«Ο Θεός δεν απαιτεί τίποτε άλλο από μας τους ανθρώπους παρά μόνο να μη αμαρτάνουμε· τούτο δε δεν είναι καρπός τηρήσεως του νόμου αλλά απαράβατη φύλαξις της εικόνος και της άνωθεν αξιωσύνης. Παραμένοντας σ’ αυτά κατά φύσι και φορώντας τον λαμπρό χιτώνα του Πνεύματος, μένουμε στον Θεό και αυτός μένει σ’ εμάς, ονομαζόμενοι θέσει θεοί και υιοί Θεού, σημαδευμένοι με το φως της γνώσεως του Θεού» (τ. 19Α, σελ. 429-431).
«Το να μην επιθυμούμε κάποιο από τα τερπνά και ηδονικά του κόσμου δεν ισούται με το να ποθούμε τα αιώνια και αόρατα αγαθά· άλλο είναι τούτο και άλλο εκείνο. Τα πρώτα λοιπόν κατεφρόνησαν πολλοί, τα δεύτερα όμως λίγοι άνθρωποι φρόντισαν. Το να αποστρέφεται κανείς και να μη ζητά την δόξα των ανθρώπων δεν είναι το ίδιο με το να συνάπτεται στην δόξα του Θεού, αλλ’ υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ τους διότι την πρώτη πολλοί απώθησαν, αν και κυριεύθηκαν από αλλά πάθη, την δεύτερη όμως πολύ ολίγοι αξιώθηκαν να λάβουν με πολύν κόπο και πόνο. Δεν είναι το ίδιο το να αρκήται κανείς σε ευτελές ένδυμα και να μη επιθυμή λαμπρή στολή και το να ενδύεται το φως του Θεού· άλλο είναι τούτο και άλλο εκείνο. Το μεν ευτελές ένδυμα μερικοί, αν και πιέζονταν από μύριες επιθυμίες, εύκολα το καταφρόνησαν, το δε φως περιβάλλονται μόνο εκείνοι που το επιζητούν ανενδότως με κάθε είδος κακοπάθειας και γίνονται υιοί φωτός και ημέρας δια της εκπληρώσεως των εντολών» (τ. 19Α, σ. 449).
«Ούτε αυτές (οι αρετές) μπορούν μόνες να κάνουν καθαρή την καρδιά, χωρίς την παρουσία και ενέργεια του Πνεύματος. Διότι, όπως ο χαλκεύς την μεν τέχνη του επιδεικνύει με τα εργαλεία του, χωρίς όμως την ενέργεια του πυράς δεν μπορεί να κατασκευάσει κανένα έργο καθόλου, έτσι λοιπόν και ο άνθρωπος όλα τα κάμει και χρησιμοποιεί ως εργαλεία τις αρετές, χωρίς όμως την παρουσία του πνευματικού πυρός μένουν ανενέργητα και ανωφελή, μη μπορώντας να καθαρίσουν τον ρύπο και την ακαθαρσία της ψυχής» (τ. 19Α, σ. 493).
«Πολλοί μακάρισαν τον ερημικό βίο, άλλοι τον μικτό, δηλαδή τον κοινοβιακό, άλλοι δε το να κυβερνούν λαό, να νουθετούν, να διδάσκουν και να διοικούν εκκλησίες· από αυτά τα λειτουργήματα πολλοί διατρέφονται ποικιλοτρόπως, σωματικώς και ψυχικώς. Εγώ όμως δεν προέκρινα των άλλων κανένα από αυτούς ούτε θα θεωρούσα τον ένα άξιο επαίνου και τον άλλον άξιο ψόγου, αλλά σε κάθε περίπτωση και σε όλα τα έργα και τις πράξεις παμμακάριστος είναι ο βίος για τον Θεό και κατά τον Θεό» (τ. 19Α, σ. 515).
«Στα πνευματικά όμως δεν είναι το ίδιο, αλλά εκείνον που δεν εκτελεί το αγαθό η θεία Γραφή τον έχει σαν αμαρτάνοντα και υποδηλώνει ότι θα κατακριθεί ‘διότι γι’ αυτόν που γνωρίζει το καλό και δεν το πράττει’, λέγει, ‘αυτό είναι αμαρτία’ και πάλι, ‘κάθε άνθρωπος που εκτελεί αμελώς τις εντολές του Κυρίου είναι επικατάρατος’. Αυτό βέβαια θα αρκέσει πρώτα για την κατάκριση εμού του ίδιου, του χαύνου και αμελούς. Και αν είναι καταραμένος όποιος εκτελεί αμελώς τις εντολές του Θεού, πολύ περισσότερο θα κατακριθεί όποιος εκτελεί μερικά από εκείνα που μπορεί να κάνει, ή δεν εκτελεί καθόλου. Θα εύρεις ότι αυτό γίνεται και στους πολιτικούς νόμους και στις βιοτικές υποθέσεις. Πράγματι τον δούλο που βλέπει να διαρρηγνύεται από κάποιους η οικία του κυρίου του και να διαρπάζεται η περιουσία του, και ούτε να βοηθεί τους κλέφτες ούτε να τους εμποδίζει, αλλά να τους αφήνει να φεύγουν κρυφά, αφού αρπάξουν τα πάντα, αυτόν το δούλο ο κύριός του τον θεωρεί εξ ίσου μ’ εκείνους επίβουλο εναντίον του και κλέφτη. Τι λοιπόν; Δεν θα καταψηφίσετε κι εσείς όλοι τα ίδια κατά του πονηρού δούλου; Έτσι οπωσδήποτε θα συμβεί πρώτα και μ’ εμένα τον άθλιο και ταπεινό (διότι διστάζω να ειπώ, και σε όλους σας), αν απέχουμε βέβαια από τα πονηρά έργα και πράξεις, αλλά δεν αποκτούμε αντί γι’ αυτές με κάθε τρόπο τις αρετές» (τ. 19Γ, σελ. 25-7).
