζωή μου να θυσιάσω, θα την θυσιάσω; Τι λοιπόν συνέβη ώστε να μην μπορείς ούτε της θυρωρού την ερώτηση να υποφέρεις; Μήπως δηλαδή ήταν στρατιώτης αυτός που ρώτησε; Μήπως κάποιος από αυτούς που συνέλαβαν τον Ιησού; Μια θυρωρός ήταν ασήμαντη και της τελευταίας τάξης και ούτε η ερώτηση ήταν με θράσος» (Χ).
«Τόσο ασθενές πράγμα είναι η ανθρώπινη φύση όταν εγκαταλειφθεί από το Θεό» (Θφ).
«Πρέπει να σημειώσουμε ότι αρνείται κάποιος το Χριστό όχι μόνο όταν λέει ότι δεν είναι αυτός ο Χριστός, αλλά και όταν, τη στιγμή που είναι όντως Χριστιανός, αρνείται ότι είναι τέτοιος» (Αυ).
Γρήγορα ο Πέτρος απαντά Δεν είμαι. Εάν είχε το θάρρος του λιονταριού θα έλεγε: Είναι τιμή μου το ότι είμαι και εγώ ακόλουθος αυτού του ανθρώπου. Εάν είχε τη σύνεση του φιδιού, θα τηρούσε σιωπή και δεν θα αποκρινόταν τίποτα. Αλλά ο Πέτρος έσπευσε να αρνηθεί.
Ιω. 18,18 εἱστήκεισαν δὲ οἱ δοῦλοι καὶ οἱ ὑπηρέται(1) ἀνθρακιὰν(2) πεποιηκότες, ὅτι ψῦχος ἦν(3), καὶ ἐθερμαίνοντο· ἦν δὲ μετ᾿ αὐτῶν ὁ Πέτρος(4) ἑστὼς καὶ θερμαινόμενος(5).
Ιω. 18,18 Εστέκοντο δε οι δούλοι και οι υπηρέται, που είχαν ετοιμάσει ανθρακιάν, σωρόν αναμμένα κάρβουνα, διότι έκανε κρύο και εζεσταίνοντο. Έστεκε δε μαζί τους και ο Πέτρος και εζεσταίνετο.
(1) Με τη λέξη δούλοι σημαίνονται οι προσκολλημένοι στην ιδιωτική υπηρεσία του αρχιερατικού οίκου, ενώ με τη λέξη υπηρέτες όσοι ανήκαν στην επίσημη υπηρεσία του συνεδρίου, οι οποίοι εκτελούσαν και χρέη αστυνομίας στο ναό (g). Οι αγορασμένοι δούλοι και οι δημόσιοι υπηρέτες του αρχιερέα (δ). Οι στρατιώτες είχαν απέλθει πλέον στο στρατώνα, διότι μετά την προσαγωγή του Ιησού στον οίκο του αρχιερέα οι υπηρέτες ήταν επαρκής φρουρά (β).
(2) =σωρό αναμμένων κάρβουνων (G). Ο Λουκάς αναφέρει ότι άναψαν φωτιά (άναψαν φωτιά στο μέσο της αυλής). Από αυτό μπορεί να συναχθεί ότι η ανθρακιά προήλθε από ξύλα που άναψαν και χωνεύτηκαν στη φωτιά.
(3) «Παρόλο που δεν ήταν χειμώνας, είχε κρύο. Πράγμα το οποίο μερικές φορές συμβαίνει κατά το εαρινό ηλιοστάσιο» (Αυ).
Η λεπτομέρεια αυτή υπαινίσσεται, ότι η αφήγηση προέρχεται από κάποιον παρόντα, ο οποίος νιώθει ρίγος στην ανάμνηση του ψύχους, το οποίο ήταν τότε στην ανοιχτή αυλή (β).
(4) «Και, μένοντας στο έλεος των δούλων, υποκρίνεται ότι κάνει ό,τι κάνουν και αυτοί, παρόλο που ο ίδιος βρίσκεται σε κακή κατάσταση από τη λύπη. Και προσέχοντας πολύ, δείχνει να συμφωνεί με την αδιαφορία των υπηρετών… για να θεωρηθεί και με αυτό σαν κάποιος από τους γνωστούς του σπιτιού, και με σκοπό να αποφύγει έτσι την προσοχή και το να αρνηθεί πάλι αν κάποιος τυχόν τον ρωτούσε» (Κ). Προλαβαίνοντας κάθε εις βάρος του υπόνοια συναναμιγνύεται με τους δούλους και υπηρέτες. Ο Πέτρος είναι αξιόμεμπτος, διότι συναναμίχθηκε με την συντροφιά των πονηρών αυτών ανθρώπων. Αναμφίβολα αυτοί θα διασκέδαζαν αφηγούμενοι τα σχετικά με την νυχτερινή τους επιχείρηση και θα χλεύαζαν το Χριστό εκθέτοντας με περιφρόνηση και ύβρεις τα όσα είπε και έπραξε και καυχόμενοι θριαμβευτικά για το ότι πέτυχαν τη σύλληψή του. Και πώς ακούγοντας τώρα αυτά θα αντιδρούσε ο Πέτρος;
Εάν έλεγε και αυτός ό,τι έλεγαν εκείνοι ή εάν με τη σιγή του φαινόταν να συμφωνεί, γινόταν συνένοχος της αμαρτίας τους. Εάν δεν είχε το θάρρος να εμφανιστεί δημόσια υπερασπιστής του Διδασκάλου, θα έπρεπε τουλάχιστον να έχει τόση αφοσίωση σε αυτόν, ώστε να αποχωρήσει σε κάποια γωνιά και να θρηνεί για το πάθημα του Διδασκάλου και για την δική του λιποψυχία. Αλλά αντί για αυτά ο Πέτρος «στεκόταν μαζί τους και θερμαινόταν», επιζητώντας έτσι να φαίνεται σαν ένας από αυτούς και να αποκλείει κάθε υπόνοια, ότι ήταν μαθητής του Ιησού.
(5) «Δείχνει ο ευαγγελιστής ότι αυτός μεν επειδή ήταν μαζί με τον διδάσκαλο στην εσωτερική αυλή έβλεπε τα πάντα και άκουγε· ο Πέτρος όμως επειδή ήταν στην εξωτερική, τίποτα από αυτά δεν ήξερε» (Ζ).
Ιω. 18,19 Ὁ οὖν ἀρχιερεὺς(1) ἠρώτησε τὸν Ἰησοῦν(2) περὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ(3) καὶ περὶ τῆς διδαχῆς αὐτοῦ(4).
Ιω. 18,19 Εν τω μεταξύ ο αρχιερεύς ρώτησε τον Ιησού δια τους μαθητάς του, ποίοι ήσαν και διατί τον ακολουθούσαν, και δια την διδασκαλία του.
(1) Δέχονται γενικά, ότι εφόσον η ανάκριση έγινε στον Άννα, ο Άννας διεξήγαγε αυτήν και αυτός απηύθυνε και το ερώτημα αυτό. Αλλά η εκδοχή αυτή θα υπέθετε ότι ο αρχιερέας που αναφέρεται στους στίχους 13-16, ήταν ο Άννας, το οποίο αντιτίθεται με την φυσική έννοια της αφήγησης του Ιωάννη. Η συνεδρίαση αυτή δεν ήταν καθαρά ιδιωτική· είχε αυτή την θέση της υποχρεωτικά στη διεξαγωγή της δίκης.
Η παρουσία του υπηρέτη (=κλητήρα) στον στίχο 22 υπονοεί τον επίσημο χαρακτήρα της. Αναγκαστικά λοιπόν προήδρευε και αυτής ο αρχιερέας. Είναι άλλωστε ελάχιστα πιθανόν η φράση «έτσι απαντάς στον αρχιερέα;», στο στίχο 22 να αναφέρεται σε άλλο πρόσωπο παρά τον εν ενεργεία αρχιερέα (g). Θα δεχτούμε λοιπόν, ότι δίπλα στον Άννα είχε προσέλθει και ο Καϊάφας.
(2) Ο Ιωάννης δεν αφηγείται εδώ το κύριο μέρος της συνεδρίας, αλλά μόνο κάποια σκηνή προεισαγωγική, που συνέβη μεταξύ Καϊάφα και Ιησού με την παρουσία κάποιων υπηρετών, την ώρα που αναμενόταν να μαζευτούν τα μέλη του συνεδρίου, τα οποία βιαστικά είχαν προσκληθεί (F).
Η ανάκριση αυτή έγινε πέρα από κάθε νόμο ισότητας και δικαιοσύνης. Συνέλαβαν τον Ιησού ως ένοχο και εγκληματία, και ενώ βρίσκεται μπροστά τους δέσμιος, δεν έχουν κάποια ορισμένη κατηγορία να του διατυπώσουν, αλλά αναζητούν να βρουν τώρα τέτοια. Καμία καταγγελία, κανένας κατήγορος δημόσιος. Ο δικαστής ο ίδιος γίνεται ήδη και δημόσιος κατήγορος και ο δεσμώτης μπροστά του καλείται και ως μάρτυς και πέρα από κάθε λογική και δικαιοσύνη προσκαλείται αυτός να γίνει ο ίδιος κατήγορος του εαυτού του.
(3) «Ρωτούσαν ίσως πού είναι και για ποιο λόγο τους μάζεψε» (Χ).
Δεν ρωτά για τα ονόματα των μαθητών ούτε ζητά κατάλογο αυτών, αλλά πληροφορείται γενικώς για τον αριθμό τους και για τις αρχές (την διδαχή) οι οποίες συνδέουν αυτούς κάτω από την ίδια σημαία (g). Η μόνη άλλωστε κατηγορία, η οποία μπορούσε να ισχύσει ενώπιον του Πιλάτου, ήταν αυτή της στάσης. Και ήλπιζε ο αρχιερέας με τις ερωτήσεις του αυτές να αποσπάσει από το στόμα του Ιησού κάποια ομολογία, από την οποία θα φαινόταν, ότι ο Κύριος μάζεψε γύρω του όμιλο επαναστατών (τ).
Ή, ο αρχιερέας αποσκοπούσε να διαπιστωθεί, εάν τους μαθητές, τους οποίους είλκυσε γύρω του ο Ιησούς, τους είλκυσε ως ένας απλός ραββίνος ή με την αξίωση ότι αυτός ήταν ο Μεσσίας (μ).
(4) «Για το αν σφάλλει όσον αφορά τους νόμους του Μωϋσή… και για το ποιος είναι άραγε ο σκοπός των μαθητών του, και αν αγαπά να διδάσκεται με τα αρχαία έθη ή θέλει να δημιουργήσει τη διδασκαλία μίας ξένης και καινούργιας λατρείας. Και το έκανε αυτό ο αρχιερέας με κακό κίνητρο· διότι νόμιζε ότι… ο Χριστός, λέγοντας ότι είναι απόβλητα τα διδάγματα του Μωϋσή, ο ίδιος θα προκαλέσει εναντίον του το θράσος της φλυαρίας των Ιουδαίων» (Κ).
«Τα ρώτησε λοιπόν αυτά θέλοντας να τον κατηγορήσει ως επαναστάτη και στασιαστή, ότι δημιουργεί παρασυναγωγές και διδάσκει κακά δόγματα» (Ζ).
Δεν μπορούσαν να αποδείξουν, ότι δίδαξε κάτι πλανεμένο ή βλάσφημο· και ελπίζουν τώρα, ότι μπορούσαν να αποσπάσουν από το στόμα του κάτι, πάνω στο οποίο να βασίσουν την κατηγορία, ότι ανέτρεπε τα διδάγματα του νόμου. Δεν λένε τίποτα για τα θαύματά του με τα οποία είχε τόσους ευεργετήσει και αποδείκνυε, ότι η διδασκαλία του ήταν αναντίλεκτη και εξ’ ολοκλήρου αληθινή.
Ιω. 18,20 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς(1)· ἐγὼ παῤῥησίᾳ(2) ἐλάλησα τῷ κόσμῳ(3)· ἐγὼ πάντοτε ἐδίδαξα ἐν συναγωγῇ(4) καὶ ἐν τῷ ἱερῷ, ὅπου πάντοτε οἱ Ἰουδαῖοι(5) συνέρχονται, καὶ ἐν κρυπτῷ ἐλάλησα οὐδέν(6).
Ιω. 18,20 Απήντησε εις αυτόν ο Ιησούς• εγώ φανερά μίλησα στους ανθρώπους• εγώ πάντοτε δίδαξα εις τας συναγωγάς και εις τας αυλάς του ναού, όπου πάντοτε, πλήθη Ιουδαίων συγκεντρώνονται, και κρυφά δεν είπα τίποτε.
(1) Ο Ιησούς επειδή κατάλαβε, ότι ο αρχιερέας ζητούσε να αποσπάσει από αυτόν κάποιο λόγο, τον οποίο να στρέψει εναντίον του, παραπέμπει απλώς στον δημόσιο χαρακτήρα της διδασκαλίας του (g).
«Και φαίνεται σε εμάς ότι είπε αυτά ο Χριστός, για να αποφορτιστούν οι κατηγορίες που δημιουργήθηκαν από την πονηρία των αρχηγών των Ιουδαίων και φτιάχτηκαν με κακή επινόηση» (Κ).
(2) «Φανερά» (Ζ)· «χωρίς αινίγματα και σκιές… και φανέρωσα ευθύ τον δρόμο της ευσέβειας στο Θεό, ελεύθερο από κάθε πλάγια οδό» (Κ).
(3) Οι αλεξανδρινοί κώδικες, ο του Εφραίμ και κάποιοι άλλοι μεγαλογράμματοι γράφουν λελάληκα. «Δίδαξα όλο τον λαό, όχι μόνο τους μαθητές μου» (Ζ). Στην απάντησή του ο Ιησούς αγνοεί την ερώτηση όσον αφορά στους μαθητές του και δεν απαντά παρά στο δεύτερο μέρος της ερώτησης που αναφέρεται στη διδασκαλία του. Μαθητές του ήταν οι ακροατές του κηρύγματός του που έγινε δημόσια. Συνεπώς την διδασκαλία του έπρεπε κυρίως να εξετάσουν (F). Άλλωστε εάν η διδασκαλία του ήταν υγιής και καλή, το να έχει μαθητές για να μεταδώσει αυτήν σε αυτούς, ήταν κάτι το οποίο επιτρεπόταν και συνιστούνταν από τους διδασκάλους τους και τους πατέρες τους.
(4) Αυθεντική γραφή χωρίς το άρθρο, ενώ επακολουθεί με άρθρο «ἐν τῷ ἱερῷ». Το ιερό ήταν ένα. Οι συναγωγές ήταν πολλές σε όλη τη Γαλιλαία και Ιουδαία.= Σε τόπους δημόσιας λατρείας και διδασκαλίας. Δες Ιω. ε 14 και εξής, στ 59,ζ 14 και εξής, Ματθ. δ 23, Μάρκ. α 21, Λουκ. δ 15,31 και εξής κλπ.
Όταν ήταν στη Γαλιλαία και στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ κήρυττε τακτικά στις συναγωγές κατά τις ώρες της λατρείας. Όταν ανέβαινε στα Ιεροσόλυμα, δίδασκε την ίδια διδασκαλία στο ιερό κατά τις επίσημες γιορτές, όταν οι Ιουδαίοι μαζεύονταν εκεί από όλα τα μέρη. Και παρόλο που συχνά κήρυττε και σε ιδιωτικά σπίτια και σε όρη και στην παραλία, δείχνοντας, ότι το κήρυγμα του λόγου του δεν πρέπει να περιορίζεται σε μόνους τους τόπους της λατρείας, και πάλι τότε ό,τι κήρυττε κατ’ ιδίαν ήταν εξ’ ολοκλήρου το ίδιο με ό,τι δίδασκε και δημόσια.
(5) Υπάρχουν και οι γραφές «πάντοτε» και «πάντοθεν» που ελάχιστα μαρτυρούνται.
(6) «Τι λοιπόν; Δεν μίλησε και κρυφά πολλές φορές στους μαθητές;» (Ζ).
«Και σε αυτόν τον τελευταίο του λόγο, τον οποίο μετά το δείπνο απηύθυνε στους μαθητές, δεν είπε ότι αυτά με παροιμίες τα είπα σε σας…; Εάν λοιπόν δεν μίλησε φανερά στον πλέον στενό κύκλο των μαθητών του… πώς μίλησε φανερά στον κόσμο;» (Αυ).
Απάντηση: «Μίλησε μεν «κρυφά», αλλά όχι όπως νόμιζαν αυτοί, επειδή φοβόταν και οργάνωνε συνωμοσίες, αλλά το έκανε αυτό αν κάποτε τα λόγια του ήταν ανώτερα από την πνευματική ικανότητα των ακροατών του» (Χ).
Το «ουδέν», δηλαδή λέγεται με σχετική έννοια.
«Και πρέπει να εννοήσουμε τα λόγια του «εγώ φανερά μίλησα στον κόσμο», σαν να έλεγε· Υπάρχουν πολλοί οι οποίοι με άκουσαν. Και η λέξη παρρησία (=φανερά) ήταν με κάποια έννοια φανερά αλλά και με κάποια άλλη έννοια όχι φανερά. Ήταν φανερά επειδή πολλοί τον άκουσαν· και δεν ήταν φανερά επειδή δεν τον κατανόησαν. Και αν μίλησε στους μαθητές του κατ’ ιδίαν, βεβαίως δεν μίλησε στα κρυφά… Διότι ό,τι φαινόταν ότι ειπώθηκε από Αυτόν στα κρυφά, με κάποια έννοια δεν ειπώθηκε στα κρυφά, διότι δεν ειπώθηκε έτσι, ώστε να μην ειπωθεί από εκείνους, στους οποίους ειπώθηκε, αλλά μάλλον να κηρυχτεί σε κάθε δυνατή διεύθυνση» (Αυ).
Αλλά και η στον Μυστικό Δείπνο διδασκαλία του Ιησού, που περιέχεται στα κεφάλαια ιγ-ιζ κατ’ ουσίαν δεν ήταν παρά συστηματοποίηση εκείνων, τα οποία δημόσια είπε (τ).
Ιω. 18,21 τί με ἐπερωτᾷς(1); ἐπερώτησον(2) τοὺς ἀκηκοότας(3) τί ἐλάλησα αὐτοῖς· ἴδε οὗτοι(4) οἴδασιν ἃ εἶπον ἐγώ.
Ιω. 18,21 Διατί ερωτάς εμέ; Ρώτησε εκείνους, που με άκουσαν να σου είπουν, τι τους δίδαξα. Ιδού αυτοί γνωρίζουν εκείνα τα οποία είπα εγώ.
(1) Τι ρωτάς εμένα, στον οποίο δεν πιστεύεις; (b).
«Εκείνο λοιπόν που έλεγε στην αρχή «εάν εγώ δίνω μαρτυρία για τον εαυτό μου η μαρτυρία μου δεν είναι αληθινή», αυτό και τώρα υπαινίσσεται, θέλοντας σε μεγάλο βαθμό να παρουσιάσει αξιόπιστη την μαρτυρία… Εμένα ρωτάς για τα δικά μου;» (Χ).
Ήταν αντίθετο με κάθε νόμο να ζητούνται από τον κατηγορούμενο αποδείξεις, οι οποίες τόσο πλούσια και εύκολα μπορούσαν να επιτευχθούν από χιλιάδες μάρτυρες στα Ιεροσόλυμα και σε όλα τα μέρη της χώρας (ο). «Τα λόγια αυτά δεν δείχνουν αυθάδεια, αλλά πεποίθηση για την αλήθεια των όσων είπε» (Χ). Δεν λέει κάτι κακό για τους δικαστές του. Δεν λέει στους άρχοντες του λαού: Είστε πονηροί. Αλλά κάνει έκκληση στις καθιερωμένες αρχές του δικαστηρίου τους και είναι σαν να λέει σε αυτούς: «Με ευθύτητα να κρίνετε, γιοι των ανθρώπων» (Ψαλμ. νζ 1).
(2) Η γραφή ἐπερωτᾷς… ἐπερώτησον είναι πιο έντονη από την αλεξανδρινή ερωτᾷς… ερώτησον.
(3) Ή, «όχι τους μαθητές, αλλά τους άλλους, αυτούς που δεν πίστεψαν» (Ζ). «Ρώτησε τους εχθρούς, αυτούς που με έδεσαν· αυτοί ας πούνε» (Χ). Ή, γενικώς όλους όσοι με έχουν ακούσει, αυτούς που πίστεψαν και αυτούς που δεν πίστεψαν, κάποιοι από τους οποίους είναι παρόντες και εδώ.
(4) Ίσως αναφέρεται σε κάποιους παρόντες. Δείχνει στο πλήθος των παρισταμένων (b).
«Και θα νομίσει μεν ίσως κάποιος, ότι επειδή ήξερε τις καρδιές και τους νεφρούς (=τα ενδόμυχα των ανθρώπων), υπέδειξε κάποιους από τους παρισταμένους που τον άκουσαν κατά τύχη. Δεν είναι όμως έτσι το πράγμα. Διότι έδειξε κάποιους από τους υπηρέτες, οι οποίοι και παλαιότερα είχαν θαυμάσει τη διδασκαλία του… Βλέποντας δηλαδή τους ίδιους εκείνους που ήταν τότε παρόντες, λέει το «αυτοί»» (Κ).
«Ας μιλήσουν αυτοί· διότι αυτή είναι η αναμφισβήτητη απόδειξη της αλήθειας, όταν δηλαδή κάποιος καλεί μάρτυρες για όσα λέει, τους εχθρούς του» (Χ).
Εκείνοι οι οποίοι είχαν σταλθεί άλλοτε, για να συλλάβουν αυτόν, είχαν πει σε αυτούς που τους έστειλαν «ουδέποτε μίλησε άνθρωπος, όπως αυτός ο άνθρωπος» (Ιω. ζ 46). Για τη διδασκαλία του Ιησού μπορεί ασφαλώς να γίνει έκκληση σε όλους εκείνους, οι οποίοι γνωρίζουν αυτήν, έχει υπέρ του εαυτού της τόσο πολύ το δίκαιο και το ορθό και το αληθινό, ώστε όλοι όσοι χωρίς προκατάληψη κρίνουν αυτήν, δεν μπορούν παρά να μαρτυρούν υπέρ αυτής.
Ιω. 18,22 ταῦτα δὲ(1) αὐτοῦ εἰπόντος εἷς τῶν ὑπηρετῶν παρεστηκὼς ἔδωκε ῥάπισμα(2) τῷ Ἰησοῦ(3) εἰπών· οὕτως ἀποκρίνῃ τῷ ἀρχιερεῖ(4);
Ιω. 18,22 Όταν δε ο Ιησούς είπεν αυτά, ένας από τους υπηρέτας, που εστέκετο κοντά του, κατάφερε ράπισμα εναντίον του Ιησού λέγων• με αυτόν τον ασεβή τρόπον απαντάς στον αρχιερέα;
(1) Η απάντηση του Ιησού είχε μέσα της σιωπηρή μομφή για εκείνον, ο οποίος έτσι τον ρωτούσε (g). Αποκάλυπτε πλήρως τα ελατήρια του αρχιερέα που πρόβαλε τέτοια ερώτηση στον Ιησού και αποτελούσε θριαμβευτική αναίρεση των κατηγοριών, που εμπεριέχονταν στην ερώτηση που προβλήθηκε (ο).
(2) Το ραπίζω στους δόκιμους συγγραφείς λέγεται αντί για το ραβδίζω. Για αυτό ο b λέει, «ράπισμα, δηλαδή χτύπημα με ράβδο». Μετέπεσε όμως στην έννοια του χτυπήματος στον τράχηλο ή στο μάγουλο, που δίνεται με το χέρι ανοιχτό με σκοπό μάλλον εξευτελιστικής επιτίμησης παρά σωματικής κακοποίησης. Δες Ησ. ν 6 «έδωσα τα σαγόνια μου σε ραπίσματα» (β). Εκπληρώθηκε έτσι και η προφητεία αυτή του Ησαΐου.
(3) «Όταν σκεφτούμε, ποιος δέχτηκε το ράπισμα, είναι δυνατόν να μην αισθανθούμε την επιθυμία, είτε να κατακαεί από φωτιά από τον ουρανό αυτός που ράπισε, είτε να τον καταπιεί η γη είτε να τον πιάσουν οι δαίμονες είτε να τιμωρηθεί με κάποια άλλη βαρύτερη τιμωρία; Αλλά αν και μπορούσε ένα από όλα αυτά να διατάξει με την δύναμή του, αυτός ο οποίος έκανε τον κόσμο, επιθύμησε μάλλον να μας διδάξει την υπομονή, η οποία νικά τον κόσμο» (Αυ).
«Αν και μπορούσε να τους συνταράξει και να τους χώσει μέσα στη γη όλους ή και να τους εξοντώσει πικρά με κάποιον άλλο τρόπο, μακροθυμεί και λέει λόγια που καταπαύουν κάθε θηριωδία, αν και όχι την δική τους» (Ζ). «Αλλά ο μεν Κύριος… και όταν ραπίζεται ανεξικακεί, παρόλο που είναι Θεός αληθινός, Κύριος γης και ουρανού· ενώ εμείς οι ταλαίπωροι, που είμαστε γη και στάχτη, οι μικροί και ελάχιστοι που μοιάζουμε με τη χλόη των λαχάνων, αν κάποτε κάποιος από τους αδελφούς πέσει σε κάποιο λόγο και πει κάτι μικρό από αυτά που συνηθίζουν να μας λυπούν, νομίζουμε ότι σαν δράκοντες πρέπει να πικραινόμαστε με αυτόν, και δεν χορταίνουμε να εκσφενδονίζουμε μύρια λόγια αντί για το ένα που μας είπε… και προσπαθούμε να πάρουμε εκδίκηση για τον εαυτό μας» (Κ).
«Βλέπεις το δικαστήριο που είναι γεμάτο από θόρυβο και ταραχή και θυμό και σύγχυση; Ρώτησε ο αρχιερέας ύπουλα και δολερά· απάντησε ο Χριστός με ευθύτητα και όπως έπρεπε. Τι έπρεπε λοιπόν να ακολουθήσει. Να συνομιλήσει μαζί του φέρνοντας τις αντιρρήσεις του ή να αποδεχτεί αυτό που είπε. Αλλά δεν γίνεται αυτό. Αλλά ο δούλος τον χαστουκίζει. Έτσι αυτά που γίνονται δεν είναι δικαστήριο, αλλά συνωμοσία και τυραννία» (Χ).
Είναι κάτι απίστευτο σε δικαστήριο να χτυπά κάποιος τον δικαζόμενο μπροστά στους δικαστές (τ). Πονηροί άρχοντες δεν βρίσκονται στην ανάγκη να αναζητήσουν πονηρούς υπηρέτες. Περιστοιχίζονται αυτομάτως από τέτοιους, έτοιμους πάντοτε να αυξήσουν την θλίψη και την καταδίωξη εκείνων, τους οποίους οι κύριοί τους καταδιώκουν. Μετά από κάποια χρόνια διάδοχος του Καϊάφα διέταξε τους παρισταμένους να ραπίσουν και τον Παύλο στο στόμα (Πράξ. κγ 2).
Ιω. 18,23 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς(1)· εἰ(2) κακῶς ἐλάλησα(3), μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ(4)· εἰ δὲ καλῶς, τί με δέρεις(5);
Ιω. 18,23 Του απήντησεν ο Ιησούς• εάν κακώς μίλησα, μαρτύρησε εδώ ενώπιον του δικαστηρίου δια το κακόν αυτό. Εάν όμως καλά και σωστά απήντησα, διατί με δέρνεις;
(1) «Ρωτάνε λοιπόν κάποιοι, πώς δεν γύρισε και το άλλο μάγουλο ο Χριστός σε αυτόν που τον χαστούκισε…; Λέμε λοιπόν εμείς, ότι και η εντολή εκείνη εισηγήθηκε το να μην αμυνόμαστε, λόγω των ερίδων που προκαλούνται από αυτό. Και τώρα λοιπόν ο Χριστός δεν αμύνθηκε εναντίον αυτού που τον ράπισε· αλλά μάλλον χωρίς να τον σπρώξει ούτε να φύγει από αυτόν, ήταν έτοιμος και για άλλες πληγές· δικαιολογήθηκε όμως, για να μην δώσει την εντύπωση με τη σιωπή του ότι είναι αυθάδης, πράγμα για το οποίο και κατηγορήθηκε πριν» (Ζ).
«Δεν απαντά αληθινά και με πραότητα και δίκαια και ταυτόχρονα δεν προσφέρει όχι μόνο και το άλλο μάγουλο σε αυτόν που τον ράπισε, αλλά όλο το σώμα του να καρφωθεί στο ξύλο; Από εδώ έδειξε μάλλον, ό,τι χρειαζόταν να δειχτεί, δηλαδή ότι τα μεγάλα εκείνα παραγγέλματά του πρέπει να εκπληρώνονται όχι με σωματική επίδειξη, αλλά με προετοιμασία της καρδιάς. Διότι είναι δυνατόν και οργισμένος κάποιος ορατά να προβάλλει και το άλλο του μάγουλο. Αλλά πόσο καλύτερο είναι, όταν κάποιος εσωτερικά όντας ειρηνικός δίνει αληθινή απάντηση και με ήρεμη διάνοια φυλάει τον εαυτό του έτοιμο, για να υπομείνει επερχόμενα βαρύτερα παθήματα;» (Αυ).
Ο Κύριος αποκρίνεται με πραότητα και ειρηνικά, ανακαλώντας τον υπηρέτη, όπως προηγουμένως και τον αρχιερέα στον τρόπο και την μέθοδο που άρμοζε στη νόμιμη έρευνα (τ)..
(2) Η υπόθεση δεν εκφράζει αμφιβολία σαν η απάντηση που δόθηκε από τον Ιησού να ήταν αξιόμεμπτη (ο), αλλά έχουμε εδώ διαμαρτυρία γεμάτη ηρεμία υπό την μορφή διλήμματος ακατανίκητου (F).
(3) «Εάν μεν μπορείς να κατηγορήσεις τα λόγια μου» (Χ).
(4) «Απόδειξε αυτό που ειπώθηκε κακώς· έλεγξε αν μίλησα κακώς» (Ζ). Δώσε την μαρτυρία σου με νόμιμο τρόπο (β)· απόδειξε με κανονική μαρτυρία (g), ότι έπραξα κακώς. Ο υπηρέτης κανένα άλλο δικαίωμα δεν είχε παρά μόνο να μαρτυρήσει. Τα υπόλοιπα υπάγονταν στην δικαιοδοσία του δικαστή (F).
(5) Δες Β΄Κορ. ια 20 όπου η λέξη λέγεται για χτύπημα που δίνεται στο πρόσωπο. Άρα και η προηγούμενη λέξη ράπισμα βρίσκεται με την ίδια έννοια όπως στην καθομιλουμένη. Ο Κύριος μπορούσε να απαντήσει με θαύμα οργής και να ξαπλώσει στο έδαφος να σφαδάζει ή νεκρό τον πονηρό υπηρέτη. Αλλά η ημέρα αυτή ήταν ημέρα υπομονής και παθημάτων για τον Κύριο. Και απάντησε με πραότητα και σύνεση.
Δίδαξε έτσι εμάς με το παράδειγμά του, ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις δεν πρέπει να γινόμαστε δικαστές του δικαίου μας και εκδικητές των αδικιών που μας γίνονται. Οφείλουμε να δεχόμαστε μάλλον παρά να δίνουμε το δεύτερο ράπισμα, το οποίο ασφαλώς θα προκαλέσει την έριδα. Δικαιούμαστε μεν να υπερασπιζόμαστε τους εαυτούς μας, αλλά όχι και να εκδικούμαστε ζητώντας να λάβουμε το δίκιο μας με το δικό μας χέρι. Τη στιγμή που αδικούμαστε ή υβριζόμαστε, οφείλουμε να διατηρούμε την ψυχραιμία μας και να διατηρούμε το εσωτερικό μας ελεύθερο από ταραχή ή πάθος. Όπως και ο Χριστός εδώ. Διατηρεί διαυγή και ατάραχη τη σκέψη του, μιλά λογικά και ψύχραιμα, αλλά δεν απειλεί.
Ιω. 18,24 ἀπέστειλεν αὐτὸν ὁ Ἄννας(1) δεδεμένον(2) πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα(3).
Ιω. 18,24 ο Αννας, έστειλε τον Ιησού δεμένο προς τον Καϊάφα τον αρχιερέα.
(1) Ο στίχος αυτός προξένησε δυσκολίες στους ερμηνευτές, που υποστήριξαν ότι τα εξιστορούμενα από τον στίχο 15 και εξής, έγιναν στον Καϊάφα και ότι η περιγραφόμενη σε αυτά συνεδρία είναι αυτή μπροστά στο μεγάλο συνέδριο. Για αυτό πολλοί από τους νεώτερους, ανάμεσα στους οποίους και οι Καλβίνος, Lucke,Tholuck, de Wette,Langen, δέχονται τον αόριστο α π έ σ τ ε ι λ ε ν ότι λέγεται αντί για υπερσυντέλικο (g).
Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή ο ευαγγελιστής ενθυμούμενος εδώ ότι δεν μνημόνευσε την παραπομπή του Ιησού προς τον Καϊάφα, επανορθώνει το λησμονημένο (F).
«Φροντίζοντας λοιπόν τη διάταξη της αφήγησης ξαναπιάνει αυτά που ειπώθηκαν στην αρχή και λέει ότι ο Ιησούς στάλθηκε από τον Άννα στον Καϊάφα» (Κ).
Τα συμφραζόμενα όμως δεν ευνοούν αυτήν την εκδοχή. Άλλοι, ανάμεσα στους οποίους και ο Αυγουστίνος, αρχιερέα στους στίχους 19,22 θεωρούν τον Άννα. Πιο σωστή παρουσιάζεται η εκδοχή, κατά την οποία τα μέχρι τον στίχο 23 εξιστορούμενα έγιναν στην οικία του Άννα παρισταμένου και του Καϊάφα και μετά από αυτό ο Ιησούς με εντολή του Άννα δεμένος στάλθηκε στον τόπο των συνεδριάσεων του συνεδρίου, όπου ανέμενε τον κατηγορούμενο ο Καϊάφας.
(2) Ενώ διαρκούσε η ανάκριση στους στίχους 19-21 ο Ιησούς, ο οποίος είχε δεθεί από αυτούς που τον συνέλαβαν στον κήπο, ήταν αναμφίβολα λυμένος. Μετά από αυτό προκειμένου να σταλεί στον Καϊάφα δέθηκε. Πιθανώς λύθηκε πάλι κατά τη συνεδρίαση του συνεδρίου. Αυτό λοιπόν εξηγεί γιατί σύμφωνα με τα Ματθ. κζ 2 και Μάρκ. ιε 1 δένουν πάλι αυτόν όταν πρόκειται να οδηγηθεί στον Πιλάτο (g).
(3) Στο τμήμα του ανακτόρου όπου διέμενε ο Καϊάφας και όπου βρίσκονταν τα επίσημα διαμερίσματα και η αίθουσα για τις συνεδριάσεις του συνεδρίου (g). Ή, στον επίσημο τόπο των συνεδριάσεων του συνεδρίου, όπου ο Καϊάφας θα προήδρευε για επικύρωση της απόφασης. Η επίσημη αυτή αίθουσα δεν ήταν στο ανάκτορο του αρχιερέα αλλά βρισκόταν στη δυτική πλευρά του λόφου του ναού (β).
Ιω. 18,25 Ἦν δὲ Σίμων Πέτρος ἑστὼς καὶ θερμαινόμενος(1). εἶπον(2) οὖν(3) αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶ(4);
Ιω. 18,25 Ο δε Σίμων Πέτρος εξακολουθούσε να στέκεται κοντά εις την φωτιά και να ζεσταίνεται. Του είπαν τότε μερικοί από εκείνους που ήσαν εκεί• μήπως και συ είσαι από τους μαθητάς εκείνου;
(1) «Ο ευαγγελιστής, αφού είπε ότι ο Άννας έστειλε Αυτόν δεμένο στον Καϊάφα, επανέρχεται στο σημείο της αφήγησής του, όπου είχε αφήσει τον Πέτρο, για να εξηγήσει, το τι συνέβη στον οίκο του Άννα σε σχέση με την τριπλή του άρνηση» (Αυ).
Επαναλαμβάνει την ίδια με τον στίχο 18 φράση («ο Πέτρος εστώς και θερμαινόμενος»), για να επαναφέρει εμάς σε αυτά που ειπώθηκαν προηγουμένως (β). Είναι λοιπόν προφανές, ότι τα ακόλουθα γεγονότα έγιναν στο σπίτι του Άννα. Διότι πρόκειται για την ίδια αυλή, την ίδια φωτιά, τα ίδια πρόσωπα έτσι ώστε αυτοί που δεν δέχονται ότι ο Καϊάφας και ο Άννας κατοικούσαν σε δύο διαφορετικά διαμερίσματα του ίδιου σπιτιού, είναι υποχρεωμένοι να παραδεχτούν, ότι ο Ματθαίος και ο Μάρκος πλανήθηκαν τοποθετώντας την άρνηση του Πέτρου στο σπίτι του Καϊάφα (g). Φαίνεται ότι τα σπίτια του Άννα και Καϊάφα ήταν γειτονικά… και είχαν εσωτερική συγκοινωνία (δ).
(2) Δεν καθορίζονται αυτοί που ρώτησαν. Ήταν αυτοί κάποιοι από αυτούς που θερμαίνονταν μαζί με τον Πέτρο.
(3) Ο σύνδεσμος εισάγει την ακόλουθη ερώτηση ως συνέπεια του ότι κάθονταν άνετα γύρω από τη φωτιά και συζητούσαν για τα συμβαίνοντα (ο). Κατά τον Ματθαίο μία παιδίσκη ρώτησε τον Πέτρο, που βγήκε στον πυλώνα. Κατά τον Μάρκο η ίδια παιδίσκη, η οποία την πρώτη φορά τον ρώτησε, κατήγγειλε αυτόν στους υπηρέτες. Κατά τον Λουκά την ερώτηση απηύθυνε κάποιος άλλος. Είναι πιθανόν, ότι η θυρωρός μίλησε για τον Πέτρο σε κάποια άλλη συνάδελφό της, η οποία κατήγγειλε αυτόν στους μαζεμένους στην φωτιά. Και από αυτούς κάποιος απηύθυνε την ερώτηση στον Πέτρο (g).
(4) Η ερώτηση και η απάντηση είναι σχεδόν οι ίδιες όπως και στο στίχο 17. Και η ερώτηση διατυπώνεται με τέτοιο τρόπο σαν να αναμενόταν αρνητική απάντηση. Αυτό είναι σημείο που είναι ιδιαίτερο στην αφήγηση του Ιωάννη, που περιγράφει τις δύο πρώτες ερωτήσεις, ότι τέθηκαν με μορφή η οποία σχεδόν παρακινούσε τον Πέτρο να πει «Όχι». Σε αυτήν ο Ιωάννης μετριάζει την πτώση του Πέτρου (β).
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης έχει εδώ διπλό σκοπό· πρώτον να αντιθέσει την ήρεμη γαλήνη του Κυρίου, του οποίου η σταθερότητα οδηγούσε αυτόν στο μαρτύριο και το θάνατο, με την καταφοβισμένη αστάθεια του Πέτρου, ο οποίος δεν είχε να φοβηθεί κάτι περισσότερο από τον χλευασμό των στρατιωτών· και δεύτερον να δικαιολογήσει κάπως τον Πέτρο δείχνοντας πόσο εύκολο ήταν να γλιστρήσει. Ο τρόπος με τον οποίο τέθηκαν σε αυτόν οι ερωτήσεις ήταν τέτοιος, ώστε ωθούνταν από αυτές ο Πέτρος να πει το Όχι (τ).
Ιω. 18,26 ἠρνήσατο οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· οὐκ εἰμί. Λέγει(1) εἷς ἐκ τῶν δούλων τοῦ ἀρχιερέως(2), συγγενὴς ὢν οὗ ἀπέκοψε Πέτρος τὸ ὠτίον(3)· οὐκ(4) ἐγώ(5) σε εἶδον ἐν τῷ κήπῳ(6) μετ᾿ αὐτοῦ;
Ιω. 18,26 Ηρνήθη τότε ο Πέτρος και είπε• δεν είμαι. Του λέγει τότε ένας από τους δούλους του αρχιερέως, συγγενής εκείνου του οποίου ο Πέτρος έκοψε το αυτί• τι μας λες; Εγώ δεν σε είδα στον κήπο μαζί του;
(1) Από τους συνοπτικούς οι Ματθαίος και Μάρκος αναφέρουν ότι η τρίτη άρνηση του Πέτρου έγινε «μετά από λίγο» ύστερα από τη δεύτερη. Συμφωνούν σε αυτό με τον Ιωάννη, ο οποίος αφηγείται και τις δύο αυτές αρνήσεις σε συνέχεια. Ο Λουκάς παρουσιάζει μεν την δεύτερη ότι συνέβη «μετά από λίγο» ύστερα από την πρώτη, τοποθετεί όμως την τρίτη μετά μία ολόκληρη ώρα (β).
(2) Μετά τη δεύτερη άρνηση ο Πέτρος φαίνεται, ότι πήρε θάρρος και άρχισε να μιλά περισσότερο ελεύθερα με τους εκεί παρόντες. Αλλά η γαλιλαϊκή του προφορά έγινε αντιληπτή (Ματθ. κστ 73,Μάρκ. ιδ 70,Λουκ. κβ 59) και είλκυσε ιδιαιτέρως την προσοχή ενός από τους συγγενείς του Μάλχου, ο οποίος και του απευθύνει το νέο ερώτημα (g).
(3) Ο πειρασμός του να πει ο Πέτρος Όχι, ήταν τώρα μεγαλύτερος από πριν, διότι η αναφορά του κοψίματος του αυτιού του Μάλχου υπαινίσσεται, ότι ο συγγενής του Μάλχου υποπτευόταν, ότι ο Πέτρος υπήρξε αυτός που επιτέθηκε. Εάν ο Πέτρος συλλαμβανόταν για τον λόγο αυτόν, θα τιμωρούνταν αυστηρά, επειδή επιτέθηκε με όπλο εναντίον ενός από τους δούλους του αρχιερέα (β).
(4) Η μορφή της ερώτησης εδώ είναι διαφορετική από αυτήν στους στίχους 17,25. Είναι τέτοια σαν να αναμένεται απάντηση θετική (ο).
(5) Με πολλή έμφαση: Εγώ, με τα ίδια μου τα μάτια (β).
(6) Λαμβανομένου υπ’ όψη, ότι ο φωτισμός στον κήπο ήταν ανεπαρκής, επικρατούσε επίσης και αρκετή σύγχυση και οχλαγωγία, ο συγγενής του Μάλχου δεν ήταν δυνατόν να είναι απολύτως βέβαιος, ότι διέκρινε με ασφάλεια τα χαρακτηριστικά του Πέτρου· επομένως αυτός μπορούσε κάλλιστα να επιμείνει να αρνείται (κ)
«Και ούτε ο κήπος έκανε τον Πέτρο να θυμηθεί τα όσα συνέβησαν, ούτε η πολλή φιλοστοργία, που έδειξε εκεί με τα λόγια του εκείνα, αλλά όλα αυτά από τη αγωνία τα ξέχασε» (Χ).
Ιω. 18,27 πάλιν οὖν ἠρνήσατο ὁ Πέτρος(1), καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησεν(2).
Ιω. 18,27 Πάλιν λοιπόν αρνήθηκε ο Πέτρος και αμέσως ένας πετεινός λάλησε.
(1) Η αποστολή του Ιησού στον Καϊάφα, που αναφέρεται στο στίχο 24, ακολούθησε μετά την τρίτη αυτή άρνηση. Διότι τα των στίχων 25-27 συνέβησαν συγχρόνως με τα των στίχων 19-23. Η περίπτωση αυτή εξηγεί την λεπτομέρεια, την οποία αφηγείται ο Λουκάς (κβ 61) για το βλέμμα το οποίο έριξε ο Ιησούς στον Πέτρο. Ο Ιησούς διέσχιζε την αυλή μεταβαίνοντας στα διαμερίσματα του Καϊάφα. Άκουσε τη στιγμή αυτή το λάλημα του πετεινού και έριξε τότε το βλέμμα του προς τον Πέτρο. Το ότι επίσης ο Ιησούς ήταν δεμένος, εξηγεί καλύτερα την εντύπωση που παράχθηκε στον Πέτρο, όταν είδε τον Διδάσκαλο σε τέτοια κατάσταση (g).
Ο Πέτρος και για τρίτη φορά αρνήθηκε. Επόμενο ήταν αυτό. Η φύση της αμαρτίας τέτοια είναι γενικώς. Η καρδιά σκληραίνεται από την απάτη της αμαρτίας. Δες Εβρ. γ 13. Η αρχή της μοιάζει με το να βάζει κάποιος το νερό στο αυλάκι. Από τη στιγμή που σπάσει το φράγμα, προχωρεί πλέον ο καθένας από το ένα κακό στο χειρότερο. Προπαντός όταν πρόκειται για το αμάρτημα του ψεύδους, το οποίο είναι αμαρτία που εύκολα ωθεί σε άλλη χειρότερη. Διότι για το ένα ψεύδος για υποστήριξή του θα χρειαστεί άλλο ψεύδος και αυτό πάλι θα οδηγήσει σε άλλο ψεύδος. Τη μία αμαρτία ζητούμε να καλύψουμε με την άλλη για να αποφύγουμε την αποκάλυψή μας.
(2) Σύμφωνα με τη Ρωμαϊκή αρίθμηση οι 4 φυλακές της νύχτας ήταν αργά, μεσάνυχτα, αλεκτοροφωνία, και πρωί. Πιθανότατα πρόκειται εδώ όχι για λάλημα του πετεινού σε οποιαδήποτε ώρα της νύχτας, αλλά για την ώρα, η οποία τεχνικά ήταν γνωστή ως αλεκτοροφωνία, μετά από την οποία επακολούθησε το πρωί, όταν και οδήγησαν τον Ιησού στο πραιτώριο. Για αυτό και ο Μάρκος μιλά για δύο λαλήματα του πετεινού (ιδ 68,72).
Ο πετεινός λάλησε. Το λάλημα αυτό του πετεινού χωρίς σημασία για τους άλλους πέρασε απαρατήρητο από αυτούς. Για τον Πέτρο όμως ήταν η φωνή του Θεού και ήταν για αυτόν θεία ευλογία που αφύπνιζε τη συνείδησή του με την υπενθύμιση των λόγων, τους οποίους είχε πει σε αυτόν ο Χριστός.
Ευλογητός ο Κύριος! Μολονότι μέσα στην αφροσύνη μας πέφτουμε, δεν εγκαταλειπόμαστε σε όλεθρο, ούτε απορριπτόμαστε από αυτόν οριστικά. Η πρόνοιά του επιζητεί την ανόρθωσή μας και με διάφορους δρόμους επιτυγχάνει αυτήν. Η φωνή του πετεινού φέρνει στη μνήμη του Πέτρου σωτηριώδη υπενθύμιση. Πόσο ευεργετικό πλεονέκτημα είναι για μας να έχουμε κοντά μας αδελφούς ειλικρινείς, των οποίων η φωνή, σαν άλλη φωνή πετεινού, να υπενθυμίζει σε μας μέσα στις πτώσεις μας εκείνα τα οποία γνωρίζουμε, αλλά λησμονήσαμε!
Ερμηνεία πατερική & θεολογική των Ευαγγελίων των Παθών
Από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένα στη δημοτική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Έκδοση Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (Άγιος Σώστης)
Σημείωση:
Στη μετάφραση κάποιων χωρίων των Πατέρων της Εκκλησίας χρησιμοποιήσαμε ως βοήθημα και τις Πατερικές Εκδόσεις Ε.Π.Ε. (Εκδοτικός Οίκος Ελευθερίου Μερετάκη «Το Βυζάντιον»)
Η παρούσα εργασία είναι εντελώς ανεξάρτητη των εκδόσεων
«ο Σωτήρ»
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ
(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Α. Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ κστ 1 – κζ 10
(Υπόμνημα στο κατά Ματθαίον, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 452-482 εκδόσεις «ο Σωτήρ», μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Ζ = Ζιγαβηνός Ευθύμιος
Απ = Απολλινάριος Θφ = Θεοφύλακτος Βουλγαρίας
Αυ = Αυγουστίνος Ιε = Ιερώνυμος
Β = Βασίλειος ο Μέγας Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Γν = Γρηγόριος Νύσσης Ω = Ωριγένης
Δ = Δαμασκηνός Ιωάννης DB = Dict. Of the Bible,Hastings
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας
(Σύγχρονοι Θεολόγοι ερμηνευτές)
The New-Century Bible, St Matthew Edited by G.H. Box on the basis of the earlier edition by Prof W.F. Slater, Edirburgh 1922 (σημειώνεται με το S)
M.J. Lagrange. Evangile selon s. Matthieu, Deuxieme edition Paris 1923 (σημειώνεται με το L.)
Alf. Plummer. An exegetical commentary on the Gospel according to S. Matthew, London 1911 (σημειώνεται με το p.)
W. Allen A critical and exegetical Commentary on the Gospel according to S. Matthew Third edition 1922 (σημειώνεται με το a).
A. Commentary critical, expository and practical κ.λ.π by I. Owen, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
L. Cl. Fillion La sainte Bible commentee VII (σημειώνεται με το F).
J.A. Bengel Gnomon of the N.T. Testament translated by I. Bryce. Τόμ. Α (σημειώνεται με το b).
C.L. W. Grimm Lexicon Graeco-Latinum in libros N. Lipsiae 1903. (σημειώνεται με το g).
Ν. Δαμαλά Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 26
Ματθ. 26,1 Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς πάντας(1) τοὺς λόγους τούτους(2) εἶπεν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ·
Ματθ. 26,1 Και όταν ετελείωσε ο Ιησούς όλους αυτούς τους λόγους, είπε προς τους μαθητάς του•
(Μετάφραση στίχων υπό Ιωάννου Κολιτσάρα εδώ και στο εξής)
(1) Είχε πει κάθετί που είχε πρόθεση να πει. Και δεν προχώρησε στο Πάθος του ούτε ταχύτερα ούτε αργότερα από το σημείο αυτό (b).
(2) Με αυτό ο Ματθαίος δηλώνει ότι δεν πρόκειται πλέον να επακολουθήσει κάποιος λόγος του Ιησού από αυτούς που οπωσδήποτε είναι μακρότεροι (p). Η φράση σημαίνει τους λόγους που περιλαμβάνονται στα κεφάλαια κδ και κε (F).
Ματθ. 26,2 οἴδατε ὅτι μετὰ δύο ἡμέρας(1) τὸ πάσχα(2) γίνεται, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(3) παραδίδοται(4) εἰς τὸ σταυρωθῆναι(5).
Ματθ. 26,2 “γνωρίζετε ότι έπειτα από δύο ημέρας γίνεται η εορτή του πάσχα και ο υιός του ανθρώπου θα παραδοθή δια να σταυρωθή”.
(1) Ή, η φράση είναι δύσκολη. Υποτίθεται γενικώς, ότι σημαίνει αύριο. Αλλά παρόλο που το «μετά από τρεις ημέρες» φαίνεται ταυτόσημο με το «την τρίτη ημέρα», είναι αμφίβολο εάν κάποιος Ιουδαίος θα χρησιμοποιούσε τη φράση μετὰ δύο ἡμέρας, με την έννοια του αύριο. Είναι δυνατόν το μετὰ δύο ἡμέρας, να χρησιμοποιείται με την ίδια έννοια όπως και η αντίστοιχη αραμαϊκή έκφραση που σημαίνει «μετά από κάποιο χρόνο» (a). Ή, «αφού το νομικό πάσχα συμπίπτει στις 14 του μήνα, είναι φανερό, ότι αυτό ειπώθηκε στους μαθητές την δωδεκάτη» (Ζ).
(2) Πάσχα, στα εβραϊκά Πέσαχ δηλαδή διάβαση. Η μεγαλύτερη θρησκευτική γιορτή των Ιουδαίων, που ορίστηκε για ανάμνηση της εξόδου τους από την Αίγυπτο. Δες Εξόδ. ιβ 13,27 κλπ. (F).
(3) Με τη φράση «ο υιός του ανθρώπου παραδίνεται για να σταυρωθεί» δείχνεται ότι ο Μεσσίας γνώριζε εξ’ ολοκλήρου την επιβουλή και τα ολέθρια σχέδια των εχθρών του και την αναπόφευκτη επιτυχία τους. Δείχνει «ότι όλα τα έπασχε γνωρίζοντας αυτά εκ των προτέρων» (Χ).
(4) Το παραδίδοται ή υπαινίσσεται την πράξη του προδότη ή αναφέρεται στην παράδοση του Χριστού σύμφωνα με την προορισμένη και προγνωρισμένη απόφαση του Θεού (Πράξ. β 23).
(5) «Πάλι βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για το πάθος Του, μόλις υπενθύμισε τη βασιλεία και την ανταπόδοση που θα γίνει εκεί και την αιώνια κόλαση· σαν να τους έλεγε· γιατί φοβάστε για τα πρόσκαιρα δεινά, αφού σας περιμένουν τόσα αγαθά;… Δεν είπε όμως ότι μετά από δύο ημέρες παραδίνομαι, αλλά τι είπε; Γνωρίζετε ότι μετά από δύο ημέρες γίνεται το Πάσχα… και τότε πρόσθεσε ότι «θα παραδοθεί για να σταυρωθεί» δείχνοντας ότι αυτό που γίνεται είναι μυστήριο και γιορτή και πανήγυρις, που τελείται για τη σωτηρία της οικουμένης» (Χ).
Ματθ. 26,3 τότε συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς(1) καὶ οἱ γραμματεῖς(2) καὶ οἱ πρεσβύτεροι(3) τοῦ λαοῦ, εἰς τὴν αὐλὴν(4) τοῦ ἀρχιερέως(5) τοῦ λεγομένου(6) Καϊάφα(7),
Ματθ. 26,3 Τότε οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι προεστοί του λαού, που συμμετείχαν στο Μεγάλο Συνέδριον, συγκεντρώθηκαν εις την οικίαν του αρχιερέως, ο οποίος ωνομάζετο Καϊάφας.
(1) «Και πόσοι ήταν οι αρχιερείς; Διότι ο νόμος θέλει να είναι ένας· αλλά τότε ήταν πολλοί» (Χ). «Κατάργησαν δηλαδή οι Ιουδαίοι το νόμο, και έκαναν ετήσια την αρχιεροσύνη. Επομένως ήταν λογικό, να είναι πολλοί αυτοί που αρχιεράτευσαν από τη μία, και ολοκλήρωσαν από την άλλη το λειτούργημα που τους έλαχε, τους οποίους τώρα ονόμασε ο ευαγγελιστής αρχιερείς» (Ζ).
(2) «Γραμματείς λέει τους νομοδιδασκάλους» (Ζ).
(3) «Πρεσβύτερους του λαού λέει τους γέροντες και τους πιο συνετούς» (Ζ). Η όλη φράση αρχιερείς… δηλώνει το συνέδριο ολόκληρο (F).
(4) Εδώ μάλλον εννοείται το ίδιο το σπίτι, το μέγαρο (g) παρόλο που μόνο για βασιλικά ανάκτορα χρησιμοποιούνταν η λέξη στους κλασσικούς, ενώ στην Κ.Δ. πουθενά αλλού δεν υπάρχει με την έννοια του ανακτόρου (δ).
(5) Ο αρχιερέας ήταν ο προϊστάμενος του συνεδρίου (F). «Ενώ επιχειρούν παράνομα πράγματα, έρχονται στον αρχιερέα, θέλοντας να πάρουν την εξουσία από εκεί, από όπου θα έπρεπε να εμποδιστούν» (Χ).
(6) Το κύριο όνομά του ήταν Ιωσήφ (Ιωσήπου Ιουδ. Αρχ. 18,2,2), κοινώς όμως λεγόταν Καϊάφας (δ). Είχε διοριστεί αρχιερέας από τον Ρωμαίο επίτροπο Βαλέριο Gratus, προκάτοχο του Πιλάτου και διατήρησε το αξίωμα για 17 έτη. Καθαιρέθηκε από τον Βιτέλλιο το 789 από κτίσεως Ρώμης, δηλαδή το 37 μ.Χ. (F).
(7) Όχι Κηφάς, όπως ερμηνεύουν κάποιοι, αλλά αντιστοιχεί σε αραμαϊκή λέξη που σημαίνει καταπίεση, αυτός που υποτάσσει (δ).
Ματθ. 26,4 καὶ συνεβουλεύσαντο ἵνα τὸν Ἰησοῦν δόλῳ(1) κρατήσωσι καὶ ἀποκτείνωσιν.
Ματθ. 26,4 Και κατόπιν συσκέψεως απεφάσισαν ομοφώνως να συλλάβουν με δόλον τον Ιησούν και να τον φονεύσουν.
(1) «Σύλληψη με δόλο είπε, εννοώντας να τον πιάσουν κρυφά, διότι από την ολοφάνερη σύλληψη φυλαγόντουσαν, λόγω των μαθητών του και αυτών που τον ακολουθούσαν για άλλους λόγους» (Ζ). Συμβούλιο λοιπόν ανάξιο (b).
Ματθ. 26,5 ἔλεγον δέ· μὴ ἐν τῇ ἑορτῇ(1), ἵνα μὴ θόρυβος γένηται(2) ἐν τῷ λαῷ(3).
Ματθ. 26,5 Είπαν δε μεταξύ των, να μη τον συλλάβουν κατά την εορτήν του πάσχα, δια να μη γίνη θόρυβος και αναταραχή στον λαόν.
(1) «Έλεγαν όμως· Όχι στη γιορτή, δηλαδή να γίνει η σύλληψη. Επειδή δηλαδή στη γιορτή του Πάσχα συγκεντρώνονταν όλοι από παντού, συνέβαινε να είναι πολλοί γύρω από τον Ιησού» (Ζ). Επιθυμούσαν να αναβάλλουν το πράγμα, έως ότου ο λαός, ο οποίος σε μεγάλο αριθμό είχε συρρεύσει στα Ιεροσόλυμα για το Πάσχα, αναχωρήσει μετά τη γιορτή (b).
(2) «Παρατήρησε λοιπόν ότι αυτοί φοβούνται, όχι το Θεό, ούτε μήπως η αμαρτία τους γίνει μεγαλύτερη λόγω της γιορτής, αλλά παντού υπολογίζουν τα ανθρώπινα» (Χ). «Εκείνοι μεν λοιπόν έτσι αποφάσισαν πριν τη γιορτή, να τον φονεύσουν μετά τη γιορτή. Αυτός όμως, δείχνοντας ότι πάσχει, όχι όταν ήθελαν αυτοί, αλλά όταν θέλησε αυτός, επέτρεψε σε αυτούς να τον συλλάβουν κατά τον καιρό του Πάσχα, έτσι ώστε, όταν γινόταν το τυπικό Πάσχα, τότε να εκπληρωθεί και το αληθινό Πάσχα» (Θφ).
(3) «Αλλά παρόλο που αποφάσισαν έτσι, όμως δεν περίμεναν· αλλά αφού βρήκαν τον προδότη, άρπαξαν την ευκαιρία και αφού η λύσσα του φθόνου τους γέμισε με μανία, και το συμφέρον αγνόησαν και στη γιορτή τον φόνευσαν και έδειξαν έτσι την υπερβολή της μανίας εναντίον του» (Ζ).
2) Η χρίση στην Βηθανία (κστ 6-16)
Ματθ. 26,6 Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γενομένου(1) ἐν Βηθανίᾳ(2) ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ(3),
Ματθ. 26,6 Όταν δε ο Ιησούς ήλθε εις την Βηθανίαν, εις την οικίαν Σιμωνος του λεπρού,
(1) Δεν καθορίζεται ακριβώς ο χρόνος της άφιξης στη Βηθανία ούτε από τον Ματθαίο ούτε από τον Μάρκο. Ο Ιωάννης καθορίζει, ότι το γεγονός έλαβε χώρα έξι ημέρες πριν το Πάσχα (S). Αναφέρουν ο Ματθαίος και ο Μάρκος καθυστερημένα το γεγονός, διότι εξ’ αφορμής αυτού φαίνεται να αποφάσισε ο προδότης να προβεί στο έγκλημά του. Δες στ 8-9 και Ιω. ιβ 4 (F).
(2) «Αναφέρει τη Βηθανία, για να μάθουμε, ότι έρχεται εκούσια στο πάθος· διότι αυτός που πριν διέφευγε από αυτούς, τώρα που κατ’ εξοχήν φούντωσε ο φθόνος τους, τότε έρχεται κοντά, σε απόσταση δεκαπέντε σταδίων· έτσι και το ότι πριν αναχωρούσε αυτός ήταν λόγω του θείου σχεδίου» (Σχ).
(3) Το λεπρού δεν σημαίνει ότι και κατά το χρόνο αυτόν ο Σίμων εξακολουθούσε να είναι λεπρός. Ο Ματθαίος ονομάζεται τελώνης και όταν είχε παύσει να συλλέγει τους φόρους και ήταν μαθητής του Χριστού. «Για να τον ξεχωρίσουν από τον Φαρισαίο (Σίμωνα), πρόσθεσαν το διακριτικό από τη λέπρα» (Ζ). Είναι άλλος λοιπόν ο Σίμων αυτός ο λεπρός και άλλος ο Σίμων ο Φαρισαίος στο Λουκά ζ 37. Το Σίμων είναι πάρα πολύ συνηθισμένο όνομα που αποδίδεται τουλάχιστον σε δέκα διαφορετικά πρόσωπα στην Κ.Δ. και σε είκοσι περίπου στον Ιώσηπο (p). Τίποτα το παράδοξο λοιπόν εάν κατά σύμπτωση οι δύο διαφορετικές χρίσεις του Ιησού συνέπεσαν να γίνουν σε σπίτια, των οποίων οι ιδιοκτήτες είχαν το ίδιο όνομα. Ο Σίμων αυτός ο λεπρός πιθανότατα σύζυγος της Μάρθας, της αδελφής του Λαζάρου, ίσως νεκρός ήδη (S).
Ματθ. 26,7 προσῆλθεν αὐτῷ γυνὴ(1) ἀλάβαστρον(2) μύρου ἔχουσα βαρυτίμου, καὶ κατέχεεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν(3) αὐτοῦ ἀνακειμένου.
Ματθ. 26,7 προσήλθε εις αυτόν μία γυναίκα με ένα δοχείον από αλάβαστρον γεμάτο από μύρον πολύτιμον και έχυνε αυτό άφθονον εις την κεφαλήν του, καθώς αυτός είχε καθίσει εις την τράπεζαν του φαγητού.
(1) Σύμφωνα με άλλους «τρεις είναι οι γυναίκες που άλειψαν με μύρο τον Κύριο. Πρώτη μεν αυτή στον Λουκά (Λουκ. ζ 37) η οποία ήταν και αμαρτωλή και το έκανε αυτό στα μέσα του κηρύγματος και στην οικία του Σίμωνα του Φαρισαίου… δεύτερη αυτή στον Ιωάννη (ιβ 3), η αδελφή του Λαζάρου, που είχε βίο σεμνό· και η οποία έφερε το μύρο σαν ευχαριστήριο δώρο για το ότι ο αδελφός της ήλθε πάλι στη ζωή… και τρίτη είναι αυτή για την οποία γράφουν ο Ματθαίος και ο Μάρκος ομοίως» (Ζ).
Σύμφωνα με άλλους «η γυναίκα αυτή, στους μεν τρεις ευαγγελιστές, μου φαίνεται, ότι είναι μία και η αυτή· στον Ιωάννη όμως όχι, αλλά κάποια άλλη θαυμαστή, η αδελφή του Λαζάρου» (Χ). Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή δηλαδή η γυναίκα εδώ ταυτίζεται με την πόρνη του Λουκά ζ 37. Πιο σωστό είναι ότι η γυναίκα αυτή είναι διαφορετική μεν από αυτήν του Λουκά, για τους λόγους που εκθέτει άριστα ο Ζ., ταυτίζεται όμως με αυτήν του Ιωάννου ιβ 1-8 (δ).
(2) Ο και η αλάβαστρος κατ’ έλλειψη του λίθος, λέγεται κατά πρώτον ένας λίθος γυψώδης και γεμάτος ίνες από αιγυπτιακή πόλη που ονομάζεται Αλάβαστρο, στην οποία κατασκευάζονταν τα αγγεία αυτά από τον λίθο αυτόν που βρισκόταν κοντά σε αυτήν (δ). Δοχείο κατασκευασμένο από αλαβάστρινη πέτρα, στο οποίο φυλάγονταν τα μύρα (g)· «είδος αγγείου στο οποίο έβαζαν μύρα» (Ζ).
(3) Από το κεφάλι άρχισε η Μαρία, και έπειτα με το περίσσευμα άλειψε τα πόδια όπως ο Ιωάννης αναφέρει στο ιβ 3 (δ).
Ματθ. 26,8 ἰδόντες δὲ οἱ μαθηταὶ(1) αὐτοῦ ἠγανάκτησαν(2) λέγοντες· εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη(3);
Ματθ. 26,8 Οι δε μαθηταί, όταν είδαν τούτο, ηγανάκτησαν και έλεγαν• διατί χάνεται ματαίως το πολύτιμον αυτό μύρον;
(1) Ο ρυπαρός Ιούδας έκανε πρώτα την ένσταση αυτή προς τους άλλους μαθητές από πλεονεξία και οι περισσότεροι από τους μαθητές βρήκαν εύλογη την ένσταση (δ). Από τον Μάρκο μαθαίνουμε ότι κάποιοι μόνο από τους μαθητές αγανάκτησαν (F).
(2) «Είναι αξιοθαύμαστη η γυναίκα που δεν λυπήθηκε ένα τόσο μεγάλο έξοδο» (Ζ). «Αλλά οι μαθητές, επειδή δεν γνώριζαν τη διάθεσή της, την κατηγορούσαν άκαιρα» (Χ). «Αγανάκτησαν αλλά μεταξύ τους, όπως είπε ο Μάρκος, ο οποίος πρόσθεσε και ότι είπαν, μπορούσε αυτό να πουληθεί πάνω από τριακόσια δηνάρια και ότι «ἐνεβριμῶντο αὐτῇ», δηλαδή την μάλωναν, την κατηγορούσαν για την κατάχρηση» (Ζ).
(3) «Μάταια ξόδεψε πολύτιμο πράγμα» (Ζ).
Ματθ. 26,9 ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μύρον πραθῆναι πολλοῦ καὶ δοθῆναι τοῖς πτωχοῖς(1).
Ματθ. 26,9 Διότι θα ημπορούσε αυτό να πωληθή αντί πολλών χρημάτων και να δοθή το αντίτιμον στους φτωχούς”.
(1) Ο μεν Ιούδας από φιλαργυρία και από πόθο να κλέψει μέρος του χρήματος, ενώ οι άλλοι μαθητές «παρακινήθηκαν από φιλανθρωπία, επειδή πολλές φορές άκουσαν τον διδάσκαλο να λέει πολλά για την ελεημοσύνη και έδειχναν ήδη μεγάλη φροντίδα για τους φτωχούς και ήξεραν, ότι ο Θεός έλεος θέλει και όχι θυσία» (Ζ). Ελεημοσύνες από τους προσκυνητές κατά την γιορτή αυτή, θα αποτελούσε ευσεβές καθήκον, και υπήρχαν πολλοί φτωχοί και μέσα και γύρω από τα Ιεροσόλυμα (S).
Ματθ. 26,10 γνοὺς(1) δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς(2)· τί κόπους(3) παρέχετε τῇ γυναικί; ἔργον γὰρ καλὸν(4) εἰργάσατο εἰς ἐμέ.
Ματθ. 26,10 Ο Ιησούς όμως αντελήφθη την δυσφορίαν των και τους είπε• διατί στενοχωρείτε την γυναίκα; Διότι αυτή έκαμε εις εμέ ένα καλόν και αξιέπαινον έργον.
(1) Δεν προϋποθέτει γνώση υπερφυσική, αφού οι μαθητές εκδήλωσαν τη διαφωνία τους με σαφήνεια (L).
(2) Ο Κύριος «βλέποντας τις σκέψεις της, την αφήνει. Διότι πράγματι ήταν πολλή η ευλάβεια και απερίγραπτη η προθυμία της· για αυτό με πολλή συγκατάβαση επέτρεψε να χυθεί το μύρο και στο κεφάλι του» (Χ). «Ανεχόταν ο Κύριος, όχι επειδή είχε ανάγκη το μύρο, αλλά για να μην εξασθενίσει την πίστη της» (Ζ).
(3) Παρέχετε ενόχληση (g). «Επειδή οι μαθητές μαλώνοντας τη γυναίκα, την οδηγούσαν στο να μετανιώσει για αυτό που έκανε, τους μαλώνει και αυτός με τη σειρά του, ονομάζοντας «κόπους» την λύπη από τη μεταμέλεια» (Ζ) αλλά και την πικρία από την επιτίμηση.
(4) Η ευλαβής αφοσίωση στο πρόσωπο του Κυρίου ήταν έργο καλό (S). «Αφού επαίνεσε το έργο της, πρώτον μεν αναιρεί την πρόφαση των μαθητών σχετικά με τους φτωχούς, έπειτα υπεραπολογείται και για το έργο της» (Ζ).
Ματθ. 26,11 τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν(1), ἐμὲ δὲ(2) οὐ πάντοτε ἔχετε.
Ματθ. 26,11 Διότι τους πτωχούς τους έχετε πάντοτε μαζί σας και ημπορείτε, οπόταν θέλετε να τους βοηθάτε, εμέ όμως δεν θα με έχετε πάντοτε μαζί σας.
(1) «Για τους φτωχούς έγραψε καθαρότερα ο Μάρκος. Διότι όταν, λέει, θέλετε, μπορείτε να τους ευεργετήσετε» (Ζ).
(2) Δηλαδή στις συνθήκες της επίγειας ζωής (S). Και συνεπώς οι φίλοι του και οι μαθητές του δεν θα μπορούσαν να εκδηλώσουν την αγάπη τους με τρόπο τόσο αισθητό (F). «Λέγοντας λοιπόν ότι, εμένα όμως δεν θα με έχετε πάντα, έβαλε μέσα τους την υπενθύμιση της μετά από λίγο σφαγής του» (Ζ).
Ματθ. 26,12 βαλοῦσα γὰρ αὕτη τὸ μύρον τοῦτο ἐπὶ τοῦ σώματός μου, πρὸς τὸ ἐνταφιάσαι(1) με ἐποίησεν(2).
Ματθ. 26,12 Διότι αυτή η γυναίκα, που έχυσε το μύρον τούτο στο σώμα μου, το έκαμε σαν προετοιμασίαν δια τον ενταφιασμόν μου.
(1) «Αντί να πει· για ενταφιασμό μου, σαν να προφητεύει ακριβώς το θάνατό μου που πλησιάζει» (Ζ). «Προανήγγειλε το πάθος με το να προσφέρει τα αναγκαία για την κηδεία» (Χ). Πρέπει να υπονοήσουμε τη λέξη συμβολικά. Το ενταφιάζω δεν πρέπει να το πάρουμε με την στους Αιγυπτίους έννοια του ταριχεύω, αλλά απλώς με την έννοια προβαίνω στις τελετές της ταφής, μία από τις οποίες ήταν και η χρίση του σώματος μετά το πλύσιμό του (L).
(2) Μάλλον με την έννοια του αποδείχτηκε ότι το έκανε (δ). Η γυναίκα είχε πρόθεση να εκδηλώσει σεβασμό βαθύ στον Κύριο που ήταν στο τραπέζι και να τιμήσει αυτόν με τρόπο που συνηθιζόταν τότε. Χωρίς όμως να το φαντάζεται, επιτέλεσε πράξη που αναφερόταν στις προετοιμασίες της ταφής. Μετά τη χρίση αυτή και όσα απέμεναν για ταφή του Κυρίου θα ακολουθούσαν σύντομα (L). «Το έκανε αυτό η γυναίκα από κάποια θεία παρακίνηση (έμπνευση), προτυπώνοντας το θάνατό του και την ταφή του σώματος… Δείχνει δηλαδή η γυναίκα, με το να χύσει το μύρο, ότι το σώμα μου θα ενταφιαστεί» (Θφ).
Ματθ. 26,13 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ(1) τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο(2) ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ(1), λαληθήσεται καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη(3) εἰς μνημόσυνον(4) αὐτῆς.
Ματθ. 26,13 Σας διαβεβαιώνω δε, ότι οπουδήποτε και αν κυρηχθή το ευαγγέλιον τούτο-και θα κηρυχθή εις όλον τον κόσμον-θα διαλαληθή επίσης και αυτό που έκαμε σήμερον αυτή εις αλησμόνητον ανάμνησίν της”.
(1) Οπουδήποτε στον κόσμο, σε κάθε μέρος και τόπο, οπότε το ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ είναι επεξήγηση του ὅπου = δηλαδή σε όλο τον κόσμο (δ). «Αυτό και της γυναίκας ήταν παρηγοριά και έπαινος και των μαθητών ενθάρρυνση· της μεν, επειδή θα εξυμνείται σε όλη την οικουμένη, των δε, ότι το κήρυγμα θα περιλάβει όλη την οικουμένη» (Ζ).
(2) Το οποίο ο Ιησούς κήρυττε (b). Η χαρμόσυνη αγγελία για τον Ιησού Χριστό, τον ιδρυτή της επί γης ουράνιας βασιλείας (g). Ή, το ευαγγέλιο το αφηγούμενο το πάθος μου (F).
(3) Είναι αξιοσημείωτο, ότι παρά την βεβαίωση, ότι η πράξη της γυναίκας αυτής θα διαλαληθεί σε όλο τον κόσμο, δεν αναφέρεται το όνομά της. Η αποσιώπηση οφείλεται στο ότι η γυναίκα αυτή ζούσε ακόμη, τον χρόνο που ο Ματθαίος και ο Μάρκος συνέγραφαν τα ευαγγέλιά τους, και δεν θα ήθελε να γίνει γνωστό το όνομά της (p).
(4) Η μνήμη των αγαθών μπορεί να μείνει αμάραντη και όταν ακόμη τα ονόματά τους είναι άγνωστα (b). «Και όντως, όσοι γνωρίζουν το Χριστό, γνωρίζουν και αυτό που έκανε αυτή και μαζί με το ευαγγέλιο κηρύχτηκε το έργο της και διέτρεξε όλη τη γη η μνήμη της» (Ζ). Για μνημόσυνό της = ώστε να διατηρείται η μνήμη της (g). Για τιμητική ανάμνησή της (ο).
Ματθ. 26,14 Τότε(1) πορευθεὶς εἷς τῶν δώδεκα(2), ὁ λεγόμενος(3) Ἰούδας Ἰσκαριώτης, πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς
Ματθ. 26,14 Τότε ένας από τους δώδεκα, ο λεγόμενος Ιούδας Ισκαριώτης, επήγε προς τους αρχιερείς•
(1) Μη μπορώντας, να ωφεληθεί από το μύρο, ζήτησε από την προδοσία να πάρει μισθό (δ). Η πρόταση του Ιούδα στους αρχιερείς παρουσιάζεται ως συνέπεια του επεισοδίου της χρίσης. Οποιαδήποτε άλλα ελατήρια και αν ώθησαν αυτόν στην προδοσία του, αποτυχημένα σχέδια που εμπνεύστηκαν από φιλαργυρία θα παρουσιάζονταν ως συνδυασμένα με τα ελατήρια αυτά (p).
«Τότε. Πότε; Όταν λέγονταν αυτά· όταν είπε, στον ενταφιασμό μου· και ούτε από αυτό συγκινήθηκε, ούτε ακούγοντας ότι θα κηρυχτεί παντού το ευαγγέλιο φοβήθηκε… Αλλά όταν γυναίκες έδειξαν τέτοια τιμή τότε αυτός εργαζόταν τα έργα του διαβόλου» (Χ).
(2) «Σαν να έλεγαν ότι ήταν από τον πρώτο κύκλο των μαθητών του, οι οποίοι είχαν εκλεγεί μεταξύ των καλυτέρων, από τον κύκλο στον οποίο ανήκαν ο Πέτρος και ο Ιωάννης. Δεν παραλείπουν να πουν, ότι ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές. Έτσι δεν αποκρύπτουν τίποτα από όσα θεωρούνται αξιοκατάκριτα. Διότι για ένα πράγμα ενδιαφέρονταν, για μόνη την αλήθεια και όχι να συγκαλύψουν αυτά που έγιναν» (Χ).
(3) = Αυτός που ήταν γνωστός μεταξύ των μαθητών με το όνομα αυτό (δ). «Προσθέτει το επώνυμο από την περιοχή που καταγόταν, διότι υπήρχε και άλλος Ιούδας, αυτός του Ιακώβου» (Ζ).
Ματθ. 26,15 εἶπε(1)· τί θέλετέ μοι δοῦναι, καὶ ἐγὼ(2) ὑμῖν παραδώσω αὐτόν(3);
Ματθ. 26,15 είπε· “τι θέλετε να μου δώσετε και εγώ θα σας τον παραδώσω;”.
(1) Δεν είναι πιθανό το συνέδριο να είχε ήδη επικηρύξει τον Ιησού με προσφορά αποζημίωσης σε εκείνον, ο οποίος θα συντελούσε στον όλεθρό του. Αλλά η εχθρότητά τους προς τον Ιησού ήταν ολοφάνερη και ίσως ο σκοπός τους του να τον συλλάβουν θα είχε γίνει γνωστός ευρύτερα. Για αυτό ο Ιούδας προβαίνει στην πρότασή του (p).
(2) Και εγώ = εγώ ο οποίος μόνος μπορώ να σας βγάλω από τη δυσκολία (L). «Δες πόσο μεγάλη είναι η κακία του Ιούδα, πώς πηγαίνει αυτοπροαίρετα και το κάνει αυτό χάριν του αργυρίου, και μάλιστα για τόσο αργύριο» (Χ). Η προσφορά του Ιούδα έχει μέσα της χαρακτήρα εκτάκτως κυνικό και που προκαλεί αγανάκτηση (F).
(3) «Δεν είπε· τον Ιησού ή το Χριστό, αλλά αυτόν· διότι μισούσε λοιπόν το όνομά του» (Ζ).
Ματθ. 26,16 οἱ δὲ ἔστησαν(1) αὐτῷ τριάκοντα ἀργύρια(2). καὶ ἀπὸ τότε ἐζήτει εὐκαιρίαν ἵνα αὐτὸν παραδῷ.
Ματθ. 26,16 Εκείνοι δε του εμέτρησαν τριάκοντα αργυρά νομίσματα. Και από τότε ζητούσε ευκαιρία, δια να τον παραδώση.
(1) Ή, «ζύγισαν» (Ζ). Ζύγισαν επειδή κατά τους παλαιούς χρόνους όταν υπήρχε έλλειψη νομισμάτων συνήθιζαν τα μέταλλα από τα οποία κατασκευάζονταν τα νομίσματα να τα ζυγίζουν και να πληρώνουν ίσο βάρος μετάλλου με αυτό των νομισμάτων που έπρεπε να πληρώσουν (g).
Ή, «λέει έστησαν αντί να πει συμφώνησαν, όρισαν να δώσουν, όχι όπως οι πολλοί νομίζουν ότι ζύγισαν» (Θφ). Μάλλον η πρώτη εκδοχή, διότι το ποσό καταβλήθηκε αμέσως, όπως φαίνεται από την επιστροφή που έγινε.
(2) Δες Ζαχαρίου ια 12. Τα τριάντα αργύρια ήταν σίκλοι (=στατήρες)=120 δηνάρια (S). Σίκλοι είναι νόμισμα ιουδαϊκό ισότιμο με φράγκα χρυσά 2,83 (F). Τριάντα σίκλοι ή δίδραχμα ήταν η τιμή η καθορισμένη για πληρωμή σε περίπτωση απώλειας δούλου. Εξόδου κα 32 («θα δώσει αργύριο τριάντα δίδραχμα»). Ήταν λοιπόν υπό μία έννοια το τίμημα ενός ανθρώπου. Ο Ιούδας θα ζήτησε περισσότερα, αλλά οι αρχιερείς θα έπεισαν ίσως αυτόν, ότι σύμφωνα με το νόμο έπρεπε στο ποσό αυτό να αρκεστεί (L).
3) Σχετικά με την προετοιμασία του Πάσχα (κστ 17-19)
Ματθ. 26,17 Τῇ δὲ πρώτῃ τῶν ἀζύμων(1) προσῆλθον οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ λέγοντες αὐτῷ· ποῦ(2) θέλεις ἑτοιμάσωμέν σοι(3) φαγεῖν τὸ πάσχα;
Ματθ. 26,17 Κατά δε την παραμονήν του πάσχα, η οποία ελέγετο και πρώτη ημέρα του πάσχα, διότι ετοίμαζαν οι Εβραίοι τα άζυμα, ήλθαν οι μαθηταί προς τον Ιησούν λέγοντες• “που θέλεις να σου ετοιμάσωμεν, δια να φάγης το πάσχα;”
(1) «Πρώτη των αζύμων ονομάζουν την ημέρα πριν το Πάσχα, την δεκάτη τρίτη μεν του μήνα και πέμπτη ημέρα της εβδομάδας… Πρέπει όμως να ξέρουμε ότι, παρόλο που άρχιζαν τα άζυμα στις δεκατέσσερις του μήνα, αλλά όμως τη γιορτή των αζύμων την τελούσαν στις δεκαπέντε. Διότι λέει ο νόμος (Λευϊτ. κγ 6), την δεκάτη πέμπτη ημέρα του μήνα θα είναι γιορτή των αζύμων για τον Κύριο» (Ζ). Πρώτη των αζύμων λέγεται η πρώτη από τις επτά ημέρες των αζύμων (Εξόδου ιβ 15) δηλαδή η 14 του μηνός Νισάν, κατά την οποία η ζύμη έφευγε, αφανιζόταν από τα σπίτια των Ιουδαίων (δ).
Οι Ιουδαίοι διέκριναν το Πάσχα και τα άζυμα, αλλά στην ελληνιστική γλώσσα μπορούσαν να πουν τα άζυμα, όπως και τα διονύσια, για να δηλώσουν ολόκληρη την εορτή. Και η φράση η εορτή των αζύμων που είναι στον Ιώσηπο (Αρχ. 14 ΙΙ,1) έχει την ίδια σημασία με το εορτή του Πάσχα. Η ημέρα αυτή στα μάτια ενός εθνικού ήταν η πρώτη ημέρα της γιορτής, για έναν Ιουδαίο όμως ήταν η παραμονή της γιορτής, διότι η ημέρα της γιορτής άρχιζε για τους Ιουδαίους το απόγευμα της 14 του Νισάν (L).
Το απόγευμα της 14 σφάζονταν οι πασχαλινοί αμνοί στο ναό και το ιουδαϊκό πασχάλιο δείπνο ακολουθούσε κατά το απόγευμα της ίδιας ημέρας, μετά τη δύση του ηλίου (S).
«Διότι το Πάσχα (=ο αμνός) θυσιαζόταν όχι την δεκάτη τρίτη, αλλά την δεκάτη τετάρτη. Διότι λέει ο νόμος. Στον πρώτο μήνα, την δεκάτη τετάρτη ημέρα του μήνα, στο μέσο του απογεύματος θα είναι το πάσχα για τον Κύριο» (Ζ). Η δεκάτη τετάρτη εκκλησιαστικά μεν άρχιζε από τη δύση του ηλίου κατά την 13 ημέρα, κοινώς όμως από την ανατολή του ηλίου της 14. Ο Κύριος το αντίτυπο του νομικού Πάσχα, τον μυστικό δείπνο, ο οποίος είναι το χριστιανικό και αληθινό Πάσχα, το τέλεσε κατά την Πέμπτη 13 του Νισάν (δ), κατά το απόγευμα, από την οποία από τη δύση του ηλίου είχε αρχίσει η 14 του Νισάν δηλαδή η πρώτη των αζύμων.
«Διότι συνηθίζουν από το απόγευμα πάντα να μετρούν την ημέρα».
(2) «Και από εδώ είναι φανερό ότι δεν είχε σπίτι, δεν είχε κατάλυμα» (Χ).
(3) Ο Ιησούς κατείχε τη θέση του πατέρα της οικογένειας, και περιβαλλόταν από την οικογένεια των μαθητών του (b).
Ματθ. 26,18 ὁ δὲ εἶπεν· ὑπάγετε εἰς τὴν πόλιν(1) πρὸς τὸν δεῖνα(2) καὶ εἴπατε αὐτῷ· ὁ διδάσκαλος λέγει, ὁ καιρός μου(3) ἐγγύς ἐστι· πρὸς σὲ(4) ποιῶ(5) τὸ πάσχα(6) μετὰ τῶν μαθητῶν μου.
Ματθ. 26,18 Ο δε Ιησούς είπεν• “πηγαίνετε εις την πόλιν προς τον δείνα και πείτε του• ο διδάσκαλος λέγει• Ο καιρός μου δια να τελειώσω το έργον μου πλησιάζει. Εις το σπίτι σου απόψε, παραμονήν του εβραϊκού πάσχα, θα εορτάσω μαζί με τους μαθητές μου το νέον πάσχα”.
(1) «Πόλη πρέπει να εννοήσουμε τα Ιεροσόλυμα» (Ζ), διότι ήδη ήταν στη Βηθανία (δ).
(2) Η λέξη αυτή μπήκε αντί για κύριο όνομα (b). «Αποσιώπησε το όνομα του άνδρα, έτσι ώστε να μην μάθει το σπίτι ο Ιούδας και τρέξει στους εχθρούς και τους οδηγήσει σε αυτόν προτού να παραδώσει το μυστικό δείπνο στους μαθητές» (Ζ). Ο Κύριος τήρησε μυστικά τον τόπο και το χρόνο, για να αποφύγει πρόωρη σύλληψη. Ο Ιούδας αγνοούσε πιθανότατα τον τόπο μέχρι τη στιγμή, κατά την οποία ο Κύριος τον οδήγησε στο υπερώο (p).
(3) «Καιρό του που πλησιάζει, εννοούμε αυτόν του θανάτου» (Ζ). Από αυτό αποδεικνύεται ακόμη μία φορά, ότι «δεν έρχεται χωρίς τη θέλησή του στο πάθος» (Χ). Ο καιρός μου = ο μυστηριώδης χρόνος, κατά τον οποίο ο προορισμός του επρόκειτο να εκπληρωθεί (L) και τον οποίο είχε προ πολλού προβλέψει και προαναγγείλει (b). Δεν πρέπει να υποθέσουμε, ότι ο κύριος της οικίας κατανόησε την βαθειά σημασία των λέξεων αυτών (ο).
(4) «Αντί να πει στο σπίτι σου» (Θφ). Ο τόνος είναι εμπιστευτικός και φιλικός (L). Ως προς τον ιδιοκτήτη της οικίας κάποιοι από τους νεώτερους ταυτίζοντας το υπερώο του μυστικού δείπνου με το υπερώο στις Πράξεις (α 13), τείνουν να δεχτούν, ότι η οικία ήταν «της Μαρίας, της μητέρας του Μάρκου» (Πράξ. ιβ 12) και συνεπώς αυτός στον οποίο στάλθηκαν οι μαθητές είναι ο σύζυγος της Μαρίας και πατέρας του Μάρκου. Γιατί όμως η οικία ονομάζεται της Μαρίας και γιατί αποσιωπάται το όνομα του συζύγου ολοτελώς; Υπέρ του ότι πρόκειται για την οικία της Μαρίας συνηγορεί και το επεισόδιο που εξιστορείται στο Μάρκου ιδ 51 σχετικά με το νέο που άφησε το σεντόνι στα χέρια αυτών που επιχείρησαν να τον συλλάβουν, και αρκετοί από τους νεώτερους εικάζουν, ότι ο νέος αυτός ήταν ο Μάρκος (p).
(5) Έχω απόφαση να κάνω (δ).
(6) Ο Κύριος γνώριζε, ότι δεν θα μπορούσε να επιτελέσει το Πάσχα, διότι πριν από αυτό θα συλλαμβανόταν και θα σταυρωνόταν. Αλλά έχει πρόθεση να φάει μαζί με τους μαθητές του κάποιο δείπνο αντιπροσωπευτικό του Πάσχα (p), το οποίο θα ήταν αντίτυπο του νομικού Πάσχα.
Ματθ. 26,19 καὶ ἐποίησαν οἱ μαθηταὶ ὡς συνέταξεν(1) αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα(2).
Ματθ. 26,19 Και έκαμαν οι μαθηταί, όπως ο Ιησούς τους είχε οδηγήσει και ετοίμασαν τα κατά το πάσχα.
(1) «Όπως παρήγγειλε» (Ζ).
(2) Δηλαδή ετοίμασαν το δωμάτιο για το δείπνο (S). Όχι τον αμνό. Σχεδόν είναι βέβαιο ότι πασχάλιος αμνός δεν υπήρχε. Η σφαγή του έπρεπε να γίνει στο ναό την Παρασκευή το απόγευμα με την παρουσία όλου του ομίλου, των μαθητών και του Διδασκάλου. Δύο μαθητές δεν αρκούσαν σε αυτό και επιπλέον δεν μπορούσε να γίνει αυτό δύο ημέρες πριν το Πάσχα. Και οι δύο μαθητές που στάλθηκαν δεν περίμεναν, ότι το δείπνο θα γινόταν το απόγευμα της Πέμπτης, αλλά ετοίμασαν το δωμάτιο για το απόγευμα της Παρασκευής (p).
Το παχάλιο δείπνο (κστ 20-29)
Ματθ. 26,20 Ὀψίας(1) δὲ γενομένης ἀνέκειτο(2) μετὰ τῶν δώδεκα.
Ματθ. 26,20 Όταν δε ήλθε η εσπέρα, ο Κύριος μαζί με τους δώδεκα εξάπλωσε κοντά στο τραπέζι.
(1) «Οψία ονόμασε το απόγευμα» (Ζ) της ίδιας ημέρας 13 Νισάν. Κανένας λόγος δεν γίνεται εδώ και στα επόμενα για νομικό Πάσχα (δ). «Από εδώ ισχυρίζονται κάποιοι» πολύ σωστά, «ότι δεν έφαγε τότε το νομικό πάσχα ο Χριστός και φέρνουν αποδείξεις· ότι ήταν τότε 13 του μήνα· έπρεπε όμως στις 14 να φάνε το πάσχα. Και ότι ο μεν νόμος διέταζε να τρώνε όρθιοι το πάσχα· αυτός όμως ήταν γερμένος. Και ότι κάθε άρτος ζυμωτός αφαιρούνταν πριν τη θυσία και καιγόταν τελείως στη φωτιά, ενώ τώρα και άρτος βρίσκεται και διαμοιράζεται. Και ότι επιτρεπόταν μόνο ψητό να φάνε· ενώ εδώ παρατίθεται και ζωμός» (Ζ).
(2) «Δεν έτρωγαν το Πάσχα. Διότι δεν έτρωγαν με τον τρόπο που γινόταν το Πάσχα, αλλά ήταν ξαπλωμένοι στο δείπνο. Πώς όμως, αν έτρωγαν το Πάσχα, θα το έτρωγαν παράνομα; Διότι δεν έπρεπε να φάνε ξαπλωμένοι» (Αμμώνιος).
Ματθ. 26,21 καὶ ἐσθιόντων(1) αὐτῶν εἶπεν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν(2) ὅτι εἷς(3) ἐξ ὑμῶν(4) παραδώσει(5) με.
Ματθ. 26,22 Και καθώς έτρωγαν είπε• “σας διαβεβαιώνω, ότι ένας από σας θα με προδώση”.
(1) Η λέξη υπονοεί, ότι επρόκειτο για συνηθισμένο δείπνο και όχι για το τελετουργικό πασχάλιο δείπνο (S).
(2) Με βεβαιότητα σας πληροφορώ (δ).
(3) «Δες πώς φροντίζει τον προδότη. Διότι δεν είπε, ο τάδε θα με προδώσει, αλλά ένας από εσάς, ώστε και πάλι να του δώσει ευκαιρία μετανοίας με το ότι έμεινε άγνωστος. Και προτιμά να τους φοβίσει όλους για να γλυτώσει αυτόν» (Χ).
(4) «Από εσάς τους δώδεκα, που ήσασταν παντού παρόντες μαζί μου, των οποίων τα πόδια έπλυνα, στους οποίους τόσα πολλά υποσχέθηκα» (Χ).
(5) «Παράδοση να εννοήσεις την προδοσία. Διότι τον παρέδωσε σε θάνατο και τον πρόδωσε στους εχθρούς» (Ζ).
Ματθ. 26,22 καὶ λυπούμενοι(1) σφόδρα ἤρξαντο λέγειν αὐτῷ ἕκαστος αὐτῶν· μήτι ἐγώ εἰμι, Κύριε(2);
Ματθ. 26,22 Εκείνοι λυπήθηκαν παρά πολύ και ήρχισαν να λέγουν ο καθένας δια τον εαυτόν του• “μήπως είμαι εγώ, Κυριε;”
(1) Το να τρώει κάποιος ψωμί με κάποιον στους ανατολικούς λαούς τον εξασφάλιζε από κάθε εχθρική πράξη και εκδήλωση (p). Αλλά οι Απόστολοι «πίστευαν πάρα πολύ τον Διδάσκαλο ότι είναι αψευδέστατος» (Ζ) και μολονότι ο Κύριος απευθύνει τον λόγο του αυτόν σε αυτούς που τρώνε μαζί του τον άρτο, δεν εκδηλώνεται η παραμικρή αμφιβολία για την αλήθεια αυτών που βεβαιώνει ο Κύριος. «Λύπη αφόρητη κυρίευσε τότε την αγία εκείνη ομάδα» (Χ).
(2) «Ο καθένας από αυτούς, ρωτούσε φοβούμενος για τον εαυτό του, αν και δεν αισθάνονταν κάτι τέτοιο για τον εαυτό τους» (Χ), «και φοβήθηκαν ο καθένας, μήπως γίνει τέτοιος (προδότης) έχοντας τυφλωθεί στο νου» (Ζ).
Ματθ. 26,23 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ὁ ἐμβάψας μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τῷ τρυβλίῳ(1) τὴν χεῖρα(2), οὗτός με παραδώσει.
Ματθ. 26,23 Ο δε Κύριος απεκρίθη• “Εκείνος που βούτηξε μαζί μου το χέρι στον ζωμό του πιάτου, αυτός θα με παραδώση.
(1) «Τρυβλίο είναι είδος πιάτου» (Ζ). Ήταν πιθανώς ένα πιάτο, στο οποίο όλοι βούταγαν το ψωμί τους και συνεπώς όλοι βούταγαν στο πιάτο μαζί με τον Ιησού (p). Οπότε η φράση αυτός που βούτηξε μαζί μου έχει την ίδια σημασία με τη φράση αυτός που τρώει μαζί μου (a). Είναι όμως δυνατόν, κατά τη στιγμή που ο Κύριος έλεγε τα λόγια αυτά, το χέρι του να συναντήθηκε στο πιάτο με το χέρι του Ιούδα, και έτσι η φράση να έγινε αντιληπτή στον προδότη, όχι όμως και στους άλλους Αποστόλους (p). «Επειδή ήταν αναιδής ο Ιούδας, βούταγε στο ίδιο τρυβλίο, δηλαδή πιατέλα» (Θφ).
(2) Με το χέρι λαμβανόταν από το κοινό πιάτο η τροφή για να μεταφερθεί στο στόμα σύμφωνα με τον τρόπο λήψης της τροφής που επικρατούσε τότε στην Ανατολή (ο).
Ματθ. 26,24 ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑπάγει(1) καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ(2)· οὐαὶ δὲ(3) τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι᾿ οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται· καλὸν(4) ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη(5) ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος(6).
Ματθ. 26,24 Ο μεν υιός του ανθρώπου απέρχεται από τη ζωή αυτήν, όπως ακριβώς είναι γραμμένο εις την Αγίαν Γραφήν περί αυτού• αλίμονο όμως στον άνθρωπο εκείνον, δια του οποίου ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται• προτιμότερο θα ήτο δι' αυτόν να μη είχε γεννηθή ο άνθρωπος εκείνος”.
(1) Πηγαίνει στον προορισμένο σε αυτόν δρόμο, που οδηγεί προς το θάνατο (a). «Λέγεται αντί για το πορεύεται, μεταβαίνει από την εδώ ζωή» (Ζ). Μαζί με αυτήν την έννοια μπορεί να συνδυάζεται και η απώτερη σκέψη της μετάβασης στη δόξα του Πατέρα μέσω του θανάτου. Πράγματι η λέξη υπάγω έχει μερικές φορές και την έννοια του επιστρέφω ή πηγαίνω σπίτι (Ματθ. ε 24,η 4,13,θ 6,ιγ 44,ιθ 21,κ 14)· και η έννοια αυτή μπορεί καλά να περιληφθεί και εδώ (p).
(2) «Όπως γράφτηκε στους προφήτες για αυτόν, πώς πρόκειται να πεθάνει» (Ζ). Οι προφητείες και οι τύποι της Π.Δ. φανέρωσαν τις βουλές του Θεού για τον υιό του ανθρώπου και τις βουλές αυτές ο υιός του ανθρώπου θέλει να εκπληρώσει (p).
(3) Η θεία πρόγνωση της αμαρτίας του προδότη δεν μειώνει την αποστροφή για αυτήν (b). «Όχι διότι είχε προοριστεί, για αυτό παρέδωσε· αλλά διότι παρέδωσε, για αυτό είχε προοριστεί, επειδή ο Θεός προγνώριζε αυτό που οπωσδήποτε θα γινόταν· διότι επρόκειτο όντως να αποβεί τέτοιος (ο Ιούδας) όχι από τη φύση του, αλλά από την ελεύθερη βούλησή του» (Ζ).
«Είναι λοιπόν αυτός άξιος άπειρων τιμωριών, παρόλο που σώθηκε η οικουμένη. Διότι δεν μας έφερε τη σωτηρία η προδοσία του Ιούδα, αλλά η σοφία του Χριστού και η άπειρη ικανότητά του να χρησιμοποιεί τις πονηρίες των άλλων για το δικό μας συμφέρον» (Χ).
«Διότι δεν το έπραξε αυτό με σκοπό να συνεργήσει στη βουλή του Θεού, αλλά το έκανε υπηρετώντας τη δική του κακία» (Θφ). Οι πονηροί άνθρωποι ασυναίσθητα υπηρετούν τη βουλή του Θεού, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί την κακία τους. Πράξ. β 23 (ο). Όχι μόνο δεν εξαναγκάστηκε ο Ιούδας να ενεργήσει όπως ενήργησε, αλλά προσφέρθηκαν σε αυτόν πάρα πολλές ευκαιρίες μετανοίας. Μέχρι την τελευταία στιγμή ο Κύριος προσπαθεί να αναχαιτίσει αυτόν.
(4) «Τον συνέφερε» (Ζ). Η ζωή σε κάθε ανθρώπινο ον είναι θείο δώρο. Είναι δυνατόν όμως να γίνει κατάχρηση της ευλογίας αυτής σε τέτοιο βαθμό ώστε να μετατραπεί αυτή σε κατάρα.
(5) Είτε μη συλλαμβανόμενος καθόλου στην κοιλιά της μητέρας του είτε πεθαίνοντας πριν ακόμη γεννηθεί (b). «Λέγοντας λοιπόν ότι καλό ήταν αν δεν γεννιόταν ο άνθρωπος εκείνος, δείχνει ότι η ανυπαρξία είναι καλύτερη από την ύπαρξη με αμαρτίες» (Θφ).
«Αλλά θα πει κάποιος· αν ήταν καλό να μη γεννηθεί αυτός, για ποιο λόγο επέτρεψε να έλθει στον κόσμο και αυτός και όλοι οι πονηροί; Πρέπει να κατηγορήσεις τους πονηρούς, οι οποίοι, ενώ ήταν ελεύθεροι να μη γίνουν τέτοιοι, έγιναν πονηροί· εσύ όμως αφήνοντας αυτό, λεπτολογείς και περιεργάζεσαι τα έργα του Θεού, παρόλο που ξέρεις, ότι δεν γίνεται αναγκαστικά κανείς πονηρός» (Χ).
«Και ο Ιούδας λοιπόν, δεν έγινε κακός επειδή γεννήθηκε, αλλά επειδή έδειξε ραθυμία, και έγινε κακός από τη μοχθηρή του γνώμη και την κακή του προαίρεση. Κανέναν λοιπόν ο Θεός δεν αναγκάζει να γίνει καλός, αν δεν είναι με τη θέλησή του καλός· αλλά προτείνει μεν τα σωτήρια και βοηθά αυτόν που επιλέγει αυτά, επιτρέπει όμως να πηγαίνει ο καθένας ως αυτεξούσιος, όπου θέλει» (Ζ).
(6) «Δες πάλι και μέσα στους ελέγχους την απερίγραπτη πραότητα. Διότι ούτε εδώ δεν μιλά ορμητικά, αλλά μάλλον με συμπάθεια και πάλι συγκαλυμμένα· αν και όχι μόνο η προηγούμενη αναισθησία του, αλλά και η εν συνεχεία αναίδειά του, ήταν άξια μεγάλης αγανάκτησης. Διότι μετά από αυτόν τον έλεγχο λέει· Μήπως είμαι εγώ Κύριε;» (Χ).
Ματθ. 26,25 ἀποκριθεὶς δὲ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν εἶπε· μήτι ἐγώ εἰμι(1), ῥαββί(2); λέγει αὐτῷ(3), σὺ εἶπας(4).
Ματθ. 26,25 Ελαβε δε τον λόγον ο Ιούδας, ο οποίος και τον παρέδωσε, και είπε• “μήπως είμαι εγώ, διδάσκαλε;” Απήντησε εις αυτόν ο Ιησούς• “Συ είπες, ότι είσαι συ”.
(1) «Ω πόση αναισχυντία! Ρωτά επιχειρώντας να διαφύγει την προσοχή των μαθητών. Διότι από την αρχή μεν δεν ρώτησε, όταν ο Χριστός είπε, ένας από εσάς· διότι νόμιζε ότι ακόμη διαφεύγει της προσοχής του διδασκάλου· όταν όμως ο Κύριος πρόσθεσε και σημάδι, κατάλαβε, ότι είχε αναγνωριστεί. Και αφού λοιπόν ρώτησαν οι άλλοι, ρωτά και αυτός» (Ζ).
(2) Δεν αναφέρεται στη Γραφή, ότι ο Ιούδας είχε ονομάσει ποτέ μέχρι τώρα τον Κύριο ραββί (b). «Παίρνοντας θάρρος από την επιείκεια του διδασκάλου, ότι οπωσδήποτε δεν θα τον ελέγξει ολοφάνερα, τον ονόμασε ραββί, δηλαδή διδάσκαλο» (Ζ).
(3) «Αν και μπορούσε να πει· βρωμερέ και αχρείε, βδελυρέ και βέβηλε· αφού τόσο καιρό κυοφορείς το κακό και πήγες στους αρχιερείς και έκανες σατανικά συμβόλαια και συμφώνησες να πάρεις αργύριο και από εμένα έχεις ελεγχθεί και τολμάς ακόμη να ρωτάς; Αλλά τίποτα από αυτά δεν είπε… ορίζοντας σε μας τα όρια και τους κανόνες της ανεξικακίας» (Χ).
(4) Η απάντηση αποτελεί αόριστη και αμφίβολη επιβεβαίωση, που αφήνει το πράγμα συσκιασμένο. Θα ήταν ακατανόητο εάν ο Χριστός απαντούσε με απλή και σαφή βεβαίωση. Τέτοια βεβαίωση γινομένη ενώπιον όλων των μαθητών θα προκαλούσε έκρηξη μανιώδους οργής εναντίον του Ιούδα και ίσως για κάποιον τουλάχιστον χρόνο θα ματαίωνε τη σχεδιαζόμενη προδοσία. Με την αμφίβολη βεβαίωση στον μεν Ιούδα δίνονταν νύξεις που τον βεβαίωναν ότι η σχεδιαζόμενη προδοσία ήταν γνωστή στο Διδάσκαλο, στους δε μαθητές δημιουργούνταν αβεβαιότητα για το τι σήμαινε η απάντηση και έτσι δινόταν και πάλι η ευκαιρία στον προδότη να συνέλθει και να αναχαιτιστεί, χωρίς συγχρόνως και να εκτεθεί (a).
Είναι εξάλλου δυνατόν να απάντησε ο Ιησούς σε μόνο τον Ιούδα και να μην ακούστηκε το «εσύ το είπες» από τους άλλους, αν λάβουμε υπ όψη, ότι οι ερωτήσεις των μαθητών που απευθύνονταν με θερμότητα και τόνο διαμαρτυρίας δημιουργούσαν κάποιο θόρυβο (L).
Ματθ. 26,26 Ἐσθιόντων(1) δὲ αὐτῶν λαβὼν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον(2) καὶ εὐχαριστήσας(3) ἔκλασε(4) καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς καὶ εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό(5) ἐστι(6) τὸ σῶμά μου(7)·
Ματθ. 26,26 Ενώ δε αυτοί έτρωγαν, επήρε ο Ιησούς τον άρτον και αφού ευχαρίστησε τον έκοψε εις τεμάχια και έδιδε στους μαθητάς και είπε• “λάβετε φάγετε• τούτο είναι το σώμα μου”.
(1) Από τις αφηγήσεις για τη σύσταση της Ευχαριστίας συμπεραίνουμε, ότι έγινε αυτή απόγευμα και στο μέσο του δείπνου. Την ώρα που έτρωγαν πήρε τον άρτο ο Ιησούς (p). Μετείχε και ο Ιούδας; Τουλάχιστον του σώματος του Χριστού φαίνεται να μετείχε.
«Και όταν ακόμη μετείχε στα μυστήρια, έμενε ο ίδιος. Ο Χριστός όμως δεν τον εμπόδισε, αν και τα γνώριζε όλα· για να μάθεις ότι δεν παραλείπει τίποτα από αυτά που συντελούν στη διόρθωση» (Χ).
«Πρόσθεσε το «την ώρα που έτρωγαν», για να φανερώσει την απανθρωπιά του Ιούδα, ότι στο τραπέζι και στη συμμετοχή στα ίδια φαγητά, όταν, ακόμη και θηρίο να ήταν, θα έπρεπε να γίνει πραότερος, τότε, ούτε και όταν ελεγχόταν δεν κατάλαβε, αλλά παρόλο που γεύτηκε και το σώμα του, δεν μετανιώνει» (Θφ).
(2) Αυθεντική γραφή χωρίς το άρθρο: «Παίρνοντας άρτο, δηλαδή αυτόν που ήταν δίπλα του ή και άλλον που ήταν και αυτός τοποθετημένος κοντά του επειδή ήταν ο διδάσκαλος» (Ζ). Τον άρτον= τον ένα άρτο. Θεωρήθηκε ο ένας άρτος ότι συμβολίζει την ενότητα του χριστιανικού σώματος παρά τις διαφορές των επί μέρους μελών. Ο ωραίος αυτός συμβολισμός εξαφανίζεται με τη χρησιμοποίηση ξεχωριστών οστιών στην αγία Κοινωνία (p).
(3) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα γράφουν ευλογήσας. Τα ρήματα ευλογώ και ευχαριστώ εναλλάσσονται στους ευαγγελιστές εδώ και στη διατροφή του όχλου. Αλλά και τα δύο καταλήγουν στο ίδιο, διότι η ευλογία προς τον μεγαλύτερο είναι ευχαριστία για τις δωρεές από αυτόν (δ). Και τα δύο ρήματα σημαίνουν ευχαριστήρια προσευχή (p). «Και ευχαριστεί διδάσκοντάς μας πώς πρέπει να τελούμε το μυστήριο αυτό και δείχνοντας, ότι δεν έρχεται χωρίς τη θέλησή του στο πάθος» (Χ).
«Και πρέπει να ευχαριστούμε πριν από αυτό το μυστήριο», διότι αυτό τελείται «για ευεργεσία της δικής μας φύσης. Διότι αν η θυσία του τυπικού αμνού χάρισε στους Ιουδαίους και απαλλαγή από την καταστροφή και ελευθερία από τη δουλεία, πολύ περισσότερο η θυσία του αληθινού αμνού στους Χριστιανούς» (Ζ).
(4) Το κόψιμο του άρτου συμβολικά αναφέρεται στο Πάθος (S). Και από αυτόν τον δρόμο που έγινε η διαμοίραση ονομάστηκε αυτό το μυστήριο της Ευχαριστίας και κλάση του άρτου (δ).
(5) Δηλαδή αυτός ο κομμένος άρτος, τον οποίο τρώτε όλοι (a). Αυτό σε αντίθεση με τις σκιές της Π.Δ. Αυτό το οποίο σας παραγγέλλω να πάρετε (b). «Δείχνοντας είπε, «αυτό είναι το σώμα μου», και «αυτό είναι το αίμα μου», για να μη νομίσεις ότι αυτά που φαίνονται είναι συμβολικά, αλλά με κάποια ανέκφραστη ενέργεια του Θεού, που μπορεί να κάνει τα πάντα, μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα πραγματικά του Χριστού αυτά που προσφέρθηκαν» (Κ).
(6) «Δεν είπε· αυτό είναι το σύμβολο του σώματός μου και αυτό του αίματός μου, αλλά αυτό είναι το σώμα μου και το αίμα μου, διδάσκοντάς μας να μην βλέπουμε τη φύση αυτού που έχουμε μπροστά μας, αλλά ότι, με την ευχαριστία που έγινε μεταβάλλονται σε σάρκα και αίμα» (Θεόδωρος Μοψουεστίας).
«Διότι δεν είπε, αυτό είναι αντίτυπο (τύπος), αλλά αυτό είναι το σώμα μου· διότι με κάποια απερίγραπτη ενέργεια μεταβάλλεται, έστω και αν φαίνεται σε μας άρτος. Επειδή δηλαδή είμαστε αδύναμοι και δεν θα δεχόμασταν να τρώμε κρέας ωμό και σάρκα ανθρώπου, για αυτό φαίνεται μεν σε μας άρτος, στην πραγματικότητα όμως είναι σάρκα» (Θφ).
«Δεν προχωρά στο σώμα του Λόγου (δεν πάει να γίνει σώμα) την ώρα που το τρώμε και το πίνουμε, αλλά ευθύς αμέσως μεταβάλλεται στο σώμα του Λόγου, όπως ειπώθηκε από τον Λόγο, «αυτό είναι το σώμα μου»» (Γν).
(7) «Και πώς δεν θορυβήθηκαν ακούγοντας αυτό; Διότι και στο παρελθόν τους είχε προείπει πολλά και σπουδαία για το θέμα αυτό» (Χ).
Ματθ. 26,27 καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον(1) καὶ εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· πίετε ἐξ αὐτοῦ(2) πάντες(3)·
Ματθ. 26,27 Και αφού επήρε το ποτήριον και ηυχαρίστησε έδωκε αυτό στους μαθητάς και είπε• πίετε από αυτό όλοι,
(1) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα το γράφουν χωρίς άρθρο. Το άρθρο και εδώ και πριν (τον άρτο) πιθανώς προστέθηκε για να δηλωθεί ο άρτος της Ευχαριστίας και το ποτήριο (a). Η διανομή κοινού ποτηρίου δεν είναι χαρακτηριστικό του Πάσχα, όπου ο καθένας είχε το δικό του ποτήρι. Ίσως να πάρθηκε από την εβδομαδιαία τελετή του Κιδδούς, όπου κοινό ποτήριο χρησιμοποιούνταν (S).
(2) Η ξεχωριστή παροχή του Σώματος και του Αίματος παριστάνει τον επικείμενο θάνατο του Κυρίου, στον οποίο το αίμα του χύθηκε από το σώμα του (b).
(3) Δίνοντας το ένα ποτήριο στον μαθητή που ήταν δίπλα του εφιστά ο Κύριος την προσοχή αυτού και των άλλων μαθητών ώστε να πιει ο καθένας από αυτό τόσο ώστε να απομένει στο ποτήριο για μετάληψη του περιεχομένου από όλους. «Όλοι χωρίς εξαίρεση οι μαθητές μου που εκπροσωπούν την όλη εκκλησία» (δ). Η Γραφή εκφράστηκε έτσι, προβλέποντας την καινοτομία της Ρώμης (b).
Ματθ. 26,28 τοῦτο(1) γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου(2) τὸ τῆς καινῆς(3) διαθήκης(4) τὸ περὶ(5) πολλῶν(6) ἐκχυνόμενον(7) εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν(8).
Ματθ. 26,28 διότι τούτο είναι το αίμα μου, με το οποίον επικυρώνεται η νέα διαθήκη και το οποίον χύνεται δια την συγχώρησιν των αμαρτιών.
(1) Αυτός ο οίνος (a).
(2) Το πραγματικό αίμα του Χριστού προβάλλεται ήδη ως παρόν, ακριβώς όπως το αίμα των θυμάτων υπήρχε στο μωσαϊκό ρητό που παρατίθεται στο Εβραίους θ 20. Αυτό το αίμα της Διαθήκης την οποία διέταξε σε σας ο Θεός. Και το ρητό αυτό επαναλαμβάνεται και εδώ (b). «Αυτά είναι το ίδιο το σώμα μου και το ίδιο το αίμα μου. Διότι όπως ακριβώς θέωσε την σάρκα που πήρε, έτσι με τρόπο απόρρητο μεταβάλλει και αυτά ώστε να γίνουν το ίδιο το ζωοποιό σώμα του και το ίδιο το τίμιο αίμα του» (Ζ).
(3) «Διότι το μεν αίμα του τυπικού αμνού, ήταν της παλαιάς διαθήκης· ενώ το αίμα του αληθινού αμνού, είναι της νέας» (Ζ).
(4) Το αίμα μου, το οποίο χύνεται για επικύρωση της Νέας Διαθήκης (a). Διαθήκης συνθήκης ή διάθεσης κατά την τελευταία θέληση. Η λέξη με την έννοια της συνθήκης αρμόζει μάλλον στην παλαιά οικονομία, η οποία είχε τη μορφή συνθήκης, ενώ η λέξη με την έννοια, την οποία έχει και σε μας αυτή, αρμόζει στη νέα οικονομία, στην οποία παρέχεται σε μας η πλήρης υιοθεσία (b).
«Αίμα Καινής Διαθήκης το ονομάζει, δηλαδή της υπόσχεσης της επαγγελίας του νόμου του καινούργιου. Αυτό… διαφυλάσσει την συμφωνία της Νέας Διαθήκης. Και όπως ακριβώς η Παλαιά είχε πρόβατα και μοσχάρια, έτσι και αυτή έχει το αίμα το δεσποτικό. Δείχνει όμως και με αυτό, ότι πρόκειται να πεθάνει· γι’ αυτό και θυμάται τη Διαθήκη και υπενθυμίζει την προηγούμενη Διαθήκη· διότι και εκείνη είχε εγκαινιαστεί με αίμα» (Χ).
(5) «Αντί να πει: για χάρη πολλών» (Ζ).
(6) «Εκείνο μεν το αίμα χυνόταν μόνο για χάρη των Εβραίων, ενώ αυτό για όλους τους ανθρώπους. Διότι πολλούς ονομάζει εδώ τους πάντες· διότι πράγματι οι πάντες είναι πολλοί. Ή, είπε «πολλών» σε σύγκριση με το έθνος των Εβραίων· διότι είναι περισσότεροι από αυτούς (τους Εβραίους) αυτοί που από όλους (από όλα τα έθνη) ελευθερώνονται και σώζονται, για τους οποίους ο Χριστός πέθανε» (Ζ). Για όλους χύθηκε, αλλά μόνο αυτοί που πιστεύουν αποκομίζουν τις ωφέλειες από αυτό.
(7) Ήδη το πάθος είχε αρχίσει (F).
(8) «Διότι εκείνο μεν χυνόταν για την σωτηρία μόνο των πρωτότοκων παιδιών, ενώ αυτό για την άφεση των αμαρτιών όλων των ανθρώπων» (Ζ). Ο Ματθαίος προσθέτοντας το «για άφεση αμαρτιών» δείχνει ότι αντιλήφθηκε τη διαθήκη ως διαθήκη μεταξύ του Θεού και των πολλών και με αυτήν άφεση αμαρτιών εξασφαλιζόταν σε αυτούς· και σφραγίδα της συμφωνημένης αυτής άφεσης ήταν το εκχυνόμενο ήδη αίμα (a), όπως και το «αίμα της Παλαιάς Διαθήκης ήταν σφραγίδα της διαθήκης εκείνης και μαρτυρία και βεβαίωση της συνθήκης του λαού» (Ζ).
Ματθ. 26,29 λέγω δὲ ὑμῖν(1) ὅτι οὐ μὴ πίω(2) ἀπ᾿ ἄρτι(3) ἐκ τούτου τοῦ γεννήματος(4) τῆς ἀμπέλου(5) ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ὅταν αὐτὸ πίνω μεθ᾿ ὑμῶν(6) καινὸν(7) ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρός μου(8).
Ματθ. 26,29 Σας λέγω δε ότι δεν θα ξαναπιώ από το προϊόν αυτό της αμπέλου από την στιγμήν αυτήν και μέχρι της ημέρας εκείνης, όταν εις την ατελείωτον χαράν της βασιλείας του Πατρός μου θα το πίνω μαζί σας νέον.
(1) Ο λόγος αυτός του Κυρίου συναντιέται σε όλους τους συνοπτικούς με ασήμαντες διαφορές σε κάποιες λέξεις, και εισάγεται και στις τρεις αφηγήσεις με την βεβαίωση «λέω σε εσάς» ή «Αλήθεια λέω σε εσάς» (p). Φαίνεται να είναι ένας πανηγυρικός αποχαιρετισμός. Αλλά αντί της υπόσχεσης για μια μελλοντική επάνοδο, έχουμε τον υπαινιγμό αυτόν για τη μελλοντική χαρά και ευφροσύνη στο μεσσιανικό βασίλειο (a). Η κύρια έννοια του στίχου: Το δείπνο αυτό είναι πρόγευση της τέλειας κοινωνίας, η οποία θα πραγματοποιηθεί στο τραπέζι του Μεσσία (S).
(2) «Και αυτός λοιπόν ήπιε από αυτό» (Χ). «Αν όμως μετείχε του ποτηρίου, μετάλαβε άρα και από τον άρτο» (Ζ). «Διότι για να μην πουν, ακούγοντας αυτά, τι λοιπόν; Πίνουμε αίμα και τρώμε σάρκα; και θορυβηθούν τότε… πρώτος αυτός έκανε αυτό, εισάγοντας αυτούς χωρίς ταραχή στην κοινωνία των μυστηρίων» (Χ). Ή, θα ήταν παράδοξο και τελείως ασυνήθιστο αυτός που είχε την πρώτη θέση στο πασχάλιο τραπέζι να μην πιει και αυτός από το ποτήρι (p).
(3) «Από τώρα» (Ζ).
(4) Αυθεντική γραφή γένημα από το γίνεσθαι.= Αυτό που γίνεται από το αμπέλι.
(5) Το γέννημα της αμπέλου δεν σημαίνει αναγκαστικά το πασχαλινό κρασί. Κοινή φράση στην Π.Δ. για δήλωση του κρασιού απλώς. (Δες τους Ο΄(μετάφραση των εβδομήντα) στο Ησ. λβ 12, Αββακ. γ 17 και Αριθμ. στ 4).
