ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΝΟΕΜΒΡ.-ΔΕΚΕΜΒΡ.
π. Νικόλαος (ΧΩΡΙΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ)
Δευτέρα: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Τρίτη: 12.30-2 μ. & 8.40 - 10 μ.μ.
Τετάρτη: 8.40 - 10 μ.μ.
Πέμπτη: 12.30-2 μ. & 7-10 μ.μ.
Παρασκευή:12.30 -2 μ. & 7-10 μ.μ.
Σάββατο: 12.30-2.30μ. & 7-9.30 μ.μ.
Κυριακή: 8.20-9.30 βράδυ
Αλήθεια
και παραμύθια
Όποιος θέλει να πει ψέματα και να συρράψει δολιότητες,
σκέψου τί επιχειρεί, τι μηχανορραφίες χρειάζεται,
τί λόγια προσποιείται, τί δεινότητα.
Όποιος όμως λέει την αλήθεια, δεν χρειάζεται κόπο, μήτε δυσκολία,
μήτε υποκρισία, μήτε τεχνάσματα, μήτε άλλο παρόμοιο,
διότι η αλήθεια ακτινοβολεί μόνη της.
Διότι, όπως ακριβώς τα άσχημα σώματα έχουν ανάγκη
από εξωτερικούς τεχνητούς στολισμούς, για να καλύπτουν τη φυσική ασχήμια,
ενώ τα όμορφα εκ φύσεως, λάμπουν μόνα τους,
έτσι βλέπουμε κι ανάμεσα στο ψέμα και την αλήθεια,
ανάμεσα στην κακία και την αρετή.
Ε.Π.Ε. 2,16-18
όχι σκιά
Γιατί τρέχεις πίσω απ’ τη σκιά και δεν αγκαλιάζεις την αλήθεια;
Ε.Π.Ε. 8α,278
Ισχυρή
Τίποτε δεν λάμπει πιο πολύ απ’ την αλήθεια ούτε είναι ισχυρότερο της.
Η αλήθεια παρουσιάζεται γυμνή σε όλους εκείνους,
που θέλουν να δουν την ωραιότητά της.
Δεν θέλει να κρυφτεί ούτε φοβάται τον κίνδυνο, ούτε τρέμει τις συκοφαντίες,
ούτε επιθυμεί τη δόξα των πολλών, ούτε υπακούει στα ανθρώπινα.
Είναι υπεράνω όλων. Δέχεται μύριες πολεμικές, κι όμως παραμένει ακαταγώνιστος.
Ε.Π.Ε. 13,186
σκιάζεται απ’ τα πάθη
Γιατί τρέχεις πίσω από τη σκιά και δεν αγκαλιάζεις την αλήθεια;
Ε.Π.Ε. 16β,106
Σε ανθρώπους καθαρού βίου
Η βρώμικη ζωή στέκει εμπόδιο για τα υψηλά δόγματα,
διότι δεν αφήνει να λειτουργεί η διορατική δύναμις της διανοίας.
Όποιος επιδιώκει την αλήθεια, οφείλει να καθαριστεί προηγουμένως από τα πάθη.
Ε.Π.Ε. 18,222
και παραμύθια
Αν πιστεύεις στην αλήθεια, τί εισάγεις άλλα,
σαν να μην αρκεί η αληθινή πίστης για τη σωτηρία σου;
Ε.Π.Ε. 24,62
αληθοφάνεια (απάτη)
Κανένα έργο καλό δεν έχει να δείξει ο διάβολος, ούτε μικρό ούτε μεγάλο.
Όμως με λόγια σπουδαία που φώναξε με το στόμα της μαντευομένης
και με τις μάταιες ελπίδες του, θέλησε να εξαπατήσει.
Ε.Π.Ε. 31,118
φως που δεν σβήνει
Η δύναμις της αλήθειας δεν έχει ανάγκη καμιάς βοήθειας.
Κι αν ακόμα μυριάδες προσπαθούν να την σβήσουν, δεν εξαφανίζεται.
Ε.Π.Ε. 34,424
τίποτε ισχυρότερο
«Της αλήθειας ισχυρότερον ούδέν»
Ε.Π.Ε. 34,434
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, Τόμος Α΄, σελ. 138-139)
Ο πόνος για τον πλησίον βοηθάει την οικογένεια
Όσο πιο πολλά αγαθά αποκτούν σήμερα οι άνθρωποι, τόσο πιο πολλά προβλήματα έχουν.
Ούτε τον Θεό ευχαριστούν για τις ευεργεσίες Του, ούτε την δυστυχία των συνανθρώπων τους βλέπουν,
για να κάνουν καμμιά ελεημοσύνη. Σπαταλούν και δεν σκέφτονται τον άλλον που δεν έχει να φάη.
Πώς να έρθη μετά η Χάρις του Θεού; Εδώ και οικογενειάρχης να είναι κανείς,
πρέπει από κάπου να κόβη και να οικονομάη κάτι, για να κάνη κάποια ελεημοσύνη.
Να πη στην γυναίκα του και στα παιδιά του ότι στο τάδε μέρος υπάρχει κάποιος άρρωστος εγκαταλελειμμένος
ή κάποια φτωχή οικογένεια που έχει μεγάλη ανάγκη. Εάν δεν έχουν χρήματα να δώσουν, ας τους πή:
«Ας δώσουμε τουλάχιστον ένα χριστιανικό βιβλίο, αφού έχουμε πολλά». Δίνοντας σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη,
κάνει καλό και στον εαυτό του αλλά και στην οικογένειά του.
