ρξη’. Συνέβη μερικοί πατέρες, όπου ανάμεσά τους ήταν και ο Αββάς Ποιμήν, να πάνε στο σπίτι ενός φιλοχρίστου ανθρώπου. Και εκεί όπου έτρωγαν, τους παρέθεσαν και κρέας. Έφαγαν δε όλοι εκτός από τον Αββά Ποιμένα. Και θαύμαζαν οι γέροντες όπου δεν έτρωγε, γνωρίζοντας τη διάκρισή του. Όταν λοιπόν σηκώθηκαν, του λέγουν: «Συ είσαι ο Ποιμήν και έτσι έκαμες;». Τους αποκρίθηκε ο γέρων: «Συγχωρήστε με, πατέρες. Σεις φάγατε και κανείς δεν σκανδαλίστηκε. Εγώ όμως αν έτρωγα, επειδή πολλοί αδελφοί έρχονται πολύ κοντά μου, θα ζημιώνονταν, λέγοντας: Ο Ποιμήν έφαγε κρέας και εμείς δεν τρώμε;». Και θαύμασαν τη διάκρισή του.
ρξθ’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν: «Εγώ λέγω, ότι στον τόπο όπου ρίχνεται ο σατανάς, εκεί ρίχνομαι».
ρο’. Ο ίδιος είπε στον Αββά Ανούβ: «Γύρισε αλλού τα μάτια σου, για να μη δουν ματαιότητα. Γιατί η ελευθερία θανατώνει τις ψυχές».
ροα’. Πάλεψε κάποτε ο Παϊσιος με έναν αδελφό του, ενώ καθόταν ο Αββάς Ποιμήν, ώσπου αίμα έτρεχε από τα κεφάλια τους και ο γέρων δεν τους μίλησε καθόλου. Μπήκε λοιπόν ο Αββάς Ανούβ και βλέποντας τους, λέγει στον Αββά Ποιμένα: «Γιατί άφησες τους αδελφούς να χτυπιούνται, χωρίς τίποτε να τους πής;». Λέγει ο Αββάς Ποιμήν: «Αδελφοί είναι, πάλι φιλιώνουν». Λέγει ο Αββάς Ανούβ: «Τί πάει να πη αυτό; Είδες τί έκαμαν και λες ότι πάλι φιλιώνουν;». Του αποκρίνεται ο Αββάς Ποιμήν: «Βάλε στην καρδιά σου, ότι δεν βρισκόμουν εδώ μέσα».
ροβ’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Αδελφοί κατοικούν μαζί μου. Εγκρίνεις να τους προστάζω;». Του λέγει ο γέρων: «Όχι. Αλλά κάμε πρώτα το έργο και αν θέλουν έτσι να ζουν, ας το σκεφθούν μόνοι τους». Του λέγει ο αδελφός: «θέλουν και οι ίδιοι, πάτερ, να τους προστάζω». Του άπαντά ο γέρων: «Όχι. Αλλά γίνε τους υπόδειγμα και όχι νομοθέτης».
ρογ’. Είπε ο Αββάς Ποιμήν: «Αν σε επισκεφθή ένας αδελφός και διαπιστώσης ότι δεν ωφελείσαι με την επίσκεψή του, ζήτα στη διάνοιά σου και μάθε ποιος ήταν ο λογισμός οπού είχε πριν εισέλθη στο κελλί σου. Τότε θα καταλάβης την αιτία γιατί δεν ωφελείσαι. Και αν αυτό το κάμης με ταπεινοφροσύνη και προσοχή, θα είσαι άμεμπτος στον πλησίον σου, βαστάζοντας τα ελαττώματά σου. Γιατί, αν τινάς με ευλάβεια μένη στο κελλί του, δεν θα φταίξη, μια και ο Θεός είναι ενώπιόν του. Και όπως βλέπω εγώ, με τέτοια διαμονή αποχτά ο άνθρωπος τον φόβο του Θεού».
ροδ’. Είπε πάλι: «Η κακία την κακία δεν την καταβάλλει καθόλου. Αλλά, αν τινάς σου κάμη κακό, συ κάμε του καλό, ώστε με την ευεργεσία να εξουδετερώσης την κακία».
ροε’. Είπε πάλι: «Ο Δαυίδ, όταν πάλεψε με το λιοντάρι, από το λαρύγγι το άδραξε και ευθύς το θανάτωσε. Αν λοιπόν και εμείς επιβληθούμε στο λαρύγγι και στην κοιλία μας, νικάμε, με τη βοήθεια του Θεού, το αόρατο λιοντάρι».
ροστ’ . Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Τί να κάμω, οπού μου έρχεται θλίψη και σαλεύομαι;». Και είπε ο γέρων: «Η βία κάνει και τους μικρούς και τους μεγάλους να σαλευτούν».