(6) Ο Κύριος εκφράζει εδώ την ελπίδα για πλήρη ικανοποίηση και ανάπαυση και κοινή χαρά. Όλα τα αγαθά τα οποία η φράση βασιλεία του Θεού εκφράζει, συμβολίζονται εδώ με δείπνο και κοινή τράπεζα (Ησ. κε 6,Λουκ. ιγ 29,ιδ 15,κβ 30,Αποκ. γ 20,ιθ 9). Εκεί οι μαθητές θα μετέχουν της χαράς του Κυρίου και ο Κύριος της χαράς της δικής τους= «μαζί με εσάς» (p) «όταν θα πίνει αυτό καινούργιο μαζί μας ο Λόγος στη βασιλεία του Πατέρα, αποκαλύπτοντας και διδάσκοντας αυτά που τώρα με μέτριο τρόπο (όχι τόσο καθαρά) έδειξε. Διότι είναι πάντα καινούργιο αυτό που τώρα γνωρίζουμε. Και ποιό είναι το ποτό και η απόλαυση; Για μας μεν το να μάθουμε ενώ για εκείνον το να διδάξει και να ανακοινώσει στους μαθητές του το λόγο. Διότι η διδασκαλία είναι τροφή και για εκείνον ο οποίος τρέφει» (Γ).
(7) Το ιουδαϊκό Πάσχα αντικαταστάθηκε από το Κυριακό Δείπνο, και αυτό θα αντικατασταθεί στο αιώνιο μέλλον από άλλο ουράνιας φύσης. Η λέξη «νέο» στο χωρίο αυτό προφανώς σημαίνει νέο στη φύση και όχι στην ηλικία (b). Το παν στη βασιλεία εκείνη είναι καινούργιο (Αποκ. γ 12,ε 9,κα 1,5). Θα είναι χαρά δοξασμένη, διαφορετική τελείως από τις χαρές, τις οποίες δοκιμάζουμε εδώ και θα υπερβαίνει κάθε κατανόηση.
«Η πόση του κρασιού δεν εκπληρώνει μόνο ανάγκη αλλά και προσφέρει ποικίλλη ευχαρίστηση στην αίσθηση· μετά όμως από την ανάσταση των νεκρών, αφού θα απομακρυνθεί η φθορά των ανθρωπίνων σωμάτων, και η ίδια η φύση των πραγμάτων θα μεταβληθεί ώστε να είναι νέα, ώστε και αυτή η ευφροσύνη μας θα είναι νέα… αφού ο ίδιος ο Σωτήρας μας Χριστός θα βάζει μέσα στις ψυχές αυτών που τον σέβονται την έμφυτη και δική του ευφροσύνη» (Αμμώνιος).
(8) «Διότι τότε θα επιτελέσει το Πάσχα τελειότερα και καθαρότερα» (Ζ).
Ματθ. 26,30 Καὶ ὑμνήσαντες(1) ἐξῆλθον εἰς τὸ ὄρος(2) τῶν ἐλαιῶν.
Ματθ. 26,30 Και αφού έψαλαν ύμνους, εξήλθαν στο όρος των Ελαιών.
(1) «Ας το ακούσουν όλοι εκείνοι, οι οποίοι αφού φάνε σαν χοίροι κλωτσούν το υλικό τραπέζι και σηκώνονται μεθυσμένοι, ότι πρέπει να ευχαριστούν και να τελειώνουν με ύμνο. Ακούστε επίσης όλοι όσοι δεν περιμένετε την τελευταία ευχή των μυστηρίων· διότι αυτή η ευχή είναι σύμβολο της προσευχής εκείνης. Ευχαρίστησε και ύμνησε και προτού να δώσει στους μαθητές, ώστε και εμείς να ευχαριστούμε. Ευχαρίστησε και ύμνησε και αφού έδωσε, ώστε και εμείς να κάνουμε το ίδιο» (Χ).
Ύμνησαν όχι αναγκαία και απαραίτητα το πασχάλιο αλληλούια, δηλαδή τους Ψαλμούς 115-118, αλλά κάποιον Ψαλμό από εκείνους, οι οποίοι ήταν σε συνήθη χρήση στο ναό (S). Συχνά για τον Κύριο γράφτηκε, ότι προσευχήθηκε πάνω στη γη· ουδέποτε όμως άλλοτε ότι ύμνησε (b).
(2) «Τον περισσότερο χρόνο διανυκτέρευε έξω στα βουνά· και το έκανε αυτό, από τη μία μεν για να προσεύχεται απερίσπαστα· από την άλλη πάλι και για να κάνει τους μαθητές κοινωνούς λόγων πιο μυστικών. Προτού όμως βγει στο όρος είπε πολλά, από τα οποία άλλα μεν εξιστόρησαν ο Λουκάς και άλλα ο Ιωάννης» (Ζ).
Ματθ. 26,31 τότε λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· πάντες ὑμεῖς σκανδαλισθήσεσθε(1) ἐν ἐμοὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ, γέγραπται(2) γάρ, πατάξω(3) τὸν ποιμένα, καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα τῆς ποίμνης(4)·
Ματθ. 26,31 Τότε λέγει προς αυτούς ο Ιησούς• όλοι σεις κατά την νύκτα αυτήν θα σκανδαλισθήτε και θα κλονισθή η πίστις σας προς εμέ. Διότι έτσι έχει γραφή εις την Παλαιάν Διαθήκην• Με την ιδικήν μου συγκατάθεσιν θα χτυπηθή ο ποιμήν, δηλαδή εγώ, και θα διασκορπισθούν τα πρόβατα του ποιμνίου, δηλαδή σεις.
(1) «Αντί να πει θα ταρακουνηθείτε στην πίστη σας σε εμένα» (Ζ).
(2) Στο Ζαχαρίου ιγ 7.
(3) Και το εβραϊκό κείμενο και οι Ο΄ έχουν προστακτική (a). «Λέγεται ο πατέρας ότι χτύπησε τον υιό, επειδή επέτρεψε να χτυπηθεί αυτός, δηλαδή να φονευτεί. Δηλώνεται λοιπόν και από εδώ, ότι» (Ζ), «σταυρωνόταν με απόφαση του Θεού και από κάθε πλευρά δείχνει ότι ο εαυτός του δεν είναι ξένος με την Παλαιά Διαθήκη, ούτε με το Θεό που κηρύσσεται σε αυτήν και ότι αυτό που γινόταν ήταν θεία οικονομία και ότι όλα τα σχετικά με αυτό τα είχαν προαναγγείλει οι προφήτες φωτισμένοι από ψηλά» (Χ).
(4) Το «ποίμνης» δεν υπάρχει στο εβραϊκό κείμενο, αλλά μόνο στους Ο΄ σύμφωνα με τον αλεξανδρινό κώδικα. Φαίνεται όμως πιθανότερο, ότι υπήρχε κείμενο των Ο΄ με την προσθήκη αυτή παρά ότι ο αλεξανδρινός κώδικας συμμορφώθηκε με το κείμενο του Ματθαίου (a).
Ματθ. 26,32 μετὰ δὲ(1) τὸ ἐγερθῆναί με προάξω(2) ὑμᾶς(3) εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
Ματθ. 26,32 Όταν όμως αναστηθώ, θα σας προϋπαντήσω εις την Γαλιλαία, όπου και θα συναντηθούμε.
(1) Αντιθετικός σύνδεσμος=τώρα μεν θα διασκορπιστείτε, μετά την ανάστασή μου όμως (δ). «Αφού προείπε τα λυπηρά, προλέγει και τα παρηγορητικά» (Ζ).
(2) «Αντί να πει: θα σας προλάβω εκεί περιμένοντας» (Ζ). «Θα σας προφθάσω» (Θφ). Θα πάει λοιπόν εκεί πριν από αυτούς.
(3) Ο διασκορπισμός θα λάβει χώρα βεβαίως, αλλά εξίσου βέβαια θα γίνει και μία νέα συνάντηση.
Ματθ. 26,33 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· εἰ πάντες σκανδαλισθήσονται ἐν σοί(1), ἐγὼ δὲ οὐδέποτε σκανδαλισθήσομαι(2).
Ματθ. 26,33 Ο Πέτρος όμως αποκριθείς του είπε• εάν όλοι θα σκανδαλισθούν δ' όσα θα συμβούν εις σε, εγώ όμως ποτέ δεν θα σκανδαλισθώ.
(1) «Από πολλή αυθάδεια ο Πέτρος μόνος υπόσχεται ότι δεν θα σκανδαλιστεί» (Θφ). Θα έπρεπε μάλλον να πει: Εάν όλοι δεν σκανδαλιστούν με σένα, εγώ θα σκανδαλιστώ (b). «Έπρεπε πολύ περισσότερο να παρακαλέσει και να πει· Κύριε, βοήθησέ μας» (Ζ). Ο Πέτρος είναι ειλικρινής σε όσα υπόσχεται, υπερτιμά όμως τις δυνάμεις του (F).
(2) «Τι λες, Πέτρε; Ο προφήτης είπε ότι θα σκορπιστούν τα πρόβατα· ο Χριστός βεβαίωσε αυτό που ειπώθηκε. Και συ λες όχι;… Για αυτό λοιπόν τον αφήνει να πέσει, διδάσκοντάς τον από εδώ σε όλα να πείθεται στο Χριστό και να θεωρεί την απόφαση Αυτού περισσότερο αξιόπιστη από τη δική του συνείδηση. Και οι υπόλοιποι μαθητές όμως δεν ωφελήθηκαν λίγο από την άρνησή του, διότι κατανόησαν την ανθρώπινη αδυναμία και την αλήθεια του Θεού» (Χ).
«Σε τρία λοιπόν μαζί φταίει (ο Πέτρος)· πρώτον, ότι αντιμίλησε και στον προφήτη και στο Χριστό· δεύτερον, ότι έβαλε τον εαυτό του μπροστά από τους άλλους· τρίτον, ότι εμπιστεύτηκε τον εαυτό του μόνο και όχι τη βοήθεια του Θεού. Για αυτό και αφήνεται να πέσει, για να μαζευτεί και να μάθει να μην εμπιστεύεται πάρα πολύ τον εαυτό του. Αυτό όμως που λέει ο Λουκάς, ότι Σίμων, Σίμων, να ο σατανάς ζήτησε εσάς και τα υπόλοιπα, τα είπε σε άλλο χρόνο, πριν να βγει στο όρος των ελαιών» (Ζ).
Ματθ. 26,34 ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω σοι(1) ὅτι ἐν ταύτῃ τῇ νυκτὶ(2) πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι(3) τρὶς ἀπαρνήσῃ(4) με.
Ματθ. 26,34 Είπε εις αυτόν ο Ιησούς• “σε διαβεβαιώνω, ότι αυτήν την νύκτα, πριν ο πετεινός λαλήση, τρεις φορές θα με έχης αρνηθή”.
(1) Με έμφαση ο Πέτρος αρνείται ότι θα σκανδαλιστεί, αλλά και η απάντηση του Κυρίου είναι εξίσου έντονη και εμφαντική. Το «σού λέω» μαρτυρείται και από τα τέσσερα ευαγγέλια. Και στον μεν Μάρκο και Ματθαίο προηγείται από αυτό το Αμην μία φορά, ενώ στον Ιωάννη δύο φορές.
(2) Ήταν λοιπόν τότε νύχτα· και ήταν εκπληκτικότερο η άρνηση να λάβει χώρα σε καιρό νύχτας παρά σε καιρό ημέρας (b).
(3) Η αλεκτοροφωνία σημείωνε την τρίτη ρωμαϊκή φυλακή της νύχτας δηλαδή από τα μεσάνυχτα μέχρι την τρίτη πρωινή. Συνεπώς η τριπλή άρνηση θα γινόταν πριν το ξημέρωμα (S).
(4) «Άρνηση λέει το ότι δεν τον ξέρει» (Ζ). Ο Κύριος γνωρίζει εμάς καλύτερα από όσο εμείς γνωρίζουμε τους εαυτούς μας (b).
Ματθ. 26,35 λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος(1)· κἂν(2) δέῃ με σύν σοι ἀποθανεῖν, οὐ μη(3) σε ἀπαρνήσομαι(4). ὁμοίως δὲ καὶ πάντες οἱ μαθηταὶ(5) εἶπον(6).
Ματθ. 26,35 Λέγει εις αυτόν ο Πέτρος• “και αν ακόμη χρειασθή να αποθάνω μαζί σου, δεν θα σε απαρνηθώ”. Και όλοι οι μαθητές τα ίδια και παρόμοια έλεγαν.
(1) «Όσο διαβεβαιώνει ο Χριστός, τόσο ο Πέτρος ισχυρίζεται αντίθετα· διότι ήταν σφοδρό μέσα του το πάθος της εμπιστοσύνης στον εαυτό του· για αυτό και υφίσταται πολύ άσχημο ναυάγιο, αφού αφέθηκε έρημος από τη βοήθεια του Θεού και αποδείχτηκε ότι είναι αδύναμος» (Ζ).
(2) Ό,τι ο Μάρκος εκφράζει με το «ἐκ περισσοῦ ἔλεγε μᾶλλον» ο Ματθαίος το περιέλαβε στο «και» το οποίο συνέδεσε με το εάν (p).
(3) Ο Πέτρος λοιπόν γνωρίζει ότι η άρνηση είναι αμαρτία (b), και για αυτό ξεκάθαρα αποκρούει το ενδεχόμενό της.
(4) «Έπρεπε να πει, εάν έχω τη δική σου βοήθεια» (Χ). «Από εδώ λοιπόν μαθαίνουμε μεγάλο δόγμα, ότι ούτε η ανθρώπινη προθυμία κατορθώνει κάτι χωρίς τη θεία δύναμη, ούτε η θεία δύναμη φέρνει κέρδος χωρίς την ανθρώπινη προθυμία. Και παραδείγματα και των δύο είναι ο Πέτρος και ο Ιούδας» (Ζ).
«Διότι ο μεν Ιούδας αν και απόλαυσε πολλή βοήθεια τίποτα δεν ωφελήθηκε, επειδή δεν θέλησε, ούτε πρόσφερε και αυτός ό,τι εξαρτιόταν από αυτόν· ενώ αυτός, αν και έδειξε προθυμία, επειδή δεν πήρε καμιά βοήθεια κατέπεσε. Για αυτό παρακαλώ, ούτε να επαναπαύεστε αναθέτοντας τα πάντα στο Θεό, ούτε να καταβάλετε προσπάθεια, νομίζοντας ότι με τους κόπους σας θα κατορθώσετε τα πάντα» (Χ).
(5) «Μιμήθηκαν και αυτοί τον Πέτρο» (Ζ).
(6) Του Σωτήρα η πραότητα δεν δίνει απάντηση σε αυτούς (b).
Η αγωνία της Γεθσημανή (κστ 36-46)
Ματθ. 26,36 Τότε(1) ἔρχεται μετ᾿ αὐτῶν ὁ Ἰησοῦς εἰς χωρίον(2) λεγόμενον Γεθσημανῆ(3), καὶ λέγει τοῖς μαθηταῖς· καθίσατε αὐτοῦ(4) ἕως οὗ ἀπελθὼν προσεύξωμαι(5) ἐκεῖ(6).
Ματθ. 26,36 Τότε έρχεται μαζί με αυτούς ο Ιησούς εις μίαν περιοχήν, που ελέγετο Γεθσημανή, και λέγει στους μαθητάς• “καθήστε εδώ και περιμένετε, έως ότου υπάγω και προσευχηθώ εκεί”.
(1) Μετά την προφητεία για τον Πέτρο και τους μαθητές (δ). Ίσως οι ευαγγελιστές δεν είχαν τέτοια πρόθεση, φανερώνουν όμως τραγική ειρωνεία τοποθετώντας την προσευχή του Κυρίου στη Γεθσημανή αμέσως μετά την καυχησιόλογη αυτοπεποίθηση του Πέτρου και των συμμαθητών του. Οι Απόστολοι είναι τόσο βέβαιοι για τη δική τους δύναμη, ώστε δεν θέλουν να παραδεχτούν ότι είναι ενδεχόμενο να πέσουν, και όταν ακόμη προειδοποιούνται για αυτό από το Χριστό. Ο υιός του ανθρώπου όμως δέεται προς τον Πατέρα του, ζητώντας ενίσχυση με την προσευχή για τη δοκιμασία που πλησιάζει (p).
(2) Εδώ λέγεται μάλλον με την έννοια του αγρού ή κτήματος (g).
(3) Η λέξη αποδίδεται στην ελληνική με το ελαιοτριβείο. Ετυμολογείται στο εβραϊκό από τις λέξεις γκατ σιέμεν και πήρε φαίνεται το όνομα πιθανώς από το ότι στην αρχή υπήρχε εκεί ελαιοτριβείο (F).
(4) Στο μέρος αυτό, το οποίο μιλώντας τούς έδειχνε (δ). «Επειδή ήταν συνεχώς μαζί του, για αυτό λέει, μείνετε εδώ» (Χ).
(5) «Ως άνθρωπος προσευχήθηκε διδάσκοντας τους ανθρώπους στους πειρασμούς να προσεύχονται και να υψώνονται στο Θεό και να επικαλούνται πιο έντονα τη βοήθειά του» (Ζ).
(6) «Δεν τους πήρε στην προσευχή, αλλά μόνος πηγαίνει στην προσευχή, διδάσκοντας, ότι πρέπει αυτός που πρόκειται να προσευχηθεί θερμά, να προσεύχεται μεμονωμένος» (Ζ). Ή, πιο σωστά, στο στίχο 38 λέει γρηγορεῖτε μετ᾿ ἐμοῦ, αλλά πουθενά δεν λέει, προσεύχεσθε μαζί μου. Οι μαθητές δεν μπορούσαν να συνενωθούν με ισότητα μαζί του σε προσευχή. Αυτός είναι ο Μονογενής Υιός, ο ένας Μεσίτης (b).
Ματθ. 26,37 καὶ παραλαβὼν τὸν Πέτρον καὶ τοὺς δύο υἱούς Ζεβεδαίου(1) ἤρξατο λυπεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν(2).
Ματθ. 26,37 Και αφού επήρε μαζί του τον Πέτρον και τους δύο υιούς του Ζεβεδαίου, ήρχισε να λυπήται και να καταλαμβάνεται από μεγάλην στενοχωρίαν.
(1) «Γιατί δεν τους παίρνει όλους; Για να μην καταβληθούν. Αλλά παίρνει αυτούς οι οποίοι είχαν γίνει θεατές της δόξας του (στη Μεταμόρφωση)» (Χ). Φαίνεται ότι αισθάνθηκε ήδη την ανάγκη της συντροφιάς και της συμπάθειας των τριών πιο αγαπημένων του μαθητών. Υπήρξαν αυτοί μάρτυρες της δόξας του (Ματθ. ιζ 1,2) και ήδη καλούνται να γίνουν μάρτυρες και της ταπείνωσής του. Παρόλ’ αυτά μάλλον για τους εαυτούς τους παρά για τον εαυτό του τούς κάλεσε μαζί του (p).
(2) «Ο Μάρκος λέει ότι άρχισε να εκθαμβείται, δηλαδή να δειλιάζει· διότι επέτρεψε στη φύση του (την ανθρώπινη) να πάθει το δικό της. Αδημονώ λοιπόν τώρα θα εννοήσουμε το λυπάμαι πολύ. Την μεν λύπη λοιπόν την φανερώνει δείχνοντας ότι όπως ακριβώς σε όλα είναι Θεός, έτσι και σε όλα είναι άνθρωπος· και είναι φυσικό γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης να λυπάται για το θάνατο και μάλιστα τον βίαιο και να φοβάται αυτόν» (Ζ). «Διότι και παρά φύσιν μπήκε ο θάνατος και για αυτό η φύση μας αποφεύγει αυτόν» (Θφ).
Και το λυπάμαι και το εκθαμβούμαι σημαίνουν την παρουσία και το αποτέλεσμα αντικειμένου τρομερού, ενώ το αδημονώ ο Ησύχιος το ερμηνεύει με το θαυμάζω, απορώ, και ο Ευστάθιος λέει ότι αδήμων σημαίνει αυτός που κυριεύτηκε από άδος, από πλεονασμό λύπης (b). Ή, από το α και το δήμος= αυτός που είναι έξω από την πατρίδα και στενοχωρείται. Αδημονώ=στενοχωριέμαι, λυπάμαι πολύ (δ).
«Υπάρχει δειλία φυσική κατά την οποία η ψυχή δεν θέλει να χωριστεί από το σώμα, λόγω της φυσικής συμπάθειας και οικειότητας που από την αρχή τοποθέτησε μέσα της ο δημιουργός. Και υπάρχει δειλία παρά φύσιν, που δημιουργείται από προδοσία των λογισμών και από απιστία… Αυτήν τη δειλία, επειδή είναι παρά φύσιν ο Χριστός δεν την δέχτηκε στον εαυτό του» (Ζ).
Η ανθρώπινη φύση του Κυρίου εγκαταλείφθηκε κατά τον καιρό των παθών από τη θεία, όχι επειδή χωρίστηκε όσον αφορά την υπόσταση, αλλά επειδή με τη θέλησή της απομακρύνθηκε η θεότητα και άφησε την ανθρώπινη φύση μόνη της, για να πάθει και να πεθάνει (δ).
Ματθ. 26,38 τότε λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς(1)· περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου(2) ἕως θανάτου(3)· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε μετ᾿ ἐμοῦ(4).
Ματθ. 26,38 Τότε λέγει εις αυτούς ο Ιησούς• “πλημμυρισμένη από βαθυτάτην λύπην είναι η ψυχή μου, ώστε κινδυνεύω να αποθάνω από αυτήν. Μείνατε εδώ και αγρυπνήστε μαζί μου”.
(1) «Φανερότερα αποκαλύπτει την ασθένεια της φύσης ως άνθρωπος» (Ζ).
(2) Δες Ψαλμ. μα 6,12. Για το «ψυχή μου» δες Ιω. ιβ 27.
(3) Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: τέτοια λύπη, ώστε θα ωθούσε αυτή έναν συνηθισμένο θνητό σε αυτοκτονία (b). Ή «το έως θανάτου λέγεται αντί για το σαν σε θάνατο» (Ζ). Ή, πιο πιθανό, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να νομίζει κάποιος ότι δεν θα αντέξει σε αυτήν, αλλά θα πεθάνει (δ), ώστε σχεδόν πεθαίνω (g).
(4) «Τους διατάζει να αγρυπνούν μαζί του για παρηγοριά, όπως συνηθίζουμε σε αυτούς που βρίσκονται σε δυσκολίες» (Ζ). Στις μεγάλες δοκιμασίες η απομόνωση ανακουφίζει, παρόλ’ αυτά ζητάμε και φίλοι να βρίσκονται κάπου εκεί κοντά. Ο Ιησούς παραγγέλλει στους μαθητές να αγρυπνούν μαζί του, παρόλο που γνώριζε, ότι δεν θα παρείχαν σε αυτόν κάποια βοήθεια (b). Καλεί αυτούς να αγρυπνήσουν μαζί του και να ακούσουν τις προσευχές του. Ότι προσευχήθηκε μεγαλόφωνα και ίσως με κραυγή ισχυρή, ώστε οι μαθητές να μπορούν να ακούσουν, είναι προφανές. Το χωρίο προς Εβραίους ε 7 ίσως αναφέρεται στην παρούσα περίπτωση (p).
Ματθ. 26,39 καὶ προελθὼν μικρὸν(1) ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ(2) προσευχόμενος καὶ λέγων· πάτερ μου(3), εἰ δυνατόν ἐστι(4), παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον(5) τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ(6).
Ματθ. 26,39 Και αφού προχώρησε ολίγον, έπεσε με το πρόσωπον αυτού καταγής προσευχόμενος και λέγων• “Πατερ μου, αν είναι δυνατόν, ας περάση από εμέ το ποτήριον τούτο. Πλην όμως ας μη γίνη όπως θέλω εγώ, αλλά όπως θέλεις συ”.
(1) «Ο Λουκάς είπε και το μέτρο της απόστασης, ότι δηλαδή αποσπάστηκε από αυτούς όσο το ρίξιμο μιας πέτρας» (Ζ).
(2) Όχι μόνο στα γόνατά του, αλλά στο πρόσωπό του, τελείως μπρούμυτα. Η βαθύτατη ταπείνωση (b).
(3) Ο Ιησούς προσεύχεται ως Υιός (b).
(4) «Ως άνθρωπος είπε, εάν είναι δυνατόν, αντί να πει αν είναι πιθανόν. Διότι είναι ανθρώπινο το να δειλιάζει. Διότι ως Θεός ήξερε αν ήταν δυνατόν, είτε αδύνατον» (Ζ). «Με το να πει λοιπόν, αν είναι δυνατόν να περάσει, έδειξε την ανθρώπινη φύση του» (Χ). «Όταν έγινε άνθρωπος είχε τη σάρκα που δείλιαζε, χάριν της οποίας συνένωσε το δικό του θέλημα με την ανθρώπινη αδυναμία, έτσι ώστε αφού εξαφανίσει και αυτό, να καταστήσει πάλι τον άνθρωπο θαρραλέο απέναντι στο θάνατο» (Α).
Αν είναι δυνατόν= Εάν μπορούσε αυτό να συμβιβαστεί με τη θεία οικονομία. «Αν είναι δυνατόν, χωρίς να πάθω τον θάνατο, να κατορθώσω τη ζωή για αυτούς που έπεσαν σε αυτόν, αν είναι δυνατόν να πεθάνει ο θάνατος χωρίς να πεθάνω εγώ» (Κ). Εάν είναι δυνατόν από την άποψη της εκπλήρωσης των θείων σχεδίων και σκοπών που αφορούν στην απολύτρωση των ανθρώπων (ο). Η αίτηση λοιπόν γίνεται υπό όρους και δηλώνει πλήρη παράδοση στα χέρια του Πατέρα (F).
(5) «Ποτήριο λέει αυτό του θανάτου» (Ζ). Το ποτήρι που προσφέρεται από τον Πατέρα και είναι πλήρες μέχρι τα χείλη με το ρόφημα του πάθους (b).
(6) «Με το να πει όμως, αλλά όχι όπως εγώ θέλω αλλά όπως εσύ, έδειξε το πόσο γεμάτος ήταν από αρετή και φιλοσοφία, διδάσκοντάς μας να ακολουθούμε το Θεό και όταν ακόμη η φύση μας μάς τραβάει στο αντίθετο», «και να προτιμάμε το θέλημα του Θεού από το δικό μας θέλημα ως ωφελιμότερο» (Ζ). Και άλλη εκδήλωση υποταγής και πλήρους αυταπάρνησης (F).
«Το ότι βεβαίως δεν θέλει να το πιει αυτό, δηλαδή να υποστεί με πολλή ευχαρίστηση το πάθος, αποτελεί κατηγορία κατά της ασέβειας εκείνων που τον σταύρωσαν. Γιατί δεν θα μπορούσαν ασφαλώς να πουν, ότι Επειδή προτίμησε να πεθάνει, εμείς γίναμε μάλλον υπηρέτες της θέλησής του. Γιατί θα τους αποδείξει ότι θέλουν να ψεύδονται η επιθυμία του να αποφύγει το ποτήρι» (Κ).
Ματθ. 26,40 καὶ ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητὰς(1) καὶ εὑρίσκει αὐτοὺς καθεύδοντας(2), καὶ λέγει τῷ Πέτρῳ(3)· οὕτως(4) οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι(5) μετ᾿ ἐμοῦ(6)!
Ματθ. 26,40 Και έρχεται στους μαθητάς και τους ευρίσκει να κοιμώνται και λέγει στον Πέτρο• “έτσι λοιπόν σεις που προ ολίγου είπατε ότι και την ζωήν σας θα εθυσιάζετε δι' εμέ, δεν ημπορέσατε ούτε μίαν ώρα να αγρυπνήσετε μαζί μου!
(1) Επιστρέφει ο Κύριος προς τους μαθητές και ο ανθρώπινος πόθος να έχει κάποια συντροφιά στη δύσκολη εκείνη στιγμή εκδηλώνεται φανερά (S).
(2) Όπως ο Λουκάς λέει κοιμόντουσαν λόγω της μεγάλης λύπης, η οποία είναι πολύ εξαντλητική.
(3) «Δεν απευθύνεται βεβαίως τυχαία στον Πέτρο κυρίως, αν και οι άλλοι είχαν αποκοιμηθεί· αλλά θίγει αυτόν και εδώ» (Χ), «επειδή ήταν πιο προπετής (=προτρέχω με αυθάδεια), λέγοντας, έτσι υποσχέθηκες;» (Ζ).
(4) Δεν πρέπει να χωρίσουμε αυτό με ερωτηματικό από το ισχύσατε, όπως χωρίζει ο Ζ., αλλά πρέπει να συνδέσουμε αυτά αναπόσπαστα· οὕτως οὐκ ἰσχύσατε; = Τόσο λίγη δύναμη δεν βρήκατε μέσα σας; (δ). Αποδειχτήκατε τόσο αδύνατοι; (b).
(5) Αυτομάτως προσευχές θα ξεπηδούσαν, εάν αγρυπνούσαν. Δες τον ακόλουθο στίχο (b).
(6) «Και το «μαζί μου» όμως δεν το είπε τυχαία, αλλά σαν να έλεγε· Δεν μπόρεσες να αγρυπνήσεις μαζί μου, και θα θυσιάσεις τη ζωή σου για μένα;» (Χ).
Ματθ. 26,41 γρηγορεῖτε(1) καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν(2)· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής(3).
Ματθ. 26,41 Αγρυπνείτε και προσεύχεσθε, δια να μη περιπέσετε εις πειρασμόν• το μεν πνεύμα είναι πρόθυμον, αλλ' η ανθρωπίνη σαρξ είναι ασθενής.
(1) Εάν οι μαθητές ενέδιδαν στον ύπνο και παραμελούσαν την προσευχή κατά τη δοκιμασία αυτή, πώς θα περίμεναν να διαφύγουν τον πειρασμό, τον οποίο μετά από λίγο θα αντιμετώπιζαν; (S). Έπρεπε να είναι άγρυπνοι, για να διακρίνουν αμέσως τις εφόδους του εχθρού, και να προσεύχονται, για να τους δοθεί η χάρη, η οποία θα τους εξασφάλιζε τη νίκη (F).
(2) Το να μην μπουν σε πειρασμό έπρεπε να είναι το αντικείμενο της προσευχής τους (b). «Μην εμπιστεύεστε τον εαυτό σας, ούτε να υπόσχεστε μεγάλα, αλλά να προσέχετε και να προσεύχεστε, να μην μπείτε σε πειρασμό» (Ζ). «Από κοινού λοιπόν σε όλους λέει να προσεύχονται να μην πέσουν σε πειρασμό κόβοντας παντού την αυθάδειά τους και κάνοντάς τους να βρίσκονται σε αγωνία» (Χ).
(3) «Η μεν ψυχή δείχνει προθυμία και τολμά μπροστά στον κίνδυνο· η σάρκα όμως επειδή είναι ασθενής μαζεύεται από φόβο και δεν έχει δύναμη» (Ζ). «Μολονότι θες να παραβλέψεις το θάνατο, αλλά δεν θα μπορέσεις, μέχρις ότου απλώσει ο Θεός το χέρι του· διότι σε παρασύρει το σαρκικό φρόνημα» (Χ). «Για αυτό πρέπει να μην παίρνουμε πολύ θάρρος βλέποντας την προθυμία της ψυχής, αλλά να έχουμε μετριοφροσύνη βλέποντας την ασθένεια της σάρκας» (Ζ).
Σάρκα= η φτωχή μας φύση όταν την δούμε στην ασθένεια και την αδυναμία της (F). Οι μαθητές είχαν τη διάθεση να υπακούσουν, αλλά έχαναν από την ασθένεια της σάρκας. Δεν τους καλεί να προσευχηθούν για αυτόν. Τους συνιστά να προσευχηθούν για αυτούς την προσευχή, την οποία τους συνέστησε να απευθύνουν: Μη μας βάλεις σε πειρασμό. Αντιμετώπιζε ήδη και αυτός τον πειρασμό και ενδυναμώθηκε πλήρως με την προσευχή. Επιθυμεί και αυτοί να προστατευθούν κατά του επερχομένου πειρασμού με το ίδιο μέσο της προσευχής.
Ματθ. 26,42 πάλιν ἐκ δευτέρου(1) ἀπελθὼν προσηύξατο λέγων(2)· πάτερ μου(3), εἰ οὐ δύναται τοῦτο τὸ ποτήριον παρελθεῖν ἀπ᾿ ἐμοῦ ἐὰν μὴ αὐτὸ(4) πίω, γενηθήτω τὸ θέλημά σου(5).
Ματθ. 26,42 Και πάλιν δευτέραν φορά απήλθε και προσηυχήθη λέγων• “πάτερ μου, εάν δεν είναι δυνατόν να παρέλθη από εμέ αυτό το ποτήριον και οπωσδήποτε πρέπει να το πίω, ας γίνη το θέλημά σου”.
(1) Είναι πλεονασμός η φράση πάλιν εκ δευτέρου (δ).
(2) Είναι φανερό από το παράδειγμα αυτό του Κυρίου ότι η παραγγελία του στο Ματθ. στ 7 δεν απαγορεύει την επανάληψη των προσευχών έστω και αν αυτές γίνονται με τις ίδιες λέξεις (p). «Παρατείνει την προσευχή και την διατυπώνει με τα ίδια λόγια, προβάλλοντας σε εμάς ως υπόδειγμα και υπογραμμό τα δικά του. Γιατί πρέπει, νομίζω, να μην λιποψυχούμε, αλλά μάλλον να προσερχόμαστε στο Θεό συχνά, και όταν επαναλαμβάνουμε τα ίδια να μην ντρεπόμαστε, μέχρι που να ικανοποιηθούν τα αιτήματά μας» (Κ).
(3) Παίρνει ήδη ως δεδομένο, ότι πρέπει να πιει το ποτήρι και πρόθυμα υποτάσσεται στη θεία βουλή (δ).
(4) Ο μόνος δηλαδή τρόπος του να παρέλθει το ποτήρι είναι να το πιω.
(5) «Εδώ δείχνει ότι συμφωνεί πλήρως με το θέλημα του Θεού και ότι παντού αυτό πρέπει να ακολουθούμε και αυτό να επιζητούμε» (Χ).
Ματθ. 26,43 καὶ ἐλθὼν εὑρίσκει αὐτοὺς πάλιν καθεύδοντας· ἦσαν γὰρ αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοὶ βεβαρημένοι(1).
Ματθ. 26,43 Και ήλθεν πάλιν προς τους μαθητάς του και τους εύρε να κοιμώνται, διότι τα μάτια των ήσαν βαρειά από την νύστα.
(1) «Ήταν βαριά όχι από τον ύπνο μόνο, αλλά και από τη λύπη, όπως είπε ο Λουκάς» (Ζ). «Διότι μαζί με το ότι ήταν προχωρημένη η νύχτα, και τα μάτια τους ήταν βαριά από τη λύπη» (Χ).
Ματθ. 26,44 καὶ ἀφεὶς αὐτοὺς(1) ἀπελθὼν πάλιν προσηύξατο ἐκ τρίτου τὸν αὐτὸν λόγον εἰπών·
Ματθ. 26,44 Και αφήσας αυτούς επήγε πάλιν και προσευχήθη τρίτην φοράν και είπε τα ίδια λόγια προς τον Πατέρα.
(1) «Δεν τους έλεγξε, αλλά απομακρύνθηκε λίγο, για να δηλώσει την απερίγραπτη ασθένειά τους, αφού ούτε μετά την επίπληξη μπορούσαν να υπομένουν. Δεν τους ξυπνά όμως για να τους επιπλήξει και πάλι, για να μην τους πληγώσει ενώ είναι ήδη πληγωμένοι» (Χ).
Ματθ. 26,45 τότε ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοῖς· καθεύδετε τὸ λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε(1)! ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα(2) καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν(3).
Ματθ. 26,45 Τότε έρχεται προς τους μαθητάς αυτού και τους λέγει• κοιμάσθε, λοιπόν, και αναπαύεσθε! Ιδού έφθασεν η ώρα και ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται εις χέρια αμαρτωλών.
(1) «Το λέει αυτό για να τους κάνει να ντραπούν και για να τους ελέγξει, επειδή κοιμούνται σε καιρό κινδύνου και ξέχασαν τις πολλές του παραγγελίες να ξαγρυπνούν και να προσεύχονται, σαν να έλεγε· επειδή μέχρι τώρα δεν αγρυπνήσατε, κοιμηθείτε λοιπόν τώρα και αναπαυτείτε, αν μπορείτε» (Ζ).
«Εάν σας αρέσει και σας δίνει τη δυνατότητα ο καιρός, κοιμηθείτε» (Θφ). Μπορούμε όμως την πρόταση να την πάρουμε και ως ερωτηματική, οπότε η επιτίμηση με αυτήν είναι ολοφάνερη. Μπορούμε να πάρουμε τα ρήματα ότι εκφέρονται σε προστακτική πτώση ή και σε οριστική. Δηλαδή: αφού μπορείτε σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές να κοιμάστε, ας κοιμάστε λοιπόν και ας αναπαύεστε. Ή, εξακολουθείτε λοιπόν να κοιμάστε και να αναπαύεστε. Αλλά να ο κίνδυνος κατέφθασε.
(2) Η οποία συχνά προαναγγέλθηκε. Στο στίχο 18 είχε πει λιγότερο καθορισμένα ο καιρός μου (b). Η προορισμένη και προφητευμένη ώρα έφθασε ήδη· δες ιζ 22 (S).
Η ώρα της σύλληψής μου (δ), ή «η ώρα της προδοσίας» (Ζ). «Δείχνει πάλι ότι αυτό που γινόταν ήταν σχέδιο της οικονομίας του Θεού» (Χ).
Ματθ. 26,46 ἐγείρεσθε ἄγωμεν(1)· ἰδοὺ ἤγγικεν ὁ παραδιδούς με.
Ματθ. 26,46 Σηκωθήτε, πηγαίνομεν• ιδού επλησίασε αυτός, που πρόκειται να με παραδώση.
(1) «Και από εδώ έδειξε, ότι με τη θέλησή του θα πεθάνει. Διότι αν και ήξερε από πριν ότι έρχονται ο προδότης και όσοι ήταν μαζί του, όχι μόνο δεν έφυγε, αλλά και ετοιμάζεται να βγει να τους συναντήσει λέγοντας, ας πάμε προς αυτούς» (Ζ). Το ας πάμε λοιπόν, δεν σημαίνει ας φύγουμε τον κίνδυνο, αλλά ας πορευτούμε για να τον αντιμετωπίσουμε.
Η σύλληψη του Μεσσία (κστ 47-56)
Ματθ. 26,47 Καὶ ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος(1) ἰδοὺ Ἰούδας εἷς τῶν δώδεκα(2) ἦλθε, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων(3) ἀπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ(4).
Ματθ. 26,47 Και ενώ ακόμη αυτός ωμιλούσε, ιδού ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, ήλθε, και μαζί με αυτόν πολύς όχλος, όλοι ωπλισμένοι με μαχαίρια και ξύλα, σταλμένοι από τους αρχιερείς και πρεσβυτέρους του λαού.
(1) Και οι τρεις συνοπτικοί αναφέρουν ότι την ώρα που έλεγε ο Ιησούς στους μαθητές του τα λόγια που αναφέρθηκαν, κατέφθασε ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, οδηγώντας αυτούς που συνέλαβαν τον Ιησού· όπως και οι τρεις συμφωνούν ότι με φίλημα παρέδωσε αυτόν. Τίποτα από όσα λέχθηκαν για τον Ιούδα δεν διέγειρε τόσο πολύ τον αποτροπιασμό της χριστιανοσύνης, όσο το συμβάν του ασυγκίνητα προδοτικού αυτού φιλήματος (p).
(2) «Λέγεται και αυτό μαζί με τα άλλα σαν γνώρισμα που δηλώνει ότι ήταν από την ομάδα των δώδεκα. Και είναι μεν αυτό κατηγορία του Ιούδα» (Ζ).
«Είπε όμως αυτό ο ευαγγελιστής θαυμάζοντας, ότι, παρόλο που ήταν διαλεγμένος και είχε τοποθετηθεί μαζί με τους πρώτους, όμως παρέδωσε τον εαυτό του στο διάβολο» (Θφ). Οι ευαγγελιστές παρουσιάζονται υπέροχα συγκρατημένοι όσον αφορά τον προδότη. Για αυτούς είναι αρκετό το να μνημονεύσουν, ότι αυτός ήταν από τους δώδεκα. Δες και Μάρκ. ιδ 10,20,43,Λουκ. κβ 3,47,Ιω. στ 71.
(3) «Το «με μαχαίρια και ξύλα» το λέει στηλιτεύοντας την πονηρία τους, ότι τέτοια ήταν τα σκεύη τους» (Σχ).
(4) Προηγούνταν ο Ιούδας μαζί με τον όχλο αυτών που στάλθηκαν από το συνέδριο για αυτόν τον λόγο, και ακολουθούσε ο αναφερόμενος από τον Ιωάννη χιλίαρχος μαζί με τη σπείρα, οι οποίοι είχαν εντολή να βοηθήσουν αυτούς, εάν υπήρχε αντίσταση (δ).
Ματθ. 26,48 ὁ δὲ παραδιδοὺς αὐτὸν ἔδωκεν(1) αὐτοῖς σημεῖον λέγων· ὃν ἂν φιλήσω(2), αὐτός ἐστι· κρατήσατε αὐτόν(3).
Ματθ. 26,48 Εκείνος δε που θα τον παρέδιδε, ο Ιούδας, είχε δώσει εις αυτούς σημείον λέγων• “εκείνον που θα φιλήσω, αυτός είναι ο Ιησούς• να τον συλλάβετε”.
(1) Αντί για υπερσυντέλικο. «Δίνει σημάδι ο Ιούδας, διότι και νύχτα ήταν και δεν μπορούσαν να τον αναγνωρίσουν. Άλλωστε… ίσως πολλοί από τους δούλους του αρχιερέα δεν γνώριζαν καθόλου τον Ιησού» (Θφ).
(2) «Πω, πω! Πόση πονηρία δέχτηκε η ψυχή του προδότη. Διότι με ποια μάτια έβλεπε τότε τον διδάσκαλο; Με ποιο στόμα τον φιλούσε; Πόσο μολυσμένη σκέψη! Τι σκέφτηκε; Τι τόλμησε να κάνει; Ποιο σύμβολο (γνώρισμα) έδωσε για την προδοσία» (Χ).
«Ίσως να νόμισε ο Ιούδας, ότι μπορούσε να κρυφτεί, δίνοντάς του φίλημα ως δείγμα αγάπης, έχοντας όμως την καρδιά του γεμάτη από ανόσιες σκέψεις» (Κ). Προφανώς δεν υπήρχε πρόθεση να συλληφθούν οι μαθητές. Η σύλληψή τους θα αύξανε τον κίνδυνο του θορύβου και της ταραχής, ενώ αν έλλειπε ο αρχηγός τους αυτοί ήταν ακίνδυνοι. Για αυτό υπήρχε η ανάγκη κάποιου σημαδιού για αυτούς που θα συλλάβουν τον Ιησού, με το οποίο θα διέκριναν αυτόν από την υπόλοιπη συντροφιά (p).
(3) «Επειδή φοβήθηκε μήπως διαφύγει από τους εχθρούς του, πράγμα το οποίο έκανε πολλές φορές, έδωσε παραγγελία λέγοντας κρατήστε τον και μεταφέρετέ τον με ασφάλεια (Μάρκ. ιδ 44)» (Ζ). Μία επιπλέον ύβρις εκ μέρους του προδότη ήταν το να επιστήσει την προσοχή στο ότι ο Κύριος μπορούσε να διαφύγει τρεπόμενος σε φυγή. Πάντως τα λόγια αυτά αποδεικνύουν πόσο ο Ιούδας ενδιαφερόταν να πετύχει η προδοσία του. Ο Ιησούς είχε εκθέσει αυτόν στο Δείπνο, οι έντεκα είχαν υποπτευθεί από τα λεγόμενα, ότι αυτός κάτι κακό μελετούσε· και ο Ιούδας ήδη είναι στην παράταξη των εχθρών (p).
Ματθ. 26,49 καὶ εὐθέως προσελθὼν τῷ Ἰησοῦ εἶπε· χαῖρε(1), ῥαββί, καὶ κατεφίλησεν(2) αὐτόν.
Ματθ. 26,49 Και αμέσως επλησίασε τον Ιησούν και είπε• “χαίρε, διδάσκαλε”, και με υποκριτικήν εγκαρδιότητα τον εφίλησε πολλές φορές.
(1) «Λες χαίρε σε αυτόν που παγιδεύτηκε σε θάνατο από εσένα; Δεν ντρέπεσαι ούτε για τον τρόπο της προδοσίας; Αλλά μπορούσε από αυτό να δει, ότι έχοντας μέσα του τον ψεύτη, δηλαδή τον σατανά, και λέγοντας το «χαίρε» ψευδόταν» (Κ).
(2) Η πρόθεση «κατά» επιτείνει την έννοια του εφίλησε. Τον φίλησε περισσότερες από μία φορές, λες και το φίλημα προερχόταν από αγαθή διάθεση (b). Το φίλημα ήταν συνήθως χαιρετισμός σε ξένο ή διδάσκαλο, τον οποίο υποδέχονταν (S).
Ματθ. 26,50 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἑταῖρε(1), ἐφ᾿ ᾧ πάρει(2); τότε προσελθόντες ἐπέβαλον τὰς χεῖρας ἐπὶ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐκράτησαν αὐτόν.
Ματθ. 26,50 Ο δε Ιησούς είπεν εις αυτόν• “φίλε, σκέψου, δια ποίον έργον έχεις έλθει εδώ;” Τότε πλησίασαν οι άλλοι, έβαλαν τα χέρια των επάνω στον Ιησού και τον συνέλαβαν.
(1) Ο Αμμώνιος λέει ότι το εταίρος δεν ανταποκρίνεται επακριβώς στο φίλος. Και εταίροι είναι αυτοί που για πολύ καιρό συνδέθηκαν σε συναναστροφή και σε επάγγελμα (b). Σύντροφε, μαθητή. Ανταποκρίνεται στο Ραββί, το οποίο είπε ο Ιούδας (F). «Ενώ είχε λάβει τέτοια απόδειξη της δύναμης του Χριστού (ο Ιούδας) και της επιείκειας και της πραότητας και της ημερότητας, έγινε χειρότερος από κάθε θηρίο» (Κ).
(2) Αυθεντική γραφή εφ’ ο πάρει, που ανταποκρίνεται περισσότερο στην έννοια «κάνε αυτό που έχεις σκοπό και άσε τα προσχήματα. Διότι σκοπός μεν ήταν η προδοσία· ενώ πρόσχημα το φίλημα και ο λόγος» (Ζ). Σύντροφε, κάνε αυτό για το οποίο ήλθες, δηλαδή την προδοσία σου. «Δεν το πράττεις αυτό έχοντας σκοπό την αγάπη, αλλά με πονηρή διάθεση» (Σχ).
Σύμφωνα με την πιθανότερη αυτή εκδοχή, «το ἐφ᾿ ᾧ πάρει δεν πρέπει να το διαβάσουμε ερωτηματικά· διότι ήξερε ο Ιησούς για ποιο λόγο ήλθε» (Ζ). Μπορεί όμως και ερωτηματικά να διαβαστεί η πρόταση = «αντί να πει για ποιό σκοπό ήλθες εδώ; Άραγε ως φίλος; Τότε όμως δεν έπρεπε να έλθεις με μαχαίρια. Αλλά ως εχθρός; Και πώς φιλάς;» (Θφ). Για ποιο σκοπό ήλθες και είσαι εδώ; Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ήλθες; (b). Για να με φιλήσεις ήλθες; Ή, φίλημα μου δίνεις για αυτό που ήλθες να κάνεις; (L). Η τελευταία εκδοχή εάν πάρουμε ερωτηματικά τον λόγο του Κυρίου είναι η πιθανότερη, η του Ζ. όμως είναι η πιο πιθανή από όλες.
Ματθ. 26,51 καὶ ἰδοὺ εἷς(1) τῶν μετὰ Ἰησοῦ ἐκτείνας τὴν χεῖρα(2) ἀπέσπασε τὴν μάχαιραν(3) αὐτοῦ, καὶ πατάξας τὸν δοῦλον(4) τοῦ ἀρχιερέως ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον(5).
Ματθ. 26,51 Και ιδού ένας από εκείνους που ήταν μαζί με τον Ιησούν, άπλωσε το χέρι, τράβηξε το μαχαίρι του, εκτύπησε τον δούλον του αρχιερέως και του έκοψε το αυτί.
(1) «Ο Ιωάννης δήλωσε και αυτόν που το έκανε λέγοντας· ο Σίμων Πέτρος λοιπόν» (Ζ). Ο Ματθαίος δεν μνημονεύει το όνομα. Ίσως είχε περισσότερους από έναν λόγους να αποσιωπήσει αυτό. Ίσως κίνδυνος απειλούνταν κατά του Πέτρου εκ μέρους των Ιουδαίων που απίστησαν (b). Ο Ιωάννης γράφοντας μετά τον θάνατο του Πέτρου φρόντισε και σε αυτό να συμπληρώσει την παράδοση των ευαγγελίων (δ).
(2) «Ο Λουκάς έγραψε ότι, βλέποντας αυτοί που ήταν γύρω του αυτό που θα γινόταν, είπαν σε αυτόν· Κύριε, θέλεις να τον χτυπήσουμε με μαχαίρι;… Ενώ οι άλλοι ρωτούσαν ακόμη, ο Πέτρος μη αναμένοντας την απάντηση, επειδή ήταν θερμότατος, έδωσε το χτύπημα…» (Ζ).
(3) «Διότι είχαν δύο μαχαίρια, όπως είπε ο Λουκάς, που τα πήραν από το δείπνο όπως φαίνεται, τα οποία ήταν μεγάλα, ώστε να τα χρησιμοποιήσουν για άμυνα εναντίον αυτών που επρόκειτο να τους επιτεθούν» (Ζ).
(4) Ίσως αυτός πρώτος άπλωσε τα χέρια στον Ιησού να τον πιάσει (p).
(5) Υποκοριστικό του οὖς (=αυτί) όπως και ομμάτιον, οφρύδιον και τα όμοια (δ). «Χτύπησε μεν εναντίον του κεφαλιού, έκοψε όμως το αυτί» (Ζ).
Ματθ. 26,52 τότε λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀπόστρεψόν(1) σου(3) τὴν μάχαιραν(2) εἰς τὸν τόπον(4) αὐτῆς· πάντες γὰρ οἱ λαβόντες(5) μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ ἀποθανοῦνται(6).
Ματθ. 26,52 Τότε λέγει εις αυτόν ο Ιησούς• βάλε το μαχαίρι σου πίσω εις την θέση του• διότι όσοι επήραν μαχαίρι εναντίον του πλησίον των, θα πεθάνουν με μαχαίρι.
(1) «Αφού τον μάλωσε δίδαξε να μην χρησιμοποιούν μαχαίρι ούτε χάριν του Θεού» (Ζ).
(2) «Με το μαχαίρι βεβαίως εμπόδισε κάθε όπλο» (Ζ).
(3) Το μαχαίρι σ ο υ είναι τελείως ξένο με την υπόθεσή μ ο υ (b).
(4) Λέξη που εκφράζει έννοια γενική, εδώ όμως σημαίνει τη θήκη του μαχαιριού (L).
(5) Αυτοί που παίρνουν, όταν ο Θεός δεν δίνει αυτό σε αυτούς (b). Αυτοί που παίρνουν για να το χρησιμοποιήσουν (δ).
(6) Η χρήση του μαχαιριού δεν συμβιβάζεται με το πνεύμα του ευαγγελίου. Δες Ιω. ιη 36 και Αποκ. ιγ 10 (S). Οι λόγοι αυτοί του Σωτήρα καθορίζοντας γενικό κανόνα αποτελούν συγχρόνως και «προφητεία της καταστροφής των Ιουδαίων που του επιτέθηκαν» (Ζ).
Ματθ. 26,53 ἢ δοκεῖς ὅτι οὐ δύναμαι ἄρτι παρακαλέσαι τὸν πατέρα μου(1), καὶ παραστήσει μοι πλείους ἢ δώδεκα(2) λεγεῶνας(3) ἀγγέλων(4);
Ματθ. 26,53 Ή νομίζεις ότι δεν μπορώ εγώ αυτήν την στιγμήν να παρακαλέσω τον Πατέρα μου και να παρατάξη ολογυρά μου περισσότερες από δώδεκα λεγεώνας αγγέλων;
(1) Ο Κύριος δεν θέλει καμία βοήθεια εναντίον της βίας που ασκείται ήδη σε αυτόν. Μπορούσε να ζητήσει, και ήταν βέβαιος ότι θα την έπαιρνε, ακατανίκητη δύναμη από τον ουρανό. Γνωρίζει όμως, ότι το ποτήρι του παθήματος πρέπει να το πιει και ότι η ώρα για αυτό ήλθε και δεν θα ζητήσει πλέον, ώστε το ποτήρι να φύγει από αυτόν (p). «Διότι δεν ήλθε για να χρησιμοποιήσει ως Θεός την δική του και έμφυτη δύναμη εναντίον αυτών που τον εξύβριζαν σαν μεθυσμένοι, αλλά ήλθε μάλλον για να γίνει σε μας διδάσκαλος της άκρας ανεξικακίας και να γίνει τύπος της ανώτερης από όλες αοργησίας» (Κ).
(2) Δώδεκα όσος ήταν ο αριθμός των μαθητών. Σε καθέναν από τους Αποστόλους αντιστοιχεί ανά μία λεγεώνα (b).
(3) «Λεγεώνα είναι τάγμα στρατιωτικό πολυάριθμο» (Ζ), που αποτελείται από έξι χιλιάδες άνδρες (b).
(4) «Αν ένας άγγελος φόνευσε εκατόν ογδόντα πέντε χιλιάδες οπλισμένους» (Χ) και «πολύ σύντομα, παλαιότερα» (Δ΄ Βασιλ. ιθ 35) (Ζ), «χρειάζονταν δώδεκα λεγεώνες για χίλιους ανθρώπους; Καθόλου. Αλλά προσαρμόζει τον λόγο προς τον φόβο και την αδυναμία τους» (Χ).
Ματθ. 26,54 πῶς οὖν πληρωθῶσιν αἱ γραφαὶ(1) ὅτι οὕτω δεῖ γενέσθαι(2);
Ματθ. 26,54 Εάν όμως κάτι τέτοιο γίνη, πως θα πραγματοποιηθούν αι Γραφαί, αι οποίαι προλέγουν ότι έτσι πρέπει να συμβούν τα γεγονότα;
(1) «Αν δεν φονευτώ έτσι, πώς θα εκπληρωθούν οι γραφές οι προφητικές, όσες εξιστορούν σχετικά με το θάνατό μου;» (Ζ). Ή, εάν έτσι κάνω, πώς θα εκπληρωθούν οι Γραφές; (δ). Εάν ζητήσω την αγγελική βοήθεια είναι δυνατόν να επαληθευτούν οι Γραφές; (S). Οι Γραφές είχαν προαναγγείλει (Ψαλμ. κα, Ησ. νγ), ότι με το πάθημα ο Μεσσίας θα κατακτούσε (p).
(2) «Ότι έτσι πρέπει να πεθάνω» (Ζ). «Όχι όμως επειδή το προφήτευσαν οι Γραφές, για αυτό οι Ιουδαίοι ήταν κακοί, αλλά επειδή επρόκειτο οι Ιουδαίοι να κάνουν αυτά από πονηρή προαίρεση, για αυτό στις Γραφές τοποθετήθηκαν αυτά από το Πνεύμα» (Θφ).
Ματθ. 26,55 Ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τοῖς ὄχλοις(1)· ὡς ἐπὶ λῃστὴν(2) ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με· καθ᾿ ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἐκαθεζόμην διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ οὐκ ἐκρατήσατέ με(3).
Ματθ. 26,55 Εκείνην την ώρα είπεν ο Ιησούς προς τους όχλους• σαν να ήμουν ληστής, εβγήκατε με μαχαίρια και ρόπαλα να με συλλάβετε• κάθε ημέραν εκαθόμουν κοντά σας διδάσκων στον ναόν και δεν με επιάσατε.
(1) Το θείο θάρρος του Σωτήρα δείχνεται και από αυτό, ότι μετά τον Πέτρο απευθύνεται και στους όχλους και μαλώνει και αυτούς (δ).
(2) Σε ληστή έτοιμο να αντισταθεί με τα όπλα στο χέρι (F).
(3) «Όταν δίδασκα, δεν με πιάσατε· όταν σιώπησα, ήλθατε εναντίον μου. Στο ιερό ήμουν, και κανείς δεν συνέλαβε, τώρα τόσο αργά και μέσα στη νύχτα ήλθατε με μαχαίρια και ξύλα; Τι χρειάζονταν αυτά τα όπλα εναντίον εκείνου που ήταν πάντα μαζί σας; Από αυτά διδάσκει ότι, εάν δεν παραδιδόταν με τη θέλησή του, ούτε τότε θα μπορούσαν να τον πιάσουν» (Χ). «Όπως ακριβώς δηλαδή τότε δεν μπόρεσαν να τον πιάσουν, έτσι ούτε τώρα, αν οπωσδήποτε δεν το ήθελε» (Ζ).
Ματθ. 26,56 τοῦτο δὲ(1) ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαὶ τῶν προφητῶν(2). Τότε οἱ μαθηταὶ πάντες ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον(3).
Ματθ. 26,56 Αλλά αυτό όλο έγινε, δια να εκπληρωθούν όλα όσα έγραψαν οι προφήται. Τότε οι μαθηταί όλοι τον αφήκαν και έφυγαν.
(1) Ο Ματθαίος συνηθίζει κατεξοχήν τη χρήση της φράσης «αυτό όλο έγινε για να εκπληρωθεί». Ο Μάρκος έχει απλώς «αλλά για να εκπληρωθούν οι γραφές», μοναδική περίπτωση στο Μάρκο, στην οποία ο Κύριος αναφέρεται στην εκπλήρωση των γραφών. Πρόκειται λοιπόν για λόγο, τον οποίο είπε ο ίδιος ο Κύριος, και όχι για εξήγηση, την οποία παρέχει ο ευαγγελιστής (S).
(2) «Είδες πώς μέχρι την τελευταία ώρα, και την ώρα ακόμη που παραδινόταν, όλα τα έκανε για διόρθωση εκείνων, θεραπεύοντας, προφητεύοντας, απειλώντας (διότι με μαχαίρι, λέει, θα πεθάνουν), δείχνοντας ότι θεληματικά πάσχει (διότι κάθε μέρα ήμουν μαζί σας, λέει, διδάσκοντας), δηλώνοντας την προς τον Πατέρα συμφωνία, Για να εκπληρωθούν οι Γραφές των προφητών» (Χ).
(3) «Όταν μεν συνελήφθη έμεναν· όταν όμως είπε αυτά προς τους όχλους, έφυγαν. Διότι είδαν λοιπόν, ότι δεν ήταν δυνατόν να διαφύγει, αφού με τη θέλησή του παρέδιδε τον εαυτό του σε αυτούς και έλεγε ότι αυτό γίνεται σύμφωνα με τις Γραφές» (Χ). «Και παρόλο που ο Ιωάννης ακολουθούσε, αλλά δεν ακολουθούσε ως μαθητής αλλά ως γνωστός του αρχιερέα» (Θφ).
Ματθ. 26,57 Οἱ δὲ κρατήσαντες τὸν Ἰησοῦν ἀπήγαγον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα(1), ὅπου οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι συνήχθησαν(2).
Ματθ. 26,57 Εκείνοι δε αφού έπιασαν τον Ιησού, τον έφεραν στον Καϊάφαν, τον αρχιερέα, όπου οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι συγκεντρώθηκαν.
(1) Ήδη στο στίχο 3 ο Ματθαίος μόνος από τους συνοπτικούς, παρέχει σε εμάς το όνομα του αρχιερέα και διακρίνει, όπως και οι υπόλοιποι, δύο δίκες ενώπιον του συνεδρίου, μία ανεπίσημη κατά τη νύχτα, που είχε χαρακτήρα προανάκρισης, και άλλη επίσημη κατά την ανατολή της ημέρας. Εδώ περιγράφεται η νυκτερινή συνάντηση, η οποία έγινε στο σπίτι του Καϊάφα, του εν ενεργεία αρχιερέα, μαζί με τον οποίο σε συνεχόμενο διαμέρισμα συζούσε και ο πεθερός του Άννας, ο οποίος, παρόλο που καθαιρέθηκε από τους Ρωμαίους, θεωρούνταν από πολλούς των Ιουδαίων ως ο πραγματικός αρχιερέας (p).
(2) Το συνήχθησαν δεν σημαίνει ότι ήταν ήδη μαζεμένοι, σαν να ήταν το συνέδριο συναθροισμένο πριν ακόμη ο Ιησούς συλληφθεί (L). Συνεπώς το συνήχθησαν του Ματθαίου δεν είναι ασυμβίβαστο με το συνέρχονται του Μάρκου, με το οποίο ο δεύτερος ευαγγελιστής φανερώνει σαφώς, ότι τα μέλη του συνεδρίου άρχισαν να προσέρχονται κατά τη στιγμή εκείνη.
Ματθ. 26,58 ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει αὐτῷ(1) ἀπὸ μακρόθεν ἕως τῆς αὐλῆς(2) τοῦ ἀρχιερέως, καὶ εἰσελθὼν ἔσω(3) ἐκάθητο μετὰ τῶν ὑπηρετῶν ἰδεῖν τὸ τέλος(4).
Ματθ. 26,58 Ο δε Πέτρος τον ακολουθούσε από μακριά έως την αυλή του αρχιερέως και εισελθών κάθισε μέσα μαζί με τους υπηρέτας, δια να ιδή ποίον τέλος θα είχε αυτή η υπόθεσις.
(1) «Αυτός και ο Ιωάννης ακολουθούσαν. Αλλά οι μεν τρεις ευαγγελιστές μνημονεύουν σε συμφωνία μόνο τον Πέτρο, επειδή ήταν αναγκαίο, για να δείξουν ότι εκπληρώθηκε η προφητεία του Σωτήρα σχετικά με την άρνησή του» (Ζ). Ο Πέτρος ακολουθούσε και δείχνει αυτό το αγωνιώδες του ενδιαφέρον και την αγάπη υπέρ του διδασκάλου του. Ίσως υπήρχε μέσα του και η ελπίδα, ότι θα παρείχε σε αυτόν κάποια βοήθεια αν δινόταν η ευκαιρία (ο).
(2) Ο Πέτρος μέχρι στιγμής δείχνει αρκετό θάρρος, όχι μόνο αντιστεκόμενος προς αυτούς που ήλθαν εναντίον του Ιησού κατά την ώρα της σύλληψης, αλλά και μπαίνοντας στο ίδιο το σπίτι του αρχιερέα (p). Και «οι μεν τρεις ευαγγελιστές λένε ότι οι τρεις αρνήσεις του Πέτρου έγιναν στην αυλή του Καϊάφα· ενώ ο Ιωάννης λέει στην αυλή του Άννα του πεθερού του· και δεν είναι αυτό διαφωνία· διότι και οι δύο είχαν ένα σπίτι και μία αυλή, που είχε σε αυτήν δύο ιδιαίτερες κατοικίες» (Ζ).
(3) Των ευγενών και πλουσίων οι οικοδομές είχαν δύο αυλές, τη μία εξωτερική μεταξύ της εισόδου και της πλατείας, η οποία λεγόταν και προαύλιο, και άλλη εσωτερική που κυκλωνόταν από τα κτίσματα του ανακτόρου (g). Ο Πέτρος φθάνοντας μέχρι την εξωτερική αυλή δεν παρέμεινε εκεί, όπου ήταν αυτοί που συνέλαβαν τον Ιησού, αλλά μπήκε στην εσωτερική αυλή.
(4) Δηλώνει το ελατήριο της πράξης αυτής του Πέτρου (a). Για να δει την έκβαση (δ). Πίσω από την εσωτερική αυλή, στην οποία βρισκόταν ήδη ο Πέτρος ή σε κάποιο διαμέρισμα στη μία πλευρά της διεξαγόταν η ανάκριση του Ιησού, αλλά τόσο ανοιχτά προς την αυλή ώστε πρόσωπα τα οποία βρίσκονταν είτε στην αυλή είτε στην αίθουσα του δικαστηρίου μπορούσαν να δουν και να ακούσουν τα λεγόμενα ή ενεργούμενα σε καθέναν από τους δύο αυτούς τόπους. Αυτό εξηγεί πώς ο Ιησούς μπόρεσε να ακούσει την άρνηση του Πέτρου και να ρίξει σε αυτόν ένα βλέμμα μετά την τριπλή του άρνηση σύμφωνα με το Λουκά κβ 61 (ο).
Ματθ. 26,59 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ τὸ συνέδριον ὅλον ἐζήτουν ψευδομαρτυρίαν(1) κατὰ τοῦ Ἰησοῦ ὅπως θανατώσωσιν αὐτόν,
Ματθ. 26,59 Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και όλα τα μέλη του συνεδρίου, που ήσαν παρόντα, ζητούσαν ψευδομαρτυρία εναντίον του Ιησού, δια να τον καταδικάσουν εις θάνατον.
(1) «Κατά τη δική τους μεν άποψη μαρτυρία, στην πραγματικότητα όμως ψευδομαρτυρία. Ή και επειδή ήξεραν ότι δεν θα βρουν μαρτυρία εναντίον του άμεμπτου, επομένως ζητούσαν ψευδομαρτυρία… και έγιναν οι ίδιοι και δικαστές και κατήγοροι και προσπαθούσαν να τον καταδικάσουν από μόνοι τους» (Ζ). Με αυτά ο ευαγγελιστής δηλώνει τις διεστραμμένες προθέσεις τους. Χρειάζονταν μαρτυρία, είτε ψευδή είτε αληθινή, η οποία θα δικαιολογούσε την σε θάνατο καταδίκη του (p).
Ματθ. 26,60 καὶ οὐχ εὗρον· (1)καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων, οὐχ εὗρον(2). ὕστερον δὲ προσελθόντες δύο(3) ψευδομάρτυρες(4)
Ματθ. 26,60 και δεν ευρήκαν. Μολονότι δε πολλοί ψευδομάρτυρες είχαν προσέλθει να καταθέσουν, δεν ευρήκαν καμμίαν αληθοφανή ψευδομαρτυρίαν. Ύστερον δε προσελθόντες δύο ψευδομάρτυρες.
(1) Γραφή που μαρτυρείται από τα αλεξανδρινά χειρόγραφα και κάποια άλλα: «καὶ οὐχ εὗρον πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων», όπου παραλείπεται το δεύτερο οὐχ εὗρον. Πολλοί προσφέρονταν να μαρτυρήσουν, αλλά όταν εμφανίζονταν μπροστά στο συνέδριο είτε λόγω εξέγερσης της συνείδησής τους είτε διότι εγκαταλείπονταν από τη συνηθισμένη τους πονηρία δεν παρείχαν επαρκή στοιχεία κατηγορίας ή και αντέφασκαν μεταξύ τους. Σε αυτό έχουμε απόδειξη όχι μόνο της τέλειας αθωότητας του Κυρίου, αλλά και της θείας παρέμβασης για προστασία της αθωότητάς του από τη δυσφημία κακών ανθρώπων (ο).
(2) «Μαρτυρούσαν δηλαδή αντίθετα μεταξύ τους» (Ζ). «Διότι δεν ήταν ίσες οι μαρτυρίες, λέει· τόσο προσποιητό ήταν το δικαστήριο και όλα ήταν γεμάτα με θόρυβο και ταραχή» (Χ).
(3) «Πολλοί μεν έδωσαν μαρτυρία για αυτήν την υπόθεση, δύο όμως συμφώνησαν» (Ζ). Η σημασία του αριθμού δύο είναι ότι βρέθηκε το ελάχιστο της μαρτυρίας που ζητούσε ο νόμος (σύμφωνα με τα Δευτερον. ιζ 6,ιθ 15, Αριθμών λε 30) (p). Μόνο όμως μετά από πολλά τελικά ήλθαν και αυτοί οι δύο (δ).
(4) Χαρακτηρίζει αυτούς ως ψευδομάρτυρες, διότι και αυτών η μαρτυρία, όπως θα δούμε, δεν ήταν αληθινή.
Ματθ. 26,61 εἶπον· οὗτος ἔφη, δύναμαι καταλῦσαι(1) τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ(2) καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν(3) οἰκοδομῆσαι(4) αὐτόν.
Ματθ. 26,61 κατέθεσαν• “αυτός είπε• ημπορώ να κρημνίσω τον ναό του Θεού και εις τρεις ημέρας να τον οικοδομήσω πάλιν”.
(1) «Δεν είπε γκρεμίζω, αλλά γκρεμίστε, ούτε μιλούσε για το ναό τον χειροποίητο, αλλά για το δικό του σώμα. Για αυτό λοιπόν και αυτούς τους ονόμασε ψευδομάρτυρες ο ευαγγελιστής» (Ζ).
(2) Το «Θεού» προστέθηκε για επιβάρυνση του μεγέθους της βλασφημίας στο ότι μιλά έτσι για το ναό (ο).
(3) Σε διάστημα τριών ημερών. Ενώ ο Σωτήρας είπε εν τρισί= μετά από τρεις (δ).
(4) «Και πάλι δεν είπε· θα οικοδομήσω, αλλά θα σηκώσω. Επομένως ήταν φανερά ψευδομάρτυρες αυτοί» (Θφ).
Ματθ. 26,62 καὶ ἀναστὰς(1) ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αὐτῷ· οὐδὲν ἀποκρίνῃ; Τι(2) οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν;
Ματθ. 26,62 Και εγερθείς ο αρχιερεύς είπεν εις αυτόν• “Τίποτε δεν αποκρίνεσαι; Τι καταθέτουν αυτοί εις βάρος σου;”
(1) Ο Καϊάφας αισθάνεται, ότι το δικαστήριο δεν κατείχε σοβαρά πειστήρια της κατηγορίας. Για αυτό σηκώνεται όρθιος για πρόκληση μεγαλύτερης εντύπωσης και προσκαλεί επισήμως τον Ιησού να δώσει κάποια απόκριση.
(2) Χωρισμένη ερώτηση (b). Είναι άτοπη η συγχώνευση των δύο ερωτήσεων σε μία: «Δεν απαντάς τι αυτοί μαρτυρούν εναντίον σου» (δ).
Ματθ. 26,63 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιώπα(1). καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αὐτῷ· ἐξορκίζω(2) σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος(3) ἵνα ἡμῖν εἴπῃς εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστὸς(4) ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ(5).
Ματθ. 26,63 Ο δε Ιησούς εσιωπούσε. Και λαβών τον λόγον ο αρχιερεύς είπε εις αυτόν• “σε ορκίζω στον Θεόν τον ζώντα να μας είπης εάν συ είσαι ο Χριστός, ο Μεσσίας, ο Υιός του Θεού”.
(1) «Διότι ήταν ανώφελη η απολογία, αφού κανείς δεν άκουγε. Διότι αυτό ήταν πρόσχημα μόνο δικαστηρίου· στην πραγματικότητα ήταν έφοδος ληστών, οι οποίοι επιτίθονταν σαν σε κάποιο σπήλαιο και γενικώς στο δρόμο» (Χ). «Βλέποντας λοιπόν και το δικαστήριο παράνομο… και επειδή ήξερε ότι μάταια απαντά σε τέτοιους ανθρώπους, σιωπούσε» (Ζ). «Διότι αυτούς που δεν τους έπειθαν θαύματα, πώς θα τους έπειθαν απολογίες;» (Θφ).
(2) Αντί για αυτό οι αρχαιότεροι θα έλεγαν εξορκύω (g). Είναι ισοδύναμο με το απλό ορκίζω, βάζω σε όρκο (δ).
(3) Και ο οποίος τιμωρεί τους επίορκους (δ).
(4) Ο Καϊάφας θα είχε ακούσει ότι ο λαός συζητούσε με θαυμασμό για τον Ιησού θεωρώντας αυτόν ως τον Μεσσία, και ότι κατά τη θριαμβευτική του είσοδο στα Ιεροσόλυμα τον είχαν επευφημήσει ως τέτοιο. Η ερώτηση λοιπόν του Καϊάφα είναι πολύ φυσική (p).
(5) «Προσθέτει όμως και το «ο υιός του Θεού», διότι και οι βασιλιάδες και οι προφήτες ονομάζονταν χριστοί, επειδή χρίονταν» (Ζ). Είναι αξιοσημείωτο, ότι στον τίτλο του Μεσσία επισυνάπτει ο αρχιερέας και τον τίτλο ο υιός του Θεού, σαν να ήταν αυτοί συνώνυμοι. Δεν ήταν αυτή η γενική αντίληψη περί Μεσσία μεταξύ των Ιουδαίων. Στους Ψαλμούς του Σολομώντα, όπου ίσως για πρώτη φορά γίνεται η χρήση του τίτλου αυτού για δήλωση του μεγάλου ελευθερωτή, ο Μεσσίας είναι ο υιός του Δαβίδ και όχι ο υιός του Θεού. Είναι ένας δεύτερος Σολομώντας χωρίς τις αμαρτίες του Σολομώντα. Αλλά στο βιβλίο του Ενώχ (105,2 και 62,14) είναι ο υιός του Θεού. Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε, ότι και ο Καϊάφας, όπως και ο Ναθαναήλ (Ιω. α 49) είχε αυτήν την ιδέα για το Μεσσία. Ίσως όμως συνδύασε τους δύο αυτούς τίτλους πονηρά και σκόπιμα. Εάν συλλάμβανε τον Ιησού να ομολογεί ότι ήταν ο Υιός του Θεού, θα ήταν πολύ σοβαρότερο από το εάν ομολογούσε ότι ήταν απλώς ο Μεσσίας (p).
Ματθ. 26,64 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς(1)· σὺ εἶπας(2)· πλὴν(3) λέγω ὑμῖν(4), ἀπ᾿ ἄρτι(5) ὄψεσθε(6) τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον(7) ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως(8) καὶ ἐρχόμενον(9) ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ(10).
Ματθ. 26,64 Λέγει εις αυτόν ο Ιησούς• “το είπες συ, και όπως είπες είναι, ότι είμαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού• πλην όμως σας λέγω τούτο, από τώρα θα δείτε τον υιόν του ανθρώπου να κάθεται, ως Θεάνθρωπος που είναι, εκ δεξιών του παντοδυνάμου Θεού και να έρχεται επάνω εις τας νεφέλας του ουρανού”.
(1) «Αν και ήξερε, ότι δεν θα γίνει πιστευτός, όμως συμφωνεί, για να μην μπορούν να λένε ύστερα, ότι εάν ομολογούσε αφού τον εξόρκισε, θα πιστεύαμε» (Ζ).
(2) Με το «ο Χριστός, ο υιός του Θεού», ο Καϊάφας μη όντας σε θέση να εμβαθύνει στο μυστήριο της ενανθρώπησης, θα εννοούσε κάτι πολύ διαφορετικό από εκείνο, το οποίο ο Κύριος θα σήμαινε με τη φράση αυτή. Ο Κύριος λοιπόν δεν μπορούσε να πει ότι δεν ήταν ο Χριστός, ο υιός του Θεού, όπως εννοούσε αυτόν ο Καϊάφας ο οποίος δεν είχε την πραγματική και αληθινή ιδέα περί Σωτήρος και υιού του Θεού. Από την άλλη όμως δεν μπορούσε και να δώσει πλήρη συγκατάθεση λέγοντας: Ναι είμαι, όπως με φρονείς εσύ. Για αυτό χρησιμοποιεί απάντηση, με την οποία ούτε αρνείται ούτε συμφωνεί πλήρως. «Αντί να πει, το δικό σου στόμα το ομολόγησε λοιπόν» (Κ).
(3) Παρόλο που δεν πιστεύετε αυτό (b).
(4) Το «λέω σε εσάς» όπως και το προηγούμενο «εξορκίζω εσένα», είναι ιδιαίτερα εδώ στον Ματθαίο, ο οποίος έτσι προσδίδει ιδιαίτερη έμφαση τόσο στην ερώτηση του αρχιερέα, όσο και στην απόκριση του Ιησού.
(5) «Αντί να πει, μετά από λίγο» (Ζ). Από αυτή τη στιγμή και εμπρός (b). Από τώρα, όταν λήγει μετά από λίγο η κατάσταση της ταπείνωσής μου (δ).
(6) «Αυτόν που εσείς φονεύετε» (Ζ). «Θα δείτε, είπε, όχι επειδή μπορούν να τον δουν έτσι, αλλά τα λέει διαμαρτυρόμενος» (Ζ).
(7) Αυτόν ο οποίος τώρα στέκεται κρινόμενος θα δείτε να κάθεται. «Είναι σύντομος ο καιρός της εναντίον μου επιβουλής. Διότι όχι σε πολύ χρόνο θα γίνω ανώτερος από τους εχθρούς μου» (Ζ).
(8) Της Δύναμης, δηλαδή του Θεού. Δύναμη φανερώθηκε σαφώς και ευρέως σε όλα τα έργα του Θεού (b).
(9) Θα με δείτε να κάθομαι και να έρχομαι. Η επιστροφή του για να κρίνει συνδυάζεται με την καθέδρα του στα δεξιά. Στη δόξα του Ιησού αυτό είναι το πρώτο, ότι είναι ο Υιός του Θεού· το ότι θα έλθει για να κρίνει είναι το τελευταίο. Το πρώτο είναι το θεμέλιο του δεύτερου. Το δεύτερο η ενδοξότερη απόδειξη του πρώτου (b). Θα τον δείτε να έρχεται να σας κρίνει από μεν τα έργα του έμμεσα στη μερική κρίση που θα γίνει στην Ιουδαία στα χρόνια του Τίτου, και άμεσα στην καθολική κρίση (δ).
(10) Ο Κύριος προκλήθηκε ήδη από την ανώτατη θρησκευτική αρχή στο μεγάλο συνέδριο σε διακήρυξη για τον εαυτό του. Και για πρώτη φορά διακηρύσσει ότι εκείνος τον οποίο είχαν πρόθεση να φονεύσουν είναι ο Μεσσίας και ο Υιός του Θεού.
Ματθ. 26,65 τότε ὁ ἀρχιερεὺς διέῤῥηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ(1) λέγων ὅτι ἐβλασφήμησε· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων(2); ἴδε νῦν ἠκούσατε τὴν βλασφημίαν(3) αὐτοῦ.
Ματθ. 26,65 Τότε ο αρχιερεύς έσχισε τα ενδύματά του λέγων ότι ο Χριστός εβλασφήμησε. Τι μας χρειάζονται πλέον οι μάρτυρες; Ιδού όλοι σας ακούσατε την βλασφημίαν του.
(1) «Το έκανε αυτό, κάνοντας σφοδρότερη την κατηγορία και για να τονίσει αυτό που λέχθηκε με την ενέργειά του» (Χ). «Συνηθίζουν οι Ιουδαίοι όταν δουν ή ακούσουν κάτι κακό και φρικτό, να σχίζουν τα ρούχα τους, το οποίο ακριβώς και τώρα ο αρχιερέας έκανε, επειδή άκουσε δήθεν βλασφημία όχι ανεκτή· ταυτόχρονα όμως και χωρίς τη θέλησή του, με αυτά που έκανε, προφήτευσε, ότι θα σχιστεί (καταργηθεί) η αρχιερωσύνη των Ιουδαίων» (Ζ).
Για τη συνήθεια αυτή των Ιουδαίων δες Δ΄ Βασ. ιη 37, στο Ησ. λζ 1,Ιερεμ. μγ 24 και Ιωήλ β 13. Για το ότι επίσης ο αρχιερέας δεν επιτρεπόταν για προσωπικό του πένθος να σχίζει τα ρούχα του δες Λευϊτ. ι 6, κα 10. Καθένας όμως θα ανέμενε από αυτόν να πράξει αυτό, όταν μια βαριά βλασφημία γινόταν εναντίον του Θεού παρόντος αυτού (δ.,p). Έσχισε τα ρούχα του σαν αυτά να έγιναν πολύ στενά και σφιχτά λόγω της έντασης των αισθημάτων (b). Ιμάτια είναι τα εξωτερικά φορέματα. Αλλά ο Μάρκος διασαφηνίζει ότι ο αρχιερέας έσχισε τους χιτώνες, δηλαδή τα εσωτερικά φορέματα (p).
(2) Πράγματι δεν είχαν πλέον ανάγκη μαρτύρων. Είχαν ανάγκη όμως ταπεινής, ειλικρινούς και μαθητικής διάθεσης, για να εξετάσουν τις αξιώσεις του Κυρίου για το μεσσιακό αξίωμα υπό το φως των καταπληκτικών θαυμάτων του και της καθαρότητας και πνευματικότητας της διδασκαλίας του (ο).
(3) «Αφού αύξησε την κατηγορία αυτού που λέχθηκε και ονόμασε αυτό βλασφημία και τον καταδίκασε προκαταβολικά και έγινε ήδη δρόμος και για τους άλλους στο να τον καταδικάσουν, λοιπόν, αφού ήταν φανερό το πλημμέλημα, αναγκάζει και αυτούς να αποφασίσουν» (Ζ).
Ματθ. 26,66 τί ὑμῖν δοκεῖ(1); οἱ δὲ ἀποκριθέντες εἶπον· ἔνοχος θανάτου ἐστί(2).
Ματθ. 26,66 Λοιπόν τι γνώμη έχετε; Εκείνοι δε αποκριθέντες όλοι μαζί είπαν• είναι ένοχος να καταδικασθή εις θάνατον.
(1) «Δεν εκδίδει την απόφαση από μόνος του, αλλά την ζητά από εκείνους, σαν αυταπόδεικτη για ομολογημένα αμαρτήματα και βλασφημία» (Χ), «σχεδόν εξαναγκάστηκαν και εκβιάστηκαν να εκδώσουν την απόφαση» (Κ).
(2) «Οι ίδιοι κατηγορούν, οι ίδιοι καταδικάζουν, οι ίδιοι αποφασίζουν, όλα έγιναν οι ίδιοι τότε» (Χ). «Αυτό ακριβώς που ήθελαν, αυτό και αποφάσισαν. Από διεφθαρμένη λοιπόν γνώμη, διεφθαρμένη και η απόφαση» (Ζ). Και ο Ιωσήφ μαζί με το Νικόδημο; Είτε η γενική του συνεδρίου κατακραυγή έπνιξε τις ασθενείς αντιρρήσεις και αρνήσεις τους είτε δεν προσήλθαν στη νυχτερινή αυτή συνεδρία και δεν έδωσαν τη συγκατάθεσή τους. Το πρώτο φαίνεται πιθανότερο σύμφωνα με το Λουκά κγ 51 (ο).
Ματθ. 26,67 τότε(1) ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον(2) αὐτοῦ καὶ ἐκολάφισαν(3) αὐτόν, οἱ δὲ(4) ἐῤῥάπισαν(3)
Ματθ. 26,67 Τότε έπτυσαν αυτόν στο πρόσωπον και τον εκτύπησαν στον τράχηλον, άλλοι δε τον ερράπισαν
(1) Σαν να μην ήταν καμία ύβρις άδικη για αυτόν (b).
(2) «Σε ποιο πρόσωπο ποια ατιμία προξένησαν» (Ζ). «Στο πρόσωπο εκείνο το οποίο η θάλασσα βλέποντάς το, τό σεβάστηκε, το οποίο όταν το αντίκρισε επάνω στο σταυρό ο ήλιος έκρυψε τις ακτίνες του, το πρόσωπο εκείνο έφτυναν και ράπιζαν και χτυπούσαν στο κεφάλι, γεμάτοι με κάθε αφθονία από τη μανία τους» (Χ). Αυτό υπενθυμίζει το Ησαΐου ν 6 «το πρόσωπό μου δεν το απέστρεψα από την αισχύνη των εμπτυσμάτων».
(3) «Κολαφισμός μεν είναι το χτύπημα στον τράχηλο με ανοιχτή παλάμη, ώστε να κάνει θόρυβο· ενώ ράπισμα είναι το χτύπημα κατά του προσώπου» (Ζ). Ή, κόλαφος στη δωρική= κόνδυλος στην αττική διάλεκτο που δηλώνει τόσο τη γροθιά όσο και το ράπισμα (δ). «Του κατέφεραν τα πιο υβριστικά από όλα τα πλήγματα, κολαφίζοντας, ραπίζοντας και στα χτυπήματα αυτά πρόσθεταν και τον εξευτελισμό των φτυσιμάτων» (Χ).
(4) Αυτοί που τον έφτυσαν και τον κολάφισαν ήταν μέλη του συνεδρίου πιθανότατα, ενώ αυτοί που τον ραπίζουν τώρα και τον εμπαίζουν και τον διακωμωδούν είναι οι υπηρέτες και οι στρατιώτες, στους οποίους μετά το πέρας της συνεδρίασης του συνεδρίου παραδόθηκε ο Ιησούς.
Ματθ. 26,68 λέγοντες(1)· προφήτευσον(2) ἡμῖν Χριστέ, τίς ἐστιν ὁ παίσας σε;
Ματθ. 26,68 λέγοντες• προφήτευσε σε μας, Χριστέ, ποιός είναι εκείνος που σε κτύπησε;
(1) «Επίσης και λόγια ξεστόμιζαν γεμάτα διακωμώδηση, λέγοντας· Προφήτευσε… επειδή προφήτη τον έλεγαν οι πολλοί» (Χ).
(2) «Τον περιγελούσαν ως ψευδοπροφήτη. Το έκαναν αυτό αφού κάλυψαν με ρούχο το πρόσωπό του ώστε να μην βλέπει, όπως είπαν ο Μάρκος και ο Λουκάς» (Ζ), «έτσι λοιπόν τα έκαναν αυτά» (Χ). Μπορεί όμως αυτό να έγινε και την ώρα που ο Χριστός ήταν ακάλυπτος, οπότε το ερώτημα έμπαινε ως προς το όνομα αυτού που ράπιζε, εφ όσον αυτοί που κακοποιούν ήδη τον Ιησού ήταν πρόσωπα τελείως άγνωστα σε αυτόν (L). Νομίζουν ότι ήδη θριάμβευσαν κατά του θύματός τους. Πόσο όμως απατώνται!
«Αυτοί μεν νόμιζαν ότι είχαν νικήσει, οι ίδιοι όμως προπαντός και ντροπιάστηκαν και ηττήθηκαν και χάθηκαν. Ενώ αυτός που φαινόταν ότι νικιέται, αυτός κατ’ εξοχήν και έλαμψε και νίκησε κατά κράτος» (Κ).
Η άρνηση του Πέτρου (κστ 69-75)
Ματθ. 26,69 Ὁ δὲ Πέτρος ἔξω ἐκάθητο ἐν τῇ αὐλῇ(1)· καὶ προσῆλθεν αὐτῷ μία παιδίσκη(2) λέγουσα· καὶ σὺ ἦσθα(3) μετὰ Ἰησοῦ τοῦ Γαλιλαίου.
Ματθ. 26,69 Ο δε Πέτρος εκάθητο έξω εις την αυλήν και τον επλησίασε εκεί μία μικρά δούλη, η οποία του είπε• “και συ ήσουν μαζί με τον Ιησού τον Γαλιλαίον”.
(1) Στην εσωτερική αυλή του ανακτόρου, και έξω από την αίθουσα, όπου είχε συναχθεί το συνέδριο. Η άρνηση του Πέτρου από μεν τον Ματθαίο και τον Μάρκο αναφέρεται μετά το τέλος της δίκης, ενώ από τον Λουκά και τον Ιωάννη πριν από αυτήν. Αναμφίβολα έλαβε χώρα κατά τη διάρκειά της (ο).
(2) Ο πειρασμός δεν ήταν μεγάλος, εάν αποβλέψουμε σε μόνη εκείνη, η οποία απευθύνει το ερώτημα. Ήταν όμως πολύ μεγαλύτερος, εάν δούμε σε όλους, όσοι ήταν εκεί παρόντες (b).
(3) =Ως μαθητής και οπαδός (δ).
Ματθ. 26,70 ὁ δὲ ἠρνήσατο(1) ἔμπροσθεν αὐτῶν πάντων(2) λέγων· οὐκ οἶδα τί λέγεις(3).
Ματθ. 26,70 Αυτός δε ηρνήθη εμπρός εις όλους εκείνους λέγων• “δεν ξέρω τι λες”.
(1) «Τι καινούργια και παράδοξα πράγματα! Όταν μεν είδε να συλλαμβάνεται μόνο ο διδάσκαλος, έβραζε τόσο πολύ, ώστε απέσπασε το μαχαίρι… όταν όμως ήταν περισσότερο φυσικό να αγανακτήσει και να ανάψει και να εξοργιστεί, ακούγοντας τέτοιου είδους κακολογίες, τότε γίνεται αρνητής. Αλλά όμως ο μαθητής, ηττημένος από το φόβο, όχι μόνο δεν δείχνει αγανάκτηση, αλλά και αρνείται και δεν αντέχει την απειλή ενός κοριτσιού ταλαίπωρου και ασήμαντου» (Χ).
Είχε επιδείξει ο Πέτρος θάρρος κατά τη σύλληψη του διδασκάλου του και μετά την επίθεσή του κατά του δούλου του αρχιερέα ήταν πολύ τολμηρό να μπει στο σπίτι του αρχιερέα. Αλλά ήδη δεν ήταν προετοιμασμένος για το είδος του πειρασμού που τον περίμενε (p). «Μια αδύναμη υπηρετριούλα τον φόβισε, επειδή εγκαταλείφθηκε από τη θεία χάρη» (Ζ).
(2) Περίπτωση πολύ επιβαρυντική (F). Η απάντηση του Πέτρου, όπως αναφέρεται από τους διάφορους ευαγγελιστές, διαφέρει μεν στον καθέναν από αυτούς στις λέξεις, όχι όμως και στην έννοια, η οποία είναι σε όλους η ίδια (ο).
(3) =Δεν καταλαβαίνω τι θες να πεις με τα λόγια σου (δ).
Ματθ. 26,71 ἐξελθόντα δὲ αὐτὸν εἰς τὸν πυλῶνα(1) εἶδεν αὐτὸν ἄλλη(2) καὶ λέγει αὐτοῖς· ἐκεῖ(3) καὶ οὗτος ἦν μετὰ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου.
Ματθ. 26,71 Όταν δε εξήλθε εις την θολωτήν μεγάλην πόρτα της αυλής, τον είδε μία άλλη δούλη και είπεν εις αυτούς• “εκεί και αυτός ήτο μαζί με τον Ιησούν τον Ναζωραίον”.
(1) «Βγήκε όχι έξω από τον πυλώνα, αλλά στον πυλώνα, δηλαδή στο προαύλιο, όπως είπε ο Μάρκος» (Ζ). Εδώ σημαίνει το μπροστινό μέρος της οικίας, όπου μέσω της πύλης μπαίνει κάποιος σε αυτήν (g). Ο Πέτρος θέλει να αποφύγει αυτούς που είναι στην αυλή και ήλθε στον πυλώνα (δ). Η φυγή από τον πειρασμό, όταν αυτή γίνεται πολύ αργά, συνεπάγεται νέο κίνδυνο (b).
(2) Ο Μάρκος λέει, ότι η ίδια γυναίκα η θυρωρός η οποία για δεύτερη φορά προκάλεσε τον Πέτρο (p). Άλλη, αλλά συγχρόνως και η πρώτη, η οποία υποκίνησε αυτήν την άλλη, καθώς και κάποιον άνδρα που στεκόταν εκεί δίπλα (b).
(3) Αυθεντική γραφή που προσαρμόζεται μάλλον με τα συμφραζόμενα «καὶ λέγει τοῖς ἐκεῖ· καὶ οὗτος…».
Ματθ. 26,72 καὶ πάλιν ἠρνήσατο μεθ᾿ ὅρκου(1) ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον(2).
Ματθ. 26,72 Και πάλιν ηρνήθη με όρκον ότι “δεν γνωρίζω τον άνθρωπον”.
(1) «Όχι μόνο αρνήθηκε αλλά και με όρκο» (Ζ).
(2) Σαν ο Πέτρος να μην γνώριζε ούτε το όνομα του Ιησού (b).
Ματθ. 26,73 μετὰ μικρὸν δὲ προσελθόντες οἱ ἑστῶτες(1) εἶπον τῷ Πέτρῳ· ἀληθῶς καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ(2)· καὶ γὰρ ἡ λαλιά(3) σου δῆλόν σε ποιεῖ.
Ματθ. 26,73 Έπειτα από ολίγον επλησίασαν τον Πέτρο εκείνοι, που εστέκοντο εις την αυλήν και του είπαν• “χωρίς αμφιβολίαν και συ είσαι ένας από αυτούς, διότι και η προφορά σου σε φανερώνει”.
(1) Οι υπηρέτες που στέκονταν στα πρόθυρα και άλλοι (δ).
(2) Ενεστώτας. Ο πειρασμός αυξάνει. Προηγουμένως είπαν στον Πέτρο. Ήσουν. Τώρα είσαι (b).
(3) Διότι είχαν κάποιο ιδιαίτερο γνώρισμα στην ενδυμασία τους οι Γαλιλαίοι, αλλά και κάποια ιδιώματα στη διάλεκτο» (Ζ). Η λέξη λαλιά μπορεί να σημαίνει και την προφορά, καθώς και τα ιδιώματα της διαλέκτου (L). Οι ιδιωματισμοί της προφοράς των Γαλιλαίων γελοιοποιούνται στο Ταλμούδ (S). Οι Γαλιλαίοι μπέρδευαν τα λαρυγγικά γράμματα και τα πρόφεραν κακώς (δ). Λαλιά εδώ είναι η διάλεκτος, η προφορά των λέξεων, ο τρόπος που προφέρει κάποιος τις λέξεις (g).
Ματθ. 26,74 τότε ἤρξατο καταθεματίζειν(1) καὶ ὀμνύειν ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον· καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησε(2).
Ματθ. 26,74 Τότε ήρχισε αυτός να καταριέται και να ορκίζεται ότι• “δεν γνωρίζω τον άνθρωπον”. Και αμέσως λάλησε ο πετεινός.
(1) «Καταθεματίζω είναι το αναθεματίζω» (Ζ). Δεν είναι το κατάθημα επίταση του ανάθεμα όπως ο Οικουμένιος λέει στο Πράξεις κγ 12 («νομίζουμε λοιπόν ότι αυτή η λέξη, το κατάθεμα, λέγεται πολλές φορές για επίταση. Διότι πράγματι αυτό δεν ανατίθεται (=αφιερώνεται) στο διάβολο, αλλά κατατίθεται σε αυτόν αφού υποτάσσεται σε αυτόν και καταδικάζεται μαζί του») αλλά μάλλον είναι σχηματισμός που προήλθε από αποκοπή δημώδη (κατ(αν)άθεμα) (δ)= με τις χειρότερες κατάρες καταριέμαι, βαριά καταριέμαι (g).
Εδώ η έννοια είναι: επικαλούνταν ο Πέτρος πάνω στον εαυτό του κατάρα, εάν η βεβαίωση «την οποία παρείχε, δεν ήταν αληθινή» (a).
(2) Ο Μάρκος λέει· «για δεύτερη φορά λάλησε ο πετεινός. Και αυτό είναι πάρα πολύ και αληθινό και σύμφωνο. Διότι, επειδή σε κάθε μετακίνηση ο πετεινός συνήθιζε να φωνάζει και τρεις και τέσσερις φορές, θέλοντας ο Μάρκος να δηλώσει ότι η φωνή δεν τον συγκράτησε ούτε τον έκανε να θυμηθεί, λέει αυτό. Επομένως και τα δύο είναι αληθινά. Διότι πριν ακόμη να συμπληρώσει την πρώτη μετακίνηση ο πετεινός, έκανε την τρίτη άρνηση» (Χ). Με άλλα λόγια η δεύτερη φωνή του πετεινού δεν έγινε σε ώρα που απείχε από την πρώτη φωνή, αλλά ήταν φωνή του ίδιου λαλήματος, όπως λέμε κοινώς. Κάθε λάλημα του πετεινού αποτελείται από συνεχείς και επανειλημμένες εκφωνήσεις.
Ματθ. 26,75 καὶ ἐμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ ῥήματος Ἰησοῦ εἰρηκότος αὐτῷ ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με· καὶ ἐξελθὼν ἔξω(1) ἔκλαυσε πικρῶς(2).
Ματθ. 26,75 Τότε θυμήθηκε ο Πέτρος τον λόγον του Ιησού, ο όποιος του είχε πη• “πριν ο αλέκτωρ λαλήσει τρεις φορές συ θα με απαρνηθής”. Και εξελθών έξω από την αυλήν έκλαυσε πικρά.
(1) Δεν «τολμούσε να κλάψει φανερά, για να μην κατηγορηθεί, με τα δάκρυα» (Χ). Και «βγήκε έξω φοβούμενος, μήπως κλαίγοντας συλληφθεί και αυτός» (Ζ).
(2) «Έκλαψε όχι απλά, αλλά πικρά» (Ζ). Τα δάκρυα είναι πικρά ή γλυκά, ανάλογα με τη συγκίνηση από την οποία προέρχονται (b).
Ματθ. 27,1 Πρωΐας(1) δὲ γενομένης συμβούλιον ἔλαβον πάντες(2) οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ κατὰ τοῦ Ἰησοῦ ὥστε θανατῶσαι αὐτόν·
Ματθ. 27,1 Όταν δε έγινε πρωί έκαμαν συμβούλιο όλοι οι πρεσβύτεροι του λαού εναντίον του Ιησού, δια να εύρουν αιτίαν, ώστε να τον θανατώσουν.
(1) Από πολλές απόψεις η συνεδρίαση της νύχτας μπορεί να θεωρηθεί ως η σπουδαιότερη, διότι σε αυτήν τα πάντα αποφασίστηκαν. Γι αυτό ο Ματθαίος και ο Μάρκος δίνουν σε αυτήν την πρώτη θέση. Η πρωινή όμως συνεδρία ήταν η επίσημη και έγκυρη. Γι αυτό και ο Λουκάς αυτήν και μόνο μνημονεύει (p). Σύμφωνα με τη Μίσνα και την Τοσεφτά (Sanh. IV) οι υποθέσεις που συνεπάγονταν ως ποινή το θάνατο, έπρεπε να εκδικάζονται σε καιρό ημέρας και σε ημέρα έπρεπε να δημοσιεύονται οι αποφάσεις για αυτές (L).
(2) Η συνεδρία αυτή ήταν πληρέστερη της νυχτερινής διότι σε αυτήν προσήλθαν όλα τα μέλη του συνεδρίου.
(3) Μάλλον με την έννοια του: με σκοπό να τον θανατώσουν. Ο σκοπός δηλαδή του συμβουλίου αυτού ήταν πώς θα εκτελούνταν η ποινή (δ). «Δες τον διάβολο πώς όλους τους τούς κυρίευσε τέτοιες μέρες πείθοντάς τους να φονεύουν, σε μέρες που έπρεπε να κάνουν θυσίες και προσφορές και αγνότητα και κάθαρση» (Θφ).
Ματθ. 27,2 καὶ δήσαντες(1) αὐτὸν ἀπήγαγον καὶ παρέδωκαν αὐτὸν Ποντίῳ Πιλάτῳ τῷ ἡγεμόνι(2).
Ματθ. 27,2 Και αφού τον έδεσαν, τον έσυραν από εκεί και τον παρέδωσαν στον Πόντιον Πιλάτο, τον Ρωμαίο ηγεμόνα.
(1) Είχε δεθεί στον κήπο και ο Άννας είχε στείλει αυτόν δεμένο στον Καϊάφα (Ιω. ιη 12,24). Αλλά κατά τη διάρκεια όλης αυτής της μακράς ανάκρισης και διαδικασίας είχε λυθεί. Αμέσως όμως μόλις την επομένη εξαγγέλθηκε επίσημα η απόφαση και για επίσπευση της εκτέλεσής της θα στελνόταν στον Πιλάτο, δέθηκε και πάλι (p).
(2) Ή, επίτροπο της Ρώμης (δ). Ο Πόντιος Πιλάτος είχε διοριστεί επίτροπος της επαρχίας της Ιουδαίας το 26 μ.Χ. και ανακλήθηκε το 36 μ.Χ. (S). Μόνος ο Πιλάτος είχε εξουσία ζωής και θανάτου, αυτό που αλλιώς ονομαζόταν jus gladii (=το δίκαιον του ξίφους) και μόνο εάν αυτός επικύρωνε την απόφαση, θα γινόταν αυτή εκτελεστή.
Ματθ. 27,3 Τότε ἰδὼν Ἰούδας(1) ὁ παραδιδοὺς(2) αὐτὸν ὅτι κατεκρίθη(3), μεταμεληθεὶς(4) ἀπέστρεψε(5) τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς πρεσβυτέροις
Ματθ. 27,3 Τότε ο Ιούδας, ο οποίος τον είχε παραδώσει, όταν είδε ότι ο Ιησούς κατεδικάσθη από το συνέδριον, κατελήφθη από μεταμέλειαν και σαν να ησθάνετο αβάστακτον βάρος δια τα τριάκοντα αργύρια, τα έδωσε πίσω στους αρχιερείς και πρεσβυτέρους
(1) Ο ευαγγελιστής έχει πρόθεση να γίνει το οικτρό τέλος του Ιούδα μάθημα διδακτικό, συγχρόνως όμως να δειχτεί η εμμονή στο κακό των Ιουδαίων αρχόντων, οι οποίοι τη στιγμή που ο προδότης αναγνωρίζει την αδικία, αυτοί συντελούν αυτήν (L). Κανείς άλλος από τους ευαγγελιστές δεν διηγείται το τραγικό αυτό επεισόδιο (F). Πότε έλαβε χώρα αυτό μόνο με εικασία μπορούμε να ορίσουμε. Δεν είναι πιθανόν, ότι η δίκη και καταδίκη του Κυρίου στο μέγαρο του Καϊάφα να προκάλεσε τις τύψεις του προδότη. Μάλλον όταν οδηγήθηκε μπροστά στον Πιλάτο ο Κύριος και καταδικάστηκε στο να σταυρωθεί, τότε θα αφυπνίστηκε η συνείδηση του ξεπεσμένου μαθητή (ο).
(2) Η μετοχή του ενεστώτα αντί για ουσιαστικό (δ).
(3) Ο Ιούδας, ο οποίος ήθελε να δει το τέλος, όπως ο Πέτρος υπό το κράτος τελείως διαφορετικών συναισθημάτων, πείστηκε, όταν είδε τον Ιησού να σύρεται δέσμιος, ότι ο θάνατός του ήταν αναπόφευκτος. Είτε διότι εξ’ αρχής δεν είχε προβλέψει ότι τα πράγματα θα εξελίσσονταν μέχρι τέτοιου σημείου, είτε διότι η θέα του Ιησού κακοποιημένου και οδηγούμενου στο θάνατο συγκίνησε την ψυχή του, μεταμελήθηκε (L).
(4) «Αργά και με βραδύτητα έγινε αυτοκατάκριτος» (Χ).
«Έπρεπε πριν την προδοσία να μεταμεληθεί. Αλλά τέτοιος είναι ο διάβολος. Πριν μεν την αμαρτία δεν αφήνει να δει το κακό, για να μην γίνει μετάνοια· αφού όμως ολοκληρωθεί η αμαρτία, αφήνει να δει, για να λυπήσει και να οδηγήσει στην απόγνωση» (Ζ).
«Μεταμελήθηκε επειδή το πράγμα κατέληξε διαφορετικό από ό,τι υπολόγιζε» (Θφ). Είναι αξιοσημείωτο ότι ο ευαγγελιστής δεν χρησιμοποιεί το ρήμα μετανόησε το οποίο συνήθως εκφράζει μετάνοια ειλικρινή. Μεταμελήθηκε σημαίνει εδώ επιπόλαιη μεταβολή. Ο Ιούδας αισθάνθηκε απλώς τύψεις συνειδήσεως (F). Η μεταμέλειά του υπήρξε όμοια με αυτήν του Σαούλ και πολλών άλλων, μεταμέλεια για αδικία εν όψει των αμέσων της συνεπειών, όχι όμως και μίσος της αμαρτίας για αυτήν την ίδια, όπως φέρνει η αληθινή μετάνοια (ο).
(5) Άλλη γραφή: έστρεψεν, το οποίο δεν χρησιμοποιείται αλλού στην Κ.Δ. με ενεργητική έννοια. Δες και Ησ. λη 8 (a).
Ματθ. 27,4 λέγων· ἥμαρτον(1) παραδοὺς αἷμα(2) ἀθῷον(3). οἱ δὲ εἶπον· τί πρὸς ἡμᾶς(4); σὺ ὄψει(5).
Ματθ. 27,4 λέγων• “ημάρτησα, διότι παρέδωσα αίμα αθώον”. Εκείνοι δε είπον• “και τι μας μέλει εμάς; Συ θα δώσης λόγον δι' αυτό”.
(1) Έτσι και στον άδη και οι κατάκριτοι θα αισθάνονται (b). «Και ο Ιούδας λέγοντας, ότι αμάρτησα παραδίδοντας αίμα αθώο, μαρτύρησε ότι άδικα πεθαίνει, και οι Ιουδαίοι λέγοντας, τι μας νοιάζει εμάς; δικό σου θέμα είναι αυτό, συμφώνησαν με την μαρτυρία αυτού και η αλήθεια από τους εχθρούς ομολογήθηκε» (Ζ).
(2) Εξυπακούεται: «για να χυθεί» (Ζ). Παρέδωσα για να χυθεί το αίμα.
(3) Αφού κατά τρόπο οικτρό καλύφθηκε μέσα στο ίδιο του το σκοτάδι δεν αναγνωρίζει πλέον τον Ιησού ως Μεσσία (b).
(4) Σημείωσε πώς προσπερνούν απαρατήρητα το ζήτημα της αθωότητας του θύματός τους (b). «δεν σταματούν (οι Ιουδαίοι) νωρίτερα, μέχρις ότου ολοκληρώσουν την αμαρτία. Διότι η μεν αμαρτία του Ιούδα ήδη ολοκληρώθηκε, διότι ήταν η προδοσία· εκείνων όμως όχι ακόμη» (Χ).
(5) Οι ασεβείς, παρόλο που συνεταιρίζονται στην επιτέλεση εγκλημάτων, εγκαταλείπουν τους συντρόφους τους, όταν αυτά συντελεστούν. Οι αγαθοί, παρόλο που δεν παίρνουν μέρος σε εγκλήματα, προσπαθούν μετά το έγκλημα να σώσουν την ψυχή του ενόχου (b). Συ όψει= Εσύ θα δεις, δικό σου μέλημα θα είναι· δική σου φροντίδα θα είναι (g), δικός σου λογαριασμός, όπως θα λέγαμε.
«Το να πουν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι, εσύ θα δεις, είναι μέγιστη κατηγορία για αυτούς. Και με αυτό φαίνονται να μαρτυρούν την τόλμη και την παρανομία. Οπότε, κρίνουν μεν αυτόν (τον Ιούδα), μεθυσμένοι όμως από το πάθος δεν θέλησαν να απομακρυνθούν από το σατανικό εγχείρημα» (Σχ). Καμία συμπάθεια προς αυτόν από τους αρχιερείς και πρεσβυτέρους. Αγαπούσαν αυτοί την προδοσία αλλά όχι και τον προδότη (ο).
Ματθ. 27,5 καὶ ῥίψας τὰ ἀργύρια(1) ἐν τῷ ναῷ(2) ἀνεχώρησε, καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο(3).
Ματθ. 27,5 Και αφού έριψεν με αγανάκτησιν τα αργύρια στον ναόν, έφυγε απελπισμένος και επήγε και εκρεμάσθη.
(1) «Κατανοήστε (οι φιλάργυροι) τι έπαθε εκείνος· πώς και τα χρήματα έχασε και την αμαρτία διέπραξε· πώς και τη φιλαργυρία δεν απόλαυσε και την ψυχή του έχασε. Διότι τέτοια είναι η τυραννία της φιλαργυρίας. Ούτε το αργύριο χάρηκε, ούτε την παρούσα ζωή, ούτε τη μέλλουσα· αλλά τα έχασε όλα μαζί, και αφού πήρε πονηρή δόξα από αυτούς τους ίδιους, έτσι απαγχονίστηκε» (Χ).
(2) Ναός κυριολεκτικά σημαίνει θυσιαστήριο. Μπορεί όμως να σημαίνει και τα κτίσματα γύρω από το θυσιαστήριο (L). Ήταν λοιπόν ο Ιούδας τότε στο ιερό, μαζί με τους αρχιερείς και τους πρεσβυτέρους (b).
(3) «Διότι δεν άντεξε τη συνείδησή του να τον μαστιγώνει» (Χ). Η ίδια φράση χρησιμοποιείται στο Β΄ Βασ. ιζ 23 από τους Ο΄ και για τον Αχιτόφελ (b), τον φίλο προδότη του Δαβίδ. «Το ότι μεν εξομολογήθηκε την αμαρτία ενώπιον όλων και το ότι έριξε τα αργύρια είναι δείγματα μεταμέλειας· το ότι όμως απαγχονίστηκε είναι δείγμα απόγνωσης. Διότι αναγνώρισε μεν το κακό και μεταμελήθηκε και εξομολογήθηκε· δεν ζήτησε όμως συγγνώμη από αυτόν που μπορούσε να δώσει αυτήν… Έπρεπε λοιπόν να καταφύγει στον ανεξίκακο· αυτός όμως κατέφυγε μάλλον στο θάνατο για να απαλλαχτεί γρηγορότερα από την αξιοκατάκριτη και επώδυνη ζωή» (Ζ).
«Επειδή δεν άντεχε τους ελέγχους που θα αντιμετώπιζε ύστερα, βγάζει τον εαυτό του από τη ζωή» (Θφ).
«Εσύ όμως πρόσεξε, σε παρακαλώ, την αλήθεια παντού να λάμπει, και με αυτά που οι αντίθετοι κάνουν και παθαίνουν. Διότι και αυτό το ίδιο το τέλος του προδότη ράβει τα στόματα εκείνων που τον κατέκριναν και δεν τους επιτρέπει να έχουν ούτε το παραμικρό ίχνος δικαιολογίας» (Χ).
Ως προς την συμφωνία της αφήγησης του Ματθαίου με τις πληροφορίες στο Πράξεις α 18, σημειώνουμε, ότι ο μεν Ματθαίος αναφέρει το είδος του θανάτου του Ιούδα, ενώ οι Πράξεις τον τρόπο με τον οποίο πέθανε αυτός (ο).
Ματθ. 27,6 οἱ δὲ ἀρχιερεῖς λαβόντες τὰ ἀργύρια εἶπον· οὐκ ἔξεστι(1) βαλεῖν αὐτὰ εἰς τὸν κορβανᾶν(2), ἐπεὶ τιμὴ αἵματός(3) ἐστι(4).
Ματθ. 27,6 Οι δε αρχιερείς επήραν τα αργύρια και είπαν• “δεν επιτρέπεται να τα βάλωμε στο ταμείον του ναού, διότι είναι τιμή αίματος, το οποίον μετ' ολίγον θα χυθή”.
(1) Ο κορβανάς θα βεβηλωνόταν εάν ριχνόταν σε αυτόν δώρο από ακάθαρτη προέλευση σύμφωνα με το Δευτερον. κγ 19 (L). Σωστά κρίνουν. Όφειλαν όμως να προχωρήσουν και παραπέρα και να εξετάσουν εάν η διαγωγή τους στην υπόθεση αυτή δεν ήταν περισσότερο αξιόμεμπτη ενώπιον του δίκαιου και άγιου Θεού. Και εδώ παρουσιάζονταν να διυλίζουν τον κώνωπα και να καταπίνουν την κάμηλο (ο).
(2) Ή «Κορβανάς ήταν το θησαυροφυλάκιο του ναού, το δωροδοχείο. Νομίζω ότι είναι αυτό που λεγόταν γαζοφυλάκιο» (Ζ). Ή είναι Αραμαϊκός τρόπος έκφρασης. Χρησιμοποιείται στο Ιωσήπου Ιουδ. Πόλ. 2,9,4 «τον ιερό θησαυρό, που ονομάζεται κορβανάς»= κατ’ εξοχήν αυτά που προσφέρονταν (a). Μάλλον η πρώτη εκδοχή πιο επιτυχής.
(3) «Πληρωμή φόνου» (Ζ). Αμοιβή για φόνο που έγινε (g).
(4) «Είδες και πάλι εδώ, ότι κατακρίνονται από τη συνείδησή τους; Διότι επειδή γνώριζαν, ότι είχαν αγοράσει τον φόνο, δεν έβαλαν στον κορβανά, αλλά αγόρασαν τον αγρό του κεραμέως για να θάβουν τους ξένους» (Χ).
Ματθ. 27,7 συμβούλιον δὲ λαβόντες(1) ἠγόρασαν ἐξ αὐτῶν τὸν ἀγρὸν(2) τοῦ κεραμέως(3) εἰς ταφὴν τοῖς ξένοις(4)·
Ματθ. 27,7 Αφού δε έκαμαν συμβούλιον ηγόρασαν με αυτά τον αγρόν του κεραμιδά, ως τόπον ταφής των ξένων.
(1) «Ούτε κάνουν αυτό έτσι απλά, αλλά αφού έκαναν συμβούλιο, και παντού ενεργούν έτσι, ώστε κανείς να μην είναι αθώος του τολμήματος, αλλά να είναι όλοι υπεύθυνοι» (Χ).
(2) Το άρθρο δηλώνει, ότι ο αγρός ήταν πασίγνωστος ως τέτοιος (b).
(3) Ίσως κάποιος κεραμιδάς χρησιμοποίησε αυτόν για εξαγωγή αργίλλου κατάλληλου για την εργασία του (b). Ή, ιδιοκτήτης του ήταν κάποιος κεραμιδάς (δ).
(4) Των εθνικών; Δεν βλέπει κάποιος όμως γιατί το συνέδριο θα απασχολούνταν με την ταφή των μη Ιουδαίων η οποία αφορούσε μάλλον την ρωμαϊκή εξουσία. Μάλλον πρόκειται για τους μη ντόπιους Ιουδαίους, οι οποίοι πέθαιναν ως ταξιδιώτες διαβαίνοντας από τα Ιεροσόλυμα (L), για τους παρεπιδημούντες στα Ιεροσόλυμα Ιουδαίους και τους προσήλυτους, για τους οποίους απέμενε το συνέδριο να φροντίσει (δ).
Ματθ. 27,8 διὸ ἐκλήθη ὁ ἀγρὸς ἐκεῖνος ἀγρὸς αἵματος(1) ἕως τῆς σήμερον(2).
Ματθ. 27,8 Γι' αυτό και ο αγρός εκείνος έχει ονομασθή μέχρι σήμερα “αγρός αίματος”.
(1) Αγρός που αγοράστηκε με τιμή αίματος (g,δ).
(2) Ο Ματθαίος έγραψε κάποιο χρόνο μετά την αγορά αυτήν (b).
«Έγινε όμως και αυτό μαρτυρία εναντίον τους και έλεγχος της προδοσίας. Διότι το όνομα του μέρους διακήρυττε σε όλους την δολοφονία τους λαμπρότερα και από σάλπιγγα… Διότι εάν τα έβαζαν στον κορβανά, δεν θα γινόταν τόσο ολοφάνερο το πράγμα· αυτοί όμως με το να αγοράσουν αγρό, έκαναν φανερό το παν και στις μετέπειτα γενιές» (Χ).
Ματθ. 27,9 τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἱερεμίου(1) τοῦ προφήτου λέγοντος(2)· καὶ ἔλαβον(3) τὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὴν τιμὴν τοῦ τετιμημένου(4) ὃν ἐτιμήσαντο ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ(5),
Ματθ. 27,9 Τότε εξεπληρώθη αυτό που είχε λεχθεί δια του προφήτου Ιερεμίου, ο όποιος έλεγε• και έλαβον τα τριάκοντα αργύρια, την τιμήν του ανεκτιμήτου, τον οποίον μερικοί από τους υιούς Ισραήλ τόσον είχαν εκτιμήσει,
(1) «Αυτό δεν γράφεται στο βιβλίο του Ιερεμία που διαβάζεται» (Ζ). Η παράθεση είναι προφανώς από το Ζαχαρίου ια 12. Λύσεις που προτάθηκαν:
1) Υποστήριξαν κάποιοι παλαιότεροι σύμφωνα με τον Αυγουστίνο, ότι δεν έχουν όλοι οι κώδικες των ευαγγελίων τη φράση «τὸ ῥηθὲν διὰ Ἱερεμίου τοῦ προφήτου», αλλά μόνο «διὰ τοῦ προφήτου». Ο Αυγουστίνος όμως δεν αποδέχεται αυτό, διότι στους περισσότερους από τους κώδικες υπήρχε.
2) «Στο απόκρυφο βιβλίο του Ιερεμίου γράφεται» αυτό (Ζ,Ω). Η παράθεση δηλαδή γίνεται από απόκρυφο σύγγραμμα που φέρεται στο όνομα του Ιερεμία (S). Οι πιο συντηρητικοί κριτικοί δεν βρίσκουν ορθό το να παραθέτει ο θεόπνευστος συγγραφέας από απόκρυφη πηγή (L). 3) Άλλοι εισηγούνται, ότι η παράθεση έγινε από χαμένο σύγγραμμα του Ιερεμίου ή από τα λόγια του που σώζονται στην παράδοση· άλλοι ότι το δεύτερο μέρος του βιβλίου του Ζαχαρίου ήταν κατ’ αρχάς ανώνυμο και αποδιδόταν από κάποιους στον Ιερεμία κλπ. (p). Η πιο πιθανή εκδοχή: Και ο Ιερεμίας (λθ 7-10 «κτῆσαι σεαυτῷ τὸν ἀγρόν μου… καὶ ἔστησα τὸ ἀργύριον ἐν ζυγῷ. (=αγόρασε και πάρε ιδικόν σου αυτόν τον αγρόν… και εζύγισα το αργύριον εις ζυγόν) και στο ιη 2 «ἀνάστηθι, καὶ κατάβηθι εἰς οἶκον τοῦ κεραμέως, καὶ ἐκεῖ ἀκούσῃ τοὺς λόγους μου» (=Σηκω και κατέβα στο εργαστήριον του αγγειοπλάστου και εκεί θα ακούσης τους λόγους μου) κάνει λόγο για αγορά αγρού και για πληρωμή αργυρίου και για οίκο κεραμέως και ο ιερός ευαγγελιστής την από τον Ζαχαρία παράθεση τη συνδύασε με τις παραπάνω φράσεις του Ιερεμία.
(2) Πρόκειται για ελεύθερη μετάφραση του εβραϊκού πρωτοτύπου που παρουσιάζει διαφορές με τους Ο΄(p). Σύμφωνα με τους Ο΄:
«καὶ ἐρῶ πρὸς αὐτούς· εἰ καλὸν ἐνώπιον ὑμῶν ἐστι, δότε στήσαντες τὸν μισθόν μου ἢ ἀπείπασθε· καὶ ἔστησαν τὸν μισθόν μου τριάκοντα ἀργυροῦς καὶ εἶπε Κύριος πρός με· κάθες αὐτοὺς εἰς τὸ χωνευτήριον, καὶ σκέψαι εἰ δόκιμόν ἐστιν, ὃν τρόπον ἐδοκιμάσθην ὑπέρ αὐτῶν. Καὶ ἔλαβον τοὺς τριάκοντα ἀργυροῦς καὶ ἐνέβαλον αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον Κυρίου εἰς τὸ χωνευτήριον.
