ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ-
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 7.20-9 βράδυ
Κάθε ΚΥΡΙΑΚΗ τελείται
στον Άγιο Σώστη
και
ΔΕΥΤΕΡΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
ΣΤΙΣ 10.30 - 11.40 Π.Μ.
Με Χορωδία & σύντομο Κήρυγμα
Όχι δεν υπάρχει. Η θεία ευχαριστία είναι το δείπνο του Θεού. Όπως δε σ’ ένα κοσμικό δείπνο οι προσκαλεσμένοι θα μετάσχουν στην παρατιθέμενη τράπεζα, έτσι και στο δείπνο του Θεού που παρατίθεται στην Εκκλησία όσοι μεταβαίνουν στη θεία λειτουργία εξυπακούεται ότι θα λάβουν μέρος στο ουράνιο θείο δείπνο. Οι εκκλησιαζόμενοι πιστοί είναι συνδαιτυμόνες στη μυστική θεία τροφή. Άλλωστε στο τραπέζι του Θεού όπου παρατίθεται ο σταυρωμένος και αναστημένος Χριστός, καλούνται οι πιστοί από τον ιερέα να μετάσχουν: «Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Η κλήση προσέλευσης είναι συλλογική και ατομική. Επομένως σε κάθε θεία λειτουργία ο πιστός έχει το δικαίωμα και τη δυνατότητα να κοινωνήσει. Δεν υπάρχουν φραγμοί αντικειμενικοί στη μυστηριακή προσέλευση.
Μόνο από άποψη υποκειμενική μπορεί να υπάρξουν φραγμοί στην επιτέλεση του υπέρτατου χρέους. Εννοούμε την ψυχική κατάσταση του κοινωνούντος, αν δηλαδή αυτός είναι άξιος να φιλοξενήσει μέσα του τον σφαγιασμένο Αμνό του Θεού· αν είναι καθαρός να δεχτεί τη φωτιά του Θεού. Για να γίνει όμως αυτό απαιτείται η κατάλληλη ηθική και πνευματική προετοιμασία, την οποία θα σταθμίσει στη συνείδησή του ο ίδιος ο πιστός, σε συνεννόηση φυσικά με τον πνευματικό του πατέρα.
Όπως και σε όλα τα άλλα πνευματικά πράγματα, έτσι και εδώ χρειάζεται η δέουσα εξισορρόπηση. Ούτε ν' αργεί κανείς πολύ να προσέρχεται στην μυστική τράπεζα του Θεού, γιατί υπάρχει κίνδυνος να καταποθεί από το δαίμονα ούτε πάλι να είναι πολύ πρόχειρος και βιαστικός, γιατί υπάρχει κίνδυνος να περιπέσει σε μία τυπικότητα και σ' ένα εθισμό, που θ’ αμβλύνουν στην ψυχή του την αίσθηση της σημασίας και της σπουδαιότητας του ιερού μυστηρίου. Πώς να νιώθουν άραγε οι ιερείς, οι οποίοι είναι «υποχρεωμένοι» όχι απλώς να κοινωνούν σε κάθε θεία λειτουργία, αλλά να καταλύουν στο τέλος ολόκληρη την ποσότητα του αγιασμένου άρτου και του οίνου; Βλέπει ορισμένους κανείς και νιώθει άβολα, κυρίως όταν βιάζονται.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 256-257)
«Μα σαν ενωθής με το Θεό και βασιλιά, δεν είσαι μόνος, αλλά στον αριθμό μετριέσαι των αγίων, αγγέλων ομοδίαιτος, συγκάτοικος δικαίων κι όλων στον ουρανό όσοι ζουν συγκληρονόμος γνήσιος. Πώς είναι μοναχός λοιπόν αυτός που ζει εκεί πάνω, όπου των οσίων ο χορός είναι και των μαρτύρων, όπου ο χορός των προφητών, των θείων αποστόλων, όπου είναι το αναρίθμητο το πλήθος των δικαίων, των ιεραρχών, των πατριαρχών, και των λοιπών αγίων; Μα όποιος φτάσει το Χριστό να ’χει ένοικό του μέσα, πέστε, πώς είναι δυνατόν να πούμε ότι είναι μόνος; Με το Χριστό μου είναι μαζί, ο Πατέρας και το Πνεύμα κι όποιος σαν με ένα με τους τρεις δεθεί, πώς είναι μόνος; Μόνος δεν είναι ο μοναχός με το Θεό ενωμένος, στην έρημο κι ας κάθεται κι ας ζει μέσα σε σπήλαιο» (τ. 19Ε, σ. 393, στιχ. 9-23).
«Αυτοί είναι οι γνήσιοι μοναχοί, που ζουν στη μοναξιά τους, που μόνοι είναι με το Θεό κι ο Θεός μ’ εκείνους μόνος» (τ. 19Ε, σ. 397, στιχ. 76-77).
