ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Ευεργεσία στην ευεργέτιδα
Ο αρχιμανδρίτης Βενέδικτος Πετράκης (+ 8 Σεπτεμβρίου 1961) ανέπτυξε μια θαυμαστή ποιμαντική δραστηριότητα στην Ι. Μητρόπολι Αιτωλοακαρνανίας και ιδιαίτερα στο Αγρίνιο. Πολλά πνευματικά αναστήματα της περιοχής αυτής είναι καρποί της πολυετούς συστηματικής εργασίας και της φλογερής αγάπης του για τον Θεό και τον πλησίον.
Στα νεανικά του προπαντός χρόνια τον βοήθησε οικονομικά μια ευλαβής κυρία από την Πάτρα, η Μελπομένη Μπουλμπασάκου. Με τη συμπαράστασί της μπόρεσε να σπουδάση Θεολογία.
Κάποτε, όταν σαν ώριμος ιεροκήρυξ άπλωνε τη δράσι του σε όλη την Αιτωλοακαρνανία, έλαβε ένα τηλεφώνημα, που του γνωστοποιούσε ότι η ευεργέτις του βρισκόταν στα τελευταία της και τον καλούσε για να την κοινωνήση. Αμέσως ο π. Βενέδικτος πήρε ένα ταξί και έσπευσε στην Πάτρα, στο σπίτι της. Φθάνοντας όμως στις σκάλες, συναντά έναν ιεροδιάκονο που πήγε προηγουμένως να την κοινωνήση και κείνη τη στιγμή έφευγε.
-Την κοινώνησες; τον ρωτά.
-Δεν πρόλαβα, πάτερ. Απέθανε!...
-Έλα μαζί μου.
Μπήκαν μαζί στο δωμάτιο της νεκρής. Ήταν γεμάτο από ευλαβείς χριστιανούς. Λέει ο π. Βενέδικτος:
-Γονατίστε όλοι και προσευχηθήτε!
Γονατίζει και ο ίδιος… Ύστερα με το δεξί του χέρι πιάνει το χέρι της και με το αριστερό αγγίζει το μέτωπο της, και της φωνάζει:
-Μελπομένη… Μελπομένη… ο Βενέδικτος είμαι. Ήρθα νε σε κοινωνήσω.
Και ω του θαύματος!... Συνήλθε, γύρισε στη ζωή! Άνοιξε ελάχιστα το στόμα της και την κοινώνησε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Της έδωσε μετά κρασί, λέγοντας της:
-Πιες το.
Και το ήπιε… Μετά και νερό, και το κατάπιε… Μετά της λέει:
-Κοιμήσου τώρα και καλή αντάμωση στη βασιλεία των ουρανών.
Απευθύνεται έπειτα στον διάκονο:
-Δεν σου είπα, αδελφέ, ότι δεν πέθανε;
Και απευθυνόμενος σε όλους τους παρευρισκομένους είπε:
-Να μην πήτε σε κανένα τίποτε από αυτά που είδατε σήμερα, πριν από τον θάνατο μου.
(Ένας σύγχρονος άγιος)
(Χαρίσματα και Χαρισματούχοι, Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 178-180)
(Εφεσ. ε΄ 14)
(Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου,
Εις την προς Εφεσίους, Oμιλία ΙΗ', ΕΠΕ 21, 145)
Δόγμα
και ήθος
Να διατηρούμε την ακρίβεια των δογμάτων, και να δείχνουμε ζωή αντάξια, ώστε να κερδίσουμε και τα μέλλοντα αγαθά.
Ε.Π.Ε. 5,438
και βίος καθαρός
Ας παρακαλέσουμε τον Θεό, να μας χαρίση μαζί με την κατανόησι των νοημάτων της Γραφής, και την ορθότητα των δογμάτων, αλλά και να καταστή αφορμή (η Γραφή) να αποκτήσουμε βίο καθαρό και ζωή απαστράπτουσα.
Ε.Π.Ε. 12,566
εμποδίζει ο ακάθαρτος βίος
Ο ακάθαρτος βίος γίνεται εμπόδιο για υψηλά δόγματα, αφού σκοτίζει το διορατικό της διανοίας... Εκείνος, που επιδιώκει την αλήθεια, πρέπει να είναι καθαρός από όλα τα πάθη.
Ε.Π.Ε. 18,222
πέτρα της πίστεως
Να σταθούμε πάνω στην πέτρα, δηλαδή, πάνω στα δόγματα και τους λόγους του Θεού, ώστε να κατανοήσουμε το σάλο της παρούσης ζωής. Έτσι και εμείς θα σωθούμε και τους άλλους που έχουν ναυαγήσει θα τους ανασύρουμε, και όλοι θα αξιωθούμε των μελλόντων αγαθών.
Ε.Π.Ε. 18α,272
όχι ανθρώπων
Ο απόστολος Παύλος, αφού παρουσίασε αξιόπιστο το λόγο, αναφέρει τα πάντα στο Χριστό και φανερώνει, ότι κανένα από τα δόγματα της πίστεως δεν είναι ανθρώπινο.