(=Και θα είπω προς αυτούς• Εάν και σεις το ευρίσκετε καλόν και δίκαιον, ορίσατε και δώσατε τον μισθόν μου, ειδ' άλλως αρνηθήτε. Ωρισαν λοιπόν και επλήρωσαν τον μισθόν μου, ένα ευτελές πόσον, τριάκοντα αργυρούς σίκλους. Είπε τότε ο Κυριος προς εμέ• “ρίξε αυτούς στο χωνευτήριον και εξέτασε να ίδης, εάν είναι γνήσιος ο άργυρος, με τον οποίον εξετιμήθην από αυτούς”. Ελαβα πράγματι τους τριάκοντα αργυρούς σίκλους, τους έρριψα στον οίκον του Κυρίου στο χωνευτήριον).
Ποιό είναι το κείμενο του Ζαχαρίου κατά το εβραϊκό πρωτότυπο;
«Και ο Κύριος είπε σε μένα· ρίξε αυτήν στον κεραμέα, αυτήν την λαμπρή τιμή, στην οποία εκτιμήθηκες από αυτούς. Και πήρα τα τριάντα αργύρια και έριξα αυτά στον οίκο του Κυρίου, στον κεραμέα» (L).
Με άλλα λόγια οι Ο΄ ερμηνεύουν την αντίστοιχη εβραϊκή λέξη χωνευτήριον είτε σημαίνοντας τον κλίβανο (=φούρνο) στον οποίο ο κεραμιδάς (=αγγειοπλάστης) έψηνε τα αγγεία, είτε είχαν διαφορετική γραφή κάποιου κώδικα υπ’ όψη, σύμφωνα με την οποία χρησιμοποιήθηκε λέξη που έμοιαζε στον ήχο με εκείνη την οποία οι Ο΄ μετέφρασαν με το χωνευτήριο, η οποία όμως σημαίνει τον κεραμέα (δ).
Η έννοια του χωρίου: Με τον Ζαχαρία ο Θεός διάλεξε ποιμένα, έτσι ώστε στο όνομά του να ποιμάνει τα πρόβατα Ισραήλ. Αφού διώχτηκε από τους κακούς ποιμένες ο καλός ποιμένας παίρνει εντολή από το Θεό να ζητήσει το μισθό του, εάν θα ήθελαν να δώσουν αυτόν σε αυτόν. Οι κακοί ποιμένες κανονίζουν μισθό γελοίο, τον οποίο ο Θεός διατάσσει σε αυτόν να τον ρίξει στον κεραμέα. Ο ποιμένας αυτός είναι ο τύπος του Ιησού, του οποίου την τιμή η ιουδαϊκή ιεραρχία όρισε σε ποσό ευτελές και ελάχιστο. Η ομοιότητα είναι καταπληκτική και το κείμενο του προφήτη εφαρμόζεται στο συνέδριο ως αυστηρή καταδίκη. Υπήρχε επιπλέον η καταπληκτική σύμπτωση του κεραμέως στο κείμενο του Ζαχαρία και του κεραμέως του αγρού (L).
Ο καλός ποιμένας είναι ο Χριστός. Είχε εκτιμηθεί σε ευτελές ποσό, τριάντα αργύρια, από τους άρχοντες του λαού. Το ποσό αυτό λοιπόν θα ριχνόταν λοιπόν στον κεραμέα ή σύμφωνα με ελαφρά μεταβολή στο εβραϊκό της λέξης που σημαίνει τον κεραμέα, στο θησαυροφυλάκιο (a).
(3) Στο προφητικό κείμενο παρουσιάζεται να λέγεται αυτό μάλλον εξ’ ονόματος του καλού ποιμένα= έστησαν τον μισθόν μου και είπε Κύριος πρός με κλπ. Ο ευαγγελιστής εδώ αναφέρει αυτό στους αρχιερείς: Έλαβον οι αρχιερείς. Η ενέργεια λοιπόν του προφήτη που ρίχνει τον μισθό στον κεραμέα θεωρείται από τον ευαγγελιστή ότι προφητεύει την ενέργεια του συνεδρίου που απέρριψε την τιμή του αίματος, η οποία επιστράφηκε από τον Ιούδα (a).
(4) Αντί για το «λαμπρή» ή «μεγάλη τιμή» που γράφεται στο πρωτότυπο ειρωνικά, ο ευαγγελιστής λέει εδώ την τιμή του τετιμημένου= «την πληρωμή» ή «του πάντιμου Χριστού» (Ζ), ή αυτού που υποβλήθηκε σε πώληση και εκτίμηση για την εξακρίβωση του τιμήματός του (g).
(5) Τον οποίο αποτίμησαν, κανόνισαν το τίμημά του άνθρωποι από τους υιούς Ισραήλ. «Διότι ήταν μεν ατίμητος, αποτιμήθηκε όμως από τους υιούς Ισραήλ. Δηλαδή κανόνισαν την τιμή του οι γιοι Ισραήλ, αφού συμφώνησαν με τον Ιούδα να δώσουν τριάντα αργύρια» (Θφ).
Ματθ. 27,10 καὶ ἔδωκαν(1) αὐτὰ εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως(2), καθὰ συνέταξέ μοι Κύριος.
Ματθ. 27,10 και έδωκαν αυτά δια τον αγρόν του κεραμιδά, όπως με καθοδήγησε ο Κύριος”.
(1) Στον Ζαχαρία γράφει «έδωκα», και από τον προφήτη κάποιοι διόρθωσαν αυτό και στον ευαγγελιστή, και από αυτό προέκυψε η διαφορετική γραφή σε κάποια χειρόγραφα αντί για το έδωκαν (b). Στον Ζαχαρία «έδωκα» εγώ ο προφήτης. Εδώ «έδωκαν» αυτοί που αποτίμησαν.
(2) Αντί για το γραφόμενο στον προφήτη «εις τον κεραμέα» ή σύμφωνα με τους Ο΄ στο χωνευτήριο, ο ευαγγελιστής εδώ γράφοντας εκ των υστέρων και έχοντας υπ’ όψη την έκβαση εξηγεί το «εις τον κεραμέα» του εβραϊκού πρωτοτύπου με τη φράση στον αγρό του κεραμέως (δ).
(3) Οι Ο΄ έχουν την ίδια φράση στο Εξόδου θ 12 (b). Αντί για το «είπε ο Κύριος προς εμένα», αυτό επειδή λέγεται από τον προφήτη, που βεβαιώνει, ότι αυτό έγινε κατά πρόγνωση Θεού και κατά συμμόρφωση προς τις διαταγές του (L).
Ερμηνεία πατερική & θεολογική των Ευαγγελίων των Παθών
Από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένα στη δημοτική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Έκδοση Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (Άγιος Σώστης)
Σημείωση:
Στη μετάφραση κάποιων χωρίων των Πατέρων της Εκκλησίας χρησιμοποιήσαμε ως βοήθημα και τις Πατερικές Εκδόσεις Ε.Π.Ε. (Εκδοτικός Οίκος Ελευθερίου Μερετάκη «Το Βυζάντιον»)
Η παρούσα εργασία είναι εντελώς ανεξάρτητη των εκδόσεων
«ο Σωτήρ»
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα
Β. Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ιδ 1- ιδ 72
(Υπόμνημα στο κατά Μάρκον, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 258-291 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Θφ =ΘεοφυλακτοςΒουλγαρίας
Β = Βασίλειος ο Μέγας β = Βίκτωρ Αντιοχείας
Γν = Γρηγόριος Νύσσης Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας Σγ = Σεβηριανός Γαβάλων
Ζ = Ζιγαβηνός εις τον Μάρκον Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζμ = Ζιγαβηνός εις τον Ματθαιον Ω = Ωριγένης
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
The New-Century Bible St. Mark by S.D.F. Salmond, Edinburgh 1922 (σημειώνεται με το σ).
The International Critical Commentary, Ezra P. Gould, A critical and exegetical Commentary on the Gospel according to S. Mark, Edinburgh 1921 (σημειώνεται με το γ).
J.A. Bengel Gnomon of the N.T. Testament translated by I. Bryce. Τόμ. Α (σημειώνεται με το b).
C.L. W. Grimm Lexicon Graeco-Latinum in libros N. Lipsiae 1903. (σημειώνεται με το g).
Ν. Δαμαλά Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ
Μαρκ. 14,1 Ἦν δὲ τὸ πάσχα καὶ τὰ ἄζυμα(1) μετὰ δύο ἡμέρας(2). καὶ ἐζήτουν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς πῶς αὐτὸν ἐν δόλῳ κρατήσαντες ἀποκτείνωσιν(3).
Μαρκ. 14,1 Έπειτα από δύο ημέρας, ήτο Πάσχα και τα άζυμα. Και ζητούσαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς, πως με απάτην και χωρίς θόρυβον να τον πιάσουν και να τον θανατώσουν.
(1) «Πάσχα και άζυμα λέει το πάσχα τώρα ο ευαγγελιστής, διότι κατά το πάσχα μαζί με τα κρέατα του αμνού, έτρωγαν και άζυμα» (Ζ). Η λέξη Πάσχα σημαίνει κάποιες φορές τον πασχαλινό αμνό (όπως στο Μάρκ. ιδ 12,Λουκ. κβ 7), ο οποίος σφαζόταν στις 14 του μηνός Νισάν και τρωγόταν περίπου στη δύση (όταν άρχιζε η 15 Νισάν) σε ανάμνηση της ημέρας, κατά την οποία οι Ισραηλίτες διατάχτηκαν να ετοιμαστούν για αναχώρηση από την Αίγυπτο (Εξόδου ιβ,Αριθμοί θ,Δευτερον. ιστ)· μερικές φορές σημαίνει τις προετοιμασίες του πασχαλινού δείπνου όπως στα Μάρκ. ιδ 16,Λουκ. κβ 8,13 και μερικές φορές τη γιορτή του Πάσχα, που διαρκούσε από 14-21 του μηνός Νισάν όπως εδώ και στα Ματθ. κστ 2,Λουκ. β 41,κβ 1, Ιω. β 13,23,στ 4 κλπ.
Η λέξη άζυμα επίσης σημαίνει άλλοτε μεν τον άζυμο άρτο τον οποίο οι Ιουδαίοι έτρωγαν κατά τις επτά ημέρες του Πάσχα (Ματθ. κστ 17,Μάρκ. ιδ 12,Λουκ. κβ 1,7)· άλλοτε πάλι την ίδια τη γιορτή του Πάσχα, όπως εδώ. Το ιδιαίτερο στο χωρίο αυτό είναι ότι χρησιμοποιούνται και οι δύο όροι (Πάσχα-άζυμα) για δήλωση της γιορτής (σ).
(2) «Την Τετάρτη συγκροτήθηκε το συμβούλιο. Και για αυτό νηστεύουμε και εμείς τις Τετάρτες» (Θφ). Υπολογίζοντας από την Παρασκευή, ημέρα του Πάθους, κατά το απόγευμα της οποίας τρωγόταν ο αμνός, η ημέρα που εννοείται εδώ είναι η Τετάρτη, που φυλάσσεται από την αρχαία εκκλησία με νηστεία για ανάμνηση του ανίερου συμβουλίου (Ματθ. κστ 3) των εχθρών του Ιησού. Δες Διδαχή κεφ. 8 και Αποστολικές Διαταγές 5,15 (σ).
(3) Πόσο πεισματάρηδες και γεμάτοι φονικές διαθέσεις ήταν οι εχθροί του Ιησού! Δεν αρκούνταν στο να εξορίσουν ή φυλακίσουν αυτόν, αλλά επιζητούν να τον φονεύσουν. Και αυτό διότι ο σκοπός τους ήταν να κατασιγάσουν τελείως το στόμα του, αλλά και να τον εκδικηθούν για τους ελέγχους του για διόρθωσή τους.
Μαρκ. 14,2 ἔλεγον δὲ μὴ ἐν τῇ ἑορτῇ(1), μήποτε θόρυβος(2) ἔσται τοῦ λαοῦ(3).
Μαρκ. 14,2 Έλεγαν δε να μη τον συλλάβουν κατά την εορτή, μήπως και γίνη θόρυβος και ταραχή του λαού.
(1) «Εκείνοι μεν λοιπόν ήθελαν να περάσει ο καιρός της γιορτής, δεν τους επιτράπηκε όμως, αλλ’ αυτός ο ίδιος φυλάγοντας για τον εαυτό του τον καιρό του πάθους, ευδόκησε να σταυρωθεί κατά το Πάσχα. Διότι αυτός ήταν το αληθινό Πάσχα. Γι’ αυτό είναι δυνατόν να θαυμάσουμε την δύναμή του. Διότι όταν μεν ήθελαν εκείνοι να τον πιάσουν, δεν μπορούσαν· όταν όμως εκείνοι δεν ήθελαν λόγω της γιορτής, τότε αυτός με τη θέλησή του παρέδωσε τον εαυτό του» (Θφ), και «πέρα από κάθε ελπίδα φρόντισε να έλθει εις πέρας αυτό που τόσο πολύ επιθυμούσαν και με τη θέλησή του παρέδωσε τον εαυτό του» (β).
Θέλησε να πεθάνει κατά τις ημέρες του Πάσχα, ώστε τα παθήματά του να γίνουν δημοσιότερα και όλος ο Ισραήλ, χωρίς να εξαιρούνται ούτε αυτοί που ήταν στη διασπορά, πολλοί από τους οποίους είχαν συρρεύσει στη γιορτή, να γίνουν αυτόπτες μάρτυρες αυτών και των σημείων που θα επακολουθούσαν σε αυτά. Επιπλέον, ώστε το Αντίτυπο να ανταποκριθεί πιο ξεκάθαρα προς τον τύπο. Ο Χριστός, το Πάσχα μας, θυσιάστηκε για μας όπως ο αληθινός πασχάλιος αμνός του Θεού και μας ελευθέρωσε από τον οίκο της δουλείας, κατά τον ίδιο χρόνο, κατά τον οποίο και ο πασχαλινός αμνός που προτύπωνε αυτόν θυσιαζόταν και μνημονευόταν η απελευθέρωση του Ισραήλ από την Αίγυπτο.
(2) Λέγεται η λέξη για να δηλώσει την ταραχή που προκαλείται από εξέγερση του πλήθους (γ). Αυτό ήταν το σχέδιό τους, πριν ακόμη παρουσιαστεί σε αυτούς ο προδότης, με τη βοήθεια του οποίου τα σχετικά με την εκτέλεση του σχεδίου απλοποιούνταν και εξασφαλίζονταν (σ).
(3) Δεν λένε: Όχι στη γιορτή, για να μην διαταραχτεί ο λαός στις εκδηλώσεις τις ευλαβείς του εορτασμού του Πάσχα και διασκορπιστεί η προσοχή τους από αυτές, αλλά για να μην δημιουργηθεί θόρυβος και αντίδραση. Εκείνοι οι οποίοι επιθυμούν τίποτα περισσότερο παρά τον έπαινο των ανθρώπων, δεν φοβούνται κάτι άλλο περισσότερο από την εξέγερση και τη δυσαρέσκειά τους.
Μαρκ. 14,3 Καὶ ὄντος(1) αὐτοῦ ἐν Βηθανίᾳ ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ(2), κατακειμένου(1) αὐτοῦ ἦλθε γυνὴ(3) ἔχουσα ἀλάβαστρον(4) μύρου νάρδου(5) πιστικῆς(6) πολυτελοῦς(7), καὶ συντρίψασα(8) τὸ ἀλάβαστρον κατέχεεν αὐτοῦ κατὰ τῆς κεφαλῆς.
Μαρκ. 14,3 Και όταν αυτός ευρίσκετο εις την Βηθανίαν, στο σπίτι Σιμωνος του λεπρού, την ώραν που είχε γείρει και έτρωγε στο τραπέζι ήλθε μια γυναίκα, που κρατούσε ένα αλαβάστρινον δοχείον γεμάτο μύρο κατασκευασμένον από γνησίαν και πολύτιμον νάρδον. Και αφού έσπασε το αλαβάστρινο δοχείον έχυνε πλούσια όλο το μύρο επάνω εις την κεφαλήν του.
(1) Από τις δύο μετοχές η πρώτη (ὄντος) δηλώνει γενικώς τον χρόνο και τον τόπο κατά τον οποίο και στον οποίο έγινε η χρίση (στη Βηθανία, στην οικία του Σίμωνα), η δεύτερη την ώρα (κατακειμένου=την ώρα που είχε γύρει στο δείπνο). Ο Κύριος καλείται σε δείπνο από κάποιον από τους φίλους του. Και μολονότι γνωρίζει καλά, ότι το πάθος του ήταν κοντά, δεν κυριεύεται από μελαγχολικά συναισθήματα, ώστε να αποχωρήσει και να απομονωθεί από κάθε συντροφιά, αλλά συναναστρέφεται ελεύθερα και με οικειότητα με τους φίλους του, όπως συνήθως.
(2) Ο Σίμων αυτός ο λεπρός δεν μνημονεύεται αλλού (γ). Ήταν ίσως ένας από εκείνους, τους οποίους είχε θεραπεύσει ο Ιησούς (σ). Μολονότι είχε θεραπευτεί, είναι γνωστός ως λεπρός. Όσοι θεραπεύτηκαν από τον Ιησού από βαριά πνευματική ασθένεια και σκανδαλώδη αμαρτήματα, ας μη λησμονούν, ότι η ανάμνηση της προηγούμενης ζωής τους δεν εξαλείφθηκε από τη μνήμη εκείνων, οι οποίοι υπήρξαν μάρτυρες αυτής. Και ας φροντίζουν λοιπόν, όπως ο Σίμων με το υγιές πλέον σώμα του παρουσιαζόταν ένδοξη μαρτυρία της δύναμης του Ιησού, έτσι και αυτοί με την αγία ζωή τους να γίνονται δόξα και τιμή του Σωτήρα των αμαρτωλών.
(3) Σχετικά τώρα με τη γυναίκα «φαίνεται μεν ότι είναι μία και η ίδια γυναίκα σε όλους τους ευαγγελιστές, δεν ήταν όμως. Αλλά στους τρεις μεν, φαίνεται ότι είναι μία και η ίδια, στον Ιωάννη όμως όχι, αλλά κάποια άλλη θαυμαστή, η αδελφή του Λαζάρου. Και αυτά μεν λέει ο επίσκοπος της βασιλεύουσας πόλης ο Ιωάννης (ο Χρυσόστομος).
Ο Ωριγένης όμως πάλι λέει ότι είναι άλλη αυτή στον Ματθαίο και τον Μάρκο που έχυσε στο κεφάλι το μύρο στην οικία του Σίμωνα του λεπρού, και άλλη αυτή που γράφεται στον Λουκά, η αμαρτωλή που έχυσε στα πόδια το μύρο στην οικία του Φαρισαίου. Ο Απολινάριος και ο Θεόδωρος λένε ότι είναι μία και η ίδια σε όλους τους ευαγγελιστές, αλλά ο Ιωάννης κατέγραψε ακριβέστερα την ιστορία».
Η πιο σωστή εκδοχή: «Ο Ματθαίος και ο Μάρκος και ο Ιωάννης φαίνονται ότι μιλούν για την ίδια· διότι λένε ότι αυτό έγινε στη Βηθανία… Ο Λουκάς όμως μιλά για άλλην… λέγοντας ότι αυτή είναι αμαρτωλή και αυτό έγινε στην πόλη· εκείνη όμως δεν ήταν αμαρτωλή… και συνέβη στη Βηθανία το χωριό» (β).
(4) Η ονομασία δινόταν σε αγγεία που χρησιμοποιούνταν για διατήρηση μύρων σε αυτά, διότι κατασκευάζονταν συχνά αυτά από την ύλη του αλάβαστρου. Το αλάβαστρο των παλαιών ήταν διαφορετικό από εκείνο, το οποίο είναι γνωστό σε μας ως αλάβαστρο. Όχι θειικό ασβέστιο, αλλά ανθρακούχος σταλαγμίτης. Θεωρούνταν ως ύλη ικανή να διατηρήσει το άρωμα των μύρων (σ).
(5) Μύρο από νάρδο, το γνωστό ινδικό φυτό, το οποίο ο Πλίνιος (12,25) περιγράφει ως θάμνο που έχει βαριά μεν και παχιά τη ρίζα, αλλά κοντή και εύθραυστη, πολύ λιπαρή, που έχει πολύ δυνατή οσμή. Από τη ρίζα αυτή κατασκευαζόταν το πολύτιμο λάδι (δ).
(6) «Πιστική ονομάζει, όπως φαίνεται, την ανόθευτη και εγγυημένη στην καθαρότητα» (Ζμ) ή (λιγότερο πιθανή εκδοχή) «και αυτό ήταν κάποια ονομασία του μύρου» (Ζ). Πιστικός= ανήκει στην πίστη, δηλαδή αυτός στον οποίο μπορεί κάποιος να πιστέψει, πιστός, αληθινός, γνήσιος (δ). Υπήρχε και ψευδονάρδος με την οποία η γνήσια νάρδος συχνά νοθευόταν (γ). Δες Πλινίου Nat Hist. ΧΙ,12.
(7) Το αντίθετο του ευτελούς= πολύτιμης, άξιας πολλών χρημάτων (δ).
(8) «Έσπασε το αγγείο… επειδή είχε στενό άνοιγμα» (Ζμ). Έσπασε τον λαιμό το στενό του αγγείου, για να χύνεται ευκολότερα το μύρο (δ) Το έσπασε, για να μην μείνει σε αυτό κάτι από το μύρο (b). Ο Χριστός πρέπει να τιμάται από εμάς με ό,τι έχουμε και δεν πρέπει να σκεπτόμαστε, για να πάρουμε πάλι, έστω και κάτι ελάχιστο από την τιμή ή αξία, την οποία του αφιερώνουμε. Η γυναίκα συνέτριψε και το αλάβαστρο και δεν σκέφτηκε να πάρει αυτό πάλι κενό. Ανήκε και αυτό στον Χριστό. Προσφέρουμε στο Χριστό το πολύτιμο μύρο των στοργικότερων και πιο αφοσιωμένων συναισθημάτων; Ας του τα δώσουμε όλα. Ας τον αγαπήσουμε με όλη την καρδιά μας. Ας μην του κατακρατήσουμε τίποτα.
Μαρκ. 14,4 ἦσαν δέ τινες ἀγανακτοῦντες(1) πρὸς ἑαυτοὺς(2) λέγοντες· εἰς τί ἡ ἀπώλεια(3) αὕτη τοῦ μύρου γέγονεν;
Μαρκ. 14,4 Μερικοί από τους μαθητάς εκυριεύθησαν από αγανάκτησιν και έλεγαν μεταξύ των• διατί έγινε αυτή η άσκοπος σπατάλη του πολυτίμου αυτού μύρου;
(1) «Ο Ιωάννης λέει ότι ο Ιούδας αγανάκτησε. Είναι λογικό ότι και οι άλλοι μεν Απόστολοι κατηγόρησαν τη γυναίκα, επειδή άκουγαν το Χριστό να διδάσκει συνέχεια για ελεημοσύνη. Ο Ιούδας όμως δεν αγανάκτησε εναντίον της γυναίκας για τον ίδιο σκοπό, αλλά εξαιτίας της φιλαργυρίας και αισχροκέρδιάς του. Γι’ αυτό και ο Ιωάννης αυτόν μόνο αναφέρει, επειδή με δόλιο σκοπό κατηγόρησε τη γυναίκα» (Θφ).
(2) Δεν τολμούσαν να εκφράσουν την γνώμη και αγανάκτησή τους αυτή, αλλά μεταξύ τους έλεγαν (δ). Η αγανάκτησή τους εκδηλώθηκε με ψιθύρους που μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα μεταξύ τους (σ).
(3) Η κρίση υπολογιστικού συμφεροντολογικού πνεύματος προκαλούσε σκοτάδι ώστε να μη διακριθεί η ανώτερη αξία της αγάπης (σ). Δεν υπήρχαν στην καρδιά του Ιούδα ούτε κάποια ψήγματα από το θησαυρό της αγάπης προς τον Διδάσκαλο, ο οποίος πλεόναζε στην καρδιά της αφοσιωμένης αυτής γυναίκας και για αυτό θεωρεί ως σπατάλη άσκοπη τη διάθεση του μύρου και δίνει το σύνθημα των άδικων επικρίσεων.
Μαρκ. 14,5 ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μύρον πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων(1) καὶ δοθῆναι τοῖς πτωχοῖς· καὶ ἐνεβριμῶντο(2) αὐτῇ.
Μαρκ. 14,5 Διότι ημπορούσε τούτο το μύρον να πωληθή περισσότερο από τριακόσια δηνάρια και να δοθούν τα χρήματα αυτά στους πτωχούς• Και επέπλητταν την γυναίκα.
(1) «Με το να πουν ότι μπορούσε να πουληθεί για τριακόσια δηνάρια, έδειξαν πόσα ξόδεψε στο μύρο αυτή και πόση προθυμία έδειξε» (β). Η αξία ήταν μεταξύ 10-12 χρυσές λίρες, αλλά η αγοραστική τότε αξία του δηναρίου έκανε πολύ μεγαλύτερο το ποσό (σ). Η πραγματική αξία του δηναρίου τότε ήταν αυτή του ημερομισθίου. Αυτό εξηγεί την αγανάκτηση των μαθητών (γ).
(2) «Δηλαδή αγανακτούσαν, την μάλωναν» (Θφ). Τόσο το αγανακτούντες του στίχου 4, όσο και το ἐνεβριμῶντο, με τα οποία εκφράζονται εδώ τα συναισθήματα των μαθητών, είναι πολύ έντονα (γ). Η αγανάκτησή τους, που στην αρχή περιορίστηκε σε ψιθύρους, ξέσπασε τελικά και σε επιτιμήσεις εναντίον της γυναίκας.
Μαρκ. 14,6 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἄφετε αὐτήν· τί αὐτῇ κόπους παρέχετε(1); καλὸν(2) ἔργον εἰργάσατο ἐν ἐμοί.
Μαρκ. 14,6 Ο δε Ιησούς είπεν• αφήσατέ την• διατί την ενοχλείτε και την στενοχωρείτε; Αυτή καλόν και αξιέπαινον έργον έκαμε εις εμέ.
(1) «Ελέγχει ο Κύριος τους Αποστόλους, επειδή άκαιρα εμποδίζουν την προθυμία της γυναίκας. Διότι γιατί, λέει, την ενοχλείτε;» (Θφ). Αφήστε την ήσυχη· μην οργίζεστε και ενοχλείτε τη γυναίκα (δ). Παρέχει κόπους στο λαό του Θεού το να παραγνωρίζονται και να επικρίνονται τα αγαθά έργα, τα οποία για δόξα του πράττουν. Οι επικρίσεις όμως αυτές διαθέτουν δυσμενώς τον Ιησού Χριστό. Εδώ πήρε το μέρος της αγαθής, της ζηλώτριας, της αφοσιωμένης γυναίκας και αντιτάχτηκε σε όλους τους μαθητές του. Κάνετε τα πάντα για δόξα του Χριστού και από αγάπη προς τον Χριστό. Και μην ταράζεστε, μη δοκιμάζετε την ελάχιστη δυσαρέσκεια, εάν οι άλλοι σας επικρίνουν. Αρκεί η συνείδησή σας να σας μαρτυρεί αγαθά. Και να είστε βέβαιοι, ότι ο Χριστός χαμογελά σε εσάς, είναι με το δικό σας μέρος και όχι με το μέρος των επικριτών σας, έστω και αν αυτοί παρουσιάζονται ότι εκπροσωπούν το Χριστό και υπέχουν τη θέση των δώδεκα μαθητών του.
(2) Ωραία ηθικά πράξη (σ). Η ευωδία καρδιάς που αγαπά διαβιβάστηκε σε αυτόν με το πολύτιμο μύρο (γ).
Μαρκ. 14,7 πάντοτε γὰρ(1) τοὺς πτωχοὺς ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν(2), καὶ ὅταν θέλητε δύνασθε(3) αὐτοὺς εὖ ποιῆσαι(4)· ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε(5).
Μαρκ. 14,7 Διότι τους πτωχούς τους έχετε πάντοτε κοντά σας και όταν θέλετε, ημπορείτε να τους ευεργετήσετε. Εμὲ όμως δεν με έχετε πάντοτε μαζί σας.
(1) Λέει στη συνέχεια το λόγο, για τον οποίο με τη χρίση έκανε καλό έργο η γυναίκα.
(2) Η προς τους πτωχούς συμπάθεια και αγαθοεργία είναι πρωτεύον καθήκον. Υπάρχουν όμως και επίκαιρες πράξεις, στις οποίες και το καθήκον αυτό πρέπει να παραχωρεί τη θέση του. Όταν τέτοια σύγκρουση καθηκόντων παρουσιάζεται, η προτίμηση πρέπει να δίνεται σε εκείνο, το οποίο όχι οποτεδήποτε αλλά μόνο σε δεδομένη στιγμή μπορεί να συντελεστεί (σ). Υπάρχουν περιπτώσεις, κατά τις οποίες τα έργα της ευλαβούς λατρείας πρέπει να καταλαμβάνουν τον τόπο των έργων της αγαθοεργίας και να προτιμούνται από αυτά.
(3) Ποτέ δεν φτάνει κάποιος σε τέτοια έσχατη ανάγκη, ώστε να μην μπορεί να δώσει στον πλησίον του κάτι (b).
(4) Έχετε καιρό για το έργο αυτό της ελεημοσύνης (δ). Όσοι έχουν αγαθή διάθεση να πράττουν το καλό, δεν στερούνται ποτέ ευκαιριών για αγαθοεργία.
(5) Παρόντα μαζί σας, όπως τώρα. Δεν είναι δυνατόν πάντοτε μία τέτοια τιμή να προσφερθεί σε μένα (b), ο οποίος μετά από λίγο θα θανατωθώ για σας (δ).
Μαρκ. 14,8 ὃ ἔσχεν(1) αὕτη ἐποίησε· προέλαβε(2) μυρίσαι(3) μου τὸ σῶμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν(4).
Μαρκ. 14,8 Αυτή δε η γυναίκα εκείνο που είχε και ημπορούσε να κάμη δι' εμέ, το έκαμε. Επρόλαβε να αλείψη το σώμα μου με μύρον, δια να το προετοιμάση προς ενταφιασμόν.
(1) «Αντί να πει: αυτό που μπορούσε» (Ζμ). Ό,τι είχε στη δύναμή της να πράξει, το έπραξε (b).
(2) Λόγω του ότι η πράξη της γυναίκας έγινε σε χρόνο κοντά στο Πάθος, πήρε σημασία, την οποία η γυναίκα ούτε προέβλεπε ούτε είχε πρόθεση. Ασυναίσθητα απέδωσε στον Κύριο την ώρα που ακόμη ζούσε, τις τιμές της ταφής (γ), «σαν να παρακινήθηκε από το Θεό» (Θφ). Αμέσως πριν το θάνατό μου και πριν από κάθε άλλη (μυροφόρα), μού άλειψε το σώμα με μύρο, που έχει σχέση με τον ενταφιασμό μου (δ).
(3) Ήταν συνήθεια μεταξύ των Ιουδαίων μετά την πλύση του πτώματος να αλείφουν αυτό με αρώματα και μύρα (σ). Δεν άρμοζε στο σώμα του Χριστού, το οποίο δεν γνώρισε διαφθορά, να μυριστεί μετά θάνατον· γι’ αυτό χρίστηκε πριν το θάνατο (b).
(4) Η προετοιμασία για την ταφή (γ). Για να με προετοιμάσει για ταφή. Η χρίση με το μύρο πήρε την έννοια της προετοιμασίας για την ταφή. Δες πώς η καρδιά του Χριστού ήταν γεμάτη από τις σκέψεις του πλησιάζοντος θανάτου του και πόσο οικεία μιλούσε για αυτόν σε κάθε περίσταση, αλλά και τώρα, όταν λίγες μόνο ημέρες τον χώριζαν από αυτόν. Ο θάνατός του και η ταφή του ήταν οι ταπεινότερες και χαμηλότερες βαθμίδες της ταπείνωσής του και εφόσον οι εξευτελισμοί και περιφρονήσεις που θα υπέμενε σε αυτόν θα απέβαιναν για σωτηρία του κόσμου, είναι ευπρόσδεκτα σε αυτόν τα δείγματα της ευλάβειας και της τιμής, τα οποία σαν δίκαιες εκδηλώσεις καρδιών ευγνωμόνων κατά τις τελευταίες αυτές στιγμές τού προσφέρονται και τα οποία μπορούν να σχετιστούν με τα πάθη του.
Μαρκ. 14,9 ἀμὴν λέγω ὑμῖν(1), ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον(2) τοῦτο εἰς ὅλον τὸν κόσμον(3), καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη(4) λαληθήσεται εἰς μνημόσυνον αὐτῆς(5).
Μαρκ. 14,9 Σας διαβεβαιώνω, ότι όπου εάν κηρυχθή, εις όλον τον κόσμον, τούτο το Ευαγγέλιον, θα διαλαληθή συγχρόνως και αυτό που έκαμεν αυτή, δια να μένη αλησμόνητη η ανάμνησίς της.
(1) Προβλέπει ο Κύριος ότι η ωραιότητα αυτής της πράξης, η οποία δεν εκτιμήθηκε τώρα από τους μαθητές του, είναι τέτοια, ώστε θα μνημονεύεται καθολικώς σε κάθε χρόνο και τόπο (γ). Όσο ευρέως θα διαδοθεί το ευαγγέλιο, τόσο ευρέως θα διαδοθεί και η φήμη αυτής της πράξης (σ).
(2) Το ευαγγέλιο είναι και το κατ’ εξοχήν κήρυγμα αγάπης. Η πράξη όμως της γυναίκας αυτής ήταν εκδήλωση ανυπολόγιστης αφοσίωσης και αγάπης και για αυτό δεν είναι δυνατόν να παραλειφθεί η αναφορά της ως μέρους της ευαγγελικής ιστορίας (σ). Παρόλο που μέσω του ευαγγελίου αποσκοπείται κυρίως η τιμή και δόξα του Χριστού, παρόλ’ αυτά και η δόξα και τιμή των αγίων του και των δούλων του δεν παραβλέπεται.
(3) «Προφητεύει εδώ ο Κύριος δύο προφητείες, ότι και το ευαγγέλιο θα κηρυχτεί σε όλο τον κόσμο και ότι η πράξη της γυναίκας θα κηρυχτεί μαζί με αυτό» (Θφ).
«Προαναγγέλλει την έξοδο στα έθνη και με αυτόν τον τρόπο παρηγορεί αυτούς για το θάνατο· αφού βεβαίως μετά το σταυρό θα είναι η δύναμη, ώστε να ξεχυθεί σε όλη τη γη το κήρυγμα» (β).
(4) Η αντωνυμία λέγεται με ανάδειξη και έμφαση (b).
(5) Για να μνημονεύεται αυτή με τιμή μεταξύ των ανθρώπων (σ). «Εγώ, λέει, τόσο πολύ απέχω από το να καταδικάσω αυτήν ότι κακώς έπραξε ή να την κατηγορήσω ότι δεν ενήργησε καλά, ώστε δεν θα αφήσω κρυφό αυτό που έγινε. Αλλά ο κόσμος θα μάθει αυτό που διαπράχτηκε μέσα σε ένα σπίτι και κρυφά. Διότι αυτό που έγινε φανερώνει υψηλό φρόνημα και είναι τεκμήριο πολλής πίστης» (β).
Το αντιστάθμισμα, το οποίο παίρνουν αυτοί που κάνουν το καλό απέναντι στις εναντίον τους επικρίσεις, είναι υπερεπαρκές. Έτσι η αφοσιωμένη αυτή γυναίκα ανταμείφθηκε και εδώ πλούσια για τη θυσία του μύρου. Απόκτησε με αυτήν όνομα, το οποίο είναι ακριβότερο από το πολύτιμό της μύρο. Αυτούς που δοξάζουν το Χριστό, θα τους τιμήσει ο Πατέρας.
Μαρκ. 14,10 Καὶ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης(1), εἷς τῶν δώδεκα(2), ἀπῆλθε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς(3) ἵνα παραδῷ αὐτὸν(4) αὐτοῖς.
Μαρκ. 14,10 Και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους δώδεκα, γεμάτος αγανάκτηση, επήγε κατ' ευθείαν προς τους αρχιερείς και τους επρότεινε να παραδώση εις αυτούς τον Χριστόν.
(1) «Όταν η γυναίκα έδειξε τη δική της φιλοτιμία, τότε παραλογίζεται ο μαθητής» (Θφ).
Μετά το δείγμα της μέγιστης αφοσιώσεως προς τον Ιησού ακολουθεί δείγμα μέγιστης αγνωμοσύνης και δυσμένειας. Τέτοια ανάμιξη καλών και κακών σημειώνεται και στο βίο των ακολούθων του Χριστού. Έχουν και αυτοί πιστούς φίλους, αλλά και ψευδείς και υποκριτές τέτοιους.
(2) «Δεν λέγεται άσκοπα το «ένας από τους δώδεκα», αλλά για να δείξει, ότι και αυτός ήταν ένας από τους εξέχοντες, εκλεκτός» (Θφ).
Ανήκε στην οικογένεια του Χριστού, είχε διδαχτεί και παιδαγωγηθεί από το Χριστό, για να γίνει διάκονος της βασιλείας των ουρανών. Και όμως ήλθε προς τους αρχιερείς, για να παράσχει σε αυτούς τις υπηρεσίες του εναντίον του βασιλιά των ουρανών. Εάν όμως μεταξύ των δώδεκα, τους οποίους ο ίδιος ο Χριστός διάλεξε, εισχώρησε ο διάβολος, ασφαλώς δεν πρέπει να εκπληττόμαστε εάν δεν συναντούμε στην επί γης βασιλεία του Χριστού κοινωνία τελείως αγνή και απαλλαγμένη από κάθε ζιζάνιο (Henry). Δ
εν φαίνεται από την αφήγηση του Μάρκου, ότι υπήρχε κάποια σχέση ανάμεσα στο παρόν και το προηγούμενο επεισόδιο, σαν να οδηγήθηκε δηλαδή ο Ιούδας στην απόφαση και το διάβημα της προδοσίας από τη σπατάλη του μύρου, αν και ο Ιωάννης μάς λέει, ότι ο Ιούδας ειδικότερα λυπήθηκε για αυτήν. Αλλά το συμβούλιο του συνεδρίου, το δείπνο και η χρίση και η επιβουλή του Ιούδα απλώς μπαίνουν μαζί σαν τα γεγονότα αυτής της ημέρας. Η χρονολογική σχέση εξηγεί τα πάντα (γ).
(3) Τα πρόσωπα, που είχαν μέγιστη επιρροή και ήταν περισσότερο αρμόδια για υποθέσεις αυτού του είδους (σ). Δεν έστειλαν οι αρχιερείς να τον ζητήσουν, ούτε αυτοί του πρότειναν πρώτοι να συνεργαστεί μαζί τους. Αυτός μόνος πήγε προς αυτούς. Δεν μπορούσαν ποτέ εκείνοι να φανταστούν, ότι ένας από τους μαθητές του Χριστού θα γινόταν συνεργάτης τους. Εκείνοι οι οποίοι δεν ακολουθούν ειλικρινά το Χριστό, μπορεί να αποβούν χειρότεροι από ό,τι και οι πλέον διεφθαρμένοι των ανθρώπων μπορούν να φανταστούν. Όσο δεν εκτιμά κάποιος την υψηλή κλήση στην οποία ο Θεός τον κάλεσε και όσο περισσότερο δεν χρησιμοποιεί το αξίωμά του για υπηρεσία του Θεού, αλλά για δικούς του σκοπούς, τόσο είναι εκτεθειμένος και υποκείμενος σε παραβάσεις μιαρές και αφάνταστες. Εάν ο Ιούδας δεν ήταν Απόστολος, δεν θα γινόταν ούτε προδότης.
(4) «Τι λοιπόν σημαίνει το «να παραδώσει αυτόν»; Δηλαδή να φανερώσει σε αυτούς πότε είναι μόνος. Διότι εκείνοι φοβόντουσαν να επιτεθούν σε αυτόν την ώρα που δίδασκε, λόγω του όχλου. Εκείνος λοιπόν υποσχόταν να τον παραδώσει σε αυτούς όταν θα ήταν μόνος του» (Θφ).
Μολονότι ήταν από τον στενότερο κύκλο των μαθητών, γνωρίζοντας όσο ελάχιστοι τον Ιησού και έχοντας διατελέσει ακροατής όλης της διδασκαλίας του, δεν προσφέρεται να γίνει μάρτυρας κατηγορίας εναντίον του, αλλά μόνο προδότης του. Αυτό αποδεικνύει την απόλυτη αθωότητα του Κυρίου μας. Ούτε ο προδότης, που για τριετία παρακολούθησε από κοντά αυτόν, είχε να καταμαρτυρήσει κάτι εναντίον του.
Μαρκ. 14,11 οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐχάρησαν(1), καὶ ἐπηγγείλαντο αὐτῷ ἀργύρια(2) δοῦναι· καὶ ἐζήτει(3) πῶς εὐκαίρως(4) αὐτὸν παραδῷ.
Μαρκ. 14,11 Αυτοί δε όταν ήκουσαν την πρότασιν εχάρησαν. Υπεσχέθησαν δε να του δώσουν χρήματα. Και εζητούσε ο Ιούδας, πως εις πρώτην ευκαιρίαν και χωρίς θόρυβον να τον παραδώση εις χέρια των.
(1) «Χάρηκαν όχι μόνο επειδή επρόκειτο να τον συλλάβουν χωρίς θόρυβο, αφού θα τον παρέδιδε ο Ιούδας στην κατάλληλη ευκαιρία, αλλά και επειδή άρχισε να μισείται και από τους μαθητές» (Ζ).
(2) Καμιά αφορμή δεν είχε δώσει σε αυτόν ο Διδάσκαλος, υπάρχουν μάλιστα πολλές ενδείξεις στα ευαγγέλια, ότι επιδείκνυε την ίδια εύνοια προς αυτόν, την οποία και προς τους υπόλοιπους Αποστόλους. Εμπιστεύθηκε μάλιστα σε αυτόν θέση, η οποία του άρεσε, διότι του ανέθεσε τη φύλαξη του γλωσσόκομου (ταμείου). Όχι λοιπόν το μίσος προς τον Διδάσκαλο ή κάποια έριδα με αυτόν, ώθησε αυτόν στην προδοσία, αλλά μόνο η αγάπη του χρήματος. Σωστά η φιλαργυρία χαρακτηρίστηκε ως «ρίζα όλων των κακών». Αυτή ήταν από την αρχή ιδιαίτερη του Ιούδα αδυναμία. Ο διάβολος διακρίνοντας το ασθενές αυτό σημείο πύκνωσε σε αυτό τις επιθέσεις του, έως ότου κατέκτησε ολοτελώς τον μαθητή.
Οι μικρές αδυναμίες του χαρακτήρα μας χρήζουν της ιδιαίτερης προσοχής μας, διότι με αυτές δεν είναι δύσκολο να νικηθούμε από το σατανά. Όπως ο Ιούδας όχι με απότομο άλμα έφθασε στην προδοσία, έτσι και εμείς με αλλεπάλληλα μικρά και ασήμαντα βήματα, που γίνονται με την ώθηση του σατανά που εκμεταλλεύεται τις μικρές αδυναμίες μας, δεν είναι αδύνατο να βρεθούμε στο χείλος της αβύσσου. Ας προσέχουμε μήπως κάποια ρίζα πικρίας υπάρχει σε εμάς και ας σπεύδουμε να αποβάλλουμε αυτήν χωρίς αναβολή, διότι αυτή «φυτρώνοντας επάνω» θα επιφέρει σε εμάς την καταστροφή.
(3) Μάλλον άρχισε να ζητά (σ). Η διάνοιά του απασχολείται ήδη πώς θα πετύχαινε το μιαρό σχέδιό του. Είναι υπερβολικά κακό να μελετά κάποιος και να ζητά ευκαιρία, ώστε να συντελέσει αμαρτία που προαποφασίστηκε από αυτόν. Η προμελέτη αυτή γεμίζει ολόκληρο το εσωτερικό του με αμαρτία, διαφθείρει αυτό ολοένα και περισσότερο, καθιστά τη θέλησή του σταθερά προσδεδεμένη στο κακό, και όταν η προεσκεμμένη αμαρτία αυτή συντελεστεί, ο πνευματικός θάνατος επακολουθεί βέβαια.
(4) Σε κατάλληλο χρόνο· όταν δοθεί ευκαιρία (g), ώστε να προληφθεί η εξέγερση του λαού.
Μαρκ. 14,12 Καὶ τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ τῶν ἀζύμων(1), ὅτε τὸ πάσχα ἔθυον(2), λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· ποῦ θέλεις ἀπελθόντες ἑτοιμάσωμεν(3) ἵνα φάγῃς τὸ πάσχα(4);
Μαρκ. 14,12 Και κατά την πρώτην ημέραν, παραμονήν του πάσχα, που ελέγετο ημέρα των αζύμων (διότι κατ' αυτήν ετοίμαζαν οι Εβραίοι τα άζυμα δια το πάσχα, έσφαζαν δε και τον πασχάλιον αμνόν) είπον οι μαθηταί στον Κυριον• “που θέλεις να πάμε να ετοιμάσωμεν, δια να φάγης το πάσχα;”
(1) Την ημέρα δηλαδή κατά την οποία ο ένζυμος άρτος απομακρυνόταν και άρχιζε η χρήση άζυμου άρτου. Η φράση συναντιέται και στον Ιώσηπο (Ιουδ. Πολ.) και η πρώτη των αζύμων θεωρούνταν ως προπαρασκευή της εορτής των Αζύμων, η οποία άρχιζε ακριβώς την 15 του Νισάν δηλαδή μετά τη δύση της 14 Νισάν. Και οι τρεις ευαγγελιστές υπονοούν την ίδια ημέρα, την 14 Νισάν, η οποία άρχιζε από τη δύση της 13 Νισάν. Κατά τους μεταιχμαλωσιακούς χρόνους ήταν συνήθεια ο αρχηγός της οικογένειας να ερευνά το σπίτι με αναμμένο λυχνάρι κατά την εσπέρα της 13 Νισάν για εξαφάνιση κάθε ένζυμου άρτου. Η αποχή από τον ένζυμο άρτο άρχιζε από το μεσημέρι της 14 Νισάν (σ).
(2) Ο πασχαλινός αμνός σφαζόταν στην αυλή των ιερέων με επισημότητα (σ). Στην αρχή όμως σφαζόταν από τον οικοδεσπότη. Δες Εξόδ. ιβ 21,Δευτερ. ιστ 5 (γ). Και τρωγόταν μετά τη δύση της 14 Νισάν.
(3) Οι προπαρασκευές για το Πάσχα ήταν πολυσύνθετες και περιλάμβαναν την εξεύρεση τόπου, την προμήθεια αζύμων, κρασιού, νερού, πικρών χόρτων, το φαγώσιμο το γνωστό με το όνομα Χαροσέθ, την τακτοποίηση του τραπεζιού κλπ, εκτός του αμνού που μεταφερόταν κατά το τελευταίο στάδιο από το ναό για ψήσιμο. Έτσι η ερώτηση που απευθύνεται εδώ από τους μαθητές δεν υπονοεί απαραίτητα, ότι επρόκειτο κατά την ίδια εκείνη εσπέρα να φάνε το Πάσχα, και τόσο μάλλον, όσο από την αφήγηση των Συνοπτικών φαίνεται μάλλον ότι καμιά προετοιμασία για το Πάσχα δεν είχε γίνει πριν το πρωί της Πέμπτης (σ).
(4) Πήραν ως δεδομένο, ότι ο Διδάσκαλός τους θα έτρωγε το Πάσχα παρόλο που κατά την εποχή αυτή διωκόταν από τους αρχιερείς και η ζωή του κινδύνευε. Γνώριζαν, ότι από καμιά απειλή δεν ήταν δυνατόν να εμποδιστεί από του να τηρήσει διάταξη του νόμου, που εξέφραζε την θέληση του Πατέρα του. Πράγματι λοιπόν ο Κύριος, μολονότι γνωρίζει ότι ώρες μόνο χώριζαν αυτόν από το πάθος του, δεν εκδηλώνει την παραμικρή λύπη ή αδιαθεσία για προετοιμασία του δείπνου, στο οποίο θα εορταζόταν το αληθινό Πάσχα. Οποιαδήποτε δυσάρεστη είδηση ή προβλεπόμενος κίνδυνος δεν πρέπει να μας αποτρέπει ή εμποδίζει, ώστε να μετέχουμε σε τελετές λατρείας ή εκδηλώσεις ευχαριστήριες προς τον Θεό, όσες φορές μας παρουσιάζεται ευκαιρία για αυτό.
Μαρκ. 14,13 καὶ ἀποστέλλει δύο τῶν μαθητῶν(1) αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοῖς· ὑπάγετε εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἀπαντήσει ὑμῖν ἄνθρωπος κεράμιον ὕδατος βαστάζων(2)· ἀκολουθήσατε αὐτῷ,
Μαρκ. 14,13 Και έστειλε δύο από τους μαθητάς του και τους είπε• πηγαίνετε εις την απέναντι πόλη και θα σας συναντήση κάποιος άνθρωπος, που θα κρατά μία πήλινη στάμνα με νερό• ακολουθήστε τον.
(1) «Ο Μάρκος είπε και τον αριθμό αυτών που στάλθηκαν, ότι ήταν δύο· ο Λουκάς όμως πρόσθεσε και τα ονόματα αυτών λέγοντας, ότι Και έστειλε τον Πέτρο και τον Ιωάννη» (Ζμ).
(2) «Και για ποιό λόγο στέλνει σε άνθρωπο ο οποίος δεν γνώριζε; Και από εδώ δείχνει με όλα όσα κάνει, ότι μπορούσε να μην πάθει. Διότι αυτός που έπειθε το νου αυτού ώστε να τον υποδεχτεί, και αυτό από μία απλή κουβέντα, τι δεν θα έκανε στους σταυρωτές του, εάν βεβαίως ήθελε να μην πάθει;» (β).
Οι οδηγίες που δόθηκαν από τον Ιησού θεωρήθηκαν ως υπερφυσική πρόγνωση (σ). Ο τρόπος λοιπόν της αφήγησης εδώ φαίνεται να υποδηλώνει ότι ο ευαγγελιστής εξιστορεί την λεπτομέρεια ως παράδειγμα υπερφυσικής γνώσης αυτών που θα συμβούν (γ). Θαυμαστό σημάδι: 1) ότι κάποιο πρόσωπο θα τους συναντήσει, 2) ότι το πρόσωπο αυτό θα ήταν άνδρας, 3) ότι θα ήταν μόνος, 4) ότι η συνάντηση θα γινόταν αμέσως, 5) ότι θα βάσταζε αγγείο, 6) ότι το αγγείο εκείνο θα ήταν στάμνα, 7) ότι θα περιείχε νερό, 8) και ότι ο άνδρας θα κατευθυνόταν στο σπίτι, το οποίο αναζητούσαν οι μαθητές (b).
Μαρκ. 14,14 καὶ ὅπου ἐὰν εἰσέλθῃ, εἴπατε τῷ οἰκοδεσπότῃ ὅτι ὁ διδάσκαλος λέγει· ποῦ ἐστι(1) τὸ κατάλυμά(2) μου(3) ὅπου τὸ πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν μου(4) φάγω(5);
Μαρκ. 14,14 Και εις όποιο σπίτι εισέλθη, πέστε στον νοικοκύρη, ότι ο διδάσκαλος λέγει• που είναι το κατάλυμά μου, όπου θα φάγω το πάσχα με τους μαθητάς μου;
(1) Λαμβάνεται ως δεδομένο στην ερώτηση, ότι υπήρχε κάποιο δωμάτιο υποδοχής προετοιμασμένο με πρόνοια του Κυρίου (b).
(2) Η λέξη σημαίνει ετυμολογικά τόπο ανάπαυσης, και έπειτα πανδοχείο ή αίθουσα φαγητού (γ).
(3) Το προορισμένο για μένα (σ).
(4) Όπου ο Χριστός γίνεται δεκτός, περιμένει ώστε της ίδιας υποδοχής, την οποία του κάνουν, να τύχουν και οι μαθητές του. Όταν υποδεχόμαστε το Θεό ως Θεό μας, υποδεχόμαστε και το λαό του ως δικό μας λαό.
(5) «Κανείς από τους δύο (ούτε ο Μάρκος, ούτε ο Λουκάς) δεν είπε, πώς θα φάω το Πάσχα, αλλά πού είναι το κατάλυμά μου, όπου θα φάω το πάσχα με τους μαθητές μου; ώστε να γίνει επαρκής η προετοιμασία. Μόνο ο Ματθαίος είπε το «Σε σένα θα κάνω το Πάσχα». Μπορεί όμως να δηλώνει αυτήν την προετοιμασία του Πάσχα, όχι το να φάνε το Πάσχα. Διότι ο Ιωάννης δηλώνει ότι κατά την ημέρα και ώρα του πάθους δεν είχε ακόμη φαγωθεί το Πάσχα από τους Ιουδαίους, επειδή ακριβώς, όπως έλεγε, έπρεπε κατά την ίδια ημέρα να τελεστεί και το τυπικό Πάσχα και το αληθινό» (β).
Μαρκ. 14,15 καὶ αὐτὸς ὑμῖν δείξει ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον ἕτοιμον(1)· ἐκεῖ ἑτοιμάσατε ἡμῖν.
Μαρκ. 14,15 Και αυτός θα σας δείξη ένα μεγάλο ανώγαιο με τα καθίσματα και το τραπέζι στρωμένο, έτοιμο καθ' όλα. Εκεί ετοιμάσατέ μας.
(1) Θα έδειχνε σε αυτούς ευρύχωρο δωμάτιο στο πάνω διαμέρισμα της οικίας, κατάλληλο για την περίσταση και τη συνοδεία του Ιησού, «στρωμένο έτοιμο», δηλαδή ετοιμασμένο με τα απαραίτητα χαμηλά τραπέζια και τα χαλιά ή τα ανάκλιντρα (σ). Ο Χριστός δεν επιτήδευσε ποτέ προετοιμασία για τα συνηθισμένα γεύματά του. Αντιθέτως βλέπουμε αυτόν πάνω στη χλόη να τρώει μαζί με το πλήθος και στο πηγάδι του Ιακώβ παρατίθενται πρόχειρα οι τροφές στη μετοχή των οποίων καλείται από τους μαθητές του. Αλλά τώρα προκειμένου να ετοιμαστεί το ιερό δείπνο του Πάσχα αναζητά «ανώγαιον μέγα εστρωμένον», για να τιμήσει αυτό. Ο Θεός, όταν η εξωτερική λαμπρότητα και ιεροπρέπεια είναι εκδήλωση εσωτερικού σεβασμού και ειλικρινούς ευλάβειας, ευαρεστείται και σε αυτήν, όταν όμως αυτή παραμελείται ή και λείπει, ας εξετάζουμε με προσοχή, μήπως και το εσωτερικό πνεύμα της λατρείας μας έχει υποστεί χαλάρωση και μείωση στις ψυχές μας.
Μαρκ. 14,16 καὶ ἐξῆλθον(1) οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ ἦλθον(1) εἰς τὴν πόλιν, καὶ εὗρον(2) καθὼς εἶπεν αὐτοῖς, καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα(3).
Μαρκ. 14,16 Και βγήκαν οι μαθηταί αυτού, ήλθαν εις την πόλιν και ευρήκαν όπως τους είχε πη ο Χριστός και ετοίμασαν το πάσχα.
(1) Βγήκαν από το μέρος, όπου έγινε ο διάλογος αυτός με τον διδάσκαλο και ήλθαν στην πόλη.
(2) Στηρίχτηκαν και βεβαιώθηκαν στην πίστη και ένιωσαν κατάπληξη με χαρά (b).
(3) Ετοίμασαν το δείπνο, στο οποίο το αληθινό Πάσχα, η θεία ευχαριστία, η αναπαράσταση της θυσίας του αμνού του Θεού παραδόθηκε. «Για ποιό λόγο λοιπόν επιτέλεσε το μυστήριο αυτό κατά τον καιρό του Πάσχα; Για να μάθεις από παντού ότι και της παλαιάς (διαθήκης) είναι νομοθέτης και ότι αυτά που βρίσκονται σε εκείνην (την παλαιά) σκιαγραφήθηκαν από πριν για αυτά εδώ (της καινής). Για αυτό λοιπόν, εκεί όπου ήταν ο τύπος (του ιουδαϊκού πάσχα) ο Κύριος τοποθετούσε την αλήθεια» (β)
Μαρκ. 14,17 Καὶ ὀψίας γενομένης ἔρχεται μετὰ τῶν δώδεκα(1).
Μαρκ. 14,17 Και όταν εβράδυασε, ήλθε εκεί ο Ιησούς με τους δώδεκα μαθητάς.
(1) Συμπεριλαμβανομένου και του Ιούδα, που ήδη συλλογιζόταν, πώς θα άρπαζε την ευκαιρία για παράδοση του Ιησού.
Μαρκ. 14,18 καὶ ἀνακειμένων αὐτῶν καὶ ἐσθιόντων εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει(1) με, ὁ ἐσθίων μετ᾿ ἐμοῦ(2).
Μαρκ. 14,18 Και την ώραν που είχαν ξαπλώσει κοντά στο τραπέζι και έτρωγαν, είπεν ο Ιησούς• “ένας από σας θα με παραδώση• ένας, ο οποίος τρώγει τώρα μαζή μου”.
(1) Θα με παραδώσει στις εξουσίες.
(2) Με αυτό δεν καθορίζει προσωπικώς τον ένα, ο οποίος θα παρέδιδε αυτόν, αλλά γενικώς βεβαιώνει, ότι ο προδότης θα ήταν ένας από τους δώδεκα, ο οποίος συνέτρωγε μαζί με τον διδάσκαλο και τους υπόλοιπους μαθητές. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από τα επακολουθούντα ερωτήματα, τα οποία δείχνουν ότι ο προδότης ήταν ακόμη άγνωστος (γ).
«Ο Μάρκος πρόσθεσε ότι «αυτός που τρώει μαζί μου», για να μη νομίσουν, ότι λέει για έναν από αυτούς που πίστεψαν σε αυτόν, δεν συναριθμούνταν όμως με τους δώδεκα μαθητές. Ταυτόχρονα όμως και στον Ιούδα αφανώς έδωσε απόδειξη, ότι γνώριζε την καρδιά του» (Ζμ).
Ήταν η τελευταία στοργική προσπάθεια του Ιησού, για να συγκρατήσει τον μαθητή από τον όλεθρο.
Μαρκ. 14,19 οἱ δὲ ἤρξαντο λυπεῖσθαι(1) καὶ λέγειν αὐτῷ εἷς καθ᾿ εἷς· μήτι ἐγώ(2); καὶ ἄλλος· μήτι ἐγώ(3);
Μαρκ. 14,19 Εκείνοι δε ήρχισαν να λυπούνται και να τον ερωτούν ο ένας ύστερα από τον άλλον• “μήπως είμαι εγώ;” και άλλος• “μήπως είμαι εγώ;”
(1) «Προτίμησε δηλαδή ο Χριστός να φοβίσει και να λυπήσει όλους τους άλλους, προκειμένου να επιστρέψει τον χαμένο μαθητή» (Ζμ). «Άρχισαν να λυπούνται οι μαθητές για τον λόγο του Κυρίου, τον οποίο είπε ότι ένας από σας θα με παραδώσει. Παρόλο δηλαδή που ήταν έξω από αυτό το πάθος, όμως αγωνιούσαν, πιστεύοντας στον καρδιογνώστη Θεό περισσότερο παρά στους εαυτούς τους» (Θφ).
«Διότι νομίζω ότι θυμούνταν, εφόσον ήταν άνθρωποι, ότι είναι τρεπτή (μεταβαλλόμενη) η προαίρεση αυτών που ακόμη προκόβουν και είναι δυνατόν να θέλει τα αντίθετα από αυτά που προηγουμένως είχε πρόθεση» (Ω). Άρχισαν να λυπούνται διότι αυτό που ειπώθηκε από τον Κύριο ήταν μομφή για όλη την αδελφότητα. Ένας Απόστολος να προδώσει τον διδάσκαλό του ήταν κατ’ εξοχήν θλιβερό και αξιοθρήνητο γεγονός. Οι ψυχές που είναι ενάρετες και σκέπονται από τη χάρη λυπούνται και για τις αμαρτίες των άλλων, όταν μάλιστα οι άλλοι αυτοί συμμετείχαν στις ίδιες δωρεές από το Θεό, τις οποίες έτυχαν και αυτοί.
(2) Διερωτιούνταν ποιος ήταν. Κανείς από αυτούς δεν υποπτεύθηκε ότι ήταν ο Ιούδας, και πολύ λιγότερο ακούστηκε κάποιος να ρωτά: Κύριε, μήπως είναι ο Ιούδας; Είναι δυνατόν ο υποκριτής να διάγει στον κόσμο, χωρίς κανείς όχι μόνο να ανακαλύπτει αυτόν αλλά ούτε καν να τον υποπτεύεται. Όπως το πλαστό και κίβδηλο νόμισμα, κυκλοφορεί κρυμμένο, χωρίς να κινεί κανενός την υπόνοια. Στο τέλος όμως θα αποκαλυφθεί και η καταισχύνη του θα μοιάζει με αυτήν του Ιούδα.
(3) Παρόλο που οι μαθητές δεν είχαν συνείδηση, ότι όχι μόνο κάποια σκέψη παρόμοια, αλλά ούτε η παραμικρή κλίση δεν είχε σημειωθεί στο εσωτερικό τους, όμως μη έχοντας πεποίθηση στη δική τους εσωτερική πληροφορία, ρωτούν τον Διδάσκαλο, που γνωρίζει εμάς καλύτερα από όσο εμείς γνωρίζουμε τους εαυτούς μας: Μήπως είμαι εγώ; Δεν γνωρίζεις πόσο ισχυρά θα πειραστείς, ούτε πόσο ο Θεός θα σε αφήσει σε μόνες τις δυνάμεις σου και συνεπώς: Μην υψηλοφρονείς, αλλά να φοβάσαι.
Μαρκ. 14,20 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ ἐμβαπτόμενος(1) μετ᾿ ἐμοῦ εἰς τὸ τρυβλίον(2).
Μαρκ. 14,20 Αυτός δε απεκρίθη και τους είπε• είναι ένας από σας τους δώδεκα, αυτός ο οποίος βουτά το ψωμί του μαζί με εμέ στο πιάτο και τρώγει.
(1) «Δηλαδή αυτός που βουτά» (Ζμ). Χρησιμοποιεί το ρήμα σε μέση φωνή με την έννοια του: αυτός που με το ίδιο του το χέρι βουτά (b). Με τη νέα αυτή ένδειξη καθορίζεται, ότι ο προδότης καθόταν κοντά στον Ιησού (γ). Ο ενεστώτας= αυτός που συνεχώς βουτά (δ).
(2) Είδος πιατέλας που περιέχει καρύκευμα. Κατά την εορτή του Πάσχα το καρύκευμα (χαροσέθ) κατασκευαζόταν από σύκα, φοίνικες, μπαχαρικά και ξύδι (γ).
Μαρκ. 14,21 ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑπάγει(1) καθὼς γέγραπται(2) περὶ αὐτοῦ· οὐαὶ(3) δὲ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ, δι᾿ οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται· καλὸν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη(4) ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος(5).
Μαρκ. 14,21 Ο μεν υιός του ανθρώπου προχωρεί προς τον λυτρωτικόν θάνατον σύμφωνα με τας προφητείας, που έχουν γραφή δι' αυτόν. Αλοίμονον όμως στον άνθρωπο εκείνον, δια του οποίου ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται στους σταυρωτάς του. Προτιμότερον θα ήτο δι' αυτόν να μη είχε γεννηθή ο άνθρωπος εκείνος”.
(1) «Σαν να ήταν δηλαδή αποδημία ο θάνατος του Χριστού, όχι θάνατος» (Θφ).
«Όπως ακριβώς και στους Ιουδαίους έλεγε, Πηγαίνω σε αυτόν που με έστειλε. Και η λέξη αυτή σημαίνει το εκούσιο (με τη θέλησή του)» (β). Επανειλημμένως χρησιμοποιείται το ρήμα αυτό από τον Ιωάννη αναφορικά με το θάνατο του Κυρίου. Δες Ιω. η 14,21,ιγ 3,33,ιδ 4 (σ).
(2) Ο θάνατος του Ιησού δεν υπήρξε ένα απλό ατύχημα στο στάδιό του ούτε το αποτέλεσμα της σύγκρουσης εκείνης με τον κόσμο, στην οποία όλοι οι προφήτες και οι δίκαιοι υπόκεινται, αλλά ήταν η εκπλήρωση της βουλής του Θεού και της μαρτυρίας των μεσσιακών προφητειών όπως οι Ησ. νγ, Ψαλμ. κα (σ).
(3) Δεν αποτελεί κατάρα με την έννοια ευχής ή προσευχής, ώστε η εκδίκηση αυτή να έλθει πάνω στον προδότη, αλλά επίσημη αναγγελία της θείας κρίσης (γ). Η πράξη του Ιούδα δεν ήταν τυχαία ούτε πράξη ανάγκης. Βεβαίως εκπληρώθηκε η βουλή του Θεού και με αυτήν την ίδια την προδοσία αυτού. Χωρίς όμως και να καταργηθεί η ελευθερία του και η ευθύνη του ούτε να ελαφρωθεί η ενοχή του (σ).
Αν και ο Θεός μπορεί να κατευθύνει τις αμαρτίες των ανθρώπων για υπηρεσία των σχεδίων του, δεν ελαφρώνει αυτό την ενοχή των αμαρτωλών και την βαριά τιμωρία, η οποία τους περιμένει. Η σοφία του γνωρίζει όχι μόνο να ματαιώνει τις βουλές των ασεβών, αλλά να χρησιμοποιεί και τις ενέργειές τους για δόξα δική του. Ό,τι είναι δόξα της σοφίας του, δεν αποτελεί και δικαιολογία για τους αμαρτωλούς. Διότι αυτοί πάντοτε ελεύθερα και κακόβουλα ενήργησαν. «Με καθορισμένη απόφαση και πρόγνωση του Θεού πιάστηκε» για να θανατωθεί ο Ιησούς, «με χέρια όμως ανόμων που τον κάρφωσαν, θανάτωσαν» αυτόν οι σταυρωτές του (Πραξ. β 23).
(4) «Το «καλό θα ήταν να μην γεννιόταν» ειπώθηκε ως προς την κόλαση, την οποία θα υποστεί ο προδότης. Διότι είναι καλύτερο καθόλου να μην γεννηθεί κάποιος παρά να γεννηθεί για κόλαση. Όσον αφορά λοιπόν εκ τους αποτελέσματος, φαίνεται καλύτερο, αν δεν υπήρξε καθόλου ο Ιούδας. Διότι ο μεν Θεός έπλασε αυτόν για έργα αγαθά. Επειδή όμως αυτός εξέπεσε σε τέτοια κακία, όπως φαίνεται, καλύτερο ήταν να μη γεννιόταν καθόλου» (Θφ). «Διότι από την κακή ύπαρξη είναι προτιμότερη η ανυπαρξία» (β).
Ειπώθηκε αυτό, όχι μόνο για να αφυπνιστεί η συνείδηση του Ιούδα και να οδηγηθεί αυτός σε μετάνοια, αλλά και για επιστηθεί η προσοχή των άλλων μαθητών, για να προφυλάγονται από αμαρτία όμοια με αυτήν του Ιούδα. Πράγματι· πόσο εύκολα οι κοντά στο Χριστό εξαπατούνται παρασυρόμενοι στο να αγαπούν περισσότερο το χρυσό και να μεταβάλλουν το ταμείο της χάριτός του σε γλωσσόκομο μαμμωνά! Η καταστροφή, που αναμένει αυτούς που προδίδουν το Χριστό και προτιμούν από αυτόν τα αργύρια, είναι τόσο μεγάλη, ώστε θα ήταν προτιμότερο να μην ζούσε κάποιος, παρά να υποστεί την καταστροφή και τιμωρία αυτή.
(5) Είναι αξιοσημείωτο, ότι ο Κύριος ακριβώς πριν τη σύσταση της θείας ευχαριστίας έβαλε τους μαθητές στη δοκιμασία και εξέταση του εαυτού τους, η οποία οδήγησε στο ερώτημα: Μήπως είμαι εγώ; Να δοκιμάζει ο άνθρωπος τον εαυτό του και έτσι να τρώει από τον άρτο και να πίνει από το ποτήριο.
Η σύσταση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας ιδ 22-25
Μαρκ. 14,22 Καὶ ἐσθιόντων(1) αὐτῶν λαβὼν ὁ Ἰησοῦς ἄρτον εὐλογήσας(2) ἔκλασε καὶ ἔδωκε αὐτοῖς(3) καὶ εἶπε· λάβετε φάγετε(4)· τοῦτό(5) ἐστι(6) τὸ σῶμά μου.
Μαρκ. 14,22 Και ενώ αυτοί έτρωγαν επήρε ο Ιησούς τον άρτον, δοξολόγησε τον ουράνιο Πατέρα, έκοψε τον άρτο εις τεμάχια, έδωκε εις αυτούς και είπε• λάβετε φάγετε• αυτό είναι το σώμα μου.
(1) Την ώρα που έτρωγαν και κατά τη διάρκεια του δείπνου. Κανείς όμως από τους ευαγγελιστές δεν αναφέρει το χρόνο ακριβέστερα (γ).
(2) Αντικείμενο του ευλόγησε είναι ή τον Θεό (=ύμνησε, σύμφωνα με τη συνηθισμένη του έννοια) ή τον άρτο= επικαλέστηκε ευλογία πάνω στον άρτο. Μάλλον με την πρώτη έννοια σύμφωνα με τα Λουκ. κβ 19 και Α Κορ. ια 24, όπου αντί για το ευλογήσας υπάρχει το ευχαριστήσας (γ).
«Ευλόγησε, αντί να πει ευχαρίστησε» (Θφ). «Για αυτό και ευλόγησε… ώστε εκείνοι με την ευλογία και ευχαριστία να μάθουν ότι είναι μεγάλα αληθινά και άξια κάθε ευχαριστίας αυτά που οικονόμησε με το πάθος» (β).
(3) Δίνοντας από ένα τεμάχιο σε καθέναν από τους μαθητές.
(4) Πολλοί από τους μεγαλογράμματους κώδικες παραλείπουν το φάγετε.
(5) Αυτό το τεμάχιο του άρτου το οποίο στον καθένα έδωσε (σ). «Αυτό το οποίο τώρα παίρνετε» (Θφ).
(6) «Δεν είναι ο άρτος αντίτυπο (τύπος) του σώματος του Κυρίου· αλλά μεταβάλλεται στο ίδιο εκείνο το σώμα του Χριστού. Διότι και ο Κύριος λέει· Ο άρτος τον οποίο εγώ θα δώσω, είναι η σάρκα μου. Δεν είπε· Είναι αντίτυπο της σάρκας μου, αλλά είναι η σάρκα μου… Και πώς; θα πει κάποιος· διότι δεν φαίνεται σάρκα. Λόγω της δικής μας, άνθρωπέ μου, αδυναμίας. Επειδή δηλαδή ο άρτος και το κρασί είναι συνηθισμένα σε μας· αν όμως ήταν μπροστά μας αίμα και αν βλέπαμε σάρκα, δεν θα αντέχαμε, αλλά θα αποναρκωνόμασταν· για αυτό συγκαταβαίνοντας σε μας ο φιλάνθρωπος, τη μεν μορφή του ψωμιού και του κρασιού τη φυλάει· τα μεταμορφώνει όμως στη δύναμη σάρκας και αίματος» (Θφ).
«Το ψωμί αγιάζεται με το λόγο του Θεού και την προσευχή και αμέσως μεταβάλλεται στο σώμα του Λόγου» (Γν).
Μαρκ. 14,23 καὶ λαβὼν τὸ(1) ποτήριον εὐχαριστήσας(2) ἔδωκεν αὐτοῖς, καὶ ἔπιον ἐξ αὐτοῦ πάντες.
Μαρκ. 14,23 Και αφού επήρε το ποτήριο με τον οίνον ευχαρίστησε τον Πατέρα, έδωκεν εις αυτούς και έπιον από αυτό όλοι.
(1) Πιο αυθεντική γραφή χωρίς το άρθρο.
(2) Αντί για το ευλογήσας του προηγούμενου στίχου μπήκε εδώ το ευχαριστήσας και καθορίζεται έτσι ότι και εκεί το ευλογήσας αναφέρεται όχι στον άρτο αλλά στο Θεό.
Μαρκ. 14,24 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης(1) τὸ περὶ πολλῶν(2) ἐκχυνόμενον(3).
Μαρκ. 14,24 Και είπε εις αυτούς• τούτο είναι το αίμα μου, με το οποίον επικυρώνεται η νέα διαθήκη, και το οποίον χύνεται δια την σωτηρία πολλών.
(1) «Αίμα καινής Διαθήκης είπε για να το διακρίνει από το αίμα της Παλαιάς. Διότι και η Παλαιά Διαθήκη και εκείνη είχε αίμα, με το οποίο ραντίστηκε και ο λαός και το βιβλίο του νόμου» (Θφ).
Οι λόγοι αυτοί «το αίμα της διαθήκης» λέχθηκαν και κατά την επικύρωση του Νόμου, θεωρουμένου ως συνθήκης μεταξύ Θεού και Ιουδαίων (Εξοδ. κδ 8). Ο Μωϋσής ράντισε το λαό με το αίμα της θυσίας, σαν σφραγίδα της συνθήκης μεταξύ Θεού και αυτών κατά την παράδοση του νόμου. Και ήδη νέα εισάγεται διαθήκη (δες Λουκ. κβ 20 και Α Κορ. ια 25), στην οποία ο νόμος έχει γραφτεί στις καρδιές (Ιερεμ. λη 31-35) και η οποία επισφραγίστηκε με το αίμα Εκείνου, ο οποίος πέθανε για τη σύναψή της (γ).
Ο Ιησούς συνιστούσε τώρα νέα διαθήκη, ασύγκριτα ανώτερη από αυτήν του Σινά και η οποία έπρεπε να επικυρωθεί με αίμα αλλά και ασύγκριτα ανώτερη θυσία (σ).
(2) Γραφή παλαιότερη υπέρ πολλών. «Λέγοντας όμως ότι «για πολλούς» χύνεται το αίμα, εννοεί το «για όλους», διότι πολλοί είναι οι όλοι, όπως ακριβώς και ο Παύλος έλεγε ότι μέσω του ενός θα γίνουν δίκαιοι οι πολλοί (Ρωμ. 5,19)· αυτό λοιπόν και εδώ δηλώνει ότι ένας για χάρη πολλών πάσχει αυτό» (β).
Ή, για όλους μεν χύθηκε, αλλά δεν οικειοποιούνται όλοι την μέσω αυτού απολύτρωση, αλλά πολλοί. Χύθηκε για χάρη πολλών, για να δικαιώσει πολλούς για να οδηγήσει πολλούς υιούς σε δόξα (Εβρ. β 10). Είναι θυσία που επαρκεί για πολλούς, άπειρης και ανεκτίμητης αξίας. Και έσωσε και θα σώσει πολλούς. Διαβάζουμε για «όχλο πολύ, τον οποίο κανείς δεν μπορούσε να αριθμήσει, από κάθε έθνος και φυλές και γλώσσες και λαούς», ότι «έπλυναν τις στολές τους και λεύκαναν αυτές με το αίμα του αρνίου» (Αποκάλ. ζ 9,14). Και ακόμη η πηγή είναι ανοιχτή και αστείρευτη. Πόσο παρηγορητικό είναι για τους φτωχούς, τους μετανοημένους αμαρτωλούς, ότι το αίμα του Χριστού χύθηκε για χάρη πολλών! Και εάν υπέρ πολλών, γιατί όχι και υπέρ εμού; Εάν υπέρ των αμαρτωλών, υπέρ των εξ’ εθνών αμαρτωλών, υπέρ του πρώτου των αμαρτωλών, γιατί όχι και υπέρ εμού; (Henry).
Δες Μάρκ. ι 45 «και να δώσει τη ζωή του λύτρο για χάρη πολλών». Το χύσιμο του αίματος ανταποκρίνεται στην κλάση του άρτου και αναφέρεται στην αυτοθυσία του Ιησού ως αμνού άμωμου (Α΄ Πέτρ. α 19). Η σωτήρια σημασία του θανάτου του και η σχέση της με την πνευματική απολύτρωση του λαού του Θεού (δες Μάρκ. ι 45) «από τη γενιά αυτή τη διεστραμμένη» (Πράξ. β 40), υπονοείται με την από τον Μάρκο περιγραφή του αίματος του Ιησού, αίματος της καινής διαθήκης, ότι χύνεται για χάρη πολλών (σ).
Για χάρη πολλών σημαίνει ότι τον θάνατό του υπέστη ο Κύριος χάριν των άλλων. Η πρόθεση «υπέρ» μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με την έννοια της «αντί», για να δηλώσει δηλαδή έννοια αντιπροσωπευτική. Όχι όμως τόσο κατηγορηματικά και αναγκαία, όσο εκφράζει αυτήν η πρόθεση «αντί» (γ).
(3) Η πρόθεση «εκ» σε συνδυασμό και με την έννοια του «χυνόμενον» δηλώνει θάνατο βίαιο (γ)
Μαρκ. 14,25 ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐκέτι οὐ μὴ πίω ἐκ τοῦ γεννήματος τῆς ἀμπέλου(1) ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὅταν αὐτὸ πίνω καινὸν(2) ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ(3).
Μαρκ. 14,25 Σας διαβεβαιώνω, ότι δεν θα πίω πλέον από το προϊόν αυτό της αμπέλου, μέχρι της ημέρας εκείνης, όταν θα το πίνω νέον και ασύγκριτα πιο χαρμόσυνον εις την βασιλείαν του Θεού.
(1) Οι λέξεις αναφέρονται στο ότι αυτή ήταν η ύστατη περίσταση, κατά την οποία ο Ιησούς θα έπινε κρασί μαζί με τους μαθητές του, και αποτελούν σαφή υπαινιγμό για τον επικείμενο θάνατό του (σ).
(2) Το καινούργιο δεν σημαίνει το κρασί της νέας παραγωγής, για δήλωση του οποίου θα χρησιμοποιούνταν η λέξη νέο· αλλά δηλώνει νέο είδος κρασιού. Όταν θα γίνουν τα πάντα καινούργια, στην παλιγγενεσία και ανακαίνιση, πρόκειται να είναι εκεί κάποιο νέο κοινό τραπέζι και κοινωνία του Χριστού με τους μαθητές του, στην οποία η απόλαυση νέων πνευματικών επικοινωνιών και αγαλλιάσεων θα λαμβάνει χώρα (γ).
Συστήθηκε το μυστήριο με προοπτική της μακαριότητας των ουρανών, για να είναι μία πρόγευση εκείνης και συνεπώς για να γευόμαστε το ποτήριο αυτό που μας μεθάει ως άριστο με τις αγαλλιάσεις και την ευφροσύνη της πνευματικής ζωής, του οποίου την γλυκύτητα όταν αισθανθεί και γευτεί κάποιος, καμία πλέον έλξη δεν αισθάνεται από τη γεύση του ποτηρίου των τέρψεων και ηδονών των αισθήσεων.
(3) «Στη βασιλεία του Θεού, δηλαδή στον όγδοο αιώνα, θα πιεί ο Κύριος μαζί με τους μαθητές του τα μυστήρια και τη σοφία, διδάσκοντας καινούργια πράγματα και αποκαλύπτοντας αυτά που τώρα είναι κρυμμένα» (Θφ).
Οι άγιοι που πεθαίνουν παίρνουν ύστατο το μυστήριο ως εφόδιο ζωής, και αποχαιρετούν μαζί με αυτό και την παρούσα ζωή με ειρήνη εισερχόμενοι στην χαρά και δόξα από την άμεση επικοινωνία με το Χριστό, η οποία ξεπερνάει κάθε πνευματική αγαλλίαση του παρόντος βίου. Όταν ο ήλιος ανατέλλει αποχαιρετιούνται τα λυχνάρια.
Μαρκ. 14,26 Καὶ ὑμνήσαντες(1) ἐξῆλθον εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν(2).
Μαρκ. 14,26 Και αφού έψαλαν ύμνους, βγήκαν στο όρος των Ελαιών.
(1) Λιγότερο πιθανή η ερμηνεία: Έψαλλαν τον ύμνο που ψαλλόταν από τους Ιουδαίους κατά το δείπνο του Πάσχα δηλαδή το μέγα αλληλούια, που αποτελείται από τους ψαλμούς 112-117,135. Το δεύτερο μέρος αυτού, Ψαλμ. 114-117, ή σύμφωνα με τον Σαμμαΐ Ψαλμ. 113-117, ψαλλόταν κατά τους χρόνους αυτούς μετά το πασχάλιο δείπνο (γ). Ή, πιο σωστά, αφού ο Κύριος δεν έφαγε το ιουδαϊκό πάσχα, «ευχαρίστησαν και προτού πιουν, ευχαρίστησαν και αφότου ήπιαν, για να μάθουμε και εμείς, ότι πρέπει να ευχαριστούμε και να υμνούμε και πριν την τροφή και μετά την τροφή. Ταυτόχρονα όμως δείχνει και αυτό, ότι είναι ευχάριστος σε αυτόν ο θάνατος για χάρη μας, αφού βεβαίως υμνεί το Θεό βγαίνοντας για να παραδοθεί» (Θφ).
Είναι πρέπον μετά τη θεία ευχαριστία να υμνούμε το Θεό, σαν έκφραση της χαράς μας εν τω Θεώ μέσω του Ιησού Χριστού και της ευγνωμοσύνης μας για την μεγάλη αγάπη με την οποία ο Θεός μας αγάπησε μέσω του Χριστού. Και σε καιρό επίσης θλίψεως και δεινών δεν είναι άκαιρο να ψάλλουμε ύμνους. Οι μαθητές βρίσκονταν σε λύπη και ο Χριστός έμπαινε στις σκληρές ώρες του πάθους. Και όμως συνέψαλλαν ύμνο. Η πνευματική μας χαρά δεν πρέπει να διακόπτεται από τις εξωτερικές θλίψεις. Ο Παύλος και ο Σίλας στο δεσμωτήριο υμνούσαν το Θεό και τους άκουγαν οι δέσμιοι.
(2) Βγήκαν στο όρος των Ελαιών, για να μην επιτεθούν οι εχθροί του στο ανώγαιο και ενοχληθεί αυτός που τους φιλοξένησε. Δεν βγήκαν στην πόλη, για να μην σημειωθεί κάποια εξέγερση του λαού. Δεν πήγε να κοιμηθεί μολονότι ήταν ώρα ύπνου, διότι η καρδιά του ήταν στραμμένη ολόκληρη προς το πάθημά του και δεν «θα δώσει ύπνο στα μάτια του και στα βλέφαρά του νυσταγμό και ανάπαυση στους κροτάφους του» έως ότου φέρει σε πέρας το έργο, το οποίο ο Πατέρας του ζητούσε από αυτόν. Αποσύρθηκε έξω από την πόλη, στο όρος των Ελαιών. Μετά τη θεία Ευχαριστία ενδείκνυται να αποσυρόμαστε και εμείς σε προσευχή και μελέτη, προσκολλώμενοι μόνοι σε μόνο το Θεό.
Μαρκ. 14,27 καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντες σκανδαλισθήσεσθε(1) ἐν ἐμοὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ(2) ὅτι γέγραπται, πατάξω(3) τὸν ποιμένα καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα·
Μαρκ. 14,27 Και λέγει εις αυτούς ο Ιησούς ότι “όλοι σας εξ αιτίας των τραγικών γεγονότων κατά την νύκτα αυτήν θα κλονισθήτε εις την προς εμέ πίστιν σας. Διότι έχει γραφή από τον προφήτην• Εγώ ο Θεός και Πατήρ θα επιτρέψω να κτυπηθή ο ποιμήν και θα διασκορπισθούν τα πρόβατα.
(1) Ο Ιούδας είχε φύγει και οι υπόλοιποι μαθητές ήταν ίσως ικανοποιημένοι διότι έμεναν σταθεροί προς τον Διδάσκαλο. Αλλά ο Χριστός τους ειδοποιεί, ότι, εάν διαφυλάχτηκαν από τη χάρη από την αποστασία του Ιούδα, δεν πρέπει όμως να καυχιούνται για τη σταθερότητά τους, διότι μετά από λίγο και αυτοί θα κλονίζονταν. Παρόλο που ο Θεός μας προφυλάσσει από βαριές πτώσεις, στις οποίες βλέπουμε άλλους να παρασύρονται, όμως και εμείς μπορούμε να ντρεπόμαστε για τους εαυτούς μας, όταν βλέπουμε ότι δεν προοδεύσαμε και δεν γίναμε καλύτεροι από ό,τι είμαστε τώρα.
(2) Αυθεντική γραφή χωρίς το «ἐν ἐμοὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ», και πιθανότατα παρεμβλήθηκε αυτό στο Μάρκο από τους αντιγραφείς από τον Ματθαίο. Έχουμε ανάγκη να προετοιμαζόμαστε πάντα για τις αιφνίδιες δοκιμασίες, στις οποίες ανέλπιστα σε μια στιγμή είναι δυνατόν να πέσουμε. Ο Χριστός και οι μαθητές συνέφαγαν το Δείπνο με ησυχία και ειρήνη. Και όμως μετά από λίγο η νύχτα εκείνη έγινε για τους μαθητές νύχτα σκανδαλισμού. Πόσο εύκολα μπορεί να σηκωθεί μία καταιγίδα! Δεν γνωρίζουμε, τι μπορεί να φέρει μία ημέρα ή μία νύχτα ή και μία μόνο ώρα, ούτε τι μεγάλο συμβάν, κρίσιμο για την αιώνια τύχη μας, μπορεί να εγκυμονείται σε μία μόνη στιγμή.
(3) «Για να μην φανεί ότι είναι μία σκληρή κατηγορία (το όλοι θα σκανδαλιστείτε) λέει και προφητεία» (β). Το εβραϊκό πρωτότυπο γράφει: «Πάταξε τον ποιμένα». Αλλά εφόσον ο Θεός παραγγέλλει να πέσει το μαχαίρι εναντίον του ποιμένα, το πατάξω αυτό αποδίδει την έννοια του χωρίου (γ).
«Το θα χτυπήσω τον ποιμένα ο Πατέρας το λέει. Επειδή δηλαδή παραχώρησε να χτυπηθεί, λέγεται ότι αυτός χτύπησε αυτόν που κατά παραχώρησή του χτυπήθηκε» (Θφ).
Μαρκ. 14,28 ἀλλὰ μετὰ τὸ ἐγερθῆναί(1) με προάξω(2) ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
Μαρκ. 14,28 Αλλά μετά την ανάστασίν μου θα προπορευθώ και θα σας περιμένω εις την Γαλιλαίαν”.
(1) Λέξη με την οποία συνήθως στα ευαγγέλια δηλώνεται η ανάσταση. Εδώ όμως αποκτά και ειδική έννοια από το πατάξω που προηγήθηκε, και σημαίνει το σήκωμα αυτού από τη γη, στην οποία έπεσε αφού χτυπήθηκε (γ).
(2) «Δεν τους άφησε όμως πάλι να είναι μέχρι τα λυπηρά· αλλά θα σας προλάβω, είπε, στη Γαλιλαία» (β). «Δηλαδή θα σας προλάβω» (Θφ). Και το ρήμα αυτό αποκτά ειδική έννοια εδώ από την προηγηθείσα εικόνα ποιμένα και προβάτων. Θα προπορευτεί μπροστά τους, όπως ο ποιμένας οδηγεί το ποίμνιό του. Δηλαδή θα πάρει πάλι απέναντί τους τη θέση του ως ποιμένα (γ).
Παρόλο που θα με εγκαταλείψετε, παρόλο που θα πέσετε, εγώ θα προνοήσω για σας να μην είναι η πτώση σας οριστική. Θα συναντηθούμε πάλι στη Γαλιλαία. Θα σας προλάβω όπως ο ποιμένας προηγείται των προβάτων του. Ο αρχηγός της σωτηρίας μας γνωρίζει πώς να ανασυγκροτεί τα στρατεύματά του, όταν αυτά από δειλία διασκορπιστούν.
Μαρκ. 14,29 ὁ δὲ Πέτρος ἔφη αὐτῷ· καὶ εἰ πάντες σκανδαλισθήσονται, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγώ(1).
Μαρκ. 14,29 Αλλ' ο Πέτρος είπε εις αυτόν• και εάν όλοι κλονισθούν εις την πίστιν, εγώ όμως δεν θα κλονισθώ.
(1) Ο σφοδρός και θερμός στην καρδιά Απόστολος δεν μπορεί να υποφέρει την σκέψη της λόγω δειλίας αδυναμίας και με τη βιασύνη, την οποία του δημιουργεί το πλήρες αυτοπεποίθησης αίσθημά του ξεσπά σε θερμά και παράφορα λόγια διαμαρτυρίας (σ). «Ενώ ο προφήτης είπε, ενώ ο Χριστός βεβαίωσε το λόγο, ο Πέτρος… έχει θάρρος στον εαυτό του», «αν και θα έπρεπε να παρακαλέσει και να πει, βοήθησέ μας ώστε να μην αποσχιστούμε… Αυτό λοιπόν θέλοντας να περιορίσει ο Χριστός επέτρεψε την άρνηση» (β).
Εάν η υπόσχεση αυτή γινόταν με ταπεινή εξάρτηση από τη χάρη του Χριστού, θα ήταν εξόχως ωραίος λόγος. Αλλά όπως ειπώθηκε, μαρτυρεί μεγάλο βαθμό αυτοπεποίθησης εγωιστικής. Ο Πέτρος έχει την ιδέα, ότι είναι ασφαλής και αήττητος από τους πειρασμούς και ελεύθερος από την διαφθορά, στα οποία όλοι οι άλλοι υπόκεινται. Θα έπρεπε να πει: Εάν και οι άλλοι σκανδαλιστούν, φόβος υπάρχει να σκανδαλιστώ και εγώ. Αλλά ο Πέτρος φρονεί ότι μόνος μπορεί να αντισταθεί σε πειρασμό, στον οποίο όλοι οι συμμαθητές του πρόκειται να υποκύψουν. Παρόλ’ αυτά τι διαφορά μεταξύ του Πέτρου και του Ιούδα! Ο Πέτρος εξανίσταται στην προφητεία της πτώσης. Ο Ιούδας σιγά και τίποτα τέτοιο δεν λέει στην προφητεία της προδοσίας. Αυτός αμάρτησε με προμελέτη και εσκεμμένα. Ο Πέτρος εκ συναρπαγής (παρασυρόμενος).
Μαρκ. 14,30 καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω σοι ὅτι σὺ(1) σήμερον ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ πρὶν ἢ δὶς(2) ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς(3) ἀπαρνήσῃ με.
Μαρκ. 14,30 Και λέγει εις αυτόν ο Ιησούς• σας διαβεβαιώνω, ότι συ σήμερα, αυτήν εδώ την νύκτα πριν, η ο πετεινός λαλήση δύο φορές, θα με απαρνηθής τρεις φορές.
(1) Μπαίνει μπροστά με έμφαση.
(2) Η αλεκτοροφωνία ταυτίζεται με την τρίτη από τις τέσσερις ρωμαϊκές φυλακές (=φυλάξεις,σκοπιές) (δες Μάρκ. ιγ 35). Η φυλακή αυτή που εκτεινόταν από τα μεσάνυχτα μέχρι τις 3 π.μ. ονομάζεται στο ευαγγέλιο του Μάρκου αλεκτοροφωνία (ιγ 35) (σ). Είναι το μόνο ευαγγέλιο, στο οποίο σημειώνεται το «δύο φορές», τόσο στην προαναγγελία του Ιησού, όσο και στην εξιστόρηση των αρνήσεων. Οι δύο εκείνες απαίσιες αλεκτοροφωνίες είχαν εντυπωθεί στη μνήμη του Πέτρου και έτσι καταγράφτηκαν στο ευαγγέλιο αυτό, το οποίο συγγράφηκε σύμφωνα με τις αναμνήσεις του (γ).
(3) Όχι μία αλλά τρεις. Όταν το πόδι μας αρχίζει να γλιστράει, είναι δύσκολο να ανακτήσουμε το σταθερό βάδισμά μας στον ολισθηρό κατήφορο.
Μαρκ. 14,31 ὁ δὲ Πέτρος ἐκ περισσοῦ(1) ἔλεγε μᾶλλον· ἐάν με δέῃ συναποθανεῖν σοι, οὐ μή σε ἀπαρνήσομαι(2). ὡσαύτως δὲ καὶ πάντες(3) ἔλεγον.
Μαρκ. 14,31 Αλλ' ο Πέτρος με το παραπάνω επέμενε να λέγη και να ξαναλέγη• εάν χρειασθή να αποθάνω και εγώ μαζί με σε, δεν θα αρνηθώ. Τα ίδια έλεγαν και όλοι οι μαθηταί.
(1) Η πρόθεση «εκ» προσθέτει στην έννοια του περισσοῦ (g). Οι λέξεις «ἐκ περισσοῦ ἔλεγε μᾶλλον» δηλώνουν, ότι η διαμαρτυρία του Πέτρου πήρε μεγαλύτερο τόνο και σφοδρότητα. Οι λόγοι του διδασκάλου πλήγωσαν αυτόν βαθειά και αυτό εξώθησε αυτόν σε περισσότερες διαβεβαιώσεις (σ).
«Όσο ο Χριστός κουραζόταν να του το λέει, τόσο εναντιωνόταν ο Πέτρος περισσότερο. Από πού όμως του συνέβη αυτό; Από την πολλή αγάπη… Φανέρωνε ελαφρώς και κάποια φιλοτιμία (=φιλοδοξία, ζήλος, ισχυρογνωμοσύνη) το πράγμα. Δες λοιπόν μετά την πτώση πώς είναι συνεσταλμένος. Διότι πριν μεν αυτήν, αναθέτει τα πάντα στον εαυτό του. Μετά όμως από αυτά, το τελείως αντίθετο, «Τι προσέχετε εμάς, λες και με τη δική μας δύναμη ή ευσέβεια κάναμε να περπατήσει αυτός;» (Πράξ. γ 12). Από εδώ όμως μαθαίνουμε μεγάλο δόγμα· ότι δεν αρκεί η προθυμία του ανθρώπου αν δεν πάρει την ουράνια βοήθεια. Και πάλι τίποτα δεν θα κερδίσουμε από την ουράνια βοήθεια, αν δεν υπάρχει προθυμία» (β).
(2) Εάν ο Πέτρος μάλιστα μετά τις φοβερές προφητείες του Διδασκάλου έλεγε: «Κύριε, δώσε μου χάρη να με προφυλάξει από το να σε αρνηθώ· μη με βάλεις στον πειρασμό αυτόν, αλλά σώσε με από τον πονηρό», ίσως δεν θα επέτρεπε ο Κύριος την πτώση του. Αυτός που νομίζει ότι στέκεται, ας προσέχει μην πέσει.
(3) Είμαστε εύκολοι να νομίζουμε για τους εαυτούς μας, ότι μπορούμε να αντισταθούμε στους μεγαλύτερους πειρασμούς και να ακολουθήσουμε το Χριστό στους δυσκολότερους κινδύνους. Αλλά το φρόνημά μας αυτό προέρχεται από το ότι αγνοούμε τον εαυτό μας. Οι μαθητές, οι οποίοι πριν λίγο δυσπιστούσαν στους εαυτούς τους και ρωτούσαν τον Κύριο Μήπως είμαι εγώ, τώρα θεωρούν τους εαυτούς τους ασφαλείς. Αλλά εκείνοι πέφτουν ταχύτερα και ανοητότερα, οι οποίοι εμπιστεύονται τους εαυτούς τους. Και εκείνοι είναι οι λιγότερο ασφαλείς, οι οποίοι νομίζουν τους εαυτούς τους ασφαλέστατους. Ο σατανάς είναι πολύ ενεργητικός στο να αποπλανά αυτούς. Και ο Θεός επιτρέπει την πτώση τους για να ταπεινωθούν.
Η αγωνία της Γεθσημανή ιδ 32-42
Μαρκ. 14,32 Καὶ ἔρχονται(1) εἰς χωρίον(2) οὗ τὸ ὄνομα Γεθσημανῆ(3), καὶ λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· καθίσατε ὧδε(4) ἕως προσεύξωμαι(5).
Μαρκ. 14,32 Και έρχονται εις κάποιαν περιοχή, που ωνομάζετο Γεσθημανή, και λέγει στους μαθητάς του, καθήσατε εδώ, έως ότου προσευχηθώ.
(1) Δεν καθορίζεται ακριβώς η ώρα, κατά την οποία ήλθαν. Εάν κρίνουμε από τον ύπνο των μαθητών, πρέπει να ήταν αργά. Ίσως κοντά στα μεσάνυχτα. Έως τώρα είδαμε την προπαρασκευή για το πάθος του Κυρίου. Από τη στιγμή αυτή εισερχόμαστε στην αιματηρή σκηνή. Στους στίχους αυτούς έχουμε την αφήγηση της αγωνίας του στον κήπο. Η αγωνία όμως αυτή υπήρξε η αρχή των θλίψεων του Κυρίου μας. Είχε πει πριν κάποιες ημέρες. Τώρα η ψυχή μου έχει ταραχτεί (Ιω. ιβ 27). Αλλά ήδη η τρικυμία ξέσπασε σφοδρή. Αγωνιά πριν ακόμη οι εχθροί του τον ταράξουν, παραμένοντας όμως δείχνει, ότι ελεύθερα και χωρίς να εξαναγκάζεται από κάποιον προσφέρει θυσία τη ζωή του. Κανείς δεν παίρνει αυτήν από αυτόν, αλλά αυτός θυσιάζει αυτήν από μόνος του (Ιω. ι 18).
(2) Υποκοριστικό του χώρα που δηλώνει μικρό περίκλειστο χώρο, αγρό (γ). Και σε μη οικείο πρόσωπο εάν ανήκε, μπορούσαν κατά τις ημέρες του Πάσχα χωρίς δυσκολία να μπουν σε αυτόν. Από την αφήγηση όμως του Ιωάννου φαίνεται, ότι ήταν τόπος στον οποίο συνήθιζε να πηγαίνει μαζί με τους μαθητές του ο Ιησούς, και από αυτό μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο κήπος ανήκε σε φιλικό πρόσωπο (σ).
(3) Η λέξη Γεθσημανή σημαίνει ελαιοτριβείο. Εκεί ο Κύριός μας άρχισε το πάθος του· εκεί ευδόκησε να συντρίψει και να συνθλίψει τον εαυτό του, για να ξεχυθεί από αυτόν καινούργιο λάδι σε όλους τους πιστούς, ώστε να γίνουν αυτοί συμμέτοχοι «της ρίζας και του παχέος χυμού αυτής της καλής ελιάς» (Ρωμ. ια 17).
(4) Στην είσοδο του κήπου αφήνει τους οχτώ αποστόλους και μόνο τους τρεις παίρνει μαζί του.
(5) «Συνήθιζε πάντα να προσεύχεται μόνος του, δίνοντας και σε μας παράδειγμα, να επιζητούμε την ησυχία στις προσευχές» (Θφ).
Η καταμόνας προσευχή υπήρξε το ύψιστο καταφύγιο του Ιησού που αντιμετωπίζει ήδη το θάνατο (σ). Έρχεται να προσευχηθεί και μόνος, παρόλο που πριν λίγο είχε συμπροσευχηθεί με τους μαθητές του (Ιω. ιζ 1). Η συμπροσευχή με την οικογένειά μας δεν δικαιολογεί την παράλειψη και της κατ’ ιδίαν προσευχής.
Μαρκ. 14,33 καὶ παραλαμβάνει τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην(1) μεθ᾿ ἑαυτοῦ, καὶ ἤρξατο ἐκθαμβεῖσθαι(2) καὶ ἀδημονεῖν(3)
Μαρκ. 14,33 Και παίρνει μαζί του τον Πέτρον, τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην και ήρχισε να καταλαμβάνεται από κατάπληξιν και μεγάλην οδύνην και να αισθάνεται μεγάλη ψυχικήν στενοχωρίαν.
(1) Είχαν δει και οι τρεις τη δόξα της Μεταμόρφωσης και έπρεπε από αυτό να ήταν προετοιμασμένοι στο να γίνουν μάρτυρες και της αγωνίας του. Εκείνοι είναι καλύτερα προετοιμασμένοι να πάθουν μαζί με το Χριστό, οι οποίοι μέσω της πίστης είδαν και τη δόξα του. Εάν ελπίζουμε να συμβασιλεύσουμε μαζί του, γιατί δεν πρέπει να περιμένουμε να πάθουμε και μαζί του; Ο Πέτρος καυχήθηκε πριν λίγο, ότι ήταν έτοιμος και το θάνατο μαζί του να αντιμετωπίσει. Και οι υιοί Ζεβεδαίου είχαν βεβαιώσει, ότι μπορούν να πιουν μαζί του το ποτήριό του (Μάρκ. ι 39). Και τώρα παίρνει και τους τρεις αυτούς μαζί του για να τους πείσει, για το ότι δεν ήξεραν τι έλεγαν τότε. Οι πιο αγαπητοί και έμπιστοι πρέπει πρώτοι από τους υπόλοιπους να δοκιμάζονται, για να συναισθανθούν και πρώτοι την ασθένεια και ανοησία τους.
(2) ἐκθαμβεῖσθαι= εκπλήσσομαι από τη λύπη· το οποίο δηλώνει μεγάλο βαθμό λύπης (δ), αναμιγμένης με κάποιο είδος απορίας και έκπληξης. «Έκθαμβος, έκπληκτος» (Ησύχιος). «Το ρήμα θαμβώ, σημαίνει εκπλήσσομαι με τη θέα κάποιου» (Ευστάθιος).
Η έκπληξη και απορία αυτή προβάλλει σε μας αξιοσημείωτο πρόβλημα. Η σκληρή δοκιμασία του που πλησιάζει δεν τον θλίβει μόνο, αλλά και τον εκπλήσσει. Η απόρριψή του από τους ανθρώπους, το εναντίον του σκληρό μίσος τους, η εγκατάλειψή του από όλους, και από αυτούς ακόμη τους δικούς του, επερχόμενα όλα μαζί εναντίον του, αυτού, ο οποίος αγάπησε τους πάντες και ουδέποτε υπήρξε φίλαυτος ή ασυγκίνητος μπροστά στις ανάγκες και θλίψεις των άλλων, προκαλούν έκπληξη σε αυτόν (γ).
(3) Δεύτερη έντονη και εκφραστική λέξη, που δηλώνει την ανήσυχη στενοχώρια, που ακολουθεί σε ισχυρό πλήγμα της καρδιάς. Σημαίνει κατάσταση της ψυχής, στην οποία και αυτός που αδημονεί δεν αναπαύεται στη συναναστροφή με τους άλλους, αλλά και οι άλλοι δοκιμάζουν στενοχώρια από τη συναναστροφή του.
Μαρκ. 14,34 καὶ λέγειν αὐτοῖς· περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου(1)· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε(2).
Μαρκ. 14,34 Και λέγει εις αυτούς• η ψυχή μου είναι πλημμυρισμένη από λύπην, ώστε κινδυνεύω να αποθάνω από αυτήν. Μείνατε εδώ και αγρυπνείτε.
(1) Η έννοια της όλης φράσης: Η λύπη μου κινδυνεύει να με θανατώσει (γ). Η λέξη ψυχή σημαίνει εδώ την έδρα των συγκινήσεων και συναισθημάτων (σ).
«Λυπάται και αδημονεί παρόμοια με μας. Επειδή δηλαδή πήρε πάνω του όλο τον άνθρωπο με τα φυσικά ιδιώματά του, οπωσδήποτε και θα λυπηθεί και θα αδημονήσει κατά τρόπο φυσικό. Διότι οι άνθρωποι από τη φύση μας νιώθουμε αηδία μπροστά στο θάνατο» (Θφ).
Εκτός αυτού εμπλέκεται ήδη σε αγώνα σκληρό με τις δυνάμεις του σκότους. Πριν από λίγο είχε πει· «έρχεται ο άρχοντας του κόσμου και σε μένα δεν έχει τίποτα» (Ιω. ιδ 30). Κρίνεται τώρα το μέγα έργο της απολύτρωσης των ανθρώπων και ο σατανάς συγκεντρώνει όλες τις δυνάμεις του για να καταρρίψει τον Λυτρωτή. «Τώρα ο άρχοντας του κόσμου αυτού θα διωχτεί έξω» (Ιω. ιβ 31) και το φίδι διενεργεί τη λυσσοδέστερη και σκληρότερη έφοδό του κατά του σπέρματος της γυναίκας, ώστε με το κεντρί του να τον πλήξει στην καρδιά.
Επιπλέον κουβαλά τώρα πάνω του την αμαρτία ολόκληρου του κόσμου, για σωτηρία και δικαίωση του οποίου έγινε αυτός κατάρα, αναλαμβάνοντας ως εγγυητής μας να πληρώσει αυτός το βαρύ χρέος μας. Αισθανόταν ήδη ολόκληρη την κακία των αμαρτιών, οι οποίες έπεσαν πάνω του, πόσο μισητές ήταν αυτές στον Πατέρα του, πόσο ολέθριες υπήρξαν για τους ανθρώπους. Και «τον κυρίευσαν κακά αναρίθμητα, και έπεσαν πάνω του οι ανομίες» των ανθρώπων, σαν να ήταν ανομίες δικές του «και δεν μπορούσε να δει. Διότι πλήθυναν περισσότερο από τις τρίχες του κεφαλιού του και η καρδιά του τον εγκατέλειψε» (Ψαλμ. λθ 13).
Κατά τον ίδιο χρόνο προέβλεπε όλες τις λεπτομέρειες των παθών του· την προδοσία του Ιούδα, την άρνηση του Πέτρου, την κακεντρέχεια των Ιουδαίων, την μαύρη αχαριστία τους, τους εξευτελισμούς, τους εμπαιγμούς, την σταύρωση και όλα τα τρομερά συνακόλουθά της. Εάν οι μάρτυρες προχωρούσαν προς το μαρτύριό τους χαίροντες, είχαν παρηγοριές και ενισχύσεις θείες, τις οποίες αρνείται ο Θεός στον εγκαταλελειμμένο και από αυτόν Υιό του. Και ήταν διαφορετικό το μαρτύριο εκείνων από το μαρτύριο το οποίο ως θυσία εξιλαστήρια για τις αμαρτίες του κόσμου υπομένει ο υιός του ανθρώπου. Για εκείνους ο σταυρός ήταν ευλογία και δόξα. Για τον Χριστό υπήρξε καταισχύνη και κατάρα. Παρολ’ αυτά τίποτα το άτακτο, κανένα σημάδι απόγνωσης, κανένας λόγος κατάρας ή ασυγκράτητου παραπόνου δεν σημειώνεται στη βαθειά αυτή συγκίνηση του πνεύματός του.
Οσοδήποτε και αν συγκινείται, είναι πάντοτε κυρίαρχος του εαυτού του, διότι η φύση του είναι αγνή και ξένη προς τη διαφθορά την δική μας. Εάν το νερό δεξαμενής έχει ίζημα (=κατακάθι) ακάθαρτο στον πυθμένα του, παρόλο που παρουσιάζεται διαυγές, όταν μένει ήσυχο, θολώνεται όταν ταραχτεί. Αλλά στην καρδιά του Ιησού τίποτα το ακάθαρτο και ρυπαρό δεν έχει ποτέ εισχωρήσει. Και το νερό της που ήδη βίαια ταρακουνιέται παραμένει πάντοτε διαυγές και αθόλωτο.
(2) Αισθανόταν την ανάγκη να συναγρυπνήσουν μαζί του, όχι ως βοηθοί κατά των εχθρών του, αλλά ως παρήγοροι ανάμεσα στον κατακλυσμό της θλίψης, ο οποίος πλημμύριζε την ψυχή του. Θα ήθελε, αν ήταν δυνατόν, να είναι συντροφευμένος κατά τις έσχατες αυτές στιγμές του (γ). Ενδείκνυται να είμαστε συμπαραστάτες των αδελφών μας, όταν βρίσκονται σε αγωνία και θλίψη.
Μαρκ. 14,35 καὶ προελθὼν μικρὸν ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τῆς γῆς(1), καὶ προσηύχετο ἵνα, εἰ δυνατόν ἐστι(2), παρέλθῃ ἀπ᾿ αὐτοῦ ἡ ὥρα(3).
Μαρκ. 14,35 Και αφού προχώρησε ολίγον έπεσε πρηνής, με το πρόσωπον αυτού εις την γην και προσηύχετο να περάση από αυτόν η σκληρά ώρα των παθών, εάν τούτο ήτο δυνατόν.
(1) Η στάση του αυτή εκφράζει την ευλάβεια (Εβρ. ε 7), με την οποία απηύθυνε τις προσευχές του αυτές. Ήταν «στις ημέρες της σάρκας του», στην κατάσταση της ταπείνωσής του, προς την οποία συμμόρφωσε τον εαυτό του εξ’ ολοκλήρου. Είναι πρέπον να πέφτουμε χαμηλά όταν εμφανιζόμαστε ενώπιον του Υψίστου.
(2) Εάν ήταν δυνατόν να γίνει αυτό, χωρίς να ματαιωθεί το σωτήριο σχέδιο της βουλής του Θεού (σ).
«Πώς λοιπόν εδώ λέει, «αν είναι δυνατόν»; Δείχνει σε μας την ασθένεια της ανθρώπινης φύσης, που δεν θέλει εύκολα να απομακρυνθεί από την παρούσα ζωή, αλλά αρνείται και διστάζει να φύγει από αυτήν, εξ’ αιτίας της αγάπης προς την παρούσα ζωή, που από την αρχή ο Θεός έβαλε μέσα της» (Χ).
Εάν ήταν δυνατόν να αχθεί σε πέρας το έργο της απολύτρωσης χωρίς τη θυσία και το θάνατό του. Εάν είναι δυνατόν ο Θεός να δοξαστεί, ο άνθρωπος να σωθεί και η σωτηριώδης βουλή του Θεού να πραγματοποιηθεί, χωρίς τα παθήματα της ώρας αυτής, ας περάσει η ώρα. Δεν είναι κυρίως η πικρία του θανάτου και η αγωνία της σταύρωσης εκείνα, τα οποία ο Ιησούς θέλει να περάσουν από αυτόν, αλλά η πικρία που τον περιλούζει της αμαρτίας και ενοχής των ανθρώπων, η οποία καθιστούσε το σταυρό εξέδρα όπου όλη η φρίκη της αμαρτίας μαζεύτηκε, για να κάνει την καταπληγωμένη και ματωμένη καρδιά του κατά τις ώρες του θανάτου του το θύμα που βαστάζει την αμαρτία του ανθρωπίνου γένους (γ).
(3) Η καθορισμένη ώρα από την βουλή του Πατέρα και η οποία προβλήθηκε από αυτόν. Η ώρα ή ώρα του, είναι λέξεις που συχνά συναντιούνται στο τέταρτο ευαγγέλιο με περισσότερες από μία σημασίες, συνήθως όμως αναφορικά με το θάνατο. Δες Ιω. β 4,ζ 30,η 20,ιβ 23,27,ιγ 1,ιστ 21,ιζ 1 (σ).
Μαρκ. 14,36 καὶ ἔλεγεν· ἀββᾶ(1) ὁ πατήρ, πάντα δυνατά σοι· παρένεγκε(2) τὸ ποτήριον ἀπ᾿ ἐμοῦ τοῦτο· ἀλλ᾿ οὐ τί ἐγὼ θέλω(3), ἀλλ᾿ εἴ τι σύ(4).
Μαρκ. 14,36 Και έλεγε•Πάτερ, Πάτερ μου, όλα είναι δυνατά εις σε, απομάκρυνε από εμέ το ποτήριον τούτο. Όμως ας γίνει όχι εκείνο που θέλω εγώ, αλλά εκείνο που θέλεις συ.
(1) «Το μεν «αββά» λοιπόν είναι εβραϊκή λέξη, που σημαίνει «ο πατέρας»· γι’ αυτό και προστέθηκε η ερμηνεία του» (Ζμ). Στην αρχή λέει το Αββά, την λέξη, την οποία και ο Σωτήρας χρησιμοποίησε… προσθέτει όμως και το «ο πατέρας», σαν εξήγηση για τους από τα έθνη χριστιανούς που αγνοούσαν τη γλώσσα (δ).
(2) Επειδή δηλαδή είσαι παντοδύναμος, απομάκρυνε εσύ και όχι εγώ.
(3) Η επιθυμία του, φυσική στην ανθρώπινη φύση, ήταν να περάσει το ποτήριο, μετά όμως από όλα αυτά η απόφαση που προκαταβολικά κυριαρχεί σε αυτόν, είναι να υποταχτεί στο θέλημα του Πατέρα του. «Μην εξετάσεις τι εγώ θέλω, αλλά τι εσύ». Επομένως απολύτως υποτάσσεται και κατά την ανθρώπινη φύση του στη θεία θέληση (δ).
(4) Αυθεντική γραφή «αλλά συ».
«Η φράση «όχι τι εγώ θέλω, αλλά τι εσύ» είναι ελλιπής. Διότι λείπει το «να γίνει». Είναι δηλαδή πλήρης η φράση «ας γίνει όχι αυτό που εγώ θέλω, αλλά αυτό που εσύ» (Ζμ).
Αν και αισθανόταν βαθύτατα την αφόρητη πικρία των παθημάτων, όμως ελεύθερα υποβαλλόταν σε αυτά, διότι ήθελε αυτό ο Πατέρας. «Να ήλθα», λέει προς τον Πατέρα του, «να κάνω το θέλημά σου, Θεέ μου, και θέλησα και το νόμο σου μέσα στην καρδιά μου» (Ψαλμ. λθ 8). Το θέλημα του Πατέρα ζήτησε πάντοτε. «Δεν ζητώ το θέλημα το δικό μου, αλλά το θέλημα του Πατέρα που με έστειλε» (Ιω. ε 30), διακήρυξε άλλοτε στους Ιουδαίους. Και το θέλημα αυτό υπήρξε «η τροφή του», όπως είπε στους μαθητές (Ιω. δ 34). Και σε αυτό και τώρα εμμένει.
Με το παράδειγμα αυτό του Χριστού συμμορφούμενοι και εμείς, οφείλουμε να πίνουμε τα πικρά ποτήρια, τα οποία μας δίνει ο Θεός, έστω και αν αυτά είναι πικρότατα. Είναι αξιόπιστος ο Θεός, ο οποίος δεν θα μας αφήσει να πειραστούμε περισσότερο από όσο μπορούμε. Παρόλο που η φύση μας ανταγωνίζεται και παλεύει αρνούμενη αυτά, η χάρη πρέπει να υποτάσσει αυτήν.
Μαρκ. 14,37 καὶ ἔρχεται καὶ εὑρίσκει(1) αὐτοὺς καθεύδοντας(2), καὶ λέγει τῷ Πέτρῳ(3)· Σίμων(4), καθεύδεις; οὐκ ἰσχύσατε(5) μίαν ὥραν(6) γρηγορῆσαι;
Μαρκ. 14,37 Και έρχεται και ευρίσκει τους μαθητάς να κοιμώνται και λέγει στον Πετρον• Σίμων κοιμάσαι; Δεν μπορέσατε να αγρυπνήσετε μίαν ώρα;
(1) Ζητά και πάλι τη συντροφιά των τριών (σ). Ο Ιησούς δεν απασχολείται μόνο με τον εαυτό του κατά τις κρίσιμες αυτές στιγμές, αλλά ενδιαφέρεται εξίσου και για τους μαθητές του. Και διακόπτει και αυτήν ακόμη την αγωνιώδη προσευχή του, για να παρακολουθήσει και αυτούς αν είναι άγρυπνοι. Δεν ήταν μόνο για αυτόν κρίσιμη η ώρα, αλλά και για εκείνους. Είχε προειδοποιήσει αυτούς ότι θα σκανδαλίζονταν και θα τον εγκατέλειπαν, ενώ ο Σίμων θα τον αρνούνταν (γ). Εκείνους, τους οποίους ο Ιησούς αγαπά, τους φέρνει στην καρδιά του και όταν ζει και όταν πεθαίνει και δεν τους λησμονεί ούτε κατά τις ώρες της έσχατης αγωνίας του.
(2) Εάν και ο Ιησούς κοιμόταν, όπως και οι μαθητές, τι θα γινόταν η εκκλησία του και πόσο μεγάλη θα ήταν η πτώση, στην οποία μετά από λίγο παρασύρθηκαν οι Απόστολοι! Είναι ανυπολόγιστη η ευτυχία μας, διότι η σωτηρία μας βρίσκεται στα χέρια Εκείνου, ο οποίος αγρυπνεί και δεν δίνει νυσταγμό στα βλέφαρά του προκειμένου να σώσει την ποίμνη του.
(3) «Βρήκε τους τρεις να κοιμούνται, μαλώνει όμως τον Πέτρο, σχεδόν σαν να του λέει τα εξής· Εσύ δεν ήσουν που υποσχόσουν ότι θα πεθάνεις μαζί μου; Μία ώρα δεν μπόρεσες να ξαγρυπνήσεις, και θα καταφρονήσεις το θάνατο;» (Θφ).
(4) Ονομάζει αυτόν όχι με το Πέτρε, αλλά με το Σίμων. Ίσως διότι αυξάνει η κατηγορία με τη χρήση του παλαιού οικείου ονόματος της φιλίας (σ). Ίσως και διότι το όνομα της χάριτος (Πέτρε) ενσωμάτωνε ιδιότητες ξένες με τις αδυναμίες, τις οποίες έδειχνε τώρα ο Πέτρος και τις υπενθύμιζε το φυσικό όνομα Σίμων. (Δες και «Σίμων ζήτησε ο Σατανάς…»).
(5) Τους μαλώνει στοργικά, όπως μαλώνουν εκείνοι οι οποίοι γνωρίζουν να αγαπούν. Είναι σαν να τους έλεγε: Δεν θα εκπλησσόμουν εάν όλοι αδιαφορούσαν για μένα· εάν ολόκληρη η γη κοιμόταν τώρα. Από σας όμως περίμενα κάτι καλύτερο. Εάν ένας από σας ήταν ασθενής και περνούσε αγωνιώδεις στιγμές, θα ήταν υπερβολικά αρνητικό και ψυχρό να μην αγρυπνείτε μαζί του. Και όταν αγωνιά ο Διδάσκαλός σας, που αγρύπνησε τόσες φορές για σας, και σας καθοδήγησε και σας διέθρεψε και σας δίδαξε και σας γέννησε, τόσο λίγο δείχνεται συμπάθεια στην αγωνία του; Ξύπνησα, όταν στο πλοίο κινδυνεύατε (Μάρκ. η 26) και αγωνιούσατε, ενώ τώρα εσείς κοιμάστε, όταν εγώ αγωνιώ για σας και την σωτηρία σας.
(6) Πόσο λίγο τους ζήτησε. Μία ώρα να αγρυπνήσουν μαζί του. Δεν τους ζήτησε ακόμη να πεθάνουν για αυτόν, ούτε να μπουν σε αγωνία μαζί του. Αλλά αν οι μαθητές θα μπορούσαν να προβάλλουν ως δικαιολογία ότι ήταν μεν βεβαρημένοι «από την λύπη» (Λουκ. κβ 45), δεν είχαν όμως ακόμη επισκιαστεί από τη χάρη, η οποία απέρρευσε από το σταυρό, τι θα πουν όσοι σε περιόδους χάριτος ζηλότυπα μεν διεκδικούν τη διαδοχή τους, περνούν όμως τη ζωή τους αμέριμνοι, χωρίς να σκοτίζονται για τίποτα, την ώρα που η εκκλησία, το σώμα του Χριστού αγωνιά, αντιμετωπίζοντας από έξω μάχες και από μέσα φόβους;
Μαρκ. 14,38 γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε(1), ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν(2)· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σάρξ ἀσθενής(3).