«Κλεισμένο μέσα στο κελλί μου αφήστε με μονάχο, με το μόνο φιλάνθρωπο Θεόν αφήσετέ με, κάνετε πέρα, μακριά, μονάχο αφήσετέ με, για να πεθάνω εμπρός στο Θεό που μ’ έχει πλαστουργήσει. Την πόρτα ας μη χτυπήσει μου κανείς, ας μη φωνάξει, κανείς να μη μ’ επισκεφτεί από συγγενείς ή φίλους, κανείς το νου μου ελκύοντας ας μην τον αποσπάσει απ’ του Δεσπότη του καλού κι ωραίου τη θεωρία, ας μη μου φέρει φαγητό μήτε νερό κανένας! Μου φτάνει εμένα ο θάνατος με το Θεό κοντά μου, Θεό που είναι ελεήμονας και φίλος των ανθρώπων, οπού κατέβηκε στη γη αμαρτωλούς να σώσει και στη ζωή τη θεϊκή μαζί του να τους πάρει. Δε θέλω πια άλλο να θωρώ το φως αυτού του κόσμου, ούτε τον ήλιο ακόμα αυτόν μα κι όσα είναι του κόσμου, γιατί τον Κύριό μου θωρώ, το βασιλιά μου βλέπω» (τ. 19ΣΤ, σ. 19, στιχ. 1-16).
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
«Ο Θεός δεν απαιτεί τίποτε άλλο από μας τους ανθρώπους παρά μόνο να μη αμαρτάνουμε· τούτο δε δεν είναι καρπός τηρήσεως του νόμου αλλά απαράβατη φύλαξις της εικόνος και της άνωθεν αξιωσύνης. Παραμένοντας σ’ αυτά κατά φύσι και φορώντας τον λαμπρό χιτώνα του Πνεύματος, μένουμε στον Θεό και αυτός μένει σ’ εμάς, ονομαζόμενοι θέσει θεοί και υιοί Θεού, σημαδευμένοι με το φως της γνώσεως του Θεού» (τ. 19Α, σελ. 429-431).
«Το να μην επιθυμούμε κάποιο από τα τερπνά και ηδονικά του κόσμου δεν ισούται με το να ποθούμε τα αιώνια και αόρατα αγαθά· άλλο είναι τούτο και άλλο εκείνο. Τα πρώτα λοιπόν κατεφρόνησαν πολλοί, τα δεύτερα όμως λίγοι άνθρωποι φρόντισαν. Το να αποστρέφεται κανείς και να μη ζητά την δόξα των ανθρώπων δεν είναι το ίδιο με το να συνάπτεται στην δόξα του Θεού, αλλ’ υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ τους διότι την πρώτη πολλοί απώθησαν, αν και κυριεύθηκαν από αλλά πάθη, την δεύτερη όμως πολύ ολίγοι αξιώθηκαν να λάβουν με πολύν κόπο και πόνο. Δεν είναι το ίδιο το να αρκήται κανείς σε ευτελές ένδυμα και να μη επιθυμή λαμπρή στολή και το να ενδύεται το φως του Θεού· άλλο είναι τούτο και άλλο εκείνο. Το μεν ευτελές ένδυμα μερικοί, αν και πιέζονταν από μύριες επιθυμίες, εύκολα το καταφρόνησαν, το δε φως περιβάλλονται μόνο εκείνοι που το επιζητούν ανενδότως με κάθε είδος κακοπάθειας και γίνονται υιοί φωτός και ημέρας δια της εκπληρώσεως των εντολών» (τ. 19Α, σ. 449).
«Ούτε αυτές (οι αρετές) μπορούν μόνες να κάνουν καθαρή την καρδιά, χωρίς την παρουσία και ενέργεια του Πνεύματος. Διότι, όπως ο χαλκεύς την μεν τέχνη του επιδεικνύει με τα εργαλεία του, χωρίς όμως την ενέργεια του πυράς δεν μπορεί να κατασκευάσει κανένα έργο καθόλου, έτσι λοιπόν και ο άνθρωπος όλα τα κάμει και χρησιμοποιεί ως εργαλεία τις αρετές, χωρίς όμως την παρουσία του πνευματικού πυρός μένουν ανενέργητα και ανωφελή, μη μπορώντας να καθαρίσουν τον ρύπο και την ακαθαρσία της ψυχής» (τ. 19Α, σ. 493).
«Πολλοί μακάρισαν τον ερημικό βίο, άλλοι τον μικτό, δηλαδή τον κοινοβιακό, άλλοι δε το να κυβερνούν λαό, να νουθετούν, να διδάσκουν και να διοικούν εκκλησίες· από αυτά τα λειτουργήματα πολλοί διατρέφονται ποικιλοτρόπως, σωματικώς και ψυχικώς. Εγώ όμως δεν προέκρινα των άλλων κανένα από αυτούς ούτε θα θεωρούσα τον ένα άξιο επαίνου και τον άλλον άξιο ψόγου, αλλά σε κάθε περίπτωση και σε όλα τα έργα και τις πράξεις παμμακάριστος είναι ο βίος για τον Θεό και κατά τον Θεό» (τ. 19Α, σ. 515).