Ε.Π.Ε. 18α,556
πονηρό, ως μέθη
Όχι μόνο αυτοί με τις αιρετικές δοξασίες, αλλά και αυτοί που κατέχονται από μεγάλες αμαρτίες, βρίσκονται σε μέθη και παραφροσύνη.
Ε.Π.Ε. 18α,658
και ελεημοσύνη
Αφού τελείωσε το λόγο για τα δόγματα και επειδή πρόκειται να έλθη στην ηθική παραίνεσι, προχωρεί στην κορυφή των αγαθών, για να μιλήση για την ελεημοσύνη.
Ε.Π.Ε. 18α,716
και καλά κατορθώματα
Τα δόγματα έχουν ανάγκη από ζωή αγία... Είναι δυνατόν να γίνη κανείς άγιος μόνο από την πίστι; Εμείς βέβαια ευχόμαστε σε όλους να έχουν παρρησία προς τον Θεό και με τις αρετές.
Ε.Π.Ε. 19,68
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 68-70)
Του Αββά Παμβώ
α’. Ήταν ένας λεγόμενος Αββάς Παμβώ και γι΄ αυτόν αναφέρουν, ότι επί τρία χρόνια παρακαλούσε τον Θεό, λέγοντας: «Μη με δοξάσης πάνω στη γη». Και τόσο τον δόξασε ο Θεός, ώστε δεν μπορούσε τινάς να τον ατενίση κατά πρόσωπο, από τη δόξα όπου έλαμπε στην όψη του. β’. Ήλθαν κάποτε αδελφοί στον Αββά Παμβώ και τον ρώτησε ο ένας, λέγοντας: «Αββά, εγώ επί δυο μέρες νηστεύω και δυο ψωμιά τρώγω. Άρα σώζω την ψυχή μου ή είμαι σε πλάνη;». Είπε δε και ο άλλος: «Αββά, εγώ κερδίζω δυο μικρά νομίσματα από το εργόχειρό μου κάθε μέρα και κρατώ κάτι για τη διατροφή μου, τα δε υπόλοιπα τα προσφέρω ελεημοσύνη. Άρα σώζομαι ή πάω χαμένος;». Ενώ όμως πολύ τον παρακαλούσαν, δεν τους έδωσε απόκριση. Ύστερα δε από τέσσερις μέρες, ήταν να φύγουν. Και τους παρηγορούσαν οι κληρικοί, λέγοντας: «Μη στενοχωρήστε, αδελφοί. Ο Θεός θα σας αμείψη. Έτσι συνηθίζει ο γέρων, δεν μιλά εύκολα, αν ο Θεός δεν του δώση εσωτερική πληροφορία». Πήγαν λοιπόν στον γέροντα και του είπαν: «Αββά, προσευχήσου για μας». Τους ρωτά: «θέλετε να φύγετε;». Του απαντούν: «Ναι». Τότε, παίρνοντας επάνω του τις πράξεις τους και γράφοντας στο χώμα, έλεγε: «Ο Παμβώ, επί δυο μέρες νηστεύοντας και δυο ψωμιά τρώγοντας, άρα μ αυτό γίνεται μοναχός; Όχι. Ο Παμβώ κερδίζει με το εργόχειρό του δυό μικρά νομίσματα και τα δίνει ελεημοσύνη. Άρα, έτσι, γίνεται μοναχός; Όχι ακόμη». Και τους λέγει: «Καλές βέβαια είναι οι πράξεις. Αλλά αν δεν φυλάξης τη συνείδησή σου καθαρή απέναντι στον πλησίον σου, δεν σώζεσαι». Και έχοντας εσωτερική πληροφορία, έφυγαν μετά χαράς. γ’. Πήγαν κάποτε τέσσερις Σκητιώτες στον μεγάλο Παμβώ, φορώντας δέρματα, και φανέρωσε ο καθένας την αρετή του συντρόφου του. Ο ένας νήστευε πολύ. Ο δεύτερος δεν είχε τίποτε το υλικό δικό του. Και ο τρίτος είχε αποχτήσει πολλή αγάπη. Λέγουν δε και για τον τέταρτο, ότι εικοσιδυό χρόνια έχει οπού βρίσκεται σε υπακοή γέροντος. Τους αποκρίθηκε ο Αββάς Παμβώ: «Σας λέγω, ότι η αρετή αυτού του τελευταίου μεγαλύτερη είναι. Γιατί ο καθένας από σας, την αρετή οπού απόχτησε, την πήρε με το θέλημά του. Αυτός όμως έκοψε το δικό του θέλημα και κάνει άλλου το θέλημα. Τέτοιοι άνθρωποι, ομολογητές είναι, αν αντέξουν έως το τέλος». δ’. Ο όσιας μνήμης Αθανάσιος, ο Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας, παρακάλεσε τον Αββά Παμβώ να κατεβή από την έρημο στην Αλεξάνδρεια. Κατέβηκε λοιπόν και βλέποντας εκεί μια γυναίκα του θεάτρου, τον πήραν τα δάκρια. Και σαν οι γύρω του τον ρώτησαν γιατί δάκρυσε, είπε: «Δυο ήταν οι αιτίες. Πρώτα, η απώλεια εκείνης της γυναίκας. Ύστερα, το ότι δεν έχω τόση φροντίδα να αρέσω στον Θεό όση εκείνη για να αρέση σε ανθρώπους αισχρούς». ε’. Είπε ο Αββάς Παμβώ: «Με τη χάρη του Θεού, αφ΄ ότου εγκατέλειψα τον κόσμο, δεν μεταμελήθηκα για ό,τι είπα».