Μαρκ. 14,38 Αγρυπνείτε και προσεύχεσθε, δια να μη πέσετε εις πειρασμόν• το μεν πνεύμα είναι πρόθυμον, αλλά η σαρξ, η ανθρωπίνη φύσις, είναι ασθενής”.
(1) Στο στίχο 34 ζήτησε από αυτούς να ξαγρυπνούν σε σχέση με τη μεγάλη θλίψη, την οποία δοκίμαζε. Τώρα συνιστά σε αυτούς αυτό και για τους εαυτούς τους (γ). Η εγρήγορση και η προσευχή βοηθούν και ενδυναμώνουν η μία την άλλη. Και με τις δύο αυτές μπορούν να προστατευτούν από τον επικείμενο πειρασμό. Έξοχη διασαφήνιση της έννοιας του αιτήματος της Κυριακής προσευχής «Σώσε μας από τον πονηρό» (σ).
Πριν ακόμη ο πειρασμός ξεσπάσει, αγρυπνείτε και προσεύχεστε, για να πάρετε δυνάμεις και να αντισταθείτε κατά του πειρασμού. Κατά την ώρα των βίαιων εφόδων του πειρασμού θα είναι πλέον αργά, εάν δεν είστε από πριν ενισχυμένοι και καθοπλισμένοι.
(2) Ο πειρασμός ενεδρεύει κυρίως όχι στις εξωτερικές περιστάσεις, οι οποίες αποτελούν μόνο δοκιμασία ή ώθηση, αλλά στις εσωτερικές συνθήκες, στις πονηρές επιθυμίες της καρδιάς, στην ασθένεια της σάρκας. Η εξωτερική επίθεση εναντίον της σταθερότητάς τους θα ερχόταν αμέσως και δεν θα έπρεπε να καμφθούν. Για αυτό όφειλαν να προσεύχονται, για να μην ενδώσει η εσωτερική τους ασθένεια (γ).
Πόσο πλανιόμαστε όταν επαναπαυόμαστε στις εύκολες αποφάσεις, τις οποίες παίρνουμε μακριά από τον πειρασμό, όταν συμφωνούμε με το νόμο του Θεού κατά τον έσω άνθρωπο και το πνεύμα μας ελεύθερο από κάθε ερεθισμό διατίθεται πρόθυμα προς το αγαθό! Όταν έρθει η ώρα του πειρασμού, τα βίαια κύματα του άλλου νόμου που υπάρχει στα μέλη μας στην πρώτη τους ορμή διασπούν σαν αχυρένιο φράγμα τις προηγούμενες αποφάσεις μας και ξεχνώντας τότε τα πάντα «όχι αυτό που θέλουμε, αυτό πράττουμε, αλλά αυτό που μισούμε, αυτό κάνουμε» (Ρωμ. ζ 22,15).
(3) «Το μεν πνεύμα σας είναι πρόθυμο στο να μην με αρνηθείτε· και για αυτό και εσείς μου υπόσχεστε αυτό. Αλλά η σάρκα είναι ασθενής· επομένως εάν δεν δώσει ο Κύριος δύναμη στη σάρκα με την προσευχή, θα κινδυνεύσετε» (Θφ).
Το πνεύμα και η σάρκα δεν αντιτίθενται αλλού στο ευαγγέλιο του Μάρκου. Σημαίνουν τα δύο άκρα της ανθρώπινης φύσης. Πνεύμα=το υψηλότερο τμήμα του ανθρώπου· η πνευματική του φύση. Σάρκα=η ζωώδης φύση με τα πάθη της (γ). Η αδυναμία μας στην υποταγή στο νόμο του Θεού συνίσταται στην απιστία και προδοσία της ίδιας μας της φύσης, η οποία εφόσον δεν καλλιεργήσαμε την με το βάπτισμα αναγέννησή μας εξακολουθεί να κουβαλά τα λείψανα της διαφθοράς, την οποία κληρονομήσαμε από τον παλαιό Αδάμ.
Στον αγώνα μας κατά την ώρα του πειρασμού η διεφθαρμένη φύση μας μάς προδίδει και συμμαχώντας με τον εχθρό μεταφέρει τις εξωτερικές επιθέσεις του, σε αυτό το εσωτερικό μας. Οι έφοδοι δεν είναι πλέον μόνο εξωτερικές, αλλά εξαπολύονται εναντίον μας και από μέσα μας. Η ασθένεια της διεφθαρμένης μας σάρκας γίνεται ο δυσκολότερος εχθρός μας. Να γιατί αγρυπνώντας πριν τον πειρασμό πρέπει και σε αυτήν την ησυχία με θεοφιλή μέριμνα να προσευχόμαστε κράζοντας: Κύριε, μη μας βάλεις σε πειρασμό, αλλά σώσε μας από τον πονηρό.
Μαρκ. 14,39 καὶ πάλιν ἀπελθὼν προσηύξατο τὸν αὐτὸν λόγον(1) εἰπών.
Μαρκ. 14,39 Και πάλιν αφού απεμακρύνθη ολίγον, προσηυχήθη και είπε τον ίδιον λόγον.
(1) Περιληπτικά περιγράφει το περιεχόμενο της δεύτερης προσευχής του Κυρίου. Ο Ματθαίος έχει άλλη διατύπωση, που παρουσιάζει ζωηρότερη την απόφαση του Κυρίου να υποταχτεί στο θέλημα του Πατέρα.
«Είναι φυσικό να είπε και εκείνον το λόγο και αυτόν» (Ζμ).
Ο Κύριος προσευχήθηκε για πολύ. Το «μία ώρα δεν μπορέσατε να ξαγρυπνήσετε» το οποίο είπε στους μαθητές, υποδηλώνει αυτό. Αλλά οσοδήποτε μακρότερα και αν προσευχήθηκε, τα πολλά τα οποία είπε προς τον Πατέρα του, για το επικείμενο πάθος του στράφηκαν και η απόφασή του η σταθερή να υποταχτεί στο θέλημα του Πατέρα του διαδηλώθηκε με αυτά. Και επανέλαβε και δύο και τρεις φορές τα ίδια, διδάσκοντάς μας με το παράδειγμά του να εμμένουμε στην προσευχή και να μην κουραζόμαστε σε αυτήν (Λουκ. ιη 1).
Και αν η απάντηση του Θεού στις προσευχές μας δεν έρχεται γρήγορα, οφείλουμε εμείς να συνεχίζουμε αυτές, διπλασιάζοντας και τριπλασιάζοντας αυτές, βέβαιοι ότι ο Θεός θα ανταποκριθεί σε αυτές, όπως ανταποκρίθηκε και στον υιό του που αγωνιούσε στη Γεθσημανή. Εάν δεν απομάκρυνε το πικρό ποτήριο από αυτόν, τον ενίσχυσε να το πιει, «και αφού εισακούστηκε ο Κύριος από την ευλάβεια έμαθε από αυτά που έπαθε την υπακοή και αφού τελειώθηκε έγινε αίτιος αιώνιας σωτηρίας σε όλους όσους τον υπακούουν» (Εβρ. ε 8-9).
Μαρκ. 14,40 καὶ ὑποστρέψας εὗρεν αὐτοὺς πάλιν καθεύδοντας· ἦσαν γὰρ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν καταβαρυνόμενοι(1), καὶ οὐκ ᾔδεισαν τί ἀποκριθῶσιν(2) αὐτῷ.
Μαρκ. 14,40 Και επιστρέψας ευρήκε αυτούς πάλιν να κοιμώνται, διότι τα μάτια των κατεβαρύνοντο και έκλειαν από νύσταν και δεν εγνώριζαν, τι να του αποκριθούν.
(1) Η μετοχή του ενεστώτα δηλώνει όχι συντελεσμένη την κατάσταση, αλλά στην πρόοδό της (γ). Τα μάτια τους ήταν κυριευμένα από βαριά νύστα, εναντίον της οποίας δεν μπορούσαν να αντιδράσουν. Υποδηλώνει παρόλ’ αυτά η μετοχή, ότι προσπάθησαν οι μαθητές να μείνουν άγρυπνοι και αντιστάθηκαν κατά της νύστας, αλλά νικήθηκαν από αυτήν.
(2) Δεν ήξεραν τι να απαντήσουν για δικαιολογία της νύστας τους. Τόσο η ντροπή τους όσο και η με λήθαργο νύστα τους, τούς έκανε βουβούς.
Μαρκ. 14,41 καὶ ἔρχεται τὸ τρίτον καὶ λέγει αὐτοῖς· καθεύδετε λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε(1)! ἀπέχει(2)· ἦλθεν ἡ ὥρα· ἰδοὺ παραδίδοται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὰς χεῖρας τῶν(3) ἁμαρτωλῶν·
Μαρκ. 14,41 Και έρχεται τρίτη φοράν και τους λέγει• κοιμάσθε λοιπόν και αναπαύεσθε! Αρκεί πλέον ο ύπνος• ήλθε η ώρα• ιδού ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται εις τα χέρια των αμαρτωλών.
(1) Λιγότερο πιθανή ερμηνεία· προστακτική ενεστώτα= «Ειρωνευόμενος λέει αυτό προς αυτούς· επειδή δηλαδή ήξερε ότι έρχεται ο προδότης, λέει προς αυτούς ότι Τώρα είναι καιρός να κοιμάστε, κοιμηθείτε· να ο εχθρός έρχεται. Το είπε αυτό κοροϊδεύοντας τον ύπνο τους» (Θφ). Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: Κρύβεται κάποια ειρωνεία στα λόγια. Ο Ιησούς χρησιμοποίησε το όπλο αυτό και απέναντι στους Φαρισαίους. Δες Μάρκ. ζ 9 (σ). Η ειρωνεία δεν είναι ασυμβίβαστη και με τη βαθύτατη ψυχική αγωνία (Meyer). Δύσκολα όμως συμβιβάζεται με τον πράο, μακρόθυμο και στοργικό χαρακτήρα του ταπεινού στην καρδιά Κυρίου.
Πιο σωστό λοιπόν είναι το «καθεύδετε και αναπαύεσθε» να το πάρουμε ως οριστική πτώση, που εκφράζει την έκπληξη, την οποία δοκιμάζει ο Κύριος αντιμετωπίζοντας την αμεριμνησία των μαθητών σε τόσο κρίσιμες στιγμές, που δεν αντιλαμβάνονται το μέγεθος των πολυειδών κινδύνων που τους κυκλώνουν, μολονότι ο Κύριος επανειλημμένα προειδοποίησε αυτούς και τους επέστησε την προσοχή τους. Υπέρ της εκδοχής αυτής συνηγορεί και η έννοια του παρεμβαλλόμενου «το λοιπόν»=έως τώρα· ύστερα και από ό,τι σας είπα προηγουμένως, όταν σας προέτρεπα με το Γρηγορείτε.
(2) Ή, λιγότερο πετυχημένα «αρκούν τα σχετικά με εμένα, δηλαδή τελειώνουν» (Ζμ). Ή, πιο σωστά, αρκεί πλέον ο ύπνος (δ) «είναι αρκετός» (Κυρίλλου εις Αγγαίον 2,9). Αρκετά πλέον κοιμηθήκατε (g).
(3) Ή, στα χέρια των γνωστών οργάνων των αρχιερέων (δ). Ή το άρθρο δηλώνει την όλη τάξη και όχι ορισμένα άτομα αυτής (γ).
Μαρκ. 14,42 ἐγείρεσθε(1), ἄγωμεν· ἰδοὺ ὁ παραδιδούς με ἤγγικε(2).
Μαρκ. 14,42 Σηκωθήτε, πηγαίνομεν• ιδού επλησίασε αυτός που με παραδίδει.
(1) Οι τρεις μαθητές βρίσκονταν ακόμη στο έδαφος, παρόλο που είχαν ξυπνήσει. Ο Κύριος στεκόταν όρθιος από πάνω τους. Και τους προτρέπει τώρα να σηκωθούν και να τον ακολουθήσουν (σ).
(2) Να πώς ακούστηκε η εναγώνια προσευχή του. Ζητούσε σε αυτήν να περάσει από αυτόν το ποτήριο του παθήματος. Και τώρα φέρνει αυτό με σταθερό το χέρι στα χείλη του και αρχίζει να το πίνει ηρωικά και με ακλόνητη υποταγή στον Πατέρα του.
Μαρκ. 14,43 Καὶ εὐθέως, ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος(1), παραγίνεται Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, εἷς τῶν δώδεκα(2), καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ὄχλος(3) πολὺς μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων(4), ἀπεσταλμένοι παρὰ τῶν ἀρχιερέων καὶ γραμματέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων(5).
Μαρκ. 14,43 Και αμέσως, ενώ ο Κύριος μιλούσε, φθάνει ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους δώδεκα, και μαζί του όχλος πολύς με μαχαίρια και ρόπαλα, σταλμένοι από τους αρχιερείς και τους γραμματείς και τους πρεσβυτέρους.
(1) Άρχισε πρώτα να πάσχει στην ψυχή του με την αγωνία, αλλά έπειτα έπαθε και στο σώμα του, για να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη για την αμαρτία, η οποία αρχίζει στην καρδιά και αφού μολύνει αυτήν κάνει τα μέλη του σώματος δούλα στην αδικία.
(2) «Το ένας από τους δώδεκα δεν προστέθηκε μάταια, αλλά για κατηγορία του προδότη, ότι αν και ήταν από την πρώτη ομάδα λύσσαξε κατά του δεσπότη» (Θφ).
«Για να δείξει την κακότητα του προδότη. Διότι αυτός που είχε τιμηθεί ίσα με τους Αποστόλους έγινε η αφορμή για αυτούς που φόνευσαν το Χριστό» (β). Δες και θαύμασε· ο πρώτος ο οποίος φάνηκε μαζί με τους εχθρούς του, ήταν ένας από τους δώδεκα, ο οποίος μία ή δύο ώρες πριν συνέτρωγε μαζί του! Χωρίς αυτόν δεν θα τον έβρισκαν στον τόπο εκείνο που είχε καταφύγει.
(3) Η λέξη δηλώνει ότι επρόκειτο για άτακτο σώμα ανδρών, που πιθανώς αποτελούνταν κυρίως από λευίτες, τους φύλακες του ναού, που συνοδεύονταν και από δούλους των αρχιερέων (σ). Ο Ιωάννης μιλά και για σπείρα, πιθανότατα κάποιο απόσπασμα που εκπροσωπούσε την δύναμη των ρωμαίων στρατιωτών, που παραβρισκόταν τότε στα Ιεροσόλυμα (γ).
Των στρατιωτών αυτών τις υπηρεσίες είχαν εξασφαλίσει με διάβημά τους στον Πιλάτο οι Ιουδαϊκές αρχές (σ). Και δεκαπλάσιοι εάν ήταν, δεν θα μπορούσαν να τον συλλάβουν, εάν δεν παραχωρούσε αυτό. Εφ’ όσον όμως είχε έλθει πλέον η ώρα του, το πλήθος αυτό ήταν περιττό. Όταν πρόκειται να συλληφθεί ένας αμνός στον αγρό για σφαγή, ποιά η ανάγκη να χρησιμοποιηθεί για αυτό πλήθος οπλοφόρων; Για τον αμνό του Θεού βγήκε όχλος πολύς με μαχαίρια και ξύλα.
(4) Ήταν οπλισμένοι με μαχαίρια και ρόπαλα για εξουδετέρωση κάθε τυχόν αντίστασης.
(5) Ήταν απεσταλμένοι από το συνέδριο. Οι λέξεις αρχιερείς, γραμματείς, πρεσβύτεροι σημαίνουν το συνέδριο από τις τάξεις, οι οποίες αποτελούσαν αυτό (γ). Αυτοί, οι οποίοι διακήρυτταν ότι ανέμεναν τον Μεσσία και ήταν έτοιμοι να τον υποδεχτούν, αυτοί τον συλλαμβάνουν τώρα με την απόφαση να τον εξοντώσουν.
Μαρκ. 14,44 δεδώκει δὲ ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν σύσσημον(1) αὐτοῖς λέγων· ὃν ἂν φιλήσω(2), αὐτός ἐστι· κρατήσατε αὐτὸν καὶ ἀπαγάγετε ἀσφαλῶς(3).
Μαρκ. 14,44 Είχε δώσει εις αυτούς εκ των προτέρων ο Ιούδας ένα σύνθημα λέγων• εκείνος που θα φιλήσω, αυτός είναι• πιάστε τον και μεταφέρτε τον ασφαλώς.
(1) Από το συν και σήμα=κοινά συμφωνημένο σημάδι, σύνθημα (δ). Ο Ιησούς βεβαίως ήταν καλά γνωστό πρόσωπο. Αλλά οι εχθροί του φοβούνταν, μήπως στο σκοτάδι και την σύγχυση διαφύγει και επιθυμούσαν να εξασφαλιστούν από κάθε πλευρά (γ).
(2) Το σημάδι που δόθηκε από τον Ιούδα δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο, αλλά ο συνηθισμένος τρόπος του χαιρετισμού (γ). Ο συνηθισμένος χαιρετισμός μαθητών προς ραββίνο ήταν φίλημα (σ). Φαίνεται λοιπόν ότι και ο Κύριος δεν αρνήθηκε να επιτρέψει στους μαθητές του τον βαθμό αυτό της οικειότητας. Αλλά ο Ιούδας, όταν διέρρηξε όλους τους νόμους της αγάπης και του καθήκοντος, βεβήλωσε το ιερό αυτό σημάδι χρησιμοποιώντας αυτό αισχρά ως μέσο προδοσίας.
«Δες και την αναισθησία του Ιούδα, πώς νόμισε ότι θα διαφύγει της προσοχής του Κυρίου με το φίλημα, με το να νομιστεί σαν δήθεν φίλος» (Θφ).
(3) «Επειδή φοβήθηκε, μήπως διαφύγει ο Κύριος από τους εχθρούς, το οποίο έκανε πολλές φορές, παρήγγειλε «κρατήστε τον και μεταφέρετέ τον με ασφάλεια»» (Ζμ).
(4) Το ἀσφαλῶς=αποκλείοντας κάθε ενδεχόμενο διαφυγής. Ο Ιούδας από τη στιγμή που αναμίχτηκε στην υπόθεση αυτή, ήθελε να φτάσει επιτυχώς σε πέρας και να μη συμβεί κάποια αποτυχία, από την οποία και αυτός θα γινόταν καταγέλαστος.
Μαρκ. 14,45 καὶ ἐλθὼν(1) εὐθέως προσελθὼν(1) αὐτῷ λέγει· χαῖρε, ῥαββί(2), καὶ κατεφίλησεν(3) αὐτόν.
Μαρκ. 14,45 Και αφού ήλθε εκεί ο Ιούδας, αμέσως πλησίασε τον Κύριο και του είπε• “χαίρε διδάσκαλε”, και εφίλησε και ξαναφίλησε αυτόν με υποκριτικήν στοργήν.
(1) Αφού ήλθε στον τόπο, όπου ήταν ο Ιησούς, πλησιάζοντάς τον λέει (δ). Πλησίασε τον Ιησού. Ασφαλώς, εάν δεν είχε εξαχρειωθεί τελείως η καρδιά του, όταν θα ατένιζε την όψη του Διδασκάλου, θα αναχαιτιζόταν είτε από την μεγαλοπρεπή επιβολή της είτε από τη γλυκιά ηρεμία της. Τι αναλγησία και ποιος βαθμός κυνικότητας έπρεπε να υπάρχει στον διεφθαρμένο αυτόν άνθρωπο για να προχωρήσει ασυγκίνητος για επιτέλεση της τόσο μαύρης του πράξεως εναντίον προσώπου που τόσο τον ευεργέτησε. Ο Πέτρος αρνήθηκε τον Διδάσκαλο, αλλά όταν «αφού στράφηκε ο Κύριος τον κοίταξε», «βγήκε έξω και έκλαψε πικρά» (Λουκ. κβ 61). Αλλά ο Ιούδας προχωρεί κατά πρόσωπο του διδασκάλου και προδίδει αυτόν.
(2) Υπάρχει και η γραφή «λέγει· ραββί, ραββί»· για σημάδι δήθεν χαράς, ότι βρήκε αυτόν τον οποίο ζητούσε (δ). «Νόμισε ίσως ότι θα μπορέσει να κρυφτεί δίνοντας φίλημα σαν τύπο αγάπης. Και έβαλε πρώτο το χαίρε σε αυτόν που παγίδευσε στον θάνατο. Ο Κύριος όμως όταν τον φιλούσε δεν τον αποστράφηκε, αλλά του έδειξε ότι δεν ήλθε με τον τρόπο της φιλίας, αλλά χάριν ασεβείας, και παρέδωσε με τη θέλησή του τον εαυτό του» (β).
(3) Μέλι στο στόμα και χολή στην καρδιά.
Μαρκ. 14,46 οἱ δὲ ἐπέβαλον ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ ἐκράτησαν αὐτόν.
Μαρκ. 14,46 Εκείνοι δε άπλωσαν επάνω του τα χέρια των και τον έπιασαν.
Μαρκ. 14,47 Εἷς δέ τις(1) τῶν παρεστηκότων σπασάμενος τὴν μάχαιραν ἔπαισε τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον.
Μαρκ. 14,47 Κάποιος δε από αυτούς, που έστεκαν εκεί κοντά, τράβηξε την μάχαιραν, εκτύπησε τον δούλον του αρχιερέως και του έκοψε το αυτί.
(1) Το ένας, με έννοια αριθμητική= Ένας, όχι περισσότεροι από τους μαθητές· το τις με έννοια αόριστη=κάποιος. «Αποσιωπά το όνομα αυτού ο Μάρκος, για να μην φανεί ότι επαινεί τον διδάσκαλό του Πέτρο, ότι έδειξε ζήλο υπέρ του Χριστού» (Θφ).
Επέδειξε πράγματι ο Πέτρος ζήλο υπέρ του διδασκάλου, αλλά άκριτο και όχι με επίγνωση. Ασύνετα εξέθεσε τον εαυτό του και τους συμμαθητές του στη μανία και λύσσα του όχλου εκείνου. Τι θα μπορούσαν να αντιτάξουν η μία ή δύο μάχαιρες, τις οποίες ενδεχομένως είχαν οι μαθητές (Λουκ. κβ 38) κατά του οπλισμένου εκείνου πλήθους; Ο Πέτρος δείχνει ζήλο χωρίς επίγνωση υπέρ του Διδασκάλου αγνοώντας ακόμη, ότι «η θρησκεία δεν επιτρέπεται να επιβληθεί βίαια, αλλά πρέπει να υπερασπίζεται κάποιος αυτήν όχι φονεύοντας, αλλά πεθαίνοντας» (Λακτάντιος). Όσοι χρησιμοποιούν μαχαίρι, με μαχαίρι θα πεθάνουν και οι άνθρωποι επαυξάνουν και επισπεύδουν τα δεινά τους αμυνόμενοι με μέσα αιματηρά.
Μαρκ. 14,48 καὶ ἀποκριθεὶς(1) ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με(2)·
Μαρκ. 14,48 Έλαβε τότε ο Ιησούς τον λόγο και τους είπε• σαν να επρόκειτο δια ληστή, βγήκατε με μαχαίρια και ρόπαλα να με συλλάβετε;
(1) =παίρνοντας το λόγο.
(2) Διαμαρτύρεται κατά της ενέργειάς τους, η οποία άρμοζε μάλλον σε ληστή παρά σε θρησκευτικό διδάσκαλο, ο οποίος δημόσια δίδασκε στο ναό και τόσες έδωσε σε αυτούς ευκαιρίες, για να συλλάβουν αυτόν, εάν πράγματι είχαν βάσιμη εναντίον του κατηγορία (σ).
Μαρκ. 14,49 καθ᾿ ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἤμην ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων, καὶ οὐκ ἐκρατήσατέ με(1). ἀλλ᾿ ἵνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαί(2).
Μαρκ. 14,49 Κάθε ημέραν ήμουνα κοντά σας και δίδασκα εις τας αυλές του ναού και δεν με πιάσατε. Αλλά όλα αυτά έγιναν, δια να εκπληρωθούν όσα αι προφητείαι γράφουν”.
(1) «Όταν στο ιερό δίδασκε, δεν μπόρεσαν να τον πιάσουν, παρόλο που τον είχαν στα χέρια τους, διότι δεν ήταν ακόμη ο καιρός του πάθους. Όταν όμως θέλησε, τότε παρέδωσε τον εαυτό του, για να εκπληρωθούν οι Γραφές των προφητών ότι σαν πρόβατο στη σφαγή οδηγήθηκε, χωρίς να μαλώνει ούτε να κραυγάζει αλλά ακολουθώντας με τη θέλησή του» (Θφ).
Υπαινίσσεται με τα λόγια αυτά ο Κύριος, ότι πρέπει να υπήρχε κάποια ύποπτη και απόκρυφη αιτία, η οποία εξασθενούσε τη θέση των εχθρών του οι οποίοι αισθανόμενοι την αδυναμία τους στην εναντίον του προσπάθεια χρησιμοποιούν βία και μυστικότητα (γ).
(2) Οι γραφές που προλέγουν ότι θα τον μεταχειρίζονταν ως κακοποιό. Δες Ησ. νγ 6-9,12 (γ). Με κάθε προσοχή ο Κύριος παρακολουθεί αυτά που είναι στις Γραφές. Θα δεχόταν να υποστεί οτιδήποτε, αλλά ουδέποτε θα ανεχόταν να εκπέσει ή να αθετηθεί ούτε ένα κόμμα ή μία τελεία από το λόγο του Θεού. Και όπως πρόσεχε στη Γραφή σε όλο το πάθημά του, έτσι έχει τα βλέμματά του σε αυτήν και στην κατάσταση της δόξας του. Διότι τι άλλο πράττει ο Χριστός ως αιώνιος βασιλιάς και αρχιερέας κυβερνώντας τον κόσμο παρά να εκπληρώνει και να επαληθεύει τις Γραφές; Και με βάση τι άλλο θα κρίνει τον κόσμο παρά με τον θεόπνευστο λόγο στις Γραφές;
Μαρκ. 14,50 καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον πάντες(1).
Μαρκ. 14,50 Και οι μαθηταί τον εγκατέλειψαν και έφυγαν όλοι.
(1) Οι μαθητές. Εάν επέμεναν να μείνουν και αυτοί μαζί του, επόμενο ήταν να ακολουθήσει και για αυτούς η ίδια τύχη, η οποία ανέμενε τον Σωτήρα. Αλλά έλειπε από αυτούς ο βαθμός της πίστης ο οποίος θα τους ενέπνεε το θάρρος να αντιμετωπίσουν έναν τέτοιο κίνδυνο. Η πίστη τους μπροστά στα απροσδόκητα αυτά γεγονότα υπέστη κάποια ελάττωση. Αφού κυριεύτηκαν από σύγχυση και αμφιβολία, στερήθηκαν τη δύναμη η οποία θα τους ενθάρρυνε στην ώρα αυτή του πειρασμού (γ).
Εάν το ότι είχαν διαμείνει μαζί του «στους πειρασμούς του» (Λουκ. κβ 28), οι οποίοι αποτελούσαν ασύγκριτα μικρότερη για αυτόν δοκιμασία από όσο το πάθημά του, είχε τόσο ανακουφίσει αυτόν, μπορούμε να υπολογίσουμε πόσο θα λύπησε αυτόν, ότι εγκαταλείφθηκε από τους πιο αγαπητούς του κατά τις σκληρές αυτές ώρες, όταν θα μπορούσαν να παράσχουν κάποια υπηρεσία σε αυτόν και να μαρτυρήσουν υπέρ αυτού, όταν συκοφαντούνταν. Όσοι πάσχουν για τον Χριστό, ας μην παραξενεύονται, εάν έρχονται και για αυτούς στιγμές, στις οποίες εγκαταλείπονται από όλους. Δεν είναι καλύτεροι από το Διδάσκαλό τους, ούτε μπορεί να γίνει για αυτούς εξαίρεση, ώστε να τους μεταχειριστούν καλύτερα είτε οι εχθροί είτε οι φίλοι τους. Όταν ο Παύλος κινδύνευε «κανείς δεν ήλθε σε αυτόν στην πρώτη του απολογία, αλλά όλοι τον εγκατέλειψαν» (Β Τιμ. δ 16). «Ήταν παρών όμως ο Κύριος και τον ενδυνάμωσε».
Μαρκ. 14,51 Καὶ εἷς τις(1) νεανίσκος ἠκολούθησεν αὐτῷ, περιβεβλημένος σινδόνα ἐπὶ γυμνοῦ(2)· καὶ κρατοῦσιν αὐτὸν οἱ νεανίσκοι(3).
Μαρκ. 14,51 Και κάποιος νέος τον ηκολούθησε γυμνός, τυλιγμένος μ’ ένα σινδόνι. Και τον έπιασαν οι νέοι που συμμετείχαν στο απόσπασμα.
(1) Ένας και μόνος, αφού οι υπόλοιποι μαθητές έφυγαν. Και αυτός ήταν κάποιος. Από το στίχο 47, όπου και πάλι χρησιμοποιείται το «ένας κάποιος», μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι όπως εκεί, έτσι και εδώ, η παράλειψη της αναφοράς του ονόματος, δεν αποδεικνύει, ότι ο νέος αυτός ήταν άγνωστος στον Μάρκο (γ). Πολλές εικασίες έγιναν για το ποιος ήταν ο νέος εκείνος. Μία από αυτές είναι ότι «αυτός ο νέος είναι εύλογο ότι ήταν από το σπίτι εκείνο, στο οποίο έφαγαν το πάσχα» (Θφ).
Εάν δεχτούμε, ότι το σπίτι αυτό ήταν αυτό που σύμφωνα με το Πράξ. ιβ 12 χρησίμευσε μετέπειτα για τις συνάξεις των πιστών, δηλαδή το σπίτι της Μαρίας, μητέρας του Μάρκου, θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε, γιατί παρεμβλήθηκε στο δεύτερο ευαγγέλιο και μόνο σε αυτό η αφήγηση ενός ασήμαντου επεισοδίου, που δεν έχει καμία ουσιώδη σχέση με τη σύλληψη του Κυρίου, και η αποφυγή της κατονομασίας του νέου (σ).
Ήταν ίσως αυτός ο ίδιος ο Μάρκος. Και υπέρ της εκδοχής αυτής φαίνεται ευνοϊκή και η διαφορετική γραφή των αλεξανδρινών κωδίκων «συνηκολούθει αὐτῷ», η οποία μπορεί να ερμηνευτεί ότι από την αρχή της εξόδου του Ιησού μαζί με τους μαθητές στον κήπο της Γεθσημανή, τον ακολουθούσε.
(2) «Ήταν τυλιγμένος με το σεντόνι με γυμνό το σώμα δηλαδή» (Ζμ).
(3) Η περιβολή του νέου κίνησε την αστεία περιέργεια και την επιθυμία αστεϊσμού των νεώτερων στον όχλο, οι οποίοι όρμησαν και τον συνέλαβαν (δ). Να πούμε, ότι υποδηλώνει αυτό και τις διαθέσεις της βαρβαρότητας, οι οποίες κυριαρχούσαν στον όχλο εκείνο, στα χέρια του οποίου βρισκόταν τώρα ο Ιησούς; Δεν θα απείχαμε από την αλήθεια. Και υπέρ της εκδοχής αυτής παρουσιάζεται ευνοϊκή και η από τους αλεξανδρινούς κώδικες παράλειψη της λέξης «νεανίσκοι». Αλλά και την λέξη αυτή εάν δεχτούμε ως αυθεντική, μπορούμε να υποθέσουμε, ότι και οι νέοι ενθαρρυνόμενοι από την κακή συμπεριφορά την οποία οι πρεσβύτεροι έδειχναν προς τον Ιησού, όρμησαν κατά του αόπλου και ακίνδυνου εκείνου νέου, ώστε και αυτοί να τον μεταχειριστούν σύμφωνα με το παράδειγμα που έπαιρναν από εκείνους που χλεύαζαν και κορόιδευαν τον Ιησού.
Μαρκ. 14,52 ὁ δὲ καταλιπὼν τὴν σινδόνα γυμνὸς(1) ἔφυγεν(2) ἀπ᾿ αὐτῶν.
Μαρκ. 14,52 Εκείνος όμως αφήκε το σινδόνι εις τα χέρια των και καθώς ήτο νύχτα έφυγε γυμνός ανάμεσα από αυτούς.
(1) Έφυγε γυμνός, ενώ η νύχτα δε στερούνταν το φως της σελήνης. Ο φόβος νίκησε την ντροπή μπροστά στο μεγάλο αυτόν κίνδυνο (b).
(2) «Και αυτός εγκατέλειψε τον Κύριο» (Θφ). Έφυγε και ο νέος για να απομείνει τελείως μόνος ο Σωτήρας μαζί με τον προδότη και τα όργανα των αρχιερέων.
Μαρκ. 14,53 Καὶ ἀπήγαγον τὸν Ἰησοῦν πρὸς τὸν ἀρχιερέα καὶ συνέρχονται(1) αὐτῷ(2) πάντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ γραμματεῖς(3).
Μαρκ. 14,53 Και οδήγησαν τον Ιησού στον αρχιερέα• και μαζεύονται εις την οικία του αρχιερέα όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς.
(1) Ιστορικός ενεστώτας για την ζωηρότητα της διήγησης όπως συνηθίζει ο Μάρκος (δ). Η συνέλευση αυτή του συνεδρίου φαίνεται είχε από πριν αποφασιστεί με την πρόβλεψη της σύλληψης του Ιησού κατά τη νύχτα εκείνη (γ). Για να χορτάσουν το πάθος τους αρνούνται στους εαυτούς τους τη φυσική ανάπαυση του ύπνου και συρρέουν όλοι δίπλα στον αρχιερέα.
(2) Στον αρχιερέα· η δοτική πτώση δηλώνει το χάριν αυτού, αφού αυτός το διέταξε (δ). Το σπίτι του έπρεπε να είναι θυσιαστήριο υπέρ της καταπιεζόμενης αθωότητας και τώρα απέβη θρόνος της αδικίας. Καθόλου παράδοξο αφού είχαν μεταβάλλει τον οίκο του Θεού σε σπήλαιο ληστών.
(3) Οι οποίοι συναποτελούσαν το συνέδριο.
Μαρκ. 14,54 καὶ ὁ Πέτρος ἀπὸ μακρόθεν(1) ἠκολούθησεν αὐτῷ ἕως ἔσω εἰς τὴν αὐλὴν(2) τοῦ ἀρχιερέως, καὶ ἦν συγκαθήμενος μετὰ τῶν ὑπηρετῶν(3) καὶ θερμαινόμενος(4) πρὸς τὸ φῶς(5).
Μαρκ. 14,54 Και ο Πέτρος ηκολούθησεν τον Ιησούν από μακράν μέχρι την εσωτερικήν αυλήν του αρχιερέως. Και εκάθητο μαζί με τους υπηρέτας και εθερμαίνετο πλησίον στο φως, που έρριπτε η φωτιά.
(1) Κυριευμένος από πανικό στην αρχή έφυγε μαζί με τους υπόλοιπους συμμαθητές, αλλά μετά από λίγο επέστρεψε και από κάποια απόσταση ακολούθησε τον Ιησού (σ). Κάποιοι σπινθήρες αγάπης και ενδιαφέροντος για τον Διδάσκαλο υπάρχουν ακόμη στην καρδιά του Πέτρου. Αλλά η δειλία τον έχει ήδη κυριεύσει. Ακολουθεί από μακριά. Τα πρώτα βήματα προς την άρνηση έγιναν ήδη. Διότι το να ακολουθεί από μακριά ισοδυναμεί με το να οπισθοχωρεί αργά και σταθερά.
(2) Στην εσωτερική αυλή, γύρω από την οποία είχαν χτιστεί τα δωμάτια του οικήματος (σ).
(3) Πιθανώς μαζί με τους λευϊτικούς φύλακες, οι οποίοι είχαν φέρει εκεί τον Κύριο που αυτοί συνέλαβαν και κάθονταν τώρα δίπλα στη φωτιά (σ). Οι κλητήρες του συνεδρίου, παρόμοιοι με τους Ρωμαίους ραβδούχους (γ). Συχνά κάποια πτώση συντελείται ευκολότερα ανάμεσα σε τέτοιους υπηρέτες, τους οποίους κάποιος φοβάται λιγότερο, παρά μπροστά στους κυρίους τους (b). Κάθισε μαζί με τους υπηρέτες, συγκαλυπτόμενος ανάμεσά τους και κρυβόμενος και θερμαινόμενος μαζί τους με προσποιητή αδιαφορία. Ο Πέτρος ρίχνει τον εαυτό του σε πειρασμό, προς τον οποίο προχωρά με ελαστικότητα και επανειλημμένες αβαρίες που προμηνύουν την πτώση που πλησιάζει.
(4) Συχνά κάτω από τη φροντίδα για το σώμα, παραμελείται η ψυχή (b).
(5) «Κοντά στο φως που προερχόταν από τη φωτιά, ώστε να φαίνεται σε αυτούς που κάθονταν μαζί του και σε όλους όσους ήταν στην αυλή» (Ζ).
Μαρκ. 14,55 Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον ἐζήτουν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ μαρτυρίαν εἰς τὸ θανατῶσαι(1) αὐτόν, καὶ οὐχ εὕρισκον(2)·
Μαρκ. 14,55 Οι αρχιερείς και όλον το συνέδριον εζητούσαν να εύρουν ενοχοποιητικήν μαρτυρίαν εναντίον του Ιησού, δια να τον θανατώσουν, και δεν εύρισκαν.
(1) Δεν ενεργούσαν ως δικαστές, αλλά προαποφασισμένοι να καταδικάσουν αυτόν σε θάνατο, ζητούσαν μαρτυρία εναντίον του. Φαινομενικά ήταν δικαστές, στην πραγματικότητα όμως ήταν κατήγοροι και απηνείς διώκτες (γ). Ζητούσαν με παραπλανητικές ερωτήσεις, με ευμενή ή βλοσυρά βλέμματα προς τους μάρτυρες, είτε εκφοβίζοντας είτε με υποσχέσεις προσελκύοντας, είτε με δόλια ερωτήματα παγιδεύοντας αυτούς να βρουν μαρτυρία κατά του Ιησού «Οι αυτοκατάκριτοι επινοούν σχήμα δήθεν δικαστηρίου για να φανούν ότι με κρίση τον φονεύουν» (Θφ).
(2) Δεν εύρισκαν μαρτυρία που να είχε τυπικά τη μορφή της δικαστικής αλήθειας. Δες πιο κάτω στίχους 56,59 που χαρακτηρίζονται οι μαρτυρίες σαν μη ίσες (δ).
Μαρκ. 14,56 πολλοὶ γὰρ(1) ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἴσαι(2) αἱ μαρτυρίαι οὐκ ἦσαν.
Μαρκ. 14,56 Διότι πολλοί παρουσιάσθησαν και κατέθεσαν εναντίον του ψευδομαρτυρίας, αλλά δεν ήσαν αι καταθέσεις των σύμφωνοι μεταξύ των.
(1) Αυτό αιτιολογεί και επιβεβαιώνει αυτό που ειπώθηκε ότι «δεν εύρισκαν μαρτυρία» που να δικαιολογεί την σε θάνατο καταδίκη του. Εμφανίζονταν μεν πολλοί ψευδομάρτυρες, αλλά οι μαρτυρίες τους δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους.
(2) Δηλαδή οι ίδιες, σύμφωνες σε όλα (δ), να ταυτίζονται μεταξύ τους και να συμπίπτουν. Κατά τον μωσαϊκό νόμο (Δευτερ. ιθ 15) απαιτούνταν οι σύμφωνες μαρτυρίες δύο τουλάχιστον μαρτύρων για να στηρίξουν την εις θάνατον καταδίκη.
Μαρκ. 14,57 καί τινες(1) ἀναστάντες ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ λέγοντες
Μαρκ. 14,57 Και μερικοί προσήλθαν και εψευδομαρτυρούσαν εναντίον αυτού λέγοντες
(1) Ο Ματθαίος καθορίζει αυτούς ως δύο στον αριθμό.
Μαρκ. 14,58 ὅτι ἡμεῖς ἠκούσαμεν αὐτοῦ λέγοντος, ὅτι ἐγὼ καταλύσω τὸν ναὸν τοῦτον τὸν χειροποίητον καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν ἄλλον ἀχειροποίητον οἰκοδομήσω(1).
Μαρκ. 14,58 ότι ημείς τον ακούσαμε να λέγη• Εγώ θα κρημνίσω τον ναό αυτόν, τον κτισμένον από χέρια ανθρώπων, και εντός τριών ημερών θα ανοικοδομήσω άλλον αχειροποίητον.
(1) «Και αυτοί που φάνηκαν ότι κάτι λένε, ψευδή είπαν. Διότι ο Κύριος δεν είπε θα γκρεμίσω εγώ το ναό, αλλά Γκρεμίστε. Και ούτε χειροποίητο είπε, αλλά απλώς ναό» (Θφ). Η μαρτυρία αυτή είχε μεν ως βάση γνήσιο λόγο του Κυρίου αλλά ήταν νοθευμένη και με ψεύδη, τα οποία παρουσίαζαν τον Κύριο ως περιφρονητή του ναού και προτιθέμενο βέβηλα να ανατρέψει αυτόν.
Μαρκ. 14,59 καὶ οὐδὲ οὕτως(1) ἴση ἦν ἡ μαρτυρία αὐτῶν.
Μαρκ. 14,59 Αλλά ούτε και έτσι δεν ήτο σύμφωνη η κατάθεσή τους.
(1) Αν και οι μαρτυρίες αυτές συμφωνούσαν στο κύριο σημείο, παρουσιάζονταν όμως σε ουσιώδεις λεπτομέρειες συγκρουόμενες και ασύμφωνες. Η εξέταση κατ’ αντιπαράσταση για διακρίβωση της αληθινής έννοιάς της τήν επισκότιζε και έκανε αυτήν ανίσχυρη. Κατά τον Ματθαίο η μαρτυρία ήταν: Μπορώ να γκρεμίσω το ναό του Θεού και σε τρεις μέρες να τον χτίσω. Σύμφωνα με αυτήν δεν εκδηλώνεται πρόθεση γκρεμίσματος του ναού, αλλά μάλλον διάθεση μεγαλοπρεπέστερης ανοικοδόμησής του. Βάση κατηγορίας, που να συνεπάγεται την ποινή του θανάτου δεν υπήρχε. Το πολύ μπορούσε να χαρακτηριστεί ο Ιησούς σαν κάποιος φαντασιόπληκτος. Με την παραπάνω μαρτυρία δεν είναι εξ’ ολοκλήρου σύμφωνη η κατά τον Μάρκο μαρτυρία, η οποία παρουσιάζεται μεν ότι επιβαρύνει κάπως τον Ιησού, αλλά εφόσον ήταν μεμονωμένη δεν μπορούσε να θεωρηθεί ισχυρή.
Μαρκ. 14,60 καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἰς τὸ μέσον(1) ἐπηρώτα τὸν Ἰησοῦν λέγων(2)· οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; τί οὗτοί(3) σου καταμαρτυροῦσιν;
Μαρκ. 14,60 Τότε σηκώθηκε ο αρχιερεύς, εστάθη στο μέσον, και ερωτούσε τον Ιησούν λέγων• δεν απαντάς τίποτε; Τι είναι αυτά, που σε κατηγορούν αυτοί εδώ;
(1) Υπαινίσσεται, ότι το συνέδριο ήταν συγκροτημένο σε δικαστήριο που περιστοίχιζε τον επί κεφαλής αυτού αρχιερέα.
(2) «Ο αρχιερέας αφού σηκώθηκε ρωτά τον Ιησού θέλοντας να τον τραβήξει σε απολογία, ώστε από την απολογία να τον πιάσει» (Θφ). Μπορούμε να φανταστούμε με ποιο ύφος αγέρωχο και περιφρονητικό ο αλαζόνας αυτός αρχιερέας έθεσε στον Ιησού το ερώτημα που ακολουθεί: «Πλησίασε, κατηγορούμενε. Ακούς τι καταθέτουν ενόρκως εναντίον σου. Τι έχεις εσύ τώρα να πεις για τον εαυτό σου;».
(3) Τι είναι αυτό, το οποίο μαρτυρούν αυτοί εναντίον σου;
Μαρκ. 14,61 ὁ δὲ ἐσιώπα καὶ οὐδὲν ἀπεκρίνατο(1). πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς ἐπηρώτα αὐτὸν(2) καὶ λέγει αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς(3) τοῦ εὐλογητοῦ(4);
Μαρκ. 14,61 Αυτός δε σιωπούσε και δεν έδωσε καμίαν απάντηση. Πάλιν ο αρχιερεύς τον ερωτούσε και του έλεγε• Συ είσαι ο Χριστός, ο υιός του ευλογημένου και δοξασμένου Θεού;
(1) «Ο Σωτήρας και Κύριός μας Ιησούς Χριστός ψευδομαρτυρούμενος μεν σιωπούσε, κατηγορούμενος δε τίποτα δεν απάντησε, πείθοντας ότι όλος ο βίος του και οι πράξεις του απέναντι στους Ιουδαίους, έγιναν καλύτερες από φωνή που ελέγχει την ψευδομαρτυρία και από λέξεις που απολογούνται προς τις κατηγορίες» (Ω).
«Αυτός όμως σιωπά ξέροντας ότι δεν θα προσέξουν τα λόγια του, το οποίο και ο Λουκάς λέει, ότι ερωτώμενος ο Κύριος είπε· Εάν πω σε σας, δεν θα πιστέψετε· εάν πάλι ρωτήσω, δεν θα απαντήσετε» (Θφ).
Σιωπά όχι διότι έχει υποστεί τη σύγχυση ή κατάπληξη του ενόχου, ούτε διότι βρισκόμενος σε απορία δεν έχει πώς να υπερασπίσει τον εαυτό του, αλλά για να εκπληρωθεί η Γραφή, η οποία τον παρουσίασε ως αμνό άφωνο εναντίον αυτού που τον κουρεύει (Ησ. νγ 7) και για να αποδειχτεί σύμφωνα με την ανθρώπινη φύση του γνήσιος υιός του Δαβίδ, ο οποίος, όταν οι εχθροί του τον συκοφαντούσαν, έγινε «σαν άνθρωπος που δεν ακούει και δεν έχει στο στόμα του ελέγχους» (Ψαλμ. λζ 15). Και έγινε έτσι σε μας παράδειγμα υπομονής και μακροθυμίας, διότι «ενώ δεχόταν λοιδορίες δεν λοιδορούσε και αυτός με τη σειρά του» (Α΄ Πέτρ. β 22).
(2) Ο αρχιερέας κάτω από το κράτος της απορίας και στενοχώριας, στην οποία βρισκόταν, επιχειρεί και πάλι να αποσπάσει ενοχοποιητική ομολογία από το στόμα του Κυρίου, που μπορεί να διευκολύνει τον τερματισμό της υπόθεσης (σ).
(3) Η προσθήκη της φράσης «ο υιός του ευλογητού» στον τίτλο Χριστός, αυτό αποτελούσε την κατά το συνέδριο ασεβή και βλάσφημη αξίωση του Κυρίου. Απλώς η αξίωση, ότι ήταν ο Μεσσίας, χωρίς την πρόσθετη αξίωση, ότι είναι και ο με έννοια αποκλειστική και απόλυτη υιός του Θεού, δεν αποτελούσε σώμα εγκλήματος (γ).
Πράγματι και πολλοί άλλοι ψευδομεσσίες φάνηκαν, χωρίς να κατηγορηθούν στο συνέδριο ως ένοχοι βλασφημίας που συνεπαγόταν θάνατο. Άλλωστε «χριστοί ονομάζονταν και οι ιερείς και οι προφήτες και οι βασιλείς», για αυτό ο αρχιερέας «προσθέτει με ξεχωριστή έννοια το «ο υιός του ευλογητού», θέλοντας να πει του Θεού» (β).
(4) «Δηλαδή του Θεού, του ευλογητού, του υμνητού» (Ζμ). Του ενός, ο οποίος πρέπει να λατρεύεται. Πουθενά αλλού στην Κ.Δ. δεν συναντιέται παρά μόνο ως κατηγόρημα του Θεού σε δοξολογίες (γ). Είναι ιουδαϊκή περίφραση ευλαβείας που χρησιμοποιείται για αποφυγή της ονομασίας του Θεού, με το κύριο όνομα Ιεχωβά. Παρόλ’ αυτά εδώ κρύβεται ίσως η πρόθεση να εξυψωθεί η μεγαλειότητα του Θεού και να παρουσιαστεί εμφανέστερα η βλασφημία, την οποία αποτολμούσε ο κρινόμενος Κύριος οικειοποιούμενος και διεκδικώντας τον τίτλο ο υιός του Θεού (σ).
Μαρκ. 14,62 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν(1)· ἐγώ εἰμι(2)· καὶ ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν καθήμενον τῆς δυνάμεως(3) καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν(4) τοῦ οὐρανοῦ(5).
Μαρκ. 14,62 Ο δε Ιησούς είπε• “εγώ είμαι• και θα ιδήτε τον υιόν του ανθρώπου να κάθεται εις τα δεξιά του παντοδυνάμου Θεού και να έρχεται πάλιν επάνω εις τας νεφέλας του ουρανού”.
(1) Στο ερώτημα που τέθηκε σε αυτόν επίσημα και με σαφήνεια από τον θρησκευτικό αρχηγό του έθνους ο Κύριος απαντά αμέσως. Εάν έμενε τότε σε σιγή, θα παρουσιαζόταν κατά την κρίσιμη αυτή στιγμή της ζωής του να παραιτείται από τις μεσσιακές του αξιώσεις (γ).
Μέχρι τώρα σπανίως ο Κύριος διακήρυξε για τον εαυτό του ρητά, ότι ήταν ο Χριστός, ο υιός του Θεού. Η διδασκαλία του και τα θαύματά του μαρτυρούσαν και αποδείκνυαν αυτό. Αλλά τώρα θεωρεί επιβεβλημένη την ομολογία, διότι θα παρουσιαζόταν να αποσιωπά ή και να αρνείται την αλήθεια αυτός ο οποίος ήλθε στον κόσμο, για να μαρτυρήσει για την αλήθεια, για να αποφύγει το πάθημα και το σταυρό μη υποτασσόμενος στο θέλημα του Πατέρα του. Και ομολόγησε γενόμενος έτσι παράδειγμα και ενθάρρυνση των ακολούθων του, να ομολογούν αυτόν μπροστά στους ανθρώπους περιφρονώντας οποιονδήποτε κίνδυνο ή απειλή.
(2) «Η απάντηση ότι «εγώ είμαι» γίνεται για έλεγχο του αρχιερέα. Όχι επειδή θα μπορούσε να πιστέψει… αλλά ώστε να μη απομείνει ούτε αυτό (ως δικαιολογία), ότι δηλαδή δεν άκουσαν με σαφήνεια να δηλώνει για τον εαυτό του ότι είναι ο Χριστός» (β).
Με το εγώ είμαι ο Μάρκος εξηγεί το εβραϊκό «εσύ είπες» του Ματθαίου στους αναγνώστες του από τα έθνη (δ). Είναι πιθανόν ότι κοίταξαν προς τον Ιησού οι δικαστές του με χαμόγελο περιφρόνησης και χλευασμού, όταν τον άκουσαν να λέει Εγώ είμαι, το οποίο μάλιστα ο Κύριος θα απήγγειλε με σοβαρότητα και μεγαλοπρεπή επισημότητα, η οποία δεν υπήρξε αρεστή στους δικαστές του. «Ο άθλιος αυτός, θα είπαν αυτοί, είναι ο Μεσσίας, ο οποίος πρόκειται να έλθει με δύναμη και δόξα!» Και στην εντύπωσή τους αυτή και τους μορφασμούς ή και τους χλευαστικούς λόγους στα οποία η εντύπωση αυτή εκδηλώθηκε, αναφέρονται οι μετά το «εγώ είμαι» ακόλουθοι λόγοι του Κυρίου.
Είναι σαν να τους έλεγε με αυτούς: Αν και τώρα με βλέπετε στην ταπεινή και περιφρονημένη αυτή κατάσταση και νομίζετε ως γελοίο να αποκαλώ τον εαυτό μου Μεσσία και υιό του Θεού, παρόλ’ αυτά κοντά είναι η ημέρα, κατά την οποία θα με δείτε να έρχομαι πάνω στα σύννεφα του ουρανού.
(3) «Της δύναμης του Πατέρα· διότι δύναμη εδώ λέει τον Πατέρα» (Θφ).
«Όταν όμως λέει «στα δεξιά της δύναμης», εννοεί την δόξα που θα φανεί από τον ουρανό, και όχι σωματική μορφή. Διότι δεν βλέπεται ο Θεός, που είναι τελείως αόρατος, ώστε και η στα δεξιά καθέδρα να λέγεται ότι γίνεται ορατή σωματικά. Αλλά αυτός που θα φανεί σε μέγιστη δόξα που θα ναι ορατή, είπε ότι θα γίνει ορατός στα δεξιά» (β).
Αν και τώρα τον έβλεπαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, εντός ολίγου θα τον έβλεπαν στο θρόνο της θεότητας. Παραθέτει εδώ ο Κύριος το Δανιήλ ζ 13 εφαρμόζοντας αυτό στον εαυτό του. Σαν να έλεγε σε αυτούς: Θα δείτε να εκπληρώνονται σε μένα οι πιο υψηλές και υπερφυσικές από τις προφητείες για το Μεσσία. Θα με δείτε να κάθομαι στα δεξιά της δύναμης δηλαδή να έχω θέση εγγύτατη στο θρόνο του Θεού (γ). Το «δυνάμεως» είναι ευλαβές ιουδαϊκό συνώνυμο του Θεού (σ).
(4) Υπάρχει και η γραφή: μετά των νεφελών «αντί της επί των νεφελών» (Ζ).
(5) Η όλη διαβεβαίωση του Κυρίου δηλώνει τη θέση και την εξουσία, την οποία πρόκειται να κατέχει και να ασκεί στον ουρανό παρεμβαίνοντας ως Μεσσίας βασιλιάς στα πράγματα του επίγειου κόσμου. Ο Ματθαίος προσθέτει «απ’ άρτι» και ο Λουκάς «από του νυν» (γ). Δεν δηλώνεται λοιπόν εδώ μόνον η κατά την Δευτέρα παρουσία ένδοξη έλευση του Κυρίου, όταν «θα έρθει όχι χωρίς σώμα, αλλά τέτοιος ώστε να γίνει ορατός και να αναγνωριστεί από τους σταυρωτές του» (Θφ).
Τα λόγια αυτά του Σωτήρα αναφέρονται σε ό,τι θα λάμβανε χώρα στον πνευματικό κόσμο συνεχώς από τη στιγμή εκείνη. Θα εγκαθιδρυόταν μετά το θάνατό του η μεσσιακή βασιλεία, στην οποία ο Υιός του ανθρώπου θα κυβερνούσε και θα βασίλευε από τον ουράνιο θρόνο του, ασκώντας την εξουσία και δύναμή του ως Μεσσίας (γ).
Μαρκ. 14,63 ὁ δὲ ἀρχιερεὺς διαῤῥήξας τοὺς χιτῶνας(1) αὐτοῦ λέγει· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων;
Μαρκ. 14,63 Ο δε αρχιερεύς έσχισε τα ρούχα του δια την ύβριν τάχα εναντίον του Θεού που ήκουσε και είπε• τι μας χρειάζονται πλέον οι μάρτυρες;
(1) «Ο αρχιερέας λοιπόν εκπληρώνει ιουδαϊκή συνήθεια. Διότι όταν συναντούσαν κάτι φοβερό και άσχημο, έσχιζαν τους χιτώνες. Και εδώ λοιπόν επειδή βλασφήμησε τάχα ο Κύριος και έγινε μεγάλο κακό, σχίζει τους χιτώνες ο αρχιερέας» (Θφ).
«Έτσι οι αποκαλύψεις των μυστηρίων σε αυτούς που δεν ακούνε, δεν αποβαίνουν σε ωφέλεια, αλλά σε καταδίκη» (β).
Το σχίσιμο των χιτώνων ήταν σημάδι άλλοτε μεν μεγάλης θλίψης, όπως στην περίπτωση του Ιακώβ (Γεν. λζ 29), άλλοτε πάλι φρίκης (Δ Βασιλ. ιη 37)(σ). Η λέξη χιτώνες χρησιμοποιείται εδώ για να δηλώσει τα ρούχα γενικά, χωρίς να περιορίζεται η έννοια της λέξης στα εσωτερικά ενδύματα (γ).
Οι επίσημοι φορούσαν δύο χιτώνες, τους οποίους ο αρχιερέας έσχισε εδώ (δ). Πολύ έξυπνη και δεν απέχει από την αλήθεια η παρατήρηση: Το σχίσιμο των ιματίων του αρχιερέα σήμαινε την απόσχιση και της ιερωσύνης από αυτόν, όπως και το σχίσιμο του καταπετάσματος κατά το θάνατο του Κυρίου σήμαινε την κατάργηση του Ναού και την πλήρη απομάκρυνση του Θεού από αυτόν. Του Χριστού τα ιμάτια, και όταν ακόμη σταυρώθηκε, διατηρήθηκαν ακέραια και δεν σχίστηκαν. Διότι όταν η λευϊτική ιερωσύνη σχίστηκε και καταργήθηκε, ο Κύριος έλαβε ακατάλυτη και αιώνια την ιερωσύνη.
Μαρκ. 14,64 ἠκούσατε πάντως τῆς βλασφημίας(1)· τί ὑμῖν φαίνεται(2); οἱ δὲ πάντες(3) κατέκριναν αὐτὸν εἶναι ἔνοχον θανάτου(4).
Μαρκ. 14,64 Ηκούσατε βέβαια την βλασφημίαν• τι γνώμην έχετε; Αυτοί δε όλοι μ' ένα στόμα κατεδίκασαν αυτόν, ότι είναι ένοχος θανάτου δια την βλασφημίαν, που εξεστόμισε.
(1) Αυθεντική γραφή ηκούσατε της βλασφημίας. Η κατά τον αρχιερέα βλασφημία συνίστατο κυρίως στο ότι ο Ιησούς διεκδικούσε μία τόσο υψηλή θέση, «στα δεξιά της δύναμης» (γ).
(2) Ο αρχιερέας αναγκάζοντας τον κατηγορούμενο σε ομολογία και στηριζόμενος σε αυτήν μόνη, για να κηρύξει ολοκληρωμένη την διαδικασία παραβίαζε θεμελιώδεις αρχές της δικονομίας παραμερίζοντας και αυτό το δικονομικό αξίωμα του μωσαϊκού νόμου, σύμφωνα με το οποίο πάνω σε δύο ή τρεις μάρτυρες θα σταθεί κάθε λόγος. Και με το σχίσιμο των ρούχων του και με τα λόγια του προς τους δικαστές προκαταλαμβάνει το δικαστήριο και με το κύρος του από το αξίωμα επηρεάζει αυτούς πειθαναγκάζοντάς τους στο να εκφέρουν καταδικαστική απόφαση.
Εάν ήθελε αμερόληπτα και με δικαιοσύνη να ενεργήσει όφειλε να ζητήσει ξεχωριστά τις ψήφους αρχίζοντας από τους νεώτερους και αφήνοντας τον καθένα ανεπηρέαστα να διατυπώσει τη γνώμη του.
«Από εκείνους ζητά την απόφαση… και προλαβαίνει τους ακροατές λέγοντας, διότι εσείς ακούσατε την βλασφημία, σχεδόν καταναγκάζοντας και βεβαιώνοντας με κακό τρόπο, μάλλον δε πιέζοντας τους παρόντες να βγάλουν την απόφαση εναντίον του επειδή είπε βλασφημία και έκανε τον εαυτό του Θεό» (β).
(3) Με βοή, όπως φαίνεται, έτσι ώστε οι ψήφοι του Ιωσήφ και του Νικοδήμου, ίσως όμως και κάποιων άλλων, που δεν συμφώνησαν στην απόφασή τους, ούτε λήφθηκαν υπ’ όψη, ούτε καν ακούστηκαν εν μέσω της βοής.
(4) Η κατά της βλασφημίας ποινή ήταν ο θάνατος με λιθοβολισμό. Δες Λευϊτ. κδ 16, Ιω. ι 30, Πράξ. ζ 58 (σ).
Μαρκ. 14,65 Καὶ ἤρξαντό τινες(1) ἐμπτύειν(2) αὐτῷ καὶ περικαλύπτειν(3) τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ κολαφίζειν αὐτὸν καὶ λέγειν αὐτῷ· προφήτευσον ἡμῖν τίς ἐστιν ὁ παίσας σε. καὶ οἱ ὑπηρέται(4) ῥαπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλον(5).
Μαρκ. 14,65 Και ήρχισαν μερικοί να τον φτύνουν, να του σκεπάζουν ολόγυρα το πρόσωπόν του, ώστε να μη βλέπη, να καταφέρουν ισχυρά ραπίσματα και γρονθοκοπήματα και να του λέγουν• “προφήτεψέ μας ποιός είναι εκείνος που σε εκτύπησε”. Και οι υπηρέται εκτυπούσαν αυτόν με ραπίσματα.
(1) Οι «κάποιοι» αυτοί φαίνεται να ήταν κάποια μέλη του συνεδρίου, από τους οποίους δινόταν το σύνθημα για τις εναντίον του Ιησού ύβρεις σε αυτούς που τον συνέλαβαν και τον φρουρούσαν, οι οποίοι ήταν και οι βιαιότεροι δράστες αυτών των υβριστικών εκδηλώσεων (σ).
Οι κατάδικοι βρίσκονται υπό την ειδική προστασία του νόμου και από όλα τα πολιτισμένα έθνη εκδηλώνεται προς αυτούς συμπάθεια και οίκτος. Είναι αρκετή η τιμωρία που τους επιβλήθηκε, όταν μάλιστα αυτή συμβαίνει να είναι η εσχάτη των ποινών. Μετά από λίγο ο Ιησούς πρόκειται να στερηθεί της ζωής του. Δεν φτάνει αυτό; Αλλά καμία συμπάθεια δεν δείχνεται προς αυτόν, ο οποίος τόσο οίκτο αισθανόταν για τα απολωλότα πρόβατα οίκου Ισραήλ και τόση ευσπλαχνία εκδήλωσε σε όλη τη ζωή του.
(2) Το φτύσιμο ήταν ιουδαϊκός τρόπος εκδήλωσης εσχάτης περιφρόνησης και βδελυγμίας. Δες Αρ. ιβ 14, Δευτερ. κε 9 (σ).
(3) Για να μην βλέπει αυτός που χτυπιόταν αυτούς που τον κολάφιζαν και να μπορούν έτσι κοροϊδευτικά να προκαλούν αυτόν, να δείξει τις προφητικές του ιδιότητες (σ).
(4) Οι κλητήρες του συνεδρίου. Εφ’ όσον τα μέλη του συνεδρίου και οι αρχιερείς λησμόνησαν την αξιοπρέπειά τους και τη θέση τους, επόμενο ήταν από αυτούς λαμβάνοντας το σύνθημα και οι υπηρέτες να κάνουν παιχνίδι και αντικείμενο διασκέδασης τον μελλοθάνατο.
(5) Υπάρχει και η γραφή «έλαβον»=Τον υποδέχτηκαν ή τον παρέλαβαν με ραπίσματα. Το πρόσωπο εκείνο, το οποίο ήταν το ωραιότερο από όλους τους υιούς των ανθρώπων και το οποίο ευλαβούνται οι άγγελοι, εξευτελίστηκε και κακοποιήθηκε από τους ευτελέστερους και χυδαιότερους ανθρώπους.
Η άρνηση του Πέτρου ιδ 66-72
Μαρκ. 14,66 Καὶ ὄντος τοῦ Πέτρου κάτω(1) ἐν τῇ αὐλῇ, ἔρχεται μία τῶν παιδισκῶν τοῦ ἀρχιερέως,
Μαρκ. 14,66 Ενώ δε ο Πέτρος ευρίσκετο κάτω εις την αυλήν, ήλθε μία από τας υπηρετρίας του αρχιερέως
(1) Στην αυλή, όπου είχε αναφθεί η φωτιά, στεκόταν ο Πέτρος, την ώρα που ο διδάσκαλος ήταν μπροστά στον αρχιερέα σε κάποιο δωμάτιο διασκέψεων υψηλότερο από το επίπεδο της αυλής (σ). Έτσι εξηγείται η χρήση του επιρρήματος κάτω=σε αντίθεση με αυτούς που συνεδρίαζαν πάνω στο σπίτι (δ). Μαζί με τους υπηρέτες του αρχιερέα καθόταν δίπλα στη φωτιά. Κακές συντροφιές παρέχουν πάντοτε πολλές αφορμές για αμαρτία. Και εκείνοι, οι οποίοι χωρίς ανάγκη αναμιγνύονται με αυτές, πέφτουν στο έδαφος του διαβόλου και πρέπει να περιμένουν είτε να πειραστούν και να παγιδευτούν, όπως ο Πέτρος, είτε να γελοιοποιηθούν και χλευαστούν, όπως και ο Κύριος που σύρθηκε ανάμεσά τους. Σπάνια βγαίνει κάποιος από τέτοιες συντροφιές χωρίς ενοχή ή λύπη ή και χωρίς να υποστεί και τα δύο αυτά. Ο Πέτρος μιλούσε εξ’ ιδίας πείρας, όταν έλεγε: «Σωθείτε από τη γενιά αυτή τη διεστραμμένη» (Πράξ. β 40).
Μαρκ. 14,67 καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον θερμαινόμενον ἐμβλέψασα αὐτῷ(1) λέγει· καὶ σὺ(2) μετὰ τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζαρηνοῦ(3) ἦσθα(4).
Μαρκ. 14,67 και όταν είδε τον Πέτρον να ζεσταίνεται, τον εκύτταξε με πολλή προσοχή και του είπε• και συ ήσουν μαζί με τον Ιησού τον Ναζαρηνό.
(1) Η υπηρέτρια ήταν, όπως καθορίζει ο Ιωάννης (ιη 17) η θυρωρός, η οποία, όπως φαίνεται, είχε εξ’ αρχής σημειώσει την είσοδο του Πέτρου στην αυλή, και τώρα προσελκύστηκε και πάλι η προσοχή της, όταν είδε τον Πέτρο να στέκεται δίπλα στη φωτιά (σ). Και κατεβαίνοντας από το σπίτι, όπου στο μεταξύ είχε ανεβεί, απευθύνει τα λόγια αυτά στον Πέτρο.
(2) Το «και» λέγεται σε σχέση με τους υπόλοιπους μαθητές και ακόλουθους του Ιησού.
(3) Το ότι μπαίνει μετά και χωρίζεται από το «του Ιησού» που προηγήθηκε, δίνει έμφαση σε αυτό. Η προσθήκη αυτή «του Ναζαρηνού» εμπερικλείει την περιφρόνηση των εχθρών του Ιησού σε σχέση με το για αυτούς παράλογο και βλάσφημο των μεσσιακών του αξιώσεων (γ).
(4) Υπηρέτρια ήταν αυτή που είπε τον λόγο αυτόν στον Πέτρο. Και είπε αυτόν απλά, όχι κραυγάζοντας και εκδηλώνοντας πρόθεση να συλληφθεί και ο Πέτρος και να εισαχθεί σε δίκη. Το πολύ στο να κοροϊδέψει και γελοιοποιήσει αυτόν απέβλεπε η μικρή υπηρέτρια. Έπεσε λοιπόν μέσα σε πειρασμό ο Πέτρος, αλλά όχι τόσο φοβερό, ώστε να οδηγηθεί σε άρνηση του Διδασκάλου. Θα μπορούσε να προσπεράσει και χωρίς απάντηση την παρατήρηση εκείνη της υπηρέτριας. Θα μπορούσε ακόμη να πει: Και εάν είμαι, υποθέτω ότι αυτό δεν αποτελεί έγκλημα. Αλλά ο πανικός του Πέτρου μεγαλοποίησε στην ψυχή του τον κίνδυνο.
Μαρκ. 14,68 ὁ δὲ ἠρνήσατο(1) λέγων· οὐκ οἶδα οὐδὲ ἐπίσταμαι τί σὺ λέγεις(2). καὶ ἐξῆλθεν ἔξω εἰς τὸ προαύλιον(3), καὶ ἀλέκτωρ ἐφώνησε(4).
Μαρκ. 14,68 Εκείνος όμως ηρνήθη λέγων• “δεν γνωρίζω ούτε εννοώ τι λέγεις”. Και βγήκε έξω στο προαύλιον και ο πετεινός ελάλησε.
(1) Η αμαρτία του Πέτρου ήταν μεγάλη και μόνο το ότι έγινε πριν την περίοδο της χάρης και της επέλευσης του Αγίου Πνεύματος αποτελεί ελαφρυντικό για αυτήν. Αρνήθηκε το Χριστό μπροστά στους ανθρώπους, σε χρόνο μάλιστα, κατά τον οποίο έβλεπε αυτόν να συκοφαντείται και όφειλε να ομολογήσει αυτόν και να μαρτυρήσει ενώπιον του δικαστηρίου υπέρ αυτού. Ο Χριστός επανειλημμένα είχε πει στους μαθητές του ότι οφείλουν να πάσχουν για χάρη του και να σηκώνουν το σταυρό τους και να τον ακολουθούν. Και όμως ο Πέτρος φοβήθηκε τόσο πολύ, ώστε στην πρώτη απειλή ψεύδεται, αρνείται, καταριέται με σκοπό να μην πάθει κάτι για το Χριστό. «Έδειξε αδυναμία ο Πέτρος, παρόλο που ήταν θερμότερος, και αρνείται τον Κύριο επειδή ταράχτηκε από τη δειλία. Και όλα αυτά ενώ μία υπηρέτρια τον φόβισε. Αυτό όμως το επέτρεψε ο Θεός να το πάθει από συγκατάβαση, έτσι ώστε και αυτός να είναι συμπαθής σε αυτούς που φταίνε, διδασκόμενος από τον εαυτό του την βιαιότητα της ανθρώπινης ασθένειας» (Θφ).
(2) Ο Πέτρος κάνει την άρνησή του, όσο το δυνατόν κατηγορηματικότερη. Αρνείται κάθε γνώση ή κατανόηση των λεγομένων από την υπηρέτρια. Ούτε γνωρίζω ούτε καταλαβαίνω τι εσύ λες (γ). Ούτε γνωρίζω ούτε μπορώ να συμπεράνω ή να καταλάβω τι εσύ λες (σ).
(3) Ο χώρος μπροστά από την πύλη, ο οποίος οδηγούσε από το δρόμο στην εσωτερική αυλή (γ).
(4) «Ούτε η φωνή τον συγκράτησε και του θύμισε» (β). Κάποιοι μεγαλογράμματοι κώδικες παραλείπουν τη φράση «καὶ ἀλέκτωρ ἐφώνησε». Είναι ίσως γραφή που παρεμβλήθηκε και που βασίζεται στο «και για δεύτερη φορά λάλησε ο πετεινός» του στίχου 71 (σ).
Μαρκ. 14,69 καὶ ἡ παιδίσκη ἰδοῦσα αὐτὸν πάλιν ἤρξατο λέγειν(1) τοῖς παρεστηκόσιν ὅτι οὗτος ἐξ αὐτῶν(2) ἐστιν.
Μαρκ. 14,69 Και η υπηρέτρια, όταν τον ξαναείδε, ήρχισε να λέγη εις αυτούς που έστεκαν εκεί, ότι αυτός είναι από εκείνους.
(1) Σύμφωνα με τον Μάρκο η ίδια υπηρέτρια άρχισε να λέει… Ήταν η θυρωρός, η οποία επιστρέφοντας στη θέση της και βλέποντας στο προαύλιο τον Πέτρο επανέλαβε την κατηγορία (σ). Παρατηρείται παρόλ’ αυτά εκ πρώτης όψεως κάποια διαφωνία μεταξύ των ευαγγελιστών.
«Ο Μάρκος λέει ότι πρώτα η υπηρέτρια (φόβισε τον Πέτρο)· έπειτα πάλι η ίδια· και μετά οι παρόντες. Ο Λουκάς όμως λέει ότι πρώτα η υπηρέτρια και έπειτα άλλος και μετά κάποιος άλλος· ο Ιωάννης πρώτα λέει την υπηρέτρια την θυρωρό, έπειτα κάποιους, μετά ένας από τους δούλους του αρχιερέα συγγενής, του οποίου έκοψε ο Πέτρος το αυτί» (Ζμ).
Και αν ακόμη δεχτούμε ως πραγματική τη διαφωνία: «κανένα εμπόδιο δεν είναι αυτό για εμάς όσον αφορά την αλήθεια του ευαγγελίου· διότι μήπως διαφωνούν σε κάτι μεγάλο και από το οποίο εξαρτάται η σωτηρία μας; Μήπως ο μεν είπε, ότι σταυρώθηκε ο Κύριος, ενώ ο άλλος όχι; Θεός φυλάξοι» (Θφ).
«Όμως, εάν προσέχουμε, ούτε έτσι δεν θα βρεθεί κάποια διαφωνία. Διότι στην πρώτη μεν άρνηση είναι η ίδια υπηρέτρια, που αναφέρεται στους τέσσερις ευαγγελιστές· στη δεύτερη, ο Ιωάννης είπε ότι κάποιοι ρώτησαν τον Πέτρο, οι οποίοι ήταν και η υπηρέτρια, για την οποία είπε ο Ματθαίος, και η πρώτη υπηρέτρια, για την οποία μίλησε ο Μάρκος, και ο άλλος για τον οποίο εξιστόρησε ο Λουκάς. Όσον αφορά την τρίτη άρνηση ομοίως οι Μάρκος και Ματθαίος είπαν ότι τον ρώτησαν οι παρόντες, μέσα στους οποίους επρόκειτο να είναι και ο άλλος, του Λουκά· και αυτός είναι ο δούλος του αρχιερέα που λέει ο Ιωάννης» (Ζμ).
(2) Το «από αυτούς» δείχνει, ότι το να μιλούν εναντίον του Ιησού και των μαθητών του ήταν πολύ συνηθισμένο και συχνότατο (b).
Μαρκ. 14,70 ὁ δὲ πάλιν ἠρνεῖτο. καὶ μετὰ μικρὸν πάλιν οἱ παρεστῶτες ἔλεγον τῷ Πέτρῳ· ἀληθῶς ἐξ αὐτῶν εἶ· καὶ γὰρ Γαλιλαῖος εἶ(1) καὶ ἡ λαλιά σου ὁμοιάζει(2).
Μαρκ. 14,70 Ο δε Πέτρος πάλιν ηρνήθη. Και έπειτα από ολίγον πάλιν οι παριστάμενοι έλεγαν στον Πέτρον• πράγματι είσαι από αυτούς, διότι είσαι Γαλιλαίος, και η προφορά σου ομοιάζει με την προφοράν των Γαλιλαίων.
(1) «Διότι είχαν κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμα στη στολή τους οι Γαλιλαίοι» (Ζμ).
(2) Αρκετοί μεγαλογράμματοι και κάποιοι μικρογράμματοι κώδικες παραλείπουν το «καὶ ἡ λαλιά σου ὁμοιάζει»= οι κάτοικοι της βόρειας Παλαιστίνης είχαν κάποιους ιδιωτισμούς στη διάλεκτο, από τους οποίους εύκολα διακρίνονταν από τους κατοίκους της Ιουδαίας (σ).
Μαρκ. 14,71 ὁ δὲ ἤρξατο ἀναθεματίζειν(1) καὶ ὀμνύναι ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὃν λέγετε.
Μαρκ. 14,71 Αυτός δε ήρχισε να καταριέται και να ορκίζεται, ότι “δεν ξέρω τον άνθρωπο αυτόν, που λέτε”.
Μαρκ. 14,72 καὶ(2) ἐκ δευτέρου ἀλέκτωρ ἐφώνησε. καὶ ἀνεμνήσθη ὁ Πέτρος τὸ ῥῆμα ὃ(3) εἶπεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι δίς, ἀπαρνήσῃ με τρίς· καὶ ἐπιβαλὼν(4) ἔκλαιε(5).
Μαρκ. 14,72 Και δευτέραν φοράν ο πετεινός λάλησε. Και θυμήθηκε ο Πέτρος τον λόγο, που του είχε πει ο Ιησούς, ότι πριν ο πετεινός λαλήση δύο φορές, θα με απαρνηθής τρεις φορές. Και ήρχισε να κλαίη.
(1) Άρχισε «να καταριέται» (Ζμ). Σημαίνει να επικαλείται θείες τιμωρίες εναντίον του, εάν δεν βεβαίωνε αληθινά, ότι δεν γνώριζε τον Ιησού. (γ).
(2) Αυθεντική γραφή: Και ευθύς εκ δευτέρου= Κατά τη στιγμή ακριβώς της τρίτης άρνησής του, όταν οι όρκοι και οι κατάρες μόλις είχαν βγει από τα χείλη του, άκουσε ο Πέτρος το λάλημα του πετεινού (σ).
(3) Υπάρχει και η γραφή: ως είπεν= όπως του το είπε.
(4) Πολλές προτάθηκαν εξηγήσεις για την ερμηνεία της λέξης: «Κάλυψε το κεφάλι» (Θφ). Ή, αφού έβαλε σε κάτι το μυαλό του (Αριστοτ.)= θυμήθηκε το λόγο του Ιησού (δ)· εξέτασε αυτό που είπε ο Κύριος (g). Ή, πιο πιθανή ερμηνεία «άρχισε με σφοδρότητα» (Θφ)· «επέβαλεν, άρχισε, επιχείρησε» (Σουΐδας).
(5) Πόσο βαριά υπήρξε η παρεκτροπή του Πέτρου. Ήταν Απόστολος και ένας από τους τρεις πρώτους, αν όχι και ο πρώτος μεταξύ τους, αυτόπτης και αυτήκοος και εκείνων των περιστατικών στα οποία οι εννέα άλλοι δεν ήταν με τον Διδάσκαλο. Όσο μεγαλύτερο είναι το αξίωμά μας στην εκκλησία, τόσο μεγαλύτερη είναι και η αμαρτία μας, εάν ζούμε ανάξια σε αυτήν. Επιπλέον ο Διδάσκαλος προειδοποίησε αυτόν για τον κίνδυνο· και εάν έδινε μεγαλύτερη προσοχή στα λόγια του Διδασκάλου και λιγότερη εμπιστοσύνη στον εαυτό του, δεν θα έπεφτε στον πειρασμό. Είχε υποσχεθεί επίσημα στον Διδάσκαλο εκείνη τη νύχτα, ότι δεν θα αρνιόταν αυτόν και ότι θα πέθαινε μαζί του. Και όμως έσπασε την υπόσχεση αυτή. Μόλις προ ολίγου είχε μετάσχει της θείας Ευχαριστίας και δεν πέρασαν παρά κάποιες ώρες για να αρνηθεί τον Λυτρωτή, ο οποίος του είχε δώσει για τροφή και ποτό το Σώμα του και το Αίμα του. Αλλά και ο πειρασμός, όπως είπαμε, σχετικά δεν ήταν δυνατός. Όχι κάποιος δικαστής ή αρχιερέας ή πρεσβύτερος ή αξιωματικός της αρχιερατικής αυλής κατηγόρησε αυτόν ως μαθητή του Ιησού, αλλά μία ή δύο ανόητες υπηρέτριες. Και τέλος ο Πέτρος επανέλαβε τρεις φορές την άρνησή του και μάλιστα με όρκο.
«Ας ντραπούν οι Ναυατιανοί (=αιρετικοί του γ΄αιώνα με αρχηγό τον Ναυάτο), που δεν δέχονται αυτούς που αμάρτησαν μετά το βάπτισμα και την μετάληψη των μυστηρίων. Διότι να ο Πέτρος, και ενώ μετέλαβε το άχραντο σώμα και αίμα και αρνήθηκε, έγινε δεκτός με τη μετάνοια. Διότι τα ελαττώματα των αγίων για αυτό γράφτηκαν, έτσι ώστε και εμείς, αν ποτέ από απροσεξία σφάλλουμε, να μπορούμε να στρέφουμε το βλέμμα μας στα παραδείγματα και με μετάνοια να σπεύδουμε να διορθωθούμε» (Θφ).
Ο Πέτρος έκλαψε, και όπως σημείωσε ο Ματθαίος έκλαψε πικρά. Η λύπη για την αμαρτία πρέπει να είναι μεγάλη και βαθειά. Αυτοί που αμάρτησαν γλυκά, πρέπει να κλάψουν πικρά. Διότι αργά ή γρήγορα η αμαρτία θα γίνει σε αυτούς πικρή. Η βαθειά αυτή θλίψη είναι δείγμα πραγματικής μετάνοιας και ριζικής μεταβολής και αλλαγής σκέψεων και αποφάσεων, που εγγυούνται για το ότι στο μέλλον δεν θα πάθουμε υποτροπή στην αμαρτία.
Ο Πέτρος ο οποίος έκλαψε πικρά διότι αρνήθηκε το Χριστό, όχι μόνο δεν τον αρνήθηκε πλέον ποτέ, αλλά και μετά από λίγες εβδομάδες ανάμεσα στο λαό της Ιερουσαλήμ για τον Ιησού, για τον οποίο μπροστά σε κάποιους λίγους είχε πει Δεν ξέρω τον άνθρωπο, διακήρυξε και είπε: «Ας το γνωρίζει όλος ο οίκος Ισραήλ ότι ο Θεός έκανε αυτόν (τον Ιησού) και κύριο και Χριστό» (Πράξ. β 36). Να το γνώρισμα της αληθινής μετάνοιας: να οδηγηθούμε με τη χάρη στις αντίθετες με την αμαρτία μας αρετές.
Ερμηνεία πατερική & θεολογική των Ευαγγελίων των Παθών
Από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένα στη δημοτική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Έκδοση Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (Άγιος Σώστης)
Σημείωση:
Στη μετάφραση κάποιων χωρίων των Πατέρων της Εκκλησίας χρησιμοποιήσαμε ως βοήθημα και τις Πατερικές Εκδόσεις Ε.Π.Ε. (Εκδοτικός Οίκος Ελευθερίου Μερετάκη «Το Βυζάντιον»)
Η παρούσα εργασία είναι εντελώς ανεξάρτητη των εκδόσεων
«ο Σωτήρ»
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Γ. Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ κβ 1- κβ 71
Υπόμνημα στο κατά Λουκάν, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 590-625 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Θφ = Θεοφύλακτος
Β = Βασίλειος ο Μέγας Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Ε = Ευσέβιος Καισαρείας Σγ = Σεβηριανός
Ζ = Ζιγαβηνός Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Η = Ησύχιος Ω = Ωριγένης
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
F. Godet, Commentaire sur l’ Evangile de S. Luc 1888 (σημειώνεται με το g)
M.J. Lagrange. Evangile selon s. Luc, Deuxieme edition Paris 1921 (σημειώνεται με το L.)
Alf. Plummer. A critical and exegetical commentary on the Gospel according to S. Luc, Fifth edition (1928) (σημειώνεται με το p.)
J.A. Bengel Gnomon of the N.T. Testament translated by A. Fausset. Τόμ. II (σημειώνεται με το b)
.J. Owen, A Commentary on the Gospel of Luc, New York 1864 (σημειώνεται με το ο).
Ν. Δαμαλά Ερμηνεία εις την Κ.Δ. τόμ. Β και Γ. Αθηναι 1892. (σημειώνεται με το δ)
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ
Λουκ. 22,1 Ἤγγιζε(1) δὲ ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων(2) ἡ λεγομένη πάσχα(3).
Λουκ. 22,1 Επλησίαζε δε η εορτή, κατά την οποίαν οι Ισραηλίται επί επτά ημέρας έτρωγαν ψωμί άζυμο και η οποία ελέγετο πάσχα.
(1) Δες Ματθ. κστ 1-5, 14-16 και Μάρκ. ιδ 1-2,10-11 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) «Ήταν άλλη η κυρίως εορτή των αζύμων που ήταν μετά τη γιορτή του Πάσχα… Εορτή των αζύμων όμως λεγόταν και αυτή του Πάσχα, διότι κατά το Πάσχα μαζί με τα κρέατα του αμνού έτρωγαν και άζυμα. Επομένως λοιπόν, επειδή τότε για πρώτη φορά γευόντουσαν και τα άζυμα, για αυτό ονόμαζαν άζυμα και το Πάσχα» (Ζ).
Η φράση εορτή των αζύμων συναντιέται συχνά στους Ο΄ (Εξοδ. κγ 15,Δευτερ. ιστ 16,Β΄ Παραλ. η 13 κλπ), αλλά πουθενά αλλού στην Κ.Δ. δεν βρίσκεται. Κατά ακρίβεια το Πάσχα, που γιορταζόταν στις 14 Νισάν, διακρινόταν από την εορτή των αζύμων, η οποία διαρκούσε από τις 15 μέχρι τις 21 του Νισάν (Λευϊτ. κγ 5,6, Αριθμ. κη 16,17, Β΄ Παραλ. λ 15,21, Α Έσδρα α 10-19).
Ήταν όμως και οι δύο γιορτές τόσο στενά συνδεδεμένες, ώστε γενικώς θεωρούνταν σαν μία γιορτή. Όχι μόνο ο Λουκάς, γράφοντας κυρίως για τους εξ εθνών, ταυτίζει αυτές, αλλά και ο Ματθαίος (κστ 17) και ο Ιώσηπος ξεκάθαρα λέει: «γιορτάζουμε γιορτή για οχτώ ημέρες, η οποία λέγεται των Αζύμων» (Αρχ. ΙΙ,15,1. Δες και ΧΙV, 2,1), αν και αλλού (ο.π. ΙΙΙ 10,5 και ΙΧ 13,3) διακρίνει αυτές (p).
(3) Η λέξη Πάσχα σημαίνει διάβαση. Κατά τον g. υπενθυμίζει τον τρόπο, με τον οποίο σώθηκαν οι Ισραηλίτες, όταν ο Αιώνιος δ ι έ β η (=πέρασε) κοντά στα σπίτια τους, τα οποία είχαν αλειφθεί με το αίμα του αρνίου, χωρίς να χτυπήσει (θανατώσει) τα πρωτότοκα παιδιά τους. Η λέξη αυτή, η οποία αρχικά σήμαινε τον αμνό, αργότερα δήλωνε και το ίδιο το πασχάλιο δείπνο και έπειτα και ολόκληρη την εορτή (g).
Είναι αξιοσημείωτο ότι κατά τον ίδιο μήνα («αρχή μηνών» και «τη δεκάτη ημέρα αυτού του μήνα» Εξοδ. ιβ 1-2), κατά την οποία ο Θεός μέσω του Μωϋσή έβγαλε τους Ισραηλίτες από την Αίγυπτο, παραδίδεται και ο Χριστός στους εχθρούς του, έτσι ώστε το αντίτυπο να ανταποκριθεί με σαφήνεια στον τύπο του που προηγήθηκε. Η απελευθέρωση εκείνη των Ιουδαίων από την Αίγυπτο ήταν τύπος και προεικόνιση της απολύτρωσης ολόκληρου του ανθρώπινου γένους, η οποία θα συντελούνταν από τον Μεσσία, ο οποίος θα ήταν συγχρόνως και ο αμνός του Θεού ο άμωμος, που θυσιάστηκε για απολύτρωση και εξαγορά μας, ώστε να διακηρύττει ο θείος Παύλος «το Πάσχα μας για χάρη μας θυσιάστηκε ο Χριστός».
Λουκ. 22,2 καὶ ἐζήτουν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς τὸ πῶς(1) ἀνέλωσιν(2) αὐτόν· ἐφοβοῦντο(3) γὰρ(4) τὸν λαόν.
Λουκ. 22,2 Και ζητούσαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς, με ποιόν τρόπον να τον φονεύσουν, χωρίς να εκτεθούν• διότι εφοβούντο τον λαό.
(1) «Ζητούσαν μέθοδο, πώς φονεύοντάς τον, δεν θα κινδυνεύσουν» (Θφ). Χείριστη επιδίωξη (b). «Πώς κρυφά ή με καλή αφορμή εννοείται» (Ζ).
(2) Από τις αγαπημένες λέξεις του Λουκά. Εδώ και στο κγ 32, όπως και 18 φορές στις Πράξεις έχει την έννοια του θανατώνω (p).
(3) «Φοβούνταν το λαό να τον σκοτώσουν φανερά ή χωρίς κατάλληλη αφορμή» (Ζ).
(4) Αυτό καθορίζει την αιτία, για την οποία ζητούσαν πρόσφορο τρόπο και κατάλληλη ευκαιρία, να τον φονεύσουν (b).
Λουκ. 22,3 Εἰσῆλθε(1) δὲ ὁ σατανᾶς(2) εἰς Ἰούδαν(3) τὸν ἐπικαλούμενον Ἰσκαριώτην(4), ὄντα ἐκ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν δώδεκα(5),
Λουκ. 22,3 Εμπήκε δε ο σατανάς στον Ιούδα, τον επονομαζόμενον Ισκαριώτην, ο οποίος ήτο ένας από τους δώδεκα Αποστόλους.
(1) «Ο Ιωάννης λέει ότι Μετά το ψωμί, τότε μπήκε σε εκείνον ο σατανάς (Ιω. ιγ 27). Δεν είναι όμως αυτό εναντιολογία. Διότι πρώτα μεν ο σατανάς έκανε απόπειρα και δοκίμασε τον άθλιο· ύστερα όμως επειδή κατάλαβε ότι έχει αποκοπεί, μιας και ήταν αδιόρθωτος, αφού πήρε θάρρος, όρμηξε πάνω του» (Ζ).
Ο Ιωάννης, ο οποίος χαρακτηρίζει τους βαθμούς του εγκλήματος, διακρίνει τη στιγμή, κατά την οποία ο Σατανάς έριξε στην καρδιά του Ιούδα την πρώτη σκέψη του εγκλήματος (Ιω. ιγ 2) και τη στιγμή κατά την οποία μπήκε σε αυτόν μέχρι σημείου ώστε να υποδουλώσει τη θέλησή του (Ιω. ιγ 27) (g). Η εκ μέρους του σατανά κατακυρίευση του Ιούδα είχε δύο κύριες εκδηλώσεις, την πρώτη στην πράξη της συμφωνίας με τους αρχιερείς (Λουκ. κβ 3) και την δεύτερη στην εκτέλεση της συμφωνίας (Ιω. ιγ 27). Και στις δύο αυτές ενέργειες προέβη ο Ιούδας αφού κυριεύτηκε από το σατανά (δ).
(2) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα γράφουν χωρίς άρθρο σατανάς με τη σημασία πονηρότατο πνεύμα όπως ο άρχοντας του σκότους (Μαρκ. γ 23) (δ).
(3) «Όχι όμως ώστε να γίνει δαιμονισμένος αυτός, αλλά ώστε να τον κατακυριεύσει και να τον δουλαγωγεί» (Ζ). Καμία νύξη δεν παρέχεται για το ότι ο Ιούδας έγινε ήδη όμοιος με τους δαιμονισμένους, ώστε να μην είναι πλέον κύριος του εαυτού του και των πράξεών του. Ο Ιούδας άνοιξε την πόρτα στο σατανά, δεν αντιστάθηκε σε αυτόν και ο σατανάς δεν απομακρύνθηκε από αυτόν (p). Η παρέμβαση αυτή του σατανά δεν αποκλείει καθόλου την ελευθερία του Ιούδα (g). Αυτός που προδίδει λοιπόν το Χριστό ή την αλήθειά του βρίσκεται υπό την έμπνευση και επήρεια του σατανά. Και δεν θα απείχε κάποιος από την αλήθεια, εάν βεβαίωνε και για αυτόν, ότι «μπήκε ο σατανάς» σε αυτόν.
(4) «Ισκαριώτη είπε αυτόν, για να τον διακρίνει από τον άλλο Ιούδα» (Ζ).
(5) Λεπτομέρεια που επιβαρύνει την ποταπότητα της προδοσίας του (ο). Πρόσθεσε αυτό «για να δείξει ότι ήταν από την πρώτη ομάδα των μαθητών» (Ζ)· «ήταν από τους στενούς και γνήσιους μαθητές, για να μην έχει κανείς θάρρος στον εαυτό του, αλλά πάντοτε να προσέχει τη δική του ζωή, επειδή έχει φοβερό αντίπαλο» (Θφ).
Έξυπνη και η επόμενη: Ήταν «όχι από τους δώδεκα, αλλά από τον αριθμό· συμπλήρωνε τον αριθμό, δεν είχε αποστολικό αξίωμα» (Τίτος Βοστρών).
Πιο σωστά: από τον αξιομνημόνευτο, τον εξόχως τιμημένο και σεβαστό και διακεκριμένο αριθμό. Δεν είναι λοιπόν αδύνατο να υψωθεί κάποιος από τον ίδιο το Χριστό σε θέση διακεκριμένη, όπως ο Ιούδας, και απροσεχτώντας να γλιστρήσει από εκεί αποστερούμενος των χαρισμάτων, των οποίων αξίωσε αυτόν όχι κάποιος άλλος, αλλά ο ίδιος ο Θεός.
Λουκ. 22,4 καὶ ἀπελθὼν συνελάλησε τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι καὶ στρατηγοῖς(1) τὸ πῶς αὐτὸν παραδῶ αὐτοῖς(2).
Λουκ. 22,4 Και αυτός επήγε και συνεννοήθηκε με τους αρχιερείς και τους γραμματείς και τους στρατηγούς της φρουράς του ναού, πως θα παρέδιδε εις αυτούς ασφαλώς τον Χριστό.
(1) «Τους στρατηγούς που φυλάνε το ιερό» (Ζ). Μόνος ο Λουκάς αναφέρει τους στρατηγούς μεν στο ευαγγέλιο και τον στρατηγό του ιερού στις Πράξεις (δ 1,ε 24,26). Ο Ιώσηπος (Ιουδ. Πολ. VI 5,3) αναφέρει ότι «οι φύλακες του ιερού ανήγγειλαν στον στρατηγό» και γνώριζε ίσως κατώτερους στρατηγούς, αν και δεν ονομάζει αυτούς στον πληθυντικό.
Η Μίσχνα όμως ονομάζει τον επικεφαλής στρατηγό (Segan) και γνωρίζει και τους στρατηγούς (seganim). Ήταν αυτοί αξιωματικοί της αστυνομίας του ναού που βρίσκονταν υπό την διεύθυνση του Προστάτη του ιερού (Β΄ Μακ. γ 4), έχοντας ως έργο να τηρούν την τάξη στο ναό. Όλο το προσωπικό αυτό ήταν στρατολογημένο από τους Λευΐτες (L). Ήταν οι στρατηγοί οι αξιωματικοί κατά κάποιο τρόπο της λευϊτικής φρουράς του ιερού (δ). Οι αξιωματικοί αυτοί έλαβαν γνώση της συμφωνίας, διότι θα έπαιρναν μέρος και στη σύλληψη του Ιησού (p). Η πείρα τους άλλωστε ήταν πολύτιμη για την παρούσα περίπτωση (ο).
(2) Η συνομιλία περιστράφηκε στον καταλληλότερο τρόπο της παράδοσης του Σωτήρα (δ).
Λουκ. 22,5 καὶ ἐχάρησαν(1), καὶ συνέθεντο(2) αὐτῷ ἀργύρια δοῦναι·
Λουκ. 22,5 Και εχάρησαν αυτοί και συνεφώνησαν να του δώσουν χρήματα.
(1) Χάρηκαν σαν για γεγονός, το οποίο επιθυμούσαν και το οποίο ήταν τελείως απροσδόκητο σε αυτούς (b).
(2) Δες Πράξ. κγ 20 και Ιω. θ 22. Εξ’ ολοκλήρου κλασικό. Ο Μάρκος αντί για αυτό γράφει επηγγείλαντο (p).
Λουκ. 22,6 καὶ ἐξωμολόγησε(1), καὶ ἐζήτει εὐκαιρίαν(2) τοῦ παραδοῦναι αὐτὸν αὐτοῖς ἄτερ(3) ὄχλου(4).
Λουκ. 22,6 Και αυτός τους διαβεβαίωσε με όλη του την καρδιά, να τους βοηθήση. Και ζητούσε κατάλληλον ευκαιρίαν να παραδώση εις αυτούς τον Χριστό κρυφά από τον λαό.
(1) «Με την καρδιά του ομολόγησε, με βεβαιότητα υποσχέθηκε» (Ζ)· «αντί να πει έκανε τέλεια ομολογία και συμφωνία» (Θφ). Το αντικείμενο λαμβάνεται από την ακόλουθη φράση= υποσχέθηκε να παραδώσει αυτόν (δ).
(2) «Κατάλληλο καιρό» (Ζ).
(3) Το ἄτερ είναι ποιητικό και σπάνιο στον πεζό λόγο= χωρίς (δ). Λέγεται μοναδική φορά. Συναντιέται και στο Β΄ Μακ. ιβ 15 μόνο (p).
(4) Ή, «χωρίς θόρυβο» (Ζ). Ή, «όταν θα ήταν μόνος» (Θφ)· χωρίς να είναι παρόν και πλήθος λαού (g,δ.). Δύσκολο είναι να καθορίσει κάποιος, από πού γίνεται στη βασιλεία του Θεού μεγαλύτερη βλάβη και αντίδραση· από τους κηρυγμένους φανερά εχθρούς του Χριστού ή από τους ανειλικρινείς φίλους του, οι οποίοι αφού απολαύσουν τα προνόμια της βασιλείας του, αποδεικνύονται στο τέλος κίβδηλοι και τον προδίδουν. Ιούδες υπήρξαν και υπάρχουν πολλοί. Για αυτούς είπε ο θείος ευαγγελιστής Ιωάννης «από εμάς βγήκαν, αλλά δεν ήταν από εμάς».
Αλλά όπως τότε η σοφία του Θεού μετέστρεψε την μέσω του Ιούδα στημένη από τον σατανά παγίδα εναντίον του Κυρίου, σε όλεθρο και συντριβή του ίδιου του σατανά και σε σωτηρία του κόσμου, έτσι και μετέπειτα και πάντοτε οι δοκιμασίες, στις οποίες εισάγεται η εκκλησία από τους προδότες λειτουργούς και τα τέκνα της, μόνο στο να κάνουν αυτήν λαμπρότερη συντελούν.
Λουκ. 22,7 Ἦλθε δὲ ἡ ἡμέρα τῶν ἀζύμων(1), ἐν ᾗ ἔδει(2) θύεσθαι τὸ πάσχα(3),
Λουκ. 22,7 Ήλθε η ημέρα των αζύμων, κατά την οποία έπρεπε να θυσιάσουν δε και να ψήσουν τον πασχάλιον αμνόν
(1) Δες Ματθ. κστ 17. Σύμφωνα με τον από τους Ιουδαίους χρησιμοποιούμενο τρόπο του υπολογισμού των ημερών, η ημέρα κατά την οποία θυσιαζόταν ο αμνός, δηλαδή η 14 Νισάν άρχιζε κατά το νόμο την παραμονή, από τη δύση δηλαδή του ηλίου της 13 Νισάν, και εκτεινόταν μέχρι τη δύση του ηλίου της 14 Νισάν, οπότε μετά τη δύση άρχιζε η 15 Νισάν. Το απόγευμα λοιπόν κατά το οποίο εμείς θα λέγαμε, ότι εξακολουθεί η 13 Νισάν, όπως και η ακόλουθη στο απόγευμα αυτό νύχτα ανήκαν στην 14 Νισάν. Το ρήμα λοιπόν «ήλθε» αναφέρεται όχι στο πρωί της 14 Νισάν, αλλά στο απόγευμα (5-6 μ.μ.) της 13 Νισάν (g).
(2) Το «έπρεπε» αναφέρεται στην ανάγκη και το πρέπον, αυτό που επέβαλλε η διάταξη του νόμου (p).
(3) =να προσφερθεί για θυσία το πασχαλινό αρνί (δ). Η ημέρα, κατά την οποία οι αμνοί σφάζονταν άρχιζε από τη δύση της 13 και τελείωνε κατά τη δύση της 14 Νισάν. Συνήθως όμως σφάζονταν οι αμνοί γύρω στις 2.30-5.30 μ.μ. της 14 Νισάν στην αυλή των ιερέων. Ο επικεφαλής κάθε ομίλου, που συμμετείχε στον αμνό, έσφαζε το ζώο και το αίμα του φυλασσόταν σε κύπελλο από κάποιον ιερέα και χυνόταν δίπλα στο θυσιαστήριο των ολοκαυτωμάτων (p)
Λουκ. 22,8 καὶ ἀπέστειλε Πέτρον καὶ Ἰωάννην(1) εἰπών· πορευθέντες ἑτοιμάσατε(2) ἡμῖν τὸ πάσχα ἵνα φάγωμεν.
Λουκ. 22,8 Και έστειλε ο Ιησούς τον Πέτρον και τον Ιωάννη και τους είπε• πηγαίνετε και ετοιμάσατέ μας το Πάσχα, δια να φάγωμεν.
(1) Μόνος ο Λουκάς αναφέρει ονομαστικά αυτούς που στάλθηκαν. Η μελετώμενη από τον Ιούδα προδοσία ίσως συντέλεσε, ώστε ο Κύριος να διαλέξει τους δύο αυτούς μεταξύ των πλέον εμπίστων του αποστόλων (p).
(2) Εννοεί την προετοιμασία του δωματίου και όλων όσων αναφέρονται στο πασχάλιο δείπνο (ο).
Λουκ. 22,9 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ποῦ(1) θέλεις ἑτοιμάσωμεν(2);
Λουκ. 22,9 Αυτοί δε του είπαν• πού θέλεις να ετοιμάσωμεν;
(1) Πού= σε ποιο σπίτι και κατάλυμα, όπως λέει παρακάτω (δ). «Διότι ούτε αυτός είχε δικό του σπίτι, ούτε όμως αυτοί, αφού ήδη τα αρνήθηκαν όλα» (Ζ).
(2) Ο Strauss αναγνωρίζει, ότι λόγω της κατά το Πάσχα συρροής προσκυνητών και από τη διασπορά ήταν φύσει αδύνατον να βρει κάποιος το πρωί της πρώτης των αζύμων (14 Νισάν) τόπο για εορτασμό κατά την εσπέρα του Πάσχα. Φρόντιζαν λοιπόν για την εξεύρεση τόπου τουλάχιστον μία ημέρα πριν. Γι αυτό και ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς σε απόσπασμά του για το Πάσχα που διασώθηκε στο Πασχάλιο χρονικό δίνει στην 13 Νισάν το όνομα Προετοιμασία. Έπεται λοιπόν από αυτό, ότι το ερώτημα αυτό των μαθητών έγινε στον Ιησού μάλλον κατά το απόγευμα της 13 Νισάν παρά κατά το πρωί της 14 Νισάν (g).
Λουκ. 22,10 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἰδοὺ εἰσελθόντων ὑμῶν εἰς τὴν πόλιν συναντήσει ὑμῖν ἄνθρωπος(1) κεράμιον ὕδατος βαστάζων(2)· ἀκολουθήσατε αὐτῷ εἰς τὴν οἰκίαν οὗ εἰσπορεύεται,
Λουκ. 22,10 Ο δε Ιησούς τους είπε• ιδού καθώς θα εισέλθετε εις την πόλιν, θα σας συναντήση ένας άνθρωπος, που θα βαστάζη μια πήλινη στάμνα νερό• ακολουθήστε τον στο σπίτι, που θα μπει.
(1) «Δεν τους είπε πηγαίνετε στον τάδε, τυχόν, αλλά τους έδωσε ως σημάδι έναν άνθρωπο που απλώς ήταν φορτωμένος με ένα πήλινο δοχείο. Τι θα πούμε λοιπόν για αυτό; Ήδη ο προδότης είχε υποσχεθεί στους Ιουδαίους ότι θα τον παραδώσει. Για να μην μάθει λοιπόν τον άνθρωπο και τρέξει και το αναφέρει σε εκείνους που τον πλήρωσαν, δίνει σημάδι» (Κ), «για να μην μάθει το όνομα ο Ιούδας και φανερώσει το σπίτι στους Φαρισαίους και έλθουν και τον συλλάβουν, πριν ακόμη φτάσει το δείπνο, πριν ακόμη παραδώσει τα πνευματικά του μυστήρια» (Θφ).
(2) Λιγότερο πιθανή ερμηνεία: Μεταξύ του σημαδιού αυτού και των ιουδαϊκών συνηθειών, υπάρχει ίσως κάποια αξιοσημείωτη σχέση. Το απόγευμα ακριβώς της 13 Νισάν, πριν ακόμη φανούν τα αστέρια, ο κάθε οικοδεσπότης κατά τη συνήθεια έπρεπε να μεταβεί στην πηγή και να αντλήσει νερό καθαρό, προορισμένο για την κατασκευή των αζύμων. Αποτελούσε αυτό πραγματική θρησκευτική τελετή, την οποία τελούσαν απαγγέλλοντας τη φράση: Εδώ είναι το νερό των αζύμων. Μετά από αυτό άναβαν λυχνάρι και κατά την νύχτα που ακολουθούσε ερευνούσαν το σπίτι προσεχτικά, για να εξαφανίσουν και το ελάχιστο ίχνος ένζυμου άρτου (g).
Πιο σωστά: Είναι προφανές, ότι ο άνθρωπος που βαστάζει τη στάμνα του σπιτιού, δεν είναι ο οικοδεσπότης αλλά κάποιος υπηρέτης. Η μεταφορά νερού ήταν ειδικό έργο των δούλων ή των γυναικών (Δευτερ. κθ 10,Ιησ. Ν. θ 21-27,Γεν. κδ 11,Ιω. δ 7). Ο οικοδεσπότης εδώ βρίσκεται στην οικία. Δες σ. 10,11. Συνεπώς η γνώμη ότι πρόκειται για το νερό των αζύμων, παρουσιάζεται αβάσιμη (p).
Λουκ. 22,11 καὶ ἐρεῖτε τῷ οἰκοδεσπότῃ τῆς οἰκίας(1)· λέγει σοι ὁ διδάσκαλος, ποῦ ἐστι τὸ κατάλυμα(2) ὅπου τὸ πάσχα(3) μετὰ τῶν μαθητῶν μου φάγω;
Λουκ. 22,11 Και θα πείτε στον οικοδεσπότη του σπιτιού• σε ερωτά ο διδάσκαλος, που είναι το κατάλυμα, όπου μαζί με τους μαθητάς μου θα φάγω το Πασχα;
(1) Βεβαίως ο Ιησούς γνώριζε τον οικοδεσπότη αυτόν. Διότι αλλιώς οι φράσεις ο Διδάσκαλος, μαζί με τους μαθητές μου, θα ήταν ακατανόητες σε αυτόν (g). Και είχε ίσως προσυνεννοηθεί ο Κύριος μαζί του, ότι θα τελούσε σε αυτόν το Πάσχα. Η πρόγνωση όμως των λεπτομερειών αυτών, («θα βαστάει στάμνα με νερό» κλπ.) οι οποίες έγιναν σε στιγμή που δεν μπορούσε να προβλεφθεί φυσικά, είναι προφανώς υπερφυσική. Δες Μάρκ. ιδ 13.
(2) Κατάλυμα είναι ο τόπος της ξενοδόχησης, όπως λέει ο Ευστάθιος. Δες Λουκ. β 7. Έτσι αποκαλεί την αίθουσα όπου θα δειπνούσε με τους μαθητές (δ).
(3) Ο χρόνος της σφαγής του πασχάλιου αμνού δεν είχε φτάσει. Και εφόσον ο Ιησούς και οι μαθητές του είχαν αποκηρυχτεί ως αποσυνάγωγοι στην Ιερουσαλήμ, δεν είναι πιθανόν, ότι οι ιερείς θα βοηθούσαν τους μαθητές στην τήρηση του τυπικού αυτής της σφαγής. Επιπλέον δύσκολα θα επαρκούσε ο χρόνος και για τη σφαγή και για το ψήσιμο του αμνού. Με το τελευταίο αυτό δείπνο εγκαινιαζόταν νέα τάξη πραγμάτων μάλλον παρά συμπληρωνόταν η παλαιά. Και η σημασία του θα τονιζόταν και θα εξυψωνόταν, εάν το κεντρικό σύμβολο του παλαιού Πάσχα (ο πασχάλιος αμνός) έλειπε ολοτελώς από το δείπνο, όταν Εκείνος, τον οποίο συμβόλιζε ο αμνός αυτός συνιστούσε την ανάμνηση της θυσίας εκείνης, την οποία το παλαιό αυτό σύμβολο προεικόνιζε. Από τους στίχους 15-19 φαίνεται, ότι το Πάσχα και το ρήμα φάγω του στίχου αυτού αναφέρονται στον άρτο και τον οίνο της θείας ευχαριστίας (p).
Λουκ. 22,12 κἀκεῖνος ὑμῖν δείξει ἀνώγαιον(1) μέγα ἐστρωμένον(2)· ἐκεῖ ἑτοιμάσατε.
Λουκ. 22,12 Και εκείνος θα σας δείξει ένα μεγάλο ανώγειον τακτοποιημένον και με στρωμένα τα ανάκλιντρα γύρω από το τραπέζι του φαγητού. Εκεί να ετοιμάσετε.
(1) Υπάρχει και η γραφή ανάγαιον που προήλθε μάλλον από λάθος του αντιγραφέα. Διότι το ανάγαιον βρίσκεται μόνο στον Ησύχιο αναφερόμενο («ανάγαιον ανά την γην» δηλαδή χτισμένο πάνω στη γη). Η λέξη αυτή δεν είναι της κοινής διαλέκτου, στην οποία μόνο το ανώγαιον και το κατώγαιον περισώθηκε, που δηλώνουν το πάνω και κάτω πάτωμα, όπως η δική μας λέξη ισόγειο (δ).
(2) Ο οικοδεσπότης θα σας δείξει θάλαμο μεγάλο στο πάνω πάτωμα, στρωμένο, δηλαδή ο οποίος έχει τα κρεβάτια καλυμμένα με στρώματα, στα οποία ξαπλωμένοι έτρωγαν (δ).
Λουκ. 22,13 ἀπελθόντες δὲ εὗρον καθὼς εἴρηκεν αὐτοῖς(1), καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα(2).
Λουκ. 22,13 Επήγαν δε οι δύο μαθηταί, ευρήκαν όπως τους είχε πει ο Κύριος και ετοίμασαν τα του πάσχα.
(1) Ακριβώς όπως τους τα είχε πει από πριν. Οι ευαγγελιστές υπονοούν, ότι η πρόγνωση του Ιησού εδώ ήταν υπερφυσική και δεν οφειλόταν σε κάποιο προκαθορισμό και τακτοποίηση από πριν (p).
(2) Δες Ματθ. κστ 19. Ετοίμασαν μάλλον το δωμάτιο και τα σχετικά με το δείπνο εκείνου του απογεύματος, κατά το οποίο παραδόθηκε το μυστήριο του αληθινού Πάσχα. Όπως ήδη ειπώθηκε, δεν υπήρχε χρόνος για σφαγή και προετοιμασία του πασχαλινού αμνού.
Λουκ. 22,14 Καὶ(1) ὅτε ἐγένετο ἡ ὥρα, ἀνέπεσε(2), καὶ οἱ δώδεκα ἀπόστολοι σὺν αὐτῷ(3).
Λουκ. 22,14 Και όταν ήλθε η ώρα εξηπλώθη και μαζί με αυτόν οι δώδεκα απόστολοι.
(1) Δες Ματθ. κστ 20-29 και Μάρκ. ιδ 17-25 και τις εκεί σημειώσεις.
(2) Η συνήθεια τού να τρώνε το Πάσχα όρθιοι (Εξ. ιβ 11) είχε προ πολλού εγκαταλειφθεί. Αρχικά εισήχθη να τρώνε το Πάσχα καθισμένοι, και μετέπειτα και ξαπλωμένοι. Η από τους ραβίνους εξήγηση που δινόταν για την μεταβολή αυτή ήταν η εξής: Είναι συνήθεια των δούλων να τρώνε όρθιοι. Και τώρα τρώνε ξαπλωμένοι, για να γίνεται κατανοητό, ότι βγήκαν αυτοί από τη δουλεία στην ελευθερία. Επίσης και η συνήθεια του να προμηθεύονται τον πασχαλινό αμνό από πολλές ημέρες πριν το Πάσχα είχε καταργηθεί (p).
(3) Και οι 12 μαζί του μη εξαιρουμένου του Ιούδα. Διότι είναι δυνατόν εκείνοι, που έχουν το σατανά στην καρδιά και είναι γεμάτοι από κάθε κακία, να εξακολουθούν να κατέχουν θρησκευτικό αξίωμα και να επιτελούν τις εξωτερικές διακονίες που αυτό επιβάλλει. Και εφόσον η κακία τους παραμένει κρυμμένη στην καρδιά τους και δεν ξεσπά σκανδαλωδώς και προς τα έξω, ώστε να επιφέρει την έκπτωσή τους, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί σε αυτούς τα εξωτερικά τους προνόμια και δικαιώματα που απορρέουν από το αξίωμά τους. Γι αυτό αν και ο Ιούδας έγινε ήδη ένοχος της προδοτικής συμφωνίας, επειδή όμως δεν ήταν δημόσια γνωστή η ένοχη αυτή πράξη του, ο Κύριος δέχεται αυτόν να παρακαθίσει με τους υπόλοιπους συμμαθητές στον μυστικό δείπνο.
Λουκ. 22,15 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς. ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα(1) τοῦτο τὸ πάσχα(2) φαγεῖν μεθ᾿ ὑμῶν(3) πρὸ τοῦ με παθεῖν(4)·
Λουκ. 22,15 Και είπε προς αυτούς• πάρα πολύ επεθύμησα προτού να σταυρωθώ, να φάγω μαζί σας τούτο το πάσχα.
(1) Εβραϊκή σύνταξη συνηθισμένη στους Ο΄. Αυτή η έκφραση αποτελεί διπλασιασμό της ιδέας του ρήματος (g) =πολύ επιθύμησα (δ). Ο συνδυασμός του «επιθυμία επεθύμισα» με το «πριν να πάθω» είναι αξιοσημείωτος. Η γνώση του φρικτού πάθους δεν εξουδετέρωσε την ένταση της επιθυμίας (p). Υπάρχει στα λόγια αυτά του Κυρίου ανάμικτο συναίσθημα χαράς με λύπη (g).
«Σαν να έλεγε αυτό· Αυτό είναι το τελευταίο μου δείπνο μαζί σας… διότι δεν θα ξαναφάω άλλοτε μαζί σας· όπως ακριβώς και αυτοί που πρόκειται να αποδημήσουν κάνουν τους τελευταίους χαιρετισμούς στους δικούς τους και γνήσιους γλυκύτερα και ποθεινότερα. Αλλά και για άλλο λόγο επιθύμησα αυτό το Πάσχα να φάω μαζί σας, διότι σε αυτό πρόκειται να παραδώσω σε εσάς τα μεγάλα μυστήρια, αυτά της Καινής Διαθήκης» (Θφ).
«Επιθυμία επιθύμησα, λέει, αυτό το Πάσχα να φάω· δηλαδή να παραδώσω σε σας τα καινούργια πράγματα και να δώσω Πάσχα κατά το οποίο πρόκειται να σας κάνω πνευματικούς» (Χ).
Το μυστήριο της θείας ευχαριστίας, το οποίο επρόκειτο να παραδώσει σε αυτούς, θα ήταν από τότε και μέχρι τη συντέλεια ο δεσμός, με τον οποίο οι ακόλουθοί του θα συνδέονταν και με αυτόν και μεταξύ τους και θα αποτελούσε περισσότερο από κάθε άλλον θεσμό την αισθητή ανάμνηση του θανάτου, τον οποίο από αγάπη αναδέχτηκε για την ανθρωπότητα. Δεν ήταν λοιπόν φυσικό η περίπτωση αυτή να προσελκύει το ενδιαφέρον του Κυρίου και να διεγείρει στην πλήρη αγάπης καρδιά του τον πόθο αυτόν για τον οποίο μιλά ο παρών στίχος; (ο).
Επιθυμούσε να μεταδώσει σε μας τις χάρες που προήλθαν από το πάθος του. Επιθυμούσε να δώσει σε μας τον εαυτό του ως πνευματική μας τροφή. Επιθυμούσε να δείξει σε μας την αγάπη του.
(2) Αυτό το Πάσχα, δηλαδή το της Κ.Δ. και όχι εκείνο της Π.Δ., το οποίο και μαζί τους δύο φορές ήδη προηγουμένως έφαγε (δ). Κάποιοι από τους καθολικούς στην προσπάθεια να υποστηρίξουν ότι ο Ιησούς έφαγε και το εβραϊκό Πάσχα, ισχυρίστηκαν, ότι στο δείπνο αυτό έλειπε μεν ο αμνός, έγινε όμως χρήση αζύμων· και στηρίχτηκαν σε κάποια μαρτυρία της Μίσχνας (Pesachim 10), κατά την οποία μόνο τα άζυμα ήταν απαραίτητα για τέλεση του Πάσχα, εφόσον λόγω της μεγάλης συρροής προσκυνητών στα Ιεροσόλυμα μπορούσε να παρουσιαστεί έλλειψη επαρκούς αριθμού αμνών ή και κατσικιών (g).
Αλλά εφόσον βρισκόμαστε στο απόγευμα της 13 Νισάν, κατά το οποίο έπρεπε να εξαφανίζεται κάθε υπόλειμμα ένζυμου άρτου και δεν είχαν ακόμη προετοιμαστεί τα άζυμα, πώς έγινε χρήση αζύμων;
(3) Ό,τι άρχισε τότε να γίνεται στο στρωμένο ανώγαιο εξακολουθεί να συνεχίζεται ανά τους αιώνες. Στον ουρανό και στη γη η ίδια πράξη τελεσιουργείται ακόμη, διότι μία είναι η ιερωσύνη και μία η θυσία. Η ανά την οικουμένη εκκλησία είναι το απέραντο και σε όλη τη γη εκτεινόμενο ανώγαιο. Σε όλες τις χώρες, κάτω από όλους τους ουρανούς, στα όρη και τις πεδιάδες, στις ερήμους και στις πόλεις, όπου μαζεύονται οι Χριστιανοί για λατρεία, εκεί είναι και το ανώγαιο και η πασχάλια τράπεζα και ο Κύριος το αληθινό Πάσχα, θύτης συγχρόνως και θύμα.
(4) «Δηλώνει με αυτό ότι με τη θέλησή του πάσχει. Διότι μπορούσε οπωσδήποτε, εφόσον ήξερε ότι πρόκειται να πάθει, να αποχωρήσει κρυφά, όπως ακριβώς έκανε και σε προηγούμενους καιρούς» (Θφ).
Προτού να πάθω. Μην ξεχνάμε, ότι το καινούργιο Πάσχα, το οποίο παρέδωσε ο Κύριος σε αυτόν τον μυστικό δείπνο, αποτελεί έξοχο και μοναδικό εφόδιο και προετοιμασία για τις δοκιμασίες και τα παθήματα και τον ίδιο το θάνατο.
Λουκ. 22,16 λέγω γὰρ(1) ὑμῖν ὅτι οὐκέτι οὐ μὴ φάγω ἐξ αὐτοῦ ἕως ὅτου πληρωθῇ(2) ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ(3).