Εκεί στην Ρωσία οι καημένοι οι πιστοί πόσο στερούνται! Έδωσα μια φορά σε έναν Ρώσο παπά ένα κουτάκι λιβάνι
και του είπα: «Ένα φτωχό δώρο». «Φτωχό είναι αυτό; μου λέει. Τα λιβάνια τα δικά μας είναι... βήχα-βήχα».
Κι εδώ στην Ελλάδα πόσο ταλαιπωρούνται οι πρόσφυγες! Στην Χαλκιδική είδα κάποιον πρόσφυγα που έστρωνε σχιστόπλακες
και έπαιρνε τριακόσιες δραχμές το τετραγωνικό μέτρο και έλεγε: «Δόξα Σοι ο Θεός, που έχουμε ψωμί».
Γι’ αυτό, όταν μου είπε ένας εργολάβος ότι μέσα στην δουλειά φορτώνεται αμαρτίες,
του είπα: «Αν φορτωθής αυτούς τους πρόσφυγες και τους οικονομήσης, θα ξεφορτωθής από τις αμαρτίες σου.
Δεν έχουν που να μείνουν. Εν συγκρίσει με αυτούς εσύ είσαι Ωνάσης».
Ο Θεός, για να ασκήσουμε τις αρετές, επέτρεψε να υπάρχουν οι άρρωστοι, οι φτωχοί κ.λπ.
Μπορούσε και τους αρρώστους και τους φτωχούς, όλους να τους οικονομήση, αλλά τότε θα είχαμε την ψευδαίσθηση ότι είμαστε ενάρετοι.
Θα λέγαμε λ.χ. ότι είμαστε ελεήμονες, χωρίς να είμαστε, ενώ τώρα τα έργα μας φανερώνουν τις αρετές μας.
Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν άνθρωποι που θυσιάζονται για τον συνάνθρωπό τους.
Γνώρισα κάποιον πού, μόλις απολύθηκε από τον στρατό, δέχθηκε να καταδικασθή άδικα με μεγάλη ποινή, για να σώση μια οικογένεια.
Δεν σκέφθηκε ούτε το ρεζίλι, ούτε την σταδιοδρομία του.
Πάντως, βλέπω πώς οικονομάει ο Θεός, ώστε τουλάχιστον ένας από κάθε οικογένεια να έχη πίστη,
ευλάβεια, για να βοηθιούνται και οι υπόλοιποι! Γνώριζα στην Κόνιτσα μια οικογένεια που όλοι ήταν αδιάφοροι προς την Εκκλησία.
Μόνο μια κόρη ξεχώριζε. Μόλις άκουγε την καμπάνα, πετούσε την ποδιά, άφηνε όλες τις δουλειές στην μέση και πήγαινε στην εκκλησία.
Ακόμη και όταν ήρθαν οι Γερμανοί και χτυπούσε ο νεωκόρος την καμπάνα, για να φύγη ο κόσμος από τα σπίτια,
αυτή πήγε στην εκκλησία για εσπερινό! Ήταν και πολύ πονόψυχη, ενώ οι γονείς της πολύ τσιγγούνηδες.
Ο πατέρας της, αντί να φάη φαγητό, έπαιρνε και έτρωγε ένα ξεροκόμματο που το βουτούσε στο νερό.
Η δε μάνα της ήταν πολύ σφιχτή! Αν και τα παιδιά της είχαν μεγάλες θέσεις και περιουσία,
εκείνη έψαχνε να βρη κανένα αναμμένο καρβουνάκι στο τζάκι και με το θειαφοκέρι έπαιρνε από αυτό φωτιά, για να μη χαλάση ένα σπίρτο!
Για καφέμπρικο είχε ένα τενεκεδάκι από κονσέρβα! Όταν ήμουν στην Μονή Στομίου, επειδή η μάνα της με αγαπούσε,
αν ήθελε η κόρη να πάρη κάτι από το σπίτι τους για κανέναν φτωχό και δυσκολευόταν να το βγάλη κρυφά,
της έλεγε: «Μητέρα, ο καλόγερος το θέλει αυτό». «Δώσ’ το, δώσ’ το», της έλεγε εκείνη.
Μόνο για τον καλόγερο η μάνα της δεν αντιδρούσε. Αλλά και τότε στην Κατοχή η κόρη αθόρυβα βοηθούσε τους φτωχούς.
Έβγαζε με τρόπο σιτάρι από την αποθήκη τους, το φορτωνόταν, το πήγαινε στον μύλο, το άλεθε και μοίραζε το αλεύρι στις φτωχές οικογένειες.
Την έπιασε μια φορά η μάνα της και τί είχε τραβήξει!
Τότε έταξε: «Θεέ μου, βοήθησέ με να βρω μια δουλειά και θα δίνω όλον τον μισθό μου ελεημοσύνη».
Την άλλη μέρα την ζήτησαν σε κάποιο ίδρυμα. Ώ, χαρά που είχε! Και κράτησε το τάμα της•
ούτε ένα ζευγάρι κάλτσες δεν αγόρασε από τον μισθό της για τον εαυτό της• όλα τα έδινε ελεημοσύνη.
Πόσοι τωρα λένε: «Θεός σχωρέσοι• ν’ αγιάσουν τα κόκκαλα των γονέων σου!». Γι’ αυτό ο Θεός οικονόμησε μετά και την μάνα της.