στ’. Είπε πάλι: «Τέτοιο ο μοναχός ιμάτιο οφείλει να φορά, ώστε, αν το αφήση έξω από το κελλί του επί τρεις μέρες, κανείς να μη το πάρη». ζ’. Συνέβη κάποτε να οδεύη ο Αββάς Παμβώ με κάποιους αδελφούς στα μέρη της Αιγύπτου. Και βλέποντας λαϊκούς καθισμένους, τους λέγει: «Σηκωθήτε και χαιρετήστε τους μοναχούς, για να πάρετε ευλογία. Γιατί αδιάκοπα μιλούν στον Θεό και τα στόματά τους άγια είναι». η’. Διηγήθηκαν για τον Αββά Παμβώ: «Τελευτώντας, την ίδια την ώρα του θανάτου, είπε στους αγίους ανθρώπους οπού του παράστεκαν: Αφ΄ ότου ήλθα σ΄ αυτό τον τόπο της έρημου και έχτισα το κελλί μου και κατοίκησα σ΄ αυτό, δεν θυμάμαι να έφαγα ψωμί οπού να μη προερχόταν από τα χέρια μου, ούτε μεταμελήθηκα για λόγο οπού είπα, έως αυτή την ώρα. Και έτσι φεύγω για τον Θεό, σαν να μη άρχισα καν να υπηρετώ τον Θεό». θ’. Και τούτο τον ξεχώριζε από πολλούς, ότι, αν τον ρωτούσαν να πη κάτι το αγιογραφικό ή το πνευματικό, δεν αποκρινόταν ευθύς. Αλλά έλεγε ότι δεν ήξερε τί να πη. Και πάλι να τον ρωτούσαν, δεν έδινε απόκριση. ι΄. Είπε ο Αββάς Παμβώ: «Αν έχης καρδιά, μπορείς να σωθής». ια’. Ρώτησε ο πρεσβύτερος της Νιτρίας: «Πώς οφείλουν να ζουν οι αδελφοί;». Και του αποκρίθηκε: «Με μεγάλη άσκηση και φυλάγοντας τη συνείδηση καθαρή απέναντι του πλησίον». ιβ’. Έλεγαν για τον Αββά Παμβώ, ότι, καθώς έλαβε ο Μωυσής την εικόνα της δόξας του Αδάμ, όταν δοξάσθηκε το πρόσωπό του, έτσι και του Αββά Παμβώ σαν αστραπή έλαμπε το πρόσωπο και ήταν σαν βασιλεύς καθισμένος στον θρόνο του. Το ίδιο συνέβαινε με τον Αββά Σιλουανό και τον Αββά Σισώη. ιγ’. Έλεγαν για τον Αββά Παμβώ, ότι ποτέ δεν γελούσε το πρόσωπό του. Μια μέρα λοιπόν, θέλοντας οι δαίμονες να τον κάμουν να γελάση, έδεσαν σε ξύλο ένα φτερό και το βαστούσαν, θόρυβο κάνοντας και αλαλάζοντας. Βλέποντάς τους δε ο Αββάς Παμβώ, γέλασε. Και οι δαίμονες άρχισαν να χορεύουν και να τον περιπαίζουν οπού γέλασε. Αυτός όμως τους αποκρίθηκε και τους είπε: «Δεν γέλασα, αλλά κατεγέλασα την αδυναμία σας, οπού τόσοι βαστάτε το φτερό». ιδ’. Ρώτησε ο Αββάς Θεόδωρος της Φέρμης τον Αββά Παμβώ: «Πες μου κάτι ωφέλιμο». Και με πολύ κόπο του είπε: «Θεόδωρε, πήγαινε, έχε το έλεός σου επάνω σε όλους. Γιατί το έλεος δίνει ελευθεροστομία ενώπιον του Θεού».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
ρξη’. Συνέβη μερικοί πατέρες, όπου ανάμεσά τους ήταν και ο Αββάς Ποιμήν, να πάνε στο σπίτι ενός φιλοχρίστου ανθρώπου. Και εκεί όπου έτρωγαν, τους παρέθεσαν και κρέας. Έφαγαν δε όλοι εκτός από τον Αββά Ποιμένα. Και θαύμαζαν οι γέροντες όπου δεν έτρωγε, γνωρίζοντας τη διάκρισή του. Όταν λοιπόν σηκώθηκαν, του λέγουν: «Συ είσαι ο Ποιμήν και έτσι έκαμες;». Τους αποκρίθηκε ο γέρων: «Συγχωρήστε με, πατέρες. Σεις φάγατε και κανείς δεν σκανδαλίστηκε. Εγώ όμως αν έτρωγα, επειδή πολλοί αδελφοί έρχονται πολύ κοντά μου, θα ζημιώνονταν, λέγοντας: Ο Ποιμήν έφαγε κρέας και εμείς δεν τρώμε;». Και θαύμασαν τη διάκρισή του.