Λουκ. 22,16 Σας λέγω δε τούτο, ότι αυτό είναι το τελευταίον μου πάσχα και δεν θα φάγω πλέον μαζί σας από αυτό, μέχρι ότου τούτο ολοκληρωθή εις την βασιλείαν του Θεού.
(1) Επιθύμησε ζωηρά να φάει το Πάσχα αυτό, διότι το Πάσχα αυτό είναι το τελευταίο του Πάσχα, κατά το οποίο θα λάμβανε την ευκαιρία να συστήσει το μυστήριο (L).
(2) =να γίνει πλήρες (δ).
(3) Ή, εννοεί την μέσω του μυστηρίου ένωση με την πάνω στη γη βασιλεία του Θεού, δηλαδή με την εκκλησία. Δηλαδή το Πάσχα το οποίο θα γίνει πλήρες και του οποίου ο Χριστός θα μετάσχει είναι η θεία ευχαριστία, στην οποία ενώνεται με τους πιστούς στην πάνω στη γη βασιλεία του Θεού, στην εκκλησία (p) και η οποία είναι αληθινά το δείπνο, το οποίο αντικαθιστά τον τύπο του ιουδαϊκού Πάσχα με θεία πραγματικότητα (L).
«Διότι γίνεται πλήρες το Πάσχα σε μας που τιμούμε την ανώτερη από το νόμο διάβαση, το Πάσχα το αληθινό· και τους ενωμένους με το Χριστό δεν τους αγιάζει ένας αμνός από αγέλη· αλλά μάλλον αυτός ο ίδιος κατά τρόπο άγιο ιερουργείται με την μυστική ευλογία, κατά την οποία ευλογούμαστε και ζωοποιούμαστε. Διότι έγινε σε εμάς άρτος ζωντανός που κατέβηκε από τον ουρανό και έδωσε ζωή στον κόσμο» (Σχ).
Ή, πιο σωστά, ο Κύριος θέλει να μιλήσει για δείπνο νέο, το οποίο θα γίνει μετά τη συντέλεια (g), όταν η ένωση με τον Σωτήρα θα γίνει καθαρά πνευματική και ανάλογη με την τότε κατάσταση των αγίων (δ).
«Κάποιοι λοιπόν ως βασιλεία του Θεού δέχτηκαν την μέλλουσα κατάσταση· και θα πίνει ο Κύριος στο μέλλον μαζί μας την αποκάλυψη των μυστηρίων του» (Θφ).
Έτσι και ο θεολόγος Γρηγόριος «στο λόγο του για το Πάσχα λέει· το δόσιμο του καινούργιου ποτηρίου είναι η αποκάλυψη των θείων νοημάτων που μας υποσχέθηκε στη μελλοντική και προσδοκώμενη βασιλεία των ουρανών, όταν καταργούνται μεν τα κάτοπτρα και τα αινίγματα και φανερώνεται η πρόσωπο με πρόσωπο θέα, όπως λέει ο απόστολος» (Σευήρος).
Λουκ. 22,17 καὶ δεξάμενος(1) τὸ ποτήριον(2) εὐχαριστήσας εἶπε· λάβετε τοῦτο καὶ διαμερίσατε ἑαυτοῖς(3)·
Λουκ. 22,17 Και αφού έλαβε από τους μαθητάς το ποτήριον με τον οίνον, ευχαρίστησε τον Θεόν και το έδωκε εις αυτούς και τους είπε• λάβετε τούτο και μοιράσατέ το μεταξύ σας.
(1) Δόθηκε σε αυτόν και το δέχτηκε όταν του προσφέρθηκε. Αντιτίθεται με το του στίχου 19 «αφού πήρε τον άρτο… ομοίως και το ποτήριο» (p).
(2) Τι ποτήριο είναι αυτό; Αυτοί που δέχονται, ότι ο Ιησούς τέλεσε το εβραϊκό Πάσχα, δέχονται αυτό ως το πρώτο ή το δεύτερο πασχαλινό ποτήριο (p). Κατά το τυπικό της τέλεσης του ιουδαϊκού Πάσχα κατά την πρώτη φάση του ο πατέρας του σπιτιού κυκλοφορούσε μεταξύ των μελών του ποτήριο γεμάτο κρασί (σύμφωνα με άλλους καθένας είχε το ποτήρι του) με την επίκληση αυτή «Να είσαι ευλογημένος, Κύριε και Θεέ μας, βασιλιά του κόσμου, που δημιούργησες τον καρπό του αμπελιού». Μετά έτρωγαν τις πικρίδες (είδος σαλάτας), οι οποίες υπενθύμιζαν τα δεινά της δουλείας στην Αίγυπτο και ακολουθούσε η από το Εξόδου ιβ αφήγηση της συστάσεως του Πάσχα και της απελευθέρωσης της Αιγύπτου και αφού ψάλλονταν οι ριβ και ριγ Ψαλμοί κυκλοφορούσε το δεύτερο ποτήριο (g). Δεν μπορούμε παρόλ’ αυτά να είμαστε βέβαιοι για το ποιο ήταν ακριβώς το τυπικό της τέλεσης του ιουδ. Πάσχα κατά τις ημέρες του Κυρίου και επιπλέον μέχρι ποιού σημείου ο Κύριος τήρησε το τυπικό αυτό κατά τη νέα αυτή και εκτάκτως υψηλή τελετουργία (p).
Από αυτούς που δεν δέχονται ότι ο Κύριος τέλεσε το ιουδ. Πάσχα εκφράστηκαν διάφορες γνώμες.
Ελάχιστα πιθανή η εκδοχή, ότι το ποτήριο αυτό είναι το ίδιο το ποτήριο της θείας ευχαριστίας, που αναφέρεται στο στίχο 20. Και ο μεν δ. υποστηρίζει ότι ο Κύριος παίρνοντας το ποτήριο αυτό, το οποίο του πρόσφεραν οι μαθητές μετέλαβε και είπε στους μαθητές «πάρτε και διαμοιράστε το», αλλά τώρα μεν αμέσως το άφησε κάτω, και αφού οι μαθητές κοινώνησαν του καθαγιασμένου άρτου, τότε σύμφωνα με αυτά που λέγονται στο στίχο 20 έδωσε αυτό σε αυτούς για να μετάσχουν σε αυτό. Τελείως απίθανη εκδοχή.
Ο p. αναφερόμενος και στα Α΄ Κορ. ι 16,21, όπου ο θείος Παύλος μνημονεύει δύο φορές το ποτήριο πρώτο και μετά τον άρτο (αν και στην αφήγησή του για τη σύσταση του μυστηρίου στο Α΄Κορ. ια 33 ακολουθεί τη συνηθισμένη σειρά), επιπλέον επίσης και στο βιβλίο της Διδαχής όπου το ποτήριο μπαίνει πρώτο (κεφ. θ 2) προσκλίνει στη γνώμη, που και άλλοι υποστήριξαν, ότι το ποτήριο αυτό είναι το ποτήριο της θείας Ευχαριστίας και ότι ο στίχος 20 όπου γίνεται πάλι λόγος για το ποτήριο, δεν είναι αυθεντικός αλλά αποτελεί παρεμβολή από την αφήγηση του Παύλου. Αλλά οι από τους κώδικες μαρτυρίες για την αυθεντικότητα αυτού του στίχου και της συνδεδεμένης με αυτόν φράσης του προηγούμενου στίχου: «Το οποίο δίνεται για σας, αυτό να κάνετε για τη δική μου ανάμνηση», είναι τόσο γενικές και σαφείς και ισχυρές, ώστε και ο Tischendorf και ο Soden και ο Souter και άλλοι δέχτηκαν αδίστακτα αυτόν ως αυθεντικό.
Πιθανότερη και σωστότερη παρουσιάζεται η εκδοχή, κατά την οποία ο Κύριος τέλεσε όχι το ιουδαϊκό Πάσχα, αλλά άλλο από τα ιερά δείπνα που επανειλημμένα κατά τη διάρκεια του έτους συνηθίζονταν από τους Ιουδαίους. Τέτοια ήταν τα δείπνα των σαββάτων και των αγίων ημερών, πριν από τα οποία κυκλοφορούσε το λεγόμενο Kiddush-ποτήριο. Και το ποτήριο αυτό ευλογούμενο δινόταν από χέρι σε χέρι σε όλους που ήταν στο τραπέζι πριν το κόψιμο του ψωμιού στην αρχή του φαγητού. Εκτός από τα δείπνα αυτά ήταν τα λεγόμενα chaburah δείπνα= φιλικά δείπνα, κατά τα οποία πριν το κυρίως δείπνο προσφέρονταν ορεκτικά ευλογούμενα και εάν προσφερόταν μαζί με αυτά και κρασί, ευλογούνταν και αυτός από τον καθένα από τους συμμετέχοντες στο τραπέζι (δες Dix, The shape of the Liturgy σελ. 51,54,88). Σύμφωνα με αυτά το ποτήριο αυτό είναι ή το Kiddush ή αυτό που συνηθιζόταν στην αρχή των ιερών φιλικών δείπνων.
(3) Το διαμοιράστε ακολουθούμενο από το «ἑαυτοῖς» εκφράζει πολύ ισχυρότερα το γεγονός της μεταξύ τους διανομής. Η διανομή θα γινόταν με το να πιει ο καθένας και να δώσει στη συνέχεια στον επόμενο παρά με το να χύνεται από το κοινό ποτήριο στο ποτήρι του καθενός (p).
Λουκ. 22,18 λέγω γὰρ(1) ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ πίω(2) ἀπὸ τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου(3) ἕως ὅτου ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔλθῃ(4).
Λουκ. 22,18 Διότι σας λέγω, ότι δεν θα ξαναπιώ από το προϊόν αυτό της αμπέλου, έως ότου έλθη η χαρμόσυνος βασιλεία του Θεού.
(1) Το γαρ σημαίνει: Διότι είναι η τελευταία φορά που πίνουμε μαζί το ίδιο ποτήριο.
(2) Υπάρχει και η γραφή «ου μη πίω από του νυν» ή «από του νυν ου μη πίω». Εκ πρώτης όψεως θα φαινόταν, ότι ο Κύριος δεν ήπιε από ο ποτήριο. Κατά την επικρατούσα όμως ιουδαϊκή συνήθεια θα ήταν πρωτοφανές και παράδοξο το προϊστάμενο του δείπνου πρόσωπο να μην μετάσχει. Και το «από τώρα» άλλωστε εξηγείται καλύτερα υπό την προϋπόθεση, ότι ο Κύριος, αφού ήπιε, είπε αυτό.=Ήπια τώρα. Αλλά από τη στιγμή αυτή και στο εξής δεν θα πιω πλέον (p).
(3) Κάποιοι θεωρούν τη φράση ότι αναφέρεται στην ιουδαϊκή ευλογία του πρώτου πασχάλιου ποτηρίου. Είναι όμως τελείως αβέβαιο, εάν η γνωστή σε μας ευλογία, ήταν σε χρήση και κατά την εποχή του Σωτήρα (p). Ολόκληρος ο στίχος αυτός στους άλλους συνοπτικούς μπαίνει μετά τη σύσταση της Ευχαριστίας. Είναι δυνατόν οι λόγοι σε αυτόν να επαναλήφθηκαν από τον Σωτήρα. Παρόλ’ αυτά πιθανότερο φαίνεται να λέχθηκαν μετά τη σύσταση της θείας Ευχαριστίας, οπότε ο Λουκάς βάζει αυτούς εδώ προληπτικά, όπως πράττει συνήθως όταν συνδέει σύμφωνα με τη συγγένεια των ιδεών λόγους του Κυρίου που δεν ειπώθηκαν με τη σειρά που αυτός παρουσιάζει (ο).
(4) Οι λέξεις αυτές είναι εκείνες, από τις οποίες ο Παύλος άντλησε το δικό του υπόμνημα στο Α΄ Κορ. ια 26: «μέχρις ότου έλθει» (g). Μετά το ιουδαϊκό Πάσχα είναι η θεία ευχαριστία, της οποίας εκείνο ήταν τύπος και αυτή η πραγματικότητα. Μετά την Ευχαριστία υπάρχει το καινούργιο κρασί της θείας ευφροσύνης στην ουράνια βασιλεία (L).
Λουκ. 22,19 καὶ λαβὼν ἄρτον εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· τοῦτό(1) ἐστι(2) τὸ σῶμά μου τὸ ὑπὲρ ὑμῶν(3) διδόμενον(4)· τοῦτο(5) ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν(6).
Λουκ. 22,19 Και αφού επήρε εις τα χέρια του άρτον, ευχαρίστησε τον Θεόν, έκοψεν εις τεμάχια τον άρτον, έδωκεν εις αυτούς και είπεν• “αυτό, που σας δίδω τώρα, είναι αυτό τούτο το σώμα μου, το οποίον μετ' ολίγον παραδίδεται θυσία. Τούτο να πράττετε πάντοτε, δια να φέρετε ζωηρά εις την μνήμην σας την θυσίαν, την οποίαν εγώ προσφέρω.
(1) Το «αυτό» δεν είναι δυνατόν να σημαίνει την πράξη του κοψίματος και φαγώματος του άρτου, ούτε κάτι άλλο παρά μόνο «ο άρτος αυτός» (p).
(2) Για τη σημασία του «εστί» δες το στίχο 20, όπου το ποτήριο ταυτίζεται με την Κ.Δ., όπως και το «ειμί» το οποίο λέει ο Κύριος στο Ιω. η 12,θ 5,ιδ 6,ιε 1,5 (p).
(3) Όπως στην Π.Δ. ένα μέρος από το ίδιο θύμα (αρνί) προσφερόταν στο Θεό, ενώ το υπόλοιπο μέρος τρωγόταν από τους Ισραηλίτες, έτσι το ένα εκείνο σώμα, το οποίο ο Ιησούς πρόσφερε στον Πατέρα, λαμβάνεται από τους Χριστιανούς στο άγιο Δείπνο (b).
«Όταν λοιπόν λέει «το οποίο δίνεται για χάρη σας» να το εννοήσεις αντί για το «για χάρη της δικής σας φύσης των ανθρώπων». Το μεν παλαιό λοιπόν Πάσχα τελούνταν για την απαλλαγή της δουλείας στην Αίγυπτο… το καινούργιο όμως Πάσχα τελείται για άφεση αμαρτιών» (Θφ).
(4) Δηλαδή παραδίνεται σε θάνατο μετά από λίγο (δ).
(5) Το οποίο εγώ ήδη έπραξα, δηλαδή το να παίρνετε άρτο, να ευχαριστείτε, να τον κόβετε και να μετέχετε σε αυτόν.
(6) Συνεχώς να πράττετε αυτό για να θυμάστε και σεις και όλοι οι άλλοι μετά από εσάς την απολύτρωση την οποία πέτυχα με το θάνατό μου. Η ευχαριστία πρόκειται να είναι συνεχής ανάμνηση εκείνου, ο οποίος ελευθέρωσε τους ανθρώπους από τη δουλεία της αμαρτίας, όπως και το Πάσχα ήταν ετήσια ανάμνηση της ελευθέρωσης από τη δουλεία της Αιγύπτου (Εξόδ. ιβ 24-27,ιγ 8,14) (p). Η ευγνώμων ανάμνηση του προσώπου του Ιησού, να το συναίσθημα το οποίο πρέπει να κυριαρχεί σε μας κατά την πράξη αυτή (g).
«Ο αρχιερέας μας είναι εκείνος ο οποίος πρόσφερε τη θυσία που μας καθαρίζει. Εκείνη προσφέρουμε και τώρα, η οποία προσφέρθηκε τότε, αυτήν που δεν χάνεται ποτέ. Αυτό γίνεται για ανάμνηση αυτού που έγινε τότε. Διότι αυτό, λέει, να κάνετε στη δική μου ανάμνηση. Δεν τελούμε άλλη θυσία όπως ο αρχιερέας τότε, αλλά την ίδια πάντα· ή μάλλον επιτελούμε ανάμνηση θυσίας» (Χ).
Λουκ. 22,20 ὡσαύτως(1) καὶ τὸ ποτήριον(2) μετὰ τὸ δειπνῆσαι(3) λέγων· τοῦτο τὸ ποτήριον(4) ἡ καινὴ διαθήκη ἐν τῷ αἵματί μου(5), τὸ ὑπὲρ ὑμῶν(6) ἐκχυνόμενον(7).
Λουκ. 22,20 Επίσης όταν ετελείωσε το δείπνον επήρε το ποτήριον και είπε• “αυτό που περιέχεται μέσα στο ποτήριον δεν είναι πλέον οίνος. Είναι η Καινή Διαθήκη, που επικυρώνεται με το αίμα μου, το οποίον εντός ολίγου θα χυθή δια την σωτηρίαν σας.
(1) Το ωσαύτως δηλώνει, ότι έλαβε το ποτήριο, ευχαρίστησε και έδωσε αυτό σε αυτούς, όπως έγινε και για τον άρτο (p).
(2) Με άρθρο. Είτε διότι το ποτήριο αναφέρθηκε ήδη στο στίχο 17, είτε μάλλον διότι σημαίνεται το γνωστό ποτήριο, το οποίο κάθε Χριστιανός γνώριζε, ότι ήταν μέρος της Ευχαριστίας που συστάθηκε από τον Κύριο. Δες Α΄Κορ. ια 25 (g).
(3) Συναντιέται μόνο εδώ και στο Α΄Κορ. ια 25, όχι όμως και στους Ματθαίο και Μάρκο. Δείχνεται με αυτό ότι μετά το κόψιμο και την μετάδοση του άρτου, εξακολούθησαν για κάποιο χρόνο να τρώνε, μετά από το οποίο η μετάληψη του τιμίου αίματος επήλθε σαν η επισφράγιση και συμπλήρωση του όλου δείπνου (δ).
(4) Λέει αυτό που περιέχει αντί για το περιεχόμενο.
(5) Από το υποκείμενο διαθήκη θα συμπεράνουμε την μετοχή διατιθεμένη= η Κ.Δ. που συνάπτεται με το αίμα μου (g). Η διαθήκη που επικυρώνεται με το αίμα του (Τερτυλλιανού Adv. Marc. IV 40). Η επικύρωση συνθήκης συνοδευόταν συνήθως με χύσιμο αίματος. Και ό,τι είχε γραφτεί με αίμα, θεωρούνταν ανεξάλειπτο (p). Η νέα διαθήκη μεταξύ Θεού και ανθρώπων θεμελιώνεται στο χύσιμο του αίματος του Κυρίου (g). Η νέα διαθήκη είναι στο χυνόμενο αίμα του Ιησού (L).
(6) Το ὑμῶν (=για εσάς) και εδώ και στο στίχο 19 σημαίνει τους αποστόλους ως αντιπροσώπους όλων των πιστών (p). «Η φράση «το οποίο χύνεται για σας» συνδέεται με το ποτήριο· και το ποτήριο είναι το αίμα του» (Ζ).
(7) Το οποίο μετά από λίγο θα χυθεί στο σταυρό. «Και αυτός λοιπόν ήπιε από αυτό. Διότι για να μην πουν, ακούγοντας αυτά: Τι λοιπόν; Αίμα πίνουμε και σάρκα τρώμε; Και θορυβηθούν τότε… για να μην ταραχτούν λοιπόν και τότε, πρώτος αυτός έκανε αυτό εισάγοντάς τους ατάραχα στην κοινωνία των μυστηρίων» (Χ), αν και οι λόγοι στο στίχο 18 φαίνονται μάλλον να αποκλείουν, ότι ο Κύριος ήπιε από το ποτήριο, όπως δεν δηλώνεται, ότι έφαγε και από τον καθαγιασμένο άρτο.
«Μην αμφιβάλλεις ότι αυτό είναι αλήθεια, τη στιγμή που ο ίδιος ξεκάθαρα λέει, Αυτό είναι το σώμα μου και Αυτό είναι το αίμα μου. Αλλά δέξου μάλλον με πίστη τον λόγο του Σωτήρα· διότι εφόσον αυτός είναι η αλήθεια, δεν ψεύδεται. Για να μην περιέλθουμε δηλαδή σε πλήρη νάρκωση βλέποντας πάνω στις άγιες τράπεζες των εκκλησιών να είναι μπροστά μας σάρκα και αίμα, ερχόμενος ο Θεός βοηθός στις δικές μας αδυναμίες, βάζει μέσα σε αυτά δύναμη ζωής και τα μεταβάλλει σε ενέργεια της δικής του σάρκας» (Κ).
Λουκ. 22,21 πλὴν(1) ἰδοὺ(2) ἡ χεὶρ(3) τοῦ παραδιδόντος με μετ᾿ ἐμοῦ ἐπὶ τῆς τραπέζης.
Λουκ. 22,21 Αλλ' ιδού το χέρι εκείνου, που με παραδίδει στους σταυρωτάς μου, είναι μαζί μου εις την τράπεζαν αυτήν.
(1) Το «πλην» εδώ δηλώνει μετάβαση· γενίκευση ή αλλαγή θέματος. Από τη σημασία του θανάτου του μεταβαίνει στον τρόπο, με τον οποίο θα πεθάνει (p). Ή, με αυτό δηλώνεται ξεκάθαρα, ότι ο Ιούδας αποτελούσε εξαίρεση στον κύκλο αυτόν των μαθητών και φίλων (g). Ο Λουκάς μετά την αφήγηση του μυστικού δείπνου αναφέρει πρωθύστερα τα σχετικά με τον Ιούδα (δ). Σύμφωνα με τον Λουκά λοιπόν ο Ιούδας παρέμεινε στην τέλεση του θείου Δείπνου και μετείχε σε αυτό και από τα δύο είδη. Οι αφηγήσεις όμως του Ματθαίου και του Μάρκου δεν οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα (g).
(2) Χαρακτηριστικό της έκπληξης, η οποία θα προκαλούνταν στους μαθητές από την απροσδόκητη αυτή αποκάλυψη (g).
(3) Λέγεται εδώ το μέρος αντί για το όλο· το χέρι αντί για τον προδότη, διότι το χέρι παραδίδει (L). Ή, η φράση το χέρι… στο τραπέζι, έχει την ίδια σημασία με τη φράση του Ματθαίου «αυτός που βουτά μαζί μου στο πιάτο το χέρι» και σημαίνει απλώς: είναι ομοτράπεζός μου (g).
Λουκ. 22,22 καὶ(1) ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου πορεύεται κατὰ τὸ ὡρισμένον(2)· πλὴν(3) οὐαὶ(4) τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ(5) δι᾿ οὗ παραδίδοται.
Λουκ. 22,22 Και ο μεν υιός του ανθρώπου προχωρεί τον δρόμον του, όπως ο ουράνιος Πατήρ ώρισε. Αλλά αλίμονο στον άνθρωπο εκείνον, δια του οποίου ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται στους σταυρωτάς.
(1) Ο στίχος είναι σχεδόν κατά λέξη ο ίδιος όπως στους Ματθαίο και Μάρκο. Υπάρχει και η γραφή «ότι ο υιός μεν»=Το ότι είναι αιτιολογικό και εξηγεί πώς τέτοιο καταπληκτικό γεγονός πρόκειται να λάβει χώρα (p).
(2) Και ο θάνατος του Χριστού, αλλά και το ότι θα συνοδευτεί με προδοσία αποτελούν μέρος της θείας βουλής (p). Είναι αυτό αποφασισμένο από το Θεό (g). Σύμφωνα με πρόγνωση και απόφαση του Θεού ο Κύριος παραδόθηκε σε θάνατο, αλλιώς ούτε ο Ιούδας δεν θα μπορούσε να παραδώσει αυτόν ούτε οι άρχοντες του Ισραήλ θα μπορούσαν με οποιονδήποτε τρόπο να θίξουν αυτόν. Ο Κύριος δεν σύρθηκε βίαια στο μαρτύριο, αλλά παραδόθηκε εκούσια και πρόθυμα σε αυτό. Αποκαλύπτεται εδώ η μεγάλη αλήθεια, ότι και η κακία των ανθρώπων που εκδηλώθηκε με την πιο απαίσια μορφή της στη διάπραξη της σταύρωσης του Κυρίου, απέβη εις δόξαν του Θεού, αφού έφερε σε πέρας την βουλή του, ώστε ο γιος του Ιησούς Χριστός να πεθάνει για τη σωτηρία του κόσμου. Η σοφία του Θεού γνωρίζει να κατευθύνει την πανουργία των ανθρώπων κατά το θέλημά του.
(3) Καθαρά αντιθετικό. Αντίθεση μεταξύ του υιού του ανθρώπου και του προδότη (L).
(4) Αν και ο Θεός γνωρίζει πριν από όλους τους αιώνες, ότι ο Ιούδας θα είναι ο προδότης του Ιησού, αυτό δεν αναιρεί την ελευθερία ή την ευθύνη του προδότη (p), διότι ο δυστυχής αυτός χρησιμοποιεί την ελευθερία του για να προδώσει τον διδάσκαλο (g).
«Έχει οριστεί μεν το να πάθει, αλλά εσύ γιατί βρέθηκες κακός, ώστε να είσαι έτοιμος για προδοσία; Για αυτό λοιπόν σού έχει φυλαχτεί ως κληρονομιά το «αλλοίμονο», διότι βρέθηκες κατάλληλος για προδοσία» (Θφ).
«Διότι ο μεν (Χριστός) έδωσε τον εαυτό του για χάρη μας σύμφωνα με την ευδοκία του Θεού Πατέρα, για να μας σώσει από κάθε κακό· αυτός όμως επειδή παρέδωσε τον σωτήρα των όλων Χριστό και λυτρωτή στα χέρια των φονιάδων θα κληρονομήσει την τιμωρία που πρέπει στο διάβολο» (Κ).
Ούτε η υπομονή και ανεξικακία που δείχνουν οι μάρτυρες στο μαρτύριο ούτε το θέλημα του Θεού που προόρισε τα παθήματά τους μπορούν να αποτελέσουν δικαιολογία για εκείνους, οι οποίοι έλαβαν μέρος στα βασανιστήριά τους ή τους καταδίωξαν. Αν και ο Θεός είχε προαποφασίσει την προδοσία του Χριστού και ο Χριστός πρόθυμα υπέστη αυτήν, η αμαρτία και η ενοχή του Ιούδα δεν μειώθηκε από αυτό. Ενήργησε και αυτός και αυτοί με τους οποίους συνεργάστηκε ως ελεύθερα άτομα. Σχεδίασαν, συμβουλεύτηκαν μεταξύ τους ανταλλάσοντας μεταξύ τους γνώμες, κατέληξαν σε αποφάσεις, και χρησιμοποίησαν μέσα για εκτέλεσή τους και γενικά ενήργησαν ακριβώς, όπως πράττουν οι άνθρωποι σε όλες τις ενέργειες της ζωής τους, ελεύθερα και αβίαστα.
(5) Το «εκείνον» σημειώνει τον Ιούδα ως ξένο πλέον από τον κύκλο των δώδεκα. Δες Ιω. ιγ 26,27,30 (p).
Λουκ. 22,23 καὶ αὐτοὶ ἤρξαντο συζητεῖν πρὸς ἑαυτοὺς τὸ τίς ἄρα εἴη(1) ἐξ αὐτῶν(2) ὁ τοῦτο μέλλων πράσσειν(3).
Λουκ. 22,23 Και αυτοί ήρχισαν να συζητούν μεταξύ των, ποίος τάχα από αυτούς θα ήτο εκείνος, που έμελλε να διαπράξη αυτό το έγκλημα.
(1) Η ευκτική πτώση σε πλάγια ερώτηση είναι χαρακτηριστική του Λουκά στην Κ.Δ. (L).
(2) Φαίνεται ότι κανείς δεν υποπτεύθηκε τον Ιούδα. Ίσως όμως και ο Κύριος μάλλον ψιθύρισε το «Εσύ το είπες», ώστε να ακούστηκε από μόνον τον Ιούδα. Πιθανώς επίσης καθόταν αυτός κοντά στον Ιησού κατέχοντας την μία πλευρά δίπλα του, ενώ ο Ιωάννης κατείχε την άλλη (p).
Δείχνει επιπλέον αυτό την κρυψίνοια του Ιούδα, ο οποίος πέτυχε πλήρως να κρύψει μέχρι την τελευταία στιγμή όχι μόνο το απαίσιο σχέδιο της προδοσίας, αλλά και τον όλο του χαρακτήρα μέχρι σημείου ώστε κανείς από τους μαθητές να μην εκφράσει υπόνοια τώρα για αυτόν (ο).
(3) «Ο Ματθαίος μεν και ο Μάρκος λένε ότι αυτοί απόρησαν για αυτό πριν τη διανομή του άρτου και του ποτηρίου. Ο Λουκάς όμως μετά την διανομή. Είναι φανερό λοιπόν, ότι αυτό έγινε και πριν και μετά» (Ζ).
Ή, αυτού του είδους το πρωθύστερο προτιμήθηκε από τον Λουκά, επειδή μετά τη σύσταση του μυστηρίου τοποθετεί σειρά λόγων του Κυρίου (από το στίχο αυτόν μέχρι και τον στίχο 38) και δεν θέλησε από αυτούς να αφαιρέσει και τους σχετικά με τον Ιούδα λόγους του Κυρίου (L).
Λουκ. 22,24 Ἐγένετο(1) δὲ καὶ(2) φιλονεικία ἐν αὐτοῖς(3), τὸ τίς αὐτῶν δοκεῖ(4) εἶναι μείζων(5).
Λουκ. 22,24 Έγινε όμως και φιλονεικία μεταξύ των περί του ποίος από αυτούς εθεωρείτο πρώτος.
(1) «Και άλλοτε πολυασχολήθηκαν οι μαθητές για τέτοιο πράγμα» (Ζ). Δες Ματθ. ιη 1-5, Μάρκ. θ 33-37,Λουκ. θ 46-48, όπως και Ματθ. κ 24-28 και Μάρκ. ι 41-45. Από τους νεώτερους ερμηνευτές κάποιοι ταυτίζουν τα εδώ λόγια του Κυρίου με αυτά που ειπώθηκαν στους Ματθαίο και Μάρκο εξ’ αφορμής της αίτησης των πρωτείων από τους υιούς Ζεβεδαίου (L).
Ο Ιησούς ήταν δυνατόν λόγια τέτοιας σημασίας να τα επανέλαβε περισσότερες από μία φορές (p). Η σύγκριση των λόγων του Κυρίου στους στίχους 26, 27 με την αφήγηση του Ιωάννη για το πλύσιμο των ποδιών των μαθητών του Κυρίου και των λόγων του Κυρίου με αφορμή αυτό (Ιω. ιγ 12-20) δεν αφήνει αμφιβολία για τη σχέση της έριδας αυτής που αναφέρει ο Λουκάς με το πλύσιμο των ποδιών των αποστόλων (g).
(2) Τα μόρια «δε και» συνδέουν την ακόλουθη συζήτηση με την προηγούμενη (στίχος 23), όχι όμως χρονολογικά (g). Το «δ ε» δείχνει, ότι η συζήτηση για την οποία θα γίνει λόγος, υπήρξε διαφορετικού χαρακτήρα από την προηγούμενη, έγινε όμως και αυτή στο δείπνο (όπως υποδηλώνεται με το «και»). Είναι ελάχιστα πιθανόν, ότι αυτή έγινε μετά το πλύσιμο των ποδιών και την παράδοση της ευχαριστίας. Πιθανότερο φαίνεται, ότι έγινε στην αρχή του δείπνου και το πλύσιμο των ποδιών υπήρξε συμβολικός έλεγχος και διδασκαλία εποπτική κατά της φιλονεικίας αυτής (p).
(3) Με ποια αφορμή έγινε αυτή; Ελάχιστα πιθανώς διότι «επειδή πληροφορήθηκαν ήδη για το τέλος του διδασκάλου, ζήτησαν Ποιος από αυτούς θεωρείται ότι είναι μεγαλύτερος, για να γίνει διδάσκαλος των άλλων» (Ζ). Λιγότερο πιθανή η: «επειδή είναι εύλογο να έλεγαν μεταξύ τους ότι Εσύ πρόκειται να τον προδώσεις και πάλι εκείνος αυτό, ότι Εσύ· από αυτό οδηγήθηκαν στο να λένε· Εγώ είμαι καλύτερος και Εγώ είμαι μεγαλύτερος, και τα παρόμοια» (Θφ).
Αρκετά πιθανή ερμηνεία, η φιλονεικία προήλθε ίσως από το ερώτημα ποιος θα έπαιρνε την τιμητική θέση κοντά στον Διδάσκαλο κατά το επίσημο και ιερό αυτό δείπνο (g.p.).
(4) Ποιος είναι κατά τη γνώμη και απόφαση όλων (b). Ή, ποιος σύμφωνα με την αξία του πρέπει να θεωρείται (L).
(5) Το συγκριτικό υπονοεί δύο τα συγκρινόμενα, τον μεγαλύτερο και υπεροχότερο και όλους του υπόλοιπους που είναι σε ίση μοίρα (p)= αυτός που έχει τα πρωτεία μεταξύ τους (δ).
Λουκ. 22,25 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς(1)· οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν κυριεύουσιν αὐτῶν(2), καὶ οἱ ἐξουσιάζοντες αὐτῶν εὐεργέται καλοῦνται(3)·
Λουκ. 22,25 Ο δε Κύριος τους είπε• “οι βασιλείς των εθνών κυριαρχούν επάνω εις τα έθνη με την δύναμιν και την βίαν. Και αυτοί, που έχουν εξουσίαν επάνω εις τα έθνη και ταλαιπωρούν τα έθνη, ανακηρύσσονται από τους κόλακας, κατ' ανάγκην δε και από τον λαόν, ευεργέται.
(1) «Καταπραΰνει την ταραχή τους με δύο παραδείγματα, ένα μεν αυτό των εθνικών, τους οποίους αποστρέφονταν, δείχνοντας ότι με αυτούς θα μοιάσουν, αν τέτοια φρονούν· και το άλλο παράδειγμα ο εαυτός του. Διότι μέσω του εαυτού του τούς οδηγεί σε ταπεινοφροσύνη, δείχνοντας τον εαυτό του να τους διακονεί» (Θφ).
(2) Η εξουσία στα έθνη περιγράφεται όπως στο Μάρκο (ι 42). Δες τις εκεί σημειώσεις. Οι βασιλιάδες των εθνικών παρουσιάζονται ως κύριοι και αξιώνουν τις τιμές των κυρίων (L).
(3) Το ρήμα πρέπει να το πάρουμε ως μέσο μάλλον παρά ως παθητικό=Οι βασιλιάδες παίρνουν τον τίτλο αυτόν ή αξιώνουν από τους άλλους να τους τον δώσουν και προσφερόμενο τον δέχονται. Στους ελληνιστικούς χρόνους παρέχονταν αφειδώς στους ηγεμόνες οι τίτλοι του Σωτήρα, του Ευεργέτη στη Συρία και την Αίγυπτο τόσο στα νομίσματα όσο και στις επιγραφές (L).
Αποκαλούν οι ίδιοι τους εαυτούς τους ευεργέτες, αλλά και αυτοί που τους κολακεύουν έτσι ονομάζουν αυτούς. Και ενώ διαφημίζονται ως ευεργέτες στην πραγματικότητα και αλήθεια υπηρετούν τα συμφέροντά τους και ασχολούνται με το να ευεργετήσουν το βαλάντιό τους και το άτομό τους, όχι όμως και τη χώρα τους. Παρόλ’ αυτά ούτως ή άλλως με την οικειοποίηση του τίτλου ευεργέτης μαρτυρούν, ότι η άσκηση εξουσίας στους άλλους πρέπει να αποσκοπεί στην ευεργεσία τους.
Λουκ. 22,26 ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως(1), ἀλλ᾿ ὁ μείζων ἐν ὑμῖν γινέσθω(2) ὡς ὁ νεώτερος(3), καὶ ὁ ἡγούμενος(4) ὡς ὁ διακονῶν(5).
Λουκ. 22,26 Σεις όμως δεν πρέπει να κάνετε όπως εκείνοι, αλλά ο μεγαλύτερος μεταξύ σας ας γίνει όπως ο νεώτερος, ο οποίος αφού είναι νεώτερος έχει την υποχρέωση να υπηρετή τους άλλους. Και ο ανώτερος μεταξύ σας, ας υπηρετή σαν δούλος τους άλλους.
(1) Στη φυσική ανθρώπινη κοινωνία ο Ιησούς αντιτάσσει τον τύπο κάποιας νέας κοινωνίας, στον κόλπο της οποίας ο μόνος τίτλος μεγαλείου θα είναι οι πλουσιοπάροχες υπηρεσίες προς τους άλλους (g). Η χρησιμοποίηση των αναφερθέντων τίτλων σε τέτοιους τυραννικούς ηγεμόνες κάνει αυτούς ακατάλληλους να χρησιμοποιούνται και από τους ακόλουθους του Χριστού. Αυτοί οφείλουν να μιμούνται τον διδάσκαλό τους ο οποίος δεν ζήτησε καμία από τις επίγειες διακρίσεις, αλλά ήταν τη στιγμή εκείνη ανάμεσά τους σαν ο διάκονος (ο).
Το να πράττει κάποιος το αγαθό στους άλλους είναι πολύ περισσότερο τιμητικό παρά το να φαίνεται μεγάλος. Και αυτό και μόνο αποτελεί την ασφαλή οδό, για να γίνει κάποιος μέγας. Και αυτό οφείλουν οι μαθητές του Κυρίου να πιστεύουν και να φρονούν, ότι η μεγίστη τους τιμή θα είναι να πράττουν οτιδήποτε αγαθό μπορούν στον κόσμο. Και θα γίνονταν πράγματι ευεργέτες του κόσμου, διότι εν μέσω κινδύνων και διωγμών θα έφερναν σε αυτόν το ευαγγέλιο. Θα έφερναν στην ανθρωπότητα ασύγκριτα μεγαλύτερες ευλογίες και ευεργεσίες από όσο οι βασιλιάδες, οι οποίοι αποκαλούνταν ευεργέτες και οι οποίοι κυριαρχούσαν στα έθνη. Το να πράττεις το αγαθό! Ποιός δεν μπορεί να γίνει ευεργετικός στον πλησίον;
Εάν η ανάβαση σε ηγεμονικό και βασιλικό θρόνο είναι προνόμιο λίγων, το να ευεργετεί κανείς και με την ευεργεσία να γίνεται μέγας, είναι προνόμιο όλων.
(2) Ας αποδεικνύει τον εαυτό του ότι είναι. Δες ι 36,ιβ 40,ιστ 11,ιθ 17 (p).
(3) «Νεώτερο λέει τον τελευταίο» (Ζ), αυτόν που λόγω της ηλικίας οφείλει α υπηρετεί τους άλλους (δ). Είναι παράλληλο με το «διακονώ» διότι στους Ιουδαίους οι ταπεινότερες και κοπιαστικότερες εργασίες δίνονταν στα νεώτερα μέλη της σύναξης. Δες Πράξ. ε 6,10 (g).
(4) Στην Κ.Δ. το ηγούμαι σημαίνει είμαι αρχηγός· πάντοτε σε μετοχή ενεστώτα και συχνότατα στο Λουκά. Χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε αρχηγό, εκκλησιαστικό ή πολιτικό. Δες Πράξ. ζ 10,ιδ 12,ιε 22,Ματθ. β 6,Εβρ. ιγ 7,17,24. Στους Ο΄ συναντιέται συχνά (p).
(5) Η ιδέα που εκφράζεται στο στίχο είναι: Το πραγματικό μεγαλείο συνίσταται στη σπουδή και προθυμία με την οποία διαθέτει κάποιος τον εαυτό του στην υπηρεσία των άλλων.
Λουκ. 22,27 τίς γὰρ(1) μείζων, ὁ ἀνακείμενος ἢ ὁ διακονῶν(2); οὐχὶ ὁ ἀνακείμενος; ἐγὼ δε(3) εἰμι ἐν μέσῳ ὑμῶν ὡς ὁ διακονῶν(4).
Λουκ. 22,27 Διότι ποίος είναι ανώτερος; Εκείνος που κάθεται στο τραπέζι και τρώγει η εκείνος που όρθιος τον υπηρετεί; Δεν είναι ανώτερος αυτός που κάθεται στο τραπέζι; Ασφαλώς. Και όμως εγώ ο διδάσκαλος και ο Κύριός σας, είμαι μεταξύ σας ως υπηρέτης.
(1) Αποδεικνύει αυτό που είπε προηγουμένως με το ίδιο του το παράδειγμα (b). «Δίνει σε αυτούς υπόδειγμα του λόγου τον εαυτό του» (Ζ).
(2) Ποιος είναι μεγαλύτερος αυτός που ξαπλώνει στο δείπνο και μετέχει στο τραπέζι ή αυτός που υπηρετεί; (δ).
(3) Ο σύνδεσμος «δε» είναι αντιθετικός=Και όμως εγώ.
(4) «Αφού αυτός έκρινε αυτούς ως μεγαλύτερους μιας και κάθονταν στο τραπέζι, ο ίδιος διακόνησε, θεωρώντας ως έσχατο τον εαυτό του, όταν έπλυνε τα πόδια τους» (Ζ).
«Αυτός που υπηρετείται από κάθε κτίση λογική και αγία, αυτός που είναι σύνθρονος και συμβασιλεύει με το Θεό και Πατέρα, παίρνοντας τη θέση υπηρέτη, έπλυνε τα πόδια των μαθητών» (Κ).
Η ίδια έννοια με αυτήν του Ματθ. κ 27 και Μάρκ. ι 45 μερικότερα εκφράζεται εδώ στο δείπνο και με αφορμή το πλύσιμο των ποδιών των μαθητών (δ). Βεβαίως αυτό δεν λέγεται άσχετα και με τον όλο βίο του Κυρίου, ο οποίος υπήρξε βίος αυτού που διακονούσε τους μαθητές του και όλους τους ανθρώπους.
Λουκ. 22,28 ὑμεῖς δε(1) ἐστε οἱ διαμεμενηκότες(2) μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τοῖς πειρασμοῖς(3) μου·
Λουκ. 22,28 Σεις, οι μαθηταί μου, είσθε εκείνοι που εμείνατε μαζί μου όλο το διάστημα των δοκιμασιών μου και των διωγμών, και δεν εκλονισθήκατε εις την πίστιν.
(1) Πώς συνδέεται με τα προηγούμενα; Ή, «όπως ακριβώς για αυτόν που τον παρέδωσε φύλαξε το «ουαί (αλλοίμονο)», έτσι για αυτούς μιλά αντίθετα, ότι Εσείς όμως είστε αυτοί που μείνατε μαζί μου στους πειρασμούς μου· για αυτό και σας υπόσχομαι αμοιβές» (Θφ).
Ίσως τονίζοντας ο Κύριος τη λέξη «εσείς» σκέφτεται τον Ιούδα, ο οποίος δεν παρέμεινε μαζί του (g). Ή, πιθανότερα, αφού τους μάλωσε, διότι έθεσαν μεταξύ τους ζήτημα πρωτείων, δείχνει τώρα σε αυτούς και πού συνίστανται τα προνόμια, τα κοινά σε όλους, μη δίνοντας ως προς αυτό σε κανέναν κάποια προτίμηση. Τα προνόμιά τους συνίστανται στο ότι παραμένουν σταθερά στο πλευρό του, την ώρα που διακονεί και υπηρετεί τους άλλους (p). Αφού τους μάλωσε για την αδυναμία που εκδήλωσαν, τώρα ενθαρρύνει αυτούς με την υπόσχεση της αληθινής και αιώνιας δόξας στη βασιλεία του Πατέρα. Φροντίζει ώστε να μην αποθαρρυνθούν από την απαγόρευσή του να επιδιώκουν επίγειες τιμές και αξιώματα (ο).
(2) Η πρόθεση «δια» και ο παρακείμενος εκφράζει την ιδέα της επίμονης και σταθερής και διαρκούσας ακόμη παραμονής κοντά του=Εσείς έχετε επίμονα παραμείνει μαζί μου και εξακολουθείτε να παραμένετε. Δες α 22,Εβρ. α 11,Β Πέτρ. γ 4 (p).
Οι μαθητές του παρέμειναν πλησίον του σε όλες τις θλίψεις του και συμμετείχαν και αυτοί σε αυτές. Μικρή ήταν η βοήθεια, την οποία οι μαθητές μπορούσαν να παράσχουν σε αυτόν. Οπωσδήποτε όμως δέχτηκε αυτήν με χαρά, παρόλο που το ότι παρέμεναν κοντά του ήταν και αυτό δωρεά της χάρης του. Και η ευμένεια αυτή του Ιησού παρουσιάζεται ζωηρότερα, όταν λάβει κάποιος υπόψη τις τόσες πλάνες, παρανοήσεις, αδυναμίες, λησμοσύνες των μαθητών, για τις οποίες ο Κύριος επανειλημμένα τους είχε ελέγξει. Αλλά ο διδάσκαλος τώρα παραβλέπει και ξεχνά όλα αυτά, και το μόνο, το οποίο θυμάται, είναι, ότι αυτοί έμειναν μαζί του στους πειρασμούς του.
(3) Πειρασμούς εδώ ονομάζει τις στερήσεις του, τις εναντίον του συκοφαντίες, τις ενέδρες, την απόρριψή του εκ μέρους του λαού και των αρχόντων του (g), τις δοκιμασίες του σε όλο το διάστημα της δημόσιας δράσης του και ιδιαίτερα κατά τον τελευταίο αυτό χρόνο της (p). Η όλη λοιπόν ζωή του Κυρίου ήταν πλήρης πειρασμών και διαμέσου αυτών μπήκε στη δόξα. Και αυτός είναι και ο κλήρος όλων των πιστών (b).
Διακηρύττει εδώ ο Κύριος ότι αντιμετώπισε πολλούς πειρασμούς. Η ζωή του ήταν πλήρης από πειρασμούς· από τον χρόνο, κατά τον οποίο ο σατανάς πείραξε αυτόν πάρα πολύ έντονα στην έρημο μέχρι τη στιγμή κατά την οποία διεξήγαγε τον τελικό αγώνα με τον άρχοντα του σκότους πάνω στο σταυρό (δες Ιω. ιδ 30) ο Μεσσίας πολεμήθηκε από το διάβολο και τα όργανά του. Η φράση στο Λουκά δ 13 «ο διάβολος απομακρύνθηκε από αυτόν μέχρι τον κατάλληλο καιρό» δεν δηλώνει, ότι ο σατανάς στο μεταξύ αποσύρθηκε τελείως, αλλά ότι απομακρύνθηκε από τέτοιους βίαιους και σκληρούς πειρασμούς, όπως ήταν αυτοί στην έρημο (ο).
Λουκ. 22,29 κἀγὼ(1) διατίθεμαι(2) ὑμῖν(3) καθὼς(4) διέθετό μοι ὁ πατήρ(5) μου βασιλείαν(6),
Λουκ. 22,29 Και εγώ, δια να ανταμείψω την αφοσίωσιν σας, σας υπόσχομαι βασιλεία, όπως και ο Πατήρ ώρισε και έδωσε εις εμέ βασιλεία και αξίωμα βασιλέως.
(1) Για ανταμοιβή της πιστής εμμονής σας και εγώ (b). Αυτά πράξατε εσείς για μένα. Με συντροφεύσατε στους αγώνες μου. Και εγώ λοιπόν θα κάνω εσάς συντρόφους μου στη δόξα μου (g). Δες Αποκ. γ 10: «Επειδή φύλαξες τον λόγο της υπομονής μου, και εγώ θα σε φυλάξω από την ώρα του πειρασμού που πρόκειται να έλθει σε όλη την οικουμένη» .
(2) «Αντί να πει υπόσχομαι» (Ζ). Το διατίθεμαι λέγεται συνήθως για δόσιμο με διαθήκη εξ’ αιτίας θανάτου. Όπως π.χ. την βασιλεία εις την Αλεξάνδρα διέθετο (Ιωσήπου Αρχ. ΧΙΙ 16,1). Εδώ όμως δεν μπορεί το ρήμα να σχετιστεί με τη διαθήκη (σ. 20), αφού το διέθετο που ακολουθεί δεν μπορεί να λεχθεί για διαθήκη του Πατέρα (L).
(3) Το αντικείμενο του διατίθεμαι είναι κοινό με το διέθετο που ακολουθεί. Υπόσχομαι «βασιλεία ουράνια, με τις ελπίδες της οποίας τους δυναμώνει περισσότερο ώστε να έχουν γενναιοψυχία και υπομονή» (Ζ). Όχι κάποια ανεξάρτητη από τη δική του, αλλά αυτήν την ίδια τη δική του βασιλεία, της οποίας οι μαθητές θα αποβούν συμμέτοχοι και κοινωνοί (ο). Λιγότερο πιθανώς υπόσχομαι σε σας, να τρώτε και να πίνετε στο τραπέζι μου (δ).
(4) Δεν πρέπει να πάρουμε το «καθώς» με την έννοια της πλήρους ομοιότητας, αλλά μάλλον με την έννοια του εφ’ όσον· από τη στιγμή, κατά την οποία· μια και έχω εγώ την βασιλεία και δύναμη να ενεργώ… (L).
(5) «Δηλαδή ξεχώρισε για μένα βασιλεία» (Θφ).
(6) Το άναρθρο της λέξης, μάς οδηγεί να θεωρήσουμε αυτήν με την έννοια της εξουσίας της βασιλικής και όχι του βασιλείου (g). Δες Αποκ. ιζ 12. Η βασιλεία με κάθε έννοια της λέξης ανήκει στον υιό, συμβασιλεύουν όμως με αυτόν ως αδελφοί και φίλοι και οι πιστοί (δ). Η βασιλική λοιπόν εξουσία την οποία θα έχουν οι πιστοί, θα είναι κάποια πληρεξουσιότητα που παρέχεται σε αυτούς από το Χριστό (g). Σε κάθε βασιλεία προϋποτίθεται ότι αυτοί που μετέχουν σε αυτήν περνούν τρόπο ζωής ηγεμονικό και λαμπρό με διατροφή πλούσια, και έχουν και βασιλική δύναμη που ασκείται από αυτούς. Και τα δύο υπόσχεται ο Κύριος στη συνέχεια στους μαθητές του (b).
Λουκ. 22,30 ἵνα ἐσθίητε(1) καὶ πίνητε ἐπὶ τῆς τραπέζης μου(2) ἐν τῇ βασιλείᾳ μου, καὶ καθίσεσθε(3) ἐπὶ θρόνων κρίνοντες(4) τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ.
Λουκ. 22,30 Και μία απολαυή αυτής της υποσχέσεώς μου είναι να τρώγετε και να πίνετε επί της τραπέζης μου εις την βασιλείαν μου. Και το επίσης σπουδαίον, θα καθίσετε επάνω εις θρόνους, δια να δικάζετε τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ.
(1) «Άρα και μετά την ανάσταση των νεκρών… θα χρειαστούμε πάλι φαγητά και τραπέζι; Καθόλου. Αλλά από τα δικά μας πράγματα υποδηλώνει τα πνευματικά» (Κ).
«Αυτό ειπώθηκε από μεταφορά από αυτούς που τιμώνται από τους βασιλιάδες το κόσμου. Διότι αυτοί που δειπνούν μαζί με τους βασιλείς θεωρούνται ότι είναι πρώτοι από όλους» (Θφ).
«Υπάρχουν όμως και κάποιοι, που δέχονται βέβαια τιμές από εκείνους που έχουν εξουσία, αλλά όμως δεν κάθονται και σε κοινό τραπέζι. Ότι λοιπόν θα απολαμβάνουν τις πρώτες τιμές δίπλα σε αυτόν, το δείχνει με παράδειγμα από τα δικά μας» (Κ).
Θα έχουν πλήρη ικανοποίηση των ψυχών τους με τη θέα και απόλαυση του Θεού. Και από αυτό θα έχουν, σαν σε δείπνο, την άριστη συντροφιά και κοινωνία με τελειότητα αγάπης. Διαφορετική γραφή «ίνα έσθητε».
(2) Οι Ιουδαίοι γενικώς θεωρούσαν την Μεσσιακή βασιλεία ως συμπόσιο. Δες Λουκ. ιγ 29,ιδ 15 (p).
«Τραπέζι μεν θα μπορούσαν να είναι τα αιώνια και απόρρητα αγαθά, που είναι ετοιμασμένα για αυτούς που αγαπούν το Θεό· ενώ το να τρώνε και να πίνουν, είναι η απόλαυση αυτών των αγαθών» (Ζ).
Δηλώνεται η στενότατη με τον Κύριο κοινωνία και ένωση και κατά συνέπεια μετοχή των ύψιστων πνευματικών αγαθών (δ).
(3) Διαφορετικές γραφές, καθίζεσθε, καθίσησθε, καθέζησθε, καθήσθε. Δες για την έννοια του στίχου Ματθ. ιθ 28 και τις εκεί σημειώσεις.
(4) Θεωρήθηκε από κάποιους το κρίνω με την έννοια του κυβερνώ και όχι του δικάζω. Η εσχατολογική σημασία του χωρίου αυτού δεν ευνοεί την εκδοχή αυτή. Σύμφωνα με το Α΄ Κορ. στ 2,3 οι πιστοί θα κρίνουν τον κόσμο και αυτούς τους (πονηρούς) αγγέλους. Στη γενική κρίση στους αποστόλους θα έχει ανατεθεί η κρίση των ισραηλιτικών φυλών (g). Πιο εύστοχη ερμηνεία: τις 12 φυλές του Ισραήλ δηλαδή του πνευματικού Ισραήλ, του νέου Ισραήλ της χάριτος (ο).
Λουκ. 22,31 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος(1)· Σίμων Σίμων(2), ἰδοὺ ὁ σατανᾶς(3) ἐξῃτήσατο(4) ὑμᾶς(5) τοῦ σινιάσαι(6) ὡς τὸν σῖτον·
Λουκ. 22,31 Είπε δε ακόμη ο Κύριος• Σίμων, Σίμων, ιδού ο σατανάς εζήτησε την άδειαν από τον Θεόν να σας συγκλονίση και σας ξεσκονίση, ωσάν το σιτάρι μέσα στο κόσκινο.
(1) Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα παραλείπουν αυτό. Ποια είναι η σύνδεση με τα παραπάνω; Ή, ίσως στο μεταξύ ο Πέτρος είπε κάτι τέτοιο, σαν αυτό που αναφέρει ο Ιωάννης (ιγ 36), και το οποίο αποσιωπάται από τον Λουκά (p). Ή, για να μην τυχόν εφόσον θα δοξάζονταν οι ένδεκα (σύμφωνα με τον προηγούμενο στίχο) αποδώσουν αυτό στις δικές τους δυνάμεις και νομίσουν ότι από μόνοι τους μόνοι αυτοί μεταξύ τόσων χιλιάδων Ιουδαίων παρέμειναν κοντά στον Κύριο στους πειρασμούς του, έδειξε ο Κύριος ότι και αυτοί, εάν δεν προστατεύονταν από την πλούσια βοήθεια του Κυρίου, θα συμπαρασύρονταν στην ίδια αποστασία στην οποία και οι άλλοι (Βέδας).
«Μη νομίσετε, λέει, ότι είναι δικό σας όλο αυτό το κατόρθωμα· διότι ο διάβολος πίεζε πάρα πολύ ζητώντας να σας βγάλει από τη δική μου στοργή και να σας αποδείξει προδότες. Αλλά εγώ παρακάλεσα» (Θφ).
Δες για την προαναγγελία της άρνησης του Πέτρου και Ματθ. κστ 30-35 και Μάρκ. ιδ 26-30 και τις εκεί ερμην. σημειώσεις. Ο Λουκάς συμφωνεί με τον Ιωάννη (ιγ 36-38) τοποθετώντας την προαναγγελία αυτή στο υπερώο. Ο Ματθαίος και ο Μάρκος όμως τοποθετούν αυτήν την ώρα που ο Κύριος μαζί με τους μαθητές βρισκόταν στο δρόμο βαδίζοντας από το υπερώο στη Γεθσημανή. Δεν αποκλείεται παρόλ’ αυτά να επαναλήφθηκε η προφητεία αυτή του Κυρίου, όπως κάποιοι δέχτηκαν, αν και πολλοί από τους νεώτερους θεωρούν ως απίθανη την επανάληψη αυτή.
(2) Πολύ έντονη σύνδεση ή επανάληψη της ίδιας λέξης (b). Η επανάληψη του ονόματος προκαλεί εντύπωση (p). Γιατί χρησιμοποιεί το όνομα Σίμων και όχι το Πέτρος; Διότι ο Ιησούς τού μιλά ως προς άνθρωπο ασθενή, ο οποίος δεν άξιζε τότε να ονομαστεί με το όνομα της χάριτος (L).
Ο Σίμων ο οποίος έως τώρα ήταν το στόμα και των υπόλοιπων μαθητών, που μιλούσε εξ’ ονόματος και αυτών στον διδάσκαλο, γίνεται τώρα και αυτί αυτών και ό,τι σκόπευε ο Κύριος να πει σε όλους, απευθύνει αυτό στον Πέτρο, ώστε και οι υπόλοιποι να το ακούσουν.
(3) Ο σατανάς που δεν ικανοποιήθηκε από το ότι μπήκε στον Ιούδα και κυρίευσε αυτόν (b).
«Διότι συνηθίζει αυτός (ο σατανάς) να ζητά τους ικανότερους για πάλη, όπως τον Ιώβ» (Ζ).
Πιθανώς ο σατανάς κατηγόρησε τους μαθητές στον Θεό ότι με ιδιοτέλεια ακολουθούν το Χριστό και αποβλέπουν σε κοσμικές δόξες και διακρίσεις από αυτόν ως Μεσσία και κοσμικού βασιλιά, όπως τον περίμεναν. Και ζήτησε, όπως άλλοτε για τον Ιώβ, την άδεια να τους δοκιμάσει.
(4) Η πρόθεση «εξ» στο ρήμα έχει μέσα της την ιδέα του επιζητά να πέσουν από τα χέρια του Ιησού στα δικά του χέρια (g).
«Με επιθυμία επιτέθηκε στον Ιώβ. Έτσι σκεφτόταν να επιτεθεί στον Πέτρο. Για αυτό και έλεγε ο Χριστός· Πόσες φορές σε ζήτησε ο σατανάς, να σε κοσκινήσει σαν το σιτάρι; Είδες πόση επιθυμία είχε;» (Χ).
Παρόλ’ αυτά δεν μπορούσε τίποτα να πράξει εναντίον τους εάν δεν δινόταν σε αυτόν η άδεια. Αυτό δηλώνει το «ζήτησε».
(5) Το εσάς στον πληθυντικό περιλαμβάνει όλους τους μαθητές (ο).
(6) «Αντί να πει να θορυβήσει, να κάνει άνω κάτω, να ταράξει» (Ζ), «να ταρακουνήσει, να κοσκινίσει» (Ησύχιος), «να σας φέρει από εδώ, να σας φέρει από εκεί, να σας τραντάξει, να σας δονήσει, να σας κουνήσει πάνω κάτω, να σας βασανίσει, πράγμα που γίνεται σε αυτά που κοσκινίζονται» (Χ).
«Διότι «σινίον» σε κάποιους ονομάζεται αυτό που εμείς λέμε κόσκινο, στο οποίο το στάρι πηγαίνοντας πέρα δώθε ταράζεται» (Ζ). Ήθελε να αποδείξει αυτούς ότι είναι άχυρο και όχι στάρι. Θέλησε με τους πειρασμούς, τους οποίους θα τους επέφερε, να παρασύρει αυτούς στην αμαρτία και στην πλήρη άρνηση του Χριστού.
Λουκ. 22,32 ἐγὼ δὲ(1) ἐδεήθην(2) περὶ σοῦ ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου(3)· καὶ σύ ποτε(4) ἐπιστρέψας(5) στήριξον(6) τοὺς ἀδελφούς(7) σου(8).
Λουκ. 22,32 Και εγώ προσευχήθηκα για σένα, να μη χαθή η πίστις σου. Και συ, όταν κάποτε μετανοημένος επιστρέψης κοντά μου, στήριξε τους αδελφούς σου.
(1) Το «εγώ δε» και ο αόριστος που ακολουθεί βρίσκονται σε έντονη αντίθεση με το σατανά και την αίτησή του (p). «Ο μεν σατανάς έδειξε πολλή φροντίδα εναντίον σας· εγώ όμως ζήτησα για σένα» (Θφ). Η προσευχή του Κυρίου δεν παρεμπόδισε την έφοδο αυτή του σατανά, αλλά κατανίκησε την επίδρασή της (ο).
(2) «Ζήτησα από τον Πατέρα μου ως άνθρωπος» (Ζ). «Αυτό το είπε όσον αφορά την ανθρώπινη φύση του· διότι ως Θεός, τι ανάγκη είχε να ζητήσει;» (Θφ). Τι υπέροχο δείγμα στοργής και μέριμνας για τους μαθητές. Αυτές τις ώρες, οι οποίες αμέσως προηγούνταν της αγωνίας στη Γεθσημανή και του σκληρού θανάτου του, να εκδηλώνει τόσο ενδιαφέρον για τους μαθητές (ο).
(3) «Για να μην χάσεις τελείως την πίστη σου σε εμένα στον καιρό της αρνήσεως» (Ζ). Δεν λέει, για να μην κλονιστείς στην πίστη, αλλά για να μην εκλείπει ολοτελώς η πίστη σου (b).
«Φανερώνει όμως με αυτά, ότι αν είχε παραδοθεί στο σατανά για δοκιμασία, θα μπορούσε να αποδειχτεί τελείως άπιστος» (Κ).
«Διότι τι δεν θα έκανε ο εχθρός μας διάβολος, αν δεν ήταν ο Κύριος μαζί μας;… Διότι είναι πονηρό το θηρίο και αχόρταγο, και αν συνεχώς δεν του έβαζε ο Θεός χαλινάρια, όλα θα τα ανέτρεπε και θα τα ανακάτωνε» (Χ).
Ήταν λοιπόν δυνατόν να ρίξει αυτόν ο σατανάς σε απελπισία όμοια με εκείνη, η οποία οδήγησε σε απώλεια τον Ιούδα (g). Ο Σωτήρας λοιπόν προγνωρίζοντας την άρνηση του Πέτρου παρακάλεσε για αυτόν τον Πατέρα (δ). Πόσο φως ρίχνει ο λόγος αυτός του Κυρίου στην ισχυρή πραγματικότητα των σκηνών του αόρατου κόσμου και της επίδρασης αυτών σε σχέση με τα γήινα! (g).
Λόγω της μεσιτείας και προσευχής του Χριστού η πίστη των μαθητών του, αν και κλονίζεται μερικές φορές, δεν εκλείπει όμως. Εάν αφήνονταν στους εαυτούς τους, θα έπεφταν. Φυλάσσονται όμως με τη δύναμη του Θεού και την προσευχή του Χριστού. Η προσευχή όμως και μεσιτεία του Χριστού δεν είναι μόνο γενική, για όλους συνολικά τους πιστούς, αλλά και ατομική, αναφερόμενη και στον καθένα από τους πιστούς.
(4) Χρησιμοποιείται αυτό και για σύντομο χρόνο που παρεμβάλλεται, όπως έδειξε ο Ευστάθιος. Στο χωρίο αυτό δηλώνει απλώς αόριστο χρόνο=κάποτε, οποτεδήποτε και αν γίνει η επιστροφή σου, είτε μετά από πολύ είτε μετά από σύντομο χρόνο (b).
(5) «Παρακάλεσα για σένα. Ποια λοιπόν αμοιβή θα ανταποδώσεις για αυτήν την φροντίδα και την πρόνοια; Άραγε ποια αμοιβή ζητάει; Αυτήν την ίδια πάλι. Διότι και εσύ, λέει, όταν επιστρέψεις στήριξε τους αδελφούς σου» (Χ). «Όταν επιστρέψεις μετά την άρνηση εννοείται με κλάμα πικρό, δηλαδή όταν αποκατασταθείς πάλι στην πρώτη θέση» (Ζ). «Όταν επιστρέψεις δηλαδή όταν μετανοήσεις και δακρύσεις και φύγεις από την άρνηση» (Θφ).
(6) «Δηλαδή γίνε στήριγμα και διδάσκαλος αυτών που έρχονται σε εμένα με την πίστη» (Κ).
«Διότι εσύ, Πέτρο, όταν επιστρέψεις θα γίνεις σε όλους καλό υπόδειγμα για μετάνοια, και κανείς από όσους πιστεύουν σε εμένα δεν θα απελπιστεί όταν στρέψει τα μάτια του σε εσένα που ήσουν μεν απόστολος, αλλά αρνήθηκες και πάλι πήρες τα πρωτεία με τη μετάνοια» (Θφ).
Πέτρο, όταν αποκατασταθείς με τη χάρη του Θεού και οδηγηθείς σε μετάνοια, κάνε και συ ό,τι εξαρτάται από σένα για να στηριχτούν και άλλοι. Όταν πληροφορηθείς, ότι η κλονισμένη πίστη σου δεν εξαλείφθηκε, εργάσου να στηρίξεις και άλλους στην ίδια πίστη. Όταν απολαύσεις εσύ το έλεος και τους οικτιρμούς του πανάγαθου Θεού, που δέχεται τη μετάνοια των αμαρτωλών, ενθάρρυνε και άλλους να ελπίζουν στο έλεος αυτό και με πεποίθηση ακλόνητη ότι θα πάρουν αυτό να προστρέχουν στον σπλαχνικό Πατέρα. Όσοι έτυχαν της επίσκεψης του θείου ελέους και σώθηκαν από την άβυσσο της καταστροφής, οφείλουν να διακηρύττουν το πέλαγος της θείας αγαθότητας και στους άλλους και να ενθαρρύνουν και να προτρέπουν αυτούς να επιστρέψουν και αυτοί στο Θεό και να απολαύσουν τις δωρεές της αγαθότητάς του.
«Και θαύμασε πάλι τη σοφή διατύπωση του λόγου και την υπερβολή της θείας αγαθότητας. Για να μην οδηγήσει δηλαδή σε απογοήτευση τον μαθητή, με τη σκέψη ότι θα απομακρυνθεί από τα αξιώματα της αποστολής, επειδή επρόκειτο να τον αρνηθεί, τον γεμίζει με καλή ελπίδα, και ότι θα επιτύχει τα αγαθά που του είχε υποσχεθεί. Γιατί του είπε, ότι «και εσύ όταν επιστρέψεις στήριξε τους αδελφούς σου». Πόσο απερίγραπτη φιλανθρωπία! Δεν είχε γίνει ακόμη η αμαρτία, και έλαβε την συγχώρεση, και τον κατέταξε πάλι στα αποστολικά αξιώματα» (Κ).
(7) «Αδελφούς του είπε λοιπόν τους άλλους αποστόλους ή αυτούς που επρόκειτο μέσω αυτού να πιστέψουν» (Ζ).
(8) Τους αδελφούς σου είπε και όχι τους αδελφούς μας. Διότι με άλλο τρόπο έχει αυτούς αδελφούς ο Πέτρος και με διαφορετικό τελείως ο Κύριος (b).
Λουκ. 22,33 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ(1)· Κύριε, μετὰ σοῦ(1) ἕτοιμός εἰμι(3) καὶ εἰς φυλακὴν καὶ εἰς θάνατον(4) πορεύεσθαι.
Λουκ. 22,33 Ο Πέτρος όμως τού είπε• Κυριε, είμαι έτοιμος να βαδίσω μαζί σου εις φυλακήν και εις θάνατον.
(1) «Από πολλή αγάπη δείχνει θράσος ο Πέτρος και υπόσχεται αυτά που μέχρι τώρα ήταν αδύνατα σε αυτόν» (Θφ).
«Επειδή λοιπόν ήταν εύλογο να έχει αυτός μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, αφού ήξερε για τον εαυτό του ότι αγαπά το Χριστό περισσότερο από όλους, για αυτό επιτρέπει ο Θεός να πέσει, να απαρνηθεί τον διδάσκαλο, για αυτό και κλαίει πικρά, και κάνει ομοίως και τα άλλα, τα μετά το κλάμα. Διότι τι δεν έκανε; Μετά από όλα αυτά έβαλε τον εαυτό σου σε μύριους κινδύνους, δείχνοντας με όλα την ανδρεία του και το παράστημα της ψυχής του» (Χ).
(2) Μπαίνει μπροστά με έμφαση.
(3) Ο Πέτρος έχει αυτοπεποίθηση (b).
«Έπρεπε, εφόσον άκουσε τέτοια λόγια από την αυτοαλήθεια, να ζητήσει από αυτόν δύναμη και βοήθεια· αυτός όμως από θερμότητα πιο πολύ αντιλέγει ότι τίποτα τέτοιο δεν θα πάθει» (Ζ).
Παρόλ’ αυτά δείχνει την αγαθή διάθεση του Πέτρου. Ο Ιούδας ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε όπως ο Πέτρος, όταν άκουσε από τον Κύριο να προαναγγέλλεται η προδοσία, την οποία είχε πρόθεση να κάνει. Η καρδιά εκείνου ήταν τόσο πλήρως διατεθειμένη προς την προδοσία όσο η καρδιά του Πέτρου ήταν διατεθειμένη να μην αρνηθεί το Χριστό.
(4) Οι περισσότερο θλιβερές δοκιμασίες είναι η φυλάκιση και ο θάνατος (b).
Λουκ. 22,34 ὁ δὲ εἶπε· λέγω σοι(1), Πέτρε(2), οὐ φωνήσει σήμερον(3) ἀλέκτωρ πρὶν ἢ τρὶς(4) ἀπαρνήσῃ μὴ εἰδέναι με(5).
Λουκ. 22,34 Ο δε Κύριος του είπε• σε διαβεβαιώνω, Πέτρο, ότι δεν θα λαλήση κατά την νύκτα αυτήν ο πετεινός, πριν συ τρεις φορές με απαρνηθής και διακηρύξης ότι δεν με γνωρίζεις.
(1) Ο Ματθαίος και ο Μάρκος γράφουν Αμήν λέγω σοι· ο Ιωάννης Αμήν, αμήν, λέγω σοι. Ο επίσημος τόνος, με τον οποίο ειπώθηκε αυτή η σαφώς προκαθορισμένη προφητεία, προξένησε βαθειά εντύπωση σε όλους (p).
(2) Όχι άσκοπα αντικαταστάθηκε το όνομα Σίμων με το όνομα Πέτρος= Εσύ τον οποίο ύψωσα τόσο πολύ, τον οποίο έκανα Πέτρο, θα πέσεις λοιπόν τόσο χαμηλά; (g). Η όμοια με πέτρα και βράχο πίστη και δύναμη δεν βρίσκεται στην αυτοπεποίθηση, αλλά στην ταπεινή πεποίθηση πάνω στον Κύριο (p).
(3) «Σήμερα είπε διότι ήταν η νύχτα που ακολουθούσε την ημέρα εκείνη» (Ζ). Η ημέρα της 14 (Νισάν) είχε ήδη αρχίσει από το απόγευμα της 13, όπως είπαμε παραπάνω. Σήμερα αν και σου φαίνεται, Πέτρο, ότι είσαι έτοιμος (b).
(4) Δες Ματθ. κστ 34 και Μάρκ. ιδ 30 και τις εκεί σημειώσεις για την αλεκτοροφωνία.
(5) «Του φανερώνει και το είδος του πειρασμού, ότι θα είναι άρνηση. Από εδώ λοιπόν μαθαίνουμε δόγμα, ότι δε αρκεί η πρόθεση του ανθρώπου χωρίς τη βοήθεια του Θεού· όπως ακριβώς λοιπόν και ο Πέτρος επειδή εγκαταλείφθηκε για λίγο, αν και φαινόταν ότι αγαπά και έχει θερμότητα, αλλά όμως όταν τον άφησε ο Θεός, του βαλε τρικλοποδιά ο εχθρός. Και πάλι, δεν αρκεί η βοήθεια του Θεού, αν δεν υπάρχει και η ανθρώπινη πρόθεση· όπως ακριβώς λοιπόν και ο Ιούδας τίποτα δεν ωφελήθηκε, αν και όλα τα έκανε ο Κύριος για να τον κερδίσει. Διότι έλειπε η αγαθή προαίρεση (πρόθεση)» (Θφ).
Ο Χριστός γνωρίζει εμάς καλύτερα από όσο εμείς γνωρίζουμε τους εαυτούς μας. Γνωρίζει το υποκρυπτόμενο σε μας κακό, όπως και ό,τι στο μέλλον θα πράξουμε, μολονότι εμείς ούτε καν υποπτευόμαστε αυτό. Είναι ευεργετικό για μας ότι ο Χριστός γνωρίζει καλύτερα από εμάς, πού και πόσο είμαστε ασθενείς και συνεπώς γνωρίζει πού και πόσο χρειαζόμαστε να μας βοηθήσει.
Λουκ. 22,35 Καὶ εἶπεν(1) αὐτοῖς· ὅτε ἀπέστειλα ὑμᾶς(2) ἄτερ(3) βαλλαντίου(4) καὶ πήρας καὶ ὑποδημάτων, μή τινος ὑστερήθητε(5); οἱ δὲ εἶπον· οὐθενός(6).
Λουκ. 22,35 Και είπεν εις αυτούς• όταν σας έστειλα κατά την πρώτην περιοδείαν σας χωρίς χρήματα, χωρίς ταξιδιωτικό σακκίδιο και χωρίς υποδήματα, μήπως εστερηθήκατε τίποτε; Εκείνοι δε απήντησαν• όχι,τίποτε δεν εστερηθήκαμε.
(1) Με τις λέξεις αυτές υποδηλώνεται η αρχή νέου θέματος, δεν υπάρχει όμως κάποια ένδειξη για κάποια οποιαδήποτε σύνδεση με τα προηγούμενα (p). Όσα ακολουθούν παρόλ’ αυτά μπορούν να εισαχθούν στο θέμα των δοκιμασιών που προαναγγέλθηκαν στο στίχο 31 και του κοσκινίσματος που αναφέρονται σε όλους τους αποστόλους («ζήτησε ε σ ά ς να σας κοσκινίσει») (L).
(2) Τα ακόλουθα λόγια ταυτίζονται κατά λέξη με τις οδηγίες και εντολές στο κεφάλαιο ι 4, που δόθηκαν κατά μεν τον Ματθαίο στους δώδεκα, κατά δε τον Λουκά στους εβδομήντα. Παρόλ’ αυτά και οι εντολές που δόθηκαν στους 12 αποστόλους (Λουκ. θ 3), δεν είναι μεν αυτολεξεί οι ίδιες, στην ουσία όμως είναι όμοιες με αυτές (p). Με την ερωτηματική μορφή του λόγου προσελκύεται η προσοχή των μαθητών (ο).
(3) ««Άτερ» λέει αντί να πει χωρίς» (Ζ).
(4) «Και όμως τότε δεν ανέφερε το βαλάντιο. Ναι αλλά μαζί με το χρυσάφι και το ασήμι συνυπονόησε και αυτό. Διότι αφού εμπόδισε να έχουν εκείνα, είναι φανερό, ότι και αυτό το εμπόδισε. Αφού όταν δεν υπάρχει θησαυρός, είναι άρα περιττό το θησαυροφυλάκιο» (Ζ).
(5) «Υστέρηση λέει την έλλειψη (φτώχεια)» (Ζ).
(6) Είναι αξιοσημείωτο, ότι τίποτα εδώ δεν λέγεται για τρυφή και για πλούσια διατροφή. Ρωτούνται απλώς και μόνο, εάν στερήθηκαν κάτι (ο). Είναι ωφέλιμο σε μας να βλέπουμε ξανά συχνά την προστασία την οποία η θεία Πρόνοια κατά το παρελθόν επέδειξε σε μας και να θυμόμαστε πώς ο Θεός μάς πέρασε μέσα από τις δυσκολίες, τις οποίες συναντήσαμε. Το «ουδενός», το οποίο απαντούν οι μαθητές είναι αξιοσημείωτο και από την άποψη, ότι, μολονότι ζούσαν κατά την περιοδεία τους με συνδρομή των άλλων, χωρίς αυτοί να κουβαλάνε τίποτα μαζί τους, καμία στέρηση δεν δοκίμασαν. Ενδέχεται η διατροφή τους να μην ήταν πλούσια και εξεζητημένη, έμειναν όμως εξ’ ολοκλήρου ικανοποιημένοι και χορτασμένοι από αυτήν.
Λουκ. 22,36 εἶπεν οὖν αὐτοῖς· ἀλλὰ νῦν(1) ὁ ἔχων βαλλάντιον ἀράτω(2), ὁμοίως καὶ πήραν(3), καὶ ὁ μὴ ἔχων(4) πωλήσει τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ καὶ ἀγοράσει μάχαιραν(5).
Λουκ. 22,36 Είπε λοιπόν εις αυτούς• τα πράγματα τώρα αλλάζουν. Εκείνος που έχει βαλάντιον, ας το πάρει μαζί του. Το ίδιο ας κάμη και εκείνος που έχει σακκίδιο• ας το πάρει γεμάτο τρόφιμα και ας πωλήση το ένδυμά του εκείνος που δεν έχει μάχαιραν, δια να αγοράση.
(1) Μέχρι τότε οι απόστολοι προστατευόμενοι και από την εύνοια, την οποία απολάμβανε ο Κύριος σε μεγάλη μερίδα του λαού, περνούσαν ζωή σχετικά εύκολη. Αλλά η σύγκρουση του Κυρίου με τις ιουδαϊκές αρχές, η οποία μετά από λίγο θα κορυφωνόταν στο δράμα του Γολγοθά, έμελλε να αλλάξει τελείως την θέση αυτή των μαθητών. Για να κάνει λοιπόν σε αυτούς έντονα αισθητή τη νέα κατάσταση, την οποία οι απόστολοι θα αντιμετώπιζαν, μεταχειρίζεται τις ακόλουθες εικόνες, με σκοπό να συστήσει σε αυτούς την λήψη προληπτικών και προφυλακτικών μέτρων (g).
«Από τώρα, λέει, ντυθείτε ώστε να φροντίζετε και οι ίδιοι τα δικά σας… Διότι δεν θα είναι για σας τέτοια τα πράγματα, εύκολα και άκοπα, αλλά θα πέσετε και σε πείνα και δίψα και σε πολλούς εχθρούς. Διότι αυτά υπαινίσσεται με το βαλάντιο και το σάκκο και το μαχαίρι. Για αυτό σηκωθείτε, διότι και θα πεινάσετε και θα χρειαστείτε φαγητά· το οποίο υπαινίσσεται με το σάκκο. Και να έχετε ανδρεία, διότι θα πέσετε σε πολλούς εχθρούς· το οποίο φανερώνει με το μαχαίρι» (Θφ).
(2) Υπάρχει και η γραφή ἀρεῖ, που προήλθε μάλλον από τη φροντίδα, ώστε να μην παρουσιάζεται ως διαταγή «αλλά ότι είναι προφητεία όπου ο Κύριος προλέγει» (Β. στον δ.). Από αυτό προήλθαν και οι γραφές «πωλήσει… αγοράσει» αντί για τις «πωλησάτω… αγορασάτω» που μαρτυρούνται όχι μόνο από τα αλεξανδρινά αλλά και από πολλά άλλα χειρόγραφα.
(3) Δεν μπορούν πλέον να υπολογίζουν στην ευμενή υποδοχή, της οποίας απόλαυσαν στο παρελθόν και οφείλουν να προετοιμάζονται με βάση την προϋπόθεση, ότι θα τους μεταχειρίζονται σαν συνηθισμένους ταξιδιώτες, υποχρεωμένους να πληρώνουν την τροφή τους και το κατάλυμά τους (g).
(4) Αντικείμενο του μη έχων είναι το μάχαιραν (g). Αλλά και αν συνδέσουμε το μη έχων με το βαλάντιον και πήραν, καλή έννοια αποδίδεται. Μόνο εκείνος, ο οποίος δεν έχει χρήματα ή δισάκι, θα πουλούσε αναγκαστικά και το ρούχο του για να αγοράσει κάτι. Παρόλ’ αυτά σε επικίνδυνες εποχές και περιστάσεις ακόμη και το ιμάτιο είναι λιγότερο απαραίτητο από το μαχαίρι (p).
(5) «Τα λέει αυτά, όχι για να κουβαλάνε οπωσδήποτε μαχαίρια, αλλά υπαινίσσεται τους πολέμους και τους κινδύνους και εισηγείται να είναι σε όλα προετοιμασμένοι» (Θφ).
Είναι σαν να λέει: Θα βρείτε ανθρώπους όχι μόνο μη διατεθειμένους να προσφέρουν φιλοξενία σε σας, αλλά τελείως αντίθετα να διάκεινται εξ’ ολοκλήρου εχθρικά απέναντί σας (b).
«Επομένως έτσι να φροντίζετε για τους εαυτούς σας, σαν να πρόκειται να προσκρούσετε σε πολέμους και κινδύνους» (Θφ). Το μαχαίρι μπήκε εδώ αλληγορικά για να δηλώσει τη σύνεση και σοφία, με την οποία έπρεπε να αντιμετωπίζουν τους κινδύνους (ο). Αξιοσημείωτη και η επόμενη ερμηνεία.
«Αυτός που διατάζει να ευλογούμε αυτούς που λοιδορούν, να ανεχόμαστε αυτούς που επηρεάζουν, να ευχόμαστε για αυτούς που διώκουν, έπειτα μας εξοπλίζει και με μαχαίρι μόνο; Και ποια λογική θα μπορούσε να έχει αυτό;… Θέλει να φανερώσει την έφοδο των Ιουδαίων και ότι πρόκειται να τον συλλάβουν. Και αυτό δεν θέλησε μεν να το πει φανερά, αλλά με αινίγματα, για να μην τους θορυβήσει πάλι αυτούς… Με τα μαχαίρια υπαινίσσεται την τωρινή επιβουλή και ότι πρόκειται να πάθει από τους Ιουδαίους όσα έπαθε. Και αυτό είναι φανερό από τα εξής. Διότι αφού είπε, Ας αγοράσει μαχαίρι, πρόσθεσε, Διότι πρέπει τα γραμμένα σχετικά με εμένα να συντελεστούν, ότι «κατατάχτηκε μεταξύ των ανόμων»» (Χ).
«Ούτε λοιπόν τελείως τα αποσιώπησε, για να μην ταραχτούν από την άμεση έφοδο, ούτε πάλι τελείως τα έκανε γνωστά, για να μην κυριευτούν από κάποια δειλία» (Σχ).
Πάντως η μάχαιρα του Πνεύματος είναι εκείνη, με την οποία πρέπει να είναι πάντοτε οπλισμένοι οι μαθητές του Χριστού. Αφού ο Χριστός έπαθε για μας πρέπει και εμείς με το ίδιο φρόνημα και την ίδια απόφαση να οπλιστούμε (Α΄Πετρ. δ 1). Πρέπει να οπλιστούμε με την προσδοκία διωγμών και βασανιστηρίων, ώστε να μην εκπλησσόμαστε, όταν συναντάμε αυτά, αλλά υποτασσόμενοι με αυταπάρνηση στο θέλημα του Θεού να υφιστάμεθα αυτά γενναία.
Λουκ. 22,37 λέγω γὰρ(1) ὑμῖν ὅτι ἔτι(2) τοῦτο τὸ γεγραμμένον(3) δεῖ(4) τελεσθῆναι ἐν ἐμοί, τὸ καὶ μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη(5)· καὶ γὰρ(6) τὰ περὶ ἐμοῦ(7) τέλος(8) ἔχει.
Λουκ. 22,37 Διότι σας λέγω ότι πρέπει να εκπληρωθή εις εμέ τώρα και τούτο ακόμα, που έχει γραφή, το• Και μεταξύ ανόμων και κακούργων συγκαταριθμήθηκε. Πρέπει να γίνη και αυτό, διότι όσα έχουν προφητευθή περί εμού παίρνουν τώρα τέλος.
(1) Το «γαρ» εισάγει την εξήγηση της μεταβολής που επήλθε από το «όταν απέστειλα» μέχρι το «τώρα» (p)= Για αυτό θα σας αποστραφούν τώρα, διότι ετοιμάζουν την μεγίστη ποινή και ύβρη εναντίον μου, τον σκληρό θάνατο μαζί με τους κακούργους· και αυτό θα εξαγριώσει αυτούς εναντίον σας (δ).
(2) Τα αλεξανδρινά και λίγα άλλα χειρόγραφα παραλείπουν αυτό. Αυτό ακόμη= Μετά από τόσα άλλα (b). Τα άλλα όλα, ύβρεις, διωγμοί, απιστία, πώρωση εκπληρώθηκαν. Και μένει ακόμη αυτό το οποίο πρέπει να εκπληρωθεί (δ).
(3) Δες Λουκ. κ 17,Β΄Κορ. δ 13. Συχνότερα συναντιέται «τα γεγραμμένα» Λουκ. ιη 31,κα 22,Πράξ. ιγ 29,Αποκ. κ 12,κβ 19 (p). Αυτό που έχει γραφτεί στο Ησαΐου νγ 12. Η πληροφορία την οποία είχε ο Κύριος και ως άνθρωπος, ότι τα παθήματα τα οποία επρόκειτο να υποστεί, είχαν προφητευτεί και προαναγγελθεί από τους προφήτες, διότι είχαν προαποφασιστεί από τον Πατέρα του, έκανε σε αυτόν ευπρόσδεκτο το σκληρό μαρτύριο και βάδιζε προς αυτό σταθερά και με όλη τη θέλησή του.
Όταν και εμείς βρισκόμαστε σε δοκιμασίες και θλίψεις, ας μην λησμονούμε, ότι ο ουράνιος Πατέρας μας όχι μόνο είναι εν πλήρη γνώση αυτών και επιτρέπει αυτές για το καλό μας, αλλά και προτού αυτές μας συμβούν, προγνώριζε αυτές και είχε προαποφασίσει να υποστούμε αυτές. Η πληροφορία αυτή θα μας καθιστά ελαφρό το φορτίο των θλίψεων και θα μας ενισχύει πολύ στο να υπομένουμε αυτές.
(4) Λουκ. δ 43 και θ 22.
(5) Το «και» αποτελεί μέρος της παράθεσης= ακόμη και με άνομους κατατάχτηκε (p). «Διότι σαν άνομο και κακούργο τον σταύρωσαν ανάμεσα στους άνομους και κακούργους ληστές» (Ζ). Το ελογίσθη σημαίνει ότι, αν και δεν ήταν πράγματι άνομος, κατατάχτηκε μεταξύ των ανόμων.
(6) Μάλλον αιτιολογικό. Διότι «τα γραμμένα σχετικά με εμένα στο νόμο και τους προφήτες παίρνουν τώρα τέλος» (Ζ). Ή, το «και γαρ»=Και πράγματι αυτά που αφορούν σε μένα φθάνουν στο τέλος τους (L).
(7) Υπάρχει και η γραφή «το περί εμού». Ή, το περί εμού γεγραμμένον. Ή, αυτό που αφορά εμένα (L).
(8) Ή, εκπληρούνται και πραγματοποιούνται ή έφθασαν στο τέλος τους· αναφέρεται στο τραγικό τέλος της δράσης του Κυρίου (g). Η φράση παρόλ’ αυτά «τέλος έχει» χρησιμοποιείται για χρησμούς και προφητείες που εκπληρώνονται (p).
Λουκ. 22,38 οἱ δὲ εἶπον· Κύριε, ἰδοὺ μάχαιραι ὧδε δύο(1). ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἱκανόν ἐστι(2).
Λουκ. 22,38 Οι δε μαθηταί, είπαν• Κύριε, ιδού, υπάρχουν εδώ δύο μάχαιραι. Ο δε Κύριος τους είπε• φθάνει έως εδώ• ας σταματήσωμε την συζήτησιν.
(1) «Επειδή δεν κατάλαβαν, τι δήλωνε το… να αγοράσει μαχαίρι, δείχνουν δύο μαχαίρια» (Ζ).
Βρήκαν αυτά στο δωμάτιο ή είχαν φέρει αυτά μαζί τους (b). Δεν πρόκειται για μαχαίρια τραπεζιού, αλλά για ξίφη κατάλληλα για άμυνα εναντίον ληστών ή εναντίον κάθε επίθεσης. Ένα από αυτά ήταν του Πέτρου, ο οποίος με χτύπημα μάλλον έκοψε με αυτό το αυτί του Μάλχου (p).
(2) «Αυτός όμως όταν τους είδε ότι δεν κατάλαβαν, είπε· είναι αρκετό. Αν και βεβαίως δεν ήταν αρκετό. Διότι αν μεν έπρεπε να χρησιμοποιήσουν ανθρώπινη βοήθεια εναντίον αυτών που ληστρικά επιτίθενταν, ούτε εκατό μαχαίρια δεν ήταν αρκετά· αν όμως όχι αυτό, αλλά χρειαζόταν πιο θεϊκή βοήθεια, ήταν περιττά και τα δύο. Αλλά ο Κύριος δεν θέλησε να ελέγξει αυτούς ότι δεν κατάλαβαν, αλλά λέγοντας, είναι αρκετό, προσπέρασε. Όπως ακριβώς λοιπόν και εμείς, όταν μιλώντας σε κάποιον δούμε αυτόν να μην κατάλαβε αυτό που είπαμε, λέμε· Καλά, άσε· αν και βεβαίως δεν είναι καλά. Αλλά για να μην ενοχλούμε, τον αφήνουμε… Προσπερνά λοιπόν ο Κύριος και αφήνει, αφήνοντας την κατανόηση των λεγομένων στην έκβαση των πραγμάτων… διότι ύστερα κατάλαβαν αυτό οι μαθητές μετά την ανάσταση. Κάποιοι επίσης είπαν ότι με ειρωνεία είπε ο Κύριος το Είναι αρκετό» (Θφ).
Λιγότερο πιθανή η τελευταία αυτή εκδοχή που διατυπώνεται από τον Κ. ως εξής:
«Χαμογελά κατά κάποιο τρόπο με αυτό που είπαν, γνωρίζοντας καλά ότι οι μαθητές μη καταλαβαίνοντας, όπως είπα, τη σημασία αυτών που είπε, νόμισαν ότι είπε πως έχουν ανάγκη από μαχαίρια… Βλέποντας λοιπόν ο Σωτήρας προς εκείνα που επρόκειτο να συμβούν στους Ιουδαίους εξαιτίας της εναντίον του ασέβειας, χαμογελά με αυτό που είπαν… Ναι, λέει, θα αρκέσουν δύο ξίφη για την αντιμετώπιση του πολέμου που επρόκειτο να έλθει εναντίον τους, για τον οποίο δεν θα μπορούσαν να ωφελήσουν ούτε πολλές χιλιάδες ξιφών (στην άλωση των Ιεροσολύμων το 70 μ.Χ από τον Τίτο)» (Κ)
Η Γεθσημανή κβ 39-46
Δες Ματθ. κστ 36-41 και Μάρκ. ιδ 32-38 και τις εκεί σημειώσεις. Ο κάθε ευαγγελιστής έχει και κάποιες ιδιαίτερες λεπτομέρειες στην αφήγησή του, που δείχνουν την ανεξαρτησία των πηγών του. Ο Λουκάς περιγράφει ειδικά τις έκτακτες φυσικές συνέπειες της αγωνίας του Κυρίου. Η αφήγησή του από την άλλη είναι πολύ σύντομη. Ο Ιωάννης αποσιωπά ολόκληρη τη σκηνή, σημειώνει όμως ξεκάθαρα (ιη 1) τον τόπο. Σε περικοπή του επίσης αξιολογότατη (ιβ 23-28) ο ευαγγελιστής αυτός μας αποκαλύπτει την αληθινή φύση αυτού του αγώνα, ο οποίος είχε αρχίσει ήδη πριν από πολλές ημέρες στην καρδιά του Ιησού. Και η προς Εβραίους επιστολή (ε 7-9) εμπεριέχει υπαινιγμό προφανέστατο της αφήγησης της Γεθσημανή, στον οποίο απαστράπτει όσο πουθενά αλλού η πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης του Κυρίου, το οποίο αποβαίνει τόσο περισσότερο αξιοσημείωτο, όσο το σύγγραμμα αυτό είναι από εκείνα, τα οποία εξαίρουν συγχρόνως και την θεία φύση του Κυρίου (g).
Στη Γεθσημανή η ψυχή του Κυρίου δοκίμασε την θλίψη που προκλήθηκε από την αμαρτία, για την οποία ήλθε να ικανοποιήσει τη θεία δικαιοσύνη και αισθάνθηκε την οργή, την οποία ο Πατέρας εκδήλωσε κατά της παράβασης του ανθρώπινου γένους. Εκεί ο Κύριος έδωσε πάλη με τον άρχοντα του σκότους, ο οποίος έλαβε για δοκιμασία του εγκαταλελειμμένου στις δυνάμεις του υιού του ανθρώπου όλα τα πλεονεκτήματα, τα οποία θα επιθυμούσε, για να ανατρέψει αυτόν, αλλά αφού ηττήθηκε «ο άρχοντας του κόσμου τούτου διώχτηκε έξω».
Λουκ. 22,39 Καὶ ἐξελθὼν(1) ἐπορεύθη κατὰ τὸ ἔθος(2) εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν· ἠκολούθησαν δὲ αὐτῷ καὶ(3) οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.
Λουκ. 22,39 Και αφού βγήκεν επήγε, όπως συνήθιζε, στο όρος των Ελαιών• τον ηκολούθησαν δε και οι μαθηταί του.
(1) Στο «αφού βγήκε» περιλαμβάνεται η έξοδος από το υπερώο από τη μία και από την πόλη από την άλλη (g).
(2) Χωρίς να επιζητήσει να διαφύγει τον Ιούδα, ο οποίος θα ερχόταν αναμφίβολα να τον αναζητήσει εκεί (g). Δεν ήταν πλέον αναγκαίο να φυλαχτεί ο Ιούδας σε άγνοια των κινήσεων του Κυρίου και για αυτό ακολουθεί ο Κύριος την συνήθη πράξη του (p).
(3) Παρά τον κίνδυνο που τους απειλούσε (g).
Λουκ. 22,40 γενόμενος δὲ ἐπὶ τοῦ τόπου εἶπεν αὐτοῖς· προσεύχεσθε(1) μὴ εἰσελθεῖν(2) εἰς πειρασμόν.
Λουκ. 22,40 Όταν δε έφθασε στον γνωστόν τόπον, που συνήθως ήρχετο, τούς είπε• προσεύχεσθε και παρακαλείτε τον Θεό να μη πέσετε εις πειρασμόν.
(1) «Συμβούλευσε τους μαθητές εκείνα που χρειάζονταν στην περίσταση εκείνη» (Κ). Βλέπει ο Κύριος να πλησιάζει και για τους μαθητές ο καιρός της δοκιμασίας και τους προσκαλεί να προσευχηθούν, προτρέποντας αυτούς σε αυτό και με το παράδειγμά του (g)
(2) Η χρήση του ρήματος εισέρχομαι προκειμένου για πειρασμό με την έννοια του υποκύπτω στον πειρασμό κατανοείται, εάν αντιταχθεί με τη σκέψη το ρήμα αυτό με το διέρχομαι (=περνώ μέσα από)(g). Δες στίχο 46. Ο πειρασμός εδώ συνίστατο σε κλονισμό της πίστης στον Ιησού ως Μεσσία και Σωτήρα, και θα προερχόταν και από την ταπείνωση και τους εξευτελισμούς, στα οποία ο Ιησούς θα υποβαλλόταν, όταν θα θριάμβευαν για λίγο εις βάρος του οι εχθροί του (ο).
Λουκ. 22,41 καὶ αὐτὸς ἀπεσπάσθη(1) ἀπ᾿ αὐτῶν ὡσεὶ λίθου βολήν(2), καὶ θεὶς τὰ γόνατα(3) προσηύχετο(4)
Λουκ. 22,41 Και αυτός απεμακρύνθη από αυτούς, όσον περίπου ημπορεί ένας να ρίψη τον λίθο και αφού γονάτισε προσηύχετο.
(1) Με την έννοια του απομακρύνθηκε (δ) με πρόθεση γεμάτη από πόθο και θερμότητα (b). Υποδηλώνει κίνηση απότομη και κάπως βίαιη και ταυτόχρονα ένα είδος παθητικότητας= κατά κάποιο τρόπο σύρθηκε μακριά από τους δικούς του από τη συγκίνηση που τον κυρίευσε (g).
(2) Δηλαδή γύρω στα τριάντα μέτρα, έτσι ώστε οι μαθητές κάτω από το φως της πανσέληνου μπορούσαν να βλέπουν τον Διδάσκαλό τους (L).
(3) Η φράση τιθέναι τα γόνατα δεν είναι κλασική. Είναι μάλλον λατινισμός (=genua ponere=έπεσε στα γόνατα)(p).
(4) Ο παρατατικός δηλώνει τη συνεχιζόμενη προσευχή (p).
«Προσεύχεστε, είπε, για να μην μπείτε σε πειρασμό. Αλλά για να μην τους ωφελήσει μόνο με λόγια, αλλά και να γίνει παράδειγμα αυτού του πράγματος (της προσευχής), αφού απομακρύνθηκε λίγο, πέφτοντας στα γόνατα προσευχήθηκε» (Κ).
Λουκ. 22,42 λέγων· πάτερ, εἰ βούλει(1) παρενεγκεῖν(2) τοῦτο τὸ ποτήριον(3) ἀπ᾿ ἐμοῦ(4)· πλὴν μὴ τὸ θέλημά μου(5), ἀλλὰ τὸ σὸν(6) γινέσθω.
Λουκ. 22,42 λέγων• πάτερ, εάν θέλης να απομακρύνης από εμέ το πικρόν τούτο ποτήριον, απομάκρυνε το, πλην όμως ας μη γίνη το θέλημά μου, αλλά το ιδικόν σου θέλημα.
(1) «Βλέπεις ότι με ευλάβεια τέτοια που ταιριάζει σε άνθρωπο ζήτησε ο Χριστός την απομάκρυνση του πειρασμού; Διότι λέει, «εάν θέλεις απομάκρυνέ το». Σαν να είναι δηλαδή ένας από εμάς, αναθέτει στη θέληση του Πατέρα το τέλος εκείνων που επρόκειτο να συμβούν» (Κ).
«Διότι για να γίνει πιστευτό, ότι αληθινά έγινε άνθρωπος, επέτρεψε στη φύση να κάνει το δικό της και επιθυμεί τη ζωή και αυτός ως άνθρωπος και εύχεται να απομακρυνθεί το ποτήριο· διότι αγαπά πολύ τη ζωή ο άνθρωπος· και με αυτά τα λόγια ανατρέπει τις αιρέσεις που λένε ότι κατά φαντασία έγινε άνθρωπος» (Θφ).
(2) Υπάρχει και η γραφή παρένεγκε και παρενέγκαι. Η ελλειπτική μορφή του λόγου, που προέρχεται από τη σφοδρή συγκίνηση αυτού που μιλά και ονομάζεται από τους γραμματικούς αποσιώπηση, συναντιέται και στο Λουκά ιθ 42 (ο).
(3) Στην Π.Δ. η μεταφορά του ποτηρίου για την καλή ή κακή τύχη κάποιου προσώπου είναι συνηθέστατη (Ψαλμ. ι 6,ιε 5,κβ 5,οε 9 κλπ). Στην Κ.Δ. χρησιμοποιείται ειδικά για το πάθος του Χριστού. Δες Μάρκ. ιδ 36,Ιω. ιη 11,Ματθ. κ 23,23,Μάρκ. ι 38,39 (p).
«Γιατί βρίσκεται να ατονεί η φύση του ανθρώπου, ακόμη και στον ίδιο το Χριστό, όσο εξαρτάται από αυτήν, αλλά επαναφέρεται από το Λόγο που ενώθηκε με αυτήν σε γενναιότητα που ταιριάζει στο Θεό».
«Το πάθος δηλαδή της λύπης… δεν εκδηλωνόταν στην ίδια τη θεία και απαθή φύση του Λόγου· διότι ήταν αδύνατο, επειδή βρίσκεται πέρα από κάθε πάθος· λέμε όμως ότι ο Λόγος, που έλαβε σάρκα και κατέβηκε στα ανθρώπινα μέτρα, θέλησε φαινομενικά να υπομείνει τα δικά της πάθη. Όπως λοιπόν λέγεται ότι πείνασε, αν και είναι ζωή και ζωοποιός, και είναι ο ίδιος ο άρτος ο ζωντανός, και κοπίασε από τον μακρό δρόμο, αν και είναι Κύριος των δυνάμεων, έτσι λέγεται και ότι περιέπεσε σε αγωνία και φάνηκε ότι λυπήθηκε. Γιατί δεν έπρεπε αυτός που κατέβηκε σε ταπείνωση και περιβλήθηκε τα ανθρώπινα μέτρα, να εμφανίζεται ότι αποφεύγει τα ανθρώπινα» (Κ).
(4) Ο Κύριος δεν αρνείται ούτε για μια στιγμή να συντελέσει τη σωτηρία της ανθρωπότητας. Ζητά μόνο εάν εκτός του σταυρού ο Πατέρας με την απεριόριστή του δύναμη και σοφία, δεν θα μπορούσε να βρει και άλλο μέσο συνδιαλλαγής (g).
(5) Όταν λέει ο Ιησούς το θέλημά μου δεν εννοεί ούτε ολόκληρο το θέλημά του ούτε το οριστικό θέλημά του, το οποίο έγινε τέτοιο μετά από απόφαση. Λέγοντας θέλημά μου εννοεί το θέλημα του φυσικού ενστίκτου, που τοποθετήθηκε μέσα μας από το Θεό, και το οποίο ένστικτο αποστρέφεται το πάθος. Η αντίσταση λοιπόν του θελήματος μπροστά στη σκληρή τιμωρία, όπως ήταν εκείνη, την οποία ο Ιησούς είχε μπροστά του, είναι κάτι το φυσικό και νόμιμο. Η αντίσταση μάλιστα αυτή ήταν τόσο αναγκαία, ώστε χωρίς αυτήν δεν θα υπήρχε θυσία στην υπακοή. Η θυσία αρχίζει ακριβώς με τη σύγκρουση αυτή μεταξύ της φωνής της φύσεως και του ανώτερου θελήματος που συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του έργου, το οποίο ο Θεός επιβάλλει.
Αλλά η σύγκρουση αυτή δεν συνεπάγεται ενοχή και αμαρτία, εφ’ όσον η φωνή της φύσης δεν κυριαρχεί πάνω στη φωνή του πνεύματος, το οποίο παραμένει προσκολλημένο στο θείο θέλημα και το οποίο τελικά κυριαρχεί. Η σύγκρουση λοιπόν εδώ δεν είναι μεταξύ του Ιησού και του Θεού, αλλά μεταξύ δύο στοιχείων μέσα στον ίδιο τον Ιησού Χριστό, στη φύση και στο πνεύμα, το οποίο ούτε για μια στιγμή δεν χωρίζεται από το θείο θέλημα (g)
«Διότι η μεν μνήμη του θανάτου, εισδύοντας στη μνήμη, τάραζε τον Ιησού, ενώ η δύναμη της θεότητας υπέτασσε το πάθος αμέσως στην αρχή του, και το μεταμόρφωνε σε γενναιότητα. Γιατί κινήθηκαν και μέσα στο Χριστό τα ανθρώπινα με δύο τρόπους· διότι έπρεπε αυτός και με αυτά να φαίνεται ότι έχει όλα τα ανθρώπινα, εκτός μόνο από την αμαρτία, και ότι έγινε αληθινά άνθρωπος, όχι φαινομενικά και κατά φαντασία, αλλά με τρόπο φυσικό μάλλον, έχοντας γεννηθεί από γυναίκα. Όμως τον φόβο και την δειλία, που σε εμάς είναι πάθη φυσικά, επειδή προκλήθηκαν από τις αμαρτίες, τα απέφυγε. Επίσης ενεργούσαν στο Χριστό τα ανθρώπινα, όχι για να δυναμώσουν με την ενέργειά τους αυτή, αλλά για να διακόπτωνται με τη δύναμη του Λόγου και να μεταβάλλεται σε μία άλλη ανώτερη και θεϊκότερη κατάσταση η ανθρώπινη φύση, με πρώτο τον Χριστό. Διότι έτσι ήταν δυνατόν, και όχι αλλιώς, και σε εμάς να διαβούμε το δρόμο της θεραπείας» (Κ).
(6) «Να μη γίνει το θέλημά μου το ανθρώπινο, αλλά το δικό σου, το οποίο δικό σου βεβαίως δεν είναι χωρισμένο από το δικό μου θέλημα. Διότι εφόσον είχε δύο φύσεις ο ένας Χριστός, είχε οπωσδήποτε και φυσικά θελήματα και το θείο και το ανθρώπινο, δηλαδή θελήσεις. Ήθελε μεν λοιπόν η ανθρώπινη φύση τη ζωή· διότι αυτό είναι φυσικό· έπειτα ακολουθώντας το θείο θέλημα… καταδέχτηκε το θάνατο. Και έτσι έγινε ένα αυτό που ήθελε, δηλαδή ο σωτήριος θάνατος» (Θφ).
Λουκ. 22,43 (1) ὤφθη(2) δὲ αὐτῷ ἄγγελος ἀπ᾿ οὐρανοῦ(3) ἐνισχύων(4) αὐτόν.
Λουκ. 22,43 Παρουσιάσθηκε δε εις αυτόν την ώραν εκείνην άγγελος από τον ουρανόν, ο οποίος του ενίσχυε τας σωματικάς του δυνάμεις.
(1) Οι στίχοι 43 και 44 παραλείπονται από τον βατικανό και αλεξανδρινό κώδικα και σημειώνονται με σημάδι αμφιβολίας σε κάποια βυζαντινά χειρόγραφα. Υπάρχουν όμως στον σιναϊτικό και τον κώδικα του Βέζα και σε 13 άλλους μεγαλογράμματους κώδικες και στις δύο παλαιότερες μεταφράσεις Ιτάλα και Πεσιτώ. Ο στίχος 44 παρατίθεται και από τον Ιουστίνο και τον Ειρηναίο. Είναι τελείως απίθανο στίχοι που περιέχουν τέτοιες λεπτομέρειες να προστέθηκαν με παρεμβολή. Είναι πιθανότερο, ότι οι στίχοι αυτοί, οι οποίοι εκ πρώτης όψεως φαίνονται να αντιτίθενται στη θεότητα του Ιησού, παραλείφθηκαν σκόπιμα υπό την πρόφαση, ότι τίποτα παρόμοιο δεν συναντιέται στους δύο άλλους συνοπτικούς (g).
(2) Το ώφθη δηλώνει εμφάνιση ορατή στα μάτια ( L). Αντιτίθεται στα συμφραζόμενα και στην έννοια, με την οποία χρησιμοποιεί αλλού το ρήμα ο Λουκάς, το να υποθέσουμε ότι πρόκειται για εσωτερικό φαινόμενο και αόρατη πνευματική παρουσία. Δες Λουκά α11,θ 31,κδ 34,Πράξ. β 3,ζ 2,26,30,35,θ 17,ιγ 31,ιστ 9,κστ 16 (p).
(3) Ήλθε από τον ουρανό (L). Το από τον ουρανό δεν θα το πρόσθετε, εάν επρόκειτο για αόρατη παρουσία αγγέλου (p). Είναι ήδη ο υιός του ανθρώπου, που αντιπροσωπεύει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος και βαστάζει στους ώμους του όλα τα βάρη μας.
Η θεία φύση, μολονότι ενωμένη μαζί του, έχει αποσυρθεί κατά τρόπο μυστηριώδη και απρόσιτο στην ανθρώπινη διάνοια και έχει αφήσει μόνο τον υιό του ανθρώπου να αντιπαλαίψει με την ταραγμένη και από σφοδρά κύματα σαλευομένη θάλασσα που τον κυκλώνει. Ήδη ο Ιησούς είναι «λίγο ελαττωμένος από τους αγγέλους (ως άνθρωπος)» και για αυτό υποβάλλεται και στην από άγγελο ενίσχυση. Τι ταπείνωση και τι συγκατάβαση για εμάς!
(4) Ενισχύω σημαίνει συνήθως παίρνω δύναμη (Πράξ. θ 18). Παρόλ’ αυτά λαμβάνεται και με έννοια ενεργητική στους Ο΄ και στον Ιπποκράτη. Η ενίσχυση μπορεί να εννοηθεί ότι παρέχεται είτε στο σώμα είτε στην ψυχή. Στην παρούσα περίσταση η ψυχή πάσχει και μέσω αυτής πάσχει και το σώμα. Στην ψυχή λοιπόν κομίζεται η ενίσχυση από τον άγγελο. Πώς; Αυτό είναι μυστικό του Θεού (L).
Ενισχύοντας αυτόν πάντως όχι με προτροπή και παρόρμηση (b). Δεν αποτελούσαν ρητορικό σχήμα οι προ ολίγων στιγμών λεχθέντες από τον Κύριο λόγοι: Είναι περίλυπη η ψυχή μου έως θανάτου. Όπως στην έρημο υπό το κράτος τα πείνας, έτσι και τώρα υπό το βάρος της αγωνίας ο Κύριος αισθανόταν τον εαυτό του κοντά στο θάνατο. Η παρουσία του αγγέλου έκανε να περάσει μέσα από αυτόν μία ζωογόνα πνοή. Μία δροσιά θεϊκή διαπερνά την ψυχή και το σώμα του και αναλαμβάνοντας δυνάμεις συνεχίζει μέχρι τέλους τον αγώνα αυτόν, από τη βία του οποίου εξαντλούνταν οι φυσικές του δυνάμεις μέχρι θανάτου (g).
Ίσως ο άγγελος σκούπισε τον ιδρώτα του και τα δάκρυά του· ίσως του πρόσφερε κάποιο ποτό δυναμωτικό, όπως και μετά τον πειρασμό στην έρημο τον διακονούσαν οι άγγελοι· ίσως τον βάσταξε στους βραχίονές του και τον βοήθησε να σηκωθεί από το έδαφος ή τον συνέφερε έτοιμο να λιποθυμήσει.
Λουκ. 22,44 καὶ γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ(1) ἐκτενέστερον(2) προσηύχετο. ἐγένετο δὲ ὁ ἱδρὼς(3) αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος(4) καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν(5).
Λουκ. 22,44 Και περιέπεσε εις αγωνίαν και προσηύχετο τώρα θερμότερα και εκτενέστερα, και ο άφθονος ιδρώς, που έτρεχε από το πρόσωπον και το σώμα του, έγινε πηκτός σαν θρόμβοι αίματος, που πίπτουν εις την γην.
(1) Λέγεται μία φορά. Ο Μάρκος αντί του γενόμενος εν αγωνία γράφει ἐκθαμβεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν, ενώ ο Ματθαίος λυπεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν (p). Η λέξη βγαίνει από το αγών (= αγώνας). Λέγεται για τις ισχυρότερες συγκινήσεις και ταραχές της ψυχής (Grimm.).
(2) Από το εκτείνω= διαρκέστερα, άρα λοιπόν και εντονότερα και με μεγαλύτερη θερμότητα (δ). Δεν εννοεί αυτό, ότι πριν η προσευχή ήταν κάπως ψυχρή και χλιαρή, αλλά ότι τώρα η προσευχή του προσέλαβε ιδιαίτερη σφοδρότητα, που εκδηλωνόταν και σε σχήματα εξωτερικά και σε φωνή ισχυρότερη και σε λυγμούς που διέκοπταν αυτήν. Κατά τη στιγμή αυτή φαίνεται έλαβε χώρα το βεβαιούμενο από την Γραφή, ότι «πρόσφερε δεήσεις και ικεσίες με κραυγή ισχυρή και δάκρυα» (Εβρ. ε 7).
(3) «Ότι η προσευχή ήταν από την ανθρώπινη φύση, η οποία κατά παραχώρηση έπασχε το κοινό πάθος της φιλοζωΐας, και όχι από τη θεότητα, όπως λένε οι Αρειανοί (οπαδοί του αιρετικού Αρείου), είναι φανερό από το ότι ίδρωσε και ένιωσε τέτοια αγωνία ώστε… και θρόμβοι αίματος να πέσουν από αυτόν» (Θφ).
(4) «Θρόμβοι αίματος είναι οι παχύτατες σταγόνες του αίματος. Και το είπε αυτό δηλώνοντας όχι ότι ίδρωσε με αίμα, αλλά ότι έπεφταν από αυτόν παχιοί ιδρώτες από την αγωνία» (Ζ).
«Διότι υπάρχει παροιμία, σε αυτούς που κουράζονται πάρα πολύ, ότι με αίμα ίδρωσε· όπως ακριβώς και σε αυτούς που οδύρονται πικρά, με αίματα κλαίει. Αυτό λοιπόν θέλοντας να δηλώσει και ο ευαγγελιστής, ότι δεν έσταζε με κάποιες λεπτές σταγόνες… αλλά με σταγόνες παχιές ιδρώτα, πήρε για εικόνα αυτού που έγινε τους θρόμβους του αίματος» (Θφ).
Εδώ συγκρίνεται ο ιδρώτας του Σωτήρα κατά το εξωτερικό σχήμα με τον θρόμβο του αίματος για ένδειξη της μεγάλης του αγωνίας, και δεν ταυτίζεται πράγματι σαν να ήταν αιματηρός ιδρώτας (δ). Ο ιατρός Αρεταίος κατά τον Hobart συνέκρινε το πηκτό με τους θρόμβους («παχύ και πηχτό σαν τους θρόμβους»). Η ιατρική παρόλ’ αυτά γνωρίζει και «αιματώδη ιδρώτα», όπως αποκαλεί αυτόν ο Αριστοτέλης (L).
Και υπάρχουν περιπτώσεις, κατά τις οποίες το αίμα βίαια μαστιζόμενο από την αγωνία ξεπηδά από τα αγγεία που το συγκρατούν προς τα έξω αναμιγνυόμενο με τον ιδρώτα (g). Για τον Κάρολο Θ΄ της Γαλλίας αναφέρεται ότι κατά τις δύο τελευταίες εβδομάδες της ζωής του (Μάιος 1574) αίμα ξεπηδούσε από όλους τους πόρους του δέρματος έτσι ώστε σε κάποια περίπτωση βρέθηκε λουσμένος με αιματηρό ιδρώτα (p).
(5) Ότι κατέβαινε παχύς ιδρώτας από την αγωνία το παρατήρησε στο φως της πανσελήνου κάποιος από τους μαθητές που ήταν μαζί του και πιο κοντά (δ).
«Και δήλωνε όπως ακριβώς και με την έντονη προσευχή και με την πολλή αγωνία και την παχύτητα των ιδρώτων, ότι ο Σωτήρας ήταν άνθρωπος κατά τρόπο φυσικό και αληθινό και όχι φαινομενικά και φανταστικά και υπηρέτησε τα φυσικά και αδιάβλητα πάθη (αδιάβλητα=αυτά που δεν μπορούν να κατηγορηθούν ως αμαρτωλά)» (Σχ).
Ο ιδρώτας μπήκε μαζί με την αμαρτία και υπήρξε μέρος της κατάρας στο προπατορικό αμάρτημα (Γεν. γ 19). Όταν λοιπόν ο Χριστός έγινε για χάρη μας αμαρτία και κατάρα, ίδρωσε με ιδρώτα πηχτό, έτσι ώστε με τον ιδρώτα του προσώπου του να φάμε εμείς άρτο και για να εξαγιάσει και να γλυκάνει όλες τις δοκιμασίες μας.
Λουκ. 22,45 καὶ ἀναστὰς ἀπὸ τῆς προσευχῆς, ἐλθὼν πρὸς τοὺς μαθητὰς εὗρεν αὐτοὺς κοιμωμένους ἀπὸ τῆς λύπης(1),
Λουκ. 22,45 Και αφού εσηκώθηκε από την προσευχήν, ήλθε προς τους μαθητάς και τους εύρε να κοιμώνται, από την κατάπτωσιν που τους είχε προκαλέσει η πολλή λύπη.
(1) Είναι γνωστό πράγματι, ότι λύπη μεγάλη φέρνει διάθεση για ύπνο λόγω της εξάντλησης, προ παντός μετά από μακρά και ζωηρή ένταση (g).
Λουκ. 22,46 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί καθεύδετε; ἀναστάντες προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν(1).
Λουκ. 22,46 Και τους είπε• διατί κοιμάσθε; Σηκωθήτε και προσεύχεσθε, δια να μην πέσετε εις πειρασμόν.
(1) «Συμβουλεύει να προσεύχονται στους πειρασμούς, ώστε να μη νικηθούν από αυτούς. Διότι αυτό σημαίνει το να μην μπουν σε πειρασμό· δηλαδή το να μην τους καταπιεί ο πειρασμός ούτε να μπουν μέσα στην επικράτειά του» (Θφ).
Η σύλληψη του Ιησού κβ 47-53
Λουκ. 22,47 Ἔτι δὲ αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ ὄχλος, καὶ ὁ λεγόμενος Ἰούδας(1), εἷς τῶν δώδεκα(2), προῆγεν(3) αὐτούς, καὶ ἤγγισε τῷ Ἰησοῦ φιλῆσαι(4) αὐτόν· τοῦτο(5) γὰρ σημεῖον δεδώκει αὐτοῖς· ὃν ἂν φιλήσω, αὐτός ἐστιν.
Λουκ. 22,47 Ενώ δε αυτός μιλούσε, ιδού έφθασε ο όχλος και αυτός που ελέγετο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, επήγαινεν εμπρός ως οδηγός των και επλησίασε τον Ιησούν, δια να τον φιλήση. Διότι αυτό τους είχε δώσει ως σημείον. Τους είχε δηλαδή πει• όποιον φιλήσω, αυτός είναι ο Ιησούς.
(1) «Γιατί όμως λέει «ο λεγόμενος Ιούδας»; Μήπως δηλαδή δεν γνώριζε τον άνδρα που συγκαταλεγόταν μεταξύ εκείνων που είχαν επιλεγεί; Αλλά σαν να είχε μισήσει ήδη και το όνομά του, λέει· αυτός που λεγόταν Ιούδας» (Κ).
(2) «Και προσθέτει σε αυτό και το «Ένας από τους δώδεκα», για να δείξει και να κατηγορήσει τη φαυλότητα του προδότη. Γιατί αυτός που είχε τιμηθεί εξίσου με τους αποστόλους, έγινε αφορμή σε εκείνους που ήθελαν να σκοτώσουν το Χριστό» (Κ).
(3) Περισσότερο μαρτυρημένη γραφή προήρχετο= προηγούνταν του όχλου (δ).
(4) «Τους έδωσε δηλαδή σημάδι· εκείνον που θα φιλήσω, αυτός είναι. Ξέχασε εντελώς τη δόξα του Χριστού· νόμισε ίσως ότι μπορούσε να κρυφτεί· και προβάλλει μεν μπροστά φίλημα σαν τύπο αγάπης, έχοντας όμως γεμάτη την καρδιά με ανίερες σκέψεις. Σαν μεθυσμένος λοιπόν πλησιάζει το Χριστό· και την εξαιρετική αγάπη προσδοκούσε να την καταστήσει όργανο δόλου και απάτης. Με αυτόν τον τρόπο βεβαίως και πολύ εύλογα έκανε ακόμη βαρύτερη στον εαυτό του την καταδίκη, διότι δεν ντράπηκε ούτε το σχήμα και σύμβολο της προδοσίας, το φίλημα» (Θφ).
(5) Ολόκληρη η φράση μέχρι τέλους μαρτυρείται από ελάχιστους μεγαλογράμματους κώδικες και παραλείπεται και από αρκετούς μικρογράμματους.