«Στα πνευματικά όμως δεν είναι το ίδιο, αλλά εκείνον που δεν εκτελεί το αγαθό η θεία Γραφή τον έχει σαν αμαρτάνοντα και υποδηλώνει ότι θα κατακριθεί ‘διότι γι’ αυτόν που γνωρίζει το καλό και δεν το πράττει’, λέγει, ‘αυτό είναι αμαρτία’ και πάλι, ‘κάθε άνθρωπος που εκτελεί αμελώς τις εντολές του Κυρίου είναι επικατάρατος’. Αυτό βέβαια θα αρκέσει πρώτα για την κατάκριση εμού του ίδιου, του χαύνου και αμελούς. Και αν είναι καταραμένος όποιος εκτελεί αμελώς τις εντολές του Θεού, πολύ περισσότερο θα κατακριθεί όποιος εκτελεί μερικά από εκείνα που μπορεί να κάνει, ή δεν εκτελεί καθόλου. Θα εύρεις ότι αυτό γίνεται και στους πολιτικούς νόμους και στις βιοτικές υποθέσεις. Πράγματι τον δούλο που βλέπει να διαρρηγνύεται από κάποιους η οικία του κυρίου του και να διαρπάζεται η περιουσία του, και ούτε να βοηθεί τους κλέφτες ούτε να τους εμποδίζει, αλλά να τους αφήνει να φεύγουν κρυφά, αφού αρπάξουν τα πάντα, αυτόν το δούλο ο κύριός του τον θεωρεί εξ ίσου μ’ εκείνους επίβουλο εναντίον του και κλέφτη. Τι λοιπόν; Δεν θα καταψηφίσετε κι εσείς όλοι τα ίδια κατά του πονηρού δούλου; Έτσι οπωσδήποτε θα συμβεί πρώτα και μ’ εμένα τον άθλιο και ταπεινό (διότι διστάζω να ειπώ, και σε όλους σας), αν απέχουμε βέβαια από τα πονηρά έργα και πράξεις, αλλά δεν αποκτούμε αντί γι’ αυτές με κάθε τρόπο τις αρετές» (τ. 19Γ, σελ. 25-7).
«Εκείνο που δίδεται για να αγορασθούν αυτά (οι αρετές) δεν είναι χρυσός, ούτε αργύριο, αλλά αίμα. Διότι ο καθένας μας που θέλει τα αγοράζει ένα προς ένα με αίμα. Πράγματι, εάν δεν σφαγιαστεί κάποιος αληθινά σαν πρόβατο για μία οποιαδήποτε αρετή και δεν χύσει το αίμα του γι’ αυτήν, δεν θα την αποκτήσει ποτέ διότι ο Θεός οικονόμησε να λαμβάνουμε την αιώνια ζωή με τον κατά πρόθεση θάνατο. Πέθανε και θα ζήσεις. Δεν θέλεις; Τότε είσαι νεκρός. Αλλά ας δούμε ποιες είναι οι μονές και οικίες των αρετών, για τις οποίες οφείλει κανείς να χύσει το αίμα του για να τις αποκτήσει» (τ. 19Γ, σ. 81).
«Το κακό και φιλήδονο ήθος, το οποίο εξαφανίζεται με την επίμονη εργασία της προσευχής, με τη μελέτη των θείων λογίων και με την τακτική εκτέλεση των αγαθών. Διότι, όπως όταν ανατέλλει σιγά σιγά ο ήλιος υποχωρεί και εξαφανίζεται το σκοτάδι, έτσι και όταν ανατέλλει η αρετή διώκεται η κακία σαν σκοτάδι και αποδεικνύεται ανυπόστατη, και από τότε μένουμε διαπαντός αγαθοί, όπως μέχρι τότε ήμασταν πονηροί. Με λίγη λοιπόν υπομονή και ελάχιστη προαίρεση ή, για να πούμε καλύτερα, με τη βοήθεια του ζώντος Θεού αναπλασσόμαστε και ανανεωνόμαστε, καθαριζόμενοι στην ψυχή και στο σώμα και στη διάνοια» (τ. 19Δ, σελ. 159-161).
«Όπως ο γεωργός κοπιάζει οργώνοντας και σκάβοντας και καταβάλλοντας στη γη τα σπέρματα μόνο, το να φυτρώσουν όμως αυτά και να δώσουν καρπό όψιμο και πρώιμο είναι δώρο του Θεού, αυτό ακριβώς θα βρεις να συμβαίνει και στα πνευματικά. Διότι δικό μας έργο είναι να μετέλθουμε κάθε πράξη και να καταβάλουμε τα σπέρματα των αρετών με πόνο και σφοδρό κόπο, μόνου του Θεού όμως δώρο και έλεος είναι το να ρίξει τη βροχή της φιλανθρωπίας και της χάριτός του και να καταστήσει καρποφόρα την άκαρπη γη των καρδιών μας, ώστε ο κόκκος του λόγου που έπεσε στις ψυχές μας να λάβει τη δροσιά της θείας χρηστότητας και, αφού φυτρώσει, ν’ αυξηθεί και να γίνει μεγάλο δένδρο, να φθάσει δηλαδή σε ανδρική τελειότητα του μέτρου της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (τ. 19Δ, σ. 193).