ροζ΄. Έλεγαν για τον Αββά Ποιμένα, ότι έμενε σε Σκήτη με δυο αδελφούς του. Και ο νεώτερος τους έθλιβε. Και λέγει στον άλλο αδελφό: «Αυτός ο μικρός μας χαλά τη ζωή. Σήκω, να φύγουμε από εδώ». Βγήκαν λοιπόν και τον παράτησαν. Μόλις εκείνος είδε να καθυστερούν, τους αντιλήφθηκε να είναι μακριά και άρχισε να τρέχη πίσω τους, φωνάζοντας. Λέγει τότε ο Αββάς Ποιμήν: «Ας περιμένουμε τον αδελφό, γιατί αγκομαχεί». Σαν τους πλησίασε λοιπόν, έβαλε μετάνοια, λέγοντας: «Που πηγαίνετε και με αφήνετε μονάχον;». Του λέγει ο γέρων: «Το κάμαμε, γιατί μας θλίβεις». Τους λέγει: «Ναι, ναι, όπου θέλετε, ας πάμε μαζί». Και, βλέποντας ο γέρων την ακακία του, λέγει στον αδελφό: «Ας γυρίσουμε πίσω, αδελφέ. Γιατί δεν τα κάνει αυτά με το θέλημά του, αλλά ο διάβολος τον φέρνει σ΄ αυτή την κατάσταση». Και γύρισαν στον τόπο τους.
ροη’. Ρώτησε ένας ηγούμενος Κοινοβίου τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Πώς μπορώ να αποχτήσω τον φόβο του Θεού;». Του λέγει ο Αββάς Ποιμήν: «Πώς μπορούμε να αποχτήσουμε φόβο Θεού, όταν αποθηκεύουμε τυριά και παστό κρέας;».
ροθ’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Αββά, ήταν δυό άνθρωποι, ένας μοναχός και ένας λαϊκός. Ο μοναχός σκέφθηκε το βράδι να αποβάλη το σχήμα όταν θα ξημέρωνε και ο λαϊκός σκέφθηκε να γίνη μοναχός. Αλλά, την ίδια νύχτα, πέθαναν και οι δυό. Τί απέγινε μ΄ αυτούς;». Και είπε ο γέρων: «Ο μοναχός πέθανε μοναχός και ο λαϊκός πέθανε λαϊκός. Γιατί, στην κατάσταση όπου βρίσκονταν, έφυγαν απ΄ αυτόν τον κόσμο».
ρπ΄. Έλεγε ο Αββάς Ιωάννης, ότι πήγαμε κάποτε από τη Συρία στον Αββά Ποιμένα και θέλαμε να τον ρωτήσουμε για τη σκληροκαρδία. Αλλά ο γέρων δεν ήξερε ελληνικά και δεν είχαμε διερμηνέα. Βλέποντάς μας δε στενοχωρημένους ο γέρων, άρχισε να μιλά στα ελληνικά, λέγοντας: «Η φύση του νερού είναι απαλή, ενώ της πέτρας είναι σκληρή. Αλλά το κανάτι του νερού, κρεμασμένο πάνω από την πέτρα και στάζοντας στάζοντας, τρυπά την πέτρα. Έτσι και ο λόγος του Θεού απαλός είναι, ενώ η καρδιά μας είναι σκληρή. Ακούοντας όμως ο άνθρωπος συχνά τον λόγο του Θεού, ανοίγεται η καρδιά του στον φόβο του Θεού».
ρπα’. Πήγε ο Αββάς Ισαάκ στον Αββά Ποιμένα. Και βλέποντάς τον να ρίχνη λίγο νερό στα πόδια του, του είπε, με το θάρρος όπου του είχε: «Πώς μερικοί σκληραγώγησαν το σώμα τους με τόση έχθρα;». Και του λέγει ο Αββάς Ποιμήν: «Εμείς δεν διδαχθήκαμε να σκοτώνουμε το σώμα, αλλά να σκοτώνουμε τα πάθη».
ρπβ’. Είπε πάλι: «Αυτά τα τρία δεν μπορώ να κόψω: Το να τρώγω, το να ντύνωμαι και το να κοιμάμαι. Αλλά κατά ένα μέρος μπορούμε να τα κόψουμε».
ρπγ’. Συμβουλεύτηκε ένας αδελφός τον Αββά Ποιμένα, λέγοντας: «Πολλά χορταρικά τρώγω». Είπε ο γέρων: «Δεν σε συμφέρει. Αλλά φάγε το ψωμί σου και λίγα χορταρικά και μη γυρίσης στο σπίτι σου εξ αιτίας υλικών αναγκών».
ρπδ’. Έλεγαν για τον Αββά Ποιμένα, ότι, αν κάθονταν μερικοί γέροντες μπροστά του και μιλούσαν για γέροντες και αν έφερναν στο στόμα τους τον Αββά Σισώη, τους έλεγε: «Αφήστε τα σχετικά με τον Αββά Σισώη. Γιατί δεν περιγράφονται με λόγια».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)