Λουκ. 22,48 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἰούδα, φιλήματι(1) τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου(2) παραδίδως;
Λουκ. 22,48 Ο δε Ιησούς τού είπε• Ιούδα, με φίλημα προδίδεις τον υιόν του ανθρώπου;
(1) «Τι κάνει λοιπόν ο Κύριος; Δέχεται αυτό το εχθρικό φίλημα. Οι κεραυνοί πάλι αμελούσαν να ξεσπάσουν πάνω στον αχάριστο και δόλιο, διότι ο Σωτήρας μας δίδασκε να δείχνουμε ανεξικακία σε τέτοιους ανθρώπους. Τον ελέγχει μόνο· Ιούδα με φίλημα προδίδεις; Ούτε αυτό το είδος της προδοσίας δεν ντρέπεσαι; Αναμιγνύεις την προδοσία που είναι έργο εχθρού με φίλημα φίλου;… Και τα έλεγε αυτά διότι μέχρι την τελευταία στιγμή καιγόταν για αυτόν. Για αυτό και ούτε ύβρισε, ούτε είπε· απάνθρωπε και αχάριστε, αλλά, Ιούδα, επαναφέροντάς τον με το κύριο όνομά του. Και ούτε θα τον έλεγχε αν και αυτό δεν ήταν για βελτίωσή του» (Θφ).
«Δες πώς με τρόπο πάρα πολύ ελεγκτικό αγγίζει την αναιδή ψυχή και λέει λόγια ικανά να μαλακώσουν και πέτρινο νου. Όταν δηλαδή όρμηξε να τον φιλήσει, τι λέει; Ιούδα με φίλημα, παραδίνεις τον υιό του ανθρώπου; Ούτε αυτόν τον τρόπο της προδοσίας δεν ντρέπεσαι; Και τα έλεγε αυτά ο Χριστός για να τον ελέγξει και θυμίζοντας του την προηγούμενη συνήθεια. Αλλά όμως αν και τόσα έκανε ο Κύριος και είπε, δεν έγινε καλύτερος εκείνος, όχι από την αδυναμία αυτού που έδωσε τις συμβουλές, αλλά από τη δική του ραθυμία. Ο Χριστός όμως, αν και όλα αυτά τα προγνώριζε, δεν παρέλειψε από την αρχή μέχρι το τέλος να δείξει όλα όσα εξαρτιόνταν από αυτόν» (Χ).
«Και όταν μεν τον φιλούσε (ο Ιούδας) δεν τον αποστράφηκε, αλλά με τη συνηθισμένη του πραότητα τον έλεγχε. Έδειξε όμως σε αυτόν, για να μη νομίζει ότι κρύβεται, ότι δεν τον δέχεται για αυτό, το οποίο υποκρίνεται με το φιλί, αλλά για εκείνο, για το οποίο και ήλθε και θέλει να εκτελέσει» (Απολλινάριος).
(2) «Αλλά και ποιόν προδίδεις; Τον υιό του ανθρώπου, δηλαδή τον ήμερο, τον πράο, τον συγκαταβατικό, που έγινε άνθρωπος για σένα» (Θφ).
Υπενθυμίζει στον Ιούδα, ότι είναι ο Μεσσίας αυτός, τον οποίο μεταχειριζόταν με το καταπληκτικό αυτό επικάλυμμα της προδοσίας (p). «Ιούδα με φίλημα παραδίνεις τον υιό του ανθρώπου;» Σαν να του έλεγε: Έπρεπε λοιπόν ο υιός του ανθρώπου να προδοθεί και να παραδοθεί από έναν μαθητή του, σαν να υπήρξε για αυτόν σκληρός και άδικος διδάσκαλος και σαν τα μαθήματα, τα οποία αυτός έλαβε από αυτόν, να ήταν άξια καταφρόνησης και αποκήρυξης; Χρειαζόταν λοιπόν και με φίλημα να παραδοθεί;
Έπρεπε το σύμβολο αυτό και η εκδήλωση της φιλίας και της αγάπης να καταστεί μέσο και όργανο προδοσίας; Βεβηλώθηκε ποτέ και υβρίστηκε άλλοτε τόσο πολύ το δείγμα αυτό της αγάπης; Και χρειαζόταν η βεβήλωση αυτή να γίνει από έναν μαθητή δικό μου, ο οποίος την διδασκαλία μου στήριξα στην αγάπη και τη ζωή μου ολόκληρη παρουσίασα όχι μόνο ύμνο αλλά και θυσία στην αγάπη; Ω! ναι· τίποτα άλλο δεν πικραίνει τόσο πολύ τον Ιησού, όσο το να προδίδεται από εκείνους, οι οποίοι προσποιούνται φιλία και αφοσίωση σε αυτόν και για ευτελή συμφέροντα ή ηδονές αρνούνται την αγάπη του.
Λουκ. 22,49 ἰδόντες δὲ οἱ περὶ αὐτὸν τὸ ἐσόμενον εἶπον αὐτῷ· Κύριε, εἰ πατάξομεν ἐν μαχαίρᾳ(1);
Λουκ. 22,49 Όταν δε είδαν οι μαθηταί, που ήσαν γύρω από τον Ιησούν, αυτό που θα συνέβαινε, του είπαν• Κύριε, μας δίνεις την άδεια να τους κτυπήσωμεν με μάχαιραν;
(1) Ειπώθηκε ότι αφού ήταν παράνομο να κουβαλά κάποιος μαχαίρια κατά τις εορτές, έχουμε εδώ άλλο σημάδι, ότι το τελευταίο μυστικό Δείπνο δεν ήταν πασχάλιο δείπνο. Εάν όμως το μαχαίρι ήταν μαχαίρι μεν τραπεζιού, μεγάλο όμως, ώστε με αυτό να σφαχτεί το αρνί, το επιχείρημα καταπίπτει (p).
Λουκ. 22,50 καὶ ἐπάταξεν εἷς τις ἐξ αὐτῶν(1) τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως(2) καὶ ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ οὖς τὸ δεξιόν.
Λουκ. 22,50 Και κάποιος από αυτούς εκτύπησε με μάχαιραν τον δούλον του αρχιερέως και του απέκοψε το δεξί αυτί.
(1) Μόνος ο Ιωάννης αναφέρει και το όνομα του μαθητή (Πέτρος) και το όνομα του δούλου (Μάλχος). Όταν έγραφε το ευαγγέλιό του ο Ιωάννης δεν ήταν επικίνδυνο να φανερωθεί το όνομα του αποστόλου, που χτύπησε τον δούλο του αρχιερέα. Ως γνωστός του αρχιερέα (Ιω. ιη 15) ο Ιωάννης πιθανότατα γνώριζε άμεσα τον δούλο και το όνομά του (p).
(2) Πιθανώς ο Μάλχος πρωτοστάτησε στη σύλληψη του Ιησού και ο Πέτρος απέβλεπε στο να χτυπήσει με το μαχαίρι εναντίον του κεφαλιού του (p).
Λουκ. 22,51 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἐᾶτε ἕως τούτου(1)· καὶ ἁψάμενος τοῦ ὠτίου αὐτοῦ ἰάσατο αὐτόν(2)·
Λουκ. 22,51 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και τους είπε• φθάνει έως εδώ, μη προχωρείτε άλλο. Και αφού ήγγισε το αυτί του δούλου, τον εθεράπευσε.
(1) Η ασάφεια της φράσης αποτελεί απόδειξη, ότι ειπώθηκε αυτή. Λόγος που επινοήθηκε θα ήταν σαφέστερος. Εάν απευθύνθηκε προς τους μαθητές (όπως υπονοεί το προηγούμενο «αποκριθείς»= είτε στην ερώτηση των μαθητών αποκρίθηκε, είτε στην πράξη του Πέτρου)(p) η έννοια είναι: αφήστε την αντίσταση μέχρις εδώ, μέχρι την πληγή του δούλου και τίποτα άλλο μην κάνετε (δ). Μην προχωράτε περισσότερο! Όχι άλλο παρόμοιο χτύπημα! Αυτό είναι παραπάνω από ό,τι πρέπει.
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία· αφήστε τους ανθρώπους αυτούς να προχωρήσουν μέχρι αυτό, δηλαδή μέχρι του να με συλλάβουν (g). Εάν απευθύνθηκε προς εκείνους οι οποίοι είχαν έλθει να τον συλλάβουν, μπορεί να σημαίνει: Ανεχτείτε την μέχρι του σημείου αυτού βία εκ μέρους των ακολούθων μου· η βία αυτή εντός ολίγου θα επανορθωθεί (p). Παρόλ’ αυτά ο Κύριος από τον στίχο 52 απευθύνεται σε αυτούς που ήλθαν σε αυτόν (g).
(2) «Θεράπευσε ως Θεός εκείνον που δέχτηκε το χτύπημα, δίνοντας σε εκείνους που είχαν πάει να τον συλλάβουν θεοπρεπές και αυτό το θαύμα» (Κ).
Μόνος ο Λουκάς ο ιατρός αναφέρει την θεραπεία και περιγράφει το μοναδικό αυτό θαύμα της χειρουργικής (p). Πρέπει λοιπόν ο Ιησούς να θεράπευσε τον Μάλχο, διότι αλλιώς ο Ιησούς δεν θα είχε το θάρρος να πει στον Πιλάτο: «αν ήταν από τον κόσμο αυτόν η βασιλεία μου, οι υπηρέτες οι δικοί μου θα αγωνίζονταν να μην παραδοθώ στους Ιουδαίους» (Ιω. ιη 36). Με την άμεση θεραπεία του Μάλχου, η ηθική κατάσταση, που βλάφτηκε από το σφάλμα του Πέτρου, αποκαταστάθηκε στο ακέραιο (g).
Με τη θεραπεία αυτή ο Κύριος έδειξε σαφώς και σε εκείνους, οι οποίοι έρχονταν να τον συλλάβουν, πρώτον την δύναμή του· εκείνος λοιπόν, ο οποίος είχε τη δύναμη να θεραπεύει και να αποκαθιστά το καταστραμμένο, πολύ περισσότερο είχε τη δύναμη να καταστρέφει. Μπορούσε λοιπόν αν ήθελε, να τους χτυπήσει.
Έδειξε, δεύτερον, την καλοσύνη και αγαθότητά του. Μας δίδαξε εμπράκτως να ευεργετούμε αυτούς που μας μισούν. Εκείνοι οι οποίοι αποδίδουν αγαθό αντί κακού, πράττουν ό,τι και ο Χριστός έπραξε. Και θα νόμιζε μεν κάποιος, ότι από τα δείγματα αυτά της δύναμής του και της αγάπης του θα συγκινούσε αυτούς που έρχονταν εναντίον του, ώστε να εμποδιστούν από το να τον συλλάβουν ως κακοποιό αυτόν, ο οποίος αποδείχτηκε και στα μάτια τους αγαθοποιός. Αλλά οι καρδιές τους είχαν σκληρυνθεί.
Λουκ. 22,52 εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς πρὸς τοὺς παραγενομένους ἐπ᾿ αὐτὸν ἀρχιερεῖς(1) καὶ στρατηγοὺς τοῦ ἱεροῦ(2) καὶ πρεσβυτέρους(3)· ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξεληλύθατε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων(4);
Λουκ. 22,52 Είπε δε ο Ιησούς στους αρχιερείς και τους στρατηγούς του ιερού και τους πρεσβυτέρους, που είχαν έλθει και αυτοί εναντίον του• βγήκατε οπλισμένοι με μαχαίρια και ρόπαλα, σαν να επηγαίνετε εναντίον ληστού;
(1) Αυτοί που ήλθαν δεν είναι κάποιοι νέοι που μόλις τη στιγμή εκείνη ήλθαν, αλλά μέρος του όχλου του στίχου 47, τους οποίους ο Λουκάς καθορίζει τώρα ακριβέστερα. Καθόλου απίθανο, ότι ακολούθησαν και αρχιερείς το απόσπασμα που ήλθε για τη σύλληψη του Ιησού. Η αγωνία, από την οποία ήταν κυριευμένοι και αυτοί και οι στρατηγοί του ιερού και οι πρεσβύτεροι έως ότου επιτευχθεί η σύλληψη, η οποία μπορούσε να ματαιωθεί είτε από κακό υπολογισμό του χρόνου, είτε από το λαό είτε και από θαύμα, θα τους ωθούσε να παρακολουθήσουν αυτοπροσώπως τις κινήσεις του αποσπάσματος (p).
(2) Δες Λουκ. κβ 4.
(3) Ο Ιωάννης μιλά και για σπείρα και για χιλίαρχο (Ιω. ιη 3,12) δηλαδή για απόσπασμα της ρωμαϊκής κοχόρτιδος (g). Αλλά ο Κύριος απευθύνεται προς του Ιουδαίους άρχοντες ως κυρίως υπευθύνους για τα διεξαγόμενα (p). Οι λόγοι αυτοί προέρχονται από ιερή και δίκαιη αγανάκτηση, την οποία άνθρωπος αθώος, που δεν έπραξε ποτέ κανένα αδίκημα, αλλά πάντοτε εκδήλωσε σε όλους αγαθά συναισθήματα και διαθέσεις, δοκιμάζει αντικρίζοντας οπλισμένο συρφετό, έτοιμο να τον μεταχειριστεί ως ληστή και συνήθη κακοποιό (ο).
(4) Πιθανώς τα ξύλα ήταν ρόπαλα.
Λουκ. 22,53 καθ᾿ ἡμέραν ὄντος μου μεθ᾿ ὑμῶν ἐν τῷ ἱερῷ οὐκ ἐξετείνατε τὰς χεῖρας ἐπ᾿ ἐμέ(1). ἀλλ᾿ αὕτη ἐστὶν ὑμῶν ἡ ὥρα(2) καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ σκότους(3).
Λουκ. 22,53 Όταν εγώ κάθε ημέραν ήμουν μαζί σας στο ιερόν, δεν απλώσατε τα χέρια σας επάνω μου. Αλλά αυτή είναι η ώρα, που την επέτρεψε ο Θεός ως ώραν ιδικήν σας. Και είναι ώρα του σκότους και της νυκτός.
(1) Η έννοια της κατηγορίας αυτής του Κυρίου κατά των Ιουδαίων αρχόντων είναι η εξής: Κάθε μέρα σας παρέχονταν πολλές ευκαιρίες, όταν ήμουν στο ιερό· ήσασταν και εσείς εκεί· και το μέρος ήταν το δημοσιότερο και κεντρικότερο της πόλης και σεις δεν επιχειρήσατε να με αγγίξετε. Αυτό λοιπόν που κάνετε τώρα είναι αδικαιολόγητο (p).
(2) Αυτός είναι ο κατάλληλος χρόνος για σας (Grimm). Ή, «αυτή είναι η ώρα, κατά την οποία πήρατε δύναμη εναντίον μου από το Θεό» (Ζ)· αυτή είναι η ώρα που κατά παραχώρηση του Θεού σάς δόθηκε για να πετύχετε το σκοπό σας (p).
(3) Και συμπίπτει η ώρα αυτή με την ώρα που παραχωρήθηκε στην εξουσία του σκότους (p). Και αυτή είναι η εξουσία του σκότους, του κακού, το οποίο μπορεί ελεύθερα κατά την ώρα αυτή να αναπτυχθεί (g).
«Σκοτάδι εδώ λέει τον διάβολο· διότι πήρε και αυτός τότε εξουσία εναντίον του» (Ζ).
Το σύνολο της φράσης μπορεί να εννοηθεί έτσι: Το σκοτάδι ευνοεί το έγκλημα. Διότι ο άνθρωπος προκειμένου να αμαρτήσει έχει ανάγκη να κρυφτεί όχι μόνο από τους άλλους, αλλά και από τον ίδιο τον εαυτό του. Για αυτό η νύχτα είναι ο καιρός, κατά τον οποίο ο σατανάς αναπτύσσει όλη τη δύναμή του στην ανθρωπότητα· είναι η ώρα του. Αλλά είναι και η δική σας ώρα, λέει ο Ιησούς, διότι είστε όργανά του στην πράξη την οποία συντελείτε (g). Μπορεί να εννοηθεί και διαφορετικά: Αυτή είναι η ώρα που σας δόθηκε εξουσία να με συλλάβετε και η εξουσία αυτή είναι του σατανά, του οποίου εσείς είστε όργανα (δ.L.).
Η άρνηση του Πέτρου (κβ 54-62)
Λουκ. 22,54 Συλλαβόντες δὲ αὐτὸν ἤγαγον καὶ εἰσήγαγον(1) αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀρχιερέως(2). ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει μακρόθεν(3).
Λουκ. 22,54 Αφού δε τον έπιασαν, τον έφεραν εις την πόλη και τον έβαλαν στο σπίτι του αρχιερέως. Ο δε Πέτρος ακολουθούσε μακράν.
(1) Τον συνέλαβαν έξω από την πόλη. Για αυτό λέγεται το ρήμα ήγαγον (=έφεραν), από την μακρινή αυτή απόσταση· και μετά τον έβαλαν μέσα στην οικία του αρχιερέα. Ούτε ο Μάρκος ούτε ο Λουκάς αναφέρουν το όνομα του αρχιερέα αυτού (L).
(2) Είναι αδύνατον να καθορίσουμε, εάν ο Λουκάς εννοεί τον Άννα ή τον Καϊάφα. Αλλά η αφήγηση του Ιωάννη (ιη 12-24) κάνει πολύ πιθανό, ότι ο Άννας και ο γαμπρός του Καϊάφας παρέμεναν στο ίδιο σπίτι έχοντας ο καθένας ιδιαίτερο διαμέρισμα (p). Κατά τον Λουκά ο Ιησούς οδηγήθηκε στον αρχιερέα, όπου υπέστη τις κακοποιήσεις αυτών που τον φύλαγαν, και το πρωί έλαβε χώρα η συνεδρία του Συνεδρίου, κατά την οποία καταδικάστηκε (δες στίχους 64-66).
Σε συνδυασμό με τις πληροφορίες και των άλλων ευαγγελιστών, των οποίων τις αφηγήσεις δεν αποκλείει ο Λουκάς, η σειρά των γεγονότων που ακολούθησαν μετά τη σύλληψη του Ιησού έχει ως εξής: Ο Ιησούς από τη Γεθσημανή γύρω στα μεσάνυχτα οδηγήθηκε ενώπιον του Άννα, όπου έγινε κάποια προανάκριση με σκοπό να αποσπαστεί κάποιος λόγος από τον Ιησού που μπορούσε να χρησιμεύσει για στήριξη της κατηγορίας (Ιω. ιη 19-23). Επειδή η συνεδρίαση αυτή δεν κατέληξε σε κάποιο αποτέλεσμα, η παράδοση δεν αναφέρει αυτήν και έτσι αποσιωπήθηκε από τους συνοπτικούς, τους οποίους στο σημείο αυτό ολοφάνερα αποσκοπεί να συμπληρώσει ο Ιωάννης λέγοντας «και οδήγησαν αυτόν στον Άννα π ρ ώ τ α».
Την ώρα που γινόταν από τον Άννα η προανάκριση, συγκλήθηκαν με βιασύνη τα μέλη του συνεδρίου και κατά τη συνεδρίασή του που ακολούθησε αμέσως στον Καϊάφα, καταδικάστηκε σε θάνατο ο Ιησούς. Την συνεδρίαση αυτή που έγινε γύρω στις 3 το πρωί αφηγούνται λεπτομερώς ο Ματθαίος και ο Μάρκος. Ο Ιωάννης αποσιώπησε αυτήν ως γνωστή από την αφήγηση των δύο αυτών συνοπτικών. Το πρωί συνήλθαν πάλι σε επίσημη συνεδρίαση τα μέλη του συνεδρίου στον τόπο τον συνηθισμένο κοντά στο ναό, και την συνεδρία αυτή αναφέρει ο Λουκάς, ενώ συντομότατα μιλούν για αυτήν και οι Ματθ. και Μάρκος. Ήταν αναγκαία αυτή πρώτον μεν διότι σύμφωνα με έναν ραββινικό κανόνα καμιά ποινή θανάτου που επιβλήθηκε σε καιρό νύχτας δεν ήταν έγκυρη (Sanhedrin 9,1). Δεύτερον επίσης διότι η απόφαση της νύχτας δεν είχε παρθεί στον επίσημο τόπο των συνεδριών. Και τρίτον διότι έπρεπε να συσκεφθούν για τα μέσα και τον τρόπο της ενεργείας, με τα οποία θα πετύχαιναν την επικύρωση της απόφασης από τον Πιλάτο (g).
(3) Το ότι ακολουθεί είναι δείγμα αγάπης, το ότι ακολουθεί από μακριά είναι απόδειξη φόβου (στον p.). Τον ακολουθεί από μακριά για να είναι εκτός κινδύνου. Ο Πέτρος άρχισε ήδη να κλονίζεται. Εξακολουθεί να δείχνει ενδιαφέρον για τον Διδάσκαλο, δεν αντιμετωπίζει όμως τον κίνδυνο με αυταπάρνηση και ανδρεία. Ακολουθεί τον Ιησού και έτσι καθησυχάζει τη συνείδησή του, ότι δεν αρνήθηκε αυτόν. Αλλά τον ακολουθεί από μακριά, το οποίο δηλώνει, ότι ο μαθητής άρχισε να κάμπτεται και να προβαίνει σε αβαρίες. Πού και πότε έγιναν οι αρνήσεις του Πέτρου;
Οι αφηγήσεις των ευαγγελιστών θα παρουσίαζαν δυσκολίες ανεπίλυτες, εάν ο Άννας και ο Καϊάφας δεν κατοικούσαν στο ίδιο σπίτι. Η πρώτη από τις αρνήσεις εξιστορείται από τον Ιωάννη κατά τρόπο που υπονοεί, ότι έλαβε χώρα κατά την εμφάνιση του Ιησού ενώπιον του Άννα. Οι άλλες δύο έγιναν μετά τη συνεδρίαση αυτή και συνεπώς ανάμεσα στην εμφάνιση μπροστά στον Άννα και στη συνεδρίαση του συνεδρίου στον Καϊάφα (g).
Λουκ. 22,55 ἁψάντων(1) δὲ πυρὰν ἐν μέσῳ τῆς αὐλῆς καὶ συγκαθισάντων αὐτῶν ἐκάθητο ὁ Πέτρος ἐν μέσῳ αὐτῶν(2).
Λουκ. 22,55 Αφού δε οι στρατιώται και οι υπηρέται άναψαν φωτιά στο μέσον της αυλής και κάθισαν γύρω από αυτήν, εκάθητο και ο Πέτρος ανάμεσα εις αυτούς.
(1) Υπάρχει και η γραφή περιαψάντων (δες και Γ΄ Μακαβ. γ 7), οπότε θα έχουμε λέξη που λέγεται μοναδική φορά. Αλλά και το άπτω μόνο από τον Λουκά χρησιμοποιείται στην Κ.Δ. (p). Περιαψάντων=γύρω τους, άναψαν κυκλικά (δ).
(2) Υπάρχει και η γραφή «μέσος αυτών». Κάθισε ανάμεσά τους, σαν να ήταν ένας από αυτούς. Και μολονότι εσωτερικά δεν ήθελε να συγκαταριθμείται στους δούλους του αρχιερέα, παρόλ’ αυτά τώρα επιδιώκει να τον θεωρούν οι άλλοι ως έναν από αυτούς. Δεύτερη υποχώρηση του Πέτρου. Ο Πέτρος άρχισε ήδη να προσποιείται ότι είναι ξένος και τελείως άγνωστος στον Διδάσκαλο. Λίγα πλέον βήματα χωρίζουν αυτόν από την πλήρη άρνηση.
Λουκ. 22,56 ἰδοῦσα δὲ αὐτὸν παιδίσκη(1) τις καθήμενον πρὸς τὸ φῶς καὶ ἀτενίσασα αὐτῷ εἶπε· καὶ οὗτος(2) σὺν αὐτῷ ἦν.
Λουκ. 22,56 Μια δε νεαρά υπηρέτρια όταν τον είδε να κάθεται στο φως που έριχνε η φωτιά, τον κοίταξε προσεκτικά και είπε• και αυτός ήτο μαζί με εκείνον.
(1) Και οι 4 ευαγγελιστές χρησιμοποιούν τη λέξη αυτή για το πρόσωπο, το οποίο άρχισε την κατά του Πέτρου επίθεση. Όχι ο Πιλάτος ούτε κάποιο από τα μέλη του συνεδρίου ούτε κάποιος από τους στρατιώτες, αλλά μια μικρή υπηρέτρια καταφόβισε τον απόστολο που πριν λίγες ώρες εκδήλωσε τέτοια αυτοπεποίθηση (p).
(2) Σε σχέση με ποιόν άλλον λέγεται εδώ το «και αυτός»; Ίσως με τον Ιωάννη, ο οποίος ήταν εκεί κατά την ώρα αυτή και ήταν γνωστός στον αρχιερέα και με τη σύσταση αυτού η θυρωρός έβαλε τον Πέτρο στην αυλή (Ιω. ιη 16), και ίσως από τη σύσταση αυτή συμπέρανε αυτή, ότι και ο Πέτρος ήταν ακόλουθος του Ιησού όπως και ο Ιωάννης που τον σύστησε.
Λουκ. 22,57 ὁ δὲ ἠρνήσατο λέγων· γύναι, οὐκ οἶδα αὐτόν(1).
Λουκ. 22,57 Ο δε Πέτρος ηρνήθη, λέγων• γυναίκα δεν τον ξέρω αυτόν.
(1) Η πρώτη άρνηση του Πέτρου είναι σαφέστερη στον Λουκά από όσο στους άλλους δύο συνοπτικούς, οι οποίοι αντί για την αντωνυμία «αυτόν» έχουν τη φράση «τι λέγεις». Αλλά ο Λουκάς περισσότερο κατηγορηματικός από τους άλλους από την αρχή, δεν θα προχωρήσει παραπέρα (L).
«Δες όμως και την φιλαλήθεια του ευαγγελιστή, πώς δηλαδή δεν χαρίζεται στον Πέτρο, αλλά διηγείται το πάθος του όπως είναι, ότι οι μεν άλλοι αφού εγκατέλειψαν τον διδάσκαλο έφυγαν, ενώ ο απόστολος και μαθητής που ήταν πρώτος από όλους αυτούς, ο ίδιος εκείνος που λεγόταν Πέτρος, χωρίς βάσανα και απειλή κάποιου άρχοντα, τρεις φορές τον αρνήθηκε» (Ε).
Μετριάζει στη συνέχεια ο Λουκάς το βάρος της άρνησης του Πέτρου αποσιωπώντας και τον όρκο που συνόδευσε την δεύτερη άρνηση (Ματθ.) και τον αναθεματισμό μαζί με τον όρκο, με τα οποία συνοδεύτηκε η τρίτη άρνηση (Ματθ. Μάρκ.)(p).
Λουκ. 22,58 καὶ μετὰ βραχὺ ἕτερος ἰδὼν αὐτὸν ἔφη(1)· καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ. ὁ δὲ Πέτρος εἶπεν· ἄνθρωπε, οὐκ εἰμί.
Λουκ. 22,58 Και έπειτα από ολίγον και άλλος τον είδε και είπε• και συ είσαι από αυτούς. Ο Πέτρος όμως είπε• άνθρωπε, όχι δεν είμαι από αυτούς.
(1) Μετά την πρώτη του άρνηση ο Πέτρος φοβισμένος αποσύρθηκε στον πυλώνα ή το προαύλιο (Ματθ. Μάρκ). Αλλά και εκεί η ίδια υπηρέτρια ανακοινώνει στους παριστάμενους, ότι «και αυτός από αυτούς είναι» (Μάρκος), οπότε και μία άλλη υπηρέτρια (Ματθ.), καθώς και ένας άλλος (Λουκάς) και γενικώς οι παριστάμενοι (Ιω.) είπαν· «Και συ από αυτούς είσαι». Με άλλα λόγια η δεύτερη κατηγορία, που προκάλεσε τη δεύτερη άρνηση ξεκίνησε πιθανώς από την θυρωρό, η οποία πρόδωσε τον Πέτρο ότι σχετίζεται με τον Ιωάννη και συστάθηκε από αυτόν σε άλλη υπηρέτρια, η οποία τελικά επεσήμανε τον Πέτρο με το δάχτυλο στους υπόλοιπους δούλους (g).
Λουκ. 22,59 καὶ διαστάσης(1) ὡσεὶ ὥρας μιᾶς ἄλλος τις(2) διισχυρίζετο(3) λέγων· ἐπ᾿ ἀληθείας καὶ οὗτος μετ᾿ αὐτοῦ ἦν· καὶ γὰρ Γαλιλαῖός ἐστιν.
Λουκ. 22,59 Και αφού πέρασε μία περίπου ώρα, και κάποιος άλλος ισχυρίζετο και έλεγε• αλήθεια, και τούτος εδώ ήτο μαζί με αυτόν, που δικάζεται μέσα. Διότι, όπως φαίνεται και από την προφορά του, είναι Γαλιλαίος.
(1) Το κλασικό διίστημι είναι ιδιαίτερο μόνο του Λουκά στην Κ.Δ. (Λουκ. κδ 51,Πράξ. κζ 28, Στους Ο΄ στα Εξόδ. ιε 8 και Παροιμ. ιζ 9 κλπ) (p)= πέρασε (L), πέρασε μία ώρα (Grimm).
(2) Ο Ιωάννης λέει, ότι αυτός ήταν συγγενής του Μάλχου. Οι άλλοι δύο όμως συνοπτικοί αναφέρουν, ότι οι παριστάμενοι προκάλεσαν τον Πέτρο (p). Ο συγγενής του Μάλχου αφού πρώτος αναγνώρισε τον Πέτρο έπιασε κουβέντα μαζί του, και από την προφορά του Πέτρου, όλοι οι παριστάμενοι πείστηκαν, ότι αυτός ήταν Γαλιλαίος (g). Και οι 3 συνοπτικοί αναφέρουν το χαρακτηριστικό αυτό που αναφέρεται στην από τη Γαλιλαία καταγωγή του Πέτρου.
(3) Κλασικό που συναντιέται μόνο εδώ και στο Πράξ. ιβ 15(p). Όταν κάποιος σημειώσει το πρώτο ολίσθημα, εύκολα παρασύρεται και στο δεύτερο και το τρίτο. Εκείνος μάλιστα ιδιαίτερα, από τα χείλη του οποίου ξέφυγε το πρώτο ψεύδος, μπαίνει σε ισχυρό πειρασμό για να πει και το δεύτερο, ώστε να μην παρουσιαστεί ψεύτης στα μάτια εκείνων, που άκουσαν το πρώτο του ψέμα. Και ολοένα από ψέμα σε ψέμα προχωρώντας παρουσιάζεται τολμηρότερος στην παραποίηση της αλήθειας και της πραγματικότητας. Κάθε νέα άρνηση του Πέτρου είναι εντονότερη και περισσότερο κατηγορηματική από την προηγούμενή της.
Λουκ. 22,60 εἶπε δὲ ὁ Πέτρος· ἄνθρωπε(1), οὐκ οἶδα ὃ λέγεις. καὶ παραχρῆμα(2), ἔτι λαλοῦντος αὐτοῦ, ἐφώνησεν ἀλέκτωρ(3).
Λουκ. 22,60 Αλλ' ό Πέτρος είπε• άνθρωπε δεν ξέρω τι λέγεις. Και αμέσως, ενώ αυτός ακόμη μιλούσε, φώναξε ο πετεινός.
(1) Εκφράζεται έκπληξη και αγανάκτηση (ο).
(2) Και οι 4 ευαγγελιστές σημειώνουν, ότι γρήγορα στην τρίτη άρνηση ακολούθησε το λάλημα του πετεινού. Ο Λουκάς χρησιμοποιεί το αγαπητό σε αυτόν παραχρήμα και ο Μάρκος το ευθύς (p).
(3) Χωρίς άρθρο· μόνο κάποιοι μικρογράμματοι προσθέτουν και το άρθρο. Το λάλημα αυτό του πετεινού γίνεται αφετηρία της επιστροφής του Πέτρου. Ασήμαντα γεγονότα και αφορμές, μπορούν να έχουν μεγάλες συνέπειες και επιδράσεις.
Λουκ. 22,61 καὶ στραφεὶς ὁ Κύριος(1) ἐνέβλεψε τῷ Πέτρῳ(2), καὶ ὑπεμνήσθη ὁ Πέτρος(3) τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου(4), ὡς εἶπεν αὐτῷ ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι ἀπαρνήσῃ με τρίς·
Λουκ. 22,61 Και την στιγμήν ακριβώς εκείνην έστρεψε ο Κύριος το βλέμμα του και κοίταξε βαθύτατα τον Πέτρο. Και εθυμήθηκε ο Πέτρος τον λόγο, που του είπε ο Κύριος, ότι πριν λαλήση ο πετεινός, θα με απαρνηθής τρεις φορές.
(1) Ο Χριστός εδώ ονομάζεται Κύριος, διότι εκδηλώνεται κατά τη στιγμή αυτή η υπερφυσική του γνώση από τη μία, που διαπιστώνει την άρνηση του Πέτρου, και η σωτήρια χάρη του από την άλλη, που καλεί τον μαθητή σε επιστροφή και συντελεί την ανόρθωσή του.
(2) Μόνο ο Λουκάς αναφέρει αυτή τη λεπτομέρεια. Πώς έγινε δυνατόν να διασταυρωθούν τα βλέμματα του Κυρίου και του Πέτρου; Ήταν ίσως η στιγμή, κατά την οποία μετά την προανάκριση στον Άννα οδηγούνταν ο Ιησούς προς τον Καϊάφα δεμένος (Ιω. ιη 24), για να δικαστεί από το συνέδριο και συνεπώς διέσχιζε ο Κύριος μαζί με τους συνοδούς του την αυλή, μέσω της οποίας επικοινωνούσαν τα δύο διαμερίσματα της οικίας (g). Ή, και από την πόρτα ή από το παράθυρο ήταν δυνατόν να ρίξει το βλέμμα του ο Ιησούς προς τον Πέτρο που βρισκόταν στην αυλή (p). Το ενέβλεψε= με προσοχή παρατήρησε (δ).
Ο Κύριος βρισκόταν μπροστά στους παράνομους δικαστές του και όμως την ίδια ώρα παρακολουθούσε και λάμβανε σαφή και ακριβή γνώση του τι έλεγε ο Πέτρος. Ο Χριστός σημειώνει ό,τι εμείς λέμε και πράττουμε, ενώ εμείς πολύ λίγο σκεφτόμαστε τι πράττει. Παρόλ’ αυτά την ώρα που εμείς αδιαφορούμε για αυτόν, εκείνος μας συμπαθεί. Δες, όταν ο Πέτρος αρνήθηκε το Χριστό, ο Χριστός δεν τον αρνείται, αν και μπορούσε να του γυρίσει οριστικά την πλάτη του και να μην ρίξει πλέον κανένα βλέμμα σε αυτόν. Αν και ο Πέτρος είναι ήδη ένοχος βαρέως εγκλήματος, παρόλ’ αυτά ο Ιησούς αποφεύγει να τον εκθέσει και να τον ντροπιάσει. Δεν του φωνάζει, αλλά ρίχνει βλέμμα σε αυτόν, τη σημασία του οποίου μόνος ο Πέτρος μπορούσε να καταλάβει.
Ήταν βλέμμα επιτιμητικό.= Δεν με ξέρεις, Πέτρε; Κύτταξέ με στο πρόσωπο και πες, αν δεν με ξέρεις.
Ήταν βλέμμα γεμάτο στοργή και συμπάθεια.=Πτωχέ Πέτρε, πόσο αδύναμος αποδείχτηκες! Πόσο έπεσες και πού θα βρισκόσουν τώρα, εάν δεν προσευχόμουν για σένα.
Ήταν βλέμμα καθοδήγησης. Ο Χριστός οδήγησε τον Πέτρο με το βλέμμα του αυτό. Δεν μπορούσε να απλώσει προς αυτόν τα χέρια, αλυσοδεμένος όπως ήταν, για να σώσει τον Πέτρο, όπως άλλοτε τον έσωσε, όταν βυθιζόταν στη θάλασσα, όπου έκραξε ο Πέτρος, Κύριε σώσε με. Αλλά έριξε σε αυτόν βλέμμα αγάπης, το οποίο έκανε τον Πέτρο να συναισθανθεί ότι βυθιζόταν και τώρα σε άβυσσο πιο ολέθρια και ότι υπήρχε περισσότερο επείγουσα ανάγκη να επικαλεστεί ο Πέτρος το αόρατο χέρι του Λυτρωτή, το οποίο θα τον ανείλκυε από την άβυσσο.
(3) «Ο Πέτρος λοιπόν τόσο ναρκώθηκε από την ανθρώπινη ασθένεια, ώστε δεν ήλθε σε συναίσθηση ούτε από τη φωνή του πετεινού, αλλά και μετά τη φωνή του πετεινού πάλι αρνήθηκε, και πάλι, μέχρις ότου από το αγαθό βλέμμα του Ιησού οδηγήθηκε στο να θυμηθεί» (Θφ).
(4) Ο Χριστός εδώ επανειλημμένα ονομάζεται ο Κύριος, διότι μεγάλη είναι η υπερφυσική γνώση, η δύναμη και η χάρη που εκδηλώνεται από αυτόν στην προκειμένη πτώση του Πέτρου.
Λουκ. 22,62 καὶ ἐξελθὼν ἔξω(1) ὁ Πέτρος ἔκλαυσε πικρῶς(2).
Λουκ. 22,62 Και εξελθών τότε ο Πέτρος έξω από την αυλή του σπιτιού του αρχιερέως έκλαψε πικρά.
(1) Αξιόλογη η παρατήρηση: «Διότι βγήκε μεν και όταν έκανε την πρώτη άρνηση, όπως λέει ο Μάρκος. Έπειτα ήταν λογικό να μπει πάλι μέσα, για να μη δώσει περισσότερη υπόνοια ότι είναι του Ιησού. Και πάλι όταν ήλθε σε συναίσθηση, έτσι τώρα βγαίνει και κλαίει πικρά» (Θφ).
Αναζητά ο Πέτρος κάποιο τόπο απομόνωσης και εκεί κατηγορώντας τον εαυτό του και χύνοντας δάκρυα μετανοίας επικαλείται τη συγχώρεση της μεγάλης του αμαρτίας (ο).
(2) Ο Χριστός είχε ρίξει βλέμματα και στους αρχιερείς, αλλά καμία επίδραση ευεργετική δεν είχαν αυτά πάνω τους. Ο Πέτρος είχε μέσα του σπέρμα θείο, επιδεκτικό καρποφορίας. Το βλέμμα του Ιησού συνοδευόταν και από τη χάρη, η οποία ενήργησε την επιστροφή του Πέτρου.
Σκηνή ύβρεων (κβ 63-65)
Εφόσον ο Λουκάς αποσιωπά την ενώπιον του Καϊάφα κατά τη νύχτα εξέταση και καταδίκη του Ιησού, είναι αδύνατον να καθορίσουμε εάν τοποθετεί τον εμπαιγμό αυτόν πριν ή μετά την δίκη και καταδίκη αυτή. Ο ευαγγελιστής γνωρίζει, ότι ο Ιησούς μετά την άρνηση του μαθητή του, υβρίστηκε και χλευάστηκε από αυτούς που τον συνέλαβαν, και μετά από αυτά οδηγήθηκε ενώπιον του συνεδρίου (p). Δες Ματθ. κστ 67,68 και Μάρκ. ιδ 65 και τις εκεί σημειώσεις.
Λουκ. 22,63 Καὶ οἱ ἄνδρες(1) οἱ συνέχοντες(2) τὸν Ἰησοῦν ἐνέπαιζον αὐτῷ δέροντες(3),
Λουκ. 22,63 Και οι άνδρες, που εφρουρούσαν τον Ιησούν τον ενέπαιζαν και τον έδερναν.
(1) Όχι τα μέλη του συνεδρίου, αλλά οι δούλοι ή οι στρατιώτες, που φρουρούσαν τον Ιησού (p).
(2) Το ρήμα συνέχω σπανιότατο με την έννοια του κρατώ κάποιον σε φύλαξη. Δες Α΄ Μακ. ιγ 15. Στους παπύρους βρίσκονται πολλές περιπτώσεις του συνέχω με αυτήν την έννοια (L).
(3) Δέροντες· έτυπτον· παίσας. Το δέρω χρησιμοποιείται με την έννοια του χτυπώ το όλο σώμα· το τύπτω με την έννοια του χτυπώ κάποιο μέρος· και το παίω με την έννοια του τραυματίζω με βιαιότητα και έτσι προκαλώ πόνο (b). Και με λίγα λόγια δεν έδιναν σε αυτόν ούτε στιγμή ανάπαυσης, αν και είχε ανάγκη αυτής, αφού ολόκληρη τη νύχτα ήταν άϋπνος.
Λουκ. 22,64 καὶ περικαλύψαντες αὐτὸν ἔτυπτον αὐτοῦ τὸ πρόσωπον(1) καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· προφήτευσον(2) τίς ἐστιν ὁ παίσας σε;
Λουκ. 22,64 Και αφού του σκέπασαν ολόγυρα την κεφαλήν, δια να μη βλέπη, τον εκτυπούσαν στο πρόσωπον και τον ερωτούσαν, λέγοντες• είπες ότι είσαι προφήτης• λοιπόν προφήτευσε, ποιός είναι εκείνος που σε εκτύπησε;
(1) «Πω, πω! Ο Κύριος του ουρανού και της γης δείχνει υπομονή καθώς χτυπιέται σαν ένας από εμάς, και ανέχεται τον χλευασμό των ασεβών, παραδίνοντάς μας υπόδειγμα άκρας ανεξικακίας» (Κ).
(2) «Ο δεσπότης των προφητών ως ψευδοπροφήτης χλευάζεται. Διότι το «Προφήτευσε σε μας, ποιος είναι αυτός που σε χτύπησε», σε αυτό οδηγεί, ότι τον χλευάζουν δηλαδή ως πλάνο και ότι απέδιδε στον εαυτό του το χάρισμα της προφητείας» (Θφ). Διαφορετικές γραφές: Τα αλεξανδρ. χειρόγραφα παραλείπουν τη φράση «ἔτυπτον αὐτοῦ τὸ πρόσωπον».
Λουκ. 22,65 καὶ ἕτερα πολλὰ βλασφημοῦντες(1) ἔλεγον εἰς αὐτόν.
Λουκ. 22,65 Και άλλας πολλάς ύβρεις και χυδαιολογίας του έλεγαν, βλασφημούντες αυτόν.
(1) Αυτοί οι οποίοι τον καταδίκασαν ως βλάσφημο, ήταν οι ευτελέστεροι και ασεβέστεροι των βλασφήμων.
Ο Ιησούς μπροστά στο συνέδριο το πρωί (κβ 66-71
Λουκ. 22,66 Καὶ ὡς ἐγένετο ἡμέρα(1), συνήχθη τὸ πρεσβυτέριον(2) τοῦ λαοῦ, ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς, καὶ ἀνήγαγον(3) αὐτὸν εἰς τὸ συνέδριον(4) ἑαυτῶν
Λουκ. 22,66 Και αμέσως μόλις ανέτειλεν ο ήλιος και έγινε ημέρα, μαζεύτηκαν οι πρεσβύτεροι του λαού, οι αρχιερείς και οι γραμματείς και ανέβασαν αυτόν εμπρός στο συνέδριόν των
(1) Ότι έγινε και το πρωί νέα συνεδρίαση, το γράφουν και οι άλλοι δύο συνοπτικοί (L).
(2) Η λέξη πρεσβυτέριον ή δεν σημαίνει αποκλειστικά τους πρεσβυτέρους, αλλά το συνέδριο ολόκληρο, οπότε οι λέξεις που ακολουθούν χωρίς άρθρο (αρχιερείς και γραμματείς) είναι επεξηγηματικοί προσδιορισμοί (L).
Ή, το πρεσβυτέριον δηλώνει τη μία τάξη του συνεδρίου, τους πρεσβυτέρους, που θεωρούνται ως ξεχωριστό σώμα και σχημάτιζαν μία από τις τρεις τάξεις, από τις οποίες αποτελούνταν το όλο συνέδριο (g.p.). Το άναρθρο των λέξεων «αρχιερείς και γραμματείς» κάνει πιθανότερη την πρώτη εκδοχή, αν και η λέξη πρεσβυτέριον μόνο εδώ και στο Πράξ. κβ 5 συναντιέται.
(3) Υπάρχει και η γραφή απήγαγον. Τόσο το ανήγαγον, όσο και το απήγαγον δηλώνουν πλήρη αλλαγή τόπου. Οδήγησαν τον Ιησού από την οικία του Καϊάφα στην επίσημη αίθουσα του συνεδρίου (που λεγόταν Λισκάθ Χαγκαζίθ), την οποία τοποθετούν μπροστά από το ναό, αλλά η οποία βρισκόταν πιθανώς δυτικότερα (g).
(4) Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η λέξη έχει τοπική σημασία δηλαδή στον τόπο των επίσημων συνεδριάσεων, αλλά σε αυτήν την περίπτωση η επακολουθούσα αντωνυμία ἑαυτῶν θα περίττευε (L). Μάλλον λοιπόν έχει την έννοια του πλήρους συνεδρίου= το μέγα συνέδριο (p).
Λουκ. 22,67 λέγοντες(1)· εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, εἰπὲ ἡμῖν(2).εἶπε δὲ αὐτοῖς· ἐὰν ὑμῖν εἴπω, οὐ μὴ πιστεύσητε(3),
Λουκ. 22,67 λέγοντες• εάν είσαι συ ο Χριστός, πες μας. Ο δε Ιησούς τους είπε• εάν σας πω τι είμαι, δεν θα πιστεύσετε.
(1) Ο Λουκάς δεν μιλά για την παρουσία μαρτύρων, διότι κατά τη συνεδρίαση αυτή δεν παρήλασαν μάρτυρες. Ότι όμως ζητήθηκε και η μαρτυρία αυτών κατά τη συνεδρίαση της νύχτας, υπονοείται από τον στίχο 71 (L).
(2) Εάν εσύ είσαι ο Χριστός, πες το μας (δ). Δεν συνδέουν εδώ το ερώτημα με τη φράση «ο υιός του ευλογητού» (Μάρκος). Κυρίως τώρα τα μέλη του συνεδρίου ενδιαφέρονται για κατηγορία, η οποία μπορεί να ισχύσει στον Πιλάτο, ο οποίος δεν ενδιαφερόταν για την κατηγορία της βλασφημίας (L).
Βεβαίως η αξίωση του Ιησού ότι ήταν ο Μεσσίας τίποτα το βλάσφημο δεν έκρυβε. Για αυτό βεβαίως κατά τη συνεδρίαση της νύχτας που προηγήθηκε, ο αρχιερέας το ερώτημα «εσύ είσαι ο Χριστός» το συμπληρώνει με τη φράση ο υιός του Θεού (g). Στην πρωινή όμως συνεδρίαση αναζητούνται, όπως είπαμε, και τα μέσα με τα οποία ο Πιλάτος θα πειθόταν να επικυρώσει την θανατική ποινή που επιβλήθηκε.
«Αλλά θα μπορούσε κάποιος να πει προς αυτούς· εάν μεν ρωτάς επειδή αγνοείς, δεν έπρεπε τότε πριν μάθεις την αλήθεια να χτυπάς και να υβρίζεις αυτόν, μήπως συγκρουστείς με το Θεό· αν όμως υποκρίνεσαι την άγνοια, γνωρίζοντας καλά ότι αυτός είναι ο Χριστός, θα ακούσεις λοιπόν την ιερή Γραφή που λέει «ο Θεός δεν εξαπατιέται»» (Σχ.).
(3) Η έννοια της φράσης με τη συνέχειά της στο στίχο 68 είναι η εξής: Δεν μπορώ να μιλήσω σε σας ούτε ως προς δικαστές, τους οποίους θα ζητούσα να πείσω, διότι είστε ήδη αποφασισμένοι να μην με πιστέψετε, ούτε ως προς μαθητές, τους οποίους θα επιχειρούσα να διδάξω, διότι δεν είστε διατεθειμένοι να συζητήσετε μαζί μου (g). Εάν σας πω ότι είμαι ο Χριστός δεν θα το πιστέψετε. Και εάν επιχειρήσω να συζητήσω μαζί σας το ζήτημα αυτό, θα αρνηθείτε να μου απαντήσετε (p).
Λουκ. 22,68 ἐὰν δὲ καὶ ἐρωτήσω(1), οὐ μὴ ἀποκριθῆτέ μοι ἢ ἀπολύσητε(2)·
Λουκ. 22,68 Εάν δε και σας ερωτήσω, δεν θα μου απαντήσετε ούτε και θα με αφήσετε ελεύθερον.
(1) «Πολλές φορές που ρωτήθηκαν, σιώπησαν, όπως για το βάπτισμα του Ιωάννη και για το ρητό «Είπε ο Κύριος στον Κύριό μου» » (Θφ). Εάν προβάλλω σε σας ερωτήσεις, με τις οποίες θα αποδειχτεί η αθωότητά μου και θα διαπιστωθεί ο αληθινός χαρακτήρας μου και η θεία μου αποστολή, δεν θα απαντήσετε, αλλά θα υπεκφύγετε αυτές (ο).
(2) Ούτε θα μου απαντήσετε, αλλά ούτε και θα με αφήσετε ελεύθερο. Οι λέξεις «μοι ή απολύσητε» παραλείπονται από τα αλεξανδρινά χειρόγραφα. Η αποσιώπηση αυτή προήλθε αναμφίβολα από τη σύγχυση των δύο «ητε» στα οποία καταλήγουν τα δύο ρήματα (αποκριθήτε,απολύσητε) (g).
Λουκ. 22,69 ἀπὸ τοῦ νῦν(1) ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου(2) καθήμενος(3) ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ(4).
Λουκ. 22,69 Αλλά από τώρα ο υιός του ανθρώπου θα κάθεται αιωνίως εις τα δεξιά του παντοδυνάμου Θεού.
(1) Αρχίζει ήδη από τη στιγμή αυτή η δόξα του (p). Το ότι δεν τον ελευθερώνουν αλλά θα τον σταυρώσουν αποτελεί την οδό προς την δόξα (b).
«Για την εναντίον μου ασέβειά σας, σάς δόθηκε λίγος καιρός, αυτός μέχρι τη σταύρωση. Γιατί μετά από αυτό αμέσως θα επιστρέψω πάλι στην τιμή μου και θα καθίσω στον ίδιο θρόνο μαζί με τον Θεό και Πατέρα μαζί με τη σάρκα μου» (Κ).
Υπάρχει και η γραφή «από του νυν δε». Το ασύνδετο όμως σχήμα έχει περισσότερη έμφαση (δ).
(2) Η τελευταία φορά κατά την οποία ο Ιησούς ονομάζει τον εαυτό του υιό του ανθρώπου (b). Υπαινίσσεται την εικόνα της κρίσης στο Δανιήλ ζ 13 (g). «Από τώρα δεν υπάρχει για σας καιρός λόγων και διδασκαλίας για το ποιος είμαι· διότι αν θέλατε, θα με γνωρίζατε από τα θαύματα που έγιναν· από τώρα όμως είναι καιρός κρίσεως» (Θφ).
(3) Το έσται καθήμενος= διαρκώς θα κάθεται (δ).
(4) Είναι σαν να είπε ο Κύριος: Την πλήρη απάντηση στο ερώτημά σας θα την δώσει ο Θεός, υψώνοντας εμένα τον υιό του ανθρώπου, ο οποίος τώρα παρίσταμαι στο κριτήριό σας ως δικαζόμενος, στο θρόνο της δύναμής του (g). Για τη φράση «εκ δεξιών της δυνάμεως» δες Ματθ. κστ 64 και Μάρκ. ιδ 62. Παραπέμπει αυτούς και στην έλευση της δευτέρας του παρουσίας.
Αυτή θα είναι για αυτούς η πειστική και καταπληκτική απόδειξη για το ότι είναι ο Χριστός. Αλλά η απόδειξη αυτή τότε θα τους προκαλέσει σύγχυση και τρόμο, αφού τώρα παρεχόμενη από τα θαύματά του δε θέλησαν να την παραδεχτούν για σωτηρία τους. Είναι σαν να τους έλεγε: Τότε, όταν θα με δείτε να κάθομαι στα δεξιά του Πατέρα μου και να έρχομαι πάνω στο θρόνο της δόξας μου για να σας κρίνω, δεν θα έχετε πλέον την τόλμη να ρωτάτε εάν είμαι ή δεν είμαι ο Χριστός.
Λουκ. 22,70 εἶπον δὲ πάντες· σὺ(1) οὖν(2) εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ(3); ὁ δὲ πρὸς αὐτοὺς ἔφη· ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐγώ εἰμι(4).
Λουκ. 22,70 Είπον δε όλοι• συ, λοιπόν, είσαι ο Υιός του Θεού;. Ο δε Ιησούς απήντησε εις αυτούς• το λέγετε και σεις οι ίδιοι, ότι εγώ είμαι ο Υιός του Θεού.
(1) Εσύ που στέκεσαι μπροστά μας και κάθεσαι στο εδώλιο του κατηγορουμένου είσαι λοιπόν ο Υιός του Θεού;
(2) Βγάζουν το συμπέρασμα από τα αμέσως προηγούμενα λόγια του Κυρίου.
(3) Ο Ιησούς με τα λόγια του αυτά είχε υψώσει το μεσσιακό αξίωμα σε ύψη υπερφυσικά και υπερουράνια. Ο Μεσσίας ήταν λοιπόν ίσος με τον Θεό. Για να κάθεται στα δεξιά του Θεού, έπρεπε να είναι ίσος με αυτόν. Αυτή ήταν η γνώμη του ραββίνου Ακίβα που εξίσωνε τον Μεσσία με το Θεό. Αλλά ο Γαλιλαίος Ιωσής φώναξε «Ακίβα, έως πότε θα βεβηλώνεις την δόξα;». Αυτή ακριβώς είναι και τώρα η εντύπωση του συνεδρίου. Ονόμασε μεν τον εαυτό του ο Ιησούς υιό του ανθρώπου, αλλά με αξιώσεις και δικαιώματα, που καθιστούν αυτόν τον υιό του Θεού (L).
(4) Η φράση: Εσείς λέτε, ότι εγώ είμαι, δεν χρησιμοποιείται στην ελληνική γλώσσα, αλλά βρίσκεται σε συχνή χρήση στους ραββίνους. Με αυτήν την απάντηση γίνεται παραδεκτό ως δική του διαβεβαίωση ολόκληρο το περιεχόμενο του ερωτήματος που τέθηκε (g).
Λουκ. 22,71 οἱ δὲ εἶπον· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτυρίας; αὐτοὶ γὰρ ἠκούσαμεν ἀπὸ τοῦ στόματος αὐτοῦ(1).
Λουκ. 22,71 Αυτοί δε είπαν• τι μας χρειάζεται πλέον μαρτυρία; Διότι όλοι ηκούσαμε από το στόμα του, να λέγη ότι είναι ο Υιός του Θεού. Αυτό είναι βλασφημία, που τιμωρείται με θάνατον.
(1) Οι ίδιοι ακούσαμε ότι αξιώνει, ότι είναι ο Μεσσίας και ο Υιός του Θεού.
«Αυτοί που δεν πείθονται, καθόλου δεν ωφελούνται από το να αποκαλύπτονται σε αυτούς οι πιο μυστικές διδασκαλίες, αλλά μάλλον δέχονται περισσότερη καταδίκη» (Θφ).
Ανάγκη μαρτυρίας για το ότι διακήρυττε τον εαυτό του τον Χριστό, τον υιό του Θεού, βεβαίως δεν είχαν. Χρειαζόταν όμως να εξετάσουν, μήπως αυτό, το οποίο ο από αυτούς δικαζόμενος ομολογούσε για τον εαυτό του, ανταποκρινόταν πλήρως στην αλήθεια. Τα πειστήρια λοιπόν και οι αποδείξεις, οι οποίες τους είχαν παρασχεθεί, με τα θαύματα, την διδασκαλία και τον εν γένει βίο του Ιησού, ήταν τέτοια, ώστε έπρεπε να βάλουν αυτούς σε σοβαρή σκέψη πριν τον καταδικάσουν ως βλάσφημο.
Ερμηνεία πατερική & θεολογική των Ευαγγελίων των Παθών
Από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένα στη δημοτική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Έκδοση Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (Άγιος Σώστης)
Σημείωση:
Στη μετάφραση κάποιων χωρίων των Πατέρων της Εκκλησίας χρησιμοποιήσαμε ως βοήθημα και τις Πατερικές Εκδόσεις Ε.Π.Ε. (Εκδοτικός Οίκος Ελευθερίου Μερετάκη «Το Βυζάντιον»)
Η παρούσα εργασία είναι εντελώς ανεξάρτητη των εκδόσεων
«ο Σωτήρ»
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
(Αποσπάσματα από τα ερμηνευτικά Υπομνήματα στα Ευαγγέλια του Π.Ν. Τρεμπέλα.
Τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν και μεταγλωττίστηκαν στη δημοτική γλώσσα από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
Δ. Η ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ιγ 1 - 30, & ιη 1-27
(Υπόμνημα στο κατά Ιωάννην, Π.Ν.Τρεμπέλα σελ. 476-498 & 619-639 εκδόσεις «ο Σωτήρ» μεταφρασμένο & μεταγλωττισμένο στη δημοτική γλώσσα!
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(Πατέρες της Εκκλησίας & Εκκλησιαστικοί συγγραφείς)
Α = Αθανάσιος ο Μέγας Θφ = Θεοφύλακτος
αμ = Αμμώνιος Ι = Ισιδωρος πρεσβύτερος
Αυ = Αυγουστίνος Κ = Κύριλλος Αλεξανδρείας
Β = Βασίλειος ο Μέγας Κλ = Κλήμης Αλεξανδρεύς
Γ = Γρηγόριος Ναζιανζηνός Κβ = Σευήρος Αντιοχείας
Γν = Γρηγοριος Νύσσης Σχ. = Σχολιαστής ανώνυμος
Ε = Ευσέβιος Καισαρειας Χ = Χρυσόστομος Ιωάννης
Ζ = Ζιγαβηνός Ω = Ωριγένης
Θη = Θεόδωρος Ηρακλείας
Θμ = Θεόδωρος Μοψουεστίας
(Σύγχρονοι θεολόγοι ερμηνευτές)
b = Bengel κ = Κομνηνός Π.,
β = Bernard. J.H, Edinburg 1928 χ = Hoskyns Edwyn Gl. London 1947
C = Cremer μ. = Macgregor G.H. London 1928
DB = Dict. Of the Bible,Hastings τ = Temple William, London 1945
F = Fillion L. Cl. Paris 1928 σ. = στίχος
G = Crimm
g = Godet F. 1885
o = Owen John, New York 1861
δ = Δαμαλάς Ν, Αθήναι 1940
ΚΕΙΜΕΝΟ & ΕΡΜΗΝΕΙΑ.
Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ
Ιω. 13,1 Πρό δὲ τῆς ἑορτῆς τοῦ πάσχα(1) εἰδὼς(2) ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐλήλυθεν αὐτοῦ ἡ ὥρα(3) ἵνα μεταβῇ(4) ἐκ τοῦ κόσμου τούτου πρὸς τὸν πατέρα(5), ἀγαπήσας(6) τοὺς ἰδίους(7) τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ(8), εἰς τέλος(9) ἠγάπησεν(10) αὐτούς.
Ιω. 13,1 Προ της εορτής δε του Πάσχα, επειδή εγνώριζεν ο Ιησούς καθαρότατα, ότι έφθασε η ώρα, να μεταβή από τον κόσμον αυτόν προς τον Πατέρα, και τώρα με στοργικωτάτην και τελεία αγάπην ηγάπησε τους μαθητάς του, τους οποίους καθό ιδικούς του ιδιαιτέρως είχε αγαπήσει στον κόσμον αυτόν.
(1) Το Πάσχα σήμαινε συνήθως το πασχαλινό δείπνο που γινόταν το απόγευμα της 14 προς την 15 του μηνός Νισάν (Εξοδ. ιβ·Λευιτ κγ 5, Αριθμ. κη 16). Ο Ιωάννης δέχεται τον όρο γιορτή του Πάσχα ευρύτερα, περιλαμβάνοντας με αυτόν και ολόκληρη την ημέρα της 14 Νισάν, κατά την οποία εξαφανιζόταν από τους Ισραηλίτες από τα σπίτια τους κάθε ένζυμος άρτος και για αυτό συνυπολογιζόταν και αυτή στις ημέρες που ανήκαν στην γιορτή (Δες Λευϊτ. κγ 5-11), όπου η 15 Νισάν ονομάζεται «επαύριον του Πάσχα».
Η χρήση των αζύμων όμως άρχιζε το απόγευμα της 14 προς την 15 Νισάν και διαρκούσε για επτά ημέρες, δηλαδή μέχρι τις 21. Εάν λοιπόν συμπεριλάβουμε και ολόκληρη την ημέρα της 14ης στη φράση «της εορτής του Πάσχα», τότε η όλη φράση «προ της εορτής του Πάσχα» μας τοποθετεί το αργότερο στο απόγευμα της 13 προς την 14. Και αυτό αποτελεί την ορθότερη εκδοχή. Υποστηρίχτηκε όμως και από πολλούς ερμηνευτές, ότι εορτή εδώ εννοεί ο Ιωάννης την έναρξη του Πάσχα με το πασχάλιο δείπνο, κατά την οποία τρωγόταν ο πασχάλιος αμνός και άρχιζε η χρήση των αζύμων. Οπότε η φράση «προ της εορτής του Πάσχα» μας τοποθετεί στο απόγευμα της 14, λίγες στιγμές πριν την έναρξη του πασχάλιου δείπνου (g).
Η τελευταία αυτή εκδοχή δεν συμβιβάζεται με πολλά γεγονότα τόσο της Ιωάννειας, όσο και της Συνοπτικής αφήγησης, τα οποία παρουσιάζουν την ημέρα της Σταύρωσης ως ημέρα εργάσιμη.
(2) Ο λόγος για τον οποίο εκδήλωσε σε αυτούς τόσο θερμά την αγάπη του ήταν διότι έβλεπε να έρχεται το τέλος του. Η πρόβλεψη επικείμενου χωρισμού κάνει τη στοργή θερμότερη και ζωηρότερη στις εκδηλώσεις της. Η μετοχή λοιπόν είναι αιτιολογική μάλλον παρά χρονική.
«Προγνώριζε το πάθος, για αυτό πρέπει να πούμε ότι θεληματικά υπέμεινε τον τόσο υβριστικό θάνατο» (αμ).
«Δεν γνώρισε τότε… προ πολλού γνώριζε» (Χ), «και πριν από όλους τους αιώνες» ως Θεός, «την ώρα του θανάτου του» (Θφ).
(3) Αυτή η φράση που τόσο συχνά χρησιμοποιείται καθορίζεται εδώ ως η ώρα της αναχώρησης του Κυρίου από τον κόσμο αυτόν. Πρέπει λοιπόν να θεωρείται ως ευφημισμός που δηλώνει το θάνατό του. Δες ζ 30,η 20,ιβ 27,ιζ 1(ο). Τα αλεξανδρινά χειρόγραφα αντί για το ελύληθεν η ώρα γράφουν ήλθεν η ώρα.
(4) «Με μεγαλοφροσύνη ο ευαγγελιστής ονομάζει τον θάνατό του μετάβαση» (Χ).
Το μεταβαίνω δηλώνει την μετακίνηση από μία θέση σε άλλη, σαν από ένα σπίτι σε άλλο, από ένα δωμάτιο σε άλλο. Ο Κύριος δεν επρόκειτο να αναχωρήσει στον ουρανό, σαν σε τόπο όπου δεν υπήρξε ποτέ πριν, αλλά η αναχώρησή του ήταν μετάβαση από μία θέση σε άλλη του σύμπαντος, το οποίο ο παντοδύναμος λόγος του έφερε στην ύπαρξη και το οποίο ως Θεός πανταχού παρών γέμιζε πάντοτε με την παρουσία του (ο).
(5) «Αφού πέθανε και αναστήθηκε, μετέβη από τη γη στον ουρανό» (Ζ) και ως θεάνθρωπος ήδη επανήλθε στον αρχικό του ένδοξο θρόνο της θεότητας (ο). Η ανάληψη του Κυρίου λέγεται και στα ιδ 12,28,ιστ 10,28 έλευση προς τον Πατέρα (β).
(6) Αναφέρεται στο χρόνο από την κλήση των μαθητών μέχρι τη στιγμή εκείνη. «Αγάπησε τους μαθητές μέχρι τον τότε καιρό» (Ζ). Η κατά το παρελθόν αγάπη αυτή τίθεται ως λόγος για την εμμονή εκείνη στην αγάπη, την οποία η ανείπωτη αγωνία της Γεθσημανή και ο σταυρός δεν μπόρεσαν να μειώσουν (ο).
(7) «Δικούς του λέει τους μαθητές επειδή ήταν δικοί του λόγω της υπακοής τους» (Ζ)· «όσον αφορά την οικειότητα με αυτούς· επειδή και άλλους λέει δικούς του όσον αφορά τη δημιουργία, όπως όταν λέει· οι δικοί του δεν τον δέχτηκαν» (Χ).
«Διότι δικά του, του Κυριόυ μας Ιησού Χριστού, είναι τα πάντα που έγιναν από αυτόν, τα λογικά και νοερά κτίσματα, οι δυνάμεις οι ουράνιες και οι θρόνοι και οι κυριότητες (=αγγελικά τάγματα) και αν υπάρχει κάτι άλλο ομογενές με αυτά, όσον αφορά στο λόγο της δημιουργίας· δικά του πάλι είναι και τα πάνω στη γη λογικά όντα, εφόσον είναι δεσπότης όλων αυτών, έστω και αν κάποιοι δεν τον προσκυνούν ως δημιουργό» (Κ).
Το ιδίους αναφέρεται κυρίως στους δώδεκα μαθητές του. Αλλά αληθεύει και για όλους τους πιστούς, διότι οι 12 αυτοί έγιναν πατριάρχες και αντιπρόσωποι όλων των φυλών του νέου Ισραήλ της χάριτος. Ο Κύριος έχει στον κόσμο λαό δικό του. Δικό του διότι τού τον έδωσε ο Πατέρας, δικό του διότι αυτός ο ίδιος ο Κύριος εξαγόρασε αυτόν με το αίμα του και έκανε αυτόν κληρονομιά δική του. Δικό του τέλος διότι και ο λαός αυτός αφιερώνει τον εαυτό του στο Χριστό, τον οποίο αναγνωρίζει και λατρεύει ως Κύριό του.
(8) Ή «επειδή ήταν δικοί του και αυτοί που πέθαναν, οι γύρω από τον Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ και όσοι ήταν σαν εκείνους, αλλά εκείνοι τότε δεν βρίσκονταν στον κόσμο» (Χ).
Ή, πιο σωστά, αντιτίθεται επίτηδες με το προηγούμενο «προς τον πατέρα», κοντά στον οποίο το παν είναι σε ειρήνη και ασφάλεια, ενώ στον κόσμο το παν είναι σε αγώνα και κίνδυνο (g).
(9) Ή, για τελευταία φορά εκδήλωσε σε αυτούς με μοναδικό σημάδι, το πλύσιμο των ποδιών, την αγάπη του (G). Ή, «το «εις τέλος» δηλώνει το πάρα πολύ» (Ζ). «Έδειξε τελειότατη την αγάπη» (Κ). Για αυτήν την έννοια τους «εις τέλος» δες και Ιησού Ναυή ι 20 («έως εις τέλος»=ολοκληρωτική) Α΄Παραλ. κη 9,Β΄Παραλ. ιβ 12, σε πολλά μέρη στους Ψαλμούς,Β΄ Μακ. η 29). Η φράση λοιπόν σημαίνει την εκδήλωση της αγάπης μέχρι την τέλεια έκχυσή της, μέχρι εξάντλησής της με κάποια έννοια (g).
Ο Χριστός τρέφει στοργική αγάπη για τους δικούς του μαθητές, οι οποίοι βρίσκονται ήδη στον κόσμο. Αν και αυτοί παραμένουν στον κόσμο αυτόν, ο οποίος είναι κόσμος αμαρτίας και διαφθοράς, σκότους και απομάκρυνσης, αυτός τους αγαπά. Πηγαίνει τώρα στους δικούς του, οι οποίοι ζουν στον ουρανό, δηλαδή στα πνεύματα των δικαίων, που έχουν τελειωθεί στον ουρανό. Αλλά ενδιαφέρεται για τους δικούς του στη γη, διότι αυτοί έχουν κατεξοχήν ανάγκη της φροντίδας και προστασίας του. Το ασθενές και αδύνατο παιδί συγκεντρώνει ιδιαιτέρως τις φροντίδες και περιποιήσεις των γονέων του.
Ήταν δείγμα εξαιρετικό της αγάπης του στους δικούς του στον κόσμο, ότι κατά τις κρίσιμες αυτές ημέρες της αναχώρησής του από τον κόσμο, για τις οποίες «η ψυχή του ταράχτηκε» συχνά, δεν λησμονεί αυτούς. Λησμονεί σε αυτές την θυελλώδη θάλασσα του μαρτυρίου, τα απειλητικά κύματα της οποίας πρόκειται σε λίγο να αντιμετωπίσει, για να παρηγορήσει τους δικούς του μαθητές. Λησμονεί τον πόνο του για να μετριάσει τον δικό τους πόνο. Και πριν ακόμη χύσει από τον Σταυρό το αίμα του, λούζει αυτούς και την όλη εκκλησία του με το Πάσχα της τίμιας σάρκας του και του αχράντου αίματός του, το οποίο παραδίνει σε αυτήν με το μυστήριο της θείας ευχαριστίας ως πηγή αιώνιας και ανεξάντλητής ζωής.
(10) Αναφέρεται κυρίως στην έμπρακτη εκδήλωση της αγάπης. Στην απτή αυτή εκδήλωση της αγάπης αναφέρεται και ο χρονικός προσδιορισμός «πριν τη γιορτή του πάσχα».
«Επειδή δηλαδή επρόκειτο τώρα να πεθάνει και να τους αφήσει, αυξάνει σε ένταση την αγάπη για να έχουν να τον θυμούνται πολύ περισσότερο. Και σημάδι αύξησης της αγάπης ήταν το να πλύνει τα πόδια τους· διότι αυτός που αγαπά κάποιον θερμά δεν αρνείται σε αυτόν ούτε την έσχατη υπηρεσία» (Ζ).
«Για ποιο λόγο τέλος πάντων δεν το έκανε αυτό από την αρχή; Τα σπουδαιότερα τα κάνει αργότερα, ώστε να μεγαλώσει την εξοικείωση και να βάλει μέσα τους από πριν πολλή παρηγοριά για τα κακά που επρόκειτο να ακολουθήσουν» (Χ).
13,2 καὶ δείπνου(1) γενομένου(2), τοῦ διαβόλου ἤδη(3) βεβληκότος(4) εἰς τὴν καρδίαν(5) Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτου ἵνα αὐτὸν παραδῷ(6),
Ιω. 13,2 Και όταν είχε ετοιμασθή το δείπνον, όταν πλέον και ο διάβολος είχε βάλει μέσα εις την καρδίαν του Ιούδα του Ισκαριώτου, υιού του Σιμωνος, την κακήν σκέψιν και απόφασιν, να τον παραδώση στους εχθρούς του,
(1) Χωρίς άρθρο. Δεν πρόκειται λοιπόν για το πασχάλιο δείπνο, οπότε θα έμπαινε και το άρθρο αλλά για συνηθισμένο δείπνο.
(2) «Δεν πρέπει με αυτό να εννοήσουμε, ότι το δείπνο ήδη τελείωσε… αλλά ότι ήταν ήδη έτοιμο και πάνω στο τραπέζι για χρήση αυτών που θα κάθονταν» (Αυ). Το πλύσιμο των ποδιών λοιπόν έγινε κατά την αρχή του δείπνου (b). Υπάρχει και η γραφή γινομένου=κατά τη διάρκεια του δείπνου.
(3) Σύμφωνα με τους συνοπτικούς (Ματθ. κστ 14,Μάρκ. ιδ 10,Λουκ. κβ 3-6) ο Ιούδας είχε συμφωνήσει με τους αρχιερείς την προδοσία σε προηγούμενη ημέρα της ίδιας εβδομάδας (β).
(4) Δες και Λουκ. κβ 3.
«Εάν κάποιος ρωτήσει τι έβαλε ο Σατανάς στην καρδιά του Ιούδα, αυτό αναμφίβολα ήταν το να παραδώσει αυτόν. Αυτό έγινε με πνευματική υποβολή· και μπήκε όχι από το αυτί, αλλά με τις σκέψεις· όχι λοιπόν μέσα από δρόμο σωματικό, αλλά πνευματικό» (Αυ).
Από ποιο δρόμο ο σατανάς εισχωρεί στις καρδιές των ανθρώπων και με ποιες μεθόδους εξακοντίζει τις υποβολές του και αναμιγνύει αυτές χωρίς να το καταλαβαίνουμε, με τις δικές μας σκέψεις, οι οποίες αυτομάτως γεννιούνται στις καρδιές μας, δεν μπορούμε να πούμε. Υπάρχουν όμως μερικές αμαρτίες τόσο μεγάλες, για τις οποίες παρέχονται από τον κόσμο και την σάρκα και γενικά το εξωτερικό αισθητό περιβάλλον τόσο ασθενείς πειρασμοί, ώστε είναι πλέον σαφές γι αυτές, ότι ο σατανάς έβαλε το σπέρμα τους στις καρδιές, που ήταν διατεθειμένες να χρησιμεύσουν ως φωλιές κατάλληλες να γονιμοποιήσουν αυτό.
Έτσι και ο Ιούδας καμία αφορμή δεν είχε πάρει από τον Διδάσκαλο για να προδώσει αυτόν, και μάλιστα αντί ενός τόσο ευτελούς τιμήματος. Η πράξη όμως, στην οποία προέβη, ήταν τόσο εχθρική κατά του Θεού, ώστε μόνος ο σατανάς μπορούσε να σφυρηλατήσει αυτήν στην προσπάθειά του να εξαφανίσει το βασίλειο του Λυτρωτή, αλλά αντί για αυτό βρήκε αυτός τον δικό του όλεθρο και εξαφάνιση.
(5) Ο σκοπός του Ιούδα ήταν ακόμη κρυμμένος (b).
(6) Μαρτυρημένη και η γραφή «εις την καρδίαν ίνα παραδοί αυτόν Ιούδας Σίμωνος Ισκαριώτης» που εκφράζει το ίδιο νόημα. Γιατί αναφέρει αυτό εδώ ο ευαγγελιστής;
Ή, «το είπε αυτό ο ευαγγελιστής γεμάτος από έκπληξη, για να δείξει, ότι αυτόν που είχε ήδη πάρει την απόφαση να τον προδώσει, αυτόν έπλυνε» (Χ), «γεμάτος από έκπληξη για την υπερβολική ανεξικακία του Σωτήρα» (Ζ), «για να δειχτεί η απανθρωπιά του Ιούδα, ότι ούτε η συμμετοχή στο ίδιο τραπέζι δεν τον έκανε να ντραπεί» (Θφ)· παρουσιάζει έτσι αντίθεση μεταξύ του έργου του Κυρίου, που εκδηλώνει την τελειότατη αγάπη του, και του έργου του σατανά που ωθεί σε τέτοια μισητή και ολέθρια πράξη (ο).
Ή, για να δικαιολογήσει τους διάφορους υπαινιγμούς, τους οποίους ο Κύριος έκανε παρόντος του προδότου κατά τη διάρκεια της ακόλουθης σκηνής. Δες στ. 10,18,21,26,27 (g). Και οι δύο εκδοχές σοβαρές.
Ιω. 13,3 εἰδὼς(1) ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντα δέδωκεν αὐτῷ ὁ πατὴρ εἰς τὰς χεῖρας(2), καὶ ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐξῆλθε(3) καὶ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπάγει(4),
Ιω. 13,3 ο Ιησούς, αν και εγνώριζε πολύ καλά ότι ο Πατήρ του είχε παραδώσει τα πάντα εις τα χέρια του και ότι από τον Θεόν εξήλθε, δια να έλθη στον κόσμον και προς τον Θεόν τώρα επιστρέφει,
(1) «Παρόλο δηλαδή, λέει, που δεν αγνοούσε…» (Κ). Η συνείδηση της δόξας του και η δουλική υπηρεσία του πλυσίματος των ποδιών θαυμάσια συμπίπτουν (b). Η μετοχή είναι μάλλον εναντιωματική. Μπορούμε όμως να την πάρουμε και ως αιτιολογική: Λόγω του μεγαλείου αυτού ο Ιησούς ταπεινώνεται. Αισθανόμενος τον εαυτό του ως τον μέγιστο, καταλαβαίνει ότι σε αυτόν απομένει να δώσει το υπόδειγμα του πραγματικού μεγαλείου ταπεινούμενος στον ρόλο του πλέον μικρού (g).
(2) Δες γ 35. «όπως αρμόζει σε άνθρωπο είπε το «όλα τα έδωσε»» (Ζ), φανερώνοντας «την δόξα και εξουσία και την κυριαρχία στα πάντα που υπήρχε μέσα σε αυτόν» (Κ), τα οποία και ως άνθρωπος πήρε σύμφωνα με τα Ματθ. κη 18 και Φιλιπ. β 9.
«Επομένως αυτά που δεν ήταν πριν στα χέρια του Ιησού, δόθηκαν από τον Πατέρα στα χέρια του· και όχι κάποια μεν, ενώ κάποια όχι, αλλά όλα. Αυτό ακριβώς βλέποντάς το ο Δαβίδ κατά τρόπο πνευματικό, λέει το… Κάθισε στα δεξιά μου, έως ότου βάλω τους εχθρούς σου υποπόδιο των ποδιών σου. Διότι και οι εχθροί του Ιησού ήταν μέρος των πάντων, τους οποίους γνώριζε ο Ιησούς με την πρόγνωσή του, ότι θα του δοθούν από τον Πατέρα» (Ω).
Το ίδιο «παρουσιάζοντάς το σαφέστερα ο Απόστολος λέει «όταν λοιπόν πει ότι όλα υποτάχτηκαν, είναι φανερό ότι εννοεί εκτός από αυτόν που τα υπέταξε σε αυτόν τα πάντα» (Ω).
Υπάρχει και η γραφή Έδωκεν αντί δέδωκεν. Η εξομάλυνση και διαιτησία όλων των μεταξύ Θεού και ανθρώπων διαφορών ανατέθηκε στα χέρια του. Και η διακυβέρνηση της βασιλείας του Θεού μεταξύ των ανθρώπων εμπιστεύθηκε σε αυτόν. Έτσι ώστε όλες οι ενέργειες και πράξεις, και οι κυβερνητικές και οι δικαστικές περνούν όλες από τα χέρια του, διότι αυτός είναι «ο κληρονόμος όλων».
(3) «Δηλαδή γεννήθηκε από την ουσία του Θεού και Πατέρα» (Κ), «ως υιός Θεού και Θεός» (Ζ). Δηλώνεται η θεία καταγωγή του και προέλευση.
(4) «Δηλαδή πάλι ανεβαίνει στους ουρανούς, για να κάθεται, εννοείται, στον ίδιο θρόνο μαζί με αυτόν που τον γέννησε» (Κ). Η επανάληψη της λέξης γίνεται με έμφαση.
«Εδώ και θαυμάζοντας λέει ότι ο τόσο μέγας και τόσο ανώτερος, εκείνος που ήλθε από τον Θεό και μεταβαίνει προς αυτόν, ο κυρίαρχος των πάντων, έπραξε αυτό, και ούτε παρόλ’ αυτά θεώρησε ανάξιο να κάνει μία τέτοια πράξη» (Χ).
«Αν και ήξερε για τον εαυτό του ότι είναι παντοκράτορας και υιός Θεού και έχει τόσο μεγάλη εξουσία και τόσο σπουδαία αξία, όμως συγκατέβη σε άκρα ταπείνωση, φανερώνοντας από τη μία την αγάπη στους μαθητές και διδάσκοντάς τους ταυτόχρονα από την άλλη να ταπεινοφρονούν» (Ζ).
Όπως ήλθε από τον Θεό για να είναι αντιπρόσωπός του στη γη, έτσι μετέβη πάλι στον ουρανό για να είναι εκεί αντιπρόσωπος δικός μας. Και αποτελεί μέγιστη ενίσχυση για μας να σκεφτόμαστε με ποιες τιμές και με ποια δόξα έγινε δεκτός εκεί. «Έφθασε μέχρι τον παλαιό των ημερών και οδηγήθηκε μπροστά σε αυτόν» (Δανιήλ ζ 13). Και λέχθηκε σε αυτόν από τον παλαιό των ημερών: «Κάθισε στα δεξιά μου» (Ψαλμ. ρθ 1).
Ιω. 13,4 ἐγείρεται(1) ἐκ τοῦ δείπνου(2) καὶ τίθησι τὰ ἱμάτια(3), καὶ λαβὼν λέντιον(4) διέζωσεν(5) ἑαυτόν.
Ιω. 13,4 σηκώνεται από το τραπέζι, και βγάζει τα εξωτερικά του ενδύματα και αφού επήρε μίαν ποδιά, εζώσθη με αυτήν.
(1) «Όχι δηλαδή πριν κάτσουν, αλλά αφού έγειραν όλοι, τότε σηκώθηκε και ζώστηκε ποδιά» (αμ).
Πιθανότατα το πλύσιμο των ποδιών έγινε με αφορμή την έριδα των μαθητών για πρωτεία στο Λουκ. κβ 23-27 (g,ο,β). Και διδάσκει «αυτούς την μητέρα των αγαθών, την ταπεινοφροσύνη» (Χ) και «τόσο πολύ δίνει την εντύπωση ότι μειονεκτεί σε σχέση με τους άλλους όσον αφορά τη δόξα, ώστε να πρέπει να κατατάσσεται στην τάξη του δούλου, και δεν αισθάνεται φρίκη να εκπληρώνει ούτε αυτήν την υπηρεσία που αρμόζει σε υπηρέτη, με το να πλένει τα πόδια των αδελφών και να ζώνεται με πετσέτα για την ανάγκη. Διότι δες με προσοχή πόσο δουλικό είναι αυτό το πράγμα, εννοώ βεβαίως σε σχέση με τις κοσμικές συνήθειες και τις έξω ασχολίες» (Κ).
(2) Αυτό δεν συνυπονοεί αναγκαία ότι είχε αρχίσει το φαγητό, αλλά μόνο ότι οι συμμετέχοντες είχαν πάρει τις θέσεις τους στο τραπέζι (ο). «Διότι δεν σηκώθηκε πριν κάτσουν οι μαθητές, αλλά αφού ξάπλωσαν όλοι» (Χ), «μόνος αυτός ενώ εκείνοι ξεκουράζονταν» (Θφ).
Πάντως υποδηλώνει ότι το πλύσιμο αυτό των ποδιών δεν ήταν το συνηθισμένο που γινόταν πριν το δείπνο, και δεν πρέπει για αυτό να θεωρηθεί σαν ο προπαρασκευαστικός για το δείπνο καθαρισμός των ποδιών. Δες Λουκ. ζ 44,Γεν. ιη 4,ιθ 2,κδ 32,μγ 23,Κριτών ιθ 21,Α΄Τιμοθ. ε 10 (β).
(3) «Όχι όλα, αλλά το εξωτερικό ένδυμα (πανωφόρι) ή και το μετά από αυτό, για να είναι πιο άνετος (ευκίνητος)» (Ζ). Διατήρησε τον χιτώνα, το ένδυμα του δούλου.
(4) Πανί που χρησιμοποιήθηκε και ως μάκτρο (πετσέτα) και ως ποδιά (ο). Ζώστηκε με αυτό διότι επρόκειτο αφενός μεν να ρίχνει νερό στα πόδια, αφετέρου δε να μεταφέρει βαστάζοντας με τα δύο χέρια τον νιπτήρα. Η λέξη συναντιέται μόνο εδώ και στον επόμενο στίχο. «Ζώστηκε ποδιά… έτσι ώστε… μετά το πλύσιμο, με πιο κατάλληλο ύφασμα να σκουπίσει τα πόδια των μαθητών» (Ω).
(5) Εγείρεται… τίθησι τα ιμάτια… διέζωσε… Κάθε χαρακτηριστικό της ακόλουθης εικόνας προδίδει τις αναμνήσεις του αυτόπτη· ο Ιωάννης περιγράφει την σκηνή αυτή σαν να την είχε μπροστά στα μάτια του την ίδια στιγμή (g).
Ιω. 13,5 εἶτα βάλλει ὕδωρ(1) εἰς τὸν νιπτῆρα(2), καὶ ἤρξατο νίπτειν(3) τοὺς πόδας τῶν μαθητῶν καὶ ἐκμάσσειν τῷ λεντίῳ ᾧ ἦν διεζωσμένος.
Ιω. 13,5 Έπειτα ρίπτει νερό εις την λεκάνην, και ήρχισε να πλύνη τα πόδια των μαθητών και να τα σπογγίζη με την πετσέτα, με την οποία ήτο ζωσμένος.
(1) Και τα χαρακτηριστικά αυτά προδίδουν τον αυτόπτη μάρτυρα.
«Πρόσεχε πώς όχι μόνο με το ότι έπλυνε τα πόδια τους, αλλά και με άλλο τρόπο δείχνει την ταπεινοφροσύνη… βγάζοντας τα ρούχα. Και δεν σταμάτησε μόνο σε αυτά, αλλά ζώστηκε και ποδιά… και ο ίδιος γέμισε τη λεκάνη και δεν πρόσταξε κάποιον άλλον να την γεμίσει, αλλά όλα αυτά τα κάνει ο ίδιος» (Χ), «έτσι ώστε και εμείς όταν διακονούμε (υπηρετούμε) όλα να τα κάνουμε εμείς οι ίδιοι με κάθε προθυμία, έχοντας στραμμένο το βλέμμα μας σε εκείνον, και να μην έχουμε έπαρση» (Ζ).
(2) Υπήρχε πρόχειρη στο δωμάτιο του δείπνου λεκάνη των ποδιών, μεταλλική ή ξύλινη, όπως και σε μας η λεκάνη των χεριών. Για αυτό μπαίνει με άρθρο (b)= η λεκάνη στο δωμάτιο. Η λέξη είναι από αυτές που λέγονται μοναδική φορά και δεν συναντιέται στην ελληνική γραμματεία στη Βιβλική ή την εθνική (β).
(3) Δεν λέγεται με ποια σειρά και ποιου πρώτα έπλυνε τα πόδια.
«Εμένα πάντως μου φαίνεται ότι πρώτου του προδότη έπλυνε τα πόδια» (Χ). Είναι όμως αβέβαιο αυτό. Ο Ωριγένης φρονεί, ότι τελευταίος κατά σειρά υπήρξε ο Πέτρος, ο Αυγουστίνος όμως το αντίθετο φρονεί, ότι το πλύσιμο των ποδιών άρχισε από τον Πέτρο ως κορυφαίο των αποστόλων (χ).
Πάντως ο Κύριος έπλυνε και τα πόδια του Ιούδα. Της πραγματικής και αληθινής χήρας, της αφοσιωμένης στον Κύριο, καθορίζεται ως προσόν και το «αν έπλυνε πόδια αγίων» (Α΄Τιμ. ε 10). Αλλά ο Κύριος εδώ έπλυνε τα πόδια αμαρτωλού, του χειρότερου των αμαρτωλών, αυτού που σχεδίαζε να προδώσει εκείνον, ο οποίος τόση στοργή και συγκατάβαση έδειχνε μέχρι την τελευταία στιγμή σε αυτόν τον αχάριστο.
Ιω. 13,6 ἔρχεται οὖν(1) πρὸς Σίμωνα Πέτρον, καὶ λέγει αὐτῷ ἐκεῖνος· Κύριε, σύ μου(2) νίπτεις τοὺς πόδας(3);
Ιω. 13,6 Έρχεται, λοιπόν, και προς τον Σίμωνα Πέτρο και λέγει εις αυτόν εκείνος• Κύριε, συ ο Διδάσκαλος και ο Κύριος θα μου πλύνης τα πόδια;
(1) Το φυσικότερο είναι να θεωρήσουμε, ότι άρχισε ο Κύριος να πλένει από άλλον μαθητή, «έπειτα ήλθε προς τον Πέτρο» (Ζ).
«Διότι είναι ευκολότερο να καταλάβουμε έτσι τα λόγια του ευαγγελίου, διότι αφού είπε (στο σ. 5) άρχισε να πλένει και να σκουπίζει με την ποδιά που ήταν ζωσμένος, τότε προσθέτει «έρχεται λοιπόν προς τον Σίμωνα Πέτρο, σαν να είχε ήδη πλύνει τα πόδια κάποιων και μετά από αυτούς ήλθε τώρα στον Πέτρο» (Αυ). Παρόλ’ αυτά μπορεί να συμβιβαστεί η φράση και με την εκδοχή, ότι από τον Πέτρο άρχισε= «Όταν λοιπόν άρχισε να πλένει τα πόδια των μαθητών, ήλθε σε αυτόν, από τον οποίο άρχισε, δηλαδή στον Πέτρο» (Αυ).
Άρχισε να πλένει και έτσι (=οὖν) ήλθε στον Πέτρο. Πιθανότερη η πρώτη εκδοχή.
(2) Με πολλή έμφαση. «Πρόσεχε λοιπόν και του Πέτρου τα λόγια πόση έμφαση έχουν» (Θφ). «Εσύ, ο υιός του Θεού» (Ζ), εμένα του αμαρτωλού και ανάξιου «εμένα του δούλου, του αμαθή» (Θφ).
«Περιέβαλε μάλλον τον Δεσπότη με εξαιρετική τιμή και επέδειξε την ευλάβεια που άρμοζε σε δούλο και μαθητή… και αφού έλαβε συναίσθηση της δικής του αναξιότητας και κατεπλάγη από το αξίωμα αυτού που ερχόταν μπροστά του, φώναξε· Κύριε εσύ μου πλένεις τα πόδια;» (Β).
(3) Προσφέροντας σε μένα υπηρεσία, η οποία ακόμη και μεταξύ των θνητών ανθρώπων ανατίθεται στους δούλους; (ο). «Δεν πλένεις τα χέρια ούτε άλλο πιο έντιμο μέλος, αλλά τα πόδια, το τελευταίο όλων, αυτό που περισσότερο από όλα βρωμίζεται;» (Θφ).
«Το είπε αυτό με έκπληξη και πάρα πολλή ευλάβεια» (Ζ). Παρόλ’ αυτά «ήταν μέγιστη θρασύτητα το να αντιλέγει ο δούλος στον Κύριό του, τα πλάσμα στο Θεό του» (Αυ). Σημείωσε, ότι ο Χριστός συγκαταβαίνει σε μας. Και οι συγκαταβάσεις του είναι τόσο μεγάλες ώστε, όταν σοβαρά τις μελετάμε προκαλούν σε μας εντύπωση, απορία και κατάπληξη.
Ιω. 13,7 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὃ ἐγὼ(1) ποιῶ(2), σὺ(1) οὐκ οἶδας ἄρτι, γνώσῃ δὲ μετὰ ταῦτα(3).
Ιω. 13,7 Απήντησε ο Ιησούς και του είπε• τι σημαίνει αυτό, το οποίον εγώ κάμνω, δεν το καταλαβαίνεις τώρα, θα το γνωρίσης και θα το εννοήσης ύστερα από αυτά.
(1) Ζωηρή αντίθεση που ανταποκρίνεται στην έννοια των «συ» και «μου» (που είπε ο Πέτρος) που προηγήθηκαν.
(2) «Αυτό που εγώ διδάσκω με αυτό το πράγμα» (Ζ), «την ωφέλεια της διδασκαλίας και πώς είναι ικανό να σας οδηγήσει σε κάθε ταπεινοφροσύνη» (Χ), την έννοια ή τη σημασία αυτού του οποίου εγώ πράττω (ο). Ο σιναϊτικός γράφει: α εγώ ποιώ.
(3) «Όταν δηλαδή θα το εξηγήσει πιο αναλυτικά» (Κ). «Διότι όχι σε πολλή ώρα [στους στίχους 13-17] θα πει για αυτό, ότι «Αν εγώ έπλυνα…» (Ζ).
Ή, λιγότερο πιθανή εκδοχή «Μετά από αυτά· πότε; Όταν στο δικό μου όνομα θα βγάλεις δαιμόνια, όταν θα με δεις να αναλαμβάνομαι στους ουρανούς, όταν από το Πνεύμα θα μάθεις ότι κάθομαι στα δεξιά, τότε θα καταλάβεις αυτό που τώρα γίνεται» (Χ). «Διότι τότε θα μάθεις ποιος όντας, τι έργο έκανα και γιατί;» (Ζ).
Ο Κύριός μας πράττει πολλά, των οποίων την έννοια και σημασία ούτε αυτοί οι μαθητές του δεν μπορούν να καταλάβουν αμέσως αλλά αντιλαμβάνονται αυτήν έπειτα. Τι έκανε ο Κύριος όταν έγινε άνθρωπος για μας και τι πέτυχε όταν έγινε για χάρη μας «σκουλήκι και όχι άνθρωπος, όνειδος ανθρώπων και περιφρόνηση λαού». Τι έπραξε όταν ζούσε τη δική μας ζωή, όταν έγινε άνθρωπος, και τι όταν θυσίασε τη ζωή του αυτή, όλα αυτά, όταν έγιναν, ήταν ακατανόητα στους μαθητές, έγιναν όμως γνωστά από αυτούς ύστερα από αυτά. Οι επακόλουθες ενέργειες τα θείας Πρόνοιας εξηγούν τις προηγούμενες ενέργειές της. Και βλέπουμε μετέπειτα, πού απέβλεπαν και ποια ωφέλεια επέφεραν γεγονότα, τα οποία όταν μας συνέβαιναν, θεωρούνταν από μας σταυρός ανυπόφορος.
Ιω. 13,8 λέγει αὐτῷ Πέτρος· οὐ μὴ νίψῃς(1) τοὺς πόδας μου εἰς τὸν αἰῶνα(2). ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐὰν μὴ νίψω σε(3), οὐκ ἔχεις μέρος μετ᾿ ἐμοῦ(4).
Ιω. 13,8 Λέγει εις αυτόν ο Πέτρος• ποτέ στον αιώνα τον άπαντα δεν θα δεχθώ να μου πλύνης εσύ τα πόδια. Απήντησεν εις αυτόν ο Ιησούς• εάν δεν σου πλύνω τώρα τα πόδια, δεν είναι δυνατόν να έχεις πλέον μέρος μαζί μου.
(1) Η γλυκύτητα με την οποία απάντησε ο Ιησούς ενθάρρυνε τον Πέτρο και ενώ προηγουμένως είχε προβάλλει με κάποιο δισταγμό το ερώτημα, τώρα αρνείται κατηγορηματικά. Εάν η άρνηση αυτή του Πέτρου προέρχεται από μετριοφροσύνη, είναι όμως όχι λιγότερο αληθινό ότι η μετριοφροσύνη αυτή δεν είναι απαλλαγμένη από προσωπικό θέλημα και αλαζονεία (g).
«Ενώ οι υπόλοιποι μαθητές εμπιστεύτηκαν τον εαυτό τους στον Ιησού, και σε τίποτα δεν του αντιμίλησαν, αυτός (ο Πέτρος), με όσα λέει, αν και φάνηκε ότι σωστά μπήκε μπροστά, όχι μόνο τον Ιησού κατηγορεί ότι παράλογα άρχισε να πλένει τα πόδια των μαθητών, αλλά και τους συμμαθητές. Διότι αν αυτός μεν, όπως νόμισε, έκανε το σωστό με το να θέλει να εμποδίζει, εκείνοι όμως δεν είδαν αυτό, κατηγόρησε και εκείνους ότι δεν έκαναν το σωστό που παρέδωσαν τα πόδια τους στον Ιησού» (Ω).
Όταν είπε ο Ιησούς «θα καταλάβεις μετά από αυτά», «δεν είπε ο Πέτρος· Δίδαξέ με, για να αφήσω, αλλά είπε αυτό που ήταν πολύ πιο έντονο, ούτε να μάθει ανεχόταν, αλλά αρνείται πάλι λέγοντας, Δεν θα μου πλύνεις τα πόδια» (Χ). «Αν και έλεγε αυτό στον διδάσκαλο με υγιή πρόθεση και γεμάτη σεβασμό, το έλεγε όμως κατά τρόπο βλαβερό για τον εαυτό του» (Ω).
(2) «Αντί να πει ποτέ» (Ζ).
(3) «Αν δεν καταδεχτείς, λέει, το παράδοξο αυτό και ασυνήθιστο μάθημα της ταπεινοφροσύνης…» (Κ).
Η άρνηση του Πέτρου να δεχτεί τν ταπεινωτική υπηρεσία, την οποία ο Κύριος τού προσφέρει, ισοδυναμεί με απόρριψη του πνεύματος του έργου του και με απόφαση να εμμείνει ο Πέτρος στην αγάπη του σαρκικού μεγαλείου, από την οποία ο Ιησούς με την πράξη του αυτή ζητούσε να καθαρίσει τους μαθητές του (g).
(4) «Δεν θα βρεις θέση και κληρονομιά μαζί μου» (Κ). Έχω μέρος μαζί με κάποιον ή είμαι συμμέτοχός του, σημαίνει συμμετέχω στο έργο του και τελικά στην αμοιβή του (β)· σημαίνει την συμμετοχή του κατώτερου στα κέρδη, τα πλούτη, τη δόξα του αρχηγού του (g). «Επειδή από πολλή αγάπη ο Πέτρος επέμενε, από αυτήν πείθει αυτόν» (Ζ), απειλώντας «αυτό που κατεξοχήν ο Πέτρος φοβόταν και έτρεμε, το να αποκοπεί από τον ίδιο τον Κύριο» (Χ).
Είναι ευτυχία ανέκφραστη να γίνει κάποιος συμμέτοχος του Χριστού, να λάβει μέρος στα ανεκτίμητα εκείνα προνόμια τα οποία προέρχονται από την ένωση με το Χριστό και από τη στενή σχέση μαζί του. Αυτή είναι η αγαθή μερίδα, της οποίας και μόνης υπάρχει ανάγκη. Για να γίνουμε όμως συμμέτοχοι του Χριστού είναι αναγκαίο ο Κύριος να μας πλύνει. Όλους εκείνους, τους οποίους ο Χριστός κάνει δικούς του, δικαιώνει και αγιάζει αυτούς, και με την δικαίωση και τον αγιασμό αυτόν συντελείται το πλύσιμό τους. Εάν δεν υποβληθούν σε αυτό το πλύσιμο που διενεργεί ο Κύριος, είναι αδύνατον να έχουν μέρος μαζί του. Στην αγάπη του ο Κύριος επιζητά και αξιώνει να καθαρίσει τους αμαρτωλούς συγκαταβαίνοντας στην αθλιότητά τους έτσι ώστε με το Πνεύμα του, όταν αυτοί δεν αντιστέκονται, να τους λευκάνει περισσότερο από το λευκό μαλλί και το χιόνι.
Ιω. 13,9 λέγει αὐτῷ Σίμων Πέτρος(1)· Κύριε, μὴ τοὺς πόδας μου μόνον(2), ἀλλὰ καὶ τὰς χεῖρας καὶ τὴν κεφαλήν(3).
Ιω. 13,9 Λέει εις αυτόν ο Σίμων Πέτρος• Κύριε, τότε πλύνε μου όχι μόνον τα πόδια, αλλά και τα χέρια και το κεφάλι.
(1) «Και όταν αρνείται [ο Πέτρος] είναι σφοδρός και όταν δέχεται γίνεται σφοδρότερος· και τα δύο όμως από αγάπη» (Χ).
«Διότι και η άρνηση οφείλεται στο ότι τιμά πάρα πολύ τον Κύριο, και το ότι δέχεται οφείλεται στο ότι δεν θέλει να χωριστεί από αυτόν» (Θφ).
Η απειλή του Κυρίου «υποτάσσει τον Πέτρο και τον κάνει να ζητά περισσότερο αυτό που πριν αρνιόταν, και να προσφέρει τόση ικεσία, όση προηγουμένως πρόσφερε άρνηση, ή μάλλον και περισσότερη» (Ζ).
Η μετάπτωση αυτή του Πέτρου παρουσιάζεται σύμφωνη με τον όλο του χαρακτήρα, όπως περιγράφεται σε μας από τους συνοπτικούς. Η τέλεια αυτή συμφωνία των διασκορπισμένων εδώ και εκεί χαρακτηριστικών αυτών και η γεμάτη ζωή εικόνα που ξεπηδά από αυτά αποδεικνύουν αξιοθαύμαστα την πλήρη πραγματικότητα της ευαγγελικής ιστορίας (g).
«Καταλαβαίνοντας δηλαδή [ο Πέτρος] και του Σωτήρα την αξία και τη μικρότητα της δικής του φύσης, αρνιόταν μεν στην αρχή. Όταν όμως έμαθε τη βλάβη, αμέσως τρέχει στο να θέλει αυτό που ήθελε αυτός που είχε την εξουσία (ο Κύριος)» (Κ).
Οι αγαθοί άνδρες, όταν βλέπουν την πλάνη τους, δεν επιμένουν σε αυτήν, αλλά σπεύδουν να την ομολογήσουν και να επανορθώσουν κάθε κακή συνέπεια από αυτήν.
(2) «Αν πρόκειται, λέει, να ξεπέσω… από την κοινωνία με εσένα και να βρίσκομαι κάπου μακριά από τα ελπιζόμενα αγαθά, αν δεν συμφωνήσω με σένα και πλύνω τα πόδια, τότε θα σου προσφέρω και τα υπόλοιπα μέλη» (Κ), δηλαδή και τα χέρια και το κεφάλι. Ο χωρισμός από το Χριστό είναι το φοβερότερο κακό στα μάτια όλων εκείνων, οι οποίοι φωτίστηκαν ώστε να διακρίνουν τις πνευματικές αξίες και να εκτιμούν αυτές.
(3) Ο Πέτρος δεν κατάλαβε ακόμη την έννοια της πράξης αυτής του διδασκάλου του. Φαντάζεται τώρα ότι το πλύσιμο για το οποίο ο Κύριος μιλούσε αφορούσε στον καθαρισμό του σώματος, ή το πολύ θεωρεί αυτό ως σύμβολο πνευματικού καθαρισμού. Για αυτό και απαντά έτσι (β). Όλοι εκείνοι, οι οποίοι αληθινά ποθούν να καθαριστούν πνευματικά και να αγιαστούν, επιθυμούν να καθαριστούν και να αγιαστούν εξ’ ολοκλήρου και να έχουν όλο τον εσωτερικό τους άνθρωπο με όλες του τις δυνάμεις άμεμπτο και ολοτελώς αγιασμένο (Α΄ Θεσ. ε 23).
Ιω. 13,10 λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὁ λελουμένος(1) οὐ χρείαν ἔχει ἢ τοὺς πόδας(2) νίψασθαι, ἀλλ᾿ ἔστι καθαρὸς ὅλος(3)· καὶ ὑμεῖς καθαροί ἐστε(4), ἀλλ᾿ οὐχὶ πάντες(5).
Ιω. 13,10 Του λέγει ο Ιησούς• εκείνος που είναι λουσμένος εις ολόκληρον το σώμα, δεν έχει ανάγκην παρά μόνον τα πόδια να πλύνη, διότι είναι καθαρός κατά το υπόλοιπον σώμα. Και σεις, είσθε καθαροί, αλλά όχι όλοι.
(1) Συχνά το λούω χρησιμοποιείται για να δηλώσει πλύσιμο του όλου σώματος (Λευϊτ. ιδ 9,ιστ 4,ιζ 16,Αριθμ. ιθ 7,Δευτερ. κγ 11,Πράξ. θ 37). Οι καλεσμένοι συνήθιζαν πριν έλθουν στο γεύμα ή το δείπνο να παίρνουν λουτρό, και όταν έφταναν στο σπίτι, που ήταν καλεσμένοι, είχαν ανάγκη να πλύνουν μόνο τα πόδια. Στη συνήθεια αυτή αναφερόμενος και ο Κύριος υπενθυμίζει στον Πέτρο, ότι πλανιόταν φανταζόμενος, ότι το πλύσιμο των ποδιών από τον Διδάσκαλο απέβλεπε σε σωματικό καθαρισμό.
(2) Τα οποία πλένονται τελευταία από το υπόλοιπο σώμα, αλλά λερώνονται πρώτα (b). Υπάρχει και η γραφή «ει μη τους πόδας».
(3) «Επειδή είναι ήδη λουσμένος» (Ζ). Το καθαρός συχνά λέγεται για εξωτερική καθαριότητα (Ματθ. κγ 26,κζ 59). Στη συνέχεια εδώ λέγεται προφανώς για να δηλώσει πνευματική καθαρότητα («εσείς είστε καθαροί»), όπως και στο ιε 3, όπου πάλι για τρίτη και τελευταία φορά συναντιέται στον Ιωάννη (β). Και εδώ η λέξη μπορεί να εκληφθεί με διπλή έννοια. Ο Ιησούς μεταφέρεται αμέσως, όπως και στο διάλογο με τη Σαμαρείτιδα από το υλικό πεδίο στο πνευματικό. Και λέει, ότι όπως μετά το πρωινό του λουτρό ο καθένας θεωρεί τον εαυτό του καθαρό για ολόκληρη την ημέρα και περιορίζεται στο να πλύνει τα πόδια, όταν επιστρέφει από έξω, για να καθαρίσει τις ακαθαρσίες που από την πορεία τυχόν κόλλησαν στα πόδια, έτσι και εκείνος, ο οποίος προσκολλήθηκε σοβαρά στον Ιησού, χωρίστηκε μια για πάντα από την αμαρτία, και δεν έχει ανάγκη να καθαριστεί ξανά ολόκληρος, αλλά μόνο μερικώς να καθαρίζεται από τους ελαφρούς μολυσμούς στους οποίους από συναρπαγή γλιστράει (g).
«Με άλλα λόγια στο άγιο βάπτισμα ο άνθρωπος λούστηκε ολόκληρος· και όμως, για όσο θα ζει έπειτα στην ανθρώπινη αυτή κατάσταση, δεν μπορεί να μην πατά πάνω στο έδαφος με τα πόδια του. Τα ανθρώπινα λοιπόν συναισθήματά μας, τα οποία είναι αχώριστα από την επίγεια θνητή ζωή μας, μοιάζουν με πόδια, με τα οποία ερχόμαστε σε επαφή με τα ανθρώπινα· έτσι ώστε αν πούμε, ότι δεν έχουμε αμαρτία, πλανούμε τους εαυτούς μας. Για αυτό κάθε μέρα αυτός που προσεύχεται για μας (Ιησούς) πλένει τα πόδια μας και εμείς έχουμε ανάγκη κάθε μέρα να πλένουμε τα πόδια μας» (Αυ).
Δες ποια είναι η ενίσχυση και τα προνόμια εκείνων, οι οποίοι μπήκαν στην κατάσταση της δικαίωσης. Έχουν λουστεί από τον Χριστό και έχουν καθαριστεί από κάθε μολυσμό. Και αν στο μεταξύ γλιστρίσουν, αρκεί η μετάνοιά τους να διατηρήσει αυτούς στην κατάσταση της δικαιοσύνης. Παρόλο που έχουμε ανάγκη να μετανοούμε κάθε μέρα διότι κάθε μέρα αμαρτάνουμε, όμως τα χαρίσματα του Θεού είναι αμεταμέλητα.
(4) «Επειδή ήδη καθαριστήκατε από την διδασκαλία, την οποία σας δίδαξα και αποβάλατε κάθε κακία και πονηρία» (Ζ).
«Δεν ήταν ακόμη απαλλαγμένοι από τα αμαρτήματα, ούτε είχαν αξιωθεί του Πνεύματος… αφού η κατάρα του χειρογράφου παρέμενε, μιας και το θύμα δεν είχε οδηγηθεί ακόμη στη θυσία… Επειδή λοιπόν απέρριψαν από την ψυχή τους κάθε πονηρία και βρίσκονταν κοντά του με ειλικρινή διάθεση, για αυτό λέει σύμφωνα με τον προφητικό λόγο (Ησαΐου α 16) «ο λουσμένος είναι ήδη καθαρός». Διότι εκεί δεν εννοεί το Ιουδαϊκό λουτρό με νερό, αλλά τον καθαρμό της συνείδησης» (Χ).
«Δεν χρειάζεστε λοιπόν να καθαριστείτε, από αυτά από τα οποία καθαριστήκατε, αλλά να πλύνετε μόνο τα πόδια» (Ζ). «Επομένως και αυτοί επειδή με κάθε ακακία και αδολότητα ήταν μαζί με τον Χριστό, πολύ λογικά ονομάζονται από τον Κύριο λουσμένοι και καθαροί» (Θφ).
(5) «Είναι μεν κρυμμένο αυτό που λέει, κάνει όμως ωφέλιμο στον προδότη τον έλεγχο. Διότι αν και δεν το είπε με σαφήνεια… αλλά μέσα στον καθένα υπήρχε η συνείδηση που δίκαζε και κέντριζε αυτόν που αμάρτησε» (Κ).
Ακόμη και μεταξύ των μαθητών του Χριστού, των στενότατα συνδεδεμένων με το έργο του, υπάρχουν μερικοί οι οποίοι δεν είναι καθαροί. Ο Κύριος γνωρίζει ποιοι είναι δικοί του και ποιοι δεν είναι (Β΄Τιμ. β 19). Το μάτι του Χριστού μπορεί να χωρίσει τα πολύτιμα από τα ευτελή, τα καθαρά από τα ακάθαρτα.
Ιω. 13,11 ᾔδει γὰρ(1) τὸν παραδιδόντα(2) αὐτόν· διὰ τοῦτο εἶπεν(3)· οὐχὶ πάντες καθαροί ἐστε.
Ιω. 13,11 Και είπεν ο Κύριος ότι δεν είσθε καθαροί όλοι, διότι εγνώριζε εκείνον ο οποίος έμελλε να τον παραδώση.
(1) Δείχνει τον λόγο για τον οποίο δεν ήταν καθαροί όλοι.
(2) Ο ενεστώτας υποδηλώνει, ότι η κίνηση για προδοσία είχε ήδη αρχίσει (β). Έτσι ο υπαινιγμός αυτός του Κυρίου αποτελούσε την πρώτη αποκάλυψη της προδοσίας του Ιούδα από όσες έγιναν κατά τη διάρκεια του δείπνου. Εκφράζοντας έτσι τη λύπη, την οποία του προκαλούσε η σκέψη του εγκλήματος αυτού, καταβάλλει ο Κύριος ύστατη προσπάθεια για επιστροφή του Ιούδα σε μετάνοια (g).
«Διότι γνώριζε αυτόν που θα τον παρέδιδε ότι δεν ήταν καθαρός· πρώτον μεν επειδή δεν τον ένοιαζε για τους φτωχούς, αλλά ήταν κλέφτης· ύστερα όμως επειδή, όταν έγινε το δείπνο, ο διάβολος είχε ήδη μπει στην καρδιά του για να παραδώσει αυτόν, ο Ιούδας Σίμωνος Ισκαριώτης δεν έδιωξε αυτό που μπήκε μέσα του» (Ω).
Παρόλ’ αυτά «αν και ήξερε ότι δεν ήταν αγαθός απέναντί του ούτε ευγνώμων μαθητής, αλλά εγκυμονούσε από τη μία το δηλητήριο από την διαβολική πικρία, μελετούσε από την άλλη προσεχτικά με ποιο τρόπο θα τον παραδώσει, τον τίμησε σε ίσο βαθμό με τους άλλους… φυλάγοντας μέχρι το κάθετί τα της δικής του αγάπης… και έπλυνε και τα πόδια του, καθιστώντας αδικαιολόγητη την ασέβειά του, ώστε να φανεί ότι η αποστασία ήταν καρπός της πονηρίας που φώλιαζε μέσα του» (Κ).
(3) Η επανάληψη αυτή αποβλέπει στο να προσδώσει έμφαση στην εξαίρεση του Ιούδα από τον αριθμό των καθαρών από την αμαρτία (ο). Του Ιούδα τα πόδια πλύθηκαν και καθαρίστηκαν όπως και του Πέτρου. Αλλά έμεινε αυτός εντελώς ξένος από το πνεύμα που αναγεννά την καρδιά, του οποίου το πλύσιμο των ποδιών ήταν απλός τύπος. Προσερχόμαστε όλοι στο μυστήριο του Δείπνου, μετέχουμε όλοι των ίδιων καθαγιασμένων στοιχείων, αλλά πόσοι βγαίνουν καθαροί από το τραπέζι του Κυρίου; (μ).
Ιω. 13,12 Ὅτε οὖν(1) ἔνιψε τοὺς πόδας αὐτῶν(2) καὶ ἔλαβε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ(3), ἀναπεσὼν πάλιν(4) εἶπεν αὐτοῖς· γινώσκετε τί πεποίηκα ὑμῖν(5);
Ιω. 13,12 Όταν, λοιπόν, έπλυνε τα πόδια των και ξαναφόρεσε τα εξωτερικά του ενδύματα, κάθισε πάλιν κοντά στο τραπέζι και τους είπε• γνωρίζετε τι νόημα έχει αυτό, το οποίον έκαμα εις σας;
(1) Ξαναπιάνει ο ιερός ευαγγελιστής την διήγηση του πλυσίματος των ποδιών που διακόπηκε με τους στίχους 6-11 (κ).
(2) Το αυτών υποδηλώνει ότι έπλυνε τα πόδια όλων (β).
(3) Τα οποία κατά τον στίχο 4 είχε βγάλει.
(4) Πήρε πάλι τη θέση του, την οποία καθισμένος είχε στο τραπέζι. Το ρήμα λέγεται και με την έννοια της αιφνίδιας και γρήγορης κίνησης (ο). Υπάρχει και η γραφή: τους πόδας αυτών έλαβε… και ανέπεσε.
(5) «Ή πρέπει να το διαβάσουμε ως ερώτηση, για να φανερώσει το μέγεθος αυτού που έγινε· ή σε προστακτική, για να διεγείρει το νου τους, έτσι ώστε με το να τους κάνει να προσέξουν την πράξη αυτή, να την καταλάβουν» (Ω). Μάλλον ερωτηματικά. «Αντί να πει, Καταλάβατε την αιτία και το σκοπό αυτού που έγινε;» (Θμ). «Όχι πλέον προς τον Πέτρο μόνο, αλλά προς όλους μιλά» (Χ). Καταλαβαίνετε το μάθημα, το οποίο η πράξη μου αυτή αποσκοπούσε να σας διδάξει; (ο).
«Τους ρωτά ενώ αγνοούν, για να προκαλέσει την προσοχή· μετά δηλαδή την πράξη, θέλει λοιπόν να διδάξει αυτό που αγνοείται» (Ζ).
«Ήδη ο μακάριος Πέτρος έχει εκπληρωμένη την υπόσχεση… την οποία πήρε με την απάντηση… θα μάθεις μετά από αυτά (στίχοι 7,8). Εδώ είναι εκείνο το «μετά από αυτά». Τώρα είναι ο καιρός να πει αυτό που προ ολίγου ανέβαλε… Και αρχίζει ήδη να δείχνει στους μαθητές, τι ήταν εκείνο, το οποίο έπραξε» (Αυ).
Παρόλ’ αυτά ο ακόλουθος σύντομος διάλογος δεν αποσαφηνίζει εξ’ ολοκλήρου στις παχυλές διάνοιες των μαθητών τη σημασία της πράξης αυτής του Κυρίου. Η πλήρης σημασία και έννοιά της θα κατανοηθεί από τους μαθητές μετά το θάνατο και την ανάσταση του Κυρίου, όταν αυτοί θα πάρουν το Πνεύμα της αλήθειας (χ).
Ιω. 13,13 ὑμεῖς φωνεῖτέ με(1), ὁ Διδάσκαλος(2) καὶ ὁ Κύριος(3), καὶ καλῶς λέγετε· εἰμὶ γάρ(4).
Ιω. 13,13 Σεις με ονομάζετε, ο Διδάσκαλος και ο Κύριος και καλά λέτε. Διότι πράγματι είμαι.
(1) «Εσείς με ονομάζετε έτσι» (Ζ). «Αποδέχεται τη γνώμη τους» (Χ) και έτσι «έκανε τον λόγο να μην προκαλεί κάποια ενόχληση· και προσθέτοντας ότι ε ί μ α ι, βεβαίωσε αυτές τις ονομασίες και απέδειξε ότι λέγονται όχι χαριστικά, αλλά αληθινά» (Ζ).
(2) Η ονομαστική πτώση ή λέγεται αντί για κλητική (β) ή πρέπει να ερμηνευτεί Εσύ ο Διδάσκαλος και ο Κύριος (g). Πριν τα χρόνια του Χιλλέλ δεν υπήρχε σε χρήση ο τίτλος αυτός του Ραββί ή Διδασκάλου, όπως φαίνεται από το ότι οι προγενέστεροι του Χιλλέλ διδάσκαλοι αποκαλούνται με γυμνό το όνομά τους (Lightfoot,Hor. Herb. On Matt κγ 8). Οπότε έχει μέσα της ειδική βαρύτητα η αντίθεση του Ιησού εναντίον του τίτλου αυτού (Ματθ. κγ 8-10) και κατά των άλλων τίτλων πατέρας, καθηγητής, κύριος, οι οποίοι παρομοίως χρησιμοποιούνταν, αν και όχι τόσο ευρέως και επίσημα (C).
Ο Χριστός είναι ο διδάσκαλός μας, που μας διδάσκει όλες τις σωτηριώδεις αλήθειες, ο οποίος κατέχει όπως κανείς ποτέ άλλος το προφητικό αξίωμα και αποκαλύπτει σε μας το θέλημα του Θεού. Συγχρόνως ο Κύριός μας έχει εξουσία απόλυτη πάνω μας και κυριαρχικά δικαιώματα απεριόριστα, διότι είμαστε πλάσματά του, αλλά και ιδιοκτησία του που εξαγοράστηκε με το αίμα του.
(3) «Εξηγεί εκ των προτέρων το δικό του αξίωμα και, παρουσιάζοντας τη δόξα που έχει από τη φύση του, φέρνει σε δύσκολη θέση με την πράξη του αυτόν που επιζητεί τη δόξα» (Κ). Και ο μεν τίτλος Διδάσκαλος αναφέρεται στη διδασκαλία, ενώ ο Κύριος στην κυριαρχία του Ιησού σε ολόκληρη την ζωή των δούλων του (g). Η τοποθέτηση και των δύο μαζί και μάλιστα με άρθρο προσδίδει ιδιαίτερη έννοια σε αυτούς.
Διότι «κανείς βεβαίως δεν θα κατηγορούσε αυτόν (τον Ιησού) όταν ονόμαζε τον εαυτό του Διδάσκαλο, έστω και αν δεν πίστευε αυτόν παρά μόνο ως απλό άνθρωπο. Αλλά το να ονομάζει τον εαυτό του και Κύριο των μαθητών του, ποιός θα ανεχόταν αυτό για απλό άνθρωπο; Αλλά αυτός που μιλά είναι Θεός» (Αυ).
«Διότι η ονομασία «Κύριος» δεν είναι απλό όνομα τιμής, όπως ακριβώς σε εμάς (που λεγόμαστε μεν κύριοι) αλλά παραμένουμε δούλοι στη φύση μας… αλλά είναι από τη φύση του Κύριος, αφού εξουσιάζει τα πάντα ως Θεός. Είναι επίσης από τη φύση του και διδάσκαλος. Διότι κάθε σοφία είναι από τον Κύριο και κάθε σύνεση από αυτόν» (Κ).
(4) «Για να μη φανεί ότι τα λόγια του λέγονται για ευχαρίστησή τους, προσθέτει· Διότι είμαι» (Χ).