ρξθ’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν: «Εγώ λέγω, ότι στον τόπο όπου ρίχνεται ο σατανάς, εκεί ρίχνομαι».
ρο’. Ο ίδιος είπε στον Αββά Ανούβ: «Γύρισε αλλού τα μάτια σου, για να μη δουν ματαιότητα. Γιατί η ελευθερία θανατώνει τις ψυχές».
ροα’. Πάλεψε κάποτε ο Παϊσιος με έναν αδελφό του, ενώ καθόταν ο Αββάς Ποιμήν, ώσπου αίμα έτρεχε από τα κεφάλια τους και ο γέρων δεν τους μίλησε καθόλου. Μπήκε λοιπόν ο Αββάς Ανούβ και βλέποντας τους, λέγει στον Αββά Ποιμένα: «Γιατί άφησες τους αδελφούς να χτυπιούνται, χωρίς τίποτε να τους πής;». Λέγει ο Αββάς Ποιμήν: «Αδελφοί είναι, πάλι φιλιώνουν». Λέγει ο Αββάς Ανούβ: «Τί πάει να πη αυτό; Είδες τί έκαμαν και λες ότι πάλι φιλιώνουν;». Του αποκρίνεται ο Αββάς Ποιμήν: «Βάλε στην καρδιά σου, ότι δεν βρισκόμουν εδώ μέσα».
ροβ’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Αδελφοί κατοικούν μαζί μου. Εγκρίνεις να τους προστάζω;». Του λέγει ο γέρων: «Όχι. Αλλά κάμε πρώτα το έργο και αν θέλουν έτσι να ζουν, ας το σκεφθούν μόνοι τους». Του λέγει ο αδελφός: «θέλουν και οι ίδιοι, πάτερ, να τους προστάζω». Του άπαντά ο γέρων: «Όχι. Αλλά γίνε τους υπόδειγμα και όχι νομοθέτης».
ρογ’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν: «Αν σε επισκεφθή ένας αδελφός και διαπιστώσης ότι δεν ωφελείσαι με την επίσκεψή του, ζήτα στη διάνοιά σου και μάθε ποιος ήταν ο λογισμός οπού είχε πριν εισέλθη στο κελλί σου. Τότε θα καταλάβης την αιτία γιατί δεν ωφελείσαι. Και αν αυτό το κάμης με ταπεινοφροσύνη και προσοχή, θα είσαι άμεμπτος στον πλησίον σου, βαστάζοντας τα ελαττώματά σου. Γιατί, αν τινάς με ευλάβεια μένη στο κελλί του, δεν θα φταίξη, μια και ο Θεός είναι ενώπιόν του. Και όπως βλέπω εγώ, με τέτοια διαμονή αποχτά ο άνθρωπος τον φόβο του Θεού».
ροδ’. Είπε πάλι: «Η κακία την κακία δεν την καταβάλλει καθόλου. Αλλά, αν τινάς σου κάμη κακό, συ κάμε του καλό, ώστε με την ευεργεσία να εξουδετερώσης την κακία».
ροε’. Είπε πάλι: «Ο Δαυίδ, όταν πάλεψε με το λιοντάρι, από το λαρύγγι το άδραξε και ευθύς το θανάτωσε. Αν λοιπόν και εμείς επιβληθούμε στο λαρύγγι και στην κοιλία μας, νικάμε, με τη βοήθεια του Θεού, το αόρατο λιοντάρι».
ροστ’ . Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Τί να κάμω, οπού μου έρχεται θλίψη και σαλεύομαι;». Και είπε ο γέρων: «Η βία κάνει και τους μικρούς και τους μεγάλους να σαλευτούν».
ροζ΄. Έλεγαν για τον Αββά Ποιμένα, ότι έμενε σε Σκήτη με δυο αδελφούς του. Και ο νεώτερος τους έθλιβε. Και λέγει στον άλλο αδελφό: «Αυτός ο μικρός μας χαλά τη ζωή. Σήκω, να φύγουμε από εδώ». Βγήκαν λοιπόν και τον παράτησαν. Μόλις εκείνος είδε να καθυστερούν, τους αντιλήφθηκε να είναι μακριά και άρχισε να τρέχη πίσω τους, φωνάζοντας. Λέγει τότε ο Αββάς Ποιμήν: «Ας περιμένουμε τον αδελφό, γιατί αγκομαχεί». Σαν τους πλησίασε λοιπόν, έβαλε μετάνοια, λέγοντας: «Που πηγαίνετε και με αφήνετε μονάχον;». Του λέγει ο γέρων: «Το κάμαμε, γιατί μας θλίβεις». Τους λέγει: «Ναι, ναι, όπου θέλετε, ας πάμε μαζί». Και, βλέποντας ο γέρων την ακακία του, λέγει στον αδελφό: «Ας γυρίσουμε πίσω, αδελφέ. Γιατί δεν τα κάνει αυτά με το θέλημά του, αλλά ο διάβολος τον φέρνει σ΄ αυτή την κατάσταση». Και γύρισαν στον τόπο τους.