«Αν και κρύβονται οι άγιοι, τους φανερώνει ο Θεός, ώστε άλλοι να γίνουν ζηλωτές τους, και άλλοι να μη έχουν δικαιολογία. Και όσοι θέλουν να ζουν μέσα στους θορύβους, σε κοινόβια, στα όρη και σε σπήλαια, αν πολιτεύονται αξίως σώζονται και αξιώνονται μεγάλων αγαθών από τον Θεό από την πίστη μόνο σ’ αυτόν, ώστε, όσοι αποτυγχάνουν εξ αιτίας της αδιαφορίας τους, να μην έχουν τίποτε να πουν κατά την ημέρα της κρίσεως. Διότι είναι αψευδής, αδελφοί μου, εκείνος που υποσχέθηκε τη σωτηρία με βάση την πίστη μόνο σ’ αυτόν» (τ. 19Δ, σ. 261).
«Ως τη δοκίμασα (τη Θ. Χάρη) απαθής κι εγώ έγινα αμέσως καθώς με πύρωνε η ηδονή και μ’ άναβε ο πόθος κι από το φως μετάλαβα κι έγινα φως κι ο ίδιος από όποιο πάθος πιο ψηλά κι όποια κακία έξω. Γιατί της απάθειας το φως δεν το αγγίζει πάθος καθώς τον ήλιον η σκιά και της νυκτός το σκότος. Τέτοιος ενώ έγινα λοιπόν κι ενώ πια τέτοιος ήμουν, Κύριε, κάπως αφέθηκα θαρρώντας στον εαυτό μου κι η μέριμνα με τράβηξε των αισθητών πραγμάτων και βούλιαξα ο δυστυχής στη βιοτική φροντίδα και κρυώνοντας σαν σίδερο ήρθα κι έγινα μαύρος κι αφού έμεινα πολύ καιρό σκουριά άρχισα να πιάνω κι είναι γι’ αυτό που κράζω σου, φιλάνθρωπε, ζητώντας και πάλι να καθαριστώ και στο παλιό μου κάλλος να επιστρέψω και το φως να χαρώ το δικό σου» (τ. 19ΣΤ, σ. 273, στιχ. 34-48) .
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)
“Η πίστη εάν δεν έχει έργα είναι νεκρή καθ’ εαυτήν”
(Ιακ. 2,17)
“Μην πεις ότι «η απογυμνωμένη από έργα πίστη
στον Κύριό μας Ιησού Χριστό μπορεί να με σώσει».
Αυτό είναι αδύνατο, εάν δεν αποκτήσεις και την
αγάπη προς Αυτόν με τα έργα. Η γυμνή από έργα
πίστη δεν ωφελεί, αφού και τα δαιμόνια πιστεύουν
και τρέμουν”.
(Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, 400 κεφάλαια περί Αγάπης, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ Β΄, 52)
3. Ο κενόδοξος φαρισαίος φαντάζεται, ότι ευχαριστεί τον Θεό. «Ο Θεός, ευχαριστώ σοι, λέγει, ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων: άρπαγες, άδικοι, μοιχοί». Απαριθμεί τα γνωστά αμαρτήματα, τα ορατά με το μάτι. Για τα εσωτερικά αμαρτήματα: υπερηφάνεια, πονηρία, μίσος, φθόνο, υποκρισία, ούτε λέξη! Όμως αυτά είναι χειρότερα. Αυτά σκοτώνουν και νεκρώνουν την ψυχή. Και την κάνουν ανίκανη για μετάνοια. Αυτά σβήνουν την αγάπη προς τον πλησίον. Αυτά γεννούν το σκανδαλισμό, που γεμίζει την ψυχή παγεράδα, εγωισμό και μίσος.
Ο κενόδοξος φαρισαίος φαντάζεται, πως ευχαριστεί τον Κύριο για τα καλά του έργα. Μα ο Θεός αποστρέφει το πρόσωπό Του. Ο Θεός εκφέρει εναντίον του την τρομερή ετυμηγορία: «Πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται».
4. Όταν ο φαρισαϊσμός δυναμώση και ωριμάση, κατακτάει την ψυχή. Και τότε η ψυχή δίνει φρικαλέους καρπούς.
Δεν υπάρχει ανομία, που θα δίσταζε να την κάμη ένας τέτοιος φαρισαίος. Οι φαρισαίοι δεν δίστασαν να βλασφημήσουν ακόμη και το Άγιο Πνεύμα. Δεν δίσταζαν να αποκαλέσουν τον Υιό του Θεού δαιμονισμένο. Οι φαρισαίοι επέτρεψαν στον εαυτό τους να εκστομίση, ότι ο ενανθρωπήσας Θεός, που ήλθε στη γη για την σωτηρία μας, ήταν απειλή για την δημόσια τάξη, και για την πολιτική ύπαρξη των Ιουδαίων!
Και γιατί αυτές οι δαιδαλώδεις επινοήσεις; Για να μπορέσουν με την μάσκα του ζήλου (τάχα για την σωτηρία του λαού, και για τήρηση του νόμου και της θρησκείας) να κορέσουν την ακόρεστη κακία τους. Και δεν τους ένοιαζε, που χρειαζόταν γι’ αυτό να χύσουν αίμα, θυσία στο μίσος και τον φθόνο τους, και να γίνουν θεοκτόνοι.
5. Ο φαρισαϊσμός είναι ένα φοβερό δηλητήριο.