«Εκείνο που δίδεται για να αγορασθούν αυτά (οι αρετές) δεν είναι χρυσός, ούτε αργύριο, αλλά αίμα. Διότι ο καθένας μας που θέλει τα αγοράζει ένα προς ένα με αίμα. Πράγματι, εάν δεν σφαγιαστεί κάποιος αληθινά σαν πρόβατο για μία οποιαδήποτε αρετή και δεν χύσει το αίμα του γι’ αυτήν, δεν θα την αποκτήσει ποτέ διότι ο Θεός οικονόμησε να λαμβάνουμε την αιώνια ζωή με τον κατά πρόθεση θάνατο. Πέθανε και θα ζήσεις. Δεν θέλεις; Τότε είσαι νεκρός. Αλλά ας δούμε ποιες είναι οι μονές και οικίες των αρετών, για τις οποίες οφείλει κανείς να χύσει το αίμα του για να τις αποκτήσει» (τ. 19Γ, σ. 81).
«Το κακό και φιλήδονο ήθος, το οποίο εξαφανίζεται με την επίμονη εργασία της προσευχής, με τη μελέτη των θείων λογίων και με την τακτική εκτέλεση των αγαθών. Διότι, όπως όταν ανατέλλει σιγά σιγά ο ήλιος υποχωρεί και εξαφανίζεται το σκοτάδι, έτσι και όταν ανατέλλει η αρετή διώκεται η κακία σαν σκοτάδι και αποδεικνύεται ανυπόστατη, και από τότε μένουμε διαπαντός αγαθοί, όπως μέχρι τότε ήμασταν πονηροί. Με λίγη λοιπόν υπομονή και ελάχιστη προαίρεση ή, για να πούμε καλύτερα, με τη βοήθεια του ζώντος Θεού αναπλασσόμαστε και ανανεωνόμαστε, καθαριζόμενοι στην ψυχή και στο σώμα και στη διάνοια» (τ. 19Δ, σελ. 159-161).
«Όπως ο γεωργός κοπιάζει οργώνοντας και σκάβοντας και καταβάλλοντας στη γη τα σπέρματα μόνο, το να φυτρώσουν όμως αυτά και να δώσουν καρπό όψιμο και πρώιμο είναι δώρο του Θεού, αυτό ακριβώς θα βρεις να συμβαίνει και στα πνευματικά. Διότι δικό μας έργο είναι να μετέλθουμε κάθε πράξη και να καταβάλουμε τα σπέρματα των αρετών με πόνο και σφοδρό κόπο, μόνου του Θεού όμως δώρο και έλεος είναι το να ρίξει τη βροχή της φιλανθρωπίας και της χάριτός του και να καταστήσει καρποφόρα την άκαρπη γη των καρδιών μας, ώστε ο κόκκος του λόγου που έπεσε στις ψυχές μας να λάβει τη δροσιά της θείας χρηστότητας και, αφού φυτρώσει, ν’ αυξηθεί και να γίνει μεγάλο δένδρο, να φθάσει δηλαδή σε ανδρική τελειότητα του μέτρου της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (τ. 19Δ, σ. 193).
«Αν και κρύβονται οι άγιοι, τους φανερώνει ο Θεός, ώστε άλλοι να γίνουν ζηλωτές τους, και άλλοι να μη έχουν δικαιολογία. Και όσοι θέλουν να ζουν μέσα στους θορύβους, σε κοινόβια, στα όρη και σε σπήλαια, αν πολιτεύονται αξίως σώζονται και αξιώνονται μεγάλων αγαθών από τον Θεό από την πίστη μόνο σ’ αυτόν, ώστε, όσοι αποτυγχάνουν εξ αιτίας της αδιαφορίας τους, να μην έχουν τίποτε να πουν κατά την ημέρα της κρίσεως. Διότι είναι αψευδής, αδελφοί μου, εκείνος που υποσχέθηκε τη σωτηρία με βάση την πίστη μόνο σ’ αυτόν» (τ. 19Δ, σ. 261).
«Ως τη δοκίμασα (τη Θ. Χάρη) απαθής κι εγώ έγινα αμέσως καθώς με πύρωνε η ηδονή και μ’ άναβε ο πόθος κι από το φως μετάλαβα κι έγινα φως κι ο ίδιος από όποιο πάθος πιο ψηλά κι όποια κακία έξω. Γιατί της απάθειας το φως δεν το αγγίζει πάθος καθώς τον ήλιον η σκιά και της νυκτός το σκότος. Τέτοιος ενώ έγινα λοιπόν κι ενώ πια τέτοιος ήμουν, Κύριε, κάπως αφέθηκα θαρρώντας στον εαυτό μου κι η μέριμνα με τράβηξε των αισθητών πραγμάτων και βούλιαξα ο δυστυχής στη βιοτική φροντίδα και κρυώνοντας σαν σίδερο ήρθα κι έγινα μαύρος κι αφού έμεινα πολύ καιρό σκουριά άρχισα να πιάνω κι είναι γι’ αυτό που κράζω σου, φιλάνθρωπε, ζητώντας και πάλι να καθαριστώ και στο παλιό μου κάλλος να επιστρέψω και το φως να χαρώ το δικό σου» (τ. 19ΣΤ, σ. 273, στιχ. 34-48) .
(ΕΠΕ, ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου)
(Η συλλογή των κειμένων έγινε από τον π. Νικόλαο Πουλάδα)