ροη’. Ρώτησε ένας ηγούμενος Κοινοβίου τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Πώς μπορώ να αποχτήσω τον φόβο του Θεού;». Του λέγει ο Αββάς Ποιμήν: «Πώς μπορούμε να αποχτήσουμε φόβο Θεού, όταν αποθηκεύουμε τυριά και παστό κρέας;».
ροθ’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Αββά, ήταν δυό άνθρωποι, ένας μοναχός και ένας λαϊκός. Ο μοναχός σκέφθηκε το βράδι να αποβάλη το σχήμα όταν θα ξημέρωνε και ο λαϊκός σκέφθηκε να γίνη μοναχός. Αλλά, την ίδια νύχτα, πέθαναν και οι δυό. Τί απέγινε μ΄ αυτούς;». Και είπε ο γέρων: «Ο μοναχός πέθανε μοναχός και ο λαϊκός πέθανε λαϊκός. Γιατί, στην κατάσταση όπου βρίσκονταν, έφυγαν απ΄ αυτόν τον κόσμο».
ρπ΄. Έλεγε ο Αββάς Ιωάννης, ότι πήγαμε κάποτε από τη Συρία στον Αββά Ποιμένα και θέλαμε να τον ρωτήσουμε για τη σκληροκαρδία. Αλλά ο γέρων δεν ήξερε ελληνικά και δεν είχαμε διερμηνέα. Βλέποντάς μας δε στενοχωρημένους ο γέρων, άρχισε να μιλά στα ελληνικά, λέγοντας: «Η φύση του νερού είναι απαλή, ενώ της πέτρας είναι σκληρή. Αλλά το κανάτι του νερού, κρεμασμένο πάνω από την πέτρα και στάζοντας στάζοντας, τρυπά την πέτρα. Έτσι και ο λόγος του Θεού απαλός είναι, ενώ η καρδιά μας είναι σκληρή. Ακούοντας όμως ο άνθρωπος συχνά τον λόγο του Θεού, ανοίγεται η καρδιά του στον φόβο του Θεού».
ρπα’. Πήγε ο Αββάς Ισαάκ στον Αββά Ποιμένα. Και βλέποντάς τον να ρίχνη λίγο νερό στα πόδια του, του είπε, με το θάρρος όπου του είχε: «Πώς μερικοί σκληραγώγησαν το σώμα τους με τόση έχθρα;». Και του λέγει ο Αββάς Ποιμήν: «Εμείς δεν διδαχθήκαμε να σκοτώνουμε το σώμα, αλλά να σκοτώνουμε τα πάθη».
ρπβ’. Είπε πάλι: «Αυτά τα τρία δεν μπορώ να κόψω: Το να τρώγω, το να ντύνωμαι και το να κοιμάμαι. Αλλά κατά ένα μέρος μπορούμε να τα κόψουμε».
ρπγ’. Συμβουλεύτηκε ένας αδελφός τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Πολλά χορταρικά τρώγω». Είπε ο γέρων: «Δεν σε συμφέρει. Αλλά φάγε το ψωμί σου και λίγα χορταρικά και μη γυρίσης στο σπίτι σου εξ αιτίας υλικών αναγκών».
ρπδ’. Έλεγαν για τον Αββά Ποιμένα, ότι, αν κάθονταν μερικοί γέροντες μπροστά του και μιλούσαν για γέροντες και αν έφερναν στο στόμα τους τον Αββά Σισώη, τους έλεγε: «Αφήστε τα σχετικά με τον Αββά Σισώη. Γιατί δεν περιγράφονται με λόγια».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
Πόσες φορές έχουμε πει αυτή την κουβέντα; Πόσες φορές δεν έχουμε αναρωτηθεί με παράπονο, καημό, απογοήτευση και έκπληξη ‘γιατί να συμβαίνει τώρα αυτό σε μένα;’ Γιατί να απολυθώ εγώ; Γιατί να προδοθώ; Γιατί να χωρίσω; Γιατί να αρρωστήσω; Και αμέτρητα άλλα ‘γιατί’ που μπορεί ο καθένας μας να συμπληρώσει και που έχει ξεστομίσει στη διάρκεια της ζωής του. Και είναι τόσο έντονο εκείνη την ώρα το παράπονο που αυτό το γιατί γίνεται θαρρείς μαχαίρι που σε χτυπάει στην καρδιά! Δεν το αντέχεις! Αυτή η αίσθηση που έχουμε ότι εμείς είμαστε στο απυρόβλητο και πως μόνο οι άλλοι μπορούν να παθαίνουν ‘ συμφορές’ πρέπει να πάψει να υφίσταται γιατί είναι αυτή τελικά η νοοτροπία που μας κάνει κακό. Και αυτό το ‘γιατί σε μένα;’ να γίνει ‘γιατί όχι σε μένα;’
Δηλαδή ποιος είμαι εγώ που δεν θα πονέσω, δεν θα πληγωθώ, δεν θα απογοητευθώ, δεν θα ταπεινωθώ, δεν θα αδικηθώ ή δεν θα πολεμηθώ; Αν θέλουμε να έχουμε ειρήνη μέσα μας και γαλήνη παρά τις κακοτοπιές και τις αναποδιές μόνο ένας δρόμος υπάρχει… να μαθητεύσουμε κοντά στο Χριστό. Μόνο η εν Χριστώ ζωή μας θα μας καταστήσει δυνατούς και ικανούς να αποκτήσουμε διαφορετική θέαση και ερμηνεία των όσων συμβαίνουν στη ζωή μας και έτσι προσπαθώντας να ερμηνεύουμε και να ζούμε ως μαθητές και τέκνα του Θεού τότε θα μπορούμε να λέμε με ευκολία‘ αφού έπαθε Εκείνος για μένα θα πάθω κι εγώ για Εκείνον κάτι’. Γιατί δεν είναι ο δούλος ανώτερος από τον Κύριο του ( Κατά Ιω. ιγ΄,16). Κι έτσι θα ξεπερνάμε λιγότερο επώδυνα τις δοκιμασίες μας και θα συνεχίζουμε πιο ώριμοι και χαρούμενοι τη διαδρομή μας γιατί θα είμαστε μαζί με το Χριστό που είναι η μόνη αληθινή Χαρά!
