Όχι δεν υπάρχει. Η θεία ευχαριστία είναι το δείπνο του Θεού. Όπως δε σ’ ένα κοσμικό δείπνο οι προσκαλεσμένοι θα μετάσχουν στην παρατιθέμενη τράπεζα, έτσι και στο δείπνο του Θεού που παρατίθεται στην Εκκλησία όσοι μεταβαίνουν στη θεία λειτουργία εξυπακούεται ότι θα λάβουν μέρος στο ουράνιο θείο δείπνο. Οι εκκλησιαζόμενοι πιστοί είναι συνδαιτυμόνες στη μυστική θεία τροφή. Άλλωστε στο τραπέζι του Θεού όπου παρατίθεται ο σταυρωμένος και αναστημένος Χριστός, καλούνται οι πιστοί από τον ιερέα να μετάσχουν: «Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Η κλήση προσέλευσης είναι συλλογική και ατομική. Επομένως σε κάθε θεία λειτουργία ο πιστός έχει το δικαίωμα και τη δυνατότητα να κοινωνήσει. Δεν υπάρχουν φραγμοί αντικειμενικοί στη μυστηριακή προσέλευση.
Μόνο από άποψη υποκειμενική μπορεί να υπάρξουν φραγμοί στην επιτέλεση του υπέρτατου χρέους. Εννοούμε την ψυχική κατάσταση του κοινωνούντος, αν δηλαδή αυτός είναι άξιος να φιλοξενήσει μέσα του τον σφαγιασμένο Αμνό του Θεού· αν είναι καθαρός να δεχτεί τη φωτιά του Θεού. Για να γίνει όμως αυτό απαιτείται η κατάλληλη ηθική και πνευματική προετοιμασία, την οποία θα σταθμίσει στη συνείδησή του ο ίδιος ο πιστός, σε συνεννόηση φυσικά με τον πνευματικό του πατέρα.
Όπως και σε όλα τα άλλα πνευματικά πράγματα, έτσι και εδώ χρειάζεται η δέουσα εξισορρόπηση. Ούτε ν' αργεί κανείς πολύ να προσέρχεται στην μυστική τράπεζα του Θεού, γιατί υπάρχει κίνδυνος να καταποθεί από το δαίμονα ούτε πάλι να είναι πολύ πρόχειρος και βιαστικός, γιατί υπάρχει κίνδυνος να περιπέσει σε μία τυπικότητα και σ' ένα εθισμό, που θ’ αμβλύνουν στην ψυχή του την αίσθηση της σημασίας και της σπουδαιότητας του ιερού μυστηρίου. Πώς να νιώθουν άραγε οι ιερείς, οι οποίοι είναι «υποχρεωμένοι» όχι απλώς να κοινωνούν σε κάθε θεία λειτουργία, αλλά να καταλύουν στο τέλος ολόκληρη την ποσότητα του αγιασμένου άρτου και του οίνου; Βλέπει ορισμένους κανείς και νιώθει άβολα, κυρίως όταν βιάζονται.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 256-257)