Ο φαρισαϊσμός είναι μία ψυχική πάθηση, που πρέπει να μας προκαλεί φρίκη. *
* Αξίζει να μελετήσωμε βαθειά και με πολλή προσοχή τα ακόλουθα ιερά λόγια:
Οι πλούσιοι, που λυσσάνε για χρήματα, συνεχώς τινάζουν τα ρούχα τους για να μη τους τα φάη ο σκώρος!
Συ βλέπεις , ότι ένας άλλος σκώρος απειλεί την ψυχή σου! Πώς δεν φροντίζεις να την προφυλάξης; Πώς δεν την περιποιείσαι; Πώς δεν φροντίζεις να μάθης, τι είναι η ψυχή, ποια τα μέλη της; ποια η κεφαλή της;
Ναι! Και μέλη έχει. Και κεφάλι. Και μάλιστα τα πιο ωραία, που μπορεί κανείς να φαντασθή!
Ερωτάς, ποια είναι κεφαλή της ψυχής;
Η ταπεινοφροσύνη.
Για αυτό ο Χριστός άρχισε από αυτήν. Για αυτό πρώτα από όλα είπε: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι». (Ιωάννου Χρυσ. Εις το κατά Ματθαίον, Ομιλία 47, γ’).
Και ακριβώς επειδή η ταπεινοφροσύνη είναι η κεφαλή όλων των αρετών της ψυχής, για αυτό, ο μακάριος στάρετς Βαρσανούφιος έλεγε με έμφαση στον υποτακτικό του. Επάνω από όλα και πριν από όλα η ταπείνωση. Έχε ταπείνωση. Έχε ταπείνωση. (Στάρετς Βαρσανούφιος, τ. Β’ Πρέβεζα 1988, σελ. 31).
(“Ο Φαρισαίος” – επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, εκδόσεις Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως, σελ. 22-24)
433. Ο Κύριος είναι παντού κκαι όλα τα αγκαλιάζει με την αγάπη και την παντοδυναμία του. Πρεπει λοιπόν να είμαι αμέριμνος εν Κυρίω. Αμέριμνος δεν θα πη αργός και ρίψασπις μπροστά στο καθήκον. Θα πη: άνθρωπος που τρέφει εμπιστοσύνη στην Πρόνοια του Θεού, αφού κάμη το δικό του χρέος. Ο Θεός μας έφερε στην ύπαρξι από την ανυπαρξία. Μόνοι μας, δεν είμαστε τίποτε. Μόνοι μας, ούτε να ζήσουμε απλώς δεν θα μπορούσαμε. Γιατί ο Θεός μας τα δίνει όλα: τη ζωή μας, τη δύναμί μας, το φώς μας, τον αέρα μας, τη βρώσι και πόσι μας, όλα όσα ανήκουν στον πνευματικό χώρο. Και όλα όσα ανήκουν στον υλικό: τον ήλιο, την ατμόσφαιρα, το ψωμί, το νερό, τα ενδύματα, το κατάλυμά μας. Μακάριοι οι «πτωχοί τῷ πνεύματι», που πάντοτε αναγνωρίζουν τη δική τους μηδαμινότητα και την παντοδυναμία και μεγαλωσύνη του Θεού. Μακάριοι όσοι μπορούν να μένουν ελεύθεροι από μικρόκαρδες μέριμνες. Μακάριοι αυτοί που έχουν απλή καρδιά. Μακάριοι όσοι αναθέτουν στον Κύριο την κάθε μέριμνά τους. «Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα» (από τη Θεία Λειτουργία). Αρκεί να είμαστε πάντοτε μαζί με τον Θεό και τίποτε δεν θα μας στερήση η αγάπη του από όσα έχουμε ανάγκη. «Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. στ’ 33). Αρκεί να έχης τον Θεό στην καρδιά σου, να είσαι πάντοτε αχώριστος απ’ Αυτόν, και όλα τα υλικά πράγματα που χρειάζεσαι θα σου προστεθούν. Όπου ο Θεός, εκεί και κάθε ευλογία, κάθε δωρεά. Όποιοι αγαπούν τον Θεό, ακολουθούνται από όλα τα χαρίσματα, όπως η σκιά ακολουθεί το σώμα.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 185-186)
431. Όπως είναι φυσικό, ευχάριστο και εύκολο να αναπνέουμε τον αέρα, έτσι θα έπρεπε να ήταν φυσικό, ευχάριστο και εύκολο να αναπνέουμε μέσα στο Άγιο Πνεύμα, που είναι η αναπνοή της ψυχής μας. Όπως είναι φυσικό, εύκολο και ευχάριστο να αγαπάμε τον εαυτό μας, έτσι θα έπρεπε να ήταν φυσικό, εύκολο και ευχάριστο να αγαπάμε όλους τους ανθρώπους, γιατί όλοι είμαστε ένα σώμα, πλασμένοι «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού», παιδιά του Θεού. Έχουμε την ίδια πνοή, την ίδια ψυχή, την ίδια εμφάνισι.