«Υπάρχει ένα παράγγελμα που απευθύνθηκε προς τους ανθρώπους· Να σε εγκωμιάζει ο διπλανός σου και όχι το δικό σου στόμα. Διότι η αυταρέσκεια είναι επικίνδυνη για αυτόν που προσέχει τον εαυτό του να μην πέσει σε αλαζονεία. Αλλά Εκείνος, ο οποίος είναι υπεράνω όλων, οσοδήποτε και αν συστήσει τον εαυτό του, είναι αδύνατον να υψώσει τον εαυτό του πάνω από την πραγματική του αξία. Ούτε μπορεί ο Θεός δίκαια να χαρακτηριστεί αλαζόνας. Διότι είναι δική μας ωφέλεια να γνωρίσουμε αυτόν, όχι δική του. Ούτε πάλι μπορεί κάποιος να γνωρίσει αυτόν, αν αυτός ο ίδιος δεν αποκαλύψει τον εαυτό του. Εάν λοιπόν απείχε από το να συστήσει τον εαυτό του, για να αποφύγει δήθεν την αλαζονεία, θα αρνιόταν σε μας την δυνατότητα να τον γνωρίσουμε» (Αυ).
Ιω. 13,14 εἰ οὖν ἐγὼ(1) ἔνιψα ὑμῶν τοὺς πόδας(2), ὁ Κύριος καὶ ὁ Διδάσκαλος(3), καὶ ὑμεῖς ὀφείλετε(4) ἀλλήλων νίπτειν τοὺς πόδας(5).
Ιω. 13,14 Εάν, λοιπόν, εγώ, ο Κύριος και ο Διδάσκαλος, έπλυνα τα πόδια σας, οφείλετε και σεις να πλένετε ο ένας του άλλου τα πόδια.
(1) «Από εδώ λοιπόν κάνει συλλογισμό» (Ζ). Χρησιμοποιεί επιχείρημα από το ισχυρότερο (a fortiori).
(2) «Και δεν είπε (τα πόδια) των δούλων, των αγραμμάτων και αμαθών, αλλά άφησε αυτό να το συλλογίζονται» (Θφ).
(3) Η έννοια του συλλογισμού: «Όταν λοιπόν εγώ, ο μέγας στη δόξα και τόσο μεγάλος δεν φαίνομαι να δίστασα να κατέβω σε αυτήν την τόσο μικροπρεπή ταπείνωση, ώστε να πλύνω ακόμη και τα πόδια σας· πώς θα αρνηθείτε να κάνετε και σεις αυτό μεταξύ σας;» (Κ).
(4) «Φυσιολογικά έπρεπε να πει· Πόσο μάλλον εσείς οι δούλοι;» (Χ). «Αλλά δεν είπε ότι Εάν εγώ, ο εκ φύσεως κύριος, έπλυνα τα πόδια σε εσάς, που από τη φύση σας είστε δούλοι, πολύ περισσότερο εσείς, οι ομόδουλοι, οφείλετε να πλένετε τα πόδια μεταξύ σας… Αλλά αφού δήλωσε αυτά με τα έργα, άφησε τη διάκριση αυτών στη συνείδηση των ακροατών» (Ζ).
(5) Το παράγγελμα δεν πρέπει να εκληφθεί κατά λέξη. Συμβολίζει προφανώς την αδελφική αγάπη και τέλεια συγκατάβαση, τις οποίες οι μαθητές του Κυρίου υποχρεώνονται να εφαρμόζουν μεταξύ τους (F). Οφείλετε «να υπηρετείτε ο ένας τον άλλον με κάθε διακονία (υπηρεσία)» (Θφ). Δεν συνιστά με το παράγγελμα αυτό ο Κύριος κάποια τελετή, σαν αυτήν που από τον δ΄ αιώνα επικράτησε για ανάμνηση του γεγονότος αυτού στην εκκλησία, την ακολουθία του Νιπτήρος κατά την Μ. Πέμπτη.
Αλλά «διδάσκει με αυτά το να μην αγαπά κανείς να υποτιμά τους άλλους από αλαζονεία, αλλα να θεωρεί ότι ο άλλος που είναι δούλος σαν αυτόν, είναι ανώτερος από αυτόν και να τον βάζει πρώτο σε όλα… Διότι τίποτα δεν χωρίζει τόσο και αδελφούς και φίλους, όσο η ασυγκράτητη επιθυμία των άθλιων ασήμαντων τιμητικών διακρίσεων… ενώ με αυτό [το να πλένουν μεταξύ τους τα πόδια] θα περιοριστεί μεν κάθε τρόπος αλαζονείας, και θα φύγει μακριά κάθε είδος κοσμικής φιλοδοξίας» (Κ).
Διδασκόμαστε από το παράδειγμα αυτό του Κυρίου να είμαστε ταπεινοί στην καρδιά, όπως αυτός (Ματθ. ια 29) και να συμπεριφερόμαστε προς όλους με κάθε ταπεινοφροσύνη. Οφείλουμε να έχουμε φρόνημα ταπεινό μεν για τον εαυτό μας, υψηλό δε και τιμητικό για τον πλησίον μας. Το να πλένουμε τα πόδια μεταξύ μας σημαίνει να μην αποφεύγουμε ούτε τις ευτελέστερες και ταπεινοτικότερες υπηρεσίες, τις οποίες επιβάλλει η αγάπη, όταν πρόκειται με αυτές να εξυπηρετήσουμε την πραγματική ωφέλεια του πλησίον, μιμούμενοι σε αυτό τον Παύλο, ο οποίος αν και ήταν ελεύθερος από όλους, υποδούλωσε σε όλους τον εαυτό του, αλλά και τον ίδιο τον Κύριό μας, ο οποίος δεν ήλθε να διακονηθεί, αλλά να διακονήσει.
«Από το να πλένουμε τα πόδια, το οποίο φαίνεται να είναι έσχατη υπηρεσία, συμπεραίνουμε ότι οφείλουμε να τελούμε και τις άλλες, πολύ περισσότερο τις πιο έντιμες» (Θφ). «Διότι ο Θεός μάς κατέστησε τον έναν οφειλέτη του άλλου, κάνοντας ο ίδιος αρχή αυτής της οφειλής και μάλιστα σε οφειλέτες κατώτερης μοίρας. Διότι αυτός μεν ήταν Κύριος. Ενώ εμείς αν το κάνουμε αυτό, το κάνουμε στους συνδούλους μας» (Χ).
Ιω. 13,15 ὑπόδειγμα(1) γὰρ δέδωκα ὑμῖν, ἵνα καθὼς ἐγὼ(2) ἐποίησα ὑμῖν, καὶ ὑμεῖς(2) ποιῆτε(3)·
Ιω. 13,15 Διότι εγώ σας έδωσα ένα τέλειο παράδειγμα, να πράττετε και σεις όπως και εγώ έπραξα εις σας.
(1) Παράδειγμα το οποίο προβάλλεται σε μίμηση (G). Χρησιμοποιείται η λέξη για το ευγενές παράδειγμα του θανάτου του Ελεαζάρου στο Β΄Μακ. στ 28 (β). «Με αυτήν την πράξη έδωσα σε σας υπόδειγμα της ταπείνωσης με αγάπη» (Ζ).
Η μορφή της πράξης ήταν κάτι τυχαίο, που πάρθηκε από τις συνθήκες της στιγμής, και για αυτό ήταν παροδική. Η βαθύτερη ηθική έννοιά της αποτελεί το στοιχείο αυτής το μόνιμο, το οποίο ακριβώς είναι και το υπόδειγμα που προβλήθηκε σε μας από τον Κύριο (g). Υπάρχει και η γραφή: υπόδειγμα γαρ δέδωκα.
(2) «Και όμως δεν είναι το ίδιο· διότι αυτός μεν είναι Διδάσκαλος και Κύριος, ενώ εμείς ομόδουλοι μεταξύ μας» (Χ). «Αυτός μεν ήταν πάνω από κάθε έννοια και λόγο· ενώ εμείς είμαστε γη και στάχτη και τέφρα και σκόνη και αν υπάρχει και κάτι άλλο ευτελέστερο από αυτά» (Ζ). Το «όπως εγώ… έτσι και εσείς» πρέπει να ερμηνευτεί λοιπόν: «με την ίδια προθυμία» (Χ) και ακρίβεια.
Πόσο καλός διδάσκαλος είναι ο Χριστός! Διδάσκει τόσο με το παράδειγμα, όσο και με το λόγο και για αυτόν τον σκοπό ήλθε στον κόσμο, για να μας δώσει υπόδειγμα και κανόνα όλων εκείνων των χαρίτων και των υποχρεώσεων, τις οποίες η αγία του θρησκεία διδάσκει. Και είναι υπόδειγμα χωρίς την παραμικρή έλλειψη ή λανθασμένη απόδοση. Για αυτό έκανε τους νόμους και τη διδασκαλία του περισσότερο κατανοητή και επιβλητική. Ο Χριστός είναι αρχηγός και Κύριος, όπως άλλοτε σε κάποιο βαθμό υπήρξε και ο Γεδεών, ο οποίος είπε στους άνδρες του: «Από μένα θα δείτε και έτσι θα κάνετε… και όπως θα κάνω, έτσι θα κάνετε και σεις» (Κριτών ζ 17)· ή όπως υπήρξε ο Αβιμέλεχ, ο οποίος είπε στο λαό: «Αυτό που είδατε να κάνω, γρήγορα κάντε το όπως εγώ» (Κριτών θ 48).
(3) «Από αγάπη ταπεινούμενοι και υπηρετώντας» (Ζ).
«Μάθαμε ταπείνωση από τον Ύψιστο. Και εμείς λοιπόν ως ταπεινοί ας πράττουμε μεταξύ μας ό,τι Εκείνος, ο Ύψιστος έπραξε στην ταπείνωσή του» (Αυ). «Αναγκαία λοιπόν συμβουλεύει αυτά τους αποστόλους. Επειδή δηλαδή επρόκειτο να απολαμβάνουν τιμή, άλλοι μεν μεγαλύτερη άλλοι δε μικρότερη, για να μην υπερηφανεύονται ο ένας απέναντι στον άλλον, σε όλους γκρεμίζει τα (υψηλά) φρονήματα» (Θφ).
Ιω. 13,16 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν(1), οὐκ ἔστι(2) δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ(3), οὐδὲ ἀπόστολος μείζων τοῦ πέμψαντος αὐτόν(4).
Ιω. 13,16 Σας διαβεβαιώνω, ότι δεν υπάρχει δούλος ανώτερος από τον κύριό του ούτε απεσταλμένος μεγαλύτερος από εκείνον, που τον έστειλε.
(1) Εισάγει με αυτό αλήθεια ειδικής σοβαρότητας.
(2) «Αυτό που είπε παραπάνω, αυτό και εδώ λέει για να τους κάνει να νιώσουν ντροπή» (Χ). «Εάν εγώ ο ασύγκριτα μεγαλύτερος, τόσο ταπεινώθηκα, πολύ περισσότερο εσείς» (Ζ).
(3) «Για όσο είναι δούλος αυτού… Διότι είναι κατωτερότητα το να είναι κανείς δούλος» (Ζ). «Όταν όμως γίνει ανώτερος, τότε ούτε δούλος είναι, ούτε απεσταλμένος» (Θφ). Στο Λουκ. στ 10 λέει «δεν υπάρχει μαθητής πάνω από τον διδάσκαλο». Ο Ματθαίος συνδυάζει και τις δύο μορφές του λόγου, και του Ιωάννη και του Λουκά. Και εδώ το επιχείρημα είναι από το ισχυρότερο.
(4) «Για όσο είναι… απεσταλμένος εκείνου. Διότι είναι κατωτερότητα… και το να στέλνεται κάποιος» (Ζ). Απόστολος κυριολεκτικά είναι ο απεσταλμένος για μεταβίβαση εντολής κάποιου ή για εκτέλεση παραγγελίας (ο). Ο Ιωάννης μόνο εδώ χρησιμοποιεί την λέξη. Κατά τους Συνοπτικούς ο Ιησούς έδωσε τον τίτλο στους δώδεκα (Λουκ. στ 13) και αυτοί ονομάζουν αυτούς έτσι. Ο Ιωάννης ονομάζει αυτούς οι μαθητές ή οι δώδεκα. Πιθανώς εδώ να υπαινίσσεται ειδικά τους δώδεκα (β).
Ιω. 13,17 εἰ ταῦτα(1) οἴδατε(2), μακάριοί ἐστε(3) ἐὰν ποιῆτε(4) αὐτά.
Ιω. 13,17 Εάν καταλαβαίνετε καλά αυτά, θα είσθε μακάριοι, εάν τα εφαρμόζετε.
(1) «Αυτά που ειπώθηκαν» (Ζ).
(2) «Αν μπορείτε να τα καταλάβετε με σαφήνεια» (Κ). Εάν καταλαβαίνετε πλήρως και εκτιμάτε (β).
(3) «Και ο Σωτήρας λοιπόν είπε ότι αυτός που έπραξε και δίδαξε θα αποκληθεί μέγας, και πολύ δίκαια, στη βασιλεία των ουρανών» (Κ). Μακάριοι διότι θα αποκτήσετε πραγματική υπεροχή ενώπιον του Θεού από τώρα και στη μέλλουσα οικονομία (g).
(4) «Διότι δεν αρκεί να ξέρουμε μόνο, αλλά πρέπει και να πράττουμε» (Ζ). «Διότι περισσότερο αξιαγάπητο και αξιοζήλευτο είναι όχι το να γνωρίζουμε την αρετή, αλλά να την εφαρμόζουμε» (Κ).
«Διότι το να γνωρίσουν μεν ανήκει σε όλους, το να πράξουν όμως δεν είναι έργο όλων» (Χ).
Είναι μεν μέγα προσόν να έχουμε γνώση των καθηκόντων μας, αλλά μόνη η γνώση δεν είναι αρκετή να μας κάνει μακάριους. Η γνώση αποτελεί φωτισμό για πράξη και εφαρμογή, αλλιώς αποβαίνει όχι μόνο ανωφελής και μάταιη, αλλά επιβαρύνει ακόμη περισσότερο τη θέση μας, διότι «μεγαλύτερη καταδίκη θα έχουμε» εφόσον «αν κάποιος ξέρει να κάνει το καλό και δεν το κάνει, είναι αμαρτία σε αυτόν» (Ιακ. δ 17).
Ιω. 13,18 οὐ περὶ πάντων ὑμῶν λέγω(1)· ἐγὼ(2) οἶδα(3) οὓς ἐξελεξάμην(4)· ἀλλ᾿(5) ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ(6), ὁ τρώγων(7) μετ᾿ ἐμοῦ τὸν ἄρτον(8) ἐπῆρεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν πτέρναν αὐτοῦ(9).
Ιω. 13,18 Και αυτά δεν τα λέγω δι' όλους σας. Εγώ ξέρω πολύ καλά ποίας ποιότητος άνθρωποι ήσαν αυτοί τους οποίους εξέλεξα. Εγνώριζα πολύ καλά ότι και ένας ανάξιος εισεχώρησε μεταξύ σας, δια να εκπληρωθή έτσι η προφητεία της Γραφής• Εκείνος που τρώγει συνεχώς μαζή μου ως φίλος το ψωμί στο αυτό τραπέζι, εσήκωσε την πτέρναν του και με εκλώτσησε.
(1) Όταν μιλώ για σας ως μακάριους (b). Λέγοντας αυτά δεν περιμένω, ότι όλοι σας θα τηρήσετε αυτά. «Λέγοντας ότι θα είναι μακάριοι αυτοί που γνωρίζουν μεν το καλό, και προσπαθούν να το κάνουν πράξη, πρόσθεσε αμέσως, Δεν λέω για όλους, υπαινισσόμενος τον προδότη· διότι δεν ανήκει στους αξιοζήλευτους ο θεομίσητος, ούτε θα μπορούσε να καταταχτεί ποτέ μαζί με τους μακάριους αυτός που κατέστησε την ψυχή του ένοχη για τόσο μεγάλη ασέβεια» (Κ).
«Πω, πω μέγεθος ανεξικακίας! Δεν ελέγχει ακόμη τον προδότη, αλλά συγκαλύπτει το πράγμα, δίνοντας έτσι σε αυτόν ευκαιρία για μετάνοια. Και ελέγχει και δεν ελέγχει, λέγοντας τα εξής· Αυτός που τρώει κλπ» (Χ).
«Αν και είπε σε διάφορους καιρούς πολλά παρόμοια, που κεντούσαν μόνο τη συνείδηση του προδότη, και από τη μία δίδασκαν, ότι δεν είναι κρυφή η επιβουλή του, ταυτόχρονα δε πάλι τον καλούσαν σε μετάνοια και διόρθωση, δεν τον έπεισε» (Ζ).
(2) Μπαίνει μπροστά με έμφαση. Εγώ ο Κύριος (b).
(3) «Γνωρίζω ως Θεός» (Ζ). Και εδώ δηλώνεται η υπερφυσική γνώση του Κυρίου. Υπάρχει και η γραφή: Εγώ γαρ οἶδα.
(4) Και η γραφή τίνας εξελεξάμην. Ή, πιο σωστά, αναφέρεται στην εκλογή των 12, όταν και «τον Ιούδα διάλεξε και τον ανέμιξε με τους άλλους μαθητές, χωρίς να αγνοεί ότι και προδότης θα αποδειχτεί και θα πέσει μέσα στα δίχτυα της φιλοκερδείας» (Κ).
«Γνωρίζω ποιος είναι ο καθένας από αυτούς που διάλεξα. Γνωρίζω λοιπόν και ποιος είναι ο Ιούδας και δεν μου είναι κρυφό, το ότι ο διάβολος έχει ήδη βάλει στην καρδιά του τά εναντίον μου» (Ω).
Σημείωσε, ότι υπάρχει ανάμιξη κακών μαζί με τους καλούς στις άριστες κοινωνίες· υπήρξε ένας Ιούδας μεταξύ των αποστόλων και θα εξακολουθεί να γίνεται έτσι έως ότου φτάσουμε στη μακάρια εκείνη κοινωνία, στην οποία τίποτα το ακάθαρτο ή υποκριτικό δεν θα μπει. Ή, λιγότερο πιθανή εκδοχή «Γνωρίζω ποιους διάλεξα να συμμετέχουν μαζί μου στην μακαριότητα. Και ο προδότης Ιούδας δεν είναι από αυτούς τους διαλεγμένους» (Αυ).
«Αν όμως ο Κύριος διάλεξε τον Ιούδα και αυτός έκανε παράβαση, τίποτα δεν σημαίνει αυτό· διότι όταν ήταν καλός αυτός τον διάλεξε και μεταβλήθηκε όπως ο Αδάμ και ο Σαούλ. Διότι ο Θεός δεν αναιρεί το αυτεξούσιο (ελευθερία βούλησης), αλλά επιτρέπει στον καθένα, να κάνει όπως θέλει» (αμ).
(5) Ο λόγος είναι ελλειπτικός. Ή, επίσης διάλεξα και τον Ιούδα για να εκπληρωθεί η γραφή. Ή, αλλά αυτό έγινε για να εκπληρωθεί η γραφή (g). Ή, αλλά επίσης η προδοσία αυτή θα έλθει για να… (β).
(6) Το εκβατικό ἵνα, για το οποίο δες παραπάνω. «Ας μη νομίσει κάποιος ότι για αυτό φτάνουν εις πέρας τα προφητευμένα από τους άγιους προφήτες, για να εκπληρωθούν δηλαδή οι γραφές. Διότι αν είναι αλήθεια αυτό, τίποτα καθόλου δεν θα εμποδίσει αυτούς που αναγκαστικά υπηρέτησαν τις γραμμένες προφητείες, από το να έχουν δικαιολογημένη την αμάρτία, ή μάλλον καλύτερα, να θεωρούν ότι ούτε καν αμάρτησαν. Διότι αν έπρεπε να εκπληρωθούν, θα πει κάποιος, και εκπληρώνονταν με αυτούς, άρα αυτοί μέσω των οποίων εκπληρώθηκαν θα μπορούσαν να είναι ελεύθεροι από κάθε ευθύνη.
Από την άλλη πάλι η θεία γραφή θα φαινόταν λοιπόν οπωσδήποτε και βοηθός της αμαρτίας, καλώντας κατά κάποιο τρόπο αναγκαστικά κάποιους σε εκείνα τα οποία λέγονταν από αυτήν, έτσι ώστε να φτάσει σε τέλος αυτό που είχε παλιά προφητευτεί… Για αυτό λοιπόν, δεν πιστεύουμε ότι για αυτήν την αιτία διαπράχτηκαν τα έργα από κάποιους, για να εκπληρωθούν δηλαδή οι γραφές· αλλά το Πνεύμα μίλησε επειδή προγνώριζε ότι οπωσδήποτε θα γίνουν αυτά που θα συμβούν» (Κ).
(7) Η παράθεση μάλλον κατά το εβραϊκό, οπωσδήποτε όμως όχι από τους Ο΄ από το Ψαλμ. μ 10. «Αυτός που έτρωγε τα ψωμιά μου ύψωσε όσο μπορούσε υψηλότερα την φτέρνα του και κατάφερε εναντίον μου κλωτσιά. Οι μεν Ο΄ λοιπόν έτσι ερμήνευσαν το ρητό από το εβραϊκό· ο Χριστός όμως ερμηνεύοντας το ίδιο ρητό από το ίδιο κείμενο, τα ίδια λέει και αυτός, με άλλες ισοδύναμες λέξεις» (Ζ).
Ο Δαβίδ έγραψε το χωρίο για τον Αχιτόφελ, στενό του φίλο, από τον οποίο αχάριστα προδόθηκε. Δες Β΄ Βασ. ιε 31 και εξής. Λόγος με διπλό αποτέλεσμα, ο οποίος κατά το θείο σχέδιο επρόκειτο ομοίως να εκπληρωθεί με την προδοσία του Ιούδα (F). Ο Αχιτόφελ από την άποψη αυτή υπήρξε τύπος του Ιούδα (ο).
«Εξηγήθηκε με διαφορετικά λόγια το ρητό από τον τεσσαρακοστό ψαλμό που είναι ως εξής: «καὶ γὰρ ὁ ἄνθρωπος τῆς εἰρήνης μου, ἐφ᾿ ὃν ἤλπισα, ὁ ἐσθίων ἄρτους μου, ἐμεγάλυνεν ἐπ᾿ ἐμὲ πτερνισμόν. (=και ο επιστήθιος φίλος μου, στον οποίον είχα στηρίξει τας ελπίδας μου, αυτός ο οποίος έτρωγε εις την τράπεζάν μου το φάγητόν μου, κατέφερε εναντίον μου μεγάλο λάκτισμα).
Ο Σωτήρας λοιπόν λέει ότι το ρητό αυτό ειπώθηκε για αυτόν και τον Ιούδα· εξ αιτίας αυτού θα αναρωτηθείς πώς ο Ιούδας ήταν άνθρωπος ειρήνης και ο Σωτήρας ήλπισε σε αυτόν. Νομίζω λοιπόν ότι με αυτά δηλώνεται, ότι κάποτε είχε πιστέψει γνήσια… και δεν νομίζω ότι θα του εμπιστευόταν το ταμείο αν ήταν από τη αρχή κλέφτης· ήταν λοιπόν άξιος να του το εμπιστευτεί και του το εμπιστεύτηκε (αν και προγνώρισε ότι θα πέσει)· Και ήταν τόσο πολύ άνθρωπος ειρήνης του Χριστού, ώστε κάποτε ο Ιησούς είχε αγαθές ελπίδες για αυτόν ότι θα είναι καλός απόστολος. Άκου δηλαδή αυτό που λέει «στον οποίο ήλπισα»» (Ω).
(8) «Αυτός που τρέφεται από εμένα, αυτός που απολαμβάνει μαζί μου το τραπέζι, το οποίο ακόμη και τους εχθρούς τους κάνει να ντρέπονται» (Θφ).
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Ιωάννης δεν λέει ο εσθίων αλλά ο τρώγων, λιγότερο συνηθιζόμενη λέξη, την οποία χρησιμοποιεί 4 φορές (στ 54,56,57,58) για την περίπτωση που τρώνε την σάρκα του Κυρίου στη θεία Ευχαριστία. Θα ήταν λοιπόν έξω από τη συνήθειά του να μην χρησιμοποιήσει αυτήν προκειμένου για το φαγητό στο μυστικό δείπνο (β). Το να τρώει κάποιος άρτο στο τραπέζι κάποιου ανώτερου θεωρούνταν ταυτόσημο με το να παίρνει δείγμα και εγγύηση εμπιστοσύνης, και να παρέχει υπόσχεση πίστης και αφοσίωσης (Β΄ Βασιλ. θ 7,14,Δ Βασιλ. κε 29)· το να προδώσει λοιπόν εκείνον, με τον οποίο έφαγε κάποιος άρτο, ήταν σοβαρή κατάργηση των παραδόσεων της φιλοξενίας (β).
Ας θυμόμαστε, ότι δεν είναι μαθητές του Χριστού όλοι εκείνοι, όσοι τρώγουν τον άρτο του. Υπάρχει και η γραφή: «Τον άρτον μου», αντί για «μετ᾿ ἐμοῦ τὸν ἄρτον».
(9) «Το εμεγάλυνεν επ’ εμέ πτέρναν αὐτοῦ, παραφράστηκε στο ἐπῆρεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν πτέρναν αὐτοῦ, ώστε να είναι το ίδιο το Εμεγάλυνε με το ἐπῆρεν. Και αν πρέπει να αποσαφηνίσουμε τη φράση ἐπῆρεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν πτέρναν αὐτοῦ και εμεγάλυνεν επ’ εμέ πτέρναν αὐτοῦ, θα πούμε, ότι αυτό κάνει αυτός που απλώνει το πόδι σε κάποιον» (Ω).
Σήκωσε εναντίον μου τη φτέρνα του για να με κλωτσήσει. Η μεταφορά πιθανώς πάρθηκε από ζώο δύστροπο και σκληρό, το οποίο ξαφνικά στρέφεται και κλωτσά τον κύριό του, τη στιγμή που αυτός το περιποιείται και ίσως του προσφέρει τη συνηθισμένη τροφή (ο). Η φράση «σηκώνω την φτέρνα εναντίον κάποιου» δηλώνει λοιπόν ή «το δολερό και ύπουλο και κρυφό της επιβουλής» (Χ)= την ώρα που ανύποπτος φιλοξενεί κάποιος κάποιον στο τραπέζι δέχεται από αυτόν πλήγμα. Ή, δηλώνει το κτηνώδες μίσος (g)· την κτηνώδη βία (β).
Ο Ιούδας ως αποστάτης υπήρξε ένοχος της ευτελέστερης και απαισιότερης επιβουλής κατά του Χριστού. Απαρνήθηκε τον Χριστό και έστρεψε τα νώτα του προς αυτόν αφού αποχωρίστηκε από τον κύκλο των μαθητών του. Επιπλέον περιφρόνησε τον Χριστό με το να τινάξει κατά κάποιο τρόπο τη σκόνη των ποδιών του κατά πρόσωπον του διδασκάλου, υβρίζοντας αυτόν και το ευαγγέλιό του. Τέλος έγινε εχθρός του κλωτσώντας τον όπως πράττουν αυτοί που με τα χέρια παλεύουν εναντίον των αντιπάλων τους, τους οποίους θέλουν να ανατρέψουν.
Ιω. 13,19 ἀπ᾿ ἄρτι(1) λέγω ὑμῖν(2) πρὸ τοῦ γενέσθαι, ἵνα ὅταν γένηται πιστεύσητε(3) ὅτι ἐγώ εἰμι(4).
Ιω. 13,19 Σας αναγγέλω αυτά από τώρα, πριν πραγματοποιηθούν, ώστε όταν η προδοσία γίνη, να πιστεύσετε ότι εγώ είμαι ο Χριστός.
(1) Αντιτίθεται με τον χρόνο, στον οποίο θα πραγματοποιηθεί το προφητευμένο γεγονός (g).
(2) Η προαναγγελία για τον προδότη εισάγεται τώρα από τον Ιησού τόσο σαφώς, ενώ ο υπαινιγμός του στίχου 10 ήταν ασαφής.
(3) «Λέω από τώρα αυτά που είναι μεν ήδη πολύ κοντά, δεν έχουν όμως ακόμη ολοκληρωθεί, αυτά σάς τα γνωστοποιώ, έτσι ώστε όταν συμβεί να γίνουν, συνδυάζοντας τα προφητευμένα από εμένα με την έκβαση των πραγμάτων… να πιστέψετε… Ταυτόχρονα λοιπόν ο Κύριος… και τον προδότη επιχειρεί προσεχτικά να επανορθώσει, κάνοντας τον έλεγχο κρυμμένο με πολλή ασάφεια, και την έκβαση της προδοσίας, την λέει ότι θα είναι σημάδι και σαφέστατη απόδειξη ότι αυτός είναι ο Χριστός» (Κ).
Δες Ιω ιστ 4,ιδ 29, «Και πρόσεξε αν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους τόσο σπουδαίους μαθητές του Ιησού, ότι δεν είχαν ακόμη πιστέψει… Όπως ακριβώς αν λέγονταν σε έναν σοφό κάποια λόγια και μετά προσθέτονταν και τα εξής· Αυτά θα σε κάνουν σοφό, δεν θα εννοούσαμε οπωσδήποτε ότι έγινε από μη σοφός σοφός, αλλά από σοφός σοφότερος επειδή ακολουθεί η προκοπή και οδεύει στην τελειότητα· έτσι να εννοήσεις, σε παρακαλώ, ότι και ο πιστός μπορεί να γίνει πιστότερος. Διότι και οι απόστολοι όταν πλησίασαν κάποτε τον Κύριο δεν κατηγορούσαν τους εαυτούς τους ως απίστους όταν έλεγαν σε αυτόν το, Κύριε, πρόσθεσέ μας πίστη. Διότι με το «πρόσθεσε» σαφώς αποδεικνύεται, ότι είχαν πίστη που χωρούσε προσθήκη» (Ω).
(4) Ή, «ώστε όταν εκπληρωθεί αυτή η Γραφή να πιστέψετε, ότι εγώ είμαι, αυτός για τον οποίο εκείνη προφήτευσε» (Ζ) «και είπε, αυτός που τρώει μαζί μου τον άρτο σήκωσε εναντίον μου τη φτέρνα του» (Αυ). Ή, όπως στο η 24= Εγώ είμαι ο προαναγγελμένος Μεσσίας (F)· «να πιστέψετε, ότι εγώ είμαι ο προφητευμένος Χριστός» (Ω), «για τον οποίον αυτά τα λόγια προφήτευσε η θεία γραφή» (Κ).
Ή, μπαίνει απόλυτα χωρίς να υπονοείται κάποιο κατηγορούμενο όπως και στο η 58, σαν αντίστοιχο της ίδιας φράσης, με την οποία στην Π.Δ. ο Θεός ονομάζει τον εαυτό του. Δες Ιεζεκ. κδ 24. Με τη σαφή και βέβαιη πρόγνωση αυτών που μέλλουν να συμβούν ο Χριστός έδωσε αδιαμφισβήτητη απόδειξη, ότι είναι ο αληθινός Θεός, μπροστά στον οποίο τα πάντα είναι γυμνά και ακάλυπτα. Προείπε ότι ο Ιούδας θα παρέδιδε αυτόν σε ώρα, κατά την οποία καμιά υπόνοια για αυτόν δεν ήταν δυνατόν να εισχωρήσει σε κάποιον και έτσι απέδειξε ότι είναι εκείνος, του οποίου ο λόγος είναι «κριτικός ενθυμήσεων και εννοιών καρδιάς» και ο οποίος εξετάζει καρδιές και νεφρούς.
Ιω. 13,20 ἀμὴν ἀμὴν(1) λέγω ὑμῖν, ὁ λαμβάνων(2) ἐάν τινα πέμψω, ἐμὲ λαμβάνει(3), ὁ δὲ ἐμὲ λαμβάνων λαμβάνει τὸν πέμψαντά με.
Ιω. 13,20 Σας διαβεβαιώνω, ότι εκείνος που δέχεται κάποιον που εγώ θα στείλω, δέχεται εμέ. Και εκείνος που δέχεται εμέ, δέχεται αυτόν που μ' έστειλε.
(1) Η σχέση με τα προηγούμενα είναι διαφορετική σύμφωνα με τους διάφορους ερμηνευτές: Ή, λέει αυτά «παρηγορώντας τους περισσότερο επειδή πρόκειται εντός ολίγου να διατρέξουν την οικουμένη» (Ζ), «και να πάθουν πολλά δεινά» (Χ).
Ή, πιο σωστά, ο στίχος αυτός πρέπει να συνδεθεί με αυτά που ειπώθηκαν στους στίχους 16-17= Είπα, ότι δεν υπάρχει απόστολος ανώτερος από αυτόν που τον έστειλε. Σας βεβαιώνω όμως ακόμη, ότι οι απόστολοί μου δεν είναι μικρότεροι από εμένα. Για αυτό είναι και μακάριοι (g).
(2) Συναντιέται η ίδια βεβαίωση και στους Συνοπτικούς. Δες Ματθ. ι 40,Μαρκ. θ 37,Λουκ θ 48 με μικρές λεκτικές παραλλαγές. Ο Ιωάννης αντικαθιστά το από τον Ματθαίο χρησιμοποιούμενο ρήμα δέχομαι με το λαμβάνω και το αποστέλλω με το πέμπω (β).
(3) Γενικώς παραδεκτή αρχή, ότι η τιμή που απονέμεται σε κάποιον πρέσβη, μεταβαίνει στο πρόσωπο του κυριάρχου του, τον οποίον αυτός αντιπροσωπεύει (β).
«Όποιος δέχεται αυτόν που θα στείλει ο Ιησούς, δέχεται τον Ιησού που είναι στο πρόσωπο αυτού που στάλθηκε· και αυτός που δέχεται τον Ιησού δέχεται τον Πατέρα. Άρα αυτός που δέχεται αυτόν που θα στείλει ο Ιησούς, δέχεται τον Πατέρα που έστειλε τον Ιησού» (Ω).
Ο Χριστός ήδη έφευγε από τον κόσμο αυτόν, θα άφηνε όμως μία τάξη ανθρώπων ως πράκτορες και αντιπροσώπους του για να κηρύττουν το λόγο του. Εκείνοι λοιπόν οι οποίοι δέχονται τον λόγο αυτόν και τους κήρυκές του στο όνομα του Χριστού και από αγάπη προς αυτόν, δέχονται αυτόν τον ίδιο το Χριστό. Το να πιστεύει κάποιος στη διδασκαλία του Χριστού και να υπακούει στις εντολές του και να δέχεται την σωτηρία που προσφέρεται στο όνομά του και με τους όρους, με τους οποίους αυτή προσφέρεται, ισοδυναμεί με το να δέχεται εκείνους, τους οποίους ο Χριστός αποστέλλει, άρα και με το να δέχεται αυτόν τον ίδιο τον Κύριο Ιησού.
Ιω. 13,21 Ταῦτα εἰπὼν(1) ὁ Ἰησοῦς ἐταράχθη(2) τῷ πνεύματι(3), καὶ ἐμαρτύρησε(4) καὶ εἶπεν· ἀμὴν ἀμὴν(5) λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν(6) παραδώσει με(7).
Ιω. 13,21 Αφού είπε αυτά ο Ιησούς, εταράχθη εσωτερικώς πολύ, και καθαρά και ξάστερα εμαρτύρησε περί αυτού και είπε• σας αποκαλύπτω και σας διαβεβαιώνω, ότι ένας από σας θα με παραδώση.
(1) Τα προηγούμενα λόγια, στα οποία δύο φορές υπαινίχθηκε τον προδότη.
(2) Από λύπη «για την απώλεια του προδότη. Ταράχτηκε δηλαδή από την πολύ μεγάλη συμπάθεια, στενοχωρούμενος υπερβολικά για αυτόν» (Ζ).
Ή, «ταράχτηκε εύλογα, αγανακτώντας για την δυστροπία του Ιούδα» (Κ). Είναι δυνατόν και τα δύο συναισθήματα να διεγέρθηκαν στον Κύριο. (Δες «καὶ περιβλεψάμενος αὐτοὺς μετ᾿ ὀργῆς, συλλυπούμενος ἐπὶ τῇ πωρώσει τῆς καρδίας αὐτῶν = Και αφού περιέφερε γύρω εις αυτούς με οργήν το βλέμμα του, ενώ συγχρόνως τους ελυπείτο ειλικρινώς δια την πώρωσιν της καρδιάς των» Μάρκ. γ 5).
(3) Προτιμά τον όρο αυτόν από τον όρο ψυχή που λέει στο ιβ 27. Ή, διότι θέλει να σημάνει, ότι εκ βάθους ψυχής ταράχτηκε (ο). Οι εχθρότητες των αντιπάλων δεν μπορούν να πληγώσουν την ψυχή τόσο πολύ όσο οι προδοσίες των φίλων (τ).
Ή, για να σημάνει, ότι η ταραχή είχε έδρα τις ανώτερες πνευματικές δυνάμεις του Κυρίου, και ήταν θρησκευτικής φύσης και ένα είδος φρίκης, την οποία δοκιμάζει η αγνή καρδιά αυτού που έρχεται σε επαφή με το όργανο του σατανικού εγκλήματος της προδοσίας (g).
«Το πάθος ερχόταν στην επικράτεια του πνεύματος. Όπως δηλαδή ο άγιος ζει με το πνεύμα το οποίο αρχίζει τα πράγματα της ζωής και κάθε πράξη και προσευχή και τον ύμνου προς το Θεό, έτσι οτιδήποτε κάνει και οποτεδήποτε, το κάνει με το πνεύμα, αλλά και αν πάσχει, πάσχει με το πνεύμα» (Ω).
Η προδοσία του Ιούδα έθιγε τον Ιησού στα τρυφερότερα βάθη της ψυχής του. Σημείωσε ότι οι πτώσεις των μαθητών του Χριστού ταράζουν αυτόν βαθύτατα. Οι αμαρτίες των χριστιανών λυπούν πολύ τον Κύριό τους.
(4) Ή «διαμαρτυρήθηκε για την προδοσία» (Ζ). Ή, πιο σωστά, με αυτό αντιθέτει την θετική και σαφή διακήρυξη, η οποία πρόκειται να επακολουθήσει, με τους αόριστους υπαινιγμούς των στίχων 10 και 18 (g)= Έδωσε σαφή και ορισμένη μαρτυρία. Λέγεται για τον Ιησού που προλέγει αυτό που σίγουρα θα του συμβεί (G). Αποκαλύπτει με αυτήν ο Ιησούς μυστικό, το οποίο ήταν γνωστό μόνο στον διάβολο και τον Ιούδα (μ).
(5) Η φράση χαρακτηρίζει την θεία βεβαιότητα της προαναγγελίας αυτής απέναντι στην δυσκολία, την οποία θα δοκίμαζαν οι απόστολοι για να την παραδεχτούν (g)= Όσο απίθανο και αν σας φαίνεται, σας βεβαιώνω κατηγορηματικότατα, ότι…
(6) «Με πολλή έμφαση ο Χριστός λέει αυτό και με αυτό ή κατηγορεί την αχαριστία αυτού που τόλμησε τέτοιο πράγμα, ή δείχνει το μέγεθος της κακίας του διαβόλου, που τόσο πολύ κατάφερε, ώστε να αρπάξει έναν και από αυτούς τους αποστόλους» (Κ).
«Ένας, λέει, που ξέπεσε από την ομάδα και βγήκε από ανάμεσά σας, θα με παραδώσει» (Θφ).
Ένας από σας, οι οποίοι πήρατε από εμένα τέτοιες εξαιρετικές χάρες· για τους οποίους είχα κάθε λόγο να φρονώ, ότι θα μένατε σταθεροί στην προς εμένα αγάπη· οι οποίοι εκδηλώσατε έναν τέτοιο σεβασμό σε μένα· Ποια αδικία έγινε εκ μέρους μου, ώστε ο ένας από εσάς να με προδώσει;
(7) Δες στ 64. Όλοι οι ευαγγελιστές (Ματθ. κστ 21,Μάρκ. ιδ 18,Λουκ. κβ 21) συμφωνούν, ότι η σαφής αυτή προαναγγελία της προδοσίας έγινε για πρώτη φορά κατά τον Μυστικό δείπνο και ότι σε αυτήν δεν αποκαλύφθηκε ξεκάθαρα το όνομα του προδότη.
Ιω. 13,22 ἔβλεπον οὖν εἰς ἀλλήλους(1) οἱ μαθηταί, ἀπορούμενοι(2) περὶ τίνος λέγει(3).
Ιω. 13,22 Εκύτταζαν τότε ο ένας τον άλλον οι μαθηταί και ευρίσκοντο εις απορίαν δια ποίον τα έλεγε αυτά.
(1) «Σε όλους δημιουργεί το φόβο με το να μην αναφέρει το όνομα· εκείνοι όμως κυριεύονται από απορία, μολονότι δεν αισθάνονταν τίποτα το κακό για τον εαυτό τους· διότι θεωρούσαν πιο αξιόπιστη τη γνώμη του Χριστού από τους δικούς τους λογισμούς. Για αυτό και έβλεπαν ο ένας τον άλλον».
«Ο καθένας, όσο ήταν δυνατόν στην ανθρώπινη φύση, έβλεπε μέσα στην προαίρεση του άλλου, απορώντας, αν μπορούσε η ψυχή που έκανε τέτοια πράγματα… να μεταβληθεί τόσο πολύ και να ξεχάσει τα μαθήματα του Διδασκάλου, ώστε να φτάσει και στην προδοσία του» (Ω).
Ό,τι λυπεί τον Χριστό, είναι και πρέπει να είναι αιτία λύπης σε όλους εκείνους, οι οποίοι είναι δικοί του. Ιδιαιτέρως οι σκανδαλώδεις πτώσεις εκείνων, οι οποίοι φέρουν το όνομά του, πρέπει να λυπούν τους μαθητές του Διδασκάλου. «Ποιός σκανδαλίζεται και δεν καίγομαι εγώ;».
(2) «Αν μεν ήταν φανερή στους μαθητές του Ιησού η κακία του Ιούδα, τότε θα γνώριζαν ποιος ήταν αυτός που θα παραδώσει τον Διδάσκαλο όταν είπε ο Σωτήρας ότι ένας από σας θα με παραδώσει. Τώρα όμως βλέπονται μεταξύ τους οι μαθητές, απορώντας για ποιον λέει» (Ω).
«Έκπληξη και φόβος μαζί τρέχει μέσα στους μαθητές και βλέπονται μεταξύ τους, εγκυμονώντας διπλή ταραχή από τα λεγόμενα. Διότι ο καθένας μεν, όπως ήταν λογικό, ανατρέχοντας στην δική του ψυχή, φοβήθηκε όχι και λίγο, αλλά και βλέποντας και τους άλλους μαζί, δεν δέχονταν μικρότερη από την άλλη αγωνία» (Κ).
Έβλεπαν οι μαθητές τα πρόσωπα ο ένας του άλλου, προσπαθώντας να μαντεύσουν από την έκφρασή τους, ποιος ήταν ο ένοχος. Αλλά ενώ όλοι οι άλλοι έχοντας ελεύθερη και ανένοχη τη συνείδηση μπορούσαν να υψώνουν το κεφάλι αδίστακτα και να παρουσιάζουν όψη απαλλαγμένη και από το παραμικρό κοκκίνισμα, ο Ιούδας, ο οποίος ήταν ο ένοχος, είχε τόσο αποθρασυνθεί και είχε καταλήξει σε τόση αναισχυντία ώστε δεν παρουσίαζε στην όψη του κανένα σημάδι, που να προδίδει την ενοχή του. Για αυτό η ομάδα των μαθητών κυριεύεται από απορία.
(3) Οι συνοπτικοί αναφέρουν τα ίδια και παρουσιάζουν τον καθένα από τους αποστόλους να ρωτάει: «Μήπως είμαι εγώ, Κύριε;» (Ματθ. κστ 22).
«Παρόλο που ο καθένας τους γνώριζε για τον εαυτό του ότι είναι καθαρός και δεν διαπίστωναν τίποτα πονηρό στο νου τους, όμως θεωρούσαν πιο αξιόπιστο τον λόγο του Κυρίου από τους δικούς τους λογισμούς» (Θφ).
Ιω. 13,23 ἦν δὲ ἀνακείμενος(1) εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ἐν τῷ κόλπῳ τοῦ Ἰησοῦ(2), ὃν ἠγάπα(3) ὁ Ἰησοῦς·
Ιω. 13,23 Κατά την ώραν εκείνην είχε γείρει στο στήθος του Ιησού ένας από τους μαθητάς του, τον οποίον ιδιαιτέρως αγαπούσε ο Ιησούς.
(1) «Επειδή αυτός ο μαθητής πήρε εντολή από τον Πέτρο και ρώτησε κρυφά, Ποιος είναι αυτός που θα τον παραδώσει· ήταν αναγκαίο να πει πού καθόταν ώστε να μπορεί να ρωτάει κρυφά» (Ζ).
(2) Οι αρχαίοι έγερναν μάλλον στο τραπέζι παρά κάθονταν, και ο κάθε ένας που μετείχε στο τραπέζι είχε τον αριστερό βραχίονα στηριγμένο σε προσκέφαλο, έτσι ώστε να στηρίζει με το αριστερό χέρι το κεφάλι, και είχε το δεξί χέρι ελεύθερο για να τρώει με αυτό. Τα πόδια απλώνονταν προς τα πίσω. Έτσι ο καθένας είχε το κεφάλι να πλησιάζει στο στήθος αυτού που ήταν ξαπλωμένος στα αριστερά του. Την θέση αυτή κατείχε ο Ιωάννης. Δεξιά του Χριστού (g).
Ως προς τις τιμητικές θέσεις πρέπει να σημειωθεί, ότι ο οικοδεσπότης ή το κύριο πρόσωπο καθόταν στο κέντρο και η τιμητική θέση ήταν πάνω από αυτόν δηλαδή στα αριστερά του, και η μετά από αυτήν άλλη τιμητική θέση ήταν στα δεξιά του. Δεν είναι βέβαιο, ποιος κατείχε την προς τα αριστερά του Ιησού τιμητική θέση. Κάποιοι σκέφτηκαν, ότι κατείχε αυτήν ο Πέτρος. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση θα μπορούσε αυτός αμέσως, χωρίς την παρέμβαση του Ιωάννη, να ρωτήσει τον Ιησού. Το γεγονός όμως ότι έκανε νεύμα στον Ιωάννη, υποδηλώνει ότι δεν ήταν πολύ κοντά του. Πιθανότερο είναι ότι την πιο τιμητική αυτή θέση κατείχε ο Ιούδας, όπως υποδηλώνεται από το ότι ο Ιησούς μπορούσε να μιλά σε αυτόν κατ’ ιδίαν, χωρίς τα της συνομιλίας να ακούγονται από τους άλλους μαθητές. Δες στίχο 27 και Ματθ. κστ 25. Το ότι επίσης αυτός είχε και το ταμείο, παρείχε ίσως σε αυτόν και κάποια προτίμηση απέναντι στους συμμαθητές του (β).
Πάντως και η θέση του Ιωάννου ήταν τιμητική και «της τιμής αυτής αξιώθηκε επειδή κρίθηκε άξιος ξεχωριστής αγάπης από τον Διδάσκαλο» (Ω).
(3) «Ο Ιωάννης είναι αυτός, ο συγγραφέας του παρόντος βιβλίου, ο οποίος, επειδή λέει για τον εαυτό του ότι ήταν αγαπημένος, έκρυψε το όνομά του, παραδίδοντάς το στη σιωπή, για να μην φανεί ότι καυχιέται» (Κ).
Ο Ιωάννης επιμελέστατα αποφεύγει να αναφέρει τον εαυτό του. Είναι επιθυμητότερο το να αγαπιέσαι από τον Ιησού παρά να διακρίνεσαι με το όνομά σου (b). Για πρώτη τώρα φορά ο Ιωάννης αναφέρεται στον εαυτό του σαν έναν από τους μαθητές τον οποίο αγαπούσε ιδιαιτέρως ο Ιησούς. Η φράση «ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς» αναφέρεται και πάλι στα ιθ 26,κα 7,20 και 24, και από το κα 24 τίθεται έξω αμφιβολίας, ότι ο μαθητής τον οποίο αγαπούσε ο Ιησούς είναι αυτός ο ίδιος ο ευαγγελιστής (ο). ὃν ἠγάπα = «Αυτόν αγαπούσε ο Ιησούς, περισσότερο δηλαδή, επειδή ήταν άξιος να αγαπιέται περισσότερο, λόγω πλούτου αρετής μεγάλης» (Ζ).
«Πρόσεξε επίσης σε αυτόν και την έλλειψη καύχησης. Διότι δεν είπε το όνομα, αλλά ότι Αυτόν που αγαπούσε, όπως ακριβώς και ο Παύλος, όταν έλεγε· Γνωρίζω άνθρωπο πριν από δεκατέσσερα χρόνια» (Χ).
Ιω. 13,24 νεύει(1) οὖν(2) τούτῳ Σίμων Πέτρος πυθέσθαι(3) τίς ἂν εἴη(4) περὶ οὗ λέγει.
Ιω. 13,24 Έκανε, λοιπόν, νόημα εις αυτόν ο Σίμων Πέτρος, να ερωτήση ποιός άραγε είναι αυτός, δια τον οποίον λέγει ο διδάσκαλος.
(1) «Θα μπορούσαμε να θαυμάσουμε εύλογα και σε αυτό πάλι, την πολλή ακρίβεια, όσον αφορά την ευλάβεια, των αγίων μαθητών… Ο Πέτρος, δεν έκανε μεν καθόλου ο ίδιος την ερώτηση, αλλά αφήνει την ερώτηση στον κοντινό και αγαπημένο για το λαμπρότερο της αγνότητας» (Κ).
Ο Πέτρος «επειδή από πολλή θερμότητα βρίσκεται σε πολλές περιπτώσεις μεν να είναι ορμητικός, αλλά να μαλώνεται, για αυτό το λόγο τώρα φοβήθηκε να ρωτήσει, για να μην τον μαλώσει και τώρα ο Κύριος ως προπετή» (Θφ). Είχε πρόσφατα επιτιμηθεί ο Πέτρος.
(2) Γνωρίζοντας ο Πέτρος ότι ο Ιωάννης αγαπιόταν από τον Κύριο και βλέποντας πόσο κατάλληλη ήταν ήδη η θέση του στο τραπέζι, για να ζητήσει πληροφορίες από τον Ιησού, για αυτά (λοιπόν…), «δεν του έκανε νεύμα με τη σκέψη ότι είναι ανώτερος, αλλά για την πολλή αγάπη του» (Χ).
(3) Υπάρχει και η γραφή «Σίμων Πέτρος και λέγει αυτώ Ειπέ τίς εστίν περὶ οὗ λέγει». Μολονότι μαρτυρείται σοβαρά δεν συμφωνεί όμως με το νεύει. Αυτός που κάνει νεύμα δεν μιλάει συγχρόνως και με τη γλώσσα. Η συνηθισμένη γραφή (την οποία έχει και ο Αλεξανδρινός κώδικας) μαρτυρείται από αρκετούς μεγαλογράμματους κώδικες και από τις Συριακές μεταφράσεις (την Πεσιτώ, του Σινά κλπ).
(4) =Ποιος μπορεί να είναι. Εκφράζει η ερώτηση ένα είδος αμφιβολίας. (=Πώς είναι δυνατόν μαθητής από τον κύκλο μας να προβεί σε κάτι τέτοιο;).
Ιω. 13,25 ἐπιπεσὼν δὲ ἐκεῖνος ἐπὶ τὸ στῆθος(1) τοῦ Ἰησοῦ λέγει αὐτῷ· Κύριε(2), τίς ἐστιν;
Ιω. 13,25 Αφού δε έπεσε εκείνος στο στήθος του Ιησού, τον ηρώτησε• Κύριε, ποιός είναι εκείνος που θα σε παραδώση;
(1) Το επιπεσών υποδηλώνει απότομη κίνηση, σύμφωνη με την ζωηρότητα του συναισθήματος που την προκάλεσε (g). Υπάρχει και η γραφή αναπεσών δὲ ἐκεῖνος ούτως ἐπὶ τὸ στῆθος = «Έτσι· όπως ήταν γερμένος, δηλαδή δεν σηκώθηκε, αλλά μόνο γύρισε προς το μέρος του» (Ζ) και «γέρνοντας ήσυχα προς τον διδάσκαλο, ψιθυρίζει κρυφά» (Κ) και «ρωτά σχεδόν στο αυτί του, ώστε να μην γίνει φανερός ο προδότης» (Χ).
(2) Αν και ψιθύρισε τη φράση στο αυτί του Ιησού, αποκαλεί αυτόν Κύριο. Η οικειότητα την οποία είχε προς τον Διδάσκαλο, δεν μείωνε τον προς αυτόν σεβασμό του. Όσο στενότερη σχέση και κοινωνία έχουν οι ευσεβείς ψυχές με τον Χριστό, τόσο περισσότερο αισθάνονται την αξία και το μεγαλείο του και τη δική τους αναξιότητα και ευτέλεια, όπως άλλοτε και ο Αβραάμ, ο οποίος συνομιλώντας πριν την καταστροφή των Σοδόμων και Γομόρρας με το Θεό διακήρυξε για τον εαυτό του ταπεινά: «Εγώ είμαι χώμα και στάχτη» (Γεν. ιη 27).
Ιω. 13,26 ἀποκρίνεται ὁ Ἰησοῦς(1)· ἐκεῖνός ἐστιν ᾧ ἐγὼ βάψας τὸ ψωμίον(2) ἐπιδώσω(3). καὶ ἐμβάψας τὸ ψωμίον δίδωσιν(4) Ἰούδᾳ Σίμωνος Ἰσκαριώτῃ.
Ιω. 13,26 Απεκρίθη ο Ιησούς• είναι εκείνος προς τον οποίον εγώ θα του δώσω ψωμί, αφού προηγουμένως το βουτήξω στον ζωμόν. Και αφού βούτηξε στο πιάτο ένα κόματι ψωμί, το έδωσε στον Ιούδα τον Ισκαριώτη, τον υιό του Σίμωνος.
(1) «Και ο Χριστός έτσι αποκρίθηκε» (Χ), στο αυτί του Ιωάννη (b), ώστε να ακουστεί μόνο από αυτόν «και ούτε τότε δεν έκανε φανερό» (Χ) τον Ιούδα, «αλλά με το ψωμί δήθεν τον κάνει φανερό» (Θφ). Όπως φαίνεται από το στίχο 28 ίσως και ο ίδιος ο Ιωάννης δεν κατανόησε πλήρως την απάντηση του Κυρίου.
(2) Υπάρχει και η γραφή: βάψω το ψωμίον και δώσω. Το ψωμίον= ένα τεμάχιο. Πουθενά αλλού στην Κ.Δ. δεν συναντιέται η λέξη εκτός από το χωρίο αυτό (β).
(3) Ήταν δείγμα οικειότητας το να επιτρέψει κάποιος σε ξένο να βουτήξει το ψωμί του σε κοινό πιάτο (Ρουθ β 14). Ακόμη και μέχρι σήμερα στην Ανατολή συνηθίζεται ως ένδειξη τιμητικής εύνοιας προς τον φιλοξενούμενο το να δίνουν σε αυτόν τεμάχιο εκλεκτό από το κεντρικό πιάτο. Αυτό έπραξε και ο Ιησούς για τον Ιούδα, ο οποίος πιθανώς ήταν γερμένος στα αριστερά του. Ο τρόπος αυτός της φιλοφροσύνης ήταν τόσο συνηθισμένος, ώστε δεν απόσπασε ιδιαιτέρως την προσοχή των μαθητών κατά την προκειμένη περίπτωση (β).
(4) Ο Ιησούς έδωσε αυτό με μέγιστη μακροθυμία· και οι άλλοι μαθητές αναμφίβολα σκέφτηκαν για τον Ιούδα, ότι ευλογήθηκε αυτός περισσότερο από τους άλλους (b).
«Δέξου, λέει, τον άρτο, του οποίου μετέλαβες μαζί μου, έλα σε συναίσθηση του κοινού τραπεζιού. Αλλά δεν κατάλαβε, αφού είχε ναρκωθεί η ψυχή του από το πάθος» (Θφ).
Σύμφωνα με τον Ματθαίο (κστ 25) ο Ιούδας ρώτησε τον Κύριο «μήπως είμαι εγώ, ραββί;» και ο Κύριος απάντησε σε αυτόν· «Συ είπας». Πιθανότατα το δόσιμο του ψωμιού και η στιχομυθία αυτή συνέπεσαν. Και εφόσον ο Ιούδας ήταν γερμένος δίπλα στον Ιησού, δεν έγινε αυτή αντιληπτή.
«Ο Σωτήρας δεν δίνει στον Ιωάννη κάποιο άλλο σημάδι του πράγματος, παρά αυτό που από παλιά προφητεύτηκε από την φωνή του προφήτη· αυτός που έτρωγε τους άρτους μου σήκωσε ψηλά τη φτέρνα του και με κλώτσησε. Διότι αφού βούτηξε δίνει το ψωμί, δείχνοντας με αυτό αυτόν που έτρωγε τον άρτο του» (Κ).
Υπάρχει και η γραφή: βάψας οὖν το ψωμίον.
Ιω. 13,27 καὶ μετὰ τὸ ψωμίον(1) τότε(2) εἰσῆλθεν(3) εἰς ἐκεῖνον(4) ὁ σατανᾶς. λέγει οὖν(5) αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὃ ποιεῖς(6), ποίησον(7) τάχιον(8).
Ιω. 13,27 Και στον Ιούδαν, αφού επήρε το ψωμί εισήλθεν εις αυτόν ο σατανάς. Αδιόρθωτον καθώς τον είδε ο Κυριος, του είπε• αυτό που πρόκειται να κάμης, κάμε το το ταχύτερον.
(1) Η ένδειξη αυτή της εύνοιας του Ιησού προς τον Ιούδα δεν τον συγκίνησε.
«Ο προδότης λοιπόν δεν ντράπηκε τους ελέγχους που από πριν έγιναν κρυφά και μυστικά, αλλα ούτε την ακαταμάχητη ισχύ της αγάπης, ούτε τιμή και δόξα και χάρη, ούτε την ευλογία την από το Χριστό» (Κ).
«Ας υποθέσουμε, ότι η συμμετοχή στο ίδιο τραπέζι δεν τον έκανε να νιώσει ντροπή (τον Ιούδα), το ότι όμως πήρε το τεμάχιο άρτου από τον Κύριο ποιού την προσοχή ήταν δυνατόν να μην προσελκύσει; Αλλά όχι εκείνον· για αυτό και ο σατανάς τότε μπήκε σε αυτόν γελώντας με αυτόν για την αναισχυντία του» (Χ).
(2) Δίνοντας το ψωμί στον Ιούδα ο Κύριος έκανε την ύστατη έκκληση στη συνείδησή του. Η στιγμή λοιπόν ήταν κρίσιμη και εκφράζεται αυτό από τον Ιωάννη με το «τότε» (g).
«Ας μη νομίσει πάλι κάποιος, ότι το ψωμί έγινε η αιτία στον προδότη να δεχτεί το σατανά… αλλά επειδή όλη η αγάπη σε αυτόν ολοκληρώθηκε και τίποτα και με το παραπάνω δεν έλειψε που συντελούσαν στην τιμή και στη διάθεση, ακολουθούσε ο Ιούδας τα ίδια σχέδια… και δεν μετακινεί την καρδιά του από την παράνομη απόφαση… αλλά ακόμη χειρότερα δίψασε το τέρμα της ασέβειας και νικήθηκε από κακά τολμήματα, για αυτό μπήκε λοιπόν ο σατανάς» (Κ).
Πολλοί γίνονται χειρότεροι από τις δωρεές της αγαθότητας του Κυρίου και στηρίζονται ακόμη περισσότερο στην αμετανοησία τους με τα μέσα εκείνα, τα οποία η θεία αγαθότητα παρέχει σε αυτούς για μετάνοια.
(3) «Επειδή βρήκε την καρδιά του ολάνοιχτη όπως ακριβώς κάποια πύλη που έμεινε χωρίς την προσοχή του φύλακα και είδε απύλωτο το νου του» (Κ).
«Προηγουμένως μεν δεν μπήκε ο σατανάς στον Ιούδα, αλλά μπήκε μόνο στην καρδιά του, για να παραδώσει τον Διδάσκαλο, στο σημείο όμως που τώρα εξετάζουμε μετά το ψωμί μπήκε σε εκείνον. Για αυτό ακριβώς και εμείς να φυλαγόμαστε μήπως κάποτε ο διάβολος βάλει στην καρδιά μας οποιοδήποτε από τα πυρωμένα βέλη του. Διότι εάν βάλει, παραφυλάει μετά από αυτό να μπει και αυτός» (Ω).
«Προηγουμένως τον παρενοχλούσε από έξω με το πάθος της φιλαργυρίας. Τώρα όμως τον κυρίευσε ολοκληρωτικά» (Θφ).
«Διότι δεν έχει πλέον σύμβουλο τον σατανά αλλά ήδη τον κάνει δεσπότη και εξουσιαστή όλης της καρδιάς του αυτόν που στην αρχή ψιθύριζε στη διάνοιά του. Διότι μπήκε σε αυτόν σύμφωνα με το λόγο του ευαγγελίου» (Κ). «Διότι έως ότου ανήκε στην ομάδα των μαθητών…του έκανε επιθέσεις από έξω, όταν όμως τον φανέρωσε ο Κύριος… πήδηξε λοιπόν μέσα του τελείως ελεύθερα» (Χ).
«Διότι δεν μπορούμε να υποθέσουμε, ότι δεν ήταν σε αυτόν (ο σατανάς) όταν ήλθε στους Ιουδαίους και έκανε συμφωνία μαζί τους για την τιμή της προδοσίας… Η πρώτη είσοδος του σατανά στον Ιούδα έγινε, όταν φύτεψε στην καρδιά του τη σκέψη της προδοσίας του Χριστού. Αλλά τώρα μετά το ψωμί μπήκε σε αυτόν όχι πλέον για να πειράζει αυτόν που ανήκει σε άλλον, αλλά για να κατακυριεύσει αυτόν ως δικό του» (Αυ).
«Μπήκε στα τρίσβαθα της καρδιάς του και κυρίευσε την ψυχή του» (Θφ).
«Διότι είναι άλλο το να βάλει κάτι μέσα [ο σατανάς] και άλλο το να μπει σε αυτόν, όπως ακριβώς είναι άλλο το να χτυπήσει κάποιος με το χέρι από έξω, και άλλο το να δώσει σε κάποιον καίριο χτύπημα και να βάλει μέσα το ξίφος» (αμ).
Αν και ο διάβολος είναι στο εσωτερικό κάθε πονηρού ανθρώπου, που ενεργεί τα έργα του (Εφεσ. β 2), παρόλ’ αυτά μερικές φορές εισέρχεται φανερότερα και ισχυρότερα, όταν παρασύρει αυτούς σε πράξεις υπερβολικά πονηρές, για τις οποίες ο ανθρωπισμός και η συνείδηση του φυσικού ανθρώπου νιώθει αποστροφή. Οι προδότες του Χριστού έχουν το σατανά μέσα τους. Ο Χριστός μιλά για την αμαρτία του Ιούδα ως μεγαλύτερη από την αμαρτία των διωκτών του.
(4) Σημειώνει ήδη τον Ιούδα με αντωνυμία η οποία απομακρύνει αυτόν σε απόσταση (b). Το «εκείνος» δηλώνει την ξένου φρονήματος διάνοια του Ιούδα (β).
(5) Εφόσον δείχτηκε και απέναντι σε αυτήν την εύνοια αναίσθητος και κατακυριεύτηκε από τον σατανά, «δεν έπρεπε, αφού ήταν τέτοιος και εξακολουθούσε για τόσο χρόνο να παραμένει αδιόρθωτος, να τον κρατά μέσα. Για αυτό λοιπόν και τον έβγαλε έξω» (Χ).
Το «οὖν» παρουσιάζει την με τα ακόλουθα λόγια του Κυρίου απομάκρυνση του Ιούδα ως συνέπεια της κατακυρίευσής του από τον σατανά.
(6) =Ό,τι προτίθεσαι να πράξεις (ο). Ο Ιούδας θα μπορούσε να αντιληφθεί από την ακτίνα αυτή της παγγνωσίας του Κυρίου, ότι είναι γνωστός (b).
(7) «Δεν είναι λόγια κάποιου που προστάζει, ούτε που συμβουλεύει, αλλά κάποιου που επιτιμά και δείχνει, ότι αυτός μεν ήθελε να τον διορθώσει, αλλά επειδή εξακολουθούσε να μένει αδιόρθωτος, τον αφήνει» (Χ).
Δεν επιθυμεί ο Κύριος να πράξει ο Ιούδας αυτό, αλλά εφόσον επέμενε να πράξει αυτό, να το πράξει γρήγορα (b). «Διότι λέγοντας το «κάνε» είναι σαν να λέει το εξής: Να, σε αφήνω, κάνε ό,τι θες, δεν εμποδίζω τη γνώμη σου, δεν σε κρατώ πια» (Θφ).
Ο Χριστός γνώριζε, ότι ήδη ο σατανάς μπήκε στον Ιούδα και κυρίευσε εξ’ ολοκλήρου αυτόν. Για αυτό και τον παραδίδει σαν να μην έχει πλέον κάποια ελπίδα σωτηρίας. Όταν το πονηρό πνεύμα γίνει δεκτό θεληματικά από κάποιον άνθρωπο, τότε το αγαθό Πνεύμα κατά λόγο δικαιοσύνης αποσύρεται και αποχωρεί.
«Επειδή αυτό αποφάσισες, λέει, βιάσου στην εναντίον μου επιβουλή· διότι δεν με λυπεί το να πάθω» (αμ).
(8) Λέγεται επιρρηματικά αντί για το θᾶσσον ή θᾶττον (=γρηγορότερα) (G).= Γρηγορότερα από όσο έχεις πρόθεση (ο)· γρηγορότερα από το χρόνο, τον οποίο εσύ από μόνος σου όρισες.
«Δεν ήθελε πλέον να αναβάλλει ούτε να καθυστερεί, αλλά όσο το δυνατόν να επιταχύνει [το σωτήριο σχέδιο]· δεν το είπε αυτό δειλιάζοντας, όπως νομίζουν κάποιοι που δεν κατάλαβαν με ποιο τρόπο είπε: Πατέρα αν είναι δυνατόν ας περάσει αυτό το ποτήριο, αλλά το είπε αναλαμβάνοντας, για να το πω έτσι, με πολύ θάρρος τον αγώνα» (Ω).
Ιω. 13,28 τοῦτο δὲ οὐδεὶς ἔγνω(1) τῶν ἀνακειμένων πρὸς τί εἶπεν αὐτῷ·
Ιω. 13,28 Αυτόν τον τελευταίον λόγον κανείς από τους μαθητάς, που εκάθητο στο τραπέζι, δεν εκατάλαβε, προς ποίον σκοπόν τον είπε ο Κυριος.
(1) Το «ὃ ποιεῖς, ποίησον τάχιον» που ειπώθηκε δυνατά έγινε από όλους ακουστό όχι όμως και αντιληπτό. Κανείς. Ίσως ο Ιωάννης σιωπηρά εξαιρεί τον εαυτό του (g). Αλλά ίσως και αυτός ο Ιωάννης δεν αντιλήφθηκε επαρκώς την έννοια των λόγων αυτών του Σωτήρα ούτε υπέθετε τόσο επικείμενη την προδοσία, ώστε να εκλάβει το σήκωμα από το τραπέζι και την έξοδο του Ιούδα ότι έγινε για τον σκοπό αυτόν (ο).
«Άραγε ούτε ο Ιωάννης; Ούτε αυτός. Διότι δεν περίμενε ότι μαθητής θα μπορούσε να φτάσει σε τόσο μεγάλο βαθμό παρανομίας. Επειδή δηλαδή ήταν μακριά από αυτήν την πονηρία, ούτε για άλλους δεν μπορούσαν να υποπτευθούν τέτοια πράγματα» (Χ).
Τόσο πολύ ο Ιούδας υπήρξε επιδέξιος στο να αποκρύψει υποκριτικά τον εαυτό του και τόσο πολύ η λεπτότητα του Κυρίου προς αυτόν δείχτηκε μεγάλη μέχρι τέλους (F). Αλλά και οι μαθητές παρά τις ατέλειες, τις οποίες έδειχναν πριν ακόμη έλθει σε αυτούς το Πνεύμα το Άγιο, αγαπούσαν αρκετά ο ένας τον άλλον, ώστε δεν ήταν δυνατόν να συλλάβει ο ένας κατά του άλλου τόσο βαριά υπόνοια. «Η αγάπη δεν σκέφτεται το κακό». Αντιθέτως πολλοί και από εκείνους που έχουν το όνομα του Χριστιανού, όταν ακούνε σκληρές κατηγορίες που εκφέρονται αόριστα, είναι έτοιμοι να πουν· σε αυτόν αναφέρεται αυτή· εκείνος έπραξε αυτό· ο άλλος είναι ο ένοχος.
Ιω. 13,29 τινὲς γὰρ ἐδόκουν, ἐπεὶ τὸ γλωσσόκομον εἶχεν ὁ Ἰούδας, ὅτι λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, ἀγόρασον ὧν χρείαν ἔχομεν εἰς τὴν ἑορτήν(1), ἢ τοῖς πτωχοῖς ἵνα τι δῶ(2).
Ιω. 13,29 Επειδή δε ο Ιούδας είχε το κουτί του κοινού ταμείου, μερικοί ενόμισαν ότι του είπε ο Ιησούς• Αγόρασε αυτά που μας χρειάζονται δια την εορτήν η ότι του είπε να δώση κάτι στους πτωχούς.
(1) Τέτοια περιστατικά δεν συμφωνούν με την ιδέα, ότι το απόγευμα εκείνο ήταν αυτό του πασχάλιου δείπνου (b). Έχουμε εδώ κάποια ένδειξη για το ότι το Δείπνο αυτό δεν ήταν το πασχάλιο, διότι αν ήταν το πασχάλιο, δεν θα μπορούσε να αγοραστεί κάτι (β).
(2) Άλλη εξήγηση αυτών που ειπώθηκαν στον Ιούδα υπήρξε, ότι προτράπηκε από τον Κύριο να δώσει κάποιες ελεημοσύνες στους φτωχούς, κατά τη συνήθειά του (Ιω. ιβ 6), ίσως ώστε με τη βοήθεια αυτή να μπορέσουν οι ελεούμενοι να προμηθευτούν τον πασχάλιο αμνό για την επομένη.
«Διότι φρόντιζε πολύ για τους φτωχούς… δείχνοντας ότι και αυτός που είναι ακτήμων και έχει σταυρωθεί για τον κόσμο πρέπει να φροντίζει πολύ για αυτό το πράγμα» (Θφ).
Από το τελευταίο αυτό φαίνεται, ότι ο Κύριος, μολονότι ζούσε από τις συνεισφορές των άλλων (Λουκ. η 3), όμως έδινε και στους φτωχούς ελεημοσύνη, λίγο από το λίγο που είχε. Παρόλο που αν δεν παρείχε την ελεημοσύνη αυτήν, θα μπορούσε πλήρως να δικαιολογηθεί, όχι μόνο διότι και αυτός ήταν φτωχός και δεν είχε που να γύρει το κεφάλι, αλλά και διότι από τους πενιχρούς εκείνους πόρους συντηρούσε ολόκληρο τον κύκλο των δώδεκα δωρεάν. Επιπλέον διδασκόμαστε από εδώ, ότι ο καιρός των θρησκευτικών εορτών είναι και ο καταλληλότερος για την άσκηση έργων αγάπης.
Ιω. 13,30 λαβὼν οὖν τὸ ψωμίον(1) ἐκεῖνος εὐθέως ἐξῆλθεν(2)· ἦν δὲ νύξ(3).
Ιω. 13,30 Όταν, λοιπόν, εκείνος επήρε το ψωμί, εβγήκε αμέσως έξω από το υπερώον. Είχε δε πέσει πλέον η νύκτα.
(1) Τονίζει αυτό ο ευαγγελιστής υπαινισσόμενος ότι ο Ιούδας αντιλήφθηκε τη σημασία της προσφοράς του ψωμιού από τον Ιησού και ότι ο διδάσκαλος γνώριζε ήδη τις προθέσεις του (β).
(2) «Τρέχοντας πηγαίνει στο θέλημα του διαβόλου και πηδά έξω από το σπίτι σαν μανιακός και ταραγμένος… Διότι είναι φοβερός ο σατανάς στο να προστάζει να φέρουν αμέσως εις πέρας τα πονηρά, αυτοί που μία φορά κυριεύτηκαν από αυτόν και μπήκαν κάτω από την εξουσία του… Και τον Ιούδα λοιπόν μετά το ψωμί, τον αναγκάζει αμέσως, σαν να τον έβαλε κάτω από το χέρι του, να προχωρήσει σε αυτήν την τόσο ανίερη πράξη» (Κ).
Η ιδέα ότι ήταν ήδη γνωστός στον Διδάσκαλο και νέα βίαιη έφοδος του Σατανά που τον κυρίευσε, ώθησαν αυτόν να βγει για άμεση πραγματοποίηση της προδοσίας.
«Ο προδότης σε αυτό μόνο υπακούει τον διδάσκαλο· διότι αφού πήρε το ψωμί, δεν ανέβαλε ούτε καθυστέρησε αλλά βγήκε αμέσως να κάνει γρήγορα το έργο της προδοσίας. Και αληθινά βγήκε· διότι όχι μόνο… βγήκε από το σπίτι, στο οποίο γινόταν το δείπνο, αλλά και τελείως βγήκε από τον Ιησού» (Ω).
Δεν υπήρχε ανάγκη να διώξει αυτόν ο Χριστός, ο οποίος κανέναν «δεν βγάζει έξω». Μόνος του ο Ιούδας έδιωξε τον εαυτό του.
(3) «Και εκείνος που βγήκε, ήταν και αυτός νύχτα» (Αυ).
«Η αισθητή νύχτα… είναι εικόνα της νύχτας που έγινε στην ψυχή του Ιούδα, όταν… ο Σατανάς μπήκε σε αυτόν… Για αυτούς λοιπόν των οποίων πλένονταν τα πόδια από τον Ιησού δεν ήταν νύχτα, αλλά ημέρα λαμπρότατη» (Ω). Σημειώνει κατά τη συνήθειά του ο Ιωάννης (δες α 29) και τον χρόνο της εξόδου, αλλά βρίσκει τώρα ιδιαιτέρως αξιοσημείωτο αυτόν, για να βάλει μπροστά στον αναγνώστη την δραματική φρίκη της στιγμής. Ο Ιούδας βγήκε στο σκοτάδι. Η συμβολική έννοια αυτού είναι δύσκολο να μην ήλθε στην διάνοια του ευαγγελιστή. Δες Λουκ. κβ 53 (β). Ή, λιγότερο πιθανή εκδοχή
«Γιατί μου αναφέρεις το χρόνο; Για να μάθεις την θρασύτητα, ότι δηλαδή ούτε ο χρόνος δεν συγκράτησε την ορμή του» (Χ).
Αν και ήταν νύχτα, ακατάλληλη ώρα για εργασία, όμως ο σατανάς που μπήκε στην καρδιά του απομάκρυνε από τη διάνοια του προδότη κάθε δυσκολία, η οποία ενδεχομένως θα του παρουσιαζόταν στη σκέψη από το κρύο και το σκοτάδι της νύχτας. Αυτό θα μπορούσε να ντροπιάσει εμάς για την χαλαρότητα και νωθρότητα, την οποία δείχνουμε στη διακονία του Κυρίου, την ώρα που οι υπηρέτες του σατανά είναι τόσο πρόθυμοι και ριψοκίνδυνοι, όταν τον υπηρετούν.
Ως προς το ερώτημα σε ποιο σημείο της αφήγησης του Ιωάννη πρέπει να τοποθετηθεί η σύσταση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας δόθηκαν από διάφορους διάφορες απαντήσεις. Αρκετά πιθανή παρουσιάζεται η τοποθέτηση της σύστασης του μυστηρίου στο ενδιάμεσο μεταξύ των στίχων 32 και 33 όπου διαφαίνεται να σταματά κάπως η συνέχεια της αφήγησης. Αν λάβουμε όμως υπόψη, ότι σύμφωνα με τον Λουκά τα αποκαλυπτικά λόγια του Σωτήρα για τον προδότη εκφωνήθηκαν μετά τη σύσταση της θείας Ευχαριστίας και ότι τόσο κατά τον Λουκά, όσο και κατά τον Παύλο (Λουκ. κβ 20 και Α΄Κορ. ια 25), το κόψιμο και μοίρασμα του άρτου της ευχαριστίας έγινε την ώρα που έτρωγαν αυτοί, ενώ η ευλογία και μετάδοση του ποτηρίου μετά το δείπνο, παρουσιάζεται πιθανότερο, ότι ο Ιούδας βγήκε μετά την ευλογία του άρτου και πριν την ευλογία του ποτηρίου. Το δόσιμο άλλωστε σε αυτόν του ψωμιού από τον Ιησού προϋποθέτει, ότι το δείπνο δεν είχε ακόμη τελειώσει (g).
………………………………………………
(παραλείπεται η ανάλυση των στίχων ιγ 31 – ιζ 26 διότι αποτελούν μακρά και αυτοτελή ομιλία του Κυρίου)
………………………………………………
Ιω. 18,1 Ταῦτα εἰπὼν(1) ὁ Ἰησοῦς ἐξῆλθε(2) σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ πέραν τοῦ χειμάῤῥου(3) τῶν Κέδρων(4), ὅπου ἦν κῆπος(5), εἰς ὃν εἰσῆλθεν(6) αὐτὸς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ.
Ιω. 18,1 Αφού είπε αυτά ο Ιησούς, βγήκε μαζί με τους μαθητάς του πέραν από τον χείμαρρον των Κέδρων, όπου υπήρχε κήπος, στον οποίον εισήλθαν αυτός και οι μαθηταί του.
(1) «Τι λες; Και βέβαια με τον Πατέρα συνομιλούσε· και βέβαια προσευχόταν. Γιατί λοιπόν δε λες, ότι όταν σταμάτησε την προσευχή, ήλθε εκεί; Διότι δεν ήταν προσευχή, αλλά ομιλία που έγινε για τους μαθητές» (Χ).
Όταν είπε τα λόγια αυτά δηλαδή αφού κήρυξε τον λόγο και απηύθυνε την προσευχή του, δεν αφήνει να χαθεί καιρός, αλλά βγήκε αμέσως από την οικία και την πόλη και έρχεται στον κήπο της Γεθσημανή. Έρχεται ήδη ως μέγας αρχιερέας να προσφέρει και την εξιλαστήρια θυσία του. Είχε πει ό,τι έπρεπε να πει ως ο μέγας προφήτης και ήδη προχωρά να επιτελέσει το έργο του και ως μέγας αρχιερέας προσφέροντας τη ζωή του λύτρο για χάρη πολλών. Και όταν πλέον θα συντελούσε και τη θυσία αυτή, θα ξαναέπαιρνε και το βασιλικό του αξίωμα.
(2) Ή, από την αίθουσα του δείπνου, «άφησε το σπίτι στο οποίο μυσταγώγησε (εισήγαγε στα θεία μυστήρια) τους μαθητές του» (Κ), όπως θεωρούν αυτοί που δέχονται, ότι όλα όσα περιλαμβάνονται στα κεφάλαια ιγ 31-ιζ λέχθηκαν μέσα στο σπίτι.
Ή, βγήκε από την πόλη, πέρα από τον χείμαρρο των Κέδρων. Πάντως είχε πει στην πόλη τα λόγια, που είναι γραμμένα στα προηγούμενα κεφάλαια (b). «Βγαίνει ήδη με προθυμία, χωρίς να τινάζει μακριά του τον καιρό του πάθους, ούτε βεβαιως να φοβάται τον θάνατο για χάρη όλων» (Κ).
«Μέσα στα μεσάνυχτα οδοιπορεί και περνά ποταμό και βιάζεται να έλθει στον τόπο που ήταν γνωστός στον προδότη, λιγοστεύοντας τον κόπο εκείνων που τον επιβουλεύονταν και απαλλάσσοντας αυτούς από κάθε ταλαιπωρία, και δείχνει στους μαθητές του ότι με τη θέλησή του έρχεται προς αυτό που πρόκειται να συμβεί» (Χ). Μας δίδαξε με το παράδειγμά του, ότι πρέπει να αφήνουμε πίσω μας τους θορύβους και τις μέριμνες και τις ανέσεις των πόλεων, ακόμη και αυτών των αγίων πόλεων, εάν θα θέλαμε πρόθυμα να σηκώσουμε το σταυρό μας και να διατηρήσουμε την επικοινωνία μας με το Θεό στενότερη και περισσότερο θερμή.
(3) Η κοίτη αυτού του χειμάρρου που υπήρχε μεταξύ της πόλης (του λόφου του ναού) και του όρους των Ελαιών αρχίζει σε κάποια μικρή απόσταση βορειοδυτικά των Ιεροσολύμων και μέσω της κοιλάδας Ιωσαφάτ καταλήγει στη Νεκρά θάλασσα. Ο χείμαρρος σχεδόν πάντοτε είναι ξηρός και μόνο μετά από βαρύτατη πολυβροχία παρουσιάζεται να έχει νερό. Ονομάζεται χείμαρρος τόσο από τον Ιώσηπο όσο και από τους Ο΄ (Νεεμ. β 15,Α΄Μακ. ιβ 37).
(4) Υπάρχει και η γραφή των Κεδρών, η οποία μολονότι δεν μαρτυρείται ισχυρά φαίνεται πιο σωστή. Διότι το Κεδρών είναι όνομα κύριο (χείμαρρος Κεδρώνος στον Ιώσηπο), στα Εβραϊκά Kidron= μαύρος θολωμένος, νερό σκούρο και δεν προέρχεται από την ελληνική λέξη κέδρος, σαν να υπήρχαν στο χείμαρρο κέδροι. Δεν υπάρχουν όμως κέδροι εκεί. Είναι δυνατόν όμως η ονομασία αυτή να υιοθετήθηκε και από τους Ιουδαίους σαν περισσότερο κατάλληλη στην προφορά στην ελληνική (μ).
Στην από τρίτο χέρι διόρθωση του σιναϊτικού κώδικα, στον βατικανό, στον Ωριγένη και στον Χρυσόστομο χρησιμοποιείται ως γενική πληθυντικού, στην πρώτη γραφή του σιναϊτικού και στον κώδικα του Βέζα ως γενική ενικού (χ).
(5) Δεν ονομάζει αυτόν, όπως οι Ματθ. (κστ 36) και Μάρκ. (ιδ 32) «του οποίου το όνομα ήταν Γεθσημανή». Ούτε μιλά για την αγωνία στη Γεθσημανή, γνωστή από την αφήγηση των συνοπτικών (Ματθ. κστ 36,Μάρκ. ιδ 32,Λουκ. κβ 39). Η φράση όμως στο στίχο 11 «το ποτήριο που μου έδωσε ο Πατέρας» υπαινίσσεται αυτήν και υποδηλώνει ότι η αποσιώπησή της δεν οφειλόταν σε άγνοια (β).
Κάποιοι υπέθεσαν ότι η σκηνή στο Ιω. ιβ 27 ταυτίζεται με την αγωνία στη Γεθσημανή και ότι ο Ιωάννης προληπτικά αφηγείται αυτήν και όχι κατά τη χρονολογική της σειρά. Αλλά οι δύο αυτές περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο Κύριος δοκίμασε αγωνία, παρουσιάζουν και πολλά σημεία ανομοιότητας, που μας εμποδίζουν να δεχτούμε, ότι αναφέρονται και οι δύο στο ίδιο επεισόδιο (ο).
«Σε παράδεισο (=κήπο) συνέβη η αρχή των λυπηρών για μας, σε κήπο επίσης αρχίζει και το πάθος του Χριστού, και φέρνει την επανόρθωση όλων όσων μάς συνέβησαν παλιά» (Σχ).
Κρίνει άξιο σημείωσης, ότι το μέρος ήταν κήπος, όχι μόνο διότι εκεί έλαβε χώρα η σύλληψη, αλλά και διότι σε κήπο έγινε η ανάσταση, και εκεί έγινε και η σταύρωση. Οι Πατέρες ίσως διευκρίνισαν σωστά τον συμβολισμό. Το Πάθος και η ανάσταση, τα οποία συντέλεσαν τη σωτηρία του κόσμου, αντιτίθενται στην πτώση στον κήπο της Εδέμ (χ). Όταν περπατάμε στους κήπους μας, ας παίρνουμε αφορμή να μελετάμε το πάθος του Κυρίου, στο οποίο οφείλουμε όλες τις τέρψεις, που απολαμβάνουμε στους κήπους μας, διότι με αυτό απομακρύνθηκε και φυγαδεύτηκε η κατάρα πάνω στο έδαφος της γης, που ήλθε εξαιτίας της παράβασης του ανθρώπου.
(6) Το ρήμα δείχνει ότι επρόκειτο για χώρο περιφραγμένο. Αναμφίβολα ανήκε σε κάποιο φιλικό πρόσωπο.
Ιω. 18,2 ᾔδει δὲ καὶ Ἰούδας(1) ὁ παραδιδοὺς(2) αὐτὸν τὸν τόπον(1), ὅτι(3) πολλάκις συνήχθη(4) καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐκεῖ μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ(5).
Ιω. 18,2 Εγνώριζε δε και ο Ιούδας, ο προδότης, αυτόν τον τόπον, διότι πολλές φορές μαζί με τους μαθητάς του ο Ιησούς είχεν έλθει εκεί.
(1) Αφού είπε στον Ιούδα, αυτό που κάνεις κάντο γρήγορα (ιγ 27) μεταβαίνει την ίδια νύχτα, σε τόπο, όπου γνώριζε ο Ιούδας ότι συνήθιζε να βγαίνει «κάνοντας στον προδότη την εύρεση του μέρους χωρίς ταλαιπωρία» (Κ).
(2) Ο ενεστώτας δηλώνει, ότι ο Ιούδας κατά την ώρα εκείνη ενεργούσε το έργο της προδοσίας (β).
(3) «Έπειτα λέει και από πού ήξερε αυτόν» (Ζ) ο Ιούδας.
(4) Μπορεί να αναφέρεται στις αμέσως προηγούμενες ημέρες (δες Λουκ. κα 37) «τὰς δὲ νύκτας ἐξερχόμενος ηὐλίζετο εἰς τὸ ὄρος τὸ καλούμενον ἐλαιῶν·(=κατά δε τις νύκτες έβγαινεν από την Ιερουσαλήμ και έμενε στο όρος, που εκαλείτο “όρος των Ελαιών”).
Πιθανότερο όμως φαίνεται, ότι ο ευαγγελιστής έχει υπόψη και τις προηγούμενες επισκέψεις του Ιησού στα Ιεροσόλυμα (g,β). Εφόσον λοιπόν και άλλοτε είχαν διανυκτερεύσει στον κήπο εκείνο οι μαθητές, παρουσιάζεται φυσικό το ότι κοιμούνται κατά τη διάρκεια της αγωνίας του κυρίου και πριν τη σύλληψη αυτού.
(5) «Διότι πολλές φορές μετέβαινε μαζί τους σε ιδιαίτερο μέρος, συνομιλώντας για αναγκαία πράγματα… επιζητώντας πάντα τόπο απαλλαγμένο από θορύβους, ώστε να μην αποσπάται ο νους τους από την ακρόαση» (Χ)
Ιω. 18,3 ὁ οὖν(1) Ἰούδας λαβὼν τὴν σπεῖραν(2) καὶ ἐκ τῶν ἀρχιερέων καὶ Φαρισαίων ὑπηρέτας(3) ἔρχεται ἐκεῖ μετὰ φανῶν(4) καὶ λαμπάδων(5) καὶ ὅπλων(6).
Ιω. 18,3 Ο Ιούδας, λοιπόν, αφού επήρε μαζί του το ρωμαϊκόν στρατιωτικό απόσπασμα και υπηρέτας από τους αρχιερείς και Φαρισαίους, ήλθε εκεί με φανάρια και λαμπάδες και όπλα.
(1) Εφόσον γνώριζε τον τόπο, λοιπόν…
(2) «Αυτό ονομάζεται σύνταγμα των πεζών και στους Ρωμαίους κοόρτις» (Πολ. 11,23,Ι). Το ένα δέκατο της λεγεώνας (G) ή κατά τον Πολύβιο που ταυτίζει την σπείρα με την manipulus, το 1/3 της κοόρτιος. Εδώ και αλλού στην Κ.Δ. (δες ιδιαίτερα Πράξ. κα 31) πρόκειται για σώμα που αριθμεί 1000 άνδρες (240 ιππείς και 760 πεζούς), που βρίσκονται κάτω από διαταγές χιλιάρχου. Δεν πρέπει παρόλ’ αυτά να υποτεθεί, ότι ο Ιωάννης εννοεί εδώ, ότι ολόκληρη η δύναμη αυτή διατέθηκε για σύλληψη του Ιησού. Μόνο ένα απόσπασμα της σπείρας αυτής διατέθηκε για τον σκοπό αυτόν. Η σπείρα ολόκληρη, κατά τις γιορτές, όταν η πόλη κατακλυζόταν από πλήθος πολύ, ήταν στρατοπεδευμένη στην ακρόπολη Αντωνία, που βρισκόταν στην βορειοδυτική γωνία του ναού, έτοιμη να αποκαταστήσει την τάξη σε περίπτωση διασάλευσής της (β).
Οι συνοπτικοί δεν μιλάνε για την σπείρα αυτή. Παρόλ’ αυτά το μήνυμα της γυναίκας του Πιλάτου σχετικά με το όνειρο, για το οποίο μιλά ο Ματθαίος αποδεικνύει, ότι από την προηγούμενη ημέρα ο Πιλάτος είχε ασχοληθεί με την υπόθεση αυτή. Η λεπτομέρεια λοιπόν αυτή επιβεβαιώνει τη συμμετοχή του Ρωμαϊκού στρατού στη σύλληψη (g).
(3) Αυτοί ήταν οι κλητήρες του συνεδρίου, οι εντεταλμένοι και για την τήρηση της τάξης στο εσωτερικό του ναού υπό την επίβλεψη του συνεδρίου, οι οποίοι θα μπορούσαν να ονομαστούν και η αστυνομία του ναού. Δες Ματθ. κστ 55 (β,g,F). Αυτοί κυρίως θα συλλάμβαναν τον Ιησού, ενώ η σπείρα θα επενέβαινε για ενίσχυσή τους σε περίπτωση αντίστασης (g).
Δες ποιους εχθρούς είχε και έχει ο Χριστός και το ευαγγέλιό του· πόσο πολυπληθείς και πόσο ισχυρούς, οπότε και πόσο τρομερούς. Εκκλησιαστικές και πολιτικές αρχές συνδυάστηκαν εναντίον του. «στάθηκαν σε παράταξη οι βασιλιάδες της γης και οι άρχοντες συγκεντρώθηκαν στον ίδιο τόπο εναντίον του Χριστού» (Ψαλμ. β 2).
(4) Λέγεται μοναδική φορά. Πιθανώς με την έννοια όπως και σε μας σήμερα. Δηλαδή με φανάρια. Σύμφωνα με τον β φανός=η δάδα από ξύλινες λωρίδες δεμένες μαζί. Δηλαδή ό,τι εμείς ονομάζουμε λαμπάδα.
(5) =πυρσοί από ρυτίνη (g), ή λύχνος, του οποίου η φλόγα τροφοδοτείται με λάδι (G). Ό,τι εμείς ονομάζουμε λυχνάρι. Δηλώνουν οι λαμπάδες τα λυχνάρια, τα φανάρια (δ). Ήταν ο καιρός της πασχάλιας πανσέληνου, έφεραν όμως τα φώτα, ώστε με αυτά να ερευνήσουν τα σκοτεινά καταφύγια του κήπου, στην περίπτωση που ο Ιησούς θα επιχειρούσε να κρυφτεί (ο).
«Φέρνουν λαμπάδες και φανάρια, για να μην τους ξεφύγει κρυβόμενος στο σκοτάδι» (Θφ).
Αλλά ο δεύτερος Αδάμ δεν κρύφτηκε όπως ο πρώτος είτε λόγω φόβου είτε από ντροπή μέσα στα δέντρα του κήπου. Ήταν ανόητο να ανάβουν φανούς και λαμπάδες για να αναζητήσουν και να βρουν με αυτά τον ήλιο της δικαιοσύνης.
(6) «Έφερναν τα όπλα, φοβούμενοι τους ακόλουθους του Ιησού» (Ζ)· «είτε για να εκφοβίσουν είτε για να επιτεθούν σε οποιονδήποτε, ο οποίος θα τολμούσε να αντιταχτεί υπερασπίζοντας τον Χριστό» (Αυ).
Αλλά το στράτευμα του Κυρίου χρησιμοποιεί όπλα πνευματικά στη διεξαγωγή του αγώνα του. Και τα όπλα αυτά, ενώ φαίνονται προς στιγμήν ότι υποκύπτουν στη βία των όπλων του κόσμου, τελικά υπερισχύουν πάντοτε θριαμβευτικά.
Ιω. 18,4 Ἰησοῦς οὖν(1) εἰδὼς(2) πάντα τὰ ἐρχόμενα ἐπ᾿ αὐτόν(3), ἐξελθὼν(4) εἶπεν αὐτοῖς(5)· τίνα ζητεῖτε;
Ιω. 18,4 Ο Ιησούς, λοιπόν, γνωρίζων όλα εκείνα, που έμελλαν να συμβούν εις αυτόν, βγήκε έξω από τον κήπο και είπε εις αυτούς• Ποίον ζητείτε;
(1) Το διάβημα του Ιησού επέρχεται ως αποτέλεσμα της προσέγγισης αυτής αυτών που ήταν οπλισμένοι και είχαν εχθρικές διαθέσεις προς αυτόν (ο).
(2) «(Γνώριζε) Ως Θεός» (Ζ). Ο Ιωάννης επωφελείται κάθε ευκαιρίας, για να τονίσει ότι ο Ιησούς προγνώριζε τα συμβάντα της δημόσιας δράσης του (β).
«Δεν περίμενε να τα μάθει αυτά από την παρουσία εκείνων, αλλά ατάραχα, μιας και τα ήξερε όλα αυτά, έτσι και έλεγε και έκανε» (Χ).
Βγαίνει όχι έκπληκτος ή ταραγμένος και φοβισμένος, αλλά θαυμαστά άτρομος και με ψυχραιμία, ατάραχος και γενναίος, για να αντιμετωπίσει την επερχόμενη θύελλα και ρωτά ήρεμα και με πραότητα, «ποιον ζητάτε;». Όταν ο λαός προσέφερε σε αυτόν στέμμα βασιλικό και έσπευδε να ανακηρύξει αυτόν βασιλιά (Ιω. στ 15) αποσύρεται και φεύγει. Αλλά όταν έρχονται για να τον οδηγήσουν στο σταυρό, προχωρεί και παραδίνεται. Διότι ήλθε στον κόσμο για να πάθει και να προσφέρει τη ζωή λύτρο για χάρη του κόσμου, και επρόκειτο μετά το σκληρό θάνατό του να βασιλεύσει αιώνια.
Το παράδειγμα αυτό του Χριστού δεν μας διδάσκει να ρίχνουμε τους εαυτούς μας απρομελέτητα στους κινδύνους, διότι δεν γνωρίζουμε, όπως γνώριζε αυτός, εάν ήλθε και η δική μας ώρα, όπως είχε έλθει η δική του. Αλλά όταν καλούμαστε από τις περιστάσεις να υποστούμε θλίψεις και μαρτύριο, και δεν είναι δυνατόν να αποφύγουμε αυτά παρά μόνο αμαρτάνοντας, τότε οφείλουμε όπως και ο Χριστός να αναδεχόμαστε το σταυρό, στον οποίο ο Πατέρας μας καλεί.
(3) Δηλαδή όλες τις ταπεινώσεις και όλα τα φυσικά ή ηθικά βάσανα, τα οποία τον ανέμεναν (F). Μόλις είχε σηκωθεί από το έδαφος όπου είχε πέσει μπρούμυτα στην αγωνία του και γνώριζε καλά πόσο πικρό ήταν το ποτήρι εκείνο, το οποίο είχε παρακαλέσει τον Πατέρα του να απομακρύνει από αυτόν. Αλλά όμως, με υποταγή στο θέλημα του Πατέρα και με πλήρη γνώση του σταυρικού παθήματος προχωρεί προς αυτούς που έρχονται να τον συλλάβουν (ο). Είναι βέβαιος για το τι ήθελε ο Πατέρας του και δέχεται το θέλημα αυτό του Πατέρα ολόψυχα και την σύλληψή του την κάνει προσφορά εκούσια (τ).
(4) Βγήκε είτε από ανάμεσα από τους μαθητές, οι οποίοι τον κύκλωναν είτε πιο φυσικά από τον κήπο (g), στον οποίο είχε μπει (β). Από τις σκιές του κήπου, από τις οποίες καλυπτόταν μαζί με τους μαθητές (μ).
«Βγαίνει λοιπόν και πολύ πρόθυμα για να τους συναντήσει, και δείχνει με αυτό ότι ούτε αγνοούσε αυτό που τολμούσαν και ότι αν και προγνώριζε ότι ήταν ευκολότερο να κρυφτεί και να διαφύγει, με δική του πρωτοβουλία προχωρά στο πάθος, χωρίς να πέφτει σε κίνδυνο που δεν ήθελε, τον οποίο προκάλεσε η υπεροχή κάποιων» (Κ).
(5) Δεν απευθύνεται προς τον Ιούδα αλλά στους ενόπλους, που ήλθαν να τον συλλάβουν. Το φίλημα που μνημονεύουν οι συνοπτικοί (Ματθ. κστ 49,Μάρκ. ιδ 45,Λουκ. κβ 47), το οποίο κατά τον β, δόθηκε από τον Ιούδα όχι στο μάγουλο αλλά στο χέρι του Ιησού, τοποθετείται από τον Τατιανό αμέσως πριν από την έξοδο του Ιησού από τον κήπο και πριν το ερώτημα αυτό. Συμφωνούν στην τοποθέτηση αυτή και οι F,g,β. Ο ο, τοποθετεί αυτό μετά την ερώτηση και απάντηση του Ιησού που λέγονται στους στίχους 7-8.
Ιω. 18,5 ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον(1). λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι(2). εἱστήκει δὲ(3) καὶ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν μετ᾿ αὐτῶν.
Ιω. 18,5 Του απήντησαν εκείνοι• Ιησούν τον Ναζωραίον. Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς• εγώ είμαι. Μαζί δε με αυτούς εστέκετο και ο Ιούδας, ο προδότης.
(1) Όπως φαίνεται από τα Λουκά δ 34,ιη 37,κδ 19,Μάρκ. ι 47,ιδ 67,ιστ 6,Ματθ. κστ 71,Πράξ. β 22 με την ονομασία αυτή ήταν γενικώς γνωστός ο Κύριος. Και η εντολή λοιπόν που δόθηκε από τους αρχιερείς και τους Φαρισαίους στους ενόπλους ήταν να συλλάβουν τον Ιησού τον Ναζωραίο (β). Η ονομασία ήταν εν μέρει καθοριστική, εν μέρει όμως και έκφραση περιφρόνησης (τ).
(2) Έχουμε στο Εγώ είμαι φράση, η οποία μπορεί να σημαίνει όχι περισσότερο από το Εγώ είμαι ο άνθρωπος τον οποίο ζητάτε. Μπορεί όμως να σημαίνει και το ιερό όνομα του Θεού «Εγώ είμαι». Για τους στρατιώτες είχε η φράση την πρώτη σημασία. Για εμάς τους πιστούς έχει την δεύτερη (τ).
(3) Παρενθετική πρόταση. Είχε επιτελέσει ο Ιούδας το έργο του, εφόσον είχε αναλάβει την υποχρέωση να οδηγήσει τους απεσταλμένους του συνεδρίου στον τόπο, όπου θα έβρισκαν τον Ιησού (β). Η εντύπωση λοιπόν που προκλήθηκε από την απάντηση του Ιησού, έγινε αισθητή εντονότερα από κάθε άλλον στον άπιστο μαθητή, και από αυτόν αναμφίβολα μεταδόθηκε η συγκίνηση και στους άλλους (g).
Η φωνή του Ιησού είναι τρομερότερη για τους αποστάτες παρά για τους κοινούς και συνηθισμένους αμαρτωλούς. «Δες πώς δεν εκφράζει δυσαρέσκεια ο ευαγγελιστής, πώς δεν βρίζει τον προδότη, αλλά διηγείται το γεγονός, με σκοπό να δείξει ένα μόνο, ότι το παν συνέβη επειδή το επέτρεψε ο Ιησούς» (Χ).
Ιω. 18,6 ὡς οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὅτι ἐγώ εἰμι(1), ἀπῆλθον εἰς τὰ ὀπίσω(2) καὶ ἔπεσον χαμαί(3).
Ιω. 18,6 Όταν, λοιπόν, είπεν εις αυτούς, ότι εγώ είμαι, εκείνοι καταπτοημένοι οπισθοχώρησαν και έπεσαν κάτω.
(1) «Και μόνη η φωνή του, που απάγγειλε τα λόγια Εγώ είμαι, χωρίς κάποιο όπλο χτύπησε, απώθησε και έριξε κάτω το πλήθος εκείνο, μαζί με όλη την αγριότητα του μίσους τους και τον τρόμο των όπλων τους. Εγώ είμαι, λέει, και ρίχνει χάμω τους πονηρούς. Τι θα κάνει όταν θα έλθει ως κριτής αυτός, ο οποίος έκανε αυτό όταν παρέδιδε τον εαυτό του για να κριθεί; Ποια θα είναι η δύναμή Αυτού, όταν θα έλθει να βασιλεύσει, αυτός ο οποίος τέτοια δύναμη είχε, όταν ήλθε να πεθάνει;» (Αυ).
Φανερώνοντας «ότι η δύναμη κάθε ανθρώπου δεν είναι τίποτα εντελώς, μπροστά στην ανείπωτη και θεία ισχύ, μιλώντας με πράο και ήμερο λόγο, ξαπλώνει χάμω στη γη τον όχλο που τον ζητούσαν, για να μάθουμε αυτό, ότι δηλαδή η φύση αυτών που πλάστηκαν ενώ δεν αντέχει και ένα μόνο λόγο του Θεού, και αυτόν φιλάνθρωπο, πώς θα υποφέρει την απειλή σύμφωνα με αυτό που είναι γραμμένο στους ψαλμούς «Εσύ είσαι φοβερός και ποιος θα σου αντισταθεί από την οργή σου;» (Κ).
Το αποτέλεσμα από τα λόγια αυτά δεν υπήρξε απλό φυσικό γεγονός, που προκλήθηκε από κάποιο στιγμιαίο συναίσθημα φρίκης μπροστά στη θαρραλέα στάση του Ιησού· υπήρξε αποτέλεσμα αληθινά υπερφυσικό, επειδή ο Ιησούς θέλησε να φανερώσει την δύναμή του την ίδια ώρα κατά την οποία δεχόταν την ταπείνωση (F).
Δεν πρόκειται για ενέργεια άμεση της παντοδυναμίας του Θεού, που ανατρέπει τους ανθρώπους αυτούς, αλλά θα ήταν πλάνη να δει κάποιος εδώ ένα τυχαίο συμβάν. Το αποτέλεσμα αυτό ήταν σύμφωνο με τη θέληση Εκείνου ο Οποίος το παρήγαγε. Κάνοντας ο Ιησούς αισθητή τη δύναμή του ήθελε να δείξει σε αυτούς, ότι διέτρεχαν κίνδυνο εάν επιχειρούσαν να συλλάβουν μαζί με αυτόν και τους μαθητές (g).
(2) Δεν σημαίνει αυτό, ότι στράφηκαν και έφυγαν, αλλά ότι οπισθοδρόμησαν έμφοβοι και μπροστά στη μεγαλειότητα του προσώπου του έπεσαν στο έδαφος (ο).
Μπορούσε να ρίξει αυτούς στο έδαφος νεκρούς. Μπορούσε να διατάξει τη γη και να καταπιεί αυτούς, όπως άλλοτε τον Κορέ. Αλλά δεν ήθελε να γίνει αυτό. Πρώτον μεν διότι είχε έλθει η ώρα του, και δεύτερον διότι ήθελε να μας δώσει παράδειγμα υπομονής και μακροθυμίας απέναντι στους χειρότερους ανθρώπους, αλλά και συμπάθειας και αγάπης προς αυτούς τους άσπονδους εχθρούς του. Ρίχνοντας αυτούς στο έδαφος, παρείχε σε αυτούς ευκαιρία να μετανοήσουν, αλλά η καρδιά τους ήταν σκληρή και η πρόσκληση αυτή για μετάνοια απέβη μάταιη.
(3) «Ο λόγος του τούς έριξε κατά γης» (Χ).
«Έδειξε λοιπόν ότι αν δεν το ήθελε αυτός, όχι μόνο να τον πιάσουν δεν μπορούσαν, αλλά ούτε καν να τον δουν» (Ζ).
Ιω. 18,7 πάλιν οὖν(1) αὐτοὺς ἐπηρώτησε(2)· τίνα ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπον· Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον(3).
Ιω. 18,7 Πάλι, λοιπόν, τους ηρώτησε• ποίον ζητείτε; Εκείνοι είπον• Ιησούν τον Ναζωραίον.
(1) Παρεμβλήθηκε κάποιο χρονικό διάστημα, αρκετό να συνέλθουν εκείνοι από το φόβο τους και να σηκωθούν από το έδαφος… Ενώ λοιπόν στέκονταν αναποφάσιστοι και αδρανείς, ο Κύριος απευθύνει σε αυτούς και πάλι το ερώτημα «ποιόν ζητάτε;» (ο).
(2) Σε τόνο τώρα γλυκύτερο από τον οποίο ενθαρρύνθηκαν οι υπηρέτες των αρχιερέων να πλησιάσουν ξανά ο Ιησούς τους ρωτά (g).
«Αφού είχε δείξει τη δύναμή του σε εκείνους, οι οποίοι ήθελαν αλλά δεν μπορούσαν να τον συλλάβουν, καλεί τώρα αυτούς να τον συλλάβουν, για να εργαστεί το θέλημά του μέσω εκείνων οι οποίοι αγνοούσαν αυτό» (Αυ).
«Τους έριξε μεν κάτω μπρούμυτα, δηλώνοντας και την δύναμή του και ότι θεληματικά έρχεται προς το πάθος… Επειδή όμως επέμεναν στην κακία και μετά το θαύμα αυτό, τότε λοιπόν παραδίδει τον εαυτό του» (Θφ).
(3) Γνώριζαν ήδη αυτοί σε ποιον μιλούσαν, αλλά εξαιτίας του φόβου εμποδίζονται να πουν: ζητάμε εσένα. Και επαναλαμβάνουν ό,τι είπαν και πριν (ο,β).
Ιω. 18,8 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς(1)· εἶπον ὑμῖν(2) ὅτι ἐγώ εἰμι. εἰ οὖν ἐμὲ ζητεῖτε, ἄφετε τούτους(3) ὑπάγειν(4)·
Ιω. 18,8 Απεκρίθη ο Ιησούς• σας είπα ότι εγώ είμαι• εάν, λοιπόν, ζητάτε εμέ, αφήσατε αυτούς να φύγουν.
(1) «Ο ίδιος φανερώνει τον εαυτό του, διδάσκοντας και τους μαθητές να μην ψεύδονται ούτε στους κινδύνους, και πληροφορώντας ότι εκούσια παραδίδει τον εαυτό του στους φονιάδες» (Ζ).
(2) Η απάντηση είναι αυστηρή και εξουσιαστική (β). Είναι σαν να έλεγε σε αυτούς: Γιατί λοιπόν δεν προβαίνετε στη σύλληψή μου; (ο).
(3) Λόγος στοργικής φροντίδας (F). «Και πρόσεξε πώς ούτε μέχρι την τελευταία ώρα δεν μειώνει την αγάπη προς τους μαθητές» (Θφ). Η μέριμνά του για τους πιστούς του μαθητές είναι χαρακτηριστικό του καλού Ποιμένα (β).
(4) Να φύγουν ή να πάνε στο σπίτι τους (β). Μιλά σε αυτούς με εξουσία. Είναι σαν να τους έλεγε: Αφήστε τους να φύγουν, διότι αλλιώς διατρέχετε κίνδυνο, εάν αγγίξετε αυτούς. Δείχνει έτσι στοργή προς τους μαθητές του, οι οποίοι ήταν ακόμη ανώριμοι να αντιμετωπίσουν τέτοιο πειρασμό. Η πίστη τους ήταν ακόμη ασθενής και επιπλέον είχαν έργο να επιτελέσουν. Πρέπει να φύγουν τώρα, διότι μετά από λίγο θα κληθούν να διατρέξουν τον κόσμο ολόκληρο, για να κηρύξουν το ευαγγέλιο.
Έτσι ο Κύριος παρέχει και σε μας μεγάλη ενθάρρυνση να τον ακολουθούμε. Διότι αν και η οδός στην οποία μας καλεί να βαδίσουμε, είναι οδός θλίψεων, παρόλ’ αυτά ο σταυρός, τον οποίο θα μας καλεί να βαστάξουμε, πάντοτε θα είναι ανάλογος με τις δυνάμεις μας. Και όπως τώρα προφυλάσσει τους μαθητές του, έτσι θα προφυλάξει και εμάς. Μας δίνει επίσης ο Κύριος παράδειγμα, να μη φροντίζουμε σε ώρα κινδύνου μόνο για την ασφάλεια του εαυτού μας, αλλά και για την ασφάλεια των πλησίον μας και μάλιστα περισσότερο για την ασφάλεια αυτών παρά για τη δική μας.
Ιω. 18,9 ἵνα πληρωθῇ ὁ λόγος ὃν εἶπεν(1), ὅτι οὓς δέδωκάς μοι, οὐκ ἀπώλεσα ἐξ αὐτῶν οὐδένα(2).
Ιω. 18,9 Και είπε τούτο, δια να εκπληρωθή ο λόγος, τον οποίον προ ολίγου είχεν είπει στον Πατέρα του, ότι εκείνους τους οποίους μου έδωκες τους επροφύλαξα και δεν εχάθηκε κανένας από αυτούς.
(1) Ο Ιησούς λοιπόν ήταν προφήτης. Έτσι και στο στίχο 32 (b). Προκειμένου να παραθέσει λόγο του Ιησού Χριστού χρησιμοποιεί την ίδια φράση, την οποία και σε παράθεση χωρίου από την Π.Δ. Για τον Ιωάννη οι λόγοι του Ιησού είχαν κύρος και έμπνευση όπως και αυτοί της Π.Δ. για την πρόγνωση των μελλόντων. Ο λόγος στον οποίο εδώ αναφέρεται εδώ ο Ιωάννης είναι αυτός στο ιζ 12 (β).
(2) Η έννοια των λόγων αυτών, την οποία αδύνατον ήταν να μην γνώριζε ο Ιωάννης, αφορούν στη σωτηρία και προστασία από το πνευματικό κακό και την πνευματική απώλεια.
«Απώλεια εδώ λέει όχι αυτήν του θανάτου, αλλά εκείνη την αιώνια. Ο ευαγγελιστής λοιπόν το πήρε αυτό και για τη στιγμή εκείνη» (Χ).
Ο Ιωάννης εφαρμόζει τα λόγια αυτά και στην προκειμένη περίπτωση, όπου πρόκειται για απελευθέρωση και προστασία των μαθητών από σωματικό κίνδυνο ή εφαρμόζοντας πιο ελεύθερα τον λόγο του Χριστού= δεν έχασα, ακόμη και σε αυτήν την μέγιστη περίπτωση του κινδύνου (b).
Ή, η εκπλήρωση σε αυτήν εδώ την περίπτωση πρέπει να θεωρηθεί ότι συμβολίζει την μεγαλύτερη απολύτρωση των μαθητών από τον πονηρό κόσμο (ο).
Ή, πιο σωστά, εάν οι μαθητές συλλαμβανόμενοι από τους Ιουδαίους «πέθαιναν τώρα, ο Ιησούς θα έχανε αυτούς», διότι θα πέθαιναν χωρίς «να πιστέψουν σε αυτόν, όπως πιστεύει κάθε πιστός που δεν χάνεται» (Αυ).
Το παράδειγμα του Πέτρου, του θαρραλεότερου από όλους τους μαθητές, αποδεικνύει, ότι εάν πραγματοποιούνταν κατά την παρούσα στιγμή η σύλληψη των μαθητών, θα αποτελούσε αυτή σύνθημα πτώσης τους βαθιάς, ίσως άρνησης ανεπανόρθωτης (g). Διότι αν συλλαμβάνονταν, μπορούσαν να τον απαρνηθούν από ασθένεια, όπως ο Πέτρος μετά από αυτά (δ). Η διαφυγή λοιπόν από την σύλληψη οφειλόταν όντως σε θεία προστασία.
Διότι «θα μπορούσε κάποιος να θαυμάσει πώς και αυτούς δεν τους συνέλαβαν μαζί του και δεν τους κατέσφαξαν, και μάλιστα τη στιγμή που ο Πέτρος παρόργισε αυτούς με εκείνα που έκανε στον δούλο. Ποιος λοιπόν τους συγκρατούσε; Κανείς μεν άλλος, παρά η δύναμη αυτή που τους έριξε κατά γης. Πράγμα λοιπόν που και ο ευαγγελιστής δήλωσε, ότι δεν ήταν αποτέλεσμα της θέλησης των Ιουδαίων, να μην πάθουν τίποτα, αλλά της δύναμης και απόφασης αυτού που συλλήφθηκε» (Χ).
«Η φράση «για να εκπληρωθεί ο λόγος τον οποίο είπε, ότι Δεν έχασα από αυτούς κανέναν», αυτό σημαίνει, λέει, το ότι δεν κατασφάχτηκαν οι μαθητές». Διότι λόγω της αδυναμίας τους, τούς βγάζει έξω από πειρασμούς» (Θφ). Σημείωσε εδώ, ότι και θαυματουργικά ακόμη επεμβαίνει ο Κύριος, για να προστατεύσει τους μαθητές του και τους δούλους του από τους εχθρούς τους και να μην αντιμετωπίσουν πειρασμό που να υπερβαίνει τις δυνάμεις τους. Οι μαθητές δεν είχαν λάβει επαρκή χάρη, για να αντέξουν στην επαπειλούμενη δοκιμασία. Για αυτό και επενέβη ο Κύριος από τη μία με την υπερφυσική θεραπεία του Μάλχου, από την άλλη με τη θεία του δύναμη η οποία έριξε φοβισμένους στο έδαφος αυτούς που ήλθαν να τον συλλάβουν.
Θα ρωτούσε ίσως κάποιος γιατί τώρα δεν παρέχει σε αυτούς την αναγκαία χάρη, για να αντέξουν και στον πειρασμό που απειλεί με μαρτύριο. Μη λησμονούμε όμως, ότι η λήψη της χάρης γίνεται σύμφωνα και με την βαθμιαία αύξηση αυτού που την δέχεται. Όταν κάποιος είναι ακόμη νήπιος εν Χριστώ, δεν είναι δυνατόν να μεταδοθεί σε αυτόν η χάρη, η οποία παρέχεται σε αυτόν που γιγαντώθηκε στην κατά Χριστόν ζωή.
Ο πνευματικός ναός χτίζεται με διαδοχική τοποθέτηση και οικοδομή των αναγκαίων λίθων, και δεν ανυψώνεται με τη μία σε πλήρες πνευματικό οικοδόμημα σαν με κάποιο μαγικό ραβδί. Πάντως από την περίπτωση αυτή διδασκόμαστε, ότι ο Κύριος παρουσιάζεται ασπίδα μας απέναντι σε κάθε εχθρική δύναμη. Και η εδώ λύτρωση των μαθητών από τον σωματικό κίνδυνο αποτελεί βέβαιη εγγύηση, ότι το ίδιο δεξί χέρι του Κυρίου θα τους οδηγούσε με ασφάλεια στην ουράνια βασιλεία.
Ιω. 18,10 Σίμων οὖν Πέτρος(1) ἔχων μάχαιραν(2) εἵλκυσεν αὐτήν, καὶ ἔπαισε τὸν τοῦ ἀρχιερέως δοῦλον(3) καὶ ἀπέκοψεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον(4) τὸ δεξιόν· ἦν δὲ ὄνομα τῷ δούλῳ Μάλχος(5).
Ιω. 18,10 ο Σίμων Πέτρος, που είχε κατά την ώραν εκείνην μάχαιραν, την έσυρε και εκτύπησε τον δούλον του αρχιερέως και του έκοψε το δεξί αυτί. Το όνομα δε του δούλου εκείνου ήτο Μαλχος.
(1) Το επεισόδιο της επίθεσης εναντίον του δούλου του αρχιερέα αναφέρεται και από τους συνοπτικούς (Ματθ. κστ 51,Μάρκ. ιδ 47, Λουκ. κβ 50). Αλλά ο Ιωάννης μόνος αναφέρει, ότι ο Σίμων έπραξε αυτό· οι άλλοι ευαγγελιστές αποσιωπούν το όνομα του Πέτρου (b).
«Πρόσθεσε ο Ιωάννης και το όνομα αυτού που χτυπήθηκε και το μέρος που χτυπήθηκε διότι ήταν πολύ σπουδαίο το γεγονός» (Ζ), «όπως και ο Λουκάς είναι ο μόνος ο οποίος αναφέρει, ότι ο Κύριος άγγιξε το αυτί του και τον θεράπευσε» (Αυ).
(2) Το ότι δεν έχει άρθρο υποδηλώνει, ότι ο Πέτρος συνέβη τη στιγμή εκείνη να κουβαλά μαχαίρι. Δεν κουβαλούσε αυτό πάντοτε. Ίσως να ήταν ένα από αυτά που αναφέρονται στο Λουκ. κβ 38. Δεν επιτρεπόταν από το νόμο να κουβαλούν όπλα σε ημέρες γιορτών. Το ότι στο δείπνο υπήρχαν δύο μαχαίρια και από αυτά το ένα πήρε μαζί του ο Πέτρος, τείνει να αποδείξει ότι το δείπνο αυτό δεν ήταν αυτό του Πάσχα (β)(το επιχείρημα όμως αυτό δεν είναι αδιαμφισβήτητο).
Ο Πέτρος ενθαρρύνθηκε φαίνεται από το ότι είδε τους στρατιώτες να πέφτουν χάμω. Η δύναμη του διδασκάλου κατέστησε αυτόν τολμηρό. Το διάβημά του, οσοδήποτε και αν προήλθε από αγάπη προς τον Διδάσκαλο, δεν μαρτυρεί πίστη ακλόνητη και σταθερή. Και αυτό φαίνεται καθαρά μετά από λίγο, όταν στην αυλή του αρχιερέα αρνείται τον Διδάσκαλο τρεις φορές. Οι αληθινοί και γνήσιοι Χριστιανοί ήρωες υπερασπίζουν την υπόθεση του ευαγγελίου όχι μόνο όταν βλέπουν τον Κύριο να υπερισχύει και να έχει δύναμη, αλλά όταν και προς στιγμήν φαίνεται να νικιέται και να είναι σε αδυναμία.
(3) Με άρθρο. Αυτό δηλώνει ότι ο Μάλχος ήταν ένας από τους προεξάρχοντες δούλους και ακόλουθους του αρχιερέα (ο). Για αυτό και ο Χρυσόστομος ταυτίζει αυτόν με αυτόν που «ύστερα από λίγο πρόκειται να χαστουκίσει» τον Ιησού.