Δεν είναι η ζωή αυτή εξάλλου μια βόλτα στην παιδική χαρά. Είναι ένας προθάλαμος, ένα προπονητήριο, ένα στάδιο. Ο Θεός μάς χάρισε αυτή τη ζωή για να μας δώσει χρόνο μετανοίας, χρόνο θεραπείας από τα πάθη μας, χρόνο πνευματικής αλλοιώσεως και καρποφορίας, χρόνο για την τελείωση και τη θέωση μας. Και είναι οι θλίψεις περισσότερο που μας ωριμάζουν και μας κάνουν να πηγαίνουμε κοντά στον Κύριο. Είναι άλλωστε στενή και τεθλιμμένη η οδός που οδηγεί στη Βασιλεία των Ουρανών.(Κατά Ματθ.ζ΄,14) Κάθε μας θλίψη λοιπόν να την εκμεταλλευόμαστε πνευματικά και να μην ξεχνάμε ποτέ τον τελικό προορισμό μας και έτσι θα είμαστε ευγνώμονες και δυνατοί και δε θα λέμε πια ‘γιατί σε μένα’ αλλά ‘δόξα τω Θεώ σε μένα’!(A.K.B)
Όραμα για ένα εφημερεύον Μοναστήρι
Ένα βράδυ στα Καλλίσια ο Γέροντας με ρώτησε : " Δεν μου λες, όταν αρρωστήσει κανείς, κοιτάει τί ώρα είναι, για να πάει στο νοσοκομείο ; " Απόρησα με την παράδοξη ερώτηση και απήντησα : " Γιατί να κοιτάει την ώρα, Γέροντα ; Θα πάει στο νοσοκομείο αμέσως, οποιαδήποτε ώρα και αν αρρωστήσει ". Κι ο Γέροντας : " Ακόμη και αν είναι νύχτα ; Και μετά τα μεσάνυχτα ; " " Ασφαλώς ", του απήντησα. Τότε εξακολούθησε : " Και δε μου λες, μήπως νομίζεις ότι ο άνθρωπος κινδυνεύει λιγότερο όταν αρρωσταίνει από πνευματικές αρρώστιες, από αμαρτίες ; " " Κινδυνεύει ασυγκρίτως περισσότερο ", του απήντησα." Ξέρεις ", συνέχισε, " πόσοι άνθρωποι, εξ αιτίας των αμαρτιών τους, κινδυνεύουν να χάσουν και την πρόσκαιρη και την αιώνια ζωή τους, πόσοι απελπίζονται και φθάνουν στα πρόθυρα της αυτοκτονίας ; Αν αυτό συμβεί, ας πούμε, στις δυο τα μεσάνυχτα και θελήσουν να βρουν την ώρα εκείνη μία Εκκλησία ανοιχτή να προσευχηθούν κι έναν πνευματικό να εξομολογηθούν θα μπορέσουν " ; " Όχι βέβαια ", απήντησα, με την περιέργειά μου να κορυφώνεται, για το τί τελικά ήθελε να μου πει ο Γέροντας. " Ε, λοιπόν ", κατέληξε : " Δεν θα ήταν ωραίο να υπήρχε ένα Μοναστήρι, έξω από την Αθήνα, αλλά όχι μακριά από την Αθήνα, που στο ναό θα γίνονται ακολουθίες και εξομολόγηση όλο το 24ωρο, με βάρδιες ιερομονάχων, όπως των γιατρών στα εφημερεύοντα νοσοκομεία, και όπου θα μπορούσαν να καταφύγουν, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας και της νύχτας, άνθρωποι τραυματισμένοι από την αμαρτία ; " Τότε κατάλαβα τί εννοούσε. Ωραίο θα ήτανε να υπήρχε, απήντησα, αλλά δεν υπάρχει. Ο Γέροντας κούνησε λυπημένα το κεφάλι του, έπειτα χαμογέλασε περίεργα. Οι οραματισμοί του μου φάνηκαν πολύ τολμηροί, σχεδόν ουτοπικοί.