(Λόγοι Παϊσίου, τόμος Δ΄, Οικογενειακή Ζωή, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου "Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος", σελ. 150-152)
Τί, πότε, πώς μιλούσε ο Γέροντας
Εκείνο που ήταν πραγματικά θαυμαστό, ήταν η διάκριση που είχε.
Γνώριζε ανά πάσα στιγμή τί έπρεπε να πεί στον καθένα,
ανάλογα με το πόσο δεκτικός ήταν ο καθένας μας στη δεδομένη στιγμή.
Όταν έβλεπε ότι δεν είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε αυτά που ήθελε να μας πεί,
έλεγε πολύ λίγα πράγματα και πρόσθετε: "Καλά, θα τα ξαναπούμε".
Χρησιμοποιούσε πάρα πολύ τα παραδείγματα.
Πολλές φορές, αντί να μας πεί απ' ευθείας ό,τι θα μας έλεγε, μας το έλεγε με παραδείγματα:
"Μια κυρία, που είχε αυτά τα προβλήματα με τα παιδιά της … " , ή "μια κοπέλα, που αντιμετώπιζε αυτό το πρόβλημα … " κ.ο.κ.
Γενικεύοντας το θέμα, δεχόταν ο καθένας μας πιό εύκολα αυτό που ήθελε να μας πεί ο Γέρων Πορφύριος,
ο οποίος είχε πραγματική μέσα του τη σοφία, που του έδινε ο Θεός.
[ Ί 167π.]
(Ανθολόγιο Συμβουλών, Άγιος Πορφύριος, σελ.151)
Πάνω απ' τον γκρεμό
Όπως τα αμέριμνα παιδιά ούτε καν διαισθάνονται την άγρια μάχη της ζωής, στην οποία βρίσκεται ο κόσμος γύρω τους, έτσι και πολλοί ενήλικοι άνθρωποι ούτε καν διαισθάνονται, όπως και τα παιδιά, τη φοβερή πνευματική μάχη, την οποία ο Χριστός, με τα στρατεύματα των αγγέλων του και των αγίων του κάνει ενάντια στις σκοτεινές δυνάμεις στον κόσμο.
Μόνο για τον πνευματικό άνθρωπο μπορεί να λεχθεί ότι βγήκε από την εποχή της παιδικότητας, όσο κι αν αυτός παραμένει ένα μεγάλο παιδί κατά μια άλλη έννοια. Γι’ αυτό ο πνευματικός άνθρωπος κοιτάζοντας, βλέπει την ανθρωπότητα - όπως η μητέρα ένα άμυαλο παιδί - περιτριγυρισμένο από φοβερούς κινδύνους.
Και όπως το παιδί, συχνά δεν κατανοεί τις συμβουλές και τις προειδοποιήσεις των γονέων, οι οποίοι με ξάγρυπνο μάτι παρακολουθούν το παιδί που βρίσκεται σε κίνδυνο, έτσι πολλοί, πάρα πολλοί άνθρωποι δεν κατανοούν τις συμβουλές και τις προειδοποιήσεις των πνευματικών ανθρώπων. Επειδή για πολλούς παραμένουν για πάντα αόρατα και απίστευτα τα οράματα, που έχουν οι πνευματικοί άνθρωποι και αόρατος ο γκρεμός πάνω από τον οποίο κοιμούνται.
(Στοχασμοί περί καλού και κακού, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, σελ. 102-103)
Δικαστήρια
κοσμικά
Πώς δεν είναι άτοπο το να θέλης εχθρός να σε συμφιλιώση με το φίλο, που έδειξε μικροψυχία; Πώς δεν κοκκινίζεις από ντροπή, όταν ένας ειδωλολάτρης κάθεται να δικάση ένα χριστιανό;
Ε.Π.Ε. 18,444
για τα χρήματα
Καλύτερα είναι να συμφιλιωθή κανείς προ της δίκης. Αλλ’ αφήνουν τα χρήματα, ή μάλλον η μανία των χρημάτων; Όλα τα έχει ανατρέψει και όλα τα έχει ξευτελίσει.
Ε.Π.Ε. 18,460
από την πλεονεξία
Ποιο κακό δεν προέρχεται από τη μανία των χρημάτων; Απ’ αυτήν γεννιώνται και οι πλεονεξίες και οι κλεψιές... Μήπως και τα δικαστήρια γι’ αυτό δεν λειτουργούν;
Ε.Π.Ε. 24,434-436
Δίκες
για... λάσπες!
Λάσπη είναι το χρυσάφι, και μάλιστα πεταμένη στην αυλή σου, όχι στο σπίτι σου. Διότι το σπίτι σου είναι ο ουρανός. Για τη λάσπη, λοιπόν, πηγαίνεις στο δικαστήριο; Θα σε περιγελούν οι άγγελοι. Θα σε διώξουν από την πατρίδα τους την ουράνια, εσένα τον άθλιο και τον ευτελισμένο, που προτιμάς να φιλονικής για λίγη λάσπη.
Ε.Π.Ε. 25,184
για την πλεονεξία
Φοβερό πράγμα τα χρήματα, ή μάλλον ο αμαρτωλός έρωτας των χρημάτων. Διότι αυτός ανέτρεψε τα πάντα και τα κατέστρεψε. Και όλα τα καθ’ ημάς φαίνονται φλυαρίες και φαντασίες, εξ αίτιας των χρημάτων.