432. Όλες οι θλίψεις, οι αρρώστιες, τα βάσανα, οι στερήσεις επιτρέπονται από τον Θεό για να βγάλουμε από μέσα μας την αμαρτία και να βάλουμε στη θέσι της την αρετή. Για να μάθουμε εκ πείρας πόσο άσχημο πράγμα είναι η αμαρτία και να τη μισήσουμε. Για να μάθουμε, πάλι εκ πείρας, την αλήθεια και την ομορφιά της αρετής και να την αγαπήσουμε με όλο μας το είναι. Ας υπομένω λοιπόν όλες τις θλίψεις γενναία, με ευγνωμοσύνη στον Κύριο, τον Ιατρό των ψυχών μας, τον λατρευτό μας Σωτήρα.
(Η εν Χριστώ ζωή μου - Αγ. Ιωάννου της Κροστάνδης, εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 185)
ΥΠΟΜΝΗΜΑ -Στο κατά Λουκάν Ευαγγέλιο-
Ερμηνεία πατερική & θεολογική του Ευαγγελίου του Λουκά
Το ερμηνευτικό Υπόμνημα του Π.Ν. Τρεμπέλα μεταφρασμένο στη νεοελληνική γλώσσα
Μετάφραση αρχιμ. Νικόλαος Πουλάδας
Κεφάλαιο 13
Στίχ. 22-30 . Πόσοι θα σωθούν. Η στενή πύλη.
13.22 Καὶ διεπορεύετο(1) κατὰ πόλεις καὶ κώμας διδάσκων καὶ πορείαν
ποιούμενος εἰς ῾Ιερουσαλήμ(2).
22 Καθώς ο Ιησούς πήγαινε στα Ιεροσόλυμα, περνούσε μέσα από πόλεις και χωριά διδάσκοντας.
(1) Η πρόθεση «δια» στο διεπορεύετο, αναφέρεται γενικά στη χώρα διαμέσου
της οποίας πορευόταν. Ενώ η πρόθεση «κατά» που ακολουθεί υποδηλώνει την
σε κάθε κατοικημένο τόπο, μικρή ή μεγάλη παραμονή για διδασκαλία (g).
Φαίνεται ο λόγος να συνδέεται πάλι με το Λουκ. θ 51=Εξακολουθούσε την πορεία του (p).
(2) Η πορεία του είχε κανονιστεί με την πρόβλεψη να έλθει στην Ιερουσαλήμ
κατά το τέλος μιας οδοιπορίας ειδικά αξιομνημόνευτης (b).
13.23 εἶπεν(1) δέ τις αὐτῷ, Κύριε, εἰ(2) ὀλίγοι οἱ σῳζόμενοι(3);
ὁ δὲ εἶπεν πρὸς αὐτούς(4),
23 Κάποιος τον ρώτησε: «Κύριε, είναι λίγοι αυτοί που θα σωθούν;» Εκείνος τους απάντησε:
(1) «Εδώ το «είπε» έχει μπει αντί για το «ρώτησε»» (Ζ).
(2) «Κάποιοι ερμηνεύουν το «ει (=αν)» αντί για το «άρα»· σαν να λέει,
Άρα είναι λίγοι αυτοί που σώζονται;» (Ζ).
(3) Αυτός που ρωτά ίσως υπέθετε, ότι οπωσδήποτε μόνο Ιουδαίοι θα σώζονταν (p).
(4) Είναι αξιοσημείωτος ο πληθυντικός. Όπως στο ιβ 15,42, ο Ιησούς δεν δίνει
απάντηση στο ερώτημα που του προβλήθηκε, αλλά απαντά με τρόπο που μπορεί
να ωφελήσει πολύ περισσότερο τόσο τους άλλους όσο και αυτόν που ρωτά,
από όσο θα ωφελούνταν αυτοί με την άμεση απάντηση στο ερώτημα (p).
«Φαίνεται κάπως ότι η απάντηση είναι έξω από τον σκοπό αυτού που ρώτησε.
Διότι ο μεν, αξίωνε να μάθει αν είναι λίγοι οι σωζόμενοι· αυτός όμως, εξηγούσε
τον δρόμο με τον οποίο μπορεί κάποιος να δικαιωθεί, λέγοντας,
Να αγωνίζεστε να μπείτε από τη στενή πύλη. Τι λοιπόν θα πούμε σχετικά με αυτό;
Συνήθιζε ο Σωτήρας των όλων Χριστός, σε αυτούς που τον ρωτούσαν,
να απαντά όχι οπωσδήποτε όπως αυτοί νόμιζαν, αλλά να βλέπει το χρήσιμο
και αναγκαίο για τους ακροατές. Το έπραττε κατεξοχήν αυτό, όταν κάποιος αξίωνε
να μάθει κάτι από όσα είναι περιττά και ανώφελα. Διότι τι χρειαζόταν η ερώτηση
με περιέργεια, αν είναι πολλοί ή λίγοι οι σωζόμενοι; Τι ωφέλεια θα έβγαινε από αυτό
για τους ακροατές; Ήταν όμως αναγκαίο και ωφέλιμο το να γνωρίζει μάλλον κάποιος
τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να οδηγηθεί στη σωτηρία.