(4) Ο σιναϊτικός, βατικανός και κάποιοι άλλοι μεγαλογράμματοι γράφουν ωτάριον αντί για ωτίον. «Δεν αναφέρει τυχαία το δεξί αυτί, αλλά, κατά τη γνώμη μου, επειδή θέλει να δείξει την ορμή του αποστόλου, ότι δηλαδή σχεδόν όρμησε εναντίον του ίδιου του κεφαλιού του» (Χ). Το χτύπημα δόθηκε εναντίον του κεφαλιού του δούλου, κόπηκε όμως μόνο το αυτί του διότι αυτός προφυλασσόμενος έγειρε προς τα αριστερά (β).
«Εάν τώρα πεις, πώς αυτός που διατάχτηκε ούτε να ραπίζει, γίνεται ανθρωποκτόνος; Βεβαιότατα έλαβε εντολή μεν να μην αμύνεται, εδώ όμως δεν αμύνθηκε για τον εαυτό του, αλλά για τον διδάσκαλο. Έπειτα δεν ήταν ακόμη τέλειοι και πνευματικά ολοκληρωμένοι» (Χ).
Ο Πέτρος εδώ παρουσιάζεται να τηρεί τον λόγο, τον οποίο είπε στον Διδάσκαλο βεβαιώνοντας αυτόν, ότι ήταν έτοιμος να βαδίσει μαζί του και στη φωτιά και στο θάνατο. Ο ζήλος του όμως υπέρ του Διδασκάλου προφανώς είναι ζήλος όχι με επίγνωση. Διότι, εάν η πρόθεσή του να χτυπήσει το Μάλχο στο κεφάλι πραγματοποιούνταν, ασφαλώς οι στρατιώτες θα ορμούσαν εναντίον ολόκληρου του ομίλου των μαθητών για να κατασπαράξουν αυτούς, ενώ ο διδάσκαλος θα εμφανιζόταν στα μάτια της ρωμαϊκής εξουσίας σαν όχι καλύτερος του Βαραββά.
(5) «Η έννοια του ονόματος Μάλχος είναι ο προορισμένος να βασιλεύσει» (Αυ). Μάλχος από το εβραϊκό μέλεκ= βασιλιάς. Το «ότι θεράπευσε αυτόν ο Ιησούς αμέσως, όπως μάθαμε από τον Λουκά» (Ζ), εξηγεί το γιατί ο Πέτρος δεν συνελήφθη αμέσως ως ένοχος στάσης κατά της εξουσίας.
«Θα μάθουμε λοιπόν από αυτό που έγινε, μέχρι ποίου σημείου φτάνει, χωρίς να μπορεί να κατηγορηθεί, ο ζήλος της ευσέβειας προς το Χριστό… Διότι το υπόδειγμα αυτής της πράξης δεν μας επιτρέπει να αγωνιζόμαστε για την ευσέβεια στο Χριστό με το να υψώνουμε σιδερένια όπλα ή να σηκώνουμε πέτρες εναντίον κάποιων ή βεβαίως να χτυπούμε με ξύλο αυτούς που μας αντιτίθενται· διότι τα όπλα μας δεν είναι σαρκικά σύμφωνα με το λόγο του Παύλου, αλλά να συμπεριφερόμαστε με ηπιότητα μάλλον ακόμη και στους φονιάδες» (Κ).
Ιω. 18,11 εἶπεν οὖν ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ· βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην(1)· τὸ ποτήριον(2) ὃ δέδωκέ μοι ὁ πατήρ(3), οὐ μὴ πίω αὐτό(4);
Ιω. 18,11 Είπε αμέσως τότε ο Ιησούς στον Πετρον• βάλε την μάχαιραν εις την θήκην• το ποτήριον, το οποίον μου έδωκε ο Πατήρ, θέλεις συ να μη το πίω;
(1) «Το παράγγελμα του Χριστού γεννά θεσμό ευαγγελικού τρόπου ζωής και δύναμη εντολής, όχι αυτής που ειπώθηκε στους αρχαιότερους σύμφωνα με το νόμο του Μωϋσή, αλλά αυτής που ο Χριστός έβαλε, η οποία τόσο πολύ εμποδίζει να χρησιμοποιούμε μαχαίρια, ή μάλλον λέει ότι δεν πρέπει καν να αμυνόμαστε και μεις με τη σειρά μας, ώστε, αν κάποιος θα ήθελε να μας χαστουκίσει στο ένα σαγόνι, να απαιτήσουμε επιπλέον και στο δεύτερο αν τύχει, στρέφοντάς του και το άλλο, και με αυτό κόβει από τη ρίζα της κατά κάποιο τρόπο από την ψυχή την ανθρώπινη δειλία» (Κ).
Ο Πέτρος έπρεπε να βάλει το μαχαίρι στη θήκη του, διότι επρόκειτο να δοθεί σε αυτόν το μαχαίρι του Πνεύματος. Τα όπλα της στρατείας μας δεν είναι σαρκικά, αλλά πνευματικά. Είναι παρόλ’ αυτά ισχυρά και ακατανίκητα. Όταν ο Κύριος με έναν μόνο λόγο ανάγκασε αυτούς που ήλθαν να τον συλλάβουν, να οπισθοχωρήσουν και να πέσουν χάμω, έδειξε στον Πέτρο με ποιο όπλο έπρεπε να οπλιστεί. Το όπλο αυτό ήταν ο κοφτερότερος από μαχαίρι λόγος του Θεού, ο ζωντανός και ενεργής. Με αυτόν και ο Πέτρος όχι πολύ χρόνο ύστερα θα έριχνε νεκρούς στο έδαφος τον Ανανία και τη Σαπφείρα, που είπαν ψέματα στο Πνεύμα του Θεού.
(2) «Το ποτήρι του θανάτου δηλαδή» (Ζ).
Είναι ποτήριο. Δεν είναι θάλασσα, δεν είναι θάλασσα ερυθρά, ούτε νεκρά θάλασσα, διότι δεν είναι άδης, αλλά φως, και η δοκιμασία του είναι στιγμιαία. Είναι ποτήριο που δίνεται από τον Πατέρα. Και όταν δίνεται και σε εμάς, από τον Πατέρα μάς παρέχεται. Δίνεται ως δωρεά και ως χάρις, αφού «αυτόν που αγαπά ο Κύριος τον εκπαιδεύει». Εκπαιδεύει ως Πατέρας έχοντας εξουσία πάνω μας, αλλά και αγάπη πατρική προς εμάς. Και όταν παρέχει σε μας το ποτήριο δεν μας το δίνει, για να μας βλάψει, αλλά για να μας ωφελήσει, και ως πάνσοφος και πανάγαθος γνωρίζει αλάνθαστα τι ωφελεί και τι βλάπτει τα παιδιά του.
(3) «Το οποίο παραχώρησε να έλθει σε μένα ο Πατέρας· διότι αυτό σημαίνει το έδωσε» (Ζ).
«Δείχνει ότι αυτό που γίνεται δεν οφείλεται στην δύναμη εκείνων, αλλά στο ότι αυτός το επιτρέπει και δηλώνει ότι δεν είναι κάποιος αντίθεος, αλλά υπάκουος μέχρι θανάτου στον Πατέρα» (Χ).
Η όλη φράση υπενθυμίζει την προσευχή του Ιησού στη Γεθσημανή, όπως αυτή αναφέρεται από τους συνοπτικούς (Ματθ. κστ 39,Μάρκ. ιδ 36,Λουκ. κβ 42).
(4) Σε αυτό, δηλαδή στο να μην πιει το ποτήρι, αποσκοπούσε ο αγώνας του Πέτρου (b). Η προσθήκη της αντωνυμίας «αυτό» δεν είναι πλεονασμός αλλά εμφατική επανάληψη της λέξης ποτήρι, στην οποία αναφέρεται (ο). Η όλη πρόταση είναι ερωτηματική. Ο Abbott προτιμά να θεωρήσει αυτήν ως αναφώνηση με θαυμαστικό (β).
Ιω. 18,12 Ἡ οὖν σπεῖρα καὶ ὁ χιλίαρχος καὶ οἱ ὑπηρέται τῶν Ἰουδαίων(1) συνέλαβον τὸν Ἰησοῦν(2) καὶ ἔδησαν αὐτόν(3),
Ιω. 18,12 Τότε, λοιπόν, το στρατιωτικόν απόσπασμα και ο χιλίαρχος και οι υπηρέται των Ιουδαίων έπιασαν τον Ιησού και τον έδεσαν.
(1) Η σύλληψη του Ιησού έγινε από τους Ρωμαίους στρατιώτες που ενεργούσαν σε συνεργασία με τους υπηρέτες των Ιουδαίων, που αποτελούσαν την αστυνομία του ναού των Ιουδαίων (β). Επειδή λοιπόν οι υπηρέτες των Ιουδαίων εκτελούσαν διαταγές του συνεδρίου, προφανώς η σύλληψη του Ιησού έγινε με διαταγή του ανώτατου δικαστηρίου των Ιουδαίων (ο).
(2) Σύμφωνα με τα Ματθ. κστ 50,51 και Μάρκ. ιδ 46,47 η σύλληψη του Ιησού έγινε πριν ακόμη ο Πέτρος σύρει το μαχαίρι του εναντίον του Μάλχου. Στον Ιωάννη το επεισόδιο τοποθετείται λίγο πριν τη σύλληψη. Τέτοιες ελαφρές διαφορές δεν θίγουν ούτε στο ελάχιστο την αξιοπιστία των ιερών συγγραφέων, αλλά αντίθετα επιβεβαιώνουν αυτήν αφού με αυτές διαπιστώνεται ότι καμία συνεννόηση δεν υπήρχε μεταξύ τους (ο).
(3) Πιθανώς έδεσαν τα χέρια του πίσω του (β). Η λεπτομέρεια αυτή δεν αναφέρεται από τους άλλους συνοπτικούς (μ). Τον έδεσαν για να τον εξευτελίσουν. Οι δούλοι δένονταν έτσι. Δένεται ήδη και ο Ιησούς, μολονότι είναι ο πρωτότοκος. Τον έδεσαν για να μην τους διαφύγει, αφού και ο Ιούδας τούς είχε πει «κρατήστε τον». Αλλά ο Χριστός δέχεται πρόθυμα να δεθεί, για να λυθούμε εμείς από τα δεσμά της αμαρτίας. Στα δεσμά του αυτά οφείλουμε εμείς την ελευθερία μας από τις αλυσίδες του σκότους.
Οι τύποι της Π.Δ. και οι προφητείες εκπληρώνονται και στο σημείο αυτό. Ο Ισαάκ δέθηκε, για να προσφερθεί ως θυσία· ο Ιωσήφ δέθηκε και «ταπείνωσαν με αλυσίδες τα πόδια του· μέσα από σίδερο πέρασε η ψυχή του» (Ψαλμ. ρδ 18). Και ο Σαμψών δέθηκε από τους Φιλισταίους. Αλλά και για τον Μεσσία είχε προφητευτεί ότι θα δενόταν. Δες Ησ. νγ 8. Και δέθηκε ώστε και οι προς αυτόν δεσμοί της αγάπης μας να γίνουν αδιάσπαστοι. Του Παύλου οι χαιρετισμοί προς τους Χριστιανούς είναι και χαιρετισμοί του Χριστού προς όλους μας: «Να θυμάστε τα δεσμά μου» (Κολ. δ 18). Να θυμάστε αυτά, για να δεθείτε μαζί με αυτόν μακριά από κάθε αμαρτία, αιχμάλωτοι σε κάθε καθήκον. «Είναι ήδη κυριευμένοι από ανήμερο θυμό και φλέγονται από ακαταμάχητο θράσος… και αφού συνέλαβαν τον Κύριο να υποχωρεί ήδη σε αυτούς στο οτιδήποτε, τον δένουν με δεσμά» (Κ), «σαν ακριβώς να διαφήμιζαν το συμβάν και καυχιόντουσαν, ότι έστησαν μεγάλο τρόπαιο» (Θφ).
Καθένας θα περίμενε, ότι το θαύμα της θεραπείας του αυτιού του Μάλχου θα τους έκανε ευλαβείς απέναντι στον Ιησού. Λύσσα καταραμένη και ασυγκράτητη, την οποία το μέγεθος του θαύματος που έγινε δεν μπόρεσε να την καταπραΰνει, ούτε η τρυφερότητα που έδειξε ο Κύριος να την μαλακώσει.
Ιω. 18,13 καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν πρὸς Ἄνναν(1) πρῶτον(2)· ἦν γὰρ πενθερὸς τοῦ Καϊάφα(3), ὃς ἦν ἀρχιερεὺς τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου.
Ιω. 18,13 Και τον επήγαν δεμένο πρώτον προς τον Άνναν· διότι ήτο και πενθερός του Καϊάφα, ο οποίος ήτο αρχιερεύς κατά το ιστορικόν εκείνο έτος.
(1) Ο Άννας είχε διατελέσει αρχιερέας κατά τα έτη 6-15 μ.Χ. Όπως φαίνεται από ενδείξεις από τον Ιώσηπο (Αρχαιολογία 18,2,1), ήταν πρόσωπο μεγάλης επιρροής, και επανειλημμένα ονομάζεται και στην Κ.Δ. αρχιερέας (δες Λουκ. γ 2,Πράξ. δ 6) σε χρόνο, κατά τον οποίο το αξίωμα του αρχιερέα κατεχόταν από τον Καϊάφα (G). Υπήρξε αρχηγός αρχιερατικής οικογένειας και διηύθυνε εκ του αφανούς τους διάφορους γιους και γαμπρούς του, οι οποίοι διαδοχικά κατέλαβαν το αρχιερατικό αξίωμα. Είναι πιθανόν και ο Άννας και κάποια μερίδα του Ιουδαϊκού λαού να θεωρούσαν ως επέμβαση παράνομη της ρωμαϊκής εξουσίας την αντικατάσταση των αρχιερέων και συνεπώς είναι ενδεχόμενο να νομιζόταν, ότι η συγκατάθεση του Άννα ήταν απαραίτητη για το πνευματικό κύρος των πράξεων του συνεδρίου παρά το ότι ο Καϊάφας ήταν ο πρόεδρος αυτού (τ).
Αφότου ο Άννας καθαιρέθηκε από τον Gratus διαδέχτηκαν αυτόν οι 5 γιοι του, ο Ελεάζαρ από το 16-17, ο Ιωνάθαν από το 36-37, ο Θεόφιλος από το 37-41, ο Ματθίας από το 41-44. Κατά το ενδιάμεσο διάστημα από το 18-36 το αρχιερατικό αξίωμα κατεχόταν από τον Καϊάφα (χ).
Φυσικό ήταν μετά την σύλληψη να οδηγήσουν τον Κύριο στις φυλακές έως ότου συγκληθεί το δικαστήριο. Αλλά έσπευδαν να καταδικάσουν αυτόν οδηγώντας αυτόν όχι σε δικαστές ειρήνης και δικαιοσύνης, αλλά σε δικαστές μαινομένους και από πριν αποφασισμένους να τον θανατώσουν.
(2) Με αυτό σιωπηλά συμπληρώνει την αφήγηση των συνοπτικών, κατά την οποία ο Ιησούς οδηγήθηκε κατ’ ευθείαν στον Καϊάφα. Όπως φαίνεται λοιπόν από τον στίχο 24 το «πρώτον» αυτό υπαινίσσεται την ακόλουθη προσαγωγή του Ιησού στον Καϊάφα, και μετά από αυτό σύμφωνα με τον στίχο 28 στον Πιλάτο. Κατά τον g, και άλλους από τους νεώτερους ερμηνευτές, ενώ διαρκούσε η νύχτα, κατά την οποία συνελήφθη ο Ιησούς, έγιναν δύο ξεχωριστές συνεδριάσεις, η μία στον Άννα και η άλλη στον Καϊάφα.
Οι συνοπτικοί αναφέρουν τη δεύτερη, η οποία ήταν και η επίσημη, κατά την οποία και απαγγέλθηκε η καταδικαστική απόφαση. Ο Ιωάννης συμπληρώνοντας αυτούς ασχολείται περισσότερο με την πρώτη, χωρίς να αποκλείει και την δεύτερη, αφού ξεκάθαρα αναφέρει ότι ο Άννας έστειλε τον Ιησού δεμένο στον Καϊάφα τον αρχιερέα (Ιω. ιη 24) και αφού μετά τη προσαγωγή του Ιησού ενώπιον του Καϊάφα, ζητείται και σύμφωνα με τον Ιωάννη από τον Πιλάτο η επικύρωση της καταδικαστικής απόφασης κατά του Ιησού.
Δεδομένου επίσης ότι σύμφωνα με τους νόμους των Ιουδαίων δεν επιτρεπόταν να απαγγελθεί από το συνέδριο καταδικαστική απόφαση θανάτου παρά την επόμενη ημέρα από αυτήν της εμφάνισης του κατηγορουμένου στο δικαστήριο (Sanhedrin IV,1,V 5) παρουσιαζόταν αναγκαίο για τήρηση των προσχημάτων μετά την προκληθείσα προκαταρκτική συνεδρίαση της νύχτας να επακολουθήσει το πρωί και η κανονική επίσημη συνεδρίαση, κατά την οποία θα απαγγελλόταν η καταδικαστική απόφαση.
(3) Ο λόγος για τον οποίο οδηγήθηκε ο Ιησούς στον Άννα πρώτα, υπήρξε μάλλον η συγγένειά του με τον Καϊάφα, για την οποία τα δύο αυτά πρόσωπα ήταν κατά κάποιο τρόπο ένα (g).
Ιω. 18,14 (1) ἦν δὲ Καϊάφας ὁ συμβουλεύσας τοῖς Ἰουδαίοις(2) ὅτι συμφέρει ἕνα ἄνθρωπον ἀπολέσθαι(3) ὑπὲρ τοῦ λαοῦ.
Ιω. 18,14 Ο δε Καϊάφας ήτο εκείνος που είχε συμβουλεύσει τους Ιουδαίους, ότι συμφέρει προς χάριν του λαού να θανατωθή και χαθή ένας άνθρωπος.
(1) Ανάμεσα στους στίχους 13 και 14, παρεμβάλλουν η Συριακή μετάφραση του Σινά και η φιλοξενιακή της Συρίας, την φράση: ο Άννας απέστειλε τον Ιησού προς Καϊάφαν. Παρομοίως και ο μικρογράμματος κώδικας 225 προσθέτει μετά το «πρώτον» του προηγούμενου στίχου τη φράση «απέστειλεν ουν αυτόν ο Άννας δεδεμένον προς Καϊάφαν τον αρχιερέα». Φαίνεται επίσης η γραφή να μαρτυρείται και από τον Κύριλλο. Οι προσθήκες αυτές οφείλονται πιθανώς στην από τους αντιγραφείς προσπάθεια συμβιβασμού της αφήγησης του Ιωάννη με αυτήν των συνοπτικών (β).
(2) Διαπιστώνοντας ο Ιωάννης ότι το πρόσωπο αυτό είναι το ίδιο με αυτό στο κεφάλαιο ια (ια 50-51), θέλει να υποδηλώσει, ότι καμία δίκαιη κρίση δεν ήταν δυνατόν να αναμένει κάποιος από αυτόν για τον Ιησού, αφού «σαν ακριβώς από τη δική του συμβουλή και από τις ανίερες σκέψεις του ο άθλιος έπραξε το ανιερότερο από όλα τα κακά δράμα» (Κ).
(3) Ο σιναϊτικός, βατικανός, τρεις άλλοι μεγαλογράμματοι και πολλές μεταφράσεις, αντί για το απολέσθαι γράφουν αποθανεῖν.
Ιω. 18,15 Ἠκολούθει δὲ τῷ Ἰησοῦ Σίμων Πέτρος(1) καὶ ὁ ἄλλος μαθητής(2). ὁ δὲ μαθητὴς ἐκεῖνος ἦν γνωστὸς τῷ ἀρχιερεῖ(3), καὶ συνεισῆλθε τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν αὐλὴν(4) τοῦ ἀρχιερέως(5)·
Ιω. 18,15 Ακολουθούσε δε τον Ιησού ο Σίμων Πέτρος και ο άλλος μαθητής, δηλαδή ο Ιωάννης. Ο δε μαθητής εκείνος ήτο γνωστός στον αρχιερέα και δι' αυτό εμπήκε μαζί με τον Ιησού ελεύθερα εις την αυλήν του αρχιερέως.
(1) Ο Πέτρος αφού απομακρύνθηκε καταρχάς, όταν διασκορπίστηκαν οι μαθητές κατά την σύλληψη του Ιησού, αναθάρρησε εντός ολίγου και ενθυμούμενος τις υποσχέσεις, τις οποίες έδωσε στον Ιησού, ακολούθησε αυτόν από μακριά, όπως αναφέρει άλλος ευαγγελιστής. Όσοι ακολούθησαν τον Ιησού μέσα στις τιμές και στη δόξα του και συμμετείχαν στις τιμές αυτές, όταν ο λαός έκραζε το Ωσαννά, όφειλαν να ακολουθήσουν αυτόν και τώρα μέσα στις ύβρεις και τους εξευτελισμούς και να συμμετάσχουν και σε αυτά. Όσοι αληθινά αγαπούν τον Ιησού, τον ακολουθούν πάντοτε παρ’ όλους τους ανέμους και παρά κάθε δυσκολία των δρόμων, από τους οποίους ο Διδάσκαλος περνά.
(2) «Αυτός που έγραψε αυτά» (Χ).
«Ο Ιωάννης ήταν αυτός, ο θεοφιλής όντως δημιουργός αυτού του συγγράμματος. Δεν ονομάζει όμως ξεκάθαρα τον εαυτό του, αρνούμενος να δώσει την εντύπωση ότι του αρέσει να καυχιέται» (Κ).
«Διότι και εδώ διηγείται μεγάλο κατόρθωμα, ότι δηλαδή, ενώ όλοι απομακρύνθηκαν, αυτός ακολουθούσε αυτόν. Για αυτό, κρύβει τον εαυτό του και αναφέρει πριν από αυτόν τον Πέτρο· και τώρα όμως αναγκάστηκε να αναφέρει τον εαυτό του, για να μάθεις ότι με μεγαλύτερη ακρίβεια από τους άλλους ευαγγελιστές διηγείται τα όσα συνέβησαν στην αυλή, επειδή βρισκόταν μέσα» (Χ).
Εφόσον δεχόμαστε την γραφή «ο άλλος μαθητής», το έναρθρο αποκλείει να είναι κάποιος άλλος από τον μαθητή εκείνον, του οποίου ο Ιωάννης συστηματικά αποσιωπά το όνομα. Το άρθρο όμως παραλείπεται από τα αλεξανδρινά χειρόγραφα. Για αυτό σε κάποιους ερμηνευτές προκλήθηκε αμφιβολία για το αν ο άλλος μαθητής είναι ο Ιωάννης.
Ο Abbott ως άλλο μαθητή θεώρησε τον Ιούδα, ο οποίος από τις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν της προδοσίας επόμενο ήταν να γίνει γνωστός στον αρχιερέα. Το ότι όμως ο Ιούδας παρενέβη για να μπει και ο Πέτρος και μάλιστα το ότι δέχτηκε ο Πέτρος τέτοια εξυπηρέτηση από τον Ιούδα παρουσιάζεται εξόχως απίθανο. Άλλοι παρατήρησαν, ότι μπορούσε άλλος μαθητής να είναι κάποιος από τους μυστικούς μαθητές του Ιησού, όπως ο Νικόδημος και ο Ιωσήφ ο Αριμαθαίας, που μετείχε στο συνέδριο ως μέλος του και για αυτό ήταν γνωστός στον αρχιερέα. Πιθανότερο παρόλ’ αυτά φαίνεται ότι πρόκειται για τον Ιωάννη.
(3) «Πρόσεξε λοιπόν πως κόβει το εγκώμιο του εαυτού του. Για να μην σκεφτείς δηλαδή κάτι μεγάλο για αυτόν, ακούγοντας ότι μπήκε ο Ιωάννης μαζί με τον Ιησού, λέει, ότι ήταν γνωστός του αρχιερέα. Δεν μπήκα δηλαδή, λέει, επειδή ήμουν πιο γενναίος από τους άλλους, αλλά ως γνώριμος του αρχιερέα» (Θφ).
Ο Νόννος στην παράφρασή του εισηγείται την ιδέα, ότι η γνωριμία του Ιωάννη με τον αρχιερέα οφειλόταν στο επάγγελμά του ως «ιχθυοβόλου (=ψαρά)», που προμήθευε στον αρχιερέα ψάρια. Την εκδοχή αυτή θεώρησαν πιθανή και πολλοί από τους νεώτερους.
Ο Bernard αναφέρεται στη συγγένεια της Θεοτόκου και της αδελφής της Σαλώμης με την Ελισάβετ, η οποία ήταν από τις θυγατέρες Ααρών (Λουκ. α 5). Για αυτό και ο Ιωάννης συνδεόταν από τη μητέρα του συγγενικά με κάποια ιερατική οικογένεια, οπότε πιθανότατα ήταν γνωστός και στον αρχιερέα. Το ότι όμως η Σαλώμη ήταν αδελφή της Θεοτόκου αμφισβητείται σοβαρά και από πολλούς.
(4) Πρόκειται εδώ για την εσωτερική αυλή του αρχιερατικού ανακτόρου, στο οποίο πιθανότατα έμεναν και οι δύο, και ο Άννας και ο Καϊάφας. Είναι ο τετράγωνος χώρος που σχηματιζόταν από τα κτίσματα που ήταν γύρω του χτισμένα, στα οποία διέμεναν οι αρχιερείς Άννας και Καϊάφας (μ).
(5) Αν και ο τίτλος αποδιδόταν ευρύτερα σε όλα τα μέλη των οικογενειών, από τις οποίες προνομιακά λαμβάνονταν κάθε φορά οι αρχιερείς (Schurer), παρόλ’ αυτά από τους στίχους 13 και 14 συμπεραίνουμε, ότι ο Ιωάννης αποδίδει τον τίτλο στον εν ενεργεία αρχιερέα, τον αρχιερέα του χρόνου εκείνου. Από αυτό έπεται, ότι όσα εξιστορούνται μετά το στίχο 15 έγιναν στο σπίτι του Καϊάφα. Εξ’ αιτίας αυτού φαίνεται πιθανόν, ότι ο Άννας και ο Καϊάφας έμεναν στο ίδιο οίκημα, έχοντας ο καθένας το διαμέρισμά του.
Ιω. 18,16 ὁ δὲ Πέτρος εἱστήκει πρὸς τῇ θύρᾳ ἔξω(1). ἐξῆλθεν οὖν ὁ μαθητὴς ὁ ἄλλος, ὃς ἦν γνωστὸς τῷ ἀρχιερεῖ(2), καὶ εἶπε τῇ θυρωρῷ(3), καὶ εἰσήγαγε τὸν Πέτρον(4).
Ιω. 18,16 Ο Πέτρος όμως, άγνωστος καθώς ήτο, εστέκετο έξω, κοντά εις την θύρα. Εβγήκε τότε έξω εις την πόρτα ο άλλος μαθητής, ο οποίος ήτο γνωστός στον αρχιερέα, μίλησε εις την θυρωρό και επέτρεψε εκείνη την είσοδο στον Πέτρον.
(1) Πρόκειται για την πόρτα, η οποία οδηγούσε στο δρόμο και με την οποία έμπαινε κάποιος στο προαύλιο του οικοδομήματος. Ο Πέτρος μη μπορώντας να μπει μέσα, όπου ο Ιησούς στεκόταν ανάμεσα στους εχθρούς του, στεκόταν δίπλα στην πόρτα έξω, επιθυμώντας να είναι όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον διδάσκαλο και αναμένοντας ευκαιρία για να τον πλησιάσει περισσότερο. Διδασκόμαστε από εδώ, ότι όταν συναντούμε δυσκολίες στο να ακολουθούμε τον Κύριο, οφείλουμε να δείχνουμε όλη την αγαθή μας διάθεση και να επιμένουμε να πράττουμε ό,τι μας είναι δυνατόν.
Αλλά η διάθεση του Πέτρου ήταν μεν αγαθή, αλλά όχι και ισχυρή. Για αυτό μπαίνοντας στην αυλή έπεσε μέσα σε παγίδα. Δεν θυμήθηκε το λόγο του Διδασκάλου, ότι «θα με απαρνηθείς τρεις φορές». Και εξέθεσε τον εαυτό του στον κίνδυνο ασύνετα. Ας προσέχουμε και εμείς να μην ρίχνουμε τους εαυτούς μας αλόγιστα σε πειρασμό. Εάν οι περιστάσεις μάς καλούν σαφώς να αντιμετωπίσουμε κινδύνους, μπορούμε να ελπίζουμε, ότι ο Θεός θα μας βοηθήσει μέσα σε αυτούς. Εάν όμως δεν καλούμαστε από τα πράγματα να δοκιμαστούμε από κάποιο πειρασμό, ρίχνοντας τους εαυτούς μας σε αυτόν πρέπει να φοβόμαστε μήπως ο Θεός μας εγκαταλείψει και οδηγηθούμε σε ντροπή.
(2) Ο βατικανός και άλλοι δύο μεγαλογράμματοι κώδικες γράφουν ο γνωστός του αρχιερέως.
(3) Οι Ιουδαίοι είχαν συνηθέστατα θυρωρούς (Ιωσήπου Ιουδ. Αρχ. VII.2,1). Εδώ η θυρωρός είναι μικρή υπηρέτρια όπως στο Πράξ. ιβ 13 και Β΄ Βασ. δ 6.
(4) Υποκείμενο μπορεί να είναι ο μαθητής ο άλλος. Εισήγαγε τον Πέτρο στην αυλή. Ο Ιωάννης «ήταν προσκολλημένος στο Χριστό και τον ακολουθούσε» (Χ) «μη θέλοντας να χωριστεί από αυτόν» (Θφ). Για αυτό και δεν εισήγαγε αμέσως τον Πέτρο. Όταν όμως ο Ιησούς οδηγήθηκε μπροστά στον αρχιερέα, έλαβε καιρό ο Ιωάννης και βγήκε και είπε στη θυρωρό.
Ιω. 18,17 λέγει οὖν(1) ἡ παιδίσκη(2) ἡ θυρωρὸς τῷ Πέτρῳ· μὴ(3) καὶ σὺ(4) ἐκ τῶν μαθητῶν εἶ τοῦ ἀνθρώπου τούτου(5); λέγει ἐκεῖνος· οὐκ εἰμί(6).
Ιω. 18,17 Αλλά η μικρά δούλη, που ήτο θυρωρός, καθώς είδε τον Πετρον, του λέγει• μήπως και συ είσαι από τους μαθητάς του ανθρώπου αυτού; Απήντησεν εκείνος• δεν είμαι.
(1) Ενώ οι συνοπτικοί διηγούνται σε συνέχεια τις τρεις αρνήσεις του Πέτρου, πιθανώς διότι στην προφορική κατήχηση το γεγονός αυτό αποτελούσε ένα ιδιαίτερο απομνημόνευμα, ο Ιωάννης κατανέμει τις τρεις περιπτώσεις της άρνησης στη σειρά της διήγησης μεταβαίνοντας αλληλοδιαδόχως από τον Πέτρο στον Ιησού και από τον Ιησού στον Πέτρο. Η αφήγηση όμως του Ιωάννη περισσότερο διαρθρωμένη αποδίδει βεβαίως την αληθινή σειρά των γεγονότων και αποδεικνύει τον αυτόπτη μάρτυρα.
Οι τρεις αρνήσεις έχουν τρία ιστορικά σημεία αφετηρίας ξεχωριστά, τα οποία βρίσκονται περισσότερο ή λιγότερο διανεμημένα μεταξύ των 4 ευαγγελιστών, δηλαδή: 1) Η είσοδος του Πέτρου στην αυλή με την παρέμβαση φίλου, 2) η ανάμνηση την οποία είχαν διατηρήσει για τον Πέτρο αυτοί που τον είδαν κατά την ώρα της σύλληψης και 3) η Γαλιλαϊκή του διάλεκτος και προφορά. Στις περιπτώσεις αυτές τις εξωτερικές, οι οποίες προκάλεσαν τη δοκιμασία, προστιθόταν και μια εσωτερική, η οποία διευκόλυνε την πτώση· η ανάμνηση του χτυπήματος, το οποίο ο Πέτρος έδωσε εναντίον του Μάλχου, και το οποίο εξέθετε αυτόν περισσότερο από τους άλλους στον κίνδυνο να συμπεριληφθεί στην ίδια δίκη, στην οποία και ο διδάσκαλος (g).
(2) Δούλη νεαρή και ειδικότερα η δούλη στην οποία ήταν ανατεθειμένη η φύλαξη της πόρτας (Ματθ. κστ 69,Μάρκ. ιδ 66,69)(G).
(3) Μόνος ο Ιωάννης αναφέρει, ότι η θυρωρός κατ’ αρχάς ρώτησε τον απόστολο. Η μορφή του ερωτήματος δείχνει, ότι η θυρωρός ανέμενε απάντηση αρνητική. Δες στ 67 και ιη 25, όπου υπάρχει η ίδια μορφή ερωτήματος.
(4) Όπως ο Ιωάννης, για τον οποίο γνώριζε η παιδίσκη ότι ήταν μαθητής του Ιησού (F).
«Το «μήπως και συ» για αυτό ειπώθηκε, επειδή ο Ιωάννης ήταν μέσα. Με τόση φιλικότητα δηλαδή συνομιλούσε μαζί του η γυναίκα» (Χ).
Δες πόσο ελαφρά ήταν η επίθεση του πειρασμού. Την ερώτηση απηύθυνε μία μικρή και ανόητη υπηρέτρια, που δεν είχε κάποιο αξίωμα αξιόλογο, αλλά ήταν απλή θυρωρός. Και το ερώτημα που έθεσε, τέθηκε μάλλον με αμέλεια και χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα. Ο Πέτρος θα είχε κάποιο λόγο να φοβηθεί, εάν παρουσιαζόταν εκεί ο Μάλχος και έλεγε: Αυτός είναι που μου έκοψε το αυτί και θέλω το κεφάλι του σε πιάτο. Εφόσον όμως μία υπηρέτρια τον ρωτούσε, ο Πέτρος θα μπορούσε να πει: Και τι σημαίνει, εάν είμαι;
(5) Αποτελεί έκφραση περιφρόνησης (F).
(6) «Ορίστε· ο μεγίστης δύναμης στύλος ταρακουνήθηκε από τα θεμέλια σε απλό φύσημα του ανέμου» (Αυ).
«Τι λες, Πέτρο; Δεν είπες πριν ότι, Αν χρειαστεί και τη ζωή μου να θυσιάσω, θα την θυσιάσω; Τι λοιπόν συνέβη ώστε να μην μπορείς ούτε της θυρωρού την ερώτηση να υποφέρεις; Μήπως δηλαδή ήταν στρατιώτης αυτός που ρώτησε; Μήπως κάποιος από αυτούς που συνέλαβαν τον Ιησού; Μια θυρωρός ήταν ασήμαντη και της τελευταίας τάξης και ούτε η ερώτηση ήταν με θράσος» (Χ).
«Τόσο ασθενές πράγμα είναι η ανθρώπινη φύση όταν εγκαταλειφθεί από το Θεό» (Θφ).
«Πρέπει να σημειώσουμε ότι αρνείται κάποιος το Χριστό όχι μόνο όταν λέει ότι δεν είναι αυτός ο Χριστός, αλλά και όταν, τη στιγμή που είναι όντως Χριστιανός, αρνείται ότι είναι τέτοιος» (Αυ).
Γρήγορα ο Πέτρος απαντά Δεν είμαι. Εάν είχε το θάρρος του λιονταριού θα έλεγε: Είναι τιμή μου το ότι είμαι και εγώ ακόλουθος αυτού του ανθρώπου. Εάν είχε τη σύνεση του φιδιού, θα τηρούσε σιωπή και δεν θα αποκρινόταν τίποτα. Αλλά ο Πέτρος έσπευσε να αρνηθεί.
Ιω. 18,18 εἱστήκεισαν δὲ οἱ δοῦλοι καὶ οἱ ὑπηρέται(1) ἀνθρακιὰν(2) πεποιηκότες, ὅτι ψῦχος ἦν(3), καὶ ἐθερμαίνοντο· ἦν δὲ μετ᾿ αὐτῶν ὁ Πέτρος(4) ἑστὼς καὶ θερμαινόμενος(5).
Ιω. 18,18 Εστέκοντο δε οι δούλοι και οι υπηρέται, που είχαν ετοιμάσει ανθρακιάν, σωρόν αναμμένα κάρβουνα, διότι έκανε κρύο και εζεσταίνοντο. Έστεκε δε μαζί τους και ο Πέτρος και εζεσταίνετο.
(1) Με τη λέξη δούλοι σημαίνονται οι προσκολλημένοι στην ιδιωτική υπηρεσία του αρχιερατικού οίκου, ενώ με τη λέξη υπηρέτες όσοι ανήκαν στην επίσημη υπηρεσία του συνεδρίου, οι οποίοι εκτελούσαν και χρέη αστυνομίας στο ναό (g). Οι αγορασμένοι δούλοι και οι δημόσιοι υπηρέτες του αρχιερέα (δ). Οι στρατιώτες είχαν απέλθει πλέον στο στρατώνα, διότι μετά την προσαγωγή του Ιησού στον οίκο του αρχιερέα οι υπηρέτες ήταν επαρκής φρουρά (β).
(2) =σωρό αναμμένων κάρβουνων (G). Ο Λουκάς αναφέρει ότι άναψαν φωτιά (άναψαν φωτιά στο μέσο της αυλής). Από αυτό μπορεί να συναχθεί ότι η ανθρακιά προήλθε από ξύλα που άναψαν και χωνεύτηκαν στη φωτιά.
(3) «Παρόλο που δεν ήταν χειμώνας, είχε κρύο. Πράγμα το οποίο μερικές φορές συμβαίνει κατά το εαρινό ηλιοστάσιο» (Αυ).
Η λεπτομέρεια αυτή υπαινίσσεται, ότι η αφήγηση προέρχεται από κάποιον παρόντα, ο οποίος νιώθει ρίγος στην ανάμνηση του ψύχους, το οποίο ήταν τότε στην ανοιχτή αυλή (β).
(4) «Και, μένοντας στο έλεος των δούλων, υποκρίνεται ότι κάνει ό,τι κάνουν και αυτοί, παρόλο που ο ίδιος βρίσκεται σε κακή κατάσταση από τη λύπη. Και προσέχοντας πολύ, δείχνει να συμφωνεί με την αδιαφορία των υπηρετών… για να θεωρηθεί και με αυτό σαν κάποιος από τους γνωστούς του σπιτιού, και με σκοπό να αποφύγει έτσι την προσοχή και το να αρνηθεί πάλι αν κάποιος τυχόν τον ρωτούσε» (Κ). Προλαβαίνοντας κάθε εις βάρος του υπόνοια συναναμιγνύεται με τους δούλους και υπηρέτες. Ο Πέτρος είναι αξιόμεμπτος, διότι συναναμίχθηκε με την συντροφιά των πονηρών αυτών ανθρώπων. Αναμφίβολα αυτοί θα διασκέδαζαν αφηγούμενοι τα σχετικά με την νυχτερινή τους επιχείρηση και θα χλεύαζαν το Χριστό εκθέτοντας με περιφρόνηση και ύβρεις τα όσα είπε και έπραξε και καυχόμενοι θριαμβευτικά για το ότι πέτυχαν τη σύλληψή του. Και πώς ακούγοντας τώρα αυτά θα αντιδρούσε ο Πέτρος;
Εάν έλεγε και αυτός ό,τι έλεγαν εκείνοι ή εάν με τη σιγή του φαινόταν να συμφωνεί, γινόταν συνένοχος της αμαρτίας τους. Εάν δεν είχε το θάρρος να εμφανιστεί δημόσια υπερασπιστής του Διδασκάλου, θα έπρεπε τουλάχιστον να έχει τόση αφοσίωση σε αυτόν, ώστε να αποχωρήσει σε κάποια γωνιά και να θρηνεί για το πάθημα του Διδασκάλου και για την δική του λιποψυχία. Αλλά αντί για αυτά ο Πέτρος «στεκόταν μαζί τους και θερμαινόταν», επιζητώντας έτσι να φαίνεται σαν ένας από αυτούς και να αποκλείει κάθε υπόνοια, ότι ήταν μαθητής του Ιησού.
(5) «Δείχνει ο ευαγγελιστής ότι αυτός μεν επειδή ήταν μαζί με τον διδάσκαλο στην εσωτερική αυλή έβλεπε τα πάντα και άκουγε· ο Πέτρος όμως επειδή ήταν στην εξωτερική, τίποτα από αυτά δεν ήξερε» (Ζ).
Ιω. 18,19 Ὁ οὖν ἀρχιερεὺς(1) ἠρώτησε τὸν Ἰησοῦν(2) περὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ(3) καὶ περὶ τῆς διδαχῆς αὐτοῦ(4).
Ιω. 18,19 Εν τω μεταξύ ο αρχιερεύς ρώτησε τον Ιησού δια τους μαθητάς του, ποίοι ήσαν και διατί τον ακολουθούσαν, και δια την διδασκαλία του.
(1) Δέχονται γενικά, ότι εφόσον η ανάκριση έγινε στον Άννα, ο Άννας διεξήγαγε αυτήν και αυτός απηύθυνε και το ερώτημα αυτό. Αλλά η εκδοχή αυτή θα υπέθετε ότι ο αρχιερέας που αναφέρεται στους στίχους 13-16, ήταν ο Άννας, το οποίο αντιτίθεται με την φυσική έννοια της αφήγησης του Ιωάννη. Η συνεδρίαση αυτή δεν ήταν καθαρά ιδιωτική· είχε αυτή την θέση της υποχρεωτικά στη διεξαγωγή της δίκης.
Η παρουσία του υπηρέτη (=κλητήρα) στον στίχο 22 υπονοεί τον επίσημο χαρακτήρα της. Αναγκαστικά λοιπόν προήδρευε και αυτής ο αρχιερέας. Είναι άλλωστε ελάχιστα πιθανόν η φράση «έτσι απαντάς στον αρχιερέα;», στο στίχο 22 να αναφέρεται σε άλλο πρόσωπο παρά τον εν ενεργεία αρχιερέα (g). Θα δεχτούμε λοιπόν, ότι δίπλα στον Άννα είχε προσέλθει και ο Καϊάφας.
(2) Ο Ιωάννης δεν αφηγείται εδώ το κύριο μέρος της συνεδρίας, αλλά μόνο κάποια σκηνή προεισαγωγική, που συνέβη μεταξύ Καϊάφα και Ιησού με την παρουσία κάποιων υπηρετών, την ώρα που αναμενόταν να μαζευτούν τα μέλη του συνεδρίου, τα οποία βιαστικά είχαν προσκληθεί (F).
Η ανάκριση αυτή έγινε πέρα από κάθε νόμο ισότητας και δικαιοσύνης. Συνέλαβαν τον Ιησού ως ένοχο και εγκληματία, και ενώ βρίσκεται μπροστά τους δέσμιος, δεν έχουν κάποια ορισμένη κατηγορία να του διατυπώσουν, αλλά αναζητούν να βρουν τώρα τέτοια. Καμία καταγγελία, κανένας κατήγορος δημόσιος. Ο δικαστής ο ίδιος γίνεται ήδη και δημόσιος κατήγορος και ο δεσμώτης μπροστά του καλείται και ως μάρτυς και πέρα από κάθε λογική και δικαιοσύνη προσκαλείται αυτός να γίνει ο ίδιος κατήγορος του εαυτού του.
(3) «Ρωτούσαν ίσως πού είναι και για ποιο λόγο τους μάζεψε» (Χ).
Δεν ρωτά για τα ονόματα των μαθητών ούτε ζητά κατάλογο αυτών, αλλά πληροφορείται γενικώς για τον αριθμό τους και για τις αρχές (την διδαχή) οι οποίες συνδέουν αυτούς κάτω από την ίδια σημαία (g). Η μόνη άλλωστε κατηγορία, η οποία μπορούσε να ισχύσει ενώπιον του Πιλάτου, ήταν αυτή της στάσης. Και ήλπιζε ο αρχιερέας με τις ερωτήσεις του αυτές να αποσπάσει από το στόμα του Ιησού κάποια ομολογία, από την οποία θα φαινόταν, ότι ο Κύριος μάζεψε γύρω του όμιλο επαναστατών (τ).
Ή, ο αρχιερέας αποσκοπούσε να διαπιστωθεί, εάν τους μαθητές, τους οποίους είλκυσε γύρω του ο Ιησούς, τους είλκυσε ως ένας απλός ραββίνος ή με την αξίωση ότι αυτός ήταν ο Μεσσίας (μ).
(4) «Για το αν σφάλλει όσον αφορά τους νόμους του Μωϋσή… και για το ποιος είναι άραγε ο σκοπός των μαθητών του, και αν αγαπά να διδάσκεται με τα αρχαία έθη ή θέλει να δημιουργήσει τη διδασκαλία μίας ξένης και καινούργιας λατρείας. Και το έκανε αυτό ο αρχιερέας με κακό κίνητρο· διότι νόμιζε ότι… ο Χριστός, λέγοντας ότι είναι απόβλητα τα διδάγματα του Μωϋσή, ο ίδιος θα προκαλέσει εναντίον του το θράσος της φλυαρίας των Ιουδαίων» (Κ).
«Τα ρώτησε λοιπόν αυτά θέλοντας να τον κατηγορήσει ως επαναστάτη και στασιαστή, ότι δημιουργεί παρασυναγωγές και διδάσκει κακά δόγματα» (Ζ).
Δεν μπορούσαν να αποδείξουν, ότι δίδαξε κάτι πλανεμένο ή βλάσφημο· και ελπίζουν τώρα, ότι μπορούσαν να αποσπάσουν από το στόμα του κάτι, πάνω στο οποίο να βασίσουν την κατηγορία, ότι ανέτρεπε τα διδάγματα του νόμου. Δεν λένε τίποτα για τα θαύματά του με τα οποία είχε τόσους ευεργετήσει και αποδείκνυε, ότι η διδασκαλία του ήταν αναντίλεκτη και εξ’ ολοκλήρου αληθινή.
Ιω. 18,20 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς(1)· ἐγὼ παῤῥησίᾳ(2) ἐλάλησα τῷ κόσμῳ(3)· ἐγὼ πάντοτε ἐδίδαξα ἐν συναγωγῇ(4) καὶ ἐν τῷ ἱερῷ, ὅπου πάντοτε οἱ Ἰουδαῖοι(5) συνέρχονται, καὶ ἐν κρυπτῷ ἐλάλησα οὐδέν(6).
Ιω. 18,20 Απήντησε εις αυτόν ο Ιησούς• εγώ φανερά μίλησα στους ανθρώπους• εγώ πάντοτε δίδαξα εις τας συναγωγάς και εις τας αυλάς του ναού, όπου πάντοτε, πλήθη Ιουδαίων συγκεντρώνονται, και κρυφά δεν είπα τίποτε.
(1) Ο Ιησούς επειδή κατάλαβε, ότι ο αρχιερέας ζητούσε να αποσπάσει από αυτόν κάποιο λόγο, τον οποίο να στρέψει εναντίον του, παραπέμπει απλώς στον δημόσιο χαρακτήρα της διδασκαλίας του (g).
«Και φαίνεται σε εμάς ότι είπε αυτά ο Χριστός, για να αποφορτιστούν οι κατηγορίες που δημιουργήθηκαν από την πονηρία των αρχηγών των Ιουδαίων και φτιάχτηκαν με κακή επινόηση» (Κ).
(2) «Φανερά» (Ζ)· «χωρίς αινίγματα και σκιές… και φανέρωσα ευθύ τον δρόμο της ευσέβειας στο Θεό, ελεύθερο από κάθε πλάγια οδό» (Κ).
(3) Οι αλεξανδρινοί κώδικες, ο του Εφραίμ και κάποιοι άλλοι μεγαλογράμματοι γράφουν λελάληκα. «Δίδαξα όλο τον λαό, όχι μόνο τους μαθητές μου» (Ζ). Στην απάντησή του ο Ιησούς αγνοεί την ερώτηση όσον αφορά στους μαθητές του και δεν απαντά παρά στο δεύτερο μέρος της ερώτησης που αναφέρεται στη διδασκαλία του. Μαθητές του ήταν οι ακροατές του κηρύγματός του που έγινε δημόσια. Συνεπώς την διδασκαλία του έπρεπε κυρίως να εξετάσουν (F). Άλλωστε εάν η διδασκαλία του ήταν υγιής και καλή, το να έχει μαθητές για να μεταδώσει αυτήν σε αυτούς, ήταν κάτι το οποίο επιτρεπόταν και συνιστούνταν από τους διδασκάλους τους και τους πατέρες τους.
(4) Αυθεντική γραφή χωρίς το άρθρο, ενώ επακολουθεί με άρθρο «ἐν τῷ ἱερῷ». Το ιερό ήταν ένα. Οι συναγωγές ήταν πολλές σε όλη τη Γαλιλαία και Ιουδαία.= Σε τόπους δημόσιας λατρείας και διδασκαλίας. Δες Ιω. ε 14 και εξής, στ 59,ζ 14 και εξής, Ματθ. δ 23, Μάρκ. α 21, Λουκ. δ 15,31 και εξής κλπ.
Όταν ήταν στη Γαλιλαία και στα περίχωρα της Ιερουσαλήμ κήρυττε τακτικά στις συναγωγές κατά τις ώρες της λατρείας. Όταν ανέβαινε στα Ιεροσόλυμα, δίδασκε την ίδια διδασκαλία στο ιερό κατά τις επίσημες γιορτές, όταν οι Ιουδαίοι μαζεύονταν εκεί από όλα τα μέρη. Και παρόλο που συχνά κήρυττε και σε ιδιωτικά σπίτια και σε όρη και στην παραλία, δείχνοντας, ότι το κήρυγμα του λόγου του δεν πρέπει να περιορίζεται σε μόνους τους τόπους της λατρείας, και πάλι τότε ό,τι κήρυττε κατ’ ιδίαν ήταν εξ’ ολοκλήρου το ίδιο με ό,τι δίδασκε και δημόσια.
(5) Υπάρχουν και οι γραφές «πάντοτε» και «πάντοθεν» που ελάχιστα μαρτυρούνται.
(6) «Τι λοιπόν; Δεν μίλησε και κρυφά πολλές φορές στους μαθητές;» (Ζ).
«Και σε αυτόν τον τελευταίο του λόγο, τον οποίο μετά το δείπνο απηύθυνε στους μαθητές, δεν είπε ότι αυτά με παροιμίες τα είπα σε σας…; Εάν λοιπόν δεν μίλησε φανερά στον πλέον στενό κύκλο των μαθητών του… πώς μίλησε φανερά στον κόσμο;» (Αυ).
Απάντηση: «Μίλησε μεν «κρυφά», αλλά όχι όπως νόμιζαν αυτοί, επειδή φοβόταν και οργάνωνε συνωμοσίες, αλλά το έκανε αυτό αν κάποτε τα λόγια του ήταν ανώτερα από την πνευματική ικανότητα των ακροατών του» (Χ).
Το «ουδέν», δηλαδή λέγεται με σχετική έννοια.
«Και πρέπει να εννοήσουμε τα λόγια του «εγώ φανερά μίλησα στον κόσμο», σαν να έλεγε· Υπάρχουν πολλοί οι οποίοι με άκουσαν. Και η λέξη παρρησία (=φανερά) ήταν με κάποια έννοια φανερά αλλά και με κάποια άλλη έννοια όχι φανερά. Ήταν φανερά επειδή πολλοί τον άκουσαν· και δεν ήταν φανερά επειδή δεν τον κατανόησαν. Και αν μίλησε στους μαθητές του κατ’ ιδίαν, βεβαίως δεν μίλησε στα κρυφά… Διότι ό,τι φαινόταν ότι ειπώθηκε από Αυτόν στα κρυφά, με κάποια έννοια δεν ειπώθηκε στα κρυφά, διότι δεν ειπώθηκε έτσι, ώστε να μην ειπωθεί από εκείνους, στους οποίους ειπώθηκε, αλλά μάλλον να κηρυχτεί σε κάθε δυνατή διεύθυνση» (Αυ).
Αλλά και η στον Μυστικό Δείπνο διδασκαλία του Ιησού, που περιέχεται στα κεφάλαια ιγ-ιζ κατ’ ουσίαν δεν ήταν παρά συστηματοποίηση εκείνων, τα οποία δημόσια είπε (τ).
Ιω. 18,21 τί με ἐπερωτᾷς(1); ἐπερώτησον(2) τοὺς ἀκηκοότας(3) τί ἐλάλησα αὐτοῖς· ἴδε οὗτοι(4) οἴδασιν ἃ εἶπον ἐγώ.
Ιω. 18,21 Διατί ερωτάς εμέ; Ρώτησε εκείνους, που με άκουσαν να σου είπουν, τι τους δίδαξα. Ιδού αυτοί γνωρίζουν εκείνα τα οποία είπα εγώ.
(1) Τι ρωτάς εμένα, στον οποίο δεν πιστεύεις; (b).
«Εκείνο λοιπόν που έλεγε στην αρχή «εάν εγώ δίνω μαρτυρία για τον εαυτό μου η μαρτυρία μου δεν είναι αληθινή», αυτό και τώρα υπαινίσσεται, θέλοντας σε μεγάλο βαθμό να παρουσιάσει αξιόπιστη την μαρτυρία… Εμένα ρωτάς για τα δικά μου;» (Χ).
Ήταν αντίθετο με κάθε νόμο να ζητούνται από τον κατηγορούμενο αποδείξεις, οι οποίες τόσο πλούσια και εύκολα μπορούσαν να επιτευχθούν από χιλιάδες μάρτυρες στα Ιεροσόλυμα και σε όλα τα μέρη της χώρας (ο). «Τα λόγια αυτά δεν δείχνουν αυθάδεια, αλλά πεποίθηση για την αλήθεια των όσων είπε» (Χ). Δεν λέει κάτι κακό για τους δικαστές του. Δεν λέει στους άρχοντες του λαού: Είστε πονηροί. Αλλά κάνει έκκληση στις καθιερωμένες αρχές του δικαστηρίου τους και είναι σαν να λέει σε αυτούς: «Με ευθύτητα να κρίνετε, γιοι των ανθρώπων» (Ψαλμ. νζ 1).
(2) Η γραφή ἐπερωτᾷς… ἐπερώτησον είναι πιο έντονη από την αλεξανδρινή ερωτᾷς… ερώτησον.
(3) Ή, «όχι τους μαθητές, αλλά τους άλλους, αυτούς που δεν πίστεψαν» (Ζ). «Ρώτησε τους εχθρούς, αυτούς που με έδεσαν· αυτοί ας πούνε» (Χ). Ή, γενικώς όλους όσοι με έχουν ακούσει, αυτούς που πίστεψαν και αυτούς που δεν πίστεψαν, κάποιοι από τους οποίους είναι παρόντες και εδώ.
(4) Ίσως αναφέρεται σε κάποιους παρόντες. Δείχνει στο πλήθος των παρισταμένων (b).
«Και θα νομίσει μεν ίσως κάποιος, ότι επειδή ήξερε τις καρδιές και τους νεφρούς (=τα ενδόμυχα των ανθρώπων), υπέδειξε κάποιους από τους παρισταμένους που τον άκουσαν κατά τύχη. Δεν είναι όμως έτσι το πράγμα. Διότι έδειξε κάποιους από τους υπηρέτες, οι οποίοι και παλαιότερα είχαν θαυμάσει τη διδασκαλία του… Βλέποντας δηλαδή τους ίδιους εκείνους που ήταν τότε παρόντες, λέει το «αυτοί»» (Κ).
«Ας μιλήσουν αυτοί· διότι αυτή είναι η αναμφισβήτητη απόδειξη της αλήθειας, όταν δηλαδή κάποιος καλεί μάρτυρες για όσα λέει, τους εχθρούς του» (Χ).
Εκείνοι οι οποίοι είχαν σταλθεί άλλοτε, για να συλλάβουν αυτόν, είχαν πει σε αυτούς που τους έστειλαν «ουδέποτε μίλησε άνθρωπος, όπως αυτός ο άνθρωπος» (Ιω. ζ 46). Για τη διδασκαλία του Ιησού μπορεί ασφαλώς να γίνει έκκληση σε όλους εκείνους, οι οποίοι γνωρίζουν αυτήν, έχει υπέρ του εαυτού της τόσο πολύ το δίκαιο και το ορθό και το αληθινό, ώστε όλοι όσοι χωρίς προκατάληψη κρίνουν αυτήν, δεν μπορούν παρά να μαρτυρούν υπέρ αυτής.
Ιω. 18,22 ταῦτα δὲ(1) αὐτοῦ εἰπόντος εἷς τῶν ὑπηρετῶν παρεστηκὼς ἔδωκε ῥάπισμα(2) τῷ Ἰησοῦ(3) εἰπών· οὕτως ἀποκρίνῃ τῷ ἀρχιερεῖ(4);
Ιω. 18,22 Όταν δε ο Ιησούς είπεν αυτά, ένας από τους υπηρέτας, που εστέκετο κοντά του, κατάφερε ράπισμα εναντίον του Ιησού λέγων• με αυτόν τον ασεβή τρόπον απαντάς στον αρχιερέα;
(1) Η απάντηση του Ιησού είχε μέσα της σιωπηρή μομφή για εκείνον, ο οποίος έτσι τον ρωτούσε (g). Αποκάλυπτε πλήρως τα ελατήρια του αρχιερέα που πρόβαλε τέτοια ερώτηση στον Ιησού και αποτελούσε θριαμβευτική αναίρεση των κατηγοριών, που εμπεριέχονταν στην ερώτηση που προβλήθηκε (ο).
(2) Το ραπίζω στους δόκιμους συγγραφείς λέγεται αντί για το ραβδίζω. Για αυτό ο b λέει, «ράπισμα, δηλαδή χτύπημα με ράβδο». Μετέπεσε όμως στην έννοια του χτυπήματος στον τράχηλο ή στο μάγουλο, που δίνεται με το χέρι ανοιχτό με σκοπό μάλλον εξευτελιστικής επιτίμησης παρά σωματικής κακοποίησης. Δες Ησ. ν 6 «έδωσα τα σαγόνια μου σε ραπίσματα» (β). Εκπληρώθηκε έτσι και η προφητεία αυτή του Ησαΐου.
(3) «Όταν σκεφτούμε, ποιος δέχτηκε το ράπισμα, είναι δυνατόν να μην αισθανθούμε την επιθυμία, είτε να κατακαεί από φωτιά από τον ουρανό αυτός που ράπισε, είτε να τον καταπιεί η γη είτε να τον πιάσουν οι δαίμονες είτε να τιμωρηθεί με κάποια άλλη βαρύτερη τιμωρία; Αλλά αν και μπορούσε ένα από όλα αυτά να διατάξει με την δύναμή του, αυτός ο οποίος έκανε τον κόσμο, επιθύμησε μάλλον να μας διδάξει την υπομονή, η οποία νικά τον κόσμο» (Αυ).
«Αν και μπορούσε να τους συνταράξει και να τους χώσει μέσα στη γη όλους ή και να τους εξοντώσει πικρά με κάποιον άλλο τρόπο, μακροθυμεί και λέει λόγια που καταπαύουν κάθε θηριωδία, αν και όχι την δική τους» (Ζ). «Αλλά ο μεν Κύριος… και όταν ραπίζεται ανεξικακεί, παρόλο που είναι Θεός αληθινός, Κύριος γης και ουρανού· ενώ εμείς οι ταλαίπωροι, που είμαστε γη και στάχτη, οι μικροί και ελάχιστοι που μοιάζουμε με τη χλόη των λαχάνων, αν κάποτε κάποιος από τους αδελφούς πέσει σε κάποιο λόγο και πει κάτι μικρό από αυτά που συνηθίζουν να μας λυπούν, νομίζουμε ότι σαν δράκοντες πρέπει να πικραινόμαστε με αυτόν, και δεν χορταίνουμε να εκσφενδονίζουμε μύρια λόγια αντί για το ένα που μας είπε… και προσπαθούμε να πάρουμε εκδίκηση για τον εαυτό μας» (Κ).
«Βλέπεις το δικαστήριο που είναι γεμάτο από θόρυβο και ταραχή και θυμό και σύγχυση; Ρώτησε ο αρχιερέας ύπουλα και δολερά· απάντησε ο Χριστός με ευθύτητα και όπως έπρεπε. Τι έπρεπε λοιπόν να ακολουθήσει. Να συνομιλήσει μαζί του φέρνοντας τις αντιρρήσεις του ή να αποδεχτεί αυτό που είπε. Αλλά δεν γίνεται αυτό. Αλλά ο δούλος τον χαστουκίζει. Έτσι αυτά που γίνονται δεν είναι δικαστήριο, αλλά συνωμοσία και τυραννία» (Χ).
Είναι κάτι απίστευτο σε δικαστήριο να χτυπά κάποιος τον δικαζόμενο μπροστά στους δικαστές (τ). Πονηροί άρχοντες δεν βρίσκονται στην ανάγκη να αναζητήσουν πονηρούς υπηρέτες. Περιστοιχίζονται αυτομάτως από τέτοιους, έτοιμους πάντοτε να αυξήσουν την θλίψη και την καταδίωξη εκείνων, τους οποίους οι κύριοί τους καταδιώκουν. Μετά από κάποια χρόνια διάδοχος του Καϊάφα διέταξε τους παρισταμένους να ραπίσουν και τον Παύλο στο στόμα (Πράξ. κγ 2).
Ιω. 18,23 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς(1)· εἰ(2) κακῶς ἐλάλησα(3), μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ(4)· εἰ δὲ καλῶς, τί με δέρεις(5);
Ιω. 18,23 Του απήντησεν ο Ιησούς• εάν κακώς μίλησα, μαρτύρησε εδώ ενώπιον του δικαστηρίου δια το κακόν αυτό. Εάν όμως καλά και σωστά απήντησα, διατί με δέρνεις;
(1) «Ρωτάνε λοιπόν κάποιοι, πώς δεν γύρισε και το άλλο μάγουλο ο Χριστός σε αυτόν που τον χαστούκισε…; Λέμε λοιπόν εμείς, ότι και η εντολή εκείνη εισηγήθηκε το να μην αμυνόμαστε, λόγω των ερίδων που προκαλούνται από αυτό. Και τώρα λοιπόν ο Χριστός δεν αμύνθηκε εναντίον αυτού που τον ράπισε· αλλά μάλλον χωρίς να τον σπρώξει ούτε να φύγει από αυτόν, ήταν έτοιμος και για άλλες πληγές· δικαιολογήθηκε όμως, για να μην δώσει την εντύπωση με τη σιωπή του ότι είναι αυθάδης, πράγμα για το οποίο και κατηγορήθηκε πριν» (Ζ).
«Δεν απαντά αληθινά και με πραότητα και δίκαια και ταυτόχρονα δεν προσφέρει όχι μόνο και το άλλο μάγουλο σε αυτόν που τον ράπισε, αλλά όλο το σώμα του να καρφωθεί στο ξύλο; Από εδώ έδειξε μάλλον, ό,τι χρειαζόταν να δειχτεί, δηλαδή ότι τα μεγάλα εκείνα παραγγέλματά του πρέπει να εκπληρώνονται όχι με σωματική επίδειξη, αλλά με προετοιμασία της καρδιάς. Διότι είναι δυνατόν και οργισμένος κάποιος ορατά να προβάλλει και το άλλο του μάγουλο. Αλλά πόσο καλύτερο είναι, όταν κάποιος εσωτερικά όντας ειρηνικός δίνει αληθινή απάντηση και με ήρεμη διάνοια φυλάει τον εαυτό του έτοιμο, για να υπομείνει επερχόμενα βαρύτερα παθήματα;» (Αυ).
Ο Κύριος αποκρίνεται με πραότητα και ειρηνικά, ανακαλώντας τον υπηρέτη, όπως προηγουμένως και τον αρχιερέα στον τρόπο και την μέθοδο που άρμοζε στη νόμιμη έρευνα (τ)..
(2) Η υπόθεση δεν εκφράζει αμφιβολία σαν η απάντηση που δόθηκε από τον Ιησού να ήταν αξιόμεμπτη (ο), αλλά έχουμε εδώ διαμαρτυρία γεμάτη ηρεμία υπό την μορφή διλήμματος ακατανίκητου (F).
(3) «Εάν μεν μπορείς να κατηγορήσεις τα λόγια μου» (Χ).
(4) «Απόδειξε αυτό που ειπώθηκε κακώς· έλεγξε αν μίλησα κακώς» (Ζ). Δώσε την μαρτυρία σου με νόμιμο τρόπο (β)· απόδειξε με κανονική μαρτυρία (g), ότι έπραξα κακώς. Ο υπηρέτης κανένα άλλο δικαίωμα δεν είχε παρά μόνο να μαρτυρήσει. Τα υπόλοιπα υπάγονταν στην δικαιοδοσία του δικαστή (F).
(5) Δες Β΄Κορ. ια 20 όπου η λέξη λέγεται για χτύπημα που δίνεται στο πρόσωπο. Άρα και η προηγούμενη λέξη ράπισμα βρίσκεται με την ίδια έννοια όπως στην καθομιλουμένη. Ο Κύριος μπορούσε να απαντήσει με θαύμα οργής και να ξαπλώσει στο έδαφος να σφαδάζει ή νεκρό τον πονηρό υπηρέτη. Αλλά η ημέρα αυτή ήταν ημέρα υπομονής και παθημάτων για τον Κύριο. Και απάντησε με πραότητα και σύνεση.
Δίδαξε έτσι εμάς με το παράδειγμά του, ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις δεν πρέπει να γινόμαστε δικαστές του δικαίου μας και εκδικητές των αδικιών που μας γίνονται. Οφείλουμε να δεχόμαστε μάλλον παρά να δίνουμε το δεύτερο ράπισμα, το οποίο ασφαλώς θα προκαλέσει την έριδα. Δικαιούμαστε μεν να υπερασπιζόμαστε τους εαυτούς μας, αλλά όχι και να εκδικούμαστε ζητώντας να λάβουμε το δίκιο μας με το δικό μας χέρι. Τη στιγμή που αδικούμαστε ή υβριζόμαστε, οφείλουμε να διατηρούμε την ψυχραιμία μας και να διατηρούμε το εσωτερικό μας ελεύθερο από ταραχή ή πάθος. Όπως και ο Χριστός εδώ. Διατηρεί διαυγή και ατάραχη τη σκέψη του, μιλά λογικά και ψύχραιμα, αλλά δεν απειλεί.
Ιω. 18,24 ἀπέστειλεν αὐτὸν ὁ Ἄννας(1) δεδεμένον(2) πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα(3).
Ιω. 18,24 ο Αννας, έστειλε τον Ιησού δεμένο προς τον Καϊάφα τον αρχιερέα.
(1) Ο στίχος αυτός προξένησε δυσκολίες στους ερμηνευτές, που υποστήριξαν ότι τα εξιστορούμενα από τον στίχο 15 και εξής, έγιναν στον Καϊάφα και ότι η περιγραφόμενη σε αυτά συνεδρία είναι αυτή μπροστά στο μεγάλο συνέδριο. Για αυτό πολλοί από τους νεώτερους, ανάμεσα στους οποίους και οι Καλβίνος, Lucke,Tholuck, de Wette,Langen, δέχονται τον αόριστο α π έ σ τ ε ι λ ε ν ότι λέγεται αντί για υπερσυντέλικο (g).
Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή ο ευαγγελιστής ενθυμούμενος εδώ ότι δεν μνημόνευσε την παραπομπή του Ιησού προς τον Καϊάφα, επανορθώνει το λησμονημένο (F).
«Φροντίζοντας λοιπόν τη διάταξη της αφήγησης ξαναπιάνει αυτά που ειπώθηκαν στην αρχή και λέει ότι ο Ιησούς στάλθηκε από τον Άννα στον Καϊάφα» (Κ).
Τα συμφραζόμενα όμως δεν ευνοούν αυτήν την εκδοχή. Άλλοι, ανάμεσα στους οποίους και ο Αυγουστίνος, αρχιερέα στους στίχους 19,22 θεωρούν τον Άννα. Πιο σωστή παρουσιάζεται η εκδοχή, κατά την οποία τα μέχρι τον στίχο 23 εξιστορούμενα έγιναν στην οικία του Άννα παρισταμένου και του Καϊάφα και μετά από αυτό ο Ιησούς με εντολή του Άννα δεμένος στάλθηκε στον τόπο των συνεδριάσεων του συνεδρίου, όπου ανέμενε τον κατηγορούμενο ο Καϊάφας.
(2) Ενώ διαρκούσε η ανάκριση στους στίχους 19-21 ο Ιησούς, ο οποίος είχε δεθεί από αυτούς που τον συνέλαβαν στον κήπο, ήταν αναμφίβολα λυμένος. Μετά από αυτό προκειμένου να σταλεί στον Καϊάφα δέθηκε. Πιθανώς λύθηκε πάλι κατά τη συνεδρίαση του συνεδρίου. Αυτό λοιπόν εξηγεί γιατί σύμφωνα με τα Ματθ. κζ 2 και Μάρκ. ιε 1 δένουν πάλι αυτόν όταν πρόκειται να οδηγηθεί στον Πιλάτο (g).
(3) Στο τμήμα του ανακτόρου όπου διέμενε ο Καϊάφας και όπου βρίσκονταν τα επίσημα διαμερίσματα και η αίθουσα για τις συνεδριάσεις του συνεδρίου (g). Ή, στον επίσημο τόπο των συνεδριάσεων του συνεδρίου, όπου ο Καϊάφας θα προήδρευε για επικύρωση της απόφασης. Η επίσημη αυτή αίθουσα δεν ήταν στο ανάκτορο του αρχιερέα αλλά βρισκόταν στη δυτική πλευρά του λόφου του ναού (β).
Ιω. 18,25 Ἦν δὲ Σίμων Πέτρος ἑστὼς καὶ θερμαινόμενος(1). εἶπον(2) οὖν(3) αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶ(4);
Ιω. 18,25 Ο δε Σίμων Πέτρος εξακολουθούσε να στέκεται κοντά εις την φωτιά και να ζεσταίνεται. Του είπαν τότε μερικοί από εκείνους που ήσαν εκεί• μήπως και συ είσαι από τους μαθητάς εκείνου;
(1) «Ο ευαγγελιστής, αφού είπε ότι ο Άννας έστειλε Αυτόν δεμένο στον Καϊάφα, επανέρχεται στο σημείο της αφήγησής του, όπου είχε αφήσει τον Πέτρο, για να εξηγήσει, το τι συνέβη στον οίκο του Άννα σε σχέση με την τριπλή του άρνηση» (Αυ).
Επαναλαμβάνει την ίδια με τον στίχο 18 φράση («ο Πέτρος εστώς και θερμαινόμενος»), για να επαναφέρει εμάς σε αυτά που ειπώθηκαν προηγουμένως (β). Είναι λοιπόν προφανές, ότι τα ακόλουθα γεγονότα έγιναν στο σπίτι του Άννα. Διότι πρόκειται για την ίδια αυλή, την ίδια φωτιά, τα ίδια πρόσωπα έτσι ώστε αυτοί που δεν δέχονται ότι ο Καϊάφας και ο Άννας κατοικούσαν σε δύο διαφορετικά διαμερίσματα του ίδιου σπιτιού, είναι υποχρεωμένοι να παραδεχτούν, ότι ο Ματθαίος και ο Μάρκος πλανήθηκαν τοποθετώντας την άρνηση του Πέτρου στο σπίτι του Καϊάφα (g). Φαίνεται ότι τα σπίτια του Άννα και Καϊάφα ήταν γειτονικά… και είχαν εσωτερική συγκοινωνία (δ).
(2) Δεν καθορίζονται αυτοί που ρώτησαν. Ήταν αυτοί κάποιοι από αυτούς που θερμαίνονταν μαζί με τον Πέτρο.
(3) Ο σύνδεσμος εισάγει την ακόλουθη ερώτηση ως συνέπεια του ότι κάθονταν άνετα γύρω από τη φωτιά και συζητούσαν για τα συμβαίνοντα (ο). Κατά τον Ματθαίο μία παιδίσκη ρώτησε τον Πέτρο, που βγήκε στον πυλώνα. Κατά τον Μάρκο η ίδια παιδίσκη, η οποία την πρώτη φορά τον ρώτησε, κατήγγειλε αυτόν στους υπηρέτες. Κατά τον Λουκά την ερώτηση απηύθυνε κάποιος άλλος. Είναι πιθανόν, ότι η θυρωρός μίλησε για τον Πέτρο σε κάποια άλλη συνάδελφό της, η οποία κατήγγειλε αυτόν στους μαζεμένους στην φωτιά. Και από αυτούς κάποιος απηύθυνε την ερώτηση στον Πέτρο (g).
(4) Η ερώτηση και η απάντηση είναι σχεδόν οι ίδιες όπως και στο στίχο 17. Και η ερώτηση διατυπώνεται με τέτοιο τρόπο σαν να αναμενόταν αρνητική απάντηση. Αυτό είναι σημείο που είναι ιδιαίτερο στην αφήγηση του Ιωάννη, που περιγράφει τις δύο πρώτες ερωτήσεις, ότι τέθηκαν με μορφή η οποία σχεδόν παρακινούσε τον Πέτρο να πει «Όχι». Σε αυτήν ο Ιωάννης μετριάζει την πτώση του Πέτρου (β).
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης έχει εδώ διπλό σκοπό· πρώτον να αντιθέσει την ήρεμη γαλήνη του Κυρίου, του οποίου η σταθερότητα οδηγούσε αυτόν στο μαρτύριο και το θάνατο, με την καταφοβισμένη αστάθεια του Πέτρου, ο οποίος δεν είχε να φοβηθεί κάτι περισσότερο από τον χλευασμό των στρατιωτών· και δεύτερον να δικαιολογήσει κάπως τον Πέτρο δείχνοντας πόσο εύκολο ήταν να γλιστρήσει. Ο τρόπος με τον οποίο τέθηκαν σε αυτόν οι ερωτήσεις ήταν τέτοιος, ώστε ωθούνταν από αυτές ο Πέτρος να πει το Όχι (τ).
Ιω. 18,26 ἠρνήσατο οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· οὐκ εἰμί. Λέγει(1) εἷς ἐκ τῶν δούλων τοῦ ἀρχιερέως(2), συγγενὴς ὢν οὗ ἀπέκοψε Πέτρος τὸ ὠτίον(3)· οὐκ(4) ἐγώ(5) σε εἶδον ἐν τῷ κήπῳ(6) μετ᾿ αὐτοῦ;
Ιω. 18,26 Ηρνήθη τότε ο Πέτρος και είπε• δεν είμαι. Του λέγει τότε ένας από τους δούλους του αρχιερέως, συγγενής εκείνου του οποίου ο Πέτρος έκοψε το αυτί• τι μας λες; Εγώ δεν σε είδα στον κήπο μαζί του;
(1) Από τους συνοπτικούς οι Ματθαίος και Μάρκος αναφέρουν ότι η τρίτη άρνηση του Πέτρου έγινε «μετά από λίγο» ύστερα από τη δεύτερη. Συμφωνούν σε αυτό με τον Ιωάννη, ο οποίος αφηγείται και τις δύο αυτές αρνήσεις σε συνέχεια. Ο Λουκάς παρουσιάζει μεν την δεύτερη ότι συνέβη «μετά από λίγο» ύστερα από την πρώτη, τοποθετεί όμως την τρίτη μετά μία ολόκληρη ώρα (β).
(2) Μετά τη δεύτερη άρνηση ο Πέτρος φαίνεται, ότι πήρε θάρρος και άρχισε να μιλά περισσότερο ελεύθερα με τους εκεί παρόντες. Αλλά η γαλιλαϊκή του προφορά έγινε αντιληπτή (Ματθ. κστ 73,Μάρκ. ιδ 70,Λουκ. κβ 59) και είλκυσε ιδιαιτέρως την προσοχή ενός από τους συγγενείς του Μάλχου, ο οποίος και του απευθύνει το νέο ερώτημα (g).
(3) Ο πειρασμός του να πει ο Πέτρος Όχι, ήταν τώρα μεγαλύτερος από πριν, διότι η αναφορά του κοψίματος του αυτιού του Μάλχου υπαινίσσεται, ότι ο συγγενής του Μάλχου υποπτευόταν, ότι ο Πέτρος υπήρξε αυτός που επιτέθηκε. Εάν ο Πέτρος συλλαμβανόταν για τον λόγο αυτόν, θα τιμωρούνταν αυστηρά, επειδή επιτέθηκε με όπλο εναντίον ενός από τους δούλους του αρχιερέα (β).
(4) Η μορφή της ερώτησης εδώ είναι διαφορετική από αυτήν στους στίχους 17,25. Είναι τέτοια σαν να αναμένεται απάντηση θετική (ο).
(5) Με πολλή έμφαση: Εγώ, με τα ίδια μου τα μάτια (β).
(6) Λαμβανομένου υπ’ όψη, ότι ο φωτισμός στον κήπο ήταν ανεπαρκής, επικρατούσε επίσης και αρκετή σύγχυση και οχλαγωγία, ο συγγενής του Μάλχου δεν ήταν δυνατόν να είναι απολύτως βέβαιος, ότι διέκρινε με ασφάλεια τα χαρακτηριστικά του Πέτρου· επομένως αυτός μπορούσε κάλλιστα να επιμείνει να αρνείται (κ)
«Και ούτε ο κήπος έκανε τον Πέτρο να θυμηθεί τα όσα συνέβησαν, ούτε η πολλή φιλοστοργία, που έδειξε εκεί με τα λόγια του εκείνα, αλλά όλα αυτά από τη αγωνία τα ξέχασε» (Χ).
Ιω. 18,27 πάλιν οὖν ἠρνήσατο ὁ Πέτρος(1), καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησεν(2).
Ιω. 18,27 Πάλιν λοιπόν αρνήθηκε ο Πέτρος και αμέσως ένας πετεινός λάλησε.
(1) Η αποστολή του Ιησού στον Καϊάφα, που αναφέρεται στο στίχο 24, ακολούθησε μετά την τρίτη αυτή άρνηση. Διότι τα των στίχων 25-27 συνέβησαν συγχρόνως με τα των στίχων 19-23. Η περίπτωση αυτή εξηγεί την λεπτομέρεια, την οποία αφηγείται ο Λουκάς (κβ 61) για το βλέμμα το οποίο έριξε ο Ιησούς στον Πέτρο. Ο Ιησούς διέσχιζε την αυλή μεταβαίνοντας στα διαμερίσματα του Καϊάφα. Άκουσε τη στιγμή αυτή το λάλημα του πετεινού και έριξε τότε το βλέμμα του προς τον Πέτρο. Το ότι επίσης ο Ιησούς ήταν δεμένος, εξηγεί καλύτερα την εντύπωση που παράχθηκε στον Πέτρο, όταν είδε τον Διδάσκαλο σε τέτοια κατάσταση (g).
Ο Πέτρος και για τρίτη φορά αρνήθηκε. Επόμενο ήταν αυτό. Η φύση της αμαρτίας τέτοια είναι γενικώς. Η καρδιά σκληραίνεται από την απάτη της αμαρτίας. Δες Εβρ. γ 13. Η αρχή της μοιάζει με το να βάζει κάποιος το νερό στο αυλάκι. Από τη στιγμή που σπάσει το φράγμα, προχωρεί πλέον ο καθένας από το ένα κακό στο χειρότερο. Προπαντός όταν πρόκειται για το αμάρτημα του ψεύδους, το οποίο είναι αμαρτία που εύκολα ωθεί σε άλλη χειρότερη. Διότι για το ένα ψεύδος για υποστήριξή του θα χρειαστεί άλλο ψεύδος και αυτό πάλι θα οδηγήσει σε άλλο ψεύδος. Τη μία αμαρτία ζητούμε να καλύψουμε με την άλλη για να αποφύγουμε την αποκάλυψή μας.
(2) Σύμφωνα με τη Ρωμαϊκή αρίθμηση οι 4 φυλακές της νύχτας ήταν αργά, μεσάνυχτα, αλεκτοροφωνία, και πρωί. Πιθανότατα πρόκειται εδώ όχι για λάλημα του πετεινού σε οποιαδήποτε ώρα της νύχτας, αλλά για την ώρα, η οποία τεχνικά ήταν γνωστή ως αλεκτοροφωνία, μετά από την οποία επακολούθησε το πρωί, όταν και οδήγησαν τον Ιησού στο πραιτώριο. Για αυτό και ο Μάρκος μιλά για δύο λαλήματα του πετεινού (ιδ 68,72).
Ο πετεινός λάλησε. Το λάλημα αυτό του πετεινού χωρίς σημασία για τους άλλους πέρασε απαρατήρητο από αυτούς. Για τον Πέτρο όμως ήταν η φωνή του Θεού και ήταν για αυτόν θεία ευλογία που αφύπνιζε τη συνείδησή του με την υπενθύμιση των λόγων, τους οποίους είχε πει σε αυτόν ο Χριστός.
Ευλογητός ο Κύριος! Μολονότι μέσα στην αφροσύνη μας πέφτουμε, δεν εγκαταλειπόμαστε σε όλεθρο, ούτε απορριπτόμαστε από αυτόν οριστικά. Η πρόνοιά του επιζητεί την ανόρθωσή μας και με διάφορους δρόμους επιτυγχάνει αυτήν. Η φωνή του πετεινού φέρνει στη μνήμη του Πέτρου σωτηριώδη υπενθύμιση. Πόσο ευεργετικό πλεονέκτημα είναι για μας να έχουμε κοντά μας αδελφούς ειλικρινείς, των οποίων η φωνή, σαν άλλη φωνή πετεινού, να υπενθυμίζει σε μας μέσα στις πτώσεις μας εκείνα τα οποία γνωρίζουμε, αλλά λησμονήσαμε!
Αυτή η τράπεζα είναι τα νεύρα της ψυχής
Αυτά τα λέω, όχι για να μη προσερχόμαστε, αλλά για να μη προσερχόμαστε επιπόλαια. Γιατί όπως το να προσέρχεται κανείς όπως τύχει είναι κίνδυνος, έτσι και το να μη κοινωνεί του μυστικού εκείνου δείπνου είναι πείνα και θάνατος. Γιατί αυτή η τράπεζα είναι τα νεύρα της ψυχής μας, ο δεσμός της ψυχής, η βάση της παρρησίας, η ελπίδα, η σωτηρία, το φως, η ζωή. Εάν φύγουμε από την ζωή αυτή με την θυσία αυτή, με πολλή παρρησία θα παρουσιασθούμε στα ιερά πρόθυρα, περιφραγμένοι από παντού σαν με χρυσά όπλα. Και γιατί μιλώ για τα μέλλοντα; Αφού εδώ κάνει για σένα ουρανό την γη αυτό το μυστήριο. Άνοιξε λοιπόν τις πύλες του ουρανού και δες• μάλλον όχι του ουρανού, αλλά του ουρανού των ουρανών και τότε θα δεις αυτό που είπα. Γιατί αυτό που τιμάται περισσότερο από όλα εκεί, αυτό θα σου δείξω ότι βρίσκεται πάνω στην γη. Γιατί όπως στα βασίλεια το πολυτιμότερο από όλα δεν είναι οι τοίχοι, ούτε η χρυσή οροφή, αλλά το σώμα του βασιλιά που κάθεται πάνω στον θρόνο, έτσι και στους ουρανούς το σώμα του βασιλιά.
Αλλά αυτό μπορείς να δεις να συμβαίνει πάνω στην γη. Γιατί όχι αγγέλους, ούτε αρχαγγέλους, ούτε ουρανούς και ουρανούς ουρανών, αλλά αυτόν τον ίδιο τον δεσπότη όλων αυτών σου δείχνω. Είδες ότι πάνω στην γη βλέπεις το πιο πολύτιμο από όλα; Και όχι μόνο βλέπεις, αλλά και αγγίζεις- και δεν αγγίζεις μόνο, αλλά τρως και, αφού μεταλάβεις, αναχωρείς στον οίκο σου; καθάριζε λοιπόν την ψυχή, προετοίμαζε την διάνοια, για την υποδοχή αυτών των μυστηρίων. Γιατί εάν σου είχαν αναθέσει να οδηγείς παιδί βασιλιά μαζί με τον στολισμό και την πορφύρα και το στέμμα, θα απέρριπτες τα πάντα στην γη. Τώρα όμως όχι υιό ανθρώπου βασιλιά, αλλά αυτόν ίδιο τον μονογενή Υιό του Θεού λαμβάνεις και πες μου, δεν φρίττεις και δεν αποβάλλεις κάθε αγάπη για τα βιωτικά και καλλωπίζεσαι μόνο με εκείνον τον στολισμό, αλλά ακόμη προς την γη βλέπεις και αγαπάς χρήματα και ταράσσεσαι από τον χρυσό; Και ποια συγγνώμη θα λάβεις; Ποια απολογία; Δεν γνωρίζεις ότι κάθε πολυτέλεια σε αυτή την ζωή την αποστρέφεται ο Κύριος σου; Γι` αυτό δεν γεννήθηκε σε φάτνη και έλαβε για μητέρα μία ασήμαντη; Γι` αυτό δεν έλεγε σ` εκείνον που απέβλεπε στο να τον εξαπάτηση• "Ο δε υιός του ανθρώπου δεν έχει που να γείρει την κεφαλή";
Μήπως όμως και οι μαθητές δεν εφάρμοζαν την ίδια αρχή, με το να φιλοξενούνται στις οικίες των πτωχών και διανυκτέρευαν άλλος σε βυρσόδεψη, άλλος πάλι σε σκηνοποιό και σε πωλήτρια πορφύρας; Γιατί δεν ζητούσαν λαμπρότητα οικίας, αλλά ψυχικές αρετές. Αυτούς λοιπόν ας μιμηθούμε και εμείς με ζήλο- ας παραβλέπουμε τα κάλλη των κιόνων και των μαρμάρων και ας επιζητούμε τις ουράνιες κατοικίες και ας καταπατήσουμε κάθε υπερηφάνεια μαζί με την επιθυμία των χρημάτων και ας αποκτήσουμε γενναίο φρόνημα. Γιατί εάν έχουμε άγρυπνη συνείδηση, ούτε αυτός ο στολισμός είναι άξιος για μας, ούτε βέβαια στοές και περίπατοι. Γι` αυτό παρακαλώ ας καλλωπίζουμε την ψυχή μας, ας κτίζουμε αυτή την οικία, την οποία αφού λάβουμε θα απέλθουμε στην εκεί ζωή, για να επιτύχουμε και τις αιώνιες σκηνές, με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Εις την Α` προς Κορινθίους, ΚΑ` ΕΠΕ 18Α, 98-106. PG 61, 203-206)
Εκείνη η τράπεζα δεν διαφέρει σε τίποτε από την σημερινή
Τίποτε περισσότερο δεν έχει εκείνη η τράπεζα από αυτήν που γίνεται μετά από τα γεγονότα αυτά. Γιατί και σήμερα όπως και τότε αυτός ο ίδιος είναι που πραγματοποιεί τα πάντα.
(Εις την A` προς Κορινθίους, ΚΑ`, ΕΠΕ 18Α, 198. PG 61,229)
Άλλο σφαγή και άλλο θυσία
Στην συνέχεια για να δείξει ότι αυτό μένει μέχρι την συντέλεια του κόσμου, λέγει, "έως ότου έλθη ". Ώστε όποιος τρώγει αυτόν τον άρτο ή πίνει από το ποτήριο του Κυρίου χωρίς να είναι άξιος, θα είναι ένοχος εν-αντί του σώματος και του αίματος του Κυρίου. Γιατί άραγε; Διότι το έχυσε και έκανε το πράγμα σφαγή, όχι θυσία. Όπως λοιπόν και τότε αυτοί που κέντησαν το σώμα Του δεν κέντησαν για να πιούν, αλλά για να χύσουν, έτσι και αυτός που μετέχει ανάξια και δεν κερδίζει τίποτε από εδώ. Είδες πως έκανε φοβερό τον λόγω και τους κατηγόρησε πάρα πολύ έντονα, για να δείξει ότι, εάν πρόκειται να κοινωνούν έτσι, ανάξια μετέχουν στην Θεία Κοινωνία;
Πηγή: Χρυσοστομικός Άμβων ΣΤ
Από εδώ ακόμη μας κάνει αετούς. Ας προσερχόμαστε με φρίκη και καθαρότητα.
Αυτά λοιπόν αφού γνωρίσαμε και εμείς, αδελφοί, ας φροντίζουμε για τους αδελφούς και ας διατηρούμε την ενότητα μαζί τους. Γιατί σ` αυτό μας οδηγεί εκείνη η φοβερή και φρικτή θυσία, η οποία μας προστάσσει να προσερχόμαστε σ `αυτήν με τέλεια ομόνοια και θερμή αγάπη και αφού γίνουμε από αυτό αετοί, έτσι να πετάμε προς αυτόν τον ίδιο τον ουρανό• μάλλον και ψηλότερα από τον ουρανό. Γιατί, λέγει "όπου είναι το πτώμα, εκεί θα μαζευθούν και οι αετοί"• και πτώμα ονομάζει το σώμα, γιατί θανατώνεται. Γιατί,εάν δεν θανατωνόταν Εκείνος, δεν θα είχαμε αναστηθεί εμείς. Αετούς πάλι ονομάζει, για να δείξει ότι πρέπει να βρίσκεται υψηλά όποιος πλησιάζει αυτό το σώμα και να μην έχει τίποτε κοινό προς τα γήινα, ούτε να σύρεται και να έρπει κάτω, αλλά να πέτα επάνω συνέχεια και να βλέπει προς τον ήλιο της δικαιοσύνης και να έχει καθαρό και διαπεραστικό το βλέμμα της διανοίας• γιατί αυτή η τράπεζα είναι για αετούς, όχι για καρακάξες.
Αυτοί και θα υποδεχθούν τον Χριστό, όταν θα κατεβαίνει από τον ουρανό, που κοινωνούν αξίως, όπως βέβαια όσοι κοινωνούν ανάξια θα υποστούν την πιο φοβερή τιμωρία. Γιατί, εάν κανείς δεν θα υποδεχόταν όπως- όπως ένα βασιλιά, και τι λέω βασιλιά; Γιατί ούτε το ιμάτιο του βασιλιά δεν θα άγγιζε κανείς με ακάθαρτα χέρια, ακόμη και αν κατοικεί στις ερήμους ή είναι μόνος και δεν είναι κανένας παρών αν και δεν είναι τίποτε άλλο το ιμάτιο, παρά νήματα μεταξοσκωλήκων. Εάν λοιπόν θαυμάζεις την βαφή και αυτή είναι αίμα νεκρωθέντος ιχθύος• κανείς όμως δεν θα ήθελε να τόλμησει να το εγγίσει με ακάθαρτα χέρια.
Εάν λοιπόν, ανθρώπινο ένδυμα δεν θα τολμούσε κανείς να εγγίσει όπως τύχει, πως το σώμα του Θεού των πάντων, το αναμάρτητο, το καθαρό, το οποίο ενώθηκε με την θεία εκείνη φύση, για το οποίο και υπάρχουμε και ζούμε, εξ αιτίας του οποίου συντρίφτηκαν οι πύλες του θανάτου και ανοίχθηκαν οι αψίδες του ουρανού, πως αυτό θα το λάβουμε με τόση αυθάδεια; Μη, παρακαλώ, ας μη κατασφάξουμε τους εαυτούς μας με την ασέβεια, αλλά με φρίκη και κάθε καθαρότητα ας προσερχώμαστε σ` αυτόν. Και όταν το δεις να προσφέρεται, λέγε προς τον εαυτό σου• "Χάρις σ` αυτό το σώμα εγώ δεν είμαι πλέον γη και στάχτη, δεν είμαι αιχμάλωτος, αλλά ελεύθερος• χάρις σ `αυτό ελπίζω ότι θα απολαύσω τους ουρανούς και τα αγαθά που βρίσκονται σ` αυτούς, την αθάνατη ζωή, την κληρονομιά των αγγέλων, την ένωση με το Χριστό• αυτό το σώμα, όταν σταυρωνόταν, όταν μαστίγωνόταν, δεν μπόρεσε να το υποφέρει ο θάνατος• αυτό το σώμα και ο ήλιος όταν είδε να σταυρώνεται, έστρεψε τις ακτίνες του μακριά από την γη• γι` αυτό το σώμα και το καταπέτασμα του ναού σχίσθηκε τότε και οι πέτρες άνοιξαν και όλη η γη σείσθηκε-αυτό είναι εκείνο το σώμα το ματωμένο, το πληγωμένο από την λόγχη και το οποίο ανέβλυσε πηγές σωτήριες, την πηγή του αίματος και την πηγή του ύδατος για όλη την οικουμένη.
Η ισχύς του σώματος
Θέλεις και από αλλού να γνωρίσεις την δύναμη του; Ρώτησε την γυναίκα που έπασχε από αιμορραγία και που όχι αυτόν τον ίδιο, αλλά το ιμάτιο το οποίο φορούσε, μάλλον δε ούτε αυτό ολόκληρο, αλλά μόνον το κάτω μέρος από αυτό άγγιξε• ρώτησε την θάλασσα η οποία τον βάσταξε στην πλάτη της• ρώτησε και αυτόν τον διάβολο ακόμη, και πες- από που έχεις λάβει την πληγή την αθεράπευτη; εξ αιτίας τίνος δεν έχεις καμμία δύναμη; από που κυριεύθηκες; από ποιόν δέθηκες όταν έφευγες;. Και δεν θ` αναφέρει τίποτε άλλο, παρά το σώμα που σταυρώθηκε. Με αυτό κατατσακίσθηκαν τα κεντριά του, με αυτό συντρίφθηκε η κεφαλή του, με αυτό καταντροπιάσθηκαν οι πονηρές αρχές και εξουσίες. Διότι, απογύμνωσε, λέγει, με αυτό τις πονηρές αρχές και εξουσίες και τις διαπόμπευσε μπροστά σε όλους και έσυρε τους δαίμονες νικημένους σε θριαμβευτική πομπή. Ρώτησε και τον θάνατο και πες· από που καταστράφηκε το κεντρί σου; από που καταλύθηκε η νίκη σου πάνω στους ανθρώπους; από που έσπασαν τα νεύρα σου και έγινες καταγέλαστος και σε γυναίκες και παιδιά, εσύ που ήσουν φοβερός και σε τυράννους και σε δικαίους πριν από αυτό; Και θα σου πει ότι αιτία είναι αυτό το σώμα. Διότι, όταν αυτό σταυρωνάταν, τότε αναστήθηκαν οι νεκροί, τότε σχίσθηκε εκείνου το δεσμωτήριο και συντρίφθηκαν οι χάλκινες πύλες και αφέθηκαν ελεύθεροι οι νεκροί και οι φρουροί του Άδου όλοι τρόμαξαν. Μολονότι βέβαια και αν ήταν ένας από τους πολλούς, το αντίθετο έπρεπε να συμβεί, ο θάνατος δηλαδή να φανεί δυνατώτερος. Αλλά δεν συνεβει αυτό, γιατί δεν ήταν ένας από τους πολλούς. Γι` αυτό διαλυόταν εκείνος.
Και όπως αυτοί που λαμβάνουν τροφή και δεν μπορούν να την κρατήσουν για να την χωνέψουν και εξ αιτίας αυτής κάνουν εμετό και όσα έφαγαν πριν, έτσι έγινε και με τον θάνατο• αφού έλαβε το σώμα το οποίο δεν μπορούσε να χωνέψει, εξέβαλε και εκείνα τα οποία είχε μέσα του. Επειδή κοιλόπονούσε και στενοχωριόταν όσο τον είχε, τον έβγαλε με εμετό. Γι` αυτό λέγει ο απόστολος "αφού διέλυσε τους πόνους του θανάτου". Γιατί καμμία γυναίκα, που γέννα παιδί, δεν πόνεσε τόσο, όσο πληγωνόταν εκείνος, όταν είχε το δεσποτικό σώμα• πληγωνόταν διασκορπιζόμενος. Και αυτό που έγινε στον δράκοντα στην Βαβυλώνα, ο όποιος αφού έλαβε τροφή σχίσθηκε στα δύο, αυτό έγινε και σε αυτόν. Γιατί ο Χριστός δεν εξήλθε πάλι από το στόμα του θανάτου, αλλά αφού ξέσκισε στην μέση και κατέκοψε την κοιλιά του δράκοντα, έτσι πρόβαλε από τα άδυτα με πολλή λαμπρότητα και ακτινοβολία, όχι μέχρι τον ουρανό, αλλά σε αυτόν τον ίδιο τον δεσποτικό θρόνο στα ουράνια• γιατί εκεί ανύψωσε το σώμα.
Αυτό το σώμα μας έδωσε και να κατέχουμε και να τρώμε, πράγμα που ήταν έργο αμέτρητης αγάπης.
Δείγμα επιτεταμένης αγάπης. Τρόπος προσελεύσεως
Γιατί αυτούς που αγαπάμε, πολλές φορές και τους δαγκώνουμε. Γι` αυτό και ο Ιώβ, για να δείξει την αγάπη των υπηρετών του γι` αυτόν, έλεγε ότι πολλές φορές, επειδή εκείνοι τον αγαπούσαν παρά πολύ, έλεγαν• "ποιός θα μας δώσει να χορτάσουμε από την σάρκα του;". Έτσι και ο Χριστός μας έδωσε τις σάρκες Του, για να χορτάσουμε, για να μας προσελκύσει σε μεγαλύτερη αγάπη. Ας προσερχόμαστε λοιπόν σε Αυτόν με θερμότητα και φλογερή αγάπη, για να μη υποστούμε φοβερώτερη τιμωρία. Γιατί όσο μεγαλύτερες ευεργεσίες έχουμε δεχθεί, τόσο περισσότερο τιμωρούμαστε, όταν φανούμε ανάξιοι της ευεργεσίας.
Αυτό το σώμα, και όταν ήταν ακόμη στην φάτνην, σεβάσθηκαν οι μάγοι, και, ενώ ήταν άνδρες άπιστοι και βάρβαροι, αφού άφησαν την πατρίδα και την οικία τους ταξίδεψαν από μεγάλη απόσταση και ήλθαν, το προσκύνησαν με φόβο και τρόμο πολύ.
Ας μιμηθούμε λοιπόν τουλάχιστον τους βαρβάρους εμείς οι πολίτες των ουρανών. Γιατί εκείνοι, αν και είδαν τον Χριστό και σε φάτνη και μέσα σε καλύβη και, μολονότι δεν είδαν τίποτε παρόμοιο από όσα εσύ τώρα, προσήλθαν και Τον προσκύνησαν με πολλή φρίκη- ενώ εσύ βλέπεις το σώμα Του όχι σε φάτνη, αλλά σε θυσιαστήριο, όχι να το κρατεί γυναίκα, αλλά να παρίσταται ιερέας και πλούσια χάρις του αγίου Πνεύματος να έρχεται προς τα δώρα που παρατίθενται. Δεν βλέπεις απλώς αυτό το ίδιο το σώμα, όπως εκείνοι, αλλά γνωρίζεις και την δύναμη και ολόκληρη την σωτήρια οικονομία Του και δεν αγνοείς τίποτε από όσα έγιναν δια μέσου αυτού, αφού κατηχήθηκες με ακρίβεια.
Ας ανορθώσουμε λοιπόν τους εαυτούς μας και ας φρίξουμε και ας δείξουμε πολύ μεγαλύτερη ευλάβεια από εκείνους τους βαρβάρους, για να μη συγκεντρώσουμε φωτιά επάνω στην κεφαλή μας προσερχόμενοι επιπόλαια και όπως τύχει.
Πηγή: Χρυσοστομικός Άμβων ΣΤ
Πως γίνεται κόλασις και σωτηρία
Αλλά όπως αυτό το πράγμα είναι σπουδαίο και αξιοθαύμαστο, έτσι, αν προσέλθεις με καθαρότητα, προσέρχεσαι σε σωτηρία, αν όμως προσέρχεσαι με πονηρή συνείδηση, για κόλαση και τιμωρία. Διότι, όπως λέγει ο Απόστολος, "Εκείνος που τρώγει και πίνει με τρόπο ανάξιο από το σώμα και αίμα του Κυρίου, τρώγει και πίνει την καταδίκη του" (Α' Κορ. 11,29). Εάν λοιπόν εκείνοι, που λερώνουν την βασιλική πορφύρα, τιμωρούνται όπως και εκείνοι, που την σχίζουν, τί το παράξενο, αν και αυτοί που δέχονται το σώμα του Χριστού με ακάθαρτη σκέψη, υφίστανται την ίδια τιμωρία, αφού σχίζουν το σώμα αυτό με τα καρφιά; Προσέξετε λοιπόν με ποιά λόγια παρουσιάζει ο Παύλος την τιμωρία. "Εάν παραβεί κανείς τον νόμο του Μωυσή, θανατώνεται χωρίς ευσπλαγχνία με την κατάθεση δύο ή τριών μαρτύρων. Πόσης χειροτέρας τιμωρίας νομίζετε ότι είναι άξιος εκείνος, ο όποιος κατεπάτησε τον Υιό του Θεού και θεώρησε μολυσμένο το αίμα της διαθήκης, με το οποίο αγιάσθηκε;" (Α' Κορ. 11,29).
Ας προσέχουμε λοιπόν, αγαπητοί μου, τους εαυτούς μας, αφού απολαμβάνουμε τέτοια αγαθά. Και όταν θελήσουμε να πούμε κάτι κακό ή όταν δούμε τους εαυτούς μας να καταλαμβάνονται από οργή ή από κάποιο άλλο παρόμοιο πάθος, ας σκεφθούμε, ποιών πραγμάτων γίναμε άξιοι και πόσο απολαύσαμε το άγιο Πνεύμα• και αυτή η σκέψη θα μας σωφρονίσει από τα παράλογα πάθη. Μέχρι πότε θα είμαστε προσηλωμένοι στα παρόντα; Μέχρι πότε δεν θα αντιστεκώμαστε; Μέχρι πότε δεν θα φροντίζουμε για την σωτηρία μας;
Ας κατανοήσουμε ποιών πραγμάτων μας έκρινε άξιους ο Θεός, ας Τον ευχαριστήσουμε και ας Τον δοξάσουμε όχι μόνο με την πίστη μας αλλά και με τα έργα μας, για να πετύχουμε και τα μέλλοντα αγαθά, με την χάρη και την φιλανθωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού....
(Εις το κατά Ιωάννην, ΜΣΤ', ΕΠΕ 13,578-586. PG 59,260-262)
Όταν μετέχουμε ανάξια στα θεία Μυστήρια, καταστρεφόμαστε όπως αυτοί που φονεύουν τον Χριστό.
(Εις το κατά Ιωάννην ΜΖ', ΕΠΕ 13,612 PG 59,268).
"Ποτήριον ευλογίας και ευχαριστίας"
"Το ποτήριο της ευλογίας, το οποίο ευλογούμε, δεν είναι κοινωνία του αίματος του Χριστού;". Τί λέγεις, μακάριε Παύλε; Επειδή θέλεις να κάνεις τον ακροατή να ντραπεί και ενώ έχεις μνημονεύσει φρικτά μυστήρια, ονομάζεις ποτήριο ευλογιάς εκείνο το φοβερό και φρικωδέστατο ποτήριο; Ναι, λέγει, δεν είναι βέβαια μικρό αυτό που λέχθηκε. Γιατί, όταν λέω ευλογία, εννοώ ευχαριστία• όταν πάλι λέω ευχαριστία, ολόκληρο τον θησαυρό της ευεργεσίας του Θεού εξηγώ και ενθυμίζω εκείνες τις μεγάλες δωρεές. Αλλά και εμείς όταν ομολογούμε κατά την ώρα του ποτηρίου τις απερίγραπτες ευεργεσίες του Θεού και όλα όσα απολαύσαμε, έτσι προσφέρουμε στον Θεό και κοινωνούμε, ευχαριστώντας, γιατί απάλλαξε από την πλάνη το γένος των ανθρώπων• γιατί, ενώ είχαμε απομακρυνθεί, μας έφερε πλησίον Του, και, ενώ δεν είχαμε ελπίδα και είμασταν χωρίς Θεό στον κόσμο, μας έκανε αδελφούς και συγκληρονόμους Του• ευχαριστώντας λοιπόν για όλα αυτά και τα παρόμοια, έτσι προσερχόμαστε στον Θεό. Πώς λοιπόν, λέγει, δεν κάνετε αντίθετα πράγματα, Κορίνθιοι, όταν, ενώ ευλογείτε τον Θεό, γιατί σας απάλλαξε από τα είδωλα, τρέχετε πάλι στις ειδωλολατρικές τράπεζες;
Γιατί λέγεται "Ποτήριον ευλογίας"
"Το ποτήριον της ευλογίας, το οποίο ευλογούμε, δεν είναι κοινωνία του αίματος του Χριστού;". Φοβερό πράγμα είπε και με απόλυτη βεβαιότητα πιστοποιεί αυτό, εκείνο δε που εννοεί είναι το εξής• οτι το αίμα που είναι μέσα στο ποτήριο είναι αυτό το ίδιο το οποίο έτρεξε από την πλευρά του Χριστού και ότι σ´αυτό το αίμα μετέχουμε. Το ονόμασε μάλιστα ποτήριο ευλογιάς, επειδή, όταν το κρατούμε στα χέρια, έτσι ανυμνούμε Αυτόν με θαυμασμό, με έκπληξη για την απερίγραπτη δωρεά, με ευλογία, γιατί και αυτό το ίδιο το αίμα Του έχυσε, για να μη μείνουμε στην πλανη, και όχι μόνο το εχυσε, αλλά και σε όλους εμάς μετέδωσε από αυτό. Ώστε, εάν επιθυμείς αίμα, λέγει, όχι τον βωμό των ειδώλων με την σφαγή των ζώων, αλλά το δικό μου θυσιαστήριο να βάφεις κόκκινο με το δικό μου αίμα. Τί είναι φρικτότερο από αυτό; Τί περισσότερο φιλόστοργο; πες μου.
Αυτό κάνουν και εκείνοι που αγαπούν, όταν δουν τους αγαπημένους τους να επιθυμούν τα πράγματα των άλλων και να καταφρονούν τα δικά τους• δίνουν τα δικά τους και τους πείθουν ν´απομακρυνθούν από τα πράγματα των άλλων. Αλλά αυτοί μεν οι οποίοι αγαπούν, δείχνουν αυτή την φιλοτιμία σε χρήματα και ενδύματα και κτήματα, ενώ στο να δώσουν το αίμα τους ποτέ κανείς• ο Χριστός όμως και σ´αυτό έδειξε την φροντίδα και την θερμή αγάπη για μας. Και στην Παλαιά Διαθήκη, επειδή οι άνθρωποι ήταν ατελέστεροι πνευματικά, το αίμα που πρόσφεραν στα είδωλα, αυτό καταδέχθηκε ο Χριστός να δεχθεί, για ν´απομακρύνει από τα είδωλα, πράγμα που και αυτό ήταν πάλι αποτέλεσμα απερίγραπτης φιλόστοργίας• εδώ όμως μετέβαλε την ιερουργία στο πολύ φρικτότερο και μεγαλοπρεπέστερο μυστήριο, ώστε και την θυσία εκείνη άλλαξε και έδωσε εντολή να προσφέρουν τον Εαυτό Του αντί της σφαγής των ζώων.
"Ο άρτος τον οποίο τεμαχίζουμε, δεν είναι κοινωνία του σώματος του Χριστού;". Γιατί δεν είπε, μετοχή; Γιατί θέλησε να δείξει ότι είναι κάτι περισσότερο και να φανερώσει ότι είναι πολύ στενή η συνάφεια. Γιατί όχι μόνο μετέχοντας και λαμβάνοντας, αλλά και ερχόμενοι σε ένωση κοινωνούμε. Και γιατί πρόσθεσε, "τον οποίον τεμαχίζουμε"; Γιατί αυτό θα δει κανείς να γίνεται στην θεία ευχαριστία, στον Σταυρό όμως όχι, αλλά το αντίθετο από αυτό• γιατί "οστούν από αυτόν", λέγει, "δεν θα συντριβεί". Αλλ´ αυτό που δεν έπαθε επάνω στον Σταυρό, αυτό πάσχει στην προσφορά για σένα και ανέχεται να κατατεμαχίζεται, για να μας γεμίσει όλους.
Ύστερα, επειδή είπε, "κοινωνία του σώματος", εκείνο δε το οποίο κοινωνεί είναι άλλο απο αυτόν που κοινωνεί, και αυτήν την διάφορα που φαίνεται μικρή την κατήργησε. Όταν είπε δηλαδή "κοινωνία του σώματος ", θέλησε πάλι να πή κάτι που να εκφράζει ότι η ένωσις προχωρεί περισότερο• γι` αυτό και πρόσθεσε, "Γιατί ένας είναι ο άρτος και εμείς οι πολλοί είμαστε ένα σώμα".
Και γιατί λέγω κοινωνία; λέγει. Αυτό το ίδιο το σώμα είμαστε. Γιατί τί είναι ο άρτος; Σώμα Χριστού. Τί γίνονται οι πιστοί που μεταλαμβάνουν; Σώμα Χριστού• όχι πολλά σώματα, άλλ' ένα σώμα. Γιατί όπως ο άρτος είναι ένας, μολονότι αποτελείται από πολλούς κόκκους, ώστε πουθενά να μη φαίνονται οι κόκκοι, αλλά να υπάρχουν, χωρίς να είναι ορατή η διάφορα στην συνάφεια, έτσι και ενωνόμαστε μεταξύ μας και με τον Χριστό. Γιατί δεν τρέφεσαι από άλλο σώμα εσύ, και από άλλο εκείνος, αλλά από το ίδιο όλοι- γι` αυτό και πρόσθεσε- "γιατί όλοι από τον ένα άρτο μετέχουμε". Εφ` όσον όμως τρεφόμαστε από το ίδιο και το ίδιο γινόμαστε όλοι, γιατί δεν δείχνουμε και την ίδια αγάπη και δεν γινόμαστε ένα και σε αυτό; Γιατί αυτό γινόταν τον παλιό καιρό στους προγόνους μας. Γιατί όλοι όσοι είχαν πιστεύσει, λέγει, ήσαν ομόφρονες και οι καρδιές και ολόκληρη η πνευματική τους ύπαρξη ήταν ενωμένα σε ένα.
Σήμερα όμως δεν συμβαίνει αυτό, αλλά το τελείως αντίθετο. Πολλοί και διάφοροι είναι οι πόλεμοι μεταξύ όλων και συμπεριφερόμαστε χειρότερα και από τα θηρία απέναντι στα ίδια τα μέλη μας, τους ομόπιστους. Και ο μεν Χριστός, ενώ τόσο πολύ είχες απομακρυνθεί, σε ένωσε με τον Εαυτό Του, ενώ εσύ ούτε με τον αδελφό καταδέχεσαι να ενωθείς με την πρέπουσα επιμέλεια, αλλά ξεχωρίζεις τον εαυτό σου, ενώ τόση αγάπη και ζωή απόλαυσες από τον Κύριο. Γιατί όχι μόνο απλά έδωσε το σώμα Του, αλλά επειδή η μέχρι τότε φύση της σαρκός που πλάσθηκε από την γη, κατάντησε να νεκρωθεί από την αμαρτία και να ερημωθεί από ζωή, κατά κάποιον τρόπο, διαφορετική ύλη και ζύμη εισήγαγε σ' αυτήν, την δική Του σάρκα, η οποία ως προς την φύση είναι μεν ίδια, αλλ' είναι απαλλαγμένη από αμαρτία και γεμάτη από ζωή και επέτρεψε σε όλους να μεταλαμβάνουν από αυτήν, ώστε, τρεφόμενοι από αυτήν και αποθέτοντας την προηγούμενη, την νεκρή, να συνενωθούμε στην ζωντανή και αθάνατη με την Θεία Κοινωνία.
"Κοιτάξετε τους Ισραηλίτες που είναι σαρκικοί, αλλ' όχι και πνευματικοί απόγονοι των Πατριαρχών• εκείνοι που τρώγουν τις θυσίες, που προσφέρονται από τους ιερείς του Ισραήλ, δεν είναι κοινωνοί του θυσιαστηρίου;". Πάλι από την Παλαιά Διαθήκη οδηγεί και σ' αυτό. Επειδή ήταν πολύ κατώτεροι από το μέγεθος αυτών που λέχθηκαν, τους πειθει και από τα προηγούμενα και συνήθη. Και σωστά λέγει σαρκικοί, σαν να είναι αυτοί πνευματικοί.
Αυτό που εννοεί λοιπόν είναι το εξής• διδαχθείτε τουλάχιστον από τα χονδροειδέστερα, ότι, δηλαδή, αυτοί που τρώνε τις θυσίες, είναι κοινωνοί του θυσιαστηρίου. Βλέπεις πως δείχνει ότι δεν έχουν τέλεια γνώση αυτοί που νομίζουν ότι είναι τέλειοι, αφού βέβαια ούτε αυτό γνωρίζουν,ότι δηλαδή από αυτά γίνεται κοινωνία και φιλία σε πολλούς πολλές φορές με τους δαίμονες και σιγά σιγά η συνήθεια αυτή τους παρασύρει πίσω της; Γιατί, εάν στους ανθρώπους η συμμετοχή κάποιου σε συγκεντρώσεις και τράπεζα αποτελεί αφορμή και σύμβολο φιλίας, τότε αυτό μπορεί να συμβεί και με τους δαίμονες.
Εσύ όμως πρόσεχε σε παρακαλώ,ότι για τους Ιουδαίους δεν είπε ότι κοινωνούν τον Θεό, αλλά ότι είναι κοινωνοί του θυσιαστηρίου, γιατί καιγόταν τελείως ό,τι προσφερόταν• ενώ στο σώμα του Χριστού δεν γίνεται έτσι• αλλά πως; Κοινωνία του σώματος του Κυρίου είναι. Όχι λοιπόν του θυσιαστηρίου, αλλά του ίδιου του Χριστού γινόμαστε κοινωνοί.
( Εις την Α' προς Κορινθίους ΚΑ' ΕΠΕ 18Α, 82-88. PG 61,199-201)
Πηγή: Χρυσοστομικός Άμβων ΣΤ
Θεία Κοινωνία και η ευθύνη των ιερέων
Αυτά σας λέγω σε σας που μεταλαμβάνετε και σε σας που υπηρετείτε στα μυστήρια. Γιατί το θεωρώ απαραίτητο να μιλήσω και προς εσάς, για να παρέχετε αυτά τα δώρα με πολλή προθυμία. Δεν είναι μικρή η ευθύνη σας, εάν επιτρέψετε σε κάποιον να λάβει μέρος στην τράπεζα αυτή, μολονότι γνωρίζετε ότι έχει κάνει κάποια κακιά. Το αίμα του θα ζητηθεί από τα δικά σας χέρια. Και αν ακόμη είναι στρατηγός ή ύπαρχος ή ακόμη ο ίδιος ο βασιλιάς και προσέρχεται αναξίως, εμπόδισέ τον, έχεις μεγαλύτερη δύναμη από εκείνον.
Εσύ όμως, εάν μέν σου είχαν εμπιστευθεί να φυλάσεις μια πηγή ύδατος καθαρή για το ποίμνιο και έβλεπες ένα πρόβατο να έχει στο στόμα του πολύ βούρκο, δεν θα το άφηνες να σκύψει κάτω και να θολώσει την πηγή. Τωρα όμως σου έχει ανατεθεί η φύλαξης πηγής, όχι ύδατος, αλλά αίματος και πνεύματος και ενώ βλέπεις να προσέρχoνται μερικοί έχοντας αμαρτία χειρότερη από χώμα και βούρκο, δεν αγανακτείς ούτε τους εμποδίζεις; Ποιά συγγνώμη μπορείς να έχεις; Για αυτό ο Θεός σας τίμησε με αυτήν την τιμή, για να τα διακρίνετε αυτά. Αυτό είναι η αξία σας, αυτό είναι η ασφάλειά σας, αυτό είναι η αμοιβή σας όλη και όχι να περιφέρεσθε έχοντας λευκό και γυαλιστερό χιτωνίσκο.
Και από που γνωρίζω, λέγει, τον δείνα και τον δείνα; Δεν μιλώ για τους άγνωστους, αλλά για τους γνωστούς. Να πω κάτι πιο φοβερό; Δεν είναι τόσο κακό να βρίσκονται μέσα στον ναό οι αποπατούντες, όσο αυτοί, που, λέγει ο Παύλος, ότι καταπάτησαν τον Χριστό, και "το αίμα της Διαθήκης το θεωρούν κοινό και βρίζουν την χάρη του Πνεύματος" (Έβρ. 10,29). Διότι είναι χειρότερος από δαιμονισμένο αυτός που έχει αμαρτήσει και προσέρχεται στην Κοινωνία. Γιατί εκείνοι, όντας δαιμονισμένοι, δεν τιμωρούνται- αυτοί όμως, όταν προσέρχονται ανάξια, παραδίνονται σε αιώνια τιμωρία.
Ας μη απομακρύνουμε λοιπόν μόνον αυτούς, αλλά γενικά όλους εκείνους τους οποίους βλέπουμε να προσέρχονται αναξίως. Κανείς να μη κοινωνεί από τους μη χριστιανούς. Να μη γίνεται δεκτός κανένας Ιούδας, για να μη πάθει αυτά που έπαθε ο Ιούδας. Σώμα Χριστού είναι και αυτό εδώ το πλήθος. Πρόσεξε λοιπόν, εσύ ο όποιος διακώνεις τα μυστήρια, να μη παροξύνεις τον Δεσπότη μη καθορίζοντας το σώμα αυτό. Μη δίνεις ξίφος αντί για τροφή, αλλά και αν ακόμη εκείνος έρχεται να συμμετάσχει στα μυστήρια από άγνοια, εμπόδισέ τον, μη τον φοβηθείς. Φοβήσου τον Θεό και όχι τον άνθρωπο. Αν φοβηθείς άνθρωπο, θα γίνεις καταγέλαστος και από αυτόν, ενώ εάν φοβηθείς τον Θεό, θα γίνεις σεβαστός και στους ανθρώπους. Εάν όμως εσύ δεν τολμάς, φέρε τον σε εμένα. Δεν θα επιτρέψω να γίνονται τέτοια. Προτιμώ να αποχωριστώ την ψυχή μου, παρά να μεταδώσω το αίμα του Δεσπότου αναξίως. Και προτιμώ να χύσω το αίμα το δικό μου παρά να μεταδώσω αίμα τόσο φρικτό εκεί που δεν πρέπει.
Εάν όμως κάποιος δεν αντιλήφθηκε τον αμαρτωλό, αφού κατέβαλε πολλή προσπάθεια, δεν είναι έγκλημα. Γιατί αυτά τα είπα για τους φανερούς. Γιατί, εάν διορθώνουμε αυτούς, και τους άγνωστους γρήγορα θα μας τους γνωρίσει ο Θεός, ενώ εάν τους αφήσουμε αυτούς, γιατί να μας κανείς γνωστούς εκείνους;
Αυτά τα λέω, όχι για να εμποδίζουμε και να αποκόπτουμε μόνο, αλλά και για να τους επαναφέρουμε αφού τους διορθώσουμε, και για να τους φροντίσουμε. Γιατί έτσι και τον Θεό θα τον έχουμε σπλαγχνικό και θα βρούμε πολλούς να μεταλαμβάνουν επάξια και για την δική μας προσπάθεια, αλλά και για την φροντίδα για τους άλλους, θα απολαύσουμε πολύ μισθό, τον οποίο είθε όλοι μας να επιτύχουμε, με την χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα αιώνια. Αμήν.
(Εις το κατά Ματθαίον, ΠΒ`, ΕΠΕ 12,212-220. PG 58,7 43-7 45)