Ε.Π.Ε. 18,460
για εκκλησιαστικές υποθέσεις
Άτοπο πράγμα είναι: Για όσους μεν τσακωμούς γίνονται στο σπίτι, δεν καλούνται οι εξωτερικοί, αλλά ντρέπονται οι ένοικοι, να μη μάθουν οι άλλοι τα του σπιτιού τους. Όταν όμως πρόκηται για υποθέσεις της Εκκλησίας, όπου ο θησαυρός των απορρήτων μυστηρίων, όλα τα βγάζουμε στη φόρα!
Ε.Π.Ε. 18,452
αναπολόγητος κρίνεται;
Με έδιωξαν αδίκως, λέει ο Χρυσόστομος, χωρίς να μου δοθούν υπομνήματα ούτε λίβελλοι και χωρίς να εμφανιστούν κατήγοροι.
Ε.Π.Ε. 38,30
ούτε Σκύθες και Σαυρομάτες
Ούτε στα κοσμικά δικαστήρια συνέβησαν ποτέ τέτοια πράγματα, ή μάλλον ούτε σε βαρβαρικό δικαστήριο. Ούτε οι Σκύθες ούτε οι Σαυρομάτες δίκασαν έτσι, κρίνοντας μονόπλευρα, με απόντα τον κατηγορούμενο, ο οποίος δεν αποφεύγει τη δίκη.
Ε.Π.Ε. 38,30-32
(Χρυσοστομικό Λεξικό, αρχ. Δανιήλ Αεράκη, τόμος Β, σελ. 61-62)
Του Αββά Ποιμένος
α'. Πήγε κάποτε ο Αββάς Ποιμήν, όταν ήταν νεώτερος, σ’ ένα γέροντα, να τον ρωτήση για τρεις λογισμούς. Όταν λοιπόν έφθασε στον γέροντα, ξέχασε τον ένα από τους τρεις. Και γύρισε στο κελλί του. Αλλά μόλις έβαλε το χέρι να ξεκλειδώση την πόρτα, θυμήθηκε τον λησμονημένο λογισμό. Και άφησε το κλειδί και γύρισε στον γέροντα. Και του λέγει ο γέρων: « Γρήγορα ξαναγύρισες, αδελφέ ». Και του ιστόρησε: « Όταν πήγα να πιάσω το κλειδί, θυμήθηκα τον λογισμό όπου αποζητούσα και δεν άνοιξα, γι’ αυτό γύρισα ». Και το μάκρος του δρόμου ήταν πάρα πολύ μεγάλο. Του έλεγε δε ο γέρων: « Στους Αγγέλους ανήκεις, Ποιμήν. Και το όνομα σου θα γίνη ξακουστό σε όλη την Αίγυπτο ».
β'. Κάποτε, ο αδελφός του Αββά Ποιμένος Παΐσιος σχετίστηκε με κάποιους έξω από το κελλί του, πράγμα οπού ο Αββάς Ποιμήν δεν το ήθελε. Σηκώθηκε λοιπόν, πήγε στον Αββά Αμμωνά και του λέγει: « Ο αδελφός μου ο Παΐσιος κάνει συντροφιά με κάποιους και έχασα την ειρήνη μου ». Του λέγει ο Αββάς Αμμωνάς: « Ποιμήν, ακόμη ζής ; Πήγαινε, μείνε στο κελλί σου. Και βάλε στην καρδιά σου ότι έχεις ήδη ένα έτος μέσα στο μνήμα ».
γ΄. Ήλθαν κάποτε πρεσβύτεροι από τον κόσμο στις Μονές όπου ήταν ο Αββάς Ποιμήν. Και πήγε στο κελλί του ο Αββάς Ανούβ και του λέγει: « Ας καλέσουμε εδώ σήμερα τους πρεσβυτέρους ». Και ενώ έμεινε για πολύ δεν του έδωσε απόκριση. Λυπήθηκε λοιπόν και βγήκε. Του λέγουν αυτοί οπού έμεναν κοντά του: « Αββά, γιατί δεν του αποκρίθηκες ; ». Και τους απαντά ο Αββάς Ποιμήν: « Τί να του πώ ; Εγώ είμαι νεκρός. Και ο νεκρός δεν μιλά. Ας μή με λογαριάσουν ότι βρίσκομαι εδώ μέσα μαζί τους ».