Επομένως πολύ προνοητικά σιωπά ως προς το μάταιο της ερώτησης, αλλά μεταφέρει τα λόγια
σε αυτό που ήταν αναγκαίο» (Κ). Ίσως η πρόθεση αυτού που ρώτησε να ήταν,
να πειράξει τον Ιησού. Εάν θα έλεγε ότι είναι πολλοί οι σωζόμενοι,
θα τον μέμφονταν ότι έχει πολύ χαλαρές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες η σωτηρία
είναι πολύ εύκολη. Εάν θα απαντούσε ότι είναι λίγοι οι σωζόμενοι, θα τον κατηγορούσαν
ως πολύ αυστηρό και ότι προσκρούει στη γνώμη των ραββίνων σύμφωνα με την οποία
όλος ο Ισραήλ θα είχε θέση στη μέλλουσα βασιλεία. Ίσως όμως και το ερώτημα που μπήκε
να ήταν ερώτημα απλής περιέργειας, χωρίς αυτός που ρωτά να ενδιαφέρεται σοβαρά
να μάθει πώς επιτυγχάνεται η σωτηρία αυτή. Ο Κύριος όμως ήλθε για να οδηγήσει
τις συνειδήσεις των ανθρώπων και όχι για να ικανοποιήσει την περιέργειά τους.
Και η απάντηση την οποία δίνει, έχει την έννοια: Μη ρωτάς πόσοι θα σωθούν,
αλλά ρώτησε: είμαι και εγώ μεταξύ αυτών που σώζονται και τι πρέπει να κάνω
για να συγκαταριθμηθώ μεταξύ αυτών.
"Να διαβάζεις τους εξορκισμούς με διάκριση.
Τα ονόματα των ασθενών στην προσκομιδή".
Είχα πάει στον Παππούλη μια μέρα έναν ιερέα για ένα σοβαρό πρόβλημα
που τον απασχολούσε από καιρό και δεν μπορούσε να το διακρίνει
αν η περίπτωση κάποιου προσώπου ήταν νευρολογικής φύσεως
ή κάποιο σύμπτωμα δαιμονισμού. Αν και πολύ άρρωστος την ημέρα αυτή,
κατάλαβε το πρόβλημά του και του είπε:- "Είσαι εσύ ο Άγιος Αντώνιος
να εξορκίζεις και να εκδιώκεις τα δαιμόνια; "Την περίοδο αυτή ο ανωτέρω
ιερέας διάβαζε περισσότερο απ' ό,τι ίσως έπρεπε εξορκισμούς γι' αυτήν την
περίπτωση.- Όχι, του λέει.-" Έ! εφ' όσον δεν είσαι,
γιατί τα ταράζεις με τους εξορκισμούς και μετά αφήνεις το θύμα τους
έρμαιο να τον βασανίζουν; Άκουσε Πάτερ μου, συνέχισε ο Παππούλης.
Αυτό που γίνεται σήμερα, που μερικοί αυτοχειροτονούνται εξορκιστές
και εξορκίζουν δημόσια και παρουσία ακροατηρίου, είναι μεγάλη αμαρτία και απαράδεκτο.
Δεν ξέρεις ότι τα δαιμόνια πειράζουν και τους υγιείς που παρακολουθούν
εξορκισμούς και νομίζουν ότι είναι και αυτοί δαιμονισμένοι;
Αλλά εκτός απ' αυτό πειράζουν και τους ιερείς, γιατί τους ρίχνουν σε έπαρση.
Τελευταία πολλοί έρχονται σε μένα, συνεχίζει ο Παππούλης,
γιατί νομίζουν ότι έχουν δαιμονισθεί που παρακολουθούσαν κάποιο δημόσιο εξορκισμό,
στα συγκεκριμένα στέκια. Πάτερ μου, είσαι νέος και θα σου πω κάτι "Ανώτερα Μαθηματικά".
Όταν ο ιερέας κάνει εξορκισμό, απευθύνεται κατ' ευθείαν στο δαίμονα
και με την ιερατική του εξουσία τον προστάζει να εξέλθει. Αν δεν έχει συναίσθηση,
παθαίνει και ο ίδιος ζημιά. Το καλύτερο και το σωστό είναι,
αντί να προστάζει και να απειλείτο δαίμονα, να προσεύχεται στο Θεό,
δια μέσου της Θείας Λειτουργίας, των μυστηρίων και άλλων δεήσεων, να στείλει
τη χάρη Του στον παθόντα. Έτσι η χάρη του Θεού σαν δροσιά σκεπάζει τον ασθενή
και ο ιερέας δεν κινδυνεύει να παγιδευτεί από τον πειρασμό και να πέσει
σε καμιά έπαρση ή πλάνη. Προσοχή, δε λέω να μη διαβάζονται και εξορκισμοί
σε ανθρώπους που δεν μπορούν να βοηθήσουν καθόλου τον εαυτό τους,
αλλά με μεγάλη διάκριση και καλύτερα σιωπηλά".
Μετά από λίγο καιρό ο ίδιος ο ιερέας μου είπε: Πρόσφατα επισκέφθηκα το Άγιον Όρος.
Πόση εντύπωση μου έκανε όταν τα ίδια λόγια που μου είπε ο Γέροντάς σου,
τα ακούσα και από γνωστό, φωτισμένο και διακριτικό γέροντα, τον π.Παΐσιο.
Σίγουρα οι Άγιοι ξέρουν πώς δρουν τα δαιμόνια, πολύ καλύτερα από εμάς."