[Γ 53π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, εκδ. Ι. Μονή Μεταμορφώσεως, Μήλεσι, σελ.283-284)
Ο μεγαλομάρτυς Μάμας
Ο ένδοξος μάρτυς του Χριστού Μάμας γεννήθηκε στην Γάγγρα της Παφλαγονίας το 260 από τους πατρικίους μάρτυρες Θεόδοτο και Ρουφίνα. Γεννήθηκε μέσα στο δεσμωτήριο, που είχαν φυλακισθή οι γονείς του για την πίστη τους στον Χριστό. Το νεογέννητο βρέφος το υιοθέτησε η ευσεβής αρχόντισσα Αμμία η Ματρώνα. Ωνομάσθηκε Μάμας γιατί συχνά προσκαλούσε την θετή μητέρα του με την λέξι «μάμα».
Νεαρώτατος ο άγιος Μάμας συνελήφθη από τον ηγεμόνα Αυρηλιανό της Καισαρείας. Έπειτα από φρικτά μαρτύρια με ράβδους, με αναμμένες λαμπάδες και με λίθους, ελευθερώθηκε και κατέφυγε στο όρος της Καισαρείας. Εκεί τον πλησίαζαν άγρια ζώα και του επέτρεπαν να τα αρμέγη. Έκανε το γάλα τους τυρί και το δώριζε στους φτωχούς της περιοχής. Η συναναστροφή του αυτή με τα άγρια ζώα και η φιλανθρωπία του τον έκαναν με τον καιρό πασίγνωστο στην πόλι. Ο νέος ηγεμόνας της Καισαρείας Αλέξανδρος έστειλε ιππείς και τον συνέλαβαν. Όταν ο άγιος παρουσιάσθηκε ενώπιον του, εκείνος τον ρώτησε:
-Εσύ είσαι ο περιβόητος μάγος Μάμας;
-Εγώ δεν είμαι μάγος, απήντησε ο μάρτυς. Εγώ είμαι δούλος του Χριστού, ο οποίος σώζει τους πιστούς Του και τιμωρεί τους μάγους και τους ειδωλολάτρες. Αλλά γιατί μ’ έφερες εδώ;
-Δεν μπορώ να εννοήσω με ποιες μαγείες εξημερώνεις τα άγρια ζώα και συναναστρέφονται φιλικά μαζί σου και σε υπακούουν σαν λογικά.
-Όποιος πιστεύει στον μόνο αληθινό και αιώνιο Θεό, περιφρονεί τις μαγείες και τα είδωλα. Τα θηρία, αν και είναι άλογα και ανόητα ζώα, ευλαβούνται τον Δημιουργό τους και τιμούν τους δούλους Του. Εσείς όμως είσθε πιο ανόητοι απ’ αυτά, γιατί ενώ το βλέπετε αυτό, δεν παραδέχεσθε την αλήθεια.
Ακολούθησαν άλλα μαρτύρια με σιδερένια νύχια, με μαχαίρια, με φλογισμένο καμίνι και τέλος με θηρία. Όταν μέσα στο στάδιο της πόλεως εξαπέλυσαν μια αρκούδα και μια λεοπάρδαλι εναντίον του, και τα δύο θηρία έδειξαν φιλικές διαθέσεις και σεβασμό στον μάρτυρα. Κατάπληκτο το συγκεντρωμένο πλήθος άρχισε να δείχνη συμπάθεια και να δοξάζη τον αληθινό Θεό. Ο τύραννος διέταξε να εξαπολύσουν ένα λιοντάρι. Το λιοντάρι, που ήταν συνηθισμένο να κατασπαράζη αμέσως την λεία του, πλησίασε ήρεμα και ταπεινά τον μάρτυρα.
Απελπισμένος ο ηγεμόνας θανάτωσε τον άγιο στέλνοντας στρατιώτη με τρίαινα. Θεία φωνή κάλεσε τον μάρτυρα στα ουράνια σκηνώματα και η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη του στις 2 Σεπτεμβρίου.
(Συναξαριστής Θ΄)
("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Α΄, σελ. 238-240)
Ο ανάξιος ετοιμοθάνατος
Ένας Ρώσος ιερέας καταθέτει την ακόλουθη προσωπική του μαρτυρία: ‘‘ Με κάλεσαν να εξομολογήσω και να κοινωνήσω έναν βαριά άρρωστο. Μπαίνοντας στο σπίτι, άκουσα απ’ το δωμάτιο του φωνές και κατάρες. Αναρωτήθηκα ποιος βρίζει με τέτοιο τρόπο και ταράζει τη γαλήνη, που πρέπει να επικρατεί στις κρίσιμες αυτές ώρες. Έκπληκτος όμως διαπίστωσα πως ήταν ο ίδιος ο ετοιμοθάνατος.
’’Σκεφτόμουν με τι τρόπο να επικοινωνήσω μ’ αυτόν τον άνθρωπο, που λίγο πριν πεθάνει βρίζει και καταριέται. Αφού προσευχήθηκα, μπήκα τέλος στο δωμάτιο του, αποφασισμένος να κάνω το καθήκον μου. Τον εξομολόγησα πρώτα, και ύστερα τον κοινώνησα.