δ΄. Ήταν ένας γέρων στην Αίγυπτο, πριν έλθουν εκείνοι οπού ήταν μαζί με τον Αββά Ποιμένα. Και είχε γνώση και τιμή πολλή. Όταν λοιπόν ανέβηκαν ο Αββάς Ποιμήν και οι δικοί του από τη Σκήτη, τον άφησαν οι άνθρωποι και έρχονταν στον Αββά Ποιμένα. Και φθονούσε ο γέρων και τους κακολογούσε. Άκουσε λοιπόν ο Αββάς Ποιμήν και λυπήθηκε. Και λέγει στους αδελφούς του: « Τί θα κάμουμε μ' αυτόν τον μεγάλο γέροντα; Γιατί σε θλίψη μας έρριξαν οι άνθρωποι, με το να παρατήσουν τον γέροντα και να προσέχουν εμάς οπού δεν είμαστε τίποτε. Πώς λοιπόν μπορούμε να καλοκαρδίσουμε τον γέροντα; ». Και τους λέγει ύστερα: « Ετοιμάστε λίγο φαγητό και πάρετε και ένα φλασκί κρασί. Και ας πάμε, να φάμε μαζί του. Ίσως έτσι τον καλοκαρδίσουμε ». Πήραν λοιπόν τα φαγώσιμα και πήγαν. Και σαν έκρουσαν τη θύρα, τους ακούει ο μαθητής του και ρωτά: « Ποιοί είστε; ». Και αυτοί είπαν: «Πες στον Αββά, ότι ο Ποιμήν είναι και θέλει να πάρη την ευλογία του ». Το ανεκοίνωσε ο μαθητής, αλλά εκείνος αποκρίθηκε: « Πήγαινε, δεν ευκαιρώ ». Αλλά εκείνοι έκαμαν υπομονή μέσα στο λιοπύρι, λέγοντας: « Δεν φεύγουμε, αν δεν μας κάμη τη χάρη ο γέρων να μας δεχθή ». Ο δε γέρων, βλέποντας την ταπείνωση και την υπομονή του Αββά Ποιμένος, κατανύχθηκε και τους άνοιξε. Μπήκαν λοιπόν και έφαγαν μαζί του. Ενώ δε έτρωγαν, έλεγε: « Αληθινά, δεν είναι μόνο ό,τι άκουσα για σας, αλλά εκατονταπλάσια είδα στη συμπεριφορά σας ». Και έγινε φίλος τους από εκείνη τη μέρα.
ε'. Θέλησε κάποτε ο άρχων της χώρας εκείνης να δή τον Αββά Ποιμένα και δεν ήθελε ο γέρων. Τότε, με πρόφαση ότι ήταν κακοποιός, έπιασε τον γυιό της αδελφής του και τον έρριξε στη φυλακή, λέγοντας: « θα τον απολύσω όταν έλθη ο γέρων και παρακάλεση γ’ αυτόν ». Και ήλθε η αδελφή του κλαίοντας μπροστά στη θύρα. Αυτός όμως δεν της αποκρινόταν. Εκείνη δε τον κατηγορούσε, λέγοντας: « Σκληρόκαρδε, λυπήσου με, μονάκριβο τον έχω ». Και εκείνος έστειλε και της εμήνυσε : « Ο Ποιμήν παιδιά δεν έκαμε ». Και έτσι έφυγε. Ακούοντας το ο άρχων, του εμήνυσε: « Έστω και με απλό σου πρόσταγμα, τον αφήνω ελεύθερο ». Αλλά ο γέρων του αντιμήνυσε, λέγοντας: « Εξέτασε σύμφωνα με τους νόμους. Και αν είναι άξιος θανάτου, ας πεθάνη. Αν όχι, κάμε όπως θέλεις ». Ο δε άρχων, αφού το άκουσε, τότε τον άφησε ελεύθερο.
στ'. Έπεσε σε αμαρτία κάποτε ένας αδελφός, σε Κοινόβιο. Ήταν δε σ’ εκείνους τους τόπους ένας αναχωρητής. Και για πολύ καιρό, δεν πρόβαλε. Πήγε δε ο Αββάς του Κοινοβίου στον γέροντα και του ανέφερε για τον πεσμένο. Και εκείνος είπε: « Να τον διώξετε ». Βγήκε λοιπόν ο αδελφός από το Κοινόβιο, εισήλθε σε χαράδρα και έκλαιε εκεί. Έτυχε δε να περάσουν από εκεί κάποιοι αδελφοί, πηγαίνοντας στον Αββά Ποιμένα και άκουσαν τον αδελφό να κλαίη. Και πλησιάζοντας τον, τον βρήκαν σε θλιβερό κατάντημα. Και του ζήτησαν να τον πάνε στον γέροντα. Και δεν ήθελε, λέγοντας « Εδώ εγώ θα πεθάνω ». Φτάνοντας δε στον Αββά Ποιμένα, του το διηγήθηκαν. Τους παρακάλεσε και τους έστειλε, λέγοντας: « Πέστε του ότι ο Αββάς Ποιμήν σε φωνάζει ». Και ήλθε σ’ αυτόν ο αδελφός. Βλέποντας τον δε ο γέρων θλιμμένο, σηκώθηκε και τον ασπάστηκε. Και μιλώντας του χαρωπά, τον παρακάλεσε να φάγη. Έστειλε δε ο Αββάς Ποιμήν έναν από τους αδελφούς του στον αναχωρητή, λέγοντας: « Από πολλά χρόνια επιθυμούσα να σε δώ, ακούοντας τα σχετικά με σένα. Και από οκνηρία και των δυο μας δεν συναντηθήκαμε. Τώρα λοιπόν, μια και το θέλει ο Θεός και υπάρχει αιτία, κόπιασε έως εδώ, να ιδωθούμε ». Και συνήθιζε να μη βγαίνη από το κελλί του. Και ακούοντας, έλεγε: « Αν ο Θεός δεν πληροφόρησε στην καρδιά του τον γέροντα, δεν θα μου μηνούσε ».
Σηκώθηκε λοιπόν και πήγε σ’ αυτόν. Και αφού ασπάσθηκαν ο ένας τον άλλο με χαρά, κάθισαν. Του είπε δε ο Αββάς Ποιμήν: « Δυο άνθρωποι ήταν σ' ένα τόπο και είχαν και οι δυο νεκρούς. Άφησε δε ο ένας τον δικό του νεκρό και πήγε να κλάψη τον νεκρό του άλλου ». Ακούοντας δε ο γέρων, κατανύχθηκε απ’ αυτά τα λόγια και θυμήθηκε τι έκαμε και είπε: « Ποιμήν, είσαι πολύ ψηλά στον ουρανό, ενώ εγώ είμαι πολύ χαμηλά στη γη ».