Διαβάζουν μερικοί φωναχτά τους εξορκισμούς, μου έλεγε ο Γέροντας,
λες και τα δαιμόνια να μην ακούν. Στην προσκομιδή, πάτερ μου, "καρδιακά"
να μνημονεύεις παρακαλώντας το Θεό να βοηθήσει τον ασθενή ".
[Τζ 148-50]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.223-224)
Η αυτοκτονία
-Γέροντα, μερικοί άνθρωποι, αν συναντήσουν κάποια μεγάλη
δυσκολία στην ζωή τους, αμέσως σκέφτονται να αυτοκτονήσουν.
-Μπαίνει ο εγωισμός στην μέση. Οι περισσότεροι που αυτοκτονούν,
ακούν τον διάβολο που τους λέει πώς, αν τερματίσουν την ζωή τους,
θα γλιτώσουν από το εσωτερικό βάσανο που περνούν,
και από εγωισμό αυτοκτονούν. Αν λ.χ. κάνη κάποιος μια κλεψιά
και αποδειχθή ότι έκλεψε, «πάει, λέει, τώρα έγινα ρεζίλι» καί,
αντί να μετανοήση, να ταπεινωθή και να εξομολογηθή, για να λυτρωθή,
αυτοκτονεί. Άλλος αυτοκτονεί, γιατί το παιδί του είναι παράλυτο.
«Πώς να έχω παράλυτο παιδί εγώ;», λέει και απελπίζεται.
Αν είναι υπεύθυνος γι’ αυτό και το αναγνωρίζη, ας μετανοήση.
Πώς βάζει τέρμα στην ζωή του και αφήνει το παιδί του στον δρόμο;
Δεν είναι πιο υπεύθυνος μετά;
-Γέροντα, συχνά ακούμε για κάποιον που αυτοκτόνησε ότι είχε ψυχολογικά προβλήματα.
-Οι ψυχοπαθείς, όταν αυτοκτονούν, έχουν ελαφρυντικά,
γιατί είναι σαλεμένο το μυαλό τους. Και συννεφιά να δούν, νιώθουν ένα πλάκωμα.
Αν έχουν και μια στενοχώρια, έχουν διπλή συννεφιά.
Γι’ αυτούς όμως που αυτοκτονούν χωρίς να είναι ψυχοπαθείς
- καθώς και για τους αιρετικούς -, δεν εύχεται η Εκκλησία,
αλλά τους αφήνει στην κρίση και στο έλεος του Θεού.
Ο ιερέας δεν μνημονεύει τα ονόματά τους στην Προσκομιδή ούτε τους βγάζει μερίδα,
γιατί με την αυτοκτονία αρνούνται, περιφρονούν την ζωή που είναι δώρο του Θεού.
Είναι σαν να τα πετούν όλα στο πρόσωπο του Θεού.
Αλλά εμείς πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή για όσους αυτοκτονούν,
για να κάνη κάτι ο Καλός Θεός και γι’ αυτούς, γιατί δεν ξέρουμε
πώς έγινε και αυτοκτόνησαν, ούτε σε τί κατάσταση βρέθηκαν την τελευταία στιγμή.
Μπορεί, την ώρα που ξεψυχούσαν, να μετάνοιωσαν, να ζήτησαν συγχώρηση από τον Θεό
και να έγινε δεκτή η μετάνοιά τους, οπότε την ψυχή τους να την παρέλαβε Αγγελος Κυρίου.
Είχα ακούσει ότι ένα κοριτσάκι σε ένα χωριό πήγε να βοσκήση την κατσίκα τους.
Την έδεσε στο λιβάδι και πήγε πιο πέρα να παίξη. Ξεχάστηκε όμως στο παιχνίδι
και η κατσίκα λύθηκε και έφυγε. Έψαξε, αλλά δεν την βρήκε και γύρισε στο σπίτι
χωρίς την κατσίκα. Ο πατέρας του θύμωσε πολύ, το έδειρε και το έδιωξε από το σπίτι.
«Να πάς να βρής την κατσίκα, του είπε. Αν δεν την βρής, να πάς να κρεμασθής».
Ξεκίνησε το ταλαίπωρο να πάη να ψάξη. Βράδιασε και αυτό ακόμη δεν είχε γυρίσει στο σπίτι.
Οι γονείς, βλέποντας ότι νύχτωσε, βγήκαν ανήσυχοι να βρουν το παιδί.
Έψαξαν και το βρήκαν κρεμασμένο σε ένα δένδρο.
Είχε δέσει στον λαιμό του το σχοινί της κατσίκας και κρεμάστηκε στο δένδρο.
Το κακόμοιρο είχε φιλότιμο και πήρε κατά γράμμα αυτό που του είπε ό πατέρας του.
Το έθαψαν μετά έξω από το κοιμητήρι.
Η Εκκλησία φυσικά καλά έκανε και το έθαψε απ’ έξω, για να φρενάρη όσους αυτοκτονούν
για το παραμικρό, αλλά και ο Χριστός καλά θα κάνη, αν το βάλη μέσα στον Παράδεισο.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης
ο Θεολόγος", σελ. 262-264)