’’ Όταν γύρισα στο ναό, στάθηκα να τακτοποιήσω το άγιο ποτήριο που είχα πάρει μαζί μου. Τότε ένιωσα να με διαπερνά ένα ρίγος. Διαπίστωσα πως τα τίμια Δώρα βρίσκονταν μέσα, όπως όταν ξεκίνησα για να πάω στον άρρωστο. Ήταν σαν να μην κοινώνησε! Ο Κύριος σκέπασε και τα δικά μου μάτια και του μελλοθάνατου, και η μετάδοση του δεσποτικού Σώματος και Αίματος δεν πραγματοποιήθηκε. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ανάξιος να κοινωνήσει στις τελευταίες του στιγμές’’.
( Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία, Ι. Μονή Παρακλήτου, σελ.132-133)
88. Πώς έσωσε τον κόσμο ο Θεός;
Με την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του. Η σωτηρία καταβλήθηκε ήδη κατά τη στιγμή της μορφώσεως του θεανδρικού προσώπου του Χριστού. Η ανθρώπινη φύση με την ένωσή της με τη θεία φύση αγιάζεται και θεοποιείται. Αποβάλλει τη φθορά, ανακαινίζεται και αναδημιουργείται, ανατρέχουσα στην προπτωτική της κατάσταση, στην καθαρότητα και φωτοείδεια της εικόνος, που αμαυρώθηκε από την αμαρτία. Με τη σάρκωσή του ο Θεός έγινε άνθρωπος και ο άνθρωπος κατά χάρη Θεός. Η Ορθοδοξία αποθέτει μεγάλο βάρος στο γεγονός της εισόδου τον Χρίστου στον κόσμο, στη γέννηση του σαρκωμένου Λόγου.
Ο Χριστός έσωσε τον κόσμο ασκώντας το προφητικό του αξίωμα. Ως αυτοαλήθεια και ζωή δίδαξε την αλήθεια στον άνθρωπο, φωτίζοντας τον σκοτισμένο νου του και ελευθερώνοντας τον πλανεμένο από την αγνωσία, στην οποία τον οδήγησε η παρακοή. Η αλήθεια ελευθερώνει τον άνθρωπο, χαρίζοντάς του τη χαρά και την άνεση της ζωής του Θεού.
Ο Χριστός λύτρωσε παράλληλα τον άνθρωπο ενασκώντας το αρχιερατικό του αξίωμα. Πρόσφερε στον ουράνιο Πατέρα του θυσία ίλαστήρια την αγία ζωή του. Έχυσε το αίμα του επάνω στο σταυρό για να ξεπλύνει τα αίσχη της φθοράς και το ρύπο της προγονικής παραβάσεως. Με το θάνατό του πάτησε το θάνατο, αμβλύνας το φοβερό κέντρο του και μεταλλάσσοντάς τον σε πύλη εισάγουσα στην ουράνια ζωή. Άπλωσε τις παλάμες του στο σταυρό και ειρήνευσε την κτίση, μάζεψε τα σκορπισθέντα και «ήνωσε τα το πριν διεστώτα», δηλαδή το Θεό και τον άνθρωπο, που είχε χωρίσει η προπατορική αμαρτία. Έκαμε τον αμαρτωλό και πάλι παιδί του Θεού αγαπητό, του άνοιξε διάπλατα τις πύλες της πατρικής εστίας και τον οδήγησε στα δώματα της θείας βασιλείας.
Ο Χριστός ενασκώντας το βασιλικό λυτρωτικό του αξίωμα, έσωσε τον άνθρωπο και με τη ζωηφόρο του Ανάσταση. Νίκησε τελειωτικά το θάνατο, αφού προηγούμενα το συνέτριψε με την κατάβασή του στον άδη, εγκεντρίσας στην πεσμένη φύση τη ζωή του Θεού. Η φύση στον αναστάντα Κύριο απέθεσε τη φθορά του δέντρου της παρακοής, ντύθηκε τα ιμάτια του παραδείσου της χαράς, φόρεσε την αστραφτερή ακτίνα της θείας ενέργειας, έλαμψε το φως του Θεού και κέρδισε αμετάτρεπτα την αθανασία και την αειζωία. Η ανάσταση του Κυρίου ανακαίνισε γη και ούρανούς.
Τέλος ο Κύριος έσωσε τον άνθρωπο με την ένδοξη στον ουρανό Ανάληψή του. Στην Ανάληψη θεωρείται πλήρες και τέλειο το λυτρωτικό έργο του Χριστού. Φέρει τη σφραγίδα και την υπογραφή του Θεού. Το θεωμένο πλάσμα θρονιάζεται ακλόνητα στους κόλπους της θεότητας, στην τριαδική φωταύγεια και δόξα.
Όλες οι πιο πάνω στιγμές, αδιαχώριστες, εκφράζουν ολοκληρωμένο το σχέδιο της θείας περί τον άνθρωπο οικονομίας, το ναι του Θεού στο όχι της εκτροχιασθείσας πλάσης.
(Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 127-129)