ζ΄. Πήγαν κάποτε γέροντες πολλοί στον Αββά Ποιμένα. Και να, ένας συγγενής του Αββά Ποιμένος είχε παιδί και το πρόσωπο του, από ενέργεια του πονηρού, στράφηκε προς τα πίσω. Και βλέποντας ο πατέρας του το πλήθος των γερόντων, πήρε το παιδί και καθόταν έξω από το Μοναστήρι κλαίοντας. Έτυχε δε κάποιος γέρων να βγή. Και βλέποντας τον, του λέγει: « Τί κλαις, άνθρωπέ μου ; ». Και εκείνος του αποκρίθηκε: « Συγγενής είμαι του Αββά Ποιμένος. Και να, συνέβη στο παιδί μου αυτός ο πειρασμός. Και θέλοντας στον γέροντα να το φέρουμε, φοβηθήκαμε. Γιατί δεν θέλει να μας δή. Τώρα λοιπόν, αν μάθη ότι εδώ είμαι, στέλνει και με διώχνει. Αλλά εγώ, βλέποντας τη δική σας παρουσία, τόλμησα να έλθω. Λυπήσου με λοιπόν, Αββά, αν θέλης και πάρε το παιδί μέσα και προσευχηθήτε γι' αυτό». Πήρε ο γέρων το παιδί, μπήκε και χρησιμοποίησε φρόνιμο τρόπο. Ήγουν δεν το παρουσίασε ευθύς στον Αββά Ποιμένα. Αλλά, αρχίζοντας από τους νεωτέρους αδελφούς, έλεγε: « Σταυρώστε το παιδί ».
Αφού δε τους έβαλε όλους να σταυρώσουν το παιδί ο ένας μετά τον άλλο, το έφερε υστέρα στον Αββά Ποιμένα. Αυτός όμως δεν ήθελε να το πλησιάση. Οι άλλοι, ωστόσο, τον παρακαλούσαν, λέγοντας: « Ό,τι όλοι, κάμε και σύ, πάτερ ». Στέναξε τότε, σηκώθηκε και προσευχήθηκε, λέγοντας: « Θεέ μου, κάμε καλά το πλάσμα σου, για να μή κυριευθή από τον εχθρό ». Και αφού το σταύρωσε, ευθύς το θεράπευσε και το γύρισε στον πατέρα του έχοντας την υγεία του.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
Του Αββά Ολυμπίου
α΄. Είπε ο Αββάς Ολύμπιος: « Κατέβηκε κάποτε ένας ιερεύς των ειδωλολατρών σε Σκήτη και ήλθε στο κελλί μου και κοιμήθηκε. Και βλέποντας τη διαγωγή των μοναχών, μου λέγει: Έτσι ζώντας, τίποτε δεν σας φανερώνει ο Θεός σας; Και του λέγω: Τίποτε. Και μου λέγει: Και όμως εμάς, όταν ιερουργούμε στον θεό μας, τίποτε δεν κρύβει, αλλά μας αποκαλύπτει τα μυστήρια του. Ενώ σείς, τόσους κόπους κάνοντας, αγρυπνίες, ησυχίες και ασκήσεις, λες ότι τίποτε δεν βλέπετε; Οπωσδήποτε λοιπόν, αν τίποτε δεν βλέπετε, λογισμούς αμαρτωλούς έχετε στις καρδιές σας και αυτοί σας χωρίζουν από τον Θεό σας. Έτσι, δεν σας αποκαλύπτονται τα μυστήρια του. Και πήγα και ανέφερα στους γέροντες τα λόγια του ιερέως. Και θαύμασαν και είπαν, ότι έτσι είναι. Γιατί οι ακάθαρτοι λογισμοί χωρίζουν τον Θεό από τον άνθρωπο ».
β΄. Ο Αββάς Ολύμπιος των Κελλιών πολεμήθηκε από πειρασμό σαρκικής αμαρτίας. Και του λέγει ο λογισμός: « Πήγαινε, πάρε γυναίκα ». Σηκώθηκε λοιπόν, έφτιαξε πηλό και έπλασε μια γυναίκα. Και λέγει μέσα του: « Να η γυναίκα σου. Πρέπει λοιπόν να εργάζεσαι πολύ για να τη θρέψης ». Και εργαζόταν με πολύ κόπο. Και άλλη φορά, πάλι φτιάχνοντας πηλό, έπλασε για τον εαυτό του θυγατέρα. Και λέγει στον λογισμό του: « Γέννησε η γυναίκα σου. Πρέπει πιο πολύ να εργάζεσαι, για να μπορέσης να θρέψης και να ντύσης το παιδί σου ». Και έτσι κάνοντας, μάρανε τον εαυτό του. Και λέγει στον λογισμό: « Δεν αντέχω άλλο στον κόπο ». Και είπε: « Αν δεν αντέχης στον κόπο, μήτε γυναίκα να ζητήσης ». Και βλέποντας ο Θεός τον κόπο του, του σταμάτησε τον πειρασμό και αναπαύτηκε.
Του Αββά Ορσισίου
α΄. Είπε ο Αββάς Ορσίσιος : « Πλιθάρι άψητο, αν το βάλης σε θεμέλιο κοντά σε ποτάμι, δεν αντέχει ούτε μια μέρα. Ψημμένο όμως, μένει σαν την πέτρα. Έτσι και ο άνθρωπος όπου έχει σαρκικό φρόνημα και δεν πέρασε, σαν τον Ιωσήφ, από τη φωτιά του φόβου του Θεού, διαλύεται όταν αναλάβη εξουσία. Γιατί πολλοί είναι οι πειρασμοί στους τέτοιους, όταν βρίσκωνται ανάμεσα σε ανθρώπους. Και είναι καλό, ξέροντας τινάς έως που φθάνουν οι δυνάμεις του, να αποφεύγη το βάρος της εξουσίας. Όσοι όμως στηρίζονται στην πίστη, είναι αμετακίνητοι. Γι’ αυτόν λοιπόν τον αγιώτατο Ιωσήφ αν θελήση τινάς να μιλήση, θα πη, ότι δεν ήταν επίγειος. Πόσους πειρασμούς πέρασε και σε τί χώρα, οπού δεν υπήρχε τότε ίχνος θεοσεβείας ! Αλλά ο Θεός των πατέρων του ήταν μαζί του και τον έβγαλε από κάθε θλίψη και τώρα βρίσκεται μαζί με τους πατέρες του στη βασιλεία των ουρανών. Και εμείς λοιπόν, έχοντας επίγνωση των δυνάμεών μας, ας αγωνισθούμε. Γιατί μόλις έτσι θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε την κρίση του Θεού ».
β'. Είπε πάλι: « Πιστεύω ότι αν τινάς δεν φυλάξη την καρδιά του καλά, όλα όσα άκουσε τα ξεχνά και αμελεί. Και έτσι ο εχθρός, βρίσκοντας τόπο σ’ αυτόν, τον καταβάλλει. Το λυχνάρι οπού ετοιμάσαμε και φωτίζει, αν δεν του βάλουμε, από αμέλεια, λάδι, σβήνεται σιγά - σιγά και το σκοτάδι γίνεται πιο δυνατό γύρω του. Και όχι μόνο αυτό. Μπορεί να συμβή και άλλο: Ένα ποντίκι, κινούμενο γύρω του και ζητώντας να καταφάγη το φυτίλι, δεν μπορεί να κάμη τίποτε πριν σωθή το λάδι. Όταν όμως δη ότι όχι μόνο φως δεν έχει αλλά ούτε και τη ζέστη της φωτιάς, τότε, θέλοντας να αποσπάση το φυτίλι, ρίχνει κάτω και το λυχνάρι. Και αν μεν είναι οστράκινο, γίνεται κομμάτια. Αν δε τύχη να είναι χάλκινο, το ξαναβάζει στη θέση του ο νοικοκύρης. Έτσι και με τη ψυχή όπου αμελεί. Το Άγιο Πνεύμα υποχωρεί, έως ότου οριστικά σβήση η φλόγα. Και τότε, ο εχθρός, αφού καταφάγη την προθυμία της ψυχής, αφανίζει και το σώμα με την αμαρτία. Αν όμως είναι άνθρωπος οπού έχει καλή προαίρεση απέναντι του Θεού και απλώς παρασύρθηκε σε αμέλεια, ο Θεός, σπλαχνικός όντας, τον φέρνει στον φόβο του και στην μνήμη των αιωνίων βασάνων, έτσι δε, τον κάνει να νήφη και να φυλάγεται από εκεί και πέρα με ασφάλεια πολλή, έως την ημέρα της επισκέψεως του.
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
Οι δύο σέχοι
Κάποτε δύο σέχοι (αρχηγοί μουσουλμανικών φυλών και μάγοι) από το Χατζή–Πεχτές επισκέφθηκαν τον όσιο Αρσένιο τον Καππαδόκη (1840-1924).
Ο άγιος τους δέχθηκε με καλωσύνη και τους πρόσφερε καφέ. Οι σέχοι όμως άρχισαν κάτι ανόητες και συγκεχυμένες ερωτήσεις, που του έφερναν πονοκέφαλο. Για ν’ απαλλαγή, τους είπε:
- Δεν μπορώ να σας ακούω, γιατί πονάει το κεφάλι μου.
Εκείνοι δεν κατάλαβαν και του είπαν:
- Παπάς Εφέντης, θα σου φτιάξουμε ένα μουσχά (χαϊμαλί) και άμα το φορέσης, σ’ όλη σου τη ζωή δεν θα σου πονέση το κεφάλι!
Ο όσιος τους απάντησε αυστηρά:
- Έχω μεγαλύτερη δύναμι από τη δική σας και μπορώ να σας κάνω με τη δύναμι του Χριστού να μη κουνηθήτε καθόλου από τον τόπο που κάθεσθε.
Τους άφησε αμέσως και πήγε δίπλα στο κελλί του.
Όταν αποτελείωσαν τον καφέ τους οι σέχοι και θέλησαν να φύγουν, με κανένα τρόπο δεν μπορούσαν να κουνηθούν από τον τόπο που κάθονταν, γιατί ένιωθαν να είναι δεμένοι μ’ ένα αόρατο δέσιμο! Αναγκάσθηκαν τότε να φωνάξουν τον άγιο Αρσένιο, για να τους λύση. Εκείνος πήγε αμέσως, αλλά δεν τους μίλησε. Μόνο νόημα τους έκανε να φύγουν, και έτσι μπόρεσαν να ξεκοκκαλώσουν από τον τόπο τους.
Οι σέχοι κατάλαβαν το σφάλμα τους και ζήτησαν συγχώρησι:
- Παπάς Εφέντης, συγχώρα μας. Η δύναμις σου είναι μεγάλη, γιατί την παίρνεις από τη μεγάλη σου πίστι! Εμείς με τον σατανά δουλεύουμε.
(Αρσένιος ο Καππαδόκης)
("Χαρίσματα και Χαρισματούχοι", Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 168-169)
«Μακάριοι είναι εκείνοι που έχουν καθαρή καρδιά,
διότι αυτοί θα δουν το Θεό».
(Ματθ. ε΄8)
«Ο Κύριος δια του Προφήτου Ησαΐου παρήγγελε
στους Ιουδαίους να λουστούν και να καθαριστούν
πρώτα για να διαλλαγεί μαζί τους.
Ώστε μόνο με τους καθαρούς στην καρδιά διαλλέγεται
το θείο και σε αυτούς εμφανίζεται και κατοικεί».
(Αγίου Νεκταρίου,
Επιστολή προς την Γερόντισσα Ξένη,
35 Ποιμ. Επιστολές, σ. 98)
Αυτό που λείπει πάρα πολύ στις μέρες μας είναι άνθρωποι φωτεινοί, χαρούμενοι, ελπιδοφόροι. Όλοι μας έχουμε ανάγκη να έχουμε γύρω μας τέτοιους ανθρώπους. Είναι για μας στήριγμα και πηγή δύναμης και αισιοδοξίας. Αντίθετα όμως περιτριγυριζόμαστε συνήθως από ανθρώπους θαμπούς, μουντούς, θυμωμένους, αγχωμένους και απελπισμένους. Κι όμως, ο Χριστός άλλα μας κάλεσε να κάνουμε! « Χαίρετε» είπε ο Αναστημένος Χριστός στις Μυροφόρες μόλις βγήκε από τον Τάφο. « Μη φοβείσθε, αλλά χαίρετε» ( Ματθ. κη΄,9-10) Άρα λοιπόν η Ανάσταση του Χριστού γίνεται για τον άνθρωπο η πηγή της χαράς του και κάθε ευλογίας.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως δε γίνεται να είμαστε αληθινά χαρούμενοι όταν έχουμε απομακρυνθεί ή αποκοπεί από το Χριστό! Αυτός είναι η Πηγή όλων των αγαθών! Αν θέλουμε να διώξουμε το σκοτάδι από μέσα μας, τη λύπη, το φόβο, την απόγνωση και ό,τι άλλο μας βαραίνει και μας φθείρει ας τρέξουμε στο Ζωοδότη και Ψυχοσώστη Χριστό! Η ψυχή μας δεν φτιάχτηκε για να είναι κοινωνός της λύπης αλλά για να είναι κοινωνός της χαράς… δηλαδή του Χριστού! Και όταν δεν υπάρχει αυτή η κοινωνία τότε επέρχονται όλα τα δεινά πάνω της και μαραζώνει και φοβάται και θλίβεται γιατί την αποσυνδέσαμε από τον τροφοδότη της, από το Δημιουργό της! Όταν ο Χριστός αποχαιρετούσε τους μαθητές Του τους είπε πως τώρα νιώθουν λύπη αλλά σύντομα, όταν εμφανισθεί σ’ αυτούς ξανά, όχι μόνο μετά την Ανάσταση αλλά κυρίως όταν δια της νέας ζωής και κοινωνίας μαζί Του θα τον αισθάνονται ενωμένο μαζί τους, θα χαρεί η καρδιά τους και αυτή τη χαρά δεν θα μπορεί κανείς να την πάρει αλλά θα είναι παντοτινή και διαρκής! ( Ιω. ιστ΄22)
«Εγώ ειμί ο Ων» δηλαδή « Εγώ είμαι εκείνος που είμαι» είπε ο Θεός στον Μωυσή. ( Έξοδος 3,14) Μας φανέρωσε έτσι ότι δεν είναι μια δύναμη αόριστη που κατευθύνει τον κόσμο από μακριά αλλά ότι είναι πρόσωπο, είναι Πατέρας γεμάτος στοργή και αγάπη για τα παιδιά του. Είναι παντού και πάντα κοντά μας. Ας ανασκουμπωθούμε λοιπόν, ας αναλογιστούμε λίγο τη ζωή μας και ας επαναπροσδιόρισουμε τη σχέση μας με το Θεό. Αν δούμε ότι απουσιάζει εντελώς τότε θα καταλάβουμε γιατί τόσο καιρό ζούμε μέσα στη θλίψη, το φόβο και την αγωνία. Αν διαπιστώσουμε ότι οι σχέσεις μας μαζί Του είναι τυπικές, είναι καιρός να γίνουν ουσιαστικές. Εκείνος μας περιμένει υπομονετικά όλους κοντά Του να μας προσφέρει απλόχερα όλα Του τα ελέη! Χωρίς τη χαρά του Χριστού μπορούμε να πνιγούμε ακόμα και σε μια κουταλιά νερό, με τη χαρά του Χριστού όμως μπορούμε να υπερβούμε και τα πιο απαιτητικά εμπόδια! (Α.